ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ ΜΕ ΤΑ ΔΩΡΑ

διήγημα του Ε.Φ.Β.

 
 
 

Μπροστά στη φάτνη, στέκονταν οι τρεις μάγοι. Είχαν παρατηρήσει το λαμπερό αστέρι και προέβησαν στο μακρινό ταξίδι ως τη Βηθλεέμ για να αντικρίσουν το Θείο βρέφος. Βλέποντας το αστέρι, πάνω από τη φάτνη, αντάλλαξαν μια ματιά, που σήμαινε ότι βρίσκονταν στο σωστό μέρος και προχώρησαν ταπεινά και ευλαβικά προς το εσωτερικό για να αντικρίσουν αυτό που τόσο πολύ είχαν ποθήσει. Όλοι τους είχαν φέρει από ένα σημαντικό δώρο σε αυτό το μωράκι, που ζέσταιναν τα χνώτα των ζώων. Ο Μελχιάρ χρυσό, που συμβόλιζε ότι το μωρό προοριζόταν να γίνει βασιλιάς, ο Γκασπάρ λιβάνι, για να τονίσει την Θεϊκή καταγωγή του μωρού κι ο Βαλτάσαρ τα σμύρνα, για κάτι πιο θλιβερό, κάτι που σήμαινε τον πρόωρο θάνατό του.  Δεν είχαν βρει μόνο το Θείο βρέφος, αλλά είχαν προβλέψει και με ακρίβεια τα πάντα. Ο Αλέξης έμεινε να κοιτά τους τρεις μάγους στη φάτνη, που πέρα από το κεντρικό πρόσωπο, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δικιά του χριστουγεννιάτικη ιστορία.

Τραβήχτηκε λίγο από τη φάτνη για να δει τη σκηνή καλύτερα, αφού διέκρινε τα ζωγραφισμένα πρόσωπα όσο βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από αυτήν. Στο σαλόνι υπήρχε η καινούργια, πολυτελής φάτνη, που αγόρασε η μητέρα του, τα τελευταία χρόνια, με τα φωτάκια τύπου led στη στέγη, τα σκαλιστά ξύλινα ειδώλια των πρωταγωνιστών της ιστορίας, και τις ίνες φωτισμού που έδιναν εορταστικό τόνο γύρω από τη φάτνη. Όμως ο Αλέξης προτιμούσε αυτή την απλή εκδοχή κι αναπαράσταση της βραδιάς της γέννησης του Ιησού.  Ίσως επειδή άγγιζε περισσότερο την πραγματικότητα και την ταπεινότητα του συμβάντος, ίσως επειδή ήταν η πρώτη φάτνη που θυμόταν, ίσως γιατί δίπλα της βρήκε τα πρώτα του χριστουγεννιάτικα δώρα, κι ας ήταν ένα απλό ξύλινο σχήμα με επίπεδα σώματα που πάνω τους είχαν κολλημένο ένα ζωγραφισμένο αυτοκόλλητο. Η οικογένεια δεν την είχε πετάξει έτσι κάθε χρόνο την τοποθετούσε στο δωμάτιό του και στο σπίτι υπήρχαν δύο φάτνες.

Ο καιρός ήταν καλός για τα δεδομένα της εποχής, σχετικά ζεστός και όλη την ημέρα κυριαρχούσε ο ήλιος.

-Ούτε χιόνι, ούτε κρύο φέτος, ψέλλισε ενώ τεντωνόταν στην καρέκλα του.

Εκείνη τη χρονιά είχε πολύ διάβασμα, κι ακόμα κι αν ήταν παραμονή Χριστουγέννων πέρασε την περισσότερη μέρα με μελέτη και θα έβγαινε μόνο για το ρεβεγιόν. Είχε όμως λίγο κουραστεί κι έτσι χάνοντας τη συγκέντρωσή του, αφέθηκε να σκέπτεται την ιστορία των Χριστουγέννων και διάφορα άλλα γύρω από τις εορτές. «Αν κι ο Χριστός γεννήθηκε ταπεινά και προτίμησε τη φτωχολογιά και τα ζώα για συντροφιά του, από ένα παλάτι. Οι μάγοι για να τον τιμήσουν και να δείξουν το σεβασμό τους, του πρόσφεραν δώρα, χρυσό, λιβάνι και σμύρνα». Έτσι συνέχισε τις σκέψεις του κοιτώντας το ταβάνι κι αφήνοντας ανοιχτό το βιβλίο του, να χάσκει πάνω στο γραφείο.

-Ίσως και λόγω αυτού του γεγονότος να κάνουμε δώρα τα Χριστούγεννα. Μα όχι τα δώρα είναι του αγίου Βασιλείου και μάλλον ένα δυτικό και καταναλωτικό πρότυπο, ίσως και όχι αν αναλογιστεί κανείς ανθρωπολογικά ότι ακόμα και  πολυνησιακές φυλές αντάλλασαν δώρα για να τιμήσουν τον παραλήπτη τους, μουρμούρισε και πάλι, έχοντας χάσει εντελώς την όρεξη για διάβασμα.

Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι, πετάχτηκε από τη θέση του λες και τον έπιασαν να κάνει κάποια αταξία, ήταν τόσο χαμένος στις ασήμαντες σκέψεις του, που τρόμαξε ακούγοντάς το. Κοίταξε το ρολόι του και αποφάσισε να διαβάσει ακόμα λίγες σελίδες πριν πάει να ενωθεί με την οικογένεια, άλλωστε ήταν μάταιο να προσπαθήσει να συνεχίσει για πολύ με τόσο κόσμο στο σπίτι και με ελάχιστη συγκέντρωση.

Καθώς έσκυψε πάνω απ΄ το βιβλίο, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τη σκέψη του για να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα, άκουσε τη φωνή του θείου του, του Βαγγέλη. Ήταν κακό ότι κατέφτασε πρώτος, γιατί με την αγριοφωνάρα του δε θα του επέτρεπε να συγκεντρωθεί.

-Καλώς το Βαγγέλη, καλά Χριστούγεννα.

-Καλά Χριστούγεννα αδελφέ μου, υγεία και ευτυχία πάνω απ’ όλα. Νύφη καλά Χριστούγεννα.

-Καλά Χριστούγεννα και σε εσένα.

-Να σου ’φερα δυο πορτοκάλια για το καλό, δεν βρήκα ρόδι. Κι αυτά φρούτα είναι… θα κάνουν.

-Ευχαριστώ πολύ!

-Που ναι ο Λεωνίδας;

-Στα πεθερικά του σήμερα, αύριο θα φάμε όλοι μαζί. 

-Κι ο μικρός;

-Μέσα διαβάζει.

-Καλά βαλθήκατε να τον κάνετε επιστήμονα; Κι εμείς που γίναμε αγρότες τι πάθαμε; Αδελφέ σου το λέω θα πάθει κάνα κακό από το διάβασμα,  τα πιο πολλά τρελαίνονται απ’ την πολλή μελέτη.

-Εμείς; Τώρα ο Αλέξης μεγάλωσε, ό,τι θέλει κάνει.

-Φωνάξτε τον ήρθε ο θείος του, να του δώσει τον μποναμά του.

-Σε λίγο θα βγει.

-Δεν ακούω τίποτα πάω να τον φιλήσω και να του δώσω τον μποναμά. Αλέεεξιεεεε!

Ο Αλέξης κατάλαβε ότι η μελέτη είχε λάβει τέλος και θα εισέβαλε ο κουβαρντάς ο θείος του, που ζούσε στο χωριό, αλλά κάθε Χριστούγεννα κατέβαινε στην πόλη γιατί όπως έλεγε «Χριστούγεννα στην πόλη και Πάσχα στο χωριό». Η πόρτα άνοιξε και πρόβαλε φουριόζος, αγκαλιάζοντας τον ανιψιό του, δίνοντάς του τις ευχές και παίρνοντας στα χέρια του τα βιβλία. Διάβασε δυνατά τους τίτλους κι ύστερα πετώντας τα στο κρεβάτι του είπε.

-Τι ν αυτά που διαβάζεις βρε; Να χαζέψεις θες, σαν το γιο της Μανώλαινας. Βγες έξω βρε, έλα στο χωριό στα χωράφια να ανδρωθείς.

-Θα ’ρθω θείε το καλοκαίρι.

-Έχει γούστο, ψέλλισε ο θείος και συνέχισε, σου ’φερα τον μποναμά σου τζιέρι μου, πάρε τούτα δω και σε καλή μεριά.

Αμέσως μετά και δίχως δεύτερη κουβέντα βγήκε από την πόρτα, δίνοντας την ευκαιρία στον Αλέξη να ανοίξει την παλάμη του, κάνοντας τη βιαστική σκέψη μήπως καμιά λίρα υπήρχε μέσα, αλλά ήξερε ήδη πριν την ανοίξει, την αξία του μποναμά του. Μέτρησε ένα ένα τα κέρματα, από ευγένεια μόλις απομακρύνθηκε ο θείος του από κοντά του. Ένα ευρώ και εξήντα δύο λεπτά. Θα αγόραζε μια εφημερίδα και θα του έμεναν και κάτι ψιλά.

-Πάλι καλά για εποχές κρίσης, είπε.

Θυμήθηκε τότε την πρώτη φορά, που ήρθε σπίτι τους ο θείος με τη γυναίκα του Χριστούγεννα. Έτρεξε και πάλι να του δώσει τον μποναμά, ο οποίος ανερχόταν στο ποσό των εξακοσίων τριάντα δύο δραχμών. Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό, αλλά ότι ήταν όλος σε κέρματα. Ένιωσε προσβεβλημένος ήταν η αλήθεια, κι έλεγε και ξανάλεγε στον αδελφό του, «Ας μη μου έδινε τίποτα, για ζητιάνο με πέρασε». Με τον καιρό όμως κατάλαβε το χούι του θείου του, την τσιγγουνιά και συμβιβάστηκε, άλλωστε κι ο πατέρας του για να τον δικαιολογήσει έλεγε «Είναι λίγο σφιχτός ο Βαγγέλης», «Τι σφιχτός, δυσκοίλιος», συμπλήρωνε η μάνα.

Κι όσο για το να τον επισκεφτεί στο χωριό όπως του πρότεινε πριν λίγο, ούτε λόγος, αν και είχε μεγάλο σπίτι και περιουσία ο θείος, αν κι ο ίδιος και τα παιδιά του όταν πέρασαν στο πανεπιστήμιο φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Αλέξη ως την αποφοίτηση, τη μόνη φορά που πήγαν στο χωριό, μετά από πρόσκληση του θειου, κι αφού οι ίδιοι δεν είχαν φτιάξει ακόμα το σπίτι τους εκεί, φρόντισε να τους κλείσει ξενοδοχείο, που φυσικά πλήρωσε ο πατέρας του, για να νιώθουν πιο άνετα όπως είπε.  Άφησε τα χρήματα δίπλα από την φάτνη και σηκώθηκε να μαζέψει τα βιβλία, αλλά δε θα έβγαινε ακόμα, για να μη νομίσει κι ο θείος του, πως τον ανάγκασε να βγει μια ώρα αρχύτερα. «Για ένα φιλότιμο ζούμε», σκέφτηκε.

Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι κι ο δεύτερος θείος του άρχισε να εύχεται στην οικογένεια του Αλέξη. Είχε έρθει η ώρα να βγει, να τον συναντήσει και να ενωθεί με την υπόλοιπη οικογένεια. Μόλις τον είδε ο θείος του, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του, τον φίλησε και του ευχήθηκε κόσμια τουλάχιστον και στη συνέχεια του έδωσε το δώρο του, κάθε χρόνο του έφερνε κάτι.

-Θα σου φανεί χρήσιμο! Ήταν η ατάκα που συνόδεψε το δώρο κι έκανε τον Αλέξη να χαμογελάσει και να μαντέψει τι είχε το κουτί με το περιτύλιγμα.

-Ευχαριστώ πολύ θείε.

Όταν οι άλλοι πήγαν στο σαλόνι, αυτός κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του, ανοίγοντας το τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας, που είχε τα προηγούμενα δώρα του θείου του και πέταξε μέσα κι αυτό. Ο Θανάσης ήταν ναυτικός και γύριζε ανά τον κόσμο, Ιαπωνία, Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Βραζιλία. Έκανε χρόνια να επιστρέψει πίσω και νόμιζε πως η πατρίδα του έμεινε σε στασιμότητα, ενώ όλες οι άλλες χώρες που επισκέπτονταν είχαν ανακαλύψει την πυρίτιδα. Τελικά επέστρεψε στην ντουλάπα άνοιξε το συρτάρι, πήρε στα χέρια του το κουτάκι,  κι αφού έσκισε το περιτύλιγμα, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του. Ήταν ένα κομπιουτεράκι, calculator. Να μην είχε πάρει χαμπάρι ότι τέτοιο, υπήρχε πια στα κινητά, τους υπολογιστές, ακόμα και στα ρολόγια; Κοίταξε το συρτάρι, που είχε μέσα ένα σωρό από δαύτα. Δώρα του θείου του. Το πρώτο το είχε λάβει η μάνα του Θανάση τη δεκαετία του ογδόντα κι ύστερα ο πατέρας του Αλέξη κι έπειτα κι ο ίδιος ο Αλέξης ως εξωτικό δώρο από τα ταξίδια του θείου και μετά που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα κάθε χρόνο λάμβανε κι από ένα, από πολυκατάστημα παιχνιδιών. Θυμάται μετά το πρώτο, του πάσαρε το δεύτερο ως ιδιαίτερο, επειδή έκανε μετατροπές μέτρων και σταθμών, το επόμενο ως συλλεκτικό επειδή έκανε τη μετατροπή των δραχμών σε ευρώ «Για να μη σε κλέβουν» όπως του είχε πει, και δεν έλειπαν και πολλά διαφημιστικά, όπως ένα μικρό, που εκτός από αριθμομηχανή, είχε κι έναν στυλό και διαφήμιζε μια εταιρία σιδερικών.

-Τι σου έφερε; Ρώτησε η μάνα του, που μπήκε στο δωμάτιο.

-Δεν ξέρεις; Τη ρώτησε και χαμογέλασε.

-Πλάκα μου κάνεις!

-Δες και μόνη σου, συνέχισε δείχνοντάς της το calculator, όπως το έλεγε με βλαχοξενική προφορά ο θείος.

-Πολύ τραβήχτηκε πάλι. Τώρα δεν είσαι παιδί πια, είσαι ενήλικας.

-Και μαθουσάλας να γίνω.

-Μη στεναχωριέσαι.

-Μπα, το διασκεδάζω μάλλον.

Όταν η μάνα του πήγε στην κουζίνα για να σερβίρει, πήρε το δεύτερο δώρο του και το έβαλε κι αυτό δίπλα στη φάτνη. Τώρα έμενε ο τρίτος μάγος να κάνει την παρουσία του σκέφτηκε. Δεν άργησε να χτυπήσει το κουδούνι και σε λίγο εμφανίστηκε ο θείος του ο Λάμπρος με την οικογένειά του και τα παιδιά του Βαγγέλη με τη μάνα τους, που εκείνα τα Χριστούγεννα έμεναν στο Λάμπρο.   

Έβγαλαν τα πανωφόρια τους, χαιρετήθηκαν, αντάλλαξαν ευχές και κατευθύνθηκαν όλοι προς την τραπεζαρία, που σε λίγο οι γυναίκες της οικογένειας θα έστρωναν το τραπέζι. Τα ξαδέλφια μαζί μιλούσαν για μπάλα, και τα αδέλφια, έλεγαν για τα ζεστά Χριστούγεννα και την αλλαγή του καιρού, αλλά και για την πολιτική κατάσταση.

Όταν ο Λάμπρος φώναξε τον Αλέξη να πάει εκεί που καθόταν.

«Δυστυχώς δεν το ξέχασε», σκέφτηκε.

Φτάνοντας, ο θείος του ψαχούλευε τις τσέπες του.

-Και παραλίγο να το ξεχάσω, είπε. Να το δώρο σου για τα Χριστούγεννα.

-Τι είναι αυτό;

-Μια τηλεκάρτα.

-Συλλεκτική;

-Τι συλλεκτική βρε Αλέξη! Κανονική για να με παίρνεις τηλέφωνο καμιά φορά.

-Μα τα καρτοτηλέφωνα έχουν σχεδόν καταργηθεί.

-Σχεδόν, καλά το είπες, αν θες να μου μιλήσεις θα βρεις κάποιο.

Να μην τον είχαν πληροφορήσει πως τα τηλέφωνα δεν υπήρχαν στις περισσότερες περιοχές, κι αν ήταν να ψάξει σε όλη την Ελλάδα θάλαμο, θα πήγαινε ως το παλαιό Φάληρο να τον συναντήσει καλύτερα. Να ήταν έστω κάρτα για κινητό, θα είχε κάποια ωφέλεια! Ο Αλέξης γύρισε προς το μέρος του πατέρα του, που δεν μπορούσε να κρύψει τη δυσφορία του και ξεφυσούσε δίχως να μπορεί να επαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη του. Σκεφτόμενος και τα δώρα που έκανε ο ίδιος στα ανίψια του, αλλά και στον αδελφό του, που δούλευε στην τράπεζα κι όλο μιλούσε για την περιουσία του «Αμ’ έτσι κάνω και ’γω» σκέφτηκε.

-Ευχαριστώ θείε για το πρακτικό σου δώρο, είπε προσπαθώντας να κάνει τον πατέρα του να γελάσει και γυρίζοντας προς το μέρος του, του έκανε μια ματιά, που τον έκανε να βάλει τα γέλια, αφού τουλάχιστον έβλεπε πως ο γιος του δεν προσβλήθηκε, αλλά πιο πολύ διασκέδαζε την όλη κατάσταση.

Ο Αλέξης πήγε στο δωμάτιό του να τοποθετήσει και την τηλεκάρτα δίπλα στη φάτνη, και σκέφτηκε πώς πάντα άχρηστα δώρα του είχε φέρει και στο παρελθόν ο θείος του. Τηλεκάρτες κι άλλες φορές, ακόμα και χρησιμοποιημένες, που άφηναν πελάτες στο θάλαμο έξω από την τράπεζα και του πλάσαρε για συλλεκτικές. «Τουλάχιστον τώρα, που κανείς δε χρησιμοποιούσε καρτοτηλέφωνα, θα αναγκάστηκε να την πληρώσει». Άλλες φορές του έφερε γραμματόσημα, ένα δηλαδή την κάθε φορά από την αλληλογραφία της τράπεζας. Κι ακόμα κι αυτοκόλλητες ετικέτες για τα τετράδια ή αυτοκόλλητα που κολλούσαν στις επιστολές τα ταχυδρομεία. Βέβαια το αξεπέραστο ήταν ένα κουτάκι με σπίρτα, που μέσα είχε ξύσματα, από κάποιο αρωματικό μολύβι, που είχε φέρει στις κόρες του, από κάποιο ταξίδι του στην Ελβετία, για να δει ο ανιψιός του πως μύριζαν τα μολύβια.

Με τη συγκεκριμένη ανάμνηση ξέσπασε σε νευρικά γέλια, που δεν τον άφηναν να πάει στην τραπεζαρία μαζί με τους άλλους. Σε λίγο εμφανίστηκε η μάνα του που τον ρώτησε γιατί κάθετε μόνος.

-Τακτοποιούσα τα δώρα μου.

-Α, τι σου έφερε ο Λάμπρος;

Της έδειξε την τηλεκάρτα, κάνοντάς τη να γουρλώσει τα μάτια. «Α, τον άθλιο… Γι’ αυτό κοντεύει να σκάσει ο πατέρας σου;»

-Μάλλον.

-Εσύ το διασκεδάζεις μάλλον, …έλα μέσα έστρωσα.

-Σε λίγο. Να τα τακτοποιήσω.

Ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια.

-Καλά μην αργήσεις, είπε γελώντας.

Ο Αλέξης σηκώθηκε, τοποθετώντας τα δώρα των θείων του δίπλα στων μάγων. Και σκεφτόμενος τους δικούς του τρεις μάγους με τα δώρα προσπάθησε  να φανταστεί ποια θα ήταν η αντιστοιχία αν εκείνοι πήγαιναν σήμερα στο Θείο βρέφος; Σίγουρα ο θείος του ο Βαγγέλης θα ήτανε ο Μελχιάρ, γιατί το χρυσό με τα κέρματα το έβλεπε πιο κοντά. Ο θείος του ο Θανάσης θα ήτανε ο Γκασπάρ, όχι γιατί έμοιαζαν τα δώρα, αλλά τα λιβάνιζε και τα διαφήμιζε τα κομπιουτεράκια σαν κάτι εξωπραγματικό. Κι ο θείος του ο Λάμπρος αναγκαστικά θα έπαιρνε τη θέση του Βαλτάσαρ. Βέβαια επειδή δεν υπήρχαν τότε κομπιουτεράκια και τηλεκάρτες, πιο πιθανό ήταν να του προσφέρουν καμιά πέτρα, χώμα κι ίσως και βάτα.

Κούνησε το κεφάλι του για να βγει από τις φαντασιώσεις του. Ευτυχώς που οι μάγοι δεν ήταν οι θείοι του, αν κι αυτόν τον διασκέδασαν για άλλη μια φορά με τα μαγικά τους.

«Να τους έχει ο Θεός καλά να με διασκεδάσουν και πάλι. Κι ας πάρουν απ τους μάγους και να μακροημερεύσουν σαν τον Μελχιάρ που έζησε 130 χρόνια, τον Γκασπάρ 90 και τον Βαλτάσαρ 109, και απεβίωσαν το 69 μ.Χ. πάνω κάτω. Τουλάχιστον θα γεμίσω με συλλεκτικά κομπιουτεράκια, τηλεκάρτες, γραμματόσημα και με τα λεφτά του Βαγγέλη θα αγοράζω άλμπουμ να τα συλλέγω».

Καλά Χριστούγεννα, καλά Χριστούγεννα σε όλους, φώναξε μπαίνοντας στην τραπεζαρία όλο κέφι, κι αμέσως οι κουβαρντάδες οι θείοι του σήκωσαν τα ποτήρια και ανταπέδωσαν όλοι μαζί «Καλά Χριστούγεννα». Κι αυτή τη φορά την είχαν βγάλει καθαροί. Πήρε τη θέση του στο τραπέζι, η συζήτηση άναψε, τα ποτήρια τσούγκριζαν και κάθε τόσο ακούγονταν το «Καλά Χριστούγεννα».

Καλά Χριστούγεννα λοιπόν!

 

 

Διαβάστε επίσης: