Στη λίμνη

Μιχάλης Μακρόπουλος

 
 

Του ’χε πει πως τον έλεγαν Κώστα, το πατρικό του ήταν στα Ραβένια κι ερχόταν κάθε καλοκαίρι κάνα δεκαήμερο, και τον ρώτησε από πού ήταν αυτός ꟷ μα ύστερα δεν είχαν τι άλλο να πουν, και τώρα ο Κώστας έλεγε αστεία με την παρέα του. Είχε δυνατή φωνή που αντηχούσε στις καλαμιές. Κάθονταν σ’ ένα από τα κιόσκια που ’χε βάλει ο δήμος. Ζευγάρια κι οπαδοί ομάδων είχαν χαράξει στο ξύλο το όνομά τους. Στο χώμα γύρω από το κιόσκι ήταν σκορπισμένα αποτσίγαρα. Πουλιά πετούσαν πάνω απ’ τα καλάμια, χάνονταν, πρόβαλλαν ξανά. Παραπίσω στο δρόμο περνούσαν αμάξια, καμιά νταλίκα πού και πού. Μα ήταν μακριά˙ από το θόρυβό τους, ως εδώ έφτανε όλο κι όλο μια μακρινή βοή. Πιο πολύ θα ενοχλούσαν τα πουλιά ꟷείπεꟷ οι φωνές του Κώστα και των φίλων του.

Αυτός καθόταν στη σκιά του δέντρου παραδίπλα. Από το βράδυ, εχθές, είχε θολούρα ακόμα, ώσπου ήπιε το πρωί μια μπίρα, την πρώτη γουλιά πάνω που το ρολόι στην πλατεία σήμαινε δέκα, και με το μυαλό του καθαρό, έπειτα, πήρε το αμάξι και ήρθε. Με τις λαστιχένιες παντόφλες, το μαγιό του, ένα μπλουζάκι, μια πετσέτα ριγμένη στο κάθισμα του συνοδηγού. Στη θήκη στην πόρτα του οδηγού, είχε μια πλαστική σακούλα με κροκέτες για σκύλους μέσα. Μήπως κι έβρισκε κείνον τον φίλο τουꟷ Πάντα τον έβρισκε. Πού να πήγαινε; Γυροβολούσε στο δάσος, έπινε νερό από τη λίμνη, τις νύχτες θα κοιμόταν κουρνιασμένος σ’ ένα από τα κιόσκια, κι έτρωγε ό,τι τύχαινε, το φαΐ που του ’ριχναν. Λες κι ήξερε ότι θα ’ρχόταν και τον περίμενε. Του κούνησε την ουρά κι έπεσε ύστερα με τα μούτρα στις κροκέτες.

Κάθισε στο παγκάκι στη σκιά του δέντρου. Για λίγο ήταν μόνος. Αυτός ο Κώστας με την παρέα του δεν είχαν έρθει ακόμη απ’ τα Ραβένια. Καθόταν κι έβλεπε τη λίμνη, τα πουλιά πάνω απ’ τις καλαμιές. Άκουγε τα κρωξίματα, τα τιτιβίσματά τους. Κάτι φυλακισμένο στο κορμί του ξέφυγε και λίγο λίγο απλώθηκε, πλάτυνε για να συμπέσει με την περίμετρο του νερού˙ ήταν λες και είχε τώρα μέσα του τις φωνές των πουλιών. Του φαίνονταν εύθραυστα όλα, σαν ν’ ανήκαν σε έναν κόσμο που ήταν όλος καμωμένος από λεπτό κρύσταλλο ꟷ κι αυτός ο ίδιος…

Από μακριά, θα ’λεγες πως αφουγκραζόταν κάτι ή πως τον είχε πάρει ο ύπνος.

Από ψηλά, ήταν ένας άνθρωπος μόνος του στην όχθη μιας λίμνης, που το νερό της, κι ο καλαμιώνας και τα δέντρα της, χώριζαν τον κόσμο του δρόμου από τον κόσμο εδώ.

Έδειχνε μικρός από ψηλά.

Θα καθόταν κι άλλο στο παγκάκι άμα ήταν μόνος. Δεν είχε σκοπό να βουτήξει κι ας φόραγε το μαγιό, έπειτα όμως ήρθαν τα δύο αμάξια από τα Ραβένια ꟷ και βούτηξε. Έμειναν να του κρατάνε το παγκάκι ꟷμην το πιάσει άλλοςꟷ οι πλαστικές του παντόφλες αφημένες μπροστά, το μπλουζάκι κουβαριασμένο πρόχειρα, κι ο σκύλος ξαπλωμένος παραδίπλα.

Κολύμπησε, κι αποκάτω υπήρχε ένα υγρό, πρασινωπό σκοτάδι μονάχα. Η λίμνη βάθαινε απότομα. Πήγε μέχρι τις καλαμιές πέρα αριστερά, σταματώντας πού και πού γιατί κουραζόταν. Δίπλα στα καλάμια, γόνος κολυμπούσε στην επιφάνεια ꟷ εκατοντάδες τόσα δα ψαράκια, μικρά σαν γυρίνοι, ασημένια και διάφανα, έτσι που φαίνονταν τα μικροσκοπικά τους σπλάχνα. Ορμούσαν όλα μαζί εδώ κι εκεί, και σκέφτηκε πως, άμα άνοιγε το στόμα, θα μπαινόβγαιναν μέσα του όπως σε μια σπηλιά. Το στόμα του θα ’ταν η σπηλιά, και τα ψαράκια θα τρέφονταν απ’ ό,τι τροφή υπήρχε ανάμεσα στα δόντια του και πάνω στη γλώσσα του. Τα καλάμια υψώνονταν από τον λασπερό πυθμένα, κι από πάνω πετούσαν τα πουλιά. Οι φωνές του Κώστα και των άλλων ίσα που ακούγονταν εδώ˙ ήταν σαν τη μακρινή βοή από τ’ αμάξια στο δρόμο. Τα ψαράκια γλιστρούσαν εκεί που ο κόσμος του ήχου συναντιόταν μ’ αυτόν της σιωπής, και σαν αυτά, μοιρασμένος ανάμεσα στους δυο κόσμους, ένιωθε κι ο ίδιοςꟷ πιο κοντά στο γόνο παρά στην παρέα απ’ τα Ραβένια.

Έλεγε πως μέχρι να ’βγαινε θα είχαν φύγει, όμως ήταν ακόμα εκεί.

Σκουπίστηκε γρήγορα γρήγορα γιατί τον τσιμπούσαν τα νταβάνια. Ο φίλος του ήταν άφαντος, θα ’χε τρυπώσει κάπου στις καλαμιές ή στα δέντρα. Πετραδάκια και χώμα είχανε κολλήσει στις βρεμένες του πατούσες όπως έβγαινε, και τον ζούληξαν όταν φόρεσε τις παντόφλες, ανάποδα στην αρχή, την αριστερή στο δεξί πόδι και τη δεξιά στ’ αριστερό, κι έπειτα σωστά. Δεν είχε σκουπιστεί καλά, και το μπλουζάκι κόλλαγε πάνω του με το νερό. Πήρε το χωματόδρομο, με τ’ αμάξι να σηκώνει ένα σύννεφο σκόνης και να σκαμπανεβάζει στις λακκούβες. Πιο μετά, με το μαγιό ακόμα, κάθισε να πιει μια μπίρα. Μες στο ζεστό καταμεσήμερο, η πλατεία ήταν έρημη. Πρωτύτερα, με το που ’χε φτάσει στη λίμνη, είχε καθίσει στο παγκάκι στη σκιά του δέντρου, και τώρα, στο τραπέζι στη σκιά του πλατάνου, έδειχνε ίδιος άμα τον κοίταγες από ψηλά ή από μακριά, σαν να ’χε ανταλλάξει ο κόσμος γύρω του τη λίμνη με την άδεια πλατεία και το παγκάκι με το τραπέζι στο καφενείο, ενόσω αυτός καθόταν ασάλευτος.

Ήρθε η Ερμιόνη.

«Μια μπίρα», της είπε.

Η αδελφή του και τα παιδιά κοιμόνταν όταν γύρισε σπίτι. Η Μαριάννα είχε παλιννοστήσει στο πατρικό της όταν χώρισε. Δεν είχε πού αλλού να πάει. Στο σώμα της είχε σημάδια ακόμα. Έγραψε τον Αναστάση στο νηπιαγωγείο, τον Σωκράτη στο δημοτικό, στη δευτέρα. Του φάνηκε περίεργο, που τους είχε στο σπίτι. Όμως έτσι κι αλλιώς, και πριν, θα καθόταν ή στην κάμαρά του ή στην κουζίνα. Τ’ άλλα δωμάτια τα είχε κλειστά. Άμα κολλούσε στις κλεισμένες πόρτες τ’ αφτί, θα άκουγε… Είχε μπει μια φορά στων γονιών, που ’χε ξεμανταλωθεί το παντζούρι και βαρούσε. Έκανε δαιμονισμένο θόρυβο. Μες στην παραζάλη του, νόμισε πως χτυπούσαν την εξώθυρα. Άνοιξε έπειτα την πόρτα που είχε τόσο καιρό ν’ ανοιχτεί. Τα σανίδια έτριξαν καθώς πήγαινε προς το παράθυρο. Στέριωσε το παντζούρι.

Τώρα είχε τη Μαριάννα, τα αγόρια. Δεν άλλαξε τις συνήθειές του.

Ένα πιάτο φαΐ ήταν σκεπασμένο πάνω στο τραπέζι. Άλλοτε θα ’τρωγε ό,τι τύχαινε, όμως όχι πια.

«Να φτιάξω καφέ;» ρώτησε η Μαριάννα λίγο μετά που σηκώθηκε. Έφυγε στις έξι, και μέχρι τις δώδεκα, τη μία ꟷανάλογαꟷ, θα μαγείρευε και θα σερβίριζε.

Πήρε τα αγόρια, στάθηκε για να πάρει μια μπίρα, και πήγαν στην παιδική. Κάθισε στο πεζούλι κι έπινε, γουλιά γουλιά. Ένα αλογάκι της Παναγίας ήρθε πετώντας στην πέτρα δίπλα του. Το ’δε να ταλαντεύεται στα κλαράκια που ’χε για πόδια, να καθαρίζεται, να κοιτάζει γύρω, και του φάνηκε πως υπήρχε μια λεπτή ύλη που απ’ αυτήν ήταν πλασμένο το αλογάκι της Παναγίας, τα ψαράκια στη λίμνη, ο Αναστάσης… Άμα πρόσεχες πως υπήρχε αυτή η ύλη, κάτι έπειτα έκανε την καρδιά σου να σφίγγεται τόσο, που δεν άντεχες ꟷ ένιωθες πως καθετί θα τσάκιζε από τη μια στιγμή στην άλλην. Ήταν ένας φόβος που σ’ έτρωγε, ένας τρόμος, και μονάχα η επόμενη γουλιά κι η επόμενη μπίρα τον μούδιαζαν.

Ποτέ όμως δεν τον έπνιγαν.

Αφού δεν ήταν ποτέ να χαθεί, ας χανόσουνꟷ

Έπειτα, τα αγόρια γύρισαν μόνα τους στο σπίτι κι αυτός έκατσε στην πλατεία. Κι ας ήταν μικρά, είχαν προφτάσει να μεγαλώσουν. Θα έτρωγαν, θα πλάγιαζαν. Πιο μετά, θα γυρνούσε η Μαριάννα…

Αργά μες στη νύχτα όταν γύρισε, γιατί τον είχε πάρει ο ύπνος στο παγκάκι κει που έπινε την τελευταία μπίρα, η Μαριάννα είχε ήδη πλαγιάσει. Τον είχε βρει πρωτύτερα, στις δώδεκα που σχόλασε, τον είχε καληνυχτίσει και του ’χε πει πως θα του άφηνε φαΐ πάνω στο τραπέζι, μήπως γυρνούσε πεινασμένος. Για μια στιγμή έπειτα περίμενε, σαν να τον ρωτούσε κάτι, και της είπε να πάει κι όπου να ’ναι θα ερχόταν κι αυτός. Μπήκε προσεχτικά, μην τους ξυπνήσει, μα έπειτα σκόνταψε σε μια καρέκλα, την γκρέμισε, και το κοιμισμένο σπίτι αντήχησε τον κρότο. Σηκώθηκε με τη νυχτικιά της.

«Σου ’χω φαΐ στην κουζίνα», του είπε. «Έλα να φας».

Κάθισε μαζί του ώσπου απόφαγε, και μετά τον καληνύχτισε ξανά, για δεύτερη φορά.

Είδε πώς το πιάτο που του είχε βάλει, τσιγκρισμένο στην άκρη, και τ’ άλλο πιάτο που το σκέπαζε, παραδίπλα το πιρούνι, η φέτα του ψωμιού πάνω στη χαρτοπετσέτα, ήταν πλασμένα από κείνη τη λεπτή ύλη και, μια παραπανίσια κίνηση να έκανες, θα έσπαζαν εύκολα όλα και θα ’μενε μόνο η χοντρή ύλη του κόσμου, που απ’ αυτήν ήταν πλασμένος κείνος ο Κώστας από τα Ραβένια και η παρέα του. Λίγη παραπάνω πίεση αρκούσε ꟷ Πόσο ν’ άντεχε ένα διάφανο σώμα, μικρό ίσαμε, να, το σπασμένο και βρόμικο νύχι του στο χέρι που βάσταγε μια μπουκιά ψωμί; ꟷ Τι χώριζε τα λεπτά του σπλάχνα από τον κόσμο της χοντρής ύλης και τα προφύλαγε; ꟷ Ο θάνατός του θα περνούσε απαρατήρητος, λες και δεν υπήρξε ποτέ… Καλύτερα, καλύτερα…

Παρά να…

Πάνω απ’ τις καλαμιές, δυο πουλιά πετούσαν. Ήταν μόνος στην όχθη, καθισμένος στο παγκάκι στη σκιά του δέντρου. Δεν είχε βρει τον φίλο του ꟷ θα τριγυρνούσε κάπου μες στο δάσος. Τα δυο πουλιά έκαναν το ένα κύκλους γύρω από τ’ άλλο. Θα ήταν ζευγάρι. Αγαπιόνταν;

Αγαπιόνταν όπως λέμε εμείς κι όπως νομίζουμε πως αγαπιόμαστε; Ναι, είπε μέσα του ꟷ μα το ’πε με έμφαση, λες και μια άλλη φωνή είχε προφτάσει να του φέρει αντίρρηση. Ναι, αλλά όπως εμείς; Με τον τρόπο μας; Όχι, όχι με τον τρόπο μας. Ναι, με τον δικό μας τρόπο. Και με τον τρόπο των μικρών ψαριών και μ’ αυτόν ενός σκεπασμένου πιάτου πάνω στο τραπέζι, μ’ ένα πιρούνι πλάι, μια χαρτοπετσέτα, μια φέτα ψωμί επάνω…

Με τον τρόπο που ’χουν να αγαπάνε τα κοκαλιάρικα γόνατα ενός μικρού αγοριού ꟷ έτσι, χωρίς συναίσθηση, χωρίς σκέψη ꟷ μόνο γιατί είναι…

Τα δυο πουλιά, τα μικρά ψάρια, το σκεπασμένο πιάτο με το πιρούνι και το ψωμί, τ’ αγορίστικα γόνατα, αγαπούν μόνο και μόνο γιατί είναιꟷ

Να υπάρχει κι άλλος τρόπος; Θα ’πρεπε να υπάρχει άλλος τρόπος;

Τα πουλιά χάθηκαν ύστερα μες στις καλαμιές και δυο αμάξια σταμάτησαν στην όχθη. Ήταν ο Κώστας από τα Ραβένια και η παρέα του. Τον χαιρέτησαν, κάθισαν σ’ ένα κιόσκι κι έπιασαν κουβέντα. Πότε του ενός, πότε του άλλου η φωνή δυνάμωνε κι έσκαγαν έπειτα στα γέλια όλοι. Σηκώθηκε απ’ το παγκάκι˙ πήγε προς το μέρος τους.

«Σκάστε!» είπε.

Τον κοίταξαν καλά καλά.

«Ήρεμα», είπε ένας ꟷ όχι ο Κώστας. «Δεν είναι δικό σου το μέρος».

«Σκάστε», ξανάπε.

Ένας σηκώθηκε ꟷ «Έχεις πρόβλημα;»

Του χίμησε, έκανε να τον βαρέσει αλλά σκόνταψε. Ο άλλος τραβήχτηκε. Σηκώθηκε, πήγε να χιμήσει ξανά. Ένας τον έπιασε, ένας άλλον τον βάρεσε. Αυτός έριξε μια κλοτσιά ꟷ τώρα κι άλλοι τον χτυπούσαν. Μάτωσε. Τελικά τον παράτησαν.

Όπως ήταν, με το πανταλόνι και την μπλούζα, μπήκε στο νερό κι άρχισε να κολυμπάει. Λίγο παραμέσα, δε φαινόταν πια ο λασπερός πυθμένας αποκάτω του, παρά μόνο ένα πρασινωπό σκοτάδι. Πουλιά πετούσαν από πάνω. Έστριψε προς τις καλαμιές στ’ αριστερά, κει που ’χε δει τις προάλλες τα διάφανα ψαράκια. Κατάφερε να φτάσει ως εκεί. Τα καλάμια υψώνονταν μες στο νερό ασάλευτα, και γύρω άλλα φυτά ανάδευαν αργά. Αφέθηκε να βουλιάξει κι άνοιξε το στόμα.

Ελάτε, είπε.

Άμα σήκωνε τώρα το κεφάλι, έβλεπε μέσ’ από τη λίμνη έξω, με τον τρόπο των μικρών ψαριών, που τώρα ήταν από πάνω του, στο λεπτό όριο εκεί που η σιωπή συνόρευε με τους ήχους: της παρέας στην όχθη, της βοής από το δρόμο˙ ενώ αυτός ήταν μες στη σιωπή όλος.

Εδώ, είπε.

Ελάτε.

Δυο μέρες μετά που ανέσυραν τον πνιγμένο, έγινε η κηδεία ανήμερα την ονομαστική του γιορτή, του Αϊ-Λιά.

 

 

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα τελευταία δεκατρία χρόνια ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα. Έχει εκδώσει δεκατέσσερα βιβλία για ενήλικες, τα τελευταία έξι από τις εκδόσεις Κίχλη: Το δέντρο του Ιούδα (2014), Τσότσηγια & Ω’μ (2017), Μαύρο νερό (2019), Η θάλασσα (2020), Άρης (2021, μαζί με την ποιήτρια Ελένη Κοφτερού), Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον (2022). Το Μαύρο νερό τιμήθηκε με το Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020 του περιοδικού Ο Αναγνώστης και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020, και η Μαλαματένια βελανιδιά (Καλειδοσκόπιο, 2020) με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2021. Διηγήματά του δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας. 

 

Διαβάστε επίσης: