ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Της Ιώβης Εαρινή
 

Κεφάλαιο Πρώτο

 

Το φεγγάρι περιπολούσε από τον ουρανό, όσα συνέβαιναν κάτω στη γη. Για συντροφιά του είχε ένα χλωμό αστέρι, που όλο και από κάποια ερώτηση του έκανε. Παρατήρησαν όσους γύρναγαν στο κέντρο της πόλης, έσερναν το σώμα τους σαν ένα περιττό βάρος, άπλωναν τα χέρια τους στους διαβάτες, ζητώντας κάτι, χωρίς να έχουν πλήρη συνείδηση τι ήταν αυτό που ήθελαν. Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να τους αποφύγουν, κοιτώντας προς το άπειρο, κάποιοι έβαζαν το χέρι στην τσέπη κι αναζητούσαν λίγα ψιλά. Έπειτα με σερνόμενα βήματα, αυτά τα αν και νεαρά σε χρόνια, ηλικιωμένα σε όψη πλάσματα, έφταναν σε κάποιο παγκάκι και έπεφταν πάνω του σαν να ήταν μπόγοι με άχρηστα πράγματα. Κάποιοι κατάφερναν να φτάσουν ως το σημείο που γίνονταν η ανταλλαγή, έδιναν τα χρήματα που μάζεψαν από την επαιτεία και έπαιρναν το σακουλάκι με τη σκόνη που θα τους ταξίδευε σε παραλίες και μαγικά μέρη.

«Μα τι τους συνέβη;» ρώτησε το αστέρι τη σελήνη.

«Κάποιοι άνθρωποι έχουν ανάγκη την οφθαλμαπάτη», απάντησε εκείνη, που τόσα χρόνια κάνοντας στροφές γύρω από τη Γη, είχε μάθει πολλά για τα είδη που κατοικούσαν στο γαλάζιο πλανήτη και τα πάθη τους.

«Μα γιατί;» ρώτησε απορημένο το αστεράκι.

«Για να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν με τη ζωή, να ξεχάσουν την πραγματικότητα, άλλοι απλά ξεγελάστηκαν και χωρίς να το καταλάβουν κατέληξαν σε μια ονειρική διάσταση».

«Επιστρέφει κανείς από αυτό το τρομακτικό ταξίδι;»

«Πρέπει να έχει θέληση και στήριξη, αλλιώς είναι δύσκολο, βλέπεις υπάρχουν κάποιοι που σε θέλουν σε αυτό ακριβώς το σημείο, να χάνεις τον εαυτό σου και να μην μπορείς να αποδείξεις την αξία σου». Η Σελήνη σκέφτηκε για μια φορά ακόμη ότι κουραζόταν με όλα όσα συνέβαιναν στη Γη. Έβλεπε όλα αυτά τα άσχημα που συνέβαιναν, που τα είδη υπέφεραν, που δεν μπορούσαν να χαρούν το δώρο της ζωής. Η καταστροφή του ίδιου του πλανήτη, την πλήγωνε επίσης. «Είμαι ο φυσικός σου δορυφόρος Γη, σε προτίμησα ανάμεσα σε τόσους πλανήτες. Θα μπορούσα να είχα πάει στον Κρόνο, που έχει 82 ακόμα, να έχω και παρέα, όμως διάλεξα εσένα. Δεν αντέχω όμως να βλέπω το κακό που συμβαίνει εκεί κάτω, σκέφτομαι πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να απομακρυνθώ από κοντά σου». Ύστερα έστρεψε το βλέμμα της αλλού, άσχημα πράγματα συνέβαιναν, μα και όμορφα. Αυτά ήταν που έκαναν την ψυχή της Σελήνης να αγαλλιάζει κάπως και να ματαιώνει την απόφαση της να απομακρυνθεί από τη Γη.

«Γιατί οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους;» ρώτησε το αστεράκι.

«Για πολλούς λόγους», αποκρίθηκε η Σελήνη.

«Δηλαδή;»

«Για να ξεκουραστούν από μια κοπιαστική μέρα, επειδή έξω έχει κρύο, επειδή μπορούν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να κάνουν κάποιες δουλειές».

«Κι επειδή φοβούνται;» πρόσθεσε το αστεράκι, θέτοντάς το σαν ερώτηση.

«Και γι’ αυτό, αλλά να ξέρεις, πολλές φορές τα πιο άσχημα πράγματα γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες. Για κάποιους ανθρώπους ο κλειστός χώρος, ακόμη και το κτήριο που τους προσφέρει στέγη, εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους και άσχημες στιγμές απ’ ότι οι δρόμοι».        

Εκείνη την ώρα, δυο νέοι έστρεψαν το κεφάλι τους στον ουρανό. Ήταν μια κοπέλα και ένα αγόρι, που μόλις είχαν τελειώσει με το μάθημα των ιταλικών τους από το φροντιστήριο ξένων γλωσσών.

«Κοίτα πόσο λάμπει απόψε το φεγγάρι», παρατήρησε η Μαρίνα.

«Πράγματι», παραδέχτηκε κι ο Σάββας. «Δευτέρα σήμερα», πρόσθεσε έπειτα βαριεστημένα.

«Βράδυ Δευτέρας, είμαστε πιο κοντά στο βράδυ της Παρασκευής απ’ ότι ήμασταν το Πρωί».

«Κάτι είναι κι αυτό. Έχεις σχέδια για την Παρασκευή;» τη ρώτησε ο συμμαθητής της στα ιταλικά, που όμως στο σχολείο ήταν μαθητής μιας τάξης μικρότερης.

«Σχέδια; Όχι».

«Έτσι όπως το είπες, ήταν λες και προσδοκούσες σε κάτι».

«Μπα, απλά και μόνο που για δυο μέρες δε θα δω τα μούτρα του Γκόγκου ούτε καν στους διαδρόμους του σχολείου, είναι να ανυπομονείς να έρθει το βράδυ της Παρασκευής, ευτυχώς τον έχω μόνο στην Άλγεβρα, δε θα τον άντεχα και στην τριγωνομετρία».

«Είναι κάπως περίεργος».

«Είναι βλάκας, είναι χειρότερος από κάποιους συμμαθητές μας, που έχουν την εξυπνάδα έτοιμη να την εξαπολύσουν και όποιον πάρει ο χάρος. Το να λένε οι συμμαθητές σου σαχλαμάρες, παλεύεται, αλλά να λέει ο καθηγητής, μπροστά στους συμμαθητές. Τι είδους παιδαγωγικές αρχές είναι αυτές;»

«Πάντως για αρχή της σχολικής χρονιάς, ξεκινήσαμε αρκετά ζόρικα. Τσίτα τα γκάζια».

«Δεν έχεις άδικο, αλλά η ζωή των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι και τόσο ειδυλλιακή όσο φαίνεται στα μάτια των μεγάλων. Πλέον προετοιμαζόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια, για να εξαπολυθούμε σε ένα μέλλον τέρμα ανταγωνιστικό. Προσπαθούμε να γεμίσουμε εφόδια και αυτό που καταφέρνουμε είναι να γεμίζουμε τις ώρες μας με υποχρεώσεις και να μην έχουμε ελεύθερο χρόνο ούτε για να κλείσουμε τα μάτια μας. Πρώτα έχουμε το σχολείο, μετά έρχεται το φροντιστήριο για να μας προγυμνάσει για το σχολείο, διάβασμα για το σχολείο, διάβασμα για το φροντιστήριο, δεν πρέπει να μάθουμε και δύο με τρεις ξένες γλώσσες και φυσικά να πάρουμε και το αντίστοιχο πτυχίο… και με πόσες άλλες δραστηριότητες γεμίζει ο χρόνος ορισμένων συμμαθητών μας, με χορούς, άθληση κ.ο.κ.. Εργαζόμαστε καθημερινά τουλάχιστον 14 ώρες και αντί να πληρωνόμαστε υπερωρίες υποχρεώνονται οι γονείς μας να πληρώνουν από την τσέπη τους».

«Ούτως ή άλλως με τα νέα μέτρα του υπουργείου εργασίας, δεν πληρώνονται οι υπερωρίες».

«Το υπουργείο εργασίας, καλά θα έκανε να μετονομαστεί σε υπουργείο Εργοδότη, μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, κάθε τετραετία καταπατούνται όλο και περισσότερο τα δικαιώματα των εργαζομένων. Σε αυτή τη χώρα η αξία σου μετρά βάσει της περιουσίας και τους λογαριασμούς σου στην τράπεζα, όχι σύμφωνα με τις ικανότητες σου».

«Όχι μόνο σε αυτή τη χώρα, παντού στον κόσμο. Είτε πας στη Δύση είτε στην Ανατολή, τα ίδια γίνονται».

«Να σηκωθώ να φύγω από τη χώρα να μη με νοιάζει τίποτα!»

«Και που θα πας; Τα ίδια γίνονται παντού, κι αν εδώ σε πνίγει η αδικία, νομίζεις ότι θα σε πνίγει λιγότερο στην Αγγλία ή στην Αμερική, στα Αραβικά Εμιράτα ή στην Ιαπωνία;»

«Δεν ξέρω, μπορεί να μη με νοιάζει».

«Τι σε κάνει να το πιστεύεις, ότι πονάς τους ανθρώπους του λαού σου περισσότερο απ’ ότι θα πονάς τους ανθρώπους ενός άλλου λαού, που θα ζήσεις μαζί του και θα ζυμωθείς με την εκεί κοινωνία;»

«Άσε με να το σκέφτομαι έτσι ώστε να μην απελπιστώ».

«Του χρόνου δίνεις πανελλαδικές, τι σκέφτεσαι ως προσανατολισμό;» τη ρώτησε για να αλλάξει θέμα.

«Κάπου που να μην υπάρχει περίπτωση να ανταμώσω τον Γκόγκο».

«Καλά ο μαθηματικός θα ορίσει τις επιλογές σου; Θα στο παίξει μοίρα;»

«Ούτως ή άλλως αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι ο κινηματογράφος, και δε χρειάζεται να πάω στο πανεπιστήμιο για να γίνω σκηνοθέτης. Υπάρχουν εξαιρετικές σχολές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό».

«Μην βλέπεις μόνο το πανεπιστήμιο ως επαγγελματική σταδιοδρομία, δες τα εφόδια που θα σου προσφέρει, τις γνώσεις. Θες να γίνεις σκηνοθέτης λες, σωστά;» Η Μαρίνα αρκέστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της. «Αν πήγαινες σε μια σχολή πολιτικών επιστημών, σκέψου πόσες γνώσεις θα αποκτούσες, τις οποίες θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις έπειτα στη δουλειά σου. Ή σκέψου μια σχολή δημοσίων σχέσεων, δημοσιογραφίας. Οι σπουδές μπορούν να σε ωφελήσουν, άσε που δε θα απογοητευτείς που δε θα βρεις δουλειά πάνω στο αντικείμενο σου, ο σκοπός σου θα είναι εξαρχής άλλος, οπότε θα απολαύσεις καλύτερα την περίοδο εκείνη».

«Ναι, αλλά δε θα με καθυστερήσουν από αυτό που θέλω πράγματι να κάνω;»

«Ωχ βρε Μαρίνα, μιλάς λες και σε πήραν τα χρόνια, εφόδια θα αποκτήσεις τα οποία θα σου φανούν χρήσιμα αργότερα. Δικιά σου η απόφαση, εγώ απλώς είπα την άποψη μου».

«Ως γνήσιος γιός καθηγητών», τον πείραξε η φίλη του.

«Τόσο κήρυγμα ακούω κάθε μέρα, κάπου πρέπει κι εγώ να το διοχετεύσω. Κι όσο για το χρόνο που θα χάσεις, μπορείς κάποια στιγμή να γραφτείς σε μια σχολή σκηνοθεσίας, και να παρακολουθείς μαθήματα παράλληλα».

«Σκέφτομαι να πάω στο εξωτερικό».

«Πηγαίνεις μετά, δεν έχεις άλλωστε και το στρατιωτικό να σου βάλει φρένο στη ζωή, και έπειτα να χρειάζεσαι επανεκκίνηση». 

Είχαν από ώρα σταθεί, έξω από το σπίτι που έμενε ο Σάββας και μιλούσαν, ώσπου το μάτι της Μαρίνας έπεσε στο ρολόι της.

«Γαμώτο, η ώρα πέρασε κι εγώ έχω να λύσω τις ασκήσεις του Γκόγκου».

«Τις δικές του άφησες τελευταίες;»

«Ναι, η ανόητη και έχω την έγνοια τους όλη μέρα να με τρώει».

«Φοβάμαι, ότι όλο και κάποιον εφιάλτη θα δεις με τον καθηγητής της Άλγεβρας όταν πέσεις να κοιμηθείς».

«Να φας τη γλώσσα σου, γρουσούζη», του φώναξε και ξεκίνησε με γρήγορο βήμα να πάει στο σπίτι της, που ήταν μόλις λίγα μέτρα πιο μακριά από του φίλου της.  

Μπαίνοντας στο σπίτι η Μαρίνα βρήκε τους γονείς της να χαλαρώνουν μπροστά από την τηλεόραση.

«Σου έχω φαγητό στο φούρνο».

«Δεν πεινάω, προτιμώ να πάω στο δωμάτιο μου κα να συνεχίσω το διάβασμα», είπε και χώθηκε στο ησυχαστήριο της. Κοίταξε το γραφείο με το ανοιχτό βιβλίο των μαθηματικών. Άφησε τα πράγματα της στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι της και άνοιξε πάλι την πόρτα με σκοπό να πάει ως το μπάνιο να πλύνει τα χέρια της, όταν κόντεψε να πέσει πάνω στη μητέρα της, που στεκόταν με το ένα χέρι όρθιο έτοιμη να χτυπήσει την πόρτα και στο άλλο να κρατάει ένα πιάτο με κεφτεδάκια. 

«Σου έφερνα το φαγητό σου, να τσιμπήσεις όσο διαβάζεις, έχεις αδυνατίσει».

«Εντάξει, άσε το πιάτο πάνω στο γραφείο μου!» Επιστρέφοντας κάθισε και έχοντας ανοιχτό το λυσάρι, μιας και που μυαλό να λύσει μόνη της τις ασκήσεις, προσπαθούσε να πάρει μια γεύση από τον κόσμο των μαθηματικών. Όσο πήγαινε στο γυμνάσιο, τα μαθηματικά δεν της φαίνονταν βουνό, αντιθέτως τα πήγαινε αρκετά καλά. Το ίδιο πίστευε και στην πρώτη τάξη του λυκείου, αλλά όσο κι αν διάβαζε, οι βαθμοί της στα διαγωνίσματα ήταν απελπιστικά κάτω από τη βάση. Απογοητευμένη όπως ήταν από το μάθημα, κατέληξε ότι δεν είχε λόγο να σπαταλάει το χρόνο της άλλο με την άλγεβρα, ούτως ή άλλως δεν την καταλάβαινε, οπότε έστρεψε την προσοχή της σε άλλα μαθήματα, που της ανταπέδιδαν την προσοχή της με καλύτερους βαθμούς. Και με τη βεβαιότητα ότι θα τη βοηθούσε τελικά η γεωμετρία να υπερβεί τον κίνδυνο να μείνει στην άλγεβρα, αποφάσισε ότι χρειαζόταν φροντιστήριο μόνο για τα άλλα δυο μεγάλα της βάσανα, τη χημεία και τη φυσική. Με τα μαθηματικά είχε πάρει οριστικά διαζύγιο, μόνο που δεν είχε σκοπό να τα ενημερώσει, για να μην την εκδικηθούν με το να την αναγκάσουν να τα διαβάζει ολόκληρο το καλοκαίρι. Έγειρε πίσω την καρέκλα της, και κοίταξε το χώρο που ήταν το δωμάτιο της. Όλα εκεί μέσα βρίσκονταν σε τάξη. Στη μέση το κρεβάτι της και δίπλα το κομοδίνο της στο οποίο είχε ακουμπήσει πλάι στο μικρό φωτιστικό ένα λογοτεχνικό βιβλίο, που τα δάχτυλα της την έτρωγαν να το πιάσει στα χέρια της. Γιατί αντί για μαθηματικά να μη διδάσκονται ολόκληρη τη βιβλιογραφία του Χέρμαν Έσσε, και έλεγε Έσσε γιατί ήταν κομματάκι δύσκολος ο τύπος, οπότε σεβόμενη τα μαθηματικά στο μυαλό της αντικαθιστούσε στο σχολικό πρόγραμμα το μάθημα με έναν αξιοσέβαστο συγγραφέα, και όχι από τους εύκολους, όπως εκείνους που βλέπεις πλέον τα βιβλία τους σε κάθε βιτρίνα βιβλιοπωλείου, επειδή πουλάνε. Αντί για χημεία να διδάσκονται Τόνι Μόρισον ή Μάργκαρετ Άτγουντ και αντί για φυσική Χέμινγουεϊ. Με αυτά τα μαθήματα θα μπορούσε να είναι απουσιολόγος στην τάξη της, μέχρι και σημαιοφόρος. Έστρεψε το κεφάλι της στον τοίχο όπου υπήρχαν κορνιζαρισμένες η αφίσα από το “Dogville” του Λαρς Φον Τρίερ και από τη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη. Ήταν λίγο μικρή όταν βγήκαν οι ταινίες, αλλά τις λάτρεψε όταν τις είδε σε DVD χρόνια αργότερα, από τη συλλογή του μπαμπά της. Στο δωμάτιο της ο χώρος ήταν λυτός, υπήρχε το γραφείο της, με την οθόνη του υπολογιστή, να πιάνει την περισσότερη επιφάνεια του. Γι’ αυτό το λόγο όταν οι δικοί της έλειπαν από το σπίτι, προτιμούσε να διαβάζει στο τραπέζι της κουζίνας. Και φυσικά δίπλα στο γραφείο της η πόρτα που οδηγούσε στην σπηλιά του Αλή Μπαμπά και στους θησαυρούς της. Σε έναν χώρο που ήταν γεμάτος με βιβλιοθήκες και βιβλία, και φυσικά τη συλλογή ταινιών του πατέρα της. Μεγαλύτερος θησαυρός για τη Μαρίνα δεν υπήρχε από τα βιβλία και τις ταινίες. Πόσο μακριά σε ταξίδευαν από την πεζή και πολλές φορές άθλια πραγματικότητα. Είχε τόσες ιδέες η Μαρίνα στο μυαλό της που δεν έβλεπε την ώρα να τις υλοποιήσει, αλλά το σχολείο και τα μαθήματα της έκλεβαν πολλές ώρες. Έπρεπε να περιμένει. Την απόπειρα που έκανε το περασμένο καλοκαίρι να γράψει κάτι δικό της θα τη χαρακτήριζε μέτρια. Βέβαια για να ήταν ειλικρινής δεν είχε τολμήσει να διαβάσει όλα όσα είχε γράψει, τα είχε αφήσει στην άκρη με σκοπό να τα κοιτάξει το επόμενο καλοκαίρι, ώστε να τα δει με πιο καθαρή ματιά. Αφού αντέγραψε τσάτρα πάτρα τις λύσεις από το λυσάρι, αν και ήξερε ότι αυτό δε θα έβγαζε πουθενά κι ότι σε περίπτωση που τη σήκωνε στον πίνακα θα τα έκανε θάλασσα, αποφάσισε να διαβάσει λίγες σελίδες από το βιβλίο της και να πέσει να κοιμηθεί, άλλωστε η ώρα πλησίαζε δώδεκα. Πήρε το ημερολόγιο και έσβησε ακόμη μια μέρα. «Υπομονή Μαρίνα, είσαι μια μέρα πιο κοντά στο επόμενο υπέροχο καλοκαίρι», μονολόγησε. Εκείνη την ώρα δε γνώριζε πόσα πράγματα θα της συνέβαιναν όσο εκείνη θα περίμενε το καλοκαίρι και θα μετρούσε τις μέρες για να φτάσει και να ξεφύγει από τις σχολικές αίθουσες, πριν επιστρέψει για μια ακόμη τελευταία χρονιά στα θρανία.

Το κινητό της κουδούνισε, ποιος της έστελνε τέτοια ώρα μήνυμα στο messenger. Είδε τη φωτογραφία που είχε επιλέξει ο Σάββας για το προφίλ του.

«Ξέχασα, την Παρασκευή παίζει μια μπάντα μουσική στο δημοτικό στάδιο, πριν χειμωνιάσει για τα καλά. Είναι κάτι φοιτητές, απόφοιτοι του λυκείου μας και μάλιστα είναι μαζί τους και ένας τελειόφοιτος, ξέρω ότι προτιμάς να πιάνεις σκόνη στο σπίτι σου από το να κινηθείς έξω από αυτό, αλλά αν γουστάρεις έλα μαζί μας, θα περάσουμε όμορφα και χαλαρά. Θα είναι όλο το σχολείο εκεί και φυσικά σου δίνω το λόγο μου ότι ο βρικόλακας των μαθηματικών θα απουσιάζει».              

«Τέλεια!» σκέφτηκε με απογοήτευση η Μαρίνα, λογικά θα είναι και ο Βίκτωρας με τη Στεφανία. Αυτός είναι ένας καλός λόγος να πω όχι, είπε και κοίταξε τη φωτογραφία που είχε επιλέξει για το δικό της προφίλ και δεν ήταν παρά μια μαυρόγατα.

«Θα δούμε», απάντησε τελικά.

«Θα δούμε, όπως ναι θα έρθω ή θα δούμε όπως ξεφορτώσου με;» της έστειλε αμέσως ο Σάββας που την ήξερε κάπως καλά. 

«Θα δούμε, όπως θα σηκωθώ πρωί αύριο και θέλω να κοιμηθώ».

«Κατάλαβα, καληνύχτα!» είπε και της έστειλε μια λυπημένη φατσούλα ο φίλος της. Η Μαρίνα απενεργοποίησε το ιντερνέτ και πήρε το βιβλίο στα χέρια της, είχε μείνει σε ένα πολύ κομβικό κομμάτι της ιστορίας.  

 

 

Κεφάλαιο Δεύτερο

 

Αναπληρώτρια φιλόλογος ήταν η Όλγα στο Λύκειο. Τόσα χρόνια αναπληρώτρια και διορισμός κανονικός δεν είχε έρθει. Πόσο μπορούσε να συνεχίσει έτσι η ζωή της, σκεφτόταν καθώς περιδιάβαινε στους διαδρόμους του λυκείου να εποπτεύει τους μαθητές του σχολείου. Πως μπορείς να κάνεις σχέδια για το μέλλον σου, αν δεν έχεις κάτι χειροπιαστό, να ξέρεις τι σου γίνεται. Φυσικά και στη ζωή υπάρχουν οι αστάθμητοι παράγοντες, αλλά η ζωή της ήταν γεμάτη με τέτοιους. Κάθε Σεπτέμβρη είχε αγωνία αν θα την έπαιρναν και εκείνη τη χρονιά για να διδάξει και να έχει ένα μισθό να πληρώνει τις υποχρεώσεις της. Κι αν τολμούσε να παραπονεθεί σε κάποιον, τη μάλωνε. «Ξέρεις πόσοι καθηγητές είναι άνεργοι ή εργάζονται εδώ κι εκεί, για τα προς το ζην και μιλάς εσύ επειδή κάθε χρόνο είσαι σε διαφορετικό σχολείο;» Μα δεν ήταν αυτός ο λόγος που γκρίνιαζε, ήταν η όλη κατάσταση. Τα τελευταία χρόνια είχαν μάθει να κοιτάζουν όλοι τα χειρότερα, μα η Όλγα δεν ήθελα να κοιτάζει τα χειρότερα, ήθελε να κοιτάζει τα καλύτερα, και λέγοντας καλύτερα εννοούσε τα απαραίτητα. Τόσοι φίλου και πρώην συμφοιτητές της είχαν φύγει για το εξωτερικό και πρόσφατα, μην αντέχοντας άλλο, έφυγε και ο Τάσος, κι όσο κι αν μην το είχαν παραδεχτεί, σχέση εξ αποστάσεως είναι δύσκολο να διατηρηθεί. Με τον καιρό θα αραίωνε η επικοινωνία και εκείνοι θα άνοιγαν πόρτες να μπουν άλλοι άνθρωποι στη ζωή τους, εφόσον οι αστάθμητοι παράγοντες που προκαλούν η ανεργία και η ανέχεια δεν τους επέτρεψαν να συνεχίσουν να είναι μαζί. Αναστέναξε απογοητευμένη και κοίταξε ύποπτα δυο αγόρια της πρώτης, που χαζογελούσαν κοιτάζοντας κάποιον συμμαθητή τους.

«Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε αυστηρά τους δυο νεαρούς, μιας και δεν μπορούσε να ανεχτεί τη νέα σχολική επιδημία, τα νταηλίκια. Είχαν και στα χρόνια που ήταν και η ίδια μαθήτρια, όχι πολύ παλιά, τους ‘‘έξυπνους’’, που ενοχλούσαν με λόγια τους συμμαθητές τους, όμως πλέον τα πράγματα όλο και εκτροχιάζονταν. Αρχικά η βία δεν περιοριζόταν σε λεκτικούς καυγάδες, αλλά είχαν σωματοποιηθεί, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν ακουστεί περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης ανάμεσα στους μαθητές. Έπειτα ήταν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που ο μαθητής – θύμα, δεν επέστρεφε έστω στο σπίτι του να περάσει κάποιες ώρες ήσυχος, αλλά πολλές φορές συνέχιζε η όποια είδους παρενόχληση και εξευτελισμός του μέσω βίντεο και μηνυμάτων που λάμβανε. Ποτέ της δεν συμπάθησε τους κομπλεξικούς ανθρώπους, γιατί τι μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που ενοχλεί τους συνανθρώπους του, παρά κομπλεξικός, με σύνδρομο κατωτερότητας που μειώνοντας τους άλλους προσπαθεί να νιώσει ο ίδιος καλύτερος. Φυσικά ήταν μια άποψη που όλοι είχαν, αλλά κανείς δεν εξωτερίκευε, δεν ήταν παιδαγωγικά ορθό. Άλλωστε σε κάποια σεμινάρια που είχαν γίνει, τους είχαν εξηγήσει ότι ως παιδαγωγοί είχαν χρέος να βρουν το λόγο που οδηγεί αυτά τα άτομα στη σχολική παραβατικότητα, μόνο έτσι θα μπορούσαν να λύσουν το όποιο πρόβλημα. Δεν είναι εύκολο να κάνεις έναν τέτοιον άνθρωπο να μιλήσει και να παραδεχτεί τι πρόβλημα αντιμετωπίζει στο σπίτι του για παράδειγμα. Οπότε η Όλγα από πλευράς της, ένιωθε περισσότερο την υποχρέωση να υπερασπιστεί τα θύματα.            

«Τίποτα», της απάντησαν.

«Δε θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας το λόγο που γελάτε;»

«Μπα, τα καλά αστεία δεν είναι για όλους».

«Τα καλά αστεία συνήθως είναι για όλους, αντιθέτως τα χαζά είναι για τους ανόητους».

«Μας λέτε χαζούς;» τη ρώτησε ο άλλος παριστάνοντας το θυμωμένο.

«Εγώ όχι βέβαια, όμως εσύ γελούσες με ένα χαζό αστείο».

«Έλα πάμε», είπε ο άλλος και τον τράβηξε. «Είναι ζόρικη αυτή», τους άκουσε να λένε μόλις γύρισαν την πλάτη τους.

«Σιγά, μια αναπληρώτρια είναι».

«Αυτό δεν την κάνει περισσότερο ανεκτική».

Περίεργο, σκέφτηκε η Όλγα, για να τα βγάλεις πέρα σε ένα σχολείο πρέπει να είσαι ζόρικος στις μέρες μας. Ούτε στις φυλακές να ήτανε. Πως κατάφεραν και κατάντησαν τα σχολεία φυλακές; Βέβαια εδώ δεν ήταν άσχημα τα πράγματα σε γενικές γραμμές, είχε διδάξει σε σχολεία που έδιναν την εντύπωση πραγματικής φυλακής, και ενώ αν δίδασκε σε φυλακή ή αναμορφωτήριο θα υπήρχαν άτομα που θα ενδιαφέρονταν να δώσουν σημασία σε όσα τους δίδασκε, με την ελπίδα βγαίνοντας να έχουν από κάπου να πιαστούν να μην επιστρέψουν πίσω στα κελιά, οι περισσότεροι μαθητές της ήταν αδιάφοροι για όσα είχε να τους πει στο μάθημα. Αναστέναξε ξανά, ενώ εκείνη την ώρα ακούστηκε το κουδούνι να χτυπάει και η Όλγα πήρε το δρόμο για το γραφείο των καθηγητών, μιας και είχε κενό, να διορθώσει κάποιες από τις εκθέσεις της πρώτης λυκείου.

 

Η Μαρίνα στην τάξη της με το ζόρι κρατούσε ανοιχτά τα μάτια, το είχε παρακάνει άλλη μια νύχτα με το διάβασμα, κι όχι σχολικό διάβασμα. Με το χέρι της προσπαθούσε να στηρίζει το κεφάλι για να μην πέσει. Η διπλανή της έριχνε και από κανένα σκούντημα, αλλά μάταιος κόπος. Μπαίνοντας ο μαθηματικός στην αίθουσα, η Μαρίνα προσπάθησε να συρρικνωθεί ώστε να μην τη βλέπει και κυρίως να μην τον βλέπει ούτε η ίδια. Αφού κάθισε στην έδρα έριξε μια ματιά γύρω του και το βλέμμα του έπεσε πάνω στη μισοκρυμμένη Μαρίνα.

«Χμ, ενδιαφέρον», πήρε μπροστά του τον κατάλογο με τα ονόματα των μαθητών και ρώτησε δήθεν τυχαία,  «Υπάρχει στο τμήμα αυτό κάποια Ιωάννου;»

«Γαμώτο!» μουρμούρισε όσο πιο άηχα ήταν δυνατόν η Μαρίνα, που ένιωσε να της ρίχνουν έναν κουβά παγωμένο νερό, που την ξύπνησε εντελώς. Έπειτα αναστενάζοντας σήκωσε το χέρι της.

«Ώστε υπάρχει», σχολίασε ικανοποιημένος ο ιεροεξεταστής Γκόγκος.

«Υπάρχει που να μην υπήρχε», σκέφτηκε η Μαρίνα. «Μάλιστα κύριε», είπε αδύναμα.

«Τι λες παιδί μου, να μας κάνεις την τιμή να σηκωθείς στον πίνακα να μας λύσεις μια από τις ασκήσεις που είχατε στη σημερινή ύλη».

«Να σηκωθώ», απάντησε και πήρε μαζί το τετράδιο της. Αφού αντέγραψε την εξίσωση, άφησε το τετράδιο πάνω στην έδρα και ξεκίνησε να προσπαθεί να λύσει την άσκηση. Με αργές κινήσεις ξεκίνησε την προσπάθεια, ενώ άκουγε πίσω της τον καθηγητή να ξεφυλλίζει το τετράδιο της, δεν είχε φτάσει ούτε στη μέση όταν άκουσε τη φωνή του να σχολιάσει.

«Τι γράφει εδώ;» κι αμέσως να ξεκινάει να απαγγέλει ένα ποίημα. «Η ζωή είναι καταιγίδα / και έχω χάσει την πυξίδα. / Μες στους δρόμους μόνη τρέχω / και τα όνειρα μου βρέχω. / Συζητάω με τις βροντές / όλο κλάμα οι μουσικές / και του κόσμου οι ντροπές / σχηματίζουνε ουρές».   

Το πρόσωπο της Μαρίνας έγινε με μια κατακόκκινο από ντροπή, τι απερισκεψία να γράψει το στιχάκι στο τετράδιο των μαθηματικών. Και πως το ξέχασε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη σκίσει τουλάχιστον αργότερα τη σελίδα.

«Για να δούμε τι κάνεις στον πίνακα, τα καταφέρνεις καθόλου ή να παρατήσουμε τα μαθηματικά και να πιάσουμε την ποίηση, τι λες εσύ Ιωάννου;» Η Μαρίνα σταμάτησε να γράφει εντελώς μπλοκαρισμένη από τα σχόλια του καθηγητή της, μα δε γύρισε να τον κοιτάξει, προσπαθώντας να κατανικήσει την ντροπή που της είχε προξενήσει.

«Εμένα πάντως μου άρεσε», σχολίασε ο Λουκάς.

«Τι σου άρεσε εσένα Αντωνίου, παιδί μου;»

«Το ποίημα που διαβάσατε. Για αρχή έχει ομοιοκαταληξία και μέτρο».

«Δε νομίζω να σε ρώτησα».

«Μα εσείς είπατε να αφήσουμε τα μαθηματικά και να κάνουμε ποίηση σήμερα», σιγοντάρισε και η απουσιολόγος.

«Καλώς την!» ειρωνεύτηκε ο μαθηματικός.

«Κι εμένα πάντως μου άρεσε», συνέχισε απτόητη η απουσιολόγος.

«Αποκλείεται να τους άρεσε», σκέφτηκε η Μαρίνα, όπως και να είχε ένιωσε ευγνωμοσύνη που την υπερασπίζονταν.

«Εξωτερικεύει συναισθήματα», συνέχισε ο Λουκάς, «περιγράφει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο. Είναι χαμένη, μόνη, τα όνειρα της μούσκεμα από τη βροχή, απραγματοποίητα».

«Δεν έχει με ποιον να μιλήσει, η μουσική της ακούγεται για θρήνος, κι ότι έχει να αποκομίσει από τον κόσμο είναι η ντροπή», πρόσθεσε η απουσιολόγος. 

«Τι να πω;»

«Δε χρειάζεται να πείτε κάτι, το ποίημα ήταν καλό και με βεβαιότητα μεγαλώνοντας θα γράψει καλύτερα πράγματα».

«Πρέπει να μιλήσω με τη φιλόλογο σας», σχολίασε σφυρίζοντας και  σηκώθηκε από την έδρα.

«Για να σας διδάξει ποίηση;» τον ειρωνεύτηκε η απουσιολόγος. Στράφηκε και της έριξε ένα άγριο βλέμμα και πήγε και στάθηκε στο παράθυρο, κοιτάζοντας το προαύλιο. 

«Είμαι ικανοποιημένος που διδάσκει εσάς», σχολίασε και έμεινε να ατενίζει το τμήμα που εκείνη την ώρα είχε γυμναστική στο προαύλιο. Η Μαρίνα γύρισε το βλέμμα της έντρομη στο Λουκά, ο οποίος είχε καταλάβει ότι δυσκολευόταν με τη λύση και βλέποντας ότι ο καθηγητής δεν έδινε σημασία, άρχισε να κάνει νοήματα και να της υπαγορεύει χαμηλόφωνα τη λύση της εξίσωσης, αλλά και η απουσιολόγος σε κάποια σημεία, βοήθησε, μιας και καθόταν πιο κοντά στον πίνακα και ήταν πιο εύκολο να την ακούσει. Μόλις τελείωσε, στάθηκε στον πίνακα και ξερόβηξε. Ο καθηγητής στράφηκε, έριξε μια ματιά στον πίνακα και κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας με τη λύση.

«Πάρε το τετράδιο σου και κάθισε Ιωάννου, και να σου ευχηθώ, να πάρεις το Νόμπελ, οι συμμαθητές σου το πιστεύουν». Η Μαρίνα χωρίς να απαντήσει και χωρίς να κοιτάξει πίσω της, πήρε το τετράδιο και επέστρεψε στη θέση της.

«Πάντως δεν ήταν άσχημο», σχολίασε η Καίτη.

«Σταμάτα!» μουρμούρισε η Μαρίνα, που πήρε για κάζο το σχόλιο της διπλανής και φίλης της. Ύστερα έστρεψε το κεφάλι της προς τα τον Λουκά, που σαν να τον μαγνήτισε το βλέμμα της γύρισε και την κοίταξε. «Ευχαριστώ», διάβασε τα χείλη της να του λένε, αλλά έχοντας το νου του στον καθηγητή, απέφυγε να της απαντήσει το οτιδήποτε.        

 

Στο διάλειμμα η Μαρίνα, πέφτοντας πάνω στην απουσιολόγο, την ευχαρίστησε τόσο για τη βοήθεια της στην άσκηση όσο και για την υποστήριξη της. Εκείνη αρκέστηκε να της χαμογελάσει, και η συζήτηση έμεινε εκεί. Από μακριά είδε το Σάββα να την πλησιάζει.

«Δώσε μου το τετράδιο σου», της είπε προστακτικά, μόλις την πλησίασε αρκετά.

«Γιατί θες να αντιγράψεις;» τον ειρωνεύτηκε η Καίτη, «είσαι μια τάξη μικρότερος, έχεις άλλη ύλη».

«Όλο εξυπνάδες είσαι Καίτη».

«Ποιο τετράδιο;» τον ρώτησε η Μαρίνα που δεν καταλάβαινε λέξη από αυτά που της έλεγε.

«Μου είπε ο αδερφός μου, για τη φάση με τον μαθηματικό».

«Τι μαλάκας άνθρωπος», σχολίασε η Καίτη.

«Να χαρείς Σάββα, σταμάτα να μου το θυμίζεις γιατί μου κόβονται τα πόδια. Τι ντροπή θεέ μου!»

«Μην είσαι χαζή, ήταν ωραίο το στιχάκι σου».

«Αυτό λέει και ο αδερφός μου και θέλω να το δω».

«Αφήστε με παιδάκι μου κι εσύ και ο αδερφός σου, διαβάστε καλύτερα Ρίτσο κι Ελύτη, ή Καρυωτάκη και Καβάφη».

«Σε παρακαλώ δώσ’ το μου, να το διαβάσω θέλω μόνο».

«Και να μου κάνεις μετά καζούρα; Δε σφάξανε».

«Νόμιζα ότι εσύ με τον αδερφό σου πάντως δεν είχατε και πολλές σχέσεις και ότι αποφεύγατε ο ένας τον άλλον», σχολίασε η Καίτη.

«Κι εγώ αυτό νόμιζα», συμφώνησε και η Μαρίνα.

«Σκάτε γάιδαρο, να μου φέρεις το τετράδιο αύριο στο φροντιστήριο, και μην τολμήσεις να το ξεχάσεις», της είπε κουνώντας της το δάχτυλο προειδοποιητικά.

«Πάντως αν θες να διώχνεις αυτό το παιδί, μπορείς να του αναφέρεις τον αδερφό του και θα εξαφανίζεται αμέσως και δε θα σε ενοχλεί άλλο». Η Μαρίνα κοίταξε τη φιλενάδα της και συμφώνησε νοερά με την παρατήρηση της. «Ώρες ώρες αναρωτιέμαι πως γίνεται και μένουν στο ίδιο σπίτι, να μιλάνε καθόλου ή να έχουν δώσει όρκο σιωπής;»

«Προφανώς δεν έχουν δώσει κανέναν όρκο σιωπής, μιας και έσπευσε να του πει για το σκηνικό με το ποίημα».

«Ναι, μάλλον, προφανώς κι ο Γιώργος δεν μπορεί να αποφύγει ένα καλό κουτσομπολιό».

Το διάλειμμα συνεχίστηκε με άλλους από τους μαθητές να προσπαθούν να κάνουν μια σύντομη επανάληψη, άλλους να περπατάνε μέσα στο προαύλιο. Κάποιους να βρίσκονται στο πίσω μέρος να απολαμβάνουν το απαγορευμένο τσιγάρο τους, μιας και θα πέρναγε μια ώρα μέχρι να κάνουν το επόμενο ή κάποιους να προσπαθούν να απομονωθούν ώστε να ανταλλάξουν ερωτικά φιλιά στο στόμα, ενώ αρκετοί έριχναν απομακρυσμένες ματιές στο κρυφό αντικείμενο του πόθου τους. Σχολείο, το μέρος που πρωτανθίζει ο έρωτας στις καρδιές των εφήβων. Ένας έρωτας, γεμάτος ψευδαίσθηση.     

 

 

Κεφάλαιο Τρίτο

 

«Μη με αναγκάζεις να επαναλαμβάνομαι, θα έρθεις την Παρασκευή;»

«Γιατί είσαι τόσο επίμονος πια βρε Σάββα;»

«Γιατί είμαστε φίλοι και θέλω να έρθεις, κι επιπλέον γιατί δεν έφερες το τετράδιο των μαθηματικών να δω το στιχάκι, όπως σου ζήτησα;»

«Νομίζω ότι τα τετράδια των ιταλικών πρέπει να φέρνω στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών, και όχι των μαθηματικών. Και τι στην ευχή έχεις πάθει με το στιχάκι, εγώ προσπαθώ να το ξεχάσω, κι εσύ όλο μου το θυμίζεις», του είπε σταυρώνοντας τα χέρια της αμυντικά, μπροστά από το στήθος.

«Γιατί δε μου είπες ότι γράφεις;» συνέχισε ο Σάββας με ερώτηση.

«Σιγά το πράγμα, πες μου έναν που δε γράφει στιχάκια».

«Δεν μπορώ να φανταστώ τον Γκόγκο να γράφει οτιδήποτε άλλο εκτός από αριθμούς, ακόμα και για τη λίστα του super market τα barcode θα γράφει αντί για τα προϊόντα».

«Αυτός είναι ιεροεξεταστής, δε λογίζεται στους ανθρώπους. Ελπίζω αύριο να μη με ταλαιπωρήσει, αρκετά με τα χτεσινά».   

«Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να θελήσει να διαβάσει κανένα νέο στιχάκι σου».

«Να μου κοπεί το χέρι, αν ξαναγράψω οτιδήποτε σε σχολικό τετράδιο».

«Θα μπορούσες να γράψεις κάτι… αλλά όχι δικό σου κατ’ ανάγκη», σχολίασε στοχαστικά ο Σάββας.

«Τι πράγμα;» τον ρώτησε απορημένη η Μαρίνα, όμως η συζήτηση θα συνεχιζόταν μετά τη λήξη του μαθήματος, μιας και η εμφάνιση της καθηγήτριας ιταλικών στην αίθουσα, οδήγησε το Σάββα στο θρανίο του. 

 

Σχολώντας, κι αφού ο δρόμος τους ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που έπαιρναν οι περισσότεροι συμμαθητές τους, οι δυο νέοι συνέχισαν τη συζήτηση για το στιχάκι.

«Αφού δεν έφερες τους στίχους μαζί σου όπως σε είχα παρακαλέσει εχθές, νομίζω ότι μπορείς να μου τους απαγγείλεις;» Η Μαρίνα αναστέναξε κουρασμένη, σκέφτηκε για μια στιγμή να κάνει αυτό που της είχε προτείνει η φίλη της η Καίτη, και να φέρει τη συζήτηση στον αδερφό του Σάββα, αλλά δε θα έβγαζε πουθενά.

«Πες μου γιατί επιμένεις τόσο, και ίσως στους πω».

«Εντάξει θα σου πω, αλλά αλίμονο σου αν με κοροϊδέψεις ή μάθει οτιδήποτε κάποιος!» η Μαρίνα τον κοίταξε απορημένη και χωρίς να πει τίποτε, περίμενε να ακούσει τη συνέχεια. «Να μωρέ, απλά είχα γράψει μια μελωδία με την κιθάρα και ήθελα να δω αν θα ταίριαζε το στιχάκι σου, να τα δέσουμε».

«Και να το κάνεις τραγούδι;» τον ρώτησε για να είναι σίγουρη ότι είχε καταλάβει τι γύρευε.

«Ε, κάπως έτσι», σχολίασε ο Σάββας κλωτσώντας μια ανύπαρκτη πέτρα.

«Και ποιος θα το τραγουδήσει; Ωχ όχι, μη μου πεις πάλι για την μπάντα… και από πότε γράφεις μουσική; Καλά καλά δεν ήξερα ότι έπαιζες κιθάρα». Ακολούθησαν διαδοχικά οι ερωτήσεις και τα σχόλια της Μαρίνας, χωρίς ανάσα. Όταν επιτέλους έκανε παύση, ήταν σειρά του Σάββα να αναστενάξει.

«Βρήκα μία που είχε ο πατέρας μου όταν ήταν νέος, αυτοδίδακτος στην αρχή, αλλά καθώς είπε ο πατέρας και συμφώνησε και η μάνα είχα μουσικό αυτί, οπότε με ρώτησαν αν θα ήθελα να παρακολουθήσω μαθήματα και δέχτηκα, ξεκίνησα από πέρσι».

«Και γράφεις ήδη μελωδίες;» τον ρώτησε έκπληκτη η φίλη του.

«Μια έγραψα το καλοκαίρι που βαριόμουν, προσπάθησα να το στήσω και με στίχους, αλλά ήταν χειρότερος ο ένας από τον άλλο, καλύτερα θα ταίριαζε το γύρω γύρω όλοι, παρά αυτές οι χαζομάρες που έγραφα».

«Δε νομίζω ότι θα ταιριάξει το ποίημα μου, άλλωστε δυο μικρά τετράστιχα είναι μόνο, δεν υπάρχει ούτε ρεφρέν ούτε κάτι που θα το κάνει να ξεχωρίσει».

«Δώσε μου το ήδη υπάρχον να το δοκιμάσω, ο Γιώργος που έχει ακούσει τη μουσική, μου είπε ότι μπορεί και να ταίριαζαν με κάποιες αλλαγές».

«Καλά, καλά θα το κάνω για να μη με ζαλίζεις» είπε και βγάζοντας το τετράδιο των ιταλικών, κι αφού έγραψε από μνήμης τους στίχους, έκοψε τη σελίδα χαρτί και του την έδωσε. «Και τώρα σε αφήνω».

«Μη μου πεις ότι άφησες πάλι τις ασκήσεις της Άλγεβρας για το τέλος;»

«Όχι, μόλις γύρισα σπίτι από το σχολείο τις αντέγραψα από το λυσάρι και τις αποστήθισα, τσάτρα πάτρα κι ας ελπίσουμε ότι θα με αφήσει ήσυχη αύριο, έχω άλλους 24 συμμαθητές να περάσει από την αλγεβρική του ιερά εξέταση αύριο».

«Αλλά εσύ είσαι η καλλιτέχνης».

«Αχ ,σταμάτα να με αγχώνεις πια», είπε και έκανε ένα δυο βήματα πριν σταματήσει για να προσθέσει «αν εσύ έγραφες μια μελωδία στο πίσω μέρος του τετραδίου των μαθηματικών αυτός δε θα ήταν ικανός να την αποκωδικοποιήσει, εκτός κι αν πια ο βάρβαρος ξέρει και από μουσική. Αλλά και πάλι δε θα ήταν τόσο αποκαρδιωτικό για εσένα, όσο ήταν για εμένα να διαβάζει μπροστά σε ολόκληρο το τμήμα τους στίχους μου».

«Περί αυτού…» σχολίασε και την πλησίασε για να της πει αυτό που είχε σκεφτεί και που νωρίτερα δεν του είχε επιτρέψει η είσοδος της καθηγήτριας των ιταλικών στην τάξη τους.

 

Πες ο ένας, πες ο άλλος, η Μαρίνα πείστηκε τελικά να πάει στη συναυλία του γκρουπ που αποτελούνταν από λίγο παλιότερους μαθητές του σχολείου τους. Έξω από το στάδιο είχαν στηθεί διάφοροι πάγκοι και καντίνες. Κάποιοι είχαν μπιχλιμπίδια, όπως ψεύτικα βραχιόλια και δαχτυλίδια, καθώς και μπαλόνια. Φαγητό για το χέρι προμηθευόσουν από τις καντίνες, καθώς και μπύρες. Ο Σάββας με τον Γιώργο γέμισαν δυο σακούλες με νερά και κεσεδάκια μπύρας για να συνοδεύσουν τη μουσική βραδιά τους. Η Μαρίνα προτίμησε να πάρει ένα μπουκάλι νερό, δεν ήταν ότι δεν έπινε, αλλά ήταν ιδιαίτερα προσεχτική όταν βρισκόταν έξω από το σπίτι της, δεν ήθελε να γίνει ρεζίλι στους συμμαθητές της και να τη δείχνουν όλοι στο σχολείο τη Δευτέρα, επειδή ήπιε και είτε ζαλίστηκε είτε έκανε ανοησίες εξαιτίας του ποτού. Το δημοτικό στάδιο της περιοχής δεν ήταν και μικρό, αν και το συγκρότημα σε καμιά περίπτωση δεν ήταν τόσο δημοφιλές ώστε να μπορούσε να γεμίσει τις κερκίδες. Οι περισσότεροι από όσους είχαν έρθει να τους ακούσουν βρίσκονταν μέσα στο στάδιο, κάτω από τη σκηνή που είχε στηθεί μπροστά από τη φυσούνα των αποδυτηρίων. Όμως και πάλι ο κόσμος ήταν αρκετός και η συντριπτική πλειοψηφία αποτελούταν από νεολαία.

«Τι ρεπερτόριο έχουν;» ρώτησε η Μαρίνα τον Σάββα, που άνοιγε δίπλα της τη δεύτερη μπύρα.

«Με ρέγουλα», τον προειδοποίησε ο αδερφός του που τον αγριοκοίταξε. «Ήρθαμε να περάσουμε καλά, όχι να μεθύσουμε».

«Εντάξει μπαμπά το κατάλαβα!» απάντησε ειρωνικά στον Γιώργο πριν στραφεί στη Μαρίνα για να της απαντήσει «Ροκ, τραγούδια του Παπακωνσταντίνου, Ξύλινα σπαθιά, Σιδηρόπουλο, Λοΐζο τέτοια».

«Δικά τους τραγούδια δεν έχουν;»

«Κάνα δυο κομμάτια μη φανταστείς, ξέρεις τώρα τι φάση παίζει, ο κόσμος θέλει να ακούει και να κάνει κέφι με γνωστά τραγούδια στα live. Τα παιδιά δεν έχουν δική τους δισκογραφία, ένα δικό τους τραγούδι δε θα ξεσήκωνε τόσο εύκολα το κοινό, θα έπρεπε να είναι πολύ δυνατό, οπότε προτιμούν τραγούδια του Βασίλη και κάποια ξένα, Rolling Stones και Queen».

«Ωχ, πες μου ότι δε θα πονέσουν τα αυτιά μας».

«Όχι, μην ανησυχείς. Δε θα προσπαθήσουν να μιμηθούν, το κάνουν σωστά γιατί το κάνουν με το δικό τους τρόπο, έχουν διασκευάσει τα τραγούδια με τρόπο που τους ταιριάζουν». Τα μέλη του συγκροτήματος βγήκαν στη σκηνή και ο κόσμος τους υποδέχτηκε με χειροκροτήματα. Η μουσική από το τραγούδι «Να με προσέχεις», του Νίκου Πορτοκάλογλου ξεκίνησε να παίζει.

«Ξεκινάνε ήσυχα», σχολίασε ο Σάββας, «αλλά δυναμικά». 

Η Μαρίνα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον ουρανό την ώρα που έπεφτε ένα αστέρι. «Κάνε μια ευχή», πίεσε τον εαυτό της και μια λέξη ξέφυγε αθέλητα από τα χείλη της «Αγάπη».   

«Συγχαρητήρια, έκανες την πιο ανόητη ευχή, ever», τη μάλωσε ο εαυτός της σε έναν εσωτερικό διάλογο που εξελίχθηκε στο μυαλό της, «Τι τους θες τους μπελάδες, δε σου έφτασαν οι περσινοί, αντί να ζητήσεις να μετατεθεί ο Γκόγκος σε άλλο σχολείο, ή να γίνεις μαθηματική διάνοια, ζήτησες απλά αγάπη. Και δε ζήτησες αγάπη, ζήτησες έρωτα, δε με ξεγελάς εμένα. Δεν ευχόσουν να βρεθεί το ελιξίριο της νεότητας καλύτερα». Δεν έφταιγε όμως η Μαρίνα, τα τραγούδια που ακούγονταν από τη σκηνή μπορεί να ήταν ροκ, αλλά ήταν βουτηγμένα στον έρωτα. «Οκ, μπορεί ο έρωτας να αποτελεί επανάσταση, αλλά μήπως να αλλάξετε λίγο θεματική ενότητα», σκέφτηκε νοερά. «Πείτε το ‘‘Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα’’, του Βασίλη. Πείτε την ‘‘Πρέβεζα’’ του Καρυωτάκη, το ‘‘Λιωμένο παγωτό’’, εδώ θα καψουρευτούμε, χειρότερα από ότι καψουρεύονται στα κέντρα της παραλιακής. Μπορείτε να πείτε τον ‘‘Λιόντα το Ληστή’’, ή τον ‘‘Τρίτο παγκόσμιο’’, Καββαδία ή Μικρούτσικο, Θεοδωράκη τόσα τραγούδια υπάρχουν στη ροκ σκηνή γιατί έπρεπε να διαλέξετε το ‘‘Να μ’ αγαπάς’’, στην ανάγκη ας λέγατε ‘‘Θα τον κερδίσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι’’».

«ΤΙ σκέφτεσαι;» τη ρώτησε ο Σάββας.

«Τι;»

«Λέω… δε σου αρέσουν; Έχεις πάρει μια έκφραση…»

«Μου κάνουν εντύπωση τα τραγούδια που έχουν επιλέξει».

«Μην ανησυχείς θα αλλάξουν γρήγορα, τώρα δίνουν τους όρκους πίστης τους στις νέες τους φιλενάδες. Είναι τέρμα χαζομάρα, αλλά το ανεχόμαστε».

«Δεν καταλαβαίνω».

«Είναι τέσσερα άτομα, το κάθε τραγούδι αντιστοιχεί σε έναν από τα μέλη του συγκροτήματος το οποίο το αφιερώνει στο κορίτσι που είτε έχει σχέση είτε θέλει να το εντυπωσιάσει. Δηλαδή για παράδειγμα λέει ο μπασίστας, ‘‘το τρίτο τραγούδι μετά την έναρξη’’, θα το παίξουμε για εσένα, ο τραγουδιστής και κιθαρίστας του συγκροτήματος συνήθως παίρνει το πρώτο».                           

«Και γιατί δε λένε σε όλες, σου αφιερώνω το πρώτο να ξεμπερδεύουν;»

«Γιατί προσπαθούν να αποφύγουν τις κακοτοπιές, τα κορίτσια συζητάνε μεταξύ τους, δε θέλουν κρεβατομουρμούρα έπειτα, θέλουν άλλα πράγματα», της είπε με νόημα.

«Σαν να λέμε ότι τα τραγούδια αυτά είναι τα αγαπημένα των κοριτσιών τους;»

«Από τα πιο αγαπημένα που να ταιριάζουν και στο ρεπερτόριο, μην περιμένεις να ακούσεις Ρέμο».

«Ευτυχώς Θεέ μου!» Η Μαρίνα έστρεψε το κεφάλι της προς τα πίσω και είδε το Βίκτωρα να αγκαλιάζεται με τη Στεφανία και να ανταλλάσουν ένα παθιασμένο φιλί. Τους είχε δει και νωρίτερα έξω από το στάδιο να χαζεύουν στον πάγκο με τα μπιχλιμπίδια. Αναρωτήθηκε αν την πείραζε που τον έβλεπε με την άλλη και προς μεγάλη της ικανοποίηση αλλά και απορία, δεν την ενοχλούσε καθόλου, άλλωστε πάντα σε εκείνη την άλλη ανήκε. Ο Βίκτωρας αποτελούσε το πρώτο της ερωτικό σκίρτημα και ήταν βέβαιη γι’ αυτό. Πριν από εκείνον μπορεί να ενθουσιαζόταν με κάποιο αγόρι, αλλά δεν είχε αισθήματα. Με την προσοχή του, είχε αποκτήσει ενδιαφέρον και το σχολείο, δε θα το πίστευε ποτέ ότι θα ερχόταν η ώρα που θα ανυπομονούσε να έρθει η Δευτέρα ώστε να πάει στο σχολείο για να τον δει απλά πριν την έναρξη των μαθημάτων, μιας και ήταν σε διαφορετικά τμήματα, και κατά τη διάρκεια των διαλλειμάτων. Και σαν ανόητη κορασίδα, θέλησε να μοιραστεί τον ενθουσιασμό της από την προσοχή ενός αγοριού με δύο από τις φίλες της, από το γυμνάσιο, μόνο που η Βασιλική δεν είχε αποδειχτεί σε καμία περίπτωση άξια της εμπιστοσύνης της, στο λύκειο είχε αρχίσει να αλλάζει. Η προσοχή που είχε δεχτεί από μια άλλη συμμαθήτρια της έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή. Που την έχανες που την έβρισκες, ήταν με την Πέννυ και για κάποιο άγνωστο λόγο, της τα έλεγε όλα χαρτί και καλαμάρι. Τι της είπε η μία, τι της είπε η άλλη φίλη της, έτσι η Πέννυ που για άγνωστους λόγους με τη σειρά της θέλησε να προσφέρει υπηρεσία στη Στεφανία, πήγε και τα μαρτύρησε όλα με κάθε λεπτομέρεια όπως τα είχε μάθει. Η Στεφανία ζήτησε τον λόγο όπως είναι φυσικό στο Βίκτωρα, εκείνος και τι δε θα είπε για να τα μπαλώσει και πόσα άσχημα επίθετα θα κόλλησε δίπλα στο όνομα της Μαρίνας. Βέβαια επειδή γνώριζε ότι είχε ο ίδιος δώσει δικαιώματα στο κοριτσάκι να πιστεύει ότι δεν του ήταν αδιάφορη, δεν τόλμησε να την κατηγορήσει μπροστά της, όμως το βλέμμα που της έριξε σε ένα διάλλειμα τα έλεγε όλα, και έτσι η Μαρίνα κατάλαβε ότι του είχε φέρει μπελάδες και δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει ποιος είχε βάλει το χέρι του. Η Βασιλική, αν και δεν μπορούσε να κρύψει την εμπλοκή της, το αρνήθηκε, γελώντας με την ανοησία της, κάτι που φώναζε από μακριά ότι ήταν ένοχη. Η παρέα των κοριτσιών άρχισε να την αποφεύγει, καθώς κι άλλες φίλες τους που στην πορεία έμαθαν τι συνέβη. Δεν ήθελαν ανάμεσα τους έναν αναίτιο ρουφιάνο που θα τις κουτσομπόλευε, κοροϊδεύοντας τα όσα συζητούσαν με την όποια νέα του φιλενάδα.    

Η Μαρίνα, ξεπέρασε τον έρωτα της για τον Βίκτωρα, από τη στιγμή που εκείνος δεν ενδιαφερόταν στην πραγματικότητα ή έστω ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για κάποια άλλη. Δεν είχε λόγο να διατηρεί τα αισθήματα της και να χύνει μάταια δάκρια για κάποιον που δεν το άξιζε. Όμως ένιωθε άσχημα που είχε εμπλακεί χωρίς καθόλου να το επιθυμεί σε ένα τρίγωνο, για το οποίο γνώριζαν αρκετοί από τους συμμαθητές τους έτσι όπως είχε πάρει διαστάσεις η υπόθεση, χάρη στην Πέννυ και στη Βασιλική. Ακόμη κι αν είχε δείξει ενδιαφέρον ο Βίκτωρας, εκείνη έπρεπε να είχε προσέξει διπλά ποιον έπρεπε να εμπιστευτεί, ή ακόμα καλύτερα να μη μιλήσει σε κανέναν και να κρατήσει τα όσα είχαν συμβεί και ειπωθεί μεταξύ τους, για τον εαυτό της, άλλωστε δεν ήταν και τίποτε σοβαρό. Ματιές και λόγια, ανταλλάσσονται όλη την ώρα ανάμεσα σε παιδιά του ίδιου σχολείου. Φανταζόταν τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία θα τη στόλιζε και ένιωθε να κοκκινίζει. Ευτυχώς το καλοκαίρι δεν αργούσε, και έτσι μέσα στους τρεις μήνες χωρίς μαθήματα, η ιστορία ξεχάστηκε, άλλωστε η Μαρίνα δεν είχε σκοπό να διαιωνίσει περισσότερο την κατάσταση, πιστεύοντας μάταια ότι ο Βίκτωρας ένιωθε πράγματα για εκείνη. Η υπόθεση είχε ξεκαθαριστεί μια για πάντα. Έτσι γύρισαν πίσω στα θρανία ήρεμοι και κανείς δεν έκανε λόγο για το άτυχο περιστατικό. Ο Βίκτωρας είχε πείσει τη Στεφανία ότι ήταν η πρώτη και μοναδική του αγάπη και εκείνη το είχε αποδεχτεί. Και με μια παράξενη ανωτερότητα για μαθητές ακόμη, άφησαν ήσυχη τη Μαρίνα, χωρίς να ζητήσουν αντίποινα για τους καυγάδες τους, δε στοχοποιήθηκε και δεν ενοχλήθηκε, ήταν για όλους σαν να μη συνέβη ποτέ. Και για κάποιο λόγο, αυτή τους η στάση και κυρίως από τη Στεφανία, είχε κάνει τη Μαρίνα, αν και ως η χαμένη ‘‘αντίζηλος’’ να την εκτιμήσει και να τη συμπαθεί. Μπορεί να μην πιάνανε ψιλή κουβέντα, αλλά με τόσα που είχαν δει τα μάτια της στους διαδρόμους του σχολείου, που όλοι κοιτάνε πως θα επιβληθούν και θα ξεσπάσουν την οργή τους, καταλάβαινε γιατί υπερτερούσε στην καρδιά του αγοριού της. Οπότε τους έδωσε και εκείνη νοερά την ευχή της να είναι αγαπημένοι, κι έστρεψε την προσοχή της όχι σε αναζήτηση σχολικού (ερωτικού) συντρόφου, αλλά σε πράγματα που την ικανοποιούσαν και την ενδιέφεραν. Όπως ένα σενάριο μικρού μήκους που είχε γράψει το περασμένο καλοκαίρι, ως εξάσκηση, και το οποίο αφορούσε τους ανθρώπους που πρέπει και κυρίως δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι.      

 

 

Κεφάλαιο Τέταρτο

 

«’’Αγάπη,, λοιπόν», σκέφτηκε ειρωνικά για τον εαυτό της. «Αντί να ψάχνεις ένα άτομο, από το οποίο θα εξαρτηθείς συναισθηματικά από επάνω του, μήπως να κοιτάξεις να γίνεις ανεξάρτητη; Οι ποιητές χρειάζονται την αγάπη για να εμπνευστούν και όταν δεν την έχουν την εφεύρουν. Εσύ πέρα από λίγα στιχάκια κι αυτά στα μαύρα τους τα χάλια, δε φαίνεται να κατέχεις και πολλά από ποίηση, τουλάχιστον ως δημιουργός. Μήπως να αφήσεις του έρωτες για όταν δε θα σε απασχολούν τα μαθηματικά και οι καθηγητές;»

«Πάει τρελάθηκα!» μονολόγησε, έπειτα από όλο αυτό το λογύδριο που της είχε εξαπολύσει ο ίδιος της ο εαυτός. Κοίταξε στο πλάι της τον Σάββα, ο οποίος είχε περασμένα το δεξί του χέρι στον ώμο του αδερφού του και χοροπηδούσαν με το ρυθμό του τραγουδιού. «Το συγκρότημα είναι καλό», άρχισε να κάνει απολογισμό η Μαρίνα. «Κέφι υπάρχει διάχυτο στον χώρο, κοντά μου έχω φίλους και κυρίως λείπει ο ιεροεξεταστής, γιατί νιώθω σαν να μη χωράω;» Αναστέναξε απογοητευμένη, «Γιατί νιώθω σαν να μη χωράω πουθενά;» αναρωτήθηκε η Μαρίνα, «Δεν μπορεί θα υπάρχει κάποιος χώρος και για μένα, αλλά που και με ποιους; Αν δεν ταιριάζω με τους συνομήλικούς μου, που αντιμετωπίζουμε τα ίδια θέματα, που έχουμε τόσα κοινά με ποιον θα ταιριάξω;» Κοίταξε γύρω της, όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω σε έναν τύπο που είχε καρφωμένα τα μάτια του επάνω της. Η Μαρίνα έκανε ότι δεν το πρόσεξε και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί λίγο ακόμη πριν στρέψει το κεφάλι της πάλι μπροστά, προς τη σκηνή. «Αγάπη;» σκέφτηκε την προηγούμενη ευχή της και ένιωσε το κορμί της να ριγεί. Μάλλον το σύμπαν πήρε λάθος σήμα και τώρα θα καταλάβαινε το νόημα της φράσης «Πρόσεξε τι εύχεσαι;»

«Άλλο πάλι και τούτο», συνέχισε τον φιλοσοφικό της εσωτερικό μονόλογο. «Πόσοι παράμετροι μπορεί να υπάρχουν ώστε αυτό που εύχεσαι τελικά να πάει κατά διαόλου και να μετατραπεί σε δυσχερή κατάσταση».

«Σάββα;» άκουσε τη φωνή δίπλα της, και πρόσεξε τα κεφάλια του Σάββα και του Γιώργου να γυρνάνε αυτόματα προς τα εκεί που ακούστηκε η φωνή.

«Στάθη, δε σε πρόσεξα», απολογήθηκε ο Γιώργος και έδωσε το χέρι του στον άγνωστο σε εκείνη τύπο.

«Είπα να περάσω να πάρω μια γεύση, αρκετά τους εκθειάσατε στο διάλλειμα, οπόσε σκέφτηκα ότι δε θα χάσω την ώρα μου».

«Μόνος σου είσαι;» τον ρώτησε ο Σάββας.

«Είχα έρθει με παιδιά από το παλιό μου σχολείο, αλλά είχαν κι άλλα σχέδια οπότε δεν έμειναν σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας».

«Είχες έρθει μόνος σου, αλλά δε θες να το παραδεχτείς», σκέφτηκε η Μαρίνα, μα προτίμησε να μη γίνει αγενής. Έπειτα ύψωσε το κεφάλι της στον ουρανό και σκέφτηκε ότι ακυρώνεται η ευχή που έκανε στο πεφταστέρι και δε θέλει να έχει καμία σχέση με αυτό το φρικιό. «Σοβαρά τώρα; Αυτός είναι το φρικιό;» αναρωτήθηκε το πιο αντικειμενικό σημείο του εαυτού της, αυτό που της την έδινε στα νεύρα, όταν έπαιρνε τον λόγο και δεν της επέτρεπε να είναι κακιά και τέρμα υποκειμενική.     

«Οπότε για να μην ακολουθήσεις τους φίλους σου, θα σου άρεσαν οι τύποι πάνω στη σκηνή».

«Φτάνει να μην προσπαθήσουν να πουν άλλα τραγούδια των Queen ή των Rolling Stones».     

«Αν είναι να κάτσεις μέχρι το τέλος, μείνε μαζί μας τότε», τον κάλεσε ευγενικά ο Σάββας.

«Τέλεια, τόσοι άνθρωποι θα είδαν το πεφταστέρι και θα έσπευσαν να κάνουν μια ευχή και κοίτα που η δική της θα πραγματοποιηθεί, το μοντέλο όμως ήταν λάθος, δεν ήταν καν ο τύπος της».

«Α, να σου συστήσω τη Μαρίνα, συμμαθήτρια του αδερφού μου. Μαρίνα ο Στάθης, νέος μαθητής του σχολείου μας, τελειόφοιτος».

«Χάρηκα!»

«Χέστηκα!» Αν και αυτή θα ήταν η αυθόρμητη αντίδραση στη γνωριμία της με τον Στάθη, απλά του έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, πιέζοντας τα χείλη της μεταξύ τους, ώστε να θυμίζουν κάτι σε μειδίαμα. Έπειτα έστρεψε την προσοχή της στην σκηνή. Με το πέρασμα της ώρας και παρά την παρουσία ενός αγνώστου αγοριού στο πλάι της, για το οποίο δεν ένιωθε κανένα ενδιαφέρον να γνωρίσει, η Μαρίνα χαλάρωσε. Ίσως ήταν άδικη μαζί του, ίσως απλά να ένιωθε και εκείνος έξω από τα νερά του σε έναν χώρο γεμάτο ανθρώπους και να έψαχνε μια παρέα για να γίνει μέρος της και να μη φαίνεται αποκομμένος απ’ όλους. Ίσως εκείνη την ώρα να μην την κοίταζε, όπως της είχε φανεί, πιθανόν να είχε προσέξει τον Σάββα και τον Γιώργο και να αναρωτιόταν πόσο καλή ιδέα θα ήταν αν τους πλησίαζε. Πάντως είχε σεβαστεί την ανάγκη της για απομόνωση και την είχε αφήσει ήσυχη χωρίς να προσπαθεί να την προσεγγίσει.

«Καλοκαιρινά ραντεβού μέσα στα μάτια σου», ακούστηκε από τη σκηνή.

«Κι αυτό σε ποιον το αφιερώνουν;» ξέφυγε η ειρωνεία στη Μαρίνα. Ένα γέλιο ακούστηκε δίπλα της, μόλις γύρισε να κοιτάξει, είδε τον Στάθη να προσπαθεί να σοβαρευτεί και να σπεύδει να της ζητήσει συγγνώμη. Εκείνη δεν απάντησε και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά. Πάντως αν ήθελε να είναι ειλικρινής, δεν ήταν διόλου άσχημος. Ήταν ψηλός, καστανός με πράσινα μάτια και λεπτά χαρακτηριστικά. «Ναι, αλλά με αγριεύει», σκέφτηκε μιας και ήθελε να μείνει πιστή στην πρώτη αρνητική της εντύπωση. Η βραδιά προς μεγάλη ανακούφιση έφτασε στο τέλος. Η φωνή του τραγουδιστή ακούστηκε από τα μεγάφωνα να κάνει την παράκληση, όποιος είχε πετάξει κάτω κεσεδάκια και σκουπίδια να τα μαζέψει, ειδάλλως, σύμφωνα με τον δήμαρχο αν οι δημοτικοί υπάλληλοι την επόμενη μέρα βρίσκανε βρώμικο το στάδιο, δε θα τους το παραχωρούσαν για μια επόμενη συναυλία.

«Τότε μαζέψτε τα εσείς!» ακούστηκε να τους φωνάζει κάποιος από το πλήθος.  

«Κάφρε!» μουρμούρισε ο Στάθης, κερδίζοντας ένα απορημένο, αν και επιδοκιμαστικό βλέμμα από τη Μαρίνα.

«Εμείς δε χρειάζεται να μαζέψουμε τίποτα, τα έχουμε ήδη μαζέψει στη σακούλα και είναι έτοιμα για την ανακύκλωση».

«Γιός της μάνας μας», μουρμούρισε υποτιμητικά ο Γιώργος.

«Ναι βρε ηλίθιε, αλλιώς θα σκύβαμε τώρα και θα μαζεύαμε σκουπίδια, όπως το μισό γήπεδο».

«Εμένα το άλλο μισό με ανησυχεί», σχολίασε η Μαρίνα, η οποία είχε οικολογική συνείδηση σε αντίθεση από πολλούς συμμαθητές της.

«Άντε, πάμε!» είπε ο Γιώργος και ξεκίνησε μπροστά με τους φίλους του, αφήνοντας πίσω το Σάββα που έσκυβε και μάζευε και από κανένα παρατημένο κεσεδάκι εδώ και εκεί και τη Μαρίνα, που βρήκε ευκαιρία να μείνει πίσω περιμένοντάς τον. Βγαίνοντας από το δημοτικό στάδιο ο Σάββας, βρήκε τον κάδο της ανακύκλωσης και έριξε μέσα τη σακούλα με τα κεσεδάκια της μπύρας και τα άδεια μπουκάλια νερού. Έπειτα προχώρησαν με γρήγορα βήματα για να πλησιάσουν την υπόλοιπη παρέα, που καθώς φαινόταν μόνο ο Στάθης τους είχε έγνοια, μιας και προχωρούσε μπροστά, αλλά όλο έριχνε και από καμιά ματιά προς τα πίσω. Όταν έφτασαν τους άλλους άκουσαν τη συζήτηση που είχαν ξεκινήσει μεταξύ τους και τις ερωτήσεις που έκαναν στο Στάθη.

«Ζόρικο να αλλάξεις σχολείο την τελευταία χρονιά», σχολίαζε ο Λάκης, ο φίλος του Γιώργου, ο οποίος είχε έρθει από άλλη περιοχή για τη συναυλία και θα φιλοξενούταν στο σπίτι των παιδιών, για εκείνο το βράδυ.

«Είναι κάπως περίεργο», συμφώνησε και ο Στάθης. «Μέχρι να προσαρμοστώ θα κοντεύει να βγει η χρονιά».

«Και σε ποιο σχολείο πήγαινες;» ρώτησε ο Σάββας.

«Στο πρώτο», απάντησε ο Στάθης.   

«Το πρώτο δεν είναι και πολύ μακριά, θα μπορούσες να συνεχίσεις να πηγαίνεις εκεί, για μια χρονιά».

«Ναι, το είχα σκεφτεί και εγώ, το είχα συζητήσει και με τους δικούς μου, αλλά αυτή η χρονιά είναι η πιο κρίσιμη, αν σκεφτείς ότι είναι και οι εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο. Τη μιάμιση ώρα που θα ξόδευα στο να πηγαινοέρχομαι στο παλιό μου σχολείο, μπορώ να τη διαθέσω στο διάβασμα. Άλλωστε τώρα δε θέλω ούτε δέκα λεπτά να φτάσω».

«Ναι, δεν έχεις άδικο», συμφώνησε μαζί του ο Γιώργος.

«Είναι κρίμα μόνο όσον αφορά τη πενθήμερη», σχολίασε ο Λάκης που πέταγε τη σκούφια του όταν επρόκειτο για εκδρομές και διασκεδάσεις.

«Γιατί ρε βλάκα, το δικό μας σχολείο δεν πάει πενθήμερες;» τον ρώτησε ο Γιώργος.

«Όχι γι αυτό, αλλά άλλο να πας με τους συμμαθητές σου που είστε μαζί πέντε και έξι χρόνια και άλλο να πας και να είσαι ο καινούργιος του σχολείου. Δε θα έχεις προλάβει ούτε να γνωριστείς καλά καλά, πόσο μάλλον να κάνεις τις παρέες σου. Το πιο πιθανό στο τέλος να καταλήξεις σε όποιο δωμάτιο υπάρχει κενό, ώστε να συμπληρώσεις. Με λίγα λόγια, σε εκείνο με τους ανεπιθύμητους», συμπέρανε στο τέλος δυσοίωνα ο Λάκης.

«Η αλήθεια είναι ότι το παρουσιάζεις τόσο ειδυλλιακά που μάλλον δε θα δηλώσω καν να πάω στην πενθήμερη», είπε διστακτικά ο Στάθης.

«Μην τον ακούς, λέει βλακείες. Μια χαρά θα περάσεις στην πενθήμερη. Ξέρω πολλά παιδιά της τρίτης και φαίνονται ωραίοι τύποι, δε θα έχεις πρόβλημα. Μέχρι την άνοιξη που θα πάτε την εκδρομή θα έχεις βρει τις παρέες σου».

«Εκτός κι αν την πάνε το πρώτο τρίμηνο, πριν τα Χριστούγεννα…» είπε αφηρημένα ο Σάββας, αλλά σταμάτησε εκεί τη φράση του.

«Δε νομίζω, μάλλον Μάρτη την προορίζουν, θέλουν να οργανώσουν διάφορες εκδηλώσεις για να μαζέψουν χρήματα και να τυπώσουν ημερολόγια».

«Η αλήθεια είναι ότι το σχολείο μας είναι της τελευταίας στιγμής. Μαρίνα, μήπως σε καμία συνέλευση να φέρουμε το θέμα προς συζήτηση αν είναι να πάμε χειμώνα εκδρομή να κανονίσουμε να μαζέψουμε από τώρα λεφτά». Για να αποφύγει να του πει ότι ποσώς την ενδιέφερε εκείνη η πενθήμερη, και δεν κρινόταν η ζωή της από μια εκδρομή με τους συμμαθητές της, με τους περισσοτέρους από τους οποίους δεν ήταν καν φίλη, αποφάσισε να δώσει μια πιο διπλωματική απάντηση.

«Δε θα ήταν σωστό».

«Γιατί;» τη ρώτησε απορημένος ο Γιώργος.

«Αν ετοιμάζει εκδηλώσεις η Τρίτη για να μαζέψει χρήματα, κι αρχίσουμε και τη δική μας ‘‘σταυροφορία’’ είτε δε θα έρχεται κανείς στις δικές μας είτε θα παίρνουμε μέρος από τα χρήματα που είναι να μαζέψουν οι τελειόφοιτοι. Σκέψου πόσο βαρύ πρόγραμμα έχουμε, με τόσα φροντιστήρια, δεν μπορούμε να αναγκάζουμε τους μαθητές του σχολείου να έρχονται κάθε δεύτερη εβδομάδα σε εκδήλωση, μία της Δευτέρας, μία της Τρίτης».

«Ναι, σωστό ακούγεται. Μπορούμε να ξεκινήσουμε να κάνουμε, αφού επιστρέψει η Τρίτη από την εκδρομή της».

«Πολύ αμφιβάλω».

«Γιατί πάλι;»

«Γιατί μέχρι να έρθει η Τρίτη, θα φτάσει το Πάσχα και έπειτα θα μπούμε στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις».      

«Κρίμα και θα ήταν ωραία να πάμε χειμερινή πενθήμερη, στην Αράχοβα ή στο Καρπενήσι».

«Πιο ωραία είναι σε νησάκι ή στο εξωτερικό», σχολίασε ο Λάκης.

«Θα συμφωνήσω», είπε η Μαρίνα που πάντα προτιμούσε τους καλοκαιρινούς προορισμούς.

«Ε, και το χειμώνα θα μπορούσαμε να πάμε σε χιονοδρομικό του εξωτερικού», συνέχισε ο Γιώργος.

«Δε νομίζω ότι προλαβαίνουμε να μαζέψουμε χρήματα για σαλέ στην Ελβετία», τον πείραξε η Μαρίνα, κάνοντας την ομήγυρη να χαμογελάσει, με τα σχέδια του Γιώργου που ήδη ταξίδευε νοερά σε τουριστικούς, χειμερινούς προορισμούς .

«Πάντως μην ανησυχείς εσύ Στάθη», επανήρθε εκείνος στην πραγματικότητα, «δεν πιστεύω ότι θα μπεις σε δωμάτιο με ανεπιθύμητους, πολλά κορίτσια θα είναι πρόθυμα να σε φιλοξενήσουν στο δωμάτιο τους».

Ο Στάθης του έριξε ένα δύσπιστο και απορημένο βλέμμα.

«Τι εννοείς; Τα κορίτσια θα είναι σε δωμάτια μεταξύ τους, όπως και τα αγόρια μεταξύ μας».

«Τυπικά ναι, αλλά μη νομίζεις ότι θα έχετε όλη την ώρα τους καθηγητές πάνω από το κεφάλι σας να σας ελέγχουν. Μπορεί να φαίνεται ότι είσαι σε ένα δωμάτιο με τον άλφα, τον βήτα και τον γάμα, ενώ στην πραγματικότητα να μοιράζεσαι το δωμάτιο σου με τη Λίτσα, τη Δώρα και τη Χριστίνα», κανείς δεν καταλάβαινε που το πήγαινε ο Γιώργος και πολύ περισσότερο ο ίδιος ο Στάθης. «Νομίζεις ότι δεν έχω προσέξει πως σε έχει καψουρευτεί ολόκληρο το σχολείο, περνάς και τα κορίτσια δεν παίρνουν ανάσα, κοντεύουν να σκάσουν». Έδωσε τέλος την εξήγηση του ο Γιώργος.

«Υπερβολές!» σχολίασε ο Στάθης.

«Υπερβολές λέει, ρε μόνο τα σάλια που δεν τους τρέχουν. Ε, Μαρίνα;»

«Τι ε Μαρίνα;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Μαρίνα για την εμπλοκή της στη συζήτηση, πριν προλάβει να ενοχληθεί.

«Λέω ο Στάθης, ωραίο παιδί».

«Πόσο ηλίθιος μπορεί να είσαι», μουρμούρισε δίπλα του ο Σάββας.

«Ας το σταματήσουμε εδώ», είπε ο ίδιος ο Στάθης για να βγάλει τη Μαρίνα από τη δύσκολη θέση που την είχε βάλει ο Γιώργος. «Εγώ δεν έχω προσέξει κάτι, άλλωστε αυτή τη στιγμή ο σκοπός μου είναι να γράψω καλά στις εξετάσεις ώστε να περάσω στο μαθηματικό». Η Μαρίνα δεν κατάφερε να συγκρατήσει μία έκφραση απαξίωσης.

«Μαθηματικό; Μήπως να κανονίσετε να σου κάνει κανένα ιδιαίτερο;» ρώτησε τη Μαρίνα ο Γιώργος, κάνοντας τα μάγουλα της να κοκκινίσουν από θυμό.

«Και μετά είπες ότι εγώ έπινα πολύ», σχολίασε ο Σάββας.

«Τι συμβαίνει ρε παιδιά, γιατί εγώ δεν πιάνω τη συζήτηση σας;» ρώτησε ο Λάκης, που καθώς φαινόταν ήταν πρώτος και στα κουτσομπολιά.

«Βλακείες του Γιώργου», σχολίασε ο Σάββας, ενώ ο Στάθης σταμάτησε και είπε.

«Θα αποχωριστώ την παρέα σας, γιατί εδώ στρίβω, θα τα πούμε τη Δευτέρα στο σχολείο. Καληνύχτα και χάρηκα», και κάνοντας ένα νεύμα που απευθυνόταν σε όλη τη συντροφιά των παιδιών, ρίχνοντας ένα τελευταίο βιαστικό βλέμμα στη Μαρίνα, έστριψε και χάθηκε μέσα στο στενό. Οι υπόλοιποι συνέχισαν το δρόμο τους, με το Σάββα να συνοδεύει τη Μαρίνα ως την πόρτα του σπιτιού της.

«Δεν ξέρω τι τον έπιασε».

«Μην ανησυχείς, τον ξέρω τον αδερφό σου τι βλάκας που είναι όταν θέλει να εντυπωσιάσει τους νέους του φίλους, μόνο που καμιά ώρα θα χάσει τους παλιούς».

«Μην του δίνεις σημασία, δεν αξίζει. Δε με ρώτησες όμως για το στιχάκι σου».

«Αυτό που το βάζεις», σχολίασε η Μαρίνα επηρεασμένη απ’ όσα είχαν ειπωθεί νωρίτερα με εκείνη ως στόχο. «Ευτυχώς που έστριβε ο άλλος και δεν πρόλαβε να ανοίξει ο αδερφός σου το στόμα του, να σχολιάσει και το σκηνικό με τον μαλάκα τον μαθηματικό και το ποίημα, να γελάει ολόκληρη η Τρίτη μαζί μου τη Δευτέρα».

«Είσαι υπερβολική, κι αυτό που ήθελα να πω για το στιχάκι σου είναι ότι δένει με τη μουσική μου. Απλά κάποια στιγμή μήπως μπορέσεις να περάσεις από το σπίτι, να ακούσεις τη μουσική, μήπως σκεφτείς και κανένα τετράστιχο για refrain».

«Αχ, βρε Σάββα κι εσύ! Και πες ότι σου γράφω και το refrain που θες, μετά τι; Θα μείνουμε με το τραγούδι στο χέρι».

«Ε, ας μείνουμε, τι πειράζει. Για το κέφι μας το κάνουμε».

«Οκ, αν είναι να το κάνουμε για το κέφι μας, αλλά σαν να φοβάμαι ότι εσύ το έχεις πάρει στα σοβαρά».

«Καληνύχτα!» της είπε μειδιώντας και της γύρισε την πλάτη για να πάει σπίτι του και να μαλώσει με τον αδερφό του, που ορισμένες φορές γινόταν κάφρος, δίχως κανένα λόγο.     

 

 

Κεφάλαιο Πέμπτο

 

Είχε δίκιο ο Γιώργος όταν έλεγε στον Στάθη, ότι ο γυναικείος πληθυσμός του λυκείου τους έλιωνε για εκείνον. Η Μαρίνα μπορεί μέχρι τότε να μην είχε προσέξει καν την έλευση του νέου μαθητή της Τρίτης, αλλά οι περισσότερες συμμαθήτριες της το είχαν κάνει. Και πως ήταν δυνατόν να μην είχε προσέξει την έλευση ενός ωραίου αγοριού; Μα επειδή δεν την αφορούσε οτιδήποτε είχε σχέση με το σχολείο. Από ένα σημείο και έπειτα αντιμετώπιζε τα μαθητικά θρανία ως ένα είδος καταναγκαστικής εργασίας, ένα είδος αναπόφευκτης φυλακής. Οι καθηγητές, όχι όλοι, μιας και υπήρχαν ανάμεσα τους και πρόσωπα που εκτιμούσε για την εκπαιδευτική τους συνείδηση, αρκετοί όμως από αυτούς ήταν ένα είδος σωφρονιστικών υπαλλήλων. Κάποιοι πήγαιναν στο σχολείο, με την ίδια αδιαφορία που πήγαιναν και πολλοί από τους μαθητές τους, αποβλέποντας αποκλειστικά και μόνο στον μισθό. Ανάμεσα τους υπήρχαν όμως και κάποιοι που έπαιζαν ευσυνείδητα  το ρόλο του σωφρονιστικού υπάλληλου, που έχοντας την εξουσία που υποτίθεται ότι προϋπόθετε το επάγγελμα τους, βασάνιζαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τους μαθητές τους. Όπως σε εκείνη τη γερμανική ταινία, του 2001, με τίτλο «Το πείραμα», του Olivier Hirschbiegel, που οι κληρωμένοι φύλακες άρχισαν στα πλαίσια του πειράματος να παίρνουν στα σοβαρά τις αρμοδιότητες τους και να καταλήγουν να κάνουν κατάχρηση εξουσίας απέναντι στους κληρωμένους φυλακισμένους, ασκώντας μεταξύ άλλων και σωματική βία.

Δύο καθηγητές δεν άντεχε η Μαρίνα, αλλά τουλάχιστον για τον έναν δεν υποχρεούταν να πηγαίνει διαβασμένη, απλά μόνο να τρέχει γρήγορα για να μπορεί να τον αποφεύγει. 

Ο ένας ήταν ο Γκόγκος, ο μαθηματικός, που συμπεριφερόταν σαν μπούλης που προσπαθούσε να παριστάνει τον νταή. Ένας άνθρωπος που χρησιμοποιούσε τις πανεπιστημιακές του γνώσεις για να κοροϊδεύει και να ειρωνεύεται τους αδύναμους μαθητές. Ο άλλος ήταν ο γυμναστής. Ένας μεσήλικας με ξανθά μαλλιά, σγουρά, τα οποία ξεκινούσαν από τη μέση της κεφαλής του. Δεν ήταν φυσικά το παρουσιαστικό του που την απωθούσε, αλλά ο τρόπος του, όπως κινούταν και κοίταζε τις μαθήτριες του, τις συζητήσεις που άνοιγε μαζί τους, ευτυχώς εξωτερικά δεν εξέπεμπε καμία γοητεία, ειδάλλως, η Μαρίνα ήταν βέβαιη, θα την εκμεταλλεύονταν ώστε να αποπλανήσει κάποια ανήλικη μαθήτρια του. Όσο για τα εγκεφαλικά του κύτταρα πρέπει να ήταν σχεδόν ανύπαρκτα μέσα στο άσχημο κεφάλι του. Ακόμα θυμόταν, όταν στην πρώτη λυκείου, την έστειλε για να πατήσει το κουδούνι, και την ακολούθησε, προσπαθώντας να περάσει το χέρι του στη μέση της, αλλά εκείνη με γρήγορο βήμα στην αρχή και έπειτα τροχάδην του ξέφυγε μπαίνοντας στο γραφείο του διευθυντή, ώστε να πατήσει το κουμπί που σήμανε το τέλος της διδακτικής ώρας.

Για τη Μαρίνα ό,τι είχε σχέση με το σχολείο της ήταν αδιάφορο, κάθε βράδυ πριν ξαπλώσει, έσβηνε τις ημερομηνίες από το ημερολόγιο της, μετρώντας τις μέρες και τις εβδομάδες μέχρι την πρώτη στάση πριν το πολυπόθητο καλοκαίρι. Μόλις ολοκληρωνόταν το σχολείο, θα ήταν ελεύθερη να ανοίξει τα φτερά της και να κάνει εκείνο που επιθυμούσε. Μακριά από Γκόγκους, και καραφλούς, φιλήδονους γυμναστές. Ο κινηματογράφος την περίμενε, αν και ήξερε ότι θα έπρεπε να διαβεί μεγάλο δρόμο πριν καταφέρει να κάνει την πρώτη της ταινία. Αλλά εκείνο το ταξίδι θα ήταν θαυμάσιο, ήλπιζε τουλάχιστον. Το κάθε ταξίδι πριν καταλήξει καθισμένη σε μια κινηματογραφική αίθουσα να απολαύσει τους καρπούς της δουλειά της.

 

Την Πέμπτη, είχε την ευκαιρία να αντιληφθεί αυτό που είχε πει ο Γιώργος στον Στάθη για το ανοιχτό club των θαυμαστριών του. Στεκόταν στη μέση του προαυλίου και κοίταζε το βιβλίο της, προσπαθώντας να αποστηθίσει κάποιες ημερομηνίες και ονόματα για το μάθημα της ιστορίας, όταν άκουσε ελάχιστα μέτρα πιο δίπλα της, δυο να χαζογελούν. Έριξε μια ματιά και είδε την τέως φίλη της Βασιλική με τη σαχλή την Πέννυ, ακολούθησε το βλέμμα τους και έπεσε πάνω στον Στάθη, που περπατούσε αμέριμνα στο προαύλιο. Μόλις την είδε να τον κοιτάζει, παρασυρμένη από τα δυο πανηλίθια κορίτσια, που τόσο την είχαν εκθέσει με την προστυχιά τους την περασμένη χρονιά, της χαμογέλασε και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Εκείνη έχοντάς τα χαμένα που την τσάκωσε, αν και δεν ήταν ο σκοπός της να τον χαζεύει σαν ερωτοχτυπημένη κορασίδα, αναρωτήθηκε που θα μπορούσε να τρέξει να κρυφτεί. Μήπως αν έκλεινε τα μάτια; Η κλασσική αντιμετώπιση των παιδιών που θεωρούν ότι «αν δεν μπορώ να τον δω εγώ, ούτε ο άλλος μπορεί να δει εμένα». Τελικά έστρεψε το κεφάλι της ξανά στο βιβλίο της ιστορίας. Μπορεί να τη θεωρούσε απασχολημένη και να την άφηνε ήσυχη.

«Γεια σου Μαρίνα!» της είπε.

«Μπα, δεν έπιασε», σκέφτηκε πριν σηκώσει το κεφάλι της και τον κοιτάξει.

«Α γεια σου!» του είπε χαλαρή, την ώρα που παρατηρούσε ότι είχε ένα υπέροχο χαμόγελο, το οποίο χάριζε εκείνη την ώρα αποκλειστικά στην ίδια.

«Δε σε είδα όλες αυτές τις μέρες».

«Συνήθως μένω στην τάξη στα διαλλείματα».

«Γιατί;» τη ρώτησε απορημένος.

«Να μωρέ, ρίχνω καμιά ματιά στο επόμενο μάθημα».

«Ώστε είσαι τόσο επιμελής μαθήτρια;»

«Μάλλον το αντίθετο, θα έπρεπε να παραδεχτώ», είπε κάνοντας μια γκριμάτσα. «Επιμελής είμαι μόνο στα μαθήματα που προτιμώ, στα άλλα μάλλον αδιάφορη».

«Ποια μαθήματα δηλαδή;»

Αλήθεια σε ποια μαθήματα, αναρωτήθηκε. Αν εξαιρούσε τα κείμενα, την ιστορία και την ψυχολογία, ποια άλλα μαθήματα θα έλεγε ότι της άρεσαν, ούτε για τη γυμναστική δε θα μπορούσε να το ισχυριστεί αυτό, με τον γυμναστή που τους είχε τύχει. Ο ήχος του κουδουνιού κάλεσε τους μαθητές να μαζευτούν ώστε να πουν την προσευχή πριν περάσουν στις τάξεις τους. Την ώρα που κατευθυνόταν με τον Στάθη στο πλάι της, μπροστά από το σχολικό κτήριο, πρόσεξε τι δυο ελαφρόμυαλες κορασίδες, να την παρατηρούν με μισάνοιχτα στόματα, ενοχλημένες και έκπληκτες, και αν ήθελε να είναι ειλικρινής ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη η αίσθηση που της έδωσε η εντύπωση που τους είχε προκαλέσει. Ήταν σαν ένα πιάτο εκδίκησης που το έτρωγε κρύο, αν και δεν το είχε παραγγείλει, αλλά η γεύση του παρέμενε  απολαυστική.

 

Τρίτη ώρα, Γκόγκος και άλγεβρα. Η Μαρίνα ήταν σκυμμένη πάνω από το τετράδιο των μαθηματικών και κάτι σημείωνε στις πίσω σελίδες του, όταν μπήκε μέσα ο καθηγητής. Ο Γκόγκος που την πρόσεξε τόσο προσκολλημένη σε αυτό που έγραφε, την κάλεσε στον πίνακα πριν ακόμη κάτσει στην έδρα του, και ανοίξει τη δερμάτινη τσάντα του. Η Μαρίνα για λίγο σάστισε, και έπειτα έκανε να σηκωθεί.

«Το τετράδιο σου!» της είπε, μόλις την είδε να κατευθύνεται με τα χέρια άδεια προς τον πίνακα. Εκείνη επέστρεψε και πήρε το τετράδιο, αναζητώντας τη σελίδα με τις ασκήσεις. Αφού την αντέγραψε, το άφησε δειλά στην άκρη της έδρας του καθηγητή και άρχισε να προσπαθεί να τη λύσει. Πίσω της άκουγε τον καθηγητή να ξεφυλλίζει το τετράδιο ασκήσεων της, όταν στο τέλος είπε με ενθουσιασμό.

«Φυσικά, όπως το φαντάστηκα! Η συμμαθήτρια σας συνεχίζει να καταπιάνεται με την ποίηση». Άκουσε κάποιον συμμαθητή της να αναστενάζει, εκείνη παρέμεινε με το πρόσωπο προς τον πίνακα, αλλά με το χέρι μετέωρο. Είχε ξεχάσει εντελώς πως λυνόταν η άσκηση.

«Λοιπόν, το διαβάζω έτσι;» στράφηκε δήθεν και τη ρώτησε. «Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς / μπορούνε με χίλιους τρόπους. / Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, / όταν ακούσεις ανθρώπους. / Όταν ακούσεις ποδοβολητά /  λύκων, ο Θεός μαζί σου! / Ξαπλώσου κάτω με μάτια κλειστά / και κράτησε την πνοή σου. / Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό / στον πλατύ κόσμο μια θέση. / Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό / του δίνουν όψη ν’ αρέσει».

Στη διάθεση του να περιγελάσει τη μαθήτρια του, ο καθηγητής δεν πρόσεξε τα βλέμματα που αντάλλαξαν κάποιοι από τους συμμαθητές της, ενώ η Μαρίνα παρά το σκηνικό που παιζόταν πίσω από την πλάτη της και τη διασκέδαζε ιδιαίτερα, πιέστηκε να θυμηθεί την άσκηση, ώστε να τη λύσει πριν μεταφέρει την προσοχή του ο Γκόγκος στον πίνακα, γιατί τότε θα ήταν χαμένη.

«Την αντέγραψες τόσες φορές χθες στο τετράδιο», είπε και προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της συνέχισε, ενώ πίσω της το εργάκι που είχε σκηνοθετήσει εν αγνοία του Γκόγκου, εξελισσόταν όπως το είχε σχεδιάσει με τον Σάββα.

«Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν / με την πειθώ, με το ψέμα, / όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν / τη σάρκα σου και το αίμα», ήταν η φωνή της απουσιολόγου, αυτή που απήγγειλε την τέταρτη στροφή. Ο καθηγητής ξαφνιασμένος κοίταξε τη συμμαθήτρια της που διάβαζε μέσα από ένα βιβλίο, το σχολικό βιβλίο συγκεκριμένα των λογοτεχνικών κειμένων. Ύστερα ακούστηκε η φωνή του Λουκά.

«Όταν έχεις μια παιδική καρδιά / και δεν έχεις ένα φίλο, / πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά / στην μπουτονιέρα σου φύλλο».

Έχοντας αντιγράψει από μνήμης την άσκηση, η Μαρίνα στράφηκε να δει την τελευταία πράξη του έργου.

«Άσε τα γύναια και το μαστροπό / Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα / Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό, / κράτησε σκήπτρο και λύρα», τελείωσε με την τελευταία στροφή πάλι η απουσιολόγος, διαβάζοντας μέσα από το βιβλίο.    

«Σε συμπεριλαμβάνουν είδη τα σχολικά βιβλία, Ιωάννου;» την ειρωνεύτηκε, ενώ κοίταξε την άσκηση στον πίνακα.

«Κωνσταντίνος Καρυωτάκης, κύριε!» του απάντησε απλά. «Είπα να σας χαρίσω κάτι αξιόλογο αυτή τη φορά…» πρόσθεσε διακόπτοντας εκεί τη φράση της, ώστε να μην στραφεί η κατάσταση εναντίον της, προκαλώντας περισσότερο τον καθηγητή.

«Κάθισε στο θρανίο σου!» τη διέταξε και στο βλέμμα του διάβασε ότι δε θα έληγε έτσι απλά η προσβολή. Και που να μην είχε δειλιάσει, και να είχε συνεχίσει αυτό που είχε να του πει.

«Λουκά στον πίνακα. Ή μάλλον όχι, τη διπλανή σου πως τη λένε;» ρώτησε τη Μαρίνα που στράφηκε ανήσυχη προς την Καίτη, η οποία την κοίταξε πανικόβλητη. «Τι κοιτάζεστε, σήκω πάνω αστέρι μου, ο Θεός δεν είναι παρόν να σε βοηθήσει».

«Υπέροχα, θα την πληρώσω εγώ τη νύφη», είπε μουρμουρίζοντας και σηκώθηκε στον πίνακα η Καίτη, για να ζήσει ένα μαθηματικό Βατερλό και το ξέσπασμα του καθηγητή τους.

«Εσύ δε γράφεις ποιήματα;» τη ρώτησε.

«Όχι κύριε!» απάντησε δειλά η Καίτη.

«Τι μόνο Cosmopolitan και Madam Figaro; Λύσε τη δεύτερη άσκηση του μαθήματος!» Η Καίτη αν και πήγαινε φροντιστήριο στα μαθηματικά, δεν ήταν ότι έδινε και εκεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το μυαλό της πετάριζε σε ένα μέλλον χωρίς μαθήματα, σε μια ερωτική ιστορία που θα οδηγούσε στο πατροπαράδοτο νοικοκυριό που την ίδια την ικανοποιούσε. Η αλήθεια ήταν ότι για την Καίτη, σε αντίθεση από ότι συνέβαινε για τους περισσότερους συμμαθητές της, υπήρχε ένα μέλλον εξασφαλισμένο, χωρίς να καταβάλει υπερβολικό κόπο και ζήλο. Η νονά της ήταν η εργοδότρια των γονιών της, σε μια μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων παιχνιδιών. Οπότε η Καίτη είχε εξασφαλισμένη μια θέση στα γραφεία, για όταν θα τελείωνε με το σχολείο, τουλάχιστον εκεί θα πληρωνόταν. «Και τι δουλειά θα κάνεις;» την είχε ρωτήσει η Μαρίνα. «Στο λογιστήριο;» της είχε απαντήσει. «Χωρίς χαρτί σχολής;» «Δεν το χρειάζομαι, θα μάθω τη δουλειά στη δουλειά». Γνωρίζοντας ότι οι φιλοδοξίες της φίλης της ολοκληρώνονταν στη δημιουργία οικογένειας, δεν εξέφρασε κάποια διαφορετική άποψη η Μαρίνα. Η Καίτη ήταν ήσυχη για ό,τι θα προέκυπτε στο μέλλον, κι αυτό ίσως έκανε τη Μαρίνα να τη ζηλεύει κάπως, αν και καλοπροαίρετα. Άλλωστε η Μαρίνα πάντοτε ήταν της άποψης, ότι οι πολλές φιλοδοξίες συνήθως στην απογοήτευση σε οδηγούν, ειδικά αν έχει σκοπό να πας μπροστά με την ηθική και το ταλέντο σου. Όμως εκείνη ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει.

Από το άγχος που της προκαλούσε ο Γκόγκος, αναμενόμενο ήταν η Καίτη να ξεχάσει κι αυτά που ήξερε. Ικανοποιημένος ο μαθηματικός την έστειλε πίσω στη θέση της και σήκωσε τον Λουκά να συνεχίσει την άσκηση.

«Λυπάμαι!» της είπε χαμηλόφωνα η Μαρίνα, στενοχωρημένη για την παράπλευρη απώλεια που είχε προκαλέσει το κοινό της σχέδιο με τον Σάββα. Η διπλανή της κράτησε το κεφάλι της χαμηλωμένο, για να μην δει τα βουρκωμένα της μάτια και η Μαρίνα κατάλαβε ότι δεν ήταν καλή ώρα να την παρηγορήσει, αν δεν ήθελε να ξεσπάσει η Καίτη σε κλάματα, ώστε να δώσουν μεγαλύτερη ικανοποίηση στον ηλίθιο τον μαθηματικό. Αφού προχώρησαν λίγο με τη θεωρία, το κουδούνι χτύπησε και τους ελευθέρωσε από την ώρα της ιεράς εξέτασης. Η Καίτη στο διάλειμμα χωρίς κουβέντα μάζεψε τα πράγματα της και παίρνοντας τη σχολική της τσάντα στον ώμο, έφυγε από το σχολείο. Αμέσως πήρε και η Μαρίνα τη δική της και την ακολούθησε, όμως στην πόρτα του προαυλίου τη σταμάτησε η Καίτη. «Δε θέλω να με ακολουθήσεις, θέλω να μείνω μόνη μου εντάξει;» και χωρίς να περιμένει απόκριση, έφυγε αφήνοντας μετέωρη τη Μαρίνα. Τελικά με την τσάντα στον ώμο ξαναμπήκε στο σχολείο και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα.

Παράτησε την τσάντα και κάθισε στην καρέκλα, κρατώντας με τα χέρια το κεφάλι της. ‘Ήξερε ο Γκόγκος πώς να μετατρέψει τη νίκη της σε ήττα. Αν και εδώ που τα λέμε σιγά τη νίκη. Ήταν πολύ απερίσκεπτο το σχέδιο τους. Το ότι δεν γνώριζε το ποίημα του Καρυωτάκη δε σήμαινε και τίποτα, άσε που τον είχαν κάνει να σκυλιάσει. Ο Λουκάς μπήκε στην τάξη.

«Εδώ είσαι, σε έψαχνα. Που είναι η Καίτη;»

«Έφυγε, δεν αισθανόταν καλά».

«Κανείς δεν αισθάνεται καλά μετά το μάθημα του. Από την πρώτη μέρα που ήρθε και μας ρώταγε τι βαθμό είχαμε στην πρώτη λυκείου στα μαθηματικά και έπειτα ειρωνευόταν όσους μαθητές είχαν μείνει μετεξεταστέοι, κατάλαβα ότι το σχολείο δεν είναι ο χώρος του».

«Καθηγητής είναι Λουκά, αν δεν είναι του Γκόγκου το σχολείο ο χώρος του, ποιανού είναι;»

«Οι καθηγητές πέρα από τις γνώσεις πρέπει να φέρονται και με ευαισθησία στους μαθητές τους. Δεν μπορείς να ειρωνεύεσαι τους αδύναμους, πρέπει να τους εμπνέεις και να τους βοηθάς. Είμαστε εδώ για να μάθουμε, και είναι εδώ για να μας μάθουν, όχι για να μας το παίζουν σπουδαίοι». 

«Όπως και να έχει έτσι είναι τα πράγματα».

«Πάντως αυτό που του σκάρωσες σήμερα, μη νομίζεις ότι θα το αφήσει να περάσει έτσι».

«Το κατάλαβα».

«Αυτό ήταν μια γεύση για το τι σε περιμένει».

«Τι μπορώ να κάνω;» το κουδούνι χτύπησε και οι μαθητές άρχισαν να μπαίνουν στην τάξη.

«Δεν πας φροντιστήριο έτσι δεν είναι;»

«Πάω στη φυσική και στη χημεία. Πίστευα ότι θα με βοηθήσει η τριγωνομετρία να ξελασπώσω με την Άλγεβρα, αλλά δεν περίμενα έναν νταή για καθηγητή».

«Θυμάμαι όμως στο γυμνάσιο…»

«Μην το συζητάς, στο γυμνάσιο ήμουν αρκετά καλή στα μαθηματικά. Κάπου στράβωσε πέρσι το πράγμα. Διάβαζα, σηκωνόμουν έκανα τις ασκήσεις, νόμιζα ότι τα καταλάβαινα και όμως σε όλα τα διαγωνίσματα πάτωνα, μόνο μονάδα που δεν έπαιρνα… Προσπάθησα περισσότερο, αποτελέσματα δεν είδα και τελικά παραιτήθηκα».

«Τις ασκήσεις πως τις λύνεις;»

«Αποστήθιση από το λυσάρι».

«Αυτό θα είναι εξοντωτικό».                         

«Είναι, αλλά φτιάχνω ιστορίες με τους αριθμούς και κάπως έτσι καταφέρνω βραχυπρόθεσμα να τις θυμάμαι».

«Αν σε βάλει να εξηγήσεις τι έκανες;»

«Νομίζω ότι δε θα φύγω απλά από την τάξη για μια μέρα, αλλά από όλα τα σχολεία της επικράτειας». Η είσοδος της καθηγήτριας διέκοψε τη συζήτηση των παιδιών.

«Καλησπέρα παιδιά!»

«Καλησπέρα!» 

«Βγάλτε τα βιβλία σας!»

«Τι βιβλίο;» ρώτησε δήθεν ο Γιώργος.

«Κείμενα», απάντησε ψύχραιμα η Όλγα.  

«Πάλι κείμενα», σχολίασε δυσαρεστημένος.

«Λαζάρου δεν μπορεί να έρχεσαι στο σχολείο και να κάνεις μόνο γυμναστική», τον πείραξε χαμογελώντας η Όλγα.

«Μα κείμενα κάναμε την προηγούμενη ώρα», συνέχισε ο Γιώργος, κάνοντας τη Μαρίνα να στραφεί και να τον κοιτάξει ενοχλημένη.

«Με ποιον;» ρώτησε μπερδεμένη η Όλγα. 

«Μα με τον κύριο Γκόγκο».

«Μαθηματικός δεν είναι αυτός;» ρώτησε ακόμα πιο μπερδεμένη.

«Ναι, άλγεβρα μας κάνει, αλλά πλέον ανέλαβε να μας κάνει και κείμενα». Τα παιδιά γέλασαν, ενώ η Μαρίνα στριφογύρισε τα μάτια της κοιτώντας το ταβάνι.

«Αφήστε τον κυρία», είπε ο Λουκάς μειδιώντας και άνοιξαν το βιβλίο τους σε ένα λογοτεχνικό κείμενο του Αντώνη Σαμαράκη. 

 

Η πρόταση του Λουκά έγινε αποδεκτή από τη Μαρίνα, ίσως να μπορούσε να λειτουργήσει ως σωσίβιο στο ναυάγιο που της επιφύλασσε ο καθηγητής. Ήταν κάπως πιο δύσκολο να γίνει αποδεχτή με ενθουσιασμό από τον Κώστα και την Καίτη.

«Για δυο ώρες την εβδομάδα θα είναι», έλεγε η Μαρίνα καθησυχαστικά στην Καίτη.

«Τώρα, όταν θα τα φτιάξετε δε θα ξεκολλάτε ο ένας από τον άλλον και θα ξεμείνω με τον Κώστα».

«Ποιος θα τα φτιάξει, μη λες βλακείες;»

«Τότε γιατί θέλει να σε βοηθήσει, ούτε καν φίλοι δεν είστε».

«Γιατί είναι καλό παιδί, γι’ αυτό θέλει να με βοηθήσει, άλλωστε κι εσύ θα κάθεσαι με έναν πιο δυνατό μαθητή στα μαθηματικά, μπορεί να βοηθηθείς».

«Ναι καλά, σιγά μην ενδιαφερθεί να με βοηθήσει ο Κώστας στα μαθηματικά»,

«Όπως και να έχει, μπορεί χωρίς εμένα πλάι σου, να γίνεσαι λιγότερο συχνά στόχος για τον μαθηματικό». Αυτό ήταν που έπεισε την Καίτη να συναινέσει, για κάτι που ούτως ή άλλως δεν της έπεφτε λόγος, και να δεχτεί να καθίσει με τον Κώστα στις ώρες της άλγεβρας, ώστε να μπορεί και η Μαρίνα να καθίσει με τον Λουκά. Τα διαλλείματα τους την Τρίτη και την Πέμπτη θα τα περνούσαν μαζί μέσα στην τάξη, με τον Λουκά να προσπαθεί να εξηγήσει τις ασκήσεις και να συμπληρώσει τα κενά που θα αντιλαμβανόταν στην Μαρίνα. Αν και είχαν λίγη ώρα μπροστά τους, με την υπομονή του Λουκά και με τη διαίσθηση του για το που υπήρχε το πρόβλημα στις γνώσεις της συμμαθήτριας τους, άρχισε και εκείνη να κατανοεί κάποια πράγματα.

«Τα παίρνεις εύκολα», της είπε σε ένα διάλειμμα πριν μπουκάρει ο ιεροεξεταστής για τη διδακτέα ώρα.

«Μάλλον είσαι καλός καθηγητής, και από τον ιεροεξεταστή σίγουρα καλύτερος». Το ιεροεξεταστής του το είχε κολλήσει η Μαρίνα και ένα ολόκληρο σχολείο, πίσω από την πλάτη τους έτσι τον αποκαλούσε πλέον. Αν και δεν ήταν ένα παρατσούκλι που θα τον ενοχλούσε. Από το επίθετο μαλάκας, που τον αποκαλούσαν άλλοι μαθητές του, σίγουρα θα το προτιμούσε.

«Μη νομίζεις, πηγαίνω φροντιστήριο, οπότε ό,τι κενό έχω, εκεί καλύπτεται». Πάνω σε αυτή τη συζήτηση μπήκε στην τάξη ο Γιώργος με τον Στάθη από την Τρίτη.

«Ω, τα πιτσουνάκια μου, τι κάνετε εκεί;»

«Γιώργο κόφτο!» του είπε ενοχλημένη η Μαρίνα, με τα μάγουλα της να κοκκινίζουν από το βλέμμα που της έριξε ο Στάθης. Ο Λουκάς έγειρε πίσω στην καρέκλα του και δεν απάντησε τίποτα, μένοντας απλώς να κοιτάζει τα δυο αγόρια.

«Καλά, καλά μην αρπάζεσαι», είπε στη Μαρίνα και έπειτα στράφηκε προς τον νέο του φίλο. «Έλα Στάθη, πες τους», τον προέτρεψε.

«Την Παρασκευή θα κάνουμε εκδήλωση για την εκδρομή της Τρίτης. Αν μπορείτε να έρθετε να μας συνδράμετε».

«Τι θα γίνει ζευγαράκι, θα έρθετε;»

«Έχω φροντιστήριο το Σάββατο το πρωί, μπορεί να περάσω όμως για λίγο».

«Εσύ, μιας και θα έρθει ο καβαλιέρος σου, θα έρθεις έτσι;» είπε στη Μαρίνα.

«Πάω να προλάβω να το πω και στις άλλες τάξεις, πριν το κουδούνι», είπε ο Στάθης και γύρισε την πλάτη λες και τον κυνηγούσαν.

«Περίμενε έρχομαι κι εγώ», του φώναξε ο Γιώργος και τον ακολούθησε.

«Αλήθεια, πιστεύεις ότι ο Γιώργος», ρώτησε ο Λουκάς, «θα έπαιρνε από μαθήματα καλών τρόπων ή έχει μεγάλα κενά;»

«Νομίζω ότι έχει κενό στο κεφάλι, οπότε όχι».

«Ας συνεχίσουμε, στο μάθημα μας εμείς. Σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι για την ώρα του μέγα ιεροεξεταστή».

 

 

Κεφάλαιο Έκτο

 

Το να βλέπουν δυο νέους, να κάθονται με υπομονή μέσα στα διαλείμματα και ο πιο δυνατός στα μαθηματικά να προσπαθεί να βοηθήσει την πιο αδύναμη, είχε κάνει πολλούς συμμαθητές τους, να βάζουν με το μυαλό τους πράγματα. Τα αγόρια ειδικά θεωρούσαν ότι σκοπό ο Λουκάς είχε να τη ρίξει. Ο Βίκτωρας ο οποίος έκανε παρέα με τον Λουκά, είχε εκπλαγεί όταν σε ένα διάλλειμα μπήκε στην τάξη τους και είδε την πηγή του κακού της περσινής χρονιάς, όπως θεωρούσε τη Μαρίνα, καθισμένη στο ίδιο θρανίο με τον φίλο του και να διαβάζουν από το ίδιο βιβλίο.

«Τι θα γίνει, δε θα έρθεις να ρίξουμε καμιά κλωτσιά στην μπάλα;» τον ρώτησε, κάνοντας τα δυο παιδιά να τον προσέξουν.

«Στο τέταρτο διάλειμμα».

«Έχετε διαγώνισμα;» τον ρώτησε επιφυλακτικά.

«Όχι, φύγε!» τον έδιωξε ο Λουκάς που του έτρωγε πολύτιμο χρόνο, και συνέχισε την εκγύμναση της Μαρίνας. Από πλευράς της και η Καίτη την έτρωγε όταν γύριζαν μαζί από το σχολείο, αλλά η Μαρίνα είχε πάψει να την ακούει. Για εκείνη ο συμμαθητής της ήταν ένα καλό παιδί, που ήθελε απλά να τη βοηθήσει, κι αν κάποιος άλλος λόγος υπήρχε που είχε αναλάβει αυτό το χρέος, θα είχε να κάνει με τον ιεροεξεταστή, και όχι με την ίδια. Πιθανόν δε συμπαθούσε τους τύραννους. Τώρα όσο για τον ίδιο τον Λουκά, ούτε εκείνος ήξερε γιατί έχανε τα διαλείμματα για χάρη της Μαρίνας. Δε θα έλεγε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, ήταν πολύ μαζεμένη για τα γούστα του, απλά τη συμπαθούσε, κι αφού μπορούσε να κάνει κάτι για να βοηθήσει, γιατί να μην το κάνει. Όταν ο Κώστας άρχιζε το συνηθισμένο τροπάρι και ρώταγε πόσο είχε προχωρήσει η σχέση του με την ποιήτρια, παρατσούκλι που είχε κολλήσει ο Γκόγκος στη Μαρίνα, εκείνος τον παράταγε και έφευγε. Πάντως τόσο για τον Κώστα όσο και για την Καίτη η ώρα της Άλγεβρας είχε γίνει ακόμα πιο δυσάρεστη, οι δυο τους αποτελούσαν δυο μαγνήτες σε απόλυτη απώθηση.

«Ρε μαλάκα, βοήθα και εσύ λίγο το κορίτσι με τα μαθηματικά!» Προσπαθούσε να τον προτρέψει ο Λουκάς, ώστε να μειώσει τα παράπονα της Καίτης προς τη Μαρίνα γι’ αυτές τις δυο διδακτέες ώρες μέσα στην εβδομάδα. 

«Είσαι τρελός; Εσύ που άνοιξες φροντιστήριο ‘‘Ο καλός Σαμαρείτης’’, ανέλαβέ την».

«Γιατί ρε μαλάκα;» επέμενε ο Λουκάς.

«Πρώτον δεν ενδιαφέρεται. Μη βλέπεις τη Μαρίνα, που κουτσά στραβά κάτι κουτσοκαταφέρνει με τη βοήθεια σου, η Καίτη αν κάνω ότι τη βοηθάω θα κολλήσει πάνω μου σαν βδέλλα, είναι το κορίτσι που ψάχνει τον πρίγκιπα της για να τον παντρευτεί».

«Κι εσύ τι ανησυχείς, δεν είσαι πρίγκιπας».

«Α καλά, ό,τι θες λες. Εδώ η άλλη φίλησε βάτραχο προκειμένου να βρει πρίγκιπα, εγώ όσο να ’ναι είμαι καλύτερος», αστειευόταν ο Κώστας.

«Μου αρέσει που διδάσκεσαι από τα παραμύθια».

«Όχι εγώ, η Καίτη όμως σίγουρα».           

Φυσικά ούτε και ο Γκόγκος είχε αφήσει ασχολίαστη την ανταλλαγή διπλανών στο μάθημα του.

«Τι συνέβη Λουκά, τον τελευταίο καιρό δείχνεις μια έφεση προς την ποίηση ή μήπως να πω προς την ποιήτρια;» είπε κάνοντας τη Μαρίνα να κοκκινίσει και κάποιους από τους συμμαθητές τους να χαμογελάσουν κακόβουλα. Ο Λουκάς θέλοντας να αποφύγει μια διένεξη η οποία θα δυσχέραινε την κατάσταση ανάμεσα στον καθηγητή τους και στο τμήμα, προτίμησε να μη μιλήσει, ενώ τόσο ο ίδιος όσο και η Μαρίνα πρόσεξαν την απογοητευμένη ματιά που τους έριξε η απουσιολόγος.

«Θα πας αύριο στην εκδήλωση;» τη ρώτησε στο σχόλασμα.

«Δεν έχω τρελή όρεξη».

«Ποιο θα ήταν το ιδανικό ραντεβού για εσένα;» τη ρώτησε ξαφνιάζοντάς την.  

«Ραντεβού; Τι ραντεβού; Τι λες;»

«Να ρε παιδί μου, δε μου φαίνεσαι και ψυχή της παρέας».

«Με κολακεύει η γνώμη σου», του είπε χωρίς να έχει όμως παρεξηγηθεί.

«Όχι, απλά. Δε θέλω να πω ότι δεν είσαι ενδιαφέρουσα, απλά ίσως να μην είσαι γι’ αυτά. Εντάξει τα έκανα θάλασσα», σχολίασε στο τέλος απηυδισμένος.

«Τι προσπαθείς να μου πεις Λουκά;»

«Όλοι στο σχολείο μας θεωρούν ζευγάρι».

«Ναι, χάλια».

«Εντάξει δεν είναι και χάλια», της απάντησε ενοχλημένος.

«Θες να μας θεωρούν ζευγάρι;» τον ρώτησε απορημένη.

«Όχι, το αντίθετο. Να γι αυτό έλεγα, μήπως αύριο πέρναγες από την εκδήλωση μιας κι εγώ δε θα είμαι εκεί».

«Δε θα πας τελικά;»

«Μάλλον όχι, έχω και μάθημα το απόγευμα στο φροντιστήριο».

«Τέλος πάντων, αν και δεν ξέρω πως θα βοηθήσει».

«Αν ήμασταν ζευγάρι θα φροντίζαμε και οι δύο να πάμε στην εκδήλωση, θα ήταν μια ευκαιρία να βρεθούμε έξω από το σχολείο».

«Ναι, αλλά με ή χωρίς εσένα, στην εκδήλωση θα υπάρχει κόσμος που γνωρίζω, οπότε και στην περίπτωση που οι κουφιοκέφαλοι συμμαθητές μας με δουν εκεί, δε θα αλλάξει κάτι, μπορεί να πήγα χωρίς εσένα και να επιμείνουν στο σενάριο τους. Όπως και εσύ θα μπορούσες να πας χωρίς εμένα φυσικά».  

«Όχι, αν ήμασταν στην αρχή της σχέσης μας, όπως αυτοί θεωρούν. Αξίζει μια προσπάθεια, πιστεύω ότι οι άλλοι θα σκεφτούν πάνω κάτω όπως σου είπα».

«Οκ, αφού το λες, θα το σκεφτώ και μπορεί να πάω».

«Οπότε θα περάσεις καλά μακριά μου», θέλησε να την πειράξει.

«Εντάξει, ελπίζω να μην είναι εκεί κοντά ο Γκόγκος ώστε να θεωρείται αναγκαία η παρουσία σου».

«Νιώθω ότι με εκμεταλλεύεσαι», της απάντησε με ένα ύφος ανάμεσα σε αποστροφή και απογοήτευση.

«Μα μόνος σου προσφέρθηκες».

«Αυτό δεν το κάνει καλύτερο».

«Ωστόσο μπορείς να σκεφτείς ότι είσαι κάτι σαν τον ιππότη μου στα μαθηματικά».

Όμως το ύφος του Λουκά δεν άλλαξε. Η Μαρίνα σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και έμεινε να τον κοιτάει.

«Εντάξει, πάσο», της απάντησε στο τέλος. «Κι αν σε ρωτήσει κανείς για εμένα, που σίγουρα θα ρίξει κάποιος το καρφί του, απάντησε ήρεμα ότι δεν ξέρεις. Μη σχολιάσεις τίποτα για το φροντιστήριο, μην αφήσεις να εννοηθεί ότι ξέρεις τι κάνω μακριά από το σχολείο, και κυρίως μη δείξεις ενοχλημένη σε κάθε σπόντα που θα πέσει για να σε ενοχλήσει».

«Ποια είναι;» τον ρώτησε χαμογελώντας.

«Ποια, ποια είναι;», η Μαρίνα τον κοίταξε στα μάτια περιμένοντας μια απάντηση η οποία ήταν το κοκκίνισμα στο πρόσωπο του Λουκά.

«Κατάλαβα, εντάξει λοιπόν θα πάω, για εσένα. Επειδή δε θα είσαι εκεί». Η Μαρίνα σήκωσε το κεφάλι της και πρόσεξε την απουσιολόγο της τάξης να τους κοιτάζει. Στο βλέμμα της δε διάβασε απορία ή κουτσομπολίστικη διάθεση, μάλλον τους κοίταζε με το απογοητευμένο βλέμμα ενός κουταβιού. Έπειτα το βλέμμα της έπεσε στον Στάθη που προχωρούσε μόνος του ανάμεσα στους μαθητές της Τρίτης. Μόλις την πρόσεξε κατευθύνθηκε προς εκείνη και τον συμμαθητή που στεκόταν κοντά της.

«Γεια σου Μαρίνα!» της είπε χαμογελώντας, ύστερα έριξε ένα βλέμμα στον Λουκά, για να συνειδητοποιήσει ότι ήταν ο τύπος με τον οποίο, καθώς ισχυριζόταν ο Γιώργος, είχε σχέση.

«Γεια σου Στάθη!» του απάντησε η Μαρίνα.

«Γεια!» είπε και ο Λουκάς, με τον Στάθη να ανταποκρίνεται στο χαιρετισμό του με ένα νεύμα του κεφαλιού.

«Λοιπόν, εμείς τα λέμε αύριο», είπε στον προγυμναστή της και ακολούθησε τον Στάθη, ώστε να δώσει το μήνυμα σε κάποιους από τους κουτσομπόληδες ότι δεν έτρεχε τίποτα ανάμεσα σε εκείνη και στον Λουκά, αν και κυρίως ήθελε να καθησυχάσει την απουσιολόγο, που το πληγωμένο της βλέμμα είχε μαρτυρήσει στη Μαρίνα τα αισθήματα της. Βίασε το βήμα για να φτάσει τον Στάθη, ας έκανε μια δεύτερη καλή πράξη εκείνη τη μέρα, κάνοντας παρέα σε κάποιον που φαινόταν απομονωμένος.

«Έι μαθητή!» του φώναξε κάνοντάς τον να γυρίσει πίσω να κοιτάξει, μαζί με κάμποσα ακόμη παιδιά που προχωρούσαν γύρω του. Ο Στάθης χαμογελώντας στάθηκε και την περίμενε. «Ανέλαβες δράση για την πενθήμερη σας;» Την κοίταξε απορημένος. «Που ήρθες στο διάλλειμα και μας ενημέρωσες για την εκδήλωση, λέω».

«Α ναι. Θα έρθεις;»

«Μάλλον, δεν είμαι ακόμη βέβαιη».                

«Έχεις άλλα σχέδια;» τη ρώτησε κοιτάζοντας μπροστά.

Ναι, να κάτσω στον καναπέ μου να δω ταινία, ποια είχε πει ο πατέρας της ότι θα της έβαζε να δούνε. Α ναι το «Lion» με τη Nicole Kidman σε σκηνοθεσία του Garth Davis.

«Βασικά δεν ξέρω που ακριβώς θα γίνει η εκδήλωση. Μας είπες ότι έχετε εκδήλωση, αλλά βιάστηκες να φύγεις πριν μας πεις το που», απάντησε στο απορημένο του βλέμμα.

«Αλήθεια; Θα βιαζόμουν να προλάβω να ενημερώσω και τις άλλες τάξεις πριν χτυπήσει το κουδούνι», δικαιολογήθηκε.

«Ή…»

«Ή;»

«Ή σου πήρε τα αυτιά ο Γιώργος με τη φλυαρία του και το ξέχασες». Ο Στάθης χαμογέλασε. «Συμβαίνει συχνά με τον Γιώργο, δε σταματάει να μιλάει, πας να του πεις κάτι και το ξεχνάς, γιατί πριν προλάβεις να ανοίξεις το στόμα σου, σου έχει πει διακόσια διαφορετικά πράγματα. Λοιπόν;» Πάλι την κοίταξε απορημένος. «Που θα γίνει η περιβόητη αυτή εκδήλωση;»

«Στο Ζενίθ», της απάντησε βιαστικά, απορώντας που όταν βρισκόταν κοντά του αυτή η άγνωστη, τα έχανε κάπως.

«Τώρα που το γνωρίζω, ίσως και να έρθω. Αν έχω παρέα».

«Δε θα έρθεις με τον φίλο σου;» τη ρώτησε προσπαθώντας να εκμαιεύσει πληροφορίες.       

«Δεν ξέρω αν θα έρθουν;»

«Εννοώ το παιδί…» είπε και της έδειξε προς τα πίσω.

«Τον Λουκά; Δεν έχω ιδέα τι θα κάνει ο Λουκάς».

«Δεν είστε μαζί;»

«Μόνο τις ώρες της Άλγεβρας. Καθόμαστε μαζί για να με βοηθάει».

«Γιατί να το κάνει αυτό;»

«Δεν ξέρω, μάλλον επειδή είναι καλό παιδί ή επειδή μπορεί να μη συμπαθεί τον μαθηματικό, ίσως να συμπαθεί περισσότερο εμένα από τον μαθηματικό».

«Ή ίσως σε γουστάρει».

«Ωχ, μη γίνεσαι σαν όλους τους άλλους. Που όταν βλέπουν δυο άτομα διαφορετικού φύλου που τα πάνε καλά μεταξύ τους θεωρούν ότι ντε και καλά κάτι τρέχει».

«Όχι; Ειδικά στις ηλικίες μας συμβαίνει».

«Δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει αγνή φιλία ανάμεσα σε ένα αγόρι και ένα κορίτσι; Το φύλο τους θα τους εμποδίσει;»

«Ίσως όχι, αλλά και πάλι ποτέ δεν μπορείς να είναι σίγουρος γι’ αυτό που θα έχει ο άλλος στο μυαλό του για σένα».

«Αυτό ισχύει ούτως ή άλλως. Ακόμα και ανάμεσα σε δυο φίλες. Η μία μπορεί να είναι αθώα και ευγενική και η άλλη να κάνει τα πάντα για να την εκθέσει ή να της κάνει κακό. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι έχει στο μυαλό του ο άλλος, ούτε καν ο πιο δικός σου άνθρωπος»

«Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο Στάθης, που είχε λόγους να βρει σωστά τα λόγια της Μαρίνας. «Πάντως εγώ θα είμαι στην εκδήλωση, αν θες να έρθεις και δε βρίσκεις με ποιον».

«Να ένα εξαιρετικό παράδειγμα», είπε και στάθηκαν στην άκρη, μιας και οι δρόμοι τους χωρίζονταν. «Κάποιοι θα σκέφτονταν», είπε αλλάζοντας τη φωνή της σε πιο μπάσα,  «’’Α! ο τύπος τη γουστάρει και θέλει να τη δει έξω από το σχολείο’’. Εγώ πάλι σκέφτομαι ότι σαν καινούργιος στο σχολείο θες να γνωρίσεις όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα ώστε να καταλάβεις με ποιους ταιριάζεις».

«Ή απλά ότι μου αρέσεις», της απάντησε χαμογελώντας. Η Μαρίνα τον κοίταξε αποδοκιμαστικά, έπειτα έγειρε το κεφάλι της προς τα δεξιά και μη βρίσκοντας τι άλλο να πει τον αποχαιρέτησε. ‘‘Είσαι γελασμένος νέε μαθητή, ότι θα αφεθώ να περάσω τα περσινά. Μας τα είπαν κι άλλοι αυτά’’, σκέφτηκε και τον έβγαλε από το μυαλό της, ενώ δε στράφηκε ούτε μια φορά προς τα πίσω να κοιτάξει ώστε να τον δει να την παρακολουθεί να απομακρύνεται.  

 

 

Κεφάλαιο Έβδομο

 

Εφόσον θα πήγαινε ο Σάββας με τον Γιώργο, μπορούσε και εκείνη να κρατήσει τον λόγο της στον Λουκά και να πάει στην εκδήλωση. Η Καίτη αν και θα ήθελε πολύ να παραβρεθεί στην εκδήλωση, μόλις έμαθε ότι θα πήγαινε η διπλανή της, δεν μπορούσε, γιατί είχε μια υποχρέωση με την οικογένεια της. «Δεν πειράζει, θα έχουμε άλλες ευκαιρίες» την παρηγόρησε η Μαρίνα.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, κι αφού γευμάτισε πήγε στο δωμάτιο της. Σε δυο ώρες είχε φροντιστήριο Φυσικής, οπότε καλό θα ήταν να ξέρει από πριν τι να φορέσει για να μην ψάχνει τελευταία στιγμή. Άνοιξε την ντουλάπα και αναζητούσε κάτι που θα άρμοζε στην περίπτωση, αλλά δε θα ήταν μακριά και από εκείνη. «Φόρεμα;» ρώτησε τον εαυτό της «Μπα!» απέρριψε αμέσως την ιδέα, άλλωστε φορέματα φορούσε αποκλειστικά σε γάμους και βαφτίσια, όταν έκανε τη χάρη στη μητέρα της. «Μήπως είναι ευκαιρία να φορέσω τη δερμάτινη φούστα που μου είχε πάρει η μητέρα;» Ούτε καν, ποιος θα αντέξει τα σχόλια των αγοριών. Δεν υπήρχε λόγος να κάνει υπερβολές. «Τι κάθεσαι και κοιτάς ρε Μαρίνα, ούτως ή άλλως το κλασσικό τζιν θα προτιμήσεις στο τέλος». Ναι αλλά τι τζιν; Στενό ή φαρδύ; Καμπάνα, σωλήνα ή skinny; «Κι από πάνω τι θα βάλω;» Αφού κατέληξε στο τι θα φορέσει κάθισε να διαβάσει λίγο Φυσική και έπειτα έφυγε για το φροντιστήριο. Όσο και να μην το ήθελε ένιωθε αδημονία για την έξοδο της, αν και δεν ήξερε από πού πήγαζε. Έτσι είχε νιώσει κάποιους μήνες πριν, όταν ο Βίκτωρας προσπαθούσε να της ρίξει τα βέλη, μένοντας ο ίδιος ανέγγιχτός. Για ποιον όμως ένιωθε αδημονία. Σε καμιά περίπτωση για τον Σάββα ή τον Γιώργο. Ειδικά ο Γιώργος τους τελευταίους μήνες είχε γίνει ιδιαίτερα ενοχλητικός με τη στάση που είχε υιοθετήσει στο σχολείο. Ο Σάββας παρέμενε φίλος της, άσε που ήταν ένα χρόνο μικρότερος. Ο Λουκάς θα απουσίαζε, αλλά ούτως ή άλλως με μεγάλη ευκολία είχε παραμερίσει ώστε να διευκολύνει την απουσιολόγο και να την καθησυχάσει ότι δε συμβαίνει τίποτα. Τότε μήπως την είχαν αγγίξει τα λόγια του νέου. Αυτό της έλειπε.

Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και κούνησε απειλητικά το σίδερο ισιώματος προς το είδωλο της. «Μπελάδες από το πουθενά γυρεύεις Μαρίνα;» αφού τελείωσε με το μαλλί της, έβαψε τα μάτια και τα χείλη της, υπερβάλλοντας λίγο στη μάσκαρα, αλλά αποφεύγοντας το eye liner και το ρουζ. Ποτέ δεν τα κατόρθωνε με αυτά τα μαραφέτια. Έπειτα βγήκε από το μπάνιο και πήγε να αλλάξει. Στις έντεκα παρά, που θα περνούσαν τα αγόρια, η Μαρίνα στεκόταν έτοιμη στη μέση του καθιστικού φορώντας ένα εφαρμοστό τζιν παντελόνι, χωμένο μέσα στις ψηλές μπότες της, μία στενή φουστόμπλουζα από πάνω, ενώ τα μάγουλα της κοκκίνιζαν από το ρουζ, που ελαφρά είχε περάσει η μητέρα της στα μάγουλά της.

«Ώστε με προδίδεις;» σχολίασε ο πατέρας της. «Θα με αφήσεις να δω μόνος μου την ταινία».

«Αν θες να τη δεις ξανά αύριο δες τη!» του απάντησε.

«Δηλαδή εσύ θα βγεις να διασκεδάσεις και εγώ θα μείνω κλεισμένος στο σπίτι μην μπορώντας να δω μια ταινία;»

«Πάρε τη μαμά και βγείτε και εσείς», του πρότεινε.

«Που να πάμε εμείς αγάπη μου, που θα φάμε πόρτα σε όλα τα μαγαζιά», σχολίασε η μητέρα της.

«Υπερβολές», απάντησε η Μαρίνα, αλλά η συζήτηση δεν ήταν να συνεχιστεί, αφού εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. «Εγώ φεύγω», είπε κουνώντας τους το χέρι.

«Καλά να περάσεις!» άκουσε τους γονείς της να φωνάζουν, ενώ η μητέρα της την ακολουθούσε ως την πόρτα. Ένα επιδοκιμαστικό σφύριγμα την υποδέχτηκε μόλις εμφανίστηκε στο κατώφλι.

«Στις ομορφιές σου», σχολίασε και ο Γιώργος που απ’ ότι θυμόταν η Μαρίνα, είχε να της κάνει φιλοφρόνηση από το δημοτικό.

«Ευχαριστώ. Άντε πάμε!»

«Ο Λουκάς θα έρθει;» τη ρώτησε αμέσως μετά.

«Παρ’ τον τηλέφωνο και ρώτα τον!»

«Για να περιποιηθείς τόσο τον εαυτό σου, σίγουρα θα έρθει», συμπέρανε.

«Δεν ετοιμάστηκα για κανέναν Λουκά και για κανέναν γενικά».

«Καλά μη γίνεσαι επιθετική».

«Σταμάτα να διαρρέεις ανυπόστατες φήμες, ώστε να μη γίνομαι επιθετική».

«Ε παιδιά, βγαίνουμε για να περάσουμε καλά, όχι για να τσακωθούμε», επενέβη ο Σάββας. Χωρίς καμία απόκριση από τον αδερφό του και τη φίλη τους ξεκίνησαν οι τρεις τους για το κλαμπ που θα γινόταν η εκδήλωση. Τα δυο αγόρια φλυαρούσαν, ενώ η Μαρίνα άρχισε να σκέφτεται τη συζήτηση που είχε με την Καίτη στο τηλέφωνο το απόγευμα που επέστρεψε από το φροντιστήριο. Η Καίτη το είχε σίγουρο ότι τελικά ο Λουκάς θα έκανε την εμφάνιση του στο κλαμπ. «Και γιατί να μη μου το πει;» ρώτησε με ειλικρινή απορία η Μαρίνα. «Για να πας κι εσύ», της απάντησε η φίλη της. «Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω το συλλογισμό σου». «Εσύ μου είπες ότι άρχισε να σε ρωτάει ποιο θα ήταν το ιδανικό ραντεβού για εσένα». «Αυτό που λες είναι άσχετο, ο Λουκάς δε μου έδωσε κανένα ραντεβού, το αντίθετο, με στέλνει στην εκδήλωση της Τρίτης με σκοπό να μην έρθει εκείνος». «Αθώο κορίτσι, αφού σου είπε ξεκάθαρα ότι δε του φαίνεσαι τύπος που ξεφαντώνει, οπότε θεωρούσε αυτονόητο ότι δε θα πας, οπότε βρήκε μια ανόητη δικαιολογία, πραγματικά μόνο ένα αγόρι θα έβρισκε τέτοια σαχλαμάρα για να πας και να συναντηθείτε εκεί». «Ελπίζω πως όχι», είπε αναστενάζοντας η Μαρίνα. «Δηλαδή δε σε ενδιαφέρει καθόλου ο Λουκάς;» τη ρώτησε η Καίτη απορημένη. «Με αυτόν τον τρόπο που το εννοείς σίγουρα όχι». «Τότε με ποιον τρόπο σε ενδιαφέρει;» «Σαν φίλος, είναι καλό παιδί». «Έλεος πια βρε Μαρίνα, έχεις κάνει συλλογή από φίλους αγόρια και δεν είσαι καν αγοροκόριτσο». «Και τι πειράζει;» «Πάρ’ το απόφαση δε σε βλέπουν όλοι οι φίλοι σου σαν φίλη». «Σταμάτα να λες βλακείες, και άσε με να ετοιμαστώ». «Θα σε αφήσω γιατί πρέπει και εγώ να ετοιμαστώ».

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε ο Σάββας.

«Κάτι για τη Φυσική».

«Φυσική τον λέμε τώρα», σχολίασε ο Γιώργος.

«Κόφτο!» του είπε ο Σάββας για να προλάβει τα χειρότερα.

 

Φτάσανε στο «Ζενίθ» όπου στην είσοδο συνάντησαν μια μαθήτρια της Τρίτης που έδινε κουπόνια για να περάσουν μέσα οι μαθητές του σχολείου μαζί με έναν τύπο, που προφανώς εργαζόταν στο μαγαζί σαν μπράβος και face control. Αφού έριξε μια επιδοκιμαστική ματιά στη Μαρίνα, την ώρα που πλήρωναν τα κουπόνια εισόδου, τους άφησε να περάσουν. Τα παιδιά άκουσαν πίσω τους τον ενήλικο άντρα να σχολιάζει στη μαθήτρια της Τρίτης. «Σε ποιο λύκειο είπαμε πάτε, μου φαίνεται ότι θα γραφτώ ξανά». «Και θα αντέχεις το πρωινό ξύπνημα;» τον πείραξε η μαθήτρια. «Μωρέ με τέτοια μωρά που είστε, θα μου ανοίγει το μάτι». «Σοβαρέψου, θα έρθει το ηθών να σε μαζέψει, είναι ανήλικες», του είπε ένας άλλος συνάδελφος του. «Δεν είπα τίποτε κακό», δικαιολογήθηκε εκείνος.

Ο ήχος όπως συνηθίζεται σε κάποια κλαμπ που στόχο έχουν τη φασαρία αντί για τη διασκέδαση, ήταν επικίνδυνα δυνατός. «Νομίζω ότι χάνω την ακοή μου», σκέφτηκε η Μαρίνα. Τα φώτα έπαιζαν, βάφοντας τα πρόσωπα γύρω της σε μπλε, πράσινα, και κόκκινα φωσφοριζέ. «Το ιδανικό λοιπόν ραντεβού για εμένα Λουκά, είναι σε κάποιο μέρος που θα μπορώ να συζητήσω με τον άλλον, να μάθω πράγματα για εκείνον και να μη με πονούν τα μάτια και τα αυτιά», σκέφτηκε αν και δεν είχε σκοπό να τον ενημερώσει. Ο Γιώργος πήγε να φέρει τις μπύρες τους, ενώ ο Σάββας με τη Μαρίνα βρήκαν ένα τραπεζάκι και πήγαν και έπιασαν τα σκαμπό. Βλέπανε τους συμμαθητές τους, αντάλλασαν νεύματα με το κεφάλι, αλλά ο δυνατός ήχος σκέπαζε κάθε διάθεση για συζήτηση. Ο Σάββας απηυδισμένος έβγαλε το κινητό του και άρχισε να πληκτρολογεί. «Τόσο δυνατά τον ήχο, τον σηκώνει μόνο στάδιο, και όχι κλειστός χώρος», η Μαρίνα που ένιωσε τη δόνηση του κινητού της έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη της και είδε το μήνυμα του Σάββα, που απλά ανασήκωσε τους ώμους του. «Ωραία, έτσι θα πιάσουμε κουβέντα;» τον ρώτησε γραπτά. «Βλέπεις κανέναν άλλον τρόπο;» Η μουσική ξαφνικά σταμάτησε και τα φώτα άναψαν. Ένα «Ααααα» ανακούφισης ακούστηκε συγχρονισμένα από πολλά στόματα. Η μουσική ξεκίνησε ξανά με τραγούδια που πλέον δεν χτύπαγαν με το bit τους τα κεφάλια σαν σφυριά. «Το ρίξανε στα νανουρίσματα», σχολίασε ο Γιώργος φέρνοντας τις μπύρες τους στο τραπέζι. «Όχι και νανουρίσματα», διαμαρτυρήθηκε ο Σάββας που του άρεσαν τα τραγούδια που ακούγονταν από τα ηχεία εκείνη την ώρα. Έπειτα από λίγα λεπτά η Μαρίνα σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα, επιστρέφοντας αντιλήφθηκε ότι τα φώτα είχαν πάλι χαμηλώσει και ότι σχεδόν όλοι οι μαθητές του σχολείου που παρευρίσκονταν στην εκδήλωση, είχαν σηκωθεί όρθιοι και κουνιόνταν ρυθμικά. Με κόπο προσπαθούσε να φτάσει στο τραπέζι, ενώ κάθε λίγα βήματα σταματούσε. Όταν το καστανόξανθο αγόρι που στεκόταν μπροστά της στράφηκε και την κοίταξε.

«Α, ώστε εδώ είσαι!» της είπε ο Στάθης.

«Γεια σου!» του απάντησε

«Νόμιζα ότι δεν είχες έρθει».

«Τι να πω, να ’μαι».

«Φεύγεις;» τη ρώτησε. Η Μαρίνα αναρωτήθηκε αν είχε βγάλει την υποχρέωση της στο Λουκά και αν πλέον ήταν ελεύθερη να γυρίσει σπίτι της, ή μήπως αν έφευγε θα έδινε την εντύπωση ότι απογοητεύτηκε που δεν είχε εμφανιστεί ‘‘ο καλός της ιππότης’’. Ας έμενε λίγο ακόμη. Κοίταξε το ρολόι της.

«Ε, όχι ακόμη», είπε.

«Ωραία», της είπε και παίρνοντάς της το χέρι την έφερε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της. Το τραγούδι εκείνη τη στιγμή άλλαξε σε μπαλάντα. Εκείνος της έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα και χωρίς να περιμένει απάντηση την πήρε στην αγκαλιά του, αρχίζοντας να χορεύει, αναγκάζοντας τη Μαρίνα να ακολουθήσει το βήμα του. Η Μαρίνα ένιωσε παράξενα στα χέρια του. Ήταν κάπως νευρική, δεν είχε εξοικειωθεί σε υπερβολικές οικειότητες με άτομα που δε γνώριζε, αν και ζήτημα ήταν αν θα δεχόταν να χορέψει μπλουζ ακόμα και με κάποιους από αυτούς που ισχυριζόταν ότι ήταν φίλοι της. Με το Γιώργο σίγουρα όχι. Έπρεπε να παραδεχτεί όμως ότι ένιωθε ευχάριστα στην αγκαλιά του Στάθη, «σαν μια φωλιά», συλλογίστηκε και δάγκωσε τα χείλη της απορώντας για ποιο λόγο ένιωθε οικεία στα χέρια ενός αγοριού που σχεδόν δε γνώριζε. Το τραγούδι τελείωσε, μπαίνοντας αμέσως το επόμενο, δίνοντας την ευκαιρία στον Στάθη να συνεχίσει το χορό τους. «Μάλλον είναι παλαβός και εγώ θεότρελη που δεν απομακρύνομαι». Στο τέλος κι αυτού του κομματιού ο Στάθης χαλάρωσε το κράτημα του, όπως εκείνη απομακρύνθηκε από κοντά του, το χέρι του χάιδεψε το δικό της από τον ώμο ως τα ακροδάχτυλά της, κάνοντας τη νεαρή μαθήτρια να νιώσει ρίγη. Χωρίς να κοιτάξει πίσω, έφτασε στο τραπέζι που κάθονταν οι δυο φίλοι της και την παρακολουθούσαν να χορεύει με τον Στάθη.

«Τελικά μάλλον έχεις δίκιο», σχολίασε ο Γιώργος.

«Τι εννοείς;» του απάντησε εκείνη αφηρημένη, επηρεασμένη ακόμη από την πολιορκία του Στάθη.

«Με τον Λουκά δεν είστε ζευγάρι. Κι αν το παλικάρι σε βοηθάει στα μαθηματικά ελπίζοντας στο κάτι παραπάνω, χαμένα τα διαλλείματα που ξοδεύει να σε προστατέψει από τον Γκόγκο».

«Γιατί χαμένα;» ρώτησε ο Σάββας, «αν καταφέρνει να την προστατεύει από τον ιεροεξεταστή».

«Γιατί κρίνεις τους πάντες από τον εαυτό σου Γιώργο;» τον μάλωσε η Μαρίνα, αλλά προτίμησε να διακόψει τη συζήτηση εκεί.

«Οκ, εγώ θα δεχτώ ότι έχεις δίκιο», συνέχισε ο Γιώργος, «αλλά και εσύ πρέπει να παραδεχτείς ότι κάποιος άλλος, δε σε βλέπει φιλικά».

«Μπορεί και να τη βλέπει», σχολίασε ο Σάββας, ρίχνοντας μια ματιά στον Στάθη, που είχε αλλάξει ντάμα. Η Μαρίνα με τον Γιώργο ακολούθησαν το βλέμμα του. Η αντίδραση του Γιώργου ήταν να γελάσει με τον νέο του φίλο και να του ξεφύγει ένα σχόλιο, «Βρε τον Καζανόβα», ενώ η Μαρίνα ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. «Ηρέμισε κορίτσι, δεν έχεις κανένα λόγο να απογοητεύεσαι! Το πήρες πέρσι το μάθημα σου, τα αγόρια συνηθίζουν να λένε και να κάνουν πράγματα για να εντυπωσιάσουν». Μάλωσε τον εαυτό της και έπειτα τα έβαλε νοερά με τον Λουκά που δεν την είχε αφήσει να ακολουθήσει το πρόγραμμα της και να κάτσει σπιτάκι της να βλέπει την περιπέτεια του νεαρού παιδιού από την Ινδία. Ανακτώντας την ψυχραιμία της, η Μαρίνα στράφηκε προς τον Σάββα και άρχισαν να συζητάνε, ενώ ο Γιώργος χάζευε τον κόσμο του κλαμπ που πηγαινοερχόταν.

«Δεν παίρνουμε μια γύρα ποτά ακόμα;» ρώτησε στο τέλος.

«Πάω εγώ!» προσφέρθηκε η Μαρίνα και σηκώθηκε από το σκαμπό της. Αφού παρήγγειλε τις τρείς μπύρες και ετοιμαζόταν να πληρώσει, άκουσε δίπλα της τη φωνή ενός νεαρού άντρα να λέει στην barwoman. «Κερασμένα από εμένα». Στράφηκε απορημένη και κοίταξε, δεν τον αναγνώριζε, σίγουρα δεν ήταν μαθητής του σχολείου της, αν και δε φαινόταν πολύ μεγαλύτερός της. Φορούσε ακόμη το μπουφάν του, από κάτω το κορμί του φαινόταν αρκετά μυώδες. Είχε σκούρα μαλλιά, κολλημένα προς τα πίσω και μπλε μάτια.

«Δε χρειάζεται», του απάντησε και πρόλαβε να δώσει τα λεφτά στην barwoman, γυρνώντας του επιδεικτικά την πλάτη και προχωρώντας προς το τραπέζι τους, ενώ πίσω της άκουσε γέλια και πειράγματα που απευθύνονταν σε κάποιον Άγη. Τα δυο αδέρφια είχαν σκύψει και κάτι συζητούσαν μεταξύ τους.

«Τι λέτε;» τους ρώτησε, ακουμπώντας τα μπουκάλια της μπύρας πάνω στο τραπέζι, πριν καθίσει. Αφού βάλανε και τη Μαρίνα στη συζήτηση, κάθισαν οι τρεις τους και κουβέντιαζαν.

«Λέω να σηκωθώ να κουνηθώ λίγο, γιατί πιάστηκα. Μαρίνα τι λες να χορέψουμε;»

«Ούτε καν, αρκετά με τον χορό απόψε». Ο Σάββας σηκώθηκε και εκείνος από τη θέση του για να πάει να μιλήσει με κάποιους συμμαθητές του. Αρκετά οικογενειακά είχε περάσει τη βραδιά του ως εκείνη τη στιγμή. Η Μαρίνα παρέμεινε μόνη της, πρώτα έριξε μια ματιά στο κινητό της για να δει ότι είχε ένα μήνυμα που της είχε στείλει η μητέρα της και της ευχόταν να περάσει όμορφα και της έλεγε να προσέχει, κι ένα ακόμα μήνυμα στο messenger από τον Λουκά που τη ρώταγε πως ήταν εκεί τα πράγματα. Της το είχε στείλει αρκετή ώρα νωρίτερα. «Θα έλεγα ότι τα μαθήματα με τον Γκόγκο έχουν μεγαλύτερο σασπένς, κι ελπίζω να μη μετανιώσω γι’ αυτή μου την κουβέντα την Τρίτη που θα έχουμε μάθημα μαζί του». «Τι σασπένς περίμενες από μια σχολική εκδήλωση, που δεν το έχει;» «Σωστή η παρατήρηση σου, όμως την επόμενη φορά φρόντισε να έρθεις εσύ στην εκδήλωση και να κάνω εγώ τα δικά μου». «Δικά σου; Όταν λες…» «Αυτά τα ξενέρωτα ντε». «Ωχ, θα μου το χτυπάς για πάντα;» «Για πάντα δεν ξέρω, για κάνα δυο χρόνια σίγουρα πάντως». Ένιωσε κάποιον να κάθετε στην άδεια καρέκλα του Σάββα, οπότε έκλεισε το κινητό και το έβαλε στην τσάντα της, μόλις στράφηκε και κοίταξε είδε τον τύπο από το μπαρ. 

«Η καρέκλα είναι πιασμένη», του είπε ενοχλημένη από το σκληρό μαρκάρισμά του.

«Πιασμένη;» είπε και ανασηκώθηκε να κοιτάξει. «Μπα, αν καθόμουν στην αγκαλιά κάποιου θα το είχα καταλάβει».

«Τι θες;»

«Να σε γνωρίσω».

«Εγώ όμως δε θέλω».

«Γιατί δε μου δίνεις μια ευκαιρία; Τόσο κακό είναι να σε φλερτάρει κάποιος;»

«Αυτός ο κάποιος πρέπει να καταλαβαίνει ότι δεν υποκύπτουν όλες οι γυναίκες στη γοητεία του».

«Ώστε με βρίσκεις γοητευτικό;»

«Δεν είπα αυτό, μη γελιέσαι».

«Εγώ αυτό άκουσα».

«Προφανώς η ωραιοπάθεια σου, δε σου επιτρέπει να ακούσεις οτιδήποτε άλλο».

«Όλα καλά εδώ;» διέκοψε τη συζήτηση τους ο Στάθης. Έπειτα μόλις είδε ποίος ήταν ο τύπος που είχε καθίσει δίπλα στη Μαρίνα, σαν να εξαγριώθηκε. «Τι κάνεις εδώ ρε;» τον ρώτησε απότομα.

«Ωπ, γνωστές φυσιογνωμίες. Τι κάνεις Στάθη; Έμαθα ότι άλλαξες σχολείο, ισχύει;»

«Ό,τι θέλω έκανα, σήκω τσακίσου και φύγε από εδώ».

«Δε μιλάς όμορφα».

«Γιατί να μιλήσω σε εσένα όμορφα, σίχαμα;»

Ο άγνωστος τύπος αναστέναξε.

«Δεν είναι όμορφος ο τρόπος σου απέναντι στη νέα μας φίλη».

«Δεν είμαι φίλη σου», του απάντησε η Μαρίνα αυθόρμητα.

«Μπορείς όμως να γίνεις, είπε και έκανε να πιάσει μια τούφα από τα μαλλιά της, η Μαρίνα τραβήχτηκε προς τα πίσω, ενώ ο Στάθης τον τράβηξε εξαγριωμένος από το γιακά του πουκαμίσου, αναγκάζοντάς τον να ανασηκωθεί. Τα δυο αγόρια ήταν στο ίδιο περίπου ύψος. Ο τύπος, έσκυψε και κάτι μουρμούρισε στο αυτί του Στάθη, το μόνο που κατάφερε να ξεχωρίσει η Μαρίνα ήταν το όνομα Λίνα. Ο Στάθης αντανακλαστικά έδωσε μια γροθιά στα μούτρα του άντρα και τότε ξεκίνησε ο σάλος στο κλαμπ, αφήνοντας αποσβολωμένη τη Μαρίνα. Οι μπράβοι του μαγαζιού κατευθύνθηκα προς τον Στάθη έτοιμοι να τον πετάξουν από το μαγαζί. Όταν οι φωνές της Ελένης τους σταμάτησαν, αφού τους ενημέρωσε ότι ο Στάθης ήταν μαθητής, κι ότι ο άλλος δεν είχε καμιά δουλειά ανάμεσα τους.

«Το ότι είναι μαθητής δεν του δίνει κανένα δικαίωμα να σηκώνει χέρι και να χτυπάει τους θαμώνες του μαγαζιού», σχολίασε ο υπεύθυνος της ασφάλειας.

«Ο τύπος με ενοχλούσε και προσπάθησε να με υπερασπιστεί», επενέβη και η Μαρίνα που δεν επιθυμούσε να εκδιωχθεί ο Στάθης, αν και εκείνη την ώρα δεν αντιλαμβανόταν ότι έκανε τον εαυτό της πάλι επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

«Όχι και σε ενοχλούσα», διαμαρτυρήθηκε ο τύπος.

«Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ την ενόχληση, αλλά μάθε ότι το όχι και  μάλιστα δυο φορές σημαίνει όχι», του ανταπάντησε εκείνη.

«Πάρε την παρέα σου και φύγε», τον συμβούλεψε ο υπεύθυνος.

«Εμένα διώχνεις;» τον ρώτησε επικριτικά ο τύπος.

«Εφόσον δεν είσαι μαθητής του σχολείου και αντί να πιεις ήσυχα το ποτάκι σου ενοχλείς ανήλικες, ναι, καλό θα ήταν να φύγεις».

«Θα τα ξαναπούμε!» είπε στον υπεύθυνο και ακούστηκε σαν απειλή.

«Όποτε θες!» του απάντησε ο άντρας που ήταν συνηθισμένος από τέτοιες συμπεριφορές.

«Κι εμείς θα τα ξαναπούμε», είπε στον Στάθη, που στον ώμο του ακουμπούσε το χέρι της Ελένης. Ο νεαρός άντρας κατευθύνθηκε προς την πόρτα με τα μάτια όλων των παρευρισκόμενων να τον ακολουθούν προς την έξοδο. Όταν εκείνος με τους ακολούθους του έφυγε, τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς τον Στάθη, ενώ της Μαρίνας κόλλησε πάνω στο χέρι της Ελένης, που κράταγε προστατευτικά τον Στάθη. Εκείνος απομακρύνθηκε πηγαίνοντας προς τις τουαλέτες και η Μαρίνα κάθισε στη θέση της με τα δυο αδέρφια να καταφέρνουν να φτάνουν στο τραπέζι τους.           

«Δυο λεπτά σε αφήσαμε μόνη σου και εσύ προκάλεσες καυγά», σχολίασε ο Γιώργος δήθεν απηυδισμένος, όμως έβαλε φρένο σε ό,τι άλλο σκόπευε να της πει μετά το άγριο βλέμμα που του έριξε.

«Δεν πάμε να φύγουμε».

«Ας περιμένουμε λίγο», πρότεινε ο Σάββας. «Μπορεί ο τύπος να περιμένει έξω, μην μπούμε σε μπελάδες», αν και για τη Μαρίνα ο μπελάς της εκείνη την ώρα βρισκόταν κάπου μέσα στο κλαμπ. Τι προηγούμενα μπορεί να είχαν και από πού γνωρίζονταν, ποια ήταν η Λίνα και εκείνο για την αλλαγή σχολείου, σαν μπηχτή της είχε φανεί.      

 

 

Κεφάλαιο Όγδοο

 

Όπως κάθε πρωί, η Καίτη πέρασε από το σπίτι της Μαρίνας, για να την πάρει και να πάνε μαζί στο σχολείο. Αφού ξεκίνησε να της αφηγείται πως πέρασε την Παρασκευή, στην έξοδο με την οικογένειά της, τη ρώτησε για την εκδήλωση της Τρίτης Λυκείου.

«Τίποτα ιδιαίτερο», σχολίαζε εκείνη, κοιτάζοντας τα παπούτσια της.

«Τελικά ο Λουκάς δεν πέρασε, να πει έστω ένα γεια;» τη ρώτησε η Καίτη.

«Ουφ πια με τον Λουκά, στα είπα όλα στο τηλέφωνο, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο επιμένεις ότι ενδιαφέρεται. Άσε που αν ενδιαφερόταν, μπελάς θα ήταν».

«Γιατί;» τη ρώτησε η Καίτη.

«Διότι εγώ τον βλέπω σαν φίλο, αν εκείνος έκανε κάποια κίνηση δε θα μπορούσα να ανταποκριθώ, και χάνοντας τη στήριξη του στα μαθηματικά… κάτσε Μαρίνα όλο το καλοκαίρι να διαβάζεις για τον Γκόγκο».       

«Μα αλήθεια δε σε νοιάζει;». Ώρες ώρες την έδινε στη Μαρίνα η υπομονή της Καίτης. Είχε την εντύπωση, ότι αν έπεφτε το βλέμμα οποιουδήποτε άντρα επάνω της η Καίτη θα ανταποκρινόταν θετικά, όχι επειδή ήταν εύκολη, αλλά επειδή λειτουργούσε σαν ετερόφωτος πλανήτης που χρειαζόταν οπωσδήποτε έναν ήλιο για να τον φωτίσει, και έτσι θα μπορούσε να χρίσει ως ήλιο της, τα περισσότερα από τα αγόρια του σχολείου.

 

Πιο πίσω προχωρούσαν δυο συμμαθητές των κοριτσιών που συζητούσαν για το μάθημα της Χημείας. «Οι γονείς μου γκρινιάζουν ότι ξοδεύουμε αδικαιολόγητα για το μάθημα της Χημείας», σχολίαζε ο ένας. «Οι δικοί μου αντιθέτως ποτέ δε γκρινιάζουν για έξοδα του σχολείου, αντιθέτως για άλλα πράγματα έχω μόνιμη μουρμούρα, αφού να φανταστείς κι εγώ ισχυρίζομαι πολλές φορές ότι χρειάζομαι λεφτά για το ένα ή το άλλο μάθημα προκειμένου να αυξήσω λίγο το εισόδημα μου». «Σατανικό!» σχολίασε ο φίλος του. «Πάντως δεν έχουμε ξοδέψει και πολλά, ένα ζευγάρι προστατευτικά γυαλιά είναι προτιμότερο από το να μας τα φάνε οι γιατροί αν γίνει κάποιο ατύχημα». «Εδώ ξεκινάει το κήρυγμα του πατέρα μου, το σχολείο πρέπει να είναι ένας ασφαλής χώρος, δεν μπορεί να διατρέχουν τον οποιονδήποτε κίνδυνο οι μαθητές, λες και είναι δυνατόν ποτέ να είναι ασφαλής χώρος το σχολείο, με όλα αυτά τα τέρατα που σε περικυκλώνουν».

Την ίδια ώρα στο γραφείο των καθηγητών ο Γκόγκος κοίταζε την ογκώδη τσάντα του καθηγητή της χημείας. Θα είχε δε θα είχε κλείσει τα τριάντα, το νέο αυτό φρούτο, όπως τον χαρακτήριζε ο Γκόγκος, αναπληρωτής καθηγητής και με περίσσια διάθεση να εκπαιδεύσει τους μαθητές του, λες και οι έφηβοι έχουν καμιά διάθεση για μάθηση. Το μόνο που τους απασχολεί είναι ποιος θα ρίξει ποια στο κρεβάτι, να ενοχλούν ο ένας τον άλλον, να πηγαίνουν εκδρομές, να κολλάνε αφίσες στα δωμάτια τους. Να ακούν τα κορίτσια συγκροτήματα με όμορφα θηλυπρεπή αγοράκια, στα πρότυπα που προστάζει η μόδα, ενώ τα αγόρια να ‘‘ξεχαρμανιάζουν’’ με περιοδικά με μοντέλα όπως τα γέννησε η μάνα τους.

«Θα πας ταξίδι συνάδελφε;» τον ρώτησε ο Γκόγκος. Ο Θέμης ακολούθησε το βλέμμα του καθηγητή των μαθηματικών προς τη παραφουσκωμένη τσάντα του και χαμογέλασε καλόβολα.

«Όχι, έχω να κάνω ένα πείραμα με τα παιδιά της Δευτέρας».

«Πείραμα!» είπε και άφησε εκεί τη φράση του ο Γκόγκος.

«Ναι, η χημεία είναι ένα μάθημα που η θεωρία από μόνη της δε βοηθάει τους μαθητές να μάθουν κάτι, πρέπει να το δουν και στην πράξη».

«Θα τους φτιάξεις καμιά μολότοφ;» τον ειρωνεύτηκε ο μαθηματικός.

«Προς Θεού, όχι!» απάντησε εκείνος, αλλά δε συνέχισε γιατί δεν ήθελε να έρθει σε διένεξη μαζί του, μιας και ο Θέμης δεν ήταν τόσο αγαθός όσο ήθελε να παριστάνει.  

«Προσέξτε μόνο μη κάνετε Κούγκι το σχολείο με όλους αυτούς τους δυναμίτες», σχολίασε ο θεολόγος, την ώρα που γέμιζε με γαλλικό καφέ την κούπα του, από την καφετιέρα.

«Δεν έχω μπαρούτι μην ανησυχείτε, είναι απολύτως ασφαλή τα πειράματα που κάνουμε στην τάξη. Αν συνέβαινε κάτι δε θα μου το συγχωρούσα ποτέ».

Η Όλγα αν και άκουγε τη συνομιλία των τριών αντρών, προτίμησε να μην κάνει κάποιο σχόλιο, αν και την ενοχλούσαν οι μπηχτές του Γκόγκου, στον συνάδελφο τους. Αυτό το ύφος που έπαιρνε του παντογνώστη, του κυνικού, την εκνεύριζε. Κι από ότι είχε πάρει το αυτί της δεξιά και αριστερά, από κουβέντες των παιδιών, ούτε εκείνα είχαν την καλύτερη γνώμη για τον μαθηματικό τους, δεν της έκανε εντύπωση αν συμπεριφερόταν και μέσα στην τάξη, όπως συμπεριφερόταν στο γραφείο των καθηγητών.

«Που θα πάει φίλε μου», σχολίασε ο Γκόγκος, όταν ακούστηκε το κουδούνι της πρωινής προσευχής πριν την έναρξη της πρώτης ώρας, «θα περάσουν τα χρόνια και θα γίνεις κι εσύ σαν και εμάς», είπε χτυπώντας τον στον ώμο. Με κόπο συγκρατήθηκε η Όλγα να μην απαντήσει.

 

«Μαρίνα, μας κοιτάζουν όλοι ή είναι η ιδέα μου;» ρώτησε η Καίτη. Η Μαρίνα κοίταξε γύρω της τους μαθητές στο προαύλιο και πρόσεξε ότι πράγματι πολλοί είχαν στραμμένο το βλέμμα επάνω τους, σχολιάζοντας ένας Θεός ήξερε τι.

«Μη δίνεις σημασία», απάντησε η Μαρίνα ενώ για πρώτη φορά ο ήχος του κουδουνιού πριν την έναρξη των μαθημάτων, τη γέμισε ανακούφιση. Έπειτα από την προσευχή, κι ενώ το κοπάδι των μαθητών προχωρούσε για να μπει στο κτήριο του σχολείου και να κατευθυνθούν στις αίθουσες διδασκαλίας τους, ο Στάθης ήρθε και στάθηκε δίπλα στη Μαρίνα, προσπαθώντας να της μιλήσει.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.

«Γιατί να μην είμαι;»

Προχώρησαν για λίγο σιωπηλοί, ενώ η Καίτη προπορεύτηκε για να τους αφήσει να μιλήσουν, αν και δεν είχε φανταστεί τι είχε συμβεί. Ο Στάθης αν και συνέχισε να προχωράει δίπλα στη Μαρίνα, δε βρήκε κάτι άλλο να της πει, ενώ εκείνη είχε την ευκαιρία, να επιστρέψει το βλοσυρό βλέμμα που της είχε ρίξει μήνες νωρίτερα ο Βίκτωρας, όταν τον είδε να την κοιτάζει.

«Καλό μάθημα!» αρκέστηκε να ευχηθεί, μόλις έφτασαν στον δεύτερο όροφο, όπου ήταν οι τάξεις τους. Εκείνη προτίμησε να μην του μιλήσει και να κατευθυνθεί στη δική της, που κάποιοι την υποδέχτηκαν με επιδοκιμαστικά σφυρίγματα. Ο Λουκάς την κοίταξε χαμογελώντας στραβά, ενώ της είπε θέλοντας να την πειράξει. «Προκάλεσες καυγάδες απ’ ότι έμαθα».         

«Τι καυγάδες;» ρώτησε η Καίτη.

«Λουκά να χαρείς!» του απάντησε εκείνη, βγάζοντας τα βιβλία από την τσάντα της.

«Δε σου είπε; Ανάμεσα σε έναν τελειόφοιτο και έναν εξωσχολικό. Τα μεγάλα αγόρια έχουν βάλει στο μάτι τη φιλενάδα σου», είπε μειδιώντας.

Η είσοδος του χημικού, σταμάτησε κάθε συζήτηση, ενώ η Καίτη ρώτησε τη Μαρίνα. «Με ποιον καυγάδισες, γιατί δεν είπες τίποτα;»

«Δεν καυγάδισα εγώ ανόητη, ο καινούργιος με έναν άλλον παραλίγο να παίξουν ξύλο μπροστά μου, και όλοι νομίζουν τώρα ότι ήμουν η αιτία».

«Δεν ήσουν; Τι ήθελε και σου μίλησε το πρωί ο καινούργιος;»

«Απλά με χαιρέτησε».

«Κορίτσια;» διέκοψε τη συζήτηση τους ο χημικός, αναβάλλοντας τις απορίες της Καίτης για το διάλλειμα.

 

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ενοχλείσαι, είναι κολακευτικό αυτό που συνέβη», συνέχισε η Καίτη τη συζήτηση από το σημείο που τους διέκοψε ο καθηγητής, με το που χτύπησε το κουδούνι.

«Καθόλου κολακευτικό, άλλωστε δε μάλωσαν για εμένα, έχουν προηγούμενα. Ο καινούργιος ήρθε έτοιμος για καυγά».

«Και τότε εσύ γιατί του πήρες το μέρος, είναι κι αυτός φίλος σου;» την ειρωνεύτηκε η φιλενάδα της.

«Φυσικά και δεν είναι, αλλά ο άλλος με ενοχλούσε και δε μου άρεσε όταν του την έπεσε ολόκληρο το μαγαζί να τον πετάξει από την εκδήλωση του σχολείου του».

«Όμως αυτός είχε προκαλέσει τον καυγά, αφού απ’ ότι λες εκείνος πρώτος χτύπησε τον άλλον».        

«Μπορεί να χτύπησε πρώτος τον άλλον, αλλά δεν είμαι βέβαιη ότι ξεκίνησε τον καυγά. Ο άλλος κάτι του ψιθύρισε, οπότε προφανώς τον προκάλεσε, που ισοδυναμεί ότι ο άλλος ξεκίνησε τον καυγά».

«Και εσύ γιατί να εμπλακείς;»

«Καίτη ώρες ώρες, νιώθω ότι με περνάς από ανάκριση».

«Αυτό που λέω είναι να μην απορείς που όλοι σε συζητάνε».

«Δεν απορώ, φυσικά και δεν απορώ. Πέρσι έκανα τη βλακεία και εμπιστεύτηκα τη μαλακισμένη τη Βασιλική, όπου με εξέθεσε. Συν του ότι αφέθηκα να παρασυρθώ από έναν ενθουσιασμό χωρίς τίποτα ουσιαστικό. Φέτος απλά υποστήριξα έναν μαθητή του σχολείου, αλλά που θα πάει θα ξεχαστεί, μιας και σε άλλη εκδήλωση δεν πρόκειται να πάω».

«Δεν είναι λύση αυτή».

«Μια χαρά λύση είναι», είπε και έμειναν για λίγο σιωπηλές. «Τι σκέφτεσαι τώρα;»

«Σκέφτομαι ποια είναι η διαφορά η δική σου από της Στεφανίας».

«Τι μπλέκεις τη Στεφανία τώρα», παρατήρησε ενοχλημένη η Μαρίνα.

«Κι όμως, κορίτσια σαν τη Στεφανία θα έφερναν ως παράσημο τον καυγά που προκλήθηκε στην εκδήλωση, θα τον είχαν για καύχημα, ενώ εσύ προσπαθείς να τον αποτινάξεις, να μην παραδεχτείς, ότι έστω άθελα σου προκάλεσες καυγά ανάμεσα σε δυο αγόρια. Οι περισσότερες που σε κοιτάζουν σε ζηλεύουν, προκαλείς πάθη σε μεγαλύτερους».

«Πότε θα σταματήσεις να διαβάζεις τα άρλεκιν της μαμάς σου;»

«Κορόιδευε εσύ, αλλά μόνο για τις πρωταγωνίστριες οι άντρες παίζουν ξύλο».

«Τι ακούω! Λες να τον καλέσει και σε μονομαχία με όπλα!»

«Πιστεύω να μην το φτάσουν ως εκεί. Πάντως ο ευγενικός ιππότης σου, ξεροσταλιάζει να σε κοιτάει από την είσοδο του κτηρίου».

«Το καλό που του θέλω εκεί να μείνει και να μη με πλησιάσει».

«Γιατί δεν παίρνεις ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του;» την ειρωνεύτηκε η Καίτη.

«Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα».   

«Ενοχλημένος πάντως μου ακούστηκε ο Λουκάς νωρίτερα».

«Δεν αντέχω άλλο», σχολίασε και ξεκίνησε πρώτη για να πάει στην τάξη τους, ενώ περνώντας μπροστά από τον Στάθη, δεν του έριξε ούτε μια ματιά.

 

«Μέγας ιεροεξεταστής», σκέφτηκε και χαμογέλασε η Όλγα με το παρατσούκλι που είχαν κολλήσει οι μαθητές στον μαθηματικό τους και που μόλις εκείνο το πρωί είχε πάρει κάπου το αυτί της. Άραγε να είχαν δώσει και σε εκείνη κάποιο παρατσούκλι, δε θα ήθελε να ξέρει. Πάντως τα παιδιά φαίνονταν να τη συμπαθούν, ακόμα και οι κάτω του μετρίου μαθητές. Προσπαθούσε να τους εξηγεί, να συζητάει μαζί τους, να έχουν διάλογο. Δεν την ενδιέφεραν μόνο οι άριστοι και οι καλοί μαθητές, αλλά το σύνολο τους. Ήθελε να διεγείρει τη φαντασία τους. Να βρίσκουν ενδιαφέρουν σε αυτά που προσπαθούσε να τους μάθει. Αγαπούσε τον κλάδο τον οποίο είχε σπουδάσει. Και την ίδια αγάπη ήθελε να καλλιεργήσει και στους μαθητές της. Να τους εμπνεύσει να μη βλέπουν τα μαθήματα και τις ώρες μαζί της σαν άλλη μια χαμένη από τη ζωή τους ώρα, που την αντάλλασαν προκειμένου να πάρουν το απολυτήριο λυκείου. Έπρεπε να γνωρίζουν ιστορία, όχι επειδή το έλεγε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλά επειδή μόνο μέσω της γνώσης αυτής, θα αντιλαμβάνονταν το μέλλον τους. Η λογοτεχνία, είχε πολλά επίσης να τους διδάξει, όσο για τα αρχαία, είναι η πηγή του πολιτισμού. Μπορεί να μη συναντήσουν στον δρόμο τους τον Περικλή ή τον Σωκράτη, όμως ήταν η ρίζα της γλώσσας τους. Και όταν μιλάς σωστά μια γλώσσα, σημαίνει ότι αντιλαμβάνεσαι ολόκληρη τη φιλοσοφία της, ότι σκέφτεσαι με τον ορθό τρόπο. Την πρώτη φορά που έμπαινε σε μια τάξη έλεγε στους μαθητές της, ότι το μόνο που έπρεπε να κάνουν στο μάθημα της ήταν να διατηρήσουν το άριστα. Δεν ξεκίναγαν με μηδέν, η μάθηση δεν ήταν ένα παιχνίδι στο ιντερνέτ όπου συσσώρευαν αντί για πόντους βαθμούς, έπρεπε να έχουν ως στόχο τη γνώση. Αυτό συνήθως πείσμωνε και τους πιο αδύναμους μαθητές, οι οποίοι κατάφερναν να βλέπουν στα μαθήματά της στον έλεγχο, βαθμούς από 14 και πάνω. Σπάνια πιο χαμηλό, έπειτα πείσμωναν περισσότερο και όλο ανέβαιναν. Και εκείνη ήταν ικανοποιημένη. Η ιδέα με το «όλοι έχετε άριστα, αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να το συντηρήσετε», την είχε πάρει από μια ταινία της δεκαετία του 90’ με πρωταγωνίστρια τη Michelle Pfeiffer, σε σκηνοθεσία του John Smith και με τίτλο “Dangerous Minds”. Βέβαια η καθηγήτρια που ενσάρκωνε στην ταινία η Pfeiffer, η Louanne Johnson, δεν τα βρήκε από την αρχή εύκολα με τους μαθητές της. Στο πρώτο μάθημα έγινε αποδέχτης της συνολικής απόρριψης των μαθητών, έπειτα αποφάσισε να το παίξει σκληρό καρύδι, μήπως τη σεβαστούν, και τελικά τους κέρδισε επειδή δεν τους υποτίμησε και επειδή είχε την ικανότητα να ανοίγει διάλογο. Ήταν μια ταινία που άρεσε ιδιαίτερα στην Όλγα, όπως και όλες εκείνες οι ταινίες που είχαν να κάνουν με το δύσκολο έργο των καθηγητών σε τάξεις εφήβων και μάλιστα δημόσιων σχολείων, οι οποίοι υποτιμούνται για τις ικανότητες τους, και το σύστημα τους μεταχειρίζεται σαν κατώτερης αξίας πολίτες και τους οδηγεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην παραβατικότητα. Νέους ανθρώπους που θέλοντας και μη έχουν δεχτεί τον ρόλο τους. Παιδιά φτωχών οικογενειών, παιδιά μεταναστών. Μια ανάλογη ταινία ήταν και εκείνη του Richard LaGravenese “Freedom writers” με την Hilary Swank, μια ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Αυτές οι ταινίες της άρεσαν, οι ταινίες, όπου οι καθηγητές δεν μέτραγαν τα λεπτά να βγουν από την τάξη, όπως ο Γκόγκος, αλλά με καθηγητές που ήταν ουσιαστικά παρόντες και κοντά στη νέα γενιά, βοηθώντας την όπως και όσο μπορούσαν.

Οι ταινίες αυτές δεν είχαν διαφύγει από την Μαρίνα, που ο πατέρας της την είχε μυήσει στον κινηματογράφο από αρκετά νωρίς, και όπου μαζί είχαν παρακολουθήσει ακόμα και ασπρόμαυρο ή βωβό κινηματογράφο. Οπότε η Όλγα είχε αποκτήσει το δικό της παρατσούκλι, Μις Τζόνσον, από το ρόλο της Michelle Pfeiffer στο “Dangerous Minds”. Αν και το παρατσούκλι αυτό δεν είχε δοθεί με καμία ειρωνική διάθεση, αλλά περισσότερο ως φόρος τιμής.

Και με την ευκαιρία αυτών των σκέψεων, κατέληξε και στον Θέμη, που όπως και η ίδια, έδειχνε ενδιαφέρον να διδάξει τους μαθητές του και να τους βάλει στην καρδιά τη Χημεία. Αν και η Χημεία μπαίνει στην καρδιά όσων έχουν κλίση σε εκείνη. Όπως και να είχε έκανε και εκείνος ό,τι περνούσε από το χέρι του, αν δεν την αγαπήσουν έστω να την κατανοήσουν. «Τα πάντα είναι θέμα χημείας», είχε σχολιάσει σε ένα διάλειμμα που περνοδιάβαιναν μαζί τους διαδρόμους του σχολείου, «ακόμα και ο έρωτας».

«Έτσι εξηγείται γιατί δεν καταλαβαίνω και πολλά από τον έρωτα», είχε απαντήσει χαριτολογώντας η Όλγα, αν και είχε καταλάβει το υπονοούμενο του συναδέλφου της. Όμως στο εξωτερικό υπήρχε κάποιος άλλος, που είχε φύγει γιατί οι συνθήκες δεν ευνοούσαν να παραμείνει πίσω στη χώρα του. Ήταν δίκαιο να περάσει πρώτη την πόρτα της σχέσης τους και να βγει από αυτή, εφόσον πλέον είχε ανοίξει, ή θα ήταν προδοσία; Θα έπρεπε να περάσει εκείνος την έξοδο πρώτα, ή πλέον δεν είχε καμία σημασία;

 

Λίγο πιο δίπλα, δυο μαθητές της πρώτης κάθονταν στο πεζούλι και συζητούσαν.

«Είμαστε κακοί μαθητές, είμαστε τεμπέληδες, περνάμε πανεπιστήμιο, λειώνουμε τα παντελόνια μας να πάρουμε πτυχία, και μεταπτυχιακά που μας επιβάλουν, διδακτορικά και πέντε έξι ξένες γλώσσες, πάλι θεωρούμαστε τεμπέληδες. Ήμαρτον πια!» σχολίασε απηυδισμένος από τις δηλώσεις ενός κυβερνητικού εκπροσώπου.

«Απλά για εκείνους είμαστε η πλέμπα», απάντησε ο φίλος του χαλαρός. «Για αυτούς δεν έχουμε δικαίωμα στην εκπαίδευση και στη μόρφωση, μας χρειάζονται μόνο για φτηνά εργατικά χέρια και τέτοια θέλουν να μας καταστήσουν. Αλλά σκέψου και το άλλο, παίρνεις διδακτορικό και σε προσλαμβάνει κάποιος εργοδότης, αν έχεις εσύ περισσότερες γνώσεις από τον ίδιο, πως θα νιώσει ο άνθρωπος, που είναι άριστος, άξιος και εκλεκτός της κυβέρνησης».

«Να τη βράσω και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, τι στο διάολο πάνε και ψηφίζουν αυτοί οι ενήλικες;»                                                      

 

 

Κεφάλαιο Ένατο

 

Τις επόμενες μέρες ο Στάθης, φάνηκε να σέβεται την επιθυμία της Μαρίνας και να παραμένει μακριά της, χωρίς να προσπαθεί να την προσεγγίσει. Αντιθέτως περνούσε αρκετό από τον χρόνο του στα διαλλείματα με την Ελένη. Αν και προφανώς το ξύλο που έπεσε στην εκδήλωση, τον είχε κάνει αρκετά δημοφιλή, ακόμα και στα αγόρια της Τρίτης Λυκείου, που πλέον τον μετρούσαν αλλιώς, και όλο και κάποιο του έπιανε την κουβέντα.

Η Μαρίνα δε φάνηκε να επηρεάζεται από το ότι ο Στάθης δεν επιχειρούσε να την πλησιάσει. Τα πειράγματα και τα επίμονα βλέμματα των μαθητών του σχολείου, με την ίδια στόχο, από τα μέσα της σχολικής εβδομάδας είχαν αραιώσει, ενώ κάποιες φορές που η Καίτη είχε το βλέμμα της καρφωμένο στον Στάθη, με σκοπό να την ενημερώνει για το που βρίσκεται, με ποιον μιλάει και τι κάνει, εξαγρίωνε τη Μαρίνα.

«Σταμάτα το! Θα νομίζουν ότι εγώ σε έχω βάλει να κοιτάζεις και να μου λες τι κάνει». Θέλοντας και μη η Καίτη σταμάτησε να κάνει την κατάσκοπο και τα δυο κορίτσια μείνανε να κουβεντιάζουν άλλα θέματα. 

Επιτέλους η Παρασκευή είχε φτάσει και η Μαρίνα είχε σχέδια για το επερχόμενο Σαββατοκύριακο. Θα έκανε ό,τι δεν είχε κάνει το προηγούμενο διήμερο, θα έβλεπε ταινίες και θα ολοκλήρωνε το λογοτεχνικό βιβλίο που είχε ξεκινήσει, την Πάουλα της Αλιέντε. Η αναζήτηση ταινιών, από το δωματιάκι δίπλα στην κάμαρα της, ήταν μια ευχάριστη διαδικασία για εκείνη. Όταν ένιωθε κουρασμένη από το διάβασμα, προτιμούσε να μπαίνει στο διπλανό χώρο και να χαζεύει τους τίτλους των βιβλίων και των ταινιών. Καλλιεργούσε τη φαντασία της και ένιωθε ότι ξεκουραζόταν. Η μητέρα της θα επιθυμούσε να είναι πιο κοινωνική, αν και η Μαρίνα δεν είχε θέμα κοινωνικοποίησης. Είχε τους φίλους της, τα πήγαινε καλά με τους περισσότερους από τους συμμαθητές της, αλλά χρειαζόταν και χρόνο για την ίδια. Χρόνο για ό,τι πραγματικά αγαπούσε και με το οποίο ήθελε να ασχοληθεί. Είχε σκοπό με το που θα τελείωνε το σχολείο να γραφτεί σε μια σχολή σκηνοθεσίας, όμως την είχε επηρεάσει αυτό που της είχε προτείνει ο Σάββας. Οι γνώσεις ποτέ δεν πάνε χαμένες, με βεβαιότητα θα σε βοηθήσουν στην κινηματογραφική σου σταδιοδρομία. Θα μπορούσε άραγε να παρακολουθεί παράλληλα σε δυο σχολές; Δεν είχε να χάσει κάτι αν προσπαθούσε, αλλά θα έπρεπε να περάσει με την πρώτη και σε μια σχολή της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Να μπορεί ανά πάσα στιγμή επιθυμήσει, να ξεκινήσει και μαθήματα κινηματογράφου.    

Το κουδούνι του σχολάσματος χτύπησε, βγάζοντας τη Μαρίνα από τις σκέψεις της. Οι περισσότεροι μαθητές πετάχτηκαν από τις θέσεις τους λες και είχαν ελατήριο, πέταξαν βιαστικά βιβλία, στυλό και τετράδια στην τσάντα τους και ξεκίνησαν να φύγουν. Η Μαρίνα με την Καίτη έβαλαν με τάξη τα πράγματα τους στις σάκες τους και ξεκίνησαν και εκείνες. Περνώντας την πύλη του προαυλίου τα δυο κορίτσια συζητούσαν για τα σχέδια τους.

«Θα έρθει ένας ξάδερφος μου να μείνει αυτό το Σαββατοκύριακο σπίτι μας», ανακοίνωσε η Καίτη.

«Οπότε έχει εξόδους;»

«Μπα, με θεωρεί μικρή και εγώ δεν τον κάνω και πολύ κέφι, είναι παράξενος».

«Μπορεί να έχει ωραίους φίλους».

«Δείξε μου το φίλο σου», σχολίασε αδιαφορώντας η Καίτη. Τα δυο κορίτσια δεν είχαν προσέξει τον τύπο που τις ακολουθούσε, άλλωστε όλοι οι μαθητές του σχολείου ξεκινούσαν μαζί τον δρόμο τους και για λίγη ώρα προχωρούσε ολόκληρο μπούγιο από νέους μαζί. Όταν εκείνος έφτασε στο πλάι της Μαρίνας, της μίλησε.    

«Γεια σου Μαρίνα!» εκείνη γύρισε ξαφνιασμένη μόλις άκουσε το όνομα της και ξαφνιάστηκε ακόμη περισσότερο όταν είδε δίπλα της τον τύπο από την εκδήλωση.

«Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε απορημένη και ενοχλημένη, μιας και εξ’ αρχής δεν της είχε κάνει καλή εντύπωση.

«Μα τι υποδοχή είναι αυτή, πέρασα την ώρα μου έξω από το σχολείο σου να ξεροσταλιάζω να σχολάσεις».

«Κακώς!» του απάντησε και τραβώντας από το χέρι την Καίτη την ανάγκασε να ανοίξει το βήμα της.

«Μα δεν χρειάζεται να με αποφεύγεις». Η Μαρίνα προτίμησε να μην του απαντήσει. «Συμπεριφέρεσαι λες και με φοβάσαι, όμως δεν έχεις να φοβηθείς κάτι από εμένα, άλλωστε είμαι από εκείνους που προστατεύουν τα κορίτσια».

«Δηλαδή;» ρώτησε αυθόρμητα η Καίτη, που αναγκαζόταν σχεδόν να τρέχει ώστε να ακολουθεί το βηματισμό της φίλης της, αλλά έδινε σημασία στα όσα έλεγε ο άγνωστος τύπος, τον οποίον: «Από πού στην ευχή τον ήξερε αυτόν η Μαρίνα;»

«Είμαι αστυνομικός», απάντησε με περηφάνια στην ερώτηση της Καίτης.

«Ένας λόγος να σε φοβάμαι ακόμα περισσότερο», σχολίασε αυθόρμητα η Μαρίνα.

«Α, ώστε από αυτές είσαι, ραντεβού στα οδοφράγματα κι έτσι, δε με πειράζει καθόλου, μπορώ να πω ότι μου αρέσει κιόλας, είσαι μια πρόκληση». Η Μαρίνα σταμάτησε απότομα, συγκρατώντας την Καίτη.

«Δεν είμαι πρόκληση, θέλω να με αφήσεις ήσυχη».

«Δεν μπορώ να σε αφήσω ήσυχη, έχω την ευθύνη σου».

«Από πού κι ως που έχεις την ευθύνη μου;»

«Μα σου εξήγησα είμαι… μάλλον πρόκειται σύντομα να είμαι αστυνομικός, μιας και τώρα είμαι στη σχολή».

«Η μεγάλη των μπάτσων σχολή!» ταίριαξε απευθείας την πληροφορία με την ανάλογη ταινία η Μαρίνα. Μια σειρά trash ταινιών της δεκαετίας του 90’, που διακωμωδούσαν την αμερικάνικη αστυνομία που τελικά παρά τις γκάφες των νεαρών αστυνομικών της ακαδημίας κατάφερναν στο τέλος να λύσουν τις υποθέσεις και να νικήσουν τους κακούς. Ταινίες τις οποίες χάζευε με τον μπαμπά της όταν ήταν πέντε ετών και που όπως εκείνος σχολίαζε όταν αργότερα η Μαρίνα μεγάλωσε και τις υποτιμούσε, «πρέπει να έχεις γνώσεις από τα πάντα, αν θες να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο».

«Και πάλι γιατί έχεις την ευθύνη μου, δε νομίζω ότι απειλούμε από κάποιον». Ο Άγης έκανε ένα βήμα και ήρθε ακόμα πιο κοντά στη Μαρίνα, μπαίνοντας στον προσωπικό της χώρο. Αν και εκείνη ενστικτωδώς θα ήθελε να κάνει ένα βήμα πίσω, πίεσε τον εαυτό της να παραμείνει στη θέση της,  μη θέλοντας να δείξει αδυναμία, όμως τον κοίταξε εχθρικά στα μάτια.     

«Υποθέτω ότι ο κοινός μας φίλος σου μίλησε άσχημα για εμένα».

«Εμένα δε μου φάνηκε και πολύ φίλος σου τις προάλλες».

«Έχουμε τις διαφορές μας, δε θα το αρνηθώ, αλλά με έχει δαιμονοποιήσει για κάτι για το οποίο δεν ευθύνομαι».

«Δε με ενδιαφέρει τι έχετε μεταξύ σας, εμένα μπορείτε να μη με ενοχλείτε;»

«Δώσε μου μια ευκαιρία να σου μιλήσω μόνο».

«Στη σχολή δε σου έμαθαν πως δεν είναι σωστό να παρενοχλείς ανήλικες;»

«Έχεις κλείσει τα 16 ή κάνω λάθος; Δεν είσαι τόσο μικρή, ούτε εγώ τόσο μεγάλος. Όπως και να έχει μπορώ να κάνω υπομονή για δυο χρόνια».

«Στη σχολή δε σου έμαθαν πως δεν είναι σωστό να παρενοχλείς γυναίκες που δε θέλουν να έχουν σχέση μαζί σου;»

«Μα δεν κάνω κάτι κακό, προσπαθώ να σου μιλήσω και να σου εξηγήσω».

«Δε με ενδιαφέρει να μου εξηγήσεις κάτι», του απάντησε η Μαρίνα και τράβηξε την Καίτη μαζί της χωρίς να κοιτάξει άλλο πίσω.

«Καλέ αυτός ήταν ο ... ο τύπος στην εκδήλωση που μάλωσε με αυτόν της Τρίτης;»

«Ναι, αυτός ο βλάκας είναι!»

«Καλέ αυτός είναι πιο ωραίος από τον άλλον, μελαχρινός με μπλε μάτια. Εγώ αυτόν θα διάλεγα στη θέση σου».

«Αν τον θες τόσο πολύ χάρισμα σου, για εμένα δεν τίθεται θέμα επιλογής. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος».    

«Ούτε ο τρίτος;» έριξε την σπόντα της για τον Λουκά η Καίτη

«Κανένας, μια χαρά είμαι μόνη μου, δε χρειάζεται να βιαστώ για να κάνω σχέση για τη σχέση».

«Πέρσι με τον Βίκτωρα θα…»

«Πέρσι με τον Βίκτωρα ήμουνα ανόητη, δε χρειάζεται να επαναλάβω τα ίδια λάθη».

 

Ο Στάθης μπαίνοντας στο σπίτι του, παράτησε την τσάντα του όπως όπως και πήγε στο δωμάτια του, που άρχισε να χτυπάει με μανία τον σάκο του μποξ. Όλα είχαν εξελιχθεί μπροστά στα μάτια του κι εκείνος δεν είχε μπορέσει να κάνει τίποτα. Αυτό θα γινόταν τώρα, ο Άγης τον είχε ξετρυπώσει και θα χρησιμοποιούσε ως μοχλό πίεσης τη Μαρίνα για να τον ενοχλεί. Προσπάθησε να επέμβει, αλλά τον πρόλαβε ο Γιώργος και η Ελένη. Ωραίος φίλος και αυτός ο Γιώργος, αντί να φροντίσει να πάει στη Μαρίνα και να την αποτραβήξει από τον ηλίθιο που την ενοχλούσε, τον είχε αρπάξει και τον εμπόδισε να την προστατέψει.

«Για πού το έβαλες εσύ;»

«Την ενοχλεί».

«Δεν είναι δικό σου θέμα».

«Κι όμως είναι, δεν μπορείς να καταλάβεις».

«Εξήγησε μου τότε να καταλάβω», τον προκάλεσε ο Γιώργος. Με το ζόρι συγκρατήθηκε ο Στάθης να μην ρίξει γροθιά στα μούτρα του Γιώργου. Τελικά είδε τη Μαρίνα να τραβάει τη φίλη της από το χέρι και να απομακρύνεται από τον Άγη, ενώ εκείνος έμενε πίσω κοιτάζοντάς την πριν στραφεί και ρίξει ένα θριαμβευτικό βλέμμα στον ίδιο. Έπρεπε να μιλήσει στη Μαρίνα, να την προειδοποιήσει να της πει ότι κινδυνεύει, όμως όχι εκείνη έπειτα από το περιστατικό της εκδήλωσης φαινόταν θυμωμένη, τι κι αν είχε πάρει το μέρος του εκείνο το βράδυ. Του είχε κάνει ξεκάθαρο με τη στάση της ότι δεν ήθελε και πολλές σχέσεις μαζί του. Έτσι αποφάσισε και εκείνος να μείνει μακριά της, κι ας ένιωθε ότι ήθελε να βρίσκεται συνέχεια στο πλάι της. Μετά από δυο ώρες που χτυπούσε με μανία τον σάκο του μποξ, έπεσε αποκαμωμένος στο κρεβάτι του. Πήρε το κινητό στα χέρια και μπήκε στο προφίλ του Γιώργου ξεκινώντας να ψάχνει ανάμεσα στους διαδικτυακούς φίλους του, τη Μαρίνα. Όμως ούτε το όνομα της ούτε η φωτογραφία της εμφανίστηκε πουθενά. Ύστερα ξεκίνησε την ίδια διαδικασία με τους φίλους του Σάββα, όμως πάλι κανένα αποτέλεσμα.

«Στάθη;» άκουσε τη μητέρα του να του φωνάζει, εκείνος της απάντησε και μια γυναίκα με φανερά τα σημάδια της κούρασης στο πρόσωπο και στη στάση του σώματος, μπήκε στο δωμάτιο.

«Δεν πήγες στο φροντιστήριο;»

«Τι ώρα είναι;» είπε και κοίταξε το ρολόι του, πριν πεταχτεί όρθιος και αρχίζει να τρέχει πανικόβλητος μέσα στο δωμάτιο, ώστε να μαζέψει τα πράγματα που χρειαζόταν για το μάθημα του φροντιστηρίου. 

«Στάθη, δεν έφαγες όταν γύρισες από το σχολείο;» συνέχισε η μητέρα τους τις ερωτήσεις.

«Δεν πεινούσα, θα φάω μόλις γυρίσω», απάντησε και έφυγε. Άραγε έπρεπε να πει στη μητέρα του όταν θα γύριζε στο σπίτι, για την επανεμφάνιση του Άγη στη ζωή του. Προτιμότερο όχι, θα τη φόρτωνε με μια επιπλέον ανησυχία, της αρκούσε το πένθος της. Όμως η μητέρα του ήταν αποφασισμένη να του μιλήσει όταν θα γύριζε εκείνος από το φροντιστήριο. Αρκετά είχε φορτωθεί το παιδί της τα τελευταία χρόνια, ήταν μεγάλο βάρος για τους εφηβικούς του ώμους, μπορεί να φαινόταν άντρας, αλλά ήταν ακόμη αρκετά νέος. Έπρεπε να του δώσει μια διέξοδο. Ίσως δεν έπρεπε να δεχτεί να μείνει μαζί της στην Ελλάδα, θα έπρεπε να τον έχει αφήσει να ακολουθήσει τον πατέρα του στη Σουηδία. Η Ελλάδα δεν προσφερόταν για τίποτα πια. Οι κυβερνήσεις είχαν ξεπουλήσει τα πάντα και πλέον είχαν ξεπουλήσει και τους ανθρώπους σε σχεδόν άμισθους σκλάβους των εργοδοτών. Υγεία δεν υπήρχε, παρά μόνο αν είχες χρήματα, η υπουργός παιδείας ετοίμαζε ένα καθόλου αισιόδοξο νέο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο. Για ποιο λόγο να γεννιούνται έλληνες πια; Για να τους κυβερνούν τα ίδια πολιτικά τζάκια ξανά και ξανά, κι απ’ όλες τις θέσεις; Όμως το θέμα δεν ήταν μόνο πολιτικό, είχαν πέσει πολλές δυστυχίες τα τελευταία τρία χρόνια στην οικογένεια τους. Αυτά συμβαίνουν όταν εμπιστεύεσαι λάθος ανθρώπους, μόνο που κάποιοι δεν είναι απλώς λάθος, αλλά σκέτοι εφιάλτες, που σε εκμεταλλεύονται και σε προδίδουν με τον πιο αισχρό τρόπο.    

 

Επιστρέφοντας ο Στάθης από το φροντιστήριο ένιωθε κατάκοπος. Στο φροντιστήριο ο καθηγητής του είχε κάνει κάμποσες φορές παρατήρηση, βλέποντας τον αφηρημένο, άσε που είχε καθυστερήσει να έρθει στο μάθημα μισή περίπου ώρα. Γυρίζοντας σπίτι το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει ένα μπάνιο και να ξεραθεί για ύπνο. Όμως αντιθέτως με τα δικά του σχέδια, βρήκε τη μητέρα του να τον περιμένει.

«Δεν πεινάω» της είπε για να την αποφύγει.

«Πεινάς δεν πεινάς θα φας», τον μάλωσε εκείνη και ήταν λες και για μια στιγμή είχε επιστρέψει η μητέρα των παιδικών του χρόνων. Θέλοντας να αποφύγει έναν καυγά για το πιο ανόητο λόγο, το ότι δεν έτρωγε το φαγητό του, αφού πέταξε τη σάκα του στο πάτωμα του δωματίου επέστρεψε στην κουζίνα και κάθισε στο τραπέζι, πιέζοντας τον εαυτό του να φάει. Απέφευγε να κοιτάξει τη μητέρα του, που καθισμένη στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, παρέμενε σιωπηλή και τον παρακολουθούσε. «Αποκλείεται να κάθεται μόνο και μόνο για να με δει να τρώω, λες και είμαι πέντε χρονών, κάτι θα θέλει, κάτι θα έγινε», σκέφτηκε, αλλά δεν τόλμησε να μιλήσει.

«Έχει πέσει μεγάλο βάρος στους ώμους σου», ξεκίνησε εκείνη αναστενάζοντας. Εκείνος την κοίταξε, αλλά μη βρίσκοντας να απαντήσει κάτι, συνέχισε να τρώει. «Μετά από όσα συνέβησαν με την αδερφή σου κι όλα αυτά στο προηγούμενο σχολείο σου».

«Περασμένα ξεχασμένα», απάντησε εκείνος για να αποφύγει μια τέτοια συζήτηση.

«Μερικά πράγματα δε γίνεται ούτε να ξεχαστούν, ούτε να διαγραφούν Στάθη. Κουβαλάς ένα φορτίο μέσα σου και δεν υπάρχει άνθρωπος να το μοιραστείς, έχεις θυμό και είναι λογικό, η οικογένεια μας διαλύθηκε μετά από αυτό που έγινε με τη Λίνα».

«Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Είχαμε πει ότι δε θα το ξανασυζητήσουμε».

«Κακώς το είχαμε πει, ήταν μεγάλο λάθος. Και δεν το συζητούσαμε όταν ήταν εδώ η αδερφή σου, τώρα που έφυγε δε χρειάζεται να κρυβόμαστε».

«Είναι σαν να την προδίδουμε όσο το συζητάμε».

«Και είναι σαν να προδίδουμε τον εαυτό μας όταν δεν το συζητάμε. Έχασα ένα παιδί Στάθη, δε θέλω να χάσω και δεύτερο».

«Δεν έχασες…»  ψέλλισε, αλλά σταμάτησε εκεί τη φράση κομπιάζοντας.  

«Δε θέλω να είμαι μια μάνα που δεν έμαθε από τα λάθη της, θέλω να σε βοηθήσω, αλλά δεν ξέρω τον τρόπο. Τον τελευταίο καιρό έχεις κλειστεί στον εαυτό σου, νόμιζα ότι αν άλλαζες σχολείο θα καλυτέρευαν τα πράγματα, αλλά δε βλέπω καμία καλυτέρευση έως τώρα. Έχεις αποξενωθεί από τους φίλους σου».

«Δεν έχω αποξενωθεί…» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Είμαι σε καινούργιο σχολείο, τώρα έχω αρχίσει να μαθαίνω τους συμμαθητές μου, έχω αρχίσει να κάνω νέους φίλους».

«Οι φίλοι σε αυτή την ηλικία είναι ρευστοί».

«Μα τι λες τώρα;»

«Πρέπει να βρούμε κάποιον που θα νιώθεις άνετα να του μιλήσεις, να του πεις όσα νιώθεις και σκέφτεσαι χωρίς να φοβάσαι ότι θα σε κρίνει, αρκετή κριτική έχεις υποστεί όλο αυτό το διάστημα».

«Τέτοιοι άνθρωποι μαμά δεν έρχονται με παραγγελία», σχολίασε ο Στάθης.

«Κι όμως», του απάντησε εκείνη ήρεμα.

«Δεν πιστεύω να θες να με στείλεις σε ψυχίατρο;» τη ρώτησε αποδοκιμαστικά.

«Μην το παίρνεις έτσι. Αν μιλήσεις σε ένα ειδικό, θα νιώσεις καλύτερα…»

«Ούτε να το σκέφτεσαι, άλλωστε οι ειδικοί θέλουν έναν σκασμό λεφτά».

«Θα μας βοηθήσει και ο πατέρας σου».

«Καλά πήρες τον πατέρα στην άλλη μεριά της Ευρώπης και τον ανησύχησες για σαχλαμάρες. Δεν έχω τίποτα χριστιανή μου, δε με προβληματίζει κάτι, είμαι πολύ καλά, απλά είμαι κουρασμένος εξαιτίας των Εισαγωγικών».

«Δεν είναι έτσι και το ξέρεις».

«Έτσι είναι!» της απάντησε απότομα και σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Δεν έχω κανένα πρόβλημα, ό,τι συνέβη στο παρελθόν δεν το έπαθα εγώ το έπαθε η Λίνα, δεν είναι δικό μου πρόβλημα».

«Είχε αντίκτυπο επάνω σου».

«Δεν είχε, δεν είμαι ο ευαίσθητος γιος που θες να πιστεύεις, δεν επηρεάζομαι από τα ξένα μαρτύρια. Ο σταυρός ήταν της Λίνας και εκείνη τον κουβάλησε», είπε και σταματώντας εκεί τη φράση του, παράτησε τη μάνα του μόνη της, κι εκείνος πήγε στο δωμάτιο του και κλειδώθηκε. 

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο

 

Η Τρίτη ήταν μια υπέροχη, ηλιόλουστη, φθινοπωρινή μέρα. Ο ήλιος γέμιζε με καλή διάθεση τους μαθητές που σηκώθηκαν εκείνο το πρωινό για να πάνε στο σχολείο. «Ευκαιρία να ζητήσουμε εκδρομή», συζητούσαν τα μέλη του δεκαπενταμελούς, κι από κοντά και άλλοι μαθητές. Με αδημονία περίμεναν να τελειώσουν την προσευχή αν και η λυκειάρχης δεν ανακοίνωσε τίποτα και οι μαθητές ξεκίνησαν με απογοήτευση για τις τάξεις τους. Όμως όσο οι καθηγητές αργούσαν να εμφανιστούν στις αίθουσες, τόσο η ελπίδα φούντωνε. Τελικά ο φυσικός εμφανίστηκε χωρίς τα βιβλία του στην τάξη της Μαρίνας και τους ανακοίνωσε την πολυπόθητη εκδρομή, προκαλώντας τις ζητωκραυγές των μαθητών, κάτι που επαναλήφθηκε και από τις άλλες τάξεις του σχολείου, μόλις τους ανακοινώθηκε η μεσοβδόμαδη ανάπαυλα από τα μαθήματα. Κάποια παιδιά, έφυγαν βιαστικά για τα σπίτια τους, ανάμεσα σε αυτά και ο Σάββας. Άλλωστε πριν φύγουν για τον περίπατο μέχρι το πιο κοντινό πάρκο, με τα γήπεδα μπάσκετ, την εκκλησία και τους λόφους, με τα πευκόδεντρα όπου οι μαθητές θα είχαν μεγάλη έκταση να απλωθούν στον χώρο και να απολαύσουν λίγες ώρες ανεμελιάς θα περνούσε περίπου μισή ώρα, που θα ξόδευαν περπατώντας άσκοπα στο προαύλιο. Οι περισσότεροι μαθητές επέστρεψαν στο σχολείο κρατώντας μπάλες βόλεϊ, ποδοσφαίρου αλλά και μπάσκετ, ενώ ο Σάββας, ο οποίος καθώς φαινόταν είχε μεγαλύτερη απόσταση να διανύσει, εμφανίστηκε στην ουρά της μαθητικής πομπής την ώρα που κατευθυνόταν προς το πάρκο, έχοντας περασμένη σταυρωτά μια κιθάρα στην πλάτη του.

«Σε ποια θα κάνεις καντάδα;» τον ρώτησε η Μαρίνα.

«Μπα βγήκες από την ντουλάπα σου;» τον πείραξε η Καίτη.

«Χτες ολοκλήρωσα το πάντρεμα των στίχων σου με τη μουσική μου και ήθελα να το ακούσεις», απευθύνθηκε ο Σάββας στη Μαρίνα, αγνοώντας το σχόλιο της Καίτης.       

«Που;» τον ρώτησε τρομοκρατημένη. «Τώρα; Στο πάρκο, με τους συμμαθητές μας να περιδιαβαίνουν;»

«Γιατί όχι;»

«Μα θα μας κρεμάσουν κουδούνια».

«Κανείς δε θα μας κρεμάσει κουδούνια, άλλωστε το έπαιξα στον Γιώργο και για να πει εκείνος ότι είναι καλό… ε, μάλλον θα είναι».

«Για να είπε ο Γιώργος ότι είναι καλό, πάει να πει ότι θέλει να σπάσει πλάκα μαζί μας», σχολίασε η Μαρίνα, που δεν είχε εμπιστοσύνη πλέον στον αδερφό του.   

«Καλά δε θα το παίξω», είπε απογοητευμένος ο Σάββας. «Τσάμπα την κουβάλησα τελικά».

«Γιατί να μη μας παίξει τη μουσική χωρίς να τραγουδήσει τους στίχους;» πρότεινε η Καίτη.

«Κι αυτό γίνεται», σχολίασε ο Σάββας και η Μαρίνα ανασήκωσε και εκείνη τους ώμους της για να δείξει ότι δεν έχει πρόβλημα με αυτό το σενάριο. «Σου παίζω τη μουσική να την ακούσεις και γυρίζοντας από το σχολείο, περνάς από το σπίτι να το ακούσεις ολοκληρωμένο αν θες».

«Αν είναι έτσι, τότε εντάξει», συμφώνησε τελικά και η Μαρίνα.

Αφού έφτασαν στο πάρκο, βρήκαν ένα παγκάκι κάπως πιο απομονωμένο με το Σάββα να παίρνει αμέσως θέση σε αυτό και με τα κορίτσια να παραμένουν όρθια, απέναντί του, περιμένοντας να ακούσουν τη μουσική. Ο Σάββας πήρε την κιθάρα στην αγκαλιά του και άρχισε να παίζει. Η εισαγωγή του τραγουδιού κυλούσε σε χαμηλούς τόνους, όταν ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση απέκτησε ένταση και πιο γρήγορο ρυθμό. Μόλις ο Σάββας τελείωσε, κοίταξε τη Μαρίνα που τον παρακολουθούσε προσεκτικά και με ανασηκωμένο το φρύδι.

«Είναι πολύ καλό Σάββα, μπράβο σου…»     

«Αλλά;» τη ρώτησε.

«Αλλά!»

«Νιώθω ότι υπάρχει ένα αλλά».

«Ναι, απλά νομίζω ότι οι στίχοι είναι πολύ κατώτεροι της μουσικής που έχεις συνθέσει, πρέπει να βρεις ή να γράψεις κάτι καλύτερο».

«Δεν το έχεις ακούσει δεμένο», είπε και ξεκίνησε να παίζει ξανά. Όσο η ώρα περνούσε μαθητές του σχολείου μαζεύονταν γύρω τους, ενώ ο Σάββας είχε προσθέσει και τους στίχους στην εκτέλεση, η Μαρίνα αφοσιωμένη σε αυτό που άκουγε δεν τους είχε προσέξει.

«Η ζωή είναι καταιγίδα / και έχω χάσει την πυξίδα. / Μες στους δρόμους μόνη τρέχω / και τα όνειρα μου βρέχω. / Συζητάω με τις βροντές / όλο κλάμα οι μουσικές / και του κόσμου οι ντροπές / σχηματίζουνε ουρές».   

«Συμπαθητικό!» είπε στο τέλος, «Οι στίχοι δεν του δίνουν…»

«Τέλειο…» άκουσε κάποιον πίσω της να τη διακόπτει.

«…την ένταση που χρειάζεται», κατάπιε τις τελευταίες λέξεις, πριν γυρίσει πίσω της  ξαφνιασμένη για να δει τουλάχιστον αριθμητικά τους μαθητές που θα αντιστοιχούσαν σε δύο τμημάτων, να ακούνε το τραγούδι τους και ανάμεσά τους τον ιεροεξεταστή με την μις Τζόνσον, οι οποίοι είχαν σηκωθεί να επιτηρήσουν τους μαθητές τους και αν όλα έβαιναν καλά στην εκδρομή. Ο Γκόγκος είχε μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο του, ενώ εκείνος που είχε μιλήσει δεν ήταν παρά ο μαθητής που συμμετείχε στην μπάντα των απόφοιτων του σχολείου.

«Εσύ μου έλειπες», μουρμούρισε η Μαρίνα και δεν ήξερε και η ίδια να πει αν αναφερόταν στον καθηγητή, στον τραγουδιστή ή και στους δύο.

«Ποιος το έγραψε;» ρώτησε ο ροκ σταρ.

«Ο Σάββας», βιάστηκε να πει η Μαρίνα.

«Τη μουσική μόνο, τους στίχους τους έγραψε η Μαρίνα», απάντησε εκείνος κοιτάζοντας τη φίλη του.  

«Πολύ καλό», είπε πάλι, «νομίζω ότι πρέπει να το ακούσουν τα παιδιά».

«Ποια παιδία;» ρώτησε τρομοκρατημένη η Μαρίνα.

«Της μπάντας ντε», της απάντησε λες και ήταν χαζή. «Νομίζω ότι θα τους αρέσει, μπορούμε να το συμπεριλάβουμε και στις συναυλίες μας».

«Εσείς δε γράφετε μόνοι τα τραγούδια σας;» τον ρώτησε σχεδόν υποτιμητικά η Καίτη.

«Δεν είμαστε συνθέτες», απάντησε εκείνος.

«Μόλις βρήκατε», του απάντησε και του έδειξε με το κεφάλι τον Σάββα.

«Μα μόνο ένα κομμάτι έχω γράψει, αυτό», σχολίασε εκείνος κοκκινίζοντας.

«Μια χαρά γι’ αρχή».

«Θέλει άλλους στίχους», επέμεινε η Μαρίνα αυστηρά.

«Δε θέλει άλλους στίχους, απλά θέλει κι άλλους στίχους. Ίσως κάποιες διορθώσεις τις οποίες θα δούμε, δε θα είναι δύσκολο».

«Τι κι άλλους στίχους;» ρώτησε αγριεμένη η Μαρίνα.

«Έχουμε κάπου γραμμένους τους στίχους;»

«Στο τετράδιο της άλγεβρας», απάντησε ο Γκόγκος, κάνοντας κάποιους από τους συμμαθητές της Μαρίνας να μειδιάσουν και τη Μις Τσόνζον να τον κοιτάξει αποδοκιμαστικά για το σχόλιο του. Ο Σάββας έβγαλε από την κωλότσεπη το φύλλο χαρτί με τους στίχους και του το έδωσε, μη δίνοντας σημασία στο πικρόχολο σχόλιο του ιεροεξεταστή.

«Μμμμ», είπε αφού τους διάβασε. «Αν κάθε τετράστιχο σταθεί σαν κουπλέ χρειαζόμαστε ένα δυνατό ρεφρέν»

«Μα μπορεί το δεύτερο τετράστιχο να σταθεί σαν ρεφρέν», σχολίασε ο Σάββας. «Εγώ τουλάχιστον έτσι το έχω υπολογίσει».

«Μπορεί αλλά και πάλι χρειαζόμαστε δεύτερο κουπλέ. Τέλος πάντων ας το ακούσουν και τα παιδιά και θα μας πούνε και εκείνοι».

«Ίσως να μην είναι τόσο απεγνωσμένοι και να αλλάξουν εξολοκλήρου τον στίχο», σχολίασε μουρμουρίζοντας η Μαρίνα στην Καίτη. Ο μαθητής της μπάντας πλησίασε τον Σάββα και άρχισε να του μιλάει για τη μουσική και να τον συγχαίρει, οι μαθητές άρχισαν να σπάνε και η Μαρίνα βρήκε ευκαιρία να πιάσει από το χέρι την Καίτη και να φύγουν. Περνώντας δίπλα από τους καθηγητές άκουσε τον Γκόγκο να της λέει «Εύγε Ιωάννου, μελοποιήθηκες ήδη!» εκείνη αν και κοντοστάθηκε προτίμησε να μην του απαντήσει. Ύστερα προχώρησε κοιτάζοντας κάτω, χωρίς να προσέξει το ύφος της φιλολόγου προς τον καθηγητή των μαθηματικών.

«Τι γκαντεμιά και αυτή», είπε τελικά η Μαρίνα.

«Για το τραγούδι; Μη δίνεις τόση σημασία, άλλωστε ποιος κοιτάζει ποιος έγραψε τους στίχους, σε αυτές τις μπάντες κοιτάνε ποιο μέλος της είναι πιο όμορφο».

«Δεν έχεις άδικο, αλλά μιλάω για τον Γκόγκο, γλιτώσαμε το μάθημά του σήμερα, αλλά και πάλι έτυχε να βρεθεί μπροστά μου την πιο ακατάλληλη στιγμή, να δεις που θα έχει αντίκτυπο την Πέμπτη, θα με σηκώσει στον πίνακα και θα αρχίσει να σχολιάζει όλα αυτά στα οποία έγινε μάρτυρας».

«Ε και; Τιμή σου και καμάρι σου, πολύ αξία του έχεις δώσει του γελοίου, άλλωστε τι ανησυχείς, έχεις τον Λουκά να σε προστατεύει από τα αλγεβρικά βέλη».

«Δεν αντέχω τα υποτιμητικά σχόλιά του», παραδέχτηκε η Μαρίνα ενώ η Καίτη ανασήκωσε τους ώμους της.

«Καθρεφτάκι», απάντησε.

«Δεν είμαστε πέντε χρονών για να απαντήσω στον ιεροεξεταστή καθρεφτάκι».

«Είναι κομπλεξικός», έβγαλε το συμπέρασμα η Καίτη.

«Προφανώς».

«Και ξέρεις και κάτι, εμείς ακόμη και μαθήτριες περνάμε καλύτερα από αυτόν, άσε που σε λιγότερο από δυο χρόνια θα έχουμε τελειώσει μια και καλή με το σχολείο, ενώ εκείνος είναι καταδικασμένος να παραμείνει για πάντα στο λύκειο, μέχρι να πάρει σύνταξη ή να του έρθει κανένας ταμπλάς».

«Ξέρεις κάτι, δεν έχεις άδικο…» είπε και έπειτα πρόσθεσε, «Ταμπλάς! Πολύ παρέα δεν κάνεις με τους παππούδες σου;» 

«Μα αυτοί με μεγάλωσαν».

Το πρωινό έφυγε με τα δυο κορίτσια να περπατούν ξένοιαστα στο πάρκο, περνούσαν αδιάφορα μπροστά από τα δυο γήπεδα του μπάσκετ, όπου τα αγόρια είχαν επιδοθεί σε αγώνες. Ολόκληρο πρωτάθλημα είχαν στήσει με όσους από τους μαθητές ήθελαν να παίξουν, και ανά δέκα λεπτά ο αγώνας ολοκληρωνόταν. Ανέβαιναν τα σκαλάκια, περπατούσαν ανάμεσα στα πεύκα, και για να ξεκουραστούν προτιμούσαν είτε να κάτσουν λίγο στα παγκάκια είτε στα σκαλιά της εκκλησίας, είτε στο πεζούλι ενός ξωκλησιού δίπλα στην εκκλησία. Η Μαρίνα έπινε ένα χυμό που είχε πάρει από το περίπτερο, ενώ η Καίτη το είχε ρίξει στα τσιπς με ρίγανη.

«Μαρίνα μπορώ να σου μιλήσω λίγο;» σήκωσαν το κεφάλι τους και είδαν τον Στάθη να στέκεται όρθιος μπροστά τους, έχοντας στραμμένη όλη την προσοχή του σε εκείνη.     

«Δε νομίζω ότι έχουμε κάτι να πούμε».

«Εσύ μπορεί να μην έχεις, εγώ έχω», σχολίασε εκείνος αποφασισμένος να της μιλήσει.

«Ε μίλα, ποιος σε εμποδίζει;» τον προέτρεψε η Καίτη που καιγόταν να μάθει τι ήθελε.

«Μόνοι μας, σε παρακαλώ». Η Μαρίνα αναστέναξε και σηκώθηκε. Αφού απομακρύνθηκαν λίγο από την Καίτη, του έκανε νόημα να μιλήσει.  

«Σε είδα την Παρασκευή με τον Άγη».

«Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησε εκείνη.

«Ο τύπος από την εκδήλωση, μα δεν ξέρεις… τέλος πάντων δεν έχει σημασία».

«Ε και; Αν και δε σου πέφτει λόγος, αυτός ήρθε σε εμένα, δεν πήγα εγώ σε εκείνον».

 

 «Δεν έχει σημασία, ο τύπος σε περιτριγυρίζει», σχολίασε ο Στάθης.

«Νομίζω ειλικρινά ότι δεν περιτριγυρίζει εμένα, αλλά εσένα».

«Τι εννοείς;»

«Ότι έχετε προηγούμενα και επειδή τις προάλλες στο μαγαζί ήρθες την ώρα που μου μίλαγε, νομίζει ότι ενδιαφέρεσαι για εμένα. Εσένα προσπαθεί να ενοχλήσει, όχι εμένα».

«Μακάρι να ήταν τόσο απλό», απάντησε ο Στάθης.

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε έπειτα από μια σύντομη παύση.

«Ότι βρίσκει κορίτσια σαν κι εσένα, και τα στοχοποιεί».

«Τι σημαίνει αυτό; Κορίτσια σαν και εμένα;» τον ρώτησε.

«Κορίτσια συνεσταλμένα, που μπορεί να τα χειριστεί εύκολα».

«Από πού βγαίνει το συμπέρασμα ότι μπορεί εύκολα να με χειριστεί κάποιος;»

«Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, αυτό που λέω…» πήγε να δικαιολογηθεί για τον ατυχή τρόπο που εκφράστηκε, αλλά η Μαρίνα τον πρόλαβε.

«Να μη λες! Δεν με ξέρεις και δεν έχεις κανέναν λόγο να νοιάζεσαι για την προστασία μου. Μια χαρά τα καταφέρνω μόνη μου».

«Άντε ρε μαλάκα Στάθη, που είσαι;» ακούστηκε η φωνή του Γιώργου, μόλις είδε τη Μαρίνα πρόσθεσε, «Α! κατάλαβα στον ποδόγυρο, άσε τα γκομενικά και έλα είναι η σειρά μας να παίξουμε».   

«Βρε δεν πας στο διάολο και εσύ!» του είπε ενοχλημένη η Μαρίνα που είχε κουραστεί από τα ηλίθια συμπεράσματα.

«Μη βρίζεις, εκκλησία μπροστά», αστειεύτηκε εκείνος, ενώ ο Στάθης που είχε καταλάβει ότι είχε κάνει πιο άσχημα τα πράγματα, έπιασε από το μπράτσο τον Γιώργο για να φύγουνε μαζί για το γήπεδο του μπάσκετ.

«Μα τι έπαθε αυτή;»  

«Έλα, πάμε!».

Η Μαρίνα στάθηκε και τους κοίταξε να απομακρύνονται οι δυο τους, με τα μάτια της να πετάνε φλόγες.

«Τι σε ήθελε τελικά;» τη ρώτησε η Καίτη ξετυλίγοντας μια σοκολάτα, όταν η Μαρίνα κάθισε δίπλα της στο σκαλί.

«Να με προειδοποιήσει για τον Άγη».

«Ποιος είναι αυτός πάλι, πολλοί μαζεύτηκαν και μπερδεύομαι».

«Αυτός από την σχολή των μπάτσων».

«Αχ, ο κούκλος!» Αναστέναξε η Καίτη και έκανε ότι λιποθυμούσε, πέφτοντας ελαφρώς προς τα πίσω. «Μα αλήθεια τώρα, τι φάση παίζει μεταξύ τους;» ρώτησε καθώς ανασηκώθηκε.

«Που να ξέρω, πάντως με βεβαιότητα δε συμπαθιούνται».

«Εκτός κι αν γουστάρονται». Η Μαρίνα την κοίταξε αποδοκιμαστικά.

«Εκτός από τον έρωτα ρομαντική μου φιλενάδα, υπάρχει και η καθαρή αντιπάθεια, η αγνή φιλιά, το στεγνό μίσος…»

«Μη συνεχίζεις, βαρέθηκα ήδη, άνοστα πράγματα», είπε δαγκώνοντας διπλό  κομμάτι από τη σοκολάτα της.   

 

 

Κεφάλαιο Ενδέκατο

 

Οι σχολικές διακοπές, εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων κύλησαν ήσυχα, όπως θα επιθυμούσε και η ίδια η Μαρίνα. Οικογενειακές συναθροίσεις γύρω από τα εορταστικά τραπέζια, με νοστιμιές, κρασί ή μπύρα για τους μεγαλύτερους και αναψυκτικά για τους αρκετά μικρότερους. Συζητήσεις για την επικαιρότητα ανάμεσα σε αθλητικά σχόλια ή κουτσομπολιά. Όλοι συζητούσαν για το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο που θα έφερνε η νέα υπουργός παιδείας. Κανείς δεν ήξερε λεπτομέρειες, τα κυβερνητικά στελέχη το κρατούσαν λες και επρόκειτο για κάτι κρυφό.

«Η ιστορία έχει αποδείξει ότι κάθε υπουργός που σκοπεύει να μεταρρυθμίσει την παιδεία, την πάει ένα βήμα και πιο πίσω», σχολίασε ο ξάδερφος της, φοιτητής στην Πάτρα.

«Ας μην είμαστε προκατειλημμένοι», σχολίασε ο θείος τους, που υποστήριζε το κυβερνών κόμμα, λες και ήταν η αθλητική ομάδα του.

«Φυσικά και να μην είμαστε, αλλά να μην είμαστε και υπερβολικά ανεκτικοί. Στηρίζουμε δε στηρίζουμε μια κυβέρνηση, πρέπει να την ελέγχουμε και να της ασκούμε κριτική».

«Ε, ας μη χαλάσουμε τις καρδιές μας μέρες που είναι», διέκοψε η μητέρα του τη συζήτηση για να προλάβει τα αίματα που κόχλαζαν. 

Η Μαρίνα αντάλλαξε μια ματιά με τον ξάδερφο της, αλλά αποφάσισαν να μη μιλήσουν, δεν είχε νόημα άλλωστε.

«Εσύ τι σκέφτεσαι να κάνεις;» τη ρώτησε κουρασμένος από τις κουβέντες των μεγάλων, ο Σωτήρης.

«Σε ποιο θέμα;»

«Τελειώνεις το σχολείο του χρόνου».

«Επιτέλους!» είπε προκαλώντας του γέλιο.

«Και; Μετά από αυτό; Θα δώσεις;»

«Αρχικά έλεγα όχι, τώρα έχω αρχίσει να το σκέφτομαι».

«Και που προσανατολίζεσαι;»

«Κάτι που να έχει σχέση με τις πολιτικές επιστήμες, πιστεύω θα με βοηθήσουν όσον αφορά την καλλιέργειά μου».      

«Οπότε θα πας στο πανεπιστήμιο για τη μόρφωση;»

«Αν περάσω ναι, δε με ενδιαφέρει ο επαγγελματικός προσανατολισμός, άλλωστε έχω αποφασίσει με τι θέλω να ασχοληθώ και υπάρχουν εξαιρετικές σχολές που μπορείς να ολοκληρώσεις τις σπουδές σου πιο σύντομα απ’ ότι θα σου πάρει η φοίτηση στο πανεπιστήμιο».

«Κινηματογράφος», σχολίασε γνωρίζοντας την τρέλα της ξαδέρφης του για το σινεμά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της, πίνοντας μια γουλιά κρασί. «Ο νέος Βούλγαρης ή η ελληνίδα Λαρς Φον Τρίερ», έκανε το σχόλιό του βάσει των δύο αφισών από τις ταινίες που βρίσκονταν κρεμασμένες στο δωμάτιο της.

«Λέω απλά να γίνω η Μαρίνα Ιωάννου», είπε και τον κοίταξε χαμογελώντας, «άλλωστε πως θα φαινόταν στη μαμά αν έκανα την ελληνική εκδοχή του ‘‘Νυμφομάνιακ’’;» είπε πνίγοντάς τον με το σχόλιό της, μιας και εκείνη την ώρα είχε κατεβάσει μια γερή γουλιά από την ξανθιά μπύρα του.     

«Το είδες;» τη ρώτησε, όμως η Μαρίνα αρκέστηκε στο να ανασηκώσει απλά τον ώμο της, σαν να ήταν αυτονόητο. «Όχι με τον θείο υποθέτω».

«Όχι. Μπορεί να είναι προοδευτικός ο πατέρας μου, αλλά παραμένω κόρη του». 

«Μια τέτοια ταινία, ούτε εγώ θα την έβλεπα με το παιδί μου», σχολίασε εκείνος.

 

Χρόνος για διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων, θέαση κινηματογραφικών ταινιών με τον πατέρα της και έπειτα μεταξύ τους σχολιασμός. Αν και στην εφηβεία, η Μαρίνα μέχρι στιγμής δεν είχε ιδιαίτερες εκρήξεις. Δεν ήταν ότι δεν απογοητεύονταν με την τρέχουσα κατάσταση κι όλα όσα συνέβαιναν γύρω της, ότι δεν μελαγχολούσε και ό,τι άλλο τέλος πάντων επιφυλάσσει αυτή η ενοχλητική εποχή στη ζωή των ανθρώπων, όταν παύεις πλέον να είσαι παιδί χωρίς όμως και να έχεις μεγαλώσει, η εποχή που ψάχνεις τη θέση σου στον κόσμο ή μάλλον πιο σωστά στην ίδια σου τη ζωή. Αυτό που σήκωνε τη Μαρίνα κάθε πρωί από το κρεβάτι της ήταν ο στόχος της, το να κάνει τις δικές της ταινίες και ήξερε ότι κάποια στιγμή θα συνέβαινε, γιατί απλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αν κάποιος της έλεγε ότι πολλές φορές τα όνειρα παραμένουν όνειρα θα τον κοίταζε απλά αποδοκιμαστικά, σαν να του έλεγε «Δε με ξέρεις καλά εμένα».

Όσον αφορά τα αγόρια, που πολλές από τις ξαδέρφες και τις συμμαθήτριες της απασχολούσαν ως θέμα, αν εξαιρούσε το τρίμηνο του λάθους με τον Βίκτωρα, δεν την άγγιζε καθόλου. Είχε χρόνια μπροστά της να ασχοληθεί με τα ερωτικά ζητήματα,  δε βιαζόταν να βάλει μπελάδες στο κεφάλι της. Όμως ήθελε δεν ήθελε, ήταν στιγμές που έχανε τις σειρές στο μυθιστόρημα που διάβαζε, κι ο λόγος ήταν ο Στάθης. Είχε θυμώσει πολύ με τον ισχυρισμό του, ότι ήταν ένα κορίτσι εύκολα χειραγωγήσιμο. Από πού το είχε βγάλει αυτό το συμπέρασμα; Τι θράσος να πάει να της πει κάτι τέτοιο! Όμως ο λόγος που την εκνεύριζε, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ήταν που έφερνε στο νου της ξανά και ξανά τον τρόπο που την κρατούσε στα χέρια του την ώρα που χόρευαν, στην εκδήλωση, ο τρόπος που την κοίταξε το μεσημέρι που είχαν σχολάσει από το σχολείο και επέστρεφαν μαζί, όταν της είπε ότι του άρεσε. Ο θυμός στο βλέμμα του όταν εμφανίστηκε ο Άγης στην εκδήλωση και προσπάθησε να της πιάσει την κουβέντα, το γέλιο του στο σχόλιο που είχε κάνει στη συναυλία το φθινόπωρο, όταν τα μαθήματα δεν είχαν ξεκινήσει καλά καλά στο σχολείο. Η απογοήτευση που διάβασε στο πρόσωπο του, όταν την βρήκε στην τάξη μόνη της με τον Λουκά, να μιλάνε για άλγεβρα. Γιατί δεν τα έσβηνε από τη μνήμη της, ο τύπος την είχε προσβάλει κι εκείνη ξεκάθαρα δεν ενδιαφερόταν για κανέναν, γιατί να λιώνει στις ερωτικές σκηνές όπου ο πρωταγωνιστής έκλεινε στην αγκαλιά την αγαπημένη του, γιατί έχανε σειρές από ολόκληρες παραγράφους από τα βιβλία της; Μάλλον έπασχε από κάποιου είδος ρομαντικής ίωσης και όπως αντιλαμβάνονταν από τον περίγυρο της, θα ήταν ένα από τα συμπτώματα της εφηβείας στα κορίτσια. Τουλάχιστον κανένας από τους δύο δεν έσπασε την ησυχία της μέσα στις γιορτές, ούτε καν ο Λουκάς. Είχε σκεφτεί να του στείλει ένα μήνυμα την πρωτοχρονιά, αλλά έπειτα το μετάνιωσε μιας και ήταν σε μια ηλικία που όλα παρεξηγούνται, ακόμη και τα πιο αγνά και αθώα λόγια.

 

Οι μαθητές επέστρεψαν στα θρανία και σταδιακά άρχισαν να γίνονται φανερά τα σχέδια της υπουργού για τη νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Κεραυνός εν αιθρία έπεσαν οι πρώτες πληροφορίες για το νομοσχέδιο, είχε δίκιο τελικά ο ξάδερφος της που δεν είχε καμία εμπιστοσύνη σε ένα μέλος της κυβέρνησης, που απ’ ότι φαινόταν δεν είχε ιδέα όχι απλά από την ελληνική εκπαίδευση και την ανάγκη των μαθητών, αλλά ούτε καν από την ελληνική πραγματικότητα. Από τη μία οι μεταρρυθμίσεις καταργούσαν εκπαιδευτικά δικαιώματα, πετούσαν εκτός των σχολικών θρανίων χιλιάδες μαθητών που δεν ήταν αρκετά καλοί ή δεν είχαν οικονομική άνεση και από την άλλη υπήρχαν και κάποια τραγελαφικά άρθρα, τα οποία δεν πατούσαν σε καμία πραγματικότητα κανενός σύμπαντος.

«Θα βγάλει η υπουργός τα απωθημένα της πάνω μας;» σχολίασε εκνευρισμένη η Μαρίνα. «Και να δω τι θα κάνει ο θείος μου, που ο γιος του είναι τούβλο και δε θα καταφέρει να πάρει ούτε καν χαρτί λυκείου. Που δεν ήθελε να είμαστε  προκατειλημμένοι, ακούς εκεί χορευτικές επιδείξεις! Προσπαθεί να φέρει στα ελληνικά σχολεία το ιδανικό μοντέλο πολίτη, με δραστηριότητες που ξεπερνούν το καθημερινό εικοσιτετράωρο, λες και κάποιος δεν μπορεί να προκόψει στο μέλλον, δεν μπορεί να ωριμάσει ή να εξελιχθεί παίρνοντας λίγο παραπάνω χρόνο, αλλά πρέπει να γίνει στη πιο δύσκολη φάση της ζωής του αλλιώς να ζήσει στο metropolis, δουλεύοντας 10-12 ώρες το εικοσιτετράωρο. Καλά να είναι ο επόμενος ανάξιος υπουργός εργασίας, όποιας κυβέρνησης και να έρθει στα πράγματα», ξεφώνιζε στο τηλέφωνο, κάθε φορά που συνομιλούσε με τον Σάββα.

Οι μαθητές κινητοποιήθηκαν γρήγορα, εκτός από καταλήψεις που κηρύχτηκαν σε αρκετά σχολεία στη χώρα, γίνονταν τοπικές συγκεντρώσεις και πορείες ανά δήμο, ενώ ετοιμάζονταν και για μεγάλες συγκεντρώσεις σε κεντρικά σημεία της χώρας. Στα τέλη του Ιανουαρίου θα γινόταν η μεγάλη πανεκπαιδευτική πορεία στο κέντρο της κάθε μεγάλης πόλης. Οργανώνονταν να πάνε μαθητές γυμνασίου και λυκείου, φοιτητές αλλά και καθηγητές. Όμως κανείς δεν περίμενε ότι θα συμμετείχαν στην πορεία ακόμα και γονείς. Για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, δεν υπήρχε διχασμός, κι όλοι αντιλαμβάνονταν ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δε συνέφερε κανέναν, εκτός από ελάχιστους. Οι κινητοποιήσεις των παιδιών δεν αντιμετωπίζονταν από το μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών ως αλητεία και μια ευκαιρία να τεμπελιάσουν τα παιδιά, αλλά ως πραγματικός αγώνας δικαιωμάτων. Οι μόνοι που βρίσκονταν απέναντι, ήταν όπως πάντα η πλειοψηφία των (μεγάλο)-δημοσιογράφων, που απροκάλυπτα, όπως συνηθιζόταν άλλωστε τα τελευταία χρόνια, έπαιρναν το μέρος των υπουργών της κυβέρνησης, βγάζοντάς τους συχνά από τη δύσκολη θέση, δίνοντας οι ίδιοι τις απαντήσεις στις ίδιες τις ερωτήσεις τους. Φυσικά η κυβέρνηση και ποιοι άλλοι από «τη μεγάλη των Μ.Α.Τ. σχολή». «Ούτως ή άλλως για τούβλα πρόκειται», σκεφτόταν η Μαρίνα, «γιατί να επιθυμούν να μορφωθούν οι άλλοι!» Την ώρα που μαζευόταν ο κόσμος κι ενώ η Μαρίνα ήταν στοιχισμένη με τα παιδιά του λυκείου της, η καρδιά της χτύπαγε στο ρυθμό του ταμπούρλου. Για πρώτη φορά ένιωθε δυνατή, τη δύναμη του συνόλου που αντιλαμβάνεται και αγωνίζεται. Οι φοιτητές μπροστά ξεκίνησαν την πορεία και από τα μεγάφωνα στο κέντρο της Αθήνας ακούγονταν τραγούδια, συνθήματα λέγονταν από όλα τα στόματα και κόσμος από τα μπαλκόνια έβγαινε και είτε χάζευε είτε χαιρετούσε τη μαθητική πορεία. Όμως σε τόσο δυνατές κινητοποιήσεις, ο στόχος είναι ένας από τους αρνητές τους, να τις διαλύσουν και να εκφοβίσουν τους διαδηλωτές ώστε να μη συμμετέχουν σε νέα πορεία. Πως; Σπάζοντας τις γραμμές των μαθητών, εισχωρώντας, προκαλώντας επεισόδια και επιτρέποντας στα ΜΑΤ να επέμβουν και να τη διαλύσουν. Στη δεκαετία του 60’ η αστυνομία δε χρειαζόταν δικαιολογία για να σκοτώσει διαδηλωτές, τώρα όμως είχαν βρει τον τρόπο να κερδίζουν την κοινή γνώμη από πολίτες σαν τον θείο της, με παρόμοια τεχνάσματα.

Τη Μαρίνα κρατούσε ο Σάββας, όταν δημιουργήθηκε ένα επεισόδιο και τα παιδιά αναγκάστηκαν να σπάσουν τις αλυσίδες από τα κρατημένα χέρια. Με σπρωξίματα η Μαρίνα βρέθηκε εκτός πορείας, ενώ δεν κατάλαβε πως κατέληξε στο πεζοδρόμιο μέσα στην αναμπουμπούλα. Κάποια παιδιά από το σχολείο της, ανάμεσα τους και ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, γνωρίζοντας τα τερτίπια τέτοιων υποκειμένων, κατάφεραν να πετάξουν από τις γραμμές του σχολείου τους εξωσχολικούς και να προλάβουν την επέμβαση της αστυνομίας, που τρωγόταν τα χέρια της στο να βαρέσουν τα κεφάλια των μαθητών. Μπερδεμένη παρέμεινε να κοιτάει τις γραμμές των συμμαθητών της να προχωράνε, όταν της φάνηκε ότι λίγα μέτρα μόνο απόσταση από την ίδια, κάποιος είχε καρφωμένα τα μάτια του επάνω της. Στράφηκε και κοίταξε όταν πρόσεξε ένα νέο μελαχρινό άντρα με μπλε μάτια, να στρέφει απότομα το κεφάλι του αλλού και να σκεπάζει με την κουκούλα του μπουφάν του το κεφάλι του. «Τι κάνει αυτός εδώ;», αναρωτήθηκε όταν ένιωσε κάποιον να την πιάνει από το χέρι και να την τραβάει πάλι στις γραμμές του σχολείου της. Γύρισε και είδε στο πλάι της τον Στάθη.

«Μη στέκεσαι σε μια μεριά, γίνεσαι εύκολος στόχος», τη συμβούλεψε λες και κουβαλούσε χρόνια εμπειρίας πάνω του.

«Στόχος; Δεν ήξερα ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο».                            

«Αν δεις τα μούτρα των μπάτσων θα καταλάβεις πως έχουν λυσσάξει». Προχώρησαν για λίγο πλάι πλάι, επαναλαμβάνοντας τα συνθήματα. Η δυνατή φωνή του ήταν λες και την καθησύχαζε.

«Νομίζω ότι είδα τον Άγη», της ξέφυγε.

«Τον Άγη;» τη ρώτησε και μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι το είπε μεγαλόφωνα. «Δε θα μου έκανε εντύπωση», είπε στο τέλος, αν και η Μαρίνα πρόσεξε ότι όλα τα χαρακτηριστικά του όμορφου, αγορίστικου προσώπου του σφίχτηκαν. «Ας μην του δώσουμε τη χαρά να διαλυθούν οι γραμμές μας», πρότεινε στο τέλος, αν και μάλλον το έλεγε στον ίδιο του τον εαυτό περισσότερο, παρά στη Μαρίνα.

«Όχι, να μη του τη δώσουμε», συμφώνησε και εκείνη. Αφού έφτασαν στο Σύνταγμα, μπροστά από το κοινοβούλιο και προχώρησαν ως τον εθνικό κήπο, η πορεία για το σχολείο τους είχε λάβει τέλος. Ο Στάθης διέσχισε με ένα απαλό άγγιγμα όλη τη διαδρομή του χεριού της από το μπράτσο μέχρι την παλάμη της, όπου έπειτα από ένα σύντομο σφίξιμο, το άφησε ελεύθερο και πλησίασε τον πρόεδρο του δεκαπενταμελούς.  

«Που είσαι;» τη ρώτησε ο Σάββας ανήσυχος, μόλις τη βρήκε.

«Τι ρωτάς και εσύ, δεν βλέπεις», σχολίασε ο Γιώργος, δείχνοντας με το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του Στάθη.       

«Την ώρα που έγινε το επεισόδιο, βρέθηκα στο πεζοδρόμιο, σε έχασα και ήταν δύσκολο να επιστρέψω στις γραμμές μας. Με είδε ο φίλος σας και κατάφερα και ξαναμπήκα».

«Ο φίλος μας!» επανέλαβε ο Γιώργος, όμως η Μαρίνα δεν είχε διάθεση να μαλώσει μαζί του μετά από όσα είχαν συμβεί. Ο πρόεδρος πλησίασε τα σκόρπια παιδιά του σχολείου και τους φώναξε να πλησιάσουν.

«Προτιμότερο να επιστρέψουμε στην περιοχή μας, είναι επικίνδυνο να μείνουμε εδώ. Σε λίγο θα αρχίσουν τα επεισόδια ώστε να έχουν κάτι να δείξουν τα κανάλια στα κεντρικά δελτία ειδήσεων. Αύριο τις τελευταίες ώρες θα κάνουμε γενική συνέλευση να δούμε αν θα προχωρήσουμε σε κατάληψη».

Όλοι συμφώνησαν και ξεκίνησαν προς κάποια κοντινή στάση του ηλεκτρικού, μιας και το Σύνταγμα και οι γειτονικοί σταθμοί θα παραμένανε κλειστοί μέχρι τη λήξη της πορείας.

Επιστρέφοντας η Μαρίνα σπίτι της, βρήκε τη μητέρα της ταραγμένη.

«Γύρισες; Είσαι καλά;»

«Μια χαρά είμαι μαμά! Τι συνέβη;»

«Ξεκίνησαν επεισόδια».

«Αναμενόμενο, τρώγονταν εδώ και ώρες οι μπάτσοι να σηκώσουν τα γκλοπς».

«Δεν έγινε τίποτα;»

«Όχι, ήμασταν καλά οργανωμένοι. Τώρα παίζουν φιλικό τα Μ.Α.Τ. με τους δικούς τους. Πως αλλιώς θα δώσουν την αφορμή στον μπάρμπα μου, στο επόμενο οικογενειακό τραπέζι να μας κατηγορεί για αλήτες και τεμπέληδες;» σχολίασε την ώρα που απαντούσε στην κλήση της Καίτης. Φυσικά η Καίτη λόγω οικογενειακής παράδοσης δεν μπορούσε να συμμετέχει στην πορεία στο κέντρο της πρωτεύουσας, αν και είχε ακολουθήσει σε αρκετές που είχαν γίνει στον δήμο, χάρη της παρέας. Η Μαρίνα ήταν βέβαιη ότι στο κάλεσμα της επόμενης μέρας η Καίτη θα ψήφιζε υπέρ της κατάληψης, όμως για τους λάθος λόγους. Δε θα την πείραζε να μένει στο σπίτι της και να χαζεύει περιοδικά και τηλεόραση ή να δοκιμάζει να μαγειρέψει καινούργιες συνταγές και να μην αναγκάζεται να ξυπνάει νωρίς το πρωί για να βρεθεί στα σχολικά θρανία, για να ακούσει πράγματα που θεωρούσε ότι δεν την αφορούσαν. Είχε στρωμένο το μέλλον της λόγω της νονάς της, δε θα χρειαζόταν να αναζητήσει εργασία στις αγγελίες, ούτε να δείξει πτυχία και γνώσεις ξένων γλωσσών. Αν και στην ουσία η Καίτη δε θα ήταν παρά μόνο υπάλληλος στην επιχείρηση παιχνιδιών. Η φίλη της θεωρούσε τυχερό τον εαυτό της αν και η Μαρίνα, χωρίς να της το έχει πει, είχε διαφορετική γνώμη. Η γνώση ότι θα εργαζόταν στο λογιστικό τμήμα της επιχείρησης παιχνιδιών δε την προέτρεπε να βάλει στόχους, αντιθέτως παρέμενε εφησυχασμένη με μόνο σκοπό να συναντήσει τον άντρα που θα παντρευτεί και να διαιωνίσει το είδος της. Ίσως να είχε μεγαλύτερους στόχους, αν δεν είχε το στήριγμα μιας θέσης που την περίμενε, παίρνοντας το απολυτήριο λυκείου, από εκείνον που είχαν οι γιαγιάδες τους. Πιθανόν να έπεφτε έξω όμως, επηρεασμένη από τις δικές της καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, με το μέλλον της να διαγράφεται σε κινηματογραφικό φιλμ.

–Χάρη ποιητικής αδείας φυσικά, μιας και πλέον οι ταινίες δε γυρίζονται σε φιλμ-

 

 

Κεφάλαιο Δωδέκατο

 

Η αίθουσα των εκδηλώσεων του σχολείου ήταν γεμάτη από τους μαθητές. Συζητώντας μεταξύ τους σε πηγαδάκια, περίμεναν τα μέλη του δεκαπενταμελούς να τους μιλήσουν. Η Μαρίνα πρόσεξε να στέκεται στην πόρτα ο Στάθης και να συζητάει με τον Γιώργο, ο Λουκάς βρισκόταν λίγο πιο μπροστά με κάποιους από τους συμμαθητές τους. Έπειτα από την κουβέντα τους στην εκδρομή, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ εκείνος είχε ισχυριστεί ότι τη θεωρούσε ως ένα αφελές κορίτσι, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί από κάποιον σαν τον Άγη, οι μοναδικές κουβέντες που είχαν ανταλλάξει, ήταν την προηγούμενη μέρα στην πορεία, όταν την τράβηξε πάλι πίσω στις γραμμές τους. Του ήταν ευγνώμων που την είχε νοιαστεί, αλλά δεν μπορούσε ούτε να του συγχωρέσει, μα ούτε και να χωνέψει τα λόγια του. Οπότε έστρεψε το βλέμμα της στην Καίτη, που ως συνήθως στεκόταν στο πλευρό της και φλυαρούσε.

«Εσύ τι λες, ο πρόεδρος θα είναι υπέρ της κατάληψης;» ρώτησε η Καίτη.

«Ήταν και εχθές στην πορεία, οπότε υποθέτω πως θα είναι υπέρ».

«Μακάρι!» σχολίασε η Καίτη. «Αν και στην περίπτωση που τραβήξουν πολύ οι καταλήψεις, υπάρχει κίνδυνος η Τρίτη να χάσει την πενθήμερη, και ποιος θέλει να χάσει την πενθήμερη!»

«Κάποια πράγματα είναι παραπάνω από μια εκδρομή», σχολίασε η Μαρίνα, αν και γνώριζε ότι τα λόγια της τα έλεγε στον βρόντο. Όχι ότι η Καίτη ήταν κακό παιδί, αλλά είχε μεγαλώσει με το να κοιτάει το προσωπικό της βόλεμα και να μην την απασχολεί και πολύ το τι συνέβαινε στο σύνολο. Δε θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ τον εαυτό της στη θέση του ριγμένου, κάποιου που είχε αδικηθεί ή ριχτεί, μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα ευνοημένη αλλά και τι περισσότερο να ήθελε από αυτά που ήδη είχε; Η περιουσιακή κατάσταση της οικογένειας της ήταν καλύτερη από των περισσότερων μαθητών μέσα στο σχολείου τους και μάλιστα ήταν μαθήτρια ιδιωτικού σχολείου κατά την περίοδο του δημοτικού. Η Μαρίνα που χαρακτήριζε  ούτως ή άλλως τα ιδιωτικά σχολεία «φύκια για μεταξωτές κορδέλες», δεν αναρωτήθηκε για ποιο λόγο οι γονείς της φίλης της θεώρησαν καλύτερο περιβάλλον ένα δημόσιο σχολείο από ένα ιδιωτικό για τα παιδιά τους, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είχε γνωρίσει τους γονείς της φίλης της, και ενώ δε βρήκε ιδιαίτερες διαφορές της μητέρας της Καίτης με τη δική της, ο πατέρας της φίλης της φάνηκε ένα αγροίκος, χωρίς τρόπους. Συνέβαλλαν σε αυτή της την άποψη και το μέγεθός του, αλλά και η έκφραση ενός fake ψαρωτικού ύφους. Ευτυχώς δεν πήρε από εκείνον η φίλη της, γιατί θα αδυνατούσε να κάνει παρέα μαζί της, αλλά ούτε κι ο μικρότερος αδερφός της, που η στάση του έκανε τη Μαρίνα να πιστεύει ότι ντρεπόταν για την οικογένεια του και παρέμενε απομονωμένος και κλεισμένος στο δωμάτιό του. Η Καίτη θύμωνε με τη στάση του μικρού της αδερφού. «Μην κάνεις έτσι», της έλεγε η Μαρίνα, «είναι στην εφηβεία».

«Κι εμείς στην εφηβεία είμαστε Μαρίνα, δεν συμπεριφερόμαστε σαν να μην ξέρουμε συγγενείς και φίλους, γυρνώντας τα πρόσωπα μας αλλού για να μη μας μιλήσουν».

«Ο κάθε άνθρωπος περνάει διαφορετικά την κάθε φάση της ζωής του».

 

Τα εκλεγμένα μέλη του δεκαπενταμελούς του σχολείου, μόλις μπήκε στην αίθουσα ο πρόεδρος, ο οποίος συζητούσε με κάποιους από τους καθηγητές για ώρα έξω, μαζεύτηκαν μπροστά. Ο Νίκος ήταν μαθητής της Τρίτης, ήταν σοβαρός και μετρημένος, από τους καλούς μαθητές του σχολείου και με ιδιαίτερο κύρος, που τον έκανε να ξεχωρίζει και να είναι αγαπητός.

«Μαζευτήκαμε εδώ για να ψηφίσουμε για το αν θα προχωρήσει το σχολείο μας ή όχι σε κατάληψη, έπειτα από τις νέες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του υπουργείου. Επειδή πιστεύω ότι αρκετοί ίσως να μην γνωρίζετε τι αφορούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, έχω σημειώσει εδώ κάποια πράγματα ώστε να σας τα διαβάσω και να ξέρετε τι σκοπεύουν να κάνουν πριν προχωρήσουμε στην ψηφοφορία», στράφηκε και κοίταξε το χαρτί του και σχολίασε.

«Ειλικρινά δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω», είπε προκαλώντας το γέλιο των συμμαθητών του.

«Θα ξεκινήσω από κάτι ελαφρύ, την κατάργηση του δεκαπενταμελούς στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και των πενταμελών προεδριών της κάθε τάξης. Είμαστε ισχυρίζονται, ανίκανοι να γνωρίζουμε ποιο είναι το καλό μας εξαιτίας του ότι δε έχουμε ενηλικιωθεί, οπότε οι καθηγητές, οι γονείς και κυρίως το υπουργείο γνωρίζει καλύτερα το συμφέρον μας από εμάς τους ίδιους». Γιουχαΐσματα ακούστηκαν από κάτω.

«Συνεχίζω», φώναξε δυνατά για να διακόψει τις φωνές και τη φασαρία των συμμαθητών του. «Το εκπαιδευτικό σύστημα ιδιωτικοποιείται, σύμφωνα με παλιότερη δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού, που αναρωτιόταν γιατί το εθνικό σύστημα παιδείας πρέπει να είναι δημόσιο».

«Ορίστε;» το μεγαλύτερο μέρος των μαθητών δεν είχε ακούσει καν αυτή την παράμετρο του νομοσχεδίου. «Τα σχολεία θα δοθούν σε ιδιώτες, ακόμα και τα ίδια τα κτήρια, και οι μαθητές θα πηγαίνουν στο σχολείο τους με κουπόνι, το οποίο θα πληρώνεται από το κράτος. Σύμφωνα με συνέντευξη του ίδιου του πρωθυπουργού, τα δημόσια σχολεία πρέπει να είναι κερδοφόρες επιχειρήσεις».

«Με συγχωρείς», τον διέκοψε ένας μαθητής. «Παύουν τα σχολεία να είναι δημόσια, αλλά την ίδια ώρα θα πληρώνει το κράτος μέσω κουπονιών στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών για να πηγαίνουμε σχολείο;»

«Έτσι φαίνεται».

«Ποιο το νόημα;»

«Το νόημα είναι να πάρουν ακόμα και τα σχολεία οι φίλοι του πρωθυπουργού και να πηγαίνουν τα λεφτά από τους φόρους απευθείας στις τσέπες τους», φώναξε ο Γιώργος για να ακουστεί.

«Αυτό είναι τρελό», σχολίασε μέχρι και η Καίτη.

«Για να περάσει κάποιος στο πανεπιστήμιο θα πρέπει να παίρνει σε όλα τα μαθήματα πάνω από 12, όχι απλά ως μέσο όρο. Αν ένας μαθητής έχει γράψει σε όλα τα μαθήματα άριστα και σε ένα κάτω από 12 δεν περνάει στο πανεπιστήμιο».

«Χέσε με!» μουρμούρισε ο Σάββας.

«Η κυβέρνηση ετοιμάζει μια πλατφόρμα στην οποία θα καταγράφονται όλα τα προσωπικά δεδομένα των μαθητών, εκτός από τους βαθμούς και τις δραστηριότητες τους, εντός και εκτός σχολείου, διαγωγή, σεξουαλικές προτιμήσεις  κ.ο.κ. θα υπάρχει και το ιατρικό ιστορικό τους, εκθέσεις γραμμένες από τους καθηγητές και οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα μπορεί να είχαν στο σχολείο. Αυτή η πλατφόρμα θα ελέγχεται από ξένες πολυεθνικές, θα έχει δικαίωμα να τραβάει πληροφορίες από τα social media και την εξερεύνηση μας στις μηχανές αναζήτησης και θα μας ακολουθήσει στην εργασιακή μας καριέρα, αφού ανά πάσα στιγμή θα είναι διαθέσιμες οι πληροφορίες στους εργοδότες».

«Τη Μακρόνησο πότε την ανοίγουν;»

«Οσονούπω, καθώς φαίνεται», απάντησε ο Γιώργος στην ερώτηση του Στάθη.

«Από εδώ και στο εξής τα βιβλία θα πληρώνονται από τους μαθητές, επίσης οι αδύναμοι μαθητές, όσοι βγάζουν από 12 και κάτω θα υποχρεώνονται να κάνουν ιδιαίτερα μέσα στο σχολείο με αμοιβή. Αν δεν βγάζουν καλούς βαθμούς ή δεν έχουν να πληρώσουν, φεύγουν από το σχολείο».

«Μα αυτό μας εξαθλιώνει», διαμαρτυρήθηκε κάποιος.

«Επιστρέφουμε στις ποδιές και στις στολές, κοντά μαλλιά για τα αγόρια».

«Αίσχος!» μουρμούρισε η Καίτη.

«Και εδώ διαβάζω και ένα χαριτωμένο, χορευτικές και γυμναστικές επιδείξεις με πομ πομ, χούλαχου και κορδέλες, για αγόρια και κορίτσια. Και μάλιστα σκέφτονται να προωθήσουν τον πρωταθλητισμό στο cheerleading στα σχολεία»

 «Τι μαλακίες είναι αυτές που ακούω». 

«Γι αυτό είμαστε εδώ. Η κυβέρνηση την ώρα που δε φροντίζει να έχουμε τα βιβλία στην ώρα τους, να μην έχουμε ελλείψεις από καθηγητές, να έχουμε θέρμανση στις αίθουσες ώστε να μη χρειάζεται να φοράμε τα μπουφάν σε όλη της διάρκεια των μαθημάτων, επιθυμεί να μειώσει τον αριθμό των μαθητών στα σχολεία και των φοιτητών στα πανεπιστήμια. Επιπλέον αφήνει ένα παράθυρο σε όσους έχουν οικονομική άνεση να πληρώσουν για να περάσουν την τάξη και να αποκτήσουν το απολυτήριο. Απροκάλυπτα μας φακελώνει ώστε να έχουν οι μελλοντικοί μας εργοδότες κάθε πληροφορία στα χέρια τους για εμάς και την ίδια ώρα επιθυμεί να είμαστε χαρωποί χορευτές σε γυμναστικές επιδείξεις, για να βγάλει το άχτι της μια υπουργός που το ιδανικό της είναι οι σχολικές ταινίες που δείχνει η τηλεόραση κάθε μεσημέρι σαββατοκύριακου».

«Εσύ τι γνώμη έχεις;» τον ρώτησε κάποιος από τους συμμαθητές του.

«Νομίζω την ξέρετε όλοι τη γνώμη μου, όσο και αν θα δυσαρεστηθούν κάποιοι από εσάς, θεωρώ ότι η ξετσιπωσιά της συγκεκριμένης κυβέρνησης είναι απροκάλυπτη πλέον, σε πάνω από έναν τομέα στη διακυβέρνηση της χώρας. Δύο είναι οι πυλώνες για τα γερά θεμέλια μιας δημοκρατικής χώρας, η υγεία και η παιδεία, με υγεία και παιδεία μπορείς να διεκδικήσεις τα πάντα. Η υγεία έχει καταστραφεί, αν δεν έχεις λεφτά και είσαι άρρωστος καλύτερα να κλείσεις θέση με μιας στο νεκροταφείο, ήρθε λοιπόν η σειρά να αποδιαλυθεί και η παιδεία. Αυτή είναι η γνώμη μου».

«Οπότε μας προτείνεις να κάνουμε κατάληψη;»

«Ο καθένας θα ψηφίσει βάσει της συνείδησης του, εγώ ήρθα και σας διάβασα κάποια από τα άρθρα του νομοσχεδίου, η πλειοψηφία θα πάρει την απόφαση και όχι εγώ».

Ο Λουκάς προχώρησε προς τον πρόεδρο του δεκαπενταμελούς και ζήτησε τον λόγο.

«Φυσικά. Κι όποιος άλλος θέλει να μιλήσει ελεύθερα».             

«Πιστεύω ότι από τη στιγμή που δε βρισκόμαστε στην παραγωγή, δε νομίζω ότι θα ανησυχήσει και ιδιαίτερα την κυβέρνηση αν ένα ακόμα σχολείο θα προσχωρήσει στις καταλήψεις, καλύτερα κιόλας για εκείνους. Πρέπει να βρούμε άλλον τρόπο να αντιδράσουμε».

«Και τι προτείνεις βρε εξυπνάκια;» τον ρώτησε ένας συμμαθητής του.

«Προτείνω να κάνουμε κάτι πιο πρωτότυπο».

«Δηλαδή;» τον ρώτησε και ο Νίκος.

«Υπάρχουν μαθητές που φέτος δίνουν πανελλήνιες, δε θέλουμε να τους κάνουμε κακό, εμποδίζοντας να παρακολουθήσουν τα μαθήματα παιδιά που μπορεί να μην πηγαίνουν στα φροντιστήρια, αλλά ούτε και εμείς των μικρότερων τάξεων μπορούμε να μείνουμε πίσω. Σημασία έχει να αποδείξουμε, όχι στην κυβέρνηση, η οποία ούτως ή άλλως θέλει να μας κρίνει ανίκανους, αλλά σε όλους τους άλλους ότι μας ενδιαφέρει η καλλιέργεια μας και δεν είμαστε εδώ προκειμένου να χάσουμε μαθήματα».

«Ωραία τα λες, αλλά…»

«Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μια εν μέρει κατάληψη». Κάποιοι από τους συμμαθητές τους μουρμούρισαν, αλλά τους έκανε νόημα ο Νίκος να σταματήσουν.

«Ας τον ακούσουμε, πες μας πως το σκέφτεσαι».

«Θα μπορούσαμε να κάνουμε τις τρεις πρώτες ώρες καθημερινά μάθημα. Οι μαθητές της Τρίτης λυκείου τα μαθήματα της κατεύθυνσης και όσο για την Πρώτη και τη Δευτέρα, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα στο οποίο θα παρακολουθούμε τις μισές ώρες από κάθε μάθημα, ώστε να μη μείνουμε πίσω στην ύλη, ή να μη μείνουμε ολοκληρωτικά πίσω στην ύλη. Κάποιοι μαθητές δεν έχουν πόρους για φροντιστήρια, σκεφτείτε έναν μαθητή που θέλει να σπουδάσει χημεία, πόσο πίσω θα μείνει αν χάσει κάθε επαφή με το μάθημα και θέλει να δώσει του χρόνου».

«Και τις υπόλοιπες;»

«Τις υπόλοιπες μπορούμε να μαζευόμαστε, να κάνουμε συζητήσεις, να παρακολουθήσουμε ταινίες», είπε ρίχνοντας μια ματιά στη Μαρίνα, η οποία δε διέφυγε ούτε στον Στάθη μα ούτε και στην Καίτη, «θα μπορούσαμε ακόμα να προσκαλέσουμε και κάποιους ανθρώπους των τεχνών για να μας μιλήσουν, ή καθηγητές πανεπιστημίου. Δε νομίζω ότι είναι προς όφελός μας να κλείσουμε απλά το σχολείο, οι περισσότεροι να μένουν στα σπίτια τους και να είναι και κάποιοι εδώ πέρα να το φυλάνε».

«Δεν ακούγεται άσχημη ιδέα, όμως οι καθηγητές θα συμφωνήσουν να μας κάνουν μάθημα υπό αυτές τις συνθήκες, και πως θα βγει το πρόγραμμα;»

«Μπορούμε…», είπε και έκανε ένα βήμα μπροστά η Μαρίνα.

«Ναι;» την προέτρεψε ο Νίκος.

«Μπορούμε να οργανωθούμε και να φτιάξουμε πρόγραμμα βάσει των μαθημάτων, και όχι των ονομάτων των καθηγητών. Να τους το δώσουμε και να καθίσουν όσοι είναι πρόθυμοι από τους καθηγητές μας να δούνε τις ώρες τους και που θα διδάξουν. Νομίζω αν συνεργαστούν οι καθηγητές μαζί μας, θα τα καταφέρουμε».

«Οκ, θέλει κάποιος άλλος να μιλήσει;» κανείς δεν απάντησε. «Ας προχωρήσουμε στην ψηφοφορία».

Πέρα από κάθε προσδοκία, η πρόταση του Λουκά επικράτησε. Ακόμα και ο Στάθης, αν και με μισή καρδιά, σήκωσε το χέρι του για να την εγκρίνει. Ελάχιστοι ήταν όσοι καταψήφισαν την κατάληψη. Αρκετοί από αυτούς, βέβαιοι για τον θρίαμβο του κλεισίματος του σχολείου, προτίμησαν την πρόταση του Λουκά.

«Οκ, να μαζευτούν από όλα τα προεδρία των τμημάτων, ώστε να βγάλουν το πρόγραμμα, για να το παραδώσουμε στους καθηγητές το πρωί», φώναξε ο Νίκος, ώστε να ακουστεί πάνω από τις φωνές των παιδιών.

«Έχει στόφα ηγέτη πάντως», σχολίασε η Καίτη στη Μαρίνα για τον Λουκά, «αν και εγώ θα προτιμούσα κανονική κατάληψη».

«Πρέπει επίσης να μείνουν κάποιοι να φτιάξουμε τα πανό».

«Και τι θα γράψουμε στα πανό;» ρώτησε ο Γιώργος «Ημικατάληψη;»

«Κατάληψη θα γράψουμε, με αυτόν τον τρόπο εκφράζουμε τη δυσαρέσκεια μας στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό δεν αλλάζει».

«Μα θα κάνουμε μάθημα».

«Μην αρχίζουμε τα ίδια, έπειτα από ψηφοφορία πάρθηκε η απόφαση, τώρα πρέπει να οργανωθούμε και να αποδώσει η πρωτότυπη ιδέα της κατάληψης μας. Το σχολείο θα είναι υπό περιφρούρηση από τους μαθητές, θα ανοίγει μόνο για να μπαίνουν οι καθηγητές τις πρώτες ώρες, κι αν καταφέρουμε να έρθουν ομιλητές. Πρέπει να συμμετέχουμε όλοι σε όλα, και φυσικά δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις πορείες, πρέπει να συμμετέχουμε μαζικά, εκεί θα φανεί η δύναμη μας, με τους υπόλοιπους συμμαθητές μας στους δρόμους».

Σαν να είχε δώσει το σύνθημα ο Νίκος, αμέσως έπιασαν όλοι τη δουλειά. Μαθητές από τα τμήματα της Δευτέρας και της Πρώτης, κάθισαν και έφτιαξαν το πρόγραμμά τους βάσει των μαθημάτων κατεύθυνσης της Τρίτης, αφού πρώτα έγραψαν ποιοι ήταν οι καθηγητές του σχολείου, για να δουν πως θα μπορούσαν να βολευτούν οι εκπαιδευτικές ώρες, λ.χ. τρεις φιλόλογοι – δύο μαθηματικοί κ.ο.κ.. Κάποια άλλα παιδιά, ξεκίνησαν να ετοιμάζουν τα πανό, με υφάσματα, κυρίως λευκά σεντόνια, που είχαν φέρει από τα σπίτια τους.

Το επόμενο πρωί, μίλησαν με τους καθηγητές τους, οι οποίοι στο μεγαλύτερο ποσοστό ήταν υπέρ της πρότασης των μαθητών, η μόνη ανένδοτη ήταν η λυκειάρχης, η οποία λόγω της θέσης της επιθυμούσε να καταστείλει όποιο είδος κατάληψης.

«Είτε θα σεβαστείτε την πρόταση μας η οποία εκλέχθηκε από το μεγαλύτερο μέρος του σώματος των μαθητών είτε θα πρέπει να απομακρυνθείτε από το σχολείο, δε θα ανεχτούμε καμία προσπάθεια καταστολής της κατάληψης, από οποιονδήποτε καθηγητή. Ή μας στηρίζετε ή φεύγετε». Οι υπόλοιποι καθηγητές τα έβαλαν κάτω και προσπάθησαν να είναι παρόντες στο σχολείο τις πρωινές ώρες, ώστε να μη χαθούν διδακτέες ώρες και τα παιδιά να καταφέρουν να αντιδράσουν σε ένα αντι-εκπαιδευτικό νομοσχέδιο, το οποίο επηρέαζε άμεσα τους πολίτες της χώρας, είτε ήταν μαθητές είτε καθηγητές είτε γονείς.          

Επιστρέφοντας στο σπίτι της η Μαρίνα, παράτησε όπως όπως την τσάντα με τα βιβλία στο δωμάτιο της και πήγε στην κουζίνα να δει τι υπήρχε για φαγητό. Αφού γέμισε το πιάτο της με γιουβέτσι και έβαλε ένα ποτήρι νερό, τα μετέφερε στο δωμάτιο και τα ακούμπησε πάνω στο γραφείο της. Έπειτα άνοιξε το πατζούρι από το παράθυρο της ώστε να μπει φως και καθαρός αέρας. Κάθισε στο γραφείο της να φάει, ανοίγοντας τον υπολογιστή της όταν προσγειώθηκε δίπλα στο πιάτο της μια σαΐτα. Την πήρε στα χέρια της και κοίταξε έξω από το παράθυρο, αλλά δεν είδε κανέναν έξω στην αυλή. Στο ένα της φτερό έγραφε τη λέξη «Συγγνώμη», ύστερα την ξεδίπλωσε και πρόσεξε ότι υπήρχε ένα κείμενο γραμμένο πάνω στη σαΐτα.

«Έχουν περάσει αρκετές εβδομάδες από τη μεταξύ μας παρεξήγηση, για την οποία υπεύθυνος είμαι εγώ. Φοβήθηκα μην τα κάνω χειρότερα και απέφυγα να σε πλησιάσω ξανά και να σου μιλήσω. Ανησύχησα ότι θα ήσουν εκνευρισμένη μαζί μου, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία. Μαρίνα, σε καμία περίπτωση δε σε θεωρώ ανόητη, ούτε φυσικά ότι μπορεί κάποιος να σε χειραγωγήσει. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι παύω να ανησυχώ για εσένα, γνωρίζοντας για το τι είναι ικανός ο Άγης να μηχανευτεί. Αυτό που σου ζητάω είναι να προσέχεις!!! Στάθης».

 

Ο Στάθης κρυμμένος πίσω από τον κορμό ενός δέντρου, θεωρώντας ότι τον κάλυπτε, παρακολουθούσε τη Μαρίνα να διαβάζει το σημείωμα του. Ύστερα την είδε να τσαλακώνει το χαρτί και να το ρίχνει στο καλαθάκι, πριν σηκωθεί, κλείσει το παράθυρο και τραβήξει απότομα την κουρτίνα.                                                     

Αυτό που δεν κατάφερε να δει, μιας και η κουρτίνα του έκρυβε τη θέα, ήταν τη Μαρίνα να σκύβει και να μαζεύει τη σαΐτα από τα σκουπίδια, να προσπαθεί να ισιώσει το χαρτί της και έπειτα να τη φυλάει στο μυθιστόρημα της Jane Austin «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη». 

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο

 

Η ‘‘ιδιόρρυθμη’’ κατάληψη του σχολείου των παιδιών λειτουργούσε πέρα από κάθε προσδοκία. Μάλιστα είχε τραβήξει την προσοχή και είχε γίνει θέμα σε εφημερίδες και sites. Μαθητές του ίδιου του σχολείου, είχαν φροντίσει να φτιάξουν ένα blog, στο οποίο ανέβαζαν θέματα και άρθρα που μιλούσαν για τους λόγους της  κατάληψης, τους κινδύνους της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, που οδηγούσε την παιδεία σε δυσμενείς ατραπούς όταν δεν είχαν όλοι οι μαθητές δικαίωμα στη μόρφωση ή ακόμα χειρότερα στις βασικές γνώσεις που προσφέρει όπως και να έχει το σχολείο. Σχολίαζαν πως παιδιά της υπαίθρου θα αναγκάζονταν να μείνουν εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ αναφέρανε και τις δικές τους δραστηριότητες στο σχολείο όταν τελείωνε το καθιερωμένο εκπαιδευτικό τρίωρο.

Η κατάληψη τους είχε γίνει δημοφιλής και είχαν δεχτεί αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών να επισκεφτούν το σχολείο τους και να τους μιλήσουν. Συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίου ακόμη και ηθοποιοί, που είχαν ξεχωρίσει στο πέρασμα των χρόνων στο σανίδι για το ήθος τους. Αντιθέτως ‘‘καλλιτέχνες’’ που είχαν καθιερωθεί στις θέσεις τους εξαιτίας των καλών τους σχέσεων με την εξουσία, τα παιδιά τους είχαν αφήσει έξω από το σχολείο. Μάλιστα είχε γίνει μια μεγάλη συζήτηση για μια συγγραφέα.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα έχει να μας συμβουλέψει η Σωτηράκη», σχολίασε ο Σάββας.

«Μα είναι πολύ δημοφιλής», διαμαρτυρήθηκε μια μαθήτρια της Τρίτης.

«Αυτό εμένα δε μου λέει τίποτα».

«Μα δε γράφει ερωτικές φαμφάρες, ο λόγος της είναι πολιτικός».

«Δε θα με ενδιάφερε αν έγραφε ερωτικές ιστορίες, σε όλους αρέσουν οι ερωτικές ιστορίες. Αλλά η συγγραφέας που προτείνεις, δεν είναι συγγραφέας για εμένα, είναι γκόμενα».

«Είναι σεξιστικό αυτό που λες», τον διέκοψε ενοχλημένη.

«Καθόλου, όταν λέω ότι είναι γκόμενα δε σχολιάζω την εμφάνιση της και μάλιστα θα επιχειρηματολογήσω. Τα πρώτα της βιβλία ήταν επηρεασμένα από τον σύντροφο της, που είχε συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό, μόλις εκείνος τη χώρισε το ίνδαλμα σου έκανε στροφή 180 μοιρών και άλλαξε μπαϊράκι. Το έκανε για να τον εκδικηθεί; Ίσως. Τον εκδικήθηκε; Ούτε καν. Απέδειξε απλά το ποια ήταν, αλλά επειδή στις τάξεις των ισχυρών που εδραιώνουν και καθιερώνουν σκουπίδια, θεωρείται φιλοσοφημένη και ψαγμένη… ενώ είναι ρηχή και φαμφάρο».

Έτσι η Φιλιώ Σωτηράκη δε δέχτηκε ποτέ πρόσκληση να πάει να μιλήσει στο σχολείο, αλλά μιας και δεν το έμαθε ποτέ δεν την πείραξε και η απόρριψη. Κάθε Πέμπτη στο τέλος των μαθημάτων είχαν προβολή ταινίας και έπειτα έμενε όποιος ήθελε να συμμετέχει στην συζήτηση. Όπως ήταν αναμενόμενο ο Λουκάς είχε προτείνει τη Μαρίνα, μιας και γνώριζε ότι το κορίτσι αυτό ήταν σκέτη κινητή ταινιοθήκη. Η Μαρίνα άλλο που δεν ήθελε, φρόντιζε να φέρνει ταινίες που θα προβλημάτιζαν και θα τραβούσαν την προσοχή των συμμαθητών της. Από τις ταινίες που έγινε η προβολή τους στο σχολείο, δεν έλειψε καθώς ήταν φυσικό ο  Λαρς Φον Τρίερ, όχι φυσικά το “Nymphomaniac”αλλά το “Dogville“ και το «Χορεύοντας στο σκοτάδι», ήταν από τις πρώτες της επιλογές. Το «Δαμάζοντας τα κύματα», δεν της άρεσε οπότε δεν την έφερε. Άλλη ταινία που είδαν ήταν η «Πόλη του Θεού», των βραζιλιάνων Fernando Meirelles και Katia Lund. Και αν και κάπως προβληματισμένη αποφάσισε να πάει και την ταινία βωβού κινηματογράφου “Metropolis” του γερμανού Fritz Lang. Αν και η Μαρίνα είχε ανησυχήσει, ότι θα ήταν ελάχιστοι εκείνοι που θα παρέμεναν στην προβολή της, τελικά αποδείχτηκε ότι η ταινία τράβηξε την προσοχή των περισσότερων συμμαθητών της και παρέμειναν ως το τέλος της προβολής. Αν και η πλειοψηφία δυσαρεστήθηκε με το φινάλε.

«Μα να δώσει το χέρι στον εκμεταλλευτή του;»

«Αυτός που το έδωσε ήταν ο αρχιμηχανικός», παρατήρησε κάποιος.

«Και τα άλλα τα πρόβατα;»

«Δεν έχει σημασία αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την κατάληξη της ταινίας», σχολίασε η Μαρίνα, «πρέπει να δούμε τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι εργάτες σε όλες τις στιγμές της ταινίας. Και ίσως να κάνουμε και τον παραλληλισμό».

«Αν το σκεφτείς έχει πολλούς παραλληλισμούς με τις μέρες μας».

«Ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει τίποτα, κι ας μεσολάβησε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Ας πάρουμε τον πιο επιπόλαιο, εντός εισαγωγικών επιπόλαιο. Ο εργάτης αντί να πάει απευθείας στο σημείο που πρέπει ώστε να οργανωθεί,  πέφτει στα χέρια του ένα φέιγ βολάν για ένα νυκτερινό κέντρο διασκέδασης και επιλέγει να πάει σε αυτό».

Τα παιδιά προβληματίζονταν και συζητούσαν, έλεγαν τις απόψεις τους ακόμα κι αν διαφωνούσαν και ένας ουσιαστικός διάλογος που τους οδηγούσε στην ωριμότητα λάβαινε χώρα στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου. Η Όλγα μαζί με το Θέμη πολλές φορές με τη σύμφωνη γνώμη των παιδιών παρακολούθησαν και οι ίδιοι την προβολή, παρέμεναν στις συζητήσεις χωρίς να επεμβαίνουν παρά μόνο αν τα παιδιά ζητούσαν τη γνώμη τους.

«Είναι υπέροχα παιδιά», σχολίασε ο Θέμης μια φορά που είχαν παρακολουθήσει μαζί τους «Την πόλη του Θεού».

«Έχεις δίκιο, νιώθω σαν να μαθαίνω εγώ από εκείνα όταν μένω μαζί τους και βλέπω τις ταινίες. Και όσο για τις συζητήσεις που ακολουθούν… είναι σημαντικότερες από την ίδια την ταινία, το πώς τους προβληματίζουν τα όσα έχουν δει, το πώς θέλουν να εκφράσουν τη γνώμη τους, το πώς ακόμα κι αν διαφωνούν μεταξύ τους ανοίγουν διάλογο».

«Η αλήθεια είναι ότι δεν το είχα στην Ιωάννου, ότι έκρυβε τόση ανησυχία, είναι σχεδόν αδιάφορη στο μάθημα μου», παρατήρησε ο Θέμης.

«Προφανώς δεν την ενδιαφέρει το μάθημα σου. Συγγνώμη, ακούστηκε άσχημα αυτό, εννοώ ότι προφανώς δε θα την ενδιαφέρει η Χημεία και όχι ο τρόπος που διδάσκεις εσύ το μάθημα. Είμαστε και εμείς οι καθηγητές προκατειλημμένοι, αν ένας μαθητής δεν ενδιαφέρεται για το μάθημά μας, αμέσως μπαίνει στο μυαλό μας η ταμπέλα του κακού μαθητή ή του αδιάφορου και δεν αναζητάμε αν έχει άλλα ενδιαφέροντα. Ξεχνάμε τα χρόνια που εμείς ήμασταν μαθητές και μόλις βρεθούμε από την άλλη πλευρά της έδρας, μπαίνουμε αυτόματα σε ένα ρόλο, τον οποίο ως πιο νέοι άνθρωποι θα έπρεπε να είχαμε αποτινάξει. Κοίτα πόσα παιδιά που μας φαίνονταν εντελώς αδιάφορα και βαριεστημένα στο μάθημα, έχουν ξαφνικά μέσα στην κατάληψη ξεδιπλωθεί. Όλη αυτή η ομαδικότητα, ο κοινός σκοπός τους έχει κάνει καλό. Ακόμα κι αν δεν κερδίσουν τον αγώνα τους, που εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να τα καταφέρουν για το καλό όλων μας, και πάλι οι μαθητές του σχολείου μας θα βγούνε κερδισμένοι. Ακόμα και οι νταήδες έχουν μαζευτεί, έχουν αφήσει στην άκρη τους εξυπνακισμούς και προσπαθούν να συμμετέχουν».

«Νομίζω ότι αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν θέση τα νταηλίκια τους σε αυτό που κάνουν, είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν, αλλιώς θα τους ξεράσει αυτό που πάει να δημιουργηθεί και που και οι ίδιοι το καταλαβαίνουν ότι είναι πολύ καλό, και επιθυμούν να είναι μέρος του».

«Κι αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να εξετάσουμε ως παιδαγωγοί. Γιατί όταν εμείς οι καθηγητές υποτίθεται ότι έχουμε το πάνω χέρι, γίνονται μέσα στα σχολεία τόσα περιστατικά βίας;»

«Γιατί στην ουσία δεν έχουμε κανέναν έλεγχο. Προσπαθούμε να τους επιβληθούμε από το θεσμικό μας ρόλο, χωρίς ουσιαστικά να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση τους, δεν μπορούμε να τους πλησιάσουμε και να τους μιλήσουμε».

«Πολλές φορές δε μας αφήνουν περιθώρια, κι αν δεν επιβληθούμε, κάποια παιδιά θα βρουν άσχημα τον μπελά τους. Είδες τι έγινε στη σχολή στα Γιάννενα;»

«Δεν μπορούμε να μετατρέψουμε όλους τους αλήτες σε ανθρώπους, αλλά πρέπει να βρούμε τρόπο να μετριάσουμε το κακό και να τους ελέγξουμε τουλάχιστον. Ούτε το να νίπτουμε φυσικά τα χέρια μας είναι ο σωστός δρόμος, όπως έγινε προ ετών στη σχολή στα Γιάννενα».

«Εμένα μου κάνει εντύπωση ο Γκόγκος, κι αυτός σαν να ακολουθεί το ρεύμα».

«Πράγματι!» συμφώνησε ο Θέμης. «Το άλλο το έμαθες, δημιουργείται θεατρική ομάδα».

«Φυσικά και το ξέρω, αφού με ρώτησαν θεατρικά έργα που θα τους πρότεινα».

«Και τι τους πρότεινες, τα καθιερωμένα; Ψαθά ας πούμε».

«Αν και ο Ψαθάς έχει υπέροχα κείμενα, είπα να τους ρίξω στα βαθιά».

«Σαίξπηρ».

«Καμί, Καλιγούλας».

«Καλιγούλας στα παιδιά του λυκείου; Δεν είναι κάπως ακατάλληλο το κείμενο;»

«Τα παιδιά έχουν την ωριμότητα να ανταπεξέλθουν, άλλωστε ο Καμί δεν πορνογραφεί, οπότε μην αντιδράς λες και τους πρότεινα τον Κόμη Ντε Σαντ».

«Επίσης μου είπε ένα πουλάκι, ότι συμβάλεις και στο μαθητικό blog του σχολείου».

«Όπου ζητάνε τη βοήθεια μου, δε θα τους πω όχι, άλλωστε απλά ελέγχω για λάθη, ορθογραφικά και εκφραστικά. Αν και δε βρίσκω και πολλά».

«Εσύ εργάζεσαι περισσότερες ώρες τώρα απ’ όσο όταν είχαμε όλες τις ώρες μάθημα».

«Ναι, είπα να συμβαδίσω με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο του δαρμένου σκυλιού», είπε προκαλώντας τα γέλια του Θέμη.

«Τα ρεπό πότε θα τα πάρεις;»

«Τον Ιούλιο, που θα λήξει πάλι η σύμβαση».

Οι περισσότεροι καθηγητές έδειχναν να συμμετέχουν ενεργά στις δραστηριότητες των παιδιών κατά την περίοδο της κατάληψης. Ο καθηγητής των εικαστικών είχε φτιάξει τμήμα κάθε Δευτέρα όπου όσοι ήθελαν ζωγράφιζαν, ενώ εκείνος γέμιζε τα πρόθυμα κεφάλια τους με πληροφορίες για την ιστορία της τέχνης. Ζωγράφοι, κινήματα, slides με πίνακες ή άλλα εικαστικά. Μάλιστα κανόνιζαν και συναντήσεις σε μουσεία. Αλλά και καθηγητές πιο ‘‘πεζών’’ μαθημάτων, έσκυβαν πάνω από τα παιδιά και τα βοηθούσαν να κατανοήσουν καλύτερα την ύλη. Όλη αυτή η αυτοδιαχείριση των μαθητών, ακόμα κι αν οφειλόταν σε μια μεταρρύθμιση που γκρέμιζε οριστικά τη δημόσια εκπαίδευση και την έριχνε στην αγκαλιά των φίλων του πρωθυπουργού που έτριβαν τα χέρια τους, είχε ανοίξει δρόμους δημιουργικότητας για καθηγητές και μαθητές. Μόνο η λυκειάρχης έλειπε η οποία ούτως ή άλλως έπαιρνε σύνταξη και τα παιδιά της ζούσαν και εργάζονταν στο εξωτερικό.       

 


«Τι θα δούμε την άλλη Πέμπτη» ρώτησε ο Λουκάς τη Μαρίνα, κάνοντας τον Στάθη, ο οποίος συνέχισε να κρατάει αποστάσεις από εκείνη μόλις την είδε να τσαλακώνει και να πετάει το σημείωμά του, να βγάζει αφρούς.

«Λέω να δούμε μια σχολική ταινία».

«Δηλαδή;»

«Won’t back down» με τους Maggie Gyllenhall και Oscar Isaac σε σκηνοθεσία Daniel Barnz.                    

«Και τι υπόθεση έχει».

«Με δυο γυναίκες που αγωνίζονται για το σχολείο τους. Η μία είναι καθηγήτρια και μητέρα και η άλλη μητέρα μαθητή, και οι δυο ιδιαίτερα δυναμικές που δεν το βάζουν κάτω», σχολίασε κάπως τσαχπίνικα.

«Ανυπομονώ λοιπόν», είπε πριν φύγει. Στο μεταξύ την είχε πλησιάσει η Καίτη, αφού κοίταξε γύρω της σχολίασε.

«Δεν είμαι σίγουρη αν σε γουστάρει ο συμμαθητής μας, αλλά σίγουρα σε φλερτάρει, αλλά και εσύ δεν πας πίσω». Η Μαρίνα αναστέναξε.

«Δεν το βάζεις κάτω έτσι;»

«Υπάρχουν δύο ενδεχόμενα, αυτό που ισχυρίζεσαι εσύ και αυτά που βλέπουν τα μάτια μου, προτιμώ να εμπιστευτώ τα μάτια μου λοιπόν».

«Κι εγώ θα προτιμούσα να βρεις άλλο ενδιαφέρον από το κουτσομπολιό. Τόσες ομάδες έχουν δημιουργηθεί στο σχολείο».

«Συμμετέχω όσο μπορώ».

«Μάλλον την άλλη Παρασκευή θα έχουμε συναυλία», ενημέρωσε ενθουσιασμένος ο Σάββας τα κορίτσια.

«Κανένα μεγάλο αστέρι;» ρώτησε η Καίτη.

«Η μπάντα των παιδιών».

«Η μπάντα των παιδιών», ειρωνεύτηκε εκείνη, «ούτε όνομα δεν έχουν. Και γιατί τόσος ενθουσιασμός; Μη μου πεις ότι θα πουν το τραγούδι σας;» Η Μαρίνα στράφηκε ανήσυχη και τον κοίταξε.

«Μπα όχι, δεν έχουν βρει χρόνο να το δουλέψουν».

«Το ελπίζω, για το καλό σου», του είπε εκείνη παίρνοντας την τσάντα της.      

 

Μαθητές από άλλα λύκεια και γυμνάσια της χώρας ήρθαν σε επαφή μαζί τους. Σταδιακά άρχισαν να έχουν επισκέψεις από κοντινά σχολεία. Συζητούσαν και αντάλλασαν απόψεις. Ο Νίκος με τον Λουκά στο πλάι, καλέστηκαν σε κανάλια και απάντησαν στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Απέφυγαν τις ερωτήσεις παγίδες αποστομώνοντας τους δημοσιογράφους ή βουλευτές της κυβέρνησης που βρίσκοντας στα παράθυρα και προσπαθούσαν με τις τσιρίδες τους να καλύψουν τα όσα είχαν να πουν οι μαθητές.

«Να τα αφήσετε αυτά να γυρίσετε στα θρανία σας!»

«Εμείς τα θρανία μας υπερασπιζόμαστε, εσείς κοιτάτε πώς να μας διώξετε από εκεί, εμάς και τους συμμαθητές μας».  

«Να τα αφήσετε αυτά».

«Θα επιστρέψουμε στα θρανία μας όλοι μαζί και όχι επιλεκτικά, όπως το θέλει η κυβέρνηση για τις χρονιές που έρχονται». Απάντησε ο Νίκος ψύχραιμα.

Ο δημοσιογράφος, έχοντας απέναντι του δυο νέους ανθρώπους, ψύχραιμους που γνώριζαν για ποιο πράγμα μιλούσαν και κυρίως αγωνίζονταν, την ώρα που ένας υπουργός της κυβέρνησης ωρυόταν και εξευτελιζόταν, αποφάσισε να τον χαιρετήσει και να κλείσει μαζί του τη σύνδεση, όχι για τη φασαρία που προκαλούσε, αλλά για να τον προστατέψει από περαιτέρω εξευτελισμό.

«Σας ευχαριστώ που ήσασταν εδώ!» είπε στο τέλος ο ηλικιωμένος δημοσιογράφος,  «και καλή πρόοδο να έχετε παιδιά μου!»

«Και να νικήσουμε!», πρόσθεσε ο Λουκάς.

«Θα νικήσουμε», του απάντησε ήρεμα ο Νίκος κοιτώντας τον στα μάτια. Μια εικόνα που επαναλήφθηκε αρκετές φορές και γράφτηκαν διθυραμβικά άρθρα για την ηρεμία και την αποφασιστικότητα των παιδιών, όταν ο εκλεγμένος βουλευτής και υπουργός της κυβέρνησης τα χάνει απέναντι στο μεστό λόγο των δύο αυτών μαθητών και κατά τη συνήθη συμπεριφορά του το ρίχνει στο τρελό ουρλιαχτό και στις κατηγορίες προς πάσα κατεύθυνση. Φυσικά υπήρξαν και οι επικριτές, όμως ήταν τόσοι λίγοι που χάθηκαν οι φωνές τους, αφού η κοινή γνώμη είχε συνταχθεί με το μέρος των παιδιών.

«Έχουν χάσει μεγάλο έδαφος και το ξέρουν», σχολίασε ο Νίκος στον Λουκά. «Θεωρούν ότι θα κυβερνούν για πάντα, αλλά οι μεταρρυθμίσεις που κάνουν είναι η μία χειρότερη από την άλλη, ακόμα και πιστοί ψηφοφόροι τους αρχίζουν και κλωτσάνε. Γι’ αυτό έπαθε αμόκ ο μαλάκας».

«Ο μαλάκας συνέχεια αμόκ παθαίνει, με το παραμικρό».

«Σήμερα είχε κάποια ντεσιμπέλ παραπάνω».

«Πίστεψε ότι θα μας φοβίσει;»

«Όχι, απλά φοβάται ό ίδιος. Η συνταγή δεν τους βγαίνει και τους ενοχλεί, κι αυτούς και τα μεγάλα, εκπαιδευτικά, ιδιωτικά ιδρύματα».  

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο

 

Ήταν καθισμένος στο πεζούλι με έναν συμμαθητή του τον Χρήστο, όπου μοιράζονταν το ίδιο θρανίο, τόσο στην τάξη όσο και στην κατεύθυνση. Παρακολουθούσε από μακριά τη Μαρίνα, η οποία συζητούσε με τον Σάββα και την Καίτη. Να έτρεχε κάτι ανάμεσα σε εκείνη και τον πιτσιρικά της πρώτης, πολλή παρέα κάνανε, αλλά πάλι δεν έβλεπε σαν ανταγωνιστή του το πρωτάκι, μάλλον ο κλήρος έπεφτε στον Λουκά. Εκτός του ότι ήταν συμμαθητές, επομένως πολλές περισσότερες ώρες μαζί, απ’ ότι είχε μάθει από το Γιώργο, ο Λουκάς εντελώς ιπποτικά είχε αναλάβει τον ρόλο του προγυμναστή της στην Άλγεβρα, απέναντι σε εκείνον τον αγροίκο τον Γκόγκο, που είχαν για καθηγητή. Επιπλέον έπειτα από την επικράτηση της πρότασής του για τη νέα μορφή κατάληψης και με τον Νίκο να τον παίρνει συνέχεια μαζί του, ο Λουκάς φαινόταν να έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στα κορίτσια του σχολείου. Αν μπορούσε να κρατήσει όλα τα υπόλοιπα και να αφήσει ήσυχη τη Μαρίνα, ο Στάθης θα του ήταν υπόχρεος.

Με ένα νεύμα του κεφαλιού ο φίλος του, του έδειξε την επιτροπή των μαθητών που τους επισκέφτηκαν  από το άλλο σχολείο. Μόλις έστρεψε το κεφάλι του προς τα εκεί ο Στάθης τα έχασε. «Τι στην ευχή γύρευαν αυτοί εκεί;» αναρωτήθηκε. Αφού περίμενε να τους δει να χάνονται στην αίθουσα των εκδηλώσεων, σηκώθηκε δήθεν ανέμελα.

«Πρέπει να πάω στην τουαλέτα».

«Από εμένα ελεύθερα», του απάντησε ο Χρήστος.

Πήγε στο μπάνιο και έριξε νερό στο πρόσωπο του. Αν τον έπαιρναν είδηση οι συμμαθητές του παλιού του σχολείου, όλο το αφήγημά του θα πήγαινε στράφι. Είχε υποχρεωθεί να μείνει πίσω για να αποφύγει τα κακά συναπαντήματα και όμως χάρη στην ιδέα του Λουκά, όλα θα αποκαλύπτονταν, αν την ίδια στιγμή δεν το έβαζε στα πόδια σαν δειλός. Πάντα συμμετείχε στους μαθητικούς αγώνες, δεν ήθελε να μένει πίσω, κι όμως είχε αναγκαστεί να μη παραβρεθεί στις μαθητικές πορείες που γίνονταν στην περιοχή τους για να αποφύγει συναντήσεις. Στις κεντρικές πορείες, μπροστά από το κοινοβούλιο, με τα σχολεία της κάθε αθηναϊκής γειτονιάς ανακατεμένα, μπορούσε πιο εύκολα να τις αποφύγει, όμως αυτό δε θα ήταν εύκολο αν κατευθύνονταν όλα τα σχολεία της περιοχής τους, για διαμαρτυρία  προς το δημαρχείο. Πάντα έβρισκε κάποια δικαιολογία και έμενε πίσω να φυλάει το σχολείο τους.

Το χειρότερο όλων ήταν, ότι στην επιτροπή των παλιών του συμμαθητών βρισκόταν και ο Γρηγόρης, ο τύπος που δεν χωρούσε και τους δυο το σχολείο τους και την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί, είχαν καταλήξει με μαυρισμένα μάτια και ματωμένες μύτες στο γραφείο του λυκειάρχη. Και μιας και φαινόταν ότι ο ίδιος είχε επιτεθεί στον Γρηγόρη, χωρίς να αναζητήσουν τον λόγο, έπρεπε να αποχωρήσει από το λύκειο, για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Στο νέο σχολικό περιβάλλον, ο Στάθης δεν ήταν δύσκολο να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, μιας και κανείς, εκτός πιθανόν από τους καθηγητές, δεν γνώριζε τον βίο και την πολιτεία του στο Δεύτερο. Κανείς δεν τον ενοχλούσε, οπότε δε χρειαζόταν και ο Στάθης να είναι μονίμως σε άμυνα, που οι καθηγητές την εκλάμβαναν ως επιθετικότητα. Όμως αν δε ‘‘λιποταχτούσε’’ εδώ και τώρα, δε θα ήταν εύκολο να διατηρηθεί η κατάσταση για εκείνον ως είχε. Πρώτο βήμα να περιμένει να βρεθούν όλοι οι μαθητές, επισκέπτες και ‘‘ιθαγενείς’’ στην αίθουσα εκδηλώσεων, έπειτα θα πήγαινε στην τάξη να πάρει την τσάντα με τα βιβλία του και έπειτα θα το έσκαγε, με μια οποιαδήποτε δικαιολογία, αν τύχαινε κάποιος να τον δει.

Μόλις βρέθηκε έξω από το κτήριο, έκανε τον γύρο για να βρεθεί στη πίσω μεριά, εκεί όπου συνήθιζαν να καταφεύγουν οι μαθητές που κάπνιζαν και που οι καθηγητές πολύ καλά γνώριζαν, αλλά απέφευγαν να πηγαίνουν για να μην υποχρεωθούν να μοιράσουν αποβολές. Έριξε μια ματιά γύρω του και πέταξε την τσάντα του πάνω από τα κάγκελα. Ύστερα σκαρφάλωσε και χωρίς να κοιτάξει πίσω, έσκυψε πήρε την τσάντα και έφυγε. Η Μαρίνα που εκείνη την ώρα πήγαινε να ελέγξει στο ‘‘καπνιστήριο’’ αν υπήρχαν μαθητές, τον είδε να το σκάει σαλτάροντας από τα κάγκελα και χωρίς να πει τίποτα, έμεινε απορημένη να τον βλέπει να απομακρύνεται. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα της απέναντι και είδε τον Γιώργο να την κοιτάζει απορημένος. Ύστερα την πλησίασε και ανασήκωσε τους ώμους του.

«Το έσκαγε ή μου φάνηκε;» τη ρώτησε.

«Τι να σου πω, δεν ξέρω. Όμως…»

«Από τι το έσκαγε, από την κατάληψη; Μπορούσε να φύγει κανονικά και χωρίς κανείς να του πει τίποτα».

 

Αφού τελείωσε η συνάντηση και η συζήτηση με τους επισκέπτες του άλλου σχολείου, η Μαρίνα ξεκίνησε για την τάξη της. Η αλήθεια ήταν ότι είχε προβληματιστεί από τη φυγή του Στάθη και την περισσότερη ώρα στη συνάντηση ήταν αφηρημένη. Μπαίνοντας στην αίθουσα ο Γιώργος αντί για το θρανίο του, πήγε και κάθισε στη θέση της Καίτης, στο θρανίο των κοριτσιών.

«Η Καίτη;»

«Σπίτι».

«Φυσικά!» αρκέστηκε να σχολιάσει μιας και οι δύο τους γνώριζαν πως η Καίτη βαριόταν θανάσιμα πολιτικές και αγωνιστικές συζητήσεις. Εκείνη ήθελε να περνάει χαλαρά τον καιρό της, όλα τα υπόλοιπα ήταν χάσιμο χρόνου. «Εσύ γιατί πιστεύεις ότι έφυγε;» τη ρώτησε για τον Στάθη, και η Μαρίνα δε χρειάστηκε επεξήγηση για να καταλάβει σε ποιον αναφερόταν.

«Δεν ξέρω», απάντησε και τον κοίταξε απορημένη. «Μπορεί να ήταν άρρωστος», συμπέρανε στο τέλος.

«Μη λες χαζά, μπορούσε να φύγει από την κεντρική πύλη και κανείς να μην του πει τίποτα. Εκείνος ξεκάθαρα το έσκασε, λες και έκανε κοπάνα».

«Δεν ξέρω βρε Γιώργο, κι εμένα εντύπωση μου κάνει. Μπορεί, μπορεί να μην ήθελε να γίνει αισθητή η απουσία του».

«Υπάρχουν δυο τρεις ντουζίνες θηλυκά σε αυτό το σχολείο, από τις οποίες σίγουρα θα γίνει αισθητή η απουσία του, αφού ζουν και αναπνέουν για να τον βλέπουν».

«Υπερβάλεις», του απάντησε η Μαρίνα.

«Μήπως έφυγε για λίγο και γύρισε;»

«Μήπως συνέβη κάτι και δεν ήθελε να δώσει εξηγήσεις;»

«Μήπως ήθελε να αποφύγει την παρουσία κάποιων;» άκουσαν τον Τάσο, από το πίσω θρανίο, να σχολιάζει την ώρα που χλαπάκιαζε μια τυρόπιτα. 

«Ορίστε;» τον ρώτησε ο Γιώργος, γυρίζοντας να τον κοιτάξει.

«Για τον Παξινό δε λέτε, της Τρίτης; Που πήδηξε τα κάγκελα για να φύγει από το σχολείο».

«Όχι!»

«Ναι!» Η αρνητική απάντηση της Μαρίνας συνέπεσε με τη θετική του Γιώργου, ο Τάσος τους κοίταξε μειδιώντας ειρωνικά, πριν συνεχίσει.

«Ο Παξινός, υποψιάζομαι», είπε θέλοντας να αφήσει δήθεν ένα μικρό περιθώριο αμφιβολίας, «ότι έφυγε επειδή σήμερα στο σχολείο μας ήρθε επιτροπή από το προηγούμενο σχολείο του».

«Δε νομίζω», είπε ο Γιώργος. «Λουκά, από ποιο σχολείο ήταν οι μαθητές που ήρθαν σήμερα στη συνέλευση μας».

«Από το Δεύτερο».

«Λάθος κάνεις», γύρισε και είπε στον Τάσο, «Ο Στάθης πήγαινε στο Πρώτο».

«Μμμ, νομίζω πως εσύ κάνεις λάθος», σχολίασε κάπως ειρωνικά ο Τάσος, «Αφού τον αναγνώρισε ένας συμμαθητής του, όταν ήμασταν στην πύλη και μιλούσαμε». Ο Γιώργος αντάλλαξε μια ματιά με τη Μαρίνα, η απορία τους φαινόταν να λύνεται, αλλά δημιουργούνταν ένα σωρό άλλες.

«Δηλαδή;» ρώτησε η Μαρίνα αυτή τη φορά.

«Ο Παξινός, απ’ ότι έμαθα από αυτόν τον συμμαθητή του, πήγαινε στο Δεύτερο, και μάλλον δεν ήταν και τόσο καλό και ήσυχο παιδί».

«Δε σε καταλαβαίνω», σχολίασε ο Γιώργος.

«Συνέχεια προκαλούσε μπελάδες στο παλιό του σχολείο, όλο μάλωνε και κάθε τρεις και λίγο ‘‘τα έλεγε’’ με τον λυκειάρχη. Στο τέλος της περσινής σχολικής χρονιάς, και ενώ δίνανε το τελευταίο μάθημα ή προτελευταίο, ήρθε σε μια διαφωνία με αυτόν τον συμμαθητή του, και εντελώς ξαφνικά του επιτέθηκε. Ο άλλος αμύνθηκε, αλλά κατέληξαν και οι δύο με μαυρισμένα μάτια και σπασμένες μύτες. Αναμενόμενο να πάρει πόδι από το σχολείο και να αναγκαστεί να πάει σε άλλο λύκειο για να πάρει το απολυτήριο, και κάπως έτσι κατέληξε στο δικό μας».

«Κι όλα αυτά στα είπε αυτός;»

«Πως αλλιώς θα τα ήξερα. Και τώρα θα μου επιτρέψετε να πάω και εγώ στο σπίτι μου μιας και το βράδυ είμαι στην περιφρούρηση. Αλήθεια Μαρίνα, εσύ δε θα μείνεις να φυλάξεις κανένα βράδυ το σχολείο;» ρώτησε αφήνοντας μομφή στη φωνή του.

«Μη λες ανοησίες!» του απάντησε ο Γιώργος, «ήταν την περασμένη εβδομάδα».

«Μια φορά μόνο;»

«Δεν ήταν μια φορά μόνο», του απάντησε ο Λουκάς από τη θέση του. «Από εσένα ήταν σίγουρα περισσότερες».

«Οκ αρχηγέ, για να το λες εσύ έτσι θα είναι», τον ειρωνεύτηκε ο Τάσος, κερδίζοντας μια ενοχλημένη ματιά από τον Λουκά.

«Θα είμαι και την άλλη εβδομάδα», απάντησε η Μαρίνα αφηρημένη.

«Εγώ σας χαιρετώ, για την ώρα. Αριβεντέρτσι».

«Στο καλό», του απάντησε αφηρημένα η Μαρίνα, και ύστερα πήρε τη σάκα της και αφού χαιρέτησε τον Λουκά έφυγε με τον Γιώργο.                    

                     

Κάθονταν οι τρεις τους στο δωμάτιο των αγοριών.

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα, δε φαίνεται τέτοιο παιδί», σχολίαζε ο Γιώργος.

«Δεν τον ξέρουμε και πολύ», παρατήρησε η Μαρίνα αν και προσπαθούσε να κρύψει την απογοήτευση της.

«Πάντως», σχολίασε και ο Σάββας, «τον είδα που πήγαινε με την τσάντα του προς την πύλη, όταν ξαφνικά κοντοστάθηκε, άλλαξε κατεύθυνση και άρχισε να κατευθύνεται με γρήγορο βήμα προς την πίσω μεριά του σχολείου».

«Είναι και βλάκας, προδόθηκε μόνος του», σχολίασε εκνευρισμένος ο Γιώργος που ως εκείνη τη στιγμή εκτιμούσε τον Στάθη. 

«Από την άλλη…» σχολίασε πάλι ο Σάββας.

«Τι;»

«Τον έχουμε δει να έχει βίαιο ξέσπασμα».

«Πότε τον είδες εσύ να έχει βίαιο ξέσπασμα».

«Στην εκδήλωση, τότε που εμφανίστηκε εκείνος ο τύπος».

«Υπερβάλεις, απλά λογοφέρανε».

«Μα πιαστήκαν στα χέρια, κι αν δεν του χώριζαν ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε».

«Εντάξει, και έτσι να είναι, ήθελε να υπερασπιστεί τη Μαρίνα».

«Να με αφήσεις έξω απ’ όλο αυτό», σχολίασε ενοχλημένη η Μαρίνα, «δεν του ζήτησα να με υπερασπιστεί, μια χαρά θα τα έβγαζα πέρα μόνη μου».

«Ό,τι και να λες εσύ, εγώ πιστεύω ότι ο Στάθης ενδιαφέρεται για εσένα. Το παιδί φαίνεται ότι είναι καψούρης».

«Και με νταηλίκια θα δείξει το ενδιαφέρον του;» ρώτησε ο Σάββας. «Στην τελική και στον άλλον άρεσε η Μαρίνα και θέλησε να τη φλερτάρει, έπρεπε να πάει να παίξει μπουνιές με τον άνθρωπο; Στο τέλος θα την κατουρήσει κιόλας».

Ο Γιώργος με τη Μαρίνα γύρισαν και τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι με μια έκφραση αηδίας να ζωγραφίζεται στα πρόσωπά τους.

«Εννοώ σαν τα σκυλιά που κατουράνε την περιοχή τους. Και την άλλη φορά που είχε έρθει αυτός έξω από το σχολείο να της μιλήσει, αν δεν ήσουν εσύ να τον συγκρατήσεις, θα ήμασταν μάρτυρες της επιθετικότητας του».

«Για να τελειώνει αυτό το θέμα, μιας και μιλάτε σαν να μην είμαι μπροστά και η ίδια. Κανείς από τους δύο δεν ενδιαφέρεται για εμένα».

«Ναι, καλά!» μουρμούρισε ο Γιώργος, αλλά η Μαρίνα δεν πτοήθηκε.

«Έχουν μια μεταξύ τους κόντρα, εγώ βρέθηκα στη μέση και τώρα πιθανόν να με βλέπουν σαν τρόπαιο. Κανείς δε νοιάζεται για εμένα. Το ξεκαθαρίσαμε;»

«Δέχομαι ότι δεν τον γνωρίζουμε και τόσο καλά, όσο νομίζαμε. Αλλά δεν τον κόβω για τέτοιο χαρακτήρα, δεν μου δίνει αυτή την εντύπωση, όχι δεν μπορεί να έπεσα τόσο έξω», επέμενε ο Γιώργος.

«Μα τι σκάλωμα έχεις φάει επιτέλους», τον ρώτησε ο αδερφός του, «δεν είστε και κολλητοί φίλοι, άσε που ήδη σου έχει πει τόσα ψέματα».

«Ψέμα από ψέμα διαφέρει».

«Α ναι; Για πες μου πως;» τον ρώτησε ο αδερφός του.

«Αν είναι ένα ψέμα για να δικαιολογηθείς».

«Για να θες να δικαιολογηθείς, πάει να πει ότι κάτι έχεις κάνει λάθος», επέμενε ο Σάββας.

«Μπορεί, δεν του τα βρίσκω όλα σωστά. Αλλά αν κάνεις κάτι, μια βλακεία ξέρω ’γώ και σε καλύψω με ένα αθώο ψεματάκι θα είναι λάθος;» πήγε να τον ρίξει στο φιλότιμο.

«Μα δεν πήγε να δικαιολογήσει κάποιος άλλον πέρα από τον εαυτό του».

«Έστω, αλλά τον διαγράφουμε για όσα έκανε πέρσι; Δεν σκότωσε και κανέναν άλλωστε, έπαιξε μπουνιές με τον συμμαθητή του, που στην τελική μπορεί να τον προκάλεσε».

«Και γιατί να αποβληθεί αυτός από το σχολείο, κι όχι ο άλλος;»

«Δεν ξέρω!»

«Πάντως, έτσι όπως μας τα είπε ο Τάσος δεν ήταν ένας ο καυγάς που τον έδιωξε από το σχολείο, αυτός ήταν που ξεχείλισε το ποτήρι», παρατήρησε κι η Μαρίνα.

«Και εσύ από πότε έχεις εμπιστοσύνη σε αυτά που λέει ο Τάσος; Και ποιος μας λέει ότι είναι έτσι όπως τα λένε αυτοί και δεν υπάρχει μια άλλη εξήγηση που δεν την ξέρουμε».

«Ωραία και έτσι να ’ναι, δε βλέπω πως μπορούμε να τη μάθουμε», σχολίασε απηυδισμένη η Μαρίνα.

«Αν τον ρωτούσαμε;» ρώτησε κάπως δειλά ο Γιώργος.

«Είσαι τρελός, ούτε να το σκέφτεσαι».

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό;» συμφώνησε με τη Μαρίνα και ο Σάββας.

«Γιατί όχι;»

«Γιατί είναι αδιακρισία και κουτσομπολιό, γιατί μπορεί να τον φέρεις σε δύσκολη θέση και να γίνει επιθετικός και καλύτερα να του επιτρέψουμε να συνεχίσει να έχει υπό έλεγχο την ιστορία που έχτισε για να μη νιώσει ότι τον περιθωριοποιούμε».

«Και πως θα συμπεριφερόμαστε απέναντι του;»

«Όπως το κάναμε τόσο καιρό, έτσι θα συνεχίσουμε».

«Πως μπορώ;»

«Αφού πιστεύεις ότι είναι θύμα των περιστάσεων συνέχισε να το κάνεις και θα σου βγει φυσικά».

 

Η Μαρίνα άφησε τα δυο αδέρφια και επέστρεψε σπίτι της. Αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ήταν απογοητευμένη από την πληροφορία που είχε φτάσει ως εκείνη για τον Στάθη. Όμως το παρελθόν του δεν την αφορούσε, όπως ούτε και ο ίδιος ο Στάθης. Έτσι επαναλάμβανε στο εαυτό της, όλο και λιγότερο πειστικά. Πήρε το βιβλίο της Jane Austin, στα χέρια της και το ξεφύλλισε αναζητώντας το σημείωμα που της είχε στείλει εκείνος ιπτάμενα. Το διάβασε ξανά και ξανά αναζητώντας μέσα στις λέξεις του, την αλήθεια του αποστολέα τους. Όμως δεν έβρισκε τίποτε άλλο από υποκρισία, κατηγορούσε τον Άγη για να κρύψει το δικό του παρελθόν σε ένα άλλο σχολείο, σε μια άλλη ζωή, από την οποία είχαν μεσολαβήσει ελάχιστοι μόνο μήνες. «Μπορούν άραγε να αλλάξουν οι άνθρωποι;» αναρωτήθηκε. Όσες φορές η ίδια το είχε προσπαθήσει, δεν είχε καμία επιτυχία. Δεν είναι μια απόφαση που μπορείς να πάρεις και να συμβεί λες και πατάς έναν διακόπτη αποκόβοντας τον εαυτό σου από αυτό που είναι. Ίσως με το πέρασμα των χρόνων, με τις γνώσεις, τις εμπειρίες, την ωριμότητα να γίνουν κάποιες αλλαγές στον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, αλλά πόσο αυτό είναι δυνατόν να συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη; Μπήκε για λίγο στο Facebook, ήθελε να δει αν αναφερόταν κάτι στη σελίδα του σχολείου που είχαν φτιάξει, ώστε ομαδικά να ενημερώνονται οι μαθητές για τις κοινοποιήσεις της κατάληψης και τα δρώμενα. Τελικά την Παρασκευή το απόγευμα θα γινόταν η συναυλία της μπάντας των αποφοίτων. Έτρεξε λίγο προς τα κάτω τις ενημερώσεις, αλλά δεν είχε διάθεση. Όταν εμφανίστηκε μια νέα πρόταση φιλίας. Μόλις είδε τον αποστολέα της, ο εκνευρισμός της ανέβηκε στα ύψη. Δεν είχε τίποτα κοινό μαζί του, γιατί ήθελε να γίνουν φίλοι; Αφού απέρριψε την πρόταση του, έπεσε στο κρεβάτι. «Πως στην ευχή με βρήκε;» Η Μαρίνα διατηρούσε χαμηλό προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα. Αντί για φωτογραφία της είχε μια γάτα, το ονοματεπώνυμο που χρησιμοποιούσε ήταν από λογοτεχνικό βιβλίο, (από πού αλλού) όσο για φίλους είχε ελάχιστους. Πως κατάφερε εκείνος να κάνει τον συσχετισμό ώστε να της κάνει πρόταση. Δύο πιθανά σενάρια περνούσαν από το μυαλό της, είτε που έκανε τυχαία την πρόταση, χωρίς να γνωρίζει ότι το προφίλ της Μέρι Λιβόβ ήταν δικό της ή κάποιος τον είχε ενημερώσει. Ποιος όμως μπορεί να είχε σχέση μαζί του, μέσα από την τάξη της ώστε να τον ενημερώσει; Μπήκε στο προφίλ του να ελέγξει τους φίλους του, όμως τους είχε κρυμμένους. 

«Μην σκας, δεν έχει σημασία», είπε στον εαυτό της και έκλεισε για λίγο τα μάτια της μη συνειδητοποιώντας το πόσο κουρασμένη ήταν, με αποτέλεσμα να αποκοιμηθεί.              

 

                                   

Κεφάλαιο Δέκατο Πέμπτο

 

Τα τζάμια του σχολείου δονούνταν από τα υψηλά ντεσιμπέλ των ηχείων. Τα παιδιά που παρακολουθούσαν τη συναυλία του συγκροτήματος των απόφοιτων, δεν το καταλάβαιναν, όμως όσοι βρίσκονταν μέσα στο κτήριο το ένιωθαν και με το παραπάνω. Ο Στάθης είχε κουραστεί να στέκεται όρθιος και αποφάσισε να μπει για λίγο στο σχολείο. Τα πράγματα ένιωθε ότι είχαν αλλάξει μεταξύ εκείνου και κάποιων παιδιών, δεν ήταν η συμπεριφορά τους που του το μαρτυρούσε, αλλά αισθανόταν κάτι σαν σφίξιμο όταν τους πλησίαζε. Η Μαρίνα όταν έπεφτε πάνω της το βλέμμα του, το αποτραβούσε ενοχλημένη, όμως πιθανόν να μην του είχε συγχωρήσει ποτέ τα λόγια του στην εκδρομή, αν και είχε μεσολαβήσει ένα διάστημα που ο Στάθης πίστευε ότι ίσως τελικά εκείνη να είχε δώσει άφεση στη συμπεριφορά του μετά τη «συγγνώμη» του. Ανάλογα λίγο πολύ του συμπεριφερόταν κι ο Σάββας, αλλά ακόμα και ο Γιώργος με τον οποίον είχαν αναπτύξει μια καλή σχέση, είχε την εντύπωση ότι τον απέφευγε. Να είχαν μάθει κάτι για εκείνον; Αλλά από ποιόν; Τις προάλλες όταν έφυγε από το σχολείο, θεώρησε ότι είχε καταφέρει να μην τον πάρουν είδηση. Μήπως έκανε λάθος. Αλλά πάλι αυτή θα ήταν η στάση τους αν γνώριζαν; Εκτός κι αν ήξεραν…. Όχι, όχι! Ούτε να το φανταστεί δεν ήθελε. Αρκετά με αυτή την ιστορία, δε θα μπορούσε να τον κυνηγάει για πάντα.

Σαν να μην τον χώραγε ο τόπος, βγήκε πάλι από την αίθουσα για να κατέβει στο προαύλιο, που είχε μετατραπεί σε συναυλιακό χώρο. Πλησιάζοντας προς την σκάλα, πρόσεξε μια ψηλή φιγούρα να σκύβει πάνω από μια άλλη, πιο μικροκαμωμένη. «Αυτός δεν είναι ο Λουκάς;» αναρωτήθηκε σαστισμένος, παραμένοντας στη θέση του και παρακολουθώντας τον Λουκά να ανταλλάσει ένα φιλί στο στόμα με ένα καστανό κορίτσι. «Η Μαρίνα!» σκέφτηκε και ένιωσε την καρδιά του να χάνει παλμούς. Ο Λουκάς νιώθοντας να τον παρακολουθούν άνοιξε τα μάτια του και κάρφωσε το βλέμμα του ενοχλημένος στον Στάθη. Εκείνος ντροπιασμένος έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να κατεβαίνει βιαστικά τη σκάλα, ενώ άκουσε ένα αδύναμο και απορημένο κοριτσίστικο «Τι;» που απευθυνόταν στον Λουκά. Η Μαρίνα θα απορούσε για τη διακοπή του φιλιού τους.

Φτάνοντας στο ισόγειο, αισθάνθηκε τόσο αποπροσανατολισμένος, λες και βρισκόταν σε όνειρο, μιας και από την είσοδο του σχολείου μπήκε με ορμή μια εξαγριωμένη Μαρίνα με τον Σάββα να την ακολουθεί.

«Συγγνώμη, δεν το ήξερα. Δεν ήξερα ότι θα παίζανε το τραγούδι μας».     

«Γιατί να στο δώσω, γιατί να σου δώσω τους αναθεματισμένους στίχους, πες μου γιατί;»

«Μα είναι ωραίο, απλά είναι μισό».

«Το ξέρω πως είναι μισό, κι αυτός ο ηλίθιος ο φίλος σου έπρεπε να πει την ιστορία με τον Γκόγκο μπροστά σε όλους;»

«Οι περισσότεροι την ξέρανε ήδη».

«Σάββα;» είπε προειδοποιητικά η Μαρίνα.

«Στην πραγματικότητα τον Γκόγκο εξέθεσε, και όχι εσένα».

«Μαντέψτε», διέκοψε όλο ενθουσιασμό τον διαπληκτισμό τους η Καίτη που τους πλησίασε από την αντίθετη κατεύθυνση.

«Θα κυκλοφορήσει και σε single;» ρώτησε ειρωνικά η Μαρίνα.

«Όχι, δεν έχει να κάνει με singles, αλλά με ζευγάρι. Είδα τον Λουκά να φιλιέται με την Έλη, στο διάδρομο έξω από την τάξη μας».

«Με την απουσιολόγο σας;» ρώτησε ο Σάββας, αν και αδιάφορα.

«Ναι με αυτή. Κρυφή πληγή η Ελίτσα».

«Άσε τον κόσμο να κάνει ό,τι θέλει», τη μάλωσε η Μαρίνα.

«Γιατί τους εμπόδισα; Αλλά και να ήθελα δεν ξεκόλλαγαν από τα μέλια», εκείνη την ώρα η Μαρίνα πρόσεξε τον Στάθη, που παρακολουθούσε τη συζήτηση τους. Το βλέμμα της έγινε προκλητικό, αναγκάζοντάς τον για δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα να σκύψει το κεφάλι του, αλλά αυτή τη φορά ανακουφισμένος, μιας και το κορίτσι που κατάκτησε ο Λουκάς δεν ήταν η Μαρίνα. Και bonus, ο Λουκάς πλέον ήταν σε σχέση. 

«Όλα καλά», μονολόγησε βγαίνοντας στο προαύλιο και επιτρέποντας στον εαυτό του να ανασάνει.

«Βέβαια», συνέχισε η Καίτη, «τώρα που ο Λουκάς τα έφτιαξε με την Έλη, θα σκεφτεί κανείς ότι έρχεσαι πάντα ως δεύτερη επιλογή, Μαρίνα».  

«Ορίστε;» απόρησε η Μαρίνα από αυτό που μόλις άκουσε.

«Εννοώ ότι μιας και πέρσι ο Βίκτωρας έμεινε με τη Στεφανία και φέτος ο Λουκάς προτίμησε … ε, την Έλη», συμπλήρωσε διστακτικά.

«Άσ’ το!» τη συμβούλεψε ο Σάββας. «Όσο συνεχίζεις το κάνεις χειρότερο».  

«Έχω κουραστεί να στο επαναλαμβάνω, με τον Λουκά είμαστε απλώς φίλοι, και εσύ σταμάτα να βλέπεις συνέχεια σαπουνόπερες γιατί το μυαλό σου είναι γεμάτο με σαπουνόφουσκες», είπε εκνευρισμένη και βγήκε πάλι στο προαύλιο.

«Τουλάχιστον έπαψε να είναι εξαγριωμένη μαζί μου», σχολίασε ανακουφισμένος ο Σάββας από τον αντιπερισπασμό των σχόλιων της Καίτης. «Σε ευχαριστώ Καίτη!» είπε χτυπώντας την ειρωνικά στον ώμο.

 

Είχε πάει και είχε σταθεί δίπλα στην Ελένη, όμως την προσοχή του τράβηξε πάλι η έξοδος της Μαρίνας. Η φίλη του τον κοίταξε και χαμογέλασε.

«Την έχεις καψουρευτεί, έτσι δεν είναι;» Ο Στάθης γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος.  

«Τι; Όχι. Ποιά;»

«Την κινηματογραφίστρια λέω».

«Έχουμε τέτοιο πράγμα στο σχολείο; Δεν το ήξερα».

«Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, εννοώ το κορίτσι που φέρνει τις ταινίες για τις προβολές της Πέμπτης. Υποθέτω ότι ο σινεφίλ εαυτός σου έχει εμπλουτίσει τις γνώσεις του, δεν πρέπει να έχεις χάσει καμία».

«Είναι ωραίος ο κινηματογράφος», σχολίασε δήθεν αδιάφορα ο Στάθης.

«Και η μαθήτρια στα μάτια σου ακόμα πιο ωραία», τον είδε να διστάζει και συνέχισε, «Έλα, μην το αρνείσαι». 

«Ωχ βρε Ελένη, κι έτσι να είναι τι σημασία έχει, εκείνη ούτε να με δει δε θέλει».

«Δε θα το έλεγα», είπε κοιτώντας μπροστά της μειδιώντας, ένιωσε το βλέμμα του επάνω της. «Την έχω δει πως σε κοιτάζει όταν εσύ έχεις στραμμένη αλλού την προσοχή σου».

«Δηλαδή;»

«Μμμ, όπως την κοιτάζεις κι εσύ. Λίγο ονειροπόλα, λίγο απογοητευμένα».

«Και γιατί μου φέρεται… τέλος πάντων, με αδιαφορία».

«Γιατί μπορεί να είναι πληγωμένη. Ίσως φοβάται, φαίνεται πως είναι άβγαλτη».

«Είναι δεκαέξι».

«Οπότε τη θεωρείς μικρή».

«Κι εγώ μικρός είμαι», είπε μειδιώντας. «Αυτό που λέω είναι, ότι σε αυτή την ηλικία λογικό να είναι άβγαλτη».

«Κι εσύ τι θες από εκείνη Στάθη;»          

«Τι θέλω! Ό,τι θα ήθελε εκείνη, αν ήθελε δηλαδή κάτι από εμένα, εγώ θα ακολουθούσα». Έβαλε το χέρι της στο μέτωπο του. «Τι κάνεις;» τη ρώτησε.

«Μετράω τη θερμοκρασία σου. Α, είσαι πολύ βαριά εσύ».

«Έλα μη με δουλεύεις!»

«Πάμε να κάτσουμε στο πεζούλι, να σου πω κάποια πράγματα για εμάς τις γυναίκες».

«Θα κάνουμε μάθημα δηλαδή;» την πείραξε.

«Περίπου». Την ακολούθησε και πήγαν και κάθισαν στο πεζούλι απόμερα από τις άλλες παρέες. «Εγώ αυτό που εισπράττω από εκείνη, σε σχέση με εσένα πάντα είναι ότι δε θέλει να πληγωθεί. Νιώθει έλξη και αυτή η έλξη είναι ένας συναγερμός που ανάβει κόκκινος και βουίζει κάθε φορά που σε βλέπει. Κι εδώ που τα λέμε φαίνεσαι ο τύπος που θα πλήγωνες για πλάκα μια κοπέλα».

«Μα πως προκύπτει αυτό το συμπέρασμα;» ρώτησε ενοχλημένος ο Στάθης.

«Είσαι ζόρικος, κι έπειτα ο καυγάς στην εκδήλωση δεν ήταν υπέρ σου».

«Δε γνωρίζεις πράγματα για εκείνο το συμβάν», σχολίασε εκνευρισμένος.

«Εξήγησε μου τότε».

«Ο τύπος, εκείνος που πλακωθήκαμε στην εκδήλωση, που κοντέψαμε τέλος πάντων, είναι ακριβώς ο άνθρωπος που περιέγραψες πριν. Αυτός που δε θα δίσταζε, που μάλλον θα το επιχειρούσε να βλάψει ένα κορίτσι σαν… τέλος πάντων, που θα τον εμπιστευόταν. Το έχει κάνει, σε μια φίλη μου».

«Δηλαδή;»

«Δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες».

«Έβγαινε με δυο συγχρόνως;»

«Μακάρι να έκανε αυτό, έκανε πράγματα πολύ χειρότερα».     

«Της έχεις μιλήσει; Της είπες τι συνέβη στη φίλη σου;»

«Δεν της είπα τι συνέβη, τι έκανε εκείνος. Την προειδοποίησα απλά ότι είναι επικίνδυνος και να τον αποφεύγει. Και τώρα μου είναι θυμωμένη».

«Οκ, δεν ξέρω τι μπορεί να της είπες και πως, αλλά έχω την εντύπωση ότι ίσως στο μυαλό της ταύτισε αυτά που της είπες για εκείνον τον τύπο με τη δική σου συμπεριφορά».

«Οκ, ναι, το αναγνωρίζω πως είμαι ζόρικος. Αλλά δε θα έκανα ποτέ σε άνθρωπο κάτι τόσο άσχημο που έκανε εκείνος».

«Γιατί δε μου λες να καταλάβω;»

«Γιατί δεν έχει να κάνει με εμένα Ελένη, αλλά με κάτι που συνέβη σε άλλο πρόσωπο και που κουβαλάει ακόμη την ντροπή μέσα του».

«Εντάξει! Σε εμπιστεύομαι. Όμως στο τέλος ίσως καταφέρεις και την σπρώξεις απευθείας επάνω του. Αν δε θες να πεις σε εμένα, μίλησε σε εκείνη, εξήγησε της, αλλά όχι με μισόλογα. Ποτέ δεν έγιναν πειστικά τα μισόλογα. Άλλωστε και εκείνη είναι πληγωμένη».

«Από ποιόν;»

«Από μια χαζομάρα, ίσως να είναι ένας λόγος που την κάνει πιο επιφυλακτική».

«Τώρα ποιος μιλάει με μισόλογα;»

«Δεν είναι ιστορία που με αφορά», του απάντησε πειρακτικά. «Καλά σταμάτα να με κοιτάς έτσι, θα σου πω, αν και στην πραγματικότητα είναι μια χαζομάρα. Αλλά ξέρεις πως συμβαίνει, μερικές φορές οι χαζές ιστορίες πληγώνουν. Τη φλέρταρε ένα παιδί πέρσι, από άλλο τμήμα, η μικρή τσιμπήθηκε, αλλά εκείνος είχε ήδη σχέση με μια συμμαθήτρια του. Ερωτοχτυπημένη όπως ήταν, εμπιστεύτηκε το λάθος άτομο, εκείνο το είπε παραέξω, το κουτσομπολιό έκανε το γύρο της Πρώτης μέχρι που έφτασε και στην κοπέλα του. Μη φανταστείς ότι πήρε τρομακτικές διαστάσεις, αλλά όσο να ’ναι νιώθεις ηλίθιος, όταν στο πρώτο ερωτικό σου σκίρτημα συμβεί κάτι τέτοιο». Ο Στάθης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Όμως ας επιστρέψουμε στο θέμα σου».

«Στο δικό μου θέμα;»

«Φυσικά, θα σε βοηθήσω. Θα βρω τρόπο να της μιλήσεις».

«Μα δε θέλει να με ακούσει».

«Θα της περάσουν τα πείσματα κάποια στιγμή. Στο βάθος σε συμπαθεί, μάλλον κάτι παραπάνω από αυτό. Την άλλη εβδομάδα που θα βγει το πρόγραμμα με το ποια άτομα θα διανυκτερεύσουν στο σχολείο, θα… θα δω τι θα κάνω, εσύ να είσαι σε επιφυλακή ώστε να μείνεις στην κατάληψη τη νύχτα».

«Ναι, σιγά μη θελήσει να μείνει πίσω, αν ξέρει ότι θα είμαι και εγώ».

«Αυτό θα το φροντίσω εγώ, μην ανησυχείς. Και δε θα φανεί καθόλου ότι εσύ επιχείρησες να τη δεις. Αλλά θα σε προπονήσω για να μην κάνεις καμία βλακεία και τα καταστρέψεις όλα. Πάλι αυτό το βλέμμα;»

«Ποιο βλέμμα; Δεν καταλαβαίνω τι λες!»

«Το ζόρικο». Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, όταν ο Στάθης ρώτησε.

«Και δε μου λες, ποιος ήταν ο τύπος με τον οποίο πέρσι συνέβη το σκηνικό;»                          

«Ούτε να το σκέφτεσαι».

 

«Κι όμως είχε δίκιο η Καίτη», σκέφτηκε μελαγχολικά η Μαρίνα βλέποντας τον Στάθη να κάθεται στο πεζούλι με τη συμμαθήτριά του συζητώντας και γελώντας. Προφανώς ερχόταν δεύτερη στις προτιμήσεις των αγοριών που δεν της ήτανε αδιάφορα.  

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Έκτο

 

Ο Σάββας άκουγε το λαχάνιασμά του, είχε διανύσει αρκετή απόσταση από το σχολείο τρέχοντας. Ποτέ δε θα περίμενε ότι θα συνέβαινε τέτοιο σκηνικό, όλες οι διανυκτερεύσεις στην κατάληψη είχαν κυλήσει ήσυχα. Μη θέλοντας να ενοχλούν, τα βράδια έμπαιναν μέσα στο σχολείο και κάθονταν, συζητώντας. Όμως αυτό το βράδυ είχαν αιφνιδιαστεί. Ούτε ήξερε τι συνέβαινε εκείνη την ώρα στο λύκειο και ειλικρινά φοβόταν για τα χειρότερα. Είχε αφήσει τα παιδιά στην αίθουσα των εκδηλώσεων να παρακολουθούν μιας ταινία, που τους είχε δανείσει η Μαρίνα. Τα βράδια που η Μαρίνα έμενε στην νυχτερινή ομάδα περιφρούρησης, συνήθιζαν να βλέπουν ταινίες. Όχι απαραίτητα σινεφίλ και αυτές τις ψαγμένες που συνήθως της άρεσαν, το πρόγραμμα τους ήταν πιο χαλαρό. Μπορούσαν να δουν κομεντί, περιπέτεια ή κωμωδίες, πιο σπάνια επιστημονικής φαντασίας. Φυσικά τα αγόρια προτιμούσαν δράσης ή θρίλερ. Κάθονταν όλοι μαζί παρέα, έβλεπαν τις ταινίες, τη μία πίσω από την άλλη έτρωγαν σνακ και σχολίαζαν, μιας και ήταν πιο χαλαροί, απ’ ότι όταν ήταν όλοι οι μαθητές του σχολείου μαζεμένοι. Έπειτα από μια γερή ποσότητα κατανάλωσης αναψυκτικού, ο Σάββας σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα, άλλωστε είχε ξαναδεί την ταινία. Έπλενε τα χέρια του όταν άκουσε να γίνεται  φασαρία στην αίθουσα εκδηλώσεων, «καμιά ανόητη διαφωνία πάνω στην ταινία θα έχουνε», σκέφτηκε. Ξεκίνησε να πάει να δει τι συνέβαινε, όταν κατάλαβε ότι είχε ξεσπάσει μεγάλος καυγάς μέσα. Στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας και κοίταξε.

Μια ομάδα εξωσχολικών, φορώντας κουκούλες και κρατώντας ξύλα επιτίθονταν στους συμμαθητές του. Με το να μπει άοπλος, να τα βάλει μαζί τους, δε θα κέρδιζε τίποτα, έπρεπε να επικοινωνήσει με τα παιδιά, που είχαν φύγει. Όμως το κινητό του ήταν στην τσέπη του μπουφάν του, που κρεμόταν στην πλάτη μιας καρέκλας, μέσα στην αίθουσα. Το έβαλε στα πόδια με την ευχή να μην τον ακούσουν οι διώκτες του, το θρίλερ που έβλεπαν λίγη ώρα νωρίτερα ήταν λες και είχε μεταφερθεί από την οθόνη στην πραγματικότητα. Προσεκτικά πήγε στην πίσω πλευρά του σχολείου, από όπου δε θα τον έβλεπαν και αφού σιγουρεύτηκε ότι κανείς δεν περίμενε εκεί, πήδηξε τα κάγκελα, βγήκε στον δρόμο και άρχισε να τρέχει.

Το σπίτι του προέδρου του δεκαπενταμελούς δεν ήταν μακριά, αλλά από την αγωνία ο Σάββας δεν μπορούσε να το βρει. Τελικά στάθηκε έξω από την πολυκατοικία και περίμενε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ήταν δύο τα ξημερώματα, σίγουρα θα τους ανησυχούσε, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση, έπρεπε να ενημερώσει και να προλάβουν το κακό. Τελικά χτύπησε και έπειτα ξανά και ξανά. Ένας εξαγριωμένος άντρας φώναξε από το μπαλκόνι, ο Σάββας έφυγε από την πόρτα για να μπορέσουν να τον δουν.

«Είναι ο Νίκος επάνω;» ρώτησε, «είναι επείγον». Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε κι ο Νίκος δίπλα στον πατέρα του.

«Πρέπει να έρθεις, μας την ‘πεσαν εξωσχολικοί, γίνεται χαμός στο σχολείο».

«Τώρα κατεβαίνω!» Σε λιγότερο από πέντε λεπτά τον είδε να κατεβαίνει κουτρουβαλώντας τις σκάλες, κρατώντας το κινητό στα χέρια του. Τον ακολουθούσε και ο πατέρας του.                     

«Μπαμπά, ειδοποίησα μέσα από τη σελίδα μας για την κατάληψη τους υπόλοιπους συμμαθητές μας, κάποιοι μένουν πολύ κοντά, θα έχουν φτάσει ήδη».

«Δεν πρόκειται να σας αφήσω μόνους σας. Άντε, πάμε!» Ο Σάββας ξεκίνησε να διηγείται τι συνέβη στο σχολείο, και πως ο ίδιος το έσκασε.

Όταν έφτασαν, το σχολείο έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο. Είχαν γίνει ζημιές, όμως πουθενά δε βρίσκονταν εκείνοι που τις είχαν προκαλέσει. Πέντε παιδιά ήταν τραυματισμένα, τρία που είχαν προλάβει και είχαν κρυφτεί μέσα στον πανικό τους, έγερναν πάνω από τους τραυματισμένους, σοκαρισμένα και τα ίδια απ’ όσα είχαν συμβεί. Επίσης είχαν καταφτάσει μαθητές που είχαν δει το μήνυμα του Νίκου στη σελίδα της κατάληψης στο Facebook, ανάμεσά τους ήταν και ο Στάθης. Ο Νίκος πήρε από τον πίνακα ανακοίνωσης τη λίστα με την ομάδα περιφρούρησης εκείνης τη βραδιάς και άρχισε να αναζητάει τους μαθητές.

«Η Ιωάννου;» ρώτησε, «Σάββα που είναι η Ιωάννου;»

«Την αντικατέστησε η Ελένη, δεν κατάλαβα τι έγινε, αλλά έμεινε η Ελένη στη θέση της».

«Ωραία που είναι η Ελένη τότε;» ρώτησε με τη φωνή του να τρέμει. Ο Σάββας κοίταξε γύρω του.

«Δεν είναι εδώ».

«Αρχίστε να ψάχνετε την Ελένη, σε όλες τις τάξεις, γραφεία καθηγητών, τουαλέτες». Ο Στάθης, ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Η Ελένη, που μπορεί να ήταν η Ελένη; Είχε καταφέρει να αντικαταστήσει τη Μαρίνα, όμως τώρα που μπορεί να βρισκόταν; Τη βρήκε ο Νίκος στις τουαλέτες του πρώτου ορόφου, ήταν μαζεμένη κουβάρι και ιδιαίτερα τρομαγμένη. Η μπλούζα της ήταν μισοσκισμένη. «Θεέ μου!» μουρμούρισε και την πλησίασε βγάζοντας το μπουφάν και ρίχνοντάς το στους ώμους της. «Είσαι καλά;» εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της πριν ξεσπάσει σε κλάματα. Ο Νίκος την πήρε στην αγκαλιά του. Ακούγοντας τα κλάματα μπήκαν στο μπάνιο ο Στάθης με τον Σάββα. «Τι συνέβη;» ρώτησαν.

«Ελένη, σου έκαναν τίποτα;» τη ρώτησε ανήσυχος ο Νίκος. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, συνεχίζοντας όμως να κλαίει.

 

Η Όλγα με τον Θέμη βρέθηκαν στο σχολείο, στο πλευρό των μαθητών τους. Η αναπληρώτρια φιλόλογος έριξε όλο το βάρος της στην Ελένη. Της έφτιαξε έναν ζεστό καφέ και έμεινε στο πλάι της προσπαθώντας να την κάνει να μιλήσει, όμως εκείνη γυρόφερνε στο μυαλό της όσα είχαν συμβεί νωρίτερα, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ο Νίκος και ο Στάθης βρίσκονταν μαζί τους στο γραφείο των καθηγητών συζητώντας με τον Θέμη και με κάποιους άλλους καθηγητές που είχαν σπεύσει στο σχολείο, μόλις ενημερώθηκαν για την επίθεση.

«Ελένη αν σου έκαναν κάτι…» της είπε σιγά η Όλγα.

«Όχι, δεν πρόλαβαν, δεν ξέρω αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι ή ήθελαν απλά να με τρομάξουν, όμως κάποιος τους πήρε τηλέφωνο και έφυγαν».

«Τι είπες;» τη ρώτησε ο Νίκος.

«Κάποιος τους πήρε στο τηλέφωνο».

«Πότε έγινε αυτό;»

«Λίγα λεπτά πριν φτάσουν τα πρώτα παιδιά στο σχολείο».

«Οπότε κάποιος τους ενημέρωσε», είπε ο Στάθης.

«Η σελίδα που έχετε στα κοινωνικά δίκτυα, είναι ανοιχτή;» ρώτησε ο χημικός.

«Όχι, είναι κλειστή ομάδα».

«Πόσο κλειστή είναι μια ομάδα που είναι μέσα ο κάθε μαθητής του σχολείου;» ρώτησε ο Στάθης.

«Δεν μπορούσαμε, ούτε είχαμε το δικαίωμα να εξαιρέσουμε μαθητές από τη σελίδα», σχολίασε ο Νίκος, «όμως είμαστε μόνο εμείς και δεν είναι ανοιχτή σε εξωσχολικούς».

«Οπότε ενημερώθηκαν από μέσα, από κάποιον δικό μας», είπε εκνευρισμένος ο Στάθης.

«Θυμάσαι κάτι άλλο;» τη ρώτησε η Όλγα.

«Έδωσα ήδη τις περιγραφές τους, αν και τα πρόσωπα τους ήταν καλυμμένα. Όμως…» της επέτρεψαν να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. «Ναι, όταν χτύπησε το τηλέφωνο είπε ο ένας, Μάγκες μαζέψτε τα, φεύγουμε  και ένας από τους άλλους δύο τον ρώτησε: Με αυτή τι θα κάνουμε θα την πάρουμε μαζί μας; Ο άλλος του απάντησε μια άλλη φορά ίσως, άλλωστε αυτή είναι ξανθιά εμείς θέλουμε την καστανή».

Τα λόγια της Ελένης καρφώθηκαν σαν γυαλιά στη συνείδηση του Στάθη. Σαν να κατάλαβε τη σκέψη του κι εκείνη γύρισε και τον κοίταξε.

«Ποια μπορεί να εννοούσαν;» αναρωτήθηκε η Όλγα, όμως τη διέκοψε η συνέχεια της μαρτυρίας της Ελένης.

«Επίσης», είπε και το βλέμμα της γέμισε με τρόμο, «κρατούσαν κινητά, είχαν σκοπό να βιντεοσκοπήσουν, πρέπει να βιντεοσκόπησαν και το χαμό στην αίθουσα εκδηλώσεων».  Ο Στάθης έσφιξε τις γροθιές του, ήθελε οπωσδήποτε να ανοίξει ένα κεφάλι εκείνη την ώρα, όμως το μόνο κατάλληλο κεφάλι για άνοιγμα ήταν το δικό του. Έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία και το μυαλό του καθαρό. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Μαρίνα.

«Ελένη; Είσαι καλά; Λυπάμαι πολύ, μόλις πριν από λίγο έμαθα τι συνέβη στο σχολείο, με πήρε ο Σάββας τηλέφωνο». Η Ελένη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της στη Μαρίνα, προσπαθώντας να χαμογελάσει, ενώ ο Νίκος κοίταξε τον Στάθη στα μάτια.

 

«Για την Ιωάννου ήρθανε», συμπέρανε ο Νίκος, ενώ πηγαινοερχόταν σε μια τάξη που ήταν κλεισμένος με τον Στάθη, τον Σάββα και τον Λουκά. Σε κανέναν πλέον δεν είχε εμπιστοσύνη. Ίσως μόνο στον Λουκά, αλλά και πάλι έπρεπε με κάποιους να μιλήσει. «Όμως γιατί; Γαμώτο!» Ο Στάθης είχε κατεβασμένο το κεφάλι, εκείνος υποψιαζόταν, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Ένιωθε όμως τα βλέμματα του Λουκά και του Σάββα να τον καρφώνουν. Και δεν είχαν άδικο, ήταν υπεύθυνος, τα πάντα τα είχε δημιουργήσει η παρουσία του. «Ποιος μπορεί να τους ενημέρωσε; Ποιος ανάμεσα μας είναι ο Ιούδας;»

«Καταλαβαίνω ότι είσαι αναστατωμένος, όλοι είμαστε», σχολίασε ο Λουκάς, «αλλά πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε από εδώ και στο εξής. Δε θα είναι εύκολο αυτή τη στιγμή να μάθουμε ποιος μπορεί να τους ειδοποίησε, όμως πρέπει να προστατέψουμε την Ελένη αλλά και τη Μαρίνα». Ο Νίκος έπεσε σε μια καρέκλα και αναστέναξε.           

«Θα δεχτούμε πιέσεις να λήξουμε την κατάληψη. Θα μας χρησιμοποιήσουν για να καταστείλουν όλες τις καταλήψεις της χώρας. Η λυκειάρχης είναι κάτω».

«Αύριο θα κάνουμε συνέλευση και θα εξηγήσουμε στα παιδιά τι συνέβη και θα πάρουμε εκ νέου απόφαση».

«Πρέπει όμως να έχουμε προτάσεις να κάνουμε».

 

Ο Θέμης συζητούσε με τα παιδιά που βρέθηκαν στο σχολείο την ώρα που μπήκαν οι εξωσχολικοί σε αυτό.

«Εμείς καθόμασταν και βλέπαμε την ταινία, χαζολογούσαμε και γελάγαμε. Κάποια παιδιά έλειπαν, ο Σάββας είχε σηκωθεί λίγο νωρίτερα, δυο παιδιά είχαν πάει να επιτηρήσουν τις αίθουσες, δουλειά ρουτίνας. Ένας είχε βγει στην αυλή, να καπνίσει. Εεεμ αυτό δεν το είπα».

«Δεν έχει σημασία, συνέχισε», τον προέτρεψε ο Θέμης που ήθελε να έχει μια σφαιρική εικόνα. Ξαφνικά μπήκαν τέσσερις μαυροφορεμένοι τύποι με μαντήλια να τους κρύβουν τα πρόσωπα. Εμείς ξαφνιαστήκαμε και σηκωθήκαμε, άρχισαν να μας βρίζουν. Ότι είμαστε φλώροι, τι είδους σκατά κατάληψη είναι αυτή που κάνουμε με το σχολείο να λειτουργεί τις μισές ώρες και άλλα τέτοια, μας έβριζαν αισχρά, μας είπαν μαλακιστήρια, φλώρους, παιδιά της υπουργού και πουστάρδια ή πουσταρδέλια. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ύστερα μας επιτέθηκαν αν και κυρίως έσπαγαν πράγματα», κοίταξε το βίντεο και την τηλεόραση, ενώ σπασμένο στα δύο ήταν το dvd με την ταινία που έβλεπαν.

«Το πιστεύεις;» στράφηκε και τον κοίταξε ένας μαθητής του. «Ξέρεις τι με ρώτησε ο αστυνομικός, αν γνωρίζω ότι είναι παράνομο να βλέπουμε την ταινία πολλοί μαζεμένοι και ότι αυτό έγκειται στους νόμους για τα πνευματικά δικαιώματα και ότι διώκεται ποινικά. Το πιστεύεις; Γιατί εγώ ακόμη δεν το πιστεύω».

 

«Μαρίνα; Γιατί άλλαξες θέση με την Ελένη;» τη ρώτησε η φιλόλογος.

«Η Ελένη μου ζήτησε να αλλάξουμε. Μου είπε ότι την Πέμπτη που είχε δηλώσει συμμετοχή δε θα τα κατάφερνε τελικά και αν μπορούσε να μείνει σήμερα και να κάτσω εγώ την Πέμπτη στη θέση της. Η αλήθεια είναι ότι προτιμούσα να μείνω απόψε, μιας και θα ήμασταν με τον Σάββα μαζί, αλλά τελικά δέχτηκα, αν και στην αρχή προσπάθησα να την πείσω ότι δεν είχε σημασία και μπορούσε να ζητήσει από οποιονδήποτε την Πέμπτη να μείνει στη θέση της, αλλά εκείνη επέμενε. Τελικά συμφώνησα. Και κοίτα τι πήγε να της συμβεί» είπε στενοχωρημένη, αλλά και λίγο ανακουφισμένη που τελικά δεν ήταν η ίδια στη δυσάρεστη θέση να είναι παρούσα σε όλο αυτό το επεισόδιο.

«Μην το σκέφτεσαι, η Ελένη είναι καλά, είναι μόνο κάπως σοκαρισμένη».  

         

«Και με τις ζημιές τι θα γίνει;» ρώτησε ο Λουκάς. «Θα τις χρεωθούμε χωρίς να φταίμε, κι εννοώ κυρίως ηθικά, ‘‘τα κωλόπαιδα που δεν κάθονται στα σπίτια τους και γίνονται ζημιές που πρέπει να πληρώσει ο φορολογούμενος’’».

«Δεν είναι φοβερές οι ζημιές, ένα dvd player, τρεις καρέκλες και μια τηλεόραση. Θα μιλήσω στη συγκέντρωση των γονέων και κηδεμόνων. Θα προσπαθήσω να τους πείσω να δώσουμε χρήματα να αντικαταστήσουμε τη ζημιά για να μη σας τη φορτώσουν», είπε ο πατέρας του Νίκου.

«Μπορούμε να μαζέψουμε λεφτά κι από το χαρτζιλίκι μας», αντιπρότεινε ο Νίκος «αν χρειαστεί ας δώσουμε τα λεφτά της πενθήμερης».

«Δε θα χρειαστεί», τον καθησύχασε ο πατέρας του, «κι όλοι να μη δώσουν αρκετοί θα είναι εκείνοι που θα συνεισφέρουν».                         

 

Το επόμενο πρωί όλοι οι μαθητές πλέον ήταν ενήμεροι για την επίθεση στο σχολείο τους. Ορισμένοι δημοσιογράφοι βρίσκονταν έξω από το λύκειο κάνοντας ερωτήσεις σε όποιον είχε διάθεση να σταματήσει για να απαντήσει, δεν τους ενδιέφερε αν ήταν μαθητής, καθηγητής ή απλά γείτονας. Τα παιδιά εκείνη τη μέρα δε θα παρακολουθούσαν το τρίωρο πρόγραμμα των μαθημάτων, θα έκαναν συνέλευση για να αποφασίσουν εκ νέου για το αν θα συνέχιζαν τις καταλήψεις τους. Ήταν αρκετή μια επίθεση να τους πτοήσει; Οι περισσότεροι αμφιβάλανε για το αν πράγματι οι τύποι που είχαν μπει το βράδυ, ήταν αναρχικοί, όπως είχαν βιαστεί να τους βαφτίσουν τα Μ.Μ.Ε.. Άλλωστε τα Μ.Μ.Ε. στην Ελλάδα συνήθιζαν να βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα και να προσπαθούν να κατευθύνουν την κοινή γνώμη με φημολογίες, που εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα συμφέροντα.     

Αν και η λυκειάρχης ξεφώνιζε να επιστρέψουν στις τάξεις τους, και κούναγε τα απουσιολόγια, προτρέποντας τους καθηγητές να βάλουν απουσία στους μαθητές που δε θα παρακολουθούσαν τα μαθήματά τους, τα παιδιά μαζεύτηκαν στην αίθουσα των εκδηλώσεων, στην αίθουσα που είχε γίνει πεδίο μάχης το περασμένο βράδυ. Πρώτος τον λόγο πήρε ο Νίκος, ώστε να εξηγήσει τι συνέβη, ήξερε ότι αν ανέφερε αυτό που συνέβη στην Ελένη, πολλοί θα αγχώνονταν και θα θέλανε να επιστρέψουν στην ασφάλεια της ομαλής λειτουργίας του σχολείου, όμως δεν ήθελε να τους αποκρύψει τίποτα. Μόνο τις υποψίες του έκρυψε ότι οι εξωσχολικοί είχαν κάποιον μέσα από το σχολείο που τους έδινε πληροφορίες.

 

Βγαίνοντας από τη συγκέντρωση ο Νίκος, άκουσε την Ελένη να τον φωνάζει. Διώχνοντας τα παιδιά από τα οποία ήταν περιτριγυρισμένος, λέγοντάς τους ότι θα τα συναντούσε σε πέντε λεπτά,  κοντοστάθηκε και την περίμενε.

«Είσαι καλά;»

«Καλά είμαι, μια χαρά, όμως η απόφαση που πήρες είναι σεξιστική».

«Ορίστε;» τη ρώτησε μην περιμένοντας να ακούσει τέτοια κατηγορία.

«Δεν μπορείς να αποκλείεις τα κορίτσια από τη φύλαξη του λυκείου».

«Δε σας απέκλεισε κανείς».

«Και τα βράδια; Δεν είναι αποκλεισμός ότι τις νύχτες θα διανυκτερεύετε μόνο τα αγόρια;»

«Να σας προστατέψουμε θέλουμε. Ποτέ δε θεώρησα τις γυναίκες αδύναμες, Ελένη, λυπάμαι αν παρεξήγησες τις προθέσεις μου».

«Τότε πάρτε το πίσω».

«Δε θα το πάρουμε», της είπε ήρεμα, αλλά αποφασιστικά.

«Και μετά λες…»

«Δεν είμαστε σεξιστές», τη διέκοψε, «όμως σε αυτόν τον όμορφο και ηθικό κόσμο που ζούμε κάποιοι είναι. Είναι πρόθυμοι να κάνουν κακό σε αυτόν που θεωρούν αδύναμο, σε όποιον τους γυαλίσει. Για εμένα εκείνοι ήταν αδύναμοι που σε παρέσυραν ως τις τουαλέτες. Ήταν πόσοι; Τρεις; Τέσσερις; Τρία άτομα προσπάθησαν να επιβληθούν σε ένα, αλλά οι λύκοι Ελένη πηγαίνουν σε αγέλες, το ίδιο κάνουν και οι δειλοί, επιτίθενται σε ομάδες και τότε μπορούν να κάνουν κακό. Αν σου είχε συμβεί κάτι δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου», της είπε ρίχνοντας το βλέμμα του στο δάπεδο.

«Δεν κινδυνεύω».

«Εντάξει, εσύ δεν κινδυνεύεις. Μπορείς να πεις όμως το ίδιο και για τα άλλα κορίτσια; Την Ιωάννου για παράδειγμα. Πήρες τη θέση της εκείνο το βράδυ, οι τύποι ήταν ενημερωμένοι από μέσα και καθώς άκουσες έψαχναν μια καστανή».

«Αν η Μαρίνα κινδυνεύει, το ίδιο θα συμβαίνει και έξω από το σχολείο».

«Οπότε πρέπει να ενημερωθεί για να είναι προσεκτική και εμείς να μη δώσουμε πάτημα σε κανέναν να χρησιμοποιήσει τον αγώνα μας για να τον αμαυρώσει και να τον χρησιμοποιήσει». Η Ελένη πίεσε τα χείλη της και χωρίς άλλη κουβέντα του γύρισε την πλάτη και έφυγε. Το τελευταίο που παρατήρησε ο Νίκος πάνω της ήταν οι σφιγμένοι της ώμοι.

 

«Το βράδυ το σχολείο μας έγινε στόχος επίθεσης εξωσχολικών στοιχείων. Δε θα βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για το ποιοι μπορεί να ήταν και για το τι θέλανε. Δε θα σταθούμε στις ζημιές που οι μαθητές του σχολείου και οι οικογένειες μας, είμαστε έτοιμοι να αποκαταστήσουμε ώστε να μην επιβαρυνθεί ο έλληνας φορολογούμενος. Έχουμε ξεκινήσει έναν αγώνα απέναντι στο νομοσχέδιο της Υπουργού Παγουρού, που αφορά την παιδεία, και παρά τις κακόβουλες επιθέσεις θα εξακολουθήσουμε τον αγώνα μας, δίπλα στα υπόλοιπα σχολεία της χώρας, γιατί μια φωνή διαμαρτυρίας παραπάνω, πάντα θα ανεβάζει την ένταση και τη δύναμη του αγώνα. Δεν έχει να κάνει με το ένα σχολείο πάνω, ένα σχολείο κάτω, οι μαθητές του λυκείου μας θέλουν να είναι πάντα στο σχολείο που προστίθεται και όχι σε εκείνο που φοβάται και αποχωρεί. Η χθεσινή επίθεση είχε ως αποτέλεσμα να μας θυμώσει και να μας ενώσει περισσότερο απ’ ότι την πρώτη φορά που προχωρήσαμε στον αγώνα για τη δημόσια παιδεία για όλους. Οι σημερινοί μαθητές είναι το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, αλλά η κυβέρνηση προτιμά να τους συμπεριφέρεται σαν να είναι τελειωμένη υπόθεση. Ε, λοιπόν δεν είμαστε! Και είμαστε αποφασισμένοι να μείνουμε ακόμη και το καλοκαίρι ‘‘πολιορκημένοι’’ μέσα στα σχολεία μας, προκειμένου να μην ιδιωτικοποιηθεί ολοκληρωτικά η παιδεία. Μπορεί να διχάζετε τον κόσμο στους άλλους τομείς όσο θέλετε, κάνατε όμως λάθος να τα βάλετε με την παιδεία, μιας και εδώ είναι πιο εύκολο να συσπειρωθούν τα άτομα απ’ ότι σε άλλους χώρους εργασίας, (γιατί και εμείς εργαζόμαστε την ώρα που μελετάμε) που πιθανόν να είναι απασχολημένοι ο καθένας στον μικρόκοσμο του και δεν αντιλαμβάνεται τη γενική εικόνα που θέλετε να ‘‘εκσυγχρονίσετε’’ πάντα προς όφελος σας και ποτέ προς το καλύτερο για το σύνολο.

Θα κλείσουμε αναφερόμενοι στους νυχτερινούς και άνανδρους επισκέπτες μας. Δεν περιμέναμε είναι η αλήθεια επίθεση, αλλά σε μια νέα απόπειρα θα μας βρείτε έτοιμους να προστατεύσουμε το σχολείο και τους εαυτούς μας.

Τέλος θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε για τα μηνύματα αλληλεγγύης που μας στάλθηκαν από γυμνάσια και λύκεια της χώρας, από πανεπιστήμια, αλλά και από πολίτες, που πληροφορήθηκαν για τη χθεσινή επίθεση στο σχολείο μας.

Είμαστε εδώ και συνεχίζουμε!»

Η επιστολή του σχολείου έκλεινε με τις υπογραφές των μελών του δεκαπενταμελούς που αντιπροσώπευαν το σύνολο των μαθητών του Πέμπτου.

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Έβδομο

 

Ο Στάθης πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι, κρατώντας το κεφάλι του. Ήταν πολλά όσα είχαν συμβεί, και αν ήθελε να είναι ειλικρινής είχε δίκιο η Ελένη. Έπρεπε να μιλήσει στη Μαρίνα, αν της συνέβαινε κάτι θα ήταν υπεύθυνος. Εφόσον υποψιαζόταν ποιο άτομο βρισκόταν πίσω από την επίθεση στο σχολείο και στόχος ήταν εκείνη, έπρεπε να γνωρίζει. Έπρεπε ο ίδιος να την προφυλάξει. Βγήκε στο μπαλκόνι να πάρει αέρα, ένιωθε ότι ο κλειστός χώρος τον έπνιγε. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει από τα πυκνά σύννεφα.

 

Την ίδια ώρα η Μαρίνα ήταν καθισμένη στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη της στο κρεβάτι. Έφερνε στη μνήμη της τη συζήτηση με τον Σάββα το ίδιο εκείνο πρωινό.

«Την ημέρα που μάθαμε από τον Τάσο, ότι ο Στάθης αποβλήθηκε από το σχολείο του, το ίδιο βράδυ έλαβα αίτηση φιλίας από τον Άγη».

«Γιατί δεν είπες τίποτα;»

«Δεν το θεώρησα σημαντικό, δεν τη δέχτηκα, μάλιστα τον μπλόκαρα, δεν υπήρχε λόγος να κάνω κάποιο σχόλιο. Όμως είναι μέρες που αναρωτιέμαι, πως στην ευχή με βρήκε; Μπορεί να ήταν τυχαία η πρόταση του; Εννοώ, δεν υπάρχει καμία φωτογραφία στο προφίλ μου το οποίο είναι ανοιχτό μόνο για φίλους, δεν υπάρχουν πληροφορίες, ούτε καν το όνομα μου. Υπογράφω ως Μέρι Λιβόβ*. Πως με ξετρύπωσε;»

«Και που καταλήγεις;»

«Ότι κάποιος του το αποκάλυψε».

«Σκέφτεσαι κάποιον;» Η Μαρίνα δίστασε να απαντήσει, αλλά τελικά μίλησε.

«Δεν είναι ωραίο να κατηγορείς κάποιον χωρίς στοιχεία, παρά μόνο με εικασίες. Όμως κάποιος περνάει από το μυαλό μου».

«Ποιος Μαρίνα;»

«Απλά αναρωτιέμαι, πως ήξερε ο Τάσος τον λόγο που αποβλήθηκε ο Στάθης από το λύκειο του πριν έρθει σε εμάς. Έπειτα όλο ρώταγε πότε θα μείνω πίσω στο σχολείο, αν ισχύει ότι μπορεί να ήρθαν για εμένα και δεν ήταν τυχαία η νύχτα που επέλεξαν να επιτεθούν στο σχολείο; Από την άλλη, αν βρίσκω αφορμές να κατηγορώ τον Τάσο για να δικαιολογήσω το Στάθη;»

«Δηλαδή;»

«Ότι ο Τάσος κατηγόρησε άδικα τον Στάθη και ότι δεν είναι όπως τον παρουσίασε. Όντως έμαθε για την αποβολή από συμμαθητή του που ήρθε επισκέπτης στο σχολείο ή το ήξερε από αλλού; Ή ακόμα χειρότερα το είπε από το μυαλό του!»

«Έχεις λόγο να θες να δικαιολογήσεις στον εαυτό σου τον Στάθη, Μαρίνα;» Αυτό αναρωτιόταν τώρα και η ίδια, τι λόγο είχε να θέλει να δικαιολογήσει τον Στάθη;

 

Δεν μπορεί θα την προστάτευαν οι φίλοι της, ο Σάββας, ο Γιώργος ακόμα και ο Λουκάς. Δεν είχε τη δύναμη να επαναφέρει στη μνήμη του όλα όσα είχαν συμβεί στην οικογένεια του, να τα εξομολογηθεί. Μπορεί στην αρχή να του προκαλούσε ανακούφιση, αλλά ήταν βέβαιος ότι έπειτα θα το μετάνιωνε.    

 

Δεν μπορούσε άλλο, ήθελε να βγει έξω, ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο την ανάγκη να περπατήσει. Φυσικά έξω μπορεί να παραφύλαγε ο κίνδυνος, όπως υποψιάζονταν οι συμμαθητές της, όμως ήταν αρκετά μεγάλη να μη χρειάζεται κηδεμόνες. Ήθελε χρόνο έξω από κλειστούς χώρους, με τον εαυτό της. Αν έμενε ένιωθε ότι θα πάθαινε κρίση πανικού.

 

Ήταν εντελώς διαφορετικός ως παιδί. Όμως πλέον δεν εμπιστευόταν κανέναν. Όλοι θέλανε να κάνουν κακό. Και όποιοι δεν ήταν ικανοί να κάνουνε κακό οι ίδιοι, πιάνονταν από τις άσχημες πράξεις άλλων προσώπων και τις χρησιμοποιούσαν για να σε περιγελάσουν, να σε κάνουν να νιώσεις άσχημα, μειονεκτικά. Αλλά ακόμα και η συμπόνια ορισμένες φορές ήταν σαν χαστούκι.

Έβαλε το μπουφάν της και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του σπιτιού των παιδιών, δεν ήθελε να τύχει να τη δει ο Σάββας ή ο Γιώργος, θα έσπευδαν να την ακολουθήσουν. Ξεκίνησε να περπατάει χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Απλά προχωρούσε και όλο και απομακρυνόταν. Όταν απέναντι της πρόσεξε έναν νεαρό με κουκούλα στο κεφάλι να κοντοστέκεται και να την κοιτάζει. Χοντρές ψιχάλες έπεσαν στο κεφάλι της κάνοντάς την να συνειδητοποιήσει ότι σύντομα θα έπιανε βροχή. Στάθηκε και κοίταξε το αγόρι απέναντί της, εκείνος έκανε μερικά βήματα και την πλησίασε.

«Μαρίνα;» άκουσε τον Στάθη. «Τι γυρεύεις έξω με αυτόν τον καιρό;»

«Το ίδιο θα μπορούσα να σε ρωτήσω κι εγώ», σχολίασε.

«Ήθελα να σκεφτώ όλα αυτά που συνέβησαν στο σχολείο εχθές το βράδυ. Πως είσαι;»

«Μπερδεμένη», είπε και προχώρησε δίπλα του, χωρίς να μιλάνε. Τον άκουσε πλάι της να βήχει και έπειτα έναν περίεργο λαρυγγικό ήχο να βγαίνει από μέσα του σαν λυγμός. Γύρισε και τον κοίταξε. Η βροχή πάνω από τα κεφάλι τους είχε δυναμώσει. Έπρεπε να μισοκλείνει τα μάτια της, από το μαστίγωμα του νερού στο πρόσωπο της που την τύφλωνε, δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτά που κυλούσαν στο πρόσωπο ήταν δάκρια, αλλά μάλλον ήταν νερό, όπως κυλούσε και στο δικό της πρόσωπο. Όπως κυλούσε στον δρόμο, ξεπλένοντάς τον. Μια βροχή είναι πάντα ευπρόσδεκτη σε τέτοιες στιγμές που τα αισθήματα σου είναι άνω κάτω.

«Συγγνώμη!» της φώναξε. Γύρισε και τον κοίταξε απορημένη. «Για όλο αυτό το μπέρδεμα εγώ φταίω». Πάλι δε μίλησε, απλά κοίταγε τα χείλη του να κινούνται. Δεν κατάλαβε κανείς από τους δυο τους, πως βρέθηκαν να φιλιούνται στο στόμα, με τον ουράνιο καταρράκτη να αδειάζει από πάνω τους τα νερά του, εξαγνίζοντάς τους. Η Μαρίνα σαν να ξύπνησε ξαφνικά τραβήχτηκε μακριά του. Τα χείλη της κινήθηκαν χωρίς να λένε τίποτα και ύστερα του γύρισε την πλάτη και το έβαλε στα πόδια.           

«Μαρίνααααα!»

 

Επιστρέφοντας στο σπίτι πήγε απευθείας στο δωμάτιο της να αλλάξει ρούχα, έπειτα πήρε μια πετσέτα και άρχισε να στεγνώνει τα μαλλιά της, στάθηκε μπροστά από το παραθύρι και κοίταζε αφηρημένη τις αμυγδαλιές στον κήπο. Όταν ανάμεσα τους πρόσεξε τον Στάθη να στέκεται, μούσκεμα από τη βροχή και να την κοιτάζει. Άνοιξε το παράθυρο, εκείνος πλησίασε.

«Είσαι μούσκεμα».

«Μάλλον». Του άπλωσε το χέρι, εκείνος το κράτησε και μπήκε στο δωμάτιο από το παράθυρο της.

«Πρέπει...» δίστασε για λίγο «να γδυθείς». Του άνοιξε το δωμάτιο με τις βιβλιοθήκες. «Κάθισε εκεί» τον πρόσταξε δίνοντάς του την πετσέτα με την οποία στέγνωνε τα μαλλιά της λίγο νωρίτερα. Ύστερα πήγε στη ντουλάπα και βρήκε μια κουβέρτα, «Μέχρι να επιστρέψω να έχεις γδυθεί και να έχεις τυλιχτεί με την κουβέρτα, αν δε θες να αρρωστήσεις». Εκείνος κοίταξε τα χάλια του και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Έπειτα από πέντε λεπτά που επέστρεψε με δυο κούπες ζεστό ρόφημα τον βρήκε να κάθετε, έχοντας ρίξει την κουβέρτα στους ώμους του,  τυλίγοντάς τη γύρω του. Τα ρούχα του ήταν πεταμένα κάτω, τα πήρε και τα πήγε ως το μπάνιο, να τα βάλει στο στεγνωτήριο. Ήλπιζε ότι οι δικοί της θα καθυστερούσαν. Πως θα τους φαίνονταν άραγε αν γνώριζαν ότι είχε κρυμμένο ένα γυμνό αγόρι στο δωμάτιο δίπλα από το δικό της. Δεν ήθελε να το μάθει, αν και υποψιαζόταν ότι θα έχανε κάθε εμπιστοσύνη που μπορεί να της είχαν. Τα φαινόμενα απατούν κάποιες φορές, αλλά άντε να τους εξηγήσεις.

«Γιατί έφυγες τρέχοντας;» τη ρώτησε. Εκείνη αναστέναξε. Δεν είχε απάντηση να του δώσει.

«Για ποιο λόγο έφυγες από το σχολείο σου;» αποφάσισε να τον ρωτήσει. Αν ήθελε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση με όλα αυτά που συνέβαιναν στο λύκειο ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει τα όσα ένιωθε για εκείνον, ήταν μοναδική ευκαιρία αυτή που είχε προκύψει.

«Σου είπα, όταν σε γνώρισα».

«Δε θυμάμαι».

Έμεινε για λίγο σιωπηλός, δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Να επιχειρήσει να επιμείνει στην ιστορία του ή έπρεπε να είναι ξεκάθαρος, μόνο αυτή την ευκαιρία θα είχε να μιλήσει μαζί της καθαρά, να την προειδοποιήσει για τον Άγη, για τους κινδύνους. Αν της έλεγε τώρα ψέματα, έπειτα η αλήθεια θα ήταν τρεις φορές δυσκολότερη να ειπωθεί.  

«Με απέβαλαν», της ξεφούρνισε, αιφνιδιάζοντας ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό.

«Γιατί;»

«Η επίσημη δικαιολογία είναι ότι έπαιζα ξύλο στα διαλείμματα».

«Έπαιζες;»

«Έπαιζα, αλλά ίσως πρέπει να σου πω την ιστορία από την αρχή, αν έχεις χρόνο δηλαδή και διάθεση να με ακούσεις».

«Έχω διάβασμα… όμως προτιμώ να σε ακούσω».

«Εντάξει», είπε αναστενάζοντας. «Όλα ξεκίνησαν όταν ένα κορίτσι ερωτεύτηκε. Η Λίνα, ήταν δεκαεφτά ετών τότε και ερωτεύτηκε έναν συμμαθητή της. Ξέρεις πως είναι οι εφηβικοί έρωτες», σχολίασε ρίχνοντάς της μια ματιά, όμως η Μαρίνα παρέμεινε ανέκφραστη περιμένοντας να ακούσει τη συνέχεια της ιστορίας. «Ήταν όμορφο κορίτσι, όμως το αγόρι ήταν ο γόης του σχολείου. Βλέπεις στα λύκεια επικρατεί ένα συγκεκριμένο είδος στάτους κβο, με τους πιο δημοφιλείς μαθητές, να είναι κάτι σαν σταρ, γεννημένοι να θαυμάζονται και να ποθούνται. Η Λίνα πετούσε στα σύννεφα, όμως δεν ήξερε με ποιον έμπλεκε. Ο γόης ήξερε ότι μπορούσε να τη χειριστεί όπως ήθελε, η Λίνα ήταν ένα κορίτσι που… ως τότε δεν έδινε δικαιώματα, ήταν κλειστή, ήσυχη, μαζεμένη, καλή μαθήτρια. Μαζί του άρχισε να αλλάζει, όχι ανησυχητικά, γινόταν πιο εξωστρεφής, εκδηλωτική, κοινωνική. Της είχε δώσει το έναυσμα να εξωτερικεύσει κάποια στοιχεία του χαρακτήρα της, ήταν όλη αυτή η αυτοπεποίθηση που έπαιρνε από την προσοχή του. Όμως αυτό θα άλλαζε. Υποτίθεται ότι θα πήγαιναν σε ένα πάρτι εκείνο το βράδυ, όταν έφτασαν βρήκε μόνο αγόρια στη συνάντηση. Εκείνη ήθελε να φύγουν, όμως δεν της έδινε σημασία. Τελικά έμεινε. Το επόμενο πρωί που ξύπνησε δε θυμόταν τίποτα, είχε όμως κάποια περίεργα σημάδια στα χέρια και στο σώμα. Υποψιαζόταν, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί, δεν μπορούσε να έχει επιτρέψει να της κάνουν τέτοιο πράγμα το αγόρι της, εκείνος την αγαπούσε, της φερόταν όμορφα. Όμως τα χειρότερα δεν είχαν περάσει. Εκείνος άρχισε να την αποφεύγει και όταν η Λίνα γινόταν επίμονη την έδιωχνε. Τελικά λίγες μέρες μετά θα έρχονταν τα χειρότερα, ανέβηκε ένα βίντεο και μάλιστα από το δικό της προφίλ στο Facebook, όπου συμμετείχε σε ομαδικό όργιο. Το κορίτσι φαινόταν ότι δεν είχε συνείδηση του τι του συνέβαινε, όμως αυτό δεν είχε σημασία. Το βίντεο το είδανε όλοι και αυτό που είχε γίνει δεν άλλαζε. Φυσικά τα πρόσωπα που κακοποιούσαν ένα κορίτσι σχεδόν αναίσθητο δε φαίνονταν στο βίντεο. Το κορίτσι ντροπιασμένο έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Ευτυχώς την πρόλαβαν πριν να είναι αργά».

«Τι σου ήταν το κορίτσι Στάθη;»

«Δεν τελείωσα Μαρίνα, κάνε λίγη υπομονή ακόμη. Το σοκ, η ντροπή και η προδοσία ήταν για τη Λίνα αξεπέραστα, εκείνη τα έφερε μέσα της, δεν υπήρχε στιγμή που να μην σκεφτεί ό,τι της συνέβη. Σύντομα άρχισε να κάνει χρήση ναρκωτικών. Ήταν ένας άλλος τρόπος να ξεφεύγει από τις μνήμες που τη βασάνιζαν. Από την προδοσία, από τον αισχρό τρόπο που της φέρθηκε ο άνθρωπος που εμπιστεύτηκε και αγάπησε. Στο σχολείο αποτελούσε πλέον το μαύρο πρόβατο, σχεδόν όλοι την απέφευγαν, εκτός από κάποιους αλήτες, από εκείνους βρήκε τα ναρκωτικά. Η υπερβολική χρήση κόντεψε να τη στείλει στον Άδη, οι γιατροί έδωσαν αγώνα να την επαναφέρουν. Στο τέλος την πήρε ο πατέρας της και φύγανε μαζί για τη Σουηδία, στην οποία ζούσε από τα χρόνια της κρίσης, όταν έμεινε άνεργος. Με την ελπίδα ότι σε ένα μέρος όπου κανείς δε θα τη γνώριζε η Λίνα θα κατάφερνε να αφήσει πίσω τις άσχημες στιγμές και να προχωρήσει», τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρια όταν σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.

«Τα κατάφερε;»

«Προσπαθεί, αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο. Η εξάρτηση της από τα ναρκωτικά δεν μπορεί νε ξεπεραστεί από τη μια στιγμή στην άλλη και όλο αυτό το βάρος που σήκωσε, οι ενοχές για τη ντροπή, όπως θεωρεί, που φόρτωσε την οικογένεια της. Τουλάχιστον με τις συνεδρίες, προσπαθεί να επαναπροσδιοριστεί, αν και ποτέ ξανά δε θα είναι το κορίτσι που ήταν», πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.             «Τελειώνοντας το γυμνάσιο και πηγαίνοντας στο Λύκειο, όλο το σχολείο γνώριζε τι είχε συμβεί με τη Λίνα. Καθημερινά έπρεπε να αντιμετωπίζω προσβολές για την αδερφή μου, προστυχιές. Δεν ξέρω πως θα αντιδρούσες, αλλά εγώ δεν βρήκα άλλο τρόπο. Η μητέρα μου είχε προτείνει να φύγω νωρίτερα από το σχολείο, όμως ήμουν θυμωμένος, το θεωρούσα προσωπική ήττα να φύγω, ήθελα να μείνω εκεί και να αντιμετωπίσω όλους τους νταήδες. Υπέφερα κάθε μέρα και οι συνεχείς καυγάδες είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσουν προκατάληψη απέναντι μου ακόμα και στους καθηγητές, παρά τους καλούς βαθμούς μου. Στα τέλη της χρονιάς, πέρσι ήρθε ένας συμμαθητής μου και για άλλη μια φορά κορόιδεψε με προστυχιές τη Λίνα. Πιαστήκαμε στα χέρια και καταλήξαμε στο διευθυντή. Μου επέτρεψε να δώσω το τελευταίο μάθημα στην εξεταστική και έπειτα μίλησε με τη μητέρα μου και της εξήγησε ότι ήταν προτιμότερο να φύγουμε από το σχολείο για να αποφεύγονται τα επεισόδια. Στα χαρτιά μου δε φαίνεται να έχω αποβληθεί, όμως αν δε δεχόμουν να φύγω θα με απέβαλαν. Δεν υπήρχε πια λόγος να μείνω, έπρεπε να ολοκληρώσω αλλού το σχολείο και γνωρίζοντας τα όσα είχαν συμβεί στην αδερφή μου, μου έδινε την ευκαιρία να το κάνω ‘‘με καθαρό μητρώο’’. Δεν απομακρύνθηκα όμως και πολύ. Προσπαθώ να συγκρατήσω την οργή μου, αλλά από τα 14 έχω μάθει να αμύνομαι με την επίθεση. Στο Πέμπτο ήμουν ‘‘υποτονικός’’, δε με ενοχλούσαν, δεν ξέρανε, όμως τη μία και μοναδική φορά που τον αντίκρισα δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Δε δόθηκε συνέχεια, αλλά πλέον είχε αποκαλυφθεί στους κυνηγούς μου σε ποιο σχολείο είχα πάει. Προσπάθησε να με χειραγωγήσει μέσα από εσένα. Ευτυχώς ήσουν πιο έξυπνη και έμεινες μακριά και από τους δυο μας».

«Ο φίλος της αδερφή σου ήταν ο Άγης;»

«Ναι, κάτι έδωσε στη Λίνα και έπειτα όπως ήταν λιπόθυμη, κάνανε ό,τι κάνανε. Δεν τους έφτανε όμως αυτό, θέλανε να τη στιγματίσουν ανεβάζοντας το βίντεο στο προφίλ της. Ακούγοντας από την Ελένη ότι την παρέσυραν στις τουαλέτες και το ότι τράβαγαν βίντεο, δεν μπορούσα να μην κάνω τον συσχετισμό».

«Πιστεύεις ότι θα ξαναέρθουν;»

«Δεν ξέρω, ελπίζω πως όχι, αν είναι έξυπνος ο Άγης θα το αφήσει εδώ, αλλά και πάλι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Πρέπει να προσέχουμε».

«Όμως… η αστυνομία θα μπορούσε να βρει από ποιο IP* ανέβηκε το βίντεο στο προφίλ της».

«Βρέθηκε, ανέβηκε από μια διεύθυνση ενός ατόμου το οποίο η αδερφή μου δεν είχε ξαναδεί. Δεν μπόρεσαν να διασταυρώσουν τίποτα. Ο ένας κάλυπτε τον άλλον, και όλους μαζί ο αστυνομικός πατέρας του Άγη και ορισμένοι συνάδελφοί του. Δεν ξέρω καν αν η Λίνα ήταν το μοναδικό θύμα τους. Όποια κίνηση και να έγινε πάντως από πλευράς μας έπεσε στο κενό. Η Λίνα δεν κατάφερε να δικαιωθεί, αντιθέτως φαινόταν ως η υστερική που τα έστησε όλα για να κατηγορήσει το αγόρι της για το χωρισμό τους. Ο Άγης ως δημοφιλής μαθητής, ήταν εύκολο να το παίξει θύμα και να διαδώσει αυτό το σενάριο στο σχολείο, με αποτέλεσμα να την αποφεύγουν και να την κοιτούν καχύποπτα. Στα τέλη της άνοιξης που συνέβη το περιστατικό δεν υπήρχε περιθώριο αλλαγής σχολείου. Έχασε τις εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο, τα όνειρα της γκρεμίστηκαν και από πάνω είχε και το στίγμα».

«Προσπάθησες να με προειδοποιήσεις».

«Όχι με τον πιο έξυπνο τρόπο είναι η αλήθεια».

«Έπρεπε να ήσουν ξεκάθαρος».

«Δεν ήταν εύκολο, δε θέλω να επαναφέρω την ιστορία. Θέλω να την αφήσω στο παρελθόν, να την ξεχάσω. Ώρες ώρες θέλω να ξεχάσω το ποιος είμαι εγώ ο ίδιος. Αλλά δεν είμαι μόνος μου, έχω τη μάνα μου, δεν μπορώ να τους γεμίζω με άλλες ενοχές. Απλά προσπαθώ να επιβιώσω. Και η αλήθεια είναι ότι όταν ήρθα στο Πέμπτο ένιωσα ανακούφιση τελικά. Ο αγώνας που έκανα απέναντι σε εκείνα τα τέρατα στο παλιό μου σχολείο, εις βάρος μου γύριζε. Όλη αυτή η ένταση, η πίεση, το να είμαι συνέχεια σε άμυνα. Ήταν εξουθενωτικό. Όμως σε παρακαλώ Μαρίνα, μη μιλήσεις γι’ αυτό σε κανέναν».

«Σε τι αναφέρεσαι;»

«Σε όλα αυτά που σου είπα, για τη Λίνα, για το βίντεο».

«Δε θυμάμαι να μου είπες κάτι».

Η πόρτα του δωματίου της χτύπησε.

«Μαρίνα είσαι μέσα, με ποιον μιλάς;»

«Στο τηλέφωνο μιλάω», φώναξε. «Γαμώτο πως θα μπορέσω να πάρω τα ρούχα σου από το στεγνωτήριο;» ρώτησε σιγά το Στάθη. «Μείνε εδώ, εγώ βγαίνω να δω αν με θέλουν κάτι ή μήπως βρήκαν τα ρούχα σου».

«Έτσι όπως είμαι γυμνός κάτω από την κουβέρτα, λες να μπορώ να πάω πουθενά αλλού;»

«Ναι, είναι κι αυτό!»

*Merry Levov, ηρωίδα του βιβλίου του Φίλιπ Ροθ «Αμερικάνικο Ειδύλλιο», (American Pastoral) δημοσιεύτηκε το 1997, και απέσπασε το βραβείο Pulitzer. Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο  Seymour Levov, η Merry είναι η κόρη του, αν και κάποιος θα την κατέτασσε στους χαρακτήρες εκείνους που ονομάζουμε αντιήρωες. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Τρισεύγενης Παπαϊωάννου. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2016, σε σκηνοθεσία Ewan McGregor, με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

 

*IP: Διεύθυνση Διαδικτυακού Πρωτοκόλλου, ένας μοναδικός αριθμός τον οποίο έχει το κάθε router.

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Όγδοο

 

Όλα όσα είχε διηγηθεί ο Στάθης στη Μαρίνα την είχαν προβληματίσει. Προτιμούσε να βλέπει όμορφο τον κόσμο, όχι ότι ήταν αφελής και δεν ήξερε τι συνέβαινε γύρω της, όμως η κουρτίνα που της τράβηξε και είδε από πίσω, έκρυβε όχι απλά ασχήμια, αλλά παραμόρφωση της κοινωνίας. Πως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένας άνθρωπος και κάτι απολαυστικό, απ’ όσο άκουγε τουλάχιστον, όπως το sex, σε κάτι τόσο υποτιμητικό, εξευτελιστικό και αποτρόπαιο. Πως μπορούσε να εξαναγκαστεί, συνήθως μια γυναίκα, να κάνει πράγματα τα οποία δεν επιθυμούσε. Πως ήταν εφικτό, αν εμπιστευόσουν τον λάθος άνθρωπο να καταστραφείς. Βέβαια από την άλλη ένιωθε και εν μέρει ανακούφιση, μιας και ο Στάθης δεν ήταν το ‘‘κακό παιδί’’ όπως άφηνε να εννοηθεί ο Άγης και ο φίλος του. Έπειτα από την υποψία της Μαρίνας, για τον ρόλο του Τάσου, ο Σάββας έκανε μια έρευνα μέσω του λογαριασμού του Γιώργου, όπου ήταν φίλος με τον Τάσο στα κοινωνικά δίκτυα και ανακάλυψε μέσω παλαιότερων post ότι πράγματι ήταν φίλος με τον Άγη. Βέβαια αυτό δεν τον καθιστούσε ένοχο, αλλά σίγουρα τον κατέτασσε στους υπόπτους, και αυτή την ώρα ήταν ο μοναδικός.

Η Μαρίνα είχε κρατήσει τον λόγο της, μην αποκαλύπτοντας στους φίλους της όσα της είχε πει ο Στάθης για την αδερφή του. Δεν είχε μιλήσει ούτε για τη συνάντηση τους στη βροχή σε κανέναν και φυσικά δεν είχε αναφέρει λέξη για το φιλί που αντάλλαξαν κάτω από τον καταρράκτη του ουρανού εκείνο το απόγευμα.

Όταν τον άφησε στο δωμάτιο της να την περιμένει, σκεπασμένο κάτω από μια κουβέρτα και κρυμμένο στο δωμάτιο με τα βιβλία και τις ταινίες τους, δε δυσκολεύτηκε να επιστρέψει με τα ρούχα του στεγνά. Άλλωστε ένα τζιν παντελόνι και ένα φούτερ με ένα φανελάκι, ανάμεσα σε δικά της ρούχα, εύκολο να περάσουν απαρατήρητα. Η μητέρα της δεν την ήθελε τίποτα όταν τη φώναξε, απλά την είχε ακούσει να μιλάει και είχε μπερδευτεί, αν και τελικά, ευτυχώς τόσο για τον Στάθη όσο και τη Μαρίνα, εκείνον δεν τον είχε ακούσει.       

Επιστρέφοντας με τα ρούχα του, τον άφησε να ντυθεί κλείνοντας του την πόρτα. Βγαίνοντας τη βρήκε να στέκεται με τα φώτα κλειστά μπροστά από το παράθυρο, ευτυχώς έξω είχε σκοτεινιάσει, λογικά θα πέρναγε απαρατήρητη η έξοδός του από το δωμάτιό της, με λίγη τύχη. Οι γονείς της ήταν στο καθιστικό, τους άκουγαν που συζητούσαν.

«Σε ευχαριστώ που με άκουσες».

«Σε ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκες».

«Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, ήμουν σε μειονεκτική θέση, γυμνός στο δωμάτιο σου», είπε στο απορημένο βλέμμα της Μαρίνας.

«Φυσικά, αν και ο σκοπός μου ήταν καλός».

«Αν με ρωτάς, θα προτιμούσα…»

«Τι;»

«Άσε, τίποτα, βλακεία». Κοιτάχτηκαν στα μάτια, χωρίς να τολμάνε όμως να επιχειρήσουν πρώτοι μια κίνηση ο ένας προς τον άλλον. «Καλύτερα να φεύγω», είπε τελικά ο Στάθης. Η Μαρίνα άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε έξω να δει αν ήταν κανείς στον δρόμο, ύστερα έκανε στην άκρη και ο Στάθης πήδηξε στον κήπο, προχώρησε προσεκτικά ως την πόρτα του κήπου και βγήκε στον δρόμο. Έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του στο σηκωμένο χέρι της Μαρίνας και έφυγε για το σπίτι του, την ώρα που η πόρτα του δωματίου της άνοιγε.

«Τι κάνεις στα σκοτάδια;» τη ρώτησε η μητέρα της.

«Κλείνω το πατζούρι», απάντησε εκείνη παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή και στέλνοντας στους πνεύμονές της δροσερό αέρα από νοτισμένο χώμα.

 

Οι καταλήψεις συνεχίστηκαν ως τα μέσα του Μάρτη. Τα παιδιά δε φαινόταν να το βάζουν κάτω. Φυσικά είχαν προηγηθεί τα περασμένα χρόνια καταλήψεις που είχαν κρατήσει ολόκληρη σχεδόν τη σεζόν, όπως της είχε πει ο πατέρας της, με τους μαθητές να μην καταφέρνουν τίποτα. Ειδικά τη σεζόν 1999-2000 ζήτημα να είχαν παρακολουθήσει μαθήματα 2 μηνών σε κάποια λύκεια της χώρας, πήγανε απευθείας οι μαθητές στις πανελλήνιες.

«Ποιο ήταν το αίτημα;» ρώτησε η Μαρίνα.

«Το βασικό ήταν να αποσυρθεί το νομοσχέδιο για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο. Βλέπεις οι μαθητές καλούνταν να δώσουν πανελλήνιες στη Δευτέρα και στην Τρίτη λυκείου. Αν δε με απατά η μνήμη μου σε 14 μαθήματα την κάθε  χρονιά, δηλαδή σε όλη την ύλη τους. Ήθελες να περάσεις αρχαιολόγος, έπρεπε να αριστεύσεις στη φυσική, ήθελες να περάσεις μαθηματικά έπρεπε να γράψεις καλά και στα αρχαία. Θυμάμαι είχε βγει ένα σόκιν ανέκδοτο για τον τότε υπουργό παιδείας. Γιατί ο Αρσένης, ο τότε υπουργός παιδείας, θεωρείται ο πατέρας της παιδείας;»

«Γιατί;» ρώτησε απορημένη η Μαρίνα.

«Θα προσπαθήσω να το πω κομψά, μιας και είσαι κόρη μου, αν και θα χάσει κάμποση από την αξία του. Επειδή γκάστρωσε τη μάνα της». 

«Μπαμπά…» τον επέπληξε η Μαρίνα αν και χαμογελώντας. «Τελικά τι έγινε με τις καταλήψεις; Δικαιώθηκαν;»

«Όχι, όμως σταδιακά τα μαθήματα λιγόστευαν και δεν καλούνταν οι μαθητές να δίνουν πανελλήνιες από τη Δευτέρα, ώσπου φτάσαμε στο σημερινό εισαγωγικό πλαίσιο».

«Ελπίζω εμείς να τα καταφέρουμε».

«Κι εγώ το ελπίζω κοριτσάκι μου».

«Αλήθεια μπαμπά, όσον αφορά το dvd που άφησα στα παιδιά το βράδυ της επίθεσης…»

«Ούτε να το συζητάς», τη διέκοψε. «Μας φτάνει που εσύ είσαι καλά, άλλωστε δεν ήταν κι από τις αγαπημένες μου ταινίες», είπε και την αγκάλιασε. «Ευτυχώς οι συμμαθητές σου προτιμούν τις εμπορικές ταινίες και κυρίως τις χαζομάρες» συμπλήρωσε, προκαλώντας έναν μορφασμό στη Μαρίνα.

 

Το τόσο δραστικό νομοσχέδιο, έδειχνε να γίνεται βαρίδι στα χέρια της κυβέρνησης, ωρολογιακή βόμβα που από στιγμή σε στιγμή θα ανατιναζόταν και θα τους διέλυε. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να το πάρουνε πίσω, χωρίς να εκτεθεί ολόκληρη η κυβέρνηση. Το εξιλαστήριο θύμα υπήρχε, αν και η υπουργός δεν ήταν παρά ένα πιόνι στις διαθέσεις του πρωθυπουργού, αφού αυτός ήταν που είχε συζητήσει μαζί της και την είχε κατευθύνει στο νομοσχέδιο το οποίο σκόπευε στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της παιδείας. Όμως για πρώτη φορά, δε βρίσκονταν απέναντί του μόνο οι μαθητές, φοιτητές και εκπαιδευτές, αλλά και οι γονείς που αντιλαμβάνονταν καθαρά ότι τα παιδιά τους θα έμεναν αμόρφωτα αν πέρναγε το νομοσχέδιο αυτό, χωρίς πιθανότητα καλυτέρευσης της ζωής τους. Μπορεί στα σχέδιά τους όταν ιδιωτικοποιούταν η υγεία, οι πολίτες να στηρίζονταν στην ψευδαίσθηση και στην ελπίδα της καλής υγείας τους, αλλά τώρα βλέπανε ξεκάθαρα ποια θα ήταν τα αποτελέσματα για τα παιδιά των μη εύπορων οικογενειών, αν δεν εμπόδιζαν τη μεταρρύθμιση. 

Βλέποντας λοιπόν τη γενική δυσαρέσκεια, με την αντιπολίτευση να εκμεταλλεύεται τις κινητοποιήσεις μαθητών και φοιτητών, πιέζοντας την κυβέρνηση, αναγκάστηκαν να δεχτούν την ψήφο εμπιστοσύνης για το πρόσωπο της υπουργού.

«Χμμμ», σχολίασε ο πατέρας της Μαρίνας, «φοβάμαι ότι αυτό που δε κατάφερε η κυβέρνηση θα το καταφέρει η αντιπολίτευση».

«Τι εννοείς πατέρα;»

«Ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, με την ψήφο εμπιστοσύνης και μιας και το κυβερνών κόμμα διατηρεί την πλειοψηφία, η υπουργός θα κερδίσει αναγκάζοντας τους μαθητές να επιστρέψουν στα μαθήματά τους».

«Δε μας ενδιαφέρει τι θα ψηφίσουν οι βουλευτές πατέρα, εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας, ανεξάρτητου κοινοβουλευτικού αποτελέσματος».

 

«Αυτό το πράγμα είναι εντελώς στημένο, αν θέλουν να δουν τι εμπιστοσύνη και εκτίμηση χαίρει το πρόσωπο της υπουργού να έρθουν στα γυμνάσια, στα λύκεια και στα πανεπιστήμια της χώρας να ρωτήσουν εμάς. Όχι να ρωτιούνται μεταξύ τους».

«Αν θέλουν μπορούμε να συμμετέχουμε και σε ονομαστική ψηφοφορία, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα», ήταν οι δηλώσεις των μαθητών.

Ο πρωθυπουργός κρεμώντας την υπουργό, αποφάσισε να αποφύγει την ονομαστική ψηφοφορία και να ρίξουν τις ψήφους τους οι βουλευτές στην κάλπη. Βουλευτές και υπουργοί της κυβέρνησης, θέλοντας να αποφύγουν το βύθισμα του καραβιού, καταψήφισαν την υπουργό, αναγκάζοντάς την να παραιτηθεί από το αξίωμα και την κυβέρνηση να πάρει πίσω το νομοσχέδιο. Ο μαθητικός και φοιτητικός κόσμος είχε νικήσει!!!

Το πρωί που επέστρεψαν στο σχολείο για να παρακολουθήσουν κανονικά τα μαθήματα τους, οι καθηγητές τους υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και χαμογελαστά πρόσωπα. Με τη σειρά τους και οι μαθητές χειροκρότησαν τους καθηγητές τους, που είχαν σταθεί δίπλα τους και τους είχαν στηρίξει έμπρακτα.

«Το ότι χειροκροτώ τον Γκόγκο με ξεπερνά», σχολίασε ψιθυριστά η Καίτη στη Μαρίνα.

 

Λίγες μόλις εβδομάδες μετά, η Τρίτη έφυγε για την πενθήμερη εκδρομή της. Αν και η λυκειάρχης προσπαθώντας να υπηρετήσει τον ρόλο της, τους έβαλε εμπόδια με τη δικαιολογία ότι είχαν χαθεί πολλά μαθήματα και δεν μπορούσαν να χάσουν κι άλλα, τελικά μεσολάβησαν οι άλλοι καθηγητές και τα παιδιά φύγανε για πενθήμερη ξεκούραση στην Κέρκυρα. Άλλωστε στο δικό τους σχολείο, η Τρίτη είχε καλύψει την ύλη των εισαγωγικών και με το παραπάνω.

«Και με τα άλλα μαθήματα τι γίνεται;» ρώτησε εκείνη.

«Τα έχουμε τα βιβλία, θα κάτσουμε να τα διαβάσουμε μόνοι μας», απάντησε ο Νίκος.

«Κούτσουρα θα μείνετε», σχολίασε προσπαθώντας να κρύψει το μειδίαμα της, αφού δεν πίστεψε τα λόγια του προέδρου του δεκαπενταμελούς.

 

«Λείπει η Τρίτη και άδειασε το σχολείο», σχολίασε η Καίτη.

«Έχουμε ησυχία».

«Εμείς γιατί χάσαμε τη διήμερη;»

«Η διήμερη ούτως ή άλλως πέφτει σαββατοκύριακο, δεν είχαμε να κερδίσουμε, ή μάλλον να χάσουμε κάτι», σχολίασε ο Γιώργος, εννοώντας μαθήματα. «Όμως κι εγώ να σας πω βαριέμαι το μάθημα. Καλοκαίριασε, πόσο πια;»

«Άσε που απ’ όταν χρειάζεται να κάνουμε τις διπλές ώρες, το πρόγραμμα έχει γίνει ασήκωτο. Δυο ώρες με τον Γκόγκο, δυο ώρες με τον γυμναστή, γυρίζω στο σπίτι και τα βλέπω διπλά», παρατήρησε η Καίτη.

«Τι θα λέγατε αύριο να πάμε τη δική μας εκδρομή, αν και μονοήμερη, ή τέλος πάντων ημι-ήμερη».

«Τι εννοείς;»

«Αν κάναμε κοπάνα και πηγαίναμε μια βόλτα στη Χαλκίδα ας πούμε».

«Μέχρι να κατέβεις σταθμό Λαρίσης και να φύγεις για Χαλκίδα, θα περάσουμε την εκδρομή μας στο τρένο, αφού φτάνοντας θα πρέπει να πάρουμε το επόμενο τρένο για να επιστρέψουμε».

«Οκ, ας αφήσουμε την Χαλκίδα για άλλη φορά, για όταν δε θα έχουμε μαθήματα το καλοκαίρι, πάμε κάπου πιο κοντά».

«Εγώ πάντως είμαι μέσα».

«Αν λείψουμε και οι τρείς από την τάξη, θα το καταλάβουν».

«Ποιοι τρεις, εγώ λέω να καλέσω όλο το τμήμα».

«Είσαι τρελός;» τον ρώτησε η Μαρίνα.

«Όχι, χωρίς μαθητές στο μάθημα δε θα γίνει και παράδοση».

«Εμένα δε με πειράζει να τη χάσουμε», είπε η Καίτη.

«Θα καλέσεις και τον Τάσο;» τον ρώτησε ο Σάββας που ήταν μαζί τους.

«Οκ, έχεις δίκιο, ας έρθει μαζί μας το μισό τμήμα».

«Μπορώ να έρθω κι εγώ;»                                   

«Εσύ είσαι πρωτάκι».

«Πρωτάκι αλλά δημοφιλής», του πήρε το μέρος η Μαρίνα. «Ολόκληρο τραγούδι έχει γράψει για την μπάντα».

«Μαζί το γράψαμε».

«Ωραία φίρμες, θα μας κάνετε την τιμή να έρθετε;» τους ειρωνεύτηκε ο Γιώργος.

«Εγώ είμαι μέσα» είπε ο Σάββας ενώ η Μαρίνα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.

«Να σου πω, μη μας τη χαλάς, αν δεν έρθεις εσύ δεν μπορούμε να πάμε πουθενά».

«Γιατί;»

«Ξέρεις γιατί;»

«Πως σου φαίνεται να πούμε και στον Λουκά να έρθει, θα είχες πρόβλημα;» τη ρώτησε ο Γιώργος.

«Όταν επαναλαμβάνετε αυτή την ερώτηση, εσείς δημιουργείτε πρόβλημα, τέλος πάντων να πείτε και στον Λουκά και στην Έλλη».

«Πως και δε κάθεστε μαζί στον Γκόγκο πλέον;»

«Δε θέλω να δημιουργήσω πρόβλημα στη σχέση τους».

«Και με την Άλγεβρα;»

«Είχε φροντίσει και μου είχε καλύψει τα κενά, οπότε πλέον τα καταφέρνω κουτσά στραβά». Η αλήθεια ήταν ό,τι πρόβλημα αντιμετώπιζε η Μαρίνα στη λύση των ασκήσεων, του έστελνε ένα μήνυμα, και της απαντούσε. Άλλωστε εκείνη είχε προτείνει από μόνη της να ‘‘χωρίσουν’’ στις ώρες του Γκόγκου για να μην έχει θέμα η Έλλη. Ο Λουκάς τη χαρακτήρισε απλά υπέροχη, αλλά συμφώνησαν ότι δε θα άφηνε ξανά να δημιουργηθεί χάσμα ανάμεσα σε εκείνη και την Άλγεβρα, οπότε όταν τον χρειαζόταν να τον ρωτούσε. Ένα προνόμιο που στα πολύ σκούρα η Μαρίνα χρησιμοποίησε.

«Εγώ στη θέση σου, θα έλεγα στην Έλλη, ‘‘Άκουσε κοριτσάκι δε θέλω να μπω στη μέση όσον αφορά τη σχέση σου, οπότε φρόντισε να αναλάβεις εσύ τη προγύμναση μου στην Άλγεβρα, μου το χρωστάς, ώστε αυτό το καλοκαίρι να είμαστε όλοι ευτυχισμένη, και να μη χαίρεσαι εσύ τον ήλιο με το αγόρι σου και εγώ να πήζω διαβάζοντας για τον Γκόγκο’’», είπε ο Γιώργος.

«Όλο βλακείες λες», σχολίασε η Καίτη που φοβήθηκε μη χάσει πάλι τη Μαρίνα από διπλανή και της φορτωνόταν εκείνη η αχώνευτη η Σοφία.

«Δε νομίζω ότι θα αρνούταν, αλλά όσο να ’ναι προγυμναστής από προγυμναστής διαφέρει, και για να είμαστε ειλικρινείς, ο Λουκάς είχε μεταδοτικότητα».        

«Λες να πούμε και από άλλα τμήματα της Δευτέρας να έρθουν στην κοπάνα».

«Ας μην ξανοιχτούμε πολύ», είπε ο Σάββας.

«Κι εγώ πατάω πόδι», σχολίασε η Μαρίνα, που ανησύχησε με τη φόρα που είχε πάρει ο Γιώργος ότι θα της κουβαλούσε και τον Βίκτωρα με τη Στεφανία. Μπορεί να μην την ένοιαζε, αλλά και πάλι θα ένιωθε παράξενα, άσε που πιθανόν να ξεκινούσαν και τα κουτσομπολιά πίσω από την πλάτη της, ανακινώντας την παλιά ιστορία.

 

Δεκατρία άτομα λείψανε εκείνη τη μέρα από το τμήμα και μαζί με τον Σάββα μια παρέα δεκατεσσάρων ατόμων πήρε το τρένο και ανέβηκε στην Κηφισιά, αφού δε θέλανε να χάσουν τη μέρα τους στα μέσα μεταφοράς, προτίμησαν έναν κοντινό προορισμό. Γυρίσανε στους δρόμους, κάθισαν έπειτα από διαφωνία σε μια πιτσαρία να φάνε, και κατέληξαν να πίνουν το καφεδάκι τους κάτω από τα δέντρα στο Κεφαλάρι. Πέρασαν ευχάριστα το πρωινό τους, συζητώντας για τη μάχη που δώσανε τον περασμένο χειμώνα.

«Ακόμα κι αν χάναμε», σχολίασε ο Λουκάς, «καμιά μάχη δεν πάει χαμένη».   

«Ευτυχώς όμως κερδίσαμε», είπε ο Γιώργος.

«Ευτυχώς, για την ώρα μπήκε φρένο, αλλά δεν ξέρεις ποια στιγμή θα επανέρθει στο προσκήνιο με μικροαλλαγές. Είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα δικά τους ιδιωτικοποιώντας τα πάντα».

«Υπάρχει μια τάση να πηγαίνει η ανθρωπότητα προς τα πίσω ή εμένα μου φαίνεται;» σχολίασε και η Έλλη.

«Το έχω παρατηρήσει κι εγώ», συμφώνησε η Μαρίνα. «Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αλλά υπάρχει μια ροπή παγκοσμίως».

«Εμείς θα συνεχίσουμε να παλεύουμε και να ονειρευόμαστε».

«Δε θα βγαίνουμε πάντα νικητές στις μάχες», σχολίασε ο Λουκάς.

«Αν δε δώσεις τη μάχη σου ποτέ δε θα ξέρεις όμως και ποιες θα κέρδιζες», είπε ο Σάββας,

«Εδώ θέλω να καταλήξω, ότι πρέπει να μαχόμαστε, ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί. Το ότι τα καταφέραμε τόνωσε την αποφασιστικότητα μας, αλλά αν χάναμε δε θα έπρεπε να το βάλουμε κάτω».

«Ποιος θα το βάλει κάτω;» ρώτησε και ο Γιώργος.

«Όμως ας μιλήσουμε για κάτι άλλο», πρότεινε ο Κωστής. «Σε έναν χρόνο τελειώνουμε με το σχολείο, τι έχετε σκοπό να κάνετε;»

«Μαρίνα;» στράφηκε ο Λουκάς και τη ρώτησε σιγά, «εσύ έχεις αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα όλον αυτό τον καιρό;»

«Όχι, όλα καλά είναι, δεν έχω αντιληφθεί κάτι, άλλωστε έχω και τους τρεις σωματοφύλακες, δεν το κουνάνε ρούπι από δίπλα μου».

«Ο τρίτος ποιος είναι;»

«Ο αφανής, έχει γίνει κάτι σαν σκιά μου».

«Ο Στάθης;»

«Μμμ».        

«Τρέχει κάτι με εσάς τους δύο;»

«Είμαστε φίλοι», του απάντησε απλά.

«Καλώς».

 

Η Μαρίνα επιστρέφοντας από το σχολείο, την ημέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα και είδε ότι είχε περάσει τα μαθήματα, έσβησε ανακουφισμένη μια ημερομηνία ακόμα. Οι τρεις πιο υπέροχοι μήνες του χρόνου είχαν ξεκινήσει και είχε σκοπό να τους απολαύσει, από όπου και να το έβλεπες, το άξιζε. Ένα έτος ακόμη της έμενε για να είναι ελεύθερη να κατακτήσει τα όνειρα της, αν και στριφογύριζε στο μυαλό της η συζήτηση με τον Σάββα, για το αν τελικά θα έδινε εισαγωγικές.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκανε μια νοερή ανασκόπηση όλης της προηγούμενης χρονιάς. Άραγε το φετινό καλοκαίρι θα την έβρισκε στο ίδιο σημείο που τη βρήκε και πέρσι; Με την καρδιά κομμάτια από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα; «Μπα!» μουρμούρισε στον εαυτό της. Μπορεί να είχε πολλά σκαμπανεβάσματα η μεταξύ τους κατάσταση με τον Στάθη, μπορεί να μην είχαν προχωρήσει σε μια σχέση, όμως είχε ανταλλάξει το πρώτο της φιλί και εκείνος είχε δεχτεί να μείνει διάφανος απέναντι της (και γυμνός) δείχνοντάς της τους φόβους, τις ανησυχίες και τις πικρίες του. Ήταν κι ο λόγος που επέτρεψε στον εαυτό της να παραδεχτεί τα αισθήματά της για εκείνο το καστανόξανθο αγόρι με τα πράσινα μελαγχολικά μάτια. Κι αν δε συνέβη τίποτε άλλο μεταξύ τους από ένα φιλί, τι πείραζε; Θυμήθηκε τους στίχους ενός τραγουδιού και μπήκε στο youtube να το ψάξει. Μα φυσικά, ο αγαπημένος της μαμάς της, κάθε γενιά είχε και τους δικούς της αγαπημένους καλλιτέχνες. Κι ευτυχώς η μαμά της λάτρευε τον Κότσιρα και δεν ήταν μια τρελή κι αλλοπαρμένη Ρουβίτσα. Γιάννης Κότσιρας, τίτλος τραγουδιού: Κάπου θα βρεθούμε, σε στίχους Βίκυς Γεροθόδωρου, μουσική Βαγγέλη Μαχαίρα.   

Αν μ' αγαπάς
μη νοιάζεσαι πού πάω και πού πας
μα κρύψε με στο βάθος της καρδιάς
και κάπου θα βρεθούμε αν μ' αγαπάς
Αν μ' αγαπάς
τα σύνορα μαζί μου να περνάς
τα όχι και τα πρέπει να ξεχνάς
και κάπου θα βρεθούμε αν μ' αγαπάς       

«Κι ο Άγης;» σκέφτηκε, «τι θα γινόταν, θα την έβγαζε καθαρή τόσο εύκολα; Δεν μπορεί κάπου θα είχε αφήσει ίχνη… όμως υπήρχε πάντα ο αστυνομικός μπαμπάς του να καθαρίζει τις βρωμιές του, κι εσύ Μαρίνα θα είσαι μεζεδάκι για τύπους σαν κι αυτούς. Είναι μια μάχη που πρέπει να αναβληθεί, για την ώρα τουλάχιστον, αργότερα βλέπουμε». 

 

 

Επίλογος

 

Πέρασε την κεντρική πύλη του πανεπιστημίου και κοίταξε γύρω της. Μια ολόκληρη πολιτεία γεμάτη με νέους ανθρώπους εξαπλωνόταν μπροστά της. Άλλοι στέκονταν και συνομιλούσαν, μερικοί κοίταζαν τα κινητά τους, κάποιοι προχωρούσαν βιαστικά είτε μόνοι τους είτε σε παρέες. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Όλα τόσο διαφορετικά από το λύκειο, και όμως την ίδια ώρα έμοιαζαν ίδια. Ήλπιζε να μην εμφανιστεί ξαφνικά ο Γκόγκος μπροστά της. Αλλά όχι, αυτόν ευτυχώς τον είχε αφήσει πίσω της, μαζί με τα σχολικά της τετράδια και τα εφηβικά της στιχάκια.

Όλη την προηγούμενη χρονιά είχε ριχτεί με τα μούτρα στο διάβασμα. Οι περισσότεροι συμμαθητές της είχαν ξεκινήσει την προετοιμασία για τις εισαγωγικές από τη Δευτέρα λυκείου, όμως η Μαρίνα όχι απλώς κατάφερε να τους φτάσει μέσα σε αυτούς τους εννέα μήνες, αλλά με μεγάλη έκπληξη αντιλήφθηκε ότι τα μόριά της στις εξετάσεις την οδηγούσαν απευθείας στη σχολή κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θα γινόταν λοιπόν κινηματογραφίστρια με χαρτί πανεπιστημίου. Οι γονείς της δέχτηκαν με ενθουσιασμό τα νέα, αν και με μια μικρή απογοήτευση, μιας και η μοναχοκόρη τους θα έφευγε από τώρα μακριά τους. Όμως θα έκαναν τα πάντα για να είναι εκείνη ευτυχισμένη.

«Την πρώτη ταινία μου, θα την κάνουμε μαζί μπαμπά», του είπε γελώντας,  κάνοντας ήδη όνειρα και σχέδια.

«Προφανώς θα εννοεί ότι θα αναλάβεις τα έξοδα παραγωγής», τους πείραξε η μητέρα της.  

Η ζωή της λοιπόν για την ώρα την είχε φέρει εδώ. Ή μήπως το σκληρό διάβασμα; Ίσως ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι ανοίγονταν οι δρόμοι μπροστά της. «Αν δεν το ένιωθε και τώρα, τότε πότε;» Σκέφτηκε τον Λουκά, είχε χωρίσει με την Έλλη, αν και τώρα που είχαν περάσει και οι δύο στις σχολές που θέλανε, ίσως να έδιναν μια ευκαιρία στη σχέση τους. Ο Λουκάς είχε περάσει στην Α.Σ.Ο.Ε. και η Έλλη Ιατρική. Ο Γιώργος δεν ήταν βέβαιος για το τι θα έκανε, αν τελικά θα ξαναέδινε ή θα προτιμούσε να γραφτεί σε κάποια ιδιωτική σχολή, όσο για τον Σάββα, ήταν η χρονιά που θα έπρεπε να αφήσει την κιθάρα του να πιάσει αράχνες σε μία γωνία του δωματίου του και να πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα. Είχε συναντήσει την Ελένη την περασμένη χρονιά, είχε γραφτεί σε ένα κρατικό Ι.Ε.Κ. και ήταν σπουδάστρια Νοσηλευτικής. Από εκείνη είχε μάθει ότι ο Νίκος σπούδαζε Ψυχολογία στο Πάντειο. Φυσικά η Καίτη μόλις πέρασε το καλοκαίρι έπιασε δουλειά στην επιχείρηση της νονάς της, και απ’ ότι καταλάβαινε η Μαρίνα ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη που είχε πλέον σηκωθεί από τα σχολικά θρανία, και δεν κουβαλούσε στην τσάντα της βιβλία. «Αν και η νονά είναι πολύ απαιτητική», είχε σχολιάσει στη Μαρίνα, «δε νομίζω να είναι και ιδιαίτερα συμπαθής στους εργαζομένους της». Πάνω σε αυτό η Καίτη ανησυχούσε ότι ως βαφτιστήρα της, δε θα ήταν ούτε και η ίδια ιδιαίτερα αγαπητή στους συναδέλφους της. Από την άλλη η Μαρίνα είχε εμπιστοσύνη στην Καίτη ότι θα κέρδιζε όσους από εκείνους το άξιζαν.  

«Όταν σε γνωρίσουν και ξέρουν με ποια έχουν να κάνουν θα γίνεις αγαπητή», την καθησύχασε η Μαρίνα.

«Και τώρα εγώ τι θα κάνω που εσύ θα φύγεις;» τη ρώτησε η Καίτη.

«Ω, δεν ανησυχώ, φρόντισε μόνο αν βρεις το πριγκιπόπουλο να παντρευτείς περίοδο που να μπορώ να παραβρεθώ στον γάμο σας».

«Να είσαι σίγουρη για αυτό, πως είναι δυνατόν να λείπει η κουμπάρα;»

Η Μαρίνα χαμογέλασε και το θέμα σταμάτησε εκεί.      

«Λοιπόν Μαρίνα!» αναρωτήθηκε. «Θα συνεχίσεις να σβήνεις μετά μανίας τις ημερομηνίες από το ημερολόγιο σου, μέχρι να φτάσει το καλοκαίρι;»

Ένα ζευγάρι πράσινα μάτια την κοίταζαν από απέναντι, ενώ ένα χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στα χείλη του.

«Πέρασε στο τμήμα Φυσικής του Αριστοτελείου», την είχε ενημερώσει η Ελένη. Ο Στάθης προχώρησε προς εκείνη. «Μπα!», σκέφτηκε η Μαρίνα, «καιρός να κάνω ειρήνη και με τις υπόλοιπες εποχές και να μάθω να τις αγαπάω και να περνάω καλά είτε είναι χειμώνας είτε καλοκαίρι, είτε είναι άνοιξη είτε φθινόπωρο».

«Καλώς ήρθες!»

«Καλώς σε βρήκα!» 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Διαβάστε επίσης: