Θανάσης Τριαρίδης

 

Ο Θανάσης Τριαρίδης έδωσε μια συνέντευξη στο ArtScript, που απαντάει με θάρρος και ειλικρίνεια σε όλες τις ερωτήσεις που του κάναμε, εκφράζει την αλήθεια του και μας διηγείται πως η αγάπη του για την γραφή τον παρέσυρε στο θέατρο. Μας λέει πως η μνήμη του νερού δε θα θυμάται τα ίδια για όλους τους ανθρώπους, μας φανερώνει τον νόμο του κόσμου σήμερα, κάνει την αυτοκριτική του ως άνθρωπος, ενώ παραδέχεται όσους δεν ομαδοποιούνται, παρόλο που γνωρίζει πως αυτός είναι ο δύσκολος δρόμος. Τέλος αναφέρεται στο κοριτσάκι, που πέθανε στον Έβρο, την Μαρία, την οποία όπως καταλαβαίνουμε θέλει να κρατήσουμε ζωντανή στη μνήμη μας, στη μνήμη που το νερό θα συμπεριλάβει οπωσδήποτε στο αρχείο του, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να ξεχαστεί.

 

ArtScript: Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς, ένα σύντομο βιογραφικό.

Θανάσης Τριαρίδης: Είμαι ένας άνθρωπος που ασχολείται με το γράψιμο, από παιδί λάτρευα τον χώρο του βιβλίου κι ονειρευόμουν να γράψω βιβλία. Αντιθέτως δεν είχα στα παιδικά μου όνειρα τον κόσμο του θεάτρου. Ήρθαν έτσι τα πράγματα στη ζωή μου που άρχισα να γράφω από πολύ νωρίς βιβλία και να είμαι στον χώρο τον εκδόσεων. Ο κόσμος του θεάτρου ήταν ο κόσμος που με αγκάλιασε όταν στα σαράντα μου χρόνια έγραψα το πρώτο μου θεατρικό έργο. Από τότε ακολούθησαν άλλα 28 θεατρικά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, και γίνανε παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κατά κάποιο τρόπο έμαθα τον κόσμο του θεάτρου και με μάγεψε. Τα πρώτα μου βιβλία ήταν μυθιστορήματα, νουβέλες. Μετά έγραψα ποιήματα, μετά σύμμικτα κείμενα, «Τα μελένια Λεμόνια», «Τα χλωρά διαμάντια» και μετά έγραψα θέατρο και παράλληλα γράφω πολλά είδη ταυτόχρονα. Είμαι ένας άνθρωπος, αρκετά ‘φλύαρος’, συγγραφικά έχω γράψει πάρα πολλά βιβλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επειδή έχω γράψει πάρα πολλά βιβλία, αυτά αξίζουνε. Αλλά έχω γράψει πολλά, πάνω από 60 βιβλία κυκλοφορούν με τον έναν ή άλλον τρόπο δικά μου.         

 

ArtScript: Οι άνθρωποι, όπως και τα καράβια, μπορούν να κυκλοφορούν στις μέρες μας ασφαλείς χωρίς κάποια σημαία;

Θανάσης Τριαρίδης: Ποτέ στην ιστορία οι άνθρωποι χωρίς σημαίες δεν ήταν ασφαλείς. Οι άνθρωποι πάντοτε θέλουν να ανήκουν κάπου, να ανήκουν σε μια ενότητα ευρύτερη, η οποία τους προστατεύει, τους κάνει να νιώθουν ασφαλείς, αλλά τους αποστερεί την ελευθερία τους, τους σκλαβώνει μέσα στην αγελαία κατάσταση αυτής την ενότητας και συχνά τους κάνει ηθικά διάτρητους. Είμαι μέσα σε μια ενότητα που σφαγιάζει μια άλλη ομάδα ανθρώπων, οπότε η ενοχή συμπεριλαμβάνει και εμένα. Αυτό ισχύει για όλα τα εθνικά κράτη, ισχύει για όλες τις συντεταγμένες μονοθεϊστικές θρησκείες, δηλαδή ενώ ο μύθος του Χριστού είναι ένας ουμανιστικός μύθος ενός παράφορου προσώπου, η θρησκεία του χριστιανισμού βαρύνεται με εκατομμύρια νεκρούς, με εκατομμύρια ανθρώπους που σκλαβώθηκαν στη φωτιά και στο τσεκούρι του χριστιανισμού. Αντιστοίχως τα εθνικά κράτη είναι όλα εγκληματικά κράτη, η έννοια του εθνικού κράτους είναι ενός κράτους που εγκληματεί, ώστε να εντάξει τους ανθρώπους σε μια εθνική ομοιομορφία. Τα εθνικά κράτη είναι μηχανές τρόμου, φόβου και ρατσισμού, άρα εγώ όταν ανήκω σε ένα εθνικό κράτος, ακόμη κι αν εμφορούμαι από ουμανιστικές απόψεις, υποχρεώνομαι να ενταχθώ κάτω από αυτή την φονική σημαία και να διαπράξω εγκλήματα. Ένα έγκλημα είναι σε έναν πόλεμο οι σφαγές που γίνονται. Ένα άλλο έγκλημα είναι οι εθνοκαθάρσεις που γίνονται. Τα push backs που γίνονται τώρα στη θάλασσα του Αιγαίου. Οπότε, ενώ φαινομενικά δεν τα κάνω εγώ, είμαι μέσα σε αυτήν τη μεγάλη βάρκα που τα κάνει. Γι’ αυτό είναι μεγάλη υπόθεση να πεις «Γυρεύω να μην έχω σημαία, να μην ανήκω σε ενότητα που θα διαταράξει την ηθική μου τάξη», βέβαια εκεί γίνομαι απροστάτευτος και μόνος. Όπως και το καράβι στο ποίημα, δεν έχεις κάποιον να σε υπερασπιστεί, δεν έχεις μια μεγάλη αφήγηση να τραβήξει. Βλέπετε ότι οι άνθρωποι για να δοξολογηθούν πρέπει να ανήκουν σε μια ενότητα, όσοι είναι πραγματικά ανεξάρτητοι, δεν έχουν κάποιον να μιλήσει γι’ αυτούς. Τα εθνικά κράτη μιλάνε για τους νεκρούς τους, οι μονοθεϊστικές θρησκείες μιλάνε για τους νεκρούς τους, οι ιδεολογίες μιλάνε για τους νεκρούς τους. (Βλέπουμε τους νεκρούς του εθνικισμού, τους νεκρούς της αριστεράς, της δεξιάς, τους μάρτυρες των θρησκειών). Ποιος μιλάει σήμερα για τον Αλέκο Παναγούλη, που ήταν ο μεγαλύτερος ήρωας της νεότερης Ελλάδας; Και δε μιλάει κανείς γιατί ο Παναγούλης δεν ανήκε πουθενά, ήταν ενάντια στη χούντα, ο μεγαλύτερος αντιστασιακός, βασανίστηκε με τον φρικτότερο τρόπο. Οι αμερικάνοι, οι ειδικοί που ήρθαν και παρακολούθησαν τα βασανιστήρια, τους είπαν «Όσο και να τον βασανίζετε δε θα λυγήσει, είναι η περίπτωση μία στο εκατομμύριο». Αυτός ο άνθρωπος στη συνέχεια δεν βρέθηκε να είναι κάπου, βρέθηκε να είναι ανεξάρτητος βουλευτής, εξελέγη με την Ένωση Κέντρου, κι από εκεί διαγράφηκε, και βλέπετε σήμερα ότι κανείς δεν υπερασπίζεται τη μνήμη του Παναγούλη. Αν ανήκε σε ένα πολιτικό κόμμα, αν ανήκε στην αριστερά, αν ανήκε οπουδήποτε αλλού θα είχε άγαλμα στην πλατεία Συντάγματος. Ήταν ανένταχτος, αυτός ήταν χωρίς καμιά σημαία. Αυτό είναι το σημαντικό που προσπαθεί να πει το στιχούργημα που διαβάσατε.              

 

ArtScript: Αν τελικά το νερό έχει μνήμη, τι θα θυμάται από τις μέρες μας;

Θανάσης Τριαρίδης: Στη Γη ζούμε 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δε ζούμε στην ίδια γη όλοι. Το ένα δισεκατομμύριο των ανθρώπων της γης στο οποίο ανήκουμε και εμείς, έχει λυμένο το ζήτημα, ‘Τι θα του ξημερώσει η αυριανή μέρα’, έχει τη δυνατότητα να κάνει μπάνιο με τρεχούμενο νερό, έχει τη δυνατότητα να κάνει εμβόλιο στα παιδιά του. Για εμάς, το ένα δισεκατομμύριο των προνομιούχων, που δεν είμαστε στο ένα δισεκατομμύριο το ίδιο προνομιούχοι, για παράδειγμα ένας αξιωματούχος των Βρυξελλών που περνάν από γύρω του οι σακούλες με τα λεφτά, ένας μεγαλοεφοπλιστής κι ένας μισθωτός, διαφέρουμε, αλλά όλοι μας έχουμε τη δυνατότητα να προγραμματίσουμε τις χριστουγεννιάτικες διακοπές μας χωρίς να έχουμε μπροστά μας τον τρόμο ενός επικείμενου αφανισμού ή χαμού. Εμείς λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι θυμόμαστε τα παιδικά μας χρόνια, ασχολούμαστε πάρα πολύ με τον ηδονισμό μας, προσπαθούμε να λύσουμε τους λογαριασμούς μας με το παρελθόν μας το οικογενειακό, συχνά πάμε και στον ψυχαναλυτή. Ζούμε τη ζωή του ανθρώπου της Δύσης. Όσοι έχουμε παιδιά φροντίζουμε να μάθουν ξένες γλώσσες. Υπάρχουν 6,5 δισεκατομμύρια ανθρώπων οι οποίοι είναι κάτω από εμάς, κι ο μισός πληθυσμός της γης είναι κάτω από το ακραίο όριο της φτώχιας, αυτοί έχουν εντελώς διαφορετικές αναμνήσεις. Αυτοί θα θυμούνται ότι για να ταΐσουν τα μωρά τους κατουράνε το παξιμάδι, γιατί το νερό στην Υποσαχάρια Αφρική είναι μολυσμένο, οπότε μαλακώνουν το παξιμάδι για να το ταΐσουν στα μωρά τους, θα θυμούνται ότι πλένονται στη ζωή τους μία ή δύο φορές με τρεχούμενο νερό, γιατί δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό για να πιούνε. Ότι γεννήσανε οχτώ παιδιά και ότι τα έξι πεθάνανε από δυσεντερία. Η μνήμη του νερού άλλο θυμάται για εμάς που μπορούμε να βρούμε κοινές αναφορές, και άλλο θα θυμάται γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ως εκ τούτου ένα αίτημα, αν θέλετε, είναι να είμαστε εμείς οι άνθρωποι της Δύσης, που είμαστε και οι τυχεροί, να σκεφτούμε ότι αυτοί που βρίσκονται από την άλλη πλευρά είναι άνθρωποι όπως εμείς και κάτι τους οφείλουμε, γιατί αν δεν το σκεφτούμε από μόνοι μας αυτό που τους οφείλουμε νομιμοποιούνται να το σκεφτούν αυτοί και να έρθουν να μας βρούνε, και νομιμοποιούνται να μην είναι καλοί μαζί μας. Έρχεται ένα παιδί που μεγάλωσε τρώγοντας κατουρημένο παξιμάδι, πως θα του πούμε, «Κοίταξε να δεις ας συνυπάρξουμε κι ας δούμε την Αφροδίτη του Σάντρο Μποτιτσέλι;» Αυτό μπορούμε να το πούμε μεταξύ μας, αλλά δεν μπορούμε να το πούμε στο παιδί αυτό γιατί αυτό το παιδί θα απαντήσει «Η συνύπαρξη προϋποθέτει να είχα τη δυνατότητα να φάω, να μεγαλώσω με ασφάλεια, να έχω παιδεία, να έχω μόρφωση για να μπορούμε να δούμε μαζί την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι». Όμως η Δύση είναι βαθύτατα ένα εγωκεντρικός και ηδονιστικός πολιτισμός, με πολλές εκφάνσεις που μας γοητεύουν, αλλά έχει και αυτά τα προβλήματα. Βλέπω τη δικιά μου γενιά, να έχει την ανάγκη να πάει στον ψυχαναλυτή και να συζητήσει τα τραύματα που είχε με τους γονείς της, και έχουμε την ανάγκη να πούμε αυτό και δεν έχουμε την ανάγκη να πούμε ένα παιδί πεθαίνει στην Υποσαχάρια Αφρική. Πεθαίνουν άνθρωποι στα push backs, πεθαίνουν άνθρωποι που δεν έχουν να φάνε μα, «Τι να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή!» Θέλουμε  να κάνουμε ψυχανάλυση και να πούμε ότι, «Ο μπαμπάς μου δε μου πήρε ποδήλατο τότε που του ζήτησα και μου το πήρε το επόμενο καλοκαίρι». Αυτό είναι το μεγάλο μας πρόβλημα, ενώ ο κόσμος  πεθαίνει στα ρείθρα των δρόμων και στα ρουμάνια της ανθρωπότητας. Συγχωρέστε με αν είμαι λίγο διδακτικός, αλλά αυτά γράφω.          

        

ArtScript: Τα ποιήματα δεν γράφονται με ηθικισμούς, πώς όμως γράφονται;

Θανάσης Τριαρίδης: Προφανώς ο τίτλος είναι ειρωνικός, εγώ γράφω μάλλον ηθικιστικά ποιήματα. Υπάρχει μία άποψη που δεν είναι λανθασμένη, ότι η προσπάθεια στη λογοτεχνία είναι να γράφονται όχι διδακτικά, αλλά αφηγηματικά κείμενα. Να αφηγείται ιστορίες και να μη σηκώνει το δάχτυλο να διδάσκει. Δυστυχώς, εγώ πολλές φορές σηκώνω το δάχτυλο, απλώς έχω τη μόνη παρηγοριά ότι πρωτίστως σηκώνω το δάχτυλο στον εαυτό μου. Στον εαυτό μου θα σηκώσω το δάχτυλό  πρώτα, σε εμένα θα πω πόσο σκατιάς είμαι, και ύστερα θα πω και για μια κοινωνία που δυστυχώς ξεχνάει και αδικεί. Αλλά δε βγάζω τον εαυτό μου από αυτό το πλάνο. Δε λέω «Εσύ τα φταις, ενώ εγώ είμαι εντάξει και είμαι σωστός», καθόλου σωστός δεν είμαι.

 

ArtScript: Ποιος είναι ο νόμος του κόσμου σήμερα;

Θανάσης Τριαρίδης: Ο νόμος του κόσμου είναι η πείνα του φτωχού, αυτό έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ στους Αθλίους, αντιγράφοντάς το από τον Άγιο Ιερώνυμο “Fex urbis, lex orbis”. Όσο υπάρχουνε αδικημένοι άνθρωποι και άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται σε ένα καθεστώς πάρα πολύ μειονεκτικό, δεν μπορούμε να έχουμε οποιαδήποτε απαίτηση από τον πολιτισμό μας, οπότε ο νόμος του κόσμου λέει να κατανοήσουμε τον κόσμο ως ένα σύνολο. Διάφορες ελίτ κατανοούν τον κόσμο ως το άχρηστο πράγμα γύρω από τους εαυτούς τους, και δυστυχώς αυτό το πράγμα το κάνουν οι ελίτ που παίρνουν τις αποφάσεις, αλλά το κάνει και ο δυτικός πολιτισμός εν γένει. Ε, αυτό το πράγμα θα το πληρώσουμε και σε επίπεδο κοινωνικής έκρηξης, που θα γεννήσει η ανισότητα και θα το πληρώσουμε και σε οικολογικό επίπεδο, κάτι στο οποίο δεν έχω εμβαθύνει ιδιαιτέρως και ντρέπομαι που το λέω.

 

ArtScript: Είμαστε με αυτούς που μένουν τρομαγμένοι μες στη βάρκα ή στην καλύτερη περίπτωση αποστρέφουμε το βλέμμα μας, και τελικά θα μας ξεπλύνει η θάλασσα;

Θανάσης Τριαρίδης: Είμαστε δυστυχώς με αυτούς που σπρώχνουν τη βάρκα με τους μετανάστες. Είμαστε με τους θύτες και δεν είμαστε με τα θύματα και δεν μπορούμε να πατσίσουμε επειδή γράφουμε ένα ωραίο, λυρικό ποιηματάκι ετούτη την ενοχή. Είμαστε με τους θύτες και για να πάμε με τα θύματα πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια και να ανατρέψουμε κάποια πράγματα από τη ζωή μας, από τις ωραίες βολικές ζωές μας, μιλάω για τον εαυτό μου τώρα. Παρόλο που υπάρχει ένα αίτημα μέσα σε όλα τα στιχουργήματα που αναφέρατε, ‘να σκεφτούμε και τους άλλους’. Τώρα για τον εαυτό μου, εγώ δεν μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένος, δεν είμαι, δεν είμαι καθόλου! Κι όχι δε θα μας ξεπλύνει η θάλασσα. Το να μας ξεπλύνει η θάλασσα είναι μία πιθανότητα, που δε θα γίνει πραγματικότητα, δε θα μας ξεπλύνει η θάλασσα. Αυτή είναι η άποψή μου. Το στιχούργημα που έδωσε τον τίτλο του στο βιβλίο λέει: «ὁπότε γυρεύω ἀπελπισμένος ἕνα σημάδι, ἕνα μικρὸ σημάδι, ποὺ ἴσως νὰ ἀφήνει μιὰ πιθανότητα ἀνοιχτἡ νὰ κάνουν λάθος οἱ σοφοὶ καὶ τὰ τόσα βιβλία, ποὺ ἴσως νὰ ἀφήνει μιὰ πιθανότητα ἀνοιχτἡ στὸ τέλος πράγματι νὰ μᾶς ξεπλύνει ἡ θάλασσα». Αλλά δε θα μας ξεπλύνει.  Είμαι λίγο απαισιόδοξος σε αυτό, ίσως μια επόμενη γενιά να νιώσει ότι το κενό μας είναι μεγάλο και καταστροφικό και να τα πάρει καλύτερα τα πράγματα.

 

ArtScript: Γιατί γράφει ποίηση ο Θανάσης Τριαρίδης;

Θανάσης Τριαρίδης: Κατ’ αρχάς ποιήματα και ποίηση λέμε για τον Καβάφη, εγώ θα έλεγα ότι κάνω ποιητικές προσπάθειες, στιχουργήματα. Θα δούμε τι από αυτά στο κόσκινο του χρόνου θα αντέξει. Προφανώς γράφω γιατί γυρεύω μία εκφραστική διέξοδο προκειμένου να καταγράψω έναν μεγάλο σπασμό αγωνίας και ίσως γιατί έτσι μπορεί κανείς να καταθέσει μια μικρή εγχάραξη μέσα στο μεγάλο χάος. Πιθανώς ΑΝ είμαι τυχερός, κι ΑΝ αυτά που γράφω έχουν κάποια αξία, για το οποίο πολύ αμφιβάλλω, ΑΝ αυτές οι εγχαράξεις είναι ουσιώδες να σχηματιστεί η ανθρώπινη μορφή μου μέσω αυτών των εγχαράξεων.

 

ArtScript: Τι κάνει ένας λογοτέχνης ποίηση και πόσο εύκολο είναι στην Ελλάδα του σήμερα να είσαι ποιητής;

Θανάσης Τριαρίδης: Γενικότερα ο τίτλος του ποιητή έρχεται αν εσύ φύγεις και μας αδειάσεις τη γωνιά και οι εγχαράξεις σου αυτές δείχνουν να περπατάν μέσα στους ανθρώπους. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι ‘Ναι, είναι ποιητής ο Ντίνος Χριστιανόπουλος’, βλέπουμε πια ότι ενώ έχει φύγει από τη ζωή οι εγχαράξεις του κουβαλάνε την αλήθεια να συγκινήσουν πολύ νεότερες γενιές, από τη γενιά του ιδίου, η οποία έχει φύγει ή πολύ σύντομα θα φύγει από τη ζωή. Ποιητής είναι ο Σεφέρης, ποιητής είναι ο Καβάφης, ποιητής είναι ο Μανώλης Αναγνωστάκης, είναι ο Άρης Αλεξάνδρου, όχι γιατί γράψανε στίχους. Εκατοντάδες γράψανε στίχους, αλλά γιατί επέτυχαν αυτοί οι στίχοι να φτάσουν κάπου. Να φτάσουν σε μια επόμενη γενιά, να φτάσουν σε ανθρώπους με άλλες αφετηρίες, άλλες προσλαμβάνουσες αλλά την ίδια συγκίνηση. Δηλαδή όταν διαβάζουμε τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου που γράφει στα στρατόπεδα εξορίας, τα γράφει ενώ είναι αποκλεισμένος, κι από τους συντρόφους του τους αριστερούς, δηλαδή οι δεξιοί τον έχουν για προδότη κομμουνιστή και οι κομμουνιστές τον έχουν για ρεβιζιονιστή, κι αυτός είναι σε ένα κενό, είναι ολομόναχος. Τα διαβάζω εγώ και βάζω τα κλάματα, που εγώ όχι σε στρατόπεδο δεν έχω βρεθεί, δεν έχω πάει με το βαρκάκι μέχρι τη Μακρόνησο. Το ότι βάζω τα κλάματα είναι ο θρίαμβός του, ότι καταφέρνει εκείνη την τρομερή ερημιά του να την περάσει σε έναν άνθρωπο που δεν έχει την αντίστοιχη προσλαμβάνουσα παράσταση. Αυτό είναι η αξία της τέχνης, να σε πηγαίνει κάποιος σε ένα σύμπαν που εσύ ο ίδιος ουδέποτε μπορείς να βρεθείς. Το να διαβάσω ένα ποίημα για τη Μακρόνησο, ενώ έχω ζήσει κι εγώ το κάτεργο της Μακρονήσου για μια πενταετία, προφανώς και θα συγκινηθώ, θα θυμηθώ κομμάτια της ζωής μου, το να το διαβάσω ενώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό, δείχνει τη δύναμη της λογοτεχνίας. Είναι το ίδιο πράγμα με τα ομοφυλοφιλικά ποιήματα του Καβάφη, που τα διαβάζουν ετεροφυλόφιλοι και λένε ότι αυτό το ποίημα εκφράζει εμένα, εκφράζει τον έρωτά μου και λες τι σπουδαίος ποιητής, ενώ ο έρωτας που περιγράφει εδώ είναι ομοφυλοφιλικός, το διαβάζει ένας ετεροφυλόφιλος, μια ετεροφυλόφιλη και το στέλνει ένα αγόρι στο κορίτσι του σήμερα, εκατό χρόνια μετά. Αυτό δείχνει τι ποιητής είναι ο Καβάφης, ξεπέρασε το μικρό κοινό των ομοφυλόφιλων αναγνωστών και πάει στο μεγάλο κοινό. Αυτό κάνει και η Σαπφώ, που επίσης η λογοτεχνία της είναι ομοφυλοφιλική. Όσον αφορά από το τι εμπνέεται ένας ποιητής, τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε ποίηση από μυθικές ιστορίες μέχρι την καθημερινότητά του, το γεγονός ότι πήγε να αγοράσει ψωμί σήμερα το πρωί και είδε την κοπέλα που του έδωσε το ψωμί δακρυσμένη. Τώρα το τι κάνω εγώ ο Θανάσης, με ενδιαφέρει πολύ έντονα η συμπερίληψη, να μιλήσουμε για τους ανθρώπους που ήταν λιγότερο τυχεροί από εμάς. Αλλά αυτό είναι η δικιά μου έκφανση.   

 

ArtScript: Με τι άλλο ασχολείται ο Θανάσης Τριαρίδης πέραν της γραφής;

Θανάσης Τριαρίδης: Εργάζομαι ως ξεναγός, για την ακρίβεια ως διοργανωτής πολιτισμικών εκδρομών, δεν είμαι ξεναγός με την προϋπόθεση της ξενάγησης, δεν το έχω σπουδάσει. Κάνω διαδικτυακά σεμινάρια, μέσα από μια διαδικτυακή πλατφόρμα που έχω φτιάξει, «Τα Μελένια Λεμόνια» κάνω μαθήματα θεατρικής  γραφής, τη σχολή πυροδότησε το Θέατρο Πορεία που φτιάξαμε με τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και τον Δημήτρη Τάρλοου. Κάνω δηλαδή διάφορες δουλειές που οδηγούν στον βιοπορισμό και είμαι τυχερός γιατί αυτές οι δουλειές είναι σε πνευματικά και γνωστικά θέματα που με αφορούν και με συγκλονίζουν, γιατί τα βιβλία μου τα διαθέτω ελεύθερα και τα θεατρικά μου έργα το ίδιο. Είμαι πολύ τυχερός γιατί κάνω για βιοπορισμό πράγματα που αγαπάω. Δε γινόταν πάντα αυτό στη ζωή μου, κάποιες φορές δούλεψα ως δικηγόρος, ως δημοσιογράφος, ως σεναριογράφος ντοκιμαντέρ, δηλαδή έκανα πράγματα που ήταν λιγότερο κοντινά στο επίπεδο των πραγματικών μου αναζητήσεων. Τώρα είμαι πολύ πιο μέσα σε αυτό που γυρεύω, υπό την έννοια αυτή  θεωρώ ότι είμαι τυχερός.     

  

ArtScript: Γράφετε κάτι αυτή τη στιγμή, κι αν ναι θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας;

Θανάσης Τριαρίδης: Όλοι οι άνθρωποι κάτι γράφουνε και όταν δεν γράφουνε κάτι βρίσκεται στο μυαλό τους. Έχω παρά πολλά πράγματα ως επιθυμία ανοιχτή στο μυαλό μου να γραφτούνε και τα σχεδιάζω. Κάποια στιγμή κάποια κείμενα καταλήγουν και γίνονται κάτι, ενώ πάρα πολλά χάνονται στο θάμπος της καθημερινότητας, και θα μείνουν ημιτελή ή ατελείωτα. Πιο συγκεκριμένα θέλω να γράψω μια σειρά θεατρικών έργων και άλλων κειμένων γι’ αυτό το κοριτσάκι που πέθανε στη νησίδα του Έβρου και το οποίο, ένα τρομερό παρακράτος το λέει «Η Δήθεν Νεκρή Μαρία» και βάζει το νεκρή μέσα σε εισαγωγικά. Δηλαδή ένα κοριτσάκι που αφού το σκοτώσαμε με το push backs, θέλουμε να του αποστερήσουμε το δικαίωμα ότι υπάρχει, πάμε να εξαφανίσουμε τη μνήμη του. Για μένα αυτό εδώ είναι φρικτό. Δείχνει πόσο χαμηλά έχει πέσει η ηθική στη Δύση, αν ήταν εδώ ο Βίκτωρ Ουγκώ θα έγραφε ένα μυθιστόρημα γι’ αυτό το κορίτσι, όπως έγραψε για τον Γαβριά και για την Φαντίνα και την Επονίνα. Δεν κρύβω λοιπόν ότι έχω στοχοθετήσει να γράψω πράγματα για να κρατηθεί ζωντανή μέσα από την τέχνη, η μνήμη αυτού του κοριτσιού.     

 

Διαβάστε επίσης:

Χρήστος Μαρκογιαννάκης