Ψηφιακή ζωή, ένας μεταμφιεσμένος εθισμός
Μια φορά και έναν καιρό, δηλαδή το 2025, σε μια μικρή πόλη, δηλαδή την Αθήνα, ο Αριστοτέλης και ο Αλέξανδρος μοιράζονταν έναν φιλικό δεσμό που είχε σφυρηλατηθεί από τις φλόγες των παρελθοντικών αγώνων τους. Είχαν παλέψει με τον ίδιο εθισμό και είχαν καταφέρει να νικήσουν. Η πάλη ενάντια στις αόρατες αλυσίδες των ναρκωτικών ουσιών, που για χρόνια τους δέσμευαν, είχε πια τελειώσει. Το ταξίδι προς τη νηφαλιότητα ήταν γεμάτο από προκλήσεις, αλλά εκείνοι κάθε φορά αποδεικνύονταν πιο δυνατοί, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον σε κάθε βήμα εκείνης της δύσκολης, αλλά ελπιδοφόρας διαδρομής.
Καθώς ο καιρός περνούσε, είχαν αρχίσει να χτίζουν πάλι τις ζωές τους. Ο Αριστοτέλης βρήκε παρηγοριά στη ζωγραφική, διοχετεύοντας τα συναισθήματά του πάνω σε λευκούς καμβάδες, την ίδια ώρα που ο Αλέξανδρος ανακάλυψε το πάθος του για το τρέξιμο, χρησιμοποιώντας το μέτρημα των βημάτων του, για να κρατάει μακριά τις σκοτεινές σκέψεις. Πολύ συχνά, συναντιόντουσαν στο πάρκο και μοιράζονταν τους φόβους και τις νίκες τους, γιορτάζοντας τη νεογέννητη ελευθερία τους από τις εξαρτήσεις.
Ωστόσο καθώς ο κόσμος γύρω τους άρχισε να γίνεται περισσότερο ψηφιακός, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να γλιστρά προς ένα διαφορετικό είδος εθισμού, τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα. Στην αρχή, έμοιαζε μια άκακη συνήθεια και ένας τρόπος να συνδέεται με τους άλλους και να μοιράζεται τη ζωή του. Σύντομα, όμως αυτό μετατράπηκε σε εμμονή. Ο Αλέξανδρος κοιτούσε συνεχώς το τηλέφωνό του, αναζητώντας στις ενημερώσεις του κάποια νέα αντίδραση από κάποιον άλλον χρήστη. Επιπροσθέτως, συνέκρινε συνεχώς τη ζωή και την εικόνα του με τις πολύ προσεγμένες και άψογες φωτογραφίες των υπόλοιπων. Περνούσε ώρες προετοιμάζοντας τις μελλοντικές δημοσιεύσεις του, ψάχνοντας επιβεβαίωση από τα <Μου αρέσει> και τον αριθμό των αναδημοσιεύσεων όσων αναρτούσε. Κατάσταση, η οποία τον οδήγησε αργά, αλλά σταθερά, στη μείωση της αυταξίας του, ειδικότερα στις περιπτώσεις που δε λάμβανε όση επιβεβαίωση επιζητούσε. Όσοι τον ακολουθούσαν είχαν πια κουραστεί να τον βλέπουν να τρώει, να πίνει, να αγοράζει ρούχα, να γυμνάζεται και να δείχνει πως περνάει καλά. Έτσι, είτε από βαρεμάρα είτε από ζήλια, είχαν σταματήσει να του στέλνουν ψηφιακές καρδούλες, τις οποίες από ό,τι φαινόταν εκείνος είχε πια μεγάλη ανάγκη, ώστε να νιώθει πλήρης και ευτυχισμένος.
Ο Αριστοτέλης παρατήρησε εκείνη την αλλαγή του φίλου του. Οι κουβέντες τους είχαν πια μετατραπεί από γεμάτες νόημα συζητήσεις για τη ζωή και όσα είχαν καταφέρει, σε επιφανειακές για θέματα όπως οι δημοσιεύσεις άλλων που είχαν γίνει viral. Όσο ο Αριστοτέλης είχε μείνει γειωμένος και πιστός στη δημιουργική ασχολία του, έβλεπε τον Αλέξανδρο να πέφτει στη βαθιά τρύπα της ψηφιακής παραφροσύνης.
Ανησυχώντας για τον φίλο του, ο Αριστοτέλης αποφάσισε να επέμβει. Ένα ηλιόλουστο απόγευμα, προσκάλεσε τον Αλέξανδρο για τρέξιμο στο πάρκο, εκεί που ήξερε πως εκείνος συνήθιζε να προπονείται τον πρώτο καιρό μετά την απεξάρτησή τους. Είχε μέσα του την ελπίδα πως έτσι θα κατάφερνε να του αποσπάσει την προσοχή από το τηλέφωνο. Καθώς έτρεχαν, ο Αριστοτέλης μοιράστηκε την ανησυχία του. «Καταλαβαίνω πως τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα μπορεί να έχουν την πλάκα τους», είπε. «Αλλά νομίζω πως έχουν αρχίσει να κυριαρχούν στη ζωή σου. Έχουμε παλέψει τόσο σκληρά, για να απελευθερωθούμε από τα ναρκωτικά, και τώρα μού φαίνεται πως παζαρεύεις να αποκτήσεις νέο τύραννο», συμπλήρωσε.
Ο Αλέξανδρος σταμάτησε να τρέχει και προσπάθησε να βρει την αναπνοή του. Η αλήθεια στα λόγια του Αριστοτέλη τον χτύπησε πολύ σκληρά. Συνειδητοποίησε πόσο πολύ είχε παραμελήσει τις πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις και ασχολίες του, για χάρη του διαδικτυακού κόσμου. «Δεν είχα σκοπό να το τραβήξω τόσο μακριά», παραδέχτηκε. «Θεωρούσα πως είναι ένα τρόπος, για να συνδεθώ με τους άλλους, αλλά τώρα πια μοιάζει με φυλακή».
Εκείνη η στιγμή έγινε το σημείο μηδέν, για ακόμη μία αρχή στη ζωή του Αλέξανδρου. Με τη στήριξη του Αριστοτέλη, ξεκίνησε να θέτει όρια στην ενασχόλησή του με την ψηφιακή ζωή. Περνούσαν μαζί περισσότερες ώρες έξω στη φύση, εξερευνώντας νέα χόμπι και κάνοντας νέες βαθύτερες συζητήσεις.
Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν και οι δύο άκμασαν μακριά από τους εθισμούς τους. Έμαθαν να εκτιμούν την ομορφιά της παραδοσιακής ανθρώπινης επαφής, κατανοώντας πως μπορεί η τεχνολογία να προσέφερε ένας είδος κοινωνικοποίησης, παρ’ όλα αυτά δε θα κατάφερνε ποτέ να αντικαταστήσει την αξία της πραγματικής επαφής με τους ανθρώπους.
Μαζί αφιερώθηκαν σε έναν ισορροπημένο τρόπο ζωής, ενθαρρύνοντας και τους άλλους να βρουν τι τους αρέσει να κάνουν με πάθος και να διατηρήσουν υγιή όρια με την τεχνολογία. Η φιλία τους θέριεψε πια, όχι μόνο από την ασχήμια της παλιάς εξάρτησης, αλλά και από τον σεβασμό και την κατανόηση, αποδεικνύοντας πως η αληθινή δύναμη, για να αντιμετωπίσεις μια πρόκληση, βρίσκεται στη στήριξη που παρέχει ο ένας στον άλλον, στα πάνω και στα κάτω της ζωής.
Τελικά, ο Αριστοτέλης και ο Αλέξανδρος κατάφεραν να βάλουν τις βάσεις, για ένα μέλλον γεμάτο ελπίδα, δημιουργικότητα και αυθεντική σύνδεση. Έμαθαν πως, παρόλο που ο δρόμος για την ανάρρωση είναι συχνά γεμάτος εμπόδια, η αγάπη και η φιλική στήριξη είναι που κάνουν το ταξίδι να αξίζει.
ΤΕΛΟΣ
Διαβάστε επίσης: