Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ

CHARLOTTE LINK

-Εκδόσεις Κλειδάριθμος-

 

Ένας μικροαπατεώνας προσπαθώντας να βγει από τη δύσκολη θέση, αποφασίζει να απαγάγει μια νεαρή γυναίκα. Από καθαρή τύχη –ή ατυχία- δεν πιάνεται επ’ αυτοφώρω, αφού σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων βρίσκεται ο σύζυγος της με τον σκύλο τους. Τα πράγματα φαίνονται να έχουν πάει κατ’ ευχή και ο απαγωγέας πιστεύει πια ότι έχει πιάσει την καλή, όμως λίγες ώρες ύστερα από το μεγάλο εγχείρημα του, η αστυνομία συλλαμβάνει τον άντρα για έναν καυγά που συμμετείχε λίγες νύχτες νωρίτερα σε μια παμπ. Τα πράγματα με το ιστορικό που τον βαραίνει είναι πολύ άσχημα και εκείνος προφυλακίζεται. Το δίλημμα να βάλει κάποιον να ελευθερώσει το θύμα του, το οποίο είναι κλεισμένο μέσα σε ένα κιβώτιο, σε μια σπηλιά που κανείς δε γνωρίζει την ύπαρξη της ή να μην ανοίξει το στόμα του για να μην καταδικαστεί σε περισσότερα χρόνια κάθειρξης, είναι μεγάλο. Και ενώ αρχικός σκοπός του δεν είναι να υποφέρει η νεαρή γυναίκα ή να χάσει τη ζωή της εξαιτίας του, τελικά η δειλία του υπερισχύει και αφήνει το θύμα στην τύχη του. Λίγα χρόνια αργότερα, μόλις ο Ράιαν αποφυλακίζεται αρχίζουν οι επιθέσεις ενάντια σε πολύ κοντινά του πρόσωπα και σε κάποιες περιπτώσεις με μεγάλες ομοιότητες με την απαγωγή της γυναίκας που είχε φυλακίσει ο ίδιος στην σπηλιά. Όλα αυτά οδηγούν τον Ράιαν στο συμπέρασμα ότι πίσω από αυτές τις επιθέσεις, ανθρώπων των οποίων νοιάζεται, είναι η γυναίκα που απήγαγε, όμως δε βρίσκει το θάρρος να πάει ως την σπηλιά για να δει με τα ίδια του τα μάτια αν το θύμα του κατάφερε να αποδράσει έχοντας στήσει μια εκστρατεία εκδίκησης εναντίον του.

Η συγγραφέας αν και πλέκει με μαεστρία το μυθιστόρημα όσον αφορά την αστυνομική του πλευρά, μπερδεύοντας καλά τα χαρτιά της και αναγκάζοντας τους αναγνώστες της να σκέφτονται το παράδοξο, δε μένει μόνο εκεί αφού και σε αυτό της το βιβλίο σκύβει με ενδιαφέρον πάνω από κοινωνικά θέματα. Και πιστέψτε με είναι πάνω από ένα, αφού κάθε χαρακτήρας είναι απασχολημένος, όπως και στη ζωή άλλωστε, με διαφορετικά πράγματα από ότι είναι ο διπλανός του. Στο μυθιστόρημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κοινωνικό θρίλερ, τον αναγνώστη απασχολούν, περισσότερα από την τύχη της άτυχης γυναίκας που έπεσε θύμα ενός αδέξιου εγκληματία. Το δυστύχημα είναι ότι όλη αυτή η κατάσταση δεν οδηγεί σε κωμωδία αλλά σε πραγματικό δράμα, με πρώτο θύμα τον ίδιο το σύζυγο της εξαφανισμένης που δυόμιση χρόνια αργότερα δεν μπορεί να προχωρήσει αγνοώντας την τύχη της και το τι μπορεί να της έχει συμβεί. Κάποιες φορές γι’ αυτούς που μένουν πίσω ίσως είναι προτιμότερος ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου αφού η άγνοια μπορεί να σε οδηγήσει στην εμμονή και στις τύψεις για κάθε καινούργια προοπτική που μπορεί να εμφανιστεί στη ζωή. Όμως δε σταματάει σε αυτό όσον αφορά το κοινωνικό κομμάτι. Η μοναξιά, οι οικογενειακοί δεσμοί, οι προσδοκίες που μπορεί να έχει κάποιος από το σύντροφο του και οι διάψευση τους. Κι από την άλλη η προκατάληψη, ο κοινωνικός αποκλεισμός και ο επαγγελματικός εκφοβισμός.

Ίσως ακούγονται πολλά, όμως η συγγραφέας κάνει θαύματα αφήνοντας τον προσωπικό χώρο στο κάθε θέμα, επιτρέποντας του να ‘‘αναπνεύσει’’ και να αναπτυχθεί. Δε βιάζεται, δεν πιέζει καταστάσεις, μπερδεύει τον αναγνώστη της οδηγώντας τον σε περίεργα μονοπάτια συμπερασμάτων και ‘‘παίζει’’ μαζί του όπως της αρέσει. Άλλωστε αυτό δεν επιθυμεί και ο αναγνώστης από ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα; Να μην βρει τον υπεύθυνο πριν καν γίνει το έγκλημα. Και με τον κορεσμό που έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως με το αστυνομικό είδος, συμβαίνει συχνά να ξέρουμε πριν διαβάσουμε την επόμενη φράση, τι θα συμβεί παρακάτω.           

Μαίρη Β.