ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ

 

 

 

 

της Σάρας Κατερίνας Παπαδάκη.

"Για αυτούς που το προσωπείο

έχει γίνει φυλακή"

 

 

 

1.

Πώς είχε φτάσει σε αυτό το σημείο;

Τους έβρισκε παντού μπροστά του, στη σχολή, στις καφετέριες, στο πάρκο. Και κάθε φορά να προσποιείται τον αδιάφορο. Κάθε φορά να σκίζει τις σάρκες του για να μην ορμήσει και του την αρπάξει από τα χέρια. Μα όχι, έπρεπε να σωπάσει. Κι ας σπάραζε η καρδιά του με κάθε βλέμμα που έβλεπε να ανταλλάσσουν, κι ας κομματιαζόταν η ψυχή του με κάθε τους φιλί. Έπρεπε να συγκρατηθεί για χάρη του κολλητού του. Τον κολλητό που αγαπούσε σαν αδερφό. Όχι, δεν μπορούσε να του το κάνει αυτό κι ας αργοπέθαινε μέσα του. Άλλωστε ό,τι ήταν να γίνει, είχε ήδη συμβεί.

Άργησε να καταλάβει πως όλη η αντιπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπο εκείνης ήταν στην πραγματικότητα αγάπη. Όταν το συνειδητοποίησε τρόμαξε. Δεν είχε ποτέ του αγαπηθεί, πόσο μάλλον αγαπήσει. Μαθημένος μια ζωή να παλεύει, είχε μάθει να χτυπά, όχι να χαϊδεύει. Να μελετά με στυγνή λογική τις κινήσεις του αντιπάλου, όχι να αφήνει τα συναισθήματα του να τον οδηγήσουν στην κατανόηση του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ό,τι αποφάσιζε τις άυπνες νύχτες, το απέρριπτε με το πρώτο φως της μέρας. Ώσπου μια μέρα ο Μίλτος του ανακοίνωσε πως πλέον ήταν ζευγάρι με την Πηγή… την Πηγή του…

Από τότε ζούσε αυτό το μαρτύριο…

Το χειρότερο όλων ήταν πως από εκεί και πέρα έπρεπε να παίζει τον αδιάφορο, να δείχνει πως είναι μια χαρά, πως για εκείνη δεν νοιώθει τίποτα. Κάθε μέρα όμως γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Η συχνή συναναστροφή τους είχε φέρει πιο κοντά. Ανίδεη εκείνη για τα συναισθήματα που έτρεφε ο Μάνος, τον παγίδευε όλο και περισσότερο με την αγνότητα της ψυχής της. Μέρα με τη μέρα έβλεπε πως του ήταν όλο και πιο δύσκολο να κρύψει την αγάπη του για εκείνη και απελπιζόταν περισσότερο. Κάθε της βλέμμα, κάθε της χαμόγελο, γκρέμιζε σιγά σιγά τα εμπόδια που ο ίδιος είχε ορθώσει στην καρδιά του για να μην αποκαλυφθεί. Ήξερε πως έπρεπε να απομακρυνθεί, μα την επόμενη μέρα που τους συναντούσε, δεν μπορούσε να προφασιστεί καμία δικαιολογία για να φύγει. Έστω κι έτσι την έβλεπε, ανέπνεε τον ίδιο αέρα με εκείνη, μύριζε το άρωμα της.

«Είσαι ερωτευμένος μαζί της, το ξέρω», του είπε ένα πρωινό στη σχολή η κολλητή της Πηγής, η Γωγώ. Όσο κι αν προσπάθησε να την πείσει πως έλεγε ανοησίες, δεν τα κατάφερε.  «Βλέπεις πόσο ευτυχισμένη είναι, μην τα καταστρέψεις όλα!» του είπε και έφυγε, αφήνοντάς τον σε κατάσταση πανικού. Είχε καταλάβει πως ήταν θέμα χρόνου να το συνειδητοποιήσουν και οι υπόλοιποι, ο Τάσος, η Πηγή, ο Μίλτος…

Εκείνη τη στιγμή πήρε μια από τις δυσκολότερες αλλά αναπόφευκτη απόφαση. Θα έπρεπε να τους απομακρύνει από τη ζωή του. Θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο ώστε να μη θέλουν να τον αντικρύσουν ποτέ ξανά. Να τον μισήσουν. Να περνάνε καλά χωρίς αυτόν, χωρίς η σκέψη του να σκιάζει τις όμορφές τους στιγμές. Να τους γίνει ανεπιθύμητος σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμα κι αν ο ίδιος λύγιζε κάποια στιγμή, να μην του άφηναν περιθώριο επιστροφής. Δεν του ήταν άλλωστε άγνωστη τακτική, οπότε ήξερε ακριβώς τι θα έπρεπε να κάνει. Αυτό που δεν γνώριζε ήταν πόσο κουράγιο θα χρειαζόταν…

Με μαθηματική ακρίβεια κατέστρωσε το «σχέδιο αυτοεξόντωσης» του όπως το είχε ονομάσει. Δεν ήταν και η πρώτη φορά που θα έβαζε ένα τέτοιο σχέδιο σε εφαρμογή. Ήταν όμως η πρώτη φορά που θα πλήγωνε τον εαυτό του εφαρμόζοντάς το. Ξεκίνησε με μικρά πράγματα, άσχημα σχόλια, καυστικά που πολλές φορές κατέληγαν να είναι μέχρι και ταπεινωτικά. Στις συζητήσεις έπαιρνε πάντα το μέρος αυτού που είχε άδικο προσπαθώντας με σθένος να υποστηρίξει την άποψή του. Έκανε όλα όσα ήξερε πως οι φίλοι του απεχθάνονταν. Στην αρχή εκείνοι δεν έδειξαν να ενοχλούνται πολύ, άλλωστε τους είχε συνηθίσει σε κυκλοθυμικές φάσεις. Σιγά σιγά όμως με την επιμονή που έδειχνε, τους ένιωσε να απομακρύνονται, να προβληματίζονται μέχρι και να εκφράζουν ανοιχτά ην ενόχλησή τους μαζί του. Οι πληγές που άνοιγε στον εαυτό του βαθιές, αντί όμως για γιατρικό τους έριχνε αλάτι. Τα μοναχικά βράδια τον έβρισκαν να γδέρνει πιο βαθιά το δέρμα του καταστρώνοντας το επόμενο Ρασπουτινικό του βήμα… Ήξερε πως είχε έρθει η ώρα πλέον για το κύκνειο άσμα του.

Η Γωγώ, η κολλητή της Πηγής καιρό συζητούσε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν στο σπίτι και προσπαθούσε να βρει δουλειά. Μήνες ολόκληρους έστελνε βιογραφικά και πήγαινε σε συνεντεύξεις μα κανένας δεν την προσλάμβανε μέχρι που τελικά είχε καταφέρει να βρει δουλειά σε μια καφετέρια. Η δουλειά δεν ήταν όνειρο ζωής, βρισκόταν όμως σε μια πολύ καλή περιοχή και οι θαμώνες άφηναν αρκετά γενναιόδωρα φιλοδωρήματα. Αν και το αφεντικό της ήταν πολύ αυστηρό με το προσωπικό, εκείνη είχε καταφέρει να ανταποκριθεί πλήρως στις προδιαγραφές και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ήταν και πάλι χαρούμενη.

Γνωρίζοντας πόσο σημαντικό ήταν αυτό για τη Γωγώ αλλά και πόσο σημαντική ήταν η ίδια για την παρέα, βρήκε στο πρόσωπό της το εξιλαστήριο θύμα που ζητούσε. Με πρόφαση λοιπόν πως ήθελε να γιορτάσουν κάτι σημαντικό, συνεννοήθηκε με την παρέα να τα πούνε στην καφετέρια που δούλευε η Γωγώ ώστε να είναι κι εκείνη παρούσα στην ανακοίνωσή του. Αν και παραξενεύτηκαν δεν είπαν τίποτα γιατί μετά από πολύ καιρό τους είχε προτείνει να βγουν και ήταν ευδιάθετος. Άλλωστε μετά που θα τελείωνε και η βάρδια της Γωγώς θα πήγαιναν όλοι μαζί να δουν μια ταινία στον θερινό κινηματογράφο.

Πήγαν όλοι εκτός του Μίλτου που θα αργούσε λίγο, ο Μάνος όμως δεν μπορούσε να το αναβάλλει άλλο πόσο μάλλον όταν του δόθηκε η κατάλληλη αφορμή. Δεν είχαν πολλή ώρα που είχαν καθίσει όταν ξαφνικά ο Μάνος άρχισε να επιτίθεται λεκτικά στην διπλανή παρέα, με την αφορμή ότι είχαν μιλήσει απότομα στη Γωγώ που τους εξυπηρετούσε. Όσο κι αν προσπάθησαν οι άλλοι, αλλά και η ίδια η Γωγώ να τον καθησυχάσει, δεν τα κατάφεραν με αποτέλεσμα να έρθει σύντομα στα χέρια με τους άλλους θαμώνες και να τους χωρίσουν με δυσκολία και μετά την παρέμβαση του ιδιοκτήτη. Καθώς τους έδιωχναν από το μαγαζί συνέχισε ο Μάνος να μιλά άσχημα στον ιδιοκτήτη, εξοργίζοντάς τον ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να γίνει αφορμή να απολύσει τη Γωγώ.

Αυτό που φυσικά η Γωγώ, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι γνώριζαν, ήταν πως ο Μάνος είχε ήδη κανονίσει μέσω ενός παλιού συνεργάτη του πατέρα του, και της είχε βρει μια καλύτερη δουλειά με μοναδικό όρο η Γωγώ να μη μάθει ποτέ ποιος ήταν αυτός που είχε μεσολαβήσει για να την προσλάβουν. Και με την σιγουριά ενός ανθρώπου που πίστευε ότι τα είχε υπολογίσει όλα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, δεν φανταζόταν την συνέχεια…

 

2.

«Τάσο πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!»

Η Πηγή στα χέρια του ημιαναίσθητη, έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω της. Μα πως είχαν φτάσει εκεί τα πράγματα; Μες τον πανικό του ο Μάνος προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα γεγονότα που άναρχα ξεπηδούσαν στο μυαλό του.

Ναι, όλα έγιναν μετά την απόλυση. Η Γωγώ...ναι, η Γωγώ ήταν εκείνη που τον πλησίασε στο δρόμο κι άρχισε να του φωνάζει. Τον ρώταγε γιατί το έκανε, τί κακό του ’χε κάνει. Του φώναζε και τον χτυπούσε με μανία. Εκείνος, πιστός στο ρόλο που πλέον είχε υιοθετήσει, κάτι της είπε. Τι ήταν όμως αυτό που της είχε πει; Με ποιόν τρόπο της είχε απαντήσει; Με σαρκασμό; Ειρωνεία;  Όσο κι αν προσπαθούσε να θυμηθεί δεν μπορούσε. Η απάντηση όμως που της είχε δώσει ήταν η αφορμή για να του ορμήσει με λύσσα και να γίνει ότι έγινε...

Ένα απότομο φρενάρισμα του Τάσου τον έφερε στο παρόν. Δεν έπαιρνε τα μάτια του από τη Πηγή.

«Πηγή! Πηγή λίγο ακόμα άντεξε ομορφιά μου, λίγο ακόμα έμεινε...» η φράση ξεψύχησε στα χείλη του. Ο κόμπος στο λαιμό δε του επέτρεπε να την τελειώσει. Η φωνή της Πηγής ηχούσε ακόμα στα αυτιά του «Γωγώ, μη!» . Η Γωγώ έξαλλη από θυμό για αυτό που της είχε πει σήκωσε με δύναμη το χέρι της προς το μέρος του, κρατώντας κάτι μα πριν προλάβει να καταλάβει κι εκείνος τι ήταν και τι είχε σκοπό να κάνει με αυτό, ένας χείμαρρος από μαύρες μπούκλες του έκλεισε το οπτικό του πεδίο. Την ένοιωσε να παίρνει μια κοφτή ανάσα και, γυρίζοντας να τον κοιτάξει, να πέφτει πάνω του.

Βρέθηκαν και οι δυο στο οδόστρωμα με τη Πηγή αιμόφυρτη. Ξέπνοο βγήκε το όνομά της από τα χείλη του καθώς εκείνη τον κοιτούσε ανέκφραστη. Χωρίς δεύτερη κουβέντα την πήρε αγκαλιά κι άρχισε να κατευθύνεται προς το αυτοκίνητό του. Ούτε θυμόταν πως παρουσιάστηκε μπροστά του ο Τάσος, πως βρέθηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, και ποιοι ήταν τελικά εκείνοι που τους πήγαιναν στο νοσοκομείο. Το μόνο που θυμόταν ήταν την Πηγή, να βλέπει να σβήνει σιγά σιγά η λάμψη από τα μάτια της. Σε όλη τη διαδρομή δε σταμάτησε να της χαϊδεύει το πρόσωπο, να της λέει γλυκόλογα. Το πρόσωπό της είχε μουσκέψει από τα δάκρυα του. Τί κι αν τον άκουγαν; Πλέον δεν τον ένοιαζε τίποτα, αρκεί να γινόταν εκείνη καλά.

«Φτάσαμε!».

Με γρήγορες κινήσεις την ξαναπήρε αγκαλιά και τη μετέφερε μέσα στα επείγοντα. Οι γιατροί βλέποντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, την ανέλαβαν αμέσως, αφήνοντάς τον μοναχό μπροστά από τις ερμητικά κλεισμένες πόρτες. Ούτε ήξερε πόση ώρα έμεινε έτσι ακίνητος να κοιτάζει το αίμα της στα χέρια του…

Τελικά είχε καταφέρει να γίνει αυτό που τόσο πολύ επιδίωκε. Ένα τέρας που σκοτώνει ότι αγαπά…

«Πού είναι; Πού την έχουν;» τον ρώτησε λαχανιασμένα, ο Μίλτος.

Χωρίς να σηκώσει καν το κεφάλι, ο Μάνος, του έδειξε τα επείγοντα.

«Εσύ φταις για όλα! Εσύ!», του φώναζε καθώς τον είχε πιάσει από το γιακά. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ έτσι, μα ό,τι κι αν του έλεγε, ήξερε πως τα άξιζε. Τον είχε πιάσει από το λαιμό, συνέχιζε να του φωνάζει, μα ο Μάνος δεν άκουγε, μόνο με στυλωμένα μάτια στη πόρτα, παρακαλούσε να ’ναι καλά η Πηγή. Μαζεύτηκαν γύρω τους νοσοκόμοι προσπαθώντας να τους χωρίσουν μα ο Μίλτος με μια πρωτόγνωρη δύναμη δεν τον άφηνε. Μόνο όταν η νοσοκόμα φώναξε τους συγγενείς της Πηγής, κατάφεραν να τους χωρίσουν. Τρέχοντας κατευθύνθηκε προς το μέρος της, ο Μίλτος, με τον Μάνο να τον ακολουθεί από πίσω σαν νεκρός.

«Είναι καλά;»

«Έχασε αρκετό αίμα και θα χρειάζεται άμεσα μετάγγιση. Θα χρειαστούμε Α αρνητικό.»

«Θα δώσω εγώ.» ακούστηκε τρομακτικά ήρεμη η φωνή του Μάνου. «Έχουμε την ίδια ομάδα αίματος».

«Αρκετά έκανες, δε νομίζεις;» του επιτέθηκε ο Μίλτος.

«Κύριοι σας παρακαλώ. Χρειαζόμαστε άμεσα αίμα. Δεν είναι ούτε η ώρα, ούτε ο τόπος για τις προσωπικές σας διαμάχες. Ελάτε μαζί μου κύριε».

Ο Μάνος την ακολούθησε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ήξερε πως ακόμα και στο θυμό του, ο Μίλτος καταλάβαινε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Αφού έδωσε όσο αίμα χρειαζόταν, γύρισε στην αίθουσα αναμονής. Δεν πέρασαν δυο ώρες κι εμφανίστηκε ο γιατρός στη πόρτα για να τους πει πως χάρη στο αίμα που τόσο άμεσα είχαν καταφέρει να βρουν, όλα είχαν πάει μια χαρά, και η ασθενής θα γινόταν καλά.

Ένα βάρος σηκώθηκε από το στήθος του και μπόρεσε να ανασάνει και πάλι. Τότε μόνο είδε τον Τάσο με τη Γωγώ να κάθονται σε μια γωνιά του σαλονιού με τη Γωγώ να κλαίει με αναφιλητά στην αγκαλιά του. Εκείνοι τους είχαν φέρει μέχρι εδώ… Ξαφνικά ένιωσε το χέρι του Μίλτου στον ώμο του να τον ταρακουνά.

«Σου μιλάω δεν ακούς; Μισή ώρα άργησα γαμώτο και κανένας δε μου λέει τι έγινε! Η Γωγώ όλο κλαίει! Τι στο διάολο έκανες και φτάσαμε στα επείγοντα, μου λες;».  Ο Μάνος, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, του εξήγησε τα γεγονότα.

«Γιατί ρε Μάνο; Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί αυτή η αλλαγή, γιατί πλήγωσες τόσο κόσμο; Γιατί;»

Ο Μάνος ήθελε να του πει να μη ρωτά, πως δεν πρέπει να ζητά την απάντηση αυτής της ερώτησης γιατί θα τον πληγώσει. Το μόνο όμως  που κατάφερε να ξεστομίσει ήταν

 «Γιατί αυτός είμαι.»

«Δε σε πιστεύω, Μάνο. Εγώ σε ξέρω. Από μένα δε μπορείς να κρυφτείς. Κάτι συμβαίνει. Τι συμβαίνει ρε φίλε; Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;»

Αχ, αδερφέ μου. Με ξέρεις, μα δεν είδες τη μεγαλύτερη αλήθεια μου.... σκεφτόταν ο Μάνος καθώς διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους.

«Περιμένω. Μετά από όλα όσα έγιναν, δε θα μου πεις, Μάνο;»

«Μπορείτε να περάσετε». Η φράση της νοσοκόμας του είχε εξοικονομήσει λίγο χρόνο ακόμα. «Μην ενοχλήσετε όμως πολύ την ασθενή, πρέπει να ξεκουραστεί.»

Πρώτα μπήκε φουριόζος ο Μίλτος. Ο Μάνος δε τολμούσε να μπει. Τί θα της έλεγε άλλωστε; Στάθηκε στη πόρτα μόνο να κλέψει μια εικόνα της, να σιγουρευτεί ότι είναι καλά. Εκείνη αντιλαμβανόμενη την παρουσία κάποιου γύρισε και κοίταξε προς την κατεύθυνσή του. Καταλαβαίνοντας πως ήταν εκείνος, παγωμένο έπεσε το ζαλισμένο από την νάρκωση ακόμα βλέμμα της πάνω του.

«Τι κάνει αυτός εδώ;» Η ερώτησή της σωστή μαχαιριά.

«Πηγή μου, ο Μάνος..»

«Πες του να φύγει. Δε θέλω να τον βλέπω μπροστά μου… Αυτός φταίει για όλα…» Κάθε φράση έβγαινε με δυσκολία, αργά από το στόμα της μα έβρισκε στόχο κατευθείαν στην καρδιά του.

Σκύβοντας το κεφάλι του, άρχισε με βαριά βήματα να απομακρύνεται από το δωμάτιο της. «Τον μισώ!» ήταν το τελευταίο που την άκουσε να λέει πριν κλείσουν οι πόρτες του ασανσέρ.

Είχε λοιπόν φέρει εις πέραν την αποστολή. Είχε καταφέρει να τους κάνει να τον μισήσουν. Είχε καταφέρει να την κάνει να τον μισήσει. Ο στόχος του είχε επιτευχθεί. Έπρεπε λοιπόν να χαίρεται γι’ αυτό... Άρχισε να γελά τόσο δυνατά που όλοι στο ασανσέρ τον κοιτούσαν περίεργα, μα εκείνον δε τον ένοιαζε. Συνέχισε να γελά βγαίνοντας από το νοσοκομείο. Σύντομα όμως το γέλιο μετατράπηκε σε λυγμούς. Αφού είχε καταφέρει αυτό που ήθελε γιατί ένοιωθε τέτοιο πόνο; Τους λυγμούς διαδέχτηκε η σιωπή. Ο πόνος ήταν τόσο έντονος που τον είχε μουδιάσει ολόκληρο. Με σερνάμενα βήματα άρχισε να απομακρύνεται από το νοσοκομείο. Κι όσο απομακρυνόταν από κείνη, τόσο πλησίαζε στην ανυπαρξία του…

 

3.

Κρατήσου ομορφιά μου. Σε παρακαλώ, κρατήσου...Μη τολμήσεις να τα παρατήσεις... Μη μ’ αφήνεις, Πηγή. Έλα, Πηγή μου...Δε θα το αντέξω αν πάθει κάτι, Θεέ μου...

Ο κεραυνός που έσκισε το βραδινό ουρανό, την ξύπνησε. Αλαφιασμένη προσπαθούσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που ονειρευόταν πριν ξυπνήσει...ή μήπως δεν ήταν απλά όνειρο; Όχι ήταν σίγουρα όνειρο, ήταν όμως τόσο αληθινό...

Η φωνή του Μάνου να την εκλιπαρεί καθώς της χάιδευε το πρόσωπο… Μπορούσε ακόμα να νοιώσει τα δάκρυα του καθώς έπεφταν στο πρόσωπο της. Αλήθεια πώς ακριβώς είχε φτάσει στο νοσοκομείο;

Το πρώτο βράδυ, εξαιτίας των παυσίπονων που της χορηγούσαν οι γιατροί, κοιμόταν συνεχώς. Ο Μίλτος μέχρι να έρθουν οι γονείς της δεν την άφησε λεπτό μόνη της. Φτάνοντας οι δικοί της και η αστυνομία ο Μίλτος τους είπε πως γλίστρησε κι έπεσε πάνω σε ένα σίδερο, που ήταν στο δρόμο. Κανένας δεν τον πίστεψε, όμως την ίδια κατάθεση έδωσαν και οι φίλοι της αλλά και η ίδια η Πηγή, που είχε προλάβει να την ενημερώσει ο Μίλτος, με αποτέλεσμα να λήξει εκεί το θέμα. Μόνο η παρέα ήξερε τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Δύο μέρες και ο μόνος που ερχόταν να τη δει ήταν ο Μίλτος, κανένας άλλος. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και τον ρώτησε,

«Η Γωγώ; Προσπάθησα να της τηλεφωνήσω αλλά δε το σηκώνει.»

«Νιώθει χάλια. Μίλησα με το Τάσο που δεν την αφήνει λεπτό μόνη. Πιστεύει πως δε θα τη συγχωρέσεις ποτέ γι’ αυτό που έγινε.»

 «Εκείνη δε φταίει για τίποτα. Για όλα φταίει ο Μάνος!» Το μίσος στη φωνή της δεν είχε περάσει απαρατήρητο από τον Μίλτο.

«Ξέρεις, Πηγή...»

«Δε ξέρω και ούτε θέλω να μάθω Μίλτο. Ή μάλλον θέλω. Θέλω να μάθω πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου!»

Ήταν τόσο απόλυτη που ο Μίλτος δεν επεδίωξε να ξανανοίξει τη συζήτηση γύρω από τον Μάνο. Αυτό μέχρι το απόγευμα. Στη βραδινή επίσκεψή του, ο γιατρός την είχε πληροφορήσει πως αύριο θα μπορούσε να πάρει εξιτήριο και πως η μετάγγιση που της έκαναν ήταν αυτή που της έσωσε τη ζωή. Βλέποντας  να τον κοιτάζουν απορημένες μάνα και κόρη, τους εξήγησε πως χρειάζονταν άμεσα αίμα και χάρη στο φίλος της που προσφέρθηκε να δώσει, δεν υπήρξαν περαιτέρω επιπλοκές. Το απόγευμα που ήρθε ο Μίλτος, τον ευχαρίστησε, νομίζοντας πως εκείνος ήταν ο φίλος στον οποίο αναφέρονταν ο γιατρός. Η απάντηση όμως που πήρε, τη ξάφνιασε ακόμα περισσότερο.

«Δεν ήμουν εγώ, Πηγή, ήταν ο Μάνος. Εκείνος έδωσε αίμα.»

«Ποιος;»

«Δε θυμάσαι; Εκείνος σ ’έφερε στο νοσοκομείο μαζί με τον Τάσο και τη Γωγώ. Με το που ζήτησαν αίμα, αμέσως προσφέρθηκε. Ήταν βλέπεις συμβατός δότης.»

Δεν ήξερε τι έπρεπε να νοιώσει. Από τη μια τον μισούσε. Από την άλλη όμως, ο Μάνος ήταν η αιτία που ζούσε. Μάταια προσπαθούσε όλο το απόγευμα να θυμηθεί τί ακριβώς είχε συμβεί εκείνο το βράδυ. Μετά τη στιγμή που η Γωγώ την τραυμάτισε, όλα ήταν πολύ θολά και δεν έβγαζε άκρη. Και τώρα αυτό το όνειρο... Κατά πόσο όμως ήταν τελικά ένα όνειρο; Το άγγιγμά του, η φωνή του, τα δάκρυα του, ήταν όλα τόσο αληθινά, τόσο απτά...

Με προσεκτικές κινήσεις, να μη ξυπνήσει τη μητέρα της, πλησίασε το παράθυρο. Είχε τόση ανάγκη να βγει έξω, αυτή τη στιγμή. Να νοιώσει τον αέρα στο πρόσωπό της, να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. Η βροχή έξω δυνάμωνε. Θυμήθηκε μια άλλη βραδιά που έβρεχε όπως τώρα, τότε, που γυρνώντας την σπίτι με το αυτοκίνητό του, ο Μάνος κάτι πήγε να της πει, μα τελευταία στιγμή δεν το έκανε. Από τότε άρχιζε να αλλάζει. Τι ήταν αυτό που δεν της είπε και γιατί άλλαξε τόσο από τότε;

Μια δυνατή αστραπή φώτισε ολόκληρο τον ουρανό, κάνοντας την, έτσι απορροφημένη που ήταν στις σκέψεις της, να τρομάξει. Νοιώθοντας ξαφνικά κουρασμένη, επέστρεψε στο κρεβάτι της. Αυτό όμως που η Πηγή δεν είχε παρατηρήσει, ήταν το Μάνο στο δρόμο να τη κοιτάζει…

Όλες αυτές τις μέρες ο Μάνος δε μιλιόταν. Μετά την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, έχοντας κι εκείνος ενημερωθεί από το Μίλτο με μήνυμα τι θα έπρεπε να πει, σφράγισε τα χείλη του και δεν τα ξανάνοιξε. Συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους ξεσπάσματα, οι δικοί του τον άφησαν ήσυχο. Το σπίτι δεν τον σήκωνε, τα βράδια δε μπορούσε να κοιμηθεί, σταμάτησε να τρώει. Με το που έκλεινε τα μάτια, την έβλεπε μέσα στα αίματα. Συνέχεια στα αυτιά του ηχούσαν τα λόγια της στο νοσοκομείο. Είχε πληροφορηθεί πως πλέον ήταν εκτός κινδύνου μα τρεις μέρες τώρα που δεν την είχε δει, ένιωθε απελπισμένος. Έτσι και σήμερα το βράδυ η βροχή τον είχε βρει στη παραλία. Με το μυαλό του πάντα σε κείνη, δεν κατάλαβε πως έφτασε έξω από το νοσοκομείο. Η βροχή όλο και δυνάμωνε, μα δεν τον εμπόδισε να βγει από το αυτοκίνητο και να κοιτάξει προς το δωμάτιο της.  

Και τότε την είδε, όρθια στο παράθυρο να κοιτάζει έξω βαθιά χωμένη στις σκέψεις της. Θυμήθηκε τότε που μες τη βροχή τη γύριζε σπίτι της. Εκείνη αντιλαμβανόμενη πως κάτι είχε, προσπαθούσε να εκμαιεύσει από εκείνον τί ήταν αυτό που τον απασχολούσε ενώ εκείνος κρατιόταν με νύχια και με δόντια για να μη της αποκαλύψει την αλήθεια.

Ένας οξύς πόνος τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Χωρίς να το καταλάβει ασκούσε τόση πίεση στο κλειδί που κρατούσε, που του είχε ματώσει το χέρι. Γυρνώντας τη παλάμη του προς τον ουρανό, άφησε τη βροχή να ξεπλύνει τη πληγή του.

«Το πρόβλημά μου είσαι εσύ» ψιθύρισε καθώς κοίταζε τη βροχή να πέφτει στη παλάμη του και σηκώνοντας το βλέμμα του και πάλι προς το παράθυρο του δωματίου της Πηγής, γύρισε να φύγει, όπως είχε συνηθίσει πλέον να κάνει.

 

4.

Το φως του ήλιου ήταν εκτυφλωτικό, εκείνη όμως με κλειστά μάτια απολάμβανε τη ζεστασιά που έφτανε στο πρόσωπό της. Τον ένιωσε να την πλησιάζει και να την αγκαλιάζει. Χωρίς να ανοίξει τα μάτια της, φώλιασε στο στήθος του. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι χτύποι της καρδιάς του. Ένιωθε τόσο γαλήνια. Εκείνος με το χέρι του, χάιδεψε την τούφα των μαλλιών που της έπεφτε στο πρόσωπο και με απαλές κινήσεις την τοποθέτησε πίσω από τ’ αυτί της. Πλησιάζοντας την πιο κοντά, άρχισε να της ψιθυρίζει...

Πηγή...

Ένιωσε να ανατριχιάζει όλο της το σώμα.

Πηγή....Πηγή...

Η φωνή του άρχισε να δυναμώνει. Κάθε φορά που τη φώναζε, η φωνή του δυνάμωνε, έχανε την ηρεμία της, γέμιζε αγωνία. Προσπάθησε να του μιλήσει μα δε μπορούσε.

Πηγή!

Τη φώναζε πλέον. Τον ένοιωσε να την αφήνει απότομα και να απομακρύνεται από εκείνη. Τρόμαξε, άνοιξε τα μάτια της και τον είδε εκεί, στη πόρτα του δωματίου στο νοσοκομείο. Το βλέμμα του είχε μια αγωνία, μια θλίψη.

«Πες του να φύγει. Δε θέλω να τον βλέπω μπροστά μου! Αυτός φταίει για όλα!» άκουσε τον εαυτό της να λέει. Εκείνος αμίλητος εξαφανίστηκε...

«Μάνο!»

 Αλαφιασμένη ξύπνησε για μία ακόμα φορά. Τα τελευταία βράδια συνέχεια τον έβλεπε στον ύπνο της, μα δε μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ένιωσε να κατακλύζεται από θυμό. Θύμωνε μαζί του για όσα είχαν γίνει εξαιτίας του. Γινόταν έξω φρενών που δεν την άφηνε σε ησυχία ακόμη και στα όνειρά της!

Στα όνειρά της...Δε θυμόταν πολλά, μόνο τη γαλήνη που ένοιωθε δίπλα του, τον πόνο στο βλέμμα του, την απόγνωση της όταν έφυγε από κοντά της...

Εκνευρίστηκε με τον εαυτό της γι’ αυτά που αισθανόταν! Για το γεγονός ότι η καρδιά και το μυαλό έπαιζαν παιχνίδια μαζί της και δεν άφηναν να τον πάρει η λήθη!

Με αργές κινήσεις σηκώθηκε, και φορώντας μια χοντρή ζακέτα, βγήκε να κάτσει στη βεράντα. Οι τελευταίες μέρες την είχαν εξαντλήσει σωματικά και ψυχικά. Είχαν χρειαστεί αρκετά τηλέφωνα, μηνύματα, ακόμα και επίσκεψη στο σπίτι της φίλης της κι ας ήταν με ράμματα, για να την καταφέρει να τη δεχτεί. Όταν της άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε μια Γωγώ φανερά εξαντλημένη. Η μητέρα της την είχε πληροφορήσει πως μέρες τώρα με το ζόρι έτρωγε δυο μπουκιές, κι όλη τη μέρα κλεισμένη στο δωμάτιό της έκλαιγε κι αρνούνταν να μιλήσει. Αντικρίζοντας έτσι την κολλητή της, την αγκάλιασε χωρίς δεύτερη σκέψη, θυμώνοντας άλλη μια φορά στον Μάνο και κατηγορώντας τον για την κατάσταση της φίλης της.

Η Γωγώ στην αρχή δε της μιλούσε, δεν την κοιτούσε καν στα μάτια, μόνο έκλαιγε. Ώρες ολόκληρες της μιλούσε η Πηγή, προσπαθώντας να της εξηγήσει πως δεν έφταιγε, πως δε της κρατούσε κακία, πως εκείνη είχε επιλέξει να μπει ανάμεσα τους.

«Δε θα σου επέτρεπα να χαράμιζες τη ζωή σου γι’ αυτόν!» είπε με θυμό.

«Μη το λες αυτό. Δεν ξέρεις...» ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσε από το στόμα της Γωγώς, σαν ψίθυρος που σιγόσβησε στα χείλη της και σώπασε για μία ακόμα φορά με το κεφάλι σκυμμένο, μη μπορώντας ακόμα να την κοιτάξει στα μάτια.

«Τι εννοείς; Τι δε ξέρω;»

«Τίποτα» της απάντησε διστακτικά εκείνη. «Απλά δεν είναι ωραίο να τρέφεις τόσο αρνητικά αισθήματα για κάποιον. Μιλάει η εμπειρία εδώ», και σηκώνοντας το κεφάλι για να την αντικρύσει για πρώτη φορά συνέχισε,

«Άλλωστε κάποιος λόγος θα υπήρχε για ότι έκανε...» Τα έλεγε κοιτώντας τη στα μάτια, σαν κάτι άλλο να ήταν αυτό που ήθελε να της πει, μα δε τολμούσε.

« Γωγώ, δε καταλαβαίνω...»

«Τίποτα, μη το σκαλίζεις Πηγή. Σε παρακαλώ, πονάει πολύ ακόμα. Άλλωστε ίσως…» ένας αναστεναγμός άφησε ημιτελή την κουβέντα της.

Η Πηγή δε θέλησε να την πιέσει παραπάνω, άλλωστε ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε μετά από μέρες επιμονής. Χρειάστηκε άλλη μια πολύωρη επίσκεψη για να την πείσει να γυρίσει στους κανονικούς της ρυθμούς. Σε αυτό βοήθησε πολύ ότι η Γωγώ είχε καταφέρει να βρει καινούρια και καλύτερη δουλειά από την προηγούμενη. Γρήγορα ξαναγύρισε το χαμόγελο στα χείλη της και άρχισε και πάλι να κάνει παρέα με τα παιδιά. Κάποιες στιγμές η Πηγή την έπιανε να την κοιτάζει σκεφτική αλλά μόλις αντιλαμβανόταν τον βλέμμα της, της χαμογελούσε και κοίταζε αλλού. Σήμερα όμως δεν έκανε το ίδιο. Πλέον άλλωστε ήταν αδύνατον για τη Πηγή να κρύψει τους μαύρους κύκλους στα μάτια της. Αφού λοιπόν η Γωγώ της έκανε νόημα, πήγανε σε μια γωνιά να μιλήσουν.

«Πηγή, εσύ είσαι σίγουρα καλά;»

«Ναι, γιατί με ρωτάς;»

«Να, απλά το πρόσωπό σου είναι πιο ωχρό και τα μάτια σου κόκκινα...»

«Καλά είμαι» προσπάθησε να την καθησυχάσει η Πηγή, « απλά δεν κοιμάμαι καλά τα βράδια.»

«Γιατί;»

«Απλά δε κοιμάμαι πολύ»

Βιαστικά απομάκρυνε το βλέμμα από τη φίλη της. Πως να της έλεγε την αλήθεια όταν και η ίδια ακόμα δεν τολμούσε  να το παραδεχτεί; Πως να της έλεγε πως κάθε βράδυ έβλεπε στον ύπνο της τον Μάνο; Το πόσο την ηρεμούσαν τα γλυκόλογα που της έλεγε στα όνειρά της, πόσο ασφαλής ένιωθε στην αγκαλιά του, πόσο άσχημα όταν εκείνος εξαφανιζόταν! Βρίσκοντας μια δικαιολογία, γύρισε σπίτι της.

Έτσι και σήμερα. Για μια ακόμα φορά τον είχε δει στον ύπνο της. Όμως αυτό που την τρομοκρατούσε ήταν πως πλέον είχε αρχίσει να αδημονεί για αυτά της τα όνειρα. Σαν αστραπή πέρασε αυτή η σκέψη στο μυαλό της, και ήταν αρκετή για να νοιώσει να ανατριχιάζει όλο της το κορμί.  Απότομα τίναξε τα σκεπάσματά της. Όχι, ήταν ένα απλό παιχνίδι του μυαλού της. Εκείνη είχε τον Μίλτο. Με τον Μίλτο είχαν άπειρα κοινά και περνούσαν καλά μαζί… Περνούσαν…. Τον τελευταίο όμως καιρό ένα αόρατο τείχος σηκωνόταν ανάμεσα τους. Τα αισθήματα τους παρέμεναν ίδια αλλά κάτι της έλειπε. Κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, που όμως μέρα με τη μέρα μεγάλωνε…

Οι πρώτες ακτίνες του ηλίου ήδη διαγράφονταν στον ορίζοντα φωτίζοντας τον ουρανό, δεν ήταν όμως αρκετές για να σκορπίσουν το σκοτάδι της καρδιάς και του μυαλού της.

 

...η συνέχεια...

 

5.

Μια δυνατή κόρνα τον επανάφερε στη πραγματικότητα και με μια απότομη κίνηση κατάφερε να αποφύγει την τελευταία στιγμή τη σύγκρουση με το φορτηγό. Καθώς προσπαθούσε να συνέλθει, μια βρισιά του ξέφυγε από τα χείλη. Δεν ήξερε αν ο εκνευρισμός του αυτός οφειλόταν στο γεγονός ότι παρά λίγο να πάθει ατύχημα ή στο γεγονός πως δεν είχε καταφέρει να το πάθει.

 Μετά το τραυματισμό της Πηγής,  ένιωθε πως έπρεπε να πάθει κάτι κακό και εκείνος, να χτυπήσει, να τραυματιστεί, να πονέσει με κάποιο τρόπο μήπως έτσι καταφέρει να εξιλεωθεί για τον πόνο που της προκάλεσε. Βράδια ολόκληρα κυκλοφορούσε στους δρόμους έχοντας καταναλώσει αρκετή ποσότητα αλκοόλ, προκαλώντας όποιον έβρισκε μπροστά του σε τσακωμό. Ήταν άπειρες οι φορές που είχε φτάσει το ταχύμετρο του αυτοκινήτου του στα όρια του, μα δεν είχε καταφέρει ακόμα τίποτα. Μόνο κάποια βράδια, που ένιωθε να λιγοψυχά, επισκεπτόταν τα μέρη που του την θύμιζαν, να νοιώσει λίγη από την ευτυχία που είχε κατακλύσει την καρδιά και τις αναμνήσεις του εκείνες τις στιγμές. Πολλές φορές η ανάμνησή της γινόταν τόσο επιτακτική που απλά έκλεινε τα μάτια του και τη φανταζόταν να τον κοιτάζει και να του γελάει, όπως τότε που είχαν χορέψει στο κλαμπ, στα γενέθλια του Μίλτου. Άλλες πάλι φορές περνούσε κάτω από το σπίτι της για να νιώσει έστω με αυτόν το τρόπο πως ήταν κοντά της.

Μέχρι το χάραμα κυκλοφορούσε στους δρόμους χωρίς σκοπό και προορισμό.  Προσπαθούσε να εξαντλεί το σώμα και το μυαλό του ώστε γυρνώντας να πέφτει σε ύπνο βαθύ, για να ξυπνήσει πάλι αργά το απόγευμα και ν ’αρχίσει για μία ακόμα φορά την περιπλάνησή του, μια περιπλάνηση μοναχική, γεμάτη πόνο. Πλέον δε μπορούσε να μιλήσει σε κανένα, άλλωστε κανένας δεν ήθελε να μιλήσει και μαζί του. Ακόμα κι ο Μίλτος μετά από το τελευταίο μήνυμα που τον ενημέρωνε για το κλείσιμο της υπόθεσης και το εξιτήριο της Πηγής, τελείωνε το μήνυμα με το ότι καλό θα ήταν να απομακρυνθεί ο Μάνος για να επαναπροσδιορίσει ποιος θέλει να είναι.

Οι μέρες περνούσαν και του γινόταν όλο και πιο δύσκολο να διαχειριστεί την απόγνωσή που μεγάλωνε μέσα του κι έμοιαζε έτοιμη να τον κατασπαράξει. Τα τελευταία της λόγια σαν στιλέτο είχαν καρφωθεί στη καρδιά του που αργά αλλά σταθερά μάτωνε αφήνοντας την άνυδρη...

Ο ήλιος είχε πλέον ξεπροβάλει για τα καλά μα εκείνος δεν μπορούσε να γυρίσει ακόμα σπίτι του. Χωρίς να το καταλάβει, έφτασε στο λιμανάκι που ο κυρ. Γιώργος, ένας παλιός γνώριμος του παππού του, αγκυροβολούσε τη βάρκα του. Δεν ήξερε τι τον είχε φέρει μέχρι εκεί. Η ανάγκη του να μιλήσει σε κάποιον ή το γεγονός ότι ο κυρ. Γιώργος ήξερε πότε έπρεπε να μιλάει και πότε να σιωπά;

Οι ψαράδες φαίνονταν να ’ναι ολοκληρωτικά δοσμένοι στις δουλειές τους. Κάποιοι είχαν ήδη γυρίσει από το ψάρεμα και εκφόρτωναν το εμπόρευμά τους. Η βαβούρα που επικρατούσε στην προβλήτα κάλυπτε τη βουή της ψυχής του. Κοντοστάθηκε μπροστά στο καΐκι του κυρ. Γιώργου, ο οποίος σκυμμένος με τη πλάτη στραμμένη στο μόλο, ξέπλεκε τα δίχτυα. Βλέποντας μια σκιά να τον καλύπτει γύρισε να δει ποιος είναι μα μόλις αντίκρισε τον Μάνο σάστισε.

«Μάνο παιδί μου είσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχα κι αμέσως σηκώθηκε κάνοντάς του νόημα να καθίσει δίπλα του.

« Καλά..» του απάντησε με τραχιά φωνή. Αλήθεια πόσες μέρες είχε να μιλήσει με κάποιον;

« Σίγουρα; Θέλω να πω...πως κι απ’ τα μέρη μας;»

«Απλά περνούσα...»

Ο κυρ. Γιώργος ήξερε πως το λιμανάκι μόνο κοντά δεν ήταν στο σπίτι του. Από μικρό παιδί που ο φίλος του έφερνε τον εγγονό του να πάνε μαζί για ψάρεμα είχε μάθει πως όταν ο Μάνος ήθελε γινόταν χειρότερος κι από στρείδι. Λόγια δεν του έπαιρνες παρά μόνο όταν εκείνος ήθελε να πει κάτι. Μια και μόνο ματιά όμως ήταν αρκετή για να καταλάβει πως αυτό που βασάνιζε το Μάνο, είχε αρχίσει να τον δηλητηριάζει. Η φανερή του αδυναμία, οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, τα αξύριστα γένια, μαρτυρούσαν έναν άνθρωπο που δεν τον ένοιαζε αν ζούσε ή όχι. Μπορούσε να το αναγνωρίσει από χιλιόμετρα μιας κι ο ίδιος κάποτε είχε υπάρξει έτσι. Ξέροντας πως ο Μάνος ήθελε να μιλήσει, μα χρειαζόταν και χρόνο για να το κάνει, του παρήγγειλε ένα καφέ και άρχισε να του λέει για το ψάρεμα και τη δουλειά του γενικότερα. Αν και είχε χαλαρώσει αρκετά, τον έβλεπε πώς χτυπούσε νευρικά το πόδι του, σαν να ήθελε κάτι να κάνει και δεν ήξερε τί.

«Έχω κάτι καφάσια που θέλω να αδειάσω από το καΐκι μου, θα με βοηθήσεις;»

Βουβά του έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκαν και οι δύο να κάνουν τη μεταφορά. Με την άκρη του ματιού του, ο κυρ. Γιώργος, τον παρακολουθούσε, καθώς ο Μάνος απόλυτα προσηλωμένος, μετέφερε το κάθε καφάσι, λες κι απ’ αυτό εξαρτιόταν όλη του η ύπαρξη. Είχε πια μεσημεριάσει όταν τελείωσαν τη δουλειά κι ο Μάνος φανερά εξουθενωμένος τον αποχαιρέτησε.

«Να ξανάρθεις όποτε θέλεις» του ’πε ο κυρ. Γιώργος κι έτσι κι έγινε. Την επόμενη μέρα ο Μάνος ήταν και πάλι εκεί να βοηθά σε ό,τι ήθελε τον κυρ. Γιώργος, όπως και τους άλλους ψαράδες. Δούλευε ακατάπαυστα μα όσο κι αν προσπαθούσε ο κυρ. Γιώργος, ο Μάνος δε του έλεγε τι ήταν αυτό που του έτρωγε τα σωθικά.

«Η Πηγή τι κάνει;» τον ρώτησε ένα απόγευμα και παραλίγο να πέσουν από τα χέρια του Μάνου τα πράγματα που κρατούσε. Τόσες μέρες είχε ξεχάσει ο Μάνος πως κάποτε είχαν περάσει από εδώ με την Πηγή για να ζητήσουν βοήθεια από τον φίλο του παππού του για μια εργασία. Ήταν όμως μόνο μια φορά…

«Καλά θα ’ναι. Έχω μέρες να της μιλήσω» είπε κάπως νευρικά, μάταια προσπαθώντας να κρύψει την αναστάτωση που του έφερε η αναφορά του ονόματός της, καθώς ήταν αρκετό για να καταλάβει ο έμπειρος ψαράς την αιτία της κατάστασής του αλλά και ίσως ποιος ήταν αυτός ή μάλλον αυτή  που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Αν και δεν την είχε ξαναδεί από τότε που είχαν έρθει, είχε αισθανθεί την μεταξύ τους χημεία που ακόμα και οι ίδιοι αγνοούσαν. Του είχε πάρει αρκετές μέρες, όμως είχε καταφέρει επιτέλους να βρει την άκρη του νήματος και τώρα πλέον ήξερε πώς να συνεχίσει.

Ο Μάνος πια αποζητούσε να πηγαίνει καθημερινά στο λιμάνι. Ήταν μια δουλειά που τον κούραζε αρκετά και δεν του άφηνε περιθώριο να σκέφτεται. Άλλωστε έτσι μανιασμένη όπως ήταν το χειμώνα η θάλασσα, του άρεσε. Του θύμιζε τον εαυτό του. Όπως κι αυτός, έτσι ήταν και κείνη, πάντα μαύρη και ανταριασμένη, χωρίς να αποκαλύπτει σε κανένα την αιτία. Δίπλα στον κυρ. Γιώργο ένιωθε άνετα. Ήταν ο μόνος που δεν τον πίεζε να μάθει τί είχε. Αρκετές ήταν οι φορές που του ήρθε η επιθυμία να του μιλήσει, μα οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα του. Είχε προσπαθήσει να κρύψει τόσο βαθιά μέσα του το μυστικό του, που πλέον δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να το βρει…

Εκείνη τη μέρα είχαν τελειώσει αρκετά αργά. Καταλαβαίνοντας πως δεν είχε δυνάμεις ούτε καν να οδηγήσει μέχρι το σπίτι του, ζήτησε από τον κυρ. Γιώργο να μείνει στο καΐκι. Όσο κι αν επέμενε ο κυρ. Γιώργος πως θα έκανε πολύ κρύο και πως θα ήταν καλύτερα να έμενε μαζί του, ο Μάνος αρνήθηκε. Μη μπορώντας να του αλλάξει γνώμη, συμφώνησε και φέρνοντας από το σπίτι του κουβέρτες και ζεστή σούπα, τον άφησε να ξεκουραστεί. Ο Μάνος έφαγε δυο κουταλιές και τυλιγμένος σε μια κουβέρτα έμεινε να παρατηρεί τη θάλασσα. Είχε βραδιάσει για τα καλά μα εκείνος κουλουριασμένος στη κουβέρτα, καθόταν και έλεγε με τα μάτια τον πόνο του στη θάλασσα. Η ερώτηση που του είχε κάνει την προηγούμενη μέρα ο γέρο-ψαράς του είχε ανοίξει για μία ακόμα φορά την πληγή που δεν έλεγε να γιάνει. Έτσι όπως τα σκεφτόταν, ένας αναστεναγμός του ξέφυγε. Θα έφτανε κάποτε η στιγμή που δε θα του στοίχιζε ακόμα και η ανάσα του;

Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του, που δεν άκουσε από πίσω τα βήματα που πλησίαζαν, για να σταματήσουν μπροστά από το καΐκι. Ήταν τόσο απορροφημένος στον πόνο του, που όταν την άκουσε να τον φωνάζει, νόμιζε πως το φανταζόταν. Μάνο...το όνομά του και πάλι. Όχι δεν ήθελε να ξυπνήσει.

Μάνο!

Του φώναξε και κείνος γύρισε να αντικρύσει το προσωπικό του φάντασμα. Μόνο που αυτή τη φορά είχε σάρκα και οστά….

«Πηγή;»

 

6.

«Πηγή, κόρη μου...συγνώμη που παίρνω το θάρρος, δεν ξέρω καν αν με θυμάσαι. Είμαι ο Γιώργος ο ψαράς που είχατε έρθει μια φορά με το Μάνο....»

«Ναι, σας θυμάμαι»

«Ξέρεις για τον Μάνο σε παίρνω κοπέλα μου...ο Μάνος είναι εδώ μαζί μου, βδομάδες τώρα, αλλά δεν είναι καλά κόρη μου, δεν είναι καλά...»

Δε πρόλαβε να της πει άλλα ο κυρ. Γιώργος.

«Μπορούμε να συναντηθούμε;» άκουσε τον εαυτό της να τον ρωτά με αγωνία.

«Ναι, βέβαια. Έλα από το σπίτι μου να τα πούμε με την ησυχία μας. Να ’σαι καλά κοπέλα μου».

Η Πηγή με το που έκλεισε το τηλέφωνο και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε το παλτό της και με μια δικαιολογία βγήκε από το σπίτι. Καθώς σχεδόν έτρεχε στον δρόμο, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε αντιδράσει έτσι στο άκουσμα του Ο Μάνος δεν είναι καλά. Και μόνο όμως που θυμόταν ξανά και ξανά τα λόγια του κυρ. Γιώργου ένιωθε την ανάγκη να διακτινιστεί εκεί αν μπορούσε. Ο θυμός που ένιωθε απέναντι του, όση αντίσταση κι αν είχε προβάλει,  είχε από μέρες ξεθυμάνει και δειλά δειλά, η ανησυχία για τον ίδιο κέρδιζε έδαφος κι επιτέλους, ίσως τώρα, κατάφερνε να βρει τις απαντήσεις που τόσο καιρό αναζητούσε ασυνείδητα.

Ο Μάνος δεν ερχόταν στο Πανεπιστήμιο, ο Τάσος κι ο Μίλτος πίστευαν πως θα επικοινωνούσε μαζί τους έστω για μία συγνώμη. Τόσα χρόνια φιλίας δεν διαγράφονταν έτσι εύκολα. Εκείνος όμως είχε εξαφανιστεί και εκείνοι θέλησαν για πρώτη φορά να μη κάνουν το πρώτο βήμα, διαιωνίζοντας έτσι την αβεβαιότητα για το πού ήταν και τι έκανε όλο αυτό τον καιρό. Η Πηγή ήξερε πως στο Μάνο μπορούσες να προσάψεις πολλά για τον χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του, εκτός ότι ήταν λιποτάκτης .

Μπορεί αρχικά να μην ήθελε καν να τον αντικρύσει, μα τον τελευταίο καιρό έπιανε τον εαυτό της να τσεκάρει αν το αμάξι του ήταν στο πάρκινγκ της σχολής. Αδημονούσε να τον ξαναδεί να γέρνει σε κάποια πόρτα με αυτό το χαμόγελο που τόσο την εκνεύριζε, έτοιμος να την πειράξει. Όσο όμως κι αν τον έψαχνε δεν τον έβρισκε πουθενά παρά μόνο στα όνειρά της. Όσο κι αν προσπαθούσε να μεταπείσει τον Μίλτο να κάνει το πρώτο βήμα, τόσο εκείνος επέμενε πως έπρεπε επιτέλους ο Μάνος να καταλάβει τα λάθη του. Ατέρμονες συζητήσεις που τελείωναν σε καβγά, που διάβρωσαν και τα τελευταία ψήγματα ερωτισμού που υπήρχαν, αναγκάζοντας και τους δύο να παραδεχτούν πως αυτή η σχέση θα ήταν καλύτερα να τελείωνε πριν κατάφερνε να τελειώσει και τη φιλία τους.

Το γεγονός όμως πως είχε καταφέρει να κρατήσει τη φιλία της με τον Μίλτο δεν ήταν αρκετό για να είναι ευτυχισμένη. «Ο Μάνος δεν είναι καλά...» Τι ήταν αυτό που τον έκανε έτσι; Βράδια ολόκληρα προσπαθούσε να καταλάβει τι του συνέβαινε, γιατί είχε αλλάξει άρδην η συμπεριφορά του. Κι από την άλλη αυτό το όνειρο, η φωνή του γεμάτη φόβο, αυτά που της έλεγε... Η πραγματικότητα με το όνειρο γίνονταν ένα, καθιστώντας δύσκολο για την ίδια να καταλάβει ποια από αυτά είχαν πραγματικά γίνει. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να μάθει από την Γωγώ τί είχε συμβεί εκείνο το βράδυ, εκείνη απέφευγε να της απαντήσει. Η Πηγή βλέποντας τη φίλη της πόσο πιεζόταν δεν ήθελε να την ζορίσει, μα ήταν πολλά τα βράδια που έβλεπε και ξανάβλεπε το ίδιο, απαράλλαχτο όνειρο.

Ο κυρ. Γιώργος την περίμενε στην πόρτα και με συντροφιά ζεστού ρακόμελου, κάθισαν στο σαλόνι όπου και ζητώντας της για μια φορά ακόμα συγνώμη, της εξήγησε όλα όσα είχαν γίνει τον τελευταίο καιρό. Για το πώς ήταν ή μάλλον για το ποιος δεν ήταν πλέον ο Μάνος. Τις αμίλητες μέρες, τα καχεκτικά χαρακτηριστικά, το σιωπηλό σκοτάδι που τον περιτύλιγε. Κι όσο της μιλούσε έβλεπε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της να αλλοιώνονται και να μοιάζουν όλο και περισσότερο στην ψυχική κατάσταση του Μάνου.

«Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω κοπέλα μου. Οι μόνοι φίλοι του Μάνου που γνωρίζω είσαι εσύ και ο Μίλτος και η αλήθεια είναι πως του Μίλτου το τηλέφωνο δεν το έχω. Και το δικό σου το βρήκα σε ένα χαρτάκι που το είχα γράψει τότε που είχατε έρθει μαζί για μια εργασία θυμάσαι; Και μου είχες πει να το κρατήσω και να σου τηλεφωνούσα αν έβρισκα κι άλλες πληροφορίες για το θέμα που ψάχνατε. Επί της ουσίας μόνο εσένα έτυχε να γνωρίσω για αυτό και πήρα το θάρρος να σου ζητήσω βοήθεια. Οι γονείς του χρόνια τώρα έχουν πεθάνει και αυτό το παιδί είναι ό,τι μου έχει μείνει από τον φίλο μου. Τον αγαπώ σαν δικό μου εγγονό και πίστεψε όταν σου λέω πως έχει μια διαμαντένια καρδιά. Απλά έχει πονέσει πολύ στη ζωή του για αυτό και  πολλές φορές φέρεται κακότροπα ή απότομα. Βλέπεις επιτίθεται πριν του επιτεθούν...»

«Κύριε Γιώργο ειλικρινά πιστεύω πως μιλάτε ειλικρινά αλλά νομίζω τον βλέπετε περισσότερο με τα μάτια της καρδιάς σας. Ίσως σαν παιδί να ήταν έτσι, όμως έχει κάνει πολλά λάθη και τα περισσότερα χωρίς λόγο. Προσπάθησα να τον δικαιολογήσω, προσπάθησα να τον καταλάβω, να τον βοηθήσω, μα είναι τόσο δύσκολο!»

«Αχ κορίτσι μου! Σε αυτή τη γη πορεύομαι εβδομήντα οκτώ χρόνια τώρα κι αν έμαθα κάτι είναι πως μόνο όταν πορεύεσαι με τα μάτια της καρδιάς βρίσκεις και τις απαντήσεις που ψάχνεις αλλά και την ευτυχία, κι εσύ φαίνεται πως καιρό τώρα πορεύεσαι μόνο με τη λογική… Αν σου ακούγονται γελοία αυτά που σου λέω, πες πως είναι λόγο των γηρατειών μου, όμως η κατάσταση παραμένει ίδια, ο Μάνος χρειάζεται βοήθεια. Κάτι τον βασανίζει κι αυτό το κάτι τον δηλητηριάζει. Κάθε μέρα τον βλέπω μπροστά στα μάτια μου να σβήνει σιγά σιγά, όσο όμως κι αν προσπάθησα, δε μου ανοίγει την καρδιά του. Για αυτό πήρα το θάρρος. Από την μία σκέφτηκα πως ίσως να μη θέλει να τα συζητήσει με έναν γέρο, από την άλλη όμως είπα μήπως εσύ έχεις μια καλύτερη τύχη μαζί του. Μην παραιτείσαι από αυτόν. Στο ζητώ σαν μια προσωπική χάρη, έστω για μία τελευταία φορά να του μιλήσεις… .»

Η Πηγή τον άκουγε χωρίς να τον διακόπτει. Στην αρχή την συντάραξαν αυτά που της περιέγραψε.  Έπειτα ο τρόπος που της μιλούσε και την κοίταζε όλη αυτή την ώρα της έδινε την εντύπωση πως ο κυρ. Γιώργος πραγματικά πίστευε ότι μόνο εκείνη μπορούσε να βοηθήσει. Ακολούθησαν κάποια λεπτά σιωπής μεταξύ τους αλλά αφόρητης βουής στο μυαλό της καθώς δεν μπορούσε να βάλει σε καμία τάξη τις σκέψεις της. Και τότε παίρνοντας πρωτοβουλία και πάλι η καρδιά της βρέθηκε να τον ρωτά αν γνώριζε πού μπορούσε να τον βρει.

«Τον άφησα στο καΐκι στο μόλο. Τελειώσαμε αργά σήμερα και ήταν αρκετά κουρασμένος για να οδηγήσει. Όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να τον πείσω να μείνει σπίτι μου.»

«Πάω να τον βρω», του είπε αποφασιστικά και αφού τον χαιρέτησε, πήρε το δρόμο για το καΐκι, ενώ ο κυρ. Γιώργος έμεινε να κοιτάζει το δρόμο με ένα χαμόγελο στα χείλη που δήλωνε πολλά…

 

7.

Το μόνο που άκουγε ήταν τον παφλασμό της θάλασσας. Καθώς πλησίαζε ένιωσε να αυξάνεται η νευρικότητά της. Δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε. Κι άλλη φορά είχε προσπαθήσει να μάθει τι ήταν αυτό που τον ενοχλούσε, είχε προσπαθήσει να τον στριμώξει, μα το μόνο που είχε πετύχει, ήταν να τον κάνει να χαθεί μέσα στην παγωμένη νύχτα, σαν τραυματισμένο θηρίο. Όμως ο κυρ. Γιώργος είχε δίκιο σε αυτό που της είχε πει. Είχε προσπαθήσει με το μυαλό όχι με την καρδιά… Κι αν αυτή τη φορά άφηνε την καρδιά να την καθοδηγήσει;

Πριν προλάβει να δώσει απάντηση βρέθηκε μπροστά από το καΐκι. Στην αρχή ήταν όλα σκοτεινά και δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, μετά όμως τον είδε που καθόταν με τη πλάτη του προς το μέρος της. Για μια στιγμή νόμιζε πως έκανε λάθος. Δε μπορεί αυτός ο άντρας να ήταν ο Μάνος...

«Μάνο...» του μίλησε, διστακτικά στην αρχή, σχεδόν ψιθυριστά. Το όνομά του στα χείλη της, που τόσο καιρό είχαν να το προφέρουν, σωστό μέλι. Μα εκείνος δεν αντέδρασε καν. Προσεκτικά μπήκε στο καΐκι και στάθηκε δίπλα του.

 «Μάνο…»

Μα πάλι δε πήρε απάντηση. Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο και σάστισε. Όσα κι αν της είχε πει ο κυρ. Γιώργος μέσα της ήθελε να πιστέψει πως ήταν υπερβολικά, πώς απλά έτσι τα έβλεπε εκείνος εξαιτίας της αγάπης που έτρεφε για αυτόν. Μπροστά της όμως πράγματι στεκόταν η σκιά του Μάνου. Αδυνατισμένος, με μαύρους κύκλους, τραβηγμένα χαρακτηριστικά προσώπου και μάτια κλειστά. Τρόμαξε, έσκυψε δίπλα του, «Μάνο!» φώναξε, ποιο δυνατά αυτή τη φορά. Εκείνος σιγά σιγά άνοιξε τα μάτια και γυρνώντας να την αντικρύσει είπε το όνομά της...

«Πηγή;»

Ούτε η ίδια είχε καταλάβει πόσο της είχε λείψει να ακούει το όνομά της από τα χείλη του. Δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί και τί να πει. Εκείνος σαν χαμένος την κοίταζε δίνοντας την εντύπωση πως δεν καταλάβαινε αν είναι αληθινή ή όχι.

«Μάνο;»

«Πηγή, πως με βρήκες; Τι κάνεις εδώ;»

« Ο κυρ. Γιώργος με ειδοποίησε. Ανησυχεί για σένα...»

Ο Μάνος δεν της απαντούσε παρά μόνο τη κοίταζε με ένα βλέμμα τόσο έντονο που ένιωσε να καίγεται όλο της το κορμί. Ξαφνικά γύρισε το κεφάλι του προς τη θάλασσα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα της είπε,

 «Φύγε Πηγή. Καλά είμαι»

«Δεν είσαι. Έχεις χαθεί από όλους κι από όλα. Εσύ δεν είσαι έτσι! Εσύ είσαι ξεροκέφαλος και εγωιστής! Δεν το βάζεις ποτέ κάτω! Τι σου συμβαίνει, μου λες;»

«Πηγή φύγε. Δεν είσαι υποχρεωμένη να το κάνεις αυτό. Θα μιλήσω εγώ με τον κυρ. Γιώργο, συγνώμη, δεν έπρεπε να σου τηλεφωνήσει. Δεν έχω τίποτα, φύγε.» Η χροιά της φωνής του ήταν τόσο ήρεμη που ένιωσε ν ’ανατριχιάζει ολόκληρη.

«Μάνο!»

«Πηγή!»

Ούτε ήξερε πόση ώρα έμειναν έτσι, σε απόσταση αναπνοής να κοιτάνε ο ένας τον άλλο με βλέμμα γεμάτο ένταση και πείσμα. Ξαφνικά η Πηγή θυμήθηκε το όνειρό της. Η αίσθηση που είχε τώρα ήταν η ίδια ακριβώς με αυτή στον ύπνο της, το ίδιο όμως και η επιθυμία της…

Ο Μάνος, και πάλι, ήταν αυτός που απομάκρυνε το βλέμμα του και με τα δυο του χέρια σκέπασε το πρόσωπο του.

«Πηγή γιατί ήρθες;» τον άκουσε να λέει πνιχτά.

«Γιατί ανησύχησα για σένα». Της βγήκε τόσο αυθόρμητα που ακόμα και εκείνη σάστισε. Ο Μάνος με αργές κινήσεις κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπό του και γύρισε να την κοιτάξει.

 «Κοίτα, ναι, είσαι ένα εγωιστικό καθίκι αλλά ακόμα κι εσύ ξέρεις πού πρέπει να σταματάς. Ναι, ξέρω μετά από αυτά που είπα στο νοσοκομείο σου φαίνεται αστείο να λέω ότι ανησυχώ αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Με εξοργίζεις γιατί ξέρω πώς μπορείς να είσαι κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που θες να δείχνεις ότι είσαι! Όσο όμως κι αν έχω προσπαθήσει δεν μπορώ να καταλάβω τη συμπεριφορά σου, δεν έχει λογική! Από τη μια κάνεις ό,τι κάνεις και  μετά μαθαίνω πως δίνεις αίμα έτσι απλά… Θέλω να σε βοηθήσω απλά πες μου ποιο είναι το πρόβλημά σου!»

Τα είπε απνευστί χωρίς να καταλάβει ούτε καν η ίδια τι έλεγε μέχρι που άκουγε τον εαυτό της να τα ξεστομίζει. Ναι, αλήθεια ήταν. Αφού ο θυμός είχε καταλαγιάσει μπορούσε να το παραδεχτεί πως ποτέ δεν τον είδε σαν έναν κακομαθημένο. Μικρές κινήσεις, βλέμματα, πράξεις της έδειχναν πως ήταν πολλά περισσότερα από αυτά που άφηνε τους άλλους να δουν.

Την κοίταξε για αρκετή ώρα. Σκύβοντας αργά το κεφάλι του «Το πρόβλημά μου είσαι εσύ» της είπε, καθώς ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του.

Το πρόβλημά μου είσαι εσύ...και είχε τόσο παράπονο η φωνή του...

«Δες με τα μάτια της καρδιά σου» θυμήθηκε τα λόγια του κυρ. Γιώργου... Και ξαφνικά η Πηγή κατάλαβε. Από τη μυαλό της σε κλάσματα δευτερολέπτου πέρασαν όλα όσα είχαν συμβεί τους τελευταίους μήνες και ένοιωσε να δένουν όλα μεταξύ τους. Το πρόβλημά ήταν πράγματι εκείνη...

Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που κάνοντας μια απότομη κίνηση την πόνεσε η πληγή της και της ξέφυγε ένα βογκητό. Αυτό όμως ήταν αρκετό για να κάνει το Μάνο να πεταχτεί από τη θέση του και γεμάτος ανησυχία να τη ρωτά αν είναι καλά κι αν πονούσε πουθενά...Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

«Πηγή, που πονάς; Έλα καρδιά μου, πες μου, θες να πάμε νοσοκομείο;» τη ρωτούσε γεμάτος ανησυχία καθώς τα χέρια του της χάιδευαν πότε τα μαλλιά και πότε το πρόσωπο. Εκείνη μ ’ένα νεύμα  του έγνεψε αρνητικά.

«Δεν ήταν όνειρο», ψιθύρισε χωρίς να απομακρύνει τα μάτια της από τα δικά του.  Εκείνος την κοιτούσε αινιγματικά, μη μπορώντας να καταλάβει τι εννοούσε.

Και τότε με αργές κινήσεις, η Πηγή έσκυψε και τον φίλησε. Και ήταν ένα φιλί τόσο δειλό στην αρχή, τόσο γλυκό. Εκείνος αρχικά κοκάλωσε, μα μην μπορώντας πια να αντισταθεί, πιάστηκε από αυτό το φιλί με όλο του το είναι. Μέσα από αυτό το φιλί της είπε για τα άγρυπνα βράδια του, για τον πόνο που ένιωθε, για της ανούσιες μέρες του, για την αδυναμία του να σταθεί δυνατός. Μα και κείνη του ζήτησε συγνώμη για όλα όσα πέρασε μόνος του, για το πόσο άργησε να δει, να καταλάβει τι ένιωθε...

Τέλος