ΝΟΕΛ ΜΠΑΞΕΡ

 

Η Νοέλ Μπάξερ, συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος «Το χνάρι που δεν έσβησε», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα από την περασμένη άνοιξη, απαντάει στις ερωτήσεις μας. Μιλάει για το τελευταίο βιβλίο της και για κάποιους από τους ήρωες του, καταθέτει την άποψη της για το τι πρέπει να χαρακτηρίζετε ως ιστορικό μυθιστόρημα και αγωνιά με τους νέους για το μέλλον, ενώ με αφορμή την ανοιχτή επιστολή που έστειλε πριν από τέσσερα χρόνια στη διευθύντρια του Δ.Ν.Τ. Κριστίν Λαγκάρντ, σχολιάζει τη στάση των ανθρώπων εξουσίας. Απολαύστε τη.   

 

ArtScript: Λίγα λόγια για εσάς (ένα σύντομο βιογραφικό).

Ν. Μπάξερ: Είμαι Ελληνίδα με διπλή ρίζα. Ο πατέρας μου είναι Βρετανός φιλέλληνας. Αγάπησα τον τόπο μου και με τη δική του ματιά, του ξένου. Με βοηθάει αυτό να έχω δυο οπτικές στην Ιστορία μας, να γυρίζω τα γεγονότα κι απ’ τις δυο πλευρές.

Σπούδασα Ελληνική Φιλολογία και Αρχαιολογία. Ιδιαίτερα την αρχαιολογία θα την συναντήσετε συχνά στα βιβλία μου. Εργάστηκα για μεγάλο διάστημα στη Διαφήμιση, κι ακόμα απασχολούμαι επαγγελματικά στον τομέα της Επικοινωνίας. Εκτός από μυθιστορήματα και διηγήματα, γράφω επιφυλλίδες.

Κατοικώ στην Αθήνα, αλλά με κάθε ευκαιρία επισκέπτομαι την Καβάλα, την πόλη όπου μεγάλωσα.

ArtScript: Πόσο έχει επηρεάσει τα βιβλία σας το γεγονός ότι μεγαλώσατε στην ελληνική επαρχία, και συγκεκριμένα στην Καβάλα;

Ν. Μπάξερ: Ήταν η εποχή του καπνεμπορίου και των προσφυγικών γειτονιών, της Χούντας και των σχολικών ποδιών. Δεκαετίες ’60, ’70 και ’80, σε μια αληθινά μαγική πόλη. Καλλονή στην εμφάνιση, ελληνικότατη, με μνήμες μουσουλμανικές που πήγαιναν πέρα στον Μεχμέτ Αλή,και με δυο βουλγαρικές κατοχές στην πλάτη της. Η Καβάλα είναι και θα είναι για μένα ένα ογκώδες βιβλίο με απίθανη, αστείρευτη ύλη. Όποτε το ανοίγω, σε όποια τυχαία σελίδα κι αν πέσω, απολαμβάνω μοναδικές εικόνες, μυρωδιές, ήχους.

Στην Καβάλα πηγαίνω τους λυπημένους μου ήρωες. Ασυναίσθητα. Σε δύο μυθιστορήματά μου την έχω επιλέξει ως τον τόπο όπου διαδραματίζεται η μυθιστορία μου. Αν δεν είχα ζήσει τα παιδικά μου χρόνια στην Καβάλα είναι απολύτως βέβαιο πως δεν θα ήμουν αυτή που είμαι σήμερα, εννοώ η ίδια όπως είμαι τώρα.

ArtScript: Μου έχει κάνει εντύπωση το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν πολλά βιβλία από έλληνες συγγραφείς, τα οποία είναι ιστορικά μυθιστορήματα (και δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι ήρωες τοποθετούνται σε παλαιότερες εποχές από την εποχή που ζει ο συγγραφέας, αλλά επηρεάζονται άμεσα από τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα) επίσης είναι βιβλία που δεν αρχίζουν και τελειώνουν σε μια γενιά, αλλά καλύπτουν το φάσμα τριών και κάποιες φορές και τεσσάρων γενεών. Τι γοητεύει τους συγγραφείς και καταπιάνονται με τέτοια θέματα και απλώνουν (χρονικά) τόσο τα κείμενα τους;

Ν. Μπάξερ: Όσο βυθιζόμαστε στο παρελθόν, ο χρόνος τείνει να χάνει τις ώρες του. Σταδιακά χάνει μέρες, μήνες, χρόνια. Κάποια στιγμή γίνεται δεκαετίες. Πολύ πιο πίσω μετριέται και σε αιώνες. Εάν η χθεσινή μας μέρα ήταν χωρισμένη σε ώρες και λεπτά, η αντίστοιχη ημερολογιακή μέρα πριν μια δεκαετία δεν ήταν. Όσο κυλάμε πίσω τόσο πιο μακρύ είναι το διάστημα που συλλαμβάνει προς επεξεργασία ο νους μας. Οι τρεις γενιές καλύπτουν ένα απλωμένο τέτοιο διάστημα, όταν πάμε αρκετά πίσω στο παρελθόν. Από την άλλη, οι τρεις γενιές επιτρέπουν να καταδεικνύεται η σχέση αιτίας κι αιτιατού. Να ολοκληρώνεται ένας ξεριζωμός, παράδειγμα, με τα πριν και τα μετά του. Στα πριν βλέπουμε -και ο αναγνώστης κι εμείς-  την αιτία, στο μετά βλέπουμε το αποτέλεσμα. Επιπλέον λόγος, ένα ωραίο πριν, παρουσιάζοντας τι όμορφα ζούσανε οι άνθρωποι, ενισχύει τη μετέπειτα δραματική κορύφωση. Εξυπηρετεί στην συμμετοχή του αναγνώστη.

Να σας απαντήσω και σε κάτι άλλο που θεωρώ σημαντικό με αφορμή την ερώτησή σας για τα ιστορικά μυθιστορήματα. Κάθε αφηγηματική ιστορία είναι γνωστό πως διαδραματίζεται σε έναν χώρο κι έναν χρόνο. Είναι το κουτί της. Το κουκλόσπιτο, όπως το λέω. Όταν ο χρόνος δεν είναι το σήμερα, θα είναι το χθες. Άρα θα έχει το ιστορικό ένδυμά του. Οι ήρωες θα κάνουν ό,τι κάνουν «ζώντας» στο ιστορικό περιβάλλον τους, στον χρόνο που τους τοποθέτησε ο συγγραφέας τους. Εκεί που τους ακούμπησε τόσο τοπικά όσο και χρονικά. Αυτό δεν είμαι σίγουρη πως είναι πάντα ιστορικό μυθιστόρημα. Καλούμαστε νομίζω να διαχωρίσουμε τι είναι τι. Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα με αναδρομές στο παρελθόν, δεν μπορεί να έχει ίδια ετικέτα με ένα άλλο, παράδειγμα, που εξολοκλήρου «ζει» στον Μυστρά πριν από τα χρόνια της Άλωσης. Καταλήγω με την πρόταση να σκεφτούμε μήπως η μεγάλη ενότητα ιστορικό μυθιστόρημα είναι καλό να διαχωριστεί σε διακριτές ομάδες, οι οποίες ασφαλώς δεν θα επηρεάζουν ούτε στο ελάχιστο την ποιότητα και την αναγνώριση του έργου.

ArtScript: Έχουμε συναντήσει αρκετές φορές μυθιστορήματα, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία του ιστορικού, όμως αυτό που έχουν κάνει οι συγγραφείς τους είναι να πάρουν κάποιο πρόσωπο με πολιτική ή ιστορική βαρύτητα και να το ‘‘εμπλέξουν’’ στην υπόθεση του βιβλίου τους γράφοντας ιστορικές ανακρίβειες, δίνοντας του στην ουσία μια άλλη ζωή από εκείνη που έζησε, τι γνώμη έχετε εσείς γι αυτά τα βιβλία; Πρέπει να υπάρχει περιορισμός στη μυθοπλασία όταν αφορά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα; 

Ν. Μπάξερ: Το θεωρώ επιεικώς απαράδεκτο και θα σας εξηγήσω αμέσως το γιατί τοποθετούμαι τόσο κατηγορηματικά. Τα ιστορικά πρόσωπα, όπως και τα ιστορικά γεγονότα, ανήκουν στην σφαίρα του πραγματικού. Ένα μυθιστόρημα κινείται στην ανεξάρτητη σφαίρα του μύθου. Γίνεται να φιλοξενείται το ένα στο άλλο αλλά με το όνομά του, χωρίς να αλλάξει ταυτότητα, αλλιώς πρόκειται για ψευδή ταυτότητα κι άρα ψέμα. Ένα βιβλίο με ψέματα ποιος το θέλει; Είναι αδύνατη η  υγιής σχέση συγγραφέα κι αναγνώστη έτσι.

Ο συγγραφέας είναι παντοδύναμος πάνω στους ήρωες που γεννάει η φαντασία του. Στους δικούς του «ανθρώπους». Άμα παρεξηγείται αυτή η δύναμη και θαρρεί πως του δίνει το δικαίωμα να επεμβαίνει και στους ζωντανούς, τότε έχει πρόβλημα! Συμπαθεί ή δεν συμπαθεί ένα ιστορικό πρόσωπο, δεν είναι εκεί για να εξυπηρετήσει μεταγενέστερους μυθιστοριογράφους μετά θάνατον, ανίσχυρος, και πετσοκόβοντάς τον να τον προσαρμόζουν στο πλαίσιο που θέλει ο καθένας, στο κουτί της μυθιστορίας του. Είναι βίαιη πράξη αυτή. Κι από αυτήν ακόμα την οπτική, ως βία, είναι απορριπτέα. Πρόκειται μάλιστα για διπλή κακοποίηση: ανθρώπου και αλήθειας.Η ατομική αλήθεια όταν εμπλέκεται με την ιστορική αλήθεια είναι τζιζ θέμα. Το ποιητική αδεία είναι άκυρο επειδή φιλολογικά είναι άλλο πράγμα, κι επίσης άσχετο είναι η ελευθερία του λόγου. Η ελευθερία θέλει αλήθεια και σεβασμό.Ο σεβασμός και τα όρια δεν είναι κακές λέξεις. Διευκρινίζω το αυτονόητο ότι δεν αναφέρομαι στη διαφορετική οπτική ματιά πάνω στην Ιστορία.

Υπάρχει και τρίτος λόγος, εξίσου σημαντικός. Για μεγάλη μερίδα αναγνωστών το πραγματολογικό μέρος ενός μυθιστορήματος αποτελεί πηγή γνώσης. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, μοναδική πηγή γνώσης. Όταν από ένα μυθιστόρημα οι αναγνώστες λαμβάνουν λανθασμένη γνώση είναι κατακριτέο.

ArtScript: «Κάνει κανείς πολλά κακά ζητώντας να αγαπηθεί».  Η Υπατία είναι ένας χαρακτήρας που διχάζει τον αναγνώστη, στην αρχή του βιβλίου τη συμπονά για τα δύσκολα παιδικά χρόνια και το αίσθημα εγκατάλειψης που κουβαλά, όσο όμως κυλάει το βιβλίο, ο ίδιος ο αναγνώστης θα ενοχληθεί από τη συμπεριφορά της απέναντι στους άλλους χαρακτήρες του βιβλίου και κυρίως  στους άντρες. Η μετέπειτα συμπεριφορά της συγκεκριμένηςηρωίδας, είναι αποτέλεσμα της πίκρας της ή ευθύνεται απλά ο χαρακτήρας της; Το πρώτο μέρος του βιβλίου χρησίμευσε για εσάς ως ένα μέσο να δικαιολογήσετε τη στάση της ηρωίδας σας κατά την εξέλιξη του βιβλίου;

Ν. Μπάξερ: Πολλές ερωτήσεις σε μία, αλλά τέτοια είναι η Υπατία. Σύνθετη προσωπικότητα! Πιστεύω πως το κλειδί για να την αποδεχτεί ο αναγνώστης είναι αυτό ακριβώς που αναφέρατε, να νιώσει συμπόνια γι’ αυτήν κατά τα παιδικά της χρόνια. Μέσα σε αυτά εντάσσω και τα της πρώτης νεότητας. Η κατανόηση στην συγκεκριμένη περίπτωση της Υπατίας δεν είναι απλώς σχήμα λόγου, μια λέξη συμπάθειας. Είχε σημασία για μένα να κατανοήσουν όλοι οι αναγνώστες τους λόγους που έγινε αυτή που έγινε στην πορεία. Τούτο προσπάθησα. Η φράση «Κάνει κανείς πολλά κακά ζητώντας να αγαπηθεί» είναι κατ’ εμέ η κορυφαία κουβέντα της Υπατίας. Τα βγάζει έξω όλα. Ανοίγει η καρδιά της σαν τριαντάφυλλο. Σας ευχαριστώ που την ξεχωρίσατε.

Δεν είμαστε μόνο αυτό που υπαγορεύει η φύση μας, η κληρονομικότητα με την οποία γεννιόμαστε. Αυτό λέει το νέο μυθιστόρημά μου ξανά και ξανά, πάλι και πάλι. Ο χαρακτήρας της Υπατίας δεν ευθύνεται απλά. Διαμορφώθηκε έτσι από την πίκρα που αναφέρετε. Η οποία πίκρα προήλθε από την απόρριψη, η οποία απόρριψε προήλθε από τα κλειστά ήθη της εποχής της κι από την θρησκοληψία της θείας του κοριτσιού, τα οποία κι αυτά με την σειρά τους προήλθαν … και πάει λέγοντας. Το Χνάρι μάς δίνει ένα σκούντημα να ξεκινήσουμε κι εμείς τα δικά μας. Να ακολουθήσουμε αντίστροφα τη δική μας σειρά πράξη-αντίδραση-πράξη-αντίδραση. Ένας σιδηρόδρομος είναι, τσαφ-τσουφ, όμως άπαξ και ξεκινήσουμε το εσωτερικό ταξίδι στο ορυχείο μας, θα βρούμε χρυσάφι. Σκληρά μέταλλα. Δεν μπορώ να πω πως λαμποκοπούν όλα.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου γι’ αυτό ακριβώς είναι εκεί, πολύ σωστά το υποθέσατε. Ως ψυχογράφημα, το Χνάρι έπρεπε να αφαιρέσει μία-μία τις ζεματιστές φλούδες και να φτάσει στον πυρήνα. Στην καυτή καρδιά.  Η εισαγωγική ενότητα «Το στρόγγυλο βουνό» είναι στις πρώτες σελίδες γι’ αυτό το λόγο. Το ανεβοκατέβηκα κι εγώ, μεταφορικά, με την ηρωίδα στην πλάτη μου όπως έβαλα στο βιβλίο κι έκανε η Ευθαλία. Αν δεν αγκομάχησα ήταν γιατί με ξεκούραζε, όπως και τον αναγνώστη θέλω να πιστεύω, ο αναπαυτικός μαγικός ρεαλισμός, αυτή η ιδιαίτερη και πολύ αγαπημένη τεχνική γραφής.

ArtScript: Γράφετε στο βιβλίο σας «Το χνάρι που δεν έσβησε», «Ξέπλυνε την ενοχή του η λήθη. Συγχωρούνται φαίνεται ό,τι δε θυμόμαστε». Τελικά η λήθη είναι καλός οδηγός για τη ζωή των ανθρώπων ή απλά ένας τρόπος για να μην πονάνε;

Ν. Μπάξερ: Η λήθη δεν έρχεται πάντα από μόνη της, σαν την σκόνη που κατακάθεται στα έπιπλα, έχει και  χρήση γομολάστιχας. Σε ανθρώπους όπως ο Σίλας του βιβλίου, με ανοικτούς λογαριασμούς ενοχής, μπορεί να αποδειχθεί άκρως βολική. Ένα μέσον κατάσβεσης. Στρουθοκαμηλισμός ασφαλώς. Δεν το βλέπω άρα δεν υπάρχει.Όσα δεν σβηστούν από μόνα τους επειδή δεν ήρθε ακόμη η σειρά τους, επιλεκτικά κάποιοι μπορούν και πείθουν τους εαυτούς τους πως σβήστηκαν. Ότι δεν υπάρχει κάτι να συγχωρεθεί. Ούτε να τιμωρηθεί. Είναι κατεργαριά (εκείνοι θα το πούνε άμυνα), αλλά η τρομερή και φοβερή αλήθεια δεν τα θέλει αυτά. Συνήθως τα σέρνει πάλι στο φως.

Η λήθη είναι πολύ πλατειά. Ξεκινάει από ευεργετική και τελειώνει σε καταστροφική. Εξαρτάται πώς θα χρησιμοποιηθεί. Δεν οδηγεί. Μάλλον κρυφτούλι παίζει.

ArtScript: Η Νoέλ Μπάξερ ως αναγνώστρια τι βιβλία προτιμάει να διαβάζει;

Ν. Μπάξερ: Έργα μυθοπλασίας. Φτιαχτές ζωές που να δείχνουν αληθινές. Σε καλοκαμωμένες ιστορίες. Ψάχνω την μαεστρία στην τεχνική του συγγραφέα. Περιμένω από αυτόν να έχει τινάξει την φαντασία του όπως κάνουμε με το χαλάκι στο μπαλκόνι.

Ψηφίζω πλοκή με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, δεν με ενδιαφέρει τόσο η έντονη εξωτερική δράση. Νομίζω πως της έχουμε δώσει υπεραξία σήμερα. Υπάρχουν και από πιο γερά να πιαστούμε σε ένα βιβλίο. Ασφαλώς ένα ωραίο ταξίδι είναι ευχάριστο και καλοδεχούμενο. Για μένα όμως το βασικό κριτήριο, το καθοριστικό, το ακριβό, το γλυκοφιλημένο, είναι η γραφή. Δεν έχει υπάρξει κακογραμμένο βιβλίο που να έχω λατρέψει.

ArtScript: Παράλληλα με τη συγγραφή αρθρογραφείτε στο διαδίκτυο, θέματα που αφορούν την κρίση, με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι οι έλληνες και κυρίως οι νέες γενιές των οποίων η τύχη παίζεται στα ζάρια από κάθε κυβέρνηση, πρέπει να αντισταθούν και να αντιδράσουν;

Ν. Μπάξερ: Στέκομαι μαζί με τους νέους στην εξέδρα. Έχω μια κόρη εκεί. Συμπαραστέκομαι με όλη μου την ψυχή. Στην νυχτερινή εφίδρωση του νέου που αγωνιά, και στων γονιών του, εκεί κατοικεί η Κρίση.

Κι ας το ακούω τακτικά, πιστεύω πως οδρόμος των νέων στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι αδιέξοδος. Καθώς τα πάντα ρει, ένα αύριο θα αντικαταστήσει το σήμερα. Το πώς θα είναι αυτό το άγνωστο κι αβέβαιο αύριο είναι το θέμα: καλύτερο, χειρότερο ή το ιδανικό. Θα προκύψει από τα αύριο όλων αυτών των νέων, μηδενός εξαιρουμένου. Παράλληλα λοιπόν με το τι κάνει κάθε Κυβέρνηση, αν παίζουν στα ζάρια ή στα χαρτιά την νεολαία, ή και στα γήπεδα κλωτσώντας την σαν μπάλα, υπάρχει και ο τομέας τού τι κάνει ο κάθε ένας νέος χώρια, στον ατομικό του χώρο που ορίζει. Στον εαυτό του. Η αντίσταση και η αντίδραση που λέτε είναι κυρίως ατομική επιχείρηση.

Είναι γεγονός πως δεν είναι η πρώτη ούτε η μόνη νέα γενιά με τεράστιες δυσκολίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δείτε μεταπολεμική γενιά κλπ. Οι προηγούμενες γενιές, των γονιών και των παππούδων μας, μας έδωσαν μαθήματα επιβίωσης. Μπορεί τελικά να μην τα πήγαν πολύ καλά, μα κι αυτό ακόμη είναι ένα χρήσιμο μάθημα. Από κει θα ξεκινούσα νομίζω αν ήμουν νέα.

ArtScript: Διαβάσαμε πριν από τέσσερα χρόνια την ανοιχτή επιστολή που στείλατε στη διευθύντρια του Δ.Ν.Τ. Κριστίν Λαγκάρντ, τελικά αυτοί οι άνθρωποι που ορίζουν τη μοίρα των λαών και των ανθρώπων, πόσο εύκολα εξαπολύουν προσβλητικά λόγια για να δικαιολογήσουν τις οικονομικές τους επιθέσεις;

Ν. Μπάξερ:  Πανεύκολα. Όταν είσαι ψηλά δεν βρέχονται τα πόδια σου, εκτός αν το υπενθυμίζεις στον εαυτό σου πως είναι για καλό, δικό σου και των άλλων,  να τα κρατάς βρεγμένα. Στο γεγονός που έγινε η αφορμή να γραφτεί η ανοικτή επιστολή, επειδή η Κ. Λαγκάρντ μίλησε με απαξίωση και απίστευτη σκληρότητα για τις ελληνίδες μάνες και για τα παιδιά μας, ακόμα πιο αδιανόητο ήταν κατ’ εμέ πως τα λόγια αυτά ξεστομίστηκαν από γυναικεία χείλη. Η προσβολή ήταν σε όλα τα επίπεδα. Και από μάνα προς μάνα. Και της απάντησα αναλόγως, ως μάνα. Είμαι μια γυναίκα που συν-αγωνίζεται και συν-αγωνιά με εκατοντάδες χιλιάδες άλλες σε παρόμοια κατάσταση. Μπορεί να την έγραψε την επιστολή το δικό μου χέρι αλλά νιώθω πως την συνυπογράψαμε χιλιάδες.

ArtScript: Αυτή την στιγμή έχετε καταπιαστεί με κάτι καινούργιο; Αν ναι, θα θέλατε να μας δώσετε μια γεύση;

Ν. Μπάξερ: Το έχω ολόκληρο στο μυαλό μου αλλά ακόμη δεν έχω βρει τα οχήματα-λέξεις να το βγάλω έξω. Είμαι στην φάση που ψάχνω τις λέξεις μου. … Ή λέξεις του.  Δεν είμαι σίγουρη ποιανού οι λέξεις είναι! Οπότε, λυπάμαι, δεν μπορώ να μιλήσω ακόμη γι’ αυτό.

 

Διαβάστε επίσης:

           Φωτεινή Ναούμ