Το βαλς του έρωτα

   

     Ο  άντρας καθόταν στο παράθυρο και χάζευε την κίνηση του δρόμου αμίλητος, σε λίγο γύρισε το βλέμμα  προς τη σύζυγό του, που κοιμόταν στον καναπέ κι έπειτα έγειρε και πάλι το κεφάλι του προς τον καταπράσινο λόφο, που τα πουλιά πετάριζαν ανυποψίαστα για το κάθε τι. Οι σκέψεις τον είχαν κατακλύσει, είχε επιστρέψει πολλές δεκαετίες πίσω πριν ακόμα γνωρίσει την γυναίκα του, ή μάλλον πριν της δώσει κάποια σημασία, αφού την γνώριζε από πάντα. Ήτανε από το ίδιο χωριό, αλλά ποτέ τους δεν ενδιαφέρθηκε ο ένας για τον άλλο.

    Εκείνος πριν ακόμα ενηλικιωθεί είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία. Πνεύμα ανήσυχο που επιζητούσε την περιπέτεια, έπεισε τον πατέρα του που είχε τρία παιδιά ακόμα, να υπογράψει τα απαιτούμενα έγγραφα για να φύγει. Στη αρχή πήγε σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε βίδες αλλά γρήγορα τα παράτησε πηγαίνοντας σε ένα άλλο εργοστάσιο, που παρήγαγε αγροτικό εξοπλισμό. Πρώτη φορά είχε δει τόσο τεράστιες μηχανές, πηγαίνοντας στην ξενιτειά, αφού στο χωριό του δεν είχε φτάσει ακόμα ο τεχνολογικός εξοπλισμός και οι συγχωριανοί του δούλευαν ακόμα το άροτρο και τη σβάρνα με το άλογο και τα βόδια, ενώ το κύριο μηχάνημά τους ήταν τα χέρια. Στην αρχή δεν είχε ξεχάσει ποτέ να στείλει το έμβασμα που υποσχέθηκε στον πατέρα του στην πατρίδα. Με τον καιρό όμως αυξήθηκαν τα έξοδα του, τσιγάρα, όμορφα ρούχα, έξοδοι σε night club.

    Αποφάσισε να φύγει από το εργοστάσιο για να δουλέψει αλλού με περισσότερα χρήματα, ζήτησε από τα αφεντικά του να τον πληρώσουν, όμως εκείνα θεώρησαν σωστό να τον εμποδίσουν γιατί στον λίγο καιρό που δούλευε για αυτούς, τους ήταν χρήσιμος και δεν ήθελαν να τον χάσουν. Μπορεί να ξεκίνησε σαν εργάτης αλλά είχε ανέβει γρήγορα. Στην αρχή του πρότειναν περισσότερα λεφτά, αλλά αυτός είχε πάρει την απόφασή του, στη συνέχεια του πρότειναν καλύτερη θέση, μα και πάλι αρνήθηκε. Αποφάσισαν να τον εκβιάσουν ότι δεν θα του έδιναν τα λεφτά που δικαιούταν αν έφευγε. Αυτό ήταν και το λάθος τους. Τα ζύγιασε από δω τα ζύγιασε από κει, τον έπνιγε το φιλότιμο. Ένα πρωί πριν αρχίσουν να έρχονται οι εργάτες κι ενώ οι πρώτες μηχανές είχαν μπει σε λειτουργία, ένα κλειδί που έπεσε στην κεντρική μηχανή ήταν αρκετό  για να καταστρέψει μεγάλο τμήμα του εξοπλισμού και το εργοστάσιο να κλείσει για εβδομάδες. Όλοι τον έψαχναν αλλά αυτός είχε προνοήσει, με το που έγινε το συμβάν και μέσα στην αναμπουμπούλα, ένα αυτοκίνητο τον περίμενε στην έξοδο κινδύνου, που τον οδήγησε με ασφάλεια μακριά. Τα αφεντικά τον έψαξαν παντού, μην πιστεύοντας για την αναίδεια του υφισταμένου τους. Τελικά μην μπορώντας να τον εντοπίσουν ξέχασαν το περιστατικό και βάλθηκαν να επιδιορθώσουν τη ζημιά.

    Τους επόμενους μήνες περιπλανήθηκε από πόλη σε πόλη και έζησε μια μποέμικη ζωή, δίχως έγνοιες και περιορισμούς. Από εκείνη τη στιγμή έχασε  τα ίχνη του και η οικογένειά του, η μάνα του πικραμένη για το χαμένο γιό της, ο πατέρας μην ξέροντας τι να κάνει τριγύριζε στις αρχές για να λάβει κάποια πληροφορία. Ο γιος τους όμως ήταν καλά και ζούσε τη ζωή που πραγματικά ήθελε να ζήσει. Τελικά η πορεία του τον οδήγησε στα βόρια της Γερμανίας και στην κρύα θάλασσα, εκεί κάποιος με ψαράδικο μαθαίνοντας την ελληνική ρίζα του και γνωρίζοντας για τον Οδυσσέα και τους συμπατριώτες του με τη ναυτική γνώση θέλησε να τον πάρει να δουλέψει για αυτόν. «Γιατί όχι!» σκέφτηκε εκείνος και ρίχτηκε σε μία ακόμα περιπέτεια στα αφιλόξενα νερά του βορρά. Το αφεντικό τον συμπαθούσε, του έφτιαξε τα χαρτιά, του έδωσε στέγη και καλή αμοιβή και πάντα είχε έναν καλό λόγο για εκείνον. Τα ταξίδια στη θάλασσα ήταν σκληρά, ο έλληνας όμως δεν το έβαζε κάτω κι όπως τα κατάφερε στη στεριά τα κατάφερε και στη θάλασσα. Δεν το χε βέβαια να κάτσει για πάντα εκεί, αλλά για την ώρα τα κατάφερνε. Η οικογένειά του πληροφορήθηκε από κάποιον συγχωριανό που επέστρεψε πίσω ότι τον είχε δει καιρό μετά που έφυγε από το εργοστάσιο σε μιαν άλλη πόλη. Δεν έμαθαν όμως που πραγματικά βρίσκεται.

    Πέρασε πολύ καιρό στα ψαράδικα, πιο πολύ από ότι πίστευε γιατί εκτός της κρύα θάλασσα του βορρά γνώρισε και την όμορφη κόρη του καπετάνιου, ίδια με γοργόνα από τα παγωμένα νερά που μαζί της γεύτηκε τον έρωτα και του έμαθε τα βήματα στο βαλς, βασισμένα στα «Κύματα του Δουνάβεως». Ο καπετάνιος καλόβλεπε τη σχέση των δυο νέων, άλλα παιδιά δεν είχε κι ετούτος ο έλληνας ήταν δραστήριος και το μυαλό του έπαιρνε στροφές. Θα ήτανε πρώτης τάξεως γαμπρός κι αντικαταστάτης στις επιχειρήσεις του. Όμως λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Οδυσσέας ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του κι όταν έφτασε ένα χαρτί από το στρατό στο σπίτι του και κατάφερε να ενημερωθεί από το προξενείο, αποφάσισε να γυρίσει. Ο καπετάνιος του πρότεινε να μείνει εκεί αν ήθελε, το θέμα με το στρατό θα το έλυνε αυτός και μπορούσε να του χαρίσει και τη γερμανική υπηκοότητα. Στο άκουσμα των λόγων αυτών ο νέος προσβλήθηκε αλλά συγκράτησε το θυμό του, ευχαριστώντας το αφεντικό του και το άλλο πρωί κιόλας αποτελούσε παρελθόν για το χωριό και την οικογένειά του καπετάνιου. Κανείς δεν ξανάκουσε τίποτε για τον έλληνα, που κάποτε πέρασε από εκεί.

    Στην αντίπερα όχθη και πίσω στη Ελλάδα η μέλλουσα σύζυγός του ήταν πανέξυπνη από μικρή και με τα γράμματα τα πήγαινε αρκετά καλά, όμως η οικογένειά της αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα με το νόμο, όχι για εγκληματικούς λόγους αλλά γιατί ο πατέρας της είχε πολεμήσει στην αντίσταση με το ΕΑΜ και είχε χαρακτηρισθεί κόκκινος, οπότε το μόνο μέλλον για τα παιδιά αν δεν έμεναν στα χωράφια ήταν να κάνουν δική τους δουλειά, να γίνουν εργάτες ή να μεταναστεύσουν. Πρώτος έφυγε ο μεγάλος της αδελφός πηγαίνοντας στις  Ηνωμένες Πολιτείες, έκατσε εκεί δυο χρόνια και μετά πήγε στον Καναδά που τον βρήκε πιο φιλόξενο. Στη συνέχεια ακολούθησε και η αδελφή του, που πάντα είχε όνειρο διαβάζοντας τα γράμματα του αδελφού της να επισκεφτεί τις πόλεις που της περιέγραφε. Αγαπούσε τον τόπο της αλλά εκεί δεν είχε κανένα μέλλον. Αυτό το ήξερε και ο πατέρας της, που έκανε ό,τι απαιτούταν για να πάει η μικρή στον Καναδά. Φτάνοντας εκεί εντυπωσιάστηκε από τα μεγάλα κτίρια και τους καταρράκτες του Νιαγάρα. Ο αδελφός της ήταν νοικοκύρης και παρά του ότι ζούσε πια στον Καναδά είχε μαζέψει κάποια χρήματα και πήγε με την αδελφή του ένα ταξίδι σαν τουρίστας πια στις Η.Π.Α. για να της δείξει τα μέρη, που της είχε περιγράψει στα γράμματά του. Οι ουρανοξύστες, τα πολλά αυτοκίνητα, οι πολυσύχναστοι δρόμοι την εντυπωσίασαν, όπως και η τηλεόραση. Μπορούσε να κάθετε με τις ώρες και να την χαζεύει.

    Γυρίζοντας στον Καναδά πήγε σε ένα μοδιστράδικο και έπιασε δουλειά, τα πήγαινε περίφημα, αφού της είχε μάθει την τέχνη η μάνα της. Κατάφερε γρήγορα να μάθει τόσο Αγγλικά όσο και Γαλλικά, σε αντίθεση με τον αδελφό της, που η Γαλλική γλώσσα τον δυσκόλευε πάντα. Μέρα με την μέρα παρακολουθώντας μαθήματα, αλλά και τα τοπικά προγράμματα στην τηλεόραση κατάφερε να βελτιωθεί τόσο στις δυο γλώσσες, που πολλές φορές δυσκολευόσουν να καταλάβεις ότι είναι μετανάστρια.

    Δίπλα στο μαγαζί που δούλευε υπήρχε μια σχολή χορού, φεύγοντας αργά από την δουλειά της πέρναγε από κει για λίγο και χάζευε τους μαθητές και τους δασκάλους τους να χορεύουν, της άρεσε τόσο πολύ που σκεφτόταν κι αυτή να γίνει μαθήτρια, όμως δούλευε τόσες ώρες που δεν είχε χρόνο για άλλες δραστηριότητες. Η ευκαιρία της δόθηκε όταν από την πολύωρη στάση μπροστά από τη μηχανή άρχισε να νιώθει κάποιους πόνους κι αναγκάστηκε να επισκεφτεί κάποιον γιατρό που της συνέστησε ανάμεσα στα άλλα και λίγη γυμναστική. Τότε άδραξε την ευκαιρία ρωτώντας τον αν θα μπορούσε να κάνει χορό αντί για γυμναστική κι ο γιατρός βλέποντας το βλέμμα της να λάμπει κούνησε καταφατικά το κεφάλι, αφού ήταν σίγουρος πως με το χορό θα ακολουθούσε τη συμβουλή του.  Πριν ακόμα γυρίσει στη δουλειά γράφτηκε στη σχολή, πήρε τον κατάλληλο εξοπλισμό και ζήτησε από την υπεύθυνη της δουλειάς να φεύγει λίγο νωρίτερα ή να κάνει διάλειμμα για να πηγαίνει στη σχολή χορού και να γυρίζει μετά ξανά σε αυτήν.  Έτσι κι έγινε, η μοδιστρούλα άφηνε την μηχανή της και τα βελόνια και πήγαινε για χορό. Είχε μάθει αρκετά είδη αλλά εκείνο που την ξετρέλαινε ήταν το βαλς. Είχε γίνει ειδική σε αυτόν το χορό, όταν βημάτιζε, όταν στροβιλιζόταν με τον καβαλιέρο της ένιωθε άλλος άνθρωπος. Ως και βραβείο είχε στο σπίτι της για το βαλς, από διαγωνισμό στην πόλη. Κάποια εποχή που το χιόνι έπεφτε πυκνό στην πόλη κι αυτή στροβιλιζόταν ασταμάτητα. Χρόνια τώρα στον Καναδά δεν είχαν σηκώσει κεφάλι από τη δουλειά, η μόνη της ξεκούραση ήταν ο χορός και καμάρι της εκείνο το βραβείο. Κατάφεραν όμως να αγοράσουν ένα σπίτι μαζί τα δύο αδέλφια, τα οποία ήταν  ανύπαντρα. Τελικά χρόνια μετά αποφάσισαν να επισκεφτούν την πατρίδα για να δουν τους δικούς τους που είχαν μεγαλώσει αρκετά.

    Ο Ηλίας είχε τελειώσει πια το στρατιωτικό του με αρκετή καθυστέρηση λόγω της ανυπάκουης  φύσης του, έζησε για λίγο στην πρωτεύουσα χαμένος πάλι από τους γονείς του και είχε γυρίσει στο χωριό. Η μάνα του το πήρε απόφαση να τον παντρέψει για να μην τον χάσει πάλι. Με μια γυναίκα στο πλευρό του θα έβαζε μυαλό, θα δενόταν κάπου και δεν θα τον έψαχναν οι δικοί του κάθε τρεις και λίγο. «Τι λες βρε μάνα να παντρευτώ; Μικρός είμαι ακόμα». «Αν δεν παντρευτείς δεν φεύγεις από δω, δεμένο θα σε έχω αν χρειαστεί στο κρεβάτι». Το σκέφτηκε λίγο ο Ηλίας δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει. Στο εξωτερικό είχε πάει, στρατό είχε τελειώσει, ρεμπέτικη ζωή είχε ζήσει. Ίσως είχε έρθει η ώρα να παντρευτεί. Συνέχισε λοιπόν τη ζωή του όπως πριν κι άφησε τη μάνα του να αναλάβει το προξενιό. Του έλεγε για την μία η μάνα του δεν του άρεσε, του έλεγε για την άλλη δεν του έκανε. Είχε απηυδήσει η γυναίκα αλλά μιας και τον είχε ψήσει για τον γάμο δεν το έβαζε κάτω και συνέχιζε την προσπάθεια. Άλλωστε οι προσφορές ήταν πολλές για ένα όμορφο νέο, με τις γραβάτες τα κουστούμια του και το τσιγάρο πάντα στο στόμα.

   Η Αρετή με τον αδελφό της είχαν γυρίσει από τον Καναδά για να ανταμώσουν ξανά με τους γονείς τους. Χάρηκαν τα δύο γεροντάκια βλέποντας τα ξενιτεμένα τους πουλιά ξανά πίσω στην πατρογονική εστία, όπως και τα άλλα δύο αδέλφια τους, που συνέχιζαν και δούλευαν τη γη μαζί με τον πατέρα τους. Όμως ένας καημός φώλιαζε στην καρδιά των γέρων, πως τα δύο τους παιδιά ήταν ανύπαντρα και κυρίως η κόρη τους, που ήταν γυναίκα και τα χρόνια πέρναγαν. Έκανε η μάνα μια νύξη για προξενιό, αλλά η Αρετή ούτε που να το ακούσει. Αυτή τώρα ζούσε στην άκρη του κόσμου, δεν είχε καμιά σχέση με αυτούς τους νέους του χωριού, που δεν θα δέχονταν άλλωστε να την ακολουθήσουν στην κρύα άκρη της γης όσο για την ίδια ούτε να σκεφτεί να μείνει στην Ελλάδα, με τις μνήμες του χωροφύλακα έξω από την πόρτα της, με την φτώχεια στην καθημερινότητά της και την αβεβαιότητα για πάντα. Τι να πει και η μάνα της, έκανε πίσω. Εκεί όμως που η μάνα έκανε πίσω η μοίρα έκανε μπροστά.

    Η Αρετή με τον αδελφό της είχαν κατέβει στη χώρα με πρώην συμμαθητές τους από το σχολείο, ήταν ένα πάρτι που έκανε κάθε χρόνο ο σύλλογος των απανταχού συγχωριανών κι έπαιρναν μέρος οι χωριανοί αλλά και όσοι είχαν ξενιτευτεί στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα και μπορούσαν να πάνε. Μουσική, φαγητό και συζήτηση ήταν ανάμεσα στις εκδηλώσεις. Αφού συνάντησαν πολλούς γνωστούς τους κι αφού είδαν πολλά χορευτικά δρώμενα, κυρίως παραδοσιακά και ζεϊμπέκικα, ο αδελφός της Αρετής ζήτησε από την ορχήστρα να παίξει «Τα κύματα του Δουνάβεως» και προσφέρθηκε ο ίδιος ως καβαλιέρος της, ο οποίος είχε μάθει μερικά βήματα από την αδελφή του. Εκείνη τη στιγμή ο Ηλίας αποχαιρετούσε την παρέα του και κατευθυνόταν προς την έξοδο, όταν ο ήχος τον σταμάτησε για λίγο και τον έκανε να γυρίσει πίσω για να δει το χορευτικό και ποιος ήταν εκείνος που τόλμησε να παραγγείλει έναν τέτοιο ρυθμό. Τότε είδε την Αρετή μέσα σε ένα πανέμορφο λευκό φόρεμα που η ίδια είχε φτιάξει να χορεύει σαν άγγελος, μόνο με τα φτερά της χωρίς να αγγίζει παρά στο ελάχιστο το έδαφος. Χίλια φώτα άναψαν μέσα του. Η κοπέλα που χόρευε με τέτοια άνεση κάτι τόσο ξενικό για τους υπόλοιπους εκεί, η ομορφιά της, η σεμνότητα και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να εξηγήσει τον οδήγησαν στην πίστα να ζητήσει από τον αδελφό της να συνεχίσει αυτός ως καβαλιέρος. Άλλωστε ο Άρης δεν ήταν και ο καλύτερος χορευτής. Η ορχήστρα με ένα νεύμα του άρχισε από την αρχή το κομμάτι και η Αρετή έλαμψε στα χέρια του. Ένα δυο τρίο,…. un, deux, trois ,….. one, two, three. Οι πιρουέτες έδιναν και έπαιρναν, τα χέρια του τη σήκωναν ψηλά και της έδιναν τη δύναμη και την ευελιξία που της άρμοζε. Χόρεψε καλύτερα από όταν πήρε το βραβείο της. Μαζί ήταν απίστευτοι. Δεν έχαναν τα βήματα και χόρευαν σαν να ήταν ένα σώμα. Οι καρέκλες και τα τραπέζια απομακρύνονταν από γύρο τους για να τους δώσουν το χώρο. Όλοι τους κοίταζαν κι αυτοί ήταν μόνοι τους στη σάλα. Το μόνο που τους ξύπνησε από τη μέθη τους ήταν το καυτό χειροκρότημα. Το βαλς αυτό ήταν το ήμισυ του παντός για τους ίδιους και θα το θυμόνταν όλοι οι παρευρισκόμενοι για πάντα.

    Οι δυο τους λίγο αργότερα βρέθηκαν έξω από το μαγαζί, μίλησαν λίγο αλλά ήταν αρκετό. Ο Ηλίας δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία του. Το 'χε ζυγίσει καλά, είχε κάνει τις τρέλες του και τώρα ήθελε να ζήσει με αυτή τη γυναίκα, που σε λίγες μέρες θα έφευγε από τη χώρα, δεν είχε το χρόνο. Της ζήτησε να παντρευτούνε, δεν τον πείραζε να την ακολουθήσει στην κρύα άκρη του κόσμου. Άλλωστε γνώριζε από ξενιτειά και η περιπέτεια ήταν στο αίμα του, μόνο που αυτή τη φορά ήθελε να τη ζήσει μαζί της. Εκείνη του εξήγησε πως έπρεπε να πάει στον Καναδά και να τον προσκαλέσει με γράμμα και να παντρευτούνε εκεί. Συμφώνησε και της είπε πως θα βάλει τη μάνα του να τη ζητήσει από τους γονείς της για να γίνουν όλα σωστά.

    Η Αρετή γύρισε στον Καναδά, ο Ηλίας ζήτησε στην μάνα του να πάει να μιλήσει στον πατέρα της. Η μάνα του είχε κάποιες αντιρρήσεις γιατί φοβόταν ότι θα έχανε πάλι το γιο της κι αυτή τη φορά ίσως για πάντα, όμως και με την παραίνεση του άντρα της και βλέποντας ότι την αγαπούσε προτίμησε να πάει στη συμπεθέρα παρά να αφήσει το γιο της να βολοδέρνει στο χωριό. Οι γονείς της Αρετής χάρηκαν για το νέο και δέχτηκαν ευχαρίστως. Σύντομα έλαβε και την πρόσκληση της και ταξίδεψε ως τον Καναδά, που παντρεύτηκαν παρουσία του αδελφού της και κάποιον φίλων. Από εκεί και πέρα ο Ηλίας ως και το τσιγάρο έκοψε επειδή την πείραζε, έπιασε αμέσως δουλειά σε ένα μανάβικο και μεγάλωσαν με φροντίδα τα δύο παιδία τους ενώ δεν ξεχνούσαν ποτέ στις εξόδους τους να χορεύουν ένα σωστό και ξεχωριστό βαλς, όπως τότε την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν.

    "Ηλία, Ηλία…….." ακούστηκε μια εξασθενημένη φωνή, που διέκοψε τις σκέψεις του ηλικιωμένου άντρα, που κοίταζε έξω από το παράθυρο και ταξίδευε στα περασμένα.

    "Ναι, αγάπη μου". Της απάντησε και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το μέρος της. Ήταν κάποια χρόνια τώρα που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα μαζί με τα παιδιά τους. Όμως λίγους μήνες πριν η Αρετή είχε αρρωστήσει.

    "Ηλία…"

    "Τι θέλεις αγάπη μου; Εδώ είμαι", της αποκρίθηκε και της έπιασε το χέρι για να τον αντιληφθεί.

    "Τουαλέτα", του απάντησε το ίδιο αμυδρά, όπως τον προσφώνησε. Κι ήξεραν και οι δυο πως ήταν κάτι δύσκολο και μαρτυρικό και για τους δυο.

    "Έλα θα σου δώσω τα χέρια μου και θα σε τραβήξω να σηκωθείς, μετά θα πιαστείς πάνω μου".

    Η γυναίκα εξασθενημένη, έχοντας ακολουθήσει την πορεία που τους εξήγησε ο γιατρός, κούνησε το κεφάλι της συγκαταβατικά και εκτέλεσε τις πράξεις που της αναλογούσαν.

    "Τώρα πάτα πάνω στα πόδια μου και θα πάμε μαζί ως το μέρος". Εκείνη υπάκουσε κι ο Ηλίας ξεκίνησε την πορεία τους. Δεν ήταν τόσο εύκολο γιατί είχε μεγαλώσει κι εκείνος αρκετά. Της μιλούσε και προχωρούσαν, ώσπου για λίγο έχασε το βήμα του κι άρχισαν να στροβιλίζονται πετώντας τις καρέκλες και τα τραπέζια μακριά. Κι οι δυο τους θυμήθηκαν την τέχνη τους κι άρχισαν να χορεύουν επαναφέροντας τον βηματισμό τους. Όλα έμοιαζαν στο μυαλό τους τόσο ίδια, αν και ήταν εντελώς διαφορετικά. Ο Ηλίας άρχισε να μετράει, ένα δυο τρία, τραπέζια και καρέκλες απομακρύνθηκαν. Έχοντας την πάνω του συνέχισαν τον χορό πλησιάζοντας προς την τουαλέτα.

    "Όπως τότε στο πρώτο μας βαλς, το βαλς του έρωτα". Της είπε και πλημμύρισαν δάκρυα τα μάτια του.

    "Το στερνό μας βαλς", του αποκρίθηκε και υγράνθηκαν και τα δικά της μάτια.

    Όμως  οι δυο τους δεν σταμάτησαν συνέχισαν στο ρυθμό τους βάλς τους και ψέλλιζαν σιγανά τη μελωδία, ώσπου τα κατέφεραν όπως και τότε και χάθηκαν πίσω από την πόρτα του προορισμού τους.

 

    Λίγες μέρες αργότερα ο Ηλίας έμεινε δίχως ντάμα, στο στερνό αντίο ήταν πολύς κόσμος μαζεμένος κι όλοι είχαν να πούνε για εκείνο το πρώτο τους βαλς. Ο Ηλίας όμως σκεπτόταν κι εκείνο το τελευταίο τους, το απόλυτα δικό τους. Τα παιδιά τους του ζήτησαν να πάει μαζί τους, αλλά αρνήθηκε. Έμεινε στο σπίτι τους, ζώντας σα να είναι μαζί του η Αρετή συνοδοιπόρος και πολλές φορές οι γείτονες τoν βλέπουν να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτάζει προς το πράσινο άλσος, ατενίζοντας στο παρελθόν, δεν γνωρίζουν όμως ότι συνεχίζει να μετράει τα βήματα μαζί της, ένα δυο τρία,…un, deux, trois,…one,two,tree.

                                                                                                                                                                                          

               Βανδώρος Φ. Επαμεινώνδας

 

Διαβάστε επίσης: