ΤΑ ΛΕΜΕ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ

-Εκδόσεις Ψυχογιός-

‘‘για να συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε αλλάξει ο κόσμος αλλά η ίδια’’

Το πρώτο βιβλίο του νομπελίστα συγγραφέα που εκδίδεται μετά το θάνατό του είναι στα χέρια μας. Το συγκεκριμένο βιβλίο που ο συγγραφέας είχε δημοσιεύσει το πρώτο κεφάλαιο ως διήγημα ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή, το δούλευε ενώ υπέφερε από απώλεια μνήμης. Επειδή τελικά δεν το έβρισκε αξιόλογο, για αυτό ζήτησε από τους γιούς του να μην εκδοθεί. Παρόλα αυτά και μιας και οι απόγονοί του θεώρησαν πως είναι αξιόλογο και δεν είχε δίκιο, αποφάσισαν σε μια ‘‘προδοτική πράξη’’ όπως τη χαρακτηρίζουν οι ίδιοι, να προχωρήσουν στην έκδοσή του. Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει μια επιστολή των δύο αδελφών, που εξηγούν την πράξη τους. Επίσης στο τέλος υπάρχουν τέσσερις σαρωμένες σελίδες από το χειρόγραφο στην 5η εκδοχή του που θεωρούσε και την καλύτερη ο συγγραφέας και μπορούμε να δούμε τις σημειώσεις του, ενώ επίσης μετά το μυθιστόρημα έχουμε και το σημείωμα του επιμελητή Κριστόμπαλ Πέρα, που γνωρίζοντας από τη συνεργασία του με τον Μάρκες τι είχε στο μυαλό του εκείνος για το βιβλίο, συνέβαλε ούτως ώστε να κάνει πιο πλήρες και δυνατό το κείμενο.

Κι εδώ θα αναφέρω κάτι που μας είχε πει για τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο η κόρη του. Κάποτε που είχε ένα πρόβλημα υγείας και θεωρώντας πως μπορεί να μην έχει καλή κατάληξη, άρχισε να καθαρίζει το αρχείο του, πετώντας μισοτελειωμένα ή ποιήματα που χρειαζόταν περαιτέρω επεξεργασίας, υπό το φόβο μήπως αυτά δημοσιευθούν μετά θάνατον. Μάλιστα κάποια από αυτά η Έρη τα θεωρούσε καλά. Αντιθέτως ο Μάρκες δεν πέταξε το συγκεκριμένο κείμενο, ίσως τελικά να μην το θεωρούσε άσχημο παρά την εντολή που άφησε, αλλά η ασθένεια του να τον οδηγήσει να το αφήσει στην άκρη, μιας και δεν είχε τις δυνάμεις που διέθετε έως τότε. Όπως και να έχει εμείς δε θα κρίνουμε το αν καλώς ή κακώς εκδόθηκε το βιβλίο του Μάρκες.

Το μυθιστόρημα αποτελείται από έξι κεφάλαια με πρωταγωνίστρια την Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ, πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα θα μπορούσαμε να πούμε, που κατά κύριο λόγο λαμβάνει χώρα σε ένα νησί της Καραϊβικής που κατ’ απαίτησή της είναι θαμμένη η μητέρα της. Η δράση αρχίζει από το πρώτο κεφάλαιο, ενώ στο δεύτερο βλέπουμε το περιβάλλον της Μπαχ.

Το κείμενο ρέει, η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα,  η ηρωίδα ξεφεύγει από τον μικροαστικό κόσμο που ζει, μέσω μιας ιεροτελεστίας που κάνει, όμοια με εκείνη του μνημόσυνου για την μητέρα της, που μοιάζει να λαμβάνει μορφή νεύρωσης. Άλλωστε φαίνεται πως διακατέχεται από μια σειρά προλήψεις και εμμονικά γούρια. Ζώντας με την οικογένεια της και περιτριγυρισμένη από ανθρώπους, ζει σε έναν κόσμο που βασανίζεται από αυτόν, έναν κόσμο που φτιάχνουν σχεδόν πάντα οι άλλοι και συνήθως οι γονείς μας για μας, βουτηγμένο στον καθωσπρεπισμό. Μέσα από οικογενειακές αποτυχίες, και μη μπορώντας να ξεφύγει από τα δεσμά της, τα καταφέρνει μέσω αυτής της ιεροτελεστίας που προαναφέραμε, που μπορεί να μοιάζει με νεύρωση, αλλά είναι ο τρόπος διαφυγής της. Στο τέλος του κειμένου ανακαλύπτει κι ένα μυστικό της μητέρας της που την ενώνει περισσότερο με αυτήν και πράγματι το φινάλε του μυθιστορήματος είναι το κατάλληλο, δημιουργώντας μια αλυσίδα ανάμεσα στις δυο γενιές.  

Τελικά θα πούμε πως όχι μόνο το ‘‘Τα λέμε τον Αύγουστο’’ δεν είναι κακό, ίσα ίσα είναι αξιόλογο, και δεν είναι μόνο μια ερωτική ιστορία, αλλά κι ένα κοινωνικό κείμενο, που δείχνει την ανάγκη της πρωταγωνίστριας, πλησιάζοντας τα πενήντα, να ξεφύγει με κάποιον τρόπο, από το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του μικροαστικού κόσμου που ζει.

Ίσως αν ο συγγραφέας είχε όλες του τις δυνάμεις κατά τη συγγραφή του να είχαμε ένα ακόμα πιο δυνατό κείμενο ή και διαφορετικό, όμως ας αρκεστούμε σε αυτό που έχουμε, το οποίο μας αποκαλύπτει εκτός των άλλων πως ο Μάρκες, ακόμα και με απώλεια μνήμης, ακόμα και στεναχωρημένος σίγουρα από αυτήν δεν εγκατέλειψε τη μάχη, την έδωσε όσο μπορούσε. Ας μην λυπόμαστε λοιπόν για αυτό που θα μπορούσαμε να έχουμε, μα ας χαρούμε με αυτό που κρατάμε στα χέρια μας, που δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα, αλλά και η επίπονη προσπάθεια του δημιουργού.

Ε.Φ.Β.

 
Διαβάστε επίσης: