Νύφη Με Το Ζόρι

 
 

ΔΕΜΙΡΗ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΝΥΦΗ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ

 

Είναι παράδοση στην Ελλάδα, όταν ένα κορίτσι πλησιάζει τα τριάντα και κυρίως όταν τα πατήσει και ύστερα αρχίζουν όλοι να της κάνουν την εξής ερώτηση, «Πότε θα παντρευτείς;» Πρώτη ξεκινάει τα παράπονα η μάνα με λόγια του τύπου «Εγώ πότε θα γίνω γιαγιά;», ύστερα έρχονται οι γιαγιάδες που θέλουν ντε και καλά να παντρευτείς ακόμα κι αν είναι να πάρεις γουρούνι στο σακί, φτάνει να μην μείνεις στο ράφι, «κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά» και έρχονται να ολοκληρώσουν την παρωδία γάμος, κάποιες κακεντρεχείς θείτσες, γειτόνισσες κ.ο.κ. που σου κάνουν την ερώτηση απλά και μόνο για να σου τρίψουν στα μούτρα την πεποίθηση τους ότι θα μείνεις γεροντοκόρη πάει και τελείωσε. Αυτή την κατάσταση διακωμωδεί και η Γεωργία Δεμίρη στο βιβλίο της «Νύφη με το Ζόρι».

Η Μαίρη έχει πατήσει τα τριάντα ήδη εδώ και τέσσερα χρόνια, είναι μια ανεξάρτητη, δυναμική γυναίκα, εργένισσα εκ πεποιθήσεως, και πετυχημένη επιχειρηματίας, έρχεται όμως η κρίση όπου γονάτισε (σχεδόν)  έναν ολόκληρο λαό, και βλέπει όλους τους κόπους της χαμένους. Και εκεί που απολάμβανε όλες τις πολυτέλειες ξεκινάει να ζει στην ανέχεια, όπως τόσοι και τόσοι έλληνες. Για να ορθοποδήσει στην Ελλάδα δεν υπάρχει περίπτωση οπότε μία μόνο λύση της μένει, να φύγει για την Μελβούρνη όπου ζούνε τα αδέρφια και η γιαγιά της μητέρας της και όπου οι επιχειρήσεις τους, αλυσίδα εστίασης, πάει καλύτερα από καλά. Και φεύγει, όμως τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά, η γιαγιά παλαιών αρχών ανάμεσα στους όρους που βάζει ώστε να μείνει στη Μελβούρνη και να μεγαλουργήσει στην οικογενειακή επιχείρηση είναι να παντρευτεί, αφού δεν έχει σκοπό να επιτρέψει η δισέγγονη της να μείνει στο ράφι. Έτσι ξεκινάει το νυφοπάζαρο, όπου η Μαίρη πίσω από την πλάτη της Βασιλικής προσπαθεί να αποτρέψει τους γαμπρούς να τη θέλουν. Όμως υπάρχει και κάποιος άντρας ο οποίος δεν ανήκει στους υποψήφιους γαμπρούς αφού υπάρχει βεντέτα από παλιά ανάμεσα στις δύο οικογένειες, και όπου η γνωριμία τους έχει ξεκινήσει ήδη πολύ στραβά παρά την αμοιβαία έλξη που νιώθουν και που κανείς τους δε θέλει να παραδεχτεί.

Το βιβλίο είναι ευχάριστο, γεμάτο χιούμορ, διακωμωδώντας τόσο την άποψη του ότι πρέπει να είναι μια γυναίκα οπωσδήποτε παντρεμένη ύστερα από μια ηλικία, όσο και εκείνη των εργένηδων εκ πεποιθήσεως. Είκοσι σελίδες πριν τελειώσει το βιβλίο όλα φαίνονται να έχουν πάρει κάπως απογοητευτική τροπή για την ηρωίδα του βιβλίου, όμως με μια τρίπλα η συγγραφέας σώζει την κατάσταση την τελευταία στιγμή. Ενώ προς το τέλος ‘‘μπαίνει’’ το ερώτημα «ο έρωτας μπορεί να κρατήσει για πάντα;» οι ρομαντικοί θα σπεύσουν να δώσουν την απάντηση «ΝΑΙ», οι ρεαλιστές «ΟΧΙ», όμως η ζωή θα δώσει την απάντηση σε καθέναν από εμάς διαφορετικά.

Μαίρη Β