Η Λαμπριάνα Οικονόμου, πάντα με το δικό της ύφος, μας δίνει μια χορταστική συνέντευξη. Μας πληροφορεί πως ποιητής δε γεννιέσαι, γίνεσαι. Μας επισημαίνει πως η Νικόπολη δεν είναι μια νεκρή, αλλά μια ακατοίκητη πόλη, εξηγώντας μας το γιατί. Θα έλεγα πως μας αφήνει να ανακαλύψουμε τη φιλοσοφία της, ως ποιήτρια και τέλος γενναιόδωρα μοιράζεται μαζί μας απόσπασμα από την ποιητική της συλλογή που δουλεύει και ακολουθεί με τίτλο «Κάτια».

 

ArtScript: Λίγα λόγια για εσάς ένα σύντομο βιογραφικό.

Λαμπριάνα Οικονόμου: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Χίο∙ εκεί πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Έπειτα, έμεινα στην Πρέβεζα από την οποία επίσης κατάγομαι και, το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής, κατοικώ στην Αθήνα. Εκτός από τη «Νικόπολη» έχω γράψει τις ποιητικές συλλογές «Αντίποινα» (Εκδόσεις Θράκα, 2016), «Καγκελάρης» (Εκδόσεις Κοβάλτιο, 2020) και, μεταξύ άλλων, έχω μεταφράσει έργα των Βιρτζίνια Γουλφ, Τζέιν Ώστιν, Σρέτσκο Κοσοβέλ. Από το 2016 είμαι συνεκδότρια στο Κοβάλτιο.

 

ArtScript: Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την ποίηση;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Ξεκίνησα να γράφω ποιήματα σε πολύ μικρή ηλικία δίχως να πολυσκέφτομαι το γιατί. Η γλώσσα είναι συστατικό της ταυτότητας του υποκειμένου, κι έτσι η διαδικασία της γραφής ήταν κατά κάποιον τρόπο αυτοματοποιημένη. Απλώς έπαιρνα ένα τετράδιο και αντί να λύσω ασκήσεις αριθμητικής, έγραφα ποίηση. Ασφαλώς, οι δομές των ποιημάτων τότε ήταν πολύ απλές και οι θεματικές τους επικεντρώνονταν σε ζητήματα που περιλάμβανε ο σχολικός οδηγός του ’80 και ο κοινωνικός κώδικας του οικείου περιβάλλοντος: ζητήματα πατριωτισμού, παρωχημένης θρησκευτικότητας και οικιακής ζωής. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τους πρώτους στίχους από το ποίημά μου, «Ο μύλος». «Ένας μύλος που γυρίζει, το λουλούδι του μυρίζει/κι είν’ πολύ χρωματιστό και πολύ ευωδιαστό/ το μυρίζεις το μυρίζεις και τη μύτη σου γεμίζεις [...]». Κατανοείτε, το παιδιάστικο του πράγματος! Θέτω το παράδειγμα αυτό για να τονίσω ότι ο άνθρωπος δεν γεννιέται ποιητής, αλλά γίνεται και μάλιστα γίνεται διαρκώς μέσα από τη μακρόχρονη, συστηματική προσπάθεια.

Στο σήμερα, αναλογιζόμενη τι ήταν αυτό που τελικά με ώθησε να γράψω, θα έλεγα η ασάφεια που επικρατούσε γύρω μου. Η ποίηση έχει να κάνει με κυριολεξίες, όχι τόσο με μεταφορές ή υπαινιγμούς όπως μας έχουν διδάξει να πιστεύουμε ποιητές του Κανόνα όπως ο Έλιοτ. Διαβάζεις, «ένα σκοτάδι πόρτα». Την ώρα εκείνη ο ποιητής κυριολεκτεί. Υπάρχει σκοτάδι και υπάρχει πόρτα. Επιστράτευα και επιστρατεύω λέξεις ώστε να απεικονίσω με ακρίβεια αυτό που υπάρχει γύρω μου και αυτό που σκέφτομαι.

 

ArtScript: Τι σημαίνει η Νικόπολη για εσάς;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Νικόπολη είναι το χνάρι τού ανήκειν που σμικρύνει την απόσταση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Διότι στο ποίημα «Νικόπολη», παρότι αναφέρομαι σε μια αρχαία πόλη που πλέον δεν κατοικείται, στην πραγματικότητα οι ποιητικές εικόνες δεν ανήκουν στο παρελθόν∙ έχουν μεν παλαιικότητα, αλλά σπανίως περιέχουν χειροπιαστή αναπαράσταση του παρελθόντος, επειδή τα γνωρίσματα των εικόνων αυτών είναι εννοιακά. Ακόμη και τις ─ελάχιστες─ φορές που μεταφέρω στο σήμερα λέξεις, συνθήκες και συλλογιστικές με χρονική ταυτότητα πέραν της συγχρονικής προσπαθώ ─στον βαθμό του δυνατού─ να διασαφηνίζω την αιτιότητα της συγκεκριμένης επιλογής.

Σκοπός του ποιήματος ήταν μπροστά και μέσα στα τείχη της Νικόπολης ─της πόλης που έχτισε ο ρωμαίος αυτοκράτορας Οκταβιανός σε ανάμνηση της νίκης του ενάντια στον συστρατευμένο στόλο του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ.─ ο αναγνώστης να γίνεται μύστης του νεκρικού έθους, να διασυνδεθεί με τον φυσικό κόσμο και να εντάξει εαυτόν και Νικόπολη στο τώρα ─όχι στο σήμερα─ δίχως να τον περιορίζει η παρελθοντική καταγωγή και δίχως να αμβλύνεται μέσα από το ποίημα μία μετάβαση στο αύριο. Με άλλα λόγια, αυτό που είχα κατά νου γράφοντας τη «Νικόπολη» ήταν να απεικονίσω αυτό το «τώρα» με την ένταση και την αισθητική που φέρει το τώρα αλλά και με ζωντανό τον μύθο που μεταφέρεται στο τώρα.

 

ArtScript: Η Νικόπολη είναι μια νεκρή πόλη σήμερα, μια πόλη-μουσείο. Μήπως έχουμε κολλήσει κι εμείς σε μια νεκρή πόλη στις μέρες μας;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Η Νικόπολη είναι μια πόλη ακατοίκητη με γοητευτική ιστορία, επιβλητικά τείχη, όχι νεκρή, υπό την έννοια ότι ο μύθος της είναι εκεί και μάλιστα ολοζώντανος. (Νεκρό θα αποκαλούσα μονάχα έναν τόπο κατακαμμένο από φωτιά). Στις πόλεις όπου ζούμε ─ παρότι τις μαστίζουν διαφόρων ειδών παθογένειες, υπάρχει δράση εθελοντική, αισθητική, πνευματική και όπου υπάρχει δράση υπάρχει ζωή ― και όπου υπάρχει τέχνη και επιστήμη ο άνθρωπος δεν πορεύεται μονάχος. Στο σημείο αυτό ασφαλώς, κάποιος θα μπορούσε να μου πει, «Ναι, όμως στο τέλος τι μας περιμένει;» Στο τέλος μας περιμένει μάλλον το σκοτάδι. Όμως, έως τότε, έχουμε την επιλογή να υπάρχουμε και να συμμετέχουμε σε ό,τι περικλύει ζωή.

 

ArtScript: Όσοι βρίσκουν το αύριο δεν θα έπρεπε να το προσφέρουν και στον άλλο;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Το «βρίσκω το αύριο» μου φαίνεται ομιχλώδες, κάτι εντελώς αόριστο το οποίο δυσκολεύομαι να αντιληφθώ, πόσο μάλλον να αδράξω! Με απασχολεί κυρίως το παρόν, όπως ανέφερα και παραπάνω.

Όσο για το αύριο γενικώς, το αντιλαμβάνομαι σχεδόν ως μεταφυσική, μια αίσθηση του αύριο την οποία μπορώ να εντοπίζω μονάχα στη φύση. Για εμένα το αύριο είναι η επόμενη μέρα ─ που η φύση καθόλου δεν τη λογίζει ως «επόμενη», αλλά ως προχώρημα. Την αίσθηση του προχωρήματος αυτού περιγράφω στη «Νικόπολη» ως εξής: «Αλλάζει η μέρα επικράτεια/ μεστώνει η σπορά/ κι όπου πραμάτεια, εκεί φωνή [...]». Αυτό μονάχα μπορώ να σας προσφέρω.

 

ArtScript: Τελικά πόσο σημαντικό είναι να γίνουμε ίδιοι με τους άλλους;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Η αυθυπαρξία και η συμμετοχή στο «κοινωνικό» είναι ζήτημα που με απασχολεί βαθύτατα. Αυτό όμως που έχει περισσότερη σημασία νομίζω είναι το κατά πόσο μπορεί το άτομο να διατηρεί την ταυτότητά του. Η ταυτότητα του ατόμου είναι κάτι που μεταβάλλεται δυναμικά, επειδή ο άξονας του ατόμου μετατοπίζεται (λόγω των εξωτερικών συνθηκών, των προσωπικών κινήτρων, των αντιλήψεων κ.λπ.). Επομένως, η ατομική ταυτότητα αλλάζει μέσα στον χρόνο.  

Εξαιτίας των κοινωνικών δομών, το άτομο δεν είναι απαραιτήτως ο εαυτός του, όμως δεν γίνεται ίδιος με τους άλλους. Το «είμαι ίδιος» εξ’ ορισμού δεν μπορεί να ισχύει επειδή κάθε άνθρωπος διαφέρει. Συχνά όμως, παρατηρείται προσπάθεια του εγώ να ομοιάσει στον άλλον και τότε ο άνθρωπος υπάρχει στο χάσμα μεταξύ του εαυτού και του άλλου. Αυτός είναι ο λόγος που με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος, πέρα από κοινωνικό είναι και αντικοινωνικό ον. Επομένως, το να ακολουθεί επαναλαμβανόμενες πρακτικές που συντελούνται μέσα σε ένα δύσκαμπτο κανονιστικό πλαίσιο, οπωσδήποτε  τον συμπιέζει και τον αλλοτροιώνει.

 

ArtScript: Πόσο εύκολο είναι να πούμε Όλα καλά, όταν γύρω υπάρχει πόλεμος; Μήπως η φράση αυτή συμβάλει στον πόλεμο ή είναι μια ελπίδα διαφυγής από αυτόν;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Ο κόσμος, όπως τουλάχιστον αναδύεται στα μάτια κάθε υποκειμένου, βρίσκεται διαρκώς σε ιστορική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική δίνη. Αυτή είναι συνθήκη ύπαρξης του κόσμου. Ο πόλεμος είναι η όξυνση της δίνης και εδώ έρχεται και λειτουργεί η ποίηση και μεταδίδει ό,τι υπάρχει στη συνείδηση του ποιητή με βάση ό,τι εκείνος βλέπει να αντικατοπτρίζεται στη συνείδηση των επιμέρους υποκειμένων.

Ο στίχος αυτός στη «Νικόπολη» αποτελεί μια επεικόνιση απαλλαγμένη από συναισθηματικό φορτίο. Είναι αυτό που ανέφερα και παραπάνω, η ποίηση έχει να κάνει με κυριολεξίες. Κατά την κοινωνική επικοινωνία προκαλείται θόρυβος, ο οποίος εμποδίζει τη μετάδοση του ποιητικού μηνύματος επειδή ο άνθρωπος κατά την αλληλεπίδρασή του με άλλους αντί στο μήνυμα, συχνά εστιάζει στο συναίσθημα ή στην εντύπωση του συναισθήματος. Αυτό ίσως οφείλεται και στην εκπαίδευση που έχουμε λάβει ─ μάθαμε κυρίως να αποστηθίζουμε, αλλά όχι να ακούμε. Για να επανέλθω λοιπόν στον συγκεκριμένο στίχο, θα αντιστρέψω το ερώτημά σας: Πόσο εύκολο είναι να λέμε όλα καλά όταν οι οικονομικές θεωρίες, τα θρησκευτικά και πολιτικά προστάγματα προσπαθούν να μας πείσουν ότι η κόλαση είναι ο μόνος δυνατός επίγειος παράδεισος;

Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος καλείται να επιβιώσει και, με κάποιον τρόπο επιβιώνει∙ μπορεί δίπλα να χάνονται ζωές, όμως ο κόσμος δεν χάνεται. Αυτή την αλήθεια είχα κατά νου και την αποτύπωσα έτσι, ξερά.

 

ArtScript: Η ενασχόλησή σας με τη μετάφραση, πόσο σημαντική είναι στην εξέλιξή σας ως ανθρώπου, και ως ποιήτριας;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Η μετάφραση είναι μια δυναμική, δημιουργική ζύμωση ανάμεσα σε αυτό που ήδη γνωρίζεις και στο γλωσσικό, εικονοπλαστικό, αξιακό σύστημα που ανακαλύπτεις στο κείμενο. Μετάφραση σημαίνει να λες την ιστορία απ’ την αρχή χρησιμοποιώντας οικεία πολιτισμικά και γλωσσικά σύνολα. Αυτό όμως είναι μια δουλειά που προϋποθέτει μόχθο∙ ο μόχθος είναι ο παράγοντας που μάς εξελίσσει, μάς σμιλεύει, υπό την έννοια ότι κατά την προσπάθεια, ζυγιάζουμε τις αντοχές μας, εντοπίζουμε και διαλέγουμε τα εργαλεία του μόχθου. Σκεφτείτε έναν γεωργό∙ πάει να σκαλίσει το χωράφι, όμως δεν βρίσκει πουθενά το σκαλιστήρι. Το μάτι του πέφτει σε μια αξίνα. Την πιάνει και ξεκινά δουλειά. Η  μετάφραση είναι ακριβώς αυτό: αναπρόταγμα. Προτάσσουμε ένα μη αναμενόμενο εργαλείο ώστε να εξυπηρετήσουμε την πνευματική ανάγκη που έχει προκύψει.

Το αναπάντεχο της όλης αυτής διαδικασίας, η ερμηνεία του πρωτοτύπου μέσα από το πρίσμα της ιδιοσυστασίας κάθε μεταφραστή αλλά και η αναζήτηση κωδίκων και νοημάτων από πλευράς του αναγνώστη μας συνδιαμορφώνει όλους ─ αναγνώστες και μεταφραστές. Σε αυτό εξάλλου έγκειται αυτό που αποκαλούμε «μαγεία του βιβλίου».

 

ArtScript: Με τι άλλο ασχολείται η Λαμπριάνα Οικονόμου;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Εκτός από τη γραφή και τη μελέτη, λίγα πράγματα με ενδιαφέρουν. Όμως, όταν έχω διάθεση για ανάπαυλα, επισκέπτομαι τους αγαπημένους μου τόπους: τη Βαγία, έναν γραφικό παραθαλάσσιο συνοικισμό στην Αίγινα, και το ορεινό χωριό Παπαδάτες (αποκεί κατάγομαι), που βρίσκεται στον νομό Πρέβεζας.

 

ArtScript: Γράφετε κάτι τώρα, θα θέλατε να μας δώσετε μια μικρή γεύση;

Λαμπριάνα Οικονόμου: Αυτή την περίοδο γράφω το ποίημα «Κάτια», πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση στην οποία διαπλέκεται, όπως άλλωστε και στη «Νικόπολη», το παρελθόν και το παρόν μέσα από τις κόγχες των τοίχων, μες στις αυλές και στις εσχατιές των συνοικιακών δρόμων. Και λέω, συνοικιακών επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται στον προσφυγικό συνοικισμό Βαρβάσι της Χίου στον οποίο μεγάλωσα. Κάτια είναι η ηρωίδα του ποιήματος, ήταν πρόσωπο υπαρκτό και ένας άνθρωπος υψηλός σε ανάστημα. Μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα:

“Πότιζε τα γεράνια, «Άργησες». «Ήρθα νωρίτερα μια ώρα». Κάθεται στο πεζούλι, παρατηρεί κατασκοπευτικά το έργο των χεριών της. Έτσι υψώθηκα πάνω από τη μέση του ασβεστωμένου τοίχου και όλα, οι ορτανσίες, οι πέργκολες και η κληματαριά μεγάλωσαν μαζί μ’ εμένα. Πια έχουν μεταβληθεί σε κάτι νέο∙ το αντιλήφθηκα όταν πέρασα απ’ έξω σαν επισκέπτης όχι εγκάτοικος. Όμως το ήξερα το σπίτι μέσα, καλύτερα κι απ’ την παλάμη μου, καλύτερα και απ’ τον καθένα — όποιον τουλάχιστον έχει απομείνει. Και στιγμιαία παραδόθηκα στις επικράτειες του ύπνου — και πάλι δεν μπορώ να θυμηθώ ποιά η πηγή, όμως βλέπω τον πλούτο του ονείρου όπου δεν κυριαρχούν καμπύλες ούτε πλακάτα χρώματα, ούτ’ έγγραφα του δημοσίου, μόνο σημεία λιθόχρωμα.

Μα η κορνίζα σου στον φόντο αρχίζει κόβει βόλτες∙ πρώτα στο δωμάτιο, τώρα στον δρόμο έξω, στο καφενείο του Παπαδίνη όπου διαβαίνει ο βίος. Και κάπως έτσι, η συνοικία κερδίζεται σε έκταση και πτώση, με κήπους που ποτίζονται βουβά, ενώ αναρωτιέσαι πώς όλα αυτά ζουν μέσα στη βαρβαρική νησιώτικη αυτή άμμο, μέσα στην πέτρα.

Δεν είναι Πρόνοια. Είναι οξυδέρκεια. Τ’ αφήνει όλα να εκτυλίσσονται και βγάζει τον βιγλάτορα Περιφερειακό. Κι αυτός της κουβαλάει στα χέρια αμάξια με ισχνά πρόσωπα που κοιτούν πάντοτε μπροστά, ανίδεα για την ψυχή, το υπεράνθρωπό της ύψος.

Είδα την Κάτια και κατέβαινε τριπλή — ο ίσκιος της επάνω μου έπεφτε δυνατότερος. Στο τραπεζάκι του καφέ ισορροπεί ακόμη το στυπόχαρτο — απέναντι ο Μιχάλης στρίβει τσιγάρο — δύο και τέταρτο. Μα σήμερα δεν ήταν λύπη αλλά επίπεδα που χώριζαν τη σκέψη∙ οι αναλογικές εικόνες πέφταν γρίλιες. Από πoιο ρεύμα ξεπηδά άραγε η Ιστορία; Εδώ χαράχτηκε μαχαίρι. Ο θρήνος για τον Λίβανο. Οι σύμμαχοι, η εισβολή [— η αστυνόμευση των βάσεων]. Ουδέποτε κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ μας. Μετά τιμής κ.λπ. Αύγουστος 1941. — Αύγουστος;

Μιχάλη, γράφε, «Παραχάραξη»”.

 

Διαβάστε επίσης:

Σπύρος Χρυσικόπουλος