ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ

 
 

της Μαίρη Β.

 

Είχαν καθίσει στο στρώμα τους. Στο διπλανό δωμάτιο οι νεόνυμφοι κοιμόταν κουρασμένοι. Οι προετοιμασίες του γάμου, τα τραπέζια στο σπίτι της νύφης για τους συγγενείς, η ένταση και η συγκίνηση που επιφυλάσσει η μέρα του γάμου, όλα αυτά ήταν κοπιαστικά. Το επόμενο πρωί θα ’φευγαν για το ταξίδι τους, δε θα πήγαιναν πολύ μακριά, μέχρι την Πάργα. Οι γονείς του γαμπρού από την υπερένταση δεν είχαν διάθεση για ύπνο, μην έχοντας τι άλλο να κάνουν η Ευστρατία πήρε ένα τετράδιο και κάθισαν μαζί με το Γιώργο να υπολογίσουν πόσα χρήματα είχαν βγάλει τα παιδιά από το γάμο τους.

-Κάνε δυο λίστες, πρότεινε ο Γιώργος, να δούμε εκτός από το σύνολο πόσα έβγαλε ο καθένας τους χωριστά! Η Ευστρατία κούνησε ικανοποιημένη το κεφάλι της, αν και γνώριζε ότι αναμφίβολα ο Στάθης της είχε πάρει περισσότερα χρήματα από την Αποστολία. Χώρισε τη σελίδα κάθετα σε δυο στήλες, και έγραψε στην πρώτη το όνομα του Στάθη και στη δεύτερη το όνομα της νύφης της. Ο Γιώργος έλεγε και εκείνη έγραφε. Τόσα από τα προικιά, τόσα από τα διπλώματα, τόσα στο παπούτσι της νύφης, τόσα από το ξύρισμα του γαμπρού, τόσα οι συγγενείς της νύφης για το γάμο, τόσα οι συγγενείς του γαμπρού για το γάμο.

-Δε μου λες Γιώργο, τα εγγόνια της θειας σου από ποια πλευρά να τα βάλω; Από τη δική μας ή από της νύφης; Ο Γιώργος το σκέφτηκε λίγο, με τη συγκεκριμένη οικογένεια η νύφη ήταν πρώτη ξαδέρφη, ενώ ο γιος του τα είχε δεύτερα ξαδέρφια από το άλλο σόι. Όμως ήταν μπόλικοι, τόσα αδέρφια, τόσες οικογένειες που όλοι ’δωσαν κι από κάτι, άσε που τα πλήρωσαν και διπλά, αφού και στα διπλώματα ’δωσαν για τη νύφη, αλλά και στο δίσκο του γαμπρού για το ξύρισμα έριξαν. Από την άλλη έμεναν πιο κοντά σε εκείνον απ’ ότι στο σπίτι του μπάρμπα τους. Το λοιπόν, που έπρεπε να μπουν. Βάλτους κάτω από το Στάθη μας είπε στο τέλος, για να γλιτώσει από τη σκοτούρα και για να μεγαλώσει τη διαφορά.

Μόλις τελείωσαν με τα ποσά που έγραφαν κάτω από κάθε όνομα, έβγαλαν το σύνολο, όμως δεν τους άρεσε το αποτέλεσμα, η νύφη τους, είχε υπερισχύσει του γιου τους. Κοίταξαν απογοητευμένοι το χαρτί και έλεγξαν πάλι όσα είχαν γράψει για να δουν μήπως είχαν ξεχάσει κάτι του γιου ενώ είχαν βάλει κάτι διπλό στη νύφη. Στο τέλος, κι ενώ συμπέραναν ότι όλα ήταν σωστά βαλμένα και υπολογισμένα, ο Γιώργος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

-Τι σημασία έχει για ποιον έδωσαν τα περισσότερα. Από σήμερα και εμπρός είναι ζευγάρι, που σημαίνει το ένα και το αυτό. Οπότε βγάλε τη σούμα και ας ξαπλώσουμε. Η Ευστρατία έκανε όπως της είπε ο άντρας της κι αφού έσβησε το φως από το πορτατίφ πήγε και ξάπλωσε δίπλα του. Τον άκουσε που ανάσαινε βαριά, όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί τον είχε ενοχλήσει που η νύφη τους είχε ξεπεράσει το γιο τους, και εκείνη την ενοχλούσε που είχε υπερισχύσει η ξιπόλητη όμως δεν μπορούσε από το να το δεχτεί.

Σε μια προσπάθεια της να τον κάνει να ξεχάσει, τον ρώτησε αν θυμόταν το δικό τους γάμο. Φυσικά και τον θυμόταν, ήταν δυνατόν ποτέ να το έχει ξεχάσει. Μόνο που εκείνοι δεν είχαν πάει μετά το γάμο τους ταξίδι του μέλιτος, έπρεπε να κάνουν οικονομία, έτσι πέρασαν τις μέρες τους κλεισμένοι στο σπίτι τους, όχι ότι τους χάλασε. Η εμπειρία για την Ευστρατία ήταν πρωτόγνωρη, το να δέχεται ένα άλλο κορμί μέσα της και να ενώνεται με αυτόν τον τρόπο με τον άντρα της. Από φτωχή οικογένεια της υπαίθρου, η γυναικεία τιμή ήταν το παν εκείνα τα χρόνια, έτσι έπρεπε να φυλάγεται από τους άντρες μέχρι να γινόταν κυρία κάποιου. Ύστερα από εκείνη την εβδομάδα που ήταν κλεισμένοι στο μικρό διαμέρισμα του Γιώργου και έκαναν έρωτα πρωί, μεσημέρι, βράδυ και απόγευμα, ξεκίνησε η δουλειά. Και οι δύο ρίχτηκαν με τα μούτρα στη βιοπάλη, ώρες δούλευαν, υπερωρίες έκαναν και πολλές φορές μέχρι και διπλή βάρδια εργάζονταν. Και εκτός αυτού έκαναν και οικονομία, πάντα αγόραζαν τα πιο φθηνά προϊόντα, δεν ξανοίγονταν με παρέες και φίλους, ενώ είχαν βρει το κόλπο όταν πήγαιναν για παραθέριση στο χωριό όλο και σε κάποιο άλλο σπίτι άραζαν, αντί για τον καφενέ. Εκεί δε χρειαζόταν να κεράσουν μπύρες και ποτά άλλες παρέες, αντιθέτως οι οικοδεσπότες τους κέρναγαν τσιπουράκι και μπύρα ενώ αν είχαν υπολογίσει σωστά την ώρα έπεφταν πάνω στο δείπνο, παρέα και τσάμπα φαγητό, τι καλύτερο από οικονομική ψυχαγωγία.

-Ευστρατία, είπε το όνομα της, ενώ εκείνη είχε ξαπλώσει στο στήθος του άντρα της.

-Τι; τον ρώτησε εκείνη.

-Να, τι θα έλεγες τώρα που θα φύγουν τα παιδιά να πάμε και εμείς εκείνο το ταξίδι του μέλιτος, που δεν πήγαμε νεόνυμφοι.

-Αλήθεια λες; Τον ρώτησε.

-Γιατί όχι. Τόσα πράγματα έχουμε καταφέρει στη ζωή μας. Τριώροφο σπίτι έχουμε χτίσει στην Αθήνα, τα παιδιά μας είναι αποκατεστημένα, με δικό τους διαμέρισμα και αυτοκίνητο, έχουμε σπίτι στο χωριό, το καλύτερο και το πιο ζηλευτό. Γιατί να μην πάμε και εμείς ένα ταξιδάκι; Άσε που θα γλιτώσουμε και τις επισκέψεις που θα θέλουν να έρθουν κάποιοι για να ευχηθούν για τα παιδιά, ας τα αναλάβει ο συμπέθερος αυτά.

-Αχ ναι! Συμφώνησε η πιστή και αγαπημένη σύντροφος του, αναμφίβολα είχε κάνει μια πολύ καλή επιλογή όταν την παντρεύτηκε, καλύτερα από εκείνη καμιά δε θα του ταίριαζε, να συμπίπτουν έτσι οι απόψεις τους και να υπάρχει σε τέτοιο βαθμό ομοφωνία. Ετοίμασε τις βαλίτσες μας λοιπόν. Τι παραμένεις ξαπλωμένη; Σαν μικρό κοριτσάκι που του τάζουνε καλούδια αν κάνει μια δουλειά, πετάχτηκε όρθια και άρχισε να ετοιμάζει τη βαλίτσα.

-Μην την παραφορτώσεις, δε θα λείψουμε και πολύ. Δεν πρέπει να βαρύνει το αμάξι και να χαλάσουμε για πράγματα που δε θα χρειαστούμε, παραπάνω βενζίνη. Της είπε και εκείνη σκυμμένη πάνω από την βαλίτσα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και αφαίρεσε κάποια πράγματα.

 

Το επόμενο πρωί, η Ευστρατία καθισμένη στην αυλή με τη βαλίτσα δίπλα της και φορώντας ένα ψάθινο καπέλο, έπινε τον καφέ της περιμένοντας το γιο και τη νύφη της να σηκωθούν. Ο Γιώργος είχε πιάσει τον άλλο γιο του και τον συμβούλευε τι θα έκανε με τα πράγματα, είχε συμφωνήσει με τους επικεφαλείς του συλλόγου να περάσουν από το σπίτι να του αφήσουν ότι δεν είχε καταναλωθεί στο γάμο, κυρίως τελάρα μπίρας.

-Μα καλά πατέρα δεν καταναλώθηκαν οι μπύρες; Τον ρώτησε απορώντας ο γιος του.

-Όχι, κατά λάθος τραβήχτηκε η πρίζα από ένα δυο ψυγεία και οι μπύρες έμειναν ζεστές. Αύγουστο μήνα δεν πίνεται ζεστή η μπύρα. Άσε μεγάλη στενοχώρια πήρα παιδί μου, είπε ενώ θυμήθηκε την ώρα που ο ίδιος τράβαγε την πρίζα από τα ψυγεία. Έπειτα, μέχρι να το πάρουμε είδηση, να μπουν τα ψυγεία στο ρεύμα, να αρχίσουν κι οι μπύρες να κρυώνουν, οι περισσότεροι είχαν φύγει.

-Καλά, θα περιμένω να τις φέρουν είπε, ενώ ο πατέρας του συνέχισε να τον διατάζει τι έπρεπε να κάνει. 

Οι νεόνυμφοι αν και φανερά κουρασμένοι βγήκαν από το δωμάτιο τους χαμογελαστοί. Αφού κάθισαν και ήπιαν τον καφέ τους σηκώθηκαν να χαιρετήσουν για να φύγουν. Ο Γιώργος που μια ώρα του έκανε νόημα η Ευστρατία να μιλήσει, μόλις άρχισαν να φορτώνουν το αυτοκίνητο τους οι νεόνυμφοι, πήγε και στάθηκε δίπλα στο Στάθη και του έδωσε τη βαλίτσα.

-Τι είναι αυτό; Ρώτησε εκείνος απορημένος.

-Θα ’ρθουμε κι εμείς μαζί σας. Ευκαιρία να κάνουμε με τη μητέρα σου το ταξίδι που δεν κάναμε όταν παντρευτήκαμε.

-Ορίστε; Ρώτησε μη θέλοντας να πιστέψει στα αυτιά της η Αποστολία. Ο Στάθης κοίταξε με απόγνωση τη γυναίκα του μα τελικά έβαλε τη βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ. Ύστερα πατέρας και γιος μπήκαν στις μπροστινές θέσεις του αυτοκινήτου ενώ η Αποστολία με την πεθερά της, στις πίσω.

 

Κουβέντα δεν είπε η Αποστολία κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αντιθέτως η πεθερά της κελαηδούσε δίπλα από το αυτί της όλη την ώρα. Ο Στάθης και εκείνος σοβαρός, απαντούσε μόνο όταν τον ρωτούσαν κάτι. Δεν της τα έλεγαν καθόλου καλά τα πεθερικά της. Τι στην ευχή είχε συμβεί, είχε παντρευτεί το Στάθη ή τους γονείς του, είχε γούστο να τους ακολουθούσε και ο Βασίλης πίσω με το δικό του αυτοκίνητο. Όμως πάλι αφού χωρούσε το δικό τους άλλον έναν, σιγά μην ξόδευε επιπλέον βενζίνη. Αν επενέβαιναν κι απαιτούσαν να τους πάρουν μαζί τους στο ταξίδι του μέλιτος τι θα ακολουθούσε όταν θα επέστρεφαν σπίτι τους; Στο κλασσικό, ελληνικό, οικογενειακό τριώροφο. Μαζί στην καθημερινότητα, μαζί στις διακοπές στο χωριό, μαζί παντού. Έλεος πια, ο γάμος της άρχισε να μοιάζει φυλακή, μήπως έπρεπε να ζητήσει διαζύγιο, πόση υπομονή θα άντεχε να κάνει, άλλωστε ποιος θα βρισκόταν να την κατηγορήσει, όλοι το μέρος της θα έπαιρναν αν μάθαιναν ότι τα πεθερικά της τους ακολούθησαν στο ταξίδι του μέλιτος και δεν είχαν δείξει τουλάχιστον την λεπτότητα να πάρουν το δικό τους αμάξι.

Το είχε δει το όνειρο, ότι είχαν μπει στο αμάξι και τους ακολουθούσαν δυο μαύρα κοράκια.  Ήλπιζε τουλάχιστον ότι θα είχαν την ευγένεια να πάνε σε άλλο ξενοδοχείο. Ο Στάθης από την πλευρά του αναρωτιόταν αν ο πατέρας του θα είχε την ευγένεια να πληρώσει εκείνος, αν όχι όλα τα έξοδα από το ταξίδι, τουλάχιστον τα μισά.      

 

Μόλις απομονώθηκαν στο δωμάτιο τους, ο Στάθης πλησίασε την Αποστολία προσπαθώντας να την πάρει στην αγκαλιά του, εκείνη αδιάφορα τον απέφυγε για να πάει να κάνει ένα μπάνιο. Μένοντας μόνος στο δωμάτιο έμεινε να κοιτάζει τα μπαγκάζια, ανάμεσα στα δικά τους και η βαλίτσα των γονιών του, δεν είχαν καταφέρει να βρούνε δωμάτιο στο ξενοδοχείο που είχαν κλείσει εκείνοι, και είχαν ζητήσει να κρατήσουν τη βαλίτσα τους στο δωμάτιο, θα ήταν πιο ασφαλές τόσο για το αυτοκίνητο όσο και για τα πράγματα τους, μέχρι να δουν αν θα έβρισκαν κάποιο άλλο κατάλυμα. Όπως είχε πει και η γυναίκα στη ρεσεψιόν ήταν foul season, οπότε από δύσκολο ως αδύνατο να έβρισκαν κάτι, λες να τους έπαιρναν το αυτοκίνητο και να έφευγαν, αυτό τους έλειπε. Πως θα κινούταν χωρίς αμάξι. Ήλπιζε ότι σύντομα θα έβρισκαν κάπου να μείνουν, αλλιώς θα ήταν προτιμότερο να τους παραχωρήσουν το δωμάτιο και να έπαιρνε τη γυναίκα του και το αμάξι να φύγουν εκείνοι.

Την ίδια ώρα ο Γιώργος με την Ευσταρτία, είχαν καθίσει σε ένα ταβερνάκι, και είχαν παραγγείλει κάτι να τσιμπήσουν. Ύστερα θα έψαχναν που θα έμεναν. Το ελαφρύ αεράκι έπαιρνε τα ξανθά μαλλιά της γυναίκας του, που έμοιαζε ακριβώς όπως τη μέρα που είχαν παντρευτεί. Πόσο ευτυχισμένο τον είχε κάνει εκείνη η γυναίκα, μακάρι όλα τα ζευγάρια να νιώθουν την αγάπη τους να μεγαλώνει με το πέρασμα των χρόνων, και να δένονται πιότερο. Έτσι θα έχει και ένα νόημα το μυστήριο του γάμου και ότι οι δύο γίνονται ένα.

-Αχ είναι τόσο όμορφα εδώ! Είπε εκείνη και έριξε το βλέμμα της στη θάλασσα, που απλωνόταν δίπλα τους.

-Πράγματι, είπε εκείνος.

-Λες να μη βρούμε δωμάτιο; Τον ρώτησε εκείνη ανήσυχη.

-Δεν μπορεί κάτι θα βρούμε! Σχολίασε εκείνος για να μην την κακοκαρδίσει.

-Βρε Γιώργο μου, μήπως δεν πρέπει να ψάξουμε καν.

 

Δεν άντεχε άλλο να βλέπει την Αποστολία μουτρωμένη, τι έπρεπε να κάνει δηλαδή, να απαγορεύσει στους γονείς του, να πάνε τις διακοπές, που τόσο τις χρειάζονταν! Είχαν θυσιάσει τη ζωή τους για εκείνον και τον αδερφό του μέσα στο εργοστάσιο, και τώρα να τους πει, να κάτσουν σπίτι τους. Εκείνη επαναλάμβανε ολοένα το ίδιο τροπάρι, «Είπε κανείς να μην πάνε διακοπές, αλλά έπρεπε να έρθουν εδώ που είμαστε εμείς και μάλιστα με το ίδιο αμάξι, έλεος πια, νιόπαντρο ζευγάρι είμαστε. Θέλουμε να κάνουμε τα δικά μας, να σε αρπάξω στη μέση του δρόμου και να σε φιλήσω, να απομονωθούμε στο δωμάτιο μας και να κάνουμε έρωτα, φαντάζεσαι να είχε δωμάτια ελεύθερα το ξενοδοχείο και να έκλειναν το διπλανό από το δικό μας, θα την ’βγαζαν όλο το βράδυ ακουμπώντας ένα ποτήρι στη μεσοτοιχία.»

-Είσαι υπερβολική, γιατί να το κάνουν αυτό;

-Για τον ίδιο λόγο που ήρθαν μαζί μας, με ένα αυτοκίνητο.

-Πάντως εμένα άλλο με ανησυχεί. Τόλμησε να πει εκείνος.

-Τι πράγμα;

-Μήπως δεν βρουν κατάλυμα και πάρουν το αυτοκίνητο να επιστρέψουν πίσω.       

-Στο ξεκαθαρίζω, αν συμβεί αυτό, θα τους πας στο χωριό, και θα επιστρέψεις αυθημερόν πίσω να με βρεις, άλλωστε Άρτα – Πάργα, δεν είναι μακριά.

-Καλύτερα να τους το αφήσουμε και να νοικιάσουμε ένα για να μετακινούμαστε εδώ.

-Και πως θα γυρίσουμε με οτοστόπ ή θα αλλάξουμε δεκαπέντε λεωφορεία λες και ζούμε στη δεκαετία του 60΄;

-Μεγάλοι άνθρωποι…

-Μεγάλοι άνθρωποι για τα ΚΤΕΛ αλλά μικροί για ταξίδι του μέλιτος.

-Αφού δεν  ’καναν βρε μωρό μου όταν παντρεύτηκαν.

-Και επειδή δεν έκαναν εκείνοι, να βγάλουν και το δικό μας ξινό. Πολύ ωραία θα περάσουμε.

-Δεν τα αφήσουμε τώρα αυτά και να κάνουμε αυτό που είπες πριν.

-Ποιο;

-Να με πιάσεις στη μέση του δρόμου, και να με φιλήσεις στο στόμα.

-Ά όχι καλέ μου, είμαστε περιορισμένοι, έχουμε γονικό έλεγχο!

 

Είδε και έπαθε για να την κάνει να ξεχάσει ο Στάθης την Αποστολία. Χατίρι δεν της χάλασε, στο τέλος όπως όλα τα νιόπαντρα και ερωτευμένα ζευγάρια, φιλιώθηκαν και επέστρεψαν με διάθεση στο δωμάτιο τους να κάνουν έρωτα. Αφού πήραν το κλειδί από τη ρεσεψιόν, μπήκαν στο ασανσέρ, και μόλις έκλεισαν οι πόρτες συνέχισαν να ανταλλάσουν παθιασμένα φιλιά. Παραπατώντας έφτασαν έξω από το δωμάτιο τους, με κόπο άνοιξε την πόρτα ο Στάθης, αφού δεν αποχωριζόταν τα χείλη της γυναίκας του, ενώ εκείνη μία τον χάιδευε κάτω από το πουκάμισο και μία προσπαθούσε να του ξεκουμπώσει το παντελόνι, μπήκαν μέσα και προχώρησαν στα τυφλά προς το κρεβάτι, όταν έπεσαν πάνω σε ένα χαμηλό, σιδερένιο εμπόδιο. Η Αποστολία που φορούσε φούστα ένιωσε ένα ξύσιμο στο πόδι της και της ξέφυγε ένα μικρό επιφώνημα πόνου, ξαφνικά από το πουθενά τα φώτα άναψαν, και είδαν ότι πάνω από το κρεβάτι, τους κοιτούσαν αγουροξυπνημένοι οι γονείς του Στάθη.

-Ήρθατε; Τους ρώτησε η Ευστρατία.

-Τι κάνετε εδώ, τους ρώτησε ο γιος τους.

-Να μωρέ παιδί μου, αφού πέντε μέρες μείνανε, σκεφτήκαμε ότι μπορούσαμε να βολευτούμε όλοι μαζί στο δωμάτιο. Ζητήσαμε από τη ρεσεψιόν να μας φέρουν δυο ράντζα για εσάς, και σας τα έχουμε έτοιμα για ύπνο. Εξήγησε ο Γιώργος. Έχουμε βάλει ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά του κρεβατιού. Άντε ετοιμαστείτε να πλαγιάσετε και μην κάνετε πολλή φασαρία.

 

Πέντε μερόνυχτα μαρτύριο πέρασε η Αποστολία, δεν έβλεπε την ώρα να μπει στο αυτοκίνητο να επιστρέψει στο χωριό, να πάρει τα πράγματα της και να πάει να μείνει στους γονείς της, ζητώντας διαζύγιο από το Στάθη. Τον αγαπούσε, γνωρίζονταν από παιδιά. Όμως να βράσει και την αγάπη του και τα καλά του Αβραάμ και του Ισαάκ που είχε, όπως χαρακτήριζε ο πεθερός την περιουσία του. Κάθε πρωί και ενώ εκείνοι ήλπιζαν ότι θα μείνουν μόνοι τους, να ξαπλώσουν τα κορμιά τους στο αναπαυτικό κρεβάτι, αφού τα ράντζα ήταν τουλάχιστον άβολα, -και φυσικά τους είχαν πάρει είδηση από το ξενοδοχείο και τους φέρονταν όπως θα φέρονταν στον κάθε πελάτη που πάει να εκμεταλλευτεί το ξενοδοχείο- ο Γιώργος ανήγγελλε εγερτήριο από τις οχτώ. Το πρωινό περιλαμβανόταν στην τιμή του ξενοδοχείου, και αφού το είχαν πληρώσει, γιατί να μην το εκμεταλλευτούν κιόλας. Έτσι με το ζόρι τους σήκωνε, σαν να ήταν νεοσύλλεκτοι και τους ανάγκαζε να πάρουν το πρωινό τους, ενώ αν έβλεπε κάποιον να μην τρώει τον πίεζε, δεν υπήρχαν λεφτά για ξόδεμα. Ύστερα σαν να βρίσκονταν σε εκπαιδευτική εκδρομή τους έσερναν αριστερά και δεξιά, «Δεν ήρθαμε εδώ για να κοιμηθούμε, αν ήταν μέναμε και στο σπίτι μας», έλεγε και τους πήγαινε από εδώ κι από εκεί. Με το Στάθη, δεν μπόρεσαν ποτέ να απομονωθούν να κάνουν έρωτα, αλλά ούτε φιλί δεν αντάλλαξαν, όμως και η ίδια δεν είχε διάθεση, αν τον κοίταζε ατμούς έβγαζε από τα αυτιά της, αφού περισσότερο κι από τα πεθερικά της τα είχε με τον γιο τους. «Στο διάολο να πάνε όλοι τους», επαναλάμβανε στον εαυτό της μέσα στα νεύρα, ενώ απέφευγε συστηματικά το Στάθη. Πλησιάζοντας η μέρα της επιστροφής ένιωθε μεγάλη ανακούφιση.

 

Απόλαυσαν το πρωινό του ξενοδοχείου και μπήκαν στο αυτοκίνητο, για να επιστρέψουν στο χωριό. Πατέρας με γιό όπως και έξι μέρες πριν, κάθονταν μπροστά ενώ εκείνη με την πεθερά της πίσω, που για άλλη μια φορά τιτίβιζε ικανοποιημένη και αναζωογονημένη για τον καθυστερημένο ταξίδι του μέλιτος. –Ίσως πάλι επειδή είχε καταφέρει να καταστρέψει το ταξίδι της Αποστολίας- από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, πρόσεξε ότι ο Στάθης της έριχνε λυπημένα βλέμματα. Από το πρώτο βράδυ που είχε βρει τα πεθερικά της πάνω στο κρεβάτι και ο Στάθης δεν έκανε το αυτονόητο, να την πάρει να φύγουν, και να επιστρέψουν έστω στην Αθήνα, η Αποστολία είχε πάρει απόφαση να ζητήσει διαζύγιο, και δεν την ένοιαζε τι θα έλεγε ο καθένας που ήθελε να πει λόγια στο χωριό, ούτε τα παρακάλια του πατέρα και της μάνα της, ότι δε γίνεται να χωρίζεις πριν ακόμα παντρευτείς. Όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι νοιαζόταν για το Στάθη. Ακόμα κι αν ήταν ηλίθιος σε βαθμό να ανέχεται τα καπρίτσια των γονιών του, έπρεπε να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία. Κι αν ήθελε ας την εκμεταλλευόταν. Όμως έδινε μια υπόσχεση στον εαυτό της, την οποία και θα κράταγε, θα τους έβαζε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι, ή μάλλον τα τέσσερα πόδια σε ένα παπούτσι. Τη θεωρούσαν ένα φτωχοκόριτσο που μεγάλωσε στο χωριό και πίστευαν ότι θα την είχαν του χεριού τους, όμως εκείνη θα τους υπενθύμιζε την υπερηφάνεια που είχαν τα κορίτσια του τόπου τους. Κι ο Θεός να τους έδινε χρόνια. Κάθε μαύρη μέρα που πέρασε στο ταξίδι του γάμου της, θα τους την ξεπλήρωνε με μια μαύρη δεκαετία. Άλλωστε μια σκάλα χώριζε τα διαμερίσματα τους.  

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: