ΟΙ ΡΕΤΣΙΝΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

-Εκδόσεις Πατάκη-

«Οι άνθρωποι τελικά, συμπεριφέρονται πληκτικά ομοιόμορφα».

Έπειτα από το θάνατο της συζύγου του και την απομάκρυνση του από τις κόρες του, ο Έξαρχος, ένας εύπορος μηχανικός των πόλεων, αποφασίζει να αποτραβηχτεί και να ζήσει σε έναν πύργο στην επαρχία, που ανήκε στον πεθερό του. Ζώντας μια ζωή εντελώς διαφορετική από αυτή που είχε συνηθίσει στην πρωτεύουσα αλλά και σε άλλες χώρες του χάρτη, συναναστρέφεται γραφικούς τύπους που έχουν παραμείνει στη γενέτειρα τους. Η μόνη διέξοδος του για κοινωνική ζωή, κάθε απόγευμα που κατεβαίνει στο καφενείο στην πλατεία, όπου συχνάζουν και οι περισσότεροι άντρες του τόπου. Δίπλα στον Έξαρχο θα προσκολληθεί ο τρελός του χωριού, ένας αγαθός άνθρωπος που πάντα λέει ό,τι πιστεύει, κάνει παράξενες παρομοιώσεις αλλά συνήθως είναι αφηρημένος και όχι λίγες φορές υπεύθυνος για ατυχήματα. Ο Έξαρχος καθώς έχει απομείνει μόνος του, δεν ενοχλείται από την παρέα του αφελή Μασούρη.  

Αποκλεισμένος από τις κόρες του, οι οποίες ζούνε τις δικές τους ζωές αδιαφορώντας για τον πατέρα τους, ενοχλημένες από τη συμπεριφορά του, μην έχοντας πώς να περάσει τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας του, πλην του καφενείου, αρχίζει να ξεψαχνίζει τα χαρτιά του πεθερού του, ιατρού της περιοχής, και τέως βουλευτή περιφερείας. Η σχέση του μαζί με τον επιφανή Γαβριήλ Ζαμάνη, όσο εκείνος ζούσε ήταν μια αμοιβαία αντιπάθεια, μιας και ο Ζαμάνης δεν τον θεώρησε ποτέ ικανό για σύζυγο της μοναχοκόρης του. Βρίσκοντας στο υπόγειο του κάστρου, όπου ο Έξαρχος έχει στείλε το συνεργάτη του να αναστηλώσει και να ανακαινίσει, τα μπαούλα με τις σημειώσεις  του, καταπιάνεται μαζί τους. Μέσα από τις σημειώσεις του μαθητή, αργότερα σπουδαστή, αξιότιμου γιατρού και βουλευτή ο Έξαρχος θα ανακαλύψει πολλά μυστικά που αποτελούν την ιστορία του τόπου, τον περασμένο αιώνα, ενώ όσο θα διαβάζει τις σχολαστικές σημειώσεις και τα ημερολόγια του μακαρίτη, θα γίνονται φανερά στα μάτια του, όλο και περισσότερα μυστικά.      

«Στο θέατρο της ζωής μου δεν είχα καλή θέση, καθόμουν πλάγια και την παράσταση δεν την κατάλαβα».

Το μυθιστόρημα του Ζουργού έχει κερδίσει το αναγνωστικό κοινό, μιας και έχει φτάσει ήδη στην πέμπτη έκδοση του, (και μιας και οι εκδόσεις ανά εκδοτικό οίκο και συγγραφέα αλλάζουν, για να εξηγηθούμε με αριθμούς έχουν εκδοθεί 27 χιλιάδες αντίτυπα μέχρι στιγμής), πράγμα σπάνιο στην Ελλάδα όχι απλά για έλληνα συγγραφέα αλλά και για διεθνείς best sellers, τα οποία κυκλοφορούν στη χώρα μας. Έχει υπέροχο λόγο, που κυλάει ευχάριστα δημιουργώντας εικόνες στον αναγνώστη, και είναι από τα μυθιστορήματα, που καταλαβαίνει κάποιος ξεκάθαρα, ότι ένα βιβλίο, δεν είναι απλά μια ιστορία, αλλά στηρίζεται σε αυτά που ο συγγραφέας επιθυμεί να φέρει στην επιφάνεια. Η ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος είναι ο σαιξπηρικός ήρωας «Βασιλιάς Ληρ», κι όμως ο συγγραφέας σε παρασέρνει στη δύνη των γεγονότων της ζωής του Λεόντιου, που μετακόμισε στο χωριό του πεθερού του, μέσα στο πατρικό σπίτι της νεκρής πλέον γυναίκας του, στην οποία γραφεί όπως επίσης και στις κόρες του, γράμματα τα όποια δεν πρόκειται να στείλει, στην πρώτη περίπτωση επειδή είναι αδύνατον, στη δεύτερη επειδή είναι θέμα αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας. Μέσα στο χωριό και στο σπίτι ο Λεόντιος αρχίζει να αλλάζει, να νιώθει ότι χάνει το σεβασμό των συγχωριανών, να τον βλέπουν πλέον ίσα και όμοια, ξεπεσμένο, ενοχλητικό και παράξενο. Τον ίδιο όμως θα τον τσακίσει το παρελθόν. Είναι τόσο ζωντανός ο Λεόντιος Έξαρχος που ο συσχετισμός με το Βασιλιά Ληρ, (εφόσον το έχει διαβάσει κάποιος ή το έχει δει σε παράσταση) δε θα έρθει στο μυαλό του αναγνώστη, παρά μόνο λίγο πριν από το τέλος. Σε μια ιδιαίτερη και γραφική σκηνή, όπου με τον ακόλουθο του, τον αγαθό Μασούρη βολοδέρνουν μέσα στους ανέμους και στην δυνατή και ξαφνική βροχή.

«Σου γράφω επίσης για να σου υπενθυμίσω πως τα ανθρώπινα βασίλεια σβήνουν και χάνονται».

Είναι αξιοθαύμαστο, πως ο Σαίξπηρ που τις ιστορίες του γνωρίσαμε, εφόσον μετά το θάνατο του οι φίλοι του κάθισαν και τις έγραψαν, εμπνέει τους μεταγενέστερους του συγγραφείς. Και είναι αξιοθαύμαστο, πως οι συγγραφείς αιώνες έπειτα από το θάνατο του, έργα διαβασμένα και παιγμένα άπειρες φορές παγκοσμίως, καταφέρνουν να κάνουν δικά τους τα κείμενα και δικές τους τις ιστορίες. Η ραχοκοκαλιά από το «Οι ρετσίνες του Βασιλιά» μπορεί να είναι σαιξπηρική, μα το μυθιστόρημα είναι εκατό τις εκατό πρωτότυπο κείμενο του Ζουργού.

Μαίρη Β.

 

 

Διαβάστε επίσης: