Γιώργος Πράτανος

 

Σύμφωνα με το βιογραφικό του ο Γιώργος Πράτανος, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, έγινε δημοσιογράφος από σύμπτωση. Όμως με βεβαιότητα δεν ήταν σύμπτωση ότι παρέμεινε στο επάγγελμα και μετράει συνεργασίες με κανάλια και περιοδικά. Στο βιβλίο του «Ο Ανεπιθύμητος νεκρός» αναφέρεται στις τελευταίες στιγμές, του μεγαλύτερου έλληνα συγγραφέα με διεθνή φήμη που συκοφαντήθηκε όσο κανένας άλλος άνθρωπος των ελληνικών γραμμάτων από αυτούς που εξουσίαζαν τη χώρα τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια. Η ορθόδοξη εκκλησία του έριχνε το ανάθεμα, το παρακράτος προσπαθούσε να τον διαβάλει, ενώ το παλάτι με την εκάστοτε κυβέρνηση και κάποιους ακαδημαϊκούς έκαναν τα πάντα για να του στερήσουν το βραβείο Νόμπελ. Πρωταγωνιστές του βιβλίου του η Ελένη Καζαντζάκη και ο Φρέντυ Γερμανός, αλλά πάνω από αυτούς στέκει ο ίδιος ο μεγάλος έλληνας λογοτέχνης, ο Νίκος Καζαντζάκης. Μια πολλή ενδιαφέρουσα συνέντευξη με το συγγραφέα να αποκαλύπτει τα όσα συνέβησαν στη χώρα όταν νεκρός πλέον ο Καζαντζάκης επέστρεφε στην ιδιαίτερη πατρίδα του για να ταφεί.        

 

ArtScript Blog: Πόσο καιρό σας πήρε να ολοκληρώσετε το βιβλίο σας «Ο ανεπιθύμητος νεκρός» που αφορά την κηδεία του μεγάλου έλληνα λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη; Πέρα από τα δυο βιβλία που αναφέρετε στη βιβλιογραφία, ήρθατε σε επαφή και με ανθρώπους που γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής;

Γ. Πράτανος: Η συγγραφή, μαζί με την έρευνα, διήρκεσε περίπου εννιά μήνες. Έγραφα σχεδόν καθημερινά -το ωράριο ήταν αυστηρά 12 τα μεσάνυχτα με 04:30. Επέστρεφα από τη δουλειά μου περίπου στις 9 το βράδυ, έτρωγα και έβλεπα μια ταινία ή δύο επεισόδια μιας σειράς. Ακριβώς τα μεσάνυχτα μου έκανα καφέ και ξεκινούσα να γράφω. Μπορεί να ακούγεται σαν καταναγκαστική εργασία, αλλά πραγματικά αυτό απέχει από την πραγματικότητα. Με είχε συνεπάρει η όλη διαδικασία.

Γνώριζα την ιστορία γύρω από τα όσα διαδραματίστηκαν από το θάνατο μέχρι την ταφή του Καζαντζάκη περίπου 8 χρόνια. Οπότε είχα μια εικόνα τι έπρεπε να ψάξω, δεν πήγαινα στα τυφλά. Ο πρώτος και πιο σημαντικός άνθρωπος για την έρευνα ήταν ο ιερέας που τον έθαψε. Αυτός ήταν και ο πρώτος άνθρωπος που αναζήτησα. Δεν είμαι σίγουρος πως θα έγραφα το μυθιστόρημα αν δεν τον έβρισκα. Και ήμουν σίγουρος πως θέλω να το γράψω μετά τη συνάντησή μας. Είχα κατέβει στο Ηράκλειο μόνο και μόνο για να τον δω. Αφού μου επιβεβαίωσε τα γεγονότα ένιωσα πως είχα χρέος -αυτό το καζαντζακικό, να γράψω το βιβλίο και να διηγηθώ τα όσα τραγικά διαδραματίστηκαν. Ο παπα Σταύρος έφυγε δυστυχώς από τη ζωή στα μέσα Αυγούστου και θέλω να πιστεύω πως οι Κρητικοί θα τιμήσουν τον συντοπίτη τους, που με το θάρρος του, την αίσθηση δικαίου και την τόλμη του έσωσε την τιμή του κρητικού και γενικά του ελληνικού λαού.

Πέρα από τον ιερέα, μίλησα και με άλλους αυτόπτες μάρτυρες που ζουν στο Ηράκλειο. Μου μετέφεραν το ηλεκτρισμένο κλίμα που επικρατούσε στο Ηράκλειο εκείνες τις ημέρες της ντροπής.

 

ArtScript Blog: Στο βιβλίο σας αναφέρεστε σε ισχυρές προσωπικότητες της Ελλάδος, αγαπητές στο μεγαλύτερο μέρος του λαού. Εκτός από το Νίκο Καζαντζάκη και ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός είχε την εκτίμηση των ελλήνων. Ανησυχήσατε κάποια στιγμή για το αν θα καταφέρετε να προσεγγίσετε μυθιστορηματικά τόσο τα πρόσωπα όσο και τα γεγονότα, δίνοντας τα σωστά και να μη δώσετε κάτι λάθος στο αναγνωστικό κοινό;  

Γ. Πράτανος: Ήταν διαρκής αυτή η ανησυχία και υποχώρησε μόνο όταν είδα την αποδοχή του βιβλίου και τις κριτικές. Μελετούσα όχι απλά τις συνεντεύξεις ή τα γραπτά τους, αλλά ακόμη και τον τρόπο που μιλούσαν ή και τον ρυθμό της ομιλίας τους, το στιλ τους γενικότερα.

Παρόλο που πρόκειται για μυθιστόρημα, ήθελα ο αναγνώστης του Ανεπιθύμητου Νεκρού να θεωρεί πως όσα γεγονότα διαβάζει είναι πραγματικά.

Το μεγαλύτερο δίλημμα μου παρουσιάστηκε όταν ο Φρέντυ Γερμανός κατεβαίνει στο Ηράκλειο για την κηδεία. Είχα συμπεράνει πως πηγαίνει με πλοίο, οπότε έψαξα το πλοίο που έκανε το δρομολόγιο Πειραιά – Ηράκλειο, τι ώρα έφευγε από το λιμάνι, πόση ώρα χρειαζόταν για να φτάσει στον προορισμό του, μέχρι και τον διάκοσμο του πλοίου. Σε ένα ξεχασμένο δημοσίευμα ανακάλυψα πως ο Φρέντυ αναφέρεται ως επιβάτης της ειδικής πτήσης που μετέφερε τη σωρό του Καζαντζάκη. Και η αλήθεια είναι πως δεν μου πήγαινε η καρδιά να σβήσω έτσι απλά 10.000 λέξεις. Είχα και κάτι ωραίους διαλόγους με τον σερβιτόρο του καφενείου που κάθισε να πιει καφέ στο λιμάνι. Τελικά, με βαριά καρδιά, έσβησα το επίμαχο κομμάτι και τον πήγα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, για να συμφωνεί η πλοκή με τα ιστορικά γεγονότα.

 

ArtScript Blog: Δυστυχώς ακόμα και στις μέρες μας κάποιοι θεωρούν το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη «Ο Τελευταίος πειρασμός» ως ένα μυθιστόρημα αιρετικό, άθεο και ασεβές. Εσείς για ποιο λόγο πιστεύετε ότι έχει επικρατήσει αυτή η άποψη; Είναι η αμάθεια, το ότι ο έλληνας διαβάζει επιφανειακά ότι θα πέσει στο χέρι του ή απλά η προκατάληψη που έχει σπείρει η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία ρίχνοντας το ανάθεμα της στο έργο του Καζαντζάκη;

Γ. Πράτανος: Θα επιλέξω την τρίτη εκδοχή, όχι πως δεν ισχύουν οι υπόλοιπες δύο, απλά η συγκεκριμένη υπάρχει σε μεγαλύτερη ένταση. Η Ελληνική Εκκλησία είχε στοχοποιήσει τον Καζαντζάκη χρόνια πριν. Αλλά την πρόλαβε η Ρωμαιοκαθολική τοποθετώντας τον «Τελευταίο Πειρασμό» στη λίστα των Απαγορευμένων Βιβλίων (INDEX). Αυτό που συνέβη στην πορεία της ζωής και της καριέρας του Καζαντζάκη είναι ο ορισμός του character assassination: Εκτοξεύτηκαν τόνοι λάσπης, υπήρξαν αμέτρητες χυδαίες επιθέσεις μέσω του Τύπου και λυσσαλέα προπαγάνδα εναντίον του. Σκεφτείτε πως η πλειοψηφία του λαού πιστεύει πως η Εκκλησία τον αφόρισε. Βόλευε τους σκοπούς της Ελληνικής Εκκλησίας να διασπείρει και αυτό το ψέμα, αφού ήθελε να μετατρέψει τον Καζαντζάκη ως το κορυφαίο παράδειγμα προς αποφυγή: «Κοιτάξτε τι παθαίνει όποιος μπλέκει μαζί μας». Αυτό ήταν το μήνυμα. Έφτασε στο σημείο να προσπαθεί να εκδικηθεί τον -κατά φαντασία- εχθρό της ακόμη και όταν εκείνος ήταν στο φέρετρο. Πήγε το γνωμικό «η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο» σε ένα άλλο επίπεδο, ανθρωποφαγικό.

Ευτυχώς, υπάρχουν οι νέοι θεολόγοι που παρουσιάζουν το θέμα του Τελευταίου Πειρασμού στην πιο πραγματική του διάσταση: Ο Καζαντζάκης ασχολείται με την ανθρώπινη φύση του Ιησού, κάτι που δεν είχε κάνει κανείς μέχρι τότε -κανείς από όσο προσωπικά γνωρίζω. Ακολούθησε στη συνέχεια ο Σαραμάγκου με το υπέροχο Το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο.

 

ArtScript Blog: Ο αφορισμός του Νίκου Καζαντζάκη δεν ισχύει και όμως είναι πάρα πολλοί, ακόμα και κρητικοί αυτοί που πιστεύουν ότι τελικά η εκκλησία προχώρησε σε αυτή την πράξη (και δε θα είχε αποφευχθεί αν η εκκλησία της Κρήτης δεν άνηκε στο πατριαρχείο). Θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή η λανθασμένη εντύπωση κάποιου είδους νίκη της φανατισμένης εκκλησίας ενάντια στο λογοτέχνη;

Γ. Πράτανος: Όχι, σε καμία περίπτωση. Θα έλεγα το ακριβώς αντίθετο: Η Εκκλησία προσπάθησε να εκμηδενίσει τον Καζαντζάκη και να τον βυθίσει στη λήθη της ιστορίας. Όμως, ο Καζαντζάκης είναι ακόμη παρών μέσα από τα έργα του και οι εχθροί του, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, του Κράτους, των παρακρατικών και παραθρησκευτικών οργανώσεων που τον πολέμησαν πέρασαν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Μνημονεύονται μόνο ως φανατικοί σκοταδιστές που με τις ενέργειές τους ζημίωσαν την ίδια τη χώρα και το λαό της.

Αν κανείς θέλει πραγματικά να μάθει την αλήθεια, την ψάχνει. Αν για κάποιον άλλον η βολική του αλήθεια θέλει τον Καζαντζάκη αφορισμένο, τότε δε θα μπορούσε ποτέ να είναι αναγνώστης των έργων του και να επηρεαστεί από αυτό.

 

ArtScript Blog: «Η επιτυχία είναι δύσκολη ερωμένη, παιδί μου, Φρέντυ. Όλοι την αγαπούν και όλοι μισούν εκείνον που κοιμάται μαζί της». Ήταν αυτός ο λόγος που οι άνθρωποι των γραμμάτων της εποχής αντιπαθούσαν τον Καζαντζάκη και μάλιστα με κάποιους να πρωτοστατούν ώστε να βλάψουν την εικόνα του για να περιορίσουν την αξία του, στερώντας του διεθνή βραβεία; -Ας μην ξεχνάμε επιπλέον την απουσία των ανθρώπων της λογοτεχνίας από την κηδεία ενός κορυφαίου έλληνα συγγραφέα-.

Γ. Πράτανος: Σημαντική παρατήρηση! Βλέποντας τον κυνηγημένο στην Ελλάδα Καζαντζάκη να αλλάζει επίπεδο, να αποσπά διθυραμβικές κριτικές στο εξωτερικό, τα βιβλία του να πουλάνε, ήταν λογικό και επόμενο να αγωνιούν για να τον μειώσουν. Το πιο τρανό παράδειγμα ήταν ο Στρατής Μυριβήλης, που δεν έχανε ευκαιρία να τον χαρακτηρίζει «Μετριότατο» και να τον ειρωνεύεται.

Φαίνεται, όμως, πως όλο αυτό δεν επηρέαζε τον Καζαντζάκη, ειδικά από τη στιγμή που έφυγε για τη Γαλλία το 1946. Η Ελένη πάντως εκνευριζόταν.

 

ArtScript Blog: Ο ελληνικός λαός εδώ και αρκετά χρόνια ζει μια δύσκολη ιστορική περίοδο από πολλές απόψεις, και παρά τα καθησυχαστικά λόγια των πολιτικών και της εκάστοτε κυβέρνησης δεν υπάρχει αισιοδοξία. Δύσκολη περίοδος ήταν και το 1957 που πέθανε ο συγγραφέας με το παρακράτος να απειλεί και να προκαλεί επεισόδια σε κάθε τι που δεν του ήταν αρεστό. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχει η  δυνατότητα να δημιουργηθούν μορφές παρακράτους, που να εφαρμόζει τακτικές τρομοκρατίας σε όποιους δεν του είναι αρεστοί ή αυτά έχουν μείνει πίσω μια για πάντα;

Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που κινδυνεύει διαρκώς. Θα πρέπει εμείς, ο καθένας μας, να αποτρέπουμε τέτοια φαινόμενα, με την ενεργό συμμετοχή μας στα κοινά. Καταλαβαίνω είναι κοινότοπο και ποιος θέλει, άλλωστε, να γράφει διάφορα κλισέ; Αλλά επειδή στη δημοκρατία όλα ξεκινούν και καταλήγουν στο λαό, θα πρέπει εμείς, ως καταλύτης του πολιτεύματος να προσφέρουμε στον εαυτό μας τις καλύτερες υπηρεσίες που μπορούμε. Έχει σημασία η ψήφος μας και ας υποστηρίζει ο κάθε θαμώνας καφενείου το αντίθετο. Έχει σημασία να συνειδητοποιήσουμε πως εμείς επιλέξαμε τα πρόσωπα που μας εκπροσωπούν στη Βουλή. Η πολιτική δεν έχει να κάνει με φανατισμό, οικογενειακή κληρονομιά, πλακίτσα, ρεβανσισμό… Όταν γίνουμε πιο υπεύθυνοι πολίτες θα απολαμβάνουμε και τους καλύτερους καρπούς της δημοκρατίας.

 

ArtScript Blog: Υπάρχει κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας έχουν κάνει είτε για το βιβλίο σας είτε για την επαγγελματική σας σταδιοδρομία ως δημοσιογράφου ή συγγραφέα που δεν σας την έχουν κάνει; Και αν ναι ποια είναι αυτή;

Γ. Πράτανος: Ναι! Θα ήθελα να με ρωτήσουν «άκουγες μουσική όταν έγραφες; Και αν ναι, μπορούσες να μου πεις ποιο θα ήταν το soundtrack του βιβλίου;».

(Η απάντηση είναι πως στα κομμάτια της Ελένης άκουγα συνήθως στο repeat το Famous Blue Raincoat του Leonard Cohen και το Jazz Album του Dmitri Shostakovich, στα κομμάτια του Φρέντυ έπαιζε το OST του Grand Budapest Hotel, του Alexander Desplat).

 

Διαβάστε επίσης:

     Κυριακή Δερέμπεη