SOLO

Μαίρης Β.
 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ήταν η πέμπτη φορά μέσα σε ένα τέταρτο που κοίταζε το κινητό του, «Τίποτα», μουρμούρισε και συνέχισε να πηγαινοέρχεται μέσα στο μικρό διαμέρισμα του. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στη δερμάτινη θήκη της κιθάρας του, κάθισε σε μια καρέκλα και την πήρε στα χέρια του, άνοιξε το φερμουάρ και την έβγαλε από μέσα. Τη γρατσούνισε αλλά ο ήχος της ήταν αποκαρδιωτικός, εκτός του ότι χρειαζόταν κούρδισμα, δυο χορδές είχαν σπάσει. Ούτε θυμόταν πόσος καιρός είχε περάσει που είχε να την πιάσει στα χέρια του, μπορεί και πάνω από χρόνο. Θυμήθηκε όταν ήταν παιδί πόσο του άρεσε η μουσική, η μοναδική του φιλοδοξία ήταν να γίνει μουσικός, να συμμετέχει σε συναυλίες και να γράφει όμορφες μελωδίες, τελικά η ζωή τον είχε οδηγήσει εντελώς αλλού. Όχι ότι είχε παράπονο, αλλά θα ήθελε κάτι παραπάνω, σίγουρα του άξιζε, ήταν πάντα επιμελής, εργατικός και ξεχωριστός, όλοι του οι δάσκαλοι είχαν να το λένε. ΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Ο ΙΔΙΟΣ.

Και αυτό το διαολεμένο κινητό να μη λέει να χτυπήσει. Έστρεψε την προσοχή του πάλι στο τηλέφωνο. Δεν είχε σκοπό όπως φαίνεται να τον καλέσει, οπότε δεν του έμεναν και πολλά να κάνει. Αν το άφηνε ανοιχτό, κάθε πέντε λεπτά, τι πέντε τρία, θα έλεγχε αν είχε μήνυμα ή κλήση. Αλλά πως στην ευχή ήταν δυνατόν να χάσει  κάποια κλήση ή να μην ακούσει την ειδοποίηση του μηνύματος, αφού βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο; Το πρωί έπρεπε να σηκωθεί νωρίς και δεν το συνέφερνε να ξεροσταλιάζει για μια κλήση που δε λάμβανε. Νευριασμένος, οργισμένος σχεδόν πήρε το κινητό στα χέρια του, για μια στιγμή σκέφτηκε να του δώσει μία να το ρίξει στον απέναντι τοίχο, αλλά μετά θα έπρεπε την επόμενη να τρέχει να αγοράσει νέα συσκευή, καθώς θα ήταν πεπεισμένος ότι θα είχε χάσει την κλήση που περίμενε. Τελικά αποφάσισε να κλείσει το κινητό και να ξαπλώσει, έτσι θα ήταν πιο ήρεμος και το πρωί θα σηκωνόταν να κάνει τις δουλειές του.

Αφού στριφογύρισε αρκετές φορές στο κρεβάτι του, η ώρα κόντευε τρεις και ακόμα δεν τον είχε πάρει ο ύπνος, «Ακόμα μια νύχτα χαμένη» σκέφτηκε και σαν πεισμωμένο παιδί, έκρυψε το κεφάλι του κάτω από το μαξιλάρι. Το επόμενο πρωί τον ξύπνησε το ξυπνητήρι που είχε ρυθμίσει στο κινητό του, δεν είχε καταλάβει ούτε πως, ούτε τι ώρα είχε αποκοιμηθεί. Σηκώθηκε περισσότερο εκνευρισμένος από ότι ήταν ήδη το περασμένο βράδυ, πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του, ενώ το κινητό του χτυπούσε ακόμα στο Ringtown που είχε επιλέξει ως ήχο αφύπνισης. Τελικά απενεργοποίησε το ξυπνητήρι και πάτησε το pin του τηλεφώνου για να ανοίξει. Περίμενε ένα λεπτό, πριν σηκωθεί να πάει στο μπάνιο, όταν ήρθε η ειδοποιήσει του μηνύματος.

Πήρε το κινητό στα χέρια του και διάβασε το μήνυμα. Ήταν ακριβώς αυτό που ήλπιζε, ενώ ένα δεύτερο μήνυμα τον ενημέρωσε ότι είχε τρεις χαμένες κλήσεις από το πρόσωπο που περίμενε.    

Χωρίς να σκεφτεί ότι ήταν αρκετά πρωί, για να τηλεφωνήσει στον πάντα ξενύχτη φίλο του, βρήκε το όνομα του στην ατζέντα του κινητού και πάτησε το κουμπί της κλήσης. Μετά από μόλις τρία χτυπήματα η φωνή του Ηλία ακούστηκε βραχνιασμένη από τον ύπνο.

«Ναι;»

«Έλα Ηλία, ο Γιάννης είμαι!»

«Στον ύπνο σου με έβλεπες βρε αδερφάκι μου;»

«Είδα τις κλήσεις σου».

«Χμμμ, γιατί το είχες κλειστό εχτές που σου τηλεφωνούσα; Αν το είχες ανοιχτό εκείνη την ώρα, δε θα με ξύπναγες τώρα».

Ο Γιάννης ντράπηκε να αποκαλύψει ότι δεν τα πήγαινε καλά με την αναμονή και ότι προτίμησε να κλείσει το κινητό του, για να μην το κοιτάζει κάθε μισό λεπτό.

«Έπεσε η μπαταρία και άργησα να το πάρω είδηση. Λοιπόν;» τον ρώτησε μην αντέχοντας άλλη αναβολή.

«Λοιπόν ετοίμασε τη βαλίτσα σου, στα τέλη της εβδομάδας έρχεσαι μαζί μου στο νησί».

«Αλήθεια ρε φίλε;»

«Αλήθεια βρε κωλόφαρδε. Θα δουλεύεις και θα βλέπεις γκομενάκια ημίγυμνα να κάνουν παρέλαση μπροστά σου με τα μαγιό τους μόνο, μερικές και topless».

«Για την ώρα το τελευταίο που με απασχολεί είναι τα γκομενάκια».

«Κάτσε να ’ρθεις στο νησί και θα ανοίξει το μάτι σου. Φυσικά, δεν είναι όλες κούκλες, αλλά περνάνε κάτι μωρά», ο Γιάννης άκουσε σκάσιμο χειλιών από την άλλη μεριά της γραμμής, και υπέθεσε ότι ο φίλος του έκανε την απαρχαιωμένη χειρονομία να φιλάει τα δάχτυλα του «μπουκιά και συχώριο», συμπλήρωσε ο Ηλίας για να επιβεβαιώσει στο Γιάννη ότι καλά είχε καταλάβει.

«Πολύ φοβάμαι ότι με τόσες ώρες δουλειάς, εμείς θα προτιμήσουμε τη νηστεία».

«Είμαστε νέοι ρε φίλε, νηστεία θα κάνουμε όταν θα γίνουμε ραμολή και θα τρέχουμε στις εκκλησίες, για να πάρουμε άφεση αμαρτιών προσπαθώντας να κερδίσουμε μια θέση στον παράδεισο».

«Πολύ δε μιλάς για κάποιον που μόλις ξύπνησε;»

«Με παρασέρνεις».

«Εγώ ή τα οράματα από τσίτσιδες γυναίκες;»

«Το ίδιο κάνει, λοιπόν αυτά, κλείνω κι αλλάζω πλευρό».

«Ηλία, σε ευχαριστώ».

«Να’ σαι καλά. Και που ’σαι Γιάννη, φέρε μαζί και την κιθάρα σου».

«Γιατί, βρήκες κάποιον να την σκοτώσουμε;»

«Αμαρτία ρε φίλε να σκοτώσουμε την κιθάρα σου, όπως αμαρτία είναι να την έχεις για μπιμπελό και να πιάνει σκόνη. Κάνε μου αυτή τη χάρη και φερ’ τη».

«Καλά θα δω».

«Όχι να μη δεις, να τη φέρεις».      

«Κατάλαβα, θέλεις να τη γρατζουνάς για να ρίχνεις γκομενάκια με νότες».

«Γιατί κακό είναι; Να τη φέρεις ε;» τον προειδοποίησε και αφού καληνύχτισε το φίλο του, τι κι αν ήταν πρωί, το έκλεισε για να συνεχίσει τον ύπνο του. Κλείνοντας το τηλέφωνο ο Γιάννης, ξάπλωσε πίσω στο μαξιλάρι και αποκοιμήθηκε ανακουφισμένος από τα νέα, όσο για το ραντεβού του, πωλήσεις εγκυκλοπαιδειών πόρτα πόρτα, μόλις το είχε ακυρώσει νοερά.   

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Είχε μαζέψει τα πράγματα του κι αναρωτιόταν αν τελικά θα έπαιρνε και την κιθάρα μαζί του στο νησί. Μετά από το τηλεφώνημα του με τον Ηλία, είχε αντικαταστήσει τις σπασμένες χορδές και την είχε κουρδίσει. Όμως δεν ήταν σίγουρος αν θα ανήκε στις αποσκευές του σε αυτό το ταξίδι. Ένα μόλις χρόνο πριν, ο ίδιος είχε καταστρέψει το μέλλον του, όπως σχολίαζαν οι φίλοι του και το τότε κορίτσι του, το οποίο τον χώρισε λίγο καιρό έπειτα. Ο λόγος, το ότι ήταν ισχυρογνώμων και δε μετακινούταν ούτε τόσο δα λιγάκι, από τις απόψεις του. Από την πλευρά του θεωρούσε τον εαυτό του ιδεολόγο και δεν ήθελε να μετατραπεί σε κάτι που θα αποφάσιζαν οι άλλοι για εκείνον. Από πολύ νωρίς είχε ξεχωρίσει το ταλέντο του στη μουσική. Είχε όμορφη φωνή με ιδιαίτερη βραχνή χροιά, είχε μουσικό αυτί και έγραφε εξίσου καλά στίχους και μουσική. Μέσω κάποιας μελωδίας μπορούσε να εκφράζεται καλύτερα απ’ ότι με άλλο τρόπο. Ένα τέτοιο ταλέντο δεν μπορεί να μείνει καιρό χωρίς να ανακαλυφτεί, ειδικά όταν ο δάσκαλος του έχει φίλους που λύνουν και δένουν στις δισκογραφικές. Του έκλεισε ένα ραντεβού, λέγοντας στους φίλους του ότι θα καταλάβουν μόλις τον ακούσουν και πράγματι ακούγοντας το Γιάννη εκείνοι ενθουσιάστηκαν. Όμως τα πράγματα μόνο ειδυλλιακά δε θα εξελίσσονταν σε αυτή την προοπτική καριέρας, αφού από τη δισκογραφική του ζήτησαν να αλλάξει τα πάντα. «Ωραία τα τραγούδια σου, αλλά δεν είναι τόσο εμπορικά, πρέπει να αλλάξεις». Με λίγα λόγια θέλανε να τον τυποποιήσουν, να τον κάνουν ένα τραγουδιστή του συρμού που θα τραγουδούσε ότι και οι υπόλοιποι, για τους οποίους ξελιγώνονται τα κοριτσάκια από 13 ως 23.  Και καλά όλα τα άλλα, το χειρότερο ήταν ότι θα έπρεπε να τραγουδάει με τον ίδιο τρόπο, ώστε να μην ξεχωρίζει σχεδόν η φωνή του. Δεν του το είπαν έτσι ακριβώς, αλλά αυτό υπονοούσαν τα συμφραζόμενα. 

Όμως ο Γιάννης δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο και κυρίως, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη μουσική σαν ένα οποιοδήποτε επάγγελμα. Δε θα ήταν δυνατόν να το δει απλά και μόνο βιοποριστικά. Ήταν τρόπος έκφρασης για τον ίδιο, και δε θα ήθελε να ξεσηκώνει τους άλλους ώστε να ανεβαίνουν στα τραπέζια και να χορεύουν. Επιθυμούσε η δουλειά του να μιλάει στην ψυχή των ακροατών του, αν ποτέ αποκτούσε.  

Όλοι πάσχισαν να τον μεταπείσουν, όμως εκείνος απλά δεν μπορούσε. Αποτέλεσμα να παρατήσει την προοπτική της μεγαλειώδης καριέρας του, με αμφίβολη όμως διάρκεια, να τον παρατήσει το κορίτσι του, χαρακτηρίζοντάς τον looser και αυτοκαταστροφικό, την ώρα που του επισήμαινε ότι τέτοιες ευκαιρίες παρουσιάζονται μόνο μια φορά στη ζωή και όχι σε όλους.

«Ούτως ή άλλως αργά ή γρήγορα θα χωρίζατε», του επισήμανε ο Ηλίας. Ο Γιάννης τον κοίταξε απορημένος. «Σε χώρισε επειδή αρνήθηκες να γίνεις πρώτη μούρη στη μουσική σκηνή, αν όμως γινόσουν, με τα μυαλά σου να έχουν πάρει αέρα, το πιο πιθανόν να τη σούταρες εσύ. Αλλά, εσύ ως ιδεολόγος αποφάσισες να μην συμβιβαστείς και αντί η ανόητη να μείνει πλάι σου, που θα έβρισκε άλλον τέτοιο βλάκα, αποφάσισε να φύγει. Ας πάει να βρει κανέναν τρόμπα».    

Το χειρότερο όμως όλων, ήταν ότι με την οικονομική ύφεση, ο Γιάννης να μην μπορεί να σταυρώσει μόνιμη δουλειά. Άλλες φορές έφευγε ο ίδιος, κι άλλες μόλις συμπλήρωνε ένα κύκλο εργασιών, ο εργοδότης του έβρισκε ένα ελάττωμα και τον ξαπόστελνε. Στην ουσία, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι μόλις ελαττωνόταν ο φόρτος εργασίας, να μην του ανανεώνουν τη σύμβαση με μια οποιαδήποτε δικαιολογία, που αφορούσε τον ίδιο. Θέλοντας να τον αναγκάσουν να δώσει το 100% των δυνατοτήτων του, του πούλαγαν φούμαρα στη συνέντευξη, ότι θα τον πάρουν δοκιμαστικά και θα έκριναν από τις επιδόσεις του. Αλλά τελικά μία δεν έδειχνε την προσωπικότητα του, μία δεν αγάπαγε αυτό που έκανε, λες και ήταν παίχτης σε reality, άκουγε διάφορες αντίστοιχες φαμφάρες, που είχε εκπαιδεύσει η ελληνική τηλεόραση αρκετούς από τους πολίτες της, με τους εργοδότες του να τα παπαγαλίζουν.    

Ο Ηλίας ήταν ο μόνος που του ασκούσε τη λιγότερη κριτική, αν και κάποια στιγμή τον είχε ρωτήσει, μήπως θα ήταν καλύτερα να ζει από τη μουσική του, από το να είναι συνεχώς με μια εφημερίδα στο χέρι προς αναζήτηση εργασίας και να ακούει μαλακίες από κάθε τυχάρπαστο ‘‘μπακάλη’’ που νόμιζε ότι είχε επιχείρηση.

«Δεν καταλαβαίνεις», του απάντησε απογοητευμένος ο Γιάννης, «η μουσική για μένα είναι τρόπος έκφρασης, δεν μπορώ να της φερθώ σαν να είναι ιερόδουλη…»

«Ίσως και να καταλαβαίνω, το θέμα είναι ότι οι περισσότεροι θα σκότωναν, να έχουν βρεθεί στη θέση σου, οπότε παρασυρόμαστε και οι υπόλοιποι και σκεφτόμαστε όπως μας έχουν καθοδηγήσει». Σχολίασε κάποτε ο Ηλίας και ύστερα από αυτό δεν κουβέντιασαν ξανά το θέμα. Αποκαρδιωμένος και κουρασμένος ο Γιάννης, αναρωτιόταν και ο ίδιος κάποιες φορές αν είχε πράξει σωστά, σωστά ίσως, αλλά όχι και ορθά. Είχε εγκαταλείψει την κιθάρα του και για ένα χρόνο έκανε ότι δεν την έβλεπε. Είχε γίνει ένας άνθρωπος πεζός, που για την ώρα τον απασχολούσε να καλύψει τις βασικές του ανάγκες και, όχι να γράψει μουσική και στίχους, αν και του περίσσευαν οι λόγοι για να εκφραστεί μέσω της μεγάλης του αγάπης. Αν είχε υπογράψει το συμβόλαιο δε θα είχε χάσει τουλάχιστον την επαφή του μαζί της. Αμφιταλαντεύτηκε πολύ για το αν τελικά θα έπρεπε να πάρει την κιθάρα, κι ενώ κάποτε δεν πήγαινε πουθενά χωρίς εκείνη, τώρα την αντιμετώπιζε ως  περιττό βάρος. 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Αν και αρχές Απρίλη, όταν έπιασαν δουλειά στην ψαροταβέρνα, δίπλα στην παραλία, η κίνηση δεν ήταν και μικρή. «Και που να δει τι θα γίνεται τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, ούτε το πουλί σου δε θα προλαβαίνεις να βγάζεις από το παντελόνι… για να κατουρήσεις», συμπλήρωνε πονηρά ο Ηλίας. Ο Γιάννης χαμογελούσε και χωρίς να βαρυγκωμάει, έπαιρνε παραγγελίες και σέρβιρε τα πιάτα. Παρά τις αρκετές ώρες δουλειάς, αφού το μαγαζί άνοιγε γύρω στις οχτώ για να παραλαμβάνει το εμπόρευμα και να σερβίρει σε κάποιους πρωινούς και μοναχικούς κολυμβητές το πρωινό, ύστερα από το μπάνιο τους και έκλεινε γύρω στις τρεις το πρωί, εκείνος ένιωθε αναζωογονημένος. Ο καθαρός αέρας, ο γεμάτος ιώδιο και αλμύρα που ερχόταν από τη θάλασσα, και το βραχώδες τοπίο, του είχαν φτιάξει τη διάθεση ύστερα από ένα χρόνο αυτολύπησης, σχεδόν απελπισίας. Η κιθάρα του παρέμενε ανενεργή, ακουμπισμένη πάνω σε μια καρέκλα στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Ηλία. Από το φίλο του ούτε κουβέντα για να παίξει, όμως ούτε ο ίδιος την πλησίαζε, λες και θα καιγόταν.

Ήταν ένα απόγευμα μετά τη δουλειά και αφού επέτρεψε στον εαυτό του την πολυτέλεια να κάνει μια βουτιά στη θάλασσα, πριν γυρίσει στο δωμάτιο του, για να κάνει ένα ντους και να πάρει έναν υπνάκο, ανανεωμένος, λες και η θάλασσα είχε τραβήξει από πάνω του την κάθε έγνοια, αποφάσισε να πάρει την κιθάρα ξανά στα χέρια του. Την έβγαλε από τη θήκη και άρχισε να γρατσουνάει τις χορδές της. Παρασυρμένος από τις μελωδίες και από τη συγκίνηση, άρχισε να παίζει στην κιθάρα του τον σκοπό από ένα αγαπημένο του τραγούδι. Καθισμένος στο κρεβάτι, με τα μαλλιά του βρεγμένα και φορώντας μόνο το εσώρουχο, τον βρήκε ο Ηλίας όταν μπήκε στο δωμάτιο τους, λίγη ώρα αργότερα με τη συντροφιά της Τόνιας, της νεαρής φιλενάδας του από το νησί, ή μιας τέλος πάντων από τις πολλές.

«Μπα μπα, τι βλέπω! Παλιές, γνώριμες συντροφιές! Τόνια, να σου συστήσω το Γιάννη, Γιάννη η φίλη μου Τόνια». Η κοπέλα πρόσφερε το χέρι της στο Γιάννη, που το κράτησε ελάχιστα ώστε να συγκρατήσει πιο σταθερά της κιθάρα του, για να κρύψει μέρος από το γυμνό κορμί του. «Εμείς θα πάμε στην παραλία, θες να έρθεις και εσύ; Θα συναντηθούμε και με άλλους φίλους».

«Δεν ξέρω, χρειάζομαι ύπνο».                 

«Η ζωή δεν είναι μόνο νάνι και δουλειά φίλε, ειδικά όταν βρίσκεσαι στις Κυκλάδες. Ρίξ’ το και εσύ ένα βράδυ έξω, άλλωστε δε θα το παρακάνουμε, φρέσκος θα πας αύριο για το μεροκάματο. Πάρε τη φιλενάδα σου, να πάρω και εγώ τη δική μου και έλα να γνωρίσεις κόσμο», είπε κλείνοντας του το μάτι πονηρά και σφίγγοντας πάνω του την Τόνια.

«Δεν ξέρω».

«Κατάλαβα, θες να κάνεις πρακτική στην κιθάρα».

«Όχι».

«Και τότε γιατί την κρατάς έτσι;» τον ρώτησε για να δεχτεί ένα αποδοκιμαστικό νεύμα. «Α καλά! Τέλος πάντων, αν το μετανιώσεις έλα στην παραλία, σε δεχόμαστε και single, χωρίς κιθάρα». Και αφού πήρε κάτι από την βαλίτσα και το έκρυψε στην τσέπη του, τράβηξε τη Τόνια μαζί του να φύγουν. Από το ανοιχτό παράθυρο ο Γιάννης, άκουσε τη Τόνια, κατεβαίνοντας τα σκαλιά να ρωτάει τον Ηλία, γιατί δεν έπεισε το φίλο του να πάει με την κιθάρα του.

«Έχει πέσει παρεξήγηση ανάμεσα τους».

«Τι λες βρε Ηλία, με την κιθάρα;»

«Άμα σου λέω», ο Γιάννης κούνησε το κεφάλι του και επέστρεψε την κιθάρα στη θήκη της, για να πέσει στο κρεβάτι να κοιμηθεί.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Φρέσκος μετά από έναν δίωρο ύπνο και αρκετό στριφογύρισμα, μιας και δεν κατάφερε να ξανακοιμηθεί, ο Γιάννης αποφάσισε ότι ήταν μάταιο και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήπιε λίγο νερό από το ψυγείο και αναρωτήθηκε πως θα περνούσε το χρόνο του. Ίσως να μην ήταν κακή ιδέα να περάσει από την παραλία να γνωρίσει την παρέα του Ηλία από το νησί. Τον τελευταίο χρόνο είχε απομονωθεί, θυμωμένος από την κριτική που του ασκούσαν οι φίλοι του και τα διάφορα υποτιμητικά τους σχόλια, που του μαρτυρούσαν ότι δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν, αναγκάζοντάς τον να απομακρυνθεί. Αποφάσισε να μην σκέφτεται τα παλιά. Φόρεσε ένα ξεβαμμένο μπλου τζιν κι ένα λευκό μπλουζάκι κι έφυγε για την παραλία. Άραγε θα τους έβρισκε εκεί ή θα αναγκαζόταν να πάει σε κανένα μπαράκι να τα πίνει με τον εαυτό του, στην απόπειρα του για επανακοινωνικοποίηση.

Μια φωτιά έκαιγε και γύρω από αυτή κάθονταν μια παρέα με νεαρούς. Ο Γιάννης πλησίασε δειλά αναζητώντας τον Ηλία, όμως δεν τον έβλεπε ανάμεσα τους, να είχε φύγει άραγε ο φίλος του.

«Μουσικέ», άκουσε κάποια φωνή να τον φωνάζει, στράφηκε και είδε την Τόνια που του κουνούσε το χέρι χαμογελώντας, «Ήρθες τελικά; Κάτσε μην στέκεσαι όρθιος», τον προσκάλεσε στην παρέα.

«Ο Ηλίας;» ρώτησε όταν πήγε και κάθισε δίπλα της, μιας και ήταν το μόνο άτομο που γνώριζε έστω εμφανισιακά.

«Πήγε για μπύρες!»

«Ελπίζω να φέρει και κανένα πατατάκι, έχω πεθάνει της πείνας», σχολίασε κάποιος άλλος. Βιαστικά βήματα ακούστηκαν πάνω στα χαλικάκια της παραλίας, όταν ένα κορίτσι μούσκεμα από το νερό της θάλασσας, έκανε την εμφάνιση του.

«Μπορείτε να μου κάνετε λίγο χώρο να καθίσω», ζήτησε και χώθηκε ανάμεσα στο Γιάννη και την Τόνια, ενώ τράβηξε τα καστανά μαλλιά της μπροστά, για να τα στύψει.

«Κορίτσια με μπικίνι», σκέφτηκε ο Γιάννης τα λόγια του Ηλία, και έκανε να τραβήξει το βλέμμα του.

«Γεια είμαι η Μαριλένα. Κι εσύ καινούργιε ποιος είσαι;»

«Ο Γιάννης», απάντησε στη θέση του η Τόνια, πριν προλάβει εκείνος να ανοίξει το στόμα του, «είναι φίλος του Ηλία και μουσικός».

«Τι λες;» σχολίασε η Μαριλένα. Και ο Γιάννης δεν ήξερε αν η γοργόνα δίπλα του, έδειχνε θαυμασμό ή συγκαλυμμένη αδιαφορία.  

«Μάλιστα και πολύ καλός!» ακούστηκε η φωνή του Ηλία που στεκόταν πίσω τους και είχε αρχίσει να μοιράζει τις μπύρες πετώντας τες διαμετρικά στον κύκλο που είχε σχηματίσει η παρέα. Αφού τελείωσε με τον καταμερισμό του αλκοόλ, πήγε και κάθισε ανάμεσα στη Μαριλένα και την Τόνια, αφού πρώτα έσφιξε τον ώμο του φίλου του για να του δείξει την ικανοποίηση του που τον βρήκε στην παραλία.

«Πόσο καλός δηλαδή;» ρώτησε η Μαριλένα.

«Τόσο που δισκογραφική θέλησε να του κάνει συμβόλαιο, όμως εκείνος τους έφτυσε και τους είπε όχι!»

«Αλήθεια ή κανένα από τα συνηθισμένα παραμύθια του Ηλία;» ρώτησε το Γιάννη.

«Αλήθεια», απάντησε έχοντας καρφωμένο το βλέμμα του στη φωτιά, για να μην κάψει με τα μάτια του τον Ηλία για την έλλειψη διακριτικότητας.             

«Και γιατί τους έφτυσες;»

«Γιατί εκείνοι δεν ήθελαν να τραγουδάω αυτά που ήθελα και εγώ δεν ήθελα να τραγουδάω αυτά που με υποχρέωναν». Εκείνη άφησε να της ξεφύγει ένα αναστεναγμός.

«Καταλαβαίνω».

«Αλήθεια;» Ήταν η σειρά του Γιάννη να απορήσει.

«Φυσικά! Οι τέχνες έχουν καταλήξει να είναι κατευθυνόμενες ή θα κάνεις κάτι υπερβολικά εμπορικό, ώστε να σε αρμέγουν οι εκάστοτε επιχειρηματίες της τέχνης ή δεν ανήκεις στην τέχνη τους. Είσαι ένας έκπτωτος καλλιτέχνης. Κάτι σαν το Θεό ή το θηρίο του Αριστοτέλη, που προτιμάει να μένει αποκλεισμένο, αφού δεν καταλαβαίνεις τους νόμους του καλλιτεχνικού εμπορίου».

«Μήπως γίνεσαι λίγο μελοδραματική;» τόλμησε και τη ρώτησε ο Γιάννης.

«Βρίσκεις;» Ανασήκωσε τους ώμους του μην ξέροντας τι να της απαντήσει.

«Δεν είναι μελοδραματική, είναι Drama Queen!» σχολίασε η Τόνια δυνατά.

«Ασχοληθείτε εσείς με το μπαλαμούτιασμά σας και αφήστε εμάς τους καλλιτέχνες να μιλήσουμε», απάντησε η Μαριλένα.

«Είσαι καλλιτέχνης;» τη ρώτησε ο Γιάννης με ενδιαφέρον.

«Ναι».

«Σε τι ακριβώς;»

«Μα στο δράμα», απάντησε με απλότητα, κάνοντας τους πάντες να γελάσουν ενώ το Γιάννη να σαστίσει. «Εκεί με έχρησαν βασίλισσα, γιατί λοιπόν να αρνηθώ το βασίλειο και να απογοητεύσω τους υπηκόους μου».

«Πειραχτήρι!» της είπε κάποιος, πετώντας της το μεταλλικό δαχτυλίδι από το κεσεδάκι της μπύρας.

«Λοιπόν Γιάννη», συνέχισε την κουβέντα τους αλλά με σοβαρό ύφος αυτή τη φορά. «Σκέφτεσαι να κάνεις τη μουσική σου γνωστή με κάποιο τρόπο;»

«Με ποιον τρόπο;» ρώτησε εκείνος πίνοντας μια γουλιά από τη μπύρα που του είχε προσφέρει ο Ηλίας.

«Μέσω ιντερνέτ ας πούμε. Πόσα και πόσα γκρουπάκια και τραγουδιστές γίνονται γνωστοί μέσω αυτής της φοβερής ανακάλυψης, που φτάνει ανά πάσα στιγμή σε όλες τις μεριές του πλανήτη. Χωρίς να έχεις την ανάγκη καμίας δισκογραφικής και κυρίως κανενός γραβατωμένου κοιλαρά, που παριστάνει ότι ξέρει τη μουσική  ενώ μπερδεύει τις συνθέσεις του Μότσαρτ με του Τσαϊκόφσκι και δεν ξέρει ούτε να προφέρει την κλίμακα με τις νότες».

«Όπως είπες και εσύ, είναι τόσοι πολλοί που ασχολούνται με τη μουσική.  Άλλωστε πόσα και πόσα ταλέντα δεν έχασαν το δόμο τους στην πορεία, νομίζεις ότι θα χάσει η τέχνη αν κάποιος …»               

«Δε θα έχανε η μουσική αν ο Μότσαρτ τα παρατούσε;»

«Σε καμία περίπτωση δε θεωρώ τον εαυτό μου Μότσαρτ».

«Μήπως είσαι μοιρολάτρης;»

«Ίσως και να είμαι», είπε και την κοίταξε στα μάτια. Ήταν σκοτεινά και έκρυβαν κινδύνους, όπως τα βάθη της θάλασσας. Ενώ η αντανάκλαση από δυο μικρές φωτιές έκαιγε μέσα τους.   

«Όπως και να έχει η τέχνη είναι τρόπος έκφρασης, δεν μπορεί κανείς να μας εμποδίσει να την εξασκούμε». 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

«Να την προσέχεις αυτή», τον συμβούλεψε ο Ηλίας μόλις επέστρεψαν στο δωμάτιο τους. 

«Σε ποια αναφέρεσαι;» έκανε ότι δεν κατάλαβε ο Γιάννης.

«Στη Μαριλένα, αυτή δεν ονειρεύεσαι με ανοιχτά μάτια;»

«Καμία σχέση!»

«Μόλις μου το επιβεβαίωσες!»

«Άκυρο το συμπέρασμα σου», είπε και έμειναν για λίγο σιωπηλοί, απασχολημένοι ο καθένας με τα δικά του. «Και στην τελική ένα κοριτσάκι είναι, τι θα μπορούσε να μου κάνει;» 

«Χα, η Μαριλένα ένα απλό κοριτσάκι, ας γελάσω. Σειρήνα είναι, μπορεί να σε πλανέψει. Και έπειτα να με καλέσουν για την αναγνώριση του πτώματός σου, και να μην μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι είσαι εσύ. Πώς να ξεχωρίσεις σε ποιον ανήκουν ένα τσουβάλι κόκκαλα, γιατί αυτό θα έχει απομείνει από εσένα».   

«Υπερβολές!» είπε γελώντας την ώρα που στο μυαλό του σκάρωνε στιχάκια για σειρήνες. «Τι είδους καλλιτέχνης είναι αλήθεια;»      

«Δεν το λες και τέχνη, λέει σαχλαμάρες και κάνει τον κόσμο να γελάει!»

«Δεν είναι και λίγο να καταφέρνεις να κάνεις τον κόσμο να γελάει», σχολίασε ο Γιάννης και σηκώθηκε βιαστικά, για να πάει στο μπάνιο αρπάζοντας ένα στυλό και μια χαρτοπετσέτα. Δεν ήθελε ο φίλος του να τον δει να γράφει ύστερα από τόσο καιρό καλλιτεχνικής απραξίας. Ποιος άντεχε έπειτα το κάζο που θα του έκανε!   

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Όλο και πιο συχνά συνόδευε στις εξόδους του τον Ηλία, ύστερα από τη γνωριμία του με τη Μαριλένα. Εκείνη αν και έδειχνε ενδιαφέρον για το νεαρό μουσικό, δεν καθόταν να μονοπωλήσει το χρόνο της μαζί του. Αντιθέτως λειτουργούσε σαν μια στάρλετ που χάριζε την προσοχή της σε όλους τους παρευρισκόμενους, σκορπίζοντας λίγο από τον χρόνο της στον καθένα, με το φόβο μην απογοητεύσει κάποιον από τους θαυμαστές της.

«Βαριέσαι εύκολα!» σχολίασε ο Γιάννης ένα απόγευμα, προσπαθώντας να παρατείνει την παρουσία της κοντά του.

«Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησε εκείνη με ειλικρινή απορία.

«Γιατί αλλιώς βαριέσαι εμένα».

«Ούτε το ένα, ούτε το άλλο!»

«Τότε γιατί δεν κάθεσαι κάπου λίγα λεπτά παραπάνω;»

«Αν κρατάς μυστικό θα σου πω». Ο Γιάννης χωρίς να αντιδράσει, περίμενε μια απάντηση. «Στην πραγματικότητα κατασκοπεύω, ακούω τι λένε και παίρνω ιδέες».

«Για να τους κοροϊδέψεις αργότερα;»

«Δεν τους κοροϊδεύω, τι με πέρασες για κανέναν νταή». Αντέδρασε ενοχλημένη εκείνη.   

«Κάποιος μπορεί να ενοχληθεί από κάτι που θα πεις».

«Σε ενημερώνω ότι τα περισσότερα τα λέω για τον εαυτό μου! Και εσύ;»

«Εγώ τι;»

«Υποτίθεται ότι είσαι μουσικός και δεν σε έχω ακούσει ούτε να παίζεις, ούτε να τραγουδάς. Ούτε καν να σφυρίζεις τον σκοπό ενός τραγουδιού. Η υποτιθέμενη κιθάρα σου προφανώς και είναι φάντασμα, γιατί προσωπικά δεν την έχω δει ποτέ. Αλλά και όσες φορές σου έχει δοθεί η ευκαιρία, επειδή κάποιος άλλος έχει φέρει την κιθάρα του μαζί, εσύ απέφυγες να συμμετέχεις. Απλά κάθεσαι ακούς και ρεμβάζεις».

«Δεν είμαι μουσικός πια», είπε ενοχλημένος γυρνώντας της την πλάτη.

«Προφανώς δεν ήσουν μουσικός ποτέ!» σχολίασε εκείνη φεύγοντας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Μετά από αυτή τη μικρή διένεξη, ο Γιάννης δεν ξανασυνάντησε τη Μαριλένα στις εξόδους του με τον Ηλία. Αν και καιγόταν να ρωτήσει το φίλο του που είχε χαθεί η Σειρήνα, αναρωτώμενος αν είχε ευθύνη για την εξαφάνιση της, εξαιτίας της συζήτησης που είχαν κάνει την τελευταία φορά, δεν ήταν πρόθυμος να υποστεί την καζούρα του. Ώσπου ένα βράδυ ο Ηλίας, βλέποντας τον να παριστάνει τον αδιάφορο, αλλά με το βλέμμα του να κάνει περιπολίες, αναζητώντας κάποιον ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, τον πλησίασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

«Τελικά η περίπτωση σου είναι χειρότερη απ’ ότι πίστευα».

«Σε τι αναφέρεσαι;»

«Στη Σειρήνα».     

«Είναι εδώ; Δεν τη βλέπω!»

«Όχι δεν είναι εδώ, γι’ αυτό δεν τη βλέπεις. Και ούτε πρόκειται να τη δεις. Αν και κάτι μου λέει ότι θες να μάθεις και μάλιστα πολύ το που βρίσκεται».

«Δε σε ρώτησα!»

«Αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Λοιπόν να σου πω ή να σε αφήσω στην άγνοια;»

«Αναλόγως τι έχεις να μου πεις» σκέφτηκε να απαντήσει ο Γιάννης, αλλά κράτησε τα χείλη του κλειστά.

«Είναι απομονωμένη σε έναν κλειστό χώρο», ύστερα έκανε μια δραματική παύση πριν συνεχίσει, «πάντα έτσι συμβαίνει όταν κάθεται και γράφει τα κείμενα της και τα προβάρει».

«Δεν καταλαβαίνω!»

«Κάθε χρόνο, τα τελευταία τρία τουλάχιστον, παρουσιάζει το σόου της σε ένα μπαράκι στη χώρα. Είναι κάτι σαν δοκιμαστικό, βλέπει πόση απήχηση έχει στο κοινό και ύστερα κάνει τις ανάλογες διορθώσεις, πριν εμφανιστεί σε κάποιο χώρο στην Αθήνα».

«Και πότε θα γίνει αυτό;»

«Την ερχόμενη εβδομάδα. Θες να πάμε;»

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Το μπαράκι στη χώρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παλιού τύπου ντίσκο, το οποίο από τις πολλές ανακαινίσεις, αποτυχημένες οι περισσότερες, σχεδόν δεν είχε ταυτότητα. Όπως και να είχε, ο κόσμος έκανε κέφι πίνοντας τα ποτά του, συζητώντας, χορεύοντας, φλερτάροντας και ακούγοντας δυνατά χιτάκια που έκαναν επιτυχία στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Η μουσική σταμάτησε και κάποιος χτύπησε ένα γκονγκ για να τραβήξει την προσοχή των παρευρισκόμενων, ώστε να παρουσιάσει «το μοναδικό, φωτεινό αστέρι που είχαν την ευκαιρία οι θαμώνες του μπαρ, εκείνο το βράδυ να παρακολουθήσουν σε παγκόσμια πρώτη. Τη Μαρία –Ελένα», είπε τραβώντας το τελευταίο φωνήεν και από τα δύο ονόματα της καλλιτέχνιδας. Την ώρα που έβγαινε στη σκηνή η Μαριλένα, μπήκαν στο κλαμπ ο Ηλίας με το Γιάννη, αφού πήραν από μία μπύρα, κοίταξαν να δουν αν υπάρχει κάπου χώρος να καθίσουν. Ο Γιάννης έκανε ένα βήμα για να πάει μπροστά να τη βλέπει καλύτερα, όταν το χέρι του Ηλία τον συγκράτησε.

«Όποιος κάθεται μπροστά, μπαίνει στόχος, καλύτερα να κάτσουμε εδώ που βρισκόμαστε, στην σκοτεινή πλευρά της σελήνης».

Η Μαριλένα στην αρχή συστήθηκε στο κοινό, κάνοντας κάποια αυτοσαρκαστικά σχόλια για τα υποτιθέμενα ταλέντα της, όπως τα χαρακτήρισε και για τις ασχολίες της. Ύστερα έπιασε κουβέντα με κάποιους που στεκόταν κοντά στην αυτοσχέδια σκηνή και αφού έριξε μια ματιά στο Γιάννη και στον Ηλία, ξεκίνησε το κεντρικό κομμάτι του προγράμματος της.

«Στην Ελλάδα έχουμε παραγωγή σε δύο ειδών τύπους επαγγελμάτων, στους παραμυθάδες και στους καλλιτέχνες».  

«Ωχ», άκουσε τον Ηλία δίπλα του.

«Τι;» ρώτησε ανήσυχος ο Γιάννης.

«Την εμπνεύσαμε».

«Προσωπική μου γνώμη λοιπόν ότι θα μπορούσαμε να έχουμε τους πενταπλάσιους εκλεγμένους αντιπροσώπους στο σπίτι της δημοκρατίας. 3*5;» ρώτησε ανύποπτα ένα νεαρό.  

«15;»

«Λάθος. 1500. Ξέχασες να προσθέσεις τα δύο μηδενικά στο τέλος. Εκτός κι αν δεν ξέρεις ότι έχουμε 300 αντιπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο. 1500 μηδενικά λοιπόν. Συγνώμη, βουλευτές ήθελα να πω».

«Το ίδιο είναι!» Φώναξε κάποιος από το κοινό προκαλώντας μειδίαμα στη Μαριλένα και γέλια στο κοινό. Αφού μίλησε λίγο ακόμα για τους παραμυθάδες, έπιασε τους καλλιτέχνες και εκείνη τη στιγμή τα αυτιά του Γιάννη άρχισαν να βουίζουν, μην έχοντας την επιθυμία να ακούσει.

«Το χειρότερο είναι, ή μάλλον το πιο διασκεδαστικό, όταν είσαι φίλος ενός παραμυθά και σε παρουσιάζει σαν κάτι άλλο. Κι εσύ προκειμένου να μην τον εκθέσεις, προσπαθείς να ανταποκριθείς στο ρόλο σου χωρίς όμως να έχεις γνώσεις βασικές, οπότε στέκεσαι και εσύ στα λόγια. Σε παρουσιάζει ως γιατρό, και να φυλάει ο Θεός να μην χρειαστεί κανείς τις ιατρικές σου συμβουλές ή ακόμη χειρότερα να τον χειρουργήσεις. Όμως διερωτώμαι, αυτό κάνει και εσένα παραμυθά μιας και συνεχίζεις να παραμυθιάζεις τον κόσμο ή απλά μια ευγενή ψυχή που προσπαθεί να καλύψει το φίλο του τέλος πάντων;» είπε και έριξε μια βιαστική ματιά προς το Γιάννη, να δει αν ήταν εκεί ή είχε φύγει, αφού βεβαιώθηκε ότι την άκουγε, συνέχισε.

«Την περασμένη σεζόν, στα ιδιωτικά κανάλια προβλήθηκαν και εγώ δεν ξέρω πόσα talent show για τραγουδιστές, καλούς, κακούς και μέτριους. Λέω να κάνουμε και εμείς ένα αυτοσχέδιο talent show, αν πρώτα υπάρχουν εθελοντές φυσικά. Υπάρχει κάποιος που θέλει να δοκιμάσει την τύχη και τα ταλέντο του; Ουαου, ένα κλαμπ γεμάτο με φιλόδοξους τραγουδιστές. Τι τύχη! Αυτός είναι ο λαός της πατρίδας μου, πρόθυμος να πέσει, πάνω στο καθήκον! Επειδή είστε πολλοί, πρέπει να περιορίσω κάπως τους υποψηφίους, αλλιώς θα βρισκόμαστε εδώ μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Φυσικά και θα αδικήσω κάποιους, αλλά όπως λέει ένας πολύ καλός μου φίλος, η ζωή είναι σκληρή και άδικη. Αλλά δεν πρέπει να απελπίζεστε, πρώτον γιατί δεν υπάρχει ανάμεσα μας κανένας ατζέντης που προσπαθεί να ανακαλύψει ταλέντα και δεύτερον γιατί οντισιόν για τραγουδιστές ξεκίνησαν από τα κανάλια, μην τους πάρουμε και τη δουλειά. Λοιπόν, όποιος τραγουδάει και παίζει κιθάρα τον καλώ να ανέβει στην σκηνή. Ελπίζω να περιορίσω κάπως το κακό και να μην αρχίσουν δάκρια να τρέχουν από τα αυτιά μας!» είπε προκαλώντας τα γέλια.

Θυμωμένος ο Γιάννης γύρισε την πλάτη του και βγήκε από το μαγαζί, στο κατόπι του ήταν ο Ηλίας που προσπάθησε να τον συγκρατήσει.

«Γιατί όχι;» τόλμησε μόνο να τον ρωτήσει.                    

«Γιατί δεν έχω ανάγκη να αποδείξω τίποτα σε κανέναν, ειδικά σε μια κακομαθημένη».

«Γιάννη μου το χρωστάς», του είπε ο Ηλίας.

«Μα τι λες τώρα, από πού κι ως που;»

«Γιατί η δική μου ειλικρίνεια και αξιοπιστία παίζονται εδώ πέρα. Εμένα προσπαθεί να θίξει».

«Η σκύλα», είπε θυμωμένος και θιγμένος ο Γιάννης.

«Και η Χάρυβδη», συμπλήρωσε ο Ηλίας.

«Με βοήθησες με τη δουλειά κα το αναγνωρίζω αλλά…»

«Χέσε τη δουλειά, στο ζητάω σαν φίλος», πρόλαβε κάθε άρνηση του Γιάννη. «Εσύ του χρόνου μπορεί να έχεις βρει δουλειά κάπου αλλού, εγώ όμως θα είμαι εδώ».

Επέστρεψαν μαζί μέσα και αποφασιστικά ο Γιάννης προχώρησε προς τη σκηνή. Πήρε την κιθάρα από τα χέρια της Μαριλένας, που μόλις της την είχε παραδώσει ένας νεαρός και κάθισε στο σκαμπό. Η Μαριλένα αντάλλαξε ένα συνωμοτικό βλέμμα με τον Ηλία και πήγε και στάθηκε παράμερα, δίνοντας όλο τα χώρο στον Γιάννη. Εκείνος ξεκίνησε με ένα τραγούδι του Παπακωνσταντίνου, επιβάλλοντας με το ύφος του την ησυχία και τραβώντας την προσοχή του κοινού, που μέχρι πριν από λίγα γέλαγε με τα παθήματα των επίδοξων τραγουδιστών, λόγω των αιχμηρών σχόλιων που τους έκανε η κωμικός.    

«Να ’σουνα θάλασσα και εσύ, και η ζωή μικρό νησί, και η ζωή μικρό νησί να ’ρθω να αράξω. Να χα καρδιά μα και πυγμή, όλα στη γη σε μια στιγμή, για να τ’ αλλάξω»*

Οι νότες άρχισαν να σβήνουν τελειώνοντας το τραγούδι, όμως πριν σταματήσει εντελώς ο μελωδικός ήχος από τις χορδές της κιθάρας, ένας νέος σκοπός ξεκίνησε να ακούγεται, από ένα τραγούδι που κανείς δε φαινόταν να γνωρίζει. Τα λόγια του τραγουδιού αναφερόταν σε μια Σειρήνα, που για μάτια είχε δυο φωτιές, και τα οποία κάψανε έναν μοναχικό θαλασσοπόρο. Κι όμως εκείνος, θα έδινε ξανά τη ζωή του, χωρίς να δεθεί σε κανένα κατάρτι, προκειμένου να ακούσει τον σκοπό του τραγουδιού της. Και έπειτα θα βούταγε στη θάλασσα για να βρει τη Σειρήνα και να δει μέσα στα μάτια της να καθρεφτίζονται οι φωτιές, με την απορία πάντα αν ανταποκρίνονταν στην καρδιά της ή ήταν απλά γυάλινοι καθρέφτες. Σβήνοντας και η τελευταία νότα, σιωπή επικράτησε για λίγο, πριν ξεσπάσει το κοινό σε ένα δυνατό χειροκρότημα.

«Νομίζω πως την πάτησα όπως στον μύθο με τον ψευτράκο τσοπάνο», σχολίασε η Μαριλένα πριν ευχαριστήσει το Γιάννη. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και σηκώθηκε χωρίς να πει τίποτα.

«Σε ευχαριστώ αδερφέ», του είπε ο Ηλίας και τον χτύπησε καθησυχαστικά στον ώμο.       

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

Κάθονταν στο μπαρ και έπιναν τα ποτά που τους είχε κεράσει ο μπάρμαν. Όταν τους πλησίασε η Μαριλένα με έναν άντρα.

«Ήσουν μια αποκάλυψη», του είπε.

«Ευχαριστώ», απάντησε παραμένοντας όμως ενοχλημένος από την πρόσκληση και τη δυσπιστία της.

«Όχι, για να μη λες!» σχολίασε και ο Ηλίας.

«Καλά το ένα δεν αναιρεί το άλλο».

«Έλεος μην αρχίζεις πάλι, γιατί του χρόνου θα σου φέρω αλήθεια τσαρλατάνο γιατρό».

«Δε θα αρχίσω, γιατί ο λόγος που ήρθα να σας μιλήσω ήταν ο Γιάννης, εκτός ότι θέλω να σε συγχαρώ, αν και δε σου συγχωρώ που μου έκλεψες την παράσταση, θέλω να σου συστήσω το Χάρη. Έχει αυτό το μπαρ καθώς και δυο μικρές σκηνές στην Αθήνα, στις οποίες συχνά εμφανίζομαι για να λέω τα δικά μου».

«Χάρηκα», απάντησε μην μπορώντας να κρύψει την αδιαφορία του ο Γιάννης.

«Θέλω να σου κάνω μια πρόταση», συνέχισε η Μαριλένα.

«Στο είπα ότι έχεις τα τυχερά σου με το τραγούδι, τα κορίτσια πέφτουν σαν ώριμα φρούτα στην αγκαλιά σου».

«Σκάσε Ηλία», είπε η Μαριλένα, ενώ εισέπραξε και ένα ενοχλημένο βλέμμα από τον τύπο που τους τον είχε συστήσει ως Χάρη. Στρέφοντας πάλι την προσοχή της στο Γιάννη συνέχισε. «Μπορούμε να κάνουμε ένα είδος ντουέτο».

«Είσαι μουσικός;» την ρώτησε προκλητικά.

«Όχι δεν είμαι. Αλλά μπορούμε να εμφανιζόμαστε μαζί, κάνοντας ο καθένας μας αυτό που ξέρει. Εσύ θα τραγουδάς και εγώ θα κάνω stand up. Και σου υπόσχομαι ότι δε θα επεμβαίνει κανείς στο πρόγραμμα σου, θα μπορείς να λες ό,τι τραγούδι θες».

«Δε θα βγάζεις πολλά», τη διέκοψε ο Χάρης, «όμως έρχονται πολλοί στις μουσικές σκηνές μου και μπορεί κάποιος να σε ακούσει και να ενδιαφερθεί».

«Αφήστε με να το σκεφτώ».

«Ωραία, πάρε την κάρτα μου και τηλεφώνησε μου να μιλήσουμε», είπε δίνοντας του μια κάρτα. «Πάμε;» είπε στη Μαριλένα και περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους της κτητικά, ξεκίνησαν να φύγουν. Εκείνη δίστασε στιγμιαία, ρίχνοντας ένα δειλό και αμήχανο βλέμμα στο Γιάννη πριν προχωρήσει.          

«Μαλάκα μου», είπε ο Ηλίας παρακολουθώντας τους να φεύγουν. «Sorry ρε φίλε, δεν ήξερα ότι βγαίνει με τον τύπο».

«Με κάποιον θα έβγαινε», σχολίασε αδιάφορα ο Γιάννης.

«Πολύ χαλαρός είσαι για το τραγούδι που της έγραψες, δεν περίμενα ότι σε πείραξαν τόσο τα αστεία της ώστε να τη σβήσεις μονοκοντυλιά».

«Φίλε μου», είπε χτυπώντας τον Ηλία φιλικά στην πλάτη. «Δεν άκουσες το κορίτσι, από εδώ και στο εξής, θα είμαστε κάτι σαν ντουέτο».

 

ΤΕΛΟΣ

 

*Φευγουν Καράβια, στίχοι Πάνου Φαλάρα, μουσική Αντώνη Βαρδή, ερμηνεία Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

 

 

Διαβάστε επίσης: