ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΟΝ

 
 
 

TONI MORRISON

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΟΝ

-Εκδόσεις Παπαδόπουλος-

«Τα ονόματα της σκλαβιάς δε με πειράζουν• αυτό που με πειράζει είναι το καθεστώς της σκλαβιάς».

Στην πολιτεία του Μίσιγκαν, σε μια εύπορη οικογένεια μαύρων μεγαλώνει ο Μίλκμαν. Ο παππούς του ήταν ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας, μιας και ήταν γιατρός αλλά και ο πατέρας του φρόντισε να αυγατίσει τη δική του περιουσία. Κι ενώ το χρώμα τον ενώνει με τους ανθρώπους της φυλής του, η απληστία του πατέρα του και η άνεση με την οποία μεγάλωσε, τον ξεχωρίζει. Η ιδέα ότι δεν μπορεί να πετάξει τον απογοητεύει όταν βλέπει τα πουλιά, όμως το πέταγμα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το έχει μέσα του. Με καλύτερο του φίλο ένα φτωχόπαιδο της γειτονιάς, γυρνάει δεξιά και αριστερά στην περιοχή τους και γνωρίζει τους ανθρώπους του, μόνο που και πάλι το χάσμα εκείνου που έχει, από τους υπόλοιπους που δεν έχουν και συνήθως χρωστάνε στον πατέρα του, δεν μπορεί να γεφυρωθεί. Ο Μίλκμαν, αν και ο πατέρας του έχει προσπαθήσει να τον κρατήσει μακριά από τη θεία του, με συμβουλές και απειλές, εκείνος γοητεύεται από τη μαύρη γυναίκα δίχως αφαλό, την κόρη της και την καλομαθημένη και όμορφη εγγονή της. Μέσα από τις συζητήσεις των γειτόνων τους, μαθαίνει τα όσα υφίστανται οι μαύροι από τους λευκούς, για τη δολοφονία του Τιλ (ένα γεγονός που σημάδεψε τους αφροαμερικανούς αφού το περιστατικό της δολοφονίας του 14χρονου αγοριού από δυο λευκούς άντρες, έχει αναφερθεί συχνά σε βιβλία), όμως είναι διαφορετικός ο τρόπος που δέχεται την αδικία ένας φτωχός μαύρος, από έναν εύπορο. Ο πρώτος νιώθει την αδικία που γίνεται σε κάθε μαύρο, σαν να γίνεται σε εκείνον τον ίδιο, ο δεύτερος απλά σαν ένα περιστατικό που πιθανόν να ξεχάσει πριν περάσει το κατώφλι του σπιτιού του, δεν έχει να κάνει μόνο με το χρώμα αλλά και με την τάξη. Ο Μίλκμαν νιώθει πιο κοντά στους λευκούς απ’ ότι ο Γκιτάρ. Κι όμως ο Μίλκμαν παραμένει ένας χαρακτήρας συμπαθητικός στον αναγνώστη, ο οποίος παρακολουθεί την πορεία του από τη μέρα της γέννησης του, που συμπίπτει με την αποτυχημένη προσπάθεια του μαύρου του γείτονα να πετάξει.       

«Οι λευκοί μας θέλουν ή νεκρούς ή βουβούς – πράγμα που είναι το ίδιο. Οι λευκές το ίδιο. Μας θέλουν, ξέρεις, ‘‘οικουμενικά’’ ανθρώπινους, χωρίς ‘‘φυλετική συνείδηση’’. Εξημερωμένους – παντού, εκτός από το κρεβάτι».

Θα έλεγε κανείς ότι ο Μίλκμαν είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του. Όμως συμβαίνει το αντίθετο, ακόμη και εκείνος καταπιέζεται από τις επιθυμίες του πατέρα του και από το μίσος μεταξύ των γονιών του, βιώνοντας όμως μια καταπίεση ολοκληρωτικά διαφορετική από εκείνη που αισθάνονται οι υπόλοιποι μαύροι στη γειτονιά του, που μένουν σε σπίτια που τους μισθώνει ο πατέρα του. Η αναζήτηση ενός χαμένου θησαυρού, θα τον οδηγήσει στο Νότο, και η απόκτηση του δικού του θησαυρού, θα είναι η γνώση και η ωριμότητα.

«Αλλά δε μ’ ενδιαφέρει το πότε και το πώς θα πεθάνω. Για ποιόν σκοπό θα πεθάνω, αυτό μ’ ενδιαφέρει. Κι είναι ο ίδιος σκοπός μ’ αυτόν που με κάνει να ζω».

Είναι ένα όμορφο βιβλίο, γραμμένο σε διαφορετική φόρμα απ’ ότι τα βιβλία της «Τζαζ» και «Αγαπημένη», τα οποία επίσης κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Παπαδόπουλος». Είναι πιο απλή, άμεση και μυθιστορηματική η γραφή του, απ’ ότι για παράδειγμα στην «Τζαζ», που παρέπεμπε σε ειδησεογραφική φόρμα. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το επίμετρο της μεταφράστριας του μυθιστορήματος Κατερίνας Σχινά, στο οποίο εξηγεί υπό ποιες χρονικές συνθήκες γράφτηκε «Το Τραγούδι Του Σόλομον», ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες.

Μαίρη Β.

 

 

Διαβάστε επίσης: