ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

 

Στην εκκλησία όλα ήταν στην θέση τους, οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει από μέρες και η μάνα της νύφης για μια ακόμα φορά δεν είχε αφήσει τίποτα στην τύχη. Η μέρα αυτή έπρεπε να είναι ξεχωριστή για την κόρη της, πόσες ευκαιρίες θα είχε άλλωστε να παρέμβει στα της κόρης της. Ο άντρας της δεν ασχολούταν πολύ με αυτά δεν ήξερε και δεν τον ενδιέφεραν, αλλά μέρα που ήταν, με βαριά καρδιά έδινε κι εκείνος το παρόν στην εκκλησία και στους σχεδιασμούς της συντρόφου του. Οι λαμπάδες στη θέση τους, οι μπομπονιέρες, τα παρανυφάκια κι αυτά όπως της τα είχε ζητήσει η κόρη της ή καλύτερα τα είχε απαίτησε από τους γονείς της. Κανείς δεν αρνήθηκε. Ο στολισμός της εκκλησίας με τα άσπρα και ροζ τούλια κι αυτός δικός της, όπως και τα λουλούδια. Τα είχε συνεννοηθεί όλα με την κόρη της, και την παραμικρή λεπτομέρεια. Πραγματικά κάποιες φορές, αν όχι τις περισσότερες, ο γάμος είναι λες και γίνεται για τα πεθερικά κι όχι για το ζευγάρι και ιδίως για τις πεθερές, που έχουν το προβάδισμα σε κάτι τέτοια.

Εκείνος θυμόταν την πρώτη τους συνάντηση, αν και νεαρός ακόμα πήγαινε χρόνια πίσω. Στο δημοτικό, τις πρώτες μέρες που συναντήθηκαν δεν έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλο. Είχαν το άγχος των πρώτων ημερών στο σχολείο, αλλά στη συνέχεια, τουλάχιστον εκείνος έβρισκε όλο αφορμές να βρίσκεται κοντά της, χαμογέλασε καθώς έβλεπε στον καθρέφτη το ξυράφι να κατεβαίνει στο πρόσωπό του. Δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί, δεν ήξερε καν τι ήταν αυτό που τον τραβούσε κοντά της. Στην αρχή και για τρία χρόνια, την πείραζε, την έσπρωχνε και μετά της χαμογελούσε χαζά. Κάποτε μάλιστα την πέταξε κάτω με ένα ατσούμπαλο σπρώξιμό κι αμέσως έτρεξε κοντά της και της έδωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Εκείνη αρνήθηκε στην αρχή κι έμεινε κάτω, τινάζοντας τα χέρια της από το χώμα. Εκείνος πλησίασε ακόμα πιο κοντά και της έτεινε το χέρι του, κάνοντάς της νόημα να κρατηθεί από αυτό. Εκείνη βαριά και με ύφος τον έπιασε και σηκώθηκε με μιας. Τη βοήθησε να τινάξει τα ρούχα της και οι δυο τους προχώρησαν προς την αίθουσα διδασκαλίας. Κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη, ήθελε ακόμα λίγες ξυραφιές, άφησε το ξυράφι, ήπιε μια γουλιά από το μπουκάλι της μπίρας που είχε ακουμπισμένο στην εταζέρα του νιπτήρα και συνέχισε. Από εκείνη τη μέρα δεν της ξαναφέρθηκε άσχημα, έκαναν πιο πολύ και πιο ουσιαστική παρέα. Του έδινε από το κολατσιό της, συζητούσαν τα χαζά μα όμορφα παιδικά θέματα τους, για τους αγαπημένους τους ήρωες και τα αγαπημένα τους περιοδικά. Όταν ο ένας από τους δύο έλειπε για κάποιο λόγο, ο άλλος ήταν κακοδιάθετος και κακόκεφος. Όπως τότε που έλειπε στην πρωτεύουσα με την οικογένεια της για ταξίδι και δεν είχε ειδοποιήσει γιατί δεν το ήξερε και η ίδια ότι θα αναχωρούσαν. Στην αρχή νόμισε πως απλά ήταν άρρωστη και σε λίγες μέρες θα γύριζε. Στο σχολείο ντρεπόταν να ρωτήσει.  Να βάλει πάλι τους γονείς του να το κάνουνε ντρεπότανε περισσότερο, έτσι μια μέρα το έσκασε, από τα χαλασμένα κάγκελα πίσω από τις βρύσες και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Λίγο πριν φτάσει στον προορισμό του, έπεσε πάνω στον πατέρα του, που επέστρεφε από το κουρείο, αν δεν είχε προσέξει και δεν έτρεχε να μπει σε ένα μαγαζί σίγουρα θα τον έβλεπε. Τελικά το σπίτι της ήταν κλειστό και κανείς δεν του απάντησε. Η αγωνία του μεγάλωσε. Την επόμενη ξέχασε τις ντροπές και τον εγωισμό του και ρώτησε τη δασκάλα τους. Αλλά η απάντηση ήταν ακόμα χειρότερη, του είπε κοφτά ότι είχαν φύγει για την Αθήνα. Βιαζόταν γιατί την ήθελε ο διευθυντής κι έτσι δεν του έδωσε περισσότερες εξηγήσεις.  Δεν πρόσθεσε πως σε λίγες μέρες θα επέστρεφε. Για τις επόμενες μέρες δεν μιλιότανε, έτρωγε ελάχιστα με την παραίνεση της μάνας του και δεν είχε κέφι για τίποτα, μέχρι που εκείνη επέστρεψε κι όλα έγιναν όπως πριν και καλύτερα, αφού πρώτα της ζήτησε το λόγο κι εκείνη του απάντησε πως στενοχωρήθηκε και η ίδια, που δεν μπόρεσε να τον ειδοποιήσει.

Οι πρώτοι καλεσμένοι άρχισαν να φτάνουν, δεν ήταν και μικρό γεγονός το σημερινό για το νησί. Άλλωστε πάντα οι καλεσμένοι φτάνουν πριν το ζευγάρι ή τουλάχιστον πριν από τη νύφη.  Εκτός από αυτούς που το έχουν κάνει σύστημα να πηγαίνουν καθυστερημένοι ή και ακόμα κατόπιν εορτής. Κοίταξαν με δέος τον στολισμό της εκκλησίας και του προαύλιου χώρου και κούνησαν το κεφάλι τους. Κάποιοι έπιασαν τη συζήτηση μεταξύ τους, κάποιοι έβγαλαν το καλό τους κομπολόι, ή ακόμα και το μπρελόκ τους κι άρχισαν να παίζουν αμήχανα. Πάντα υπάρχει αμηχανία όταν φτάνεις πολύ νωρίς, δεν ξέρεις πώς να φερθείς και τι να κάνεις, όταν αρχίζει η τελετή όλοι ξέρουν τους ρόλους τους, πριν όμως τι πρέπει να κάνουν; Η μάνα της νύφης δεν βγήκε έξω, κοίταζε μόνο και παραλίγο να την πιάσουν τα ζουμιά από τη συγκίνηση, φώναξε τον άντρα της με τρόπο και κατόπιν εκείνος έφυγε, κάπου τον είχε στείλει ασφαλώς. Δεν υπήρχε λόγος ειδάλλως να φύγει. Κάτι θα είχε ξεχάσει ή κάτι ήταν της τελευταίας στιγμής. Μεγάλη η κούραση του ζευγαριού, μέρες στο πόδι, άλλωστε όπως λένε αν δεν χτίσεις σπίτι και δεν παντρέψεις παιδί, δεν έκανες τίποτα στη ζωή σου.

Στο γυμνάσιο η κατάσταση έγινε λίγο περίπλοκη μεταξύ του. Στην αρχή ήταν που είχαν μεγαλώσει, που έπρεπε να δείχνουν πιο σοβαροί, που βρίσκονταν σε έναν καινούργιο χώρο. Μιλούσαν, έριχναν κρυφές ματιές, αλλά δεν έκαναν τόσο πολύ παρέα. Ήταν που πήγαιναν και σε διαφορετικό τμήμα. Το όνομά της βρισκόταν μετά το μέσω της αλφαβήτας κι έτσι μπήκε στο δεύτερο τμήμα την πρώτη χρονιά. Αντιθέτως  την επόμενη με τη διαρροή των μαθητών από το σχολείο, τα δυο τμήματα ενώθηκαν. Ώσπου μια μέρα τα έφερε έτσι η τύχη, που τους έφερε πιο κοντά. Το τμήμα της είχε γυμναστική κι εκείνη με μια συμμαθήτρια της πήγανε στις τουαλέτες για να αλλάξουν και να φορέσουν τις φόρμες τους, εκείνος πρωτύτερα είχε πάρει άδεια από το μάθημα για να πάει στις τουαλέτες, αλλά ήταν η πρώτη φορά, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί και να εισχωρήσει στον χώρο των κοριτσιών, αφού δεν υπήρχαν ταμπέλες σε αυτές και οι μαθητές πήγαιναν εμπειρικά. Ξαφνικά άκουσε φωνές κοριτσίστικες να τιτιβίζουν στα αυτιά του. Τι είχε συμβεί ήρθαν εκείνες στις τουαλέτες των αγοριών ή αυτός είχε κάνει λάθος. Θα περίμενε να φύγουν και μετά θα έβγαινε. Η ώρα περνούσε κι εκείνες πιάνοντας το κουτσομπολιό δεν έφευγαν. Κάτι έπρεπε να κάνει, ξεσύρτωσε την πόρτα και κοίταξε να δει ποιες ήταν. Εκείνη την κατάλαβε από τη φωνή της, την άλλη την είδε τότε. Ήταν και οι δύο τους μισόγυμνες, για λίγο χάζεψε το σώμα της φίλης του, το στήθος της είχε μεγαλώσει, η πλάτη της ήταν κατάλευκη, η άλλη κοπέλα ήταν με τα εσώρουχα, αφήνοντας περισσότερα σημεία στην παρατήρησή του, αλλά εκείνος είχε θαμπωθεί από τη φίλη του. Ξαφνικά ένιωσε μια ντροπή και τραβήχτηκε πίσω. Έκλεισε την πόρτα και περίμενε πάλι με κομμένη την ανάσα να φύγουν. Όμως εκείνες όλο και καθυστερούσαν. Είχε περάσει πολύ ώρα, ο καθηγητής θα αναρωτιόταν τι είχε συμβεί, αν δεν πήγαινε να τον βρει κιόλας. Πήρε την μεγάλη απόφαση, πάτησε καζανάκι για να τις προειδοποιήσει και τράβηξε εκ νέου το σύρτη, ανοίγοντας την πόρτα. Εκείνες τα έχασαν και βλέποντάς τον, άρχισαν να τσιρίζουν και να τρέχουν πέρα δώθε ώσπου χώθηκαν σε μια κενή τουαλέτα. «Τι θέλεις εδώ του φώναζαν»; «Λάθος» ανταπάντησε αυτός και έγινε καπνός. Τις επόμενες μέρες κρυβόταν από όλα τα κορίτσια του σχολείου, άλλαζε δρόμο στην επιστροφή του απ’ το σχολείο και στα διαλλείματα έμενε μέσα. Η φίλη του τον είχε αναγνωρίσει μόνο επειδή τον ήξερε, ενώ η άλλη κοπέλα μέσα στην ταραχή της, ούτε που κατάλαβε ποιος ήταν ο εισβολέας στις γυναικείες τουαλέτες. Εκείνη δεν είπε τίποτα, υποκρινόταν  πως δεν κατάλαβε τον δράστη. Λίγες μέρες αργότερα όμως συναντήθηκαν και πάλι, αυτή τη φορά έξω από την τάξη του, που είχε γίνει πλέον ο μόνιμος επιμελητής. Αντάλλαξαν έναν χαιρετισμό κι εκείνος κατέβασε το βλέμμα του και  μπήκε στην αίθουσα, που τον ακολούθησε και η φίλη του.

-Εσύ ήσουν;

-Που;

-Τις προάλλες… στις τουαλέτες.

Με ένα χαμόγελο ενοχής και σκυμμένο το κεφάλι, το κούνησε καταφατικά.

-Και δεν ξέρεις πως δεν έχουμε κοινές τουαλέτες;

-Μπερδεύτηκα, της απάντησε ενώ είχε γίνει κόκκινος.

Εκείνη πήρε μια κιμωλία και ζωγράφιζε, δηλαδή μουντζούρωνε στον πίνακα, ενώ εκείνος είχε απομακρυνθεί και χάζευε έξω από το παράθυρο.

-Μην ξαναέρθεις στις τουαλέτες των κοριτσιών του είπε μαλώνοντάς τον, μα πιο πολύ για να τον πειράξει.

-Δεν θα ξανάρθω, της είπε κατακόκκινος αυτή τη φορά και γυρίζοντας προς τη μεριά της.

-Είδες…. τον ρώτησε χωρίς να συνεχίσει, εκείνος κατευθύνθηκε προς την έξοδο της τάξης, μα ξαφνικά γύρισε απότομα την πλησίασε, την ακούμπησε στον τοίχο την έπιασε από τη μέση και της έδωσε ένα φιλί, όπως τόσες μέρες φανταζόταν πως θα κάνει. Εκείνη σαστίζοντας ανταπέδωσε και αφέθηκε στην αγκαλιά του, δίχως καμιά προσπάθεια να του ξεφύγει. Όταν αποχωρίστηκαν τα δυο τους χείλη, εκείνος έφυγε βιαστικά από την τάξη του, αφήνοντάς την εκεί να τον σκέφτεται. Είχε ξεχάσει πως ήταν επιμελητής, πως αυτή ήταν η τάξη του. Όταν γύρισε κι αφού το μάθημα είχε αρχίσει ο καθηγητής τον επέπληξε, τόσο που δεν τον βρήκε στην τάξη, όσο και γιατί ο πίνακας ήταν ακαθάριστος, αλλά εκείνος δεν τον άκουγε, όπως δεν άκουσε και τη συνέχεια του μαθήματος κι έμεινε χαμένος στην σκέψη του και στα χείλη εκείνης.

Ο κόσμος είχε αρχίσει να πληθαίνει, σε λίγη ώρα θα άρχιζε και το μυστήριο, οι παρευρισκόμενοι έψαχναν με το βλέμμα τους το γαμπρό. «Λέτε να μην έρθει;» είπαν κάποιοι, όπως συμβαίνει με κάποιους πικρόχολους ή κάποιους χιουμορίστες σε όλους τους γάμους. Μάλιστα αν ήξεραν τι είχε συμβεί στο ζευγάρι στα χρόνια του λυκείου ίσως να διηγούνταν και την ιστορία για να επιβεβαιώσουν τη θεωρία τους. Τότε και οι δυο τους είχαν πολλούς ανταγωνιστές, εκείνη την πλησίαζαν πολλά αγόρια από τις μεγαλύτερες τάξεις, ενώ με εκείνον ήταν ερωτευμένες αρκετές κοπέλες της τάξης τους, αν και είχαν σχέση από εκείνη τη μέρα που αντάλλαξαν το φιλί στην αίθουσα της πρώτης γυμνασίου, την κρατάγανε κρυφή, όμως οι συμμαθήτριες τους, σαν να ένιωθαν τι συνέβαινε δεν τον προσέγγιζαν τόσο ανοιχτά.  Οι δυο τους πηγαίνανε βόλτες, αντάλλασαν επισκέψεις στα σπίτια τους κι όταν έβρισκαν την ευκαιρία αντάλλασαν χάδια και φιλιά. Όμως ακόμα ήταν μικρά και δεν ήθελαν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των γονιών τους, που πια είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν το επιπλέον δέσιμο των δύο παιδιών. Την εποχή εκείνη λοιπόν σχεδίαζαν το μέλλον τους. Εκείνος ήθελε να περάσει στο ΤΕΙ της πιο κοντινής πόλης, και να γυρίσει στο νησί του,  ενώ εκείνη ήθελε να σπουδάσει στην Αθήνα παιδαγωγικά, να προσληφθεί ως δασκάλα κι έπειτα να γυρίσει αν ήταν στο νησί της. Μάλιστα του εκμυστηρεύτηκε ότι σκόπευε την επόμενη χρονιά να κατέβει στην Αθήνα για την τελευταία τάξη, που υπήρχαν περισσότερες δυνατότητες με τα φροντιστήρια για να πετύχει το σκοπό της.

-Μα έτσι θα χωριστούμε.

-Μην είσαι κουτός, είναι μόνο για μια χρονιά, μετά μπορείς να επιλέξεις το αντίστοιχο ΤΕΙ στην Αθήνα και να ζήσουμε μια τετραετία μόνοι μας, σαν ζευγάρι.

-Δεν θέλω να επιβαρύνω τόσο τους γονείς μου, με την Αθήνα. Και σίγουρα θα είναι πιο δύσκολα να τους επισκέπτομαι συχνά. Αλλά και πάλι ένα χρόνο νωρίτερα;

Η συζήτηση κατέληξε σε αδιέξοδο, λίγους μήνες πριν στο νησί είχε έρθει μια οικογένεια από τη Θεσσαλονίκη, και η κόρη τους βρισκόταν στο τμήμα των δύο παιδιών, έδειχνε μάλιστα μεγάλο ενδιαφέρον για το νεαρό, αφού σαν καινούργια δεν ήξερε πολλά για τον τόπο και για τη σχέση των δύο παιδιών, που ούτως ή άλλος κρατούσαν σε χαμηλούς τόνους. Εκείνος για να κάνει τη φίλη του να ζηλέψει και επηρεασμένος από τη συζήτησή τους, είχε αρχίσει να είναι πιο ανοιχτός στη νέα τους συμμαθήτρια. Όλοι έβλεπαν τη σχέση τους, κι εκείνη έσκαγε. Όμως από την μεγάλη οικειότητα μια μέρα η νεοφερθείσα κοπέλα δε δίστασε να τον φιλήσει, μπροστά σε όλους. Τότε η φίλη του έφυγε από την αίθουσα σκασμένη, κι όσο και να την παρακαλούσε κι όσο και να της εξηγούσε πως τα έκανε αυτά από αντίδραση που ήθελε να φύγει, εκείνη ήταν ανένδοτη και τον ενημέρωσε πως μετά από αυτό θα έφευγε όπως και να είχε.  Κι όπως συμβαίνει άμα το αγόρι χάσει την κατάσταση και το κορίτσι πάρει τον έλεγχο μετά από ένα τέτοιο συμβάν, έτσι κι εκείνη του έψησε το ψάρι στα χείλη, μέχρι να φτάσει την εκδίκησή της στο τέρμα, του ανακοίνωσε πως χωρίζουνε, του είπε πως θα φύγει με το που θα τελειώσει την τάξη για την Αθήνα, του έριξε τον σπόρο της αμφιβολίας, ότι κι ο Πέτρος σκέφτεται να πάει στην Αθήνα για την προετοιμασία των εξετάσεων. Ήταν σκασμένος και δεν μπορούσε να πει και τίποτα. Από δική του υπαιτιότητα συνέβαιναν όλα. Κι ο Πέτρος από καιρό είχε δείξει τη συμπάθειά του σ’ εκείνη. Μπορεί να ήταν κι αυτός που την ξεσήκωνε.

Η ώρα που θα άρχιζε η τελετή πλησίαζε. Αρκετοί έριχναν ματιές στα ρολόγια τους και περίμεναν να τους καλέσουν στο εσωτερικό της εκκλησίας, κάποιοι θα έμεναν στον προαύλιο χώρο, όπως γίνεται συνήθως όχι γιατί δεν χωράει ο ιερός ναός άλλους, μα γιατί είναι η διάθεση τέτοια, βαριούνται κιόλας, μια τέτοια μέρα και με τέτοιον καιρό προτιμούν να μείνουν έξω.

Πως τα βρήκαν τελικά οι δυο τους; Όπως τα βρίσκουν αυτοί που αγαπιούνται αληθινά, χαμογέλασε στη σκέψη και σηκώθηκε για να πάει να ντυθεί, δεν ήθελε να καθυστερήσει άλλωστε ήταν τζέντλεμαν αυτός. Θυμήθηκε που την κάλεσε να συναντηθούν στον αρχαίο ναό, που δέσποζε πάνω από τα κοφτερά βράχια, που κατέληγαν στη θάλασσα. Στην αρχή συζήτησαν, της εξήγησε αλλά και πάλι ήταν ανένδοτη. Το είχε πάρει απόφαση να φύγει, άλλωστε δεν ήταν πια μαζί δεν θα έπρεπε να τον ένοιαζε. Τότε έβαλε σε εφαρμογή το μεγάλο του κόλπο. Πήγε στην άκρη του βράχου και της είπε πως θα αυτοκτονήσει για χάρη της. Δεν ήτανε και τόσο πειστικός, όμως τη φόβισε, ο έρωτας σε αυτήν την ηλικία, όπως άλλωστε  και στην ακριβώς αντίθετη, οδηγεί πολλές φορές σε τρελές πράξεις.   

«Δεν θα σε ωφελήσει σε τίποτε αυτό που κάνεις, εγώ είτε έτσι, είτε αλλιώς θα φύγω και εσύ θα χάσεις τη ζωή σου, δε θα σε ωφελήσουν σε τίποτα τα παιδιαρίσματα. Κι επειδή βαριέμαι τις ανοησίες εγώ φεύγω τώρα».

Σαστισμένος πιο πολύ από την αντίδραση της και μην ξέροντας αν είχε καταλάβει το τέχνασμά του ή ήξερε πως δεν θα έπεφτε, τραβήχτηκε λίγο πίσω  και απομακρύνθηκε από το χείλος του γκρεμού. Σιγά σιγά πήρε το δρόμο της καθόδου από το μονοπάτι, όταν την είδε να γλιστρά παραπατώντας από μια πέτρα και να πέφτει προς την μεριά του γκρεμού, αντίθετα από εκεί που στεκόταν ο ίδιος. Έσπευσε, έκανε παγκόσμιο ρεκόρ και βρέθηκε δίπλα της. Όταν εκείνη ακόμα σε ένα χορευτικό ανισσοροπίας, στροβιλιζόταν σαν δερβίσης από δω κι από ’κει έχοντας χάσει τελείως τον προσανατολισμό της, προς τα πού ήταν ο γκρεμός, ώσπου το σώμα της βρέθηκε στο κενό, μα το χέρι του πρόλαβε και την τράβηξε ξανά στον δρόμο και οι δυο έπεσαν, πάνω σε κάτι θάμνους.

Της είχε κοπεί η ανάσα δεν μπορούσε να μιλήσει, ενώ εκείνος την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.

-Μικρούλα μου, μικρούλα μου. Τι θα γινόμουν αν σε έχανα;

-Θα συνέχιζες τη ζωή σου, του απάντησε.

-Όχι , όχι, θα έπεφτα και ’γω την ίδια στιγμή, θα σε ακολουθούσα.

-Αγαπάς τόσο τη ζωή, που δεν νομίζω να μπορούσες.

-Πόσο λίγο με ξέρεις, αγαπάω πιο πολύ εσένα.

-Τόσο που δεν θες να μ’ ακολουθήσεις, στην πρωτεύουσα.

Και οι δυο ξέσπασαν σε γέλια, και στη συνέχεια ακολούθησαν φιλιά, όμως η ταραχή της κοπέλας μετά το συμβάν έμενε μεγάλη κι έτσι σύντομα επέστρεψαν στην πόλη.

Τελικά ούτε εκείνη πήγε στην Αθήνα για προετοιμασία, ούτε εκείνος της αρνήθηκε να πάει στη σχολή που ήθελε στην Αθήνα. Όμως κι όταν εκείνη πέρασε, έξι μήνες περνούσε στο νησί κι έξι στην Αθήνα, κι αυτούς τους έξι μήνες που έλειπε, ίσως και πάνω από τους μισούς κατέβαινε αυτός στην πρωτεύουσα, αν και είχε περάσει σε πόλη κοντινή στο νησί του. Όμως πριν φτάσουνε ως εκεί, μετά το συμβάν του παρ ολίγον δυστυχήματος, όλα επιταχύνθηκαν, λες και δεν ήθελαν να χάσουν στιγμή από τη ζωή τους. Πια δεν κρατούσαν τα προσχήματα. Λίγες βδομάδες μετά έκαναν και για πρώτη φορά έρωτα, με παρότρυνση δική της. Της είχε ζητήσει κι αυτός κάποιες φορές πριν το παραλίγο δυστύχημα, όμως εκείνη δίσταζε. Τώρα όμως με εκείνο το συμβάν ένιωθε πως είχε ωριμάσει, ένιωθε πως δεν ήθελε να χάσει τις στιγμές, που μια μικρή λεπτομέρεια μπορεί να στις σβήσει με μιας.

Εκείνη απλά το ζήτησε, την οργάνωση την ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου εκείνος, αφού πρώτα σκέφτηκαν πολλά μέρη, όπως τα σπίτια τους ή φίλων, αλλά όλα τους ήταν επικίνδυνα στο να πέσουν στα χέρια των γονιών τους. Τελικά ο κύβος ερρίφθη, το μέρος για τη μεγάλη στιγμή ήταν ο χώρος που παραλίγο να χάσουν τη ζωή της. Στον αρχαίο ναό δεν πήγαινε κανείς από τους κάτοικους του νησιού, ιδίως πριν κλείσουν τα σχολεία, που κάποιοι μαθητές τον επισκέπτονταν, επίσης ο δρόμος σταματούσε χιλιόμετρα μακριά και μόνο ελάχιστοι, θαρραλέοι τουρίστες τον επισκέπτονταν κι αυτοί κατά την περίοδο του καλοκαιριού, αν γνώριζαν την ύπαρξή του, μιας και δεν ήταν ευρέως διαδεδομένος. Τρεις μέρες πηγαινοερχόταν με το ποδήλατο για να μεταφέρει ρούχα, τη σκηνή ένα φανάρι κι ό,τι άλλο πίστευε πως θα τους χρησίμευε. Δεν μπορούσαν να μείνουν μέσα στο ναό γιατί ένα τμήμα του μόνο έστεκε με υποστυλώματα της αρχαιολογικής εφορίας, η πλατεία που υπήρχε όμως στην πίσω πλευρά του θα τους κρατούσε ασφαλείς από τυχών αδιάκριτα βλέμματα.

Όταν έφτασαν οι δυο τους, εκείνη έμεινε έκπληκτη από την οργάνωση, μέχρι και κιάλια διέθεταν, για να ελέγξουν αν κινδύνευαν από τους πειρατές όπως της είπε. Η σκηνή βρισκόταν πάνω σε ένα σημείο του ψηφιδωτού του ναού, που πλέον δεν υπήρχε στο εξής σημείο. Δειλά δειλά με το γλυκό εκείνο άγχος των πρώτων στιγμών πλάγιασαν ο ένας δίπλα στον άλλον κι ένωσαν τα χείλη τους, απαλλάχτηκαν από τα ρούχα τους κάπως αδέξια και προχώρησαν σε αναγνωριστικά χάδια. Ο Θεός του αρχαίου ναού, τους προστάτευε, μην αφήνοντας κανέναν εκείνη την τόσο γλυκιά βραδιά να πλησιάσει και θαύμαζε τα δυο γυμνά σώματα.

Ξαπλωμένοι, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου και δίχως να μιλούν, χαζεύανε τα άστρα, φτιάχνοντας δικούς τους αστερισμούς μα στην ουσία  ταξιδεύοντας σε χίλια δυο πράγματα, μεθυσμένοι πια από έρωτα.

-Κοίτα πόσο λάμπει εκείνο το πορτοκαλί αστέρι.

-Είναι ο Αρκτούρος, 23 φορές μεγαλύτερος από τον ήλιο και με εκπεμπόμενη ενέργεια 130 φορές περισσότερη.

Γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη.

-Και μάλιστα, συνέχισε, ανήκει στον αστερισμό του Βοώτη.

-Που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά του είπε και του έριξε μια τσιμπιά.

-Τα διάβασα για να σε εντυπωσιάσω.

Σταμάτησε για μια στιγμή και μετά άρχισε να τον γαργαλάει.

-Και διάβασες για όλα τα αστέρια;

-Όχι μόνο για αυτά που πίστευα πως θα με ρωτήσεις, κι έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου πως ο Αρκτούρος θα ήταν το πρώτο.

Τον κοίταξε παράξενα, χωρίς να τον πιστέψει. Όμως της έλεγε την αλήθεια. Παρατηρούσε τα αστέρια από καιρό, τον συνέπαιρναν κι όταν έπεσε στα χέρια του το βιβλίο του θείου του, που ήταν καπετάνιος, για τους αστερισμούς, που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί ως πυξίδα, το ξεζούμισε κι έμαθε για μερικούς. Και λίγες μέρες πριν έκανε μια μικρή επανάληψη για να την εντυπωσιάσει. Μάλιστα από αυτόν δανείστηκε και τα καλού διαμετρήματος κιάλια, που είχε μαζί του. Ο θείος του κοσμογυρισμένος και μη μένοντας για πολύ καιρό στο νησί, έμενε στο σπίτι τους τον περισσότερο καιρό, αν και είχε και δικό του, αφήνοντας πολλά πράγματά του στο σπίτι του αδελφού του, που εκείνος, πάντα τα περιεργαζόταν.

-Κι εκείνο το εξίσου μεγάλο είναι ο Βέγας, κάτσε να σου δείξω.

Της έδωσε τα κιάλια, κι εκείνη κοίταξε μέσα από αυτά.

-Κι αυτό από πάνω μας πως λέγεται;

-Δεν ξέρω, αλλά μαζί με τα υπόλοιπα 6, που μοιάζουν με καροτσάκι οικοδομής είναι η μεγάλη άρκτος κι εκεί το ανάποδο και ίδιο αλλά πολύ πιο μικρό η μικρή.

-Εσύ είσαι σοφός.

-Με κοροϊδεύεις;

-Όχι, μα ξέρεις τόσα πολλά, γιατί δεν σκέφτεσαι να ασχοληθείς με την αστρονομία, να βάλεις αντίστοιχη σχολή στο μηχανογραφικό;

-Αυτά είναι ωραία για χόμπι, ποιος ενδιαφέρεται επαγγελματικά για τα αστέρια στη χώρα μας; Φαντάζεσαι να έρθουν στο μηχανουργείο κι εγώ να τους λέω για τα αστέρια; Το πιο πιθανό να με δείρουν.

Γέλασαν και οι δυο, μετά της έδειξε τον αστερισμό του Κηφέα, της εξήγησε πως υπάρχουν δεκάδες αστερισμοί κι όχι μόνο οι 12 που προβάλουν οι καφετζούδες, κι εκείνη τον διόρθωσε αστρολόγες. Στη συνέχεια έστρεψαν τα κιάλια προς το φεγγάρι και τους αποκαλύφθηκε ένα μοναδικό θέαμα, λόγω του μεγέθους του. Δεν είχε πανσέληνο, που δεν ευνοεί τις παρατηρήσεις, λόγω της έντονης ακτινοβολίας της κι έτσι μπόρεσαν να διακρίνουν κάποιους κρατήρες, από τους πολλούς που είχε στην επιφάνειά της. Εκεί ομολογουμένως δεν τα πήγαινε τόσο καλά με τα ονόματα, αλλά θυμόταν ονόματα θαλασσών, αυτών των μαύρων περιοχών στην επιφάνειά της, που η φαντασία τις ονόμασε έτσι, όπως τη θάλασσα της γαλήνης, της νηνεμίας, της γονιμότητας. Έκτοτε πολλές φορές τα βράδια χάζευαν τον ουρανό κι εκείνος την μάθαινε τα μυστικά του. ‘Όσα δηλαδή ήξερε. Στη συνέχεια βυθίστηκαν ξανά στη δική τους θάλασσα.

Με αυτά και με αυτά είχε ξεχαστεί εντελώς, πετάχτηκε όρθιος. Δεν έπρεπε να καθυστερήσει άλλο, έδεσε τα παπούτσια του, άρπαξε τα κλειδιά και βγήκε από την πόρτα. Οι γονείς του είχαν φτάσει στην εκκλησία. Αυτός ακόμα, τι κακό με τα νέα ζευγάρια και τις μοντερνιές, να μην ακολουθούν τα έθιμα. Τώρα θα τον είχαν φέρει αυτοί κι όλα θα ήταν έτοιμα για το μυστήριο. Όπως και με το χρώμα των ρούχων. Αυτός δεν ήθελε να φορέσει λευκά, αν και έτσι είχε οριστεί. Δεν του ταίριαζαν. Τι στο διάολο γαμπρός θα ήτανε με λευκά! Αυτά είν’ τα χρώματα της νύφης. Προτιμούσε μαύρα, σαν του γαμπρού στις νυφικές τούρτες ή κάτι έστω στο σκούρο. Το θέμα όμως δεν ήταν τα ρούχα, αλλά ότι είχε καθυστερήσει  και σε λίγο ο παππάς θα έβγαινε από την εκκλησία να τους καλέσει να μπουν μέσα κι εκείνος θα έλειπε.

Όταν πήρε το μηχανάκι του, λίγες μέρες πριν τελειώσουν το λύκειο, ενήλικας πλέον, την περίμενε έξω από το σχολείο τους κι έκαναν την πρώτη τους βόλτα, γύρισαν το μισό νησί πήγαν στον αρχαίο ναό, πέρασαν από τον μικρό καταρράκτη, πήγαν στο μέρος που γινόταν η ιχθυοκαλλιέργεια ως και ψηλά στον προφήτη Ηλία έφτασαν και χάρηκαν τη θέα. Άργησαν πολύ να γυρίσουν, στην επιστροφή είχαν από πάνω τους το φεγγάρι, πανσέληνος, δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ούτε κρατήρες, ούτε θάλασσες. Όμως τους συντρόφευε και νοητά της εξηγούσε σε ποιο σημείο ήταν το κάθε τι. Από την πρώτη φορά είχε κάνει πρόοδο, μελετώντας το βιβλίο του θείου του, αλλά κι ένα που βρήκε στη δημοτική βιβλιοθήκη κι είχε πολύ ενδιαφέρον.

Τις τελευταίες μέρες στρώθηκαν στο διάβασμα και πέτυχαν τους στόχους τους, το καλοκαίρι εκείνο το πέρασαν όλο μαζί κι έπειτα πήγαν στις πόλεις των σπουδών τους, αν και τον πιο πολύ καιρό τον περνούσαν μαζί στο νησί τους κι έπειτα στην πρωτεύουσα. Ας έχαναν και μία χρονιά δεν τους είχαν πάρει τα χρόνια.

Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι ήταν συνήθως στο νησί και γύριζαν με το μηχανάκι, δεν είχαν αφήσει μέρος, που να μην είχαν πάει, ακόμα και στα πιο απροσπέλαστα, η ζωή κυλούσε και ήταν όμορφή, σαν εκείνη, σαν εκείνον κι από πάνω το φεγγάρι και τα αστέρια να τους χαζεύουν, όπως έκαναν κι αυτοί με αυτά. Στους καταρράκτες θυμήθηκε και νοστάλγησε καθώς πήγαινε προς εκείνη κι ο αέρας χτύπαγε το πρόσωπό του, όταν το φεγγάρι καθρεφτίστηκε στα νερά της μικρής λιμνούλας που σχηματιζόταν κι ήταν τόσο όμορφα, που κατάφεραν βουτώντας, να βυθιστούν μέσα του. Κι αυτός προσπαθούσε να της εξηγήσει σε πιο σημείο του βρισκότανε, ίσως είχαν αγγίξει το σημείο, που προσσεληνώθηκε το Apollo 11, της αμερικανικής αποστολής.

-Δεν χρειαστήκαμε τόσες μέρες να φτάσουμε, μια βουτιά και τσουπ στο ίδιο σημείο.

Ήταν σύντομο, αλλά ήταν τόσο όμορφο, το φεγγάρι μετά κρύφτηκε μέσα στις φυλλωσιές και έμειναν οι δυο τους, στο νερό, που τους δρόσιζε από την πύρη του καλοκαιριού. Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε και τώρα τα νερά, σαν σε όνειρο.

Ο παππάς βγήκε από την εκκλησία και τους κάλεσε, κανείς δεν ήθελε να μπει, και πως θα γινόταν το μυστήριο χωρίς το γαμπρό, οι δικοί του, που είχαν αρχίσει να ανησυχούν, του ζήτησαν να περιμένει, μα εκείνος είχε κι άλλα μυστήρια κι ήταν ανένδοτος. Πέντε λεπτά μόνο κι αυτό λόγο της ημέρας.

Ήταν και οι δύο μαζί στη μηχανή, και ξάφνου πρόβαλε το φεγγάρι σε μια στροφή, πέρα στον ορίζοντα. Χαμογέλασαν και οι δυο τους ταυτόχρονα, δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν. Δε μιλούσαν, γιατί ο αέρας έκρυβε τα λόγια τους, όμως ήξεραν τι θα έλεγε ο ένας στον άλλον. Ήταν τόσο όμορφη εκείνη η βραδιά και τώρα το ντεκόρ της πλάσης γινόταν ομορφότερο με την εμφάνιση του φίλου τους. Συνέχισαν την πορεία τους, στην παραλιακή οδό του νησιού, χωρίς να νοιάζονται για το που πάνε, αλλά για το ότι πάνε μαζί, για τη διαδρομή τους. Ξαφνικά το πρόσωπό του πάγωσε, δεν έπρεπε να την στήσει, δεν το είχε κάνει ποτέ δεν θα το έκανε ούτε και τώρα. Στη μεγάλη τους στιγμή, για μια στιγμή δείλιασε, για μια στιγμή σάστισε. Ήταν σίγουρος για τον εαυτό του, όπως ήταν και για εκείνη.

Το φεγγάρι ήταν ακόμα εκεί, κάποιοι είπαν πως ήταν κόκκινο, ματωμένο κάποιοι άλλοι… Μαλακίες, όπως θα έλεγε εκείνος. Το φεγγάρι ήταν όπως πάντα, κι αυτός με τα ίδια σπορ ρούχα του, ούτε λευκό, ούτε μαύρο, ένα τζιν κι από πάνω μια γαλάζια μπλούζα, όπως εκείνη τη νύχτα. Δεν φόραγαν κράνη, το λάθος ήταν δικό του. Δεν πρόσεξε την πέτρα, που χτύπησε το λάστιχο, δική του η ευθύνη. Δεν ήξερε πόσο την αγαπούσε, όχι αυτό δεν ήταν δικό του λάθος, ίσως όμως και να ήταν, αφού δεν της το είπε πιο πολλές φορές κι ασχολούνταν με άστρα κι άλλες τέτοιες ανοησίες.

Το φεγγάρι πρόβαλε και πάλι μπροστά του, συνέχισε την πορεία του, έφτασε σε εκείνη τη στροφή που πήγε και ξαναπήγε μόνος του στην πραγματικότητα μα και στα όνειρα μετά το συμβάν, έπρεπε κάτι να κάνει να αλλάξει τη στιγμή εκείνη, έπρεπε κάπως να τον βοηθήσει ο φίλος του. Το φεγγάρι ξαναπρόβαλε μπροστά του, το ήξερε άλλωστε γιατί το είχε υπολογίσει, είχε κλείσει ραντεβού και με τους δυο. Δεν έστριψε το τιμόνι, η στροφή έφευγε δίπλα του, αυτός πήγε κατευθείαν προς τη θάλασσα. Δεν ήξερε πόσο την αγαπούσε και πόσο δεν μπορούσε δίχως αυτή. Σήμερα θα το μάθαινε.

Στην κηδεία της όλα έγιναν γρήγορα, η μάνα της με τα χάπια, αυτός στο νοσοκομείο. Έξι μήνες μετά δεν είχε ακόμα συνέλθει, αλλά δεν είχε και το κουράγιο. Εκείνη την μέρα το είχε πάρει απόφαση καιρό τώρα, δεν θα την απογοήτευε. Ο γάμος τους είχε οριστεί για σήμερα. Δεν μπορούσε να την απογοητεύσει, όπως τότε που σε μια στροφή του φεγγαριού, που πρόβαλε ξανά μπροστά τους, ο αναβάτης έχασε τον έλεγχο και ένας δερβίσικος χορός αλλά και μοναχικός άρχισε. Αλλού αυτός, αλλού η μηχανή, αλλού εκείνη. Η πιο άτυχη, έπεσε με το κεφάλι. Οι γιατροί είπαν, «Δεν κατάλαβε πολλά». Εκείνος δίπλα της, την καλούσε να του μιλήσει.

Δεν έπρεπε να την αφήσει να φύγει μόνη της, δεν έπρεπε να πάει προς τη σελήνη. Προσπέρασε το δρόμο για την εκκλησία, νωρίς τη νύχτα πριν φτάσουν οι άλλοι, με τα ίδια ρούχα, μισό σκισμένα. Όπως μπόρεσε να ανασύρει από τα σκουπίδια, που τα έριξε η μάνα του. Είχαν κανονίσει να το σκάσουνε οι δυο τους από αυτόν το γάμο. Τα νέα για την φυγή τους θα έφταναν στην εκκλησία αργότερα. Ενώ αυτοί την ίδια περίπου ώρα, όπως έναν χρόνο νωρίτερα, στο ίδιο σημείο, με μάρτυρα μόνο τον επουράνιο φίλο τους θα συνέχιζαν την πορεία τους. Γύρισε πίσω και υλοποίησε τη σκηνή, όπως πίστευε πως έπρεπε να γίνει, εκεί σε μια στροφή του φεγγαριού, για να βρεθούνε και οι δυο στην θάλασσα της γαλήνης.

                                                                                                                        Ε.Φ.Β.

 

 

Διαβάστε επίσης: