ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ!!!

της Μαίρης Β.
 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

Φτάνοντας στην πέτρινη πλατεία του χωριού, η Ελευθερία στάθηκε ζυγίζοντας ποια από τις δύο παρέες έπρεπε να πλησιάσει για να καθίσει. Από τη μία ήταν τα μικρότερα παιδιά, του γυμνασίου και του δημοτικού τα οποία είχαν σχηματίσει το δικό τους πηγαδάκι και αντάλλασαν γνώμες και απόψεις για θέματα που τους απασχολούσαν. Η άλλη παρέα αποτελούταν από τη νεολαία του χωριού, όμως η πλειοψηφία τους ήταν άνω των δεκαοχτώ, και οι περισσότεροι είχαν τελειώσει το σχολείο. Μη θέλοντας όμως να αράξουν σε κάποιο καφενείο ακούγοντας τις κουβέντες των σαράντα και άνω πίνοντας τσίπουρα, εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στην πλατεία κάνοντας παρέα με τους συνομήλικους τους, αγνοώντας την παρέα με τα πιτσιρίκια που ήταν κοντά τους. Εκεί άλλωστε είχαν μεγαλύτερη άνεση για να φλερτάρουν μεταξύ τους και να μιλήσουν χωρίς τα παραξενεμένα, καχύποπτα και επικριτικά βλέμματα των μεγαλύτερων.

Η Ελευθερία μόλις τον περασμένο Απρίλη είχε κλείσει τα δεκαπέντε και από το Σεπτέμβρη θα ήταν μαθήτρια λυκείου. Όμως δεν ήξερε αν μπορούσε να σπάσει τον κλοιό των μεγάλων και να γίνει αποδεχτή από εκείνους, όμως ούτε καρδιά της έκανε να παραιτηθεί και να πάει να καθίσει με τα μικρά, τι είχε να πει μαζί τους. Έψαξε με το βλέμμα της για τις δυο μεγαλύτερες ξαδέρφες της, όμως δεν τις είδε πουθενά, αν ήταν εκείνες θα μπορούσε να πάει να καθίσει όπως επιθυμούσε με τους μεγάλους. Πουθενά όμως ούτε η Ελένη ούτε η Κλειώ. Ίσως έπρεπε να γυρίσει σπίτι, να καθίσει με τους γονείς της, τη γιαγιά και τον παππού. Άκουσε τον αδερφό της να ξεφωνίζει χαρούμενος, σίγουρα θα έπαιζε κυνηγητό, ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν από ντροπή ενώ παρέμενε μετέωρη μην αποφασίζοντας να πάρει μια απόφαση. 

Έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς εκεί που επιθυμούσε, όμως μόλις είδε το βλέμμα του κολλημένο επάνω της, ένιωσε να τα χάνει και σταμάτησε. Ίσως δεν ήταν κακή ιδέα να γυρίσει σπίτι και να πάρει να διαβάσει το μυθιστόρημα που είχε αφήσει στη μέση.

-Έλα, γιατί δεν έρχεσαι; Τον άκουσε να την προσκαλεί. Ευτυχώς ήταν σκοτάδι και η λάμπα της πλατείας δεν επέτρεπε να φανεί το πορφυρό χρώμα που πήραν με μιας τα μάγουλα της. Να το έλεγε σε εκείνη, ή να βρισκόταν κάποια άλλη πίσω της, όπως συνέβαινε συχνά σε κάποιες κακόγουστες σκηνές στον κινηματογράφο. Αφού γύρισαν όλοι και την κοίταξαν, πήρε την απόφαση και συνέχισε, μη θέλοντας να γίνει εντελώς ρεζίλι και ας βρισκόταν όποια ήθελε πίσω της. Κάθισε στο πεζούλι και οι συζητήσεις ανάμεσα στους μεγαλύτερους συνέχισαν, αυτό βοήθησε την Ελευθερία να νιώσει άνετα αφού έπαψε να είναι το επίκεντρο της προσοχής. Το αγόρι που την είχε προσκαλέσει της έριχνε και από καμιά ματιά, όμως συνέχιζε την κουβέντα του με μια άλλη κοπέλα. «Ο Θέμης»! σκέφτηκε η Ελευθερία, για να απασχολήσει με κάτι το μυαλό της, αφού μπορεί να είχε καταφέρει να μπει στην παρέα των μεγάλων, όμως δεν της έδινε και κανείς σημασία.

«Ο Θέμης» λοιπόν ήταν γιος κάποιων μακρινών συγγενών τους, άλλωστε έτσι δε γίνεται πάντα, μέσα σε ένα χωριό όλοι λίγο πολύ μεταξύ τους είναι συγγενείς. Εκείνος και οι γονείς του ζούσαν στο εξωτερικό όπου είχαν ένα εστιατόριο με ελληνική κουζίνα. Όμως κάθε Αύγουστο το εστιατόριο παραδινόταν στα χέρια των υπαλλήλων και τα μέλη της οικογένειας επέστρεφαν στη γενέτειρα τους, για να συναντήσουν συγγενείς, φίλους και να απολαύσουν το ελληνικό καλοκαίρι. Ο Θέμης πρέπει να ήταν γύρω στα εννέα χρόνια μεγαλύτερος της, είχε σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων σε εκείνον τον ξένο τόπο που ζούσε αλλά εργαζόταν στο εστιατόριο, απ’ ότι είχε πάρει το αυτί της. Σήκωσε τα μάτια της που τόση ώρα κρατούσε σταθερά στα χέρια της και τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. Αμήχανη η Ελευθερία τράβηξε το δικό της μακριά. Με το Θέμη όσες φορές είχαν συναντηθεί στον δρόμο, στην πλατεία ή στην εκκλησία σε κάποια μεγάλη χριστιανική γιορτή ήταν πάντοτε και οι δύο με τη συνοδεία των γονιών τους, άλλωστε ήταν πολύ μεγαλύτερος και εκείνη μικρό κοριτσάκι, δεν της είχε δώσει ποτέ σημασία, μα ούτε κι εκείνη στο Θέμη, μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν πολύ μικρή για άντρες, αλλά ακόμα και τώρα που είχε  κλείσει τα δεκαπέντε τον περασμένο Απρίλη, δεν ένιωθε έτοιμη για ανάλογες περιπέτειες.

Λίγη ώρα αφού είχε παραμείνει καθισμένη με τους μεγάλους που μπορεί να μην της έδιναν σημασία αλλά και πάλι δεν έδειχναν να τους ενοχλεί η παρουσία της, είχε αρχίσει να σκέφτεται την περίπτωση να επιστρέψει σπίτι της και να μείνει με τους γονείς της και να μην ξαναπλησιάσει την πλατεία μέχρι να τελειώσει το λύκειο. Σίγουρα θα είχε φύγει αν ήξερε πώς να το κάνει, όμως άλλες σκέψεις είχαν αρχίσει να τη βασανίζουν, όπως το πως θα έπρεπε να φύγει; Έπρεπε να καληνυχτίσει και να βρει μια πρόφαση ή να σηκωνόταν απλά και να έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι της χωρίς κουβέντα, άλλωστε ποιος θα την πρόσεχε αν έφευγε έτσι. Όμως δεν της πήγαινε να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, κι ενώ την απασχολούσαν αυτές οι σκέψεις από τα σκοτάδια εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός η ξαδέρφη της, η οποία ερχόταν με ένα άλλο μεγαλύτερο παιδί. Αντάλλασαν χαμόγελα και κουβέντες, ποιος ξέρει τι έκαναν στα σκοτεινά οι δυο τους, αναρωτήθηκε η Ελευθερία, χωρίς όμως κάποια επικριτική και κακεντρεχή διάθεση, άλλωστε η Ελένη ήταν μεγάλη κοπέλα. Θα τελείωνε το λύκειο το επόμενο έτος. Μόλις την είδε η ξαδέρφη της, την πλησίασε χαμογελώντας. Ύστερα κάθισε δίπλα της και ξεκίνησαν τις κουβέντες. Ανάλαφρη πλέον η Ελευθερία άρχισε να απολαμβάνει το γεγονός ότι επιτέλους είχε καθίσει με τους μεγαλύτερους και όχι με τα παιδιά, όπου ακόμα ο τρία χρόνια μικρότερος αδερφός της, λαχάνιαζε παίζοντας κυνηγητό ή κρυφτό.

Ενθουσιασμένη η Ελένη από το νέο της ειδύλλιο άρχισε να περιγράφει στη μικρότερη ξαδέρφη της, τα συναισθήματα της. Χωρίς σχόλια και προσεχτικά η Ελευθερία παρακολουθούσε τα όσα άκουγε. Για ώρα παρέμενε σιωπηλή, κουνώντας μόνο το κεφάλι της ή χαμογελώντας, όμως ήταν φορές που το βλέμμα της ξεστράτιζε από τα μάτια της ξαδέρφης της και συναντούσε το βλέμμα του Θέμη. Προσπάθησε να μη δίνει σημασία στα βλέμματα του, μάλλον μόλις είχε αντιληφθεί ότι ήταν μικρότερη από όσο είχε υποθέσει στην αρχή και είχε μετανιώσει που την είχε καλέσει να καθίσει μαζί τους. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε όταν έπεσε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί.

Το επόμενο απόγευμα, την ώρα που η νεολαία μαζευόταν στην πλακόστρωτη πλατεία πήγε και η Ελευθερία, χωρίς δισταγμό και πεισμωμένη από τις σκέψεις που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ, έτοιμη να ξεκινήσει καυγά αν κάποιος μεγαλύτερος της έλεγε κάτι ή σχολίαζε το νεαρό της ηλικίας της, τους πλησίασε και πήγε και κάθισε μαζί τους. Μια δυο ματιές μόνο της έριξαν, άκουσε και κάποιους να τη χαιρετάνε, είπε και εκείνη απλά ένα γεια και κάθισε περιμένοντας να εμφανιστεί μια από τις ξαδέρφες της. Με το βλέμμα της έψαξε το Θέμη, όμως δεν ήταν εκεί, «καλό ήταν αυτό» σκέφτηκε και σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη της όταν τον είδε να πλησιάζει την παρέα τους, χαμογελαστός και όμορφος. Χωρίς να καταλάβει πως συνέβη, άρχισε να νιώθει την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και γρήγορα ενώ εκείνος της έριξε ένα βιαστικό βλέμμα καθώς την προσπερνούσε. Ανασήκωσε τον κορμό της και περίμενε την Ελένη ή την αδερφή της την Κλειώ, η οποία περνούσε την περισσότερη μέρα στο σπίτι να μιλώντας στο τηλέφωνο με το αγόρι της. Όμως καμία από τις δυο δεν εμφανιζόταν ώστε να τη βγάλει από την άχαρη θέση της αμηχανίας. Αποφασισμένη πλέον ότι δε θα παραιτούταν, έμεινε και τις περίμενε.

Κοίταζε μακριά και σκεφτόταν τα δικά της, μόλις ένιωσε ότι κάθισε κάποιος δίπλα της στο πεζούλι. Στράφηκε έκπληκτή και είδε δίπλα της το Θέμη, να της χαμογελάει, και να που πάλι η καρδιά της άρχισε να χτυπάει γοργά και δυνατά, μα τι στην ευχή συνέβαινε.

-Γεια! Της είπε απλά.

-Γεια. Του είπε και εκείνη.

-Δεν ήρθαν οι ξαδέρφες σου ακόμα;

-Όχι, δεν τις είδα. Τις θέλεις κάτι;

-Όχι. Απλά για σένα. Να μη βαριέσαι μόνη σου.

-Δε βαριέμαι! Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και τότε εκείνη πρόσεξε ότι τα μάτια του αν και καστανά είχαν μια απόχρωση προς το πράσινο.

-Να σε ρωτήσω αν πας σχολείο; Τη ρώτησε μην βρίσκοντας τι άλλο να της πει και θέλοντας να παρατείνει την παραμονή του δίπλα της.

-Ναι! Απάντησε ενοχλημένη εκείνη. Σίγουρα είχε πάει εκεί για να την ψαρέψει και να της πει με τρόπο ότι η θέση της ήταν δίπλα, με τους μικρούς. Σηκώνοντας το κεφάλι της με περηφάνια, πρόσθεσε. Θα πάω λύκειο το Σεπτέμβρη.

-Αλήθεια; Ολόκληρη κοπέλα πια! Τον κοίταξε για να δει αν την ειρωνευόταν, αν το έκανε δεν είχε αφήσει να φανεί. Ύστερα τη ρώτησε με τι ήθελε να ασχοληθεί, όταν θα τελείωνε το σχολείο. Και η Ελευθερία του απάντησε! Είχε περάσει ώρα που μιλούσαν οι δυο τους και κανείς δεν τους ενοχλούσε, ενώ στην παρέα είχαν εμφανιστεί τόσο η Ελένη όσο και η Κλειώ όμως είχαν καθίσει διακριτικά μακριά τους. Το λόγο είχε πάρει πλέον ο Θέμης, της μιλούσε για τη Γερμανία και τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, δεν ήταν άσχημα εκεί και κυρίως δεν ήταν μακριά όπως ήταν άλλες χώρες στις οποίες είχαν φύγει έλληνες μετανάστες. Σε πόλεις της Γερμανίας όπως κι όπου υπήρχε ελληνισμός, υπήρχαν ελληνικές κοινότητες, όπου συναντιόνταν οι απανταχού έλληνες. Οι γερμανοί σε γενικές γραμμές ήταν οκ, όμως δεν έπαυαν να υπάρχουν και ρατσιστές ανάμεσα τους «Έχει φυτευτεί για τα καλά από το Χίτλερ ο σπόρος της άριας φυλής σε κάποιους από αυτούς, και έτσι έχει περάσει από γενιά σε γενιά, θεωρούν ότι ήταν απλά άτυχοι, και ότι με τους αιώνες θα αποδειχτεί η ανωτερότητα τους και θα κυριαρχήσουν παντού. Όπως πριν από λίγα χρόνια που είχαμε εκείνο το συμβάν όπου μια νεαρή ελληνίδα έπεσε στα χέρια νεοναζί και της χάραξαν στο μέτωπο τον αγκυλωτό σταυρό!»

-Δε φοβάσαι; Τον ρώτησε η Ελευθερία κοιτώντας τον στα μάτια.

-Περισσότερο φοβάμαι για τους δικούς μου, αυτό δεν μπορώ να το πολεμήσω, όμως γενικά δε φοβάμαι, δεν μπορείς να ζεις με το φόβο, αυτός δε σου επιτρέπει να πας πουθενά. Όμως γενικά είναι καλά. Δεν έχω παράπονο.

-Θα ήθελες να γυρίσεις στην Ελλάδα;

-Ειλικρινά δεν ξέρω. Αγαπώ την Ελλάδα, όμως φοβάμαι ότι αν έρθω να ζήσω στην πατρίδα, θα χάσει κάτι από την αίγλη και τη μαγεία της, και δεν το θέλω. Θέλω να την έχω ψηλά στο μυαλό μου, ότι όλα εδώ θα ήταν ιδανικά. Όμως μέσα στην καθημερινότητα και στη ρουτίνα όσο καλά κι αν πηγαίνουν τα πράγματα στην πατρίδα λίγο μόλις πριν μπει ο νέος αιώνας, σίγουρα η καθημερινότητα θα ξεθωριάσει τα έντονα χρώματα που έχω ζωγραφίσει στο μυαλό μου την Ελλάδα. Άλλωστε στη Γερμανία έχουμε δική μας επιχείρηση.

-Φυσικά. Και έτσι για σένα η Ελλάδα παραμένει ένας καλοκαιρινός προορισμός! Είπε κάπως μελαγχολικά η Ελευθερία!

-Λίγο είναι;  

-Όχι, απλά εγώ δε θα μπορούσα να ζήσω μακριά από την Ελλάδα!

-Όπως μάθει κανείς! Σχολίασε ο Θέμης!

 

{{{{{

 

Μετά από εκείνο το απόγευμα που το είχε περάσει με το να συζητάει με το Θέμη, η Ελευθερία πλέον δεν ένιωθε παρείσακτη όταν πήγαινε να καθίσει με τους μεγάλους. Ακόμα κι όταν οι ξαδέρφες της έλειπαν με κάποιον έβρισκε να πει και από καμιά κουβέντα, πριν τους διακόψει ο Θέμης, που πήγαινε αμέσως να καθίσει μαζί της. Η συντροφιά του προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση στο νεαρό κορίτσι, όπου συνήθως αφού χωρίζονταν και πήγαινε ο καθένας στο σπίτι του, ο Θέμης παρέμενε για πολλές ώρες ακόμα στο μυαλό της και πολλές φορές τον έβλεπε και στα όνειρα της. Όμως οι μέρες περνούσαν και ο Σεπτέμβρης πλησίαζε, το χωριό θα ερήμωνε και ο δε Θέμης θα επέστρεφε με την οικογένεια του στη Γερμανία και στην επιχείρηση τους η δε Ελευθερία θα γύριζε με την οικογένεια της στην Αθήνα και στο σχολείο. Λίγες μέρες πριν την αναχώρηση, στο ορεινό και πετρόχτιστο χωριό της Ηπείρου είχε βάλει ψύχρα, όλο το προηγούμενο βράδυ έβρεχε και το χώμα ήταν νοτισμένο, όμως δεν έμενε πολύς καιρός, δυο τρεις μέρες ακόμα και θα χωρίζονταν, οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει από το χωριό τους, σε λίγο θα έφευγαν και οι υπόλοιποι και η Ελευθερία δεν ήθελε να αφήσει ευκαιρία να πάει χαμένη χωρίς να συναντήσει το Θέμη, που τόση ευχαρίστηση της προξενούσε η συντροφιά και οι συζητήσεις μαζί του. Παρά την ψύχρα και τα σκοτεινά σύννεφα που είχαν σκεπάσει τον ουρανό του χωριού η Ελευθερία, φόρεσε τα πάνινα παπούτσια της, έβαλε μια ζακέτα και έφυγε από το σπίτι με την υπόσχεση στους γονείς της ότι δε θα αργούσε. Έφτασε στην πλατεία με την ανησυχία ότι εκείνος μπορεί να μην είχε πάει, λόγω του καιρού. Μόλις τον είδε ανάμεσα στα άλλα παιδιά, ένιωσε την καρδιά της να ησυχάζει, ενώ πρόσεξε ότι εκείνος έριχνε ματιές προς το στενό από το οποίο συνήθως εκείνη πήγαινε στην πλατεία. «Να την περίμενε άραγε;» σκέφτηκε αλλά αμέσως μετανιωμένη μάλωσε τον εαυτό της. Μόλις τους πλησίασε αρκετά, χαιρέτησε την ομήγυρη και εκείνος που ήταν στραμμένος αλλού γύρισε απότομα και την κοίταξε κάνοντας της απλά ένα νεύμα.

Αδέξια και αμήχανα η Ελευθερία στάθηκε χωρίς να θέλει να καθίσει στις μουσκεμένες πλάκες του πεζουλιού. Ασυναίσθητα και λόγω του κρύου αγκάλιασε τον εαυτό της και άρχισε να τρίβει τα μπράτσα της για να νιώσει λίγο ζεστή.

-Κρυώνεις; Τον άκουσε που τη ρώταγε. Εκείνη έγνεψε θετικά και τράβηξε το βλέμμα της αλλού ντροπαλά. Δεν της άρεσε καθόλου ο τρόπος που την είχε υποδεχτεί λίγο νωρίτερα, με το ψυχρό νεύμα. Έχω το αυτοκίνητο είπε, έλα πάμε πριν κρυώσεις, θα ανάψω τη θέρμανση και θα είναι πιο ζεστά από εδώ.

-Και τα παιδιά; ρώτησε παραξενεμένη εκείνη από την πρόταση του.

-Ε όχι, δεν χωράνε όλοι στο αμάξι, είπε εκείνος χαμογελώντας λοξά. Θα το φέρω όμως εδώ ώστε να μην απομακρυνθούμε από τα παιδιά. Είπε και μην περιμένοντας απάντηση, πήδηξε από το πεζούλι και πήγε να φέρει το αυτοκίνητο. Αφού στάθμευσε, έσκυψε στη θέση του συνοδηγού και της άνοιξε την πόρτα, η Ελευθερία κοίταξε τους άλλους οι οποίοι δεν έδειχναν να νοιάζονται και μπήκε στο αυτοκίνητο του.

-Είναι πιο ζεστά έτσι;

-Ναι, παραδέχτηκε η Ελευθερία, συνεχίζοντας όμως να τρίβει τα μπράτσα της. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.

-Φεύγω μεθαύριο!

-Κι εμείς!

-Θα μου λείψουν οι κουβέντες μας!

-Έτσι νομίζω κι εγώ…

-Ότι θα μου λείψουν; Τη ρώτησε πειραχτικά.

-Ότι θα λείψουν και σε μένα…

-Δεν ξέρω αν στο είπα, αλλά μαθαίνω κιθάρα.

-Αλήθεια;

-Ναι. Έχω γράψει και ένα δυο τραγούδια αλλά όχι τίποτα σημαντικό.

-Ωραία θα είναι.

-Αν θέλεις να τα ακούσεις, του χρόνου να φέρω μαζί και την κιθάρα μου.

-Αν είναι εύκολο.

-Δεν είναι και πιάνο.

Η ώρα περνούσε και ό,τι κουβέντα και να έλεγε ο Θέμης η Ελευθερία απαντούσε μονολεκτικά. Είχαν μείνει και οι δυο σιωπηλοί να κοιτάνε έξω από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου, τα σύννεφα που ταξίδευαν στον ουρανό. Ο Θέμης έσκυψε πάνω από την Ελευθερία και άνοιξε το ντουλαπάκι του αμαξιού του, το άμαθο κορμί της, φοβισμένο σφίχτηκε και κόλλησε πάνω στη θέση του συνοδηγού, αφού ο Θέμης έβγαλε από μέσα ένα μπλόκακι και ένα στυλό τα ακούμπησε πάνω στο τιμόνι, για να γράψει, πατώντας άθελα του την κόρνα, γύρισε και κοίταξε τα παιδιά έξω από το αυτοκίνητο που τον κοίταζαν και ένας από αυτούς δε δίστασε να του σηκώσει το μεσαίο δάχτυλο για την κόρνα που τους πάτησε.

-Αιώνια, ελληνική, οδική συμπεριφορά. Σχολίασε χαμογελώντας εκείνος προκαλώντας στην Ελευθερία το γέλιο. Αφού σημείωσε έναν αριθμό πάνω στο χαρτάκι της το έδωσε. Αυτό είναι το κινητό μου, της είπε, αν θέλεις και μπορείς στείλε μου κάποιο μήνυμα κάποια στιγμή.

-Δεν έχω κινητό. Του είπε μαζεύοντας όμως το χαρτάκι.

-Καλά δεν πειράζει, κράτα το για την στιγμή που θα αποκτήσεις.

 

{{{{{

 

Ήταν λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, η Ελευθερία πάντα επιμελής στα διαβάσματα και στα μαθήματα της, έχοντας οργανώσει το πρόγραμμα του διαβάσματος της, ούτε που είχε καταλάβει πως είχαν φτάσει οι γιορτές και θα είχαν αργία από τα σχολεία για δυο ολόκληρες εβδομάδες, μέχρι και του Αϊ Γιάννη. Ο πατέρας της κρατούσε στα χέρια ένα παλιό Ericson κινητό, μόλις είχε αγοράσει καινούργιο χωρίς όμως να έχει καταργήσει τον παλιό αριθμό του.

-Αυτό θα το αφήνω στο σπίτι, μήπως με πάρει κάποιος πελάτης που δεν έχει το καινούργιο. Ή μήπως λες να το δώσουμε στην Ελευθερία;

-Μήπως είναι αρκετά μικρή η κόρη μας για κινητό. Κανείς στο σχολείο της δεν έχει τέτοιο πράγμα μαζί του.

-Δεν χρειάζεται να το παίρνει μαζί της. Άλλωστε η κόρη μας είναι πολύ φρόνιμο κορίτσι, της έχω απόλυτη εμπιστοσύνη ότι θα το χρησιμοποιήσει με σύνεση.

-Εγώ πάλι πιστεύω ότι η κόρη μας δε θα το χρειαστεί καθόλου, πιο πιθανό βλέπω να το θέλει ο μικρός για να παριστάνει τον μεγάλος.

-Όταν σταματήσει να φοράει πάνες ο μικρός, μιλάει και σε κινητό. Μη με κοιτάς έτσι αγάπη μου, ούτε μια κουβέντα δεν μπορώ να πω για τον κανακάρη μας! Η Ελευθερία φορτωμένη με τα βιβλία από το φροντιστήριο των γαλλικών μπήκε στο σπίτι της, αφού άφησε τα πράγματα της πάνω στο τραπέζι πήγε και φίλησε τον πατέρα της.

-Πάρε κι αυτό! Της είπε εκείνος και της έδωσε το παλιό κινητό.

-Τι είναι αυτό; Είπε έκπληκτη παίρνοντας το στα χέρια της.

-Σε παρακαλώ με σύνεση. Σχολίασε ο πατέρας της, μην έρθει κανένας τρελός λογαριασμός και χρειαστεί να πουλήσουμε το σπίτι. Ξέρεις ότι αυτά τα μαραφέτια για να επικοινωνήσεις κοστίζουν χρυσό.    

-Ναι. Αρκέστηκε απλά να πει και παίρνοντας κινητό και βιβλία μπήκε στο δωμάτιο της για να ετοιμάσει τα αυριανά της μαθήματα που θα ήταν και τα τελευταία πριν κλείσουν τα σχολεία για διακοπές. Μόλις κάθισε στο γραφείο της, άνοιξε το βιβλίο των αρχαίων για να κάνει την άσκηση που είχε αφήσει στη μέση πριν πάει για το μάθημα των γαλλικών. Το ανοιχτό κινητό που της είχε παραχωρήσει ο πατέρας της, αναβόσβηνε, τραβώντας της την προσοχή. Το πήρε στα χέρια της με σκοπό να το χώσει στο συρτάρι, όμως το κράτησε παραπάνω στα χέρια της, όχι επειδή πλέον ήταν δικό της και ήταν το πρώτο κινητό τηλέφωνο που της άνηκε, αλλά επειδή ήταν το μέσο να επικοινωνήσει με το Θέμη, τέσσερις μήνες μετά τον αποχωρισμό τους στο χωριό. Να τη θυμόταν άραγε ή να την είχε ξεχάσει; Όμως για ποιο λόγο αγχωνόταν, φίλοι ήταν και ένα φίλο δεν τον ξεχνάς. Κοίταξε το ανοιχτό τετράδιο, έπρεπε να συμπληρώσει ακόμα πέντε φράσεις στα αρχαία. Που είχε κρύψει το χαρτάκι με τον αριθμό του, ξάφνου θυμήθηκε ότι το είχε μέσα στο ημερολόγιο της, στο οποίο είχε να γράψει από το καλοκαίρι. Είχε παρατήσει ολότελα εκείνη την κοριτσίστικη συνήθεια να καταγράφει τα όσα της συνέβαιναν, μόνο το καλοκαίρι είχε γράψει κάποια πράγματα, άλλωστε τώρα τι είχε να καταχωρίσει ώστε να μην το ξεχάσει, τα μαθήματα του σχολείου ή τις ξένες γλώσσες! Ξεκλείδωσε την ψεύτικη κλειδαριά που άνοιγε ακόμα και με τσιμπιδάκι της γιαγιάς της, για τα μαλλιά και έβγαλε από μέσα το χαρτάκι με το τηλέφωνο που της είχε δώσει πριν από κάποιους μήνες εκείνος. Ύστερα μπήκε στο μενού, στο σύμβολο του φακέλου και άρχισε να πληκτρολογεί… αφού έσβησε πέντε φορές το κείμενο που είχε πληκτρολογήσει, μιας και δεν την ευχαριστούσε, κατέληξε σε κάτι πολύ απλό.

«Γεια σου Θέμη, είμαι η Ελευθερία. Από σήμερα έχω το δικό μου κινητό, ήθελα να σου ευχηθώ καλές γιορτές.» αφού αναρωτήθηκε λίγο για το σήμερα, αφού αυτές οι λίγες λέξεις ήταν ικανές να του μαρτυρήσουν ότι ήταν η πρώτη της σκέψη να επικοινωνήσει μαζί του αφού απέκτησε κινητό, το άλλαξε με την φράση «Εδώ και λίγες μέρες έχω το δικό μου κινητό» και πάτησε αποστολή. Ύστερα αφού αναστέναξε κάθισε στη θέση της και συμπλήρωσε την επόμενη φράση, ευτυχώς είχε έφεση στα αρχαία, γιατί αν είχε αφήσει τα μαθηματικά αδιάβαστα με την σκέψη της να πετάει στη Γερμανία θα κατέληγε να βγάλει λάθος αποτέλεσμα. Κόντευε να τελειώσει την άσκηση όταν άκουσε το κινητό να την ειδοποιεί ότι είχε μήνυμα. Άφησε το στυλό και πήρε το κινητό στα χέρια της. Αφού ξεφύσησε άνοιξε το πορτάκι και το διάβασε.

«Επιτέλους, είχε αρχίσει να μου λείπει η επικοινωνία μαζί σου! Από εδώ και στο εξής θα τα λέμε συχνά! Καλές γιορτές όμορφη Ελευθερία;»

-Ορίστε; Ρώτησε η Ελευθερία το άψυχο κινητό, λες και μπορούσε εκείνο να της δώσει μια εξήγηση. Διάβασε τρεις φορές ακόμα το μήνυμα, προσπαθώντας να βγάλει ένα συμπέρασμα. Μπα, κατέληξε στο τέλος, ο γραπτός λόγος κρύβει παγίδες, μπορεί απλά να ήταν μια φιλοφρόνηση, και να έπαιρνε διαστάσεις στο μυαλό της… αφού συμπλήρωσε και την τελευταία φράση της άσκησης, έκλεισε το τετράδιο, έριξε μια ματιά μήπως και είχε ξεχάσει να κάνει ή να διαβάσει κάτι και έβαλε τα βιβλία στην τσάντα της. Ίσως έπρεπε να μιλήσει με την Ελένη, εκείνη ήταν πιο μεγάλη και κάτι περισσότερο ήξερε από άντρες, ανήμερα τα Χριστούγεννα που θα έκαναν τραπέζι στο σπίτι τους, μετά το φαγητό θα την έπαιρνε στο δωμάτιο της και θα της το έλεγε. Άλλωστε και το καλοκαίρι όταν την έβλεπε με το Θέμη, είχε παρατηρήσει κάτι για την στάση του σώματος του όταν της μιλούσε. «Δεν είναι σαν των άλλων αγοριών, που σαν τα σκυλιά σημαδεύουν την περιοχή τους, γέρνει με ένα διακριτικό τρόπο από πάνω σου, σαν να θέλει να σε προστατέψει», της είχαν κάνει εντύπωση τα λόγια της ξαδέρφης της, μα δεν είχε δώσει μεγαλύτερη σημασία, αν και είχε αναρωτηθεί… της άρεσε αυτός ο τρόπος ή θα προτιμούσε τον άλλον, του σκύλου που σημαδεύει την περιοχή του, ξεκάθαρος, κτητικός και αρρενωπός, αντί του πατρικού προστατευτικού που όπως όλα έδειχναν είχε υιοθετήσει ο Θέμης απέναντι της.  

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Είχε ανοίξει το παράθυρο του αυτοκινήτου, και ένιωθε το δροσερό αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπο της, επιτέλους θα τον ξαναέβλεπε. Από το πρώτο μήνυμα που του είχε στείλει λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα είχαν σχεδόν καθημερινή επικοινωνία και αυτό της είχε προκαλέσει μεγαλύτερη αδημονία να τον συναντήσει ξανά. Άλλωστε πλέον είχε κλείσει τα δεκαέξι, και επίσημα μπορούσε να θεωρείται μεγάλη, σχεδόν ενήλικη.

-Τι περιμένεις αλήθεια από εκείνον; Την είχε ρωτήσει η ξαδέρφη της.

-Τι εννοείς;

-Τι περιμένεις να κάνει όταν θα βρεθείτε; Να σε πάρει αγκαλιά, να σε φιλήσει, να σε πάει σε ερημιές… με μιας τα μάγουλα της Ελευθερίας έγιναν κατακόκκινα. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό της όμως είχε αναρωτηθεί και η ίδια αν εκείνος θα προχωρούσε, όταν θα βρίσκονταν ξανά μετά από τόσους μήνες αποχωρισμού. Και έπειτα, αν εκείνος έκανε κάποια κίνηση, εκείνη θα ήταν πρόθυμη να τον ακολουθήσει; Τα μηνύματα που της έστελνε, είχαν αρκετά υπονοούμενα και ήταν όλο υποσχέσεις για τη στιγμή που θα ξανασυναντιόνταν και η Ελευθερία αφηνόταν να κάνει όνειρα για τη στιγμή της συνάντησης τους. Κάποια βράδια μάλιστα την είχε πάρει τηλέφωνο και είχαν μιλήσει για λίγο, την πρώτη φορά την κάλεσε με αφορμή ένα τραγούδι που είχε σκαρώσει και ήθελε να της το πει, άκουσε το γρατσούνισμα της κιθάρας και την καθαρή φωνή του, αν και της φάνηκε ότι έτρεμε λίγο, να λέει τους στίχους. Χρόνια αργότερα που θα το θυμόταν, η Ελευθερία θα κατέληγε ότι το τραγούδι που της είχε τραγουδήσει, στερούταν πρωτοτυπίας, οι στίχοι ήταν κάπως πρόχειροι και υπερβολικά απλοϊκοί, όμως στο πρώτο άκουσμα έκανε την καρδιά της να φτερουγίσει, το τραγούδι της είχε φανεί εξαιρετικό και η φωνή του πολύ ιδιαίτερη, και πώς να μην της φανεί, αφού ήταν μόλις δεκαέξι ετών και ήταν ένα τραγούδι που το είχε γράψει για εκείνη, όπως άφησε εκείνος να εννοηθεί «ήθελα να το τραγουδήσω σε εσένα πρώτα, μιας και είσαι η αιτία που το έγραψα, θέλει κάποιες διορθώσεις, το ξέρω, και θα το κάνω καλύτερο, όμως μόλις το τέλειωσα, και σε πήρα πριν το καλοσκεφτώ». Η φωνή της βγήκε βραχνή, «όχι, είναι πολύ ωραίο, δε νομίζω ότι χρειάζεται αλλαγές». «Χαίρομαι που σου άρεσε… λοιπόν που σε βρίσκω;» «Στο δωμάτιο μου είμαι;» «Τι κάνεις;» «Τίποτα, μιλάω μαζί σου στο τηλέφωνο.» «Και τι έκανες πριν σε πάρω τηλέφωνο;» «Διάβαζα ένα βιβλίο;» «Τι φοράς;» έπεσε σιωπή, δεν ήξερε τι έπρεπε να του απαντήσει, δεν καταλάβαινε που προσπαθούσε να οδηγήσει τη συζήτηση. «Ε;», «Εγώ φοράω μόνο το μποξεράκι μου, πολύ θα μου άρεσε να σε είχα εδώ να σε πάρω μια αγκαλιά!» «Ναι;» ήταν το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει η Ελευθερία.

-Άλλωστε, την επανέφερε στο παρόν η φωνή της ξαδέρφης της, είναι αρκετά μεγαλύτερος σου, δεδομένου ότι είσαι ανήλικη, επιπλέον εκείνος ζει σε άλλη χώρα, θα περνάς τον καιρό σου με το να περιμένεις να συναντηθείτε λίγες μέρες στο χωριό κάθε Αύγουστο;

-Δεν ξέρω. Απάντησε απλά η Ελευθερία. Αρχικά έχουμε να βρεθούμε ένα χρόνο σχεδόν.

-Ναι, αλλά δεν τον έχεις ξεχάσει, διατηρείται επαφή και από όσα μου έχεις πει ούτε και εκείνος σε έχει ξεχάσει!

-Μπορεί όχι, αλλά και πάλι…

-Καλά, σχολίασε και η Ελένη, άσε πρώτα νε βρεθείτε τον Αύγουστο, να δεις πως θα συμπεριφερθεί από κοντά, γιατί άλλο η σιγουριά του τηλεφώνου κι άλλο η απευθείας και άμεση επαφή…

Το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο έπαιζε παλιά, ελαφρά, λαϊκά τραγούδια, ο αδερφός της δίπλα της γκρίνιαζε παρακαλώντας τη μάνα του να αλλάξει σταθμό και να βάλει κάτι πιο δυνατό, ενώ η Ελευθερία συνέχιζε τις δικές της σκέψεις! Οι γονείς της είχαν υποψιαστεί ότι κάτι συνέβαινε ανάμεσα σε εκείνη και το Θέμη, ήταν ο λογαριασμός του τηλεφώνου, το να στείλεις ένα γραπτό μήνυμα σε κινητό γερμανικής εταιρείας στοίχιζε τα διπλά και αυτό φαινόταν στο λογαριασμό. Η μητέρα της, της είχε κάνει μια κουβέντα, δεν ήταν ότι δεν εμπιστεύονταν εκείνη, το γνώριζε και η ίδια. Όμως ήταν ακόμα παιδί, και μάλιστα στην ευαίσθητη ηλικία της εφηβείας, στην ηλικία της απόρριψης όλων των θεμελιωδών στύλων που ως παιδιά πορεύονταν. Άλλωστε είχε τα μαθήματα της, πλέον ήταν κορίτσι του λυκείου, σε λίγο καιρό θα έδινε πανελλήνιες, και έπρεπε να ξεκινήσει η προετοιμασία για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο. Τα μαθήματα της έπρεπε να έρχονται σε προτεραιότητα, είχε χρόνια για έρωτες.

-Μαμά, μην ανησυχείς, της απάντησε ήρεμα η Ελευθερία, με το Θέμη είμαστε απλά φίλοι. Πότε δεν υπήρξε κάτι περισσότερο ανάμεσα μας, όσο για τα μαθήματα μου, έχετε κάποιο παράπονο εσύ με τον μπαμπά, οι βαθμοί μου τόσο στο σχολείο όσο και στα γαλλικά είναι άριστοι, δεν σας καθησυχάζει αυτό έστω και λίγο;

-Αγάπη μου, για εσένα ανησυχούμε! Θέλουμε το καλύτερο για σένα. Είσαι ένα σπάνιο παιδί, έξυπνο, καλό και δεν το λέω επειδή είμαι η μητέρα σου, όλοι όσοι σε γνωρίζουνε δίνουν συγχαρητήρια σε εμένα και στον πατέρα σου. Δεν είναι κρίμα να πας χαμένη για κάτι που αργά ή γρήγορα θα συμβεί.

-Μαμά δε με ακούς! Δεν υπάρχει κάτι που να πρέπει να ανησυχεί ούτε εσένα, ούτε τον πατέρα, άμα θέλετε σας επιστρέφω το κινητό για να είστε πλήρως ήρεμοι.

-Όχι δε χρειάζεται! Είπε η μητέρα της ύστερα από ένα στιγμιαίο δισταγμό, όπως σου είπα και πριν τόσο εγώ όσο κι ο πατέρας σου, σου έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Και επιτρέποντας της να κρατήσει το κινητό, η επικοινωνία μαζί του δε διακόπηκε όμως η Ελευθερία αναγκάστηκε να στέλνει λιγότερα μηνύματα στο Θέμη κάθε βράδυ. Και να τώρα που είχε φτάσει πάλι ο Άγιος Αύγουστος και θα τον συναντούσε.

 

{{{{{

 

Είχαν περάσει δυο μέρες που η Ελευθερία βρισκόταν στο χωριό και σύχναζε με τις ξαδέρφες της στην πλατεία αλλά εκείνος έλειπε. Η Ελένη την είχε ενημερώσει πως ο Θέμης είχε έρθει και είχε περάσει από την πλατεία τις προηγούμενες μέρες. Να του είχε συμβεί κάτι από τότε; Μπορεί απλά να μην ήξερε ότι είχε έρθει κι εκείνη, όμως τον είχε δει όταν πέρναγε το αμάξι τους για να πάνε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Είχε δει που τους κοίταξε καθώς περνούσαν, όμως απλά είχε δει ένα διερχόμενο αυτοκίνητο, δεν ήταν υποχρεωμένος να ξέρει ότι ήταν το δικό τους.

-Το βράδυ θα πάμε σε ένα ταβερνάκι να φάμε, της φώναξε ο πατέρας της καθώς έφευγε, μην κάτσεις πολύ ώρα στην πλατεία.

-Εντάξει, φώναξε εκείνη, και έφυγε τρέχοντας. Η Ελένη της μιλούσε όμως εκείνη κοίταζε δεξιά αριστερά μήπως τον δει να έρχεται. Ίσως της έπαιζε ένα παιχνίδι που το παίζουν οι μεγάλοι και εκείνη επειδή ήταν μικρή δεν το ήξερε. Όταν χτύπησε το κινητό της και είδε ότι ήταν από το σπίτι σηκώθηκε και αφού χαιρέτησε, έφυγε.

Στη μικρή ταβερνούλα, λίγο έξω από το χωριό, η Ελευθερία προσπαθούσε να ξεχαστεί από την απουσία του, ακούγοντας τις συζητήσεις των μεγάλων, όταν άνοιξε η πόρτα και μια καινούργια παρέα μπήκε μέσα. Δεν χρειάστηκε να γυρίσει να κοιτάξει, ήξερε ότι ήταν κι εκείνος ανάμεσα τους, σαν το κύμα της αύρας του να την είχε χτυπήσει με το άνοιγμα της πόρτας. Γνωστοί όλοι μεταξύ τους, πλησίασαν το τραπέζι τους και χαιρέτησαν τη συντροφιά της Ελευθερίας, ο Θέμης, έδωσε το χέρι του στον πατέρα και στη μητέρα της, καθώς και στους υπόλοιπους της παρέας, ύστερα έριξε ένα χαϊδευτικό μπατσάκι στο μάγουλο του αδερφού της, το οποίο ο μικρός απέφυγε ενοχλημένος και χωρίς να ρίξει βλέμμα στην κοπέλα που ξεροστάλιαζε για εκείνον, από τη μέρα που έφτασε στο χωριό, ακολούθησε τους υπόλοιπους στο τραπέζι που πήγαν και κάθισαν. Η Ελευθερία που είχε σκυμμένο το κεφάλι της, σήκωσε τα μάτια της και είδε τη μητέρα της που την κοίταζε ανήσυχα, ενώ διέκρινε και τις διερευνητικές ματιές που της έριχνε ο πατέρας της ανάμεσα στη συζήτηση που έκανε με τους φίλους του. Με κόπο συγκράτησε το λυγμό που είχε ανέβει στο λαιμό της, επέστρεψε πίσω τα δάκρια που ήταν έτοιμα να ξεχειλίσουν, δεν μπορούσε να φάει, ήταν αδύνατο να κατεβεί μπουκιά από τον φραγμένο λαιμό της, κι ούτε μπορούσε να χαμογελάσει. Της ήταν αρκετό που είχε καταφέρει να μη βάλει τα κλάματα σαν κανένα πεντάχρονο που το μάλωσαν, όμως ούτε να γελάσει μπορούσε, ούτε να ευθυμήσει, ούτε να μιλήσει, ούτε τίποτα περισσότερο από το να στέκεται σαν άγαλμα και να αναμένει την στιγμή που θα ’φευγαν.

Το κινητό της, την ειδοποίησε ότι είχε μήνυμα, μόλις εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε ότι το κρατούσε σφιχτά στα χέρια της. Σαν μόλις  να ξύπνησε από το λήθαργο που την είχε ρίξει η έμμεση απόρριψη του, άνοιξε το καπάκι και διάβασε.

«Έχεις κάτι; Φαίνεσαι λυπημένη!» αποστολέας ο Θέμης.

«Όχι, απλά κουρασμένη»

«Είσαι πολύ όμορφη σήμερα, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω και πάλι!» χωρίς να δώσει σημασία στο νέο μήνυμα του, άνοιξε την τσάντα της και έβαλε μέσα το κινητό. Γυρίζοντας προς την πλευρά του για να κρεμάσει το τσαντάκι στην πλάτη της καρέκλας, δεν του έριξε ούτε μια ματιά, δεν ήταν δίκαιο να παίζει μαζί της, από τη μία να την αγνοεί και να μην της δίνει ούτε το χέρι του και από την άλλη να της γράφει ότι χαιρόταν που την ξαναέβλεπε. Πως το είχε στο μυαλό του δηλαδή, μπροστά στους άλλους, δεν γνωριζόμαστε και πίσω τους σε ρωτάω τι φοράς και τι κάνεις; Αν ήταν έτσι, ας πήγαινε να παίξει με καμιά άλλη, που να ξέρει πως παίζεται το παιχνίδι.

Την επόμενη μέρα που η Ελευθερία πήγε στην πλατεία, τον είδε να βρίσκεται ανάμεσα στους άλλους, για μια στιγμή σκέφτηκε να στρίψει και να επιστρέψει στο σπίτι ή μήπως να πήγαινε να καθίσει με την παρέα των παιδιών. Όχι, όλα κι όλα, αν κάποιος έπρεπε να ντρέπεται, σίγουρα δεν ήταν εκείνη, οπότε δε θα κρυβόταν στη σιγουριά του σπιτιού και των βιβλίων. Επιπλέον έπρεπε να δει πως θα συμπεριφερόταν ο Θέμης τώρα που θα ήταν στην ίδια παρέα. Θα μιλούσε ή θα παρίστανε πάλι ότι δεν τη γνώριζε αλλά θα της έστελνε κάποιο μήνυμα στο κινητό, με ή χωρίς υπονοούμενο, σαν εκείνα που της έστελνε τόσους μήνες που ήταν μακριά.

Κάθισε δίπλα στην Ελένη, εκείνη την κοίταξε καχύποπτα και την έσπρωξε με τον ώμο της, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει η Ελευθερία, κούνησε καταφατικά το κεφάλι της για να της δώσει να καταλάβει ότι τον είχε δει. Αφού έμειναν για λίγο έτσι, ένας Θέμης χαμογελαστός, γοητευτικός και όπως τον θυμόταν από το προηγούμενο καλοκαίρι στάθηκε μπροστά της και τη χαιρέτησε.

-Ξεκουράστηκες; Τι να του απαντήσει τώρα, χωρίς όμως να περιμένει απόκριση ο Θέμης κάθισε δίπλα της, από την άλλη πλευρά από εκείνη που καθόταν η Ελένη. Σιγά, σιγά κι αφού η Ελένη αποχώρησε, και ενώ στην αρχή του απαντούσε μονολεκτικά, στο τέλος παρασύρθηκε και ξεκίνησε να του μιλάει κανονικά. Δεν της ζήτησε συγνώμη για τη συμπεριφορά του το προηγούμενο βράδυ που δεν της είχε μιλήσει, όμως ούτε κι εκείνη το σχολίασε, αυτό ήταν λες και είχε συμβεί σε μια προηγούμενη ζωή, όταν δε γνωρίζονταν, πλέον δεν είχε καμία σημασία. Έτσι κύλησαν άλλα τρία περίπου χρόνια, με συναντήσεις από κοντά, όπου τα ’λεγαν σα δυο παλιοί καλοί φίλοι και με μηνύματα όλο υπονοούμενα όταν ήταν ο ένας μακριά από τον άλλον. Την τελευταία χρονιά του σχολείου, που η Ελευθερία προετοιμαζόταν για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο, η επικοινωνία τους ήταν πιο αραιή, δεν ήθελε να την απασχολεί, άλλωστε λίγοι μήνες ήταν, ύστερα εκείνη θα ήταν ενήλικη και φοιτήτρια, κι όμως του Θέμη του έλειπε. Αλλά κι η Ελευθερία με την σκέψη ότι έπρεπε να κοπιάσει μόλις λίγους μήνες ώστε να πετύχει ένα στόχο ζωής και ότι  έπειτα θα είχε περισσότερο χρόνο να επικοινωνεί με εκείνον, ρίχτηκε με πείσμα στην προετοιμασία, ώστε την επόμενη χρονιά να είναι περισσότερο ελεύθερη αλλά  και για να αποδείξει στους γονείς της αλλά και στον εαυτό της ότι η ιστορία με το Θέμη δεν την είχε επηρεάσει όσο όλοι τους φοβόνταν.       

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 

 

Είχαν περάσει ήδη τρία χρόνια που η Ελευθερία ήταν φοιτήτρια στο τμήμα φιλολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών. Η σχέση της με το Θέμη, εξακολουθούσε στο ίδιο μοτίβο, μηνύματα και email σταλμένα από εκείνον γεμάτα υπονοούμενα και κρυφές επιθυμίες αλλά κάθε Αύγουστο που βρίσκονταν στο χωριό, σαν να ήταν ένας άλλος άνθρωπος, το ενδιαφέρον που της έδειχνε ήταν περισσότερο φιλικό με συγκρατημένο ερωτισμό. Ο πλατωνικός έρωτας όμως δεν μπορούσε να καλύψει πλέον την Ελευθερία, από καιρό είχε πάρει απόφαση ότι μεταξύ τους δε θα συνέβαινε τίποτα περισσότερο από συζητήσεις και κουβέντες του αέρα. Όμως πλέον δεν ήταν δεκαπέντε αλλά είχε κλείσει τα είκοσι ένα. «Έξι χρόνια» καιρός να δώσει σημασία σε κάποιον άλλον, ο Θέμης είχε γίνει κάτι σαν τους σταρ του σινεμά, είναι φτιαγμένοι από γυαλί και ποτέ δεν μπορείς να τους έχεις δικού σου και πλέον είχε περάσει την ηλικία που της αρκούσε ένας άντρας να είναι πόστερ στον τοίχο του δωματίου της! Στο τρίτο έτος, αποφάσισε να δώσει σημασία σε ένα συμφοιτητή της, ο οποίος για δυο χρόνια προσπαθούσε να της τραβήξει την προσοχή και από φίλος να γίνει κάτι περισσότερο για εκείνη…

… κι όμως μόλις έφτασε ο Αύγουστος με το ίδιο χτυποκάρδι περίμενε να τον συναντήσει στην πλατεία, από την πρώτη κιόλας μέρα που έφτασε με την οικογένεια της στο χωριό. Όπως και να έχει ένα «ίνδαλμα» πάντα προκαλεί την αδημονία στους θαυμαστές του. Όμορφη και χαλαρή, μαυρισμένη από τα μπάνια που είχε κάνει στις ολιγοήμερες διακοπές που είχε πάει με το αγόρι της τον περασμένο μήνα, καθόταν ανάμεσα στην Ελένη και στην Κλειώ και τους έλεγε τις εντυπώσεις της από το κυκλαδίτικο νησί. Ο Θέμης εμφανίστηκε φορώντας ένα κολλητό τζιν και ένα άσπρο μπλουζάκι, είχε κλείσει τα τριάντα και δεν τον έκανες πάνω από είκοσι πέντε! «Είναι τόσο όμορφος!», ήταν η πρώτη της σκέψη μόλις τον είδε να τους πλησιάζει, όμως επανέφερε αμέσως σε τάξη τον εαυτό της.

-Καλά, δε μεγάλωσες εσύ για να έρχεσαι να μπλέκεσαι με τη νεολαία του χωριού μας! Τον πείραξε ένας από τους φίλους του.

-Γιατί, εγώ τι είμαι; Ρώτησε με το στραβό, γοητευτικό χαμόγελο του.

-Πάτησες τα τριάντα, οπότε για φασκόμηλα, χαμομήλια και στην καλύτερη για κανένα τσίπουρο στα καφενεία.

-Άντε ρε! Είπε και χωρίς να δώσει άλλη σημασία στα πειράγματα του φίλου του πλησίασε την παρέα των κοριτσιών. Ελευθερία, χαίρομαι που σε βλέπω, είπε προσφέροντας της το χέρι του.

-Κι εγώ, τι κάνεις Θέμη;

-Καλά. Σας πειράζει να κάτσω μαζί σας;

-Όχι, είπε η Ελένη και βιάστηκε να του κάνει χώρο ώστε να κάτσει δίπλα στην Ελευθερία, λίγη ώρα αργότερα και με κάποιο πρόσχημα οι ξαδέρφες της, τους άφησαν να μιλήσουν μόνοι τους, πιάνοντας κουβέντα με άλλα άτομα από τη συντροφιά. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, μην βρίσκοντας κάτι να πουν. Στο τέλος ο Θέμης σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε μπροστά, θέλοντας να αποφύγει να  κοιτάξει εκείνη.

-Πρέπει να σου πω κάτι, δε θέλω να το μάθεις από κάποιον άλλον.

-Τι είναι; Τον ρώτησε μουδιασμένη η Ελευθερία, νιώθοντας ότι μια εποχή έφτανε και τυπικά στο τέλος της. Αφού έδωσε λίγη ακόμα παράταση στη σιωπή, στο τέλος με μια αναπνοή το ξεφούρνισε.  

-Αρραβωνιάστηκα!

-Να ζήσετε! Ήταν το πρώτο που σκέφτηκε να πει.

-Αυτό έχεις να πεις; Τη ρώτησε εκείνος, κοιτώντας την απορημένος!

-Έτσι δε λένε σε αυτές τις περιπτώσεις;

-Έτσι λένε. Είπε κουνώντας το κεφάλι του.

-Τι περίμενες να σου πω;

-Δεν ξέρω.

-Τότε; Τι ήθελες να σου πω;

-Πάλι δεν ξέρω!

-Πίστευες ότι θα με πείραζε;

-Όχι, απλά … θα ήταν άκομψο να το μάθαινες από κάποιον τρίτο, είμαστε φίλοι οπότε έπρεπε να στο πω εγώ ο ίδιος!

-Καλά έκανες! Είπε και αναστέναξε. Η σιωπή πάλι τους κατέκλεισε, ενώ η υπόλοιπη παρέα τιτίβιζε χαρούμενη για την επανένωση της.

-Πως είναι; Τον ρώτησε η Ελευθερία πριν προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό της.

-Θα της γνωρίσεις, την άλλη εβδομάδα έχει άδεια και θα έρθει να με βρει.

-Εδώ;

-Ναι!

-Και πως είναι; Επέμεινε από μια διάθεση αυτοτιμωρίας.

-Σαν εσένα!

 

{{{{{

 

Στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κι ενώ είχε τελειώσει η λειτουργία, η Ελευθερία με τη συντροφιά των ξαδέλφων της, βγήκε από την εκκλησία. Το πρώτο άτομο που είδε βγαίνοντας έξω, ήταν ο Θέμης. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, με ανοιχτά τα δυο πρώτα κουμπιά και ένα μπεζ υφασμάτινο παντελόνι. Δίπλα του στεκόταν ένα κορίτσι, το οποίο τον κρατούσε από το χέρι, το λευκό φόρεμα και οι γόβες που φορούσε προκάλεσαν την ειρωνεία της Ελένης.

-Πρόβα για νύφη κάνει; Σαν να την άκουσε ο Θέμης σήκωσε το κεφάλι του και τις κοίταξε να κατεβαίνουν τα σκαλιά, για λίγο το βλέμμα του στάθηκε πάνω στην Ελευθερία.

-Σταματήστε τις ανοησίες, και πάμε να χαιρετήσουμε.

-Θες να δεις την αντίζηλη; Την πείραξε η Ελένη.

-Δεν υπάρχει καμία αντιζηλία, είμαστε μόνο φίλοι, άλλωστε και εγώ δεν είμαι μόνη μου, για να στενοχωριέμαι που ένας φανταστικός εραστής είναι με κάποια άλλη.

-Για να καταλάβω όταν λες φανταστικός εραστής, εννοείς κάτι περισσότερο από το ότι μπορεί να είναι της φαντασίας.

-Δεν έχεις το Θεό σου Ελένη! Τη μάλωσε η αδερφή της και προπορεύτηκε για να χαιρετήσει το Θέμη και τη συντροφιά του.

 

{{{{{

 

-Υπερβολές! Συμπέρανε μόλις κλείστηκαν στο δωμάτιο η Ελένη. Σαν εσένα, λέει, μα καλά δεν βλέπει ότι είσαι δέκα φορές ομορφότερη.

-Εγώ τη βρήκα συμπαθητική. Σχολίασε αδιάφορα η Ελευθερία.

-Hallo, συμπαθητική, όχι όμορφη όπως είσαι εσύ!

-Εντάξει μοιάζουν κάπως.

-Που; Στο ότι έχουν δυο μάτια, δυο πόδια, δυο χέρια, μια μύτη με δυο ρουθούνια, ανήκουν στο ίδιο φύλο…

-Ηρέμισε πια εσύ! Είπε η Κλειώ. Έχουν τον ίδιο σωματότυπο και τα ίδια χρώματα.

-Τελικά ξαδέρφη, είπε και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της Ελευθερίας, ήταν ότι πιο κοντινό κατάφερε να βρει ώστε να σου μοιάζει.

-Ναι, είναι που έσπασαν το καλούπι όταν με έφτιαξαν. Ειρωνεύτηκε και η Ελευθερία.

-Χαίρομαι πάντως που σε βλέπω ήρεμη. Περίμενα ότι θα σε πείραζε.

-Γιατί να με πειράξει, ο καθένας κάνει τη ζωή του, άλλωστε στην ουσία δε μεσολάβησε ποτέ κάτι μεταξύ μας. Και ως νέος άντρας δεν μπορεί όλα αυτά τα χρόνια να μην έτρεχε κάτι στη ζωή του. Ο πλατωνικός έρωτας δεν αφήνει πληγές.

-Εγώ πάλι πιστεύω, σχολίασε η Κλειώ με κάπως ρομαντική διάθεση, ότι ο πλατωνικός έρωτας επειδή είναι ιδανικός και μέσα στο μυαλό, ίσως είναι πιο δύσκολο να ξεπεραστεί.

-Παρ’ την στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου… πετάχτηκε η Ελένη.

-Έχουν περάσει χρόνια από τα δεκαπέντε μου, είχε έρθει η ώρα να περάσω στο επόμενο βήμα και αυτό δεν μπορούσε να γίνει μαζί του. Το ξέραμε και οι δύο.

-Τελικά τι θα κάνουμε, θα πάμε αύριο μαζί τους για μπάνιο; ρώτησε η Ελένη.

-Εντάξει μη φτάνουμε και στην υπερβολή. Σχολίασε η Ελευθερία.

-Αφού τον έχεις ξεπεράσει κι έχεις κάνει το επόμενο βήμα, άσε που αν σε δει με το μαγιό…

-Στα μα τα!

 

{{{{{

 

Το κυματάκι έφτανε ως τα πόδια τους, οι ξαδέρφες της και η αρραβωνιαστικιά του έπαιζαν μέσα στη θάλασσα, η Ελευθερία σκεπασμένη με την πετσέτα της κι εκείνος δίπλα της να σκάβει με τα δάχτυλα του την άμμο, κάθονταν αμίλητοι παρακολουθώντας τον ορίζοντα, εκεί που ο ουρανός γινόταν ένα με τη θάλασσα.

-Σαν τον ουρανό με τη  θάλασσα είμαστε κι εμείς!

-Τι εννοείς; Τον ρώτησε παραξενεμένη.

-Να, έτσι όπως ενώνεται ο ουρανός με τη θάλασσα στα μάτια των ανθρώπων, νοερά, έτσι συνέβη και με εμάς, η ένωση μας ήταν μόνο νοερή και από απόσταση!

-Δε σε καταλαβαίνω.

-Εγώ πιστεύω ότι καταλαβαίνεις! Έμειναν για λίγο πάλι σιωπηλοί. Ελευθερία, θυμάσαι τότε στην ταβέρνα, πριν από πέντε χρόνια, που ήσουν η μόνη που δε χαιρέτησα; Γύρισε και την κοίταξε, το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει. Έστρεψε και εκείνος το κεφάλι του μπροστά. Δεν το έκανα επειδή φοβήθηκα μη σκεφτούν κάτι οι γονείς σου για μας, ή επειδή ντράπηκα, δηλαδή ντράπηκα αλλά όχι τους άλλους, εσένα ντράπηκα. Φοβήθηκα μην παίρνοντας το χέρι σου μέσα στο δικό μου, φανεί το τρέμουλο μου. Ότι το καταλάβεις και με περιγελάσεις. Δεν ήθελα να ξέρεις! Κι όμως να που κάτι με σπρώχνει να στα ομολογήσω όλα εγώ ο ίδιος.

-Γιατί το κάνεις; Τον ρώτησε η Ελευθερία, κι από την προσπάθεια να μην καρφωθεί από τη φωνή της, ακούστηκε σκληρή κι αγνώριστη, ξένη ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό. Όμως ο Θέμης δεν έδωσε σημασία.

-Δεν ξέρω, ίσως να θέλω με κάποιον τρόπο να εξηγηθώ! Αν πίστεψες κάτι κάποτε, απ’ όσα σου είπα ή σου έγραψα στα μηνύματα, δίκιο είχες, σωστά κατάλαβες! Είσαι μια εξαιρετική γυναίκα Ελευθερία. Είσαι όμορφη, έξυπνη, γλυκιά, ευγενική. Κι αυτά δε μένουν στην επιφάνεια, είσαι ουσιαστικά όλα τα παραπάνω! Μπορώ για ώρες να μιλάω για τα προτερήματα σου και ύστερα να προσθέτω κι άλλα κι αν κάποιος με ρωτούσε για τα ελαττώματα σου, θα έμενα ώρες σκεφτικός για να μπορέσω να βρω ένα, και βάζω στοίχημα ότι δε θα κατάφερνα να βρω τίποτα.

-Είσαι υπερβολικός!

-Όχι, δεν είμαι! Πιστεύω την κάθε λέξη που σου λέω. Δε σου κρύβω ότι φοβήθηκα πως θα πάρεις το γεγονός ότι αρραβωνιάστηκα και να σου πω ήλπιζα ότι δε θα το πάρεις καλά, όχι για να θρέψω τον εγωισμό μου, αλλά για να ραγίσει λίγο αυτή η τελειότητα που σε περικλείει, και όταν ύστερα συναντηθήκατε ήσουν τόσο ευγενική, όχι προσποιητά αδιάφορη, ευγενική, χωρίς δεύτερες σκέψεις κρυμμένες πίσω απ’ όσα έλεγες! Την έκανες να νιώσει άνετα, όταν όλοι οι άλλοι την επεξεργάζονταν στον χωριό σαν να ήταν ξωτικό, κι όμως είναι σαν κι εμάς, δεν είναι καν γερμανίδα, είναι ελληνίδα, όμως είναι η ξένη.

-Έτσι συμβαίνει στα χωριά!

-Έτσι συμβαίνει παντού! Όμως εσύ στάθηκες καθαρή απέναντι της αν και θα είχες κάθε λόγο να την αποφεύγεις. Και δε θα έφταιγες εσύ, αλλά εγώ. Θα σκέφτεσαι ότι έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Πράγματι, το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Τότε, πριν από πέντε χρόνια που δε σε χαιρέτησα στην ταβέρνα, όταν σε είδα σκυθρωπή, από τη μία ένιωσα μαχαίρι στην καρδιά κι από την άλλη φτερούγισε με την ιδέα ότι σου είχα προκαλέσει κάποιο συναίσθημα. Δεν ήταν κακία, απλά δεν είναι λίγο ένας άγγελος να νιώθει κάτι για σένα.

-Σε παρακαλώ, σταμάτα!

-Νομίζεις ότι μπορώ… Ελευθερία, μην αλλάξεις, είσαι το πρότυπο που θα πρέπει να ακολουθήσει κάθε γυναίκα για να γίνεται καλύτερη. Γύρισε και τον κοίταξε με απόγνωση, μήπως καταλάβει την κατάσταση της και σταματήσει, μα εκείνος εξακολούθησε.

-Σου είχα πει κάποτε ότι ο φόβος δε σου επιτρέπει να πας πουθενά, και να που επέτρεψα στο φόβο να με συγκρατήσει, αλυσίδα επάνω μου ώστε να μην τολμήσω να κάνω βήμα προς τα εσένα…  Δεν άντεχε να ακούσει άλλα, σηκώθηκε απότομα και άφησε την πετσέτα να κυλίσει από την πλάτη της. Βούτηξε στη θάλασσα και αφού κολύμπησε λίγα μέτρα βυθίστηκε ολόκληρη μέσα, ήθελε τα δάκρια της να τα περνάνε για θαλασσινό νερό. Για να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που έφραζε το λαιμό της, πλησίασε τα κορίτσια και άρχισε να συμμετέχει στο παιχνίδι τους, παρατώντας τον μόνο στην ακτή να τις χαζεύει.

 

{{{{{

 

Πριν πάει στο μάθημα της, πέρασε από το ταχυδρομείο να παραλάβει τη συστημένη επιστολή που της είχε σταλεί από άγνωστο παραλήπτη. Περίμενε στον γκισέ του ταμείου, ανταλλάσοντας το χαρτάκι για την παραλαβή, με έναν κίτρινο φάκελο. Μόλις είδε τα γραμματόσημα από τη Γερμανία κατάλαβε ποιος ήταν ο αποστολέας. Είχε γούστο να της έστελνε πρόσκληση γάμου, και εισιτήρια για να παρευρεθεί. Μπας και την ήθελε για κουμπάρα. Εντάξει σενάριο το είχε καταντήσει. Αφού άνοιξε το φάκελο και είδε ότι απλά ήταν ένα CD, και μην έχοντας τη δυνατότητα, για την ώρα να το ακούσει το έβαλε στην τσάντα της.  

Λησμονημένο για ώρες, το CD αναδύθηκε όταν έψαχνε να βρει ένα βιβλίο μέσα σε αυτή. Αφού ακούμπησε το βιβλίο πάνω στο γραφείο, έβγαλε το CD από τη θήκη του και το έβαλε στο στέρεο. Πάτησε το play και περίμενε, στην πρώτη νότα κατάλαβε ότι πρόκειται για το τραγούδι που της είχε τραγουδήσει σε μια μακρινή εποχή, όταν εκείνη ήταν σχεδόν παιδί. Ο στίχος αλλά και η μουσική είχαν υποστεί διορθώσεις και ένας έμπειρος μουσικός θα το έβρισκε καλύτερο, όμως εκείνη για κάποιο λόγο προτιμούσε το παλιό. Την πρώτη εκτέλεση, από την ψυχή του καλλιτέχνη, με την ακούρδιστη κιθάρα, την απαίδευτη φωνή απευθείας σε εκείνη, μέσα από το ακουστικό του κινητού της. Μόλις  τελείωσε το τραγούδι, έβγαλε το CD και το έκρυψε σε ένα συρτάρι. «Τέλος» μουρμούρισε.  

Όμως κάθε τέλος, σηματοδοτεί μια νέα αρχή!

 

        ΤΕΛΟΣ 

 
Διαβάστε επίσης: