ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ

 
 

ΜΕΤΑΞΙΑ ΚΡΑΛΛΗ

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ

 

«Διαβάζουμε για τον πόλεμο, ακούμε για τον πόλεμο αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε τι είναι πριν το ζήσουμε».

Από τη δημιουργία του το ανθρώπινο είδος χωρίζεται σε στρατόπεδα ανάλογα με το έθνος, την ιδεολογία, τη θρησκεία και πάει λέγοντας. Είναι κανείς να αναρωτιέται αν αυτές οι διαφορές –χωρίς να έχω καμία διάθεση να υποτιμήσω ούτε την αγάπη για την πατρίδα, μια ιδεολογία ή τη θρησκευτική ανάγκη- είναι ουσιαστικές ή τεχνητές. Για μια στιγμή ας σκεφτούμε τι μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους, ο έρωτας ίσως, η φιλία· μήπως αρκεί το γεγονός ότι όλα τα μέλη των στρατοπέδων ανήκουν στο ανθρώπινο είδος και ‘‘βασανίζονται’’ από τις ίδιες ανάγκες.

Το βιβλίο ξεκινάει με την άφιξη της Χριστίνας και της μητέρας της στη Θεσσαλονίκη, λίγα χρόνια μετά την μικρασιάτικη καταστροφή και αφού ο πατέρας, αιχμάλωτος των τούρκων οδηγείται στα βάθη της ανατολής, χάνοντας τη ζωή του από τις κακουχίες. Μην έχοντας άλλον συγγενή η φιλάσθενη μητέρα ζητάει από το θείο της, μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης την προστασία και τη φιλοξενία του. Στο απέναντι σπίτι από αυτό που έχει παραχωρηθεί στο μητροπολίτη μένει η εύπορη εβραϊκή οικογένεια των Ματαλών, μετά από μια παρεξήγηση ανάμεσα στο μικρό γιο της οικογένειας και την ανιψιά του μητροπολίτη, ξεκινάει μια αμοιβαία συμπάθια και σύντομα ένας ανομολόγητος έρωτας αφού τείχη υψώνονται ανάμεσα στο νεαρό ζευγάρι λόγω των προκαταλήψεων που προκαλεί η διαφορετική θρησκεία. Ένας έρωτας που διατηρείται ζωντανός και βασανίζει τους δύο νέους. Τα χιλιόμετρα που μπαίνουν ανάμεσά τους δεν είναι ικανά να τους κάνουν να ξεχάσουν ο ένας τον άλλο. Την πιο δύσκολη ώρα, όταν ο κόσμος γκρεμίζεται λόγω του χιτλερικού καθεστώτος που απλώνεται πάνω από την Ευρώπη με τις καταστροφικές συνέπειες για τον πληθυσμό ολόκληρης της γηραιάς ηπείρου και  πιο πολύ  για τον εβραϊκό, οι δυο νέοι έχουν μόνο ο ένας τον άλλον για να στηριχτούν. Όπως και στα προηγούμενα βιβλία της η Κράλλη δε μένει μόνο σε δυο βασικούς ήρωες, υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες με βασικό και κύριο ρόλο που ο καθένας από τη θέση του βοηθάει στην εξέλιξη του μυθιστορήματος.

Μετά από τρία βιβλία που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, η Κράλλη αποφασίζει για πρώτη φορά να τοποθετήσει τους ήρωες της σε παλιότερη εποχή και σε μια πόλη που δε γνωρίζει ιδιαίτερα, όπως παραδέχεται στην εισαγωγή του μυθιστορήματος. Το αποτέλεσμα είναι άρτιο, η ιστορία είναι τόσο καλά ζυμωμένη με τη ζωή των ηρώων, είτε αυτοί είναι φτωχοί είτε πλούσιοι, ανήκουν στη μία ή στην άλλη θρησκεία, που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως επηρεάζει το κάθε πολιτικό ή ιστορικό γεγονός τη ζωή τους άμεσα, και όχι απλά ως κάτι που μπορεί να συνέβη το έτος 1936 για παράδειγμα.

Η ένταση και τα συναισθήματα που προκαλεί στον αναγνώστη είναι τέτοια, που για στιγμές νιώθει ότι δε θα αντέξει να συνεχίσει την ανάγνωση, -ειδικά από τη στιγμή που το βιβλίο δεν αφορά απλά τη μυθοπλασία, αλλά είναι ζωή και μάλιστα στα χειρότερα της, όταν κάποιοι αποφάσισαν ότι είναι δυνατοί και άντλησαν το δικαίωμα από αυτή τη δύναμη να καταπατήσουν τους ‘‘άλλους’’- όμως σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ο αναγνώστης έχει ανοίξει το βιβλίο και συνεχίζει. Μιλάει όσο πιο απλά μπορεί, σαν ένας άνθρωπος δικός σου, που σου διηγείται μια δύσκολη όμως και όμορφη ιστορία με τα καλά και τα κακά της και βάζει ανθρώπους από όλα τα στρατόπεδα να κινούνται φυσικά και δικαιολογημένα μέσα σε αυτό. Φτάνει έτσι ως το σημείο που το μαύρο σύννεφο που είχε σκεπάσει τη χώρα με την κατοχή να φεύγει και να κάνει την εμφάνισή του το σύννεφο του εμφυλίου, με τους φιλογερμανούς   να βρίσκουν χώρο στο νέο καθεστώς. Τη ‘‘σχιζοφρένεια’’ της αριστεράς να βλέπει προδότες και κατασκόπους μέσα στους κόλπους της και την άρνηση των παλαιών κομμάτων να μη θέλουν να μοιραστούν την εξουσία με την αριστερά. Αυτά σε μικρές δόσεις, μέσα από πράξεις και συζητήσεις των ίδιων των ηρώων, χωρίς να πλατειάζει, με διάθεση και ικανότητα ώστε να γίνονται κατανοητά.

 

   Μαίρη Β.     

 

Διαβάστε επίσης: