ΤΟ ΡΟΥΣΦΕΤΙ

Του Ε. Φ. Βανδώρου
 

 

Ο χώρος κατακλυζόταν απ’ τους θαμώνες και η οχλαγωγία υπερέβαινε τα ντεσιμπέλ, που είχε συνηθίσει. Κοντοστάθηκε στην είσοδο του καφενείου σαν σε κάποιον ξένο προς αυτόν χώρο, που βούιζε σαν μελίσσι από τις συζητήσεις για τα πολιτικά, τα αθλητικά και πάσης φύσεως θέματα, από επιστημονικά ως ερωτικής φύσεως. Τελικά δε δίστασε, παρά του ότι δεν άκουγε άλλο παρά τη βοή που έβγαζε η συνισταμένη όλων των συζητήσεων και προχώρησε στο χώρο, προσπαθώντας να βρει ένα άδειο τραπεζάκι, άλλωστε δεν σκόπευε να φάει όλη του τη μέρα εκεί.

Κάποιοι έριξαν μια κλεφτή ματιά προς το νεαρό ξαναγυρίζοντας γρήγορα στις συζητήσεις τους, οι περισσότεροι δεν τον πρόσεξαν καν. Δεν είχε ξαναεπισκεφτεί το καφενείο. Καθώς προχωρούσε πρόσεξε πως όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα, κάνοντάς τον να διστάσει να προχωρήσει, σε ένα όμως που βρισκόταν ένας ηλικιωμένος, μάλλον υπέργηρος και διάβαζε την εφημερίδα του, είδε ένα χέρι να του κάνει ένα νεύμα, πλησίασε και ήταν ο ηλικιωμένος που τον κάλεσε στο τραπέζι, ενώ εκείνος σηκωνόταν διπλώνοντας, σχεδόν ιεροτελεστικά την εφημερίδα του και τοποθετώντας τη στην τσέπη του σακακιού του, κρατώντας το καπέλο του στο χέρι.

-Κάθισε νεαρέ μου, εγώ φεύγω.

-Ευχαριστώ, ελπίζω να μην φεύγετε για να μου παραχωρήσετε τη θέση σας.

-Όχι ,όχι, πίστεψέ με πως στην ηλικία μου με γοητεύει η συναναστροφή με νέους ανθρώπους και μάλιστα την επιδιώκω, όμως είναι η ώρα να γυρίσω στο κονάκι μου, θα με περιμένει η κυρά και έχω ήδη καθυστερήσει… Άντε στο επανιδείν νεαρέ μου.

-Στο καλό.

Όταν ο ηλικιωμένος απομακρύνθηκε, έκατσε στη θέση του, στο γωνιακό εκείνο τραπεζάκι των δύο θέσεων. Έχοντας μπροστά του, το φλιτζάνι του προηγούμενου πελάτη, που σε λίγο, όπως ανέμενε θα ερχόταν ο καφετζής να το πάρει. Έβγαλε το Smartphone του από την τσέπη και μπήκε στις ενημερωτικές σελίδες, να δει τις ειδήσεις και να περάσει την ώρα του, είχε σίγουρα πολύ περισσότερες δυνατότητες επιλογής από την εφημερίδα του ηλικιωμένου να διαλέξει, αλλά και πάλι ο χρόνος του ίσως ήταν περιορισμένος, όπως κι εκείνου κι αδύνατον να διαβάσει τα πάντα. Θα έπρεπε να επιλέξει.

Σε λίγο κατέφτασε κι ο καφετζής, πήρε το φλιτζάνι και το πιατάκι, σκούπισε με ένα πανί το τραπέζι και ρώτησε τι θα ήθελε ο περιστασιακός αυτός πελάτης. Οι επιλογές ήταν περιορισμένες. Καφές ελληνικός ή φραπές, κάποιο είδος αναψυκτικού, όπως πορτοκαλάδα και μπίρα. Ήταν αρκετά νωρίς για αλκοόλ, αναψυκτικό δεν ήθελε, οπότε παρήγγειλε έναν ελληνικό. Άλλωστε σε αυτό το μέρος δεν ήρθε για τα ροφήματά του, αλλά για να ‘‘αγοράσει’’ μια καρέκλα για να περάσει η ώρα και να πάει στο σκοπό του.

-Ορίστε το καφεδάκι σου.

-Ευχαριστώ πολύ.

-Ό,τι χρειαστείς στη διάθεσή σου, πρόσθεσε ο καφετζής με ένα διερευνητικό βλέμμα, που ήθελε να πιάσει τη συζήτηση στο νεαρό για το λόγο που βρισκόταν εκεί, αλλά λόγω της μεγάλης πελατείας δεν έβρισκε το χρόνο.

Έτσι ο νεαρός, βυθίστηκε και πάλι στο διαδίκτυο μέσω του κινητού του, διαβάζοντας για την επικαιρότητα και περιμένοντας να περάσει η ώρα. Στη συνέχεια όμως πιάνοντας διάφορες κουβέντες από τα διπλανά τραπέζια το άφησε στο τραπεζάκι και παρατηρούσε τους θαμώνες του καφέ. Στη μία παρέα ανησυχούσαν για το αν η ομάδα της περιοχής θα κέρδιζε το κυριακάτικο ντέρμπι με τον πρωταθλητή και σχολίαζαν τη διοίκηση και το πώς έπρεπε να στηθεί η ομάδα.

-Πάλι τριάρα σας βλέπω να τρώτε, τους είπε ένας από τα διπλανά τραπέζια.

-Περσινά, ξινά σταφύλια.

Σε ένα άλλο τραπεζάκι συζητούσαν για την κρίση και το πώς άλλαξε τις ζωές τους, οι πιο ανίσχυροι είχαν οδηγηθεί στα συσσίτια και οι λιγότερο ισχυροί είχαν κόψει τα σούρτα φέρτα στην Ινδονησία και στις Μαλβίδες. Κάποιος πρόσθεσε και για τις αυτοκτονίες, ένας τρίτος τη μείωση των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων.

-Βαριά η καλογηρική, συμπλήρωσε ο πρώτος.

-Τι εννοείς;

-Τι να εννοώ, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος ο πρωθυπουργός σας.

-Πάντως σαν τον δικό σας, που τον χτύπησε η ανάπτυξη κατακέφαλα δεν είναι.

Τελικά πιο ενδιαφέρουσα βρήκε τη συζήτηση σε ένα άλλο τραπέζι, που βρισκόταν τρεις θαμώνες, και μιλούσαν χαμηλόφωνα, προσπαθώντας να λύσουν το πρόβλημα του φίλου τους, πως θα ξεφύγει από την στρίγγλα τη γυναίκα του για να βγάλει έξω τη γκόμενα.

-Δε γίνεται, πρέπει να προφασιστώ ότι θα λείπω για μέρες, αν είναι να γυρίσω το βράδυ σπίτι, πρώτον δεν κάνουμε τίποτα και δεύτερον θα μου το βγάλει ξινό.

Στο καφενείο, μπήκε ένας ακόμα άντρας γύρω στα εξήντα, σταμάτησε σε κάποια από τα τραπέζια δίνοντας τα διαπιστευτήριά του και μετά κατευθύνθηκε προς τον πάγκο, μιλώντας για λίγο με τον καφετζή και δίνοντας την παραγγελία του. Ύστερα γύρισε διερευνητικά στο χώρο γα να διαλέξει σε ποιο τραπέζι θα κάτσει και με αποφασιστικά βήματα, κατευθύνθηκε προς το  νεαρό που καθόταν μόνος του στο ακριανό τραπεζάκι. Χωρίς πολλά πολλά έπιασε την ελεύθερη καρέκλα και ρώτησε όλο ευγένεια αν του επιτρεπόταν να κάτσει. Πριν ο νέος του δώσει τη συγκατάθεσή του είχε ήδη κάτσει και έτεινε το χέρι του προς χειραψία.

-Βασίλης.

-Χαίρω πολύ Λάζαρος.

-Λοιπόν Λάζαρε, εδώ μπορεί να ’ναι ένα απλό καφενείο, αλλά ο μάστορας είναι μερακλής, ο καφέ του είναι ο καλύτερος, τον ψήνει στη χόβολη βέβαια, για αυτό.

-Πράγματι είναι καλός.

-Παλιά έφερνε και τσίπουρο από το χωριό, κι έψηνε μεζέδες μέσα. Άλλο πράγμα, βέβαια δεν είχε άδεια, αλλά λίγο από δω λίγο από εκεί, κέρναγε και τους αστυνομικούς που έρχονταν στο μαγαζί, τα κουτσοβόλευε. Τώρα όμως μετά το έμφραγμα τι τα θες, τα ’κοψε αυτά ο μάστορας, κλείνει και νωρίς. Πάνω από όλα η υγεία, κι αν είχε μαζέψει τα ένσημα που χρειαζόταν θα το ’χε κλείσει εντελώς, αλλά ας όψονται τα νιάτα. Όταν δούλευε σε εργολάβους, πριν ανοίξει το καφενείο, δεν του κόλαγαν όλα τα ένσημα, μετά κι αυτός για να μειώσει το κόστος στην αρχή τουλάχιστον δεν έβαζε στον εαυτό του και βρέθηκε να προσπαθεί τώρα να τα συγκεντρώσει. Μα για πες μου, είσαι από την περιοχή, δεν σε έχω ξαναδεί.

-Όχι, πρώτη φορά έρχομαι. Εσείς θα μένετε εδώ κοντά!

-Έξω πέφτεις, έρχομαι μεν συχνά, αλλά δεν είμαι από την περιοχή. Ήρθα μια φορά για κάτι δουλειές, έκατσα εδώ και μετά κόλλησα, έρχομαι τακτικά, πίνω το καφεδάκι μου και τα λέμε με τους φίλους. Εσύ όμως δεν μου είπες πως από τα μέρη μας.

-Περαστικός, και μάλλον εντελώς τυχαία βρέθηκα στο καφενείο.

-Τι εννοείς τυχαία;

-Εγώ ερχόμουν για το γραφείο ταξιδιών, που είναι δίπλα, είχα κλείσει κάποια εισιτήρια, αλλά είναι κλειστό.

-Ναι, πέθανε η πεθερά του ιδιοκτήτη και ιδρύτρια του γραφείου, οπότε είναι κλειστό για την κηδεία. Θα ανοίξει όμως αργότερα.

-Ναι, το διάβασα στο χαρτί που έχουν στην πόρτα, αλλά για να μη γυρίζω πίσω, είπα να κάτσω εδώ ώσπου να ανοίξει.

-Και καλά έκανες, θα πας κάνα ταξιδάκι με την κοπελιά σου; Αχ, νιάτα! Και ’γω άμα είχα την ηλικία σου αυτό θα ’κανα, Παρίσι, Μιλάνο, Ρώμη, Μαδρίτη, μη μου πεις κάπου πιο εξωτικά ε;

-Καμιά σχέση.

-Τι δηλαδή; Ελλάδα;

-Όχι, όχι δεν πάω για διακοπές, να είμαι άνεργος πολύ καιρό τώρα. Η κοπέλα μου ήδη ζει στην Αγγλία, και μιας και προσπάθησα μάταια εδώ αποφάσισα να πάω να κανονίσω τα της δουλειάς γιατί κάτι μου έχει βρει κι αν μπορέσω θα μείνω εκεί.

Κατήφεια έπεσε για λίγο στο τραπέζι και ο ομιλητικός άνδρας κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του κάπως στενάχωρα, χωρίς να πει πολλά στο νεαρό που καθόταν αντίκρυ του. Θα μπορούσε να ήταν γιος του, θα μπορούσε να ήταν ο δικός του ο γιός. Ο νεαρός φαινόταν μορφωμένος και σίγουρα ευγενικός και τώρα αναγκαζόταν να αφήσει τη χώρα του, όπως ήδη είχε κάνει η κοπέλα του για να βρει δουλειά αλλού. Και παλιότερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης έφευγαν νέοι για το εξωτερικό, αλλά για κάτι καλύτερο, για το κάτι παραπάνω, τώρα όμως γινόταν πάλι αναγκαίο κακό. Τελικά ο Βασίλης άφησε την εφημερίδα, που είχε στα χέρια του ανοιχτή χαζεύοντας και έπιασε πάλι την κουβέντα.

-Έψαξες εδώ, δεν υπάρχει τίποτα;

-Έψαξα;

-Ξένες γλώσσες θα μιλάς;

-Και πτυχίο, και ξένες γλώσσες και υπολογιστές και μεταπτυχιακό.

-Τι λες βρε παιδί μου και δε βρήκες τίποτα!

-Κοιτάξτε, στην αρχή ήμουν άνεργος, όπως και η κοπέλα μου που έφυγε για την Αγγλία, Αυτή είναι δασκάλα και βρήκε αμέσως δουλειά, όχι ότι είναι όλα ρόδινα, αλλά μπορείς να ζήσει αξιοπρεπώς. Εγώ προσπάθησα να βρω εδώ κι όντως βρήκα ημιαπασχόληση στην αρχή με πολύ λίγα χρήμα και χωρίς ασφάλιση. Όχι που να ζήσω μόνος μου δεν μπορούσα, αλλά ούτε να συμβάλω στα της οικογένειας μου.

-Τους αλήτες εκμεταλλεύονται την κρίση. Δεν έψαξες για κάτι άλλο;

-Έψαξα, δουλεύω σε δύο εργοδότες, στον πρώτο που σας είπα και στον δεύτερο οκτάωρο και υπερωρίες, με ελάχιστη ασφάλιση και χρήματα σχεδόν όσα και στον πρώτο χωρίς καμιά προοπτική. Από το να ζω έτσι, αποφάσισα να φύγω για το εξωτερικό.

-Καλά κάνεις παιδί μου. Εμείς οι έλληνες άλλωστε στο εξωτερικό μεγαλουργούμε κι εσύ με τα προσόντα σου θα τα καταφέρεις.

-Αυτό λέω και εγώ και πήρα την απόφαση. 

-Έτσι είναι, γιατί εδώ υπάρχουνε πολλές στρεβλώσεις. Πρώτα από όλα δεν έχουμε κουλτούρα, δεύτερον δεν φτιάχνουμε βιώσιμες επιχειρήσεις, αρπαχτές κάνουμε να τα κονομήσουμε, και το χειρότερο από όλα το ρουσφέτι, αν δεν καταργηθεί  το ρουσφέτι δε θα σηκώσουμε το κεφάλι ποτέ.

-Ισχύει.

-Ισχύει… δε λες τίποτα, να σου πω εγώ ιστορίες να σου φύγει το καφάσι.

-Όλοι ξέρουμε τέτοια συμβάντα και στον ιδιωτικό αλλά περισσότερο στο δημόσιο τομέα. Γιατί πολλοί πιστεύουνε πως μόνο στο δημόσιο συμβαίνουν…

-Τα κουτορνίθια, που τρώνε αμάσητα όσα τους λέει η τηλεόραση.  Ο γιος μου δεν πήγε σε μια εταιρία, αλλά προτιμήσανε μια κοπέλα, που ήτανε συμμαθήτρια με το γιο του αφεντικού, τι τα θέλεις!

-Κι εμένα κάτι αντίστοιχο μου συνέβη, πήγα σε μία συνέντευξη που είδα στην εφημερίδα, ήταν γραμμένη στα γερμανικά, ζητούσαν άριστη γνώση γερμανικών, αγγλικών, επιπλέον πτυχίο Α.Ε.Ι. και μεταπτυχιακό με καλό βαθμό, όπως και γνώση υπολογιστών. Πήγα στη συνέντευξη νομίζοντας ότι επρόκειτο για κάποια αν μη τι άλλο βαρυσήμαντη θέση. Η θέση ήταν στην υποδοχή, και η εταιρία ούδε μία σχέση είχε με τη Γερμανία, πόσο μάλλον με τα γερμανικά. Εγώ είχα προετοιμαστεί για εξέταση στα γερμανικά, τους χαιρέτησα στην ξένη γλώσσα κι εκείνη μου απάντησαν, «καλά, καλά πες μας τώρα τι εμπειρία έχεις…». Εν τέλει με τις γνώσεις μου, την πρακτική μου και τα πτυχία, αποφάσισαν να με προσλάβουν, δοκιμαστικά πρώτα για δυο βδομάδες, αλλά τι τα θέλετε, πριν κλείσουν οι δυο εβδομάδες, με ευχαρίστησαν για τη συνεργασία που είχαμε, μου ευχήθηκαν να βρω κάτι καλύτερο και μου έδωσαν βέβαια και κάποιο μικρό ποσό ως αμοιβή. Όπως έμαθα από έναν συνάδελφο, τη θέση θα έπαιρνε ένας γνωστός του λογιστή, που ακόμα δεν είχε τελειώσει τη σχολή του, αλλά για τη θέση αυτή δε χρειαζόταν κιόλας.

-Στο είπα έχει πολλά κακά η χώρα μας, με πρώτο το ρουσφέτι, αλλά έτσι είναι το κληρονομήσαμε από την οθωμανική αυτοκρατορία, μην το ψάχνεις κι εκεί το ρουσφέτι έδινε και έπαιρνε, βέβαια παραλλαγμένο κάπως, αλλά στην ουσία το ίδιο…

-Ήρθε και το καφεδάκι σου…

-Τι ήρθε; Που κόντεψα να ξεχάσω ότι το παρήγγειλα.

-Δε βλέπεις τι γίνεται Βασίλη, που να προλάβω μόνος μου, κι ο καφές δεν είναι μπίρα να στη φέρω στο άψε σβήσε, θέλει την προσοχή του να μην τον χύσω κιόλας

-Καλά δεν πειράζει.

-Βλέπω όμως ότι έχεις καλή παρέα.

-Ναι με το παιδί από δω συζητάμε, να περάσει λίγο η ώρα να πάμε στις δουλειές μας.

-Και τι λέτε;

-Για τα χαΐρια της χώρας μας.

-Α, καλά αυτές οι συζητήσεις δεν τελειώνουνε ποτέ, είπε ο καφετζής κουνώντας το χέρι του και γυρίζοντας στον πάγκο του.

-Ε, τον καημένο τον είδες πως έφυγε, αργά αργά δεν έχει πολλές σωματικές δυνάμεις. Αλλά έχει πολύ κόσμο, κληρονομιά της κρίσης, εδώ ήτανε τρία καφενεία παλαιότερα, με την κρίση τα δυο κλείσανε, ό ένας ίσα που βγαίνε, προτίμησε να το παρατήσει, ο άλλος πλήρωνε από την τσέπη του, οπότε κλείνοντας τα άλλα δύο, γέμισε τούτο δω  και με χαμηλές τιμές και χωρίς βοηθό, τα βγάζει πέρα κι αυτός ο φτωχός ως ότου βγάλει τη σύνταξη. Αν και μεταξύ μας, εδώ πιστεύω θα αφήσει τα κόκαλα του, τα της σύνταξης πιο πολύ τα λέει για να παίρνει κουράγιο. Γιατί με μειωμένη σύνταξη τόσο πολύ πώς να τα καταφέρει μαζί με τη γυναίκα του. Αλλά τι λέγαμε πριν;

-Για την οθωμανική αυτοκρατορία, είπε χαμογελώντας ελαφρά ο Λάζαρος, βλέποντας το συνομιλητή του ασταμάτητο.

-Α, ναι για την οθωμανική αυτοκρατορία… που λες έχουμε πολλά κατάλοιπα από την Ανατολή κι απ τους οθωμανούς φυσικά,  κι όσο κι αν λέμε Ευρώπη και Ευρώπη, δεν είμαστε το ίδιο, κάθε περιοχή έχει τη δική της ιστορία. Κι εμείς που πατάμε σε δυο βάρκες μια στην Ανατολή και  μια στη Δύση, δεν ανήκουμε πουθενά ούτε στην Ευρώπη, ούτε στην ανατολή.

-Αυτή όμως θα μπορούσε να είναι κι η δύναμή μας, ότι ανήκουμε και στις δυο πλευρές.

-Ναι, από μια άποψη, αλλά μόνο τα αρνητικά της κάθε πλευράς δανειστήκαμε, άκου που σου λέω. Με το που έγινε το ελληνικό κράτος, πήραμε μαζί μας και το ρουσφέτι. Κι αν δεν  το κόψουμε ζήτω που καήκαμε.

-Σε αυτό συμφωνώ.

-Οι πολιτικοί το χρησιμοποίησαν για να διατηρηθούν στις θέσεις τους, οι πολίτες γιατί δεν άξιζαν θέσεις που εποφθαλμιούσαν κι όσοι τις άξιζαν γιατί υπήρχε η αίσθηση ότι δε θα μπορέσουν να πάρουν αλλιώς τις θέσεις, που δικαιούταν.  Όποτε να ’μαστέ εδώ που είμαστε.

-Δεν πιστεύω ότι θα κοπεί όμως.

-Αν δεν κοπεί θα εξαφανιστούμε.  Να εσύ φεύγεις, τόσα παιδιά έχουνε φύγει. Η χώρα γερνάει. Κι αυτό το σαράκι που λέγετε ρουσφέτι δεν έχει τελειωμό.  Άμα δεν έχεις αυτό δεν κάνεις τίποτα, ούτε σήμερα, ούτε παλιά. Κι ο συνταγματάρχης Λιάπκιν απαγορευόταν  από το σύνταγμα να πάρει θέση στο δημόσιο, σαν υπήκοος ξένης χώρας,  όμως για να έχει φίλο του υπουργό διορίστηκε στη  Γεωργική Σχολή της Λάρισας

-Πρόκειται για κάποιον φίλο σας;

-Όχι είναι ο ήρωας, ενός μυθιστορήματος του Καραγάτση, αλλά τι τα θες, δείχνει πως δούλευε το σύστημα εκατό χρόνια πριν. Αλλά και πριν συσταθεί το ελληνικό κράτος στην επανάσταση ακόμα, όποιος ήτανε υπουργός τους δικούς του βόλευε και στις θέσεις και στα χρήματα.

-Φαίνετε πως δεν αλλάζουμε.

-Είναι στο DNA μας, αλλά κι αυτοί οι πολιτικοί δεν κάνουν καμία προσπάθεια να το αλλάξουν, γιατί να ξέρεις το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Είναι όλοι τους εντελώς αναξιόπιστοι.  Την ίδια θέση την τάζουν σε πολλούς. Παράδειγμα προσωπικό, το κόμμα της πράσινης φλόγας, ήταν η κόρη μου μικρή ακόμα, ότι τελείωσε, σπουδές στο μάρκετινγκ εδώ και μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Πριν ακόμα παντρευτεί, μου λέγανε στο καφενείο, ο κύριος Ευταξιάδης είναι έτσι, ο κύριος Ευταξιάδης είναι αλλιώς, λέω και εγώ, δεν πάω να του μιλήσω; Για το παιδί μου πρόκειται, όχι για κάποιον ξένο. Πήγα λοιπόν στο γραφείο του και του ζήτησα το απλό να βολέψει κάπου το παιδί μου, να του βρει δουλειά, ανάλογη των προσόντων του. Είδα το γραμματέα και μου έκλεισε ραντεβού με τον υποψήφιο βουλευτή. Τον επισκέφτηκα μιλήσαμε και μου είπε να περάσει η κόρη μου μαζί με αντίγραφα των πτυχίων της για να προωθήσει το θέμα, πράγμα το οποίο και έκανε. Με πολλές παραινέσεις βέβαια γιατί δεν ήθελε. Τα παιδιά ονειροβατούν δεν ξέρουν πως είναι ο κόσμος. Τελικά παραμονές των εκλογών μας κάλεσε και σε μια δεξίωση που γινότανε, για να μιλήσει.

-Και πήγατε.

-Εγώ μόνο, η κόρη μου αντιδρούσε σε κάτι τέτοια και βρήκα κάποια δικαιολογία. Το θέμα είναι πως στο κέντρο που ήμασταν καλεσμένοι αναγκαστήκαμε να πληρώσουμε κι ο καθένας το λογαριασμό του, γιατί ο ίδιος δεν πλήρωσε την αίθουσα, μη θεωρηθεί τάχα ότι ψαρεύει ψήφους. Ήταν και τσίπης ο αθεόφοβος.

-Και τελικά;

-Τι τελικά; Βγήκε παμψηφεί

-Κέρδισε το κόμμα σας λοιπόν.

-Όχι!

-Πως όχι;

-Εγώ δεν τους χώνεψα ποτέ αυτούς τους φλογισμένους, τάχα κοντά στο λαό κι έτσι, ας όψεται όμως το καλό του παιδιού μου. Εγώ ήμουν πάντα με το κόμμα του γαλάζιου ήλιου, κύριοι οι άνθρωποι, αξιοπρεπείς. Υπέρ πίστεως και πατρίδος. 

-Τουλάχιστον διορίστηκε η κόρη σας;

-Εμ, δεν κατάλαβες έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Για αυτό λέω ότι εσείς οι νέοι έχετε πάθος για τη ζωή αλλά δεν την ξέρετε καθόλου. Μια και δυο λοιπόν άρχισα να επισκέπτομαι το γραφείο του κυρίου βουλευτή και υφυπουργού πλέον. Μιλούσα με το γραμματέα του, που μου έλεγε ότι θα επιληφθούν του θέματος κι ότι ο υπουργός ψάχνει καθημερινός κάτι για τα προσόντα της κόρης μου. Πήγαινα, ξαναπήγαινα το ίδιο παραμύθι.  Σου λέει στο τέλος θα βαρεθεί δε θα ξανάρθει. Αλλά έχουν γνώσιν οι φύλακες. Εγώ εκεί  μπάστακας. Τελικά αφού είδαν πως δεν μπορούν να με ξεφορτωθούν μου έκλεισαν ραντεβού με τον υφυπουργό. Μια και δυο συναντηθήκαμε, μου έσφιξε το χέρι μου είπε για τον νέο αέρα που πνέει στην πολιτική και μου είπε κι αυτός πως ψάχνει, όταν τον ρώτησα μέχρι πότε, έβγαλε από το γραφείο του μια εφημερίδα με αγγελίες, μου έδειξε που είχε μαρκάρει μερικές για την κόρη μου, μου την έδωσε και μου είπε να τηλεφωνήσει εκεί για να της βρουν δουλειά, εν συνεχεία με ξεπροβόδισε και μου σύστησε να αγοράζει εβδομαδιαίος την  εφημερίδα η κόρη μου και μου ευχήθηκε καλή τύχη. Τι γελάς;… Αλήθεια σου λέω, έναν άλλο, όπως έμαθα τον έστειλε σε γραφείο ευρέσεως εργασίας για να βρει δουλειά.

-Τουλάχιστον δεν έκανε ρουσφέτια, είπε πνιγμένος στα γέλια ο Λάζαρος.

-Ποιο το λαμόγιο; Έκανε και παραέκανε σε αυτούς που ήθελε. Κι αν δεν κάνεις κύριε, τι λες πως θα σε βολέψω. Για αυτό σου λέω αν δεν κοπεί το ρουσφέτι δε θα προκόψουμε.

-Συμβαίνουν πολλά…

-Πολλά δε λες τίποτα. Προσωπικά εγώ, κι αυτή τη φορά με το κόμμα μου, όταν απολύθηκα από φαντάρος, τις εποχές που υπήρχαν δουλειές… Εγώ όπως σου είπα σιχαινόμουνα το ρουσφέτι, τέλειωσα το γυμνάσιο και τη σχολή και έπειτα πήγα στο στρατό. Ήταν οι εκλογές τότε κι αποφάσισα να πάω στο βουλευτή του κόμματος για να μου βρει μια δουλειά. Λέω δεν μπορεί καλό παιδί είμαι, δικός τους είμαι. Μάλιστα είχα ακούσει όταν πήγα στο γραφείο του ότι έπαιζαν κάποιες θέσεις στο ΙΚΑ, θυρωρού. Μια και δυο λοιπόν πήρα το θάρρος και του ζήτησα αυτή τη θέση. Λέω κοινωνικός είμαι θα κάνω τη δουλειά μου το πρωί να δίνω καμιά πληροφορία και μετά αραλίκι. Η αλήθεια είναι πως  με δέχτηκε εγκάρδια. Μου ξεκαθάρισε πως αυτή τη θέση δεν ήξερε αν θα την έπαιρνα αλλά κάπου αλλού θα με έβαζε μέσα στο ΙΚΑ, που θα ήταν και καλύτερα. Ήρθαν οι εκλογές, βγήκαν τα αποτελέσματα κι ο κύριος επανεξελέγη. Περίμενα κι εγώ άμαθος τότε, νέος κι αφελής την ανταμοιβή μου. Και μαθαίνω πως οι θέσεις στο ΙΚΑ δόθηκαν. Σκέφτηκα να πάω να τον ξεχέσω, να τον φτύσω, αλλά δεν ήθελα να ρίξω περισσότερο τα μούτρα μου. Και το καλύτερο δε στο είπα, τη θέση του θυρωρού στο ΙΚΑ την έδωσε σε έναν κομμουνιστή, αν είναι δυνατόν οι άθλιοι, κι ύστερα σου λένε ότι δεν έχουν βύσμα οι κομμουνιστές. Δεν έχουν μπέσα οι πολιτικοί.

-Σας  είχαν σίγουρο φαίνεται.

-Μπορεί, τη μια με είχαν σίγουρο, την άλλη δεν ήμουν δικός τους, πάντα ριγμένος ο Βασίλης. Αλλά δεν πήγα κι άσχημα, βρήκα μετά από λίγο καιρό δουλειά σε ένα εργοστάσιο με ήδη τροφίμων, και ήταν αρκετά καλές και οι συνθήκες και ο μισθός. Κι έτσι μεγάλωσα την οικογένειά μου, αλλά τους πολιτικούς δε θέλω να τους ξέρω. Δεν έχουν μπέσα. Μιας και γνωριστήκαμε άκου να σου πω μια ιστορία με έναν συγγενή μου. Αυτός ήταν αξιωματικός του στρατού και θείος μου, πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου, που τελικά αποφάσισε να πολιτευτεί. Το θειο τον βλέπαμε μια δυο φορές  το χρόνο και με τον πατέρα μου διατηρούσαν και τηλεφωνικές επαφές μέχρι που εκείνος πέθανε. Αποφάσισε λοιπόν στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα να πολιτευθεί με την αντίθετη παράταξη από αυτήν που άνηκε. Ποιος ξέρει τους λόγους! Τότε εγώ είχα τη δουλειά μου και να σου πω κάπου στεναχωρήθηκα που δε θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία να ζητήσω από το θείο μου να με βοηθήσει να βρω δουλειά. Τα συζήταγα με ένα φιλαράκι από τη γειτονιά, το οποίο μου έβαλε την ιδέα να πάμε στο στρατηγό να  μας βολέψει σε μα νεοσύστατη τότε εταιρία, που ασχολούταν με τα πετρέλαια και ήταν πανίσχυρη. Καλύτεροι μισθοί, καλύτερα ωράρια, έξτρα αμοιβές. Εμένα μου άρεσε και η δουλειά μου, αλλά μιας και είχα κάνει οικογένεια και είχε γεννηθεί και η κόρη μου αποφάσισα να επισκεφτώ  το θείο μαζί με το φίλο μου και να του ζητήσουμε να μας βολέψει εκεί.

Όταν με είδε καλά ο άνθρωπος μόνο σαμπάνια δεν άνοιξε. Είχα να τον δω και καμιά τριετία είναι η αλήθεια. Με ρώτησε τι κάνω για την οικογένειά μου, με σύστησε στους συνεργάτες του και μείναμε στο γραφείο για τρεις τέσσερις ώρες, μάλιστα μας έκανε το τραπέζι και μείναμε ως αργά μαζί του στο γραφείο, έτσι που μας ζήτησε να τον συνοδέψουμε στη νυχτερινή του έξοδο σε κάποιο μπαρ, που θα συναντούσε και κάποια άλλα στελέχη του κόμματος, μάλιστα εκεί είδα και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, που πέρασε να πιεί ένα ποτάκι. Κατά πως φαίνεται ήταν το στέκι τους. Και δεν έφτανε αυτό αλλά μετά μας πήρε μαζί του και σε μια μεγάλη πίστα της εποχής που ήταν της μόδας. Με το μεγαλύτερο όνομα τότε, που έκανε μεγάλες επιτυχίες, και να σου το γαρύφαλλο και να σου οι σαμπάνιες, που μπορεί να μη μας άνοιξε στο γραφείο, αλλά το έκανε εκεί. Ευτυχώς είχαμε πάει καλοντυμένοι γιατί θα ’μασταν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Λεβεντάνθρωπος  ο θείος τα πλήρωσε όλα και μας είπε όποτε τον χρειαστούμε να τον επισκεφτούμε.  Εκείνη τη μέρα ανησύχησαν και οι γυναίκες μας. Με το δίκιο τους αφού γυρίσαμε πρωί. Εμείς φύγαμε μεσημέρι για μια απογευματινή δουλειά και επιστρέψαμε ξημέρωμα, έκανα ένα μπάνιο, άλλαξα κι έφυγα για την εταιρία θυμάμαι, γιατί ήταν Πέμπτη που γυρίσαμε.  Κινητά τότε δεν υπήρχαν για να ειδοποιήσουμε, κι ούτε μπορούσαμε να πούμε στο στρατηγό πως θα φύγουμε για να μην ανησυχούν οι γυναίκες μας. Μάλιστα η δική μου, βλέποντάς με να γυρίζω μισοπιωμένος και σιγοτραγουδώντας, νόμισε ότι είχα βρει γκόμενα. Άστα να πάνε σου λέω. Έκανα καιρό να τις βγάλω τις ιδέες από το μυαλό. Μέχρι κι η μάνα μου της μίλησε κι επισκεφτήκαμε μαζί το στρατηγό να τον ευχαριστήσουμε όταν εξελέγη. Κι εκείνος μου είπε «Δεν ξεχνάω ότι έχουμε μια εκκρεμότητα εμείς οι δυο, ήδη έχω κάνει κάποιες κινήσεις». Με το φίλο μου βέβαια επισκεφτήκαμε το θείο και λίγες μέρες πριν τις εκλογές για να μας θυμηθεί με την παρουσία μας, γιατί τόσους που έβλεπε καθημερινά σίγουρα κάποιους θα ξεχνούσε και εγώ ήμουν πιο ώριμος πια για να χειριστώ το θέμα.

Που λες πέρασε λίγος καιρός και ο θείος με πήρε τηλέφωνο, τον άκουγα κάπως στεναχωρημένο.  «Τι έχεις στρατηγέ» τον ρώτησα και τότε μου απάντησε πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε με την υπόθεσή μου. Η εταιρία είχε κάνει κάποιες προσλήψεις αλλά τώρα πια δεν έκανε άλλες. Αν ήθελα να κοιτάξει κάπου αλλού μου είπε θα το έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση. Αλλά αρνήθηκα μιας και δουλειά είχα και καλή μάλιστα.  Εκεί στάθηκε και ο θείος μου, πως αφού είχα δουλειά δε θα αντιμετώπιζα πρόβλημα. Στις επόμενες εκλογές δε βγήκε, έγινε πρόεδρος σε μια κρατική εταιρία και μετά αποσύρθηκε ήτανε και μεγάλος. Αλλά όπως κατάλαβες και συγγενή πολιτικό να έχεις μια από τα ίδια είναι.

-Δε σας βόλεψε τελικά, είπε με κάποια δόση ειρωνείας ο Λάζαρος, που ο Βασίλης μέσα στις σκέψεις του δεν κατάλαβε.

-Δεν είναι αυτό, είναι κάτι που έμαθα έξι μήνες αργότερα. Ο φίλος μου, που πήγαμε μαζί στο θείο. Τρεις μήνες αργότερα προσλήφθηκε στην εταιρία, που θέλαμε και οι δύο. Όπως έμαθα είχε επισκεφθεί και μόνος του το θείο μου και είχαν ξαναβγεί μαζί. Μου το σφύριξε ένας κοινός γνωστός μας. Δε θέλω να κακολογήσω το στρατηγό, αλλά προτίμησε κατ’ όπως φαίνεται το φίλο μου από εμένα, εγώ ίσως ήμουν συγγενής και με είχε σίγουρο. Δεν ξέρω τι να πω… είπε τραβώντας μια γουλιά απ’ τον καφέ του.

-Αφού είχατε δουλειά καλύτερα, να μην του έχετε και υποχρέωση.

-Καλά τα λες, απλά τότε με πείραξε η συμπεριφορά, όχι το αποτέλεσμα. Όπως με πείραξε και πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, μια άλλη περιπέτεια που είχα με ένα πολιτικό κάθαρμα, από αυτά που τα έχουν περί πολλού τα μέσα μαζικής, μήπως αυτά είναι καλύτερα θα μου πεις.

-Σας βλέπω πολύ εκνευρισμένο, τι έγινε με τη νέα σας περιπέτεια;

-Και είμαι, αν το πετύχαινα αυτό το κάθαρμα τώρα θα του έσπαγα τα μούτρα. Όλο λένε πως θα εκσυγχρονίσουνε τη χώρα, αλλά με παλιά υλικά και παλιά μυαλά πως; Είχαμε πάει που λες για την κόρη μου πάλι στο πολιτικό γραφείο του κυρίου Μιχελίδη. Τον ξέρεις φαντάζομαι, αυτόν τον ατσαλάκωτο, ευγενικό κύριο γεμάτο ιδέες για πρόοδο και δικαιοσύνη, που όλοι οι δημοσιογράφοι έχουν έναν καλό λόγο για το πρόσωπό του, λες και δεν ξέρουν τι κουμάσι είναι. Που λες έκλεισα ραντεβού και τον επισκέφτηκα. Ήταν η περίοδος που γινότανε πολλές προσλήψεις για να στελεχωθούν οι νέες κοινωνικές υπηρεσίες, που με πάθος διερρήγνυε τα ιμάτιά του ο Μιχελίδης για το καλό των πολιτών, και ίσως να ήτανε και χρήσιμες, αλλά από πίσω είχε ανοίξει μια φάμπρικα. Τη δική του φάμπρικα.  Στον προθάλαμο μας πέρναγε από τον έλεγχό του, η γραμματέας του. Μια εκ των πολλών, που όπως κατάλαβα μας ψάρευε για το που ανήκουμε πολιτικά και τι άποψη έχουμε για την πολιτική. Ούτως ώστε να μας παραπέμψει στον ατσαλάκωτο. Αφού πρώτα τον ενημέρωνε για κάποια στοιχεία μας, ώστε να φαίνεται διαβασμένος, όπως η Γεωργία Βασιλειάδου στην «καφετζού», γνώστης, μετά τις πληροφορίες που τις έδινε ο Ρίζος. Ωραία ταινία και αθάνατοι ηθοποιοί, συμφωνείς ε;

-Ωραίοι ηθοποιοί.

-Όχι ωραίοι, τέρατα, ιερά τέρατα, όχι σαν τον Μιχελίδη.

-Λοιπόν μια και δυο και κατόπιν της κατήχησης, πάνω στα θέματα της πολιτικής και του νέου ήθους που θα έφερε ο ίδιος, αλλά και των δυσκολιών που αντιμετώπιζε από τους συναδέλφους του, που δεν ήθελαν να αλλάξει το σάπιο σύστημα, που τους ευνοούσε, μου πέταξε ότι δίνει μεγάλη μάχη και έχει πολλά έξοδα για να τους αντιμετωπίσει. Κι άκου με, επειδή ξέρω σου λέω, όταν οι πολιτικοί μιλάνε για αλλαγή του πολιτικού συστήματος, εννοούνε το να πάρουν αυτοί την κατάσταση στα χέρια τους. Μετά από την κατήχηση, λοιπόν με ρώτησε για την κόρη μου και τις σπουδές της. Μαθημένος  πια, είχα πάρει μαζί μου το φάκελό της με όλα τα απαραίτητα. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ήταν γνώστης του αντικειμένου της και της αγοράς εργασίας στον τομέα της. «Λοιπόν κύριε Βασίλη, είναι κρίμα τέτοια ταλέντα σαν την κόρη σας να χαραμίζονται. Κι εγώ θα το αλλάξω αυτό». Υποψιάστηκα ότι ίσως μιλούσε γενικά και τον ρώτησα ευθέως τι θα γίνει με την κόρη μου, εκείνος μου απάντησε πως για την κόρη μου μιλάει τόσην ώρα και σύντομα θα είχαμε καλά νέα, όμως θα χρειαζόταν και λίγο σπρώξιμο. «Μα για αυτό ήρθα σε εσάς» του είπα. Γελάς ε, γελάς!

-Η αλήθεια είναι πως ακούω όλος αυτιά τη διήγησή σας.

-Που να δεις και παρακάτω , να σε κεράσω μια μπιρίτσα,  μιας και βλέπω πως τελείωσες με τον καφέ σου.

-Όχι άλλωστε σε λίγο θα φύγω, πρέπει να πάω και για τα εισιτήρια.

-Μην ανησυχείς, έχουμε χρόνο, που είχαμε μείνει; Α, ναι «Μα για αυτό ήρθα σε εσάς» του λέω. Ως εκεί καλά, χαιρετηθήκαμε και βγήκα στον προθάλαμο που η γραμματέας του, με οδήγησε ως τη σκάλα και μου είπε ότι ο κύριος Μιχελίδης, θα βρει λύση στο θέμα μου, με κάθε κόστος. Τέλος πάντων, υποψιασμένος μεν, έλεγα ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά θες λίγο η ευγένεια, θες ο μύθος που έφτιαξε από τα ΜΜΕ, θες το ‘‘ατσαλάκωτος’’, ήλπιζα. Την επόμενη φορά που επισκέφτηκα το γραφείο του, κατόπιν τηλεφωνήματος της γραμματέως του, στη συνάντηση που είχα μαζί της μου ανακοινώθηκε, ότι βρέθηκα δουλειά μόνιμη στο δημόσιο για την κόρη μου. «Να κι ένας εντάξει άνθρωπος» σκέφτηκα, κι άκουγα τον αγώνα που έδωσε ο πολιτικός για το παιδί μου, καθώς και τη θέση που θα έπαιρνε. Μη φανταστείς διευθυντική, αλλά όπως και να το κάνουμε μόνιμη και στο δημόσιο, με βασικό μισθό και χωρίς την αβεβαιότητα θα ήταν ευλογία. Λίγο λίγο όμως μου ξεφούρνισε ότι υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός για τη θέση και υπήρχαν κι άλλοι κομματικοί, που ήθελαν να βάλουν δικούς τους και μου ζητούσε γύρω στις είκοσι χιλιάδες ευρώ. Για να πληρώσουν κάποιους και να μείνει η θέση ελεύθερη, αυτούς που δεν καταλάβαιναν από τις νέες ιδέες του αφεντικού της και έπρεπε να λαδωθούν για να πάρουν μπρος. Μου ήρθε να τη σφαλιαρίσω αλλά συγκρατήθηκα, βγήκα στο δρόμο για να πάρω αέρα. Τούτος εδώ δεν έκανε μόνο ρουσφέτια για την εξουσία, αλλά είχε ανοίξει κοτζάμ φάμπρικα προσλήψεων και τα κονομούσε κι από πάνω. Ήταν εξευτελιστικό ή έτσι το έβλεπα εγώ, όμως από την άλλη ήταν το παιδί μου. Λέω δε βαριέσαι αν είναι έτσι ας δώσω και τις οικονομίες μου να βολευτεί. Εκεί πατάνε οι πούστηδες. Γύρισα στο σπίτι εξουθενωμένος και ταπεινωμένος, ξάπλωσα χωρίς να μιλήσω σε κανέναν εκείνο το βράδυ. Τελικά η κόρη μου ήταν αρνητική και έξω φρενών με αυτόν τον κύριο, δεν ήθελε να ακούσει καν ότι θα πληρώσουμε για κάτι τέτοιο, οπότε δεν προχωρήσαμε. Όμως λίγες μέρες αργότερα την έπεισα να επισκεφτεί μόνη της τον Μιχελίδη και να του μιλήσει, μορφωμένη ήταν, έξυπνη, ευγενική, ίσως έκανε κάτι δίχως χρήματα. Πράγματι τον επισκέφτηκε και της υποσχέθηκε να δράσει για να πάρει τη θέση. Λίγες μέρες αργότερα την κάλεσαν πάλι στο γραφείο,  της είπαν ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο να πάρει τη θέση και γύρισε όλο χαρά στο σπίτι, την επόμενη φορά όμως που επισπεύτηκε τον Μιχελίδη, μετά τη συζήτησή τους, την παρέπεμψε στην γραμματέα του για τα διαδικαστικά. Τα οποία ήταν το εξής ένα. Έπρεπε να κοιμηθεί μαζί του, ήταν πάγια τακτική του εν λόγω κυρίου ή χρηματιζόταν ή κοιμόταν στην φάμπρικά του, με κάποιες απ’ αυτές που έβαζε σε δουλειά.  Η κόρη μου δυσανασχέτησε και τότε η έμπιστη του πολιτικού της απάντησε «Και τι νόμισες κοριτσάκι μου, πως θα βολευτείς έτσι, όλοι κάνουμε θυσίες στη ζωή, ή θα πληρώσεις ή θα στήσεις  κώλο. Τι είσαι εσύ έξυπνη και διαφέρεις απ’ τις άλλες, ουρά περιμένουν έξω από το γραφείο». Αυτά τα έμαθα από τη μάνα της, ντρεπότανε να τα πει σε μένα κορίτσι πράμα. Δεν έκανα τίποτα τότε γιατί άργησα να τα μάθω. Κι ο κύριος σουλατσάρει στα κανάλια σήμερα σαν ειδήμων να μας πει τη γνώμη του για το πώς θα βγούμε από την κρίση. Άμα φύγεις εσύ και οι όμοιοί σου από την πολιτική, θα βγούμε! Για αυτό δε θέλω ούτε να κουβεντιάζω για δαύτους, δεν έχουν μπέσα κι αν δεν καταργηθεί το ρουσφέτι δια νόμου, θα καταστραφούμε εντελώς. Και μόνο εσείς οι νέοι μπορείτε να το σταματήσετε αυτό, να αρνηθείτε το ρουσφέτι, να αρνηθείτε να μπείτε στο παιχνίδι τους.

-Γι   ’αυτό φεύγω κι εγώ, όχι βέβαια πως σήμερα μπορούν να κάνουν ρουσφέτια και πιστεύει κανείς σε αυτά;

-Καλά κάνεις, φέρεσαι γενναία και πατριωτικά. Αν και μη νομίζεις και τώρα γίνονται ρουσφέτια.

-Λιγότερα.

-Τα ίδια, αλλά στον ιδιωτικό τομέα και σε χειρότερες  θέσεις. Να, έστειλα τις προ άλλες την ανιψιά μου, σε ένα γειτονόπουλο, που έγινε βουλευτής  στις τελευταίες εκλογές. Τη βόλεψε σε ένα σούπερ μάρκετ. Τα προσόντα της ήταν για καλύτερη θέση αλλά μιας και ήθελε να μείνει Ελλάδα. Βολεύει ο επιχειρηματίας πενήντα εκατό άτομα κι έχει εύνοια σε άλλα θέματα. Πριν είκοσι χρόνια είχα στείλει την αδελφή μου στο δήμαρχο, δεν μπορούσε να κάνει πολλά την έβαλε κι εκείνη σε ένα σούπερ μάρκετ και τώρα είναι υπεύθυνη στα γραφεία.

-Τουλάχιστον κάποιον καταφέρατε να βολέψετε.

Δε βαριέσαι για  μένα δεν έκανα τίποτα, ως και για να πάρω επιδοτούμενο δάνειο για αγορά κατοικίας από τον οργανισμό δεν τα κατάφερα, ίσα που μου  ’φαγε λεφτά, ένα τσογλανάκι από το υπουργείο και κάποιοι υπάλληλοι που έλεγξαν τα χαρτιά. Ούτε το γιο μου δεν μπόρεσα να φέρω να υπηρετήσει πιο κοντά. Στην αρχή πήγε Σουφλί, μετά έτρεχα να τον μεταθέσω κάπου κοντά, να σου πεσκέσια, αρνιά σε γνωστούς και γνωστούς των γνωστών κι ένας μάλιστα με δούλεψε κανονικά, μου πε θα στον φέρω πιο κοντά, αλλά Αθήνα δεν μπορώ, και πράγματι τον φέρανε Θήβα και να σου εγώ πεσκέσια κι αρνιά, αλλά όπως μου πε κι ο γιος μου, αλλά μου το επιβεβαίωσε κι ένας φίλος που δούλευε στο στρατό, θα ερχόταν ούτως η άλλος ως τη Θήβα, από τα μόρια που είχε στο Σουφλί. Το ήξερε αυτό κι ο πονηρός, που μου έλεγε πως έχει γνωριμίες με τον υπουργό αμύνης και να σου δούλεμα.  Ας είν’ καλά. Τέτοιο μοσχάρι που ’μουνα. Ο γιος μου καλή του ώρα ατίθασο πνεύμα, μπλέχτηκε με εθελοντικές οργανώσεις και βοηθάει τους ανθρώπους ανά τον κόσμο, έχει πάει παντού Αφρική, Ασία, τι χρυσό τον έκανα, τι υποχρεώθηκα σε υπουργούς, σε φίλους, σε γνωστούς, αυτός το χαβά του τον εθελοντισμό, και σκύψε λίγο να σου πω… έχω την ιδέα ότι μου  ’γινε μπολσεβίκος, αλλά καλύτερα, πιο εύκολα βολεύονται αυτοί.

-Να ’ναι καλά το παιδί.

-Να ’ναι καλά. Και μακριά απ΄ τα ρουσφέτια γιατί το χω φιλοσοφήσει στην ηλικία μου, δεν είναι μόνο ότι μοιράζονται οι θέσεις μη αξιοκρατικά, αλλά κατά μία άποψη εκβιάζει ο ένας τον άλλο και μέσα σε αυτό το σύστημα που δημιουργείται υπάρχουν αξιοπρεπείς άνθρωποι που δεν μπορούν να πράξουν αλλιώς για να επιβιώσουν.

-Πάντα υπάρχουν κι άλλες λύσεις.

-Ίσως αλλά θέλουν γερό στομάχι, κι όταν τις ακολουθούν λίγοι….

-Κάποτε όμως πρέπει να σταματήσει το ρουσφέτι, όπως μου είπατε κι εσείς.

-Κάποτε; Τώρα πρέπει να σταματήσει. Να το σταματήσουμε. Γιατί αν δεν το σταματήσουμε εμείς, θα σταματήσει εκείνο εμάς και την ανάπτυξή μας. Εγώ σου μίλησα για τις εμπειρίες μου  για τον τρομερό αυτό χώρο των πολιτικών και του ρουσφετιού, που παρόλα αυτά έμεινα μακριά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

-Εε!

-Ναι, και είναι σημαντικό, που οι νέοι άνθρωποι, όπως εσύ, η κόρη μου, ο γιος μου, μείνατε μακριά από αυτήν την παρακμή κι έτσι μπορούμε να ελπίζουμε για κάτι καλύτερο. Λοιπόν Λάζαρε να σε χαιρετίσω γιατί βιάζομαι.

-Κι εγώ πρέπει να φύγω σε λίγο.

Οι δυο άντρες σηκώθηκαν και έδωσαν τα χέρια, στη συνέχεια ο Βασίλης έβγαλε μερικά κέρματα απ΄ την τσέπη του και πλήρωσε τους καφέδες, χωρίς να περιμένει ρέστα. Τακτοποίησε τα ρούχα του, έβγαλε μια χτένα που είχε στην τσέπη του και χτενίστηκε βιαστικά, μπροστά σε έναν διαφημιστικό καθρέφτη μιας μπίρας, που υπήρχε στο χώρο κάνοντας τον συνομιλητή του να αναρωτηθεί προς τι όλος αυτός ο καλλωπισμός.

-Πως σου φαίνομαι;

-Μια χαρά, χτενισμένος, η γραβάτα στη θέση της. Όλα τακτοποιημένα.

-Μπράβο έτσι πρέπει, λοιπόν Λάζαρε και πάλι καλό ταξίδι, και καλά να τα βρεις εκεί που θα πας. Εγώ φεύγω τώρα γιατί βιάζομαι, έχω ραντεβού με τον νέο βουλευτή της περιοχής. Εδώ δίπλα είναι το γραφείο του και κοιτάω μη μου βολέψει πουθενά το γιο μου, να γυρίσει κι αυτός ο ακαμάτης, αν κι είναι ξεροκέφαλος όπως σου είπα… Άντε γεια σου!

Ο Λάζαρος έκατσε πάλι σαστισμένος στη θέση του, ξεχνώντας και το σκοπό που βρίσκονταν εκεί, μετά τη συνάντηση που είχε, έπιασε το φλιτζάνι, προσπαθώντας να ρουφήξει από το κρύο πλέον ρόφημα, αλλά βρίσκονταν ήδη στο κατακάθι και το άφησε πάλι στο τραπέζι,  όταν είδε τον καφετζή να πλησιάζει στο τραπέζι του, που πήρε τα ψιλά και τα έβαλε στην τσέπη του, πήρε το ποτήρι του Βασίλη και το φλιτζάνι και μηχανικά σκούπισε την επιφάνεια του τραπεζιού.

-Σε ζάλισε; Ρώτησε τον πελάτη του.

-Όχι , κάθε άλλο.

-Είναι καλός άνθρωπος, και σοβαρός.

-Σοβαρός;

-Ναι, σε σχέση πάντα με κάποιους άλλους πελάτες μου.

-Έρχεται συχνά;

-Δε θα το έλεγα δυο τρεις φορές το μήνα, δε μένει και κοντά. Έχε και οικογένεια.

-Δυο παιδιά μου είπε.

-Αυτά είναι ο καημός του, η κοπέλα του δηλαδή εντάξει τη βόλεψε σε μια ιδιωτική τράπεζα, μέσω κάποιου γνωστού του γνωστού του. Δε θυμάμαι και καλά. Προσπάθησε πολύ βέβαια. Αλλά με το γιο του τα βρήκε μπαστούνια. Του βρήκε πολλές δουλειές και καλές μα εκείνος κάνει τουρισμό.

-Τουρισμό;

-Ναι τον χίπη θαρρώ, κάπου στην Αφρική. Βέβαια να μου πεις όλα είναι χρήσιμα, αν δε βοηθήσουν κάποιοι τους αδύνατους, ποιοι θα το κάνουν; Εμείς!

Ο Λάζαρος σηκώθηκε, ενώ ο καφετζής μάζεψε και το δικό του φλιτζάνι και το ποτήρι του για να σκουπίσει κι έφυγε. Ο νεαρός έριξε μια ματιά στο χώρο, έκανε ένα νεύμα προς τον πάγκο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

 

 

Διαβάστε επίσης: