ΤΑ ΚΟΜΠΡΕΣΕΡ
Ένας τρομερός θόρυβος, που συνοδευόταν από δονήσεις του εδάφους, έφτανε στα αυτιά μου εκείνο το πρωί. Τα κομπρεσέρ έπιασαν δουλειά από το ξημέρωμα κι εγώ αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την οικεία μου, δίχως να κοιτάξω πίσω, φοβούμενος μην πάρω μαζί μου και τον εκκωφαντικό θόρυβο. Δεν ήξερα τι ώρα θα τελειώσουν για αυτό έμεινα όσο μπορούσα περισσότερο μακριά από την οικία μου, κάνοντας όσες περισσότερες δουλειές μπορούσα. Επιστρέφοντας όμως παρατήρησα πως έλειπε το κτίσμα που έβγαζε στην ταράτσα και το πλυσταριό του διπλανού διώροφου. «Περίεργο, τι να θέλουν να φτιάξουν τα παιδιά του κυρ Ανέστη; Και πότε ήρθαν;» σκέφτηκα.
Το απόγευμα βγήκα στο μπαλκόνι που βλέπει προς το σπίτι του κυρ Ανέστη. Αναρωτήθηκα τι είχαν σκοπό να κάνουν, χωρίς να βλέπω το προφανές. Τον θυμόμουν μόνο του τα τελευταία χρόνια να μπαινοβγαίνει στην είσοδο του ισόγειου διαμερίσματός του, προχωρώντας τα λίγα μέτρα του διαδρόμου, που ήταν στεφανωμένα από μια κληματαριά. Στο ισόγειο υπήρχε ένα διαμέρισμα κι ένα μαγαζί, που παλιότερα νοίκιαζε ένας ηλεκτρολόγος. Ενώ από πάνω υπήρχαν τέσσερα διαμερίσματα δύο σε κάθε όροφο, που προορίζονταν για τα παιδιά του. Τρία παιδιά είχε ο κυρ Ανέστης με μεγαλύτερο τη Θέκλα και ακολουθούσαν ο Αποστόλης και ο Αχιλλέας.
Την άλλη μέρα συνάντησα έναν γείτονα και τον ρώτησα τι συμβαίνει στο σπίτι της Πάρνηθος 5 κι εκείνος μου είπε με απλά λόγια πως κατεδαφίζουν το διώροφο. «Αποκλείεται!» ήταν η πρώτη μου αντίδραση, «Θα πάω να ρωτήσω». Και πράγματι ο επιβλέπον του έργου μου ανακοίνωσε πως θα κατεδάφιζαν το παλιό κτίσμα, που ούτε σαράντα ετών δεν ήταν, αλλά έτσι βλέπει ο σύγχρονος κόσμος τα πράγματα, τα σπίτια, τις ηλεκτρικές συσκευές, τα αυτοκίνητα αλλά και τους ανθρώπους αν δεν είναι της ‘ημέρας’, φρέσκα όπως λέμε και για τα ψάρια.
Έφυγα χωρίς να ρωτήσω περισσότερα, σκεφτόμενος μήπως είχε γίνει κάποιο σφάλμα και γκρέμιζαν το λάθος σπίτι, μα όλα αυτά γίνονταν με διαδικασίες, δεν μπορεί ο μηχανικός να έστειλε αλλού το συνεργείο. Ο νους μου γύρισε τότε στον κυρ Ανέστη και στο πόσο έξω έπεφτε στις προβλέψεις του, όταν πίστευε ότι έφτιαχνε ένα σπίτι για να στεγάσει τα παιδία του και να ζήσουν εκεί με τις οικογένειές τους, ώστε να τα έχει κοντά του. Πόσες λάθος προβλέψεις κάνει ο άνθρωπος! Πρώτη από όλους έφυγε από κοντά του η κόρη του, τις μέρες που στη χώρα υπήρχε ευημερία ακόμα, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πέρασε στη σχολή της αρεσκείας της στην Κρήτη και μετοίκησε εκεί με πλάνο την τετραετία, όμως σύντομα τα έμπλεξε με έναν ντόπιο συμφοιτητή της κι έτσι εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί, αφήνοντας πίσω τους γονείς και τα αδέλφια της. Ζήτησε μάλιστα να νοικιάσει το ένα διαμέρισμα που της ανήκε, αλλά ο πατέρας της είπε, πως προτιμότερο θα ήταν να μη βάλουν ξένο άνθρωπο μέσα και το καταστρέψει, οπότε θα της έστελνε τα ενοίκια από το μαγαζί του ισογείου, που μόλις είχε μπει μέσα ο Ευλάμπιος, ένας ηλεκτρολόγος, που γέμισε το χώρο με καλώδια και εργαλεία και πλήρωνε στην ώρα του το ενοίκιο, μιας και ήταν οι εποχές που τα λεφτά έτρεχαν από τα μπατζάκια.
Την επόμενη μέρα βγήκα να δω πως πάνε οι εργασίες, αφού τα κομπρεσέρ είχαν σιωπήσει και σειρά πήρε ο τροχός, που έκοβε τα κάγκελα της ταράτσας. «Καημένε κυρ Ανέστη!» μονολόγησα. Καθώς μου είχε διηγηθεί ήταν γεννημένος τα ταραγμένα χρόνια της εμφυλιακής Ελλάδας, κατέβηκε από το χωριό του και μπήκε σε μια τεχνική σχολή επί χούντας και ξεκίνησε σαν εργάτης τη σταδιοδρομία του, τότε γνώρισε και την Ελένη, τον άγγελό του. Ήταν εργατικός, δούλευε και στο καφενείο ενός ξαδέλφου του τα σαββατοκύριακα, μάζεψε λεφτά κι αγόρασε το οικόπεδο, που έχτισε στη συνέχεια το διώροφο. Με τα γράμματα τα πήγαινε καλά, μια τάξη είχε σταματήσει πριν πάρει το χαρτί του γυμνασίου, σημερινού λυκείου και η Ελένη τον έβαλε να συνεχίσει εδώ και να το τελειώσει. Το απολυτήριο δεν του χρειάστηκε όμως για να διοριστεί στο δημόσιο τα χρόνια του Αντρέα Παπανδρέου, αφού κλητήρας έγινε σε μια πολεοδομία, αλλά με αυτό μπόρεσε να λάβει την εκτίμηση των ανωτέρων του και να τον χρησιμοποιούν και για άλλες ανάγκες της υπηρεσίας. Ξεκούραστη η δουλειά του σε σχέση με την εργατική, συγκέντρωνε και περισσότερα λεφτά, σύντομα έφτιαξε το ισόγειο και έριξε βάσεις και για τους πάνω ορόφους. Εκεί γεννήθηκε και η Θέκλα, που είδε μαζί της να μεγαλώνει και το σπίτι τους, που ήδη το 1990 είχε ολοκληρωθεί, τότε μετακόμισαν όλοι τους στον πάνω όροφο και συμπλήρωναν στον δεύτερο, τα πλακάκια, τις μπανιέρες, τις ντουλάπες και ό,τι άλλο έλειπε.
Την επομένη που βγήκα να δω τις εργασίες, τα κομπρεσέρ συνέχιζαν γκρεμίζοντας το μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου και όπως είδα όταν γύρισα θα έριχναν και την πρόσοψη του ορόφου. Έτσι όπως γκρεμιζόταν το μπαλκόνι, γκρεμίστηκε και η χαρά του κυρ Ανέστη, όταν πριν ακόμα ξεσπάσει η οικονομική κρίση η σύζυγός του διαγνώσθηκε με αλτσχάιμερ, αν και δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο συνηθίζεται να ακούμε για αυτές τις περιπτώσεις. Τότε κι εγώ δεν τον γνώριζα, νεαρός γαρ, τον ήξερα στην όψη αλλά δεν είχαμε ανταλλάξει παρά μερικούς χαιρετισμούς. Μετά ήρθε η κρίση, δεν πρόλαβε να χαρεί τη σύνταξή του ο Ανέστης κι άρχισαν οι περικοπές, ένιωσε ανασφαλής, για την περίθαλψη της γυναίκας του, μάλιστα αργότερα μου έλεγε πως ένα παιδί σαν αυτόν είχε καταφέρει πολλά κι ίσως έφτασε στην ύβρη, όπως διάβασε σε κάποιο βιβλίο και οι Θεοί τον τιμωρούσαν. Όταν ο άνθρωπος χάνει τον έλεγχο, το ρίχνει στη μοίρα και τους Θεούς! Παρόλα αυτά δεν το έβαζε κάτω και φρόντισε τη γυναίκα του σχεδόν μόνος του με τη συμπαράσταση του δεύτερου παιδιού του του Αποστόλη, αφού ο μικρός πριν ακόμα το ιστορικό πλέον Καστελόριζο και βλέποντας πως δεν έβρισκε δουλειά για τα προσόντα του επί χρόνια, κι αφού έκανε δουλειές του ποδαριού κακοπληρωμένες κι ανασφάλιστος, πήρε τον ομματίων του και μετανάστευσε στην Αγγλία, που δούλεψε σαν δάσκαλος αμέσως. Μπορεί να μη γινόταν πλούσιος, αλλά έκανε αυτό που αγαπούσε και ζούσε αξιοπρεπώς. Τα πρώτα χρόνια ήρθε κάποιες φορές στην Ελλάδα, όταν όμως παντρεύτηκε ήρθε μόνο δύο φορές τη μία για τα βαφτίσια του Ανέστη και δε ματαφάνηκε.
Ο άλλος του γιος ο Αποστόλης, πρόλαβε και παντρεύτηκε με μια κοπέλα, που εργάζονταν μαζί κι έκαναν κι ένα παιδάκι στην εκλογική αναμέτρηση μεταξύ Καραμανλή και Παπανδρέου, που ο ένας ήθελε να περικόψει κατά τι τους μισθούς, γνωρίζοντας κι ό άλλος να αυξήσει κατά τι τους μισθούς, λέγοντας πως λεφτά υπάρχουν, αλλά μη γνωρίζοντας πώς να τα μαζέψει. Τόσο ο γιος όσο και η νύφη του έχασαν τις δουλειές τους σύντομα, έψαξαν, προσπάθησαν, παρακάλεσαν. Είχαν προλάβει να ζήσουν λίγο καλά στο ενδιάμεσο της ευημερίας και της κρίσης. Τώρα ήταν αναγκασμένοι να δέχονται τη βοήθεια του πατέρα του, ο οποίος δεν γκρίνιαζε, αλλά ένιωθε την αγωνία τους. Έτσι όταν πήραν την απόφαση να πάνε στη Γερμανία, ο Ανέστης τους έδωσε την ευχή του. «Να πάτε παιδιά μου κι όταν θα φτιάξουν τα πράγματα, σύντομα να επιστρέψετε στο γέρο σας πατέρα». Πριν από αυτό, ο κυρ Ανέστης μου εκμυστηρεύτηκε, προσπάθησε να νοικιάσει τα ανοίκιαστα διαμερίσματα, που ως τότε δε νοίκιαζε για να μην τα μαγαρίσουν οι νοικάρηδες και να τα βρουν τα παιδιά του τακτοποιημένα και κυρίως εκείνος ο Αχιλλέας, που πίστευε πως κάποια μέρα θα γύριζε. Όμως όχι απλά οι τιμές ήταν εξευτελιστικές, σε άλλες εποχές με τρία διαμερίσματα θα μπορούσε να συγκεντρώσει χρήματα για τα παιδιά του, έστω για τον Αποστόλη, για να μη φύγει, αλλά δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον, αφού πολλοί ξενοίκιαζαν τα σπίτια που κατοικούσαν και επέστρεφαν στους γονείς τους, μιας και έμεναν άνεργοι ή είχαν απώλεια μισθού, έτσι έμεναν ανοίκιαστα τα σπίτια. Επιπλέον και ο Ευλάμπιος ξενοίκιασε το μαγαζί, προσπάθησε να το κρατήσει, ο Αποστόλης του κατέβασε δυο φορές το ενοίκιο, όμως τελικά το έκλεισε, δουλεύοντας μαύρα και κάνοντας αποθήκη με ελάχιστο υλικό το σπίτι του, για ένα μικρό μεροκάματο. Έκτοτε και το μαγαζί έμεινε ανοίκιαστο, και ο Ανέστης μόνος, αφού έφυγε και ο Αποστόλης να δουλέψει σε ένα εστιατόριο της Γερμανίας, που το είχε ο θείος ενός φίλου του, στο Ντίσελντορφ.
Την επομένη υπήρχε ηρεμία στο διπλανό, εργοτάξιο πλέον. Μόνο ο μηχανικός βρισκόταν εκεί. Πήγα και τον έπιασα, μη θέλοντας να πιστέψω ότι έτσι θα εξαφανιστεί ο χώρος του κυρ Ανέστη. Και νιώθοντας κάπως σαν θεματοφύλακας της μνήμης του. Αφού καλημεριστήκαμε, τον ρώτησα τι επρόκειτο να γίνει εκεί.
«Κάτσε πρώτα να το ρίξουμε;»
«Μα κοντεύετε».
«Θα σου πω, αλλά μη σου ξεφύγει τίποτα. Θα φτιάξουμε μια πολυκατοικία».
«Ψηλή;»
«Ίσα με τέσσερις ορόφους, πολυτελέστατη, αν θέλεις κάποιο διαμέρισμα πάρε την κάρτα μου, αλλά είμαστε ακόμα στις διαδικασίες».
«Μμμ, και τα παιδιά του κυρ Ανέστη δέχτηκαν;»
«Από όταν πέθανε ο πατέρας τους, πλήρωναν ΕΝΦΙΑ, τέλη, το ένα τ’ άλλο. Απογοητεύτηκαν μη βρίσκοντας να το νοικιάσουν, άλλωστε ήταν μακριά και δεν είχαν δυνατότητες επίβλεψης, να γυρίσουν πάλι πίσω δεν το έχουν στο πρόγραμμα, οπότε…».
«Και τι θα πάρουν;»
«Αυτό το παζαρεύουμε ακόμα, δύο ή τρία διαμερίσματα, τα οποία όμως σκοπεύουν να πουλήσουν και ίσως το κάνει η κατασκευαστική για αυτούς όταν με το καλό χτιστεί η πολυκατοικία».
Προχώρησα αργά προς το σπίτι μου σκεφτόμενος το γείτονα μου, λίγο πριν φύγει κι ο τελευταίος του γιος για τη Γερμανία, απεβίωσε και η σύζυγός του. Λες και το κατάλαβε. Η ασθένεια εξελίχτηκε τάχιστα. Τον παρακάλεσαν τα παιδιά να τα ακολουθήσει, ακόμα και η κόρη του να πάει μαζί της στην Κρήτη, αλλά βαστούσαν ακόμα τα πόδια του και ήθελε να μείνει πίσω, ελπίζοντας πως κάποτε θα γυρίσουν τα παιδιά του, τουλάχιστον τα σερνικά. Μα ο Αχιλλέας έκανε οικογένεια και τα πράγματα δυσκόλεψαν, ο Αποστόλης έκανε κι άλλο παιδί και προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Στην κηδεία μαζεύτηκαν και τα τρία αδέλφια μαζί για τελευταία φορά. Λίγο αργότερα έπιασα κι εγώ παρτίδες μαζί του. Ο γέροντας πια, γιατί έτσι απότομα γέρασε ο κυρ Ανέστης, έκλεισε τα πάνω σπίτια, αν και ένα διαμέρισμα το νοίκιασε σε μια οικογένεια πακιστανών, που σύντομα όμως έφυγε για κάποια επαρχία, για να δουλεύει σε αγροτικές δουλειές. Κατέβηκε στο ισόγειο, γιατί τον δυσκόλευαν τα λίγα σκαλοπάτια ώσπου να φτάσει στο ασανσέρ, και περνούσε κάτω από την κληματαριά για να φτάσει στην πόρτα του. Τα απογεύματα του καλοκαιριού καθόταν στην πίσω αυλή, που είχε λεμονιές και ελιές. Τα τελευταία χρόνια του έκανα και εγώ μερικές εξυπηρετήσεις, του ψώνιζα, του πλήρωνα τους λογαριασμούς, ενίοτε του έκανα λίγη παρέα στην πίσω αυλή. Του βρήκαν και τα παιδιά του μέσω ίντερνετ μια κοπέλα να του συγυρίζει το σπίτι μια φορά τη βδομάδα. Με το μαγείρεμα τα κατάφερνε μόνος του. «Δεν είμαι δα και τόσο γέρος!» έλεγε και πράγματι δεν ήταν ημερολογιακά, αλλά είχε γέρασε σωματικά απότομα.
Έτσι έφυγε ο κυρ Ανέστης, στον πίσω κήπο, κοιτώντας τις ελιές και περιμένοντας πως σύντομα θα επέστρεφαν τα παιδιά και τα εγγόνια του στο διώροφο, που προοριζόταν για αυτά και θα τα χαιρότανε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντάς τα συντροφιά. Με skype και συνδέσεις μέσω laptop δεν τα κατάφερνε κι έτσι επικοινωνούσαν μόνο τηλεφωνικά. Έφυγε ενάμιση χρόνο πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορονοϊού στην Ελλάδα, γλίτωσε τουλάχιστον την ανησυχία για τα παιδιά του, τα οποία ζούσαν σε χώρες με έντονο το ιικό φορτίο στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Τα παιδιά πληρώνοντας φόρους και έχοντας δημιουργήσει τις ζωές τους σε άλλους τόπους ένιωθαν το κτίσμα ως βάρος. Σκοπός δικός τους να μεγαλώσουν τα δικά τους παιδιά. Το σπίτι το έβλεπα χρόνια κλειστό και το λυπόμουν, αναρωτιόμουν γιατί δεν το νοικιάζει κάποιος να πάρει ζωή και έμοιαζε νεκρό κουφάρι. Ήλπιζα πως κάποια μέρα θα επέστρεφαν τα παιδιά του κυρ Ανέστη να δώσουν πνοή στο σπίτι τους.
Η τσάπα, που τόσες μέρες δεν έπιανε δουλειά γιατί το καλώδιο της ΔΕΗ δεν το επέτρεπε, χίμηξε πάνω στο σπίτι ξεθεμελιώνοντάς το γρήγορα και αφήνοντας μέσα σε λίγη ώρα μόνο ένα σωρό μπαζών. Ούτε οι ελιές και οι λεμονιές γλίτωσαν από τη μανία της τσάπας. Παρακολουθώντας την πτώση του οικήματος, αντιλαμβανόμουν πως, εκείνη τη μέρα δεν έπεφτε απλά ένα σπίτι, αλλά μαζί του στιγμές, αναμνήσεις, χαμόγελα, κλάματα, γέλια και χαρές, στιγμές έρωτα και γέννησης, στιγμές γλεντιού και ευτυχίας, στιγμές θανατικού ακόμα. Το σπίτι λες κι είχε κι εκείνο ψυχή, βογκούσε στο κάθε χτύπημα, λες και βογκούσε άνθρωπος, λες και βογκούσε ο κυρ Ανέστης.
Τις επόμενες μέρες η τσάπα ξεχώριζε τα μπετά από τα σίδερα, σε μικρούς όγκους και τα φόρτωνε στα φορτηγά που θα τα απομάκρυναν από το χώρο, λες και ξεχώριζαν τις στιγμές του κυρ Ανέστη και της οικογένειάς του, τις αναμνήσεις του, τις δύσκολες, τις εύκολες, τις ευτυχισμένες. Η ζωή όμως είναι εκεί που υπάρχουν άνθρωποι και οι άνθρωποι του κυρ Ανέστη θα συνεχίσουν να ζουν και να τον θυμούνται εκεί που έχτισαν τις ζωές τους.
Ο Επαμεινώνδας Βανδώρος έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κατά το παρελθόν έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή. Το 2020 βραβεύθηκε από τον Όμιλο για την UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών Ελλάδος με το Β’ βραβείο Νουβέλας, για την «Πολιτεία Χ», δουλειά του έχει δημοσιευθεί στο ArtScript.
Διαβάστε επίσης: