ΑΝΗΣΥΧΟΙ ΜΑΖΙ (ποιητική συλλογή)

ΕΛΕΝΗ ΓΟΥΓΟΥΤΣΑ-ΣΙΣΣΥ ΜΗΤΣΙΚΩΣΤΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΑΔΑΚΗΣ-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΙΣΚΟΥ

 

 

Οι τέσσερις δημιουργοί του «Ανήσυχοι Μαζί», μας μιλάνε για την εμπειρία τους να δημιουργήσουν μια ομαδική ποιητική συλλογή, καθώς και από πού αντλούν έμπνευση. Μας εξηγούν το ρόλο που παίζουν τα ζωτικά ψεύδη στη ζωή μας και το ρόλο των Social Media στην ταυτοτική κρίση του σήμερα, ενώ αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας συλλογικής τους συνεργασίας στο μέλλον.

 

ArtScript: Πώς δόθηκε το έναυσμα να δημιουργήσετε μια ποιητική συλλογή, τέσσερις ποιητές μαζί;

Γιάννης Λαδάκης: Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα ήταν δική μου και βρήκα στα πρόσωπα των τριών αγαπημένων μου φίλων άξιες συνοδοιπόρους προς την υλοποίηση αυτής της ιδέας. Ήταν κάτι που πάντα υπήρχε στο μυαλό μου κι ακόμα υπάρχει, καθώς ενθουσιάζομαι από τις δημιουργικές προοπτικές που διανοίγει μια τέτοια διαδικασία επικοινωνίας. Για μένα, δεν πρόκειται απλά για την ανταλλαγή ερεθισμάτων, αλλά για μια ουσιαστική συνδιαλλαγή που μπορεί να σε κάνει να ξεπεράσεις τα δημιουργικά σου όρια, να πειραματιστείς, να αφουγκραστείς σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τον εαυτό σου και τον αιώνιο Άλλο, δεδομένου μάλιστα ότι λειτουργήσαμε ως ομάδα, απορρίψαμε την επιλογή της σαφούς διάκρισης (ας πούμε, της προσθήκης υπογραφής) μεταξύ των επιμέρους κομματιών των ποιητικών ενοτήτων. Επιπλέον, με ενθουσιάζει η πιθανότητα ομοιογένειας του τελικού αποτελέσματος, του τελικού κειμένου, ακόμα περισσότερο αν σκεφτεί κανείς ότι επιδιώκω μια κάποια μορφή ψευδοτυχαιότητας σε κάθε δημιουργικό μου έργο. Για μένα ήταν ένα εγχείρημα, ένα πείραμα του πώς μια μικρή ομάδα ανθρώπων σε ένα τόσο μοναχικό άθλημα μπορεί να δημιουργήσει μία τουλάχιστον αξιοπρεπή ποιητική σύνθεση.

 

ArtScript: Πώς είναι τέσσερις δημιουργοί να συνεργάζονται;

Δέσποινα Σίσκου: Δεν γνωρίζω κανέναν καλλιτέχνη που να μην “κλέβει”. Και δεν μιλάω φυσικά για την κυριολεκτική έννοια της πνευματικής υποκλοπής, αλλά γι’ αυτή τη σπίθα έμπνευσης που μπορούμε να βρούμε όλοι μας στη σκέψη ενός άλλου ανθρώπου, και συνειδητά ή μη την παίρνουμε, τη μεγεθύνουμε υπό τον φακό των προσωπικών μας εμπειριών, και τη μεταβάλουμε σε κάτι νέο. Το να δουλεύεις με τρεις άλλους δημιουργούς, υπό το πρίσμα κοινών ανησυχιών κι ενός στόχου, ενθαρρύνει αυτή την προδιάθεση. Διαχειριστήκαμε την κάθε θεματική, σαν ένα είδος σκυταλοδρομίας. Ένας από εμάς ξεκινούσε με το πρώτο ποίημα της ενότητας κι ο επόμενος έχτιζε το δικό του ως προέκταση αυτού που είχε ήδη γραφτεί. Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία γιατί παρ’ όλο που μιλούσαμε για κοινά ζητήματα η διαφορετικότητα των φωνών μας έλαμπε σε κάθε νέα θεματική, υπενθυμίζοντάς μας πόσο όμοιοι, αλλά και μοναδικοί είμαστε όλοι μας σαν άνθρωποι.

 

ArtScript: Τελικά η παιδικότητα μπορεί να είναι μια αυταπάτη;

Ελένη Γουγουτσά: Η παιδικότητα όταν τη ζεις, όντας φυσικά παιδί είναι μια ονειρική κατάσταση. Γέλιο, χαρά, παιχνίδι, εξερεύνηση… (τουλάχιστον όπως το έζησα εγώ). Η παιδικότητα γίνεται αυταπάτη όταν την αναπολείς σαν ενήλικας. Είναι αδύνατον να πιστέψεις ότι όλοι σε φρόντιζαν, σε αγαπούσαν άνευ όρων, δικαιολογούσαν τις αδυναμίες σου, σε αγκάλιαζαν κοινωνικά, σε προστάτευαν. Δυσκολεύεσαι να συνειδητοποιήσεις την ουτοπική κατάσταση που βρισκόσουν σαν παιδί και αναρωτιέσαι πως χάθηκαν όλα, πρόσωπα αγαπημένα, μυρωδιές, γλυκές συνήθειες...  πώς έγιναν όλα αυταπάτη.

 

ArtScript: Τι ρόλο παίζουν τα ζωτικά ψεύδη στη ζωή μας;

Σίσσυ Μητσικώστα: Άλλοτε του «μπαμπούλα» κι άλλοτε του δήθεν παρηγορητή, όταν το έχουμε ανάγκη. Για εμένα, τα «ζωτικά ψεύδη», όπως τα πραγματευόμαστε μέσα στο βιβλίο είναι αυτές οι πάγιες αντιλήψεις που έχουν εντυπωθεί μέσα μας κατά το μεγάλωμά μας και έχουν διαμορφώσει στεγανά, που μας εμποδίζουν να δούμε ότι στη ζωή υπάρχει μια ολόκληρη παλέτα χρωμάτων και όχι μόνο το άσπρο και το μαύρο. Ίσως να είναι λοιπόν αυτό το άσπρο-μαύρο. Η στιγμή της διαπίστωσης αυτής ωστόσο, είναι λυτρωτική. 

 

ArtScript:  Πόσο γνωρίζουμε τον εαυτό μας και πόσο ταυτιζόμαστε με αυτόν; Βλέπουμε το ποιοι είμαστε ή αντιλαμβανόμαστε την ταυτότητά μας με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας;

Σίσσυ Μητσικώστα: Ο καθένας γνωρίζει τον εαυτό του όσο θέλει και αντέχει. Αν κάποιος έχει τα εργαλεία να σκάψει μέσα του και αν έχει καλή επαφή με την εσωτερική του αλήθεια -και αντέχει να την υπερασπίζεται-, τότε πιστεύω ότι η εικόνα που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν δεν θα τον καθορίσει. Δεν είναι εύκολο να γνωρίσεις τον εαυτό σου σε βάθος και να αποδεχτείς όλες του τις πτυχές. Έχουμε την ανάγκη του ανήκειν, της αποδοχής και της επιβεβαίωσης, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο. Θέλω να πω, πως το να είσαι ο εαυτός σου, ακούγεται απελευθερωτικό αλλά έχει και μια ευθύνη· φέρει ένα βάρος μαζί του που δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σε θέση να το «κουβαλήσουν». Και, κακά τα ψέματα, τα social media όσο κλισέ κι αν ακούγεται, συμβάλλουν πολύ στην κρίση ταυτότητας που βιώνουμε όλοι λίγο-πολύ, σε κάποια φάση της ζωής μας.

 

ArtScript: Ποια η κανονικότητα του σήμερα που επιπλέον γελάει;

Γιάννης Λαδάκης: Μάλλον μεγάλη κουβέντα. Είναι κάπως γραφικό και ταυτόχρονα ειρωνικό το πώς οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να δομήσουν νοηματικές συνθέσεις οι οποίες περιβάλλουν τη συμπεριφορά τους και την καθορίζουν, όντας ταυτόχρονα ακαθόριστες (αόριστες, απροσδιόριστες κτλ) και κάπως καθορισμένες. Ας πούμε η κανονικότητα: μία από τις πιο γραφικές περιβάλλουσες του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ό,τι αναδύεται στην πραγματικότητα είναι κανονικό και την ίδια στιγμή (τη στιγμή της ανάδυσης) διαρρηγνύει την όποια συνέχεια θέλει να υπονοήσει η κανονικότητα. Όμως, η κανονικότητα με την κοινή (αόριστη) σημασία της λέξης πράγματι γελάει. Είναι η «κανονική» καθημερινότητα που ψάχνει διαρκώς να ξαναβρεί το γέλιο της, αυτό που της στερεί το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Καταλήγει να εκβιάζει το γέλιο της, ευχαριστημένη με τις φούσκες στις οποίες επιλέγει (γίνεται κι αλλιώς σε έναν πλήρως απομαγεμένο κόσμο, δίχως κανένα όραμα και αφήγημα για το μέλλον;) να εγκλειστεί για να προστατευτεί από το ραγδαία επιταχυμένο τραγικό της ύπαρξης. Αυτή, λοιπόν, η κανονικότητα δεν είναι παρά ένας ευγενικός τρόπος για να θέσουμε τη μαζική, εκβιασμένη αδράνεια – απραξία απέναντι στα γεγονότα.  

 

ArtScript:  Από πού εμπνέεστε;

Ελένη Γουγουτσά: Η έμπνευση ήρθε και εγκαταστάθηκε στο συλλογικό μυαλό μας κατόπιν συζήτησης. Επιλέξαμε τις θεματικές ενότητες που θέλαμε να αναπτύξουμε και μελετήσαμε προσωπικά ο καθένας αλλά και συλλογικά τι θα καταγραφεί. Έμπνευση επίσης υπήρξε σε μεγάλο βαθμό, τα ποιήματα που γράφαμε, δηλαδή ξεκινούσε κάποιος μια ενότητα, έγραφε το πρώτο ποίημα, συνέχιζε μετά άλλος ώσπου γράφαμε όλοι (με διαφορετική σειρά κάθε φορά) αλλά  τελείωνε την ενότητα αυτός που την ξεκίνησε. Άρα η έμπνευση και η ενότητα των ποιημάτων ήταν συλλογική και αλληλένδετη.

 

ArtScript: Ο καλλιτέχνης πρέπει να εμπνέεται από την κοινωνία ή και από αυτήν; Ειδικά στις μέρες μας που η ελευθερία του λόγου έχει να αντιμετωπίσει κι ένα ιδιαίτερο ‘‘political correct’’ της επίσημης πραγματικότητας, που δεν αποδέχεται τη διαφωνία, κι όποιος ξεφεύγει της ομοιομορφίας στην καλύτερη περίπτωση δέχεται επικρίσεις;

Δέσποινα Σίσκου: Ο καλλιτέχνης —όπως και κάθε άνθρωπος, σε ένα συνειδητό ή ασυνείδητο βαθμό— καθρεφτίζει την κοινωνία και καλείται να την κατανοήσει κατανοώντας τον ίδιο του τον εαυτό. Φυσικά και αντλούμε έμπνευση από κοινωνικά ζητήματα, είναι ταυτόχρονα δικαίωμα και χρέος μας να έχουμε προσωπικές φωνές που να τολμούν να μιλήσουν, να διαφωνήσουν και να ακουστούν. Ο καλλιτέχνης, υπό το ρομαντικότερο πρίσμα της έννοιας, ενσαρκώνει και γιορτάζει στο έργο του την ίδια την ανομοιομορφία της κοινωνίας. Επικρίσεις πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν— είναι τρομερά εύκολο να σηκώσεις το δάχτυλο, να δείξεις κάτι, και να προφέρεις τη γνώμη σου για την ύπαρξη του. Είναι πολύ πιο δύσκολο και πολύ πιο σημαντικό, το να φτιάξεις κάτι που να εκφέρει την προσωπική σου αλήθεια.

 

ArtScript: Σκοπεύετε να συνεργαστείτε εκ νέου μελλοντικά;

Ελένη Γουγουτσά: Θα το θέλαμε φυσικά! Η πρώτη μας συλλογική προσπάθεια μας ικανοποίησε πνευματικά  και υπάρχουν φυσικά αρκετά ερωτήματα και ανήσυχα θέματα ακόμη ανεξερεύνητα και άξια προς αναζήτηση και συγγραφή.

 

ArtScript: Δε θα σας ρωτήσω για την αρμονικότητα των σχεδίων της Αγγελίδου, φαντάζομαι πως αυτά δουλευτήκανε παράλληλα ή μετά τα κείμενα, (αν κάνω λάθος διορθώστε με). Θα μπορούσαν σε ένα άλλο ίσως βιβλίο να δοθούν πρώτα οι εικόνες και πάνω σε αυτές να γίνουν τα κείμενα; Ποια η σχέση της λογοτεχνίας με τις εικαστικές τέχνες;

Γιάννης Λαδάκης:  Η αγαπημένη Νικολέττα πρόσθεσε τα σχέδια της μετά την συγγραφή του κειμένου, το οποίο της δόθηκε και της ζητήθηκε απλά να δημιουργήσει ελεύθερα. Η σχέση μεταξύ των τεχνών εν γένει είναι για μένα άρρηκτη: σε κάθε δημιουργική προσπάθεια, οποιασδήποτε καλλιτεχνικής ‘κατηγορίας’, μπορεί να βρει κανείς ψήγματα άλλων τεχνών, με την έννοια των κρυφών ενεργών ερεθισμάτων που απλά περιμένουν ένα βλέμμα για να αναπνεύσουν, να πραγματωθούν. Έτσι, σε ένα λογοτεχνικό ή ποιητικό κείμενο ενυπάρχουν και συμβιώνουν μουσική, καμβάδες, χορός, εικόνες, δραματουργία και ούτω καθεξής, και το αντίστοιχο συμβαίνει σε κάθε καλλιτεχνικό έργο. Φυσικά, λοιπόν, θα μπορούσαν να δοθούν πρώτα εικόνες και πάνω σε αυτές να γίνουν τα κείμενα. Η επιλογή της σειράς, βέβαια, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και, στην πραγματικότητα, το πρώτο έργο (που δίνεται ως ερέθισμα) παρέχει τη βασική κατεύθυνση σύνθεσης στο επόμενο, το περίφημο όραμα δίχως το οποίο (προσωπική μου άποψη) ένα έργο μοιάζει με μια τρίχα που ταξιδεύει στο διηνεκές.

 

Διαβάστε επίσης:

Κατερίνα Γυφτάκη