ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ

της Ιώβης Εαρινή…
 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Είχε φτάσει στο χείλος του «γκρεμού»… η απάντηση στην ερώτηση ζωή ή θάνατος φαινόταν απλή… ζωή… όμως κάτι μέσα του ούρλιαξε θάνατος!!! Άρχισε να ψάχνει, τι τον είχε οδηγήσει εκεί, στο τέλος του κόσμου… ενώ λίγα βήματα μακριά του βρίσκονταν οι εχθροί, που θέλανε να τον αρπάξουνε και να τον κρατήσουν με τη βία στη ζωή. 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι «ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ»

 

Σκυλιά, άμα μυριστούν το φόβο του ανθρώπου τον παίρνουν στο κατόπι. Όμως εγώ δε φοβήθηκα, έσκυψα και μάζεψα πέτρες, έτσι τα σκόρπησα. Απομακρύνθηκαν από κοντά μου, όμως παρέμειναν εκεί, να γρυλίζουν και να με κοιτάνε, τρέχοντας τα σάλια από τα στόματα τους, περιμένοντας την επόμενη μου κίνηση, αφήνοντας μου χώρο να τρέξω κι αυτά να με κυνηγήσουν –θέλανε και παιχνίδια, πριν το γεύμα-. Μόλις λίγα βήματα μακριά θα με είχαν φτάσει και θα με είχαν κάνει κομμάτια, αυτά τα νηστικά τέρατα. Ο άλλοτε πιστός φίλος του ανθρώπου, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος δεν έχει φίλους, αλλά αυτό είναι μια λεπτομέρεια.

Στεκόμουν κι εγώ και τα κοίταζα, έτοιμος να επιτεθώ πρώτος, έτοιμος να αντιδράσω και στην παραμικρή τους κίνηση. Είχε περάσει αρκετή ώρα, είχα αρχίσει να κουράζομαι, πρώτο κατέβασε την τεντωμένη ουρά του το κανελί, έκανε μια περιστροφή του εαυτού του και γυρίζοντας μου επιδειχτικά τον κώλο, ξεκίνησε. Ακολουθώντας το παράδειγμα του και η υπόλοιπη σκυλοπαρέα, έφυγε, αφήνοντας με μόνο και με το δίλημμα, τι θα έκανα με τις πέτρες που είχα μαζέψει, έπρεπε να τις πετάξω ή να τις κρατήσω ή μήπως θα ήταν πιο φρόνιμο να μαζέψω κι άλλες, εδώ που βρέθηκα ευνοώντας με η τύχη, είναι το μοναδικό, το τελευταίο μέρος όπου μπορεί κανείς να βρει πέτρες σε αυτή την πόλη -αφού ολόκληρη έχει μπαζωθεί και τσιμεντωθεί-.

Ίσως να μου χρησίμευαν αυτά τα φυσικά πολεμοφόδια, ίσως αργότερα να έπεφτα πάνω σε άλλη συμμορία σκύλων ή και στην ίδια, ή ακόμα χειρότερα μπορεί να έπεφτα πάνω σε συμμορία ανθρώπων, και πως θα μπορούσαν τότε να υπερασπιστώ τη μόνη περιουσία μου, που είναι ο εαυτός μου, αν δεν είχα πολεμοφόδια!

Ναι, αλλά αν γέμιζα τις τσέπες μου με πέτρες, βλέποντας τες κανείς φουσκωμένες, θα νόμιζε ότι έχω μέσα τρόφιμα ή κάτι ακριβότερο ακόμα και έτσι θα κατέληγα κυνήγι για επιτήδειους. Ειλικρινά μεγάλο το δίλημμα, να τις κρατήσω ή να τις πετάξω. Αυτό που εγώ θεωρούσα σύμμαχο μου, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να με μετατρέψει σε δόλωμα για κακή ψαριά. Στο τέλος αποφάσισα να βάλω δυο τρεις στις τσέπες μου και να φύγω. Από όποια πλευρά και να το εξέταζα ήταν ένα όπλο αν το ζητούσε η ανάγκη της μάχης. Άλλωστε δεν έπρεπε να ξεχνάω ότι τον τελευταίο καιρό οι συμμορίες που επιτίθονταν και σκότωναν απλά για το κέφι τους είχαν αυξηθεί. Κρατώντας αυτήν τη σκέψη, έσκυψα και μάζεψα και άλλες πέτρες που τις έχωσα στις ήδη φουσκωμένες τσέπες μου.            

   

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ «Η ΑΦΙΣΑ»

 

Αυτή η στερεή μάζα που γέμιζε τις τσέπες μου, με έκανε να νιώθω μια πρωτόγνωρη, για μένα δύναμη. Μικροκαμωμένος κι ασθενικός από τα παιδικά μου χρόνια, πάντα προσπαθούσα να περνώ απαρατήρητος ανάμεσα από τα άλλα παιδιά, στα σχολικά μου χρόνια αρχικά και ύστερα εξακολουθούσα να επιθυμώ να περνώ απαρατήρητος ανάμεσα από τους άλλους ανθρώπους. Όσο όμως προσπαθεί κανείς να μην προκαλεί, τόσο τα αιμοδιψή βλέμματα πέφτουν επάνω του, έτσι γίνεται στόχος για αστεία, πειράγματα, τρικλοποδιές και κάθε άλλου είδους σκληρότητες από αυτούς που αποκαλούνται συνάνθρωποι του.  Έτσι κι εγώ ανήκοντας σε αυτή την κατηγορία, των ‘‘ριγμένων’’ ανθρώπων, λέρωσα πολλές φορές το παντελόνι μου με χώμα και αίμα από τα γδαρμένα μου γόνατα, ενώ τα άλλα παιδιά γύρω μου γελούσαν. Όταν όμως ο αδύναμος οπλίσει τον εαυτό του, με ένα περίστροφο λόγου χάρη, μετά να εύχεσαι απλά να μη βρεθείς στο δρόμο του. Με τον ίδιο τρόπο κι εγώ λοιπόν, με τις πέτρες να βαραίνουν μέσα στις τσέπες μου, κοντεύοντας μάλιστα να μου κατεβάσουν το παντελόνι στα γόνατα, ένιωθα μια δύναμη Θεού –ας μην θεωρηθεί ως βλασφημία η σύγκριση μου-. Αλλά ευτυχώς επειδή δεν είμαι διεστραμμένος, σε υπερθετικό βαθμό τουλάχιστον, μου ήταν αρκετό να περπατάω στους δρόμους με αυτοπεποίθηση χωρίς να ξεκινήσω να πετροβολώ τους αμέριμνους περαστικούς. Κι οι άλλοι όμως θεωρώντας φυσικό το ξιπασιάρικο ύφος του αλητάμπουρα του δρόμου, ούτε γύριζαν να με κοιτάξουν, τους ήταν αρκετό που δε ζητούσα ελεημοσύνη και δε τους ζάλιζα με καμιά δακρύβρεχτη ιστορία. Έτσι περπατώντας, έχοντας στο νου μου να μη μου πέσει το παντελόνι και χάσω το κύρος μου, πέρασα μπροστά από αφισοκολημμένους τοίχους.

Και τότε είδα και αναγνώρισα τον εαυτό μου όπως ήταν ένα χρόνο πριν. Ένας καθώς πρέπει λιμοκοντόρος, με χτενισμένο και κολλημένο το μαλλί προς τα πίσω, με ξυρισμένο πρόσωπο, και λίγο πιο στρογγυλό, εξαιτίας της περισσότερης τροφής, και ντυμένος στην τρίχα με ένα μαύρο κοστούμι από ότι υποθέτω κι από ότι θυμάμαι, -αφού η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από τους ώμους και πάνω- και από κάτω έγραφε ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ». Μπράβο μεγαλείο, ποιος τη χάρη μου, ούτε ο πιο επικίνδυνος κακοποιός δεν έχει την τιμή να αφισοκολληθεί η φάτσα του σε όλους τους τοίχους της πόλης με αντίστοιχη επιγραφή.         

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ «Ο ΚΑΠΟΙΟΣ»

 

Έμεινα να χαζεύω το πρόσωπο μου στην τοιχοκολλημένη αφίσα, χωρίς να ανησυχώ μήπως και με αναγνωρίσει κανείς. Άλλωστε πλέον δεν ήμουν το πρόσωπο της αφίσας ήμουν ολοκληρωτικά διαφορετικός, εξωτερικά τουλάχιστον, αλλά και εσωτερικά όλο αυτό το χρονικό διάστημα που βρισκόμουν στους δρόμους –από καθαρή επιλογή- μπορεί τα πιστεύω μου να είχαν διατηρηθεί αλλά όχι ότι δεν είχε υποστεί και η κουλτούρα μου μαζί και η ιδιοσυγκρασία μου, γερά τραντάγματα, ότι δεν είχα αναθεωρήσει απόψεις και πιστεύω, ότι δεν είχα γίνει πιο εναλλακτικός σε κάποια θέματα ενώ σε κάποια άλλα απόλυτος.

Και ενώ σκεφτόμουν το μεγάλο καλό ή το μεγάλο κακό που είχα υποστεί παρατώντας τη γαλήνη της οικογενειακής εστίας και παίρνοντας τους δρόμους σαν νέος τυχοδιώκτης, κάποιος ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.

«Τον γνωρίζεις;»

Έστρεψα το κεφάλι μου και τον κοίταξα σαν να μην καταλάβαινα τι μου έλεγε. Ήταν γύρω στα 55, βρώμικος, αν και όχι πιο βρώμικος από ότι ήμουνα κι ο ίδιος, με μακριά μαλλιά που άγγιζαν τους ώμους του και μακριά γκρίζα γενειάδα. Μέτριου αναστήματος αλλά γεροδεμένος άντρας. Να η διαφορά του καθαρόαιμου αλήτη του δρόμου με τον κομπογιαννίτη που θέλει να παριστάνει τον αλήτη. Δεν ήμουνα τίποτε περισσότερο από μια κακή έκδοση αυτού που είχα μπροστά μου, κι αφού αυτό ήταν τόσο εμφανές σε εμένα, που το μόνο που ποθούσα εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μου ήταν να ανήκω σε αυτή την κατηγορία, ‘‘απόκληρων της ζωής’’, πως ήταν δυνατόν να μην το καταλάβει αυτός που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αν όχι ολόκληρης, την είχε περάσει στους δρόμους.

«Τον άντρα της αφίσας τον γνωρίζεις;» επέμεινε.

Τρομάρα μου, με αναγνώρισε! Προσπαθώντας να μη δείξω ότι έχω πανικο­βλη­θεί επέστρεψα το βλέμμα μου στη αφίσα όλα τελείωσαν σκέφτηκα, πήγε άδικα ο αγώνας μου όλο αυτό το διάστημα, τώρα θα υποταχτώ κι εγώ στη μοίρα που επιβάλουν οι «μεγάλοι» στους λαούς. Σε μια ύστατη προσπάθεια, θέλοντας να ακουστώ πειστικός, απάντησα όσο πιο απλά μπορούσα.

-«Όχι.»    

-«Και γιατί στέκεσαι τόση ώρα και χαζεύεις σα χάνος;»

-«Νόμιζα ότι ήταν διαφημιστικό τρικ» απάντησα αντανακλαστικά το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό εκείνη την στιγμή.

-«Και θα έγραφε από κάτω Καταζητείται, με κεφαλαία γράμματα;» με ρώτησε περνώντας με για χαζό.

-«Για να γίνει περισσότερος ντόρος, ίσως.» συνέχισα αβέβαια.

-«Πολύπλοκα σκέφτεσαι για άνθρωπος του δρόμου.»

Αυτό ήταν…

-«Τα πράγματα στον δρόμο είναι πιο απλά.»

-«Αλήτες τα κόλλησαν αυτά στους τοίχους.» ρώτησα προσπαθώντας να βάλω μια τελευταία τρικλοποδιά.

-«Αλήτες δε λες τίποτα, όμως όχι από τους δικούς μας, από εκείνους τους άλλους, με την στολή.»

-«Αστυνομικοί;»

-«Μπάτσοι. Κι αυτοί αλήτες του δρόμου δεν είναι;» με διόρθωσε.

Η αλήθεια είναι ότι χρησιμοποιούσα καθαρεύουσα, γιατί σαν καθαρεύουσα ηχούσαν στα αυτιά του γέρου οι λέξεις που διάλεγα. Αλλά πάλι κι ο γέρος τα είχε χαμένα εντελώς, ακούς εκεί αλήτες και παιδιά του δρόμου οι αστυνομικοί, μα που νόμιζε ότι βρισκόταν στο προαύλιο του σχολίου του και έπαιζε με τους φίλους του κλέφτες κι αστυνόμους;

-«Ώστε αλήθεια καταζητείται;»

-«Πιο αλήθεια κι από αλήθεια!»

-«Και τι τους έφταιξε;»

-«Είναι αναρχικό στοιχείο.»

-«Δηλαδή;»

-«Δηλαδή, είναι ένας ψωροπερήφανος που περιφρονεί νόμους και τάξη και δε δέχεται να συμβαδίζει με τον υπόλοιπο λαό, θέλει να διαφέρει, να διαφεντεύει τον εαυτό του. Σίγουρα θα είναι τρομοκράτης.»

-«Οι πολισμάνοι τα λένε αυτά;»

-«Ναι, αλλά δε θα τον πετύχω, θα τον ξυλοφορτώσω και θα τον παραδώσω να πάρω το μπαξίσι!»

-«Ποιο μπαξίσι;»

-«Δίνουν αμοιβή.»

-«Μεγάλη; Αν είναι να έχω το νου μου.»

-«Αρκετή» είπε μετανιωμένος και μου γύρισε την πλάτη.

-«Πόση;»

-«Δε θυμάμαι ακριβώς.» είπε και απομακρύνθηκε.

Ώστε έτσι, κι αμοιβή! Είχα μετατραπεί σε τρόπαιο για την κυβέρνηση, ένας αντιφρονούντας που θέλανε να τον σωφρονίσουν και να του δείξουν το σωστό δρόμο, παραδειγματίζοντας και τους υπόλοιπους να μην κάνουν του κεφαλιού τους.

Ο κλοιός λοιπόν είχε στενέψει, δεν μπορούσα να κυκλοφορώ πλέον στους δρόμους αμέριμνος, ανά πάσα στιγμή ο οποιοσδήποτε μπορούσε να με αναγνωρίσει. 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV «Η ΤΑΡΑΤΣΑ»

 

Έστρεψα το κεφάλι μου ψηλά στον ουρανό, γκρίζος. Ένα περίεργο πράγμα, ο ουρανός ήταν πραγματικά φωτεινός και ηλιόλουστος μόνο όσο ήμουν παιδί, και κυρίως όταν βρισκόμουν στο νησί, παρέα με τον παππού μου τα καλοκαίρια. Από τότε αν και δεν έχουν περάσει και τόσα πολλά χρόνια, ο ουρανός έχει χάσει πλέον το χρώμα του και έχει υιοθετήσει μόνιμα ένα μουντό γκρίζο. Ή μήπως απλά είχα φανταστεί το λευκό της μέρας και το γαλάζιο του ουρανού, αλλά στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ, η πλούσια όμως φαντασία μου, το είχε διαβάσει σε κάποιο ρομαντικό ίσως μυθιστόρημα και το προτίμησε βάφοντας έτσι τον ουρανό των παιδικών μου χρόνων με ηλιόλουστο γαλάζιο.

Για άλλη μια φορά όμως το μυαλό μου είχε αρχίσει να με προδίδει, βουτώντας μέσα σε ωκεανούς απέραντης ονειροφαντασίας αντί να σταθεί στο επικίνδυνο εδώ και τώρα. Εγώ απρόσεχτα στεκόμουν μπροστά από την αφίσα της καταδίωξης μου και δεν ήθελα να δεχτώ ότι κάποιος μπορεί να με αναγνωρίσει, ακόμα κι ο Κάποιος που θε­ω­ρού­σα ότι κατάφερα να τον ξεγελάσω μπορούσε ανά πάσα στιγμή να με αναγνωρίσει.               

Στη γη δεν υπήρχε μέρος που να μπορώ να κρυφτώ, αργά ή γρήγορα κάποιος θα με αντιλαμβάνονταν και θα με παρέδιδε στους δήμιους της ελεύθερης ζωής. Οπότε τι μου έμενε παρά ο ουρανός, έστρεψα για άλλη μια φορά το κεφάλι μου στον ουρανό προσπαθώντας αυτή τη φορά να είμαι συγκεντρωμένος σε αυτό που θα μπορούσε να με σώσει, και όχι στο ποιο χρώμα του ταιριάζει πραγματικά.

Και τότε το είδα και το αναγνώρισα, το πιο ψηλό, το πιο επιβλητικό κτήριο της πόλης. Το κτήριο της λέσχης των απανταχού κυβερνήσεων αυτής της μικρής αυτοκρατορίας, ένας πραγματικός πύργος της Βαβέλ, τόσο στο ύψος όσο και της ασυνεννοησίας. 

Μεγάλος στόχος σχεδόν ονειρικός να καταφέρω να φτάσω εκεί πάνω, ένα τέτοιο κτήριο θα παρακολουθείτε με χίλιους τρόπους. Εκεί μένουν όλα τα μέλη της κυβέρνησης με τις οικογένειες τους, το ρετιρέ ανήκει στην οικογένεια του πρωθυπουργού, οι από κάτω όροφοι στους υπουργούς, -με χαρτοφυλάκιο φυσικά- ο ακριβώς κάτω από το ρετιρέ του πρωθυπουργού ανήκει στον υπουργό οικονομίας, αντιθέτως οι υπουργοί παιδείας, υγείας και πολιτισμού ίσα που κρατάν τους ορόφους πάνω από εκείνους των απλών βουλευτών της κυβέρνησης.  Εκεί λοιπόν γίνονται τα υπουργικά συμβούλια, οι συναντή­σεις με τις αντιπροσωπείες των κυβερνήσεων των ξένων χωρών, με λίγα λόγια όλα γίνο­νται εκεί.

Δε θα ήταν όμως στα αλήθεια αστείο αν κατάφερνα να φτάσω στην ταράτσα, αν κατάφερνα να ζήσω έστω και για μια στιγμή πάνω από το κεφάλι του εχθρού μου. Ξαφνικά χωρίς να το γνωρίζει θα ήμουν κορώνα στο κεφάλι του και θα βρισκόμουν ακριβώς από πάνω του. Και καθώς αυτός θα με γύρευε ανάμεσα στους υπηκόους του εγώ θα ήμουν στην ιεραρχία πάνω κι από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Ο πρώτος Κύριος της χώρας μου, ο άνθρωπος πάνω από τον πρωθυπουργό.

Λοιπόν, το είχα πάρει απόφαση, όσο ουτοπικό κι αν ακουγόταν θα έφτανα στην ταράτσα της λέσχης κι ας ήταν ακόμα το τελευταίο πράγμα που θα έκανα στη ζωή μου. Άλλωστε ο θάνατος ήταν μονόδρομος πια, ας απολάμβανα κι εγώ την τελευταία εμμονή μου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ»

 

Πρώτα ήρθανε με τη μορφή των κινητών τηλεφώνων, ενώ λίγα χρόνια αργότερα συνέχισαν με τη μορφή των GPS. Όμως η επιστήμη ολοένα εξελίσσεται και προκειμένου να προλάβει τις ανάγκες των καταναλωτών δεν έπαυε ποτέ να ρίχνει και από κάποιο καινούργιο προϊόν στην αγορά. Στο τέλος κατέληξαν ότι δε χρειάζονταν άλλη παρα­λλαγή για να προωθήσουν το προϊόν, οπότε το έριξαν στην αγορά με την πραγμα­τική του μορφή. Δικαιολογώντας το όμως αυτή τη φορά για τον ανθρωπιστικό του σκοπό.

Πρώτα το τοποθέτησαν στα κατοικίδια, είναι πολύ ευαίσθητοι οι δεσμοί ανάμεσα στο αφεντικό και στο σκύλο, αν χανόταν το κατοικίδιο τους κι αυτοί δεν ξέρανε ως που θα μπορούσαν να φτάσουν, οπότε προκειμένου να γλιτώσουν από τον κόπο και την ταλαιπωρία, τους εμφυτέψανε το τσιπάκι.

Ύστερα ήρθε η σειρά των παιδιών, πόσα και πόσα δεν ακούγονται καθημερινά στα δελτία ειδήσεων, παιδιά εξαφανίζονται, πέφτουν θύματα βιασμού, trafficking, για παράνομο εμπόριο οργάνων, και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους. Και τι άλλο μπορεί να κάνει ένας γονιός, ένας καλός γονιός, προκειμένου να διασφαλίσει τα σπλάχνο του, ειδικότερα τώρα που η επιστήμη του προσέφερε απλόχερα τη λύση, και μάλιστα σε καλή τιμή. Γιατί πάνω από όλα έρχεται ο Άνθρωπος. Έτσι και τα παιδιά είχαν την ίδια μοίρα με τα αγαπημένα τους κατοικίδια. Οι γονείς εμφυτέψανε το τσιπάκι στον οργανισμό των παιδιών τους και πλέον δεν ανησυχούσαν. –αν και δυστυχώς παιδιά εξακολουθούν να πέφτουν θύματα καθημερινά-.

Μετά είχαν σειρά οι ομάδες με πρόβλημα να ενταχθούν στην κοινωνία, όποιος πέρναγε την πόρτα του δικαστηρίου, είτε για μικροκλοπές, για διακίνηση ναρκωτικών και ούτω κάθε εξής, αποκτούσε το δικό του προσωπικό τσιπάκι. –μιας όμως και αναφέρθηκα στη διακίνηση των ναρκωτικών, μην ξεγελιέστε ότι από τις πόρτες των δικαστηρίων πέρασε ποτέ έμπορος ναρκωτικών, αυτοί περνάνε μόνο έξω από τα κοινοβούλια και θα τους βρείτε μόνο στις ακριβότερες γειτονιές, κι αν τύχει κανείς και μπει στη φυλακή, θα είναι σε καμιά ταινία, έτσι για να χαιρόμαστε οι απλοϊκοί-.

Κι όμως ήρθε η σειρά και των ανθρώπων που εργάζονταν στους δήμους και στις δημόσιες υπηρεσίες –πολύ τους είχαν αφήσει χαλαρούς, σκέφτηκαν χαιρέκακα οι υπό­λοι­ποι- όμως μετά πήρε το δικαίωμα κι ο κάθε επιχειρηματίας και τοποθέτησε τσιπάκι και στους δικούς του εργαζόμενους, και μπορούσε να τους ελέγχει όχι μόνο τις ώρες εργασίας, αλλά και τις ώρες ασθένειας και στις διακοπές τους ακόμα. 

Τελικά βάλανε μπροστά μια πιο έξυπνη εφαρμογή, ώστε να τους πιάσει όλους. Ληστείες σε σπίτια, στους δρόμους, στις τράπεζες, κανείς δεν ήταν ασφαλής πουθενά. Φόβισαν τον κόσμο και τον ανάγκασαν να στραφεί στην πρώτη εύκολη λύση, μάλλον στην τελευταία και πιο δύσκολη. Πλέον ούτε το ρευστό ήταν σίγουρο, ούτε οι κάρτες που ήταν μέσα στα πορτοφόλια, οπότε πιο βολικό και πιο ασφαλές θα ήταν ένα τσιπάκι, εμφυτευμένο στο ίδιο το σώμα… οπότε με απλούς αριθμούς, μπορούσες πλέον να κάνεις τις συναλλαγές σου, εύκολα, γρήγορα και χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις.

Υπήρξαν όμως και κάποιοι που αντιστάθηκαν, προτίμησαν την ελευθερία τους από την άνεση, προτίμησαν την πείνα από τη ντροπή του γένους τους. Και τότε πολύ απλά κατηγορήθηκαν για τρομοκράτες, λάβανε τελεσίγραφα στα σπίτια τους ότι έπρεπε να πάνε να τοποθετήσουν το τσιπάκι στον οργανισμό τους, ειδάλλως θα πέρναγαν από δίκη. Οπότε εφόσον θα περνούσαν από την πόρτα του δικαστηρίου το τσιπάκι θα τοποθετούνταν και πάλι, με το καλό ή το κακό, η κατάληξη θα ήταν η ίδια.

 

Να πως βρέθηκα στον δρόμο να μαζεύω πέτρες και να μάχομαι πεινασμένα σκυλιά, που τρέχανε τα σάλια τους, βλέποντας τα κόκαλα μου να εμφανίζονται νοερά κάτω από το χωρίς κρέας δέρμα μου. .

Ο Αριστοτέλης είχε γράψει ότι για να ζει κανένας μόνος του πρέπει να είναι Θεός ή θηρίο, αγαπώ τους ανθρώπους, αλλά όσο κινδυνεύω κοντά τους, και όταν μιλώ για κίνδυνο εννοώ να χάσω την αξιοπρέπεια και την ανθρώπινη υπόσταση μου, προτιμώ να θεωρηθώ θηρίο.

Όσο για την άλλη έννοια της μοναξιάς, που είναι συνώνυμη με το Θεό, δεν την επικαλούμαι καν, κι όχι επειδή είμαι ταπεινός αλλά επειδή δεν πιστεύω, κι όταν λέω ότι δεν πιστεύω, δεν αναφέρομαι ακριβώς στο Θεό, αλλά στα όσα μας έταξε. Τη μετά­ θάνατο ζωή. Δεν πιστεύω ότι μένει τίποτα από τους νεκρούς, εκτός από το παγωμένο κουφάρι τους, ως η τελευταία μακάβρια ανάμνηση που θα κλείνει το κεφάλαιο των αναμνήσεων με τον άνθρωπο που χάθηκε και που θα θυμίζει στους ζωντανούς –για το υπόλοιπο της ζωής τους- ότι κάποια μέρα θα βρεθούν στη θέση του νεκρού, με τα ανοιχτά, ακίνητα και παγερά αδιάφορα μάτια του.

Και δε με πειράζει που η ώρα μου πλησιάζει επικίνδυνα γρήγορα και που το ξέρω, ο σκοπός μου ήταν αυτός και αφού τον τίμησα ή με τίμησε αναγκάζοντας με να τον ακολουθήσω, νιώθω αν όχι ευτυχία, σίγουρα ανακούφιση.

Αν κάποιος κατέγραφε τις σκέψεις μου, πράγμα αδύνατον, αφού δεν έχει εμφυτευτεί στο σώμα μου το τσιπ, -άλλωστε δεν έχει εφευρεθεί ακόμα η παρακολούθηση σκέψεων, παρά μόνο κινήσεων και φανερών πράξεων, αν και είναι θέμα χρόνου να μπορούν να καταγράψουν και τις σκέψεις μας- δε θα ήθελα να σκεφτεί ότι φιλοσοφώ.

Και στην ταφόπλακα μου επάνω θα ήθελα να γράφει.

«Αμπελοφιλόσοφος, άνθρωπος αιρετικός, που πίστεψε στην απόλυτη ηρεμία του τίποτα που προσφέρει ο θάνατος»

Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο θάνατος από την απόλυτη ηρεμία;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI «Ο ΕΠΙΚΗΔΙΟΣ»

 

Όρθιος, πάνω στον προστατευτικό τοίχο της ταράτσας  του κτηρίου της Λέσχης, κοιτάζω τον δρόμο όπου κυκλοφορούν οι συνάνθρωποι μου, υπνωτισμένοι από τις συνήθειες τους και τις ανάγκες τους. Είναι αδύνατον να ξεχωρίσω χαρακτηριστικά, βρίσκομαι πολλά μέτρα πάνω από τη γη όπου εκείνοι περπατάνε μηχανικά και αδιάφορα. Το μόνο τους ενδιαφέρον πλέον η επιβίωση κι όχι η ζωή.

Υπολογίζω ότι το ύψος του κτηρίου φτάνει περίπου στα 2 χιλιόμετρα. Οπότε αυτό που υπάρχει κάτω από τα πόδια μου μπορεί να θεωρηθεί σα μια μυρμηγκοφωλιά, και χιλιάδες μυρμήγκια που προσπαθούν να μαζέψουν τη σοδειά. Αλλά πάντα κάτι πάει διαβολεμένα λάθος στη φωλιά τους, και παρά τους κόπους και τις προσπάθειες η αποθήκη κινδυνεύει να μείνει άδεια. Και ξεκινούν οι προσπάθειες πάλι από την αρχή, και μαζί καινούργιες έγνοιες, καινούργια βάσανα.

Σαν νέος Νέρωνας ο πρωθυπουργός αυτής της χώρας, ο καγκελάριος κάποιας άλλης, ο πρόεδρος μιας υπερδύναμης κι ο τύραννος μιας χώρας Χ, Ψ ή Ω παρακολουθούν το ατελείωτο αυτό καραβάνι των ανθρώπων να πασχίζει. Μέσα από τα ψηλά φρούρια τους ετοιμάζονται να παρακολουθήσουν τη φωτιά που θα βάλουν ο καθένας στη δική του «Ρώμη», με τις ευλογίες μάλιστα των απανταχού επίσημων εκκλησιών. Σίγουρα θα νιώθουν σαν Θεοί, σαν Σωτήρες των μυρμηγκιών που σε λίγο θα τα ακούσουν να τσιτσιρίζουν μέσα στις φλόγες. Θα κάψουν τις πόλεις και θα στείλουν χιλιάδες-εκατομμύρια ανθρώπους-μυρμήγκια στον Παράδεισο. Αφού μόνο μέσα από τα μαρτύρια μπορεί κανείς να συναντήσει το δημιουργό του. –είναι ξεκάθαρο σε κάθε θεολογικό βιβλίο, πάσης θρησκείας, που σέβεται τον εαυτό του-.

Εγώ λοιπόν θηρίο πάνω από το κεφάλι του μοναχικού Θεού-πρώτου κυρίου της δικής μου πατρίδας. Μόνος του ζει αυτός, μόνος μου ζω κι εγώ. Επέλεξε το ρόλο του Θεού, μου μένει ο ρόλος του θηρίου. (από την δική μου πλευρά μόνο κατά τον Αριστοτέλη, από τη δική του πάλι, μάλλον το κακό του να πιστεύει ότι είναι Θεός είναι γενικότερο από το απόφθεγμα του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου).

Ας σταματήσω όμως να φιλοσοφώ και ας προσέξω τι γίνεται κάτω από τα πόδια μου, εξελίσσεται απροσδόκητη κίνηση ανάμεσα στα μυρμήγκια, να ξύπνησαν ξαφνικά; Η μήπως μπήκε η φωτιά, αλλά από τόσο ύψος σίγουρα θα την έβλεπα, ή μήπως κατάλαβε ο Νέρωνας ότι η φωτιά του θα μπει απευθείας στις καρδιές των μυρμηγκιών, οπότε αποφάσισε να στείλει έναν ελέφαντα να τα ποδοπατήσει, αλλάζοντας έτσι το σχέδιο δράσης του. Αλλά αυτά τα λευκά πανιά που απλώνονται τι να είναι, πανό διαδήλωσης; Μακάρι, αλλά πάλι γιατί φαίνονται λευκά, τίποτε δε φαίνεται γραμμένο πάνω, ούτε καν η μπογιά, δεν πιστεύω ότι φταίει η απόσταση. Λευκή διαδήλωση;

 

Από δω και στο εξής όλα εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα, η πόρτα της ταράτσας άνοιξε κι ένα επιτελείο από ανθρώπους με κουστούμια και άλλους με λευκές ρόμπες πάνω από τα ρούχα τους, εμφανίστηκαν.

Ώστε αυτός ήταν ο λόγος που είχε παραμείνει στην ταράτσα πάνω από ένα μήνα χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς. Σίγουρα θα τον είχαν δει και θα τον είχαν αναγνωρίσει από τις κάμερες ασφαλείας καθώς ανέβαινε από την έξοδο κινδύνου –άλλωστε τίποτε δεν είχε κάνει κρυφά, δεν είχε πάρει κανένα μέτρο προφύλαξης, ούτε καν είχε μεταμφι­ε­στεί- και τώρα όλοι αυτοί οι άντρες, που τον βλέπανε σαν τρόπαιο, θέλανε να τον πείσουν να κατέβει από το ψηλό προφυλαχτικό πεζούλι και να πάει κοντά τους. Του ορκί­ζονταν ότι δε θα πονέσει καθόλου από την τοποθέτηση του μικροτσίπ, και το σημαντι­κό­τερο ούτε παρενέργειες θα είχε και θα τελείωνε πολύ σύντομα αυτή η μικρή δοκιμα­σία, ώστε θα ήταν ελεύθερος να γυρίσει στο σπίτι του.

Άλλωστε δεν είχε εναλλακτική, αν πηδούσε θα έπεφτε στα σεντόνια, όπου ο στρατός είχε διαταγή να τον τυλίξει μέσα σε αυτά και να τον παραδώσει στους επιστήμονες.-σε αυτά τα άθλια ανδρείκελα, που είχαν λιώσει παντελόνια στα θρανία για να πουληθούν στην καλύτερη χρηματική προσφορά- και τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα, αφού ούτε την τελευταία στιγμή δε θα είχε δείξει να μετανιώνει για την περιφρόνηση που έδειξε σε αυτόν το μικρό Θεό, που έπρεπε να του υποδεικνύει πίστη, εμπιστοσύνη κι αγάπη.

«Ναι,» σκέφτηκε, «αλλά αν πηδήξεις θα έχεις κερδίσει τουλάχιστον την πτώση».

Και χωρίς να τους κοιτάξει έκανε ένα βήμα προς το κενό, αμέσως βρέθηκε να κλοτσάει και να ρίχνει μπουνιές στον αέρα, δύο χιλιόμετρα, υπολόγιζε περίπου, είχε λίγα δευτερόλεπτα ακόμα πριν τυλιχθεί σαν τρελός μέσα στα λευκά σεντόνια.

Φτάνοντας όμως πάνω στο σεντόνι έσκασε στο έδαφος, βάφοντας το κόκκινο, ενώ γύρω του πεσμένοι, διασκορπισμένοι, απορημένοι και φοβισμένοι οι φαντάροι αναρωτιόνταν ποιος τους πέταξε κάτω τόσο βίαια, και δεν κατάφεραν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους, κρίμα και φαινόταν τόσο απλή. Άραγε θα περνούσαν στρατοδικείο; Ξαφνικά ακουστήκαν κραυγές από διάφορα σημεία γύρω τους, ενώ συντρίμ­μια είχαν γεμίσει οι δρόμοι της πόλης. Οι φαντάροι εκτέλεσαν το τελευταίο μέ­ρος της διαταγής, να τυλίξουν το νεκρό πλέον, αντιρρησία,  στο ματωμένο σε­ντό­νι και να τον παραδώσουν στους ανώτερους τους, και τρέξανε να βοηθήσουν τον κόσμο που εκλιπαρούσε μέσα ή γύρω από τα συντρίμμια.

Αυτό το ταρακούνημα που τελικά κατέληξαν ότι μάλλον ήταν σεισμός και μάλιστα ο μεγαλύτερος που είχε γίνει ποτέ σε αυτή την πόλη, είχε πολλές υλικές καταστροφές αλλά ευτυχώς μόνο ένα θύμα, «κρίμα στον άνθρωπο, πάνω που ετοιμάζονταν να κατέβει από το πεζούλι και να του περάσουν οι επιστήμονες το τσιπάκι», λέγανε όλοι αναμεταξύ τους, αν και καταβάθος κανείς δεν το πίστευε.

 

ΤΕΛΟΣ

 Διαβάστε επίσης: