ΤΡΙΛΙΖΑ
ΙάΣΩΝΑΣ ΠΕΡΔΙΚάΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο κορμός της «Τρίλιζας» βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία, που συνέβη τη δεκαετία του ενενήντα σε κάποιον φίλο μου και θεώρησα αναγκαίο να της δώσω αυτή τη μορφή. Τόσο επειδή είχε έντονα στοιχεία, όσο κι επειδή ήθελα να μπω και εγώ σ’ όλη αυτή την αναζήτηση. Μια ερωτική ιστορία, ή μήπως δύο ερωτικές ιστορίες; Μάλλον μία ερωτική ιστορία με δύο ενότητες, που έκρινα απαραίτητο να την καταγράψω, γιατί εμπεριέχει το πιο επαναστατικό στοιχείο του πολιτισμού μας, τον έρωτα, που πηγάζει από το ένστικτο αλλά συνδυάζεται με ψυχολογικοκοινωνικά φαινόμενα όπως διαφαίνεται και μέσα από τις καταστάσεις της ιστορίας.
Τρεις περιοχές κυριαρχούν στη διήγηση, η πρωτεύουσα, τα Ιωάννινα και η ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, που και ο ίδιος ως συγγραφέας και ως ερευνητής έζησα έντονες στιγμές και κάποιες πόλεις της Κύπρου, που γνώρισα απ’ τις διηγήσεις του φίλου μου.
Καλή σας ανάγνωση!
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Στο σκοτεινό δωμάτιο, με το κρεβάτι και την ξύλινη βιβλιοθήκη, ένας εκνευριστικός θόρυβος έκανε το νεαρό που κοιμόταν σ’ αυτό να πεταχτεί ως το ταβάνι προσπαθώντας με το υπνωτισμένο του βλέμμα, να βρει το ενοχλητικό αντικείμενο, το ρολόι, που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι. Το ξυπνητήρι που είναι η πιο μισητή εφεύρεση του κόσμου για αρκετούς. Επιτέλους με τα πολλά κατάφερε να σταματήσει τον απαίσιο αυτό θόρυβο, που γίνεται πιο απαίσιος όταν αυτός που βρίσκεται δίπλα του έχει ξαπλώσει μόλις προ δύο ωρών. Ο Φαίδωνας, που το ξενύχτι του δεν οφειλόταν στη συνηθισμένη για αυτόν κραιπάλη, αλλά στα έκτακτα γεγονότα που είχαν συμβεί την προηγούμενη νύχτα και η εφημερίδα που δούλευε έπρεπε να τα καλύψει, άνοιξε με δύναμη το παντζούρι, ο ήλιος ξεχύθηκε με ορμή τόσο στο δωμάτιο, όσο και στα μάτια του που ίσα, ίσα πρόλαβε να τα κλείσει. Με μισοκλεισμένα τα μάτια λοιπόν ετοίμασε το πρωινό του, διάλεξε τα ρούχα που θα φορέσει και στη συνέχεια νίφτηκε. Το κουστούμι που φόραγε ήταν όπως πάντα τέλειο, άλλωστε ήταν μια από τις αρχές του, ότι τα ρούχα κάνουν τον παπά. Ένα μπλε παντελόνι, με ενός ίδιου χρώματος μονόχρωμο σακάκι. Ένα μεταξωτό άσπρο πουκάμισο, με μπλε ρίγες και ενδιάμεσα των ριγών, στο άσπρο μέρος χρυσαφί ανταύγειες για να ταιριάζουν απόλυτα με την γραβάτα με τα άλογα που συνδέονταν με χρυσαφί κρίκους. Αφού πήρε την τσάντα του και φόρεσε το δαχτυλίδι με το ‘Φι’. Κοιτάχτηκε για μια τελευταία πρόβα μπροστά στον καθρέφτη του, έβαλε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο και έκλεισε την πόρτα.
Όταν βγήκε στο δρόμο κατευθυνόμενος προς το σταθμό, σίγουρα ξεχώριζε ανάμεσα στους τόσους άλλους που πηγαινοέρχονταν δίπλα του. Με το τραίνο κατέβηκε στο κέντρο της πόλης για να πάει στη δουλειά του. Όταν μπήκε στην εφημερίδα όλοι τον χαιρέτησαν, έστω κι αν είχαν να τον δουν μόνο λίγες ώρες. Ήταν νέος, αλλά ο καλύτερος νέος δημοσιογράφος, ίσως όχι μόνο της εφημερίδας του αλλά ολόκληρης της χώρας, μεγάλο ταλέντο και πάνω απ΄ όλα αγαπητός σε όλους. Αυτό το χάρισμα να γίνεται αγαπητός, από την πρώτη στιγμή, ήταν αυτό που τον έκανε να ξετρυπώνει πολλά θέματα, που ανέβασαν την κυκλοφορία της εφημερίδας του. Επειδή είχε χρόνια να πάρει άδεια, μιας και η εφημερίδα του τον χρειαζόταν, το καλοκαίρι αυτό θα είχε τρεις ολόκληρους μήνες διακοπών. Βέβαια δε σκόπευε να εγκαταλείψει εντελώς τη δουλειά, αφού θα αρθρογραφούσε και θα έστελνε κάποια θέματα από τους τόπους, που θα επισκεπτόταν. Ο Φαίδωνας ήταν επαγγελματίας πραγματικός και όταν η εφημερίδα κινδύνευε να καταστραφεί δούλευε ολημερίς γι’ αυτήν, με φιλότιμο και αξία. Παρά ταύτα όμως δεν ήταν επαγγελματίας με την έννοια του ‘καριερίστα’ που μόνο και μόνο τον ενδιαφέρει το πώς θα φτάσει πιο ψηλά στη δουλειά του, καταστρέφοντας ακόμα και τη ζωή, την ευτυχία, την ψυχαγωγία του. Δεν είχε το άγχος να πετύχει κι αυτό τον έκανε επιτυχημένο. Όταν δούλευε, δούλευε αλλά όταν διασκέδαζε, διασκέδαζε. Εκείνη η μέρα λοιπόν, ήταν η τελευταία πριν φύγει για τις διακοπές του. Ο διευθυντής τον είχε καλέσει να συζητήσουν τα τελευταία θέματα για τον καιρό που θα έλειπε και για να τον αποχαιρετήσει.
Όταν η πόρτα άνοιξε ο διευθυντής σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του, λέγοντάς του.
«Τι έγινε λοιπόν; Μας αφήνεις;»
«Για λίγο», απάντησε ο Φαίδωνας και συνέχισε, «άλλωστε και χωρίς εμένα, με το υπόλοιπο δυναμικό της εφημερίδας κι εσάς διευθυντή η απουσία μου θα περάσει απαρατήρητη».
«Ω, ένας καλός δημοσιογράφος είναι πάντα ένα καλός δημοσιογράφος».
«Κι ένας καλός διευθυντής, είναι πάντα ένας καλός διευθυντής».
Του γεροδιευθυντή του άρεσαν πολύ αυτά τα κομπλιμέντα, έστω κι αν έκανε πως δεν τα δέχεται.
«Καλά τώρα, αλλά πες μου που θα πας;»
«Θα πάω στην Ήπειρο, συγκεκριμένα στα Γιάννενα».
«Γιατί δεν πας σε κανένα νησάκι;»
«Με έχει προσκαλέσει ένας θείος μου εκεί, άλλωστε τα ορεινά μέρη συνδυάζουν τόσο τη διασκέδαση, όσο και την ησυχία. Ησυχία που χρειάζομαι όσο τίποτε άλλο».
«Όμορφα, στο καλό λοιπόν και καλό ταξίδι. Σε περιμένω σε τρεις μήνες. Πήγαινε όμως προτού φύγεις στο δημοσιογραφικό, για τις τελευταίες οδηγίες».
Αφού αγκαλιάστηκαν κι έδωσαν τα χέρια, ο διευθυντής πήγε στο γραφείο του κι ο δημοσιογράφος στους συναδέλφους του.
Ήδη είχε μεσημεριάσει όταν ο νεαρός δημοσιογράφος άνοιξε την πόρτα για να φύγει από το κτήριο της εφημερίδας. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Έριξε το σακάκι του στον ώμο, έλυσε τη γραβάτα του και την άφησε να κρέμεται πιο χαλαρά, αφού πρώτα ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί από το πουκάμισό του. Σήκωσε τα μανίκια και προχώρησε προς το σταθμό του τραίνου. Η Αθήνα παρά του ότι την αγαπούσε δεν του άρεσε, ζούσε σ’ αυτήν από συνήθεια, όπως πολλά ζευγάρια μετά το γάμο μεταξύ τους. Άλλωστε η πόλη αυτή είχε όλα τα μέσα τόσο της κατανάλωσης όσο πολύ περισσότερο της εργασίας για έναν νέο δημοσιογράφο. Αν είχε μια εξίσου καλή δουλειά σε οποιαδήποτε επαρχία της χώρας θα αποδεσμεύονταν από την πρωτεύουσα και θα έφευγε.
Προχωρώντας προς το σταθμό ο λάρυγγας του αναζητούσε κάτι παγωμένο. Μπήκε στην γνώστη του πια μπυραρία κι αφού έριξε στο στομάχι του τον ζύθο τον εκλεκτό, όπως έλεγε, σε ποσότητα περίπου του ενός λίτρου, ετοιμαζόταν να φύγει, όταν συνάντησε την Ξένια. Κόρη ενός γνωστού και φίλου του εκδότη, που πολύ τον είχε βοηθήσει στα πρώτα του βήματα.
«Μόνο σε μπυραρίες θα σε βλέπουμε; Ή θα μαθαίνουμε για σένα από τον τύπο;»
«Την αγαπητή Ξένια», είπε και έσκυψε να τη φιλήσει.
«Άσε τις γαλιφιές και τα φιλιά» του είπε, ενώ ήδη είχε δεχθεί το φιλί του. «Έχεις να φανείς πάνω από έξι μήνες στο σπίτι, ο πατέρας ρωτάει συνέχεια».
«Δουλειές, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, ούτε για ύπνο δεν υπάρχει χρόνος, αλλά πες μου τα δικά σου. Πώς από τα μέρη μας;»
«Για ’σένα ήρθα, είπε όλο νόημα».
«Για εμένα;» ρώτησε ο Φαίδωνας όλο απορία. Που η αλήθεια ήταν πως πάντα τον συγκινούσε αυτό το κοκκινομάλλικο, όμορφο, αλλά και σκερτσόζικο κοριτσάκι.
«Αστειεύομαι», απάντησε αμέσως εκείνη, «απλά πέρασα για ψώνια, θυμήθηκα το μέρος που με είχες φέρει και είπα να δροσιστώ λιγάκι».
«Ο πατέρας σου τι κάνει;»
«Καλά είναι, θέλεις να πάμε ως το σπίτι; Έχω το αυτοκίνητο έξω, θα χαρεί πολύ να σε δει».
«Θα το ήθελα, μα έχω κάποιες τελευταίες ετοιμασίες, γιατί αύριο φεύγω για διακοπές. Πάντως δώσε του, τους χαιρετισμούς μου και μόλις επιστρέψω θα σας επισκεφτώ».
«Ας το ελπίσουμε», είπε η Ξένια δύσπιστα.
Η συζήτηση συνεχίστηκε για λίγη ώρα και το ζευγάρι αφού έφυγε μαζί, λίγο παρακάτω χώρισε, παίρνοντας ο καθείς το δρόμο του. Ο δρόμος της ζωής όμως κάπου παρακάτω τους ετοίμαζε νέα συνάντηση.
Απ’ την στιγμή που γύρισε στο σπίτι του σκεφτότανε την Ξένια. Ίσως γιατί μετά από πάρα πολύ καιρό του έμεινε χρόνος για άλλες σκέψεις εκτός από αυτές της δουλειάς του. Ίσως γιατί κάτι βαθύτερο ένιωθε για αυτή τη δεσποινίδα. Την ήξερε από χρόνια, από όταν πήγαινε στο δημοτικό ακόμα. Δεν την έβλεπε βέβαια συχνά, αλλά κάθε φορά που τη συναντούσε, ένα σφίξιμο τον έπιανε στο στομάχι, το ίδιο και σήμερα το πρωί. Αλλά και η Ξένια του έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία που όταν γινόταν φανερή μάλιστα, του έδινε ξεχωριστή ευχαρίστηση. Αφού όλη τη μέρα δεν ξέφυγε από τη σκέψη της, προσπάθησε να ξεφύγει το βράδυ με τον ύπνο αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Σκεφτόταν πως ίσως ήταν η ιδανική σύζυγος για αυτόν, αλλά πάντα εύρισκε σε αυτήν ένα κύριο μειονέκτημα, ότι ήταν κόρη ενός μεγαλοεκδότη. Πράγμα ασυμβίβαστο προς τις αρχές του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Το πρωί σηκώθηκε την κατάλληλη ώρα χωρίς καμιά καθυστέρηση, βλέπετε επρόκειτο για διακοπές κι όχι για δουλειά. Το ταξίδι ήταν μεγάλο, σχεδόν εφτά ώρες μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Αφού πήρε μαζί του τις τρεις βαλίτσες του, γεμάτες ρούχα και κάποια χειρόγραφα. Αποχαιρέτησε την αποπνικτική πόλη, μπήκε στο αμάξι του και βάζοντας τον κατάλληλο σταθμό με τα τραγούδια των Tina Turner, Carlos Santana, Sting και άλλων, ξεκίνησε.
Σ’ όλη τη διαδρομή δεν ξεχνούσε τη συνάντηση της προηγούμενης μέρας κι όλο έπλαθε με τη φαντασία του σκηνές, με πρωταγωνιστές την Ξένια και αυτόν. Η συνάντηση αυτή του είχε γίνει έμμονη ιδέα και μάλιστα μουρμουρίζοντας ενώ οδηγούσε έλεγε «Αδύνατον, πως θα κάνω διακοπές, έχοντας στο νου μου την Ξένια;»
Τι ειρωνεία, αφού δε θα χρειαζόταν πολλές μέρες για να αποπροσανατολιστεί απ’ τη σκέψη της και ν’ αλλάξει ρότα. Μια ρότα που θα τον οδηγούσε σε άλλα μονοπάτια.
Έφτασε μεσημεράκι στα Γιάννενα, το σπίτι του θείου του ήταν κοντά στη λίμνη. Από την πίσω μεριά μάλιστα την έβλεπες. Χτύπησε το κουδούνι, η πόρτα άνοιξε και πρόβαλε το προσωπάκι της ξαδέρφης του, μαζί με τα αρώματα απ’ την κουζίνα.
«Ω, τι έκπληξη είναι αυτή;»
«Όχι και έκπληξη, το είχα υποσχεθεί στο θείο ότι θα ερχόμουν να περάσω εδώ τις διακοπές μου».
«Οι δικές σου οι υποσχέσεις…»
Αφού συνέχισαν τα πειράγματα και προχώρησαν στο εσωτερικό, ο Φαίδωνας ρώτησε για το θείο του.
«Θα έρθει σε λίγο», απάντησε η ξαδέρφη του, «κι όσο για τη μαμά και το μικρό είναι στο χωριό με τα πράματα. Εγώ έμεινα μόνο εδώ κι ο πατέρας μου γιατί έχει μπλέξει με τις τράπεζες. Να σου βάλω να φας;»
«Όχι, ας περιμένουμε το θείο».
Όταν τελικά επέστρεψε ο θείος του, μετά τις χαιρετούρες και το φαΐ είχε φτάσει το απόγευμα.
«Εγώ θα πάω να ξαπλώσω», είπε ο θείος, «θέλεις να με ακολουθήσεις;»
«Όχι ευχαριστώ, θέλω να κάνω έναν περίπατο στην πόλη».
«Νιάτα, ακόρεστα νιάτα. Καλή διασκέδαση λοιπόν».
«Εσύ ξαδερφούλα θα μου κάνεις παρέα;»
«Όχι σήμερα, έχω να τελειώσω κάτι ισολογισμούς, αλλά από αύριο θα είμαι όλη δική σου».
Ετοιμάστηκε και φεύγοντας είπε πειράχτηκα, «Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη».
«Χα, χα, καλή διασκέδαση».
«Ευχαριστώ».
Δεν πήρε το αυτοκίνητο, ξεκίνησε με τα πόδια και κατεβαίνοντας την οδό Δωδώνης έφτασε στο Μόλο, αφού πριν στα δεξιά του συνάντησε το Κάστρο της πόλης και στ’ αριστερά του την «Πρεσβεία», μια μπυραρία που όπως ήταν φυσικό δεν θα την άφηνε ανεκμετάλλευτη. Στη συνέχεια προχώρησε κυκλώνοντας το κάστρο δεξιά του Μόλου και μέχρι να φτάσει στην άκρη του Κάστρου είχε ήδη διψάσει. Εκεί είδε ένα όμορφο μαγαζάκι κι αμέσως άραξε για να πιει μια μπύρα. Αφού δροσίστηκε, κίνησε πάλι για το Μόλο. Στην μέχρι τότε διαδρομή του έκανε αμέσως μερικές παρατηρήσεις, τιμής ένεκεν του επαγγέλματος. Είδε ότι στην περιοχή υπήρχαν πολλά όμορφα κορίτσια και μάλιστα όλα τους καλοντυμένα, κάτι που τον επηρέαζε άμεσα στο άλλο φύλο. Επίσης το ότι δεν άκουγε παρά μόνο ξενόφερτους ήχους ήταν κάτι που τον προβλημάτιζε. Μόνο πάνω στο Μόλο άκουσε κάποια παραδοσιακά τραγούδια από έναν πλανόδιο πωλητή. Είναι αλήθεια ότι κι ο ίδιος προτιμούσε τέτοιους ήχους με ευχαρίστηση, αλλά εδώ περίμενε να συναντήσει κάτι διαφορετικό.
Με αυτές τις σκέψεις έφτασε στο σημείο όπου τα καράβια έφευγαν για να πάνε στο νησάκι, που βρίσκεται μέσα στη λίμνη Παμβώτιδα. Κοίταξε το ρολόι του και τον ήλιο, δεν είχε νυχτώσει ακόμα, επιβιβάστηκε την τελευταία στιγμή στο καραβάκι, που ήδη είχε ξεκινήσει. Παραλίγο μάλιστα να χτυπήσει μια ωραία κοπελίτσα με μαλλί που ξάνθιζε. Βρισκόταν εκεί με μια φίλη της κι ένα αγόρι. Ο Φαίδωνας έκατσε ακριβώς απέναντι της και δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από πάνω της. Την κοίταζε όλο και πιο έντονα και κάτι του θύμιζε το πρόσωπό της. Συμβαίνει πολλές φορές με άτομα που βλέπουμε για πρώτη φορά στη ζωή μας, να μας θυμίζουν κάτι ή γιατί τα ξέρουμε ή απλώς, γιατί θα θέλαμε να τα ξέρουμε. Βγαίνοντας ήθελε να της μιλήσει, κι ενώ βρέθηκε δίπλα της είπε «Πρέπει να σε έκανε μέλισσα, για να είσαι τόσο γλυκιά».
«Πολύ συνηθισμένο», σχολίασε εκείνη ρίχνοντάς του ένα βλέμμα γεμάτο απαξίωση, που τον έκανε να ντραπεί.
Ήταν αλήθεια πολύ συνηθισμένο και πολύ κρύο μάλιστα, πράγμα περίεργο για το Φαίδωνα, ο οποίος δεν πρόλαβε καν να πει δεύτερη κουβέντα, αλλά ίσως δικαιολογούταν, λόγω της εξαντλητικής του ημέρας. Η κοπέλα με την παρέα της προχώρησε προς το εσωτερικό του νησιού, όπου υπήρχαν κάποια μικρομάγαζα αργυροχοΐας και το μέρος όπου έσφαξαν τον Αλή Πασά. Ο Φαίδωνας ασυναίσθητα την ακολουθούσε από κάποια απόσταση. Η μικρή βέβαια τον κατάλαβε, γύρισε μια δυο φορές κι ενώ είχε αρχίσει να της αρέσει το όλο παιχνίδι του έριξε ειρωνικές ματιές. Είναι σύνηθες φαινόμενο οι νεαρές γυναίκες να μην εκφράζουν τα αισθήματά τους και για να δείξουν χαρακτήρα, να προσποιούνται το αντίθετο αυτού που νιώθουν. Αυτό ήταν κάτι που ο Φαίδωνας μου είχε πει κάποτε, όμως εκείνη τη στιγμή της ζάλης δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί καθαρά, έτσι έμεινε σε μεγαλύτερη απόσταση από το κοριτσόπουλο, το οποίο ακολουθούσε. Ενώ συνεχίστηκε για πολλή ώρα η όλη ιστορία η παρέα γύρισε, μπήκε σ’ ένα καραβάκι, που ήταν γεμάτο και ετοιμαζόταν να φύγει. Έτρεξε ο Φαίδωνας να μπει κι αυτός, όμως λόγω της μεγάλης απόστασης που κρατούσε, όχι μόνο το έχασε αλλά παραλίγο να πέσει στο νερό.
«Τι κρίμα κι ήθελα να της μιλήσω οπωσδήποτε. Τι γνώμη να σχημάτισε, που να πάρει, που θα την ξαναβρώ!»
Το επόμενο καραβάκι θα αργούσε να φύγει τόσο που θα έχανε τα ίχνη της μάγισσας, γιατί περί μάγισσας πρόκειται όταν μέσα σε λίγα λεπτά σου αποσπά όλες σου τις σκέψεις και τους προβληματισμούς. Αποφάσισε λοιπόν να φάει πέστροφα σ’ ένα από τα μαγαζάκια του νησιού, μιας και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Παρήγγειλε αλλά όταν είδε το δεύτερο καραβάκι να ετοιμάζεται να σαλπάρει, άφησε 10.000 δραχμές στο τραπέζι, ακόμα δεν είχε μπει στη ζωή μας το ευρώ, περισσότερο από ότι θα του στοίχιζε το φαγητό και επιβιβάστηκε με μια κρυφή ελπίδα, να τη συναντήσει κάπου στο Μόλο. Τελικά όταν έφτασε στην ακτή κατάφερε να σκεφτεί λίγο λογικά και άρχισε να γυρνάει στα παραλιακά ταβερνάκια. Αφού η μάγισσα δεν είχε φάει στο νησί, ίσως θα έτρωγε στην απέναντι πλευρά, μάταια όμως είχε χάσει τα ίχνη της. Έκατσε σ’ ένα ταβερνάκι στ’ αριστερά του Μόλου, παρήγγειλε εκ’ νέου μια πέστροφα και μια μπύρα. Μετά από μια ώρα στο τραπέζι του βρισκόταν μισή πέστροφα και τρία κενά μπουκάλια μπύρας. Πλήρωσε και γύρισε σπίτι. Κόντευαν μεσάνυχτα, ο θείος του είχε ξάπλωσε, η ξαδέρφη του ήταν στην κουζίνα.
«Μεγάλη βόλτα», του είπε, «τουλάχιστον άξιζε;»
«Άξιζε και με το παραπάνω».
«Όταν λες κάτι τέτοια, γυναίκα είναι στη μέση».
«Νεράιδα. Καληνύχτα ξαδερφούλα θα τα πούμε αύριο».
Την άλλη μέρα παρά την κούραση του, σηκώθηκε πρωί, ντύθηκε και κατέβηκε στην πόλη. Χάζεψε λίγο στην αγορά τις βιτρίνες, μπήκε σε κάτι στενά και γύρισε στο σπίτι. Ήδη είχε σηκωθεί και η ξαδέρφη του.
«Θα πιεις καφέ;»
«Απορώ γιατί το συζητάς!»
«Λέω μήπως ήπιες».
«Εμείς οι δημοσιογράφοι ζούμε με τον καφέ».
Έπιναν τον καφέ τους και συζητούσαν, ήταν καλοί φίλοι έστω κι αν συναντιόνταν αραιά και που.
Για πες μου για τη χτεσινή σου έξοδο», τον ρώτησε όλο αγωνία.
«Συνάντησα μια νεράιδα μες τη λίμνη».
«Μες τη λίμνη;»
«Κυριολεκτικά. Η τύχη όμως χτες δεν ήταν με το μέρος μου».
«Μην ανησυχείς και στο τέλος του μήνα θα σου γνωρίσω την καλύτερη μου φίλη».
«Γιατί στο τέλος του μήνα;»
«Γιατί έφυγε σήμερα το πρωί για το χωριό, είναι κόρη μεγαλοκτηματία».
«Αα!»
«Όχι Αα! Αν την δεις θα σου αρέσει σίγουρα. Αν και νομίζω στην είχα γνωρίσει, την είχα φέρει στην εφημερίδα πριν χρόνια».
«Νομίζω τη θυμάμαι λίγο».
«Τέλος πάντων, μέχρι τότε θα σε ξεναγήσω εγώ στην πόλη».
Έτσι κι έγινε, για μια βδομάδα περίπου ο Φαίδωνας και η ξαδέρφη του γύριζαν στην πόλη, έκαναν περιπάτους, περιηγούνταν τη μία ταβέρνα μετά την άλλη και επέστρεφαν στο σπίτι ξημέρωμα. Ο νεαρός δημοσιογράφος είχε συλλέξει αρκετές πληροφορίες για το θέμα του. Το Φαίδωνα όμως τον είχαν κουράσει τα Γιάννενα, για έναν περίεργο λόγο, ίσως να έφταιγε η μάγισσα του, που τόσες μέρες δεν κατάφερε να τη δει πουθενά. Ήταν σίγουρος πως δε θα την ξανάβλεπε. Ίσως να ήταν επισκέπτρια στην πόλη, όπως κι αυτός. Για το λόγο αυτό αποφάσισε να γυρίσει με το αμάξι του διάφορα μέρη. Πήγε για λίγες μέρες στην Κέρκυρα, μετά επισκέφθηκε το Μέτσοβο, την Κόνιτσα, τα Ζαγοροχώρια, το Καλπάκι, το Ζάλογγο κι άλλα συνοριακά χωριά, όπως τη Μολυβδοσκέπαστη. Η εκδρομή του πήρε τέλος μετά από δύο βδομάδες. Το βράδυ που γύρισε στο σπίτι, δεν βρήκε κανέναν σε αυτό, αλλά δεν τον ένοιαξε κιόλας. Ήταν αρκετά κουρασμένος, ξάπλωσε και κοιμήθηκε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
«Καλημέρα ξάδελφε, εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει».
«Καλημέρα» είπε και πήγε να ρίξει λίγο νερό στα μούτρα του.
«Πως πέρασες;»
«Όμορφα».
«Να ετοιμάσω πρωινό;»
«Ναι, τι εννοούσες ότι η τύχη μου δουλεύει;»
«Γύρισε η Δήμητρα απ’ το χωριό».
«Ποια είναι η Δήμητρα;»
«Η φίλη μου. Ξύπνα ντε!»
«Μμμ!»
«Μάλιστα μου είπε ότι θέλει να σε ξαναδεί, σε θυμάται από τότε στην εφημερίδα, γράφει κι αυτή σε τοπικές εφημερίδες και θέλει να γίνεις ο δάσκαλος της».
«Ο μέντοράς της, μάλλον».
«Τι ακεφιές είναι αυτές, το βραδάκι να είσαι έτοιμος. Οχτώ η ώρα μας περιμένει».
«Θα είμαι πανέτοιμος» είπε γελώντας.
Οχτώ παρά τέταρτο ήταν στην πένα ντυμένος.
«Όπως πάντα τέλειος», παρατήρησε η ξαδέρφη του, «έχεις κάτι στο μυαλό σου;»
«Μάλλον εσύ έχεις κάτι στο μυαλό σου, μα είμαι πολύ περήφανος που θα είμαι ο συνοδός σου».
Κλείδωσαν την πόρτα, ανέβηκαν στο μηχανάκι της ξαδέρφης του και σε δυο λεπτά έφτασαν κοντά στο Μόλο, στο σημείο που οι περισσότεροι αφήνουν τις μηχανές τους. Προχώρησαν κι ενώ έφτασαν προς τα δύο κορίτσια που τους περίμεναν, ο Φαίδωνας κοντοστάθηκε. Όταν είδε μια κοπέλα με μπλε φούστα ως το γόνατο, άσπρο πουκάμισο και το μαλλί λιτό.
«Η ξανθούλα μου» μονολόγησε. «Αυτή τη φορά πρέπει να είμαι προσεκτικός».
Η ξαδέρφη του τους σύστησε.
«Από δω η Δήμητρα, η φίλη της η Μυρσίνη κι από δω ο Φαίδωνας, εμένα με γνωρίζετε».
«Κι εσένα και τη νεράιδα της λίμνης» είπε ο Φαίδωνας, που τώρα βεβαιώθηκε για τα καλά.
Την είχε γνωρίσει πριν έξι περίπου χρόνια, στην ηλικία των 17 χρονών. Την τρυφερή ηλικία που τα κορίτσια είναι παιδιά και γυναίκες ταυτόχρονα. Κλαίνε για το γατάκι τους που πέθανε, αν κι αυτό μπορεί να συμβεί και σε μεγαλύτερη ηλικία και είναι έτοιμες να σου δώσουν και να καρπωθούν τον έρωτα. Βέβαια είχε αλλάξει αρκετά. Ίσως να ήταν και το μακιγιάζ. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή και το δερματάκι της είχε το χρώμα του γάλακτος. Τα μάτια της γαλάζια, το μαλλί να ξανθίζει και με αρκετές καμπύλες.
«Λοιπόν Δήμητρα», είπε ο Φαίδωνας, «θα γίνετε ξεναγός μου;»
«Γιατί όχι;» του απάντησε χαμογελώντας του ντροπαλά.
Κι ενώ η Μυρσίνη μιλούσε με την Αμαλία, η Δήμητρα και ο Φαίδωνας προχώρησαν λίγο κι ο ένας κρυφοκοίταζε τον άλλο, ξεχνώντας τον κόσμο που βρισκόταν δίπλα τους. Γι’ αυτούς υπήρχε μόνο η λίμνη, το φεγγάρι, το κάστρο με το φωτισμένο τζαμί κι οι δύο τους.
«Τι έγινε παιδιά; Εμάς μας ξεχάσατε;» ρώτησε η Αμαλία.
«Ναι, δηλαδή όχι» απάντησε ο Φαίδωνας. «Που θέλετε να πάμε;»
«Ας πιούμε ένα καφεδάκι εδώ, στο Μόλο».
«Όπως θέλετε».
Μια ώρα έκατσαν περίπου στο cafe, είπαν εκεί όλες τις σαχλαμάρες που θα μπορούσαν να πουν με φιλοσοφικό περιτύλιγμα, αντάλλαξαν κομπλιμέντα και οι δυο τους περίμεναν να περάσει η ώρα για να μείνουν μόνοι τους.
«Να πηγαίνουμε», είπε η Αμαλία.
«Ναι, απάντησε», η Μυρσίνη, «αύριο σηκώνομαι πρωί».
«Ας πηγαίνουμε» συμπλήρωσε και η Δήμητρα.
«Εσύ όμορφη Γιαννιώτισσα δεν έχεις να πας πουθενά. Δεν είπαμε; Είσαι η ξεναγός μου και πρέπει να μου γνωρίσεις την πόλη σου».
«Την πόλη μου;»
«Χμ, δική σου δεν είναι, δεν την έχεις σκλαβωμένη με την ομορφιά σου;»
Η μικρή γέλασε και του έκανε μία συγκαταβατική κίνηση με το κεφάλι και τα μάτια που σήμαινε ναι, θα σε ξεναγήσω. Η υπόλοιπη παρέα, είχε ήδη φύγει.
«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν Φαίδωνα, από πού θέλεις ν’ αρχίσουμε;»
«Από όπου προτιμάς, αν και σήμερα θα ήθελα να γνωρίσω τη νυχτερινή ζωή».
«Ωραία ας ξεκινήσουμε απ’ την ‘Κυρά Φροσύνη’».
«Μα δεν την έπνιξε ο Αλής;»
Του χαμογέλασε επικριτικά.
«Σου αρέσει να αστειεύεσαι συνέχεια. Το bar εννοώ και μη σπαταλάς το χρόνο σου, γιατί έχουμε μπροστά μας μόνο μια ’βδομάδα».
«Η ζωή είναι μικρή, γιατί να τη βλέπουμε τόσο μονότονα; Μια εβδομάδα όμως, γιατί;»
«Γιατί μετά θα πάω στο χωριό για το υπόλοιπο καλοκαίρι».
Αν και το τελευταίο τον στενοχώρησε, το ξέχασε αμέσως και ακολούθησε την όμορφη συνοδό του. Ξεκίνησαν απ’ την ‘Κυρά Φροσύνη’, συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο. Έπιναν και κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ο barman που ήταν νέος αλλά το μάτι του έκοβε, τους διέκοψε.
«Εσείς σε λίγο θα φαγωθείτε με τα μάτια».
«Για τέτοια μάτια ας φαγωθείς» είπε ο Φαίδωνας.
«Δεν έχεις άδικο!»
«Μιας και συμφωνείς πιες ό,τι θέλεις, κερασμένο» του πρότεινε, μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Η συζήτηση συνεχίστηκε μεταξύ πότε των δύο και πότε των τριών, στο ίδιο τέμπο κι αφού η ώρα κόντευε δύο κι είχαν πιει περισσότερο απ’ ότι η περίσταση δικαιολογούσε, κατευθύνθηκαν προς την κεντρική πύλη του κάστρου. Εκεί άραξαν σ’ ένα παγκάκι όπου με τη συζήτηση έμελλε να τους βρει το πρωί.
«Ξέρεις, θέλω να σου ζητήσω συγνώμη για τον τρόπο που φέρθηκα στο καραβάκι».
«Ξέχνα το, δεν ήταν και τόσο άσχημο».
«Ήταν λίγο, αλλά πρέπει να σου πω ότι λειτούργησα σπασμωδικά, γιατί όταν σ’ είδα, τα έχασα και δεν ήξερα πώς να σε προσεγγίσω».
«Μιλάς το ίδιο όμορφα όπως γράφεις...»
«Μη συγκρίνεις ανόμοια πράγματα, στην εφημερίδα γράφω με τη λογική, εδώ μιλώ με την καρδιά».
«Δηλαδή δεν υπάρχει λογική στα όσα λες;»
«Και στα όσα κάνω; Αν υπήρχε θα ήμουνα απόψε με μια μάγισσα;»
Χαμογέλασε με τον δικό της τρόπο, τον τρόπο που συσπούσε τη γουβίτσα στο πηγούνι και σαγήνευε ακόμα περισσότερο το νεαρό δημοσιογράφο. Έτσι με κομπλιμέντα και πάσης φύσεως συζητήσεις για την προσωπική ζωή του ενός και του άλλου, για τις θεωρίες τους, τις διασκεδάσεις τους, ακόμα και την καθημερινότητά τους. Τους βρήκε ο ήλιος στο παγκάκι, τον έναν στην αγκαλιά του άλλου με πρόφαση την ψύχρα, που φυσικά υπήρχε. Όμως το αγκάλιασμα οφειλόταν αλλού.
«Ξημέρωσε», είπε η Δήμητρα.
«Θέλεις να πηγαίνουμε;»
«Ναι, μήπως και δεν με δουν όλοι στη γειτονιά τι ώρα γυρνάω».
«Και τι σε πειράζει;»
«Η τοπική κοινωνία εδώ είναι αλλιώς, όσο κι αν δείχνει προοδευτική».
«Βάζεις πάνω απ’ τον εαυτό σου την κοινωνία;»
«Όχι, αλλά ζω σε αυτήν».
«Υποσχέσου μου τουλάχιστον πως θα σε δω το πρωί».
«Αυτό μπορώ να στο υποσχεθώ με σιγουριά, γιατί συμβαίνει ήδη».
Γέλασαν και οι δύο. Όταν έφτασαν στο σπίτι της, τη φίλησε στο μάγουλο για πρώτη φορά και τελευταία σ’ αυτό το σημείο και της είπε. «Στις δώδεκα στο Μόλο για καφέ».
«Μα κοντεύει εφτά!»
«Εσύ μου είπες ότι η κλεψύδρα του χρόνου μετράει για μας».
«Ε, εντάξει».
…
Βρισκόταν στο Μόλο απ’ τις έντεκα και μισή και την περίμενε. Εκείνη έφτασε με ένα τέταρτο καθυστέρηση. Ήταν έτοιμος να τη μαλώσει, μα μόλις την είδε το μόνο που είπε ήταν.
«Ξεκουράστηκες;»
«Αρκετά», απάντησε από ευγένεια και μόνο, μιας και με δυσκολία κρατιόταν στα πόδια της.
Εφόσον ήπιαν τον καφέ τους, χαζεύοντας πότε την λίμνη και πότε ο ένας τον άλλον, αποφάσισαν να πάνε για φαΐ. Ο Φαίδωνας πρότεινε να περάσουνε στο νησάκι, αλλά η Δήμητρα του αντιπρότεινε να τσιμπήσουνε κάτι σπίτι της, έχοντας στο νου της, αν μπορέσει να ξαπλώσει για λίγο, μιας και δεν ήτανε συνηθισμένη στην κραιπάλη, όπως ο συνοδός της, πρόθυμος πάντα για ξεφάντωμα. Έτσι κι έγινε, αυτή μαγείρεψε το πιο εύκολο φαγητό, που στην κάθε δύσκολη περίσταση οι νοικοκυρές προτιμάνε, μακαρόνια με τριμμένο τυρί. Την λίγη ώρα που εκείνη μαγείρευε ο Φαίδωνας χάζευε το υπερβολικά μεγάλο σπίτι και τον κήπο. Ο πατέρας της ήταν μεγαλοκτηματίας και ασχολούταν με την κτηνοτροφία, όπως και ο θείος του.
Το φαΐ, αν και ήταν απ’ τα λίγα που ποτέ δε χώνεψε, το βρήκε ευχάριστο, το μόνο όμως που τον ικανοποίησε πραγματικά ήταν η μπύρα απ’ την Αλσατία, που βρισκόταν στην κάβα του πατέρα της και την άνοιξε γι’ αυτόν. Η Δήμητρα αντί να ξαπλώσει για λίγο, τυλίχτηκε πάλι στη συζήτηση μαζί του. Μίλησαν για τα Γιάννενα, την Ήπειρο και κατέληξαν στον έρωτα και την αγάπη. Την περισσότερη ώρα μιλούσε εκείνη, για τα δυο πρώτα θέματα επειδή ήταν πιο ειδική και για το τελευταίο ο Φαίδωνας επειδή ήθελε να μάθει τις απόψεις της. Εκείνος έθετε ερωτήσεις κι εκείνη απαντούσε. Την παρακολουθούσε με προσοχή, εκτός των σημείων που σταμάταγε κι εκείνος έθετε εκ’ νέου ερωτήματα.
Του είπε τόσα, όσα λένε οι ηλικιωμένες στον εξομολογητή τους. Κι επειδή η γνώση είναι δύναμη, αν ήθελε θα μπορούσε να παίξει μαζί της με τους όρους του ως σημείου καταστροφής της. Ο έρωτας για αυτήν ήταν το σπουδαιότερο, σε βαθμό ιδανικού. Είχε έναν ολοκληρωμένο δεσμό με έναν συμμαθητή της απ’ το Λύκειο, που κράτησε τρία χρόνια. Ήθελε να παντρευτεί από έρωτα αλλά όχι κατ’ ανάγκη μ’ όποιον κάνει έρωτα να παντρευτεί. Για να λειτουργήσει ερωτικά χρειαζόταν συναίσθημα κι εκτίμηση για τον παρτενέρ της. Θα της φαινόταν άσχημο αν ο συνοδός της πήγαινε και μ’ άλλες, γιατί τον ήθελε μόνο γι’ αυτήν, τουλάχιστον για την περίοδο που συζούσαν. Δε θα κοιμόταν με κάποιον απ’ την πρώτη νύχτα και εν’ μια νυκτί κι ακόμα, παρά του ότι δεν ταύτιζε έναν δεσμό με το γάμο, θα ήθελε να υπάρχει ένα υποτυπώδες ξεκαθάρισμα. Αυτά ήταν μερικά από τα όσα του είπε.
Είχε φτάσει ήδη το απόγευμα και αποφάσισαν να πάνε έναν περίπατο στην όχθη της λίμνης. Η Δήμητρα, αφού φόρεσε ένα τζιν κι ένα άσπρο πουκάμισο δεμένο κόμπο στο τελείωμά του, ξεκίνησε με το Φαίδωνα. Αν και σχετικά νωρίς για ποτό πήγαν σ’ ένα bar, ακολουθώντας την ανάποδη διαδρομή, απ’ την δεξιά μεριά του Μόλου. Εκεί ο Φαίδωνας έκανε δύο τηλεφωνήματα, το ένα στην εφημερίδα και το άλλο στην ξαδέρφη του, που σε λίγο βρέθηκε κι αυτή στην παρέα τους μαζί με έναν φίλο της. Αφού ξεδίψασαν ο δημοσιογράφος είχε την ιδέα να περάσουν απέναντι στο νησάκι για φαγητό και μετά γυρίζοντας όλοι μαζί να διασκεδάσουν στην πόλη. Ο φίλος της ξαδέρφης του όμως αρνήθηκε ευγενικά και αντιπρότεινε να βρεθούν το βράδυ, ούτως ώστε να πιουν μια μπύρα στην «Πρεσβεία». Έτσι κι έγινε η Αμαλία με το φίλο της έφυγαν για το κέντρο της πόλης ενώ ο Φαίδωνας με τη Δήμητρα ξεκίνησαν για το νησάκι.
Ήταν ήδη οχτώ κι είχαν αρκετή ώρα, ως τις έντεκα και μισή που θα συναντούσαν την υπόλοιπη παρέα, τόσο για φαΐ όσο και για περίπατο. Πήγαν μαζί προς την αριστερή μεριά από εκεί που τους άφησε το καραβάκι και συγκεκριμένα στο μέρος όπου ο σουλτάνος έσφαξε τον Αλή Πασά. Έμειναν περίπου μισή ώρα, μιλούσαν για το γνωστό ζευγάρι και την ιστορία του. Στη συνέχεια προχώρησαν προς τη δεξιά πλευρά απ το σημείο, που τους άφησε το καραβάκι. Έφτασαν σε μια μονή από πέτρα, που καθώς όμως ο ήλιος χανόταν και η ρομαντική νύχτα τους κάλυπτε, δεν έδωσαν σημασία ούτε στο όνομα της, ούτε στο ρυθμό της, παρά μόνο έκατσαν σ’ ένα παγκάκι με τραπέζι που υπήρχε μπροστά απ’ αυτήν και βρισκόταν εκεί λες και τους περίμενε. Στην αρχή δε μιλούσαν, εκείνος παρατηρούσε το πουκάμισό της, που ανέμιζε ελαφρά, από τον αέρα. Η σιωπή είναι πάντα επικίνδυνη, για αυτό η Δήμητρα ξεκίνησε την κουβέντα.
«Είναι ωραία εδώ».
«Ναι, ιδιαίτερα ωραία μιας και βρίσκεσαι εδώ εσύ».
«Μα δε θα σταματήσεις ποτέ να με πειράζεις;» του είπε κάπως σοβαρά.
«Δεν σε πειράζω, μα όσο βλέπω τα μάτια σου και μυρίζω το άρωμα σου στο λιγοστό φως, γίνομαι διαφορετικός».
«Γιατί; Πως είσαι κανονικά;»
«Μονότονος».
«Φοβάσαι να αλλάζεις;»
«Αλλάζω, παραμένοντας ο ίδιος» της είπε χαμογελώντας.
Για ένα διάστημα δε μιλούσε κανένας, προσπαθώντας ο ένας να ανιχνεύσει τις σκέψεις του άλλου και να απολαύσει τη στιγμή.
«Πότε φεύγεις για το χωριό;»
«Σε πέντε μέρες».
«Αν είχαμε περισσότερο χρόνο θα στο ’λεγα αλλιώς, μα μιας και κι ο χρόνος μας πιέζει…»
«Τι;»
«Θέλεις να τα φτιάξουμε… να γίνεις το κορίτσι μου;»
Πώς το ξεστόμισε έτσι, ούτε αυτός το κατάλαβε μα ήταν ολότελα ειλικρινής μαζί της εκείνη τη στιγμή. Ήθελε να την κάνει δική του και να κερδίσει χρόνο. Πρώτη φορά λειτουργούσε έτσι, αλλά και πρώτη φορά ένιωθε έτσι για μια γυναίκα, αν εξαιρέσει κανείς κάποια παρόμοια συναισθήματα που ένιωθε κατά καιρούς για την Ξένια.
Η Δήμητρα τον κοίταξε για λίγο κι έσκασε στα γέλια. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους, αλλά δεν το περίμενε έτσι απότομα. Σταμάτησε για να μην τον προσβάλει, βγάζοντάς τον από την αμηχανία. «Είσαι πολύ γλυκός. Το ξέρεις; Και ρομαντικός». Του είπε και τον φίλησε. Έτεινε σιγά σιγά τα χείλη της προς τα δικά του, αλλά στο χρόνο τον οποίου μεσολάβησε μέχρι την ένωση αυτών, η μικρή επαρχιωτοπούλα ταξίδεψε σε όλα τα ηλιακά συστήματα κι ένας Θεός ξέρει πού αλλού ακόμα. Τα δύο χείλη κόλλησαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των φιλιών τους και ελαφριά σ’ αγαπώ κι απ’ τις δυο μεριές, που πνίγονται μέσα στο αναφιλητό.
Ουδέποτε κανείς από όσους τον γνωρίζαμε θα πίστευε ότι ο Φαίδωνας θα έλεγε τόσο εύκολα αυτή τη λέξη. Μια λέξη, που για αυτόν σήμαινε δέσμευση. Ίσα που πρόλαβαν να μη χάσουν το τελευταίο φέρυ για τα Γιάννενα. Που τους σύνδεσε με την υπόλοιπη παρέα.
«Πού πάμε;» είπε όλο κέφι ο δημοσιογράφος.
«Στην «Πρεσβεία»» απάντησε ο φίλος της ξαδέρφης του.
«Εντάξει, αλλά κερνάω εγώ».
«Καμιά αντίρρηση».
Στην «Πρεσβεία» σε έναν αρκετά ωραία διακοσμημένο χώρο, ο Φαίδωνας πρότεινε και οι άλλοι συμφωνούσαν. Στην αρχή ήπιαν μια Mc Farland, ιρλανδέζικη μπύρα* με 7% αλκοόλη. Εν’ συνεχεία ήπιαν μια CIMEY μοναστηριακή ίδιου τύπου. Οι άντρες έκλεισαν με τη γνωστή στους πιλότους Fliegerbier με 12% αλκοόλη. Ενώ απέφυγαν να πιούνε και μια ακόμα, μαύρη καπνιστή μπίρα Βαυαρίας, που πρότεινε ο φίλος της ξαδέλφης του.
Βγαίνοντας από ’κει η Αμαλία με το συνοδό της είπαν να φύγουν, μα ο Φαίδωνας τους προσκάλεσε για λίγη ακόμα πόση στα «ναυτάκια». Ένα bar, που ήδη είχε επισκεφτεί και βρισκόταν στο τέλος του κάστρου, κοντά στη λίμνη. Βρέθηκαν εκεί, αφού επιβιβάστηκαν σ’ ένα ταξί. Στην αρχή έκατσαν έξω, είχε περάσει η ώρα των ξένων τραγουδιών, που ο δημοσιογράφος μας άκουγε κι είχαν αρχίσει τα σύγχρονα ελληνικά. Παρήγγειλαν μεζέ και ούζα κατά παραγγελία του Φαίδωνα. Ο ίδιος κι ο φίλος της Αμαλίας έπιναν, ήπιε και η Δήμητρα λίγο. «Εβίβα» ακούγονταν συνέχεια στο τραπέζι τους, ώσπου η Αμαλία με το φίλο της έφυγαν. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν το ανακάτεμα των ποτών τον οδήγησε σε έναν μεγαλοπρεπή εμετό, όπως το πρωί έμαθε ο Φαίδωνας από την ξαδέλφη του δεχόμενος την επίπληξη της.
Το ζευγάρι εισχώρησε στο εσωτερικό του μαγαζιού λόγω της ψύχρας. Εκεί υπήρχαν άλλες τρεις παρέες, δυο μικρές και μια μεγαλύτερη με νεαρά άτομα λιώμα απ’ το μεθύσι, που ζητούσαν συνεχώς στον ‘D.J.’ δημοτικά τραγούδια όπως το «Άσπρο τριαντάφυλλο», «Στο μύλο να μην πας» και το «Μαύρα μάτια στο ποτήρι, γαλανά στο παραθύρι». Εκείνο το βράδυ ο Φαίδωνας, που πάντα είχαμε διαφωνία στο θέμα της μουσικής, αφού αγαπούσε την ξένη, όπως τους U2, τους REM τον Sting και άλλους, ανάμεσά τους και κάποιους γαλλόφωνους όπως τον Johnny Hallyday άρχισε να καταλαβαίνει τι εννοούσα όταν του έλεγα, ότι η μουσική της χώρας σου και ιδιαίτερα της περιοχής σου, σε φέρνει σε επαφή όχι μόνο με την ιστορία του τόπου σου και του παρελθόντος, αλλά και με τους ίδιους σου τους προγόνους. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, που όχι απλά κάθε περιοχή έχει διαφορετική μουσική, αλλά ακόμα και κάθε χωριό, όπως το Ζαγόρι, το Πωγώνι, η Ζίτσα. Κάτι που θα αντιλαμβανόταν καλύτερα ένα μήνα αργότερα, όταν μέσω της Δήμητρας θα γινόταν μέρος αυτής της μουσικής. Εν’ συνεχεία ανέβηκαν όλες οι παρέες μαζί και το ζευγάρι μας σ’ ένα σκοτεινό πατάρι στον δεύτερο όροφο όπου άρχισαν τα ελληνικά, λαϊκά τραγούδια, απ’ τις αυθεντικές φωνές, των Καζαντζίδη, Διονυσίου, Αγγελόπουλου, σ’ εκείνο το πατάρι έκλεισε η βραδιά μ’ ένα ζεϊμπέκικο του Φαίδωνα, που ξεσήκωσε όλες τις παρέες και έκανε τους θαμώνες να τον χειροκροτήσουν.
Όταν πια ήταν εφτά παρά τέταρτο το ζευγάρι μας βρισκόταν στο γυρισμό. Η Δήμητρα του είπε:
«Ξέρεις πολλά από μπύρες».
«Το κατά δύναμιν».
«Λες και είσαι γερμανός».
«Οι βέλγοι έχουν τα πρωτεία στις μπύρες».
«Βέλγος τότε».
«Έτσι μπράβο», της απάντησε, «αγγίζοντάς της τη μύτη».
«Πίνεις πολύ όμως».
«Κακές συνήθειες του επαγγέλματος και της μοναξιάς», είπε με κάποια καθυστέρηση.
«Δεν πρέπει».
«Ανησυχείς για μένα;»
«Η αλήθεια είναι…»
«Πρώτη φορά ανησυχεί κάποιος για μένα, για την υγεία μου δηλαδή. Αλλά για το χορό δεν είπες τίποτα;»
«Ήσουν καταπληκτικός στο χορό».
«Και στις μπύρες».
«Και στις μπύρες» του είπε και χάθηκε μέσα στα φιλιά του.
Η Δήμητρα δεν το ήξερε, αλλά χόρεψε για εκείνη. Ένα χορό που πρώτη φορά δοκίμαζε και που είχε ξεσηκώσει γι’ αυτόν όλες τις φιγούρες των φίλων του, μαζί με τις δικές μου εκείνο το βράδυ.
Όταν χώρισαν κατευθύνθηκε προς το σπίτι του θείου του, που ελάχιστα είχε δει. Άρχισε να σκέφτεται σοβαρά αυτό που της είπε. Ήταν η πρώτη φορά που νοιαζόταν κάποιος για εκείνον. Αναλογίστηκε πόσο μόνος ήταν τόσο καιρό, δεν είχε κανέναν να μοιραστεί τις σκέψεις του, εκτός των αναγνωστών του. Μήπως για αυτό είχε διαλέξει αυτό το επάγγελμα; Μήπως ένιωθε τόσο μόνος που χρειαζόταν κάποιους για να μιλάει; Τους αναγνώστες του! Πέντε χρόνια δούλευε συνέχεια ή συναντούσε φίλους ή πιο σωστά γνωστούς και έπιναν ασταμάτητα, για αυτό είχε αναπτύξει και τέτοια ανοχή στο ποτό. Η ζωή όμως δεν μπορεί να είναι μόνο δουλειά και κραιπάλη. Αν ήθελε να επιβιώσει έπρεπε να κατεβάσει ρυθμούς. Ήδη ήταν πετυχημένος στη δουλειά του, ήδη είχε ξεσαλώσει αρκετά στη ζωή του. Τώρα έπρεπε να πατήσει φρένο. Έπρεπε να μειώσει το ποτό, που ίσως ήταν λύση στη μοναξιά του. Άλλωστε το ήξερε κι ο ίδιος πως οι δημοσιογράφοι ήταν μόνοι, ακόμα κι αν ζούσαν με κάποιον. Και τα νούμερα ήταν δυσοίωνα για αυτούς. Άγχος, τσιγάρο, ποτό, τρέξιμο, τους έπαιρνε νωρίς από τη ζωή ή τους άφηνε κάποια αναπηρία, καρδιοπάθειες, καρκίνοι έδιναν κι έπαιρναν στο δημοσιογραφικό χώρο, σε μεγαλύτερο ποσοστό από τον μέσο όρο. Και το κορίτσι αυτό θα μπορούσε να του αλλάξει πορεία πλεύσης, όμως αυτός τι θα ήταν για αυτό το κορίτσι; Τι θα μπορούσε να του χαρίσει;
*μπύρα : γράφεται μπίρα, αλλά προτίμησα τον ανορθόγραφο αλλά επικρατέστερο τύπο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Το άλλο μεσημέρι έμαθε απ’ την ξαδέρφη του, όπως ήδη αναφέραμε, ότι ο φίλος της ξερνοκόπαγε σπίτι της όλη νύχτα.
«Ευτυχώς δεν ήταν ο θείος σου στο σπίτι».
Ο Φαίδωνας άρχισε να γελά.
«Πώς κι όταν ήρθα δεν βρήκα ίχνος απ’ τις εξαγωγές;»
«Εγώ το ξέρω», του απάντησε. «Μα πες μου, τι γίνεται μ’ εσένα και τη Δήμητρα;»
«Περνάμε ωραία».
«Αυτό είναι μόνο;»
«Μόνο; Το να περνάει κάποιος ωραία το θεωρείς ‘‘μόνο’’! Ξέρεις πολλούς να περνάνε ωραία; Στο σημερινό σύστημα που ως κι ο τελευταίος είναι αναγκασμένος να σκοτώνεται στη δουλειά, που ο γονιός δε βλέπει το παιδί του και αντιστρόφως. Που ο έρωτας συρρικνώνεται σε επίπεδο αγγαρείας, το βρίσκεις μόνο;»
Από εκεί άρχισε και έφτασε στον έρωτα και το κατεστημένο, που ο Φαίδων πίστευε ότι επειδή ο έρωτας είναι κάτι το επαναστατικό, κάτι έξω από όρια και τους φραγμούς είναι και ενάντια στο status quo και γι’ αυτό όσοι ‘κυβερνούν’ τον κόσμο προσπαθούν και έχουν πετύχει εν’ μέρη, την ενοχοποίηση του. Άρα και τον περιορισμό του. Κι έπεισε και την ξαδέρφη του γι’ αυτά, όπως είχε πείσει κι εμένα πρωτύτερα, με τα όμορφα λόγια που ήξερε να χρησιμοποιεί.
«Καλά, δεν σε ρωτάω αυτό όμως», του είπε η ξαδέλφη του. Αφού συζήτησαν για λίγο ακόμα, πήγαν για ύπνο.
Όταν ο Φαίδωνας συμπλήρωσε τον μισό απ’ τον ύπνο που χρειαζόταν σηκώθηκε, κατέβηκε στο περίπτερο, πήρε κάτι χάρτες και όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν και γυρνώντας πίσω, τις ξεφύλλισε. Δε βρήκε τίποτα το ενδιαφέρον, αν και υπήρχαν γεγονότα που κάτω από άλλες συνθήκες θα τον ενδιέφεραν. Η ξαδέρφη του όταν ξύπνησε τον βρήκε να ασχολείται με τους χάρτες.
«Αποφάσισες να γίνεις εξερευνητής;» Του είπε, ενώ χασμουρήθηκε.
«Ίσως», της απάντησε χωρίς να της δώσει πολλή σημασία. Μετά από λίγο του ξαναμίλησε.
«Τι κάνεις; μ’ αυτούς τους χάρτες;»
«Ε!»
«Τι ε, ήρθες να μας δεις, αλλά ούτε που μας προσέχεις», φώναξε δυνατά μες το αυτί του.
«Μη φωνάζεις, έχεις δίκιο».
«Τι συμβαίνει Φαίδωνα;»
«Μη μου πεις πως δεν κατάλαβες; Δεν το βλέπεις είμαι ξετρελαμένος με τη φίλη σου. Ζω για αυτήν, την αγαπώ».
«Παναγιά μου, τι παραλήρημα! Κι εγώ που νόμιζα πως δε θα ’λεγες ποτέ αυτή τη λέξη. Αν και πιστεύω πως είναι ένας ενθουσιασμός, εσύ ζεις κι αναπνέεις για τη δημοσιογραφία. Αυτή είναι η μοναδική σου ερωμένη, και πρόσεχε γιατί όταν μπαίνει και δεύτερη στη ζωή σου τα πράγματα γίνονται σκούρα. Μια από τις δυο θα γίνει δεύτερη και τότε…»
«Ως τώρα ίσως! Μα όχι πια και ναι ούτε εγώ το νόμιζα, μα να την είπα και την εννοώ».
«Εσύ, που με κάθε κοπέλα, ήσουν ωραία περάσαμε κι έξω απ’ την πόρτα μας, δάγκωσες τη λαμαρίνα;»
«Ακριβώς όπως το λέει κι αυτός ο τοπικός τραγουδιστής σας, ο πως το λένε ο Κιτσάκης, δάγκωσα τη λαμαρίνα».
«Να τα μας. Έμαθες και τον πως τον λένε Κιτσάκης. Και δεν είναι τοπικός, είναι πανελλήνιος!»
«Καλά. Και θα σου πω κι ένα μυστικό, μα μην το αποκαλύψεις στη φίλη σου».
«Τι είναι;»
«Πες μου πως δεν θα το μαρτυρήσεις».
«Παιδιά είμαστε τώρα;»
«Ωραία, αν όλα συνεχιστούν έτσι και πάνε καλά, έχω κατά νου να το προχωρήσω ως το τέρμα».
«Α στο διάολο».
«Θα σου έλεγα να πας, αλλά θα συγκρατηθώ».
«Δηλαδή, δηλαδή εννοείς το γάμο;»
«Ναι, αλλά μην πεις τίποτα στη φίλη σου».
Αυτός, που μέχρι πριν λίγο είχε διαγραμμένη τη λέξη «αγάπη» απ’ το λεξικό του να μιλάει για γάμο. Καημένη Δήμητρα, ευτυχώς που δεν το ξεστόμισε σε σένα. Αφού τέλειωσε τη συζήτηση με την Αμαλία, ασχολήθηκε με το αμάξι και τα οικονομικά του, γιατί την άλλη μέρα σκόπευε να φύγει με τη Δήμητρα για μια τριήμερη εκδρομή σε μέρη, που ήδη είχε πάει και σε άλλα που δεν είχε επισκεφτεί, αλλά επειδή πριν το αύριο προέχει το σήμερα, μετά τις δουλειές του, τηλεφωνήθηκε με τη νεράιδα του, όπου μίλαγαν για δυο ώρες και το βραδάκι συναντήθηκαν στο Μόλο. Έκαναν μερικές βόλτες και στη συνέχεια πήγαν σε μια παραλιακή ταβερνούλα, αριστερά του κάστρου. Υπήρχαν πολλές ταβέρνες η μία κολλητά δίπλα στην άλλη. Αυτοί διάλεξαν εντελώς τυχαία το ‘Κύμα’. Εκεί τους συνάντησα εγώ εκείνο το βράδυ, μαζί με της ιταλικής καταγωγής συνοδό μου. Ο Φαίδωνας ήταν με τη Δήμητρα, και δεν είχε μάτια για άλλη. Ο Φαίδων, ήταν ένας γόης, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι σεβόταν και τιμούσε τη φιλία. Όταν μας είδε, μας κάλεσε αμέσως στο τραπέζι του. Κοίταζε τη Δήμητρα στα μάτια, δεν έχανε ευκαιρία που να μην της κάνει κομπλιμέντο ενώ στην ιταλίδα συνομιλούσε τυπικά, στα αγγλικά και στα ιταλικά που γνώριζε κατά τι καλύτερα από εμένα, μόνο και μόνο για να μην την προσβάλει.
Όταν οι γυναίκες πήγαν στο μπάνιο να φρεσκαριστούν, μου εκμυστηρεύτηκε ότι την αγαπάει και μόνο από ευγένεια με συγχάρηκε για τη συνοδό μου, ενώ είχε λόγια και μάτια μόνο για τη καλή του. Μάλιστα μ’ έκανε να ντρέπομαι, που δεν είχα νιώσει ποτέ τόσα πολλά για μια γυναίκα, τουλάχιστον μέχρι τότε. Πριν έρθουν πίσω οι κοπέλες με έβαλε να του γράψω ένα ποίημα για τη Δήμητρα, αν και μπορούσε κι ο ίδιος να γράψει και ίσως καλύτερα από ’μένα. Επειδή όμως με εμπιστευόταν αρκετά κι επειδή ήδη είχε πιει πολύ, έβαλε εμένα. Δεν συνήθιζα να γράφω κατά παραγγελία ποιήματα, αλλά το Φαίδωνα τον εκτιμούσα μα και τον λυπήθηκα εκείνη τη στιγμή, βουτηγμένο όπως τον έβλεπα στον έρωτα, που κανονικά θα έπρεπε να με χαροποιεί μια τέτοια κατάσταση για τον οποιοδήποτε φίλο. Έτσι του σκάρωσα ένα οκτάστιχο, που της απήγγειλε την άλλη μέρα. Ένα οκτάστιχο εντελώς απλό που εκτός τον πρώτο στίχο και ίσως τη λέξη «μάγισσα», που άκουσα το Φαίδωνα να αποκαλεί την καλή του, θα μπορούσε να αφιερωθεί σε οποιαδήποτε γυναίκα. Το ποίημα είχε ως εξής.
Άγγελε μου, που ξανθίζεις
και τον κόσμο μου φωτίζεις.
Δήμητρα είναι τ’ όνομά σου,
μ’ Αφροδίτης η ματιά σου.
Μάγισσα από τη λίμνη,
αχ! γιαννιώτισσα Φροσύνη.
Μάγισσα και τι θα κάνω;
Θα γλιτώσω ή θα πεθάνω;
Μετά και το ποίημα, που του παρέδωσα σε μια χαρτοπετσέτα, ο Φαίδωνας πλήρωσε. Προχωρήσαμε μαζί ως το λούνα πάρκ που βρισκόταν στις όχθες και χωρίσαμε. Εγώ με τη συνοδό μου κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο, ενώ ο Φαίδωνας με τη Δήμητρα ανέβηκαν προς το κάστρο τους. Οι δυο τους βρίσκονταν στο γνωστό τους παγκάκι, άρχισαν να συζητάν ένα σωρό πράγματα, μέχρι τη στιγμή που η Δήμητρα του είπε:
«Την αγαπάω αυτήν την πόλη».
«Κι εγώ την αγάπησα, χάρη σε εσένα».
«Θα ’θελα να ζήσω σ’ αυτήν ακόμα κι όταν θα παντρευτώ» και στο νου της ως σύζυγο είχε το Φαίδωνα.
«Δε θα με ένοιαζε πολύ πού θα ζούσα, αρκεί να ’χα καλή παρέα» και σκεφτόταν τη Δήμητρα, «μα η δουλειά μου, μου επιβάλει την Αθήνα».
«Θα μπορούσες να θυσιάσεις για κάτι άλλο την καριέρα σου;»
«Γιατί άλλο;»
«Για μια γυναίκα ας πούμε».
«Δεν ξέρω, δε νομίζω… ίσως».
«Εγώ θα μπορούσα», του είπε.
«Δηλαδή θα μπορούσες να ζήσεις στο χειρότερο μέρος του κόσμου, για το χατίρι κάποιου; Θυσιάζοντας τα πάντα;» ρώτησε λες και ξύπνησε από λήθαργο.
«Ναι», απάντησε με σιγουριά η Δήμητρα. «Εγώ θα μπορούσα» συνέχισε πιο έντονα, αφήνοντας μομφή για εκείνον.
«Μπορεί, αλλά σαν δημοσιογράφος που είσαι θα σου πρότεινα, μιας και είναι και η μόνη λογική επιλογή, αν θέλεις να κάνεις μεγάλη καριέρα, να έρθεις στην Αθήνα».
«Εγώ μπορώ να ζήσω στην Αθήνα. Εσύ μπορείς να ζήσεις εδώ;»
«Ε», κατάλαβε πως είχε πέσει σε παγίδα, πως η συζήτηση ήταν υποθετική και το μόνο που έπρεπε να απαντήσει ήταν ψέματα, αλλά τώρα ήταν αργά.
«Ξέχνα το, ασυναρτησίες απ’ το ποτό και τη νύχτα».
«Μ’ αρέσουν οι ασυναρτησίες σου, μ’ αρέσεις εσύ, μ’ αρέσει κι η νύχτα μαζί σου» της είπε και χαϊδεύοντας απαλά το χέρι της, έτεινε τα χείλη του προς τα χείλη της.
«Σ’ αρέσω;» τον ρώτησε και κλείνοντας τα μάτια της, τον φίλησε με πάθος στα χείλη.
«Με τρελαίνεις νεράιδα» απάντησε όταν μπόρεσε κι όταν ήδη είχε βάλει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της.
Από εκείνη τη στιγμή δεν ακούγονταν πια λόγια, η στιγμή ήταν ιερή, είχε αρχίσει η λειτουργία της ψυχής, του σώματος και της καρδιάς τους. Αυτός τη φίλησε σε όλο το σώμα, την άγγιζε στα επίμαχα σημεία, που τα προηγούμενα βράδια φανταζόταν πως τα φιλούσε. Έπαιζε στην πλάτη της με αργές κινήσεις του στόματος και των χεριών κι έκλεινε πάντα με φιλιά στο στόμα. Εκείνη για πρώτη φορά τόσο δυναμική, ίσως επειδή δεν ήταν από το ίδιο μέρος, ίσως επειδή τον αγαπούσε στ’ αλήθεια, ίσως γιατί την ντόπαρε με τα κομπλιμέντα. Τον φιλούσε όπου μπορούσε κι όταν της δινόταν η ευκαιρία, στα χείλια. Με τα χέρια της έκανε ένα άλλο παιχνίδι, τον άγγιξε απαλά στο σώμα έτσι που τον μαγνήτιζε. Όταν τον άγγιξε εκεί που συνήθως υπάρχει ένα φύλλο, έμεινε περισσότερο και κατάφερε να τον αποσυντονίσει για μερικά δευτερόλεπτα. Φτάνοντας στα ουράνια και πριν συνεχίσουν και πάλι τις αγάπες τους, της είπε.
«Θα μπορούσα!»
«Τι;» τον ρώτησε η Δήμητρα.
«Να ζήσω οπουδήποτε».
«Σςςς,» ψιθύρισε χαμογελώντας.
Πώς το ξεστόμισε κι αυτό, ίσως γιατί βρισκόταν στη συγκεκριμένη στιγμή, με όλη του τη δύναμη και τις αντιστάσεις του χαμένες. Τη φιλούσε αργά, αργά απ’ το λαιμό προς το πρόσωπο, τη φίλησε και στα μάτια.
«Όχι εδώ» του είπε.
«Γιατί;»
«Σημαίνει χωρισμό».
«Τι μπορεί να μας χωρίσει;» αναρωτήθηκε.
Όταν βρέθηκαν στη γη ξανά, κι ενώ αυτή ίσαζε το μαλλί της κι αυτός προσπαθούσε να στερεώσει τη γραβάτα του, που τελικά κατέληξε στην τσέπη του, σκέφτηκε να της πει πάλι ότι θα μπορούσε να ζήσει οπουδήποτε, μα το απόφυγε και της είπε.
«Μη φύγεις για το χωριό».
«Δεν μπορώ, επιβάλλεται».
«Και θα μ’ αφήσεις μόνο;»
«Είναι κάποιες οικογενειακές υποχρεώσεις, μετά πρέπει να βοηθήσω τον πατέρα μου και…»
«Όλα για τους άλλους, όλα για να μην τους στενοχωρήσεις. Νομίζω ότι δεν ορίζεις τη ζωή σου!»
«Ποιος την ορίζει;»
«Δε θέλω να φιλοσοφήσω. Για τη δική σου ζωή μιλάμε, γιατί δεν την παίρνεις στα χέρια σου;»
«Τόσες μέρες τι κάνω;»
«Τόσες μέρες», και συνεχίζοντας, «αλλά κι αυτές έχουν μια ημερομηνία λήξεως» της απάντησε, ενώ η σκηνή διαδραματιζόταν με τους πρωταγωνιστές όρθιους.
«Μπορώ τουλάχιστον να σου υποσχεθώ τρεις μέρες στο τέλος του μήνα».
«Τρεις μέρες! Δήμητρα δεν είναι θέμα οι τρεις μέρες, ίσως ούτε καν εγώ, αλλά δες, ασχολείσαι με τη δημοσιογραφία, κι αντί να έρθεις στην Αθήνα, που είναι η Μέκκα της δημοσιογραφίας στη χώρα μας, ασχολείσαι με τοπικά φύλλα στα Γιάννενα. Αυτή η προσπάθεια σου, να τους ευχαριστήσεις όλους και να μην ανοίγεις τα φτερά σου, σε κρατάει δέσμια».
Η συζήτηση συνεχίστηκε ανάμεσα στα πέτρινα δρομάκια του κάστρου, το οποίο κατοικούταν, έντονα, χωρίς να υπολογίζουν αν κάποιοι εκ’ των κατοίκων της περιοχής ενοχληθούν. Αμέσως μόλις τελείωσε η συζήτηση, μετάνιωσε που της μίλησε έτσι. Αν και το έκανε, όχι για να βρει αφορμή για χωρισμό, ούτε για να την πληγώσει, αλλά γιατί την αγαπούσε και πονούσε αληθινά. Για το λόγο αυτό της ζήτησε συγνώμη όταν έφτασαν στα σκαλοπάτια του σπιτιού της και της ανακοίνωσε ότι την άλλη μέρα θα έφευγαν για εκδρομή. Η Δήμητρα του ζήτησε να την ακολουθήσει στο σπίτι της και η διαμάχη τους λύθηκε με τον κατάλληλο τρόπο.
…
Την άλλη μέρα ξεκίνησαν κοντά στις οχτώ και μισή. Πρώτος σταθμός το Μπιζάνι, δεκατρία χιλιόμετρα μακριά απ’ τα Γιάννενα. Εκεί υπήρχε το ‘Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας’ του Παύλου Βρέλλη, ένα κτίριο* παραδοσιακά κτισμένο με μορφή Αστικής Φρουριακής Αρχιτεκτονικής της Ηπείρου. Το μουσείο ήταν κέρινων ομοιωμάτων κι ο καλλιτέχνης με τα δικά του μόνο όπλα, ζωντάνευε στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Όπως έμπαινες στις σκοτεινές στοές του μουσείου το πρώτο έκθεμα ήταν ‘ο όρκος των τριών Φιλικών’, που αν το έβλεπες χωρίς να ξέρεις θα νόμιζες ότι τα πρόσωπα ήταν ζωντανά και ο όρκος δινόταν εκείνη τη στιγμή. Μέσα στα τριάντα έξι εκθέματα, υπήρχε κι ο Κατσαντώνης, ο ανήσυχος αυτός έλληνας, που πολέμαγε κόντρα στη λογική. Οι σκλαβωμένοι έλληνες στις φυλακές την περίοδο του ξεσηκωμού, ζωντάνευαν άλλη μια στιγμή της ιστορίας. Ο γέρος του Μοριά υπήρχε σε δύο πλάνα. Στο πρώτο ελεύθερος σε ώρα αναπαύσεως, στο δεύτερο στη φυλακή του Ναυπλίου, απ’ αυτούς που καπηλεύτηκαν τους αγωνιστές κι άφησαν πίσω τους τη σπορά τους. Οι γυναίκες της Πίνδου άλλη μια σημαντική πτυχή της ιστορίας κι όχι μόνο της ελληνικής. Η κυρά της Ρω με την ελληνική σημαία, μπροστά στο νερό, υπενθύμιζε την υπομονή, την αγάπη για την πατρίδα και τον ηρωισμό. Άλλο έκθεμα, υπερρεαλιστικής φύσεως, σ΄ ένα παρκέ μια καρέκλα, που χρησιμοποιούν οι σκηνοθέτες, στην οποία υπήρχε ένα σακάκι, ένα καπέλο και παπούτσια. Πιο πίσω μια μαυροφορεμένη κύπρια με τη φωτογραφία κάποιου αγνοούμενου και δίπλα στην καρέκλα μια ταμπέλα που γράφει ο Πρόεδρος Χ στο χρόνο Χ σκηνοθετεί στο όνομα της Κύπρου. Όλα αυτά τα κράτησε στο μπλοκάκι του σε σημειώσεις ο Φαίδωνας, θέλοντας να κάνει ένα θέμα για την εφημερίδα του.
Όταν βγήκε απ’ το χώρο των εκθεμάτων το ζευγάρι ήταν αμίλητο και στα μάτια τους έβλεπες μια σκέψη και μια υποχρέωση. Ο ένας κράταγε το χέρι του άλλου απ’ τη στιγμή που μπήκαν στο μουσείο, αλλά τώρα τα κρατούσαν πιο σφιχτά. Έξω συνάντησαν τον ίδιο τον καλλιτέχνη, που αντίκρισαν και μέσα ως κέρινο ομοίωμα.
«Πάμε να του μιλήσουμε» είπε η Δήμητρα, τραβώντας το Φαίδωνα, που την ακολούθησε.
Ο καλλιτέχνης, που φορούσε ένα απλό καλοκαιρινό πουκάμισο κι ένα ‘τζιν’, συνομιλούσε με το κοινό του, δεχόμενος τα συγχαρητήρια και υπογράφοντας κάποια αυτόγραφα. Ήταν φιλικός και μιλούσε επί ίσοις όροις με το κοινό, ακούγοντας τις απόψεις του.
«Τα κέρινα ομοιώματα δεν είναι ξενόφερτη τέχνη. Οι αρχαίοι έλληνες πρώτοι ασχολήθηκαν, απ’ τον πέμπτο αιώνα προ Χριστού και συγκεκριμένα οι μικρασιάτες. Στο ναό της Εφέσου υπήρχε το κέρινο ομοίωμα της κυράς Ευρύκλειας, τροφού του Οδυσσέα, που οι εκεί έδειξαν στο γεωγράφο Στράβων. Έτσι έχουμε πληροφορίες μέσω των πηγών του».
«Σας βοηθάει το κράτος;» ρώτησε κάποιος.
«Το κράτος; Δε λέτε που με τη δυσβάσταχτη φορολογία του μας δυσκόλεψε. Αλλά εγώ έχω την αναγνώριση του κοινού και αυτό μου αρκεί».
«Το κράτος θα βοηθούσε μόνο κάποια πολυεθνική ή κανέναν ευκατάστατο επιχειρηματία», είπε ο Φαίδωνας, «για τις τέχνες και τον πολιτισμό δε σκοτίζεται πολύ»
«Ναι, έχεις δίκιο», συμφώνησε ο Παύλος Βρέλλης, με τη χαρακτηριστική της Ηπείρου προφορά του και συνέχισε. «Έχω την εντύπωση πως προσπαθούν να ξεχάσουμε την ιστορία μας, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο θα ξεχάσουμε ποιοι είμαστε και δε θα προβάλουμε καμιά αντίσταση. Εγώ με το μουσείο μου προσπαθώ να κάνω και ιστορική αγωγή. Καθείς εφ’ ω ετάχθη». Όταν όλοι έφυγαν έμειναν με τον Παύλο Βρέλλη ο Φαίδωνας και η Δήμητρα.
«Έχετε δίκιο, δε έχουν την τέχνη στα σχέδια τους κι εν’ μέρει το έχουν πετύχει» είπε ο νεαρός δημοσιογράφος.
«Έστω κι ένας να αντιστέκεται, όχι τώρα που υπάρχουν αρκετά αναχώματα, δε θα τα καταφέρουν να το πετύχουν».
«Εγώ το μόνο που μπορώ να σας πω είναι συγχαρητήρια» αναφώνησε η Δήμητρα.
«Ευχαριστώ».
«Ξέρετε, γράφω κι εγώ ποίηση όπως κι εσείς, όχι κάτι σπουδαίο, αλλά άνθρωποι σαν εσάς μου δίνουν κουράγιο να συνεχίσω».
«Ποίηση, με την ποίηση οι άνθρωποι επικοινωνούν διαφορετικά, σε μια υψηλή βάση. Μη σταματήσεις να γράφεις, ό,τι και να σου πουν, εσύ γράφεις για σένα πρώτα από όλα. Η ποίηση δεν είναι σαν τον πεζό λόγο, δεν την καταβαίνουν όλοι και δεν απευθύνεται σε όλους, δυστυχώς».
Αυτά ήταν μερικά από όσα είπανε με τον σπουδαίο, πολυτάλαντο καλλιτέχνη και χώρισαν. Στο δρόμο ο Φαίδωνας τη ρώτησε γιατί δεν του είχε πει ότι γράφει ποίηση.
«Δεν έτυχε» απάντησε.
«Θέλω να διαβάσω τα ποιήματα σου».
«Θα δούμε».
Ο Φαίδωνας θυμήθηκε και το οκτάστιχο, που του είχα γράψει και της το έδωσε. Η Δήμητρα ενθουσιάστηκε, απ’ ότι έμαθα. Προφανώς όχι από την λογοτεχνική του αξία, αλλά λόγω του ότι είχε γράψει κάτι για εκείνη.
Στο καταπράσινο Καλπάκι στάθηκαν στο πολεμικό μουσείο, αυτό που σχολίασε ο δημοσιογράφος ήταν ότι στο μνημείο του «ΌΧΙ», υπήρχαν τα αγάλματα των Μεταξά και του βασιλέως ‘Γεωργίου του Β΄’.
«Ο απλός κόσμος σκοτώθηκε κι εδώ τιμούν το Μεταξά, που πρόδωσε την υπόθεση της μικρασίας για μικροπολιτικά συμφέροντα και έκανε το πραξικόπημα. Όπως τιμούν και τον βασιλιά, που είναι γνωστό το πως η οικογένεια του ήταν συνυπεύθυνη για τη μικρασιατική καταστροφή, όπως και το ότι με τα προβλήματα που δημιούργησε στο Βενιζέλο παραλίγο να εκτροχιάσει τη χώρα». Ο Φαίδων δεν ήταν αριστερός, αλλά είχε μια αντιπάθεια στην κατάχρηση εξουσίας, στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε κάθε μορφή εξουσίας, που παραβίαζε τους δημοκρατικούς κανόνες.
Το ταξίδι συνεχίστηκε ως τα σύνορα της Αλβανίας και συγκεκριμένα στη μονή της Μολυβδοσκέπαστης. Μετά πήγαν στον ποταμό Βοϊδομάτη, που ο Φαίδωνας στο καταπληκτικό αυτό τοπίο με τη Δήμητρα δίπλα του, ήταν φυσικό να ξεχάσει όχι μόνο την ιστορία αλλά τα πάντα. Μάλιστα με την παρακίνηση του έκαναν και μπάνιο. Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος από μερικά μικρά πράγματα και την ομορφιά, αναρωτήθηκε. Το βράδυ το πέρασαν στην Κόνιτσα, νοίκιασαν ένα δωμάτιο και έζησαν άλλη μια υπέροχη νύχτα, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα Την επόμενη μέρα η ομορφιά συνεχίστηκε, επισκέφτηκαν στο φαράγγι του Βίκου, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Μονοδένδρι. Το φυσικό τοπίο τέλειο, το φαράγγι για να περπατηθεί όλο ήθελε περίπου τέσσερις ώρες, οι πρωταγωνιστές μας περπάτησαν μόνο μία ώρα. Σε μια ταμπέλα διάβασαν, ότι το συγκεκριμένο φαράγγι ήταν το μεγαλύτερο του κόσμου.
«Κι εμείς στο σχολείο μείναμε με την εικόνα ότι το μεγαλύτερο φαράγγι το είχαν οι αμερικάνοι, ποτέ δεν μας ανέφεραν για του Βίκου».
«Έχει κι αυτό την εξήγηση του, ακόμα και για το φαράγγι Φαίδωνα έπρεπε να νομίζουμε ότι ήταν πρώτοι οι αμερικάνοι, η περηφάνια μας δεν έπρεπε να ανυψωθεί ούτε για αυτό».
«Έχεις δίκιο», της απάντησε και την κοίταξε με απορία, γιατί γνώριζε ότι η οικογένεια της ήταν συντηρητική και η ίδια δεν είχε εκφράσει καμιά πολιτική άποψη ως τότε.
Απ’ το Μονοδένδρι βρέθηκαν στο εκπληκτικό και παραδοσιακό Μέτσοβο. Η μέχρι τότε διαδρομή βουτηγμένη στο πράσινο. Το Μέτσοβο πετρόχτιστο. Ο Φαίδωνας και η Δήμητρα επισκέφθηκαν το λαογραφικό μουσείο, που στεγαζόταν στο αρχοντικό του Τοσίτσα και την Πινακοθήκη, που βρισκόταν κοντά στην πλατεία. Σ’ ένα πανέμορφο καφενεδάκι ήπιαν τον καφέ τους. Όλοι εκεί μίλαγαν μια παράξενη διάλεκτο, ήταν βλάχικη. Στην αρχή οι ήρωες μας έδιναν προσοχή αλλά στην συνέχεια απορροφήθηκαν πάλι στα δικά τους.
«Δυο μέρες λοιπόν μας μένουν!»
«Δυο μέρες και σήμερα».
«Δε μπορεί ν’ αλλάξει αυτό;»
«Δε νομίζω, αν δεν πάω πρέπει να ’βρω μια καλή δικαιολογία κι αν πω για σένα ο πατέρας μου θα ’χει απαιτήσεις».
«Ας είναι, δεν πιστεύω να είναι τόσο παράλογος πια».
«Δεν καταλαβαίνεις, εδώ είναι αλλιώς. Για ’μένα είναι αλλιώς, αν ανακατευτεί ο πατέρας μου όλα θ’ αλλάξουν και θα εξελιχτούνε όπως αυτός θέλει».
«Καλά δεν πειράζει, θα σε επισκεφθώ στο χωριό».
«Κρυώνω», είπε και πράγματι η ψύχρα ήταν δυνατή.
«Να, φόρεσε το σακάκι μου».
«Κι εσύ;»
«Εγώ δεν κρυώνω», είπε κι ας έτρεμε ακόμα κι όταν το φορούσε.
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν;»
«Θέλεις να έρθω στο χωριό;»
«Έλα», είπε χωρίς να το εννοεί.
«Γιατί δε θέλεις;»
«Δεν είναι ότι δε θέλω, αλλά και να έρθεις οι φορές που θα σε ’δω θα είναι μετρημένες, άλλωστε εκεί είναι χωριό και η κατάσταση πιο δύσκολη. Με το που θα δουν κάποιον ξενόφερτο, θα γίνει στόχος. Όλοι θα τον συζητάνε και θα παρακολουθούν τις κινήσεις του».
«Όπως κάνουν οι δημοσιογράφοι, ένα χωριό γεμάτο με δημοσιογράφους δηλαδή».
«Κάπως έτσι» απάντησε και χαμογέλασε.
«Από εκεί θα πήρες κι εσύ το ταλέντο σου».
«Ίσως».
«Μ’ αρέσει να σε βλέπω να χαμογελάς», της είπε και της φίλησε το χέρι. «Φέρε μας δυο μπύρες», φώναξε εν’ συνεχεία στον καφετζή.
Από εκείνη την ώρα αλλά και στη συνέχεια στο μαγαζάκι που έκατσαν να φάνε δε σταμάτησε να πίνει ενώ δεν ανέφερε πια το θέμα του παροδικού ή τουλάχιστον του, όπως αυτοί νόμιζαν, παροδικού χωρισμού τους. Στο δωμάτιο γύρισαν και οι δύο μεθυσμένοι. Βέβαια το μεθύσι εκείνου ούτε που συγκρινόταν με το δικό της. Μάλιστα εκείνη τη νύχτα όταν πήρε το πρώτο φιλί της βραδιάς από την ερωμένη του, βγήκε στο μπαλκόνι και αναφώνησε όσο πιο δυνατά μπορούσε ‘Ο Φαίδωνας αγαπά τη Δήμητρα’. Η κοπέλα του απάντησε ‘Κι εκείνη σ’ αγαπά’ και κατάφερε να τον τραβήξει στο δωμάτιο.
Το άλλο μεσημέρι τους βρήκε στο νησάκι να πίνουν κόκκινο κρασί από τη Ζίτσα. Η Δήμητρα δε συνήθιζε να πίνει αλλά ήταν συνεπαρμένη και μεθυσμένη ήδη απ’ τον έρωτα, έτσι έγινε σύντροφος και συνοδοιπόρος και στο πιοτό με το Φαίδωνα. Συζητούσαν για την περιοχή του κάστρου, που υπήρχε το Βυζαντινό μουσείο, το μουσείο της αργυροχοΐας και το τζαμί. Ήταν η περιοχή της νοτιοανατολικής ακρόπολης, των εσωτερικών τειχών, επονομαζόμενων ως «Ίτς Καλέ», που ήδη είχαν επισκεφτεί. Ο δημοσιογράφος ήθελε να πάρει μαζί του στην Αθήνα την καλή του κι άρχισε τη συζήτηση για την καριέρα της.
«Ξέρω ότι είσαι καλή δημοσιογράφος».
«Που το ξέρεις, δεν είδες ούτε ένα κείμενό μου».
Αυτό ήταν αλήθεια, αλλά ο Φαίδωνας συνέχισε.
«Το έμπειρο μάτι δεν χρειάζεται να δει κείμενα, βλέπω το πώς αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα και πώς τα παρακολουθείς όλα. Τα Γιάννενα δεν είναι η κατάλληλη πόλη για να κάνεις καριέρα».
«Και τι με συμβουλεύεις να κάνω;»
«Το προτιμότερο είναι να έρθεις στην Αθήνα, εκεί με τις γνωριμίες μου θα μπορέσεις να μπεις σε κάποιο έντυπο και να εξελιχτείς».
«Και να το ήθελα είναι αδύνατον μέχρι το Πάσχα, γιατί δεσμεύομαι με την εφημερίδα που δουλεύω».
«Δε νομίζω ν’ αρνηθούν, άλλωστε δε θα πας σε ανταγωνιστική τους εφημερίδα. Η αλλαγή αυτή θα γίνει για την καριέρα σου».
«Ίσως, μα έχω δεσμευτεί πριν λίγο καιρό μαζί τους και θα ήταν γελοίο και απρεπές από πλευράς μου να τους ζητήσω να φύγω».
«Βάζεις πάνω απ’ την επιτυχία σου, το τι θα ήταν και το τι θα νομίσουν; Και γιατί πριν είπες «και να το ήθελα» δε θέλεις δηλαδή;»
«Αν δεν ήθελα δε θα μιλάγαμε τώρα. Απλά είμαι δεμένη με τον τόπο μου αλλά για τη δημοσιογραφία και για σένα θα έφευγα» του απάντησε, κλείνοντάς του το μάτι πονηρά.
«Λοιπόν νεράιδα περιμένω δέσμευση ότι το Πάσχα θα ειδωθούμε στην Αθήνα».
«Αν μου υποσχεθείς ότι θα με σκέφτεσαι».
«Αδύνατον να γίνει αλλιώς».
«Ωραία λοιπόν κι εγώ το Πάσχα θα είμαι στην Αθήνα».
Έτσι συνεχίστηκε η συζήτηση τους κάτω από τον μεγάλο πλάτανο του μαγαζιού, όμως τα μάτια του Φαίδωνα έγιναν μελαγχολικά, γιατί ήξερε πως σε λίγες ώρες δε θα ήταν πια μαζί. Καθώς βρίσκονταν στο καραβάκι για την επιστροφή η Δήμητρα καθόταν ακουμπισμένη στην κουπαστή, ο αέρας ατένιζε τα ξανθά μαλλιά της και τα μάτια της είχαν γίνει ένα με το νερό της λίμνης, καθώς κοίταζε αφηρημένα προς την ακτή και σκεπτόταν. Τώρα πια ήξερε ότι ήταν και οι δυο τους δεσμευμένοι κι ότι είχαν πολλά να κάνουν και πολλές δυσκολίες να αντιμετωπίσουν. Αυτό το τελευταίο περισσότερο το ένιωθε παρά το καταλάβαινε με τη λογική. Το γυναικείο ένστικτο, που είναι σχεδόν αλάνθαστο σε τέτοιες ζητήματα. Ο νεαρός δημοσιογράφος δίπλα της την κοίταζε όλο αγάπη, λύπη κι απελπισία.
Πριν πάνε στα σπίτια τους, ξαναπέρασαν στα εσωτερικά τείχη της νοτιοανατολικής ακρόπολης για να πιουν έναν καφέ σ’ ένα καφενεδάκι, που θύμιζε κάτι από Ισλάμ, ονομαζόταν ‘Ίτς καφέ’ και ήταν τα μαγειριά της εποχής του Αλή Πασά. Ο καφές μάλλον ήταν το πρόσχημα για να μείνουν περισσότερη ώρα μαζί. Δεν υπήρχαν άλλες παρέες, το καφενεδάκι ήταν κάπως μοναχικό. Στην περιοχή βρισκόταν το βυζαντινό μουσείο, πρώην βασιλικό περίπτερο, που είχε χτιστεί στη θέση του σαραγιού του Αλή Πασά. Δεξιά του όπως βλέπουμε το Μόλο, το Φετιχέ τζαμί και ο τάφος του Αλή Πασά. Ενώ στην ίδια πλευρά υπήρχε η πυριτιδαποθήκη και τα μαγειρεία του Ίτς Καλέ, δηλαδή το καφενεδάκι που κάθονταν οι ήρωες μας. Απ’ την αντίθετη πλευρά υπήρχε το θησαυροφυλάκιο στο Ίτς Καλέ, που πια στεγαζόταν το τμήμα της Συλλογής Αργυροχοΐας του βυζαντινού μουσείου. Υπήρχαν κι άλλα κτίρια της ίδιας εποχής και υπολείμματα από το λουτρό κι από δωμάτια. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίαζαν επίσης και τα τείχη με τις πύλες της ακρόπολης.
«Μέσα σ’ όλο αυτό το τοπίο μοιάζεις με όμορφη φιγούρα της ιστορίας».
«Είσαι πολύ καλός» του είπε χαμογελώντας του με μια θλίψη, που δεν μπορούσε να αναβάλει το ταξίδι στο χωριό.
Το βράδυ κοιμήθηκαν στο σπίτι της, ο έρωτας τους ήταν τόσο έντονος όσο καμιά προηγούμενη βραδιά, λες και ήθελε ο ένας να ρουφήξει τον άλλο για να τον κουβαλάει μέσα του, τις μέρες του χωρισμού. Η άλλη μέρα δε θα τους έφτανε για τίποτα, τα ζούσαν όλα εκείνη τη βραδιά.
Η Δήμητρα άργησε να σηκωθεί και για πολλές ώρες ετοιμαζόταν για το ταξίδι ενώ ο Φαίδωνας την ίδια στιγμή συζητούσε με την ξαδέρφη του για την πιθανότητα να επισκεφθεί τη νεράιδα του στο χωριό της, μα η Αμαλία τον απογοήτευσε. Το βράδυ ήρθε τόσο γρήγορα όσο γρήγορα θα έφευγε, χωρίς να λυπηθεί το ερωτευμένο ζευγάρι, που ξεκίνησε τη νυχτερινή του βόλτα από κάποιο ‘bar’, που ο Φαίδωνας γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ήταν αρκετά ύποπτο και συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Για αυτό το λόγο κι επειδή ήθελαν να μείνουν οι δυο τους έφυγαν και βρέθηκαν σε μια ερημική γωνιά του κάστρου. Προτιμούσαν να μείνουν μόνοι τους εκείνες τις ώρες, εντελώς μόνοι. Μάλιστα θέλησαν να μπουν στη νοτιοανατολική ακρόπολη, στα εσωτερικά τείχη, αλλά για κακή τους τύχη τη νύχτα οι πύλες κλειδώνονταν. Μαζί όμως και με τη βοήθεια μιας σκάλας, που έκλεψαν από έναν κήπο, κατάφεραν να εισβάλλουν στην απαγορευμένη περιοχή κι εκείνη τη στιγμή η χαρά τους ήταν μεγάλη, γιατί και οι δυο τους πήραν το γενόμενο ως μήνυμα του ότι θα ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο. Πόσο έξω έπεφταν; Η ανατολή του ηλίου τους βρήκε αγκαλιασμένους στα τείχη του κάστρου να αγναντεύουν τη λίμνη, ενώ όλο το βράδυ ο ένας στην αγκαλιά του άλλου μίλαγαν για την κυρά Φροσύνη, τον Αλή και την κυρά Βασιλική, κάπου κάπου μπέρδευαν στην ιστορία το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, τον Φαίδωνα και τη Δήμητρα.
κτίριο*: ο σίγουρα σωστός τύπος κτήριο δεν προτιμήθηκε, τοποθέτησα τη λέξη ως κτίριο, γιατί χρησιμοποιείται πλέον σε ευρεία κλίμακα, αλλά κατά κάποιους επιστήμονες δεν είναι και λάθος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Έφυγε μεσημεράκι για το χωριό της, τα μάτια του ενός κοίταζαν του άλλου, καθώς απομακρυνόταν το λεωφορείο. Νωρίτερα δεν μπόρεσαν να πούνε και πολλά, τα είπαν όλα τα χέρια τους όταν ήταν σφιγμένα μεταξύ τους. Τώρα πια τα τόσο ωραία Γιάννενα κατάντησαν αδιάφορα για το Φαίδωνα, που πότε έμενε κλεισμένος στο σπίτι του θείου του και πότε έκανε διάφορες χαζομάρες, όπως όταν ανέβηκε στο μηχανάκι της ξαδέρφης του και γκάζωσε στους δρόμους της πόλης τα ξημερώματα. Βγήκε στην εθνική κι ένιωσε την ηδονή της ταχύτητας, αφού έφτασε στο Μπιζάνι σε τέσσερα περίπου λεπτά. Το μυαλό του θολωμένο σκεφτόταν τη Δήμητρα, τα μάτια του μες τη νύχτα δεν προλάβαιναν να διακρίνουν τις κολώνες, που φώτιζαν τους δρόμους. Γυρνούσε άσκοπα χωρίς φόβο και χωρίς ενδιαφέρον για οτιδήποτε, ενώ ο αέρας του τσίτωνε το πρόσωπο και ένιωθε σ’ όλο του το κορμί την ψύχρα της πόλης και της ταχύτητας. Ένα πρωί που ξύπνησε μετά από ένα μεγάλο μεθύσι η ξαδέρφη του αναγκάστηκε να του μιλήσει για να τον συνεφέρει.
«Τι θα γίνει μ’ εσένα; Πέρασαν δυο βδομάδες που έφυγε η Δήμητρα και κοντεύεις να τρελαθείς».
«Έχω τρελαθεί προ καιρού» απάντησε χαμογελώντας και προσπάθησε να καθησυχάσει την ξαδέρφη του.
«Το ξέρω, αλλά αυτές οι μεταπτώσεις σου μ’ ανησυχούν, για μέρες μένεις μελαγχολικός στο δωμάτιο, άλλες γυρνάς όλα τα Γιάννενα, νύχτα προσποιούμενος πως διασκεδάζεις, μα δε με ξεγελάς εμένα. Άλλωστε δεν πέθανε η καλή σου, θα την ξαναδείς. Η συμπεριφορά σου είναι ανώριμη, συγγνώμη που σου το λέω».
«Είναι αλήθεια πως με έχει εκνευρίσει η απουσία της».
«Λογικό, αλλά εσύ κάνεις λες και δεν έχεις αγαπήσει ποτέ άλλη φορά».
«Ποτέ άλλη φορά δεν έχω αγαπήσει».
«Τέλος πάντων, να ξέρεις ότι δε θα έπρεπε να σου μιλάω, κι εγώ κάθομαι και σε νταντεύω, από όταν ήρθες μια με τη Δήμητρα, τώρα με το ρεμπελιό σου μ’ έχεις παραμελήσει τελείως».
«Ω, μη μου παραπονιέσαι, ξέρεις πως είσαι η αδυναμία μου».
«Δε χρειάζεται να λες ψέματα, η αδυναμία σου είναι άλλη».
Φεύγοντας και κάνοντας ότι το είχε ξεχάσει του είπε.
«Α, λησμόνησα να σου πω, τηλεφώνησε η Δήμητρα».
«Και γιατί δε μου την έδωσες;» ρώτησε αφού ήδη είχε πεταχτεί απ’ το κρεβάτι όπου καθόταν.
«Πού να σε βρω, ξέχασες ότι έλειπες χτες το βράδυ».
«Έχεις δίκιο. Και τι είπε λοιπόν;»
«Είναι καλά, σου στέλνει φιλάκια και θα έρθει για λίγες μέρες στα τέλη του μηνός».
«Τόσο πολύ!»
«Τόσο μπορεί» του είπε η ξαδέρφη του, φεύγοντας
«Αμαλία».
«Τι;»
«Χρωστάω έξοδο, ετοιμάσου το βράδυ».
«Θα είμαι έτοιμη».
…
Ενώ είχε ησυχάσει για λίγες μέρες, ένα πρωί ξύπνησε και είπε στην ξαδέρφη του ότι θα πάει να τη δει. Η Αμαλία προσπάθησε να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη, γιατί ήξερε ότι ο Φαίδωνας είχε γίνει παρορμητικός κι επίσης ήξερε ότι η Δήμητρα θα έμενε στη θεία της που ήταν άρρωστη. Τελικά αποφάσισε να τον ακολουθήσει για να τον βοηθήσει, αφού δεν μπόρεσε να του αλλάξει γνώμη. Μάλιστα κατέστρωσε η ίδια το σχέδιο, να πάνε σε λίγες μέρες, που ήταν παραμονή της Παναγίας. Στην πλατεία θα γινόταν πανηγύρι και θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους.
«Να η ευκαιρία να τη δω, στο πανηγύρι».
«Δεν θα ’ναι τόσο εύκολο, στο πανηγύρι θα ’ρθει με μεγάλη παρέα».
Κι όντως έτσι έγινε, ο Φαίδωνας με την ξαδέρφη του πήγαν από πολύ νωρίς. Η Δήμητρα με τους γονείς της, το θείο, την θεία και τον ξάδερφό της έφτασε αρκετή ώρα αργότερα. Τα άστρα όμως, τουλάχιστον για την αρχή, ήταν με το δημοσιογράφο, αφού ο πατέρας της Δήμητρας, που γνώριζε τον πατέρα της Αμαλίας κάλεσε την τελευταία και τον ξάδερφό της στο τραπέζι τους. Έτσι ο Φαίδωνας βρέθηκε απέναντι απ’ τη Δήμητρα και τον ξάδερφό της, που ο νεαρός δημοσιογράφος αγνοούσε την συγγένεια και είχε αρχίσει να τον ζηλεύει. Όταν μάλιστα η Δήμητρα χόρευε μπροστά με δεύτερο τον ξάδερφό της, ένα σύγχρονο τραγούδι της περιοχής το οποίο έλεγε ‘Ετρέλανες τα Γιάννενα’ είχε γίνει μαύρος απ’ τη ζήλια και νόμιζε ότι κάποια στιγμή θα του ξεφύγει το χέρι και θα του σπάσει τα μούτρα κι όταν μάλιστα ο ξάδερφός της παρήγγειλε το ‘Ζήλεψα τα ματάκια σου’ για λογαριασμό της Δήμητρας, δεν άντεξε άλλο κι από μια αδέξια κίνηση έσπασε το ποτήρι, έκοψε το χέρι του με το γυαλί και λέρωσε τον ‘αντίζηλο’. Βέβαια το γεγονός δεν πήρε διαστάσεις, αφού η αιτία της συμπεριφορά του νεαρού δεν έγινε εμφανής λόγω της πολύς μπύρας, που όλοι είχαν πιει. Μόνο η Αμαλία και η Δήμητρα καταλάβαιναν, γιατί συμπεριφερόταν έτσι. Δε σταμάτησε όμως εκεί, θέλησε να παραγγείλει και τραγούδια, παρόλο το περιορισμένο του ρεπερτόριο. Έβγαλε δυο νομίσματα των δέκα χιλιάδων, έγραψε με καλλιγραφικά γράμματα το τραγούδι που ήθελε και τα έδωσε στην ορχήστρα. ‘Σιδηροβέργινο κλουβί σου φτιάξαν οι δικοί σου’ και ‘Πες μου κόρη που κοιμάσαι’ ήταν τα δύο τραγούδια που ζήτησε. Πραγματικά πολύ πετυχημένα όσο κι αν δεν ήξερε την τοπική μουσική. Είχε όμως το ταλέντο ν’ απομνημονεύει εύκολα και φαίνεται ότι τα λίγα τραγούδια που άκουσε στα Γιάννενα τα θυμήθηκε τώρα. Καταπλήσσοντας την ξαδέρφη του και περνώντας το μήνυμα προς τη Δήμητρα.
Με τη νεράιδα του, όπως την αποκαλούσε, μπόρεσε να μιλήσει μόνο λίγο πριν τελειώσει το γλέντι, όταν οι συγγενείς της μπήκαν στο χορό.
«Ήρθες αγάπη μου;»
«Δε στο πα;»
«Είναι τρέλα όμως, εδώ είναι…»
«Σςς! Πες μου κόρη που κοιμάσαι;»
«Γιατί; Τι σκέφτηκες πάλι;»
Η συζήτηση δεν πρόλαβε να τελειώσει γιατί ο ξάδερφος της, σήκωσε τη Δήμητρα και την Αμαλία στο χορό, προσπάθησε να σηκώσει και το Φαίδωνα αλλά στάθηκε αδύνατο. Όταν η παρέα της νεράιδας έφυγε, ξεκίνησαν και τα δυο ξαδέρφια συζητώντας.
«Ποιος ήταν αυτός δίπλα στη Δήμητρα», ρώτησε ο Φαίδωνας εμφανώς εκνευρισμένος
«Γι’ αυτό ήσουν έτσι σήμερα; Ζηλιάρη!» του είπε κοροϊδευτικά η Αμαλία.
«Ποιος ήταν;»
«Ο ξάδερφός της, ησύχασες;»
«Ο ξάδερφός της;»
«Ναι, ο πρωτοξάδερφος της, αλλά για πες μου εσύ που θυμήθηκες τα συγκεκριμένα τραγούδια;»
«Το ένα τ’ άκουσα από έναν πλανόδιο πωλητή στο Μόλο, το άλλο είναι το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα σου. Δε θυμάσαι;»
«Ναι, έχεις δίκιο, γιατί δε χόρεψες όμως;»
«Για να γελάσει όλο το χωριό; Πρέπει να ’χω μεγάλο σεβντά, που λέει κι ο θείος για να χορέψω και ειδικά αυτά τα τραγούδια».
Τώρα ο Φαίδωνας είχε αρχίσει να μιλάει εμφανώς επιεικέστερα για τα τραγούδια αυτά. Λίγο πριν φτάσουνε στο αυτοκίνητο τους, στο σταυροδρόμι ο Φαίδωνας πήρε το λάθος δρόμο.
«Φαίδωνα μπερδεύτηκες» του είπε η Αμαλία
«Από δω δεν είναι το σπίτι της Δήμητρας;»
«Ναι».
«Ε, σωστά πάω».
«Τι πας να κάνεις ξεροκέφαλε;» του είπε αφού ξεπέρασε την έκπληξή της. «Ο πατέρας της έχει όπλα στο σπίτι, είναι κι απ’ την μπύρα».
«Το μόνο που θέλω από σένα είναι να μου δείξεις το παράθυρο της».
«Δε στο δείχνω».
«Καλά, τότε κι εγώ θα χτυπήσω όποιο βρω».
Επειδή η Αμαλία ήξερε ότι εννοούσε αυτό που έλεγε, αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει, μουρμουρίζοντας. Το σπίτι, που κατοικούσε η Δήμητρα βρισκόταν στο κέντρο ενός τεράστιου κτήματος. Το μόνο μέρος απ’ το οποίο θα μπορούσε ο Φαίδωνας να πλησιάσει χωρίς να τον δουν, ήταν η περιοχή με τα δέντρα. Η ξαδέρφη του, του έδειξε το παράθυρο της, που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο και τον προειδοποίησε για τα σκυλιά που υπήρχαν στο κτήμα. Ευτυχώς όμως τα τελευταία τα είχε αφήσει ο πατέρας της Δήμητρας στο βουνό τις τελευταίες μέρες κι έτσι τα πράγματα ήταν πιο εύκολα για τον ερωτευμένο νέο. Επίσης το παράθυρο της βρισκόταν περίπου στα τρεισήμισι μέτρα, ο Φαίδωνας σκέφτηκε να ρίξει κάποια πέτρα στο παντζούρι για να τον ακούσει η καλή του, αλλά φοβήθηκε μήπως γίνει αντιληπτός και από κάποιον άλλον στο σπίτι και δημιουργήσει πρόβλημα στη Δήμητρα. Για το λόγο αυτό βρήκε μια καλύτερη λύση. Σκαρφάλωσε σε μια μουριά, που ήταν δίπλα στο παραθύρι και φτάνοντας στην κορυφή χτύπησε το παντζούρι. Η Δήμητρα, που δεν κοιμόταν, γιατί αισθανόταν ότι ο Φαίδωνας θα προσπαθήσει να την πλησιάσει, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της κι άνοιξε γρήγορα το παράθυρο.
«Ήρθες; Αυτό που έκανες είναι τρέλα».
«Για σένα μπορώ να κάνω τα πάντα».
«Σου είπα όμως να μην έρθεις».
«Ας τα αφήσουμε αυτά. Σημασία έχει πως είμαι εδώ. Πες μου πως μ’ αγαπάς».
«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» του είπε κι ενώ ο Φαίδωνας της χάιδευε τα μαλλιά, που ατένιζαν με το χρώμα του φεγγαριού πάνω τους, εκείνη τον φίλησε στα χείλη.
«Πού θα σε δω;»
«Δε ξέρω, αύριο θα πάω στο σπίτι της θείας μου κι εκεί είναι δύσκολο να συναντιόμαστε».
«Δηλαδή δε θα σε βλέπω;»
«Μάλλον όχι, αλλά θα ’ρθω στα Γιάννενα πιο νωρίς απ’ τους δικούς μου, στις είκοσι οχτώ του μήνα».
«Εγώ θα προσπαθήσω να σε δω και στη θεία σου».
«Όχι, δεν πρέπει…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει και κάποιος θόρυβος ακούστηκε, ο Φαίδωνας φίλησε στα γρήγορα τη νεράιδα του και ενώ προσπαθούσε να κατέβει γρήγορα έπεσε απ’ τη μουριά και όταν συνάντησε την ξαδέρφη του, εκείνη τον ρώτησε.
«Γιατί κουτσαίνεις;»
«Έπεσα απ’ τη μουριά».
«Παναγιά μου, απρόσεχτε!»
«Κάποιος ερχόταν και δεν πρόσεξα, όχι πως φοβήθηκα για μένα αλλά δεν ήθελα να φέρω σε δύσκολη θέση τη Δήμητρα».
Αλήθεια έλεγε, ο φόβος του δεν προήλθε για τον εαυτό του, αλλά απ’ την υπερπροστατευτικότητα που ένιωθε για εκείνη, έστω κι αν παρακινδύνευε πολλές φορές μαζί της. Άλλωστε ο ίδιος δεν τα πολυκαταλάβαινε αυτά τα αναχρονιστικά, δεν έκανε κάτι κακό, αγαπούσε ένα κορίτσι.
Ανάγκασε την ξαδέλφη του να ανοίξει το πατρικό, και να μείνουν στο χωριό για λίγο ακόμα. Κατάφερε να συναντήσει τη Δήμητρα άλλη μια φορά, την επόμενη μέρα το απόγευμα. Πήγε προς το σπίτι του θείου της νωρίτερα απ’ αυτήν και όταν την είδε να ’ρχεται, τη σταμάτησε. Εκείνη τον πήρε απ’ το χέρι και τον κατέβασε παράπλευρα, μέσα στα έλατα για να μην τους δει κανένα μάτι. Ξέχασε για λίγο τους φόβους της, γιατί η επιθυμία της ήταν μεγαλύτερη. Τον φύλαγε με πάθος στα χείλη, στο λαιμό, στο στήθος, στα χέρια. Το ίδιο και αυτός. Σε λίγο βρέθηκαν γυμνοί δίπλα σ’ έναν έλατο. Εκείνη κρατούσε τον αγαπημένο της, καθώς ακουμπούσε στον κορμό του δέντρου κι εκείνος έβαζε όλη του τη δύναμη για να την ικανοποιήσει. Τον δάγκωνε παθιασμένα, αφήνοντας του σημάδια. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Όταν το παραλήρημα του έρωτά τους τελείωσε, ο φόβος της επανήλθε.
«Αγάπη μου, σε παρακαλώ μην προσπαθήσεις να με συναντήσεις αυτές τις μέρες».
«Γιατί; Είδες συναντηθήκαμε δυο φορές χωρίς να μας καταλάβουν».
«Όχι εντελώς, χτες το βράδυ ο πατέρας μου σε είδε που έφευγες αλλά σε πέρασε για κλέφτη, φοβάμαι όμως λόγω του φεγγαριού που είχε μήπως είδε και το πρόσωπο, κι αν σε ξανασυναντήσει σε ταυτοποιήσει και σου ζητήσει το λόγο».
«Μη φοβάσαι, δε θα ξανασυμβεί, θα είμαι πιο προσεχτικός».
«Δεν είναι το ίδιο εύκολο στο σπίτι της θείας μου, γιατί αυτό βρίσκετε κολλητά μ’ άλλα δυο σπίτια κι απέναντι είναι το καφενείο του θείου μου».
«Θέλεις να ’ρθω να σε ζητήσω απ’ τους δικούς σου;»
«Ε;» προς στιγμή η Δήμητρα τα ’χασε κι αμέσως έπεσε στην αγκαλιά του.
«Σ’ ευχαριστώ», του είπε, «αλλά θα προτιμούσα να μου κάνεις αυτήν την πρόταση κάτω από άλλες συνθήκες κι όταν δε θα υπάρχει αυτή η πίεση».
«Δε σε καταλαβαίνω».
«Να, είμαστε μόλις λίγες βδομάδες μαζί, ξέρω τι αισθάνεσαι για μένα, όπως κι εσύ, ελπίζω ξέρεις τι αισθάνομαι εγώ. Αλλά θα ήθελα η σχέση μας να εξελιχτεί ομαλά και να καταλήξει κάπου, επειδή εμείς το έχουμε αποφασίσει κι όχι επειδή κάποιοι άλλοι μας πιέζουν ή ακόμα και οι καταστάσεις για κάτι, που είναι αποκλειστικά δικό μας και αφορά τη ζωή μας».
Ο Φαίδωνας είδε για άλλη μια φορά μια ώριμη, μια προοδευτική πλευρά της Δήμητρας, που τον διέγειρε ακόμα περισσότερο και στο μυαλό του καθηλώθηκε η σκέψη ότι ήταν η γυναίκα, που έπρεπε και ήθελε να ζήσει μαζί της για πάντα. Πόσους χρονικούς περιορισμούς έχει στ’ αλήθεια αυτή η λέξη. «Πάντα!»
Όταν τον είδε η ξαδέλφη του, τον ρώτησε «Τι χάλια είναι αυτά»;
«Κάπου θα γρατζουνίστηκα».
«Ναι, πάνω σε μια τίγρη. Βρε, που τα πουλάς αυτά, ξαδέλφια είμαστε».
«Καλά».
«Και μετά κάνει πως φοβάται και δε θέλει;»
«Αμαλία».
«Δεν είπαμε και τίποτα. Θεέ μου. Ελπίζω να μην την έκανες κι αυτήν έτσι…. Τη λυσσάρα».
«Αμαλία! Όχι ήμουνα προσεχτικός».
«Πάλι καλά».
Έκατσε στο χωριό δυο τρεις μέρες με την ξαδέρφη του, αλλά όσες προσπάθειες κι αν έκανε δεν μπόρεσε να συναντήσει τη Δήμητρα, γιατί το καφενείο ως η μόνη διασκέδαση στο χωριό έκλεινε πολύ αργά και ήταν αδύνατο να κάνει την οποιαδήποτε προσπάθεια χωρίς να εκθέσει τη Δήμητρα. Η μόνη στιγμή που κατάφερε να την πλησιάσει ήταν ένα βράδυ που πήγε με την Αμαλία στο καφενείο, αλλά όταν προσπάθησε να της μιλήσει, προσποιούμενος ότι ήθελε φωτιά για το τσιγάρο του, παρά του ότι ποτέ δεν κάπνισε και ήταν ένα τέχνασμα της στιγμής, δυο τρεις συγγενείς της ηρωίδας μας, ανάμεσά τους κι ο γνωστός μας ξάδερφος μαζί με τον θειο της με τις επιβλητικές μουστάκες, προσφέρθηκαν να του ανάψουν αυτοί, μην αφήνοντας του καμία δυνατότητα να την προσεγγίσει και δημιουργώντας της τον αβάσιμο φόβο ότι θα γίνει καυγάς. Τελικά μην μπορώντας να σκέφτεται ότι είναι δίπλα του κι αυτός είναι ανίκανος να τη συναντήσει, έφυγε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Στα Γιάννενα συνέχισε στους ίδιους ρυθμούς που ζούσε και πριν φύγει για το χωριό, με μόνη διαφορά τη συντροφιά της ξαδέρφης του. Λίγες όμως μέρες πριν έρθει η Δήμητρα ξανάγινε ο παλιός, καλός Φαίδωνας, γιατί ήθελε να τον βρει όπως έπρεπε, νηφάλιο. Μάλιστα ετοίμαζε μια εκδρομούλα για τις μέρες που θα ήταν μόνοι τους, τόσο γιατί άρεσε στη γιαννιώτισσα, όσο κι επειδή ο ίδιος θυμόταν πως στην πρώτη τους εκδρομή τα ίδια μέρη, που επισκέφτηκε χωρίς τη Δήμητρα όταν τα επισκέφτηκε μαζί της, πήραν χρώμα. Αλλά και η έξυπνη επαρχιωτοπούλα λίγο πριν συναντηθούν, καλλωπίστηκε όσο περισσότερο μπορούσε μόνο για τον Φαίδωνα. Μ’ όλα εκείνα τα καλλυντικά που κανείς δεν ξέρει καλύτερα απ’ τις ερωτευμένες γυναίκες. Όταν την είδε το βραδάκι στις είκοσι-οχτώ να έρχεται προς το μέρος του, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά του. Η Δήμητρα, αν και ήταν εμφανώς ταλαιπωρημένη, του φάνηκε, κι ίσως όχι άδικα, ακόμα πιο όμορφη απ’ όταν τη γνώρισε. Είναι ένα χάρισμα κι αυτό των γυναικών, το να μπορούν να ομορφαίνουν όταν χρειάζεται.
Την άλλη μέρα ξεκίνησαν απ’ το σπίτι της και έφτασαν στον πρώτο προορισμό τους μεσημεράκι. Η Ναύπακτος ήταν πανέμορφη, αν και ήθελαν να κολυμπήσουν, δεν άντεξαν λόγω της πείνας και προτίμησαν να κάτσουν σε ένα ταβερνάκι, απέναντι απ’ την παραλία.
«Φοβάμαι πως δεν έπρεπε να κάτσουμε εδώ γιαννιώτισσα».
«Γιατί;»
«Μπορεί να ζηλέψει η θάλασσα το χρώμα των ματιών σου και να μας πνίξει».
Είχε ξαναβρεί το κέφι του κι εκείνη του χαμογελούσε. Ήταν μόνοι ανάμεσα σε τόσους. Αυτοί και η θάλασσα, που πραγματικά το καταγάλανο της χρώμα την ώρα εκείνη θα το ζήλευε ο οποιοσδήποτε. Επισκέφτηκαν το κάστρο της πόλης μετά το γεύμα τους, βγάζοντας φωτογραφίες με φόντο τη θάλασσα. Το απόγευμα πήγαν για μπάνιο κι είδαν το ηλιοβασίλεμα αγκαλιασμένοι μέσα στο νερό.
Την άλλη μέρα βρέθηκαν στο Μεσολόγγι με τις λιμνοθάλασσες του και επισκέφτηκαν τον κήπο των ηρώων. Υπήρχαν πολλά αγάλματα αγωνιστών στο χώρο του κήπου. Πολλοί απ’ τους αγωνιστές ήταν ξένης εθνικότητας. Με την αφορμή αυτή κάποιος μπροστά απ’ το Φαίδωνα είπε.
«Κάποτε υπήρχαν φιλέλληνες, τώρα;»
«Δεν υπήρχαν απλά φιλέλληνες, φιλελεύθεροι υπήρχαν. Γιατί τότε η Ελλάδα συμβόλιζε την ελευθερία. Μια χώρα, που πολεμούσε το αντιφιλελεύθερο και προσπαθούσε για το ακατόρθωτο. Δε θα ’χε καμία σημασία αν κάποιοι ήταν απλά φιλέλληνες, αν η Ελλάδα δε συμβόλιζε αυτό».
«Έχεις δίκιο», απάντησε ο εκεί περιηγητής, «μα σήμερα γιατί δεν υπάρχουν φιλέλληνες;»
«Γιατί απλούστατα η Ελλάδα δεν είναι εκείνο που ήταν τότε. Σήμερα απλά είναι ένα κράτος, όπως όλα τα άλλα. Μα κάνεις λάθος, φιλέλληνες υπάρχουν ακόμα, η χώρα μας έχει δυνατό, trade name».
«Έχεις δίκιο» συμφώνησε ο επισκέπτης του κήπου. Αν βέβαια o Φαίδωνας έπεφτε σε κάποιον εθνικιστή, ο διάλογος ίσως είχε εξελιχτεί με μπουνιές.
Ενώ προχώρησαν λίγο παρακάτω ο Φαίδωνας είπε «Είδες, απλά έχω δίκιο. Καμία προσπάθεια για σκέψη. Γιατί έχω δίκιο; Αν έχω».
«Έλα αγάπη μου, τους ξέρεις καλύτερα από μένα τους ανθρώπους, μένουν στην επιφάνεια» του είπε φιλώντας τον στα χείλη.
Βγαίνοντας απ’ τον κήπο αγκαλιασμένοι κι έχοντας τα δικά τους, συνάντησαν ένα γέροντα, ο οποίος ζητιάνευε.
«Δώστε κάτι στον παππού», έλεγε ο ογδοντάχρονος παλαίμαχος της ζωής.
«Δώσ’ του κάτι» είπε η Δήμητρα, που δεν είχε ψιλά καθόλου.
Ο Φαίδωνας του έδωσε ένα ολόκληρο πεντοχίλιαρο, που όταν το είδε ο παππούς προσπάθησε να πέσει στα πόδια του, αλλά ο δημοσιογράφος δεν του το επέτρεψε.
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ», φώναζε ο γέρος στους νέους που είχαν ήδη απομακρυνθεί.
«Μη νομίζεις ότι θα του έδινα πεντοχίλιαρο και με θεωρήσεις γαλαντόμο, απλά δεν είχα ψιλά και μου το ζήτησες. Μα όσα και να του δώσει ο καθένας, αφού δεν υπάρχει μέριμνα της πολιτείας δε γίνεται τίποτα για αυτόν».
«Από μια άποψη, παίζει κι αυτός το ρόλο του. Έναν χρήσιμο ρόλο. Να βλέπει ο κόσμος το χάλι τους και να ευχαριστεί το Θεό για τα λίγα που έχει και σαφώς είναι περισσότερα από αυτού. Παίζουν κι οι επαίτες το ρόλο τους στην κοινωνία. Άλλωστε σκέψου πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν άνθρωποι με αρνητική χροιά, όπως οι εγκληματίες. Αν δεν υπήρχαν, δε θα υπήρχε ο αστυνομικός, ο δικαστής, ο εισαγγελέας, ο δικηγόρος, ο καθηγητής ποινικού δικαίου, ο εκδότης νομικών συγγραμμάτων, οι εταιρίες συναγερμών και σεκιούριτι. Κι αν δεν υπήρχαν καταστάσεις αρνητικές, όπως η αρρώστια δε θα υπήρχαν οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, όλες οι ειδικότητες των νοσοκομείων, οι φαρμακοβιομηχανίες και οι εργαζόμενοί τους, οι εταιρίες που παράγουν από αναπηρικά αμαξίδια και γερανούς, μέχρι αναπηρικά κρεβάτια».
Σφίγγοντας την στην αγκαλιά του, της έκλεισε το στόμα με το δικό του ενώ τον χαροποιούσε ιδιαίτερα που αντιλαμβανόταν τα πράγματα η Γιαννιώτισσα, σχεδόν όπως κι ο ίδιος. Γιατί τους όμοιους μας είναι η αλήθεια ότι εκτιμούμε, αυτοί μας αρέσουν και αυτούς διαλέγουμε για συντρόφους μας και για φίλους. Με το αυτοκίνητό του συνέχισαν στο Ζάλογγο, ανέβηκαν τα εκατοντάδες σκαλοπάτια κι έφτασαν στο μνημείο που έδειχνε πολλές γυναίκες να χορεύουν. Εις μνήμη των τιμημένων Σουλιωτισσών, που για να μην πέσουν στα χέρια του τούρκου, άρχισαν το χορό κι έπεσαν μία μία απ’ το ύψωμα του Ζαλόγγου.
«Τι σπουδαίες γυναίκες», είπε ο Φαίδωνας.
«Απλά γυναίκες».
«Δηλαδή νομίζεις ότι οποιαδήποτε γυναίκα θα έπεφτε από ’δω;»
«Φυσικά, αν είχε κάποιο σκοπό. Ίσως ήταν μια απόλυτα λογική πράξη».
«Εσύ θα ’πεφτες από δω;» τη ρώτησε αντικρίζοντας τον γκρεμό.
«Για σένα εννοείς;» τον ρώτησε με νόημα.
«Ας πούμε για μένα».
«Για να δούμε λοιπόν» είπε και πλησίασε επικίνδυνα τον γκρεμό κι απλώνοντας τα χέρια έμοιαζε λες και το πρώτο αεράκι θα την έριχνε από το ύψωμα.
Ο Φαίδωνας της άρπαξε αμέσως το χέρι και με μια απότομη κίνηση την έριξε στην αγκαλιά του και την έσφιξε. Φοβισμένος της είπε.
«Μην το ξανακάνεις αυτό, ακούς ποτέ!»
Το βραδάκι έφτασαν στην Άρτα. Στο ιστορικό γεφύρι της πόλης έπιναν καφέ και συζητούσαν. Τους είχε μείνει μόνο μια μέρα και είχαν αποφασίσει να γυρίσουν διάφορα χωριά της περιοχής. Την επομένη, ενώ η εκδρομή τους έφτανε στο τέλος της, μπέρδεψαν το δρόμο κι αντί να συνεχίσουν κατέβηκαν σ’ ένα χωματόδρομο που το αμάξι τους κόλλησε. Συνέχισαν για λίγο το δρόμο με τα πόδια και κατευθύνθηκαν προς το μέρος που ακουγόταν μουσική. Έφτασαν σ’ ένα κτήμα που στην άκρη του είχε ένα σπίτι με μεγάλη αυλή. Μια ορχήστρα έπαιζε παραδοσιακή μουσική και οι οικοδεσπότες όταν αντίκρισαν το ζευγάρι στην ξυλόπορτα τους καλοδέχτηκαν, τους έστρωσαν ένα τραπέζι, κι έβαλαν πάνω απ’ όλα τα καλά. Ο Φαίδωνας παρατηρούσε με περιέργεια τους χορούς, γιατί διέκρινε έναν εκστασιασμό και μια διαφορετικότητα σ’ αυτούς.
Σε λίγο συνάντησα την παρέα μας, ήμουν καλεσμένος σ’ αυτό το ‘μικρό’ γλέντι. Ο Φαίδωνας μόλις με είδε μου έκανε νεύμα να πάω κοντά του, ήμουν μόνος και έκατσα με τη συντροφιά μας. Ο φίλος μου με ρώτησε τι πανηγύρι ήταν αυτό. Του εξήγησα ότι ήταν ένα οικογενειακό γλέντι, υπήρχαν έντεκα αδέρφια. Έξι αγόρια και πέντε κορίτσια στη φαμίλια και τον Αύγουστο μαζεύονταν στο πατρικό τους. Κάθε τέτοια εποχή, κι όταν έβρισκαν την ευκαιρία, διοργάνωναν ένα γλέντι, παραμονή πριν χωρίσουν για να πάνε στα μέρη που έμεναν, και να ξανασυναντηθούν όλα μαζί μετά από έναν χρόνο. Ο νεαρός δημοσιογράφος, αν και του είχε αποσπάσει την προσοχή ο χορός των αδελφών δεν ξέχασε να κομπλιμεντάρει την όμορφη συνοδό του. Πραγματικά το τι συνέβη εκείνο το βράδυ στην άκρη του χωριού δε λέγεται. Όλα τ’ αδέρφια στον κύκλο να χορεύουν και η μάνα τους να τα καμαρώνει. Πολλές φορές ο χορός ξέφευγε απ’ τον κλασσικό βηματισμό του και τα αδέρφια κυλιόντουσαν στην κυριολεξία στην αυλή, πίνοντας και τραγουδώντας. Ο βηματισμός και οι φιγούρες έφεραν στο νου του επισκέπτη τα διάφορα μυστήρια της αρχαιότητας, που ήταν ποτισμένα από έκσταση κι αγάπη. Μια αρχαιοελληνική παράσταση ξεδιπλωνόταν στα μάτια του ζευγαριού αλλά και τα δικά μου. Μια παράσταση γεμάτη αληθινή κι ανιδιοτελή αγάπη. Όταν μάλιστα χόρεψαν το ‘Μάνα με τα πολλά παιδιά’, με μπροστάρη τη μάνα της οικογένειας και τα αδέρφια να ακολουθούν, η συγκίνηση και η μυστηριακή διαίσθηση ήταν διάχυτη. Σίγουρα η όλη κατάσταση είχε κερδίσει το Φαίδωνα υπέρ της μουσικής που αγαπούσα κι από τότε θα αγαπούσε κι αυτός. Είδα στα μάτια του δάκρυα που με σοκάρισαν. Να δακρύζει ο Φαίδωνας; Φαίνετε ότι ο έρωτας κι αυτή η όμορφη κοπέλα τον είχαν κάνει ευσυγκίνητο. Εκείνη τον είχε αλλάξει, τον είχε κάνει άλλο άνθρωπο. Τον έφτασε στα όρια του και στο σημείο, εκείνο το βράδυ, να σηκωθεί να χορέψει ένα τραγούδι της περιοχής που ο ίδιος παρήγγειλε και το αφιέρωσε στην καλή του, ‘Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ μωρ’ Γιαννιωτοπούλα μου’. Αυτός που ποτέ του δε χόρεψε τέτοιους σκοπούς, χόρεψε αρκετά καλά κι έκανε δικές του φιγούρες που μ’ εντυπωσίασε εκείνο το βράδυ. Φαίνεται πως είχε το χάρισμα να ξεσηκώνει εύκολα τους χορούς.
Το βράδυ αυτό ήταν το τελευταίο που τον συνάντησα στην ελληνική επαρχία. Την επαρχία που αγάπησε μαζί με όλη της την κουλτούρα. Τα ξημερώματα ξάπλωσε για λίγη ώρα και το πρωί πήγαμε παρέα μαζί και με δύο απ’ τα αδέρφια, να βγάλουμε το αυτοκίνητο από τις λάσπες.
Τρεις ώρες έκαναν να φτάσουν στα Γιάννενα και παραλίγο η Δήμητρα να γυρίσει μετά τον πατέρα της.
«Πότε θα σε ξαναδώ;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω. Θα σου τηλεφωνήσω στην Αμαλία».
«Καλά, πάντως μην αργήσεις».
Ο επόμενος μήνας ήταν δύσκολος γι’ αυτούς αλλά και πολύ ενδιαφέρον, αφού έπρεπε να ξεπερνάν μια σειρά δυσκολιών για να βρίσκονται. Έξι φορές συναντήθηκαν εκείνον το μήνα, ενώ τις μέρες που δε συναντιόνταν, μιλούσαν στο τηλέφωνο για ώρες. Ο Φαίδωνας ένιωθε σα μαθητούδι. Τρεις μέρες πριν ο δημοσιογράφος φύγει, κατάφεραν να συναντηθούν για ολόκληρο το βράδυ. Έζησαν έτσι την τελευταία τους ερωτική νύχτα και μίλησαν για το μέλλον και τα σχέδια τους.
«Το Πάσχα λοιπόν θα σε περιμένω στην Αθήνα».
«Θα ’ρθω αγάπη μου».
«Ως τότε όμως; Δε θα περάσει εύκολα ο χειμώνας».
«Μη με κάνεις να νιώθω ένοχη».
«Δεν το θέλω, μα μόνο που σκέφτομαι πως σε λίγες μέρες θα βρίσκομαι τετρακόσια χιλιόμετρα μακριά σου, μου ’ρχεται να τρελαθώ».
«Μη νομίζεις πως και για ’μένα είναι πιο εύκολο, εσύ τουλάχιστον έχεις τη δουλειά σου, που κινείται με εντατικούς ρυθμούς, ενώ εγώ δεν θα μπορώ στιγμή να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου».
«Όσο έντονος κι αν είναι ο ρυθμός, ούτε εγώ θα μπορώ να σε βγάλω».
«Και δεν θέλω, όμως αγάπη μου ας μην τα σκεφτόμαστε αυτά από τώρα».
Οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν γρήγορα, όπως συμβαίνει πάντα όταν θέλεις ν’ αργήσουν να περάσουν. Ήταν πρωί όταν ο Φαίδωνας έφευγε και είδε τη Δήμητρα να πλησιάζει τρέχοντας προς το αυτοκίνητό του.
«Τελικά μπόρεσες κι ήρθες;»
«Δε στο υποσχέθηκα;»
Αυτά ήταν τα μόνα λόγια που μπόρεσαν ν’ ανταλλάξουν κι ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου κι έμειναν έτσι για μερικά λεπτά. Απ’ τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. Όταν ξεκόλλησαν, ο Φαίδωνας τη φίλησε στο μέτωπο με μια απότομη κίνηση, έριξε ένα νεύμα που συμβόλιζε τον χαιρετισμό, στην ξαδέρφη του και μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητό του. Ένας κόμπος τον έπνιγε στο λαιμό και κρατήθηκε για να μην κλάψει. Η Δήμητρα κοίταζε το αυτοκίνητο μέχρι που χάθηκε απ’ τα μάτια της. Δεν πίστευε όμως ότι χάθηκε για πάντα ενώ ο αγαπημένος της πήγαινε προς τη μεγαλούπολη και προς νέες περιπέτειες, που το ‘κισμέτ’ ετοίμαζε γι’ αυτόν, που ήταν ανυποψίαστος και δεσμευμένος πλέον με την ξανθιά νεράιδα.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής η σκέψη του ήταν σ’ εκείνη. Ένας Θεός ξέρει πως δεν τράκαρε πουθενά, αφού οδηγούσε μηχανικά. Είχε μπει στις εισόδους της πόλης, μιας πόλης κόλασης από ζέστη και νέφος, που σε κάνει να ξεχάσεις οτιδήποτε έχεις στο μυαλό σου, αφήνοντας το κενό. Ενώ συνέχιζε τη διαδρομή για να φτάσει στο σπίτι του, συνάντησε την Ξένια. Ήταν το ίδιο όμορφη όπως όταν την άφησε.
«Μπα μπα, καλώς τα μάτια μας τα δυο».
«Τι κάνεις Ξένια;»
«Καλά είμαι. Εσύ;»
«Όλα όμορφα. Πού πας;»
«Στο σπίτι».
«Μπες μέσα, θα σε πάω εγώ».
Η νεαρή και ευπαρουσίαστη μελαχρινή κοπέλα, άνοιξε την πόρτα κι επιβιβάστηκε στ’ αμάξι. Ήταν πολύ κεφάτη και είχε όρεξη για κουβέντα όπως τις περισσότερες φορές άλλωστε.
«Σ’ έπαιρνα τηλέφωνο, μα δεν απαντούσες. Πού ήσουν;»
«Δεν στο ’χα πει; Είχα τρεις μήνες άδεια και σήμερα γύρισα απ’ τις διακοπές».
«Τυχεράκια, καλό χειμώνα λοιπόν».
«Ευχαριστώ».
«Μα οι δημοσιογράφοι κάνουν διακοπές;»
«Οι κακοί».
«Κι εσύ είσαι ένας από αυτούς, θέλεις να μας πεις».
«Μη νομίζεις κι εκεί που ήμουν θέματα έγραφα».
«Πες το έτσι, ανταποκριτής δηλαδή».
«Εσύ πώς πέρασες;»
«Τα συνηθισμένα, λίγο Μύκονο, λίγο Ρόδο, αλλά όχι τόσες μέρες».
«Μύκονο και Ρόδο ακούω! Ποιος τη χάρη σου».
«Εσύ;»
«Γιάννενα;»
«Μόνο;»
«Τον περισσότερο καιρό. Έκανα και κάποιες περιοδείες σ’ άλλα μέρη. Γύρω απ’ αυτή την περιοχή. Ωραία ήταν».
«Αφού σου άρεσε..! Αλλά εμάς μας ξέχασες εντελώς».
Την κοίταξε λίγο ενώ οδηγούσε και είπε,
«Ε, όχι και σας ξέχασα. Να αύριο θα σ’ έπαιρνα τηλέφωνο να δω τι κάνετε και να κανονίσουμε για κάτι που σου χρωστάω».
«Ψεύτη, ούτε σ’ έναν χρόνο δεν θα μ’ έπαιρνες».
«Μην το λες αυτό, ξέρεις πως τόσο εσύ όσο κι ο πατέρας σου, είστε κάτι το ιδιαίτερο για μένα».
«Κόλακα», του απάντησε αλλά δυσαρεστήθηκε που κάθε φορά που μιλούσε γι’ αυτήν, ανέφερε και τον πατέρα της, λες και επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο.
Από το σημείο εκείνο η συζήτηση συνεχίστηκε σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. Όταν την άφησε στην είσοδο της μονοκατοικίας της, στην Πολιτεία, η Ξένια τον κάλεσε να ανέβει στο σπίτι.
«Θα ανέβεις; Θα χαρεί πολύ να σε δει ο πατέρας».
«Όχι, είμαι κουρασμένος. Θα πάω σπίτι να κάνω ένα μπανάκι και να ξαπλώσω, γιατί από αύριο αρχίζει το πρωινό ξύπνημα. Θα έρθω άλλη μέρα να δω τον πατέρα σου».
«Το φαντάζομαι».
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του.
«Όχι λέω αλήθεια, μάλιστα θα σε πάρω τηλέφωνο για να πάμε για καμιά μπύρα».
«Τώρα σώθηκα».
«Καλά, έχεις δίκιο. Επειδή είμαι αμελής με τη δουλειά, πάρε με εσύ».
«Εντάξει».
«Θα περιμένω», της είπε κι έφυγε.
…
Το ξυπνητήρι δεν πρόλαβε να χτυπήσει, γιατί ο νεαρός δημοσιογράφος πέρασε όλο το βράδυ ξάγρυπνος. Σκεφτόταν διάφορα για τη ζωή του και μέσα σ’ αυτά και τη Δήμητρα. Αφού φόρεσε το μπλε του κουστούμι και πήρε στα γρήγορα το πρωινό του, έφυγε για το γραφείο του. Έφτασε έγκαιρα στην εφημερίδα. Οι συνάδελφοί, που τον είχαν χάσει για πολύ καιρό, έσπευσαν να τον καλωσορίσουν ο ένας μετά τον άλλο και ζήτησαν να μάθουν πώς πέρασε. Μόλις τελείωσε μ’ αυτά κατευθύνθηκε στο γραφείο του διευθυντή του.
«Καλώς μας ήρθες, στρώσου στη δουλειά, γιατί χανόμαστε».
«Καλώς σας βρήκα. Τι συμβαίνει;»
«Τι να συμβαίνει; Ήρθε το καλοκαίρι και μας αποδιοργάνωσε. Ακόμα δεν έχουμε βρει τους ρυθμούς μας».
Ο γέρο διευθυντής, ήταν από τη φύση του ή από συνήθεια, αν θέλετε, γκρινιάρης, κι όλα όσα έλεγε δε στηρίζονταν στην πραγματικότητα, μιας και η εφημερίδα πήγαινε αρκετά καλά κι αυτό ο Φαίδωνας το ήξερε και το εκμεταλλεύτηκε για να ενοχλήσει τον προϊστάμενο του.
«Αποδιοργανωμένοι με την εφημερίδα να έχει αυξήσει κατά δέκα τις εκατό τις πωλήσεις από πέρυσι, και τα θέματα του Αντωνίου και της Μπαρλή να είναι απ’ τα καλύτερα που έχουμε κάνει;»
«Εσύ δεν ξέρεις, είσαι ένας απλός δημοσιογράφος, αλλά εγώ που βλέπω τη συνολική εικόνα παρατηρώ ότι δεν έχουμε μπει ακόμα στους κανονικούς μας ρυθμούς κι αυτό μπορεί να μας δημιουργήσει προβλήματα. Αλλά για πες μου πώς ήταν το ταξίδι σου; Ξεκουράστηκες;»
«Αν και ήταν πανέμορφο, μάλλον το αντίθετο συνέβη».
«Κακώς για σένα αλλά και για την εφημερίδα», του είπε ο γέρο διευθυντής, κατεβάζοντας τα μικρά γυαλιά του απ’ τα μάτια. «Έρχεται δύσκολη χρονιά. Ο ανταγωνισμός θα είναι μεγάλος».
«Συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια».
«Πολύ κεφάτο σε βρίσκω. Τι έγινε γυναικοκατακτητή; Κατέκτησες την καρδιά καμιάς δύστυχης ηπειρώτισσας;»
«Μάλλον η δικιά μου καρδιά κατακτήθηκε», είπε γελώντας.
«Ας τ’ αφήσουμε αυτά για την ώρα. Θα καλύψεις το κοινοβουλευτικό όλη τη βδομάδα, γιατί ο Αντωνίου είναι στο κρεβάτι».
«Ό,τι πει το αφεντικό, μου επιτρέπεται;»
Μπήκε λοιπόν στους ρυθμούς της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων ο ήρωας μας. Όμως την πρώτη βδομάδα κιόλας της επιστροφής του, έκανε τόσα λάθη μαζεμένα όσα δεν έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δηλώσεις άλλων σε στόματα άλλων, εκφραστικά ακόμα και ορθογραφικά λάθη, που ποτέ δεν έκανε έως τότε. Η σκέψη του περιφερόταν ακόμα στα Γιάννενα και τη Δήμητρα. Τα δυο τηλέφωνα, που μεσολάβησαν μεταξύ τους αντί να τον ηρεμήσουν, τον έκαναν όλο και πιο ανήσυχο. Ευτυχώς που οι συνάδελφοι του, ήταν αρκετά έμπειροι και διόρθωσαν τα όσα κακώς κείμενα είχε γράψει. Τα οποία όμως έφτασαν στα αυτιά και στα μάτια του διευθυντή του, που τον κάλεσε στο γραφείο του.
«Τι συμβαίνει μ’ εσένα; Τόσα λάθη μαζεμένα δεν τα έκανες σ’ όλη σου τη ζωή. Εσύ που διόρθωνες τους άλλους να δέχεσαι τη διόρθωση απ’ όλους. Φαντάζεσαι να τυπώνονταν λανθασμένες οι δηλώσεις, σε στόματα άλλων απ’ αυτών που τις είπαν; Ποια η θέση της εφημερίδας και η δική σου; Καταλαβαίνεις πόσο θα πληττόταν το κύρος μας; Δε θέλω ούτε να σκέφτομαι ότι όλα αυτά τα λάθη θα είχαν γίνει στο ξεκίνημα της εφημερίδας, τότε που όλοι βασιζόμασταν σε σένα».
«Εντάξει, άνθρωπος είμαι. Δε δικαιούμαι κι εγώ να κάνω λάθος;»
Το ξέσπασμα αυτό του Φαίδωνα ανησύχησε το γέρο διευθυντή, που αγαπούσε το νεαρό σαν γιο και τον ρώτησε.
«Τι έχεις; Ανησυχώ για σένα απ’ όταν γύρισες».
«Δεν είναι τίποτα, απλά μέχρι να επανέλθω στο κλίμα…»
«Δε με πείθεις».
«Θα σας πείσει η συνέχεια».
Κουβέντιασαν λίγο ακόμα για τα θέματα της εφημερίδας και ο Φαίδωνας έφυγε από το γραφείο του διευθυντή, ενώ σκεφτόταν, μήπως τελικά πήγαινε αυτός να δουλέψει στα Γιάννενα, αντί να έρθει η Δήμητρα στην Αθήνα, οι ρυθμοί της ζωής, σίγουρα ήταν πιο ήρεμοι. Όντως για τις επόμενες μέρες όσο κι αν ο νους του ήταν στη Δήμητρα κατάφερε, έστω με πολύ κόπο να γίνει ο παλιός, καλός δημοσιογράφος.
Ένα βράδυ, που βρισκόταν στο σπίτι βυθισμένος στις σκέψεις αναρωτιόταν αν αυτό που λεγόταν ίσχυε, «δηλαδή ότι όταν κάποιος πετύχει σε πολύ μικρή ηλικία, κι αυτός ήταν πετυχημένος στο χώρο του εδώ και χρόνια, στη συνέχεια δεν έχει τίποτε άλλο να περιμένει και πλέον έρχεται η πτώση». Ίσως του είχαν τελειώσει οι καλές μέρες! Μετά τα έριχνε όλα στον έρωτα κι έτσι βρίσκοντας την αιτία, ησύχαζε. Χτύπησε το τηλέφωνο, δεν το ’χε να το σηκώσει, γιατί η Δήμητρα ήδη του είχε τηλεφωνήσει κι ο ίδιος ήθελε να συνεχίσει να ρεμβάζει. Χτυπούσε όμως επίμονα και αναγκάστηκε να απαντήσει. Μπορεί να ήταν άλλωστε από την εφημερίδα.
«Εμπρός;»
«Γιατί άργησες να το σηκώσεις; Συμβαίνει τίποτα;»
«Όχι καλή μου, απλά μόλις μπήκα».
«Άρα θα είσαι κουρασμένος και θα μου αρνηθείς να πάμε για ένα ποτό».
Βέβαια δεν είχε μεγάλη όρεξη, αλλά το κακό είχε παραγίνει με την εν’ λόγω συνάντηση και ήρθε σε δύσκολη θέση, άλλωστε η Ξένια ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα συντροφιά, γι’ αυτό της είπε.
«Ποτέ δε θα μπορούσα να σου αρνηθώ. Πού θέλεις να συναντηθούμε;»
«Θα περάσω να σε πάρω απ’ το σπίτι σου σε μισή ώρα. Εντάξει;»
«Θα σε περιμένω».
Ακριβώς σε μισή ώρα του κόρναρε κι αυτός δεν άργησε να επιβιβαστεί στο cabrio αμαξάκι της μελαχρινής κοπέλας, με τα κόκκινα μαλλιά.
«Λοιπόν;» του λέει.
«Τι λοιπόν;»
«Πώς τα περνάς; Μπήκες στους ρυθμούς της πόλης μας;»
«Μα ναι, βέβαια».
«Δε σε πήρα νωρίτερα, γιατί είχα πάει στη Θράκη».
«Στη Θράκη; Γιατί;»
«Έκανα κάποιες φωτογραφήσεις για τους Πομάκους, που θα δημοσιευτούν στην εφημερίδα».
«Δουλεύεις επαγγελματικά λοιπόν στην εφημερίδα του πατέρα σου».
«Ναι, εντελώς επαγγελματικά, αλλά δε νομίζω να το ’ξερες».
«Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ιδέα».
«Φαντάσου και είμαστε φίλοι».
«Πώς είναι η συνεργασία με το μεγάλο αφεντικό;»
«Δύσκολη, ξέρεις τώρα. Αυτός έχει τις απόψεις του, εγώ τις δικές μου».
Στο bar που πήγαν υπήρχε πολύς κόσμος, τα ηχεία έπαιζαν δυνατά και το ζευγάρι ήπιε ένα ποτό και συνέχισε τη συζήτηση μέχρι τη στιγμή που ένας νεαρός, πλησίασε την Ξένια και της έπιασε την κουβέντα. Ήταν κάποιος συνάδελφος της. Ο Φαίδωνας ένιωσε να ζηλεύει καθώς η Ξένια, που μέχρι τότε ήταν αφιερωμένη σ’ αυτόν, τώρα συζητούσε με τον φωτογράφο, που τους διέκοψε. Όταν όμως στράφηκε πάλι σε εκείνον και εξακολούθησαν τη συζήτηση, ξέχασε τη ζήλια του και συνέχισε κεφάτος.
Γυρίζοντας στο σπίτι άρχισε να σκέφτεται πως η Ξένια τον επηρέαζε και κάθε φορά που βρισκόταν μαζί της, σαγηνευόταν και ήταν ουραγός ακόμα και στην κουβέντα τους. Για το λόγο αυτό κι επειδή δεν ήθελε ιστορίες και μπλεξίματα τη στιγμή που στο νου του γύριζε μόνο η Δήμητρα, ή τουλάχιστον υπερτερούσε, αποφάσισε να μην ξαναδεί την ωραία φίλη του. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, πολλές φορές άλλα εμείς κανονίζουμε και άλλα η μοίρα σχεδιάζει για μας. Το επόμενο κιόλας βράδυ το τηλέφωνό του χτύπησε και πάλι, ήταν αργά και μόλις είχε επιστρέψει στο σπίτι του.
«Ναι;»
«Φαίδωνα, εγώ είμαι η Ξένια».
Όταν την άκουσε αποφάσισε να της το ξεκόψει, αν τυχόν του ζητούσε να βγουν μαζί.
«Σε κατάλαβα, πώς είσαι;»
«Όχι και πολύ καλά, είμαι στο αστυνομικό τμήμα. Μπορείς να περάσεις από δω;»
«Στο τμήμα; Τι συμβαίνει;» ρώτησε αναστατωμένος και φοβισμένος συνάμα.
«Τίποτα το σοβαρό, αν μπορείς έλα».
«Θα έρθω και βέβαια».
Αφού του είπε που ακριβώς βρισκόταν κι έκλεισαν το τηλέφωνο, ο Φαίδωνας μπήκε στ’ αμάξι του και σε λίγα λεπτά είχε φτάσει. Ευτυχώς η παράβαση δεν είχε να κάνει παρά μόνο, με την υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και την εξύβριση αστυνομικού. Λόγω των γνωριμιών του νεαρού, η Ξένια αφέθηκε ελεύθερη άμεσα.
«Με συγχωρείς για την αναστάτωση», του είπε όταν βγήκαν απ’ το αστυνομικό τμήμα, «αλλά δεν ήθελα να μπλέξω τον πατέρα μου σε αυτό, ξέρεις τώρα, θα άρχιζε».
«Μην ανησυχείς για αυτό. Εσύ είσαι καλά;»
«Τώρα που ήρθες ναι», του είπε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Μα πώς έμπλεξες;»
«Έτρεχα λίγο παραπάνω, τσακώθηκα και με τον μπάτσο. Σκέφτηκα πως μόνο εσύ θα μπορούσες να με ξεμπλέξεις».
«Καλά έκανες. Όταν μου είπες ότι σ’ έχουνε στο τμήμα τα έχασα. Πού θέλεις να σε πάω, στην Πολιτεία;»
«Όχι όχι, αν με δει ο πατέρας μου τέτοια ώρα και σ’ αυτό το χάλι θα καταλάβει. Πήγαινε με καλύτερα στην γκαρσονιέρα μου στο Χαλάνδρι. Τη νοίκιασα κοντά στα γραφεία της εφημερίδας για ώρα ανάγκης».
«Ωραία, ξεκινάμε για Χαλάνδρι».
Όταν έφτασαν στην κατοικία της, που περιτριγυριζόταν από δέντρα του είπε.
«Με συγχωρείς που σου έφερα αναστάτωση».
Κάτω από άλλες συνθήκες θα της έλεγε «Δεν είναι η πρώτη φορά», μα προτίμησε μόνο να της πει, «Δεν έγινε τίποτα».
«Πως δεν έγινε; Μάλιστα για να επανορθώσω αύριο το βράδυ θα σου κάνω το τραπέζι, αν μπορείς».
«Μα να μη σε βάζω σε κόπο», είπε για να την αποφύγει.
«Όχι κόπος, ευχαρίστηση. Αύριο στις δέκα σε περιμένω».
«Όχι στις δέκα, δεν προλαβαίνω».
«Στις έντεκα τότε».
«Εντάξει, στις έντεκα».
Πριν προλάβει ν’ αντιδράσει τον φίλησε στο μάγουλο απότομα, άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Είχε χρόνια να τον φιλήσει κι αυτό το φιλί δεν του θύμιζε καθόλου τα άλλα της φιλιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Το άλλο βράδυ είχε πολλή δουλειά στην εφημερίδα, αλλά αφού είχε δώσει την υπόσχεσή του σε μια κυρία, έπρεπε να την τηρήσει. Ήταν απαράβατος κανόνας γι’ αυτόν. Έφτασε στην γκαρσονιέρα του Χαλανδρίου λίγο μετά τις έντεκα. Το εξαίσιο άρωμα του φαγητού μύριζε σ’ ολόκληρο τον όροφο και παρέσυρε τον Φαίδωνα, που για το καλό φαί έδινε και την ψυχή του, αν και συνήθως την έβγαζε με σάντουιτς και σουβλάκια. Όταν όμως η πόρτα άνοιξε η μορφή της Ξένιας τον έκανε να ξεχάσει το άρωμα του φαγητού, γιατί η εικόνα της ήταν εξαίσια. Μπορεί να μην ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε, μα έτσι ήταν η πρώτη. Γιατί ποτέ μια γυναίκα δεν φτάνει στο optimum της θηλυκότητας της κάτω απ’ τα παντελόνια κι απ’ τα τζιν, που ήταν βολικά για την Ξένια στη δουλειά της, όπως μπορεί να φτάσει με μια φούστα και ιδίως όταν αυτή είναι κατάλληλη. Τα μακριά της πόδια έδειχναν υπέροχα μ’ αυτή τη μονόχρωμη μίνι φούστα. Το μελαχρινό της χρώμα και τα κοκκινωπά μαλλιά της, όταν μάλιστα έκλεισε το κοινόχρηστο φως και φωτίζονταν μόνο απ’ τη λάμπα του σπιτιού της, τονίζονταν. Έδιναν μιαν άλλη αίσθηση παρέα με τη γατίσια της ματιά, αλλά κι απ’ τα υπέροχα κατακόκκινα απ’ το κραγιόν χείλια, που σε λίγο άγγιζαν τα μάγουλα του Φαίδωνα, κι ίσως κι ένα κομμάτι από τα χείλη του. Όταν την είδε έτσι σάστισε για λίγο και προχώρησε. Ήταν ίδια ζωγραφιά κάποιου σπουδαίου ζωγράφου της αναγέννησης, σε εκείνη τη σκηνή. Μια ζωγραφιά όμως που μιλούσε και ποτέ δεν έφερνε τον άλλο σε δύσκολη θέση κι αμηχανία, μην ξέροντας τι να πει.
Στο σπίτι όπως έμπαινε υπήρχε το σαλονάκι και στο βάθος η κουζίνα, δεξιά η τουαλέτα και το δωμάτιο. Στην αρχή ήρθαν τα ορεκτικά, πατάτες, κεφτέδες, σαλάτες και κάτι θαλασσινά, που ο Φαίδωνας ήξερε τι ήτανε, μα του άρεσαν. Εν’ συνεχεία έφτασε το παστίτσιο και το κόκκινο κρασί.
«Ό,τι επιθυμείς», του είπε πίνοντας λίγο κρασί.
«Στα κόκκινα μαλλιά σου».
Αφού έφαγε δυο κομμάτια απ’ το εξαίσιο φαγητό, ήρθαν και τα ψημένα κυδώνια καθώς και τα μήλα με το μέλι, που ανάγκασαν το Φαίδωνα να πει.
«Ευχαριστώ, μα μου είναι αδύνατο να φάω άλλο».
«Όσο θέλεις, μην πιέζεσαι».
«Είσαι πραγματικά πολύ καλή μαγείρισσα, χρόνια είχα να φάω έτσι».
«Είναι μια αγάπη μου η μαγειρική».
«Δεν το ήξερα».
«Πολλά είναι αυτά που δεν ξέρεις για μένα και ίσως είναι καιρός να τα μάθεις».
«Χμ! Ναι».
«Πώς περνάς Φαίδωνα τη ζωή σου;» τον ρώτησε μετά από λίγο, σοβαρεύοντας τη συζήτηση.
«Όπως όλοι μας», της απάντησε, «αλλά καθόλου άσχημα. Είμαι ευχαριστημένος απ’ τη δουλειά μου».
«Ναι, κι απ’ ότι ξέρω δουλεύεις εδώ και χρόνια σαν σκυλί. Στη ζωή όμως ήρθαμε για να ζήσουμε κι όχι για να βγάζω εγώ αποκλειστικά φωτογραφίες κι εσύ να γράφεις».
«Σωστά, μα μέσα στη ζωή μας είναι η φωτογραφία και η γραφή».
«Κάποιο φλερτ;» τον ρώτησε σε λίγο.
«Τίποτα το ιδιαίτερο», απάντησε μάλλον περισσότερο από συνήθεια παρά γιατί ήθελε να αποκρύψει κάτι. Κι όταν θέλησε να προσθέσει για τη Δήμητρα, η συζήτηση είχε προχωρήσει.
«Πώς τα πας στην εφημερίδα;»
«Μια χαρά. Γιατί;»
«Με ρωτούσε ο πατέρας μου ξέρεις, θέλει να σε δει. Αν μπορείς την Κυριακή το μεσημέρι, θα τον ευχαριστούσε πολύ να τρώγαμε όλοι μαζί στο σπίτι».
«Αν μαγειρέψεις εσύ θα ’ρθω», είπε χαμογελώντας.
«Καλά, εγώ θα μαγειρέψω».
Ενώ κοίταζε το ρολόι του και είδε ότι ήδη είχε αργήσει της είπε. «Πρέπει να φύγω, γιατί με περιμένουν στην εφημερίδα και έπρεπε να είμαι ήδη εκεί».
«Όπως θέλεις, του απάντησε».
Τον ξεπροβόδισε ως την πόρτα, όπου τον ευχαρίστησε για την παρέα. Όταν πήγε να τη φιλήσει όμως στο μάγουλο κατά έναν περίεργο τρόπο και με μια ανάλαφρη κίνηση εκείνη πρόταξε τα χείλη της στα δικά του, κι έτσι φιλήθηκαν. Ο Φαίδωνας πάγωσε για λίγο και ξέφυγε απ’ την ωραία φωτογράφο, λίγο απότομα και βιαστικά.
«Μην ξεχάσεις την Κυριακή», του φώναξε.
Ο δημοσιογράφος όμως ήδη είχε φύγει. Στο αυτοκίνητο σκεφτόταν συνέχεια αυτό το φιλί, δικαιολογώντας το πώς έγινε τυχαία και δεν είχε καμία απολύτως σημασία ούτε γι’ αυτόν, ούτε για εκείνη. Έλεγε ψέματα και το ήξερε, όπως το ξέρουν όλοι όσοι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις, που οδηγούσε μηχανικά κι αντί για την εφημερίδα βρέθηκε στο σπίτι του. Όταν κατάλαβε που βρισκόταν, πήρε πάλι το δρόμο και μ’ αρκετή καθυστέρηση, έφτασε στον προορισμό του.
Ο χρόνος κυλάει γρήγορα, σαν το νερό, που βιάζεται να βγει απ’ τα ποτάμια στη θάλασσα. Το μεσημέρι της Κυριακής είχε φτάσει κι ο Φαίδωνας βρισκόταν στην είσοδο της έπαυλης, στην Πολιτεία. Χτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε η υπηρέτρια. Τον οδήγησε στο σαλόνι και του είπε να περιμένει. Σε λίγο κατέβηκε απ’ το δωμάτιο η Ξένια, το ίδιο όμορφη όπως και την τελευταία φορά, μ’ ένα ανάλαφρο άσπρο φόρεμα.
«Πώς είσαι;» τον ρώτησε χωρίς να λείψει το φιλί.
«Μια χαρά», της απάντησε.
«Ο πατέρας μου θα ’ρθει σε λίγο. Μιλάει με εξωτερικό στο γραφείο του».
«Κανένα πρόβλημα, μου αρκεί η παρέα σου».
«Κι εγώ με το ζόρι ξέκλεψα λίγο χρόνο για να είμαι εδώ».
«Τι, σε βασανίζει ο εργοδότης, πατέρας σου;»
«Όχι, όχι. Απλά κάνω μια έκθεση φωτογραφίας την άλλη βδομάδα και γίνεται χαμός στην γκαλερί».
«Έκθεση; Δεν μου είχες πει τίποτα».
«Στο λέω τώρα, ελπίζω να έρθεις».
«Μα και βέβαια, αρκεί να μπορώ».
«Είναι δύο εβδομάδες η έκθεση, όλο και κάποια μέρα θα μπορέσεις, αν και προτιμώ να έρθεις στα εγκαίνια».
«Θα δω τι μπορώ να κάνω».
«Μπα, μπα! Χρόνια και ζαμάνια. Γίναμε σπουδαίοι και τρανοί και ξεχάσαμε τους παλιούς μας φίλους», είπε μπαίνοντας στο σαλόνι ο πατέρας της Ξένιας.
«Ω, μην το λέτε αυτό, ποτέ δε σας ξεχνάω αλλά η δουλειά μου τρώει πολύ ώρα».
«Λόγια, λόγια νεαρέ μου, γι’ αυτούς που θέλουμε κι αγαπάμε πάντα βρίσκουμε χρόνο».
«Μην τον πειράζεις μπαμπά, δε βλέπεις που έχει αρχίσει να κοκκινίζει».
«Κι εσύ από πότε διορίστηκες συνήγορος ταλαίπωρων δημοσιογράφων; Αλήθεια πως και ντύθηκες σαν γυναίκα; Όλο με παντελόνια και φόρμες σε βλέπω; Μπράβο σου πάντως».
«Ο μπαμπάς σου έχει όρεξη για πειράγματα, Ξένια».
«Ούτε όρεξη, ούτε χρόνο, απλά σκέφτηκα το πώς θα βλεπόμαστε πιο πολύ».
«Πώς;» ρώτησε ο Φαίδωνας.
«Ας περάσουμε στην τραπεζαρία, τέτοιες κουβέντες θέλουν πρώτα ένα καλό γεύμα».
Στην τραπεζαρία κάθονταν ο Φαίδωνας, η Ξένια και ο πατέρας της. Η μητέρα της είχε χωρίσει με το μεγαλοεκδότη. Ήταν καλή γυναίκα κι αγαπιόντουσαν, μα οι πολλές δουλειές και η αφοσίωση στη δημοσιογραφία του συζύγου της, έφεραν συχνούς καβγάδες στο λίγο χρόνο που συναντιόνταν, έτσι που το ζευγάρι τρία χρόνια νωρίτερα κατέληξε στο χωρισμό. Από τότε η μητέρα της Ξένιας ζούσε στο εξοχικό τους στην Κόρινθο, μέρος που καταγόταν άλλωστε, ενώ η Ξένια λόγω της δουλειάς της έμενε με τον πατέρα της ή στην γκαρσονιέρα του Χαλανδρίου. Όταν τελείωσαν το φαγητό ο πατέρας της Ξένιας άρχισε τη συζήτηση.
«Είσαι ευχαριστημένος, στην εφημερίδα σου;»
«Αρκετά. Γράφω ό,τι θέλω, είμαι απ’ τα κορυφαία στελέχη και πληρώνομαι καλά».
«Βέβαια όλοι μας ξεκινήσαμε από μικρές εφημερίδες αλλά στη συνέχεια πήγαμε σε μεγαλύτερες. Τώρα πια είσαι ένας ολοκληρωμένος δημοσιογράφος και μπορείς να δουλέψεις στην εφημερίδα μου».
«Πρώτον δε νομίζω ότι δουλεύω σε μικρή εφημερίδα, βρισκόμαστε στην τέταρτη θέση της κυκλοφορίας, και δεύτερον δε βλέπω το λόγο να φύγω απ’ τον ‘‘Πυρσό’’».
«Εκτός του ότι θα βλεπόμαστε πιο πολύ», του είπε γελώντας, θα παίρνεις τα διπλά λεφτά και θα σε διαβάζουν οι διπλοί αναγνώστες, άλλωστε οι κτηριακές εγκαταστάσεις αλλά και το δυναμικό της «Ενημέρωσης» αποδεικνύουν ποια είναι η μεγάλη εφημερίδα, στη χώρα μας».
Ο Φαίδωνας είχε αρκετούς λόγους να μη θέλει να εγκαταλείψει τον «Πυρσό». Πρώτον η γραμμή της «Ενημέρωσης» στήριζε με κλειστά μάτια την κυβέρνηση, λόγω κάποιων δισεκατομμυρίων που δέχτηκε από κρατικές τράπεζες. Δεύτερον ο πατέρας της Ξένιας, αν και ήταν αυτός που μέσω των γνωριμιών του τον έβαλε στον «Πυρσό», στην αρχή της καριέρας του νεαρού, δεν τον δέχτηκε να δουλέψει στην εφημερίδα του. Τρίτον δεν ήθελε να προδώσει τους συνεργάτες τους, οι οποίοι του φέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο και στηρίζονταν ακόμα σ’ αυτόν. Τέλος θα ήταν πολύ κοντά με τη Ξένια κι αυτό τον φόβιζε, γι’ αυτό είπε στον μεγαλοεκδότη.
«Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να προδώσω την εμπιστοσύνη των συνεργατών μου, αλλά και του διευθυντή, που μιλήσαμε ήδη και του έδωσα το λόγο μου ότι θα μείνω και για αυτή τη σεζόν στην εφημερίδα του».
«Ιδεολογίες, μου θυμίζεις την κόρη μου και τις απόψεις της, τελικά ταιριάζετε εσείς οι δυο. Τέλος πάντων ας μη συνεχίσουμε το θέμα. Να ξέρεις πάντως πως είσαι πάντα ευπρόσδεκτος και στην εφημερίδα μου και στο σπίτι μου», είπε με ειλικρίνεια και φεύγοντας όλο νεύρα, προφασιζόμενος επαγγελματικά καθήκοντα, άφησε τους δυο νέους μονάχους.
«Γιατί δε θέλεις να δουλέψεις στην ‘‘Ενημέρωση’’;»
«Δεν είναι τι θέλω, αλλά τι πρέπει».
«Μα έλα τώρα, θα βλεπόμαστε καθημερινά αν δουλεύεις για τον πατέρα μου».
«Αν και θα το ήθελα πολύ, δεν μπορώ».
«Καλά δε σε πιέζω, κάτι άλλο θα βρούμε για να βλεπόμαστε πιο συχνά», του είπε και του έκλεισε το μάτι.
Φεύγοντας σκεφτόταν συνέχεια αυτό το «κάτι άλλο θα βρούμε για να βλεπόμαστε πιο συχνά» και τον φόβιζε, γιατί ήξερε πως η κάθε λέξη και το κάθε «θέλω» της Ξένιας είχαν νόημα κι έπαιρναν σάρκα και οστά. Δε θ’ αργούσε όμως πολύ να μάθει τι εννοούσε, παρά μόνο λίγες βδομάδες. Αν κι ο ίδιος είχε πάρει την απόφαση να της ξεκαθαρίσει πως είχαν τα πράγματα.
Στις εβδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι την έκθεση φωτογραφίας της Ξένιας, ο Φαίδωνας τηλεφωνήθηκε τρεις φορές με τη Δήμητρα κι άλλες τόσες με τη φωτογράφο, όμως μόνο μαζί με την τελευταία πήγε σε ένα απ’ τα συνηθισμένα του ταβερνάκια, κοντά στο Άλσος της Φιλαδέλφειας.
Γυρίζοντας ένα μεσημέρι στο σπίτι του βρήκε μια πρόσκληση, ήξερε γιατί ήταν πριν την ανοίξει, άλλωστε δεν είχε ξεχάσει και ποτέ την έκθεση στην γκαλερί, αλλά τώρα, ήταν αναγκασμένος να πάει κι έτσι έκανε. Στην γκαλερί ήταν όλος ο καλός ο κόσμος. Όλος ο κόσμος της υψηλής κοινωνίας, όλοι αυτοί δηλαδή που σου σφίγγουν το χέρι και μόλις γυρίσεις την πλάτη νιώθεις το χώμα απ’ το θάψιμο να πέφτει φτυαριές. Υπουργοί, δημοσιογράφοι, βουλευτές, καλλιτέχνες, κοσμικοί, παράσιτα. Ο πατέρας της ήταν μεγάλος εκδότης, το γεγονός θα έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις, κανένας δεν έπρεπε να λείψει. Εκείνη μιλούσε και γελούσε με όλους, μα ο νους της ήταν αλλού και κοίταζε συνέχεια το ρολόι της. Ο Φαίδωνας εσκεμμένα άργησε να φτάσει μα μόλις ήρθε, η Ξένια τους άφησε όλους κι έγινε ξεναγός του. Τον κράτησε απ’ το χέρι και του έδειχνε όλα τα έργα της, ζητώντας τη γνώμη του. Μάλιστα σε έναν πίνακα που έδειχνε δυο νέους σε ερωτική σκηνή τον ρώτησε.
«Τι είναι για σένα έρωτας;»
«Ιερές στιγμές και το νόημα της ζωής», της απάντησε.
«Μήπως σε σοκάρει;» συνέχισε.
«Ο έρωτας ή ο πίνακας;»
«Ο πίνακας».
«Ρωτάς έναν επαναστάτη, αν τον σοκάρει κάτι το επαναστατικό. Ίσως να σοκάρει όλους αυτούς τους επιφανείς, που είναι συγκεντρωμένοι εδώ, επειδή κάτι το επαναστατικό μπορεί να μεταβάλει την κατάσταση άρα και τους ίδιους. Εμένα όμως κάθε άλλο παρά με σοκάρει».
«Ναι το ξέχασα, επαναστάτης!»
Την ξάφνιασε η γνώμη του, αλλά της άρεσε συνάμα και για το λόγο αυτό, όσοι τη ρώτησαν ποιος είναι ο τίτλος αυτής της φωτογραφίας αντί «έρωτας» που αρχικά είχε στο νου της, έλεγε «Επαναστάτης». Έμειναν μαζί όλο το βράδυ, μιλούσαν για την τέχνη σε συνδυασμό με την εξουσία και τον έρωτα, ενώ φωτογραφίζονταν. Αν κι αν προσπάθησε να το αποφύγει, γιατί ήξερε καλά πως πολλές φωτογραφίες θα έμπαιναν στην εφημερίδα του πατέρα της και όχι μόνο.
Την άλλη μέρα οι εφημερίδες τόνιζαν το ταλέντο της νεαρής φωτογράφου και σημείωναν το ρεαλιστικό και εξτρεμιστικό της φωτογραφίας με τίτλο «Επαναστάτης» ενώ είχαν συμπεριληφθεί αρκετές φωτογραφίες της καλλιτέχνιδας που δίπλα της βρισκόταν ο Φαίδωνας. Μια εφημερίδα μάλιστα έφτασε και στα χέρια της Δήμητρας, που ανησύχησε, αν και δεν υπήρχε τίποτα το προκλητικό στην όλη εικόνα. Κι ανησύχησε οδηγημένη απ’ το αλάνθαστο ένστικτο των γυναικών, που όταν κινδυνεύουν να χάσουν τον καλό τους, το καταλαβαίνουν κατά έναν περίεργο τρόπο. Αλλά κι ο Φαίδωνας όταν είδε τις φωτογραφίες του με την Ξένια δημοσιευμένες κατάλαβε ότι η Δήμητρα θα ανησυχούσε, αλλά πριν προλάβει να σκεφτεί περισσότερα χτύπησε το τηλέφωνο στην εφημερίδα, ήταν η ξανθιά Γιαννιώτισσα. Ο Φαίδωνας κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί.
«Φαίδωνα εσύ είσαι;»
«Ναι γλυκιά μου».
«Τι κάνεις;»
«Μου λείπεις».
«Κι εμένα, δε φαντάζεσαι πόσο».
«Αν βρω ευκαιρία θα προσπαθήσω να έρθω, αν και το βλέπω πολύ δύσκολο».
«Καλά, καλά. Είδα μια φωτογραφία σου στην εφημερίδα».
«Ναι, ήταν μια βαρετή κοινωνική συνάντηση, που ήμουν αναγκασμένος να πάω».
«Καταλαβαίνω», του είπε κάπως παγερά κι εκείνος το αισθάνθηκε και για να μην την ακούει στεναχωρημένη, αλλά και για να μην αλλάξει τίποτα μεταξύ τους συμπλήρωσε, «Αγάπη μου, πρέπει να έρθεις γρήγορα στην εφημερίδα, να γίνουμε συνάδελφοι, έτσι ίσως γλιτώσω τα γλυκανάλατα γκαλά, που με υποχρεώνουν να πάω».
«Δηλαδή θες να τα φορτώσεις σε εμένα;»
«Αν είναι να γλιτώσω».
«Έτσι ε;»
«Σ’ αγαπώ!» της είπε, βλέποντας πως έφτιαξε το κέφι της.
«Κι εγώ».
Αν και την αγαπούσε της έλεγε ψέματα κι εκείνη τον πίστευε έστω κι αν το ένστικτό της έλεγε άλλα, γιατί ήθελε να τον πιστέψει. Βέβαια το ψέμα του ίσχυε μόνο στο ότι η Ξένια τον αποσπούσε, ίσως και τον έλκυε όπως ακριβώς και η Δήμητρα, αλλά ήταν αλήθεια ότι είχε αποφασίσει μιας και όλες οι υποχρεώσεις του με τη νεαρή φωτογράφο και την οικογένειά της τελείωσαν, να αποφύγει να την ξαναδεί.
Την επομένη το πρωί ο Φαίδωνας κατευθύνθηκε στο γραφείο του διευθυντή, εκεί τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη.
«Φαίδωνα να σου γνωρίσω μια καινούργια συνεργάτιδα της εφημερίδας, την Ξένια».
«Ε!» Έκανε ο Φαίδωνας, σαστισμένος.
«Τι κάνεις;» του είπε όλο γλύκα.
«Νομίζω ότι γνωρίζεστε άλλωστε».
«Ναι, βέβαια», είπε χωρίς να προσθέσει τίποτα περισσότερο.
«Επειδή εγώ έχω πολλή δουλειά, την αφήνω στα χέρια σου να την ξεναγήσεις στην εφημερίδα και να της εξηγήσεις τις υποχρεώσεις της».
Όταν βγήκαν απ’ το γραφείο του διευθυντή τη ρώτησε γεμάτος απορία.
«Γιατί έφυγες απ’ την εφημερίδα του πατέρα σου;»
«Ακριβώς γι’ αυτό, επειδή είναι η εφημερίδα του πατέρα μου. Εκεί ποτέ δε θα αποκτούσα τη δική μου οντότητα, θα ήμουν πάντα το κορίτσι του μπαμπά».
«Και πως το πήρε ο μεγαλοεκδότης;»
«Ακούω ακόμα τις φωνές του στ’ αυτιά μου ‘‘άμυαλη’’, ‘‘περίεργη’’, μέχρι και ‘‘ερασιτέχνη’’ με είπε».
Τα θυμόταν και γελούσε, γέλασε κι εκείνος ενώ βρέθηκαν ο ένας αντίκρυ στον άλλον και συνέχισαν να γελούν όπως δυο παλιοί, καλοί φίλοι. Όταν σοβάρεψαν εκείνη συνέχισε.
«Δεν ήρθα όμως μόνο γι’ αυτό».
«Τότε γιατί άλλο;»
«Επειδή δουλεύεις κι εσύ εδώ. Θα μπορούσα να πάω οπουδήποτε αλλού, αλλά ήρθα εδώ μόνο για σένα». Όταν τον είδε να τα χάνει συμπλήρωσε. «Η βοήθεια ενός καλού φίλου είναι πάντα χρήσιμη ή μήπως δεν είσαι φίλος μου;»
«Είμαι, αυτό δε χρειάζεται να το ρωτάς. Θα είμαι πάντα στο πλάι σου, αν ποτέ με χρειαστείς, αν και δεν το νομίζω».
«Μην το λες».
«Οπότε είμαστε δυο καλοί φίλοι και τώρα δυο καλοί συνεργάτες».
Στη συνέχεια σκέφτηκε, πως ίσως θα έπρεπε να είναι εντελώς ξεκάθαρος, να συμπληρώσει «γιατί εγώ είμαι με μια κοπέλα, και δε θα μπορούσαμε να είμαστε κάτι άλλο». Αλλά πάλι του φάνηκε λίγο άκυρο, όπως εξελισσόταν η συζήτηση, κι άλλωστε κι αυτό που της είπε, νόμιζε πως θα τακτοποιούσε τα πράγματα.
Από εκείνη τη μέρα έγιναν αχώριστοι συνεργάτες. Πολλά θέματα ήταν ανάγκη να τα καλύψουν μαζί, μάλιστα κάποιο για τα αρχαία τους πήρε μέρες και νύχτες. Η συνεργασία γινόταν πότε στο σπίτι του, πότε στο δικό της και πότε στην εφημερίδα. Έτρωγαν πρόχειρα και στρώνονταν στη δουλειά. Έγιναν εκτός των άλλων και συνοδοιπόροι κι αυτό τους έφερε ακόμα πιο κοντά, όπως συμβαίνει μ’ όλους τους συνοδοιπόρους απ’ τη αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Τόσο κοντά που ένα απόγευμα τελειώνοντας τη δουλειά, άρχισαν τα παιχνίδια. Πρώτος ήταν ο μαξιλαροπόλεμος, στη συνέχεια εκείνος έκανε το μοντέλο κι αυτή το φωτογράφο, τραβώντας του ένα σωρό ανόητες φωτογραφίες, που όμως της άρεσαν και τις κράτησε στο προσωπικό της αρχείο.
«Κατεργαρούλα», της είπε σε μια στιγμή, αρπάζοντας της την κάμερα, «τώρα ήρθε η ώρα να γίνω εγώ ο φωτογράφος».
Την έβαζε να ποζάρει σαν αρχαία θεά και σαν μανεκέν, σε διάφορες πόζες, με το αριστερό χέρι της να αιωρείται ψηλά στον αέρα και το δεξί να κρατάει το μαύρο φόρεμα της, στο ύψος του ποδιού. Σε άλλη ξαπλωμένη με ένα υπέροχο χαμόγελο, σ’ άλλη λυγισμένη με το κεφάλι προς τα πίσω, τα χέρια στα μαλλιά της και μια έκφραση ερωτοτροπούσα, σ’ άλλη πάλι με τα απίθανα γατίσια μάτια της, να αποκαλύπτουν όλα της τα θέλω και να καταλύουν όλα τα πρέπει. Όλες οι πόζες έκρυβαν κάτι το ερωτικό, όλο το παιχνίδι τους είχε κάτι το ερωτικό που η Ξένια το ήξερε κι ο Φαίδωνας το αισθανόταν. Τα παιχνίδια όμως μεταξύ των ενηλίκων, με μαθηματική ακρίβεια, για μερικούς οδηγούν στον έρωτα.
«Άργησα πρέπει να φύγω για την εφημερίδα».
«Θα τα πούμε το πρωί, ρεπόρτερ».
«Καλό βράδυ, φωτογράφε».
Στο ίδιο μοτίβο κύλησαν και οι επόμενες μέρες με τους δυο συνεργάτες μαζί στην εφημερίδα, αναγκαστικά σε συνεχή επαφή και όποτε η μοίρα τους καλούσε και στη διασκέδαση. Ο Φαίδωνας όμως δεν ξεχνούσε ποτέ τη Δήμητρα κι αφού ήθελε να πιστεύει, ότι απλά είναι φίλος με την Ξένια κι ότι τίποτε άλλο δε συμβαίνει, ανυπομονούσε κάθε τόσο να ’ρθει το Πάσχα για να σμίξουν. Όμως δε θα αργούσε ο καιρός που θα καταλάβαινε τα αληθινά του αισθήματα για τη μελαχρινή φωτογράφο. Συμβαίνει μερικές φορές να ξυπνάς ένα πρωί και να καταλαβαίνεις τι πραγματικά αισθάνεσαι, τι πραγματικά νιώθεις. Αυτό βέβαια όχι τυχαία, αλλά με τη βοήθεια κάποιων γεγονότων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Ήταν Νοέμβρης πια. Στη μεγαλούπολη άρχιζε το κρύο. Άρχισε και το ψιλόβροχο, μα για το Φαίδωνα θα άρχιζαν οι μπόρες και οι χιονοθύελλες.
«Έμαθες τα νέα;» τον ρώτησε η Ξένια.
«Τι συμβαίνει πάλι;»
«Μα δε σου είπε ο διευθυντής;»
«Γέρασε κι άρχισε να ξεχνάει φαίνεται. Μα τι είναι;»
«Θα πάμε για μια βδομάδα στην Κύπρο για να καλύψουμε το ‘Πολιτικό Συνέδριο’ που θα γίνει εκεί».
«Εμείς οι δυο;»
«Ναι».
«Πάω στο διευθυντή να του δώσω τα κείμενα και να μάθω λεπτομέρειες», είπε και ξεκίνησε σκυθρωπά.
Μόνοι τους, στο νησί της Αφροδίτης!
«Σου έφερα τα κείμενα και ήθελα να σε ρωτήσω για το ταξίδι μου στην Κύπρο».
«Ω, το ξέχασα. Χίλια συγγνώμη αγόρι μου. Γίνεται το ‘Πολιτικό Συνέδριο’ στην Κύπρο την άλλη βδομάδα και πρέπει να το καλύψεις».
«Μα έχουμε ανταποκριτή εκεί».
«Το συνέδριο είναι ένα σπουδαίο γεγονός. Θέλουμε να ρίξουμε βάρος σ’ αυτό και δεν μπορούμε να στηριχτούμε στον ανταποκριτή μας και μόνο».
«Και η Ξένια;»
«Τί η Ξένια;»
«Μπορούμε να έχουμε φωτογραφικό υλικό απ’ το συνέδριο μέσω των ξένων δικτύων, που θα καλύψουν το συνέδριο. Έτσι μειώνουμε και το κόστος».
«Θα δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο συνέδριο, θα τραβήξουμε φωτογραφίες όχι μόνο του συνεδρίου αλλά κι απ’ τα φυσικά τοπία του νησιού, καθώς και της νυχτερινής ζωής. Μα τι συμβαίνει; Κάνεις λες και δε θέλεις την Ξένια μαζί σου».
«Όχι, όχι, απλά ήθελα να ενημερωθώ για το ταξίδι».
«Θα μείνετε μια βδομάδα εκεί, σε δύο μονόκλινα δωμάτια του καλύτερου ξενοδοχείου και τα χρήματα βέβαια θα είναι τα διπλά. Δε νομίζω να ’χεις αντίρρηση».
«Απλά το ρεπορτάζ που έχω αναλάβει…», είπε προσπαθώντας να ξεγλιστρήσει.
«Μη σε ανησυχεί, θα το αναλάβει άλλος κι αν δε θέλεις ολοκλήρωσέ το όταν επιστρέψεις. Δε χάλασε ο κόσμος, δεν είναι κάτι που χρίζει βιασύνης».
«Εντάξει».
Την περίμενε στο αεροδρόμιο. Είχε ήδη αργήσει, ίσως ήταν τυχερός και δεν είχε ακούσει το ξυπνητήρι. Σκεφτόταν να περάσει από τον έλεγχο, όταν την είδε να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος του.
«Έλα, άργησες».
«Συγγνώμη, έκανα ένα πλάνο χτες για την φωτογράφηση κι άργησα να ξαπλώσω».
«Καλά πάμε, τα λέμε στο αεροπλάνο».
Η πρώτη εντύπωση απ’ την Κύπρο ήταν η καλύτερη. Η πρωτεύουσα, μια σύγχρονη πόλη με μεγάλους δρόμους και σύγχρονα κτίρια. Την πρώτη μέρα έκαναν το πλάνο τους, βγήκαν μόνο το απόγευμα για έναν καφέ στην πόλη.
«Ξέρεις νιώθω κάτι το ιδιαίτερο για την Κύπρο, ίσως επειδή κατάγομαι από δω».
«Αλήθεια;»
«Δεν το ’ξερες;»
«Ίσως κάτι μου είχε αναφέρει ο πατέρας σου, αλλά δεν το θυμόμουν».
«Ο παππούς μου ζούσε εδώ, ο πατέρας μου έφυγε σε μικρή ηλικία. Ερχόμουν όσο ζούσε ο παππούς μου, μετά δεν ξανάρθα».
«Κύπρια λοιπόν ή μήπως Κυπρίδα;»
Ήξερε η Ξένια ότι στα βυζαντινά χρόνια, Κυπρίδες έλεγαν τις γυναίκες που γνώριζαν καλά τα μυστικά του έρωτα. Μια ονομασία που προερχόταν απ’ το ερωτικό στοιχείο των γυναικών του νησιού, που κατάγονταν απ’ την θεά Αφροδίτη. Για αυτό του απάντησε.
«Αυτό αφήνω να το ανακαλύψεις εσύ!».
Τελικά είχε πει βλακεία και έφερε πάλι τη συζήτηση στην υποβόσκουσα ερωτική τους σχέση. Ο Φαίδωνας χαμογέλασε και ήπιε λίγο απ’ τον καφέ του. Δεν έκατσαν για πολύ ώρα ακόμα, επέστρεψαν στο ξενοδοχείο και έπεσαν στα κρεβάτια τους νωρίς, γιατί το συνέδριο άρχιζε τις εργασίες του πρωί-πρωί. Δεν τον πήρε γρήγορα ο ύπνος, σκεφτόταν τη Δήμητρα, αλλά και την Ξένια, και το πώς θα ξέφευγε από τον μπελά της δεύτερης, που συνειδητοποίησε, πως δεν τον έβλεπε πια με ενόχληση, παρά μόνο σαν γλυκό μπελά και που μάλλον ήταν κολακευμένος από το ενδιαφέρον της φωτογράφου και από τα όσα έκανε για αυτόν.
Η Ξένια έπιασε δουλειά από νωρίς. Φωτογράφιζε όλους τους ομιλητές, θεωρητικούς αλλά και αρχηγούς κρατών, με την είσοδό τους στην αίθουσα. Ο Φαίδωνας παρακολουθούσε και σημείωνε τα σπουδαιότερα σημεία. Δίπλα του καθόταν η φωτογράφος, όταν δεν έφευγε λόγω των επαγγελματικών της καθηκόντων αλλά δεν του μίλαγε καθόλου, μη θέλοντας να τον αποσπάσει απ’ τη δουλειά του. Μόνο όταν αυτός κάπου κάπου τη ρώταγε κάτι, του απαντούσε.
Το συνέδριο διεξαγόταν πρωί, κι έτσι τα απογεύματα μπορούσαν να γυρίσουν την πόλη και να τη φωτογραφίσουν. Επίσης να γνωρίσουν τη νυχτερινή ζωή, πράγμα που ήταν αναγκαίο να γίνει, σύμφωνα με τις οδηγίες της εφημερίδας, για να ετοιμάσουν κι ένα ένθετο για τη ζωή στην Κύπρο. Όλα τα πρωινά λοιπόν τα έφαγαν στο συνέδριο, τ’ απογεύματα στη Λευκωσία, στη Λάρνακα, στη Λεμεσό και την τελευταία μέρα στην πράσινη γραμμή.
«Πρόσεξες καμία αναφορά από τους ξένους ομιλητές στο πρόβλημα του νησιού;», είπε ο Φαίδωνας την τελευταία μέρα του συνεδρίου.
«Γιατί νόμιζες ότι θα γινόταν;»
«Όχι, απλά το επισημαίνω».
«Όλα αυτά είναι διπλωματικές υποθέσεις».
«Και αδιαφανείς».
«Κάπως έτσι».
…
Η διασκέδασή τους στη νυχτερινή ζωή της Κύπρου ήταν πραγματικά τόσο όμορφη όσο και επίπονη. Το δεύτερο βράδυ τους στο νησί πήγαν στις «Σκιές», με την αφορμή της ονομασίας, η Ξένια είπε.
«Σαν σκιές θα είμαστε απ’ την κούραση».
«Όση κούραση κι αν έχεις πάνω σου, θα είσαι σαν τη Θεά του νησιού» της είπε, θέλοντας να της κάνει ένα κομπλιμέντο, μα πιο πολύ νομίζοντας πως μίλαγε στη Δήμητρα.
Έτσι άρχισε εκείνη η βραδιά που συνεχίστηκε με το ζευγάρι να χορεύει μπλουζ και να φεύγει κατευθείαν απ’ το κέντρο για το συνέδριο.
Το επόμενο βράδυ πήραν αμπάριζα όλα τα bar της Λευκωσίας απ’ τη μια μεριά της πόλης ως την άλλη. Ο ένας ξεναγούσε τον άλλο. Όταν ξημερώματα γύρισαν στο ξενοδοχείο δεν είχαν πια όρεξη για ύπνο κι άρχισαν να συζητούν. Η κουβέντα τους άρχισε απ’ την πολιτική αλλά το αλκοόλ, τους είχε μεταμορφώσει σε δύο ρομαντικούς νέους. Εκμυστηρεύτηκε ο ένας στον άλλον τα πιστεύω του γύρω από τον έρωτα, όλο εκείνο το ερωτικό ευαγγέλιο κι όλα εκείνα τα σύμβολα της ερωτικής πίστεως, που σαγηνεύουν τις καρδιές και χρησιμεύουν ως καρπός στις ψυχές των νέων.
Ο ύπνος τους βρήκε και τους δύο, ενώ κουβέντιαζαν στο δωμάτιό του, κάθετα προς το στρώμα με το χέρι του ενός πλάι στο χέρι του άλλου. Αλλά και η αφύπνιση του ξενοδοχείου τους βρήκε έτσι μόλις μετά από μια ώρα. Θα ήθελαν πολύ να κοιμηθούν περισσότερο, μα το συνέδριο δε θα τους περίμενε.
Το άλλο απόγευμα επισκέφτηκαν τη Λεμεσό, ήταν όμως κουρασμένοι απ’ την προηγούμενη νύχτα και πήγε ο καθένας στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί. Ο Φαίδωνας όμως δεν μπορούσε ούτε τα μάτια του να κλείσει. Σκεφτόταν την όμορφη συνεργάτιδά του, από το προηγούμενο βράδυ κι από όλες τους τις συναντήσεις, απ’ τη στιγμή που επέστρεψε στην Αθήνα. Συλλογιζόταν πόσο καλή ήταν, πόσο αυθόρμητη και πόσο θαρραλέα. Κι επειδή όταν κανείς σκέφτεται ανακαλύπτει κιόλας την αλήθεια, ανακάλυψε πως αυτό που ένιωθε για εκείνη ήταν αγάπη. Θεέ μου, αγάπη! Κι όμως την αγαπούσε αληθινά.
Μπορεί να αγαπάς δυο γυναίκες με τον ίδιο τρόπο; Ποτέ μου δεν το πίστεψα, αλλά κι αυτός ποτέ του δεν το είχε πιστέψει μέχρι τότε. Αγαπούσε την Ξένια ενώ αγαπούσε και τη Δήμητρα. Διψούσε για τη Δήμητρα όσο διψούσε και για την Ξένια. Τι μπέρδεμα. Έπρεπε, όσο κι αν δεν ήθελε, να βρει τρόπο να ξεφύγει από τη μια του αγάπη τουλάχιστον, τώρα που ήταν νωρίς και για να μην πληγώσει καμία έπρεπε να ξεφύγει απ’ την Ξένια. Αλλά πώς; Που ούτε ήθελε αλλά ούτε μπορούσε.
Δυο γεγονότα μπορεί να σημειώσει κανείς στις επόμενες μέρες της Κύπρου. Το ένα συνέβη το επόμενο βράδυ, όταν οι δυο τους πήγαν σ’ ένα μαγαζάκι με παραδοσιακό κυπριακό πρόγραμμα. Έπιναν, ώσπου η Ξένια ανέβηκε στο πατάρι, άρχισε να χορεύει τη ‘Βράκα’ και συνέχισε μ’ άλλα τραγούδια της περιοχής. Σε λίγο πήγε στο τραπέζι τους, άπλωσε χαλαρά το χέρι της και τον παρέσυρε να χορέψουν. Ούτε ήξερε, ούτε ήθελε να χορέψει, προτιμούσε να τη βλέπει και να την καμαρώνει όμως δεν μπόρεσε να αρνηθεί το κάλεσμά της. Ακολουθούσε το ρυθμό της και την αγαπούσε όλο και περισσότερο και την καμάρωνε όλο και πιο πολύ, όσο την έβλεπε λυγερή να χορεύει. Όμως φούντωνε κι ο πόνος του πιο πολύ, για αυτή τη δυσάρεστη θέση που βρισκόταν. Ποιος; Αυτός που με τις γυναίκες ξεκαθάριζε τη θέση του κι ήταν της λογικής. «Καλά περάσαμε, κι έξω απ’ την πόρτα μας». Φεύγοντας απ’ το μαγαζί η Ξένια ήθελε να περπατήσουν στην πόλη. Ξεκίνησαν μα μην ξέροντας την πόλη καλά βρέθηκαν σε μια περίεργη περιοχή, όλο σκοτάδια και αποθήκες. Του Φαίδωνα δεν του άρεσε και προσπάθησε να απομακρυνθούν από εκεί γρήγορα, πριν προλάβει όμως αντιλήφθηκε ένα παλιό αμάξι, να τους ακολουθεί. Ξαφνικά σταμάτησε δίπλα τους και βγήκαν δυο περίεργοι νεαροί.
«Σταματήστε, φώναξαν».
«Φρόνιμα παιδιά, δεν έγινε τίποτα θα τα βρούμε», είπε ο νεαρός δημοσιογράφος προσπαθώντας να καλμάρει τα πράγματα, ενώ η Ξένια είχε γραπωθεί απ’ το σακάκι του, ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε έτσι.
«Και βέβαια θα τα βρούμε, δώστε μας τα χρήματα σας κι είμαστε εντάξει».
Του Φαίδωνα του είχαν μείνει μόνο λίγες λίρες, γιατί είχαν ξανοιχτεί πολύ στο κεντράκι, η Ξένια είχε ξεχάσει το πορτοφόλι της.
«Έχω μονάχα αυτές τις λίρες».
«Δεν πειράζει, θα πληρωθούμε σε είδος», είπε ο πιο εύσωμος και πήγε να τραβήξει τη φωτογράφο προς το μέρος του. Ο Φαίδωνας όμως πρόλαβε, μπήκε μπροστά και έσπρωξε το χέρι του επιτήδειου βιαστή, ο οποίος άρχισε να γελάει.
«Το φιλαράκι θέλει ξύλο, ας του δώσουμε λίγο», είπε βγάζοντας ένα στιλέτο απ’ την πίσω τσέπη του παντελονιού του.
Στην αρχή ο Φαίδωνας έριξε μερικά δυνατά χτυπήματα στον έναν απ’ τους δύο, έστω κι αν κράταγε μαχαίρι, όμως σε μία προσπάθεια του να ελιχθεί, το μαχαίρι τον άγγιξε στο μπράτσο και τον τραυμάτισε. Ο νεαρός δημοσιογράφος κράτησε το μπράτσο του, όταν είδε τον πιο εύσωμο απ’ τους δύο να έρχεται επικίνδυνα προς το μέρος του ενώ αυτός είχε κλειστεί στη γωνία και πάνω απ’ όλα είχε να προστατέψει και την Ξένια, που ήταν δίπλα του και όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την αναμέτρηση. Ο Φαίδωνας σε μια κίνηση απελπισίας άρχισε να πετάει κάτι σίδερα, που βρήκε προς τον αντίπαλό του που γέλαγε συνεχώς. Δυστυχώς όμως για αυτόν δεν πρόσεξε αρκετά, γλίστρησε πατώντας σε μια σωλήνα και χτύπησε το κεφάλι του πάνω σ’ έναν τοίχο. Πέφτοντας δέχτηκε κι άλλο ένα χτύπημα απ’ τον Φαίδωνα που του πήρε το στιλέτο και κινήθηκε προς το νεαρότερο συνεργάτη απειλώντας τον. Εκείνος φοβήθηκε μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε γρήγορα. Το ίδιο γρήγορα, έστω και χωρίς αυτοκίνητο, έφυγε και το ζευγάρι χωρίς ν’ ανταλλάξει κουβέντα. Όταν έφτασαν στην κεντρική οδό χαλάρωσαν, άρχισαν να περπατούν και η Ξένια σφίχτηκε στην αγκαλιά του.
«Σ’ ευχαριστώ, διακινδύνεψες τη ζωή σου για μένα».
«Δεν έκανα τίποτα. Ευτυχώς που ο νεαρός ήταν άπειρος και το βαλε στα πόδια, γιατί με το ένα χέρι τραυματισμένο, δεν θα τον κατάφερνα».
«Πώς είναι το χέρι σου;»
«Ευτυχώς είναι επιπόλαιο το τραύμα, απλά μια γρατσουνιά».
«Πρέπει να σε δει γιατρός».
«Κανείς δεν πρέπει να με δει. Να κοιμηθώ για λίγο πρέπει. Ταξί, ταξί».
Το ταξί σταμάτησε μπροστά τους και τους κατέβασε στο ξενοδοχείο. Η Ξένια επέμενε να πάνε σε κάποιο νοσοκομείο, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Όταν μπήκαν στην είσοδο, ο ρεσεψιονίστ μισοκοιμόταν και δεν είδε το χέρι του Φαίδωνα. Μιας και δε δέχτηκε γιατρό, εκείνη επέμεινε να μείνει κοντά του το βράδυ. Απολύμαναν το χέρι του, με τα υλικά από το φαρμακείο του δωματίου. Εκείνος προσπάθησε ευγενικά να την διώξει, γιατί ένιωθε ότι το γεγονός αυτό τους έφερε ακόμα πιο κοντά, δεν τα κατάφερε. Η Ξένια δεν αποχωριζόταν τον ήρωα της.
Το πρωί που ξύπνησε βρήκε στο δωμάτιο, εκτός της Ξένιας, που είχε μείνει στο πλευρό του όλο το χρόνο που μεσολάβησε ως το πρωί, έναν ηλιοκαμένο, καραφλό κύριο, με μια καφετί δερμάτινη τσάντα.
«Καλημέρα γλυκέ μου», του είπε όταν ο τραυματίας άνοιξε τα μάτια του.
«Καλημέρα. Ποιος είναι ο κύριος;»
«Ο γιατρός, ήρθε να δει πώς είσαι».
«Μια χαρά», είπε φοβούμενος ότι ο γιατρός θα του συνιστούσε ξεκούραση και δεν ήθελε με τίποτα να μείνει στο κρεβάτι ή ακόμα χειρότερα να πάει στο νοσοκομείο και να χάσει το συνέδριο.
Φυσικά δεν μπόρεσε να ξεφύγει την εξέταση αλλά το τραύμα του ήταν όντως επιπόλαιο.
«Λοιπόν γιατρέ;» ρώτησε η Ξένια.
«Ο νέος μας είναι μια χαρά».
«Μια χαρά! Μα δε βλέπετε τα μάτια του;»
«Αυτά μάλλον είναι πιο πολύ κομμένα απ’ την κραιπάλη, παρά απ’ το τραύμα και θα του συνιστούσα όντως να ξεκουραστεί και να μην σκοτώνει έτσι τον οργανισμό του».
«Ευχαριστώ γιατρέ», είπε ο Φαίδωνας.
«Όχι εμένα, το Θεό και την ωραία σας νοσοκόμα. Ήταν δυο που σας χτύπησαν;» ρώτησε αλλάζοντας ύφος.
«Ναι».
«Υπάρχουν αρκετά τέτοια περιστατικά. Θα σας προέτρεπα να καταγγείλετε στην αστυνομία το περιστατικό».
«Κατά πρώτον δε θα τους βρουν, γιατί δεν είδαμε τα πρόσωπά τους και κατά δεύτερον δεν έχουμε χρόνο».
«Καταλαβαίνω, περαστικά σας νεαρέ μου».
«Στο καλό γιατρέ».
Η Ξένια ξεπροβόδισε το γιατρό και γυρίζοντας άκουσε το Φαίδωνα να της λέει γελώντας.
«Όπως βλέπετε κυρία μου η εικόνα του ήρωα σας καταστράφηκε».
«Όχι, όχι», του είπε αργά και σταθερά κουνώντας το κεφάλι της. Είσαι ο ήρωας μου απ’ όταν ήμουν παιδούλα ακόμα και θα μείνεις ο ήρωας μου για πάντα».
Ο Φαίδωνας για να αποφύγει αυτήν την εκ βαθέων εξομολόγηση ενώ το χέρι της αγαπημένης του βρισκόταν στα μαλλιά του, το κατέβασε, το φίλησε και προσπαθώντας να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι είπε.
«Πρέπει να ετοιμαστούμε, το συνέδριο περιμένει».
«Δε θα πας πουθενά. Δεν άκουσες τι είπε ο γιατρός;»
«Ο γιατρός μίλησε γενικά, όχι για σήμερα».
«Δε σε αφήνω να φύγεις, θα καλύψω εγώ το συνέδριο».
«Μην ανησυχείς, μόλις γυρίσουμε στην Αθήνα σου υπόσχομαι να ξεκουραστώ».
Ετοιμάστηκαν για το συνέδριο ενώ του νεαρού δημοσιογράφου του άρεσε ιδιαίτερα το ντάντεμα αυτό, της κοκκινομάλλας Αφροδίτης.
Το άλλο γεγονός που τους απασχόλησε και ήταν και το σπουδαιότερο για την ιστορία μας, συνέβη το ίδιο απόγευμα της μέρα της επίσκεψης του γιατρού. Οι δυο τους πήγαν στην πράσινη γραμμή κι όλα ξεκίνησαν όταν την είδε να κλαίει. Άλλη μια εικόνα που τον έκανε να την αγαπήσει και να την ερωτευτεί. Την πλησίασε ενώ εκείνη φωτογράφιζε και τα δάκρυα της έτρεχαν.
«Έλα ησύχασε», της είπε
«Καμιά φορά το κλάμα σου κάνει καλό».
«Πάντα σου κάνει καλό».
«Δε σ’ έχω δει ποτέ να δακρύζεις».
«Ίσως έρθει και η σειρά μου».
Το σχόλιό του έκανε την Ξένια να σταματήσει να κλαίει, το κέφι της όμως δεν είχε φτιάξει. Ήταν η τελευταία τους βραδιά στην Κύπρο και δεν ήθελε να τη βλέπει στεναχωρημένη. Την πήρε λοιπόν και πήγαν σ’ ένα ουζερί. Το ουζερί που άρχισε μια ιστορία και τελείωσε μια άλλη. Ξεκίνησαν να πίνουν και να συζητούν, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Περνούσε η ώρα και ενώ η συζήτηση φούντωνε η μπουκάλα άδειαζε. Το ποτό λοιπόν που άλλους τους κάνει να γελάν, άλλους να κλαίνε, σ’ άλλους φτιάχνει το κέφι, σ’ άλλους φέρνει τη μελαγχολία, άλλους κάνει να φιλοσοφούν κι άλλους να λένε σαχλαμάρες, άλλους τους κάνει πιο ομιλητικούς και σ’ άλλους κλείνει το στόμα, ανάλογα και με την περίπτωση, στους δυο συνεργάτες έφερε μια γλυκιά μελαγχολία και όρεξη για κουβέντα.
«Ήρωα μου, τι λες, θα αρέσει στον διευθυντή η δουλειά μας;»
«Και να μην του αρέσει έχω έτοιμη δικαιολογία για μένα».
«Τι δικαιολογία;»
«Με παρέσυρε μια κοκκινομάλλα Αφροδίτη κι έχασα τα λογικά μου».
«Ωραία δικαιολογία, βρες και για μένα μία».
«Σαν τι δηλαδή;»
«Να ότι ερωτεύτηκα έναν ήρωα ή κάτι τέτοιο».
Η συζήτηση που μέχρι τώρα εξελισσόταν ανάμεσα στους δυο νέους τραυλίζοντας και με τον λόξιγκα της μέθης στο στόμα, τους έκανε να ξεμεθύσουν ή τουλάχιστον έτσι να αισθάνονται. Κι άρχισαν τις εξομολογήσεις.
«Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι κι εσένα Φαίδωνα».
«Μήπως είναι καλύτερα να μην κάνουμε αυτή τη συζήτηση τώρα;» είπε ο Φαίδωνας στην τελευταία του προσπάθεια να τηρήσει τους όρκους του και να μείνει στα όρια της ηθικής του, πριν τον καταλάβει κι αυτόν το ερωτικό παραλήρημα.
«Όχι, δεν έχει νόημα να καθυστερήσουμε περισσότερο. Σ’ είχα ερωτευτεί απ’ την εφηβεία μου, πριν ακόμα έρθεις στον πατέρα μου για να του ζητήσεις δουλειά. Θα κατάλαβες βέβαια πως ο κύριος λόγος που ήρθα στην εφημερίδα που δουλεύεις είσαι εσύ».
«Το κατάλαβα. Φέρε μας ένα μπουκάλι ακόμα».
«Δεν μπορούσα να καταπνίξω τα αισθήματα μου. Διαισθάνομαι ακόμα, ότι κι εσύ νιώθεις κάτι για μένα αλλά προσπαθείς να το κρύψεις. Καταλαβαίνω πως λόγω της φιλίας σου με τον πατέρα μου δε σου είναι εύκολο γι’ αυτό αρχίζω εγώ αυτή τη συζήτηση και σου λέω καθαρά ότι σ’ αγαπώ».
Πόσο του άρεσαν όλα αυτά τα λόγια που άκουγαν τα αυτιά του και πόσο τον στενοχωρούσαν ταυτόχρονα. Τώρα ήταν η σειρά του, έπρεπε κάτι να πει. Να πει κάτι που δεν ήθελε; Ή να πει κάτι που δεν έπρεπε; Αυτές ήταν οι επιλογές του. Σήκωσε το ποτήρι και κατέβασε όλο το περιεχόμενο που τώρα δεν το έπινε νερωμένο.
«Θα σου μιλήσω ειλικρινά. Είναι η αλήθεια πως κάθε φορά που βρισκόμουν ή βρίσκομαι μαζί σου νιώθω κάτι το εξαιρετικό, κάτι το όμορφο που πολλές φορές με αποσπά».
«Δηλαδή κάτι σαν αυτό που νιώθω κι εγώ».
«Ίσως, βέβαια έχεις δίκιο πως και η γνωριμία μου με τον πατέρα σου μου δημιούργησε κάποιο πρόβλημα». Άπλωνε έτσι το θέμα χωρίς να απαντάει.
«Άσε το παρελθόν, άστα όλα, σ’ αυτό απάντα μου μόνο μ’ αγαπάς;»
Αυτό το ερώτημα τον αποπροσανατόλισε τελείως κι όπως ήταν κι απ’ το ούζο της είπε.
«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ αλλά…»
Και πριν προλάβει να συνεχίσει την άκουσε να του λέει.
«Αυτό αρκεί, άσε τα αλλά, άστα όλα». Κι αυτά τα έλεγε, γιατί είχε κάνει λάθος εκτίμηση. Ήδη της είχε πει ότι δεν είχε τίποτα το συγκεκριμένο κι αυτή νόμισε ότι το «αλλά» δημιουργούταν λόγω των σχέσεων του με τον πατέρα της. Έγειρε προς τα χείλια του, στο μαγαζί που βρίσκονταν πια μόνο οι δυο τους και ο σερβιτόρος, και τον φίλησε με τόσο πάθος όσο βγαίνει μόνο απ’ τις γυναίκες τη στιγμή που αγαπάνε αληθινά. Από εκείνο το φιλί κι έπειτα δεν έβγαλε καμιά άμυνα για να ανατρέψει ούτε το φιλί, ούτε όλα όσα θα ακολουθούσαν. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, μαγικά βρέθηκαν στο δωμάτιό της να κάνουν έρωτα. Τόσο έντονο και τόσο τρυφερό, προερχόμενο απ’ την αγάπη και το ανεπίτρεπτο από πλευράς του. Ήταν κάτι που ήθελαν και οι δυο από καιρό, κάτι που είχε υπάρξει στη σκέψη τους και στην καρδιά τους. Είχε ωριμάσει εκεί κι έπρεπε να ζήσει τώρα και στα σώματά τους. Φιλιόνταν στα χείλη εξοντωτικά. Αυτός κρατούσε τα στήθη της, τη φιλούσε στο λαιμό και στο πρόσωπο. Αυτή τον είχε αγκαλιασμένο γύρω απ’ το λαιμό και κατέβαζε τα χέρια της ως τους γλουτούς του, χαϊδεύοντας τον. Λόγια όπως ‘αγάπη μου’, ‘ερωτά μου’, ‘ζωή μου’, ακούγονταν κι από τους δυο ανάμεσα στον έρωτά τους. Την άγγιζε σε κάθε ρυτίδα της, σε κάθε σύσπαση του κορμιού της. Κι όταν τέλειωνε τον φιλούσε χαλαρά στο στόμα και του έλεγε ερωτόλογα κι αυτός τα δέχονταν και της έλεγε δικά του.
Το βράδυ εκείνο το χάρηκε όσο λίγα στη ζωή του κι έπρεπε να το χαρεί, γιατί θα έδινε ως αντίτιμο πολλές μέρες στεναχώριας κι αδιεξόδου. Αργότερα όταν με συνάντησε μου είπε ότι οδηγήθηκε απ’ το αλκοόλ εκείνο το βράδυ στον έρωτα με την Ξένια. Το ποτό όμως ήταν απλά το άλλοθι του και το ήξερε το ίδιο καλά όπως κι εγώ. Ήταν η αφορμή που έψαχνε, όχι η αιτία, που ήταν ότι ήθελε αυτή τη γυναίκα και είχε βαθιά συναισθήματα για εκείνη από χρόνια, κι εφόσον βρέθηκαν τόσο κοντά, όπως η φωτιά στο μπαρούτι ήταν αναπόφευκτο να συμβεί ότι συνέβη. Επιπλέον πίστευε πως αν τα πράγματα συνέβαιναν αλλιώς δε θα είχε προδώσει καμία από τις δύο, γιατί θεωρούσε ότι πρόδιδε και την εμπιστοσύνη της Ξένιας. Αν τα είχανε πριν φύγει για το ταξίδι στα Γιάννενα, θεωρούσε ότι δεν θα τα έφτιαχνε με τη Δήμητρα. Αυταπάτες! Θα συνέβαινε ακριβώς το ίδιο πιστεύω, γιατί αυτά που ένιωθε για την νεράιδα του ήταν πολύ δυνατά και μόλις του την γνώριζε η ξαδέλφη του, θα συνέβαιναν ακριβώς τα ίδια με την αντίστροφη πορεία. Ήταν η νιότη, ήταν η ένταση των συναισθημάτων που του προκαλούσαν αυτές οι δυο γυναίκες, ίσως και η δίψα του να τις γευτεί και τις δυο, ίσως και η επιπολαιότητά του κατ’ άλλους.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Όταν γύρισε στην Αθήνα τις δυο, τρεις πρώτες μέρες προσπάθησε να απομακρυνθεί απ’ τη Ξένια, μα μάταια, οπότε αφέθηκε ολοκληρωτικά στον έρωτά της. Έναν έρωτα όμως που δε μπόρεσε να τον χαρεί όπως έπρεπε, γιατί σκεφτόταν, λυπόταν και αγαπούσε τη Δήμητρα. Της είχε πει ότι την αγαπάει και ήταν αλήθεια, της είχε κάνει πρόταση γάμου. Τι τις ήθελε τόσες δεσμεύσεις; Αυτός ο τόσο ξεκάθαρος στις σχέσεις του, τώρα βρισκόταν μπλεγμένος σε κάτι που παλιότερα το θεωρούσε ανήθικο και τώρα άδικο για τη μια απ’ τις δυο γυναίκες της ζωής του. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν μπορούσε να μη δεχτεί και την ευτυχία που του χάριζε η όμορφη φωτογράφος και για ένα μήνα περίπου, αφέθηκε στα χάδια της, στα φιλιά της και στην αγάπη της. Μέσα σ’ αυτόν το μήνα θα ζούσε τον έρωτά του με τη Ξένια. Μέχρι το Πάσχα, που θα ερχόταν στη μεγαλούπολη η Δήμητρα και θα αποφάσιζε τι θα κάνει.
Τους είδα μια δυο φορές μαζί, το Φαίδωνα και την Ξένια. Όταν βρισκόταν μαζί της ξεχνιόταν. Όταν έμενε μόνος όμως φούντωνε ο πόνος και το δίλημμα του. Μια βραδιά που συναντηθήκαμε σ’ ένα ταβερνάκι μου εξομολογήθηκε όλη την ιστορία του. Έπρεπε κάπου να την πει για να ξαλαφρώσει και την είπε σε μένα. Συν τοις άλλοις τον είχαν πάρει τα δάκρια, δεν ήταν εγωισμού, δεν τον ενδιέφερε ο εαυτός του, ήταν δάκρια αγάπης. Δάκρυζε από αγάπη με κάθε αναφορά στο όνομα της Ξένιας ή της Δήμητρας, ό,τι κι αν έκανε θα πλήγωνε κάποια απ’ τις δύο. Τι κρίμα που μέχρι τώρα δεν αγάπησα ποτέ έτσι και τι ευτυχία που μέχρι τώρα δεν έμπλεξα απ’ την αγάπη ποτέ έτσι, σκεφτόμουν όταν τον άκουγα να με ρωτάει «Τι να κάνω;»
Τι μπορούσαν να του πω εγώ για τη ζωή του; Τι μπορούσα να του πω όταν δάκρυζε μπροστά μου σαν μικρό παιδί., τι μπορούσα να του πω εγώ για την αγάπη όταν ποτέ μου δεν είχα αγαπήσει σε τέτοιον βαθμό, τουλάχιστον μέχρι τότε. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άντρες, εκτός αυτών που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ζούνε επιδερμικά ή προσπαθούν να ζήσουν επιδερμικά τις σχέσεις τους. Ίσως, γιατί προαισθάνονται τι τους περιμένει αν αγαπήσουν, ίσως από φόβο. Όταν όμως αγαπήσουν, τις ελάχιστες φορές που τους δίνετε η ευκαιρία, μπορούν να κάνουν το αδύνατο, δυνατό, μπορούν να καταστρέψουν και να καταστραφούν. Αυτά με τη μία αγάπη, στην περίπτωση του Φαίδωνα όλα τα παραπάνω εις διπλούν. Βέβαια αναλογιζόμενος σήμερα κι από απόσταση την όλη κατάσταση, τείνω να πιστέψω πως ναι μεν πίστευε πως τις αγάπησε και τις δύο, αλλά ουσιαστικά δεν αγάπησε καμία, πέρα από τον εαυτό του, ήταν ανώριμος στο δώρο που του δόθηκε και στον έρωτα. Είχε κατακτήσεις ναι, αλλά ποτέ δεν είχε ερωτευθεί, ίσως από φόβο. Ήταν πάντα μόνος του, δεν ήθελε την ευθύνη κι ίσως φοβόταν να τον φροντίζει κάποια. Ασυνείδητα ίσως ήθελε με τη συμπεριφορά του, να μείνει και πάλι μόνος. Τόσο καιρό, χωρίς άλλες δραστηριότητες, πέρα από τη δουλεία του, είχε γίνει ένα ρομπότ και όταν χαλάρωσε, σε εκείνο το ταξίδι του στα Γιάννενα, η Δήμητρα τον ξεκλείδωσε, και του έβγαλε έναν άλλο εαυτό, γεμάτο συναισθήματα. Έπεσε με τα μούτρα στον έρωτα. Άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, που τον παρέσυρε και στη νέα του ιστορία, με την Ξένια. Όχι με κάποια άγνωστη, ή καινούργια γυναίκα. Αλλά με μία που υπόβοσκε χρόνια το συναίσθημα και σιγόκαιγε και τώρα που η Δήμητρα του ξεκλείδωσε τα κρυφά του συναισθήματα, έστω κι ασυναίσθητα θέλησε να γευτεί, αυτό που είχε παρκάρει, αν μου επιτρέπετε, στο ασυνείδητό του.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, το ζευγάρι μας είχε βγει στα μαγαζιά για τα απαραίτητα ψώνια. Ενώ από παντού ακούγονταν χριστουγεννιάτικα τραγούδια, στους δρόμους υπήρχαν στολισμένα δέντρα κι αγιοβασίληδες. Το ερωτευμένο ζευγάρι προχωρούσε αγκαλιασμένο λόγω και του κρύου που επικρατούσε και κοίταζε τις βιτρίνες. Μπήκαν σ’ ένα πολυκατάστημα για να κάνουν τα τελευταία ψώνια. Σε μια στιγμή ο Φαίδωνας της φόρεσε ένα κόκκινο αγιοβασιλιάτικο σκούφο, ταίριαζε απόλυτα με τα μαλλιά της. Εκείνη πειράχτηκε, γιατί μίλαγε με την πωλήτρια.
«Γιατί το κάνεις αυτό;»
«Γιατί ήθελα να δω τον Άγιο Βασίλη μπροστά μου», απάντησε γελώντας και γεμάτος όρεξη για παιχνίδια.
«Και τον είδες;»
«Ναι, τον είδα κι ήταν ο πιο όμορφος Άγιος Βασίλης που είδα ποτέ στη ζωή μου», και χωρίς άλλη λέξη την φίλησε στα κατακόκκινα χείλη της.
«Χαζέ», του είπε όταν μετά από ώρα ξεκόλλησε τα χείλη της από πάνω του, «θα συνεχίζεις να κάνεις τον Δον Ζουάν».
«Γιατί δεν μου πάει; Και για να μην ξεχνιόμαστε στο απέναντι κατάστημα, έχει και κάτι υπέροχα κατακόκκινα εσώρουχα».
Αυτό ήταν αρκετό για να τον χτυπήσει παιχνιδιάρικα η Ξένια με τις τσάντες στο κεφάλι. Άλλωστε ήταν πολύ εκλεπτυσμένη για να συνεχίσει τη συζήτηση αυτή, προχώρησαν στην βόλτα τους στο μεγάλο κατάστημα, βρέθηκαν μπροστά στα κοσμήματα κι εκεί βέβαια ήταν αναγκαία η στάση τους, γιατί υπάρχει μια συμπληρωματική σχέση μεταξύ των περισσότερων γυναικών και των κοσμημάτων. Κοίταζαν το ένα και το άλλο χρυσαφικό σχολιάζοντας το, όταν όμως έφτασαν στις βέρες κι όταν την είδε πως τις κοίταζε με περίσσιο ενδιαφέρον, δεν τόλμησε να ρωτήσει αν ήταν από εικαστικό ενδιαφέρον ή από αυτό που συμβόλιζαν αυτές, άρχισε να αισθάνεται άβολα και παρακίνησε τη Ξένια να φύγουν. Βγαίνοντας απ’ το μαγαζί της είπε να γυρίσει στο σπίτι της. Αυτός θα πέρναγε από την εφημερίδα να τελειώσει κάτι δουλειές και θα πήγαινε αργότερα. Η Ξένια του ζήτησε να πάει μαζί του, αλλά εκείνος έχοντας τους λόγους του, την μετέπεισε κι ευτυχώς.
Πριν πάει στην εφημερίδα πέρασε από ένα κατάστημα χρυσαφικών, αυτός ήταν ο λόγος που δεν την ήθελε μαζί του. Πώς θα αισθανόταν αν έβλεπε εκείνο το πανάκριβο δακτυλίδι με τη γαλάζια πέτρα και την αφιέρωση «Γιατί ταιριάζει στα μάτια σου». Βλέπετε δεν είχε ξεκολλήσει από το νου του, ούτε στο ελάχιστο η ωραία Γιαννιώτισσα. Γύρισε κεφάτος στην εφημερίδα, θα τελείωνε τη σύντομη εργασία του και θα πήγαινε στην Ξένια που τον περίμενε, ποιος ξέρει με πόση λαχτάρα. Ανοίγοντας όμως την πόρτα του γραφείου του τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Μια έκπληξη που δεν τη φανταζόταν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Καθισμένες στον καναπέ η ξαδέρφη του και η Δήμητρα. Τα ’χε εντελώς χαμένα. Την περίμενε το Πάσχα και ήρθε τα Χριστούγεννα για να του κάνει ευχάριστη έκπληξη στις γιορτές, όπως φαντάστηκε λαθεμένα. Είχε μείνει στήλη άλατος. Η Δήμητρα έπεσε στην αγκαλιά του.
«Δεν ξέρεις πόσο μου έλειψες. Δεν ξέρεις πώς μετρούσα τις μέρες μέχρι να σε ξαναδώ».
«Κι εγώ», είπε προσπαθώντας να διασκεδάσει την κατάσταση, μα ήταν παγωμένος κι αυτό η Δήμητρα το κατάλαβε και τον ρώτησε.
«Τι έχεις αγάπη μου;»
«Είναι απ’ την έκπληξη που σε είδα κι απ’ το κρύο, ήμουν πολλές ώρες στους δρόμους». Και συνεχίζοντας ενώ φιλούσε την ξαδέρφη του, «Θέλετε να πιείτε κάτι;»
«Όχι, μας έφεραν τα παιδιά».
«Εγώ θα πάρω ένα κονιακάκι».
Έκανε πώς χαμογελούσε και κάθισε στην καρέκλα του μη μπορώντας να σταθεί άλλο στα πόδια του.
«Λοιπόν Δήμητρα, πόσες μέρες θα κάτσουμε;» ρώτησε, θέλοντας να δει για πόσες μέρες θα προσπαθούσε να κρατήσει τη μια του αγάπη, μακριά απ’ την άλλη.
«Για πάντα. Δεν μπορώ άλλο μακριά σου, έφυγα απ’ τα Γιάννενα για να βρω δουλειά στην Αθήνα, όπως μου είχες προτείνει»
«Ω, ωραία», τραύλισε ενώ το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει.
Για πέντε, δέκα μέρες θα μπορούσε να κρύψει το μυστικό του αλλά για μήνες ολόκληρους αδύνατο. Όλο και κάτι θα συνέβαινε, που θα έφερνε τις δυο κοπέλες τη μία, απέναντι στην άλλη. Θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση γρήγορα παίρνοντας αποφάσεις.
Όταν ήρθε ο ασκούμενος δημοσιογράφος, που τελούσε χρέη καφετζή, με το κονιάκ του είπε.
«Αργήσατε σήμερα. Που ήσασταν τόση ώρα;»
«Για ψώνια», είπε ο Φαίδωνας αφηρημένος.
«Άστε τα αυτά», συμπλήρωσε ο συνομιλητής του, αφήνοντας κάποιο υπονοούμενο.
Ο συνάδελφος που έφερε τα ποτά, ήταν χωρατατζής και πάντα του άρεσε να αστειεύεται με το δημοσιογράφο. Για το λόγο αυτό ο Φαίδωνας δε συνέχισε μην τυχόν και υποψιαστεί τίποτα η Δήμητρα, απ’ τα χωρίς νόημα αστεία. Και πράγματι κάτι δεν της άρεσε και ήδη είχε πάρει μια σκυθρωπή όψη, δίχως όμως να πει τίποτα στο Φαίδωνα.
Ο δημοσιογράφος κατάλαβε ότι η όμορφη επαρχιωτοπούλα είχε στεναχωρηθεί και γι’ αυτό πήρε την πρωτοβουλία και μίλησε.
«Βλέπω ότι σε ανησύχησαν τα λόγια του ηλίθιου».
«Όχι, όχι», είπε προσποιούμενη εκείνη την άνετη.
«Ξέρεις μου αρέσει πολύ να σε βλέπω να ζηλεύεις, μα δε θέλω το ωραίο σου προσωπάκι στεναχωρημένο. Γι’ αυτό θα σου πω γιατί άργησα».
«Όχι, δεν πειράζει», είπε η πάντα συγκαταβατική κοπέλα.
«Ναι, ναι, πρέπει. Η εξήγηση είναι σ’ αυτό το κουτάκι. Σκόπευα να σου το στείλω, αλλά τώρα… Ορίστε», είπε βγάζοντας το κουτί με το δαχτυλίδι από την τσέπη του.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε παίρνοντας το κουτάκι η Δήμητρα.
«Άνοιξε το και θα δεις».
Όταν το είδε κι όταν πολύ περισσότερο διάβασε την αφιέρωση, τα έβαλε με τον εαυτό της, που προς στιγμήν σκέφτηκε άσχημα για τον καλό της. Τελικά είχε γίνει μετρ της εξαπάτησης.
«Γι’ αυτό άργησα να έρθω, είχα πάει να το αγοράσω».
«Είπα κι εγώ», έκανε χαμογελώντας και η Αμαλία.
Και οι τρεις τους άρχισαν να γελάν και να χαίρονται ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Αυτή τη φορά ο έξυπνος δημοσιογράφος κατάφερε να βγει από πάνω κιόλας. Για πόσο καιρό ακόμα; Στη συνέχεια έστειλε τις δυο κοπέλες στο σπίτι του και τους είπε ότι θα αργήσει, προσποιούμενος φόρτο εργασίας. Πήγε έτσι πρώτα στην Ξένια και τα ξημερώματα βρίσκοντας κάποια δικαιολογία έφυγε για να πάει στο σπίτι του και στη Δήμητρα. Είχε έρθει η ώρα για τα ψέματα. Τα πολλά ψέματα.
Τα Χριστούγεννα ήταν αναγκασμένος να τα περάσει και με τις δυο ή να βρει ένα ακόμα ψέμα για να ξεφύγει από κάποια. Στη Δήμητρα είπε πως την παραμονή ήταν δεσμευμένος απ’ την εφημερίδα του για κάποιο ρεπορτάζ, έτσι βρήκε τρόπο να πάει στη γκαρσονιέρα του Χαλανδρίου, στην Ξένια. Φτάνοντας προσποιήθηκε τον στεναχωρημένο. Όταν εκείνη τον ρώτησε τι συμβαίνει της είπε ότι αρρώστησε κάποιος συγγενής του και έπρεπε να φύγει εσπευσμένα την άλλη μέρα για την επαρχία. Ήταν τόσο στεναχωρημένος που δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει ιδιαίτερα, μέχρι που η γλυκιά κοκκινομάλλα του είπε τρυφερά.
«Δεν πειράζει, πήγαινε τώρα αφού είναι ανάγκη, εμείς έχουμε μπροστά μας μια ολόκληρη ζωή. Θα περάσουμε μαζί την πρωτοχρονιά».
«Ναι αγάπη μου», της είπε ενώ σκεφτόταν τι ψέμα θα πει στη Δήμητρα για να μείνει μακριά της την πρωτοχρονιά.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε.
«Τίποτα, απλά είμαι λίγο κουρασμένος».
«Δε με ξεγελάς, στεναχωριέσαι που δε θα περάσουμε μαζί αυτές τις μέρες».
«Ασφαλώς αυτό είναι, πως με καταλαβαίνεις!» της είπε ο ασυγχώρητος.
«Μα μην ανησυχείς, η νύχτα αυτή θα ισοφαρίσει τις χαμένες μέρες. Έλα να φάμε».
Στο τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντιλο, που πάνω του υπήρχαν κεντημένα λουλούδια βρίσκονταν τα διάφορα ορεκτικά, η γαλοπούλα γεμάτη με κάστανα, το κόκκινο κρασί και δύο κηροπήγια, χρυσαφί χρώματος, που πάνω τους στέκονταν δυο αναμμένα άσπρα κεριά, απαραίτητο ντεκόρ για ερωτευμένους. Στο βάθος ακούγονταν χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Όταν τέλειωσαν με το φαγητό η Ξένια πήγε στο δωμάτιο της και έφερε ένα πλακέ, ορθογώνιο κουτί τυλιγμένο.
«Ορίστε αυτό είναι το δώρο σου».
«Ευχαριστώ», είπε κι άρχισε να το ξετυλίγει.
Το κουτί περιείχε μια χρυσαφί κορνίζα, που στην κάτω πλευρά υπήρχαν ανάγλυφα λουλούδια, μέσα υπήρχε η φωτογραφία της Ξένιας.
«Στην πήρα να την έχεις στο γραφείο σου, στην εφημερίδα για να με θυμάσαι».
«Μα δε χρειάζεται να σε θυμάμαι, σε βλέπω όλη μέρα».
«Για τις στιγμές που δε με βλέπεις, θα έχεις τη φωτογραφία μου».
Αυτή η κορνίζα θα τον έβαζε σε μεγαλύτερους μπελάδες, αφού κάθε φορά που μια απ’ τις δυο ερωμένες του θα έμπαινε στο γραφείο, θα έπρεπε να τοποθετεί ή να κρύβει πάνω στο γραφείο του, ανάλογα με την περίσταση, την κορνίζα.
«Μμ, Τώρα πρέπει να σου δώσω κι εγώ ένα δώρο».
«Μου αρκεί που είσαι εδώ».
«Ορίστε, με όλη μου την αγάπη».
Της είχε πάρει ακριβώς το ίδιο δαχτυλίδι που είχε αγοράσει και για τη Δήμητρα. Σε αυτό δεν μπορώ να πω, ήταν ακριβοδίκαιος. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα, ούτε στο δώρο δεν ήθελε, δεν μπορούσε να τις ξεχωρίσει. Νόμιζε ότι θα αδικούσε μια απ’ τις δύο κι αυτό δεν το ήθελε. Δεν ήθελε να τις αδικήσει στο δώρο, ενώ το είχε κάνει με τη στάση του.
Όταν η Ξένια είδε το δαχτυλίδι με την κόκκινη πέτρα και την αφιέρωση «Για τη γλυκιά κοκκινομάλλα» έπεσε στην αγκαλιά του.
«Δεν έπρεπε να το αγοράσεις, θα έδωσες τουλάχιστον έναν μισθό».
«Μη σε απασχολεί, σου αξίζουν και περισσότερα», και ψιθυρίζοντας συμπλήρωσε, «τι κρίμα που δεν μπορώ να στα δώσω».
Εν το μεταξύ η Ξένια έβαλε στο στερεοφωνικό κάτι απαλά και όμορφα «μπλουζ», που άρεσαν ιδιαίτερα στον Φαίδωνα. Και τον ρώτησε «Χορεύουμε;» Την έπιασε απ’ τη μέση κι άρχισαν να γυρίζουν ανάμεσα στα έπιπλα, στη μικρή γκαρσονιέρα, κάτω απ’ τους ήχους της μουσικής. Σε λίγο με την Ξένια να καθοδηγεί τα βήματά τους βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα του διαμερίσματος. Στο βωμό της ιεροτελεστίας, που κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα χαροποιούσε το δημοσιογράφο, όμως τώρα τον έκανε απλό εκτελεστικό όργανο και τον γέμιζε ενοχές.
Το άλλο μεσημέρι γύρισε στο διαμέρισμά του, που βρήκε το τραπέζι έτοιμο και τις δυο κοπέλες να τον περιμένουν. Αυτή η σκηνή με το σπίτι να βρίσκεται στην εντέλεια και το τραπέζι έτοιμο, τον στεναχώρησε ακόμα περισσότερο. Να δέχεται τόση τρυφερότητα κι απ’ τις δυο μεριές και να μην μπορεί να ανταποδώσει ειλικρινά. Το ψέμα του τον κομμάτιασε και τον έκανε ένα ράκος. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση να τελειώνουνε όλα, χωρίς όμως να πληγώσει καμία και χωρίς να μάθουν για την προδοσία του. Για αυτόν ήταν κάτι το ιερό αυτές οι δυο γυναίκες και ήθελε τουλάχιστον να τον θυμούνται με κάποια τρυφερότητα. Να αισθάνονται κάτι όμορφο για τη σχέση τους. Όχι μην ανησυχείτε, δε σκόπευε να αυτοκτονήσει, ούτε να πάει ανταποκριτής σε κάποια επικίνδυνη ζώνη.
Έφαγε λοιπόν και τη δεύτερη γαλοπούλα και φοβούμενος μη χτυπήσει κάποιο τηλέφωνο ή μην τυχόν περάσει η Ξένια από εκεί, έστω κι αν ήξερε ότι δεν θα τον έβρισκε, πράγμα που μείωνε τις πιθανότητες στο ελάχιστο να εμφανιστεί στην πόρτα του, ο ίδιος ένιωθε ανασφαλής. Γι’ αυτό πήρε τη Δήμητρα και την ξαδέρφη του και πήγαν στο εξοχικό ενός φίλου του, που του είχε δώσει το κλειδί. Έμειναν εκεί τρεις ολόκληρες μέρες. Κάθε μεσημέρι περπατούσαν στην κρύα παραλία ενώ την υπόλοιπη μέρα βρίσκονταν και οι τρεις μαζί. Κάθε φορά που η Δήμητρα έπιανε κουβέντα για το μέλλον τους, εκείνος άλλαζε συζήτηση και κυρίως αναφερόταν στα επαγγελματικά της Γιαννιώτισσας, που ήταν το μόνο που θα την έκανε ν’ αλλάξει θέμα χωρίς να υποψιαστεί. Γυρίζοντας στην Αθήνα της είπε ότι θα έφευγε για ένα ρεπορτάζ στην επαρχία.
«Τι κρίμα! Τώρα που ήρθα εγώ, εσύ να φεύγεις».
«Θα ’χουμε καιρό να είμαστε μαζί», της απάντησε χωρίς να την κοιτάει.
«Μα γιατί να μην έρθω μαζί σου;»
«Δεν είναι ανάγκη να κουραστείς, κι άλλωστε με σένα κοντά μου δε θα μπορώ να δουλέψω».
«Καλά», του είπε παραπονεμένα.
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να μείνει με την Ξένια για τέσσερις μέρες, ως το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Όλη μέρα ήταν κλεισμένοι στο σπίτι. Ακόμα κι όταν κάποιοι συνάδερφοί τους κάλεσαν, αρνήθηκαν, αφού ο Φαίδωνας ήθελε ν’ αποφύγει τις κακοτοπιές, δηλαδή το να συναντήσει ενώ θα βρίσκεται με την Ξένια τη Δήμητρα. Παρά την έκταση της Αθήνας, η τύχη είναι ένας απρόβλεπτος παράγοντας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Πέρασαν οι άγιες και όμορφες μέρες, για τον περισσότερο κόσμο, μα καταραμένες για το Φαίδωνα, που θα γίνονταν ακόμη πιο καταραμένες όταν θα γύριζε στην εφημερίδα. Την πρώτη μέρα κιόλας της επιστροφής του, η Ξένια τον ρώτησε γιατί δεν έβαλε τη φωτογραφία της, στο γραφείο του.
«Ωχ, με τόσο τρέξιμο την ξέχασα καλή μου στην τσάντα μου».
«Έλα φέρ’ τη να σου πω που ταιριάζει να μπει», είπε αυθόρμητα κι όλο κέφι.
«Καλά καλά, μην κάνεις έτσι».
Άνοιξε τη τσάντα και της την έδωσε.
«Ορίστε».
«Να, εδώ αριστερά σου είναι η καλύτερη θέση».
«Μήπως θα ήταν καλύτερα, να τη βάζαμε κάπου αλλού;»
«Γιατί; Μια χαρά είναι εδώ».
«Έλεγα να μη δίνουμε στόχο στη δουλειά, τι θα πουν οι συνάδελφοι;»
«Εμένα δε με νοιάζει καθόλου αυτό, αν και δε νομίζω να νοιάζονται τόσο για μας, αλλά αν θέλεις τους το φωνάζω αμέσως τώρα εγώ», είπε και άνοιξε την πόρτα να ομολογήσει την πίστη της και τον έρωτά της στο Φαίδωνα. Εκείνος έτρεξε να την προλάβει, έκλεισε την πόρτα και την έβαλε στην αγκαλιά του.
«Καλά, δε χρειάζεται να γίνουμε θέαμα», της είπε
«Ο παλιός, καλός, σοβαρός Φαίδωνας».
Τη φωτογραφία την είχε τοποθετήσει αρκετά πλάγια, έτσι που οποιοσδήποτε έμπαινε μέσα θα την έβλεπε. Άρχισε από τότε άλλη μια ψυχοφθόρα διαδικασία του ‘βάλε’, ‘βγάλε’ την κορνίζα. Προσπαθούσε να κρύψει την κατάσταση αλλά δεν το κατάφερε απ’ όλους. Οι δύο κοπέλες μπορεί να ήταν ερωτευμένες και εξαιτίας των όσων αισθάνονταν, πολλές φορές δεν μπορούσαν να δουν καθαρά τις αντιδράσεις του Φαίδωνα, όπως κανείς δεν μπορεί να δει τις κινήσεις του γιατρού όταν είναι ναρκωμένος. Η Αμαλία όμως κατάλαβε ότι στη συμπεριφορά του ξαδέρφου της κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι συνέβαινε που είχε σχέση άμεση ή έμμεση με τη Δήμητρα. Γι’ αυτό ένα μεσημέρι πέρασε απ’ την εφημερίδα και τον πήρε να πάνε για ούζα στον Πειραιά και να τον ψαρέψει.
«Λοιπόν;» του είπε.
«Τι λοιπόν:»
«Τι σου συμβαίνει; Δεν είσαι ο ίδιος που ήσουν στα Γιάννενα».
«Εκεί ήμουνα σε διακοπές κι εδώ σε δουλειά».
«Κι αυτό τι σημαίνει, ότι άλλαξε κι ο χαρακτήρας σου;»
«Εντάξει. Έχεις δίκιο, είμαι λίγο κουρασμένος».
«Μόνο αυτό συμβαίνει;»
«Τι άλλο;»
«Μήπως υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή σου;»
«Πιστεύω να ξέρεις ότι την αγαπώ, και έχει μεγάλη σημασία για μένα», της είπε προσπαθώντας ν’ αλλάξει θέμα.
«Δε σε ρώτησα αυτό μα αν υπάρχει άλλη γυναίκα».
«Όχι βέβαια», θα ’θελε πολύ να της πει ναι, υπάρχει και η Ξένια. Θα ήθελε πολύ να της πει ότι αγαπάει τη Δήμητρα όσο και την Ξένια και τις δύο περισσότερο απ’ τη ζωή του, αλλά φοβήθηκε ότι δε θα τον καταλάβει.
«Τέλος πάντων, αυτό δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει πως αν δεν ήσουν έτοιμος θα έπρεπε να ξεκαθαρίσεις απ’ την αρχή τη θέση σου μαζί της και να μην της φουσκώσεις τα μυαλά με αγάπες και αιωνιότητες. Η κοπέλα παράτησε τη δουλειά της να έρθει στην Αθήνα, για σένα. Κι εσύ από εκεί που μου μιλούσες για αυτήν συνεχώς, που έκανες σχέδια. Λες και είστε παντρεμένοι χρόνια και βαρέθηκες».
«Σου εξήγησα, είμαι πιεσμένος με τη δουλειά, τρέχω όλη μέρα. Σκέφτομαι προτάσεις να πάω σε άλλη εφημερίδα, επιπλέον να βρω δουλειά στη Δήμητρα».
«Δεν ξέρω, μακάρι να είναι έτσι».
«Ένα πράγμα θέλω να σου πω, ότι τη Δήμητρα την αγαπάω και η αγάπη είναι ένα συναίσθημα έξω από καταστάσεις και γεγονότα».
«Τι σημαίνει αυτό;» τον ρώτησε γεμάτη υποψία η ξαδέρφη του.
«Απλά είναι μια παρατήρηση».
«Γνωριζόμαστε από παιδιά Φαίδωνα, ξέρεις ό,τι κι αν συμβεί με εσένα και τη Δήμητρα θα συνεχίσω να σ’ αγαπάω όπως και πριν. Μα αν κάτι τρέχει ξεκαθάρισε τη θέση σου, γιατί με το όποιο πρόβλημα έχεις, γιατί κάτι έχεις, επιβαρύνεις τον εαυτό σου και με στεναχωρεί να σε βλέπω έτσι».
«Μην ανησυχείς, αντέχει ακόμα το σκαρί μου», της είπε φιλώντας την στο μάγουλο, «και ξέρε πως πάντα είσαι σ’ ένα ξεχωριστό μέρος της καρδιά μου».
Κι επειδή αυτούς που έχουμε σ’ ένα ξεχωριστό μέρος στην καρδιά μας, συνήθως τους τα λέμε όλα, παραλίγο να της πει και για την Ξένια. Όμως τελευταία στιγμή, ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης, τον έκανε να σιωπήσει.
«Μπορεί κανείς ν’ αγαπάει δυο πρόσωπα, ταυτόχρονα;» τη ρώτησε.
«Γιατί, εσύ αγάπησες ποτέ δύο;»
«Φιλοσοφικό είναι το ερώτημα, μετά από τόσο ούζο ταιριάζει».
«Δεν ξέρω, δε νομίζω όμως, αν εννοείς ερωτικά».
Αυτό το «δε νομίζω» τον έκανε να μην προχωρήσει, έστω κι αν ήθελε να μοιραστεί την ιστορία με την ξαδέρφη του.
Ο Φαίδωνας, για να τακτοποιήσει τα πράγματα κάπως, έπρεπε αρχικά να απομακρύνει τη Δήμητρα, αν γινόταν να τη στείλει πίσω στα Γιάννενα. Αυτό στάθηκε αδύνατο γιατί δεν είχε πώς να το προτείνει. Τουλάχιστον όμως κατάφερε να την απομακρύνει από την εφημερίδα, της ζήτησε να μην πηγαίνει εκεί, γιατί δεν ήθελε να δίνει τροφή για σχόλια, διότι οι σχέσεις του με τη διεύθυνση δεν ήταν καλές πια και σκεφτόταν να φύγει και ταυτόχρονα τη διαβεβαίωσε πως θα έψαχναν για τη νέα της δουλειά σύντομα, προτείνοντας της να μαζέψει μερικά άρθρα και ρεπορτάζ, που είχε κάνει ως δείγμα.
Ο Φαίδωνας τρεις βδομάδες μετά την πρωτοχρονιά δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση. Πήγε στο γραφείο του διευθυντή και ζήτησε άδεια.
«Κι άλλη;» τον ρώτησε αυτός.
«Είναι ανάγκη».
«Τι συμβαίνει;»
«Το θέμα είναι προσωπικό και δε θα ήθελα να το συζητήσω, μα χρειάζομαι αυτήν την άδεια όσο τίποτε άλλο.»
Ο γεροδιευθυντής που τον έβλεπε τόσο αναστατωμένο πρώτη φορά δεν του το αρνήθηκε.
«Και κάτι ακόμα», του είπε φεύγοντας ο Φαίδωνας, «όποιος κι αν σας ρωτήσει πείτε του ότι λείπω για δουλειά της εφημερίδας».
Ο γέρος τον κοίταξε περίεργα, μα βλέποντας τον στην κατάσταση αυτή, αρκέστηκε στο να κουνήσει μόνο συγκαταβατικά το κεφάλι του.
Ήδη η ξαδέρφη του είχε φύγει, ενώ η Δήμητρα δούλευε στην ‘Ορμή’, μια απ’ τις μεσαίας κυκλοφορίας εφημερίδες της χώρας. Στην προσπάθειά του να της βρει δουλειά, δεν ανακάτεψε ούτε κατά διάνοια τον πατέρα της Ξένιας, μα την έστειλε με το δείγμα της δουλειάς της σε κάποιους φίλους του, σε άλλες εφημερίδες. Στο μεταξύ η Δήμητρα που δεν ήθελε να τον επιβαρύνει με τα έξοδα της, είχε νοικιάσει μια μικρή γκαρσονιέρα κοντά στην εφημερίδα της. Ο Φαίδωνας λοιπόν μετά την επαγγελματική αποκατάσταση της Δήμητρας πήρε τα απολύτως αναγκαία μαζί του κι έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, θέλοντας να σκεφτεί και να πάρει την τελική του απόφαση. Γιατί όσο συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, φθειρόταν ψυχικά και ο ίδιος αλλά ένιωθε ότι φθειρόταν και η αγάπη του για τις δυο αυτές γυναίκες, κάτι που δεν ήθελε να συμβεί με τίποτα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όταν δυο μέρες πριν τελειώσει η άδεια του επέστρεψε στο σπίτι, όλα είχαν γίνει ξεκάθαρα στο μυαλό του. Είχε πάρει την απόφαση του για το τι έπρεπε να κάνει για να εξαγνιστεί και πάνω απ’ όλα να διατηρήσει το ιερό της αγάπης του. Όμως παρά ταύτα ήθελε να συναντήσει τη Δήμητρα όσο και την Ξένια για να ξεκαθαρίσει και τις τελευταίες του αμφιβολίες. Την πρώτη μέρα της επιστροφής του πήγε και βρήκε τη Δήμητρα, που έπεσε στην αγκαλιά του και τον ρωτούσε γιατί έφυγε.
«Δουλειές της εφημερίδας. Δεν έμαθες;»
«Τι δουλειές;»
«Άστα αυτά, ας χαρούμε κι ας μιλήσουμε για την αγάπη μας, τις στιγμές αυτές που είμαστε μαζί».
«Γιατί λες ‘Τις στιγμές που είμαστε μαζί;’»
«Γιατί άνθρωποι είμαστε και κανείς δεν ξέρει», της είπε χαμογελώντας, «ό,τι όμως και να συμβεί ένα πράγμα θέλω να ξέρεις, ότι σ’ αγαπάω».
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, μα τι προσπαθείς να μου πεις με τα μισόλογα;»
«Τίποτα, τίποτα περισσότερο απ’ ότι σημαίνουν οι λέξεις και από το ότι σ’ αγαπώ. Μα πες μου πως πάει η δουλειά σου;»
«Πολύ καλά, είμαι αρκετά ευχαριστημένη και το ίδιο ευχαριστημένοι νομίζω ότι είναι κι από την πλευρά της εφημερίδας».
«Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Τώρα πατάς στα πόδια σου λοιπόν μικρό μου σπουργιτάκι και σε λίγο ετοιμάζεσαι να πετάξεις», της είπε και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
Ενώ τη φιλούσε αισθάνθηκε πως αυτό ήταν το στερνό τους φιλί. Άραγε αυτή τη φορά προαισθάνθηκε σωστά; Έμεινε με τη Δήμητρα όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα, μετά από πολύ καιρό αισθανόταν καλά, μάλλον επειδή είχε πάρει τις αποφάσεις του, επειδή ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το πρωί βρήκε μια δικαιολογία κι έφυγε απ’ τη Δήμητρα, κατά το μεσημέρι συνάντησε την Ξένια στο σπίτι της. Όταν του άνοιξε πήγε να πέσει στην αγκαλιά του αλλά δεν το έκανε, κρατήθηκε και προσποιήθηκε την μουτρωμένη.
«Έτσι λοιπόν, φεύγουμε χωρίς να πούμε λέξη σε κανέναν».
«Ήταν λάθος μου».
«Μόνο αυτό έχει να πεις;» τον επέπληξε όλο θυμό, που της πέρασε όμως μονομιάς όταν τον άκουσε να τη ρωτάει.
«Θέλεις να φύγω;»
«Χαζέ, όλο κοπάνες είσαι και δε σκέφτεσαι και τον άλλο», του είπε τραβώντας τον απ’ το χέρι και φιλώντας τον στα χείλη.
«Τον άλλο σκέφτομαι», της είπε όταν κατόρθωσε να ξεκολλήσει τα χείλη του απ’ τα δικά της.
«Τι θες να πεις;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο».
Πήρε ένα φάκελο και του έδειξε τις καινούργιες φωτογραφίες που είχε τραβήξει τις μέρες που έλειπε, κι όλες είχαν κάτι από την απουσία του.
«Υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από την καριέρα σου;» τη ρώτησε.
«Εσύ», του απάντησε ορθά κοφτά.
«Δηλαδή θα θυσίαζες την καριέρα σου για μένα;»
«Γιατί να το κάνω; Αφού μπορώ να έχω και τα δύο».
Θα σταματούσε τις ερωτήσεις, μα θυμήθηκε ότι η Δήμητρα είχε ήδη θυσιάσει την πόλη που μεγάλωσε και αγαπούσε για πάρτη του κι έτσι συνέχισε.
«Αν ετίθετο το δίλημμα να διαλέξεις ανάμεσα σε μένα και τη φωτογραφία;»
«Ε, τότε θα προτιμούσα το πρωτότυπο, απ’ το σχέδιο. Μα γιατί τόσες και μάλιστα ανόητες ερωτήσεις; Κρίση αυτοπεποίθησης;»
«Απλά μου ήρθαν στο μυαλό».
Πήγε στην πολυθρόνα που καθόταν, του χάιδεψε το κεφάλι, τον φίλησε και του είπε. «Τι να κρύβει αυτό το κεφαλάκι εδώ μέσα;»
Η σκέψη του ήταν νηφάλια, αυτό προερχόταν απ’ το ξεκαθάρισμα που είχε κάνει και τα συμπεράσματα του για την Ξένια. Θα μπορούσε να τον ξεχάσει με τη φωτογραφία αν χρειαζόταν. Έμεινε μαζί της περίπου τις ίδιες ώρες που έμεινε και με τη Δήμητρα, δεν ήθελε να αδικήσει καμία. Η Ξένια αισθανόταν ευχάριστα μαζί του, μα τις ώρες που πέρναγαν τις ένοιωθε σαν ώρες αναμονής. Αναμονής γιατί όμως; Κανείς δεν ήξερε ή μάλλον κάποιος ήξερε τι θα συνέβαινε, γιατί απ’ αυτόν κι απ’ τις αποφάσεις του θα κρινόταν το μέλλον και η ζωή δυο γυναικών.
Ένα πρωί χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου. Άνοιξα την πόρτα και είδα το Φαίδωνα. Ήταν φανερά ταλαιπωρημένος, αλλαγμένος να πω! Πάντως σίγουρα διαφορετικός.
«Πώς κι από δω;» τον ρώτησα, αφού δε με είχε συνηθίσει σε επισκέψεις.
«Ήθελα μία εξυπηρέτηση».
«Πέρνα μέσα».
«Όχι, όχι , βιάζομαι πρέπει να προλάβω το αεροπλάνο».
«Ταξιδάκι για την εφημερίδα ή διακοπούλες;»
«Φεύγω για πάντα, κι από σένα θα θελα μια εξυπηρέτηση, να δώσεις τις δύο αυτές επιστολές στη Δήμητρα και στην Ξένια».
Πήρα τους δυο φακέλους στα χέρια μου σαστισμένος.
«Γιατί φεύγεις Φαίδωνα;»
«Εσύ το ρωτάς αυτό; Που ξέρεις όλη την ιστορία», μου είπε ενώ είχε αρχίσει να σπάει η φωνή του, για τον απλό λόγο ότι θα αποχωριζότανε τις δυο γυναίκες της ζωής του.
Απ’ ότι κατάλαβα οι λόγοι της φυγής του ήταν ότι δεν μπορούσε να ζήσει με τη μία, αφήνοντας την άλλη. Επίσης έβλεπε σαν εξαγνισμό την πράξη της φυγής. Τιμωρώντας τον εαυτό του, τιμώντας εκείνες και κρατώντας ακέραιη την αγάπη του και για τις δύο. Σκότωνε τον εγωισμό και κρατούσε την αγάπη, αφού με όποια απ’ τις δυο κι αν έμενε, θα ήταν σαν να έσβηνε την άλλη του αγάπη.
Αυτή ήταν λοιπόν η απόφαση που είχε πάρει, αφού αποδεσμεύτηκε κρυφά απ’ την εφημερίδα. Μου έφερε τις δύο επιστολές να τις δώσω στις αγαπημένες του, μην μπορώντας να τις αντικρίσει ο ίδιος. Μα πιο πολύ από το φόβο, μήπως λυγίσει μπροστά σε κάποια, αδικώντας την άλλη. Πριν φύγει το μόνο που του είπα ήταν.
«Καταστρέφεις την καριέρα σου».
«Εδώ κατέστρεψα τη ζωή μου», είπε και χαμογέλασε. «Μη φοβάσαι όμως, όλο και κάτι θα βρω να κάνω εκεί που θα πάω, δε θα χαθώ».
Με χτύπησε στον ώμο και εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο. Ήμουν σίγουρος πως δε θα χανόταν. Από τότε δεν τον ξαναείδα ποτέ, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, όμως έμαθα για αυτόν. Το ίδιο απόγευμα εκτέλεσα την παραγγελία του φίλου μου, περνώντας απ’ το σπίτι της Δήμητρας. Προτίμησα να μην τη δω κι έτσι έριξα, το φάκελο που έγραφε «Προς την ξανθιά μου νεράιδα», κάτω απ’ την πόρτα. Τι να ένιωσε άραγε, όταν διάβασε την επιστολή, που έγραφε.
Αγάπη μου,
όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, τα σώματά μας θα τα χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα ξηράς, θάλασσας και αέρα, αλλά η καρδιά μου και η ψυχή μου θα είναι πάντα πλάι σου. Αν και είμαι βέβαιος για εσένα. Αναγκάζομαι να φύγω μακριά σου, όχι γιατί δε σε αγαπώ, αλλά γιατί σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο πιστεύεις. Δε θέλω να μείνω δίπλα σου για να μην καταστρέψω ό,τι νιώθω για σένα. Προτιμώ λοιπόν να είμαι μακριά σου και να συνεχίσω να σ’ αγαπώ όπως τον πρώτο καιρό στα Γιάννενα.
Συγχώρεσε μου τον πόνο που σου προξενώ και το ότι όλα αυτά στα λέω από ένα άψυχο χαρτί, αλλά τα χείλη μου δεν θα είχαν το κουράγιο να τα πούνε και τα πόδια μου να ξεκολλήσουν από δίπλα σου. Μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα, πίστεψε στον εαυτό σου, όπως πιστεύω κι εγώ και κάνε αυτό που πραγματικά θέλεις.
Αιώνια αγαπητικός σου
Φαίδωνας.
Υ.Γ. Σε ευχαριστώ, που με εμπιστεύτηκες και τα άφησες όλα για εμένα. Ήσουν η πιο δυνατή από τους δυο μας.
Το άλλο γράμμα το πήγα το επόμενο πρωί. Προσπάθησα να το ρίξω κι αυτό κάτω απ’ την πόρτα του διαμερίσματος, μα η πόρτα άνοιξε και πρόβαλε μια όμορφη ομολογουμένως, ψηλή, μελαχρινή κοπέλα, με κόκκινα μαλλιά.
«Θα θέλατε κάτι;»
«Μήπως λέγεστε Ξένια;»
«Ναι. Συμβαίνει κάτι;»
«Μην ανησυχείτε, απλά ο Φαίδωνας μου ζήτησε να σας δώσω αυτόν το φάκελο».
Με ευχαρίστησε και πήρε στα χέρια της τον άσπρο φάκελο, που έγραφε «Προς την κοκκινομάλλα φωτογράφο». Ενώ τον άνοιξε και άρχισε να απορροφιέται απ’ το διάβασμα, βρήκα την ευκαιρία να φύγω απαρατήρητος. Το γράμμα έγραφε.
Αγάπη μου,
τώρα που διαβάζεις αυτές τις λίγες σειρές τα σώματα μας χωρίζουν θάλασσες και στεριές, μα τις ψυχές μας τίποτα δεν μπορεί να τις χωρίσει. Ίσως κατάλαβες απ’ την τελευταία μας συνάντηση ότι θα φύγω, αλλά πρέπει να σου πω ότι το κάνω επειδή μόνο και μόνο σ’ αγαπώ. Έστω κι αν πονέσεις, έπρεπε να φύγω για να διατηρήσω στο ακέραιο την αγάπη μας, γιατί αν έμενα κοντά σου και η αγάπη μας έχανε έστω και ένα απ’ τα μόριά της, θα ήταν τόσο τραγικό, όσο και καταστροφικό για μένα.
Συγχώρεσε με αν μπορείς. Εσύ έχεις τουλάχιστον την τέχνη σου για να επιβιώσεις, εγώ τη θύμησή σου. Θέλω να είσαι το ίδιο γλυκό κορίτσι, η ίδια δυναμική και αυθόρμητη γυναίκα με το όμορφο χαμόγελο, που αντίκρισα, στην πρώτη συνάντησή μας.
Αιώνια αγαπητικός σου
Φαίδωνας
Υ.Γ. Γνωρίζω, πως η τέχνη σου, είναι το ίδιο σημαντική για σένα, όπως κι εγώ. Μην την αποχωριστείς ποτέ.
Όσον αφορά τη Δήμητρα, αρχικά έμεινε άφωνη και στη συνέχεια ξέσπασε σε κλάματα. Τώρα ήταν μόνη σε μια ξένη πόλη. Σκέφτηκε αρκετά τους λόγους της φυγής του, αλλά δεν ανακάλυψε την πραγματική αιτία. Μίλησε με τον διευθυντή της εφημερίδας, που της επιβεβαίωσε, ότι παραιτήθηκε κι έφυγε για το εξωτερικό. Στη συνέχεια και με αυτά που της έγραφε φαντάστηκε, πως επιθυμούσε να δουλέψει στο εξωτερικό και θυσίασε εκείνη. Θα μπορούσε όμως να της το έχει πει και να τον ακολουθήσει. Ας ήταν, άκουσε τη συμβουλή του και συνέχισε τη δημοσιογραφική της καριέρα. Δεν μπορούσε να γυρίζει τον κόσμο για να τον βρει. Εκείνος ήξερε που είναι κι αν ήθελε, μπορούσε να επιστρέψει. Αρκεί να μην αργούσε!
Η Ξένια, μονολόγησε «μπούρδες», τσαλάκωσε το γράμμα και το πέταξε με ορμή, κι αυτό πήγε κάτω από τον καναπέ, που το βρήκε μέρες αργότερα κι άρχισε να συλλογίζεται. Ίσως όλη η αλήθεια κρυβόταν στην τελευταία τους συζήτηση, αν θα μπορούσε να θυσιάσει την καριέρα της, για αυτόν. Κι αυτή είχε διστάσει αν και τελικά του απάντησε «ναι», πιο πολύ το είχε κάνει για να καθησυχάσει τους φόβους του. Το μυαλό της δεν πήγε στο ότι θα μπορούσε να υπάρχει άλλη γυναίκα. Βέβαια αν της έλεγε ότι ήθελε να δουλέψει στο εξωτερικό, θα τον καταλάβαινε, φωτογράφος ήτανε και θα μπορούσε να τον ακολουθήσει. Συνέχισε στην εφημερίδα, που δούλευαν μαζί για δύο χρόνια. Δεν ρώτησε τίποτε τον διευθυντή, άλλωστε όλα είχαν μαθευτεί για την φυγή του. Θα μπορούσε εν αντιθέσει με τη Δήμητρα να τον ψάξει, μα ήταν πολύ περήφανη για να μπει σε μια τέτοια διαδικασία. Σήμερα δουλεύει στον όμιλο τύπου του πατέρα της και συνεχίζει να κάνει εκθέσεις ζωγραφικής, με τη Δήμητρα δε συναντήθηκαν ποτέ.
Αν με ρωτάτε για τον Φαίδωνα, ήταν ένα παιδί, ένα ανώριμο παιδί. Είχε πολλές θεωρίες, είχε και αξίες, αλλά δίνοντάς τα όλα στη δουλειά του, όσον αφορά τις σχέσεις είχε μείνει πίσω. Επιπλέον δε θυμόταν να τον φρόντισε, για πολλά χρόνια γυναίκα πέρα από τη μητέρα του, που μετά το θάνατο του πατέρα του, έχοντας έναν νευρικό κλονισμό, δεν ήταν ποτέ η ίδια. Αγάπησε αυτές τις δύο γυναίκες, δε θα το αρνηθώ, αλλά έδρασε σαν έφηβος, τόσο όσον αφορά την παράλληλη σχέση και το ότι δεν ξέμπλεξε τα πράγματα, όσο και στην απόφαση που πήρε να εξαφανιστεί από τη ζωή τους. Όπως έμαθα αργότερα και στην άλλη ήπειρο που πήγε, σύντομα δούλεψε ως δημοσιογράφος, έκανε μεγάλα ρεπορτάζ, στις ζούγκλες του Αμαζονίου για κρυμμένες φυλές ‘ινδιάνων’ και για τις φαβέλες, όπως και στα νησιά Παπούα για τη φυλή των korowai και τον πολιτισμό του νησιού. Εν συνεχεία κατευθύνθηκε στην περιοχή του Τσερνομπίλ, κάνοντας ρεπορτάζ για το πυρηνικό ατύχημα και τις συνέπειές του και μετά από χρόνια συνέχισε να γράφει σε κάποια γαλλική εφημερίδα. Σίγουρα το ότι δεν αποκαλύφθηκε, όσο ζούσε και με τις δύο αυτές γυναίκες, η διπλή του ζωή βόηθησε να τον κρατήσουν με θετικό πρόσημο στη μνήμη τους, χωρίς να στενοχωρηθούν από τη συμπεριφορά του.
…
Το Φαίδωνα και τις δύο κοπέλες είχα στο μυαλό μου, ενώ γυρνούσα εκείνο το παγερό πρωινό στο σπίτι μου με τα χέρια στις τσέπες, σκεφτόμενος πως έκλεισε αυτή η ιστορία ή μάλλον αυτές οι ιστορίες, που σημάδεψαν τρία πρόσωπα, αλλά και τη σκέψη μου συνάμα, όταν άκουσα μια γυναίκα να με φωνάζει.
«Δεν ακούς; Σε φωνάζω», μου είπε η γνωστή, γυναικεία φωνή, όταν γύρισα.
«Τι κάνεις Μαρία μου; Ήμουν λιγάκι αφηρημένος».
«Εγώ μια χαρά είμαι, εσένα έχω να δω καιρό».
«Κι αν δεν έρθεις μαζί μου για μια μπύρα, ευθύς αμέσως θα κάνεις πολύ περισσότερο για να με ξαναδείς».
«Γιατί;»
«Το απόγευμα φεύγω για τα Γιάννενα».
ΤΕΛΟΣ
Διαβάστε επίσης: