Σφετερίστρια Ονείρων

 

Κ-ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ – ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

 

Επιτέλους τα σχολεία είχαν κλείσει, αλλά αυτό που απολάμβανε περισσότερο η Αντωνία το καλοκαίρι που είχε τελειώσει την Τρίτη Γυμνασίου, ήταν ότι επιτέλους είχαν ξεκολλήσει από την Αττική. Οι συμμαθητές της όλο και κάπου πήγαιναν να παραθερίσουν μακριά από την Αθήνα, όμως η Άντα δεν έφευγε από την ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Συνήθως πήγαινε για δύο εβδομάδες στην κατασκήνωση, αλλά όπως και να το δεις είχε άλλη γλύκα να είσαι σε νησάκι.

Άπλωσε τα χέρια της και τεντώθηκε πάνω στην αιώρα, που κουνιόταν νωχελικά δεμένη από δυο πλάτανους που την έκρυβαν από τον ήλιο του μεσημεριού, χαρίζοντας της εκτός από σκιά και δροσιά. Από τη βεράντα, η μητέρα της με την ξαδέρφη της συζητούσαν ανέμελα. Η μητέρα της πλησίαζε τα σαράντα, η θεία της ήταν 20 ετών. «Έχω μικρότερη διαφορά εγώ με τη θεία παρά η μητέρα μου», σκέφτηκε προσπαθώντας να πιάσει το νήμα της συγγένειας. Τι καλά που ο θείος της μητέρας της, ο πρώτος ξάδερφος του παππού της, όταν συναντήθηκαν σε ένα γάμο, ενός άλλου συγγενικού προσώπου στην Αθήνα, τους κάλεσε να παραθερίσουν στην Κρήτη εκείνο το καλοκαίρι. Μακάρι να είχαν αυτή τη δυνατότητα κάθε χρόνο, συλλογίστηκε, προσπαθώντας να ακούσει τη συζήτηση των δύο γυναικών.

«Και πώς κατέληξες οινολόγος;»

«Ούτε εγώ ξέρω», απάντησε χαμογελώντας αμήχανα το κορίτσι. «Τα μόρια μου με έστειλαν εκεί».

«Ήθελες να σπουδάσεις κάτι άλλο;» άκουσε τη μητέρα της να τη ρωτάει.

«Για βιολόγος πήγαινα, ήταν το μεγάλο μου όνειρο, αλλά είχε πολύ υψηλή βάση, χρειαζόμουν πολλά μόρια. Πέρασα ολόκληρη τη Δευτέρα και την Τρίτη λυκείου με το να διαβάζω ασταμάτητα, αλλά δεν κατάφερα να πιάσω το στόχο μου, αντ’ αυτού πέρασα στα Τ.Ε.Ι.. Τμήμα Οινολογίας και Τεχνολογίας Ποτών στην Αθήνα. Και ομολογώ ότι δεν είχα αντοχές να ξοδέψω μια ακόμη χρονιά με το να διαβάζω για τις Εισαγωγικές. Αυτό μου έτυχε στον κλήρο, κατέληξα, αυτό θα κάνω, αφού άλλοι ήταν καλύτεροι από εμένα».

«Είσαι ικανοποιημένη όμως από τις σπουδές σου;»

«Ναι, τελικά με κέρδισε».

«Χαίρομαι, άλλωστε η Κρήτη έχει αμπέλια, νομίζω ότι θα καταφέρεις να αξιοποιήσεις το πτυχίο σου».

«Ναι κι ο πατέρας μου αυτό μου είπε. Στην αρχή δεν ήθελε να με επηρεάσει, αν εγώ σκόπευα να δώσω ξανά εξετάσεις θα με στήριζε και ψυχολογικά και οικονομικά με τα φροντιστήρια. Όταν όμως τους ανακοίνωσα ότι τελικά θα πήγαινα στη σχολή που πέρασα, συμφώνησε ότι πιο εύκολα θα αξιοποιούσα ένα πτυχίο στην οινολογία, παρά στη βιολογία».

«Σου εύχομαι να σου πάνε όλα καλά κοριτσάκι μου».

«Η Άντα; Πότε δίνει εισαγωγικές;»

«Ω, έχει καιρό μπροστά της, φέτος θα ξεκινήσει το λύκειο».

«Και πως ονειρεύεται τον εαυτό της;» Ρώτησε η ξαδέρφη της μητέρας της.

«Τι να σου πω, δε νομίζω να το έχει αποφασίσει ακόμη. Δεν έχει εκφράσει κάποια ιδιαίτερη διάθεση να πάει στο πανεπιστήμιο, γενικότερα. Σε καμιά ιδιωτική σχολή τη βλέπω να καταλήγει στο τέλος. Αντιθέτως με τη μικρή, αυτή είναι σταθερή όσον αφορά τις σπουδές της».

Από την αιώρα, η Αντωνία άκουγε τη συζήτηση των δύο γυναικών. Λογικά δεν ήταν η πρώτη φορά που ένα απροσδόκητα εγωιστικό αίσθημα άρχισε να γιγαντώνεται μέσα της, αλλά πιθανόν να ήταν η πρώτη, που λόγω ηλικίας είχε μεγαλύτερη συνειδητοποίηση μέσα της. «Βιολόγος», δοκίμασε τη λέξη στα χείλη της. Ωραία ακουγόταν. «Βιολόγος», επανέλαβε. «Γιατί όχι;» δεν είναι και λίγο να τα καταφέρνεις εκεί που κάποιος άλλος έχει αποτύχει. Από εκείνο το απόγευμα και έπειτα η βιολογία έγινε ένα είδος εμμονής στο κεφάλι της. Φυσικά δεν αποκάλυψε τίποτα το ίδιο απόγευμα, αλλά μήνες αργότερα. Άρχισε στο σχολείο να ψάχνεται όσον αφορούσε τη βιολογία, ρωτώντας τους καθηγητές της. (Δεν μεγάλωνε στην εποχή που θα μπορούσε να αναζητήσει κάθε πληροφορία στο ιντερνέτ), η μητέρα της το έμαθε όταν πήγε στο σχολείο να πάρει τον τρίμηνο έλεγχο με τις επιδόσεις της Άντας, όπου μίλησε και με κάποιους καθηγητές, όταν της το ανέφερε ο Φυσικός της κόρης της.

«Ευχάριστο που βλέπω ένα τόσο νέο παιδί, να είναι ώριμο και να έχει πάθος με κάτι σαν τη βιολογία».

«Με τη βιολογία είπατε;»

«Μάλιστα, δε σας έχει ενημερώσει η κόρη σας ότι προσανατολίζεται προς τη βιολογία;»

«Κάτι είχε αναφέρει, αλλά δεν είναι ηλικία που δίνουμε και μεγάλη σημασία σε αυτά που λένε τα παιδιά, πέρσι ήθελε να γίνει χορεύτρια στη λυρική σκηνή».   

«Πέρσι ήταν στο γυμνάσιο, της επιτρεπόταν ακόμη να παιδιαρίζει. Τώρα πλέον είναι στο λύκειο και το αντιλήφθηκε και η ίδια. Της μένουν λιγότερα από τρία χρόνια στο σχολείο, οπότε σκέφτεται πιο ώριμα».

«Έτσι θα είναι», σχολίασε και η καημένη η μητέρα της, που δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Στο σπίτι προσπάθησε να διερευνήσει τους σκοπούς της μεγάλης της κόρης. Σιδέρωνε και η Άντα με την αδερφή της παρακολουθούσαν κάποιο σίριαλ στην τηλεόραση όταν τη ρώτησε.

«Ο φυσικός σου μου είπε ότι θες να σπουδάσεις βιολογία».

«Ναι», απάντησε ήρεμα η Άντα «είναι μια επιλογή που εξετάζω. Είμαι καλή σε αυτά τα μαθήματα, οπότε γιατί όχι;»

«Έχει ψηλή βάση».

«Πράγματι, όλες οι σχολές στη δεύτερη δέσμη έχουν υψηλή βάση, όμως αν δεν προσπαθήσω δε θα μάθουμε αν θα μπορούσα να πετύχω».

«Φυσικά κορίτσι μου, ό,τι θες εσύ». Είπε ικανοποιημένη η μητέρα της, που την ευχαριστούσε η προοπτική να σπουδάσει η κόρη της κάτι τόσο εξεζητημένο για τα δεδομένα της οικογένειας τους. Δεν έκανε επιπλέον ερωτήσεις, όσον αφορά την επιλογή της κατέληξε ότι προφανώς είχε συζητήσει με την ξαδέρφη της και εκείνη την είχε επηρεάσει, θετικά. Η Άντα μέχρι και που έδωσε εξετάσεις επέμενε στο πάθος της για τη βιολογία, τελικά όμως αντί για βιολογία πέρασε αισθητική. Όμως δε θα το έβαζε κάτω, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα το έπαιρνε το χαρτί της βιολογίας. Άλλωστε ζυγίζοντας την απόδοση της ξαδέρφης της με τη δική της, η ξαδέρφη της ήταν εκείνη που είχε πλησιάσει πιο κοντά στο στόχο τους. Ο κόσμος να χαλούσε θα έπαιρνε τη ρεβάνς. Στη δεύτερη προσπάθεια της, στις πανελλαδικές και πάλι δεν κατάφερε να πιάσει το στόχο της. Όμως χρόνια αργότερα θα κέρδιζε μια νοερή ρεβάνς που κυριαρχούσε μόνο μέσα στο δικό της το μυαλό, δίνοντας κατατακτήριες και περνώντας στη βιολογία. Ένα πτυχίο που ποτέ δε θα αξιοποιούσε, μιας και ποτέ δεν την ενδιέφερε.              

 

 

Κ-ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ – ΠΡΩΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ - ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

 

Ο τίτλος της φοιτήτριας, ειδικά στα χρόνια της βιολογίας την ευχαριστούσε. Η αισθητική ήταν απλά Τ.Ε.Ι., καλύτερα από Ι.Ε.Κ. αλλά και πάλι δεν είχε την αίγλη των Α.Ε.Ι., κι από τη στιγμή που η μικρότερη αδερφή της σπούδαζε στην Α.Σ.Ο.Ε., ήταν θέμα γοήτρου για την Άντα να είναι στο ίδιο επίπεδο σπουδών με την αδερφή της. Άλλωστε τα τέσσερα χρόνια διαφοράς που τις χώριζαν, όταν η αδερφή της πέρασε στο οικονομικό και με την επιτυχία της Άντας στις κατατακτήριες, τις κατέστησε στο ίδιο πανεπιστημιακό έτος.

«Σκέφτομαι να ξεκινήσω μαθήματα γαλλικών», εξέφρασε την επιθυμία της η Ξανθή στο δεύτερο έτος των σπουδών της.

«Να ξεκινήσεις», της απάντησε η μητέρα της, που ό,τι είχε να κάνει με σπουδές και μόρφωση, όσον αφορά τις κόρες της, ήταν πάντα πρόθυμη να τις στηρίξει.

«Και γιατί γαλλικά;» τη ρώτησε η Αντωνία.

«Να, μας έλεγε ο καθηγητής μας, ότι τρέχουν κάποια προγράμματα μεταπτυχιακών στη Γαλλία που θα βοηθούσαν ιδιαίτερα στην πρόοδο μας».

«Έχεις στο νερό άλλα τρία χρόνια σπουδών», καμώθηκε την αδιάφορη η Άντα, ενώ υπολόγιζε την κάθε λέξη της αδερφής της.

«Το θέμα όμως είναι να γνωρίζω ήδη τη γλώσσα, αν τελικά σε τρία χρόνια φύγω για το Παρίσι για μεταπτυχιακό. Να μην πάω εκεί και προσπαθώ να συνεννοηθώ είτε στο πανεπιστήμιο είτε για να βρω ένα δρόμο».

«Εντάξει κοριτσάκι μου», αποκρίθηκε η μητέρα της «Ό,τι χρειάζεται να γίνει, θα σε βοηθήσουμε με τον πατέρα σου να το καταφέρεις. Άλλωστε εμείς για να σας δούμε να προοδεύετε ζούμε» .  

«Δε θα ήταν άσχημη μια δεύτερη γλώσσα», σχολίασε και η Άντα.

«Θες να παρακολουθήσουμε μαζί μαθήματα;» τη ρώτησε ενθουσιασμένη η Ξανθή. Ένα όμορφο μελαχρινό κορίτσι, σε αντίθεση με το όνομα της, που είχε μάθει να μεγαλώνει στη σκιά της αδερφής της, η οποία πάντα θεωρούνταν ο κύκνος της οικογένειας.

«Θα δούμε», απάντησε δήθεν αδιάφορα η Άντα, ενώ ήδη ονειρευόταν πως θα κατατρόπωνε στις επιδόσεις την αδερφή της, ξεχωρίζοντας η ίδια. Κάπως έτσι μπήκε η γαλλική γλώσσα στη ζωή των δύο κοριτσιών. Και μπορεί η Άντα να ήταν καλή στην εκμάθηση των γαλλικών αλλά εξίσου καλή ήταν και η Ξανθή. Άλλωστε για εκείνη ήταν ένα εφόδιο που θα τη βοηθούσε με το μέλλον της. Κάτι άλλο όμως είχε προβληματίσει την Άντα. Αν προχωρούσε σε μεταπτυχιακό η αδερφή της, θα έπρεπε να το επιχειρήσει κι εκείνη; Από την άλλη ότι θα είχε πτυχία από δύο σχολές, δεν εξισορροπούσε κάπως την κατάσταση; Κι αυτή η εξειδίκευση των γνώσεων, για την οποία τόσο σκληρά εργάζονταν όλοι τους και όλοι διατείνονταν θετικά προσπαθώντας να πείσουν τους νέους ανθρώπους να αποκτούν όλο και περισσότερα εφόδια, καταντούσε γραφική και ως ένα βαθμό ίσως, σε ορισμένες περιπτώσεις, χαμένος χρόνος. Η Άντα επιθυμούσε να βρεθεί σε βιολογικά εργαστήρια και να δει στην πράξη όσα μάθαινε στη σχολή της, άλλωστε το μεταπτυχιακό δεν είναι κάτι που επείγει, μπορούσε να το κάνει και αργότερα, παράλληλα με μια δουλειά. Αυτή ήταν η σκέψη της και αποφάσισε να το αφήσει για την ώρα. Όμως μήπως έπρεπε να αποτρέψει και την αδερφή της από τα σχέδια για το Παρίσι; Όμως είχαν χρόνο μπροστά τους για να δει πως θα της άλλαζε γνώμη.

 

Η Άντα όπως ήδη ανέφερα θεωρούταν η όμορφη κόρη, χωρίς όμως να ξεπερνάει στην πραγματικότητα την Ξανθή στην εμφάνιση, απλώς είχαν διαφορετική ομορφιά και ίσως η πιο μεσογειακή εμφάνιση της Ξανθής να υπερτερούσε εκείνης της Άντας, τουλάχιστον λίγα χρόνια αργότερα. Η βασική διαφορά τους ήταν η αυτοπεποίθηση της πρώτης. Αυτό ήταν που τρέλαινε τα αγόρια, κυρίως στο σχολείο, ειδικά των μικρότερων τάξεων. Πολύ στενές φίλες δεν είχε, στα διαλείμματα συνήθως την έβλεπες μόνη, αυτό την έκανε να φαίνεται ανεξάρτητη. Ενώ το ότι έπιανε συζήτηση με διάφορες παρέες χωρίς να στέκεται πουθενά την έκανε δημοφιλή, χωρίς να χρειάζεται να το χρησιμοποιήσει κάπου. Είχε ένα χαριτωμένο μουτράκι, με καστανόξανθα σγουρά μαλλιά και καστανά μάτια, αρκετά κοντή στο ύψος, ίσως κάτω του μετρίου, με αδύνατο όμως σώμα και πλούσιο στήθος που ζάλιζε τους νεαρούς συμμαθητές της. Το μπαλέτο που πήγαινε στα νεανικά της χρόνια της είχε χαρίσει το σωστό στήσιμο της σκελετού της. Ποτέ δεν περπατούσε με τους ώμους προς τα μέσα και είχε πάντα τον κορμό της ευθυτενή. Από μακριά ξεχώριζε, συνεχίζοντας τη μοναχική της πορεία προς την επικράτηση του ανταγωνισμού.

Αυτό που ξεχώριζε τις δυο αδερφές όμως στην ουσία ήταν οι χαρακτήρες, με το πέρασμα των χρόνων θα γινόταν όλο και πιο αισθητή αυτή η αντίθεση. Η Ξανθή ήταν πιο σοβαρή από την αδερφή της, είχε σχέδια για το μέλλον, δεν την ενδιέφερε σε καμία περίπτωση να ανταγωνιστεί τον οποιονδήποτε και έμενε αφοσιωμένη στους στόχους της. Ήταν μετρημένη χωρίς να είναι σοβαροφανής, ήταν ευχάριστη χωρίς να γίνεται γελοία ή να εκθέτει τον εαυτό της, πίστευε και στήριζε τους φίλους της και γενικά ήταν υποστηρικτική. Άτομα που ξεκίνησαν να κάνουν παρέα με την Άντα, γνωρίζοντας την Ξανθή, μαγνητίστηκαν από την ήρεμη δύναμη της και προσανατολίστηκαν προς τη δική της συντροφιά, χωρίς να το επιδιώξει η ίδια. Η Άντα με το γόητρο και την αλαζονεία της νικήτριας δεν αντιλαμβανόταν ότι σχεδόν όλοι προτιμούσαν την αδερφή της, κάτι που δεν καταλάβαινε ούτε η Ξανθή για εντελώς διαφορετικούς λόγους, αν και ποτέ δεν άφηνε την αδερφή της απ’ έξω, όταν κανόνιζε να βγει με κοινούς γνωστούς τους. Η ίδια η Άντα φυσικά, κάνοντας συνέχεια νέες παρέες απέφευγε να βγαίνει με τους ‘‘μίζερους’’ που διατηρούσε παρτίδες η αδερφή της, όπως έλεγε.

«Μα γιατί είναι μίζεροι;» διαμαρτυρόταν η Ξανθή.

«Μα δεν τους βλέπεις, όλο γκρινιάζουν, για τα πάντα, τίποτα δεν τους αρέσει».

«Δεν γκρινιάζουν, απλά εκφράζουν τη γνώμη τους, το να λες τι πιστεύεις δεν είναι μιζέρια».

«Κάνουν πολλή φασαρία». Φυσικά υπήρχαν και περιπτώσεις που η Άντα ήθελε να φανεί, οπότε αν έβγαινε με συντροφιές η αδερφή της που τις θεωρούσε αξιόλογες της γκρίνιαζε. «Γιατί δε μου είπες να έρθω μαζί σας;»

«Όσες φορές στο έχω πει δεν ήθελες», απαντούσε απορημένη η Ξανθή.

«Όσες φορές μου είπες να βγω με τους καμένους!»

«Κανείς δεν είναι καμένος Άντα, και πώς μπορείς να κρίνεις εσύ ποιος είναι καμένος ή όχι;» εκνευριζόταν εκείνη αν και δεν ύψωνε τη φωνή της.

«Έστω, με άτομα μη ενδιαφέροντα».

«Δεν μπορώ να κρίνω ποιον θεωρείς ενδιαφέρον και ποιον όχι, αν είχες εκφράσει διάθεση να έρθεις μαζί μας, ήσουν ευπρόσδεκτη εννοείται».

«Ναι, αν το ξέρω ίσως», σχολίασε ενοχλημένη η Άντα. «Εντάξει κι εγώ μπορεί να βγήκα με φίλους μου από τη σχολή και να μην στο είπα, αλλά ήμουν σίγουρη ότι δεν ήθελες να έρθεις».

«Έτσι θα είναι», απάντησε η Ξανθή που της έκανε εντύπωση πως η αδερφή της πρώτα της έκανε σκηνή που δεν της πρότεινε να πάει μαζί της στην έξοδο με τους φίλους της και έπειτα έβγαζε συμπεράσματα για το πού ήθελε ή δεν ήθελε να βρίσκεται η ίδια. Ήταν η πρώτη φορά που της πέρασε η ιδέα ότι την πατρονάρει, αλλά πάλι είχαν πάρει τόσο διαφορετικούς δρόμους, που δε διασταυρώνονταν πουθενά. Γιατί να χαλάνε τις καρδιές τους δίχως λόγο; Άλλες σχολές, άλλες παρέες, μόνο στο σπίτι συναντιόνταν και στα μαθήματα γαλλικών. Άλλωστε η Ξανθή, παράλληλα με τις σπουδές της είχε πιάσει και δουλειά μερικές ώρες σε ένα φωτογραφείο, ήθελε να μαζέψει χρήματα σε περίπτωση που έκανε μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Γνώριζε ότι θα την στήριζαν οι γονείς της, αλλά δε θα ήταν άσχημα να βγάλει και δικά της χρήματα, τουλάχιστον για τα προσωπικά της έξοδα να μην τους επιβαρύνει και με αυτά.

«Μην τη ξεσυνερίζεσαι», τη συμβούλευε η μητέρα της «είσαι η μικρή της αδερφή, η κούκλα της, όπως ακριβώς είστε και οι δύο για εμένα οι κούκλες μου. Σε αγαπάει και δε θέλει να σπάσει ο αδερφικός δεσμός λόγω των φίλων σας».

«Μα μαμά, δεν την αφήνω απ’ έξω…»

«Το ξέρω, αλλά εσύ θα φύγεις έξω και εκείνη θα μείνει πίσω χωρίς εσένα, την ενοχλεί. Όχι η πρόοδος σου, αλλά ότι δε θα είστε όλη μέρα μαζί».

«Μα δεν ήμασταν ποτέ όλη μέρα μαζί». Προσπαθούσε να διορθώσει η Ξανθή την αυταπάτη της μητέρας της για το πόσο τη λάτρευε και την είχε ανάγκη η Άντα. Ούτε εκείνη αμφέβαλλε για την αγάπη της αδερφής της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πίστευε ότι έφτανε στη λατρεία.

 

 

Κ-ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ - ΠΡΩΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ – ΣΠΟΥΔΕΣ 

 

Μπορεί στο λύκειο να είχε μάθει να τραβάει τα βλέμματα, πηγαίνοντας όμως στη σχολή αντιλήφθηκε ότι εκεί ήταν μεγάλος ο ανταγωνισμός. Γύρω της κυκλοφορούσαν κορίτσια με αναλογίες μοντέλου. Για εκείνη ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, που η ίδια δεν απολάμβανε την αποκλειστική προσοχή. Στην πραγματικότητα βέβαια ούτε και στο λύκειο συνέβαινε αυτό. Η Άντα είχε έναν  κύκλο θαυμαστών, μιας τάξης συνήθως μικρότερης από ότι πήγαινε η ίδια, αλλά δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο η ίδια υπέθετε. Όμως ξαφνικά ένιωσε αόρατη. Ειδικά από τη στιγμή που τη μέγιστη προσοχή, συγκέντρωνε μια μελαχρινή συμφοιτήτρια της. Η Κική φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται τα βλέμματα που μαγνητίζονταν από το περπάτημα της. Αυτό συνέβαινε απ’ όταν ήταν παιδί, ήταν κάτι όμως που δεν φαινόταν να την αγγίζει. Όποιος την πλησίαζε και της εξέφραζε τον θαυμασμό του τον κοίταζε πρώτα με απορία και έπειτα του έλεγε χαρακτηριστικά «Όλοι είναι όμορφοι, κανείς δεν είναι άσχημος». Έπειτα ο συνομιλητής της με θαυμασμό σχολίαζε πόσο καλή ψυχή μπορεί να είχε, εκεί αναστέναζε κι αφού του έδειχνε το βιβλίο που κρατούσε, τον παρακαλούσε να την αφήσει να μελετήσει. Η Άντα νιώθοντας ότι δίπλα στην Κική θα φαινόταν νάνος κρατούσε αποστάσεις από εκείνην, όπως και οι περισσότερες συμφοιτήτριες τους, μιας και ένιωθαν μειονεκτικά απέναντι στην ομορφιά της. Δεν ήταν ότι δεν της μιλούσαν ή ότι την απέφευγαν, αλλά δεν επιχειρούσαν να γίνουν και φίλες της. Η Άντα από πλευράς της επέλεξε το πιο άσχημο κορίτσι στη σχολή για να κάνει μαζί του παρέα, είναι μια κλασσική αντίδραση κάποιες φορές όσων θεωρούν τον εαυτό τους πολύ εμφανίσιμο, αλλά την ίδια ώρα κρύβουν και κάποια ανασφάλεια. Απέναντι σε εκείνο το μη εμφανίσιμο κορίτσι, προς άσχημο και κυρίως απεριποίητο, που δεν ταίριαζε για κανένα λόγο στην Αισθητική, μιας και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει ώστε να σουλουπώσει όλο εκείνο το χάλι, η Άντα μπορούσε όχι απλά να νιώθει ομορφότερη αλλά και ανώτερη. Είχε αποφασίσει να γίνει η μέντορας της, να τη διδάξει ό,τι χρειαζόταν. Πώς να ντύνεται για να κρύβει τις ατέλειες εκείνου το ατσούμπαλου κορμιού. Πώς να βάφεται και να τονίζει τα όποια όμορφα χαρακτηριστικά της. Η Άντα ήταν βέβαιη από πλευράς της, ότι όσο και να βοηθούσε τη Λίτσα, δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να βελτιωθεί σε βαθμό που να επισκιάσει την ίδια, δεν ανήκε στις περιπτώσεις «Το ασχημόπαπο που θα γινόταν κύκνος» επιπλέον θα κέρδιζε την αιώνια ευγνωμοσύνη της που την φώτισε με το δικό της φως. Γιατί στα ίδια της τα μάτια η Άντα ήταν αυτόφωτη σαν τον ήλιο, όσο για τη Λίτσα ετερόφωτη σαν το φεγγάρι. Δίχως το φως του ηλίου δε θα ήταν ορατό με γυμνό μάτι. Αυτό ήταν αλήθεια, μιας και κορίτσια από άλλα τμήματα των Τ.Ε.Ι. διέκριναν πράγματι σαν φεγγάρι τη Λίτσα, που έκανε παρέα με την Άντα «και δες ξαφνικά αλλαγή». Οπότε προσπάθησαν να προσεγγίσουν την Άντα μέσω της Λίτσας, όμως η Άντα διέκρινε με μιας τον κίνδυνο, μια άσχημη φίλη ήταν αρκετή, περισσότερες όμως θα ήταν καταστροφή. Θα γινόταν η αρχηγός των άσχημων κοριτσιών, ό,τι πιο αντιδημοφιλές μπορούσε να συμβεί. Έτσι σταδιακά αποκόπηκε από τη φίλη της, βυθίζοντάς τη στη μιζέρια με ένα τσούρμο ανόητων κοριτσιών, που δεν επρόκειτο ποτέ στη ζωή τους να αποκτήσουν φίλο. Βέβαια ούτε και η ίδια η Άντα μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ανταλλάξει κάτι περισσότερο με αγόρι από κάποιο κλεφτό φιλί, κι αυτό επειδή μόλις κάποιος εξέφραζε το θαυμασμό του σε εκείνη, με μιας έχανε το ενδιαφέρον της. Αντιθέτως βέβαια με τους ελεύθερους, έδειχνε μεγάλη διαχυτικότητα στα αγόρια των φιλενάδων της. Όμως θεωρώντας το ως στοιχείο του χαρακτήρα της, οι φίλες της δεν παρεξηγούνταν και αγνοούσαν τις υπερβολικά, κάποιες φορές, οικειότητες της. 

Εφόσον η Άντα εγκατέλειψε τη Λίτσα στις υπόλοιπες ‘‘άσχημες’’ κάτι που δεν έγινε απότομα, μιας και η Άντα συχνά απουσίαζε από τα μαθήματα, είχε και την προετοιμασία των Εισαγωγικών, αποφάσισε να ακολουθήσει την πρακτική του λυκείου. «Δε δένομαι με ένα μόνο άτομο ή σε μια παρέα, φαίνομαι ανεξάρτητη και μιλάω με όλους», φυσικά αυτό δεν εξαιρούσε σε καμία περίπτωση τη Λίτσα. Δεν ήθελε ξαφνικά να φανεί στρίγκλα και κακιά, άλλωστε η πρώην φίλη της, είχε αρχίσει να συμπεριφέρεται σαν κουτάβι από τη στιγμή που δεν απολάμβανε την εύνοια της Άντας, κοιτάζοντάς την από απόσταση λυπημένη. Της πέταγε από καμιά καλή κουβέντα, την ανεχόταν κάποιες φορές, αλλά τη δυσκόλευαν πολύ οι δυο τρεις κακόγουστες και ατσούμπαλες που κουβαλούσε μαζί της. Όταν κάποια στιγμή στο δεύτερο έτος κατάφερε να πάρει το θάρρος η Λίτσα και να ρωτήσει γιατί την έκανε πέρα, η Άντα στην αρχή έκανε ότι δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. Στο τέλος, ως συνήθως χρησιμοποίησε τις πιο ανόητες δικαιολογίες. «Δεν έρχομαι συχνά στη σχολή και ίσως γι’ αυτό να νομίζεις κάτι τέτοιο», «Μα αφού κάνουμε παρέα, δεν κάνουμε;» «Έχεις τόσες φίλες που σε θαυμάζουν», «Δε με χρειάζεσαι, είσαι ένα εξαιρετικό άτομο, μπορείς να τα βγάλεις πέρα» και φυσικά, «Όταν έρχεσαι σε ένα νέο περιβάλλον, μπορεί να αγκιστρωθείς πάνω σε κάποιον, όμως έπειτα γνωρίζεις άλλους ανθρώπους που σου ταιριάζουν περισσότερο και κάνεις μαζί τους καλύτερη παρέα». Πολλές από τις δικαιολογίες της είχαν διπλή ανάγνωση ίσως και πολλαπλή, τα πάντα ήταν όμως μια προσπάθεια να μη συνεχίσει να της φορτώνεται η Λίτσα. Έλα όμως που όπως συμβαίνει συχνά με άτομα που δεν έχουν μεγάλη αυτοπεποίθηση, η σχέση της Λίτσας με την Άντα είχε δημιουργήσει ένα είδος πλατωνικού έρωτα από την πλευρά της πρώτης προς το πρόσωπο της δεύτερης, και δεν αναφέρομαι σε καμία περίπτωση ότι η Λίτσα ένιωθε ερωτικό πάθος ή έβλεπε ερωτικά την Άντα. Απλά της έλειπαν οι ώρες που περνούσαν μαζί, μαθαίνοντάς την να περιποιείται τον εαυτό της ή να σαχλαμαρίζουν λέγοντας τα όνειρα τους. Φυσικά η Άντα δεν ήταν από εκείνες που εκμυστηρεύονταν τίποτα, αυτό μπορεί να οφειλόταν και στο γεγονός, ότι μέσα της ήταν άδειο δοχείο και ίσως λίγο τρύπιο, ό,τι έμπαινε εκεί μέσα, έβρισκε δρόμο και να βγει. Το μόνο που επαναλάμβανε ήταν το πάθος της για τη βιολογία. Όμως για τη Λίτσα ήταν η πρώτη φορά που είχε μια φίλη που την άκουγε και μπορούσε να λέει σε εκείνη τα όνειρα και τα σχέδια της για το μέλλον, κάποια που δεν έμοιαζε αδιάφορη, που αποκτούσε κοινωνική ζωή πέρα από τις υποχρεωτικές συναναστροφές με τους ‘‘όμοιους’’ της, που υποχρεώνονταν να συμμαχήσουν για να μη φαίνονται στα κενά απομονωμένες και αποκομμένες κι ίσως εύκολος στόχος.

Μην έχοντας τι άλλο να της πει και ραγίζοντάς της την καρδιά με τη φράση: «Όταν έρχεσαι σε ένα νέο περιβάλλον, μπορεί να αγκιστρωθείς πάνω σε κάποιον, όμως έπειτα γνωρίζεις άλλους ανθρώπους που σου ταιριάζουν περισσότερο και κάνεις μαζί τους καλύτερη παρέα», της γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε. Βλέποντας ότι η Κική τις παρατηρούσε, της χαμογέλασε και της κούνησε το χέρι. Το μοντέλο, της χαμογέλασε και η Άντα θέλοντας να διώξει την άσχημη αίσθηση που μπορεί να είχε αφήσει η συζήτησή της με τη Λίτσα, την πλησίασε.

«Τι κάνεις Κική;» τη ρώτησε.

«Καλά είμαι, πώς κι από εδώ τουρίστρια;» της είπε με φιλική διάθεση.

«Πίστεψέ με, φέτος θα βαρεθείς να με βλέπεις, σκέφτομαι να βγάλω δύο έτη σε ένα. Ίσως έτσι καταφέρω να πετύχω τον στόχο μου μια ώρα αρχύτερα».

«Που είναι;»

«Να δώσω κατατακτήριες για βιολογία, γι’ αυτό δεν πάταγα πέρσι στη σχολή, πέρα από κάποια εργαστήρια. Είπα να δώσω μια δεύτερη φορά Πανελλήνιες».

«Δεν πήγαν όπως θα ήθελες υποθέτω».

«Για να με βλέπεις εδώ όχι, αν και έγραψα καλύτερα από την πρώτη φορά, αλλά είχα δηλώσει ελάχιστες σχολές. Οπότε αποφάσισα να πάω δια μέσου άλλης οδού».

«Καλύτερα, να μη χάνεις και χρόνο, ένα πτυχίο ακόμα, και από τεχνολογικό τμήμα, πάντοτε μπορεί να σου φανεί χρήσιμο».

«Με βεβαιότητα. Εσύ;»

«Εμένα μου αρέσει πολύ η αισθητική! Σου δίνει τόσες δυνατότητες! Αν μπορείς να κάνεις ευτυχισμένο έναν άνθρωπο επειδή θα του δώσεις μαζί με την ομορφιά την χαμένη αυτοπεποίθηση, το βρίσκω υπέροχο. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η εμφάνιση πέρα από ένεση αυτοπεποίθησης! Κι εσύ δεν τα κατάφερες άσχημα πέρσι με τη Λίτσα», σχολίασε.

«Μόνη της τα έκανε», σχολίασε η Άντα σε μια ψεύτικη κρίση μετριοφροσύνης. «Θα τη βοήθησαν και τα μαθήματα στη σχολή».

«Ίσως», συμφώνησε και η Κική.                                        

 

 

Κ-ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ – ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

 

Τα δύο κορίτσια σταδιακά ξεκίνησαν να κάνουνε παρέα όταν συναντιόνταν στη σχολή, με τη Λίτσα να κάθεται απόμερα και να τις κοιτάζει, ενώ δίπλα της φλυαρούσαν οι συμφοιτήτριες της, που είχαν έρθει και είχαν προσαρτηθεί επάνω της. Η Άντα είχε περάσει σε άλλη πλέον φοιτητική εποχή. Μπορεί να διατηρούσε καλή σχέση με την Κική, αλλά δεν είχε προσκολληθεί ολοκληρωτικά επάνω της. Ήταν φορές που καθόταν μαζί και με τη Λίτσα, γεμίζοντας την καρδιά της ελπίδα, ότι θα αποκατασταθεί  η παλιά τους δεμένη σχέση, όπως το αντιλαμβανόταν το κορίτσι, όμως στο τρίτο έτος πλέον θα συνειδητοποιούσε ότι εκείνη η εποχή είχε περάσει ανεπιστρεπτί.

Κάνοντας παρέα οι δυο ‘‘καλλονές’’ της σχολής και ολοκληρωτικά διαφορετικές μεταξύ τους, η Άντα άρχισε να εκμαιεύει τα σχέδια της φιλενάδας της. Δεν ήταν δύσκολο άλλωστε, για τέτοια πράγματα συζητάνε όλη την ώρα τα κορίτσια μεταξύ τους.

«Το πραγματικό μου πάθος είναι ο κινηματογράφος», παραδέχτηκε η Κική μια φορά στην Άντα.

«Θες να γίνεις ηθοποιός;» τη ρώτησε απορημένη η Άντα.

«Πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό;» είπε γελώντας η Κική, άλλωστε ήταν από φυσικού της ένα κορίτσι που συχνά γελούσε, άλλες φορές από αμηχανία, άλλες φορές επειδή κάτι της ακούστηκε χαριτωμένο. Ένα γελάκι σύντομο και με σφιχτά χείλη που με το όλο σύνολο της ξετρέλαινε τα αγόρια. «Δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί στον κινηματογράφο, είναι ολόκληρη βιομηχανία, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, αλλά και τόσοι τεχνικοί».

«Μη μου πεις ότι σκέφτεσαι να γίνεις μπούμαν ή ηχολήπτης!»

«Όχι, κάτι πιο κοντά στην ειδικότητα και στις σπουδές μας».

«Δηλαδή;»

«Μακιγιέζ χαζούλα», της απάντησε χαρίζοντάς της αυτή τη φορά το όμορφο πλατύ της χαμόγελο.  

«Κι όλα αυτά για να έρθεις σε επαφή με διασημότητες;» απόρησε εντελώς επιφανειακά η Άντα.

«Ούτε καν, δε με νοιάζουν οι διάσημοι, αν ήθελα θα ήμουν η ίδια διάσημη».    

«Δηλαδή;» Η Κική έβγαλε από την τσάντα της ένα πορτφόλιο με φωτογραφίες της.

«Έχω ασχοληθεί με το μόντελινγκ, και σήμερα έχω ραντεβού μετά τα μάθημα για μια δουλειά».

«Μα φυσικά», είπε η Άντα ξεφυλλίζοντας τις φωτογραφίες της Κικής. «Ώστε θέλεις να γίνεις μοντέλο;»

«Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν με ακούς:» απόρησε απηυδισμένη η Κική και ξεφύσησε.

«Μα για ποιον άλλο λόγο να κάνεις φωτογραφήσεις αν δε θες να γίνεις μοντέλο;»

«Γιατί δίνει ένα καλό χαρτζιλίκι και γνωρίζομαι με κόσμο που αργότερα μπορεί να με βοηθήσει να πάρω δουλειές και να ασχοληθώ με αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει. Το καλλιτεχνικό μακιγιάζ! Αν και είναι κάπως συγκεχυμένη αυτή η έννοια, σε διαφημιστικά, φωτογραφήσεις, σειρές».

«Και θα πας στο εξωτερικό;»

«Θα ήταν τέλεια αν κατάφερνα να εργαστώ στο Hollywood, ή στη Νέα Υόρκη, γυρίζονται πολλές σειρές εκεί. Να μακιγιάρω τους ηθοποιούς και από κοινούς θνητούς σαν κι εσένα κι εμένα να τους έκανα ζόμπι ή μικρές σταρλετίτσες, να μετατρέπω τη σταχτοπούτα σε βασίλισσα του χορού που κλέβει την καρδιά του πρίγκιπα. Αλλά εννοείται πως πρώτα πρέπει να ξεκινήσω από τα περιορισμένα όρια της χώρας μας, εδώ πρέπει να χτίσω το βιογραφικό μου και έπειτα έχει ο Θεός».

«Και τι δουλειά θα προσπαθήσεις να κλείσεις σήμερα;»

«Ένα διαφημιστικό για την τηλεόραση. Αν με επιλέξουν θα προσπαθήσω να τους πείσω να κάνω μόνη μου το μακιγιάζ, αν τα καταφέρω και τους αρέσει το αποτέλεσμα ίσως αργότερα να με καλέσουν να βάψω και κάποιον άλλον από τους ηθοποιούς, αλλά και να μη με καλέσουν, θα είναι μια καλή αρχή για το βιογραφικό μου».

Η εκμυστήρευση της Κικής κίνησε το ενδιαφέρον της Άντας, αν και δε στάθηκε στο όνειρο της για την ενασχόληση της με το μακιγιάζ σε μια μακρινή χώρα σε άλλη ήπειρο, όπου τους χώριζαν ωκεανοί, αλλά στο λαμπερό κομμάτι που είχε να κάνει με το μόντελινγκ. Η Άντα θεωρούσε ότι η Κική δε θα είχε τη δυνατότητα ή έστω τα κότσια να γίνει ένα μοντέλο από αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν καριέρα ακόμα και στο εξωτερικό. Ότι απλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί και της πουλούσε φούμαρα, ότι το όνειρο της είναι να κάθεται να βάφει τους σταρ και να τους κάνει ζόμπι, βρικόλακες ή να παριστάνει την καλή νεράιδα της Σταχτοπούτας και να τη βοηθάει να κλέψει την καρδιά του πρίγκιπα. Όχι, δεν είχε τις δυνατότητες, μπορεί να ήταν ψηλή, να είχε ωραίο σώμα, αλλά δεν είχε αυτό το κάτι, που το είχε η ίδια η Άντα και το έβλεπε ξεκάθαρα όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη της.

Από τη Σταχτοπούτα, η αλήθεια είναι ότι μεταφερθήκαμε σε ένα άλλο παραμύθι, όπου μια κακιά μητριά ρωτούσε συνέχεια τον καθρέφτη της για το ποια ήταν η πιο όμορφη στο βασίλειο της. Όμως η Άντα δε χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη του καθρέφτη, ήταν βέβαιη ότι εκείνη ήταν πιο όμορφη, άλλωστε το ύψος δεν έπαιζε κανένα ρόλο. «Οι ψηλές είναι για την παρέλαση», σκέφτηκε ειρωνικά για την Κική. Όμως δεν είχε ανάγκη, η προετοιμασία για τις κατατακτήριες στη βιολογία είχε ξεκινήσει, εκείνη θα διέπρεπε στην επιστήμη, όπου δεν είχε ανόητους περιορισμούς όπως ύψος και σωστές αναλογίες. Εκεί απλά έπρεπε να είσαι ευφυής, περιορισμό έτρωγαν οι ανόητοι, όπως θεωρούσε την Κική.

Βέβαια όσα δεν πιάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, μιας και η Άντα γνώριζε ότι με ύψος, με το ζόρι πάνω από το ενάμιση μέτρο, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει ποτέ μοντέλο, ειδικά των προδιαγραφών που υπέθετε ότι δε θα τα κατάφερνε ποτέ να γίνει η Κική. Έμπαινε σε ένα ιδιαίτερο είδος ανταγωνισμού, όπου την ικανοποιούσε και μόνο η αποτυχία της φίλης της. Αν και η Κική ήταν απολύτως ειλικρινής απέναντι της, ότι προτιμούσε να δημιουργεί πίσω από την κάμερα. Από παιδί έκανε καταλόγους ρούχων, διαφημιστικά και όλα αυτά που η ζωή ενός μοντέλου λίγο πολύ περιλαμβάνει, ακόμη και σε πασαρέλα παιδικής κολεξιόν είχε συμμετάσχει, οπότε είχε πλέον κουραστεί από όλη αυτή την κάπως ψεύτικη λάμψη. Εν μέσω δουλειών, κατάφερε διαβάζοντας να περάσει στην αισθητική, όπως ήταν και ο στόχος της και να ξεκινήσει τη διαδικασία της επίτευξης του ονείρου της. Όμως παρά τα όσα είχε εξομολογηθεί στη φίλη της, όπως θεωρούσε την Άντα, εκείνη όλα αυτά τα αντιλαμβανόταν ως δικαιολογίες και υπεκφυγές. Δεν είχε κουραστεί, πως μπορεί να κουραστείς από την αίγλη και το θρίαμβο μιας τόσο έντονης ζωής με τόσα χρήματα που υπόσχεται, όχι, απλά δεν είχε τις δυνατότητες.

Φυσικά η Κική είχε αποφύγει να της μιλήσει για το πόσες φορές είχε αρνηθεί δουλειές, όταν αντιλαμβανόταν ότι ο εργοδότης αποσκοπούσε όχι μόνο στο να έχει ένα καλό αποτέλεσμα, αλλά και ένα όμορφο και δροσερό κορίτσι στο κρεβάτι του. Και αυτό είχε αρχίσει να συμβαίνει αρκετά χρόνια πριν ενηλικιωθεί ακόμη. Από τα δεκαπέντε της άρχισε να δέχεται τέτοιες προτάσεις, που την έκαναν να κοκκινίζει και να ντρέπεται η ίδια, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ντρέπεται εκείνος που της την έκανε. Ευτυχώς η μητέρα της που την είχε σπρώξει στο χώρο της show biz, και κατά κάποιο τρόπο ήταν και η μάνατζερ της, δεν είχε σκοπό να εκπορνεύσει την κόρη της, όπως έκαναν άλλες μανάδες σε αρκετές περιπτώσεις. Βέβαια ανεκτικοί ο ένας με τον άλλον οι κόρακες, ακόμη κι εκείνοι που δεν έβαζαν στο μάτι τα παιδιά, δεν επέτρεπαν να διαρρεύσει τίποτα και να γίνουν καταγγελίες. Οπότε η Κική έχανε δουλειές, αλλά ήταν προτιμότερο, άλλωστε ένα μέρος του βιασμού το είχε υποστεί τη στιγμή που της είχε γίνει η πρόταση. Όταν ανήγγειλε στους γονείς της ότι ήθελε να ακολουθήσει άλλο δρόμο από το μόντελινγκ, εκείνοι το αποδέχτηκαν προ μεγάλη της έκπληξη, ήρεμα και ίσως ως ένα βαθμό ανακουφισμένοι.         

 

 

Κ-ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΕΜΠΤΗ – Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ 

 

Δεν είναι βέβαιο αν η Άντα ήταν ανέραστη ή απλά σε τέτοιο βαθμό νάρκισσος ώστε της ήταν αδύνατον να ερωτευτεί ή να νιώσει ικανοποίηση με κάποιον άλλον, πέρα του εαυτού της, το θέμα είναι ότι κανείς δε θυμάται από τους φίλους και τους γνωστούς να την έχει δει να χάνει τα μυαλά της για κάποιον άντρα (ή έστω γυναίκα, δεν έχουμε κανέναν σκοπό να κρίνουμε τις σεξουαλικές προτιμήσεις κανενός). Ως ένα κορίτσι όμορφο, φυσικά και έλκυε άντρες, αν και πιο συχνά αγόρια, μιας και οι μεγαλύτεροι, σύντομα αντιλαμβάνονταν πόσο ρηχή ήταν. Στις σχέσεις της δεν έδειξε ποτέ το αναμενόμενο πάθος. Αν την έβλεπες έξω με το αγόρι της, κάλλιστα θα θεωρούσες ότι απλά είχε βγει με φίλο. Θα μπορούσε να τη δικαιολογήσει κάποιος, ότι δεν ήταν στο χαρακτήρα της οι υπερβολικές οικειότητες μπροστά σε τρίτους ή ότι μπορεί να οφειλόταν στο σοβαρό της τύπο. Τα θέματα εδώ όμως είναι δύο, πρώτον δεν ήταν σοβαρή. Το εντελώς αντίθετο. Δεύτερον, την οικειότητα που δεν έδειχνε στον εκάστοτε σύντροφο της, την πρόσφερε απλόχερα σε άλλα αγόρια που μπορεί να βρίσκονταν στην παρέα, ειδικά αν παρούσα βρισκόταν και η κοπέλα τους.

Θυμάμαι ακόμη την αφήγηση μιας συμμαθήτριας της από το σχολείο. Η κοπέλα είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα με ένα συμμαθητή τους, αλλά από άλλο τμήμα. Ήθελε να κανονίσει να βγουν, αλλά δεν έβρισκε το θάρρος, οπότε μιλώντας με την Άντα και εξηγώντας της πως είχε η όλη κατάσταση, της ζήτησε να βρίσκεται παρούσα στη συνάντηση ώστε να είναι και πιο εύκολο να ζητήσει από το αγόρι να βγουν οι τρεις τους, αλλά να έχει και μια δεύτερη άποψη, πιο αντικειμενική για το αν εκείνος ενδιαφερόταν. Αν όλα πήγαιναν όπως θα τα επιθυμούσε, ίσως να έφευγε η Άντα λίγο νωρίτερα, με κάποιο πρόσχημα και να μένανε πίσω οι δυο τους. Η ‘‘ηρωίδα’’ μας δέχτηκε να παίξει το ρόλο του μεσάζοντα κατά κάποιο τρόπο. Ικανοποιημένη η Ανθή που θα είχε τη βοήθεια και τη στήριξη της Άντας, μίλησε με το Δήμο και κανόνισε να βγουν και οι τρεις τους για ένα ποτό. Ο Δήμος, κατέφτασε με το δανεικό από τον αδερφό του αμάξι στο σπίτι της Ανθής, όπου τον περίμεναν. Μόλις τα κορίτσια εμφανίστηκαν, η Άντα προχώρησε με άνεση και ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού, κάθισε στο πλάι του. Η Ανθή έμεινε για λίγο μετέωρη, αλλά τελικά και μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, κάθισε πίσω μόνη της. Ο Δήμος που είχε υποψιαστεί ότι πήγαινε σε νυφοπάζαρο, και με την άνεση της Άντας, υποψιάστηκε ότι το άτομο που ενδιαφερόταν δεν ήταν τελικά η Ανθή, αλλά η φίλη της. Προφανώς η Ανθή είχε υποθέσει ότι θα ταίριαζαν και ήθελε να τους φέρει κοντά, και μιας και πλέον είχε τελειώσει το σχολείο και ήταν όλοι φοιτητές σε διαφορετικές σχολές, τι καλύτερο από ένα reunion για ποτό. Χωρίς να έχει ιδιαίτερα αισθήματα για την Ανθή, πέρα από το ότι την έβρισκε χαριτωμένη, δεν του κακόπεσε η προοπτική να κάνει κάτι τελικά με την Άντα αντί για την Ανθή. Άλλωστε αυτά τα δυο στήθη, όμοια με τόπια θαλάσσης, πάντα τον ζάλιζαν και ήθελε να παίξει μαζί τους. Το βράδυ κατέληξε άθλιο για την ανόητη Ανθή, η οποία καθόταν σε μια γωνιά πίνοντας το ποτό της και παρατηρώντας τον Δήμο με την Άντα να φλερτάρουν. Επιστρέφοντας κι αφού άφησε πρώτα την Ανθή στο σπίτι της, ο Δήμος προσφέρθηκε να πάει με το αμάξι την Άντα στο δικό της. Αφού φτάσανε, έφαγε κι εκείνος την κρυολουσία του, μιας και η διάθεση του να ανταλλάξει έστω ένα φιλί μαζί της ή μια υπόσχεση, για μια δεύτερη συνάντηση μόνο οι δυο τους, έπεσαν στο κενό. Η Άντα φυσικά δεν του έκανε τη χάρη, αυτό που ήθελε το είχε πάρει, ήταν η προσοχή του, είχε κερδίσει την Ανθή στο ρινγκ της ανομολόγητης από πλευράς της μάχης. Δεν ήθελε κάτι περισσότερο από εκείνον. Έτσι αφού τον ευχαρίστησε, την ώρα που εκείνος πήγε να τη φιλήσει, πρόλαβε και άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το αμάξι. Αλλά κι έπειτα, η κάθε του προσπάθεια να τη συναντήσει ή να της μιλήσει, έπεφτε στο κενό. Εκείνη δεν ενδιαφερόταν, κι όσο για την Ανθή από εκείνο το βράδυ έπαψε να νοιάζεται. Δεν άξιζε τον κόπο κανείς από τους δυο τους. Φυσικά αν ρωτούσε κάποιος την Άντα, θα ισχυριζόταν ότι είχε παραβρεθεί γιατί της το είχε ζητήσει η Ανθή και ο ρόλος της ήταν καθαρά αυτός, ότι απλώς προσπαθούσε να καταλάβει αν ο Δήμος ενδιαφερόταν για τη φίλη της και δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι μαζί του. Τώρα αν ο Δήμος είχε ενδιαφερθεί για εκείνη, δεν ήταν δική της ευθύνη, άλλωστε η ίδια είχε αποκρούσει οποιαδήποτε ερωτική κίνηση του προς το μέρος της.

Όμως και γενικότερα αυτή ήταν η συμπεριφορά της Άντας, απέναντι στις σχέσεις των φιλενάδων της. Όπου έβρισκε πρόσφορο έδαφος φλέρταρε, και πώς έβρισκε πρόσφορο έδαφος; Το δημιουργούσε. Φυσικά ήταν φορές που σχεδόν έτρωγε τα μούτρα της. Τα αγόρια, όχι απλά δεν ενέδιδαν στη γοητεία της, αλλά αποδοκίμαζαν τη συμπεριφορά της και της έδειχναν ξεκάθαρα την αποστροφή τους. Μάλιστα το αγόρι της Κικής την είχε ρωτήσει ξεκάθαρα «Πώς στην ευχή κάνεις παρέα μαζί της;»

«Είναι καλό παιδί», του απάντησε απορημένη εκείνη.

«Από τέτοια καλά παιδιά έχει βρωμίσει ο τόπος».

«Μα τι εννοείς;» επέμενε η Κική, αλλά το αγόρι της δε συνέχιζε.

 

Ένα άλλο ενδιαφέρον περιστατικό, το οποίο παραθέτω μόνο και μόνο ώστε να σκιαγραφήσω τον χαρακτήρα της στον αναγνώστη, είναι το παρακάτω. Όταν χώρισε μια φίλη της, η Άντα και χωρίς να της το ζητήσει κανείς, προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον πρώην της φίλης της. Εκείνος δεν καταλάβαινε τους σκοπούς της, μάλιστα υπέθετε ότι την έβαζε η πρώην κοπέλα του να επικοινωνήσει μαζί του. Στην αρχή ήταν ανεκτικός με τις κλήσεις και τα μηνύματα που του έστελνε, αλλά μιας και ήθελε να αφήσει πίσω του τον χωρισμό και να προχωρήσει, άρχισε να ενοχλείται. Θεωρώντας υπεύθυνη την πρώην κοπέλα του για το ενδιαφέρον της Άντας, την πήρε τηλέφωνο και της ζήτησε να σταματήσει κάθε επικοινωνία μαζί του έμμεση ή άμεση. Εκείνη απορημένη και κάπως εκνευρισμένη από τα λόγια του, τον ρώτησε πότε ακριβώς τον ενόχλησε, με αποτέλεσμα εκείνος να της αποκαλύψει για την επικοινωνία της Άντας. Μην πιστεύοντάς τον στην αρχή, έκλεισαν το τηλέφωνο ο ένας στα μούτρα του άλλου, αλλά τελικά η απορία νίκησε τον εκνευρισμό και επικοινώνησε πάλι μαζί του. Οι δυο τους βρέθηκαν και εκείνος της έδειξε τα μηνύματα, αλλά και το αρχείο των κλήσεων.

«Μήπως απλά τη χρησιμοποιείς;» τον ρώτησε εκείνη αφήνοντας ανοιχτά όλα τα πιθανά σενάρια. Αφού ξανακαυγάδισαν χωρίστηκαν για να μιλήσουν ώρες αργότερα στο τηλέφωνο, προσπαθώντας και οι δυο να βάλουν σε μια σειρά το χάος που είχε προκαλέσει η Άντα στο χωρισμό τους.

«Μα δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνει αυτό», παραδέχτηκε το κορίτσι.

«Ούτε εγώ», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Νόμιζα ότι εσύ την είχες βάλει». Το αποτέλεσμα ήταν να μιλήσουν ο ένας στον άλλον, εξωτερικεύοντας τα συναισθήματα τους όπως ποτέ πριν, βάζοντας κάτω ό,τι μπορεί να είχε πάει λάθος στη σχέση τους και τελικά κατέληξαν να τα βρουν, βγάζοντας γλώσσα στην προσπάθεια της Άντας να μπει στη μέση.

 

Ίσως είπα ψέματα παραπάνω, όταν ανέφερα ότι δεν είχε χάσει τα μυαλά της για κάποιον άντρα, κάποτε συνέβη κι αυτό. Η αυτοπεποίθηση της την έκανε να πιστεύει ότι θα μπορούσε να κάνει έναν ομοφυλόφιλο άντρα να την ποθήσει, και όχι μόνο. Ήταν σαν να ισχυριζόταν, ότι είχε την ικανότητα να κάνει όποια ετεροφυλόφιλη γυναίκα, για χάρη της ομοφυλόφιλη. Στην αρχή όσοι την γνωρίζαμε το θεωρούσαμε σαν ένα αστείο, μέχρι που συνέβη κι αυτό. Φυσικά κανένας gay δε θα γινόταν δυστυχισμένος για χάρη της. Όμως εκείνη είχε φάει τέτοιο κόλλημα μαζί του, που δεν έλεγε να παραιτηθεί από τον αγώνα. Έφευγε από τη γειτονιά της κάνοντας ολόκληρο ταξίδι για να φτάσει στην περιοχή του και με ένα κουτί γλυκά, πέρναγε απ’ όλα τα σπίτια των γνωστών του για να τους κεράσει. Ποτέ κανείς μας δεν κατάλαβε τι αποτέλεσμα θα είχε αυτή η απεγνωσμένη συμπεριφορά. Φυσικά το μόνο που κατάφερνε ήταν να κολακεύει το αντικείμενο του πόθου της χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, μιας και η φύση του δεν μπορούσε να αλλάξει επειδή το είχε βάλει σκοπό κάποιος ή κάποια. Στο τέλος φυσικά, ο άνθρωπος μη βλέποντας άλλη λύση, αποφάσισε να ενδώσει στην επιθυμία της, με μόνο σκοπό να της αποδείξει ότι κάθε προσπάθεια ήταν χαμένος χρόνος. Αυτό που ήταν, δεν άλλαζε. Το ότι όμως είχαν σχέση, σε πλατωνική μορφή, αφού ουσιαστικά δεν μπορούσε να λειτουργήσει μαζί της ως εραστής, γαλήνεψε το μέσα της ότι τα είχε καταφέρει και έτσι ηρέμησε και ήρθε ο χωρισμός, ως φυσικό επακόλουθο μιας μη σχέσης. Ο σκοπός να κάνει τον ομοφυλόφιλο ετεροφυλόφιλο δεν είχε επιτευχθεί, αλλά εκείνη μπορεί και να έβαλε τσεκ στη λίστα του τι μπορεί να καταφέρει η γοητεία της.

 

 

Κ-ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΚΤΗ – LIFE STYLE    

  

Τελειώνοντας τις σπουδές της και λόγω της κρίσης, μην υπάρχοντας χώρος για νέους επιστήμονες στην χώρα, η Άντα θα έπρεπε να πάρει το δρόμο της ξενιτιάς, όπως έκανε νωρίτερα η Ξανθή, η οποία αφού παρακολούθησε μεταπτυχιακό και διδακτορικό πρόγραμμα στη Γαλιά, βρήκε δουλειά στο Παρίσι και έμεινε εκεί. Η Άντα έχοντας βρει κι εκείνη με τη σειρά της άκρες στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέχεια διατεινόταν σε φίλους, συγγενείς και γνωστούς ότι θα εργαζόταν σε μεγάλο βιολογικό εργαστήριο της Αμερικής. Κάθε Σεπτέμβρη λοιπόν, όλοι περιμέναμε ότι η Άντα θα έκανε τη μεγάλη έξοδο προς το όνειρο της και την ανεξαρτησία από τα κλειστά όρια της πατρίδας, που ακόμα κι όσοι εργάζονται, είναι υποχρεωμένοι να μένουν με τους γονείς τους, με τους μισθούς που παίρνουν. Κάθε φθινόπωρο εμείς πιστεύαμε ότι θα έφευγε, αλλά η Άντα παρέμενε, δημιουργώντας μας σταδιακά αμφιβολίες για τα όσα μας έλεγε. Αντιθέτως ανά διαστήματα έπιανε ως συμβασιούχος εργασία σε κάποια προγράμματα, τα οποία φυσικά είχαν σχέση με το πτυχίο της. Όμως κι αυτό το εικονικό πάθος θα ερχόταν η μέρα που θα έσβηνε ολοκληρωτικά, και αφορμή θα ήταν μια σειρά στην τηλεόραση. Βλέποντας την Κική να εμφανίζεται στην οθόνη της οικογενειακής τους τηλεόρασης και να μιλάει με τον πρωταγωνιστή της σειράς, ένιωσε να δέχεται χαστούκι, αν και την ίδια ώρα σκέφτηκε «Πάντα το έλεγα εγώ!» Αφού παρακολούθησε παραζαλισμένη τη σκηνή, έστειλε στην από χρόνια χαμένη φίλη της μήνυμα.

«Δεν ήταν τίποτα», έλαβε την απάντηση της Κικής «έπρεπε να γυριστεί η σκηνή, αλλά η κομπάρσος που είχε επιλεχθεί για το ρόλο είχε ένα ατύχημα και δεν μπορούσε να έρθει. Όμως η σκηνή ήταν προγραμματισμένη και ήταν αδύνατον να μη γυριστεί, έτσι με υποχρέωσαν να παίξω εγώ το ρολάκι. Θεωρήθηκε ότι είχα εμπειρία λόγω των διαφημίσεων και ότι μπορούσα να πω δυο ατάκες, με είχαν και πρόχειρη στο μακιγιάζ…»

Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα η Άντα θα αποφάσιζε να αλλάξει προσανατολισμό, άλλωστε για την ίδια, ό,τι ήταν να πετύχει στη Βιολογία το είχε καταφέρει. Κρατώντας το τιμόνι της ζωής της σε δυο χέρια που δεν ήξεραν οδήγηση παρά μόνο μιμητισμό, έστριψε πατώντας το γκάζι αντί του φρένου. Κι από μια καριέρα στην επιστήμη αποφάσισε να κάνει ‘‘τέχνη’’. Αν φυσικά η τέχνη ορίζεται στο να πηγαίνει σε τηλεπαιχνίδια και εκπομπές παριστάνοντας το κοινό, στο να συμμετέχει σε ταινίες, μέσα σε ένα πλήθος που κινείται στους δρόμους, ως διαβάτης, στο να κάθετε στο φόντο σε ένα τραπέζι μιας ταβέρνας και να παριστάνει ότι τρώει. Όμως όχι, η Άντα δεν το έβαζε κάτω, συνέχιζε να πηγαίνει από οντισιόν σε οντισιόν και να ζητιανεύει ρόλους κομπάρσου, έπειτα έμαθε και για τα πρακτορεία, όπου θα ήταν πιο εύκολο να πάρει δουλειές, από το να ψάχνει μόνη τις οντισιόν. Μια αχνή καριέρα την ανέμενε σε ένα λαμπρό κόσμο, όπως τον είχε στο μυαλό της.

Δεν ήταν δυνατόν όμως να βιοπορίζεται με το χαρτζιλίκι που έπαιρνε, κάνοντας το κοινό ή το διαβάτη, και ούτε θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα είχε για πάντα τους γονείς της να της προσφέρουν στέγη, μόνη λύση ήταν ο γάμος. Και μιας και η ίδια δεν ήταν από τα κορίτσια που ονειρεύονταν έρωτες, δεν ήταν ένα συναίσθημα που είχε νιώσει άλλωστε, ούτε ενδιαφερόταν να κάνει οικογένεια, δε θα ήταν δύσκολο να βρει και τον κατάλληλο υποψήφιο για να τον κάνει σύζυγο της.

Πλέον τα αγόρια που την ήθελαν στο παρελθόν είχαν γίνει άντρες, και οι άντρες που θα τη θεωρούσαν κάποτε ρηχή, είχαν ξεμωραθεί. (Όχι βέβαια όλοι). Από συνήθεια η Άντα δεν μπορούσε άλλο από το να βάλει ως στόχο κάποιον παντρεμένο, η ιδέα να μπει πάλι σε μάχη και να κερδίσει μιαν άλλη γυναίκα, όπως ήταν αναμενόμενο, την ιντρίγκαρε. Έπρεπε να κοιτάξει καλά στον κύκλο της, για το ποιος είχε τις σωστές προοπτικές. Μπορεί ένας παντρεμένος να ήταν μια επιλογή φερέγγυα, μιας και ήταν δοκιμασμένο και με εγγύηση υλικό, αλλά δεν την ενδιέφερε καθόλου να ασχοληθεί με κάποιον που τη γλυκοκοίταζε ήδη. Πιθανόν να ήταν συνηθισμένος στις απιστίες και αργότερα να έκανε τα ίδια και σε εκείνη, αν κατάφερνε ποτέ να τον κάνει να χωρίσει με τη γυναίκα του και να μείνει με την ίδια, πράγμα απίθανο, οι άντρες με διαδοχικές ερωμένες, έχουν ανάγκη τη γαλήνη της συζυγικής κρεβατοκάμαρας. Επίσης θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερος, ένας γεροντοέρωτας θα είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας απ’ ότι με κάποιον μεσήλικα συνομήλικό της. Και φυσικά θα έπρεπε να έχει καλά εισοδήματα, αυτό ήταν και το βασικό. Πάντα υπήρχαν και κάποιοι χωρισμένοι, αλλά ποιος ξέρει τι κουσούρια είχανε, για να τους εγκαταλείψουν οι γυναίκες τους. Θα έπρεπε να είναι καλόβολος, να την αγαπάει και να μη λέει «Όχι» στα καπρίτσια της. Έσπαγε το κεφάλι της μιας και δεν έβρισκε κανέναν κατάλληλο υποψήφιο. Τι μπορούσε να κάνει, να πάει στα ΚΑΠΗ ή στις εκκλησίες;

Δε χρειαζόταν να είναι υπερβολικά άνθρωπος του Θεού, μετά θα τη ζάλιζε να πηγαίνει κάθε Κυριακή στη λειτουργία μαζί του. Έπρεπε να ανοίξει τον κύκλο της. Έκατσε και έγραψε σε μια λίστα με άτομα που γνώριζε άνω των πενήντα πέντε έως εβδομήντα ετών. Μήπως ο σύζυγος της κυρίας που της διαφήμιζε την κολεξιόν των μαγιό; Μπα, ένα χαμένο κορμί ήταν, θα τον πέταγε η γυναίκα του με μιας έξω από την επιχείρηση, αν έκανε το λάθος να της ζητήσει διαζύγιο. Η Έλλη ήταν αρκετά καπάτσα, άσε που θα έχανε και εκείνη τη δουλειά, και ήταν τόσο ονειρεμένα τα μαγιό της βιοτεχνίας, και κάθε χρόνο της έκανε δώρο ένα, δυο, τρία που ήθελε. Ήταν η περισσότερη ώρα που είχε λάβει παρουσία η Άντα σε τηλεοπτικό χρόνο. Η δασκάλα της του χορού τότε; Μπα ήταν άνω των εβδομήντα ο άντρας της, είχε παντρευτεί νωρίς γιατί οι γονείς της δεν ήθελαν να ασχοληθεί με το χορό, όμως ο μεγαλύτερος σύζυγος της, της είχε υποσχεθεί ότι θα είχε την ελευθερία να κάνει ότι ήθελε στη ζωή της. Θα ήταν μια καλή περίπτωση αν ήταν δέκα χρόνια μικρότερος. Ώσπου η λύση ήρθε ουρανοκατέβατη.

Είχε πάθος η Ρούλα με την υποκριτική, όμως οι γονείς της ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν για θέατρα και καραγκιοζλίκια. Χαμηλών τόνων εκείνη υποτάχθηκε στην επιθυμία τους, μεγαλώνοντας όμως και παντρεμένη με έναν συνάδερφο του πατέρα της, αστυνομικό, η επιθυμία της Ρούλας αντί να ξεφουσκώνει όλο και αυξανόταν. Δεν την κάλυπτε μόνο να βλέπει παραστάσεις, μία στο τόσο, ήθελε να δει τον κόσμο από μέσα. Όμως δεν μπορούσε να παρατήσει την οικογένειά της και να τρέχει σε πρόβες και γυρίσματα, μόνο ερασιτεχνικά θα ήταν εύκολο να το κάνει. Έτσι ξεκίνησε να πηγαίνει σε οντισιόν, μάλιστα θεωρούταν από τους καλούς του κλάδου, είχε στρατιωτική πειθαρχία, ήταν πάντοτε στην ώρα της και μάλιστα τα έλεγε. Πλέον δε χρειαζόταν να περνάει καν από οντισιόν. Της τηλεφωνούσαν απευθείας οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες αν είχαν ένα γυναικείο ρολάκι μεγαλύτερο, το οποίο δε θα καταδεχόταν ηθοποιός να παίξει, αλλά ήταν αρκετό για κομπάρσο. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα της είχαν δώσει και κανονικό ρόλο σε σειρά, όχι φυσικά πρωταγωνιστικό, αλλά αρκετά ικανοποιητικό. Ήταν φιλική με τους κομπάρσους, μιας και η ίδια ανήκε στις τάξεις τους, δεν δίσταζε να τους δώσει συμβουλές και να τους ενθαρρύνει, αν χρειαζόταν. Ήταν μοιραίο να συμπαθήσει την Άντα και να την πάρει κάτω από τις φτερούγες της.

Ο αστυνομικός σύζυγός της δυσανασχετούσε με την ασχολία της, όπως άλλοτε οι γονείς της, όμως για τη Ρούλα ήταν ο αέρας που ανέπνεε και δεν είχε σκοπό να τον στερηθεί. Σε ένα τραπέζι που είχε κάνει στο σπίτι της και είχε παραβρεθεί και η Άντα, η τελευταία ζύγιζε τον σύζυγο. Εξηνταπεντάρης και καλοστεκούμενος. Ανεξάρτητος οικονομικά, το σπίτι τους ιδιόκτητο και μεγάλο, όμορφο και σε καλή περιοχή. Η Άντα ξέκοψε από την παρέα και τον πλησίασε κρατώντας το ποτό της και πιάνοντάς του κουβέντα για τα βινύλια. Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους καθώς κανείς δεν τους έδινε σημασία. Άλλωστε η Άντα ήταν πολύ όμορφη για να ενδιαφερθεί για έναν μεγαλύτερό της, περίπου είκοσι χρόνια και επιπλέον αρκετά ευγενική για να μην τον αφήσει να κάθεται απομονωμένος. Μέχρι να φύγει είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού. Ο απόστρατος αστυνομικός γοητεύτηκε από την (για την ηλικία του) πιτσιρίκα, δε θα δυσκολευόταν να τον πάρει από τη χαζή τη Ρούλα, εκείνη άλλωστε είχε τους ρόλους της.

 

Όσο κι αν ήταν ανταγωνιστική η Άντα, παρέμενε ικανοποιημένη με το τίποτα, γιατί ήξερε ότι δεν είχε τη δύναμη για το παραπάνω. Δεν είχε κανένα πραγματικό πάθος, γι’ αυτό και αρκούταν με τα πασαλείμματα περνώντας με ευκολία από τη μια ασχολία στην άλλη. Δεν μπορούσε να αφιερωθεί σε ένα πάθος, την ενδιέφερε το φαίνεσθε και μόνο αυτό. Δεν αναζήτησε τον τρόπο να βελτιώσει τον εαυτό της. Τελικά βρέθηκε παντρεμένη με τον σύζυγο της Ρούλας, συνεχίζοντας να πηγαίνει από οντισιόν σε οντισιόν και κάνοντας την κερκίδα στα τηλεπαιχνίδια. Και φυσικά καυχιόταν για τον κάθε ‘‘αόρατο’’ ρόλο που έπαιρνε δεξιά κι αριστερά.                               

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: