ΟΠΩΣ ΟΙ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΙ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
-Εκδόσεις Άγρα-
Το ‘‘Όπως οι Αμπελουργοί’’ αποτελείται από εννιά ποιήματα και ακολουθεί η ‘‘Σύναξη’’. Τα πρώτα είναι μέρος μίας ολότητας, θα μπορούσε να τα διαβάσει κανείς ξέχωρα, μα προτιμότερο θα ήταν να ειδωθούν ως ένα σώμα. Ο Καψάλης προτιμάει το πολυτονικό σύστημα γραφής, που πέρα της όποιας χρησιμότητάς του και εικαστικά ομορφαίνει το κείμενο.
‘‘πὼς θά ’μαι πάντα αὐτοὶ ποὺ ἀγάπησα
καὶ πιὸ πολὺ αὐτοὶ ποὺ μ’ ἀγαπῆσαν·’’
Ο ποιητής όταν αναφέρεται στους αμπελουργούς δεν μιλάει για τους ανθρώπους που καλλιεργούν τα κλήματα, μα για τα πουλιά, όπως φαίνεται κι από την έγχρωμη εικονογράφηση του εξωφύλλου, που σχεδιάστηκε από τον Γιώργο Χατζημιχάλη. Ο Καψάλης αναζητά τον τρόπο και τον τόνο και αμφιβάλλει, πως σαν τους αμπελουργούς τα μέρη τους, έχει βρει. Στη συλλογή υπάρχει μια μελαγχολία και μια αναζήτηση, ενώ μιλάει για νεκρούς, μα και για τους αγέννητους. Σαν να προσπαθεί να μαντέψει τα μελλούμενα, όταν ο ίδιος δεν θα βλέπει τις εξελίξεις.
‘‘τὸν πῆρε φθονερὸς παράδεισος’’
Ας δούμε όμως και τη ‘‘Σύναξη’’, κι εδώ ο ποιητής δεν αναφέρεται σε κάποια συγκέντρωση, αλλά στον τόπο που λέγεται έτσι, προφανώς στο Νομό Ροδόπης, κοντά στη θάλασσα. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα ποιητικό οδοιπορικό, που δεν μένει μόνο στα τοπία. Τέσσερις φίλοι κι ένας απών παίρνουν μέρος στο ταξίδι αυτό, που μεταξύ άλλων θα αντικρύσουν και το καμένο δάσος της Δαδιάς.
‘‘Αὐτοὶ ποὺ θά ’ταν δρόμος γίναν δάκρυ,
τοὺς πῆρε ὁ βαθὺς ἑσπερινός’’
Ο Διονύσης Καψάλης είναι καλός τεχνίτης του λόγου -δεν περιμένει από εμάς να το επιβεβαιώσουμε- τα ποιήματα δεν έχουν ομοιοκαταληξία, αλλά έχουν έναν ρυθμό, που σου δίνει την αίσθηση ότι ομοιοκαταληκτούν οι στίχοι τους. Κάποιες φορές τελειώνοντας ένα βιβλίο, μια ποιητική συλλογή, νιώθεις μια ευχαρίστηση, μια πληρότητα. Κάτι τέτοιο μας συνέβη και με τους Αμπελουργούς.
Ε.Φ.Β.
Διαβάστε επίσης: