Οι Αγνοούμενοι

 

Άλλο ένα ξημέρωμα με έβρισκε ξύπνια, καθώς δεν μπορούσα  να νικήσω αυτή την αίσθηση της ελαφρότητας που πλημμύριζε το σώμα μου. Ένα σώμα που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από χιλιάδες κομμάτια, κολλημένα μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο, που με την παραμικρή απροσεξία θα διασκορπίζονταν στο πάτωμα. Σηκώθηκα και τράβηξα τις κουρτίνες. Η γιγαντιαία, αποκρουστική πρόσοψη του απέναντι κτηρίου δε μου άφηνε περιθώρια ορατότητας, σε ένα μέρος που ήμουν εγκλωβισμένη εδώ κι αιώνες. Προχώρησα στο διάδρομο και αναρωτήθηκα πως θα περάσει πάλι η μέρα. Πώς θα μπορέσω να επιβληθώ στους δαίμονες που είχαν τρυπώσει στο κεφάλι μου; Πώς θα μπορέσω να σβήσω την αγωνία που με κυνηγάει; Aκόμα κι όταν κάνω έρωτα, ακόμα κι όταν βρίσκομαι στην αγκαλιά της σκιάς που έλεος δε δείχνει, παρά μόνο τρέφεται από τα φαντάσματα που έχουν για πάντα σφηνωθεί στις γωνίες αυτού του καταραμένου σπιτιού.

     Κι, όμως, προσπάθησα να φύγω. Προσπάθησα. Και το τέρας πάντα με γύρευε. Άνοιγε την αγκαλιά του και με έσφιγγε. Με έπνιγε και λίγο πριν με τυλίξουν τα σκοτάδια, με άφηνε. Με άφηνε να ζήσω, για να με γεύεται. Δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς εμένα.

     Πάλι αυτός ο άθλιος ήχος.

Ντριννννννν!

     «Ναι; »

Μερικά δευτερόλεπτα αγωνίας.  Άφησα το ακουστικό να πέσει από το χέρι μου. Έπρεπε να προλάβω. Έπρεπε να σταματήσω την ανεξέλεγκτη πορεία του. Όταν βγήκα έξω πάλι το ένιωσα.

     «Πιο λίγοι από την άλλη φορά», σκέφτηκα. « Όλο και λιγότεροι». Τότε ήταν που ένιωσα το παγωμένο χέρι του. Με άγγιξε στον ώμο.

     « Ήρθες!» είπε.

     «Με ανάγκασες»,  απάντησα.

Με κοίταξε με ένα βλέμμα αλλόκοτο, φαινόταν πολύ κουρασμένος, παραιτημένος θα έλεγα.

« Άλλος ένας εξαφανίστηκε σήμερα», είπε. «Μας ειδοποίησε η μητέρα του, είναι σε κατάσταση σοκ. Βρήκε το κρεβάτι του άδειο. Τα πράγματά του όλα άθικτα. Σαν να  άνοιξε η γη  και  να τον κατάπιε».

     Τον λυπήθηκα. Αυτόν που ροκάνισε τις ελπίδες μου, αυτόν που με εγκλώβισε σε μια δίνη που τελειωμό δεν είχε, τον λυπήθηκα. Δεν ξέρω πως γίνεται να νιώθεις συμπόνια για ένα τέρας. Κι, όμως,  με αγαπούσε με όλη του την καρδιά. Ή με όση του είχε απομείνει τουλάχιστον.

     «Πόσο ακόμα θα το κρατάμε κρυφό; Πόσοι είναι;» ρώτησα , χωρίς να είμαι  σίγουρη ότι θα πάρω απάντηση.

     «Δεκαπέντε»,  απάντησε χωρίς δισταγμό. « Ένας κάθε μέρα».

     «Κάποιο μοτίβο; Θέλω να πω, οι αγνοούμενοι  έχουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό; »

     « Όχι. Διαφορετικά φύλα, διαφορετικές ηλικίες, όχι, όχι, δεν υπάρχει κάτι που να μας βοηθάει να καταλάβουμε. Κανένα στοιχείο που να μας οδηγεί σε κάποια λύση. Στην Υπηρεσία σπάμε το κεφάλι μας. Κανένα ίχνος».

Ο τόνος της φωνής του πρόδιδε τον πόνο που ένιωθε. «Μπορεί ένα τέρας να πονάει;» αναρωτήθηκα.

Η πόλη του κατέρρεε. Το όνειρό του γκρεμιζόταν συθέμελα και εγώ δε χαιρόμουν για αυτό. Κανονικά θα έπρεπε να εύχομαι την πτώση του από το βάθρο της αλαζονείας που τον φιλοξενούσε τα τελευταία χρόνια, αλλά όχι, αυτός ο άνθρωπος που στεκόταν απέναντί μου, δεν είχε καμία σχέση με εκείνον που γνώρισα κάποτε. Τον κοίταξα καλύτερα. Σημάδια αγωνίας αυλάκωναν το πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, λες να έκλαιγε; Όσο κι αν δυσκολευόμουν να το πιστέψω, θα έλεγε κανείς  πως ήταν κάποιος άλλος.

     Γύρισα την πλάτη μου και έφυγα. Δεν ήθελα να ακούσω άλλα. Λίγη ώρα αργότερα είχα χωθεί στα σκεπάσματά μου. Αποκοιμήθηκα σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα, βαθύ, της λησμονιάς, που τόσο ανάγκη είχα.

     Ξύπνησα μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως. Σε ένα ξένο κρεβάτι. Σε ένα  δωμάτιο διαφορετικό  από το δικό μου. Πετάχτηκα έντρομη με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και η πρώτη μου κίνηση ήταν να κοιτάξω έξω από το παράθυρο απέναντί μου, τι θα αντίκριζα άραγε;

     Δέντρα τεράστια, δέντρα πανέμορφα, πλεγμένα μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο, που έκρυβαν σχεδόν τον ήλιο. Ένα σύγκρυο με κυρίευσε, πόσα χρόνια είχα να δω δέντρα; Πλησίασα τη μοναδική πόρτα του δωματίου και κατέληξα σε ένα λιτό σαλόνι. Ένα παγκάκι μαντεμένιο με λευκά μαξιλάρια, μια πολυθρόνα δερμάτινη, φθαρμένη κι ένα τραπέζι γυάλινο, χαμηλό. Η αγωνία μου να βγω έξω, δε με άφηνε να εξερευνήσω τα υπόλοιπα δωμάτια. Πλησίασα μια πόρτα  σιδερένια, βαριά, ήμουν σίγουρη ότι ήταν η κύρια πόρτα του σπιτιού. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι  δεν ήταν κλειδωμένη. Με μια απότομη κίνηση την άνοιξα και πετάχτηκα έξω. Τότε συνειδητοποίησα ότι φορούσα ένα νυχτικό λευκό. Ξυπόλυτη και σχεδόν τρέμοντας, πάτησα με πέλματα γυμνά στο χώμα. Έκλεισα τα μάτια και  έκανα μερικά βήματα. Ήθελα να νιώσω αυτή την αίσθηση στα πέλματά μου. Την αίσθηση της Μητέρας Γης. Άνοιξα ξανά τα μάτια και κατευθύνθηκα στα δέντρα. Πλησιάζοντας είδα ότι τα κλαδιά τους ήταν πλεγμένα σε έναν εναγκαλισμό τόσο σφιχτό, που περιθώρια πρόσβασης δεν άφηνε. Έστρεψα το βλέμμα μου τριγύρω. Ήμουν εγκλωβισμένη. Ξανά.

      Κοίταξα πίσω, το μικρό σπιτάκι με περίμενε. Η πόρτα ορθάνοιχτη. Προχώρησα και μπήκα μέσα κλείνοντάς την πίσω μου με δύναμη. Διέσχισα το σαλόνι, μια δύναμη με τραβούσε πίσω στο δωμάτιο, όχι άδικα. Το κρεβάτι μου ήταν στρωμένο, κάποιος είχε μπει όσο έλειπα. Πάνω του υπήρχε ένα φόρεμα, ένα ζευγάρι παπούτσια όλα στο νούμερό μου. Δίπλα  μια βαλίτσα δερμάτινη καφέ, που έγραφε απ’ έξω με μεγάλα γράμματα “ΜΕΒ”.

Δάκρυσα, είχα ξεχάσει το όνομά μου τόσα χρόνια. Κανείς, εκεί δε με φώναζε με το όνομά μου. Ούτε καν εκείνος.

     «Μεβ!» ψιθύρισα. Ήθελα να ακούσω τον ήχο της λέξης  από τα χείλη κάποιου , έστω κι αν αυτά τα χείλη ήταν τα δικά μου.

      Την επόμενη στιγμή ακούστηκε ο ήχος ενός κλειδιού στην πόρτα.  Αναπήδησα, ποιος να ήταν άραγε; Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν τον είδα.

     «Εσύ;» ίσα που ακούστηκε ο ήχος που βγήκε από τα χείλη μου. Στεκόταν ακίνητος μπροστά μου, σιωπηλός, με όψη χλωμή και χείλη σφιγμένα.

     «Πού είμαι;» ρώτησα.

     «Στον τομέα επιβίβασης. Όλα είναι έτοιμα για να γυρίσεις πίσω », απάντησε.

Τον κοίταξα, μην μπορώντας να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε να πει. Εκείνος το αντιλήφθηκε και μου έπιασε το χέρι.

     «Κουράστηκα, ακούς; Το έχω αποφασίσει εδώ και καιρό. Θα σας αφήσω όλους ελεύθερους».

     «Τι λες; Ποιους θα αφήσεις ελεύθερους; Πες μου!»

     «Δεν καταλαβαίνεις; Εγώ σας εξαφάνισα. Εγώ κρύβομαι πίσω από όλα. Αποφάσισα να σας ελευθερώσω. Όλους, ακούς; Κουράστηκα, άλλαξα. Θα καταστρέψω ό,τι δημιούργησα. Είστε ελεύθεροι με ακούς;»

Μιλούσε με τόση ορμή, που ασυναίσθητα μου έσφιγγε το  χέρι. Ένας μορφασμός πόνου, στο πρόσωπό μου ήταν αρκετός για να το αφήσει ελεύθερο.

     «Συγγνώμη», μου είπε και έστρεψε το βλέμμα του αλλού, μην μπορώντας άλλο να με κοιτάει στα μάτια.

     Χρειάστηκε λίγη ώρα, για να συγκροτήσω τις σκέψεις μου, δεν ήμουν έτοιμη για τέτοιες αποκαλύψεις. Και τότε ξέσπασα:

     «Και χρειάζεται τόσος πόνος για να συμβεί αυτό; Οι συγγενείς των αγνοουμένων έχουν τρελαθεί.  Τι στο καλό κρύβεις μέσα στο κεφάλι σου;»

     «Δεν καταλαβαίνεις; Πώς θα αποκαλύψω στους ανθρώπους της Υπηρεσίας ότι άλλαξα γνώμη; Αυτοί δεν αστειεύονται. Θα με σκοτώσουν αμέσως. Τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο θα προλάβω να σας σώσω».

Δεν απάντησα. Τι να του έλεγα; Αυτός τους γέννησε. Αυτός τους εκπαίδευσε. Πόσο λυπηρό να σε αφανίζει το ίδιο σου το σπλάχνο; Τον κοίταζα προσπαθώντας να αντιληφθώ, τι ήταν αυτό που πυροδότησε αυτήν  τη μεταστροφή. Χτυπούσα το κεφάλι μου να βρω που είχε κρυφτεί εκείνος ο άνθρωπος που με πλησίασε ένα βράδυ πριν δέκα χρόνια στην έρημη στάση του λεωφορείου. Εκείνος που μου ζήτησε καπνό, να στρίψει ένα τσιγάρο. Πόσο είχα  γοητευτεί από το παράστημα και το γεμάτο γωνίες πρόσωπο! Μύριζε κίνδυνο, αλλά δε με ένοιαζε. Δεκάρα δεν έδινα, αφέθηκα στη δίνη της γοητείας που με οδήγησε σε εκείνο το καταραμένο μέρος. Με άρπαξε μέσα στη νύχτα, κι εγώ δεν αντιστάθηκα. Διόλου δεν έκλαψα, διόλου δεν πάλεψα να φύγω, ήμουν δέσμια περισσότερο του εαυτού μου, παρά εκείνου. Αργότερα κατάλαβα πόσο είχα γελαστεί.

     Δε νοιαζόταν για μένα, δε με αγαπούσε, για χρόνια  έτσι νόμιζα. Κι, όμως,  ήταν έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για μένα. Για όλους μας.

     «Τι σου συνέβη;» ξαναρώτησα. «Γιατί άλλαξες;»

Με κοίταξε. «Γιατί!» αναφώνησε, σαν να μην ήξερε ούτε ο ίδιος. «Δεν...δεν ξέρω, ίσως εκείνο το όνειρο. Ξύπνησα το πρωί, κι ήμουν άλλος. Ήθελα να τα γκρεμίσω όλα και να φύγω. Ήθελα να ελευθερωθώ. Αλλά, ήξερα ότι ήταν αργά. Θα με εκτελούσαν. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σώσω εσάς».

     « Όνειρο;»

     «Ναι, ένα παράξενο όνειρο. Μεγάλωνα, μεγάλωνα, τίποτα δεν μπορούσε να με χωρέσει. Η πόλη μικρή, η γη μικρή, άρχισα να διαστέλλομαι στο σύμπαν. Κι εκεί σταμάτησα να μεγαλώνω, κι ήταν τόσο υπέροχα όλα. Οι πλανήτες, όλη αυτή η απίστευτη ομορφιά, όλη αυτή η αίσθηση της ελευθερίας. Και ξαφνικά άρχισα να πέφτω, να πέφτω, να πέφτω. Ήμουν τόσο τεράστιος και κατευθυνόμουν εδώ. Θα τα κατέστρεφα όλα. Και μαζί τους θα αφανιζόμουν κι εγώ. Ξύπνησα με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Σου χάιδεψα τα μαλλιά. Κοιμόσουν σαν άγγελος. Γύρισα πλευρό. Μάτια ορθάνοιχτα. Ο ύπνος δε με ξαναπήρε για μέρες. Τότε κατάλαβα».

     Ακούστηκε ένας ήχος δυνατός. Κοίταξα από το παράθυρο, ένα ελικόπτερο προσγειωνόταν σκορπώντας γύρω του λευκή σκόνη.

     «Ντύσου, δεν έχουμε χρόνο», είπε. «Είναι μεγάλο το ταξίδι και αύριο την ίδια ώρα πρέπει να έχει επιστρέψει για τον επόμενο».

Άρχισα να ντύνομαι με αργές κινήσεις, ήθελα να παρατείνω τον χρόνο μου μαζί του; Δεν ξέρω τι με  είχε πιάσει, τόσα χρόνια ονειρευόμουν αυτήν τη στιγμή και τώρα δεν ήθελα να φύγω. Εκείνος, νευρικός, αγχωμένος, βάδιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο.

     Πριν προλάβω να βάλω καλά καλά τα παπούτσια μου, με άρπαξε από το μπράτσο, και με έσυρε σχεδόν στο ελικόπτερο που με περίμενε με την πόρτα ορθάνοιχτη. Μέσα   ο πιλότος μόνο, κοίταξα προσεκτικά το πρόσωπό του, δεν τον είχα ξαναδεί, ήμουν σίγουρη.

     Τότε με κοίταξε. Δεν προσπάθησε να με αγκαλιάσει, το μόνο που έκανε ήταν να αγγίξει απαλά το πηγούνι μου. Τον άρπαξα από το χέρι.

     «Θέλω να μείνω!» φώναξα με δύναμη.

Με κοίταξε με ύφος θλιμμένο.

     « Όλα είναι τακτοποιημένα, να προσέχεις Μεβ», είπε και η καρδιά μου σφίχτηκε όταν άκουσα για πρώτη φορά το όνομά μου από τα χείλη του. Ύστερα με κοίταξε ξανά για μια μόνο στιγμή, έκανε ένα νεύμα στον πιλότο, γύρισε  την πλάτη του και χάθηκε.

     Ο πιλότος με βοήθησε να ανέβω και την επόμενη στιγμή πετούσαμε μακριά. Κόλλησα το κεφάλι μου στο τζάμι, προσπαθώντας να διακρίνω την πόλη, αλλά τίποτα. Δάκρυα ασυγκράτητα κυλούσαν στο πρόσωπό μου. Και τότε κατάλαβα. Το τέρας μου έλειπε.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: