Ζητείται Εργασιομανής…
Επέστρεψε σπίτι του εκνευρισμένος. Κατά βάθος γνώριζε ότι ο ίδιος είχε προκαλέσει τον τσακωμό του με τον Αντρέα, όμως τα όσα του είπε ο για χρόνια κολλητός του τον είχαν θίξει, τα περισσότερα ήταν χτυπήματα κάτω από τη μέση. Τον είχε χαρακτηρίσει «Βολεμένο». Του είχε πει ότι δεν μπορούσε να δει τι συνέβαινε πέρα από τον εαυτό του. Είχε αποκαλέσει τη ζωή του τακτοποιημένη εξαιτίας άλλων, χωρίς τον ελάχιστο κόπο από πλευράς του, ότι στην ουσία ήταν ανεπάγγελτος και απλά αποφάσισε να γίνει καλλιτέχνης ώστε να έχει κάτι να δηλώνει. Λες και το να είναι κανείς καλλιτέχνης ήταν κάτι εύκολο! Όχι φίλε μου δεν είναι καθόλου εύκολο, πρέπει να έχεις ταλέντο και να δουλέψεις πάνω στο όποιο ταλέντο σου. Δεν αρκεί η ‘‘θεία επιφοίτηση’’, χρειάζεται σκληρή εργασία, και ο Αντρέας έπρεπε να το ξέρει καλύτερα απ’ όλους ότι ο Μάκης είχε δουλέψει. Δε θα αρνούταν ότι ήταν μποέμ τύπος, ότι του άρεσε να περνάει καλά, να διασκεδάζει, να μην σπαζοκεφαλιάζεται, όμως είχε το δικαίωμα αυτό, όποιος έχει χαρακτηριστεί ως παιδί θαύμα έχει αυτό το δικαίωμα, να ζει σαν να είναι παιδί χωρίς έγνοιες. Και μπορεί να μην περνούσε τη μέρα του ψάχνοντας δεξιά αριστερά για εργασία, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνούσε σκυμμένος πάνω από βιβλία τέχνης, μαθαίνοντας για την τεχνική του ενός και του άλλου καλλιτέχνη, ενώ εξασκούταν πάνω και στη δική του τεχνική, σχεδιάζοντας στο δικό του εργαστήρι και αναζητώντας ποια τεχνοτροπία του ταίριαζε. Δεν δεχόταν λοιπόν τις κατηγορίες που του εξαπόλυσε, και μπορεί άθελα του να προκάλεσε τον καυγά, έχοντας σκοπό να αλαφρύνει τη βαριά διάθεση του φίλου του, όμως ένοιωθε ότι τον έπνιγε η αδικία. Και μπορεί τώρα να μην ήθελε να δει ούτε ζωγραφιστό τον Αντρέα, όμως κάποια στιγμή θα του έλειπε, τι κι αν περιτριγυριζόταν από πλήθος κόσμου.
Πέταξε το πακέτο με τα τσιγάρα και την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι και κάθισε στην καρέκλα. Προσπάθησε να πάρει την σκέψη του από τον καυγά, να μη δώσει άλλη σημασία στα όσα ειπώθηκαν με τον Αντρέα, να διασκεδάσει την όποια κατάσταση, όμως στη μνήμη του επέστρεφε η σκηνή. Είχε περάσει καιρός τώρα που ο Αντρέας έψαχνε για δουλειά, αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Το πτυχίο του από την καλών τεχνών δε μετρούσε πουθενά. Δεν είχε σημασία αν μιλούσε τρεις γλώσσες, αν έπαιζε τους υπολογιστές στα δάκτυλα, ακόμα και από μια θέση ταμία σε σούπερ μάρκετ τον είχαν απορρίψει γιατί δεν είχε ειδικά προσόντα.
«Ποια είναι τα ειδικά προσόντα;» τον ρώτησε απορημένος ο Μάκης όταν του το ανέφερε.
«Αυτό τους ρώτησα και εγώ, μα μου τα μάσησαν, έπειτα όταν τους ρώτησα αν θα μπορούσα να γίνω αποθηκάριος κουβαλώντας κούτες και παλέτες, πάλι αρνήθηκαν».
«Με ποια δικαιολογία;» τον ρώτησε με ενδιαφέρον ο Μάκης.
«Ότι είχαν καλύψει τις θέσεις». Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και τότε ο Μάκης για να διασκεδάσει λίγο τον Αντρέα συμπέρανε…
«Μυρίζουν την απελπισία σου, γι’ αυτό δε σε προσλαμβάνουν!» νόμιζε ότι από το ύφος του θα είχε καταλάβει ότι αστειευόταν αλλά ο Αντρέας φάνηκε να θίχτηκε.
«Φυσικά, μιλάς εσύ που ποτέ σου δεν έψαξες για εργασία, αργόσχολε!» δέχτηκε τη λέξη σαν χαστούκι αλλά αποφάσισε να μη δώσει σημασία. Γι’ άλλη μια φορά θα ήταν εκείνος που θα έβαζε νερό στο κρασί του.
«Δεν έψαξα γιατί έχω! Δεν είμαι αργόσχολος, είμαι εικαστικός!»
«Κι εγώ είμαι, αλλά δεν φτάνει. Γιατί αν έφτανε θα ήταν το ψυγείο μου γεμάτο, θα είχα να πληρώσω τους λογαριασμούς και τα κοινόχρηστα. Δε θα περίμενα να τσοντάρει ο πατέρας μου. Να μην μπορώ να κάνω σχέση και να βολεύομαι με ξεπέτες».
«Γιατί τι έχουν οι ξεπέτες;» Φυσικά το θέμα ήταν η Ζωή, από όταν ο Αντρέας ερωτεύτηκε τη Ζωή και ενώ τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, εκείνος δεν τολμούσε να κάνει σχέση μαζί της λόγω των πενιχρών οικονομικών του. Ήθελε να βγαίνει έξω και να έχει να πληρώσει το λογαριασμό, δεν ήθελε να μετράει τα ρέστα. Όμως το κακό ήταν ότι και δουλειά να έβρισκε με τους μισθούς που δίνανε για οχτώ ώρες, πολλές φορές και για παραπάνω χωρίς να πληρώνουν υπερωρίες, και τις ώρες του θα έχανε και τον χρόνο του. Η δουλειά στην Ελλάδα είχε μετατραπεί σε δουλεία. Ίδια γράμματα και όμως η αλλαγή του τόνου από τη λήγουσα στην παραλήγουσα άλλαζε και όλο το νόημα. Μπορεί να μη σου δένανε το πόδι με αλυσίδα, όμως είχαν βρεθεί άλλοι τρόποι να σε έχουν δεμένο με την αλυσίδα και με μια χοντρή σιδερένια μπάλα, την ίδια ώρα αόρατη αλλά και με το ίδιο αβάσταχτο βάρος. Μπορεί ο Ανδρέας να θεωρούσε ότι ο Μάκης ήταν στην κοσμάρα του και μιλούσε εκ του ασφαλούς, αλλά εκείνος γνώριζε τι πραγματικά συνέβαινε. Το ότι απέφευγε να ανοίγει τέτοιες συζητήσεις όταν έβγαινε έξω με τις παρέες του, ήταν επειδή δεν του άρεσε να μαυρίζει την ψυχή κανενός, όμως άκουγε, όσο κι αν δε φαινόταν ο Μάκης άκουγε και κατανοούσε. Κι όταν άκουγε ένοιωθε κάτι παραπάνω από ευνοημένος στη ζωή του. Η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειας του, που μπορεί να μην ήταν βιομήχανοι ή εφοπλιστές, όμως ήταν εισοδηματίες με αποτέλεσμα να έχουν μεταφερθεί στο όνομα του κάποια ακίνητα τα οποία νοίκιαζε και από τα οποία μπορούσε να ζει άνετα. Άλλωστε δεν είχε πολλές απαιτήσεις, οπότε να χρειάζεται χιλιάδες ευρώ να ξοδεύει μηνιαίως. Μπορεί να έμοιαζε μποέμ καλλιτέχνης. Να είχε θαυμαστές και θαυμάστριες, η δεύτερη κατηγορία ήταν πιο ενδιαφέρουσα κάποιες φορές ακόμα και στην περίπτωση που δεν σκάμπαζε τίποτα από τη δουλειά του, όμως ο τίτλος του έριχνε κάποιες από αυτές με ευκολία στο κρεβάτι του. Η ζωή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λιτή, έμενε μόνος του, ξόδευε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του δουλεύοντας, ντυνόταν απλά με τζιν και μπλουζάκια, χωρίς να ενδιαφέρεται για την επωνυμία των ρούχων του και το παραπάνω έξοδο του ήταν οι καφέδες, τα τσιπουράδικα, τα ρεμπετάδικα μια φορά στο τόσο, και οι εκθέσεις που επισκεπτόταν για να δει τη δουλειά συναδέλφων του από την Ελλάδα ή και από το εξωτερικό. Όσο για ταξιδάκια εκτός συνόρων, μια φορά το χρόνο πρόσφερε αυτή την πολυτέλεια στον εαυτό του, περισσότερο από τεμπελιά για να το οργανώσει. Ακόμα και το κάπνισμα είχε ελαττώσει. Στο σπίτι απασχολημένος με τις παλέτες συχνά το ξέχναγε, όσο για έξω πλέον με το νέο νόμο δεν θα μπορούσε να καπνίζει ούτε στο δρόμο. Μια απόφαση ήταν και θα εξοικονομούσε χρήματα κι από εκεί! Όμως δεν ήταν ο Αντρέας, δεν είχε ανάγκη να εξοικονομήσει χρήματα από πουθενά. Ακόμα κι αν είχε αναγκαστεί να ρίξει την τιμή από τα νοίκια και να πληρώνει φόρους σαν το χαράτσι. Πάλι του έφταναν, ενώ και ο λογαριασμός στην τράπεζα φούσκωνε, αφού ο πατέρας του φρόντιζε να του βάζει ένα έξτρα ποσό. Φυσικά υπήρχαν και τα έξοδα της εργασίας του, αλλά ευτυχώς είχε αποκτήσει φήμη, το καλό των δημοσίων σχέσεων, και μπορεί να μην έβγαζε μεγάλο κέρδος από αυτή αλλά δεν είχε ζημιά. Οπότε περισσότερο δούλευε με μια ματαιόδοξη διάθεση υστεροφημίας θα έλεγε κάποιος κακεντρεχής, αλλά ο ίδιος θα το ονόμαζε δημιουργική διάθεση.
Ενοχλημένος από τη συζήτηση με τον κολλητό του και τη λεκτική επίθεση που εξαπόλυσε εναντίον του, αποφάσισε να φτιάξει ένα έργο που να αφορούσε τα όσα είχαν κουβεντιάσει. Αγόρασε μια εφημερίδα με μικρές αγγελίες για να κάνει το κολάζ που θα ήταν και η βάση του έργου του, αν προλάβαινε θα το περιλάμβανε και αυτό στην επόμενη έκθεση του. Παίρνοντας την εφημερίδα προχώρησε στο εργαστήρι του, άνοιξε το παράθυρο για να μπει φυσικό φως και έστησε τον λευκό καμβά πάνω στο τρίποδο. Ο ήλιος που χανόταν πίσω από τον Υμηττό έδινε διάφορες αποχρώσεις πάνω στους λευκούς τοίχους και στον καμβά. Ο Μάκης κάθισε σε ένα σκαμπό κι αφηρημένος έμεινε να κοιτάζει τα χρώματα που έπαιρναν από τις αλλαγές του ουρανού όσο αυτός σκοτείνιαζε. Αφού η νύχτα είχε πέσει και δεν έμενε να δει κανέναν άλλο χρωματικό αντικατοπτρισμό στον καμβά, άναψε ένα πορτατίφ. Συνήθως προτιμούσε να ζωγραφίζει με φυσικό φως, αλλά πλέον ήταν αργά. Ξετύλιξε την εφημερίδα από το σελοφάν και άρχισε να την ξεφυλλίζει. Δεν είχε ακόμα ιδέα πως θα ήταν το έργο του. Συνήθως ξεκινάς με μια ιδέα που μπορεί να καταλήξει εντελώς διαφορετική από ότι την είχες αρχικά στο μυαλό σου, το επιθυμητό είναι να είναι καλύτερη από αυτό που είχες φανταστεί. Όμως ο Μάκης κατάφερνε να μην υπάρχει μεγάλη απόκλιση από την αρχική του ιδέα στο αποτέλεσμα, έτσι ένοιωθε πιστός στην τέχνη του. Αλλιώς δυσπιστούσε για το αποτέλεσμα. Αναρωτιόταν όταν δεν ήταν όπως η αρχική του ιδέα μήπως ο λόγος ήταν η ανικανότητα της τεχνικής του να αγγίξει το φανταστικό. Οι πειραματισμοί ήταν ένα στάδιο που αφορούσε το πριν. Δηλαδή πριν ριχτεί πάνω στον καμβά και ξεκινήσει τη ζωγραφική!
«Οπότε μέγα καλλιτέχνη τι σκέφτεσαι;» ρώτησε τον εαυτό του. Άρχισε να διαβάζει τις αγγελίες. «Ζητείται απόφοιτος Α.Ε.Ι. φιλοσοφικής σχολής, για πωλήτρια σε κατάστημα παπουτσιών στο Κουκάκι. Αποστολή βιογραφικών στο email…»
-Τώρα σοβαρά; Ρώτησε τον αέρα. Πέρασε στην επόμενη αγγελία. «Ζητείται ψηλή, ξανθιά, κάτω των εικοσιπέντε ετών για γραμματέας, με γνώσεις στη στενογραφία και να μιλάει άριστα την ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα. Αποστολή φωτογραφίας και βιογραφικού στο email…».
-Τις αναλογίες ξέχασες μεγάλε! Δύο σε ένα, γραμματέα και γκόμενα ο τύπος. Άραγε να πληρώνει έξτρα μισθό ή η κακομοίρα θα παίρνει το μισθό της γραμματέως και για τις δύο υπηρεσίες;
«Ζητείται νέος, απόφοιτος Α.Ε.Ι. οικονομικής σχολής, με μεταπτυχιακό, διδακτορικό, να μιλάει αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά, τέταρτη γλώσσα επιθυμητή. Να έχει τελειώσει το στρατιωτικό του και να είναι κάτω των εικοσιπέντε ετών, για υπάλληλος γραφείου, αποστολή email…»
-Τώρα με κοροϊδεύετε! Σχολίασε και έψαξε να βρει στο εξώφυλλο της εφημερίδας την ημερομηνία κυκλοφορίας του φύλλου, κάτι του έλεγε ότι πρόκειται για πρωταπριλιάτικα αστεία. Όμως όχι, είχε την ημερομηνία της τρέχουσας ημέρας του τρέχοντος μήνα, δηλαδή του Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους.
«Υπάλληλος Τηλεφωνικής Προώθησης Προϊόντων: Στα απαραίτητα προσόντα ζητούταν πτυχίο Α.Ε.Ι. – Τ.Ε.Ι.»
-Πάλι καλά που δεν αποκλείουν τον τεχνολογικό τομέα, για να πουλήσουν κατσαρόλες και τηγάνια μέσω τηλεφώνου.
«Ζητείται Γραμματέας Προσόντα: Άριστη γνώση Η/Υ, MS Office, Ξένες γλώσσες Γερμανικά (μητρική γλώσσα)…»
«Φικ ντιχ!» Πρόφερε με γερμανική, βαριά προφορά και προχώρησε σε άλλη αγγελία. Λιγότερες απαιτήσεις πρέπει να είχαν στη ΝΑΣΑ, από κάποιους εργοδότες στην ελληνική αγορά εργασίας. Ο κάθε υποψήφιος έπρεπε να μιλάει άπταιστα πάνω από δυο γλώσσες αν ήθελε να έχει πιθανότητες, να έχει πτυχίο Α.Ε.Ι. ακόμα και αν δεν το χρειαζόταν, να είναι ευχάριστος και χαμογελαστός 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, σαν τον Joker στο Batman. Με λίγα λόγια αν δεν ήταν ψυχοπαθής, σταδιακά θα μεταβαλλόταν. Σε πολλές από αυτές θα έπρεπε να είναι εξειδικευμένος σε κάτι, αλλά να έχει και γνώσεις πάνω σε δέκα ακόμα πράγματα και το μαγικό όλων να είναι μικρότερος των 25 ετών, την ώρα που του ζητούνταν πράγματα που χρειάζονται δυο - τρεις ζωές για να τα κάνει κτήμα του. Μόνο με τη μέθοδο της μετεμψύχωσης αλλά και πάλι με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να συγκρατεί τις μνήμες και τις γνώσεις του από τα περασμένα. Μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Θα σάρωνε κάποιες από τις αγγελίες και θα έκανε μεγέθυνση ώστε να τις επανεκτυπώσει. Θα έπρεπε να είναι ευανάγνωστες για κάποιον που θα επιθυμούσε να τις διαβάσει. «Κουφάλες», μουρμούρισε «θα αποτελείτε μέρος της τέχνης». Ύστερα θα ζωγράφιζε πάνω στις αγγελίες. Για παράδειγμα πάνω σε αυτή που ήθελε απόφοιτο φιλοσοφικής για πωλήτρια παπουτσιών θα μπορούσε να σχεδιάσει ένα ζευγάρι γόβες, ή ακόμα καλύτερα τα ονόματα των τριών μεγάλων ελλήνων φιλοσόφων που θα μπορούσαν να αποτελούν το σχέδιο μιας γόβας. Το όνομα του Σωκράτη το τακούνι, το όνομα του Αριστοτέλη η σόλα και του Πλάτωνα η πάνω καμπύλη του παπουτσιού. Το φόντο του πίνακα θα αποτελούσε το κτήριο ενός πανεπιστημίου. Το σκίτσο μας ξανθιάς σκυφτής γυναίκας πάνω σε γραφείο, για την αγγελία της γραμματέως, βρισιές στη γερμανική γλώσσα και πάει λέγοντας. Τα κενά θα συμπληρώνονταν με μικρότερες αγγελίες. Θα ήταν ένας πίνακας της pop art κουλτούρας, κάπως αφοριστικός ίσως και με πιθανόν αρκετοί να τον χαρακτήριζαν χυδαίο. Όσο διάβαζε τις αγγελίες που θα επέλεγε να αποτελέσουν μέρος του έργου του τόσο πιο πολύ ένοιωθε τη δυσφορία του Αντρέα και όσων έψαχναν για εργασία. Σταδιακά μια άλλη ιδέα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό του, ξυπνώντας τον μποέμ χαρακτήρα του. It’s party time.
Και χωρίς να το παιδέψει πολύ σαν σκέψη, άρχισε να φτιάχνει ένα βιογραφικό, μέσα στο οποίο περιλαμβανόταν τα αντίστοιχα προσόντα με αυτά που απαιτούσαν οι εργοδότες, αν και περιττά για τις θέσεις. Μέχρι τις τέσσερις έστελνε email για διάφορες θέσεις εργασίες. Τα περισσότερα στοιχεία που έβαζε ήταν πλαστά, όμως δεν τον ενδιέφερε να πιάσει δουλειά, ούτε καν να πάει στη συνέντευξη, απλώς ήθελε να δει αν θα τον καλούσαν. Πίστευαν όντως σε αυτά που ζητούσαν οι υπεύθυνοι προσωπικού ή ήταν ένα τρικ για να δικαιολογήσουν ένα χαμηλό μισθό που οι κυβερνήτες είχαν βαφτίσει βασικό. Βασικό για ποιον; Ακόμα και ο ίδιος με το λιτό βίο του, χρειαζόταν περισσότερα για να βγάλει το μήνα πέρα, χωρίς να έχει να πληρώσει νοίκι.
Στη μία το μεσημέρι, την επόμενη μέρα που ξύπνησε και άνοιξε το κινητό του είδε ότι είχε κλίση από άγνωστο αριθμό. Άραγε να ήταν κάποιος πιθανός πελάτης που να ήθελε να δει τα έργα του; Κάποιες δουλειές έπειτα από τη γκαλερί είχαν μεταφερθεί σε καταστήματα τέχνης, όπου εκθέτονταν για να πουληθούν. Οι καλλιτέχνες συμφωνούσαν να πληρωθούν σε ποσοστά από το κατάστημα, δεν έδιναν τα έργα του έναντι μιας προκαταβολικής τιμής, άλλωστε αν δεν κατάφερναν να τον πουλήσουν μέσα σε ορισμένους μήνες, το έργο επέστρεφε στο ζωγράφο. Από τη διεύθυνση προτιμούσαν να ανανεώνουν τα έργα που είχαν στην έκθεση τους, έμενε όμως πάντα φωτογραφία του έργου στο μαγαζί για να τη δείξουν σε κάποιον πελάτη αν δεν έμενε ικανοποιημένος με ότι υπήρχε ήδη, σπάνιο πράγμα, ή σε κάποιον που το είχε δει παλαιότερα και είχε επιστρέψει να το πάρει, επίσης σπάνιο, αφού συνήθως θα ξεγελιόταν με κάτι άλλο. Βέβαια όπως πάντα ο μεσάζον ευνοούνταν. Το προσόν του να είσαι πωλητής.
Ο Μάκης κάλεσε πίσω για να ακούσει ένα ηχογραφημένο μήνυμα. Προσπάθησε να θυμηθεί τι του θύμιζε η επωνυμία και τελικά κατέληξε να χτυπήσει το μέτωπο με το χέρι του. Φυσικά, μόλις είχε βρει δουλειά. Τι εντύπωση θα είχε κάνει άραγε στον Αντρέα το γεγονός ότι μέσα σε λίγες ώρες τον είχαν καλέσει σε συνέντευξη όταν εκείνος περίμενε βδομάδες να τον καλέσουν. Για του λόγου του αληθές με τα ψέματα που είχε γεμίσει στο βιογραφικό προκειμένου να ταιριάζει στις απαιτήσεις του υποψήφιου εργοδότη του, ακόμα και από τη ΝΑΣΑ θα μπορούσαν να τον είχαν καλέσει. Αφού δήλωσε το όνομα του, τον συνέδεσαν με την υπεύθυνη προσωπικού.
Με το καλημέρα ή έστω το καλησπέρα σας, λόγω της περασμένης ώρας, η υπεύθυνη πήρε ένα κάπως ενοχλημένο ύφος.
-Μας στείλατε ένα βιογραφικό. Σας κάλεσα όμως το είχατε κλειστό. Να υποθέσω ότι κοιμόσασταν;
-Σωστά υποθέτετε. Της απάντησε ήρεμα ο Μάκης.
-Το βιογραφικό σας είναι αρκετά ενδιαφέρον και από όσα γράφετε, ταιριάζουν τα προσόντα σας με εκείνα της αντίστοιχης θέσης. Όμως δε σας κρύβω ότι με απασχολεί το γεγονός, ότι …
-Ότι;
-Ότι κοιμάστε ως αργά, πως θα καταφέρετε να ανταπεξέλθετε στην εργασίας σας, αν δεν μπορείτε να είστε στην ώρα σας στο γραφείο για να αναλάβετε καθήκοντα. Ή αν σας πιάνει υπνηλία την ώρα που εργάζεστε. Να τα μας, δεν της έφτανε που θα έκανε κουμάντο στον εργαζόμενο τις ώρες που θα δούλευε, είχε ξεκινήσει πριν ακόμα τον συναντήσει.
-Σε αυτό δεν έχετε άδικο. Απάντησε χωρίς να αφήσει ίχνος ειρωνείας να ακουστεί στη φωνή του. Είναι όμως …
-Επιπλέον μένετε στον Υμηττό, έχετε αυτοκίνητο;
-Έχω δίπλωμα αλλά τα οικονομικά μου δε μου επιτρέπουν να έχω αυτοκίνητο.
-Πως θα έρχεστε από τόσο μακριά;
-Σπάνια συναντά κανείς άνθρωπο με κατανόηση στα θέματα των εν δυνάμει συνεργατών του. Την ειρωνεύτηκε ο Μάκης, όμως όπως πήγα να σας πω και νωρίτερα, κοιμήθηκα ξημέρωμα γιατί μόλις πριν από κάποιες ώρες ενημερώθηκα ότι με προσέλαβαν από τη ΝΑΣΑ!
-Τη ΝΑΣΑ. Στην Αμερική εννοείται;
-Ναι, αφού σας έστειλα το email, λίγη ώρα αργότερα έλαβα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ότι η ΝΑΣΑ δέχεται να με συμπεριλάβει στο δυναμικό της. Οπότε καταλαβαίνεται, ήμουν σε ένταση από την είδηση και δεν κατάφερα να κοιμηθώ ως αργά.
-Καλά και τι ώρα σας έστειλαν απάντηση, μέσα στη νύχτα;
-Όταν εδώ έχουμε νύχτα, στην Αμερική είναι μέρα. Η γη είναι στρογγυλή ξέρετε.
-Κάτι έχω πληροφορηθεί.
-Οπότε καταλαβαίνεται, ποιος φιλόδοξος νέος δε θα προτιμούσε να πάει στη ΝΑΣΑ. Ο μισθός, η εμπειρία, και τόσα άλλα πιθανόν.
-Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, καλή σας επιτυχία νεαρέ μου. Και ελπίζω να διαπρέψετε στην Αμερική, κάνοντας την πατρίδα μας να ακουστεί.
-Σας ευχαριστώ. Είπε πριν τερματίσει την κλήση. Ενώ φανταζόταν έναν αστροναύτη να κάνει μικρά βήματα πάνω στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, να βρίσκει όπλα και να διακατέχεται από δολοφονική μανία για τύπους σαν και εκείνη. Τεντώθηκε και πήγε να φτιάξει καφέ, ίσως αν τον καλούσαν κι από κάποια άλλη εταιρεία για εργασία, να πήγαινε να συναντήσει από κοντά τους υποψήφιους εργοδότες του.
*****
Ψύχραιμος στα πλαίσια της αδιαφορίας, καθόταν απέναντι από τον υπεύθυνο που του έπαιρνε τη συνέντευξη. Έναν αυστηρό τύπο, που όπως τον έκοβε ο Μάκης πρέπει να είχε τεράστια ιδέα για τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή πιθανόν με το μόριο του. Ο Μάκης δεν πτοήθηκε από το ύφος του συνομιλητή του, άλλωστε δε βρισκόταν στην πραγματικότητα εκεί για να ενταχθεί στο δυναμικό της εταιρείας. Αντιθέτως τον κοίταζε σαν ίσος, σαν να αναμετριόταν πριν δώσουν μάχη. Μήπως όμως κάποιου είδους μάχη δεν είναι να πείσεις έναν άνθρωπο σαν εκείνον ότι αξίζεις να πάρεις μια δουλειά.
-Με λίγα λόγια μου λέτε ότι η θέση εργασίας αφορά υπεύθυνο αποθήκης.
-Αναγραφόταν και στην αγγελία αν δεν κάνω λάθος. Δε σας αρέσει; Τον ρώτησε ο υπεύθυνος.
-Δε με ενοχλεί κιόλας, είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Μάκης.
-Δε σας ενοχλεί κιόλας. Επανέλαβε ο υπεύθυνος προσωπικού.
-Η δουλειά δεν είναι ντροπή.
-Όχι, δεν είναι, είπε ενοχλημένος ο άλλος. Τώρα μας μένει να μας αποδείξετε πόσο φιλόδοξος είστε! Είπε προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμος μιας και ένιωθε ότι ο τύπος απέναντι του ήταν πολύ υπεράνω.
-Πολύ φιλόδοξος! Ειδικά για υπεύθυνος αποθήκης, όνειρο ζωής, γιατί όπως και να το κάνουμε είναι υπεύθυνο να είσαι σημαντικός, μάλλον αντίστροφα, είναι σημαντικό να είσαι υπεύθυνος. Δείχνει μια ανωτερότητα σε σχέση με τους υφισταμένους σου, εσείς θα με καταλαβαίνετε!
-Πρέπει να είστε ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένος στην καριέρα σας.
-Το βρίσκω λογικό. Δεν είναι και λίγο πράγμα να είσαι υπεύθυνος αποθήκης.
-100% αφοσιωμένος!
-Φυσικά, τι 99%; Εδώ δουλεύουμε δεν παίζουμε. Γιατί τι είναι ο άνθρωπος χωρίς την εργασία; Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος χωρίς την εργασία; Δηλαδή για παράδειγμα ας υποθέσουμε ότι κάποιος έχει χρήματα, ότι δεν χρειάζεται να εργάζεται, πως θα ξοδέψει 24 ολόκληρες ώρες μέσα στο εικοσιτετράωρο; Θα κάνει οικογένεια; Βαρετό! Δηλαδή με τι θα ασχολείται τόσες ώρες κι ας αφαιρέσουμε τις 8 ώρες, ποιες οχτώ δηλαδή, εφτά ώρες είναι υπεραρκετές για να κοιμηθεί… θα ξοδέψει όλον τον υπόλοιπο χρόνο για να διαπαιδαγωγήσει τα νέα μέλη της οικογένειας του, τα σχολεία άλλωστε τι τα έχουμε; Γιατί πληρώνουμε φόρους για δωρεάν παιδεία; Θα διαβάσουμε ένα βιβλίο, θα ασχοληθούμε με πράγματα που θα αναγκάσουμε τον εαυτό μας να πιστέψει ότι του αρέσουν, ενώ μπορεί και όχι. Όχι η δουλειά είναι το παν, είναι καλύτερη από ψυχανάλυση.
Το περιεχόμενο του λόγου του Μάκη δεν ήταν για να τον πάρει στα σοβαρά, ειδικά κάποιος με την εμπειρία του υπεύθυνου προσωπικού, όμως ο τρόπος που τα έλεγε, δίχαζαν τον ίδιο, ενώ με βεβαιότητα θα έπειθαν το ίδιο το αφεντικό που με το χέρι του είχε γράψει την αγγελία. Ακόμα και ο υπεύθυνος είχε απορήσει με το περιεχόμενο της : «Ζητείται υπεύθυνος αποθήκης, φιλόδοξος για καριέρα και αφοσιωμένος στην εργασία του». Αυθόρμητα στράφηκε στον κύριο Νίκο και τον ρώτησε «Υπάρχει περίπτωση εξέλιξης δηλαδή στη θέση αυτή;» «Τι άλλη εξέλιξη, αφού με μιας θα γίνει υπεύθυνος, πόση άλλη εξέλιξη να χρειαστεί κάποιος; Απλά Χρήστο, πρέπει να καταλάβουν οι υποψήφιοι ότι εδώ δεν παίζουμε, δουλεύουμε». Ο κύριος Νίκος και ο μικρός γιος του ο κύριος Στέλιος. Δυο άνθρωποι εντελώς ακαλλιέργητοι, δίχως τους βασικούς τρόπους καλής συμπεριφοράς, που πρέπει έστω να έχει κάθε νοήμον ον πάνω στη γη, αλλά φυσικά δεν επρόκειτο για νοήμονα όντα. Ο κυρ Νίκος έπρεπε προ πολλού να είχε βγει σε σύνταξη. Περισσότερο έκανε κακό στην επιχείρηση παρά καλό, πήγαινε στην εταιρεία και έχοντας μείνει στη δεκαετία του 80’ και σε κάτι ξεπερασμένα πλέον σεμινάρια που είχε κάνει τότε, θεωρούσε τον εαυτό του τον μόνο ικανό και καταρτισμένο για να διατηρήσει την επιχείρηση, μπερδεύοντας την κατάσταση στην εταιρεία παρά διευκολύνοντας την παραγωγή, όπως ήθελε να πιστεύει ότι έπραττε. Ούτε καν στον γιο του τον Στέλιο δεν είχε εμπιστοσύνη, τον υποτιμούσε μπροστά σε όλους και τον είχε γεμίσει με κόμπλεξ. Άλλωστε ο Στέλιος τα είχε βρει όλα έτοιμα, δεν είχε εργαστεί ποτέ εκτός οικογενειακής επιχείρησης, όμως η γκρίνια του πατέρα του, ήταν αρκετή, μαζί με τα κακά γονίδια που κουβαλούσε καθώς φαινόταν, για να ξεσπάει κι εκείνος με τη σειρά του στους εργαζομένους. Κάθε μέρα είχε την τιμητική του και κάποιος εργαζόμενος στοχοποιούταν και ξεκινούσαν να του γκρινιάζουν ότι δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Άραγε ο Αργόγλου θα τους άρεσε να τον εντάξουν στην εταιρεία, μέσα σε ένα χρόνο είχαν χάσει δυο υπεύθυνους αποθήκης και πόσους άλλους απλούς εργαζόμενους, οι οποίοι δήλωναν παραίτηση με μεγάλη ευκολία για τα δεδομένα της εποχής. Έπειτα έπεφτε στον ίδιο το βάρος και η γκρίνια ότι δεν ήξερε να ξεχωρίζει τους δουλευταράδες από τους τεμπέληδες και τους αργόσχολους. Είχε επιφυλάξεις για τον άντρα που καθόταν απέναντι του, αν τον προσλάμβανε, θα κατάφερνε να σπάσει τα νεύρα του Νίκου καθώς και του μαλάκα του Στέλιου, ή θα έσπαγαν εκείνοι τον τσαμπουκά του νεαρού άντρα; Σηκώθηκε από τη θέση του για να υποδηλώσει ότι η συνέντευξη είχε ολοκληρωθεί και του έδωσε το χέρι.
-Θα σας ειδοποιήσουμε! Του είπε απλά.
-Μόνο μην αργήσετε, γιατί είμαι κελεπούρι. Σχολίασε ο Μάκης πριν φύγει ξεσπώντας σε δυνατά γέλια.
Ο Μάκης βρήκε δε, τόσο διασκεδαστική τη διαδικασία της συνέντευξης που αποφάσισε να ψάξει και πάλι τις αγγελίες. Ήταν ένας τρόπος να ψυχαγωγεί τον εαυτό του, ειδικά από τη στιγμή που δεν τον απασχολούσε στην πραγματικότητα να βρει δουλειά. Τώρα καθόταν απέναντι σε μια γυναίκα γύρω στα σαράντα πέντε. Αρκετά νόστιμη για την ηλικία της.
Λίγη ώρα νωρίτερα και ενώ περίμενε να τον δεχτεί, την είχε ακούσει να κάνει παρατηρήσεις σε μια νεαρή εργαζομένη. «Αυτό δεν είσαι εσύ», έλεγε στην πιτσιρίκα, «θέλω εσένα κι όχι έναν κόντρα ρόλο που ντύθηκες και μου τον σερβίρεις. Προσπάθησε περισσότερο, για το καλό σου. Και να ξέρεις ότι εγώ θέλω περισσότερο το καλό σου από οποιονδήποτε άλλον». «Που είναι η τουαλέτα να τρέξω να κάνω εμετό», αναρωτήθηκε ο Μάκης, που άκουγε τη συζήτηση από τη μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου της. Η τύπισσα-προϊσταμένη επέμενε ότι έπρεπε να βγάζουν στη δουλειά την προσωπικότητα τους. Προφανώς είχε ξεσηκώσει κάποιες ατάκες από τα talents show και τις πέταγε στους υφιστάμενους της. Φτάνοντας η σειρά του Μάκη, εκείνος έκανε ότι την άκουγε προσεχτικά και κουνούσε το κεφάλι του συγκαταβατικά σε ό,τι και να του έλεγε.
-Τι ζώδιο είστε κύριε Αργόγλου; Τον ρώτησε κάποια στιγμή κοιτώντας το βιογραφικό του, ψάχνοντας πιθανόν την ημερομηνία των γενεθλίων του.
-Α ! Εδώ σας έχω, είμαι Λιοντάρι, με ωροσκόπο στον Κριό και σελήνη στον Ταύρο.
-Ω μα εσείς θα είστε πολύ επιθετικός, δε θα κάνετε με τίποτα πίσω. Θα είστε ακλόνητος στις απόψεις σας και θα ηγείστε των πάντων.
-Είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητας μου, δε θα θέλετε να το αποβάλω. Απάντησε χαρίζοντας της ένα χαμόγελο.
-Ναι, αλλά πώς να το κάνουμε εδώ η δουλειά γίνεται ομαδικά και εσείς προφανώς θα είστε πιο μοναχικός παίχτης.
-Μοναχικός μπορεί, αλλά και πολύ αποδοτικός. Άλλωστε δεν μπορώ να υποδυθώ κάτι άλλο από αυτό που είμαι, δε νομίζω ότι θα το εκτιμούσε κανένας.
-Αυτό είναι αλήθεια. Αναγκάστηκε να συμφωνήσει εκείνη, πριν του δώσει το χέρι για να τον αφήσει ελεύθερο, εκείνος το συγκράτησε και το φίλησε.
Πολύ κουραστικό χόμπι η ανεύρεση εργασίας, σκέφτηκε, κοιτώντας το κολάζ στον πίνακα του. Έπρεπε να στρωθεί στη δουλειά, κατέληξε. Βρήκε την εφημερίδα με τις αγγελίες και αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να της ρίξει μια ακόμα ματιά. Θυμόταν ότι υπήρχαν κι άλλα διαμαντάκια –μάλλον με μαργαριτάρια θα έπρεπε να τις συγκρίνει- μέσα εκεί. Σε καμιά από τις συνεντεύξεις που είχε περάσει για δουλειά ο μισθός δεν ξεπερνούσε το βασικό. 650 ευρώ μικτά για να τους χαρίζεις 8 ώρες τουλάχιστον καθημερινά από τη ζωή σου. Αλίμονο σε εκείνους που χρειάζονταν δουλειά. Το κινητό του άρχισε να χτυπάει, αναγνώρισε τον αριθμό για τον υπεύθυνο αποθήκης! Έμεινε να κοιτάει το τηλέφωνο. Μήπως έπρεπε να περάσει και στην τελική πίστα του παιχνιδιού, για να πάρουν οι εργοδότες μια μικρή γεύση πως είναι να συνεργάζονται με έναν ελεύθερο άνθρωπο;
ΤΕΛΟΣ
Κείμενα της ίδιας στο ArtScript: