SEA DREAM

 
 

SEA DREAM 

του Επαμεινώνδα Βανδώρου

 

Α’ ΜΕΡΟΣ

 

Σηκώθηκε από τη σκιά του ευκαλύπτου,  μάζεψε την πετσέτα της, δίπλωσε την ψάθα της και πήρε το δρόμο για την επιστροφή, αφού πρώτα έριξε μια τελευταία ματιά στη θάλασσα που πριν λίγο την κρατούσε στην αγκαλιά της. Έπρεπε να γυρίσει στο δωμάτιό της για να μαζέψει τα πράγματά της, γιατί το πρωί ταξίδευε για την βόρεια χώρα της ανατολικής Ευρώπης. Οι διακοπές της είχαν τελειώσει κι έπρεπε να γυρίσει πίσω. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε έξω από τη χώρα της κι ήδη η μελαγχολία της επιστροφής και το ότι δεν θα επέστρεφε ξανά σε αυτόν τον όμορφο τόπο, την είχαν καταβάλει από την προηγούμενη κιόλας μέρα. Η φίλη της ήδη βρισκόταν στο δωμάτιό τους και μάζευε τα πράγματά της, δεν είχε πολύ όρεξη για μπάνιο εκείνη τη μέρα.

Η Καταρίνα, εκτός όμως από την μελαγχολία της επιστροφής, γνώριζε πως δεν είχε κάτι να την κρατάει πίσω. Κι αυτό έκανε την κατάστασή της ακόμη χειρότερη. Προσπαθούσε να μην το σκέπτεται για να μην στεναχωριέται, ήταν μια προσφιλή της μέθοδο που ακολουθούσε από μικρή, όταν πέθανε η αγαπημένη της γιαγιά και στη συνέχει μετά από χρόνια, η μητέρα της κι αργότερα ο πατέρας της. Κι όμως συνήθιζε να συνομιλεί μαζί τους, πολλά βράδια και μέρες. Κι όταν αντιμετώπιζε δυσκολίες και πάλι άκουγε τις συμβουλές τους. Στην πατρίδα της δεν είχε άλλους κοντινούς συγγενείς και φίλους δεν είχε κάνει πολλούς. «Ευτυχώς που έχω και το σπίτι» μονολόγησε, αφού ήξερε πως χωρίς αυτό πολύ πιθανό θα ήταν να είναι άστεγη, αφού και δουλειά δεν είχε καλή. Μερικές μέρες απασχολούταν σε ένα μπακάλικο, και κάπου κάπου φρόντιζε μια ηλικιωμένη που ζούσε στη γειτονιά, όταν η κόρη της έλειπε και για τούτο το ταξίδι είχε στερηθεί πολλά και είχε κάνει πολλές οικονομίες.

Πόσο της άρεσαν αυτές οι μέρες, όταν βρισκόταν μέσα στο νερό, την αγκάλιαζε σαν τη μάνα της, την γαλήνευε και την ηρεμούσε, παίρνοντάς της όλους τους φόβους, δίχως να έχει έγνοιες για το αύριο. Κι ήξερε καλά πως στη χώρα της θα ήταν αδύνατο να βρει αυτά τα ζεστά και γαλήνια νερά, μόνο προς τα βόρεια υπήρχε θάλασσα, αλλά και πάλι ήταν τόσο κρύα, ακόμα και το βαθύ καλοκαίρι. Για κολύμπι την πήγαινε ο πατέρας της στο κολυμβητήριο, όσο ζούσε εκείνος δεν τους έλειπε τίποτα και φρόντιζε η πριγκίπισσα του να πάρει όλα τα εφόδια της ζωής, μόρφωση, κολύμπι, ξένες γλώσσες και πολύ παιχνίδι. Από αυτόν έμαθε για την Ελλάδα, της την ανέφερε την πρώτη φορά που την πήγε στο κολυμβητήριο, κι ίσως για αυτό είχε τόσο πολύ την επιθυμία να την επισκεφτεί, κι ίσως για αυτό είχε κάνει τόσες θυσίες για να βρεθεί σε αυτήν.

Ξεκίνησε λοιπόν να πάρει το δρόμο της επιστροφής, προχώρησε λίγα μέτρα δεξιά από το σημείο που βρισκόταν, για να μπει στο δρομάκι, που θα την έβγαζε στο δρόμο κι από εκεί μετά από λίγες εκατοντάδες μέτρα στο ξενοδοχείο της. Όμως προσεγγίζοντας το δρομάκι άλλαξε γνώμη και γύρισε πίσω, από εκείνη τη διαδρομή θα έχανε σύντομα την επαφή της με τη θάλασσα, έτσι προτίμησε να επιστρέψει για πρώτη φορά από την αντίθετη πλευρά, να περπατήσει παράλληλα στην παραλία για πολλά μέτρα και έτσι να βγει στο δρόμο. Τι κι αν από εκεί η διαδρομή ως τον προορισμό της ήταν μεγαλύτερη! Καλύτερα θα είχε συντροφιά τη θάλασσα, κι άλλωστε δεν την ένοιαζε να γυρίσει γρήγορα, παρά του ότι ήξερε πως η φίλη της θα τη μάλωνε, γιατί βαριόταν μόνη της και την περίμενε από ώρα. Προχωρούσε λοιπόν αργά, παίζοντας με τη θάλασσα, αφήνοντας την να χτυπάει τους αστραγάλους της και καμιά φορά έμπαινε και η ίδια μέσα κλωτσώντας την. Σε κάποιο σημείο υπήρχαν αρκετές ξαπλώστρες και αναγκάστηκε να πάει πίσω τους για να συνεχίσει το δρόμο της. Λόγω της παράκαμψης πρόσεξε ένα μαγαζί με πολλές μουριές περιποιημένες, που σχημάτιζαν έναν απόλυτο ίσκιο η μία με την άλλη. Ενδιάμεσα στις μουριές τραπεζάκια πάνω από το ξύλινο πάτωμα της αυλής. 

Κοντοστάθηκε μπροστά από το μαγαζί, όταν πρόσεξε ένα χαρτί κολλημένο στην πρώτη μουριά, που έγραφε στα εγγλέζικα ότι ζητούταν υπάλληλος. Πήγε να προχωρήσει, όμως τα πόδια της δεν την υπάκουαν και σύντομα βρέθηκε μέσα στο μαγαζί, που μια κοπέλα την ρώτησε τι θέλει.  Σύντομα βρέθηκε με την υπεύθυνη του μαγαζιού μια ξερακιανή ηλικιωμένη γυναίκα, πολύ αυστηρή κι ίσως και κάπως αντιπαθητική, που μόλις την είδε με την αρμύρα και το μαγιό της απλά είπε «Καλό κι αυτό». Με τα πολλά εξήγησε στην Καταρίνα, πιο πολύ με χειρονομίες, παρά με τα λόγια και στη συνέχεια με τη βοήθεια του μάγειρα που σκάμπαζε κάμποσα αγγλικά για την τυχόν συνεργασία τους. Η κοπέλα δεν κατάλαβε πολλά, αλλά χωρίς να το σκεφτεί δέχτηκε να εργαστεί για την ξερακιανή γυναίκα.

Άλλωστε ήταν Ιούνιος και δεν είχε χάσει τη σεζόν κι όπως κατάλαβε, θα μπορούσε να δουλέψει ως και τον Οκτώβριο. Στην πατρίδα της πάλι δεν είχε κανέναν να την περιμένει, η δουλειά στο μπακάλικο θα της έδινε λιγότερα χρήματα από ότι της υποσχέθηκε η γυναίκα του SEA DREAM, το οποίο δεν ήταν απλά ένα φαγάδικο, αλλά ένα συγκρότημα δωματίων, που μπροστά στη θάλασσα υπήρχε αυτός ο χώρος σαν εστιατόριο για τους πελάτες, αλλά και για άλλους τουρίστες και ντόπιους. Η κόρη της ιδιοκτήτριας που πρωτομίλησε η Καταρίνα θα έφευγε για σπουδές, δεν την ένοιαζαν οι τουριστικές επιχειρήσεις, άλλωστε η μάνα της είχε περιουσία για να της στέλνει χρήματα, οπότε η θέση της έμενε κενή. Αυτή τη θέση θα έπαιρνε λοιπόν η κοπέλα του βορρά, θα ήταν υπεύθυνη για τις παραγγελίες των πελατών και σερβιτόρα. Τα λίγα αγγλικά που ήξερε δεν ενδιέφεραν την ιδιοκτήτρια, αλλά το ότι μιλούσε τρεις γλώσσες του ανατολικού μπλοκ ήταν ότι καλύτερο, αφού οι περισσότεροι πελάτες τους ήταν από εκεί. Μόνο πρόβλημα ότι η Καταρίνα δεν ήξερε λέξη ελληνικά,  αλλά με λίγη προσπάθεια ίσως μάθαινε μερικά.

 

Επιστρέφοντας στο δωμάτιο και συναντώντας τη συγκάτοικό της, της είπε τα νέα, ότι δεν θα την ακολουθούσε, ότι θα έμενε στο νησί, κι από την επόμενη κιόλας θα έπιανε δουλειά και εκτός από τον μισθό, θα είχε στη διάθεσή της κι ένα δωμάτιο για να μένει, τι καλύτερο, αφού όπως πίστευε όλο και θα έβρισκε το χρόνο για κάποια βουτιά στην θάλασσα, που τόσο αγαπούσε.  Κι αν τα πήγαινε καλά θα είχε και τις επόμενες χρονιές δουλειά.

-Είσαι τρελή; Τη ρώτησε η φίλη της.

-Γιατί το λες αυτό;

-Τι, γιατί το λέω; Μόνη σου, σε μια ξένη χώρα χωρίς να ξέρεις κανέναν;

-Και τι μ’ αυτό; Και στην πατρίδα μας μόνη μου είμαι, χωρίς κανέναν, και σχεδόν χωρίς δουλειά.

-Αλλά τουλάχιστον είναι η χώρα σου, γνωρίζεις τη γλώσσα, εδώ αν χρειαστείς κάτι δε θα μπορείς να συνεννοηθείς.

-Κάνεις λάθος, οι περισσότεροι στο νησί μιλάνε αγγλικά.

-Έλα τώρα Καταρίνα, κάνεις σαν να μην καταλαβαίνεις. Ξέρεις τι εννοώ, εδώ θα ’σαι μια ξένη ανάμεσα σε ξένους. Άλλο οι διακοπές κι άλλο η ζωή. Τώρα τα βλέπεις όλα όμορφα γιατί είσαι σε διακοπές κι έχεις φτιάξει στο μυαλό σου ένα όνειρο, μια φανταστική ιστορία.

-Άσε με να τη ζήσω τότε φίλη μου και μη με στεναχωρείς. Άλλωστε σε περίπτωση που δε μου αρέσει εδώ παίρνω το αεροπλάνο και επιστρέφω στην πατρίδα μας.

Η φίλη της μη θέλοντας να τη στεναχωρήσει και βλέποντας πως η Καταρίνα δεν θα μεταπειθόταν, αποφάσισε να σταματήσει να εκφράζει τις αντιθέσεις της και απλά συνέχισε με συμβουλές που στη συνέχεια έγιναν όνειρα και για εκείνη, να επισκέπτεται δηλαδή την Ελλάδα κάθε χρόνο για να βλέπει τη φίλη της και να κάνει διακοπές δωρεάν. Στη συνέχεια τα κορίτσια έβαλαν με το νου τους η Καταρίνα να αποκτήσει πολλά χρήματα και μαζί με τη φίλη της να ανοίξουν τη δική τους τουριστική επιχείρηση και φτάνοντας ακόμα πιο μακριά να γνωρίσουν τον έρωτα και να παντρευτούν σε αυτό το νησί. Τελικά κι αφού τα κορίτσια τέλειωσαν με τις μπίζνες και τους έρωτες, αποφάσισαν να επισκεφτούν μαζί το SEA DREAM πρώτη και τελευταία φορά ως πελάτισσες. Έτσι και έκαναν, βρέθηκαν δίπλα στη θάλασσα, που θύμιζε στην κοπέλα απ’ το βορρά το μητρικό χάδι, να πίνουν το κρασί τους μαζί με σαλάτα και τοπικά εδέσματα.

Μέσα από το μαγαζί η ιδιοκτήτρια είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω στη νέα της υπάλληλο, θέλοντας να καταλάβει τι καπνό φουμάρει κι όλο μονολογούσε κάνοντας διάφορα σχόλια. Χίλιες φορές θα προτιμούσε την κόρη της στο πόστο, αλλά αφού αυτή ζητούσε τη μεγάλη ζωή και τις επιστήμες και δεν καθόταν στα αυγά της! Πάνω από δέκα χρόνια σπούδαζε, δυο πτυχία, μεταπτυχιακό και τώρα ετούτο, διδακτορικό! Αυτή είχε περιουσία τι τα θελε όλα αυτά. Η ηλικιωμένη, που είχε ζήσει φτωχικά στα νιάτα της μαζί με τον άντρα της, έπιασε την καλή από αυτό το παλιόκτημα του μακαρίτη του συζύγου της, που ποτέ δεν το είχαν σε εκτίμηση και παραλίγο να πουλήσουν κάποτε, αφού δεν τους έδινε και τίποτα. Κάτι λεμονιές υπήρχαν μέσα, και τώρα κάποιες μένουν τιμής ένεκεν. Όμως όταν ξεκίνησε ο τουρισμός έφτιαξε ο μακαρίτης ένα ψαροταβερνάκι κι άρχισαν να ζουν καλύτερα, αυτός όμως που απογείωσε οικονομικά την οικογενειακή επιχείρηση ήταν ο γιος της. Πάντα είχε επιχειρηματικό μυαλό, όταν πέθανε ο πατέρας και είχε πρόσβαση στα λεφτά έπεισε τη μάνα του και ρίξανε όλα τα χρήματα που είχαν και με ένα μικρό δάνειο, που έκαναν την απόσβεσή του την πρώτη χρονιά, δημιούργησαν όλη αυτή την τουριστική επιχείρηση, που τους αυγάτιζε τα χρήματα.  Ο γιος της πέρασε σε μια σχολή, αλλά δεν πάτησε ποτέ, τη χρησιμοποιούσε απλά για να παίρνει τις αναβολές και δούλευε όλο το χρόνο στην επιχείρηση.  Ο ίδιος τα επιτηρούσε όλα και η μάνα του έκανε τη διευθύντρια και καμάρωνε σαν το γύφτικο σκεπάρνι, μπροστά σε ένα τραπεζάκι έξω από το μαγαζί. Όμως τελικά όταν υποχρεώθηκε να πάει στο στρατό, αναγκάστηκε και η μητέρα του με την αδελφή του να μπουν στη λάντζα και στην καθημερινή δουλειά για να μην καταρρεύσει η επιχείρηση. Η αδελφή βέβαια αύριο επέστρεφε στις σπουδές της κι έτσι μόνο η μάνα του θα είχε το βάρος της επιχείρησης.

Οι δυο κοπέλες συνέχιζαν το φαγητό τους και συζητούσαν. Η Καταρίνα ήταν μαγεμένη από το ότι θα έμενε στην Ελλάδα, όλα της φαινόταν όμορφα, η δουλειά, η ιδιοκτήτρια, η νύχτα, η θάλασσα, ο ήλιος που θα αντίκριζε και πάλι το πρωί. Η φίλη της είχε αμφιβολίες για την ιδιοκτήτρια, που την έβλεπε συνεχώς να τις καρφώνει με ένα αδιευκρίνιστα αρνητικό βλέμμα. Όταν οι δυο τους τελείωσαν και ζήτησαν το λογαριασμό αυτός ήρθε και η κοπέλα που τον έφερε τους ενημέρωσε πως το κρασί ήταν κερασμένο από τη διεύθυνση του καταστήματος. Οι δυο φίλες από ευγένεια πριν φύγουν κατευθύνθηκαν προς την ηλικιωμένη και την ευχαρίστησαν.

-Καλά, καλά απάντησε εκείνη, αύριο μην ξεχνάς πως ξεκινάμε πρωί πρωί να ’σαι δω να συγυρίσουμε τον τόπο, μην σε πάρει ο ύπνος.

Η φίλη της πέταγε για την πατρίδα της και η νεαρή κοπέλα πήγε στο SEA DREAM για να συναντήσει την αφεντικίνα της, που έφτασε πολύ αργότερα αφήνοντάς την να περιμένει για πολύ ώρα στην πρωινή ψύχρα, έξω από το μαγαζί.

-Ώστε ήρθες!

-Έχω πολύ ώρα.

-Και τι με αυτό; Θα μου κάνεις και κουμάντο;

-Νο…

-Τι Νο, Όχι λέμε εδώ, τέλος πάντως, τακτοποίησε τα τραπέζια και πάρε τη σκούπα να συγυρίσεις, σε λίγη ώρα θα έρθουν οι πρώτοι πελάτες.

Η Καταρίνα, ξεκίνησε να κάνει τις δουλειές, που της ανατέθηκαν σκεφτόμενη τη συμπεριφορά της γριάς, καμιά σχέση με την ευγενική γιαγιά της και την κυρία που φύλαγε. Όμως καθώς σκούπιζε κοιτάζοντας τη θάλασσα και τις ακτίνες του ηλίου, που βουτούσαν σε αυτή για να κάνουν το πρωινό τους μπάνιο, όλα ξεχάστηκαν. Το μυαλό της ταξίδεψε στα αστέρια, στους γονείς της και όλα τα έκανε με εξαιρετική ταχύτητα και επιδεξιότητα, μην αφήνοντας περιθώρια στη γριά να πει το οτιδήποτε. Κι όχι μόνο αυτό ως το βράδυ έβγαλε μόνη της όλη τη δουλειά με χαμόγελο, εξυπηρετώντας όλους τους πελάτες και κάνοντάς τους να φεύγουν ευχαριστημένοι και αφήνοντας υψηλό πουρμπουάρ. Το ότι ήξερε τη γλώσσα των περισσότερων πελατών από το πρώην ανατολικό μπλοκ τους ευχαριστούσε ιδιαίτερα και έκανε πιο εύκολη τη δουλειά της. Αλλά και με τους υπόλοιπους στα αγγλικά ανταπεξήλθε.

Το βράδυ έπεσε ξερή στο κρεβάτι του δωματίου της, δεν σκέφτηκε τίποτα, παρά μόνο έκλεισε τα μάτια και την πήρε ο ύπνος κι ονειρεύτηκε μόνο την θάλασσα που έβλεπε όλη μέρα καθώς έπαιρνε τις παραγγελίες και καθώς επέστρεφε τα πιάτα, τόσο όμορφη αυτή η θάλασσα και παράξενο δεν την ένοιαζε που δεν βούτηξε, της αρκούσε που ήταν εκεί και την έβλεπε, που ήταν εκεί και της έδινε κουράγιο.

Σύντομα η Καταρίνα, είχε βρει τους ρυθμούς της, είχε αρχίσει να μαθαίνει και τα ελληνικά και ως τα τέλη του φθινοπώρου θα τα μιλούσε άπταιστα, επιπλέον η γριά έβλεπε μέρα με τη μέρα τα έσοδά της να αυξάνονται μαζί με την πελατεία, τώρα πια οι περαστικοί ντόπιοι, αλλά και οι από τις ανατολικές χώρες έρχονταν και ξανάρχονταν σταθερά κι αυτό οφειλόταν στο χαμόγελο, την ευγένεια και την εξυπνάδα της υπαλλήλου, που πλέον δεν χρειαζόταν παραγγελία για να μαντέψει τι ήθελαν. Ο κυρ Βασίλης, τον συγκεκριμένο καφέ, ο Αντρέι τη χωριάτικη και την μπίρα, ο Φρανσουά το φιλέτο μισοψημένο κι ο νεαρός πελάτης, πάντα τη βαρελίσια σε μεγάλο ποτήρι μπίρα, συνοδεία ξηρών καρπών. 

Ένα μεσημέρι λοιπόν δύο βδομάδες μετά την πρόσληψή της που δεν υπήρχε πολύς κόσμος στο μαγαζί, ζήτησε την άδεια για να κάνει μια βουτιά όμως η γριά δεν ήταν απλός ανένδοτη, αλλά την έβρισε στα ελληνικά και στα αγγλικά προσβάλλοντάς την. «Ακούς εκεί, μας ήρθε το τσουλάκι από το βορρά και θέλει και ρεπό». Η Καταρίνα δεν είπε τίποτα, αλλά δε θα στερούταν και τη θάλασσα, κάθε πρωί ξύπναγε νωρίτερα και έκανε την καθιερωμένη της βουτιά, που την ξεκούραζε, όπως η μάνα με το χάδι τα παιδιά της.

Ο μάγειρας έβλεπε τη συμπεριφορά της γριάς γκιόσας, όπως την έλεγε και θύμωνε, ήταν φίλος του γιου της και δεν έπαιρνε σοβαρά την αφεντικίνα του.

-Ακούς εκεί θα το ξεκάνει το κορίτσι.

-Και σ’ ένα τι σε νοιάζει, τον ρώτησε μια από τις καθαρίστριες των δωματίων.

-Με πνίγει το δίκιο, κι ύστερα αυτή είναι θησαυρός δε βλέπεις πως αυξήθηκε η πελατεία, που από όταν έφυγε ο Αλέξανδρος πηγαίναμε από το κακό στο χειρότερο;

-Δεν έχεις άδικο, ως και στα δωμάτια έχουμε αύξηση, αλλά αυτό που γίνεται στο εστιατόριο είναι πρωτοφανές. Τι τα θες δεν αλλάζει ο άνθρωπος, ό,τι και να της κάνεις η γριά δεν αλλάζει.

Έτσι λοιπόν ο μάγειρας ένα μεσημέρι που δεν είχαν πολύ κόσμο, πρότεινε στην Καταρίνα να πάει να κάνει μια βουτιά.

-Και το Boss;

-Αναλαμβάνω εγώ.

Κι έτσι έγινε η κοπέλα, βυθίστηκε για μια ακόμη φορά στη ζεστή και μεθυστική αγκαλιά της θάλασσας, ξεχνώντας τα πάντα, άλλωστε για αυτήν είχε μείνει μόνη στο νησί, μακριά από την πατρίδα της. Κι ο μάγειρας, όταν η γριά εμφανίστηκε, κάλυψε την κοπέλα λέγοντας ότι την έστειλε στην αγορά για κάποιες προμήθειες. Βέβαια τις επόμενες φορές που συνέβη το ίδιο η γριά δεν το έχαψε, αλλά μιας κι ο μάγειρας ήταν λίγο οξύθυμος και φίλος του γιού της έδωσε τόπο στην οργή κι αφού ασφαλώς κρατούσε ο ίδιος το πόστο της.

Τώρα πια ο μάγειρας και η Καταρίνα είχαν έρθει πιο κοντά κι έτσι εκτός τη θάλασσα και τον ήλιο ένιωθε ότι είχε έναν ακόμα φίλο. Είχαν αναπτύξει ένα δικό τους σύστημα στις παραγγελίες και τουλάχιστον για τις πιο απλές αρκούσε ένα βλέμμα ή ένα χαμόγελο για να συνεννοηθούν, αυτό δεν άρεσε καθόλου βέβαια στην γριά που τη φύλαγε στην κοπέλα ήδη για τα μπάνια που έκανε τα μεσημέρια με την άδεια του μάγειρα. Δεν άργησε να βρει την ευκαιρία όταν ένας πελάτης επέστρεψε την παραγγελία του. Συγκεκριμένα ο κύριος αυτός είχε πάει με το γιο του στο μαγαζί και ζήτησε από την Καταρίνα να αντικαταστήσει τις πατάτες στο πιάτο του με ρύζι. Αυτό έγινε βέβαια κατόπιν της παραγγελίας κι αφού ο ίδιος ζήτησε συγγνώμη. Χωρίς κάποια επίπληξη και με χαμόγελο η σερβιτόρος δέχτηκε και έκανε την αλλαγή με το μάγειρα. Αυτό ήταν αρκετό για τη γριά που καθόταν πλέον όλη μέρα στο τραπεζάκι, χαζεύοντας το μαγαζί της, πίνοντας καφέ ή τρώγοντας και κάλεσε κοντά της την υπάλληλό της.

-Είσαι χαζή, δεν καταλαβαίνεις τι σου ζήτησε ο πελάτης. Stupid.

-Μα δεν έγινε κάτι.

-Και γιατί επέστρεψε το πιάτο με κοροϊδεύεις;

-Κυρία…

-Κεριά και λιβάνια, ζώων, αν θες να δουλεύεις στο μαγαζί μου θα ’σαι προσεκτική, κατάλαβες;

-Νομίζω πως είστε υπερβολική, είπε ο μάγειρας.

-Εσύ τη δουλειά σου και δεν είμαι καθόλου υπερβολική. Εσύ κατάλαβες, άντε χαζή, ήρθες απ’ του διαβόλου τη μάνα να χαλάσεις το μαγαζί μου.

Η Καταρίνα, που και τα μισά που κατάλαβε, ήταν αρκετά για να την στεναχωρήσουν το υπόλοιπο της δουλειάς το έβγαλε δίχως χαμόγελο, ενώ όταν επέστρεψε στο δωμάτιό της, έβαλε τα κλάματα. ¨Ήταν άδικο αυτό που έγινε κι αυτή ήταν μόνη της. Ίσως είχε δίκιο η φίλη της, ίσως δεν έπρεπε να φύγει από τη χώρα της. Ίσως έπρεπε να επιστρέψει εκεί που άνηκε, εδώ δεν θα την αγαπούσε κανείς.

Ο μάγειρας αφού έφευγε πέτυχε και πάλι την καθαρίστρια

-Ακόμα εδώ είσαι εσύ;

-Ακόμα, εσύ όμως φαίνεσαι στενοχωρημένος.

-Σήμερα είχαμε νέο επεισόδιο με τη μέγαιρα.

-Το είδα μπροστά ήμουν.

-Καλά λες, αλλά αυτό πάει πολύ, αν δεν επιστρέψει γρήγορα ο Αλέξανδρος εγώ θα φύγω. Έχω κι άλλες προτάσεις.

-Έλα βρε, που θα αφήσεις τη δουλειά σου για την κάργια.

-Είμαι αλλεργικός στην αδικία.

-Αυτή παιδί μου δεν αλλάζει. Και τον μακαρίτη έτσι τον έκανε από όταν παντρεύτηκαν. Αυτή λένε τον έστειλε στον άλλο κόσμο. Όλη μέρα τον έψελνε από όταν στεφανωθήκαν.

-Αλήθεια;

-Εσύ δεν είσαι από δω και δεν ξέρεις, ομηρικό ψάλσιμο.

-Κι αυτός το ανεχόταν;

-Από ότι έλεγε ο πατέρας μου στην αρχή ήταν ομηρικοί οι καυγάδες. Τσακώνονταν συνεχώς, όμως ο μακαρίτης δεν άντεχε άλλο και την άφησε να ψέλνει μέχρι το θάνατό του.

-Δεν το ήξερα.

-Ποιος θα στο έλεγε; Ο γιος της που είναι φίλος σου;

-Έλα μου ντε, είναι καλό παιδί ο Αλέξανδρος δεν της έμοιασε. Για αυτόν δεν έμεινα στην πρωτεύουσα, με έπεισε το όνειρό του και τον ακλούθησα.

-Θα έμοιασε στον μακαρίτη ο δόλιος.

-Και δεν μου λες παντογνώστη, γιατί συμπεριφέρεται έτσι αυτή;

-Από ότι έλεγε ο πατέρας μου που ήταν μια ηλικία…

-Σωστό πρακτορείο Reuters, ο πατέρας σου.

-Λοιπόν θες να ακούσεις ή να φύγω;

-Καλά καλά, συνέχισε.

-Συνεχίζω… από ότι έλεγε ο πατέρας μου, που ήταν μια ηλικία, αυτή αγάπαγε άλλον. Εκείνος έφυγε για τα καράβια, έκανε χρόνια να γυρίσει. Αυτή μεγάλωνε κι ο πατέρας της την πίεσε και παντρεύτηκε το μακαρίτη. Όμως ποτέ δε  συγχώρεσε ούτε τον πατέρα της ούτε αυτόν κι αποφάσισε καθώς φαίνεται να τον τιμωρήσει που την παντρεύτηκε.

-Και δεν έλεγε όχι στην πρόταση να γλυτώσει κι αυτή κι αυτός; Κι ο ναυτικός τι έγινε;

-Με τα χρόνια καπετάνιος.

-Δεν με ενδιαφέρει ο βαθμός του, πνίγηκε, γύρισε;

-Γύρισε χρόνια αργότερα, όταν εκείνη είχε παντρευτεί κι έτσι σάλπαρε πάλι για χρόνια και τώρα τον έχουμε μες τα πόδια μας.

-Τον ξέρεις;

-Κι εσύ τον ξέρεις.

-Ποιος είναι;

-Θα σου πω, αλλά άκου κακομοίρη μου μη σου ξεφύγει τίποτα και βρω κάνα μπελά και μην πεις τίποτα στο φίλο σου γιατί τα παιδιά δεν το γνωρίζουν.

-Λέγε χριστιανή μου και μ’ έσκασες.

-Ο κυρ Βασίλης!

-Ο κυρ εσπρεσάκης.

-Ναι ντε, που μέχρι πρότινος ελληνικό βαρύ έπινε, αλλά τον έκανε η Καταρίνα  να δοκιμάσει και το εσπρεσάκι.

 

Β’ ΜΕΡΟΣ

 

Το καλοκαίρι πέρασε, η γριά περίμενε να φύγει κι ο Οκτώβρης για να στείλει από ’κει που ήρθε την γκαρσόνα της. Από τη νέα σεζόν θα επέστρεφε κι ο γιος της να αναλάβει κι έτσι δε θα την είχε ανάγκη. Αυτά εκμυστηρεύτηκε και στον κυρ Βασίλη, ένα φθινοπωρινό πρωινό, με πολλά φύλλα πεσμένα γύρω τους και τη θάλασσα λίγο πιο αγριεμένη από το συνηθισμένο. Εκείνος ήπιε μια γουλιά από το εσπρεσάκι του και προειδοποίησε τη φίλη και παλιά αγαπημένη του, πως αυτό θα ήταν λάθος. Οι περισσότεροι ντόπιοι που έρχονται ακόμα και τέτοια εποχή στο μαγαζί της και είναι περισσότεροι αυτή τη χρονιά, έρχονται για την κοπέλα κι όχι για εκείνη.

-Ακόμα και εγώ δε θα ξαναπατήσω σαν πελάτης, αν φύγει το κορίτσι, θα πηγαίνω στου φίλου μου του Θερμού, να πίνουμε κάνα ουζάκι.

-Γερομπεκροκανάτα…!

Τα λόγια του κυρ Βασίλη την έβαλαν σε συλλογισμό κι έτσι τις επόμενες ημέρες έκανε μια μικρή σφυγμομέτρηση στους πελάτες του εστιατορίου της για να διαπιστώσει αν ήταν έτσι όπως της τα έλεγε ο φίλος της. Κι όντως διαπίστωσε πως είχε δίκιο, ακόμα και τα μικρά παιδιά έρχονταν για χάρη της, ξοδεύοντας για παγωτά και κρέπες. «Ας είναι…» σκέφτηκε, «Ας την κρατήσω και το χειμώνα κι όταν γυρίσει ο γιος μου δρόμο». Κι έτσι έγινε αν και δεν το ανακοίνωσε στην κοπέλα παρά την τελευταία μέρα του Οκτώβρη, που το συγκρότημα των δωματίων έκλεινε και θα έμενε ανοιχτό μόνο το εστιατόριο.

-Μπορείς να μείνεις στο δωμάτιό σου, της είπε, θα φροντίζεις το χώρο και τη μέρα θα ’σαι στο μαγαζί για τους καφέδες και το βράδυ για τα φαγητά, όπως και τώρα. Με τα ίδια χρήματα, αλλά θα έρχεσαι δυο φορές τη βδομάδα να καθαρίζεις και το σπίτι μου.

Η κοπέλα, που δεν περίμενε μια τέτοια πρόταση, έχοντας αντιληφθεί την αντιπάθεια της αφεντικίνας της, θέλησε να δει πως θα ήταν ο χειμώνας στο νησί κι αποφάσισε να μείνει. Άλλωστε είχε μάθει τη δουλειά, είχε βελτιώσει τα ελληνικά της και γνώριζε πλέον το μάγειρα και την καθαρίστρια, αλλά κι άλλους ντόπιους.  Έτσι έμεινε ως τις αρχές Μάρτη στο εστιατόριο, που εκτός τις βαφτίσεις και τους αρραβώνες που συνήθιζαν να γίνονται, μετά από πρόταση του μάγειρα έγιναν και κάποιες γιορτές με ορχήστρα για πρώτη φορά και με μεγάλη επιτυχία. Η Καταρίνα τα κατάφερνε τόσο καλά, που δε χρειαζόταν καν άλλος υπάλληλος κι επιπλέον ήταν αυτή που έφερνε κόσμο στο μαγαζί και το χειμώνα, γιατί μέσα της είχε το καλοκαίρι, που το έδινε απλόχερα σε όλους. Το Μάρτη και για λίγες βδομάδες το μαγαζί έκλεισε και η  κοπέλα επέστρεψε στην πατρίδα της να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες, να δει τη φίλη της και να νοικιάσει το σπίτι της, αφού αυτό θα της έδινε ένα επιπρόσθετο εισόδημα.

Τον ίδιο μήνα επέστρεψε κι ο Αλέξανδρος από το στρατό, έμεινε έκπληκτος με τα έσοδα της επιχείρησης και κούνησε το κεφάλι του.

-Μπράβο μάνα, είπε, δεν στο ’χα να τα πας τόσο καλά. Εσύ μου έβαλες τα γυαλιά.

-Τι την πέρασες βρε τη μάνα σου, καμιά άχρηστη; του είπε κι έσκυψε και τον φίλησε καθώς του σέρβιρε το φαγητό του.

Σαφώς δεν την είχε για καμιά άχρηστη και σίγουρα έβγαζε όλη της την τρυφερότητα πάνω του, αλλά γνώριζε πως ήταν ιδιαίτερος χαρακτήρας κι ακόμα κι όταν βρισκόταν αυτός εκεί, με τη συμπεριφορά της φρόντιζε να του διώχνει τους πελάτες. Καθόταν στο μαγαζί και υπολόγιζε πάλι τα βιβλία, μήπως είχε κάνει κάποιο λάθος στους υπολογισμούς. Εκεί τον βρήκε ο φίλος του ο μάγειρας, που του έλυσε την απορία για το τι είχε συμβεί.

-Μα αυτή η κοπέλα είναι θησαυρός.

-Και να σκεφτείς πως η μάνα σου ήθελε να τη διώξει.

-Και που είναι τώρα;

-Με άδεια στην πατρίδα της.

Ο Αλέξανδρος δεν ανέφερε τίποτα στη μάνα του, μη θέλοντας να τη στενοχωρήσει κι έκανε πως πείστηκε ότι σε αυτήν οφειλόταν η αύξηση του τζίρου. Όμως της εκμυστηρεύτηκε πως δε θα επέστρεφε σύντομα. Μετά τη λήξη της θητείας του σε λίγους μήνες σκόπευε να πάει στο εξωτερικό για κάποια σεμινάρια και για να δει κάποια σχέδια για αλλαγές στην επιχείρηση και συνεργασία με νέους τουρ οπερέιτορ.

-Τι τα θες αυτά; Αφού πάμε καλά, τα δωμάτια σχεδόν είναι γεμάτα, γύρνα να αναλάβεις και να ξεκουραστώ.

-Οι αλλαγές πάντα χρειάζονται, αν κρατάμε το στυλ μας. Άλλωστε και η αλλαγή να αναλάβεις εσύ την επιχείρηση ωφέλησε, κι άλλωστε σκέφτομαι να φτιάξω μερικά δωμάτια ακόμα στον ελαιώνα μας.

-Βρε μπελάς που μας βρήκε, αχόρταγος έγινες… ένα καλοκαίρι ακόμα θα υπομείνω το μαρτύριο, με όλους αυτούς τους ξενόφερτους, από Σεπτέμβρη αναλαμβάνεις.

Με τη σιγουριά ότι η επιχείρησή του θα συνέχιζε δίχως πρόβλημα, με όσα του είπε ο φίλος του, αλλά και βλέποντας ιδίοις όμμασι τους αριθμούς, ο Αλέξανδρος έφυγε για το στρατό και για το εξωτερικό ήσυχος πια, ενώ η μητέρα του μουρμούραγε πάλι που έπρεπε να ανεχτεί κι άλλο τους ξενόφερτους και την αχώνευτη την υπάλληλό της.

Τον Απρίλη η Καταρίνα επέστρεψε στο νησί, πριν προλάβει όμως να πάει στο Sea Dream τη συνάντησε ένας άλλος επιχειρηματίας της περιοχής, ο οποίος είχε καφέ μπαρ και εστιατόρια και της πρότεινε να συνεργαστούν, μάλιστα της πρόσφερε τα διπλά χρήματα και περισσότερα ρεπό. Ήξερε για τη συμπεριφορά της γριάς απέναντι στην κοπέλα κι εκεί πόνταρε. Τα λεφτά ήταν υπερβολικά πολλά αλλά από όταν είχε πατήσει το πόδι της στο Sea Dream, όχι απλά αύξησε την πελατεία του, αλλά μειώθηκε η πελατεία από τα υπόλοιπα μαγαζιά γύρω του, όπως και του επιχειρηματία που της έκανε την προσφορά, προσβλέποντας στο να αυξήσει τον τζίρο του. Το συμβάν αυτό το ανέφερε στον μάγειρα όταν έφτασε στο δωμάτιο της και πραγματικά δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να μη δεχτεί από την πρώτη στιγμή την πρότασή του, αφού όχι μόνο ήταν καλύτερη η προσφορά του, αλλά πολύ περισσότερο γιατί η συμπεριφορά του αποκλειόταν να είναι χειρότερη από της γριάς μέγαιρας. Όμως θες γιατί είχε αγαπήσει το μαγαζί, θες γιατί είχε αγαπήσει τη συγκεκριμένη θάλασσα, θες γιατί οι πελάτες την εκτιμούσαν, αποφάσισε να παραμείνει.

Η γριά δεν άλλαξε συμπεριφορά κι έτσι ανάγκασε το μάγειρα να της πει για το συμβάν κα πως σύντομα αν συνέχιζε έτσι θα την έχαναν και θα έπρεπε μάλλον να της κάνουν συμβόλαιο.

-Συμβόλαιο και κουταμάρες, δεν φτάνει που την έχουμε ασφαλισμένη. Αλλά έτσι το παλιόμουτρο θέλει να μας πάρει την Καταρίνα!

Τελικά η γριά ούτε συμβόλαιο έκανε, ούτε και συμπεριφορά όμως κάλεσε την κοπέλα και της πρόσφερε ένα ρεπό και off κάθε μέρα μεταξύ 12 και 2 που η πελατεία ήταν λιγότερη λόγω θάλασσας, για να κάνει το μπάνιο της, επιπλέον σε περίπτωση που τα κέρδη πήγαιναν καλά της υποσχέθηκε το φθινόπωρο ένα επιπρόσθετο πριμ. Δηλαδή ζήσε Μάη μου, να φας τριφύλλι. Όμως της Καταρίνας της αρκούσε και μόνο το off 12 με 2 για να βυθίζεται στη θάλασσα δίχως άγχος και δίχως δικαιολογίες.

Ο καιρός περνούσε κι η κοπέλα συνέχιζε τη δουλειά της, ο μόνος χρόνος που είχε για την ίδια ήταν αυτός νωρίς το μεσημέρι για να κολυμπήσει, όμως της ήταν αρκετός. Όσον αφορά την άλλα πρόταση, όταν συνάντησε τον επιχειρηματία του δήλωσε πως είχε συμβόλαιο με το αφεντικό της και δεν μπορούσε να την αφήσει. Αυτό αρχικά του άρεσε γιατί σεβόταν τους πιστούς υπαλλήλους και παρά του ότι ήξερε ότι δεν τη δέσμευε κανένα συμβόλαιο και προσβλέποντας στη συμπεριφορά της γριάς, άφησε ανοιχτή την πρότασή του για όταν ήθελε η κοπέλα να εργαστεί στα μαγαζιά του, άλλωστε ήξερε πως αργά ή γρήγορα η γριά θα συμπεριφερόταν τόσο άσχημα, που θα την ανάγκαζε να φύγει. Και δεν είχε άδικο παρά του ότι η κοπέλα έκανε υπομονή, τον Αύγουστο και για ασήμαντη αφορμή και πάλι της έβαλε τις φωνές. Η κοπέλα λύγισε και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της, ίσως ήταν καιρός να φύγει από εκεί και να δεχτεί την πρόταση του επιχειρηματία. Έβγαλε την ποδιά της και την πέταξε στο τραπέζι της γριάς, δίχως άλλη κουβέντα έφυγε, αφήνοντας πίσω της την ηλικιωμένη να μουρμουρίζει, το μάγειρα να βρίζει σιωπηλά τη γριά, που αναγκάστηκε να φορέσει την ποδιά για να εξυπηρετήσει όλους αυτούς τους πελάτες, που είχαν μαζευτεί, αλλά ήταν αδύνατο να τους εξυπηρετήσει άλλο άτομα μόνο του, εκτός της χαρισματικής Καταρίνας. Πόσο μάλλον η γκρινιάρα γριά.

Η κοπέλα μετά το συμβάν δεν πήγε πουθενά αλλού παρά μόνο στην ακροθαλασσιά που είχε αγαπήσει. Πέταξε τα ρούχα της κι έμεινε με το μαγιό της, που φορούσε πάντα για να πετιέται να κάνει τη βουτιά της. Ο ήλιος έπεσε πάνω στο σώμα της ερωτευμένος, την αγκάλιασε από άκρη σ’ άκρη χαλεύοντας να την αγγίξει σε κάθε της σημείο και να της πάρει τις έγνοιες. Εκείνη δεν του χάλασε χατίρι, γύρισε την πλάτη της προς τη μεριά του και εκείνος τη χάιδεψε παντού. Βούτηξε στη θάλασσα κι άρχισε να ξεμακραίνει, παρέα με τον εραστή της και τη φίλη της. Το νερό την άγγιζε παντού, στα χέρια, στα νύχια, στο στήθος , στα απόκρυφα σημεία. Τα μαλλιά της είχαν αλλάξει χρώμα και ύφος και η ίδια ταξίδευε σε όλο τον κόσμο. Ο ήλιος ζήλευε αλλά μην μπορώντας να ’χει την ευχαρίστηση του νερού, που την αγκάλιαζε, την άγγιζε όπου μπορούσε. Στην αρχή στο λαιμό, την πλάτη, τους γλουτούς , τα πόδια και λιγότερο στους αστραγάλους, ενώ όταν γύριζε ανάσκελα έβρισκε την ευκαιρία να τη γλύψει στα στήθη και το πρόσωπο. Ήταν δεινή κολυμβήτρια. Κολυμπούσε κι έπαιζε, καθώς είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής και καθώς έκανε ενόργανη στο νερό.

Δυο μάτια ήταν καρφωμένα όλη αυτή την ώρα πάνω της και δεν μπορούσαν παρά να έχουν κολλήσει σε αυτό το όμορφο κορίτσι, που βαφτίστηκε για άλλη μια φορά στα ζεστά νερά του νησιού, ξεπλένοντας τις φοβίες της και τις κακές της στιγμές, γιατί αμαρτίες δεν είχε για να ξεπλύνει. Τα μάτια την ακολούθησαν και όταν πια ήταν στη στεριά και αφέθηκε για μια ακόμη φορά στον ήλιο, για να τη στεγνώσει, αφού δεν είχε μαζί της πετσέτα. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους δυο τύποι, που βρίσκονταν πίσω από τον ευκάλυπτο και την κοιτούσαν τόση ώρα, περιμένοντας να εκπληρώσουν την επιθυμία του αφεντικού τους.

-Όμορφη δεν είναι; είπε ο ένας.

-Και ξένη, συμπλήρωσε ο άλλος, τότε η κοπέλα κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ενώ οι άντρες κατευθύνονταν προς το μέρος της. Τα υπόλοιπα λόγια που έλεγαν καθώς την πλησίαζαν δεν τα άκουγε, όμως θυμήθηκε τη νέα σύντομη συνάντηση που ξαναείχε πριν λίγες μέρες με τον ανταγωνιστή επιχειρηματία, ο οποίος είχε χάσει την υπομονή του.

-Εγώ σου φέρθηκα καλά, αλλά εσύ δεν το σεβάστηκες… ξέρω πως δε σε δεσμεύει τίποτε με την γριά, αλλά είσαι ακόμα εκεί. Έχω χάσει την υπομονή μου και θα δεις τον άλλο μου εαυτό, αν δεν δεχτείς την πρότασή μου, φρόντισε να εξαφανιστείς από το νησί, γιατί μπορεί να  ’χεις κάνα ατύχημα.

Οι δυο νταήδες την πλησίασαν αρκετά, αναγκάζοντάς τη να πισωγυρίσει και να μπει μες στο νερό, με μια κίνηση ο ένας την έπιασε από τη μέση, ενώ ο άλλος της τράβηξε το μαγιό. Η κοπέλα προσπαθούσε να ξεφύγει αλλά μάλλον μάταια.

-Έχουμε ένα μήνυμα για σένα της είπε ο πιο μυώδης.

-Κι εγώ, ακούστηκε μια φωνή, όταν ήδη είχε κοπανήσει ένα ξύλο στο κεφάλι του πιο αδύνατου, βγάζοντάς τον από το παιχνίδι ενώ τώρα έριχνε μια μπουνιά στον μυώδη τύπο. Ήταν ο άντρας που τα δυο του μάτια παρακολουθούσαν το χορευτικό της Καταρίνας στη θάλασσα και βλέποντας το σκηνικό , αποφάσισε να επέμβει. «Στον τόπο μας δε χωράνε τέτοιες αλητείες» συμπλήρωσε χτυπώντας για μια ακόμα φορά τον αντίπαλό του.

Την ίδια στιγμή η κοπέλα, έσιαξε το μαγιό της, και κρατώντας στα χέρια της τα ρούχα της περισσότερο από αμηχανία στάθηκε, ακουμπώντας με την πλάτη στον ευκάλυπτο. Ο νεαρός, λεπτός, συμπαθητικός σίγουρα μετά την κίνησή του και με κοντά μαλλιά συνέχιζε την πάλη του, ενώ φαινόταν αρκετά γυμνασμένος και σε καλή φυσική κατάσταση. Τελικά η μάχη εκτυλίχτηκε υπέρ του και μετά τον αιφνιδιασμό του έτρεψε τον αντίπαλό του σε φυγή, στη συνέχεια ασχολήθηκε με τον άλλον, που είχε αρχίσει να συνέρχεται και με μια κλωτσιά τον έστειλε να βρει την παρέα του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την κοπέλα, προσφέροντάς της τα πλαστικά παπούτσια της, που είχε ξεχάσει δίπλα στην παραλία.

-Thank you.

-Δεν κάνει τίποτα, τους χρειάζονταν ένα μάθημα.

Ευχαριστώ και πάλι.

-Μιλάτε ελληνικά, αυτό είναι ευχάριστο.

-Ναι,  δεν ξέρω τι  μπορώ να κάνω για να σας ευχαριστήσω.

-Να μου χαρίσετε τον επόμενο χορό.

-Ε!

-Να σας είδα πριν, στη θάλασσα, δηλαδή να χορεύεται και σκέφτηκα, τι ωραία θα ήταν να χόρευα μαζί σας.

-Μήπως πρέπει να πάμε στην αστυνομία όμως, ίσως είναι επικίνδυνα εδώ.

-Μην ανησυχείτε, ήδη μαζεύτηκε κόσμος και δε θα επιστρέψουν, κι άλλωστε γνωρίζω τον έναν από τους δυο και δε θα μας ξεφύγουν. Λοιπόν τι λέτε θα μου χαρίσετε το χορό, επέμενε, απλώνοντάς της το χέρι του.

-Αν είναι έτσι, είπε συνεσταλμένα, μα πιο πολύ κάτω από μιαν άλλη δύναμη, αόριστη έδωσε το χέρι της και δέχτηκε κάπως δειλά να ακολουθήσει το νεαρό, που γρήγορα έβγαλε τα ρούχα του, στη θάλασσα.

Οι δυο τους μπήκαν στο νερό κι άρχισαν να κολυμπούν πλάι πλάι. Η κοπέλα σε λίγο λύθηκε κι άρχισε πάλι συντροφιά με το νερό και το νεαρό να χορεύει πραγματικά, κι ο νεαρός ήταν καλός κολυμβητής αλλά σίγουρα στην πυγμαχία ήταν πιο επιδέξιος, χωρίς αυτό όμως να στερεί τη χορογραφία τους, αφού τον συμπλήρωνε εκείνη. Ήταν η πρώτη φορά που κολυμπούσε και είχε επαφή με την πραγματικότητα, ήταν η πρώτη φορά που δε σκέφτηκε τη μητέρα της. Ο ήλιος που τους έβλεπε ζήλευε το νεαρό που βρισκόταν στη θέση του κι έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο κι επίσης δεν το είχε σε τίποτα να αυξήσει την ακτινοβολία του, δημιουργώντας του εγκαύματα, αλλά λυπήθηκε την κοπέλα, που θα πάθαινε το ίδιο και δεν πήρε την εκδίκησή του. Άλλωστε του άξιζε, ο ίδιος δεν μπόρεσε να επέμβει όταν επιτέθηκαν στη  νεαρή φίλη του, μόνο χάδια ήξερε να δίνει και να τη ζεσταίνει, ενώ ο νεαρός ήταν εκεί και πολέμησε για εκείνη, σαν πιστός στρατιώτης.  «Ας είναι», σκέφτηκε και απόλαυσε κι ο ίδιος το χορευτικό των δυο τους. Άλλωστε δεν ήταν ποτέ μνησίκακος. Απλά λίγο παιχνιδιάρης ο κυρ ήλιος.

Όλο το βράδυ γύριζε στο μυαλό της ο νεαρός, που τη βοήθησε το μεσημέρι να αποφύγει τους δυο νταήδες και στη συνέχεια ο χορός τους και το πώς την κοίταζε, που δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω της, όπως κι ο ήλιος τις αχτίδες του. Λες κι ήθελε να κολλήσει την εικόνα της πάνω του κι ήταν αλήθεια αυτό, γιατί κι εκείνος είχε μαγευτεί από το κορίτσι του βορρά. Ο ύπνος δεν την πήρε παρά μόνο κοντά στο πρωί, μα δεν ένιωθε κούραση. Σηκώθηκε μηχανικά κι ευδιάθετα για να πάει στη δουλειά της, για το νέο επιχειρηματία ούτε λόγος πια, θα έμενε στο Sea Dream  και δε θα έδινε σημασία  στη γριά ως να λήξει η σεζόν, μετά έβλεπε.

Όταν έφτασε η ιδιοκτήτρια, που δεν πίστευε ότι θα γυρίσει, αφού την προηγούμενη μέρα δεν πήγε καθόλου στο μαγαζί, έβγαλε την ποδιά και της την έδωσε, εκείνη την αγνόησε και πήγε και φόρεσε μια καινούργια, έχοντας το χαμόγελο στα χείλη, σαν να μη συνέβη τίποτε. Αυτό το χαζό χαμόγελο, που έχουμε όλοι όσοι μας αγγίζει κάποια στιγμή ο ήλιος, που σπάει τα νεύρα στους υπόλοιπους. Η γριά δεν μπορούσε να πει τίποτα, αφού η προηγούμενη μέρα ήταν εφιαλτική για την ίδια, από τη δουλειά και από τις ανόητες ερωτήσεις για το που είναι η υπάλληλός της. Από την άλλη η Καταρίνα ήταν το ουσιαστικό αφεντικό του μαγαζιού και με το γνωστό της χαμόγελο, υπερτονισμένο, αλλά και με τη σιγουριά του ειδήμονα του χώρου, έκανε τη δουλειά της όπως ήξερε, μέχρι τις 12, που ήρθε η ώρα για το off της, που εκείνη τη μέρα περίμενε με περίσσια ανυπομονησία, αφού εκτός από τη ζεστή θάλασσα την περίμενε και ο ήλιος της, όπως είχαν κανονίσει από την προηγούμενη μέρα. Εκείνος ο μελαχρινός ελληνικός ήλιος της, που δεν ήξερε αλλά είχε την ανάγκη και την αγωνία να τον συναντήσει. Κι ήταν αυτός ο ίδιος που την οδήγησε να κάνει κάποια μικρά λάθη στη δουλειά, όπως να πηγαίνει σε λάθος τραπέζι την παραγγελία ή να παίρνει κούπα του καφέ για να βάλει μπίρα, η γριά όμως από την ταλαιπωρία της προηγούμενης μέρας δεν πήρε τίποτα χαμπάρι, έβλεπε μόνο τον αέρα της υπαλλήλου της και πίστευε πως όλα τα έκανε καλά.

Όταν έφτασε στην παραλία της, εκείνος ήταν ήδη εκεί, την περίμενε, πετώντας πετραδάκια στη θάλασσα.

-Μην το κάνεις αυτό δεν της αρέσει.

-Τώρα που ήρθες θα σταματήσω.

-Δεν πίστευες ότι θα έρθω.

-Το πίστευα κι ανυπομονούσα, της απάντησε.

-Έλα πάμε για τον χορό μας του είπε και έχοντας βγάλει ήδη τα ρούχα της τον τράβηξε προς το νερό, που εκείνος μπήκε με τα ρούχα, κάνοντας τη να γελάσει κι ύστερα, αφού τα ξεφορτώθηκε βιαστικά την ακολούθησε ως την άκρη του κόσμου ακούραστα, κι άρχισαν τους σχηματισμούς τους και τις φιγούρες, ο καθένας χωριστά κι ο καθένας με το σώμα του άλλου, ώσπου χωρίς να το καταλάβουν είχαν γίνει ένα. Τα χείλη τους είχαν ενωθεί, τα πόδια και τα χέρια τους κουβάρι και δεν έλεγαν να σταματήσουν.  Και συνέχιζαν να κολυμπούν και συνέχιζαν να φιλιούνται ώσπου τρύπωσαν πίσω από ένα βράχο, που έστεκε ολόρθος στη θάλασσα κι εκεί πίσω, καλυμμένοι από τα αδιάκριτα βλέμματα, εκτός βέβαια του ήλιου, κάποιων ψαριών και φυσικά της θάλασσας ενώθηκαν με τα στοιχειά της φύσης. Ενώθηκαν σαν κάτι προαποφασισμένο, που ξεκίνησε από καιρό, χωρίς να γνωρίζουν τον ακριβή χρόνο, ενώ δε γνωρίζονταν παρά λίγες ώρες, που με τη βία συμπλήρωναν εικοσιτετράωρο.

Εκείνη το μεσημέρι, καθυστέρησε να επιστρέψει, και γύρισε στο εστιατόριο με την αρμύρα πάνω της, ξεχτένιστη, τα χείλια της πιο έντονα από ποτέ και την ίδια πιο λαμπερή από ότι ήταν τόσο καιρό. Η γριά έλειπε, τους πελάτες εξυπηρετούσε ο μάγειρας, που μόλις την είδε της χαμογέλασε και της έκανε νεύμα να πάρει το χρόνο της.

Εκείνη τη μέρα ο χρόνος και ο χώρος είχαν συσταλθεί, υπήρχε μόνο το εκεί, υπήρχε μόνο το τώρα, η θάλασσα της έκλεινε το μάτι και κυμάτιζε σαν  την polonaise (in F sharp minor) του Chopin, με λίγο κυματάκι παραπάνω προς τιμήν της. Ο ήλιος κι αυτός χόρευε, στον ίδιο ρυθμό, παρέα με τα λιγοστά σύννεφα, που τον έκρυβαν για λίγο και τον πρόβαλλαν, τα πουλάκια κι αυτά πηδούσαν από τραπέζι σε τραπέζι κι η Καταρίνα, δούλευε στον ίδιο ρυθμό, δίχως φόβους, δίχως άγχη, δίχως έγνοια στην γριά, γιατί ήξερε, γιατί γνώριζε καλά πως τώρα…

Την επόμενη μέρα όταν έφτασε στο μαγαζί, μια έκπληξη την περίμενε, εκεί βρισκόταν ο φίλος της. Η ιδιοκτήτρια τη φώναξε κι έκανε τις συστάσεις.

-Από δω ο γιος μου, μ’ αυτόν θα ’χεις να κάνεις τώρα.

Έδωσαν κάπως συνεσταλμένα τα χέρια και στη συνέχεια έσκασαν στα γέλια. Η γριά τους μάλωσε, αλλά μην μπορώντας άλλο, πήγε κι έκατσε στο τραπέζι της για να ξαποστάσει και να συνεχίσει να καμαρώνει για την περιουσία της.

-Εσύ; τον ρώτησε.

-Ναι, είχα ακούσει για σένα, αλλά δεν ήξερα ποια είσαι;

-Και τόσες μέρες, που ήσουν;

-Είχα μείνει σπίτι, το έχεις νοικοκυρέψει, κι άλλωστε σκεφτόμουν όλη μέρα εσένα και τις συναντήσεις μας και δεν είχα όρεξη για δουλειά. Λοιπόν να σας συστηθώ, Αλέξανδρος.

-Καταρίνα, του απάντησε κι έδωσαν τα χέρια, ενώ εκείνος το σήκωσε και το φίλησε, κάνοντας την γριά να ψελλίσει «Τι χαζομάρες, της δίνει κι αέρα τώρα…»

-Λοιπόν το μεσημέρι ισχύει το ραντεβού μας στην παραλία.

-Δεν ξέρω,…

-Τι, δε θα έρθεις; ρώτησε κάπως ανήσυχα.

-Αν μου δώσεις άδεια… γέλασαν και οι δυο τους και έπιασαν δουλειά. Κι αυτή την έκαναν σαν ένα όμορφο αρμονικό χορευτικό, σαν να μη δούλευαν, σαν να ασκούσαν μια υψηλή τέχνη.

Η Καταρίνα δεν ήξερε αν χαιρόταν ή όχι που ο νέος της παραλίας, ο συγχορευτής της ήταν ο Αλέξανδρος, είχε ακούσει για αυτόν από τον μάγειρα και τώρα που το σκεφτόταν είχε δει κάποια φωτογραφία του σε μικρότερη ηλικία στο σπίτι της μάνας του, αλλά δεν τον αναγνώρισε. Δούλευαν ανταλλάσοντας ματιές, χαμόγελα, αλλά και αγγίγματα όταν τους δίνονταν η ευκαιρία και ίσως κι ένα ανεπαίσθητο απαλό φιλί κάποια στιγμή.

Η μάνα του, συνέχισε όλη την σεζόν να τη μαλώνει, πολλές φορές άσχημα, αλλά η Καταρίνα δεν έδινε καμιά σημασία, τίποτα δεν μπορούσε να της κλέψει το χαμόγελο κι έτσι συνέχισε να αγνοεί την ηλικιωμένη και να μην την αγγίζουν τα λόγια της, σε ότι της έλεγε εκείνη συνέχιζε το χορό της και χαμογελούσε μαζί με τον Αλέξανδρο, κάνοντας τη να σκάει, που δεν μπορούσε να τη δηλητηριάσει, όπως όλους τους γύρω της με το φαρμάκι της δικής της δυστυχίας, από τον γάμο που δεν ήθελε κι από τον άνθρωπο που δεν πορεύτηκε μαζί του, από τη δική της αδυναμία.

Όμως η Καταρίνα, που δεν είχε τίποτα κι όμως δεν ήταν ποτέ σαν την γριά, η Καταρίνα του Sea Dream, συνέχισε με το χαμόγελό της και τον ήλιο πια για πάντα δίπλα της, στο νησί αυτό που αγάπησε κι ήρθε χωρίς τίποτα, και δεν την άγγιζε πια τίποτα, γιατί ήξερε, γιατί γνώριζε…

Γιατί η Καταρίνα του Sea Dream  είχε τον έρωτα, τα είχε όλα, δεν της έλειπε τίποτα!

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: