ΟΔΟΣ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ

 
Επαμεινώνδα Βανδώρου
 

Α΄

 

Προχωρούσα στη Σταδίου προς τη Ομόνοια, το καλοκαίρι μόλις μας είχε αφήσει κι η ζέστη ήταν κάπως υποφερτή. Είχα δύο επιλογές ή να πάρω το μετρό και κάνοντας ένα μικρό κύκλο να φτάσω στον προορισμό μου ή να διασχίσω την Ιπποκράτους. Λίγο περπάτημα παραπάνω δε θα μου έκανε κακό.

Ιπποκράτους, η οδός του Ιπποκράτη που εισήγαγε τον ορθολογισμό στην ιατρική, απαλλάσσοντάς την από προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Όμως δε σταμάτησε εκεί, σαν ανθρωπιστής εισήγαγε και την ηθική σε αυτήν, την προσφορά της εις τους ανθρώπους και σαν άλλος Προμηθέας, άρπαξε την ιατρική από τα χέρια των Ασκληπιάδηδων και την παρέδωσε στον άνθρωπο. Δε χρειαζόταν μεγάλες αμοιβές, δε χρειαζόταν μυστικοπάθεια, μια ιατρική για όλους και σε όλους. Αυτό βέβαια δεν του το συγχώρησαν οι Ασκληπιάδηδες, που κατέχοντας γνώσεις ιατρικής, τις έμπλεκαν με τα μυστήρια, την ομολογούσαν ως φέρουσα από το Θεό και τη δίδασκαν από γενιά σε γενιά, δημιουργώντας έτσι μια κλειστή συντεχνία που τους έφερε ισχύ, οικονομική, πολιτική και τους προσέδιδε κύρος. Ασκληπιάδης ήταν και ο ίδιος ο Ιπποκράτης, δέχθηκε πολλά πυρά και διώχθηκε από τη συντεχνία των ομολόγων του, όπως συμβαίνει πάντα στους πρωτοπόρους. Αλλά από τη μία το πνεύμα του και από την άλλη η χρησιμότητα της επιστήμης του, τον έσωσαν και άνοιξε νέους δρόμους στην ανθρωπότητα, αφήνοντας πίσω του το παλιό, που αργά, αλλά σταθερά παραμερίστηκε. Πολλοί ηγέτες τον κάλεσαν στους τόπους τους για να τους προσφέρει βοήθεια, ο Περικλής στην Αθήνα για να τη σώσει από το λοιμό και ο βασιλιάς Περδίκκας στη Μακεδονία, που ήταν βαριά άρρωστος. Όσον αφορά την οδό του, ούτε σε αυτήν τον άφησαν ήσυχο, αφού η παράλληλη διπλανή οδός και ανταγωνιστική της δικής του, που είχε την ίδια αφετηρία και τον ίδιο προορισμό, είναι η Ασκληπιού!

Αυτά σκεφτόμουνα καθώς ήδη είχα πατήσει στην οδό του μεγάλου ιατρού της ιστορίας, που τόσο σε αυτήν όσο και γύρω της υπήρχαν γραφεία ιατρών, που αρκετοί από αυτούς μουρμούριζαν ειρωνικά, στο άκουσμα του όρκου του. Ξεκινώντας την πορεία μου και γνωρίζοντας πως η οδός ήταν μακρά και άγγιζε τα δύο χιλιόμετρα, χάζευα εξ αριστερών μου τα θέατρα που υπήρχαν στις αρχές της. Το Ακροπόλ, το Διάνα και το Γκλόρια, που πολλές παραστάσεις είχα δει εκεί ως παιδί μαζί με τους γονείς μου. Λίγο πιο πάνω υπήρχε ένα προποτζίδικο, όπως λεγότανε παλιά, που κάποιες εορτές είχα εισέλθει σε αυτό για να πάρω πρωτοχρονιάτικα λαχεία, μιας και από τζόγο ήμουν σκράπας. Στο ίδιο τετράγωνο στεγαζόταν τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπήρχε ένα μαγαζάκι με βιολογικά προϊόντα, που έρχονταν από κάποια μονή και επιπλέον ένα βιβλιοπωλείο. Βρισκόμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο ακόμη και στο πλάι της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Όμως έπρεπε να διασχίσω την οδό για να βρεθώ στο φανάρι και τη διάβαση πεζών.

Αν και λέω πως γενικά δεν έχω άγχος, ήμουν λιγάκι αγχωμένος μιας και ήταν η πρώτη μου μέρα στη δουλειά. Δε σκόπευα να κάνω καριέρα στο γραφείο αυτό, αλλά ήταν μια καλή λύση για να μην κάθομαι και να βγάζω κι ένα χαρτζιλίκι για τα προσωπικά μου έξοδα, γιατί εκεί που είχαν φτάσει οι μισθοί με την κρίση, δεν άξιζαν για κάτι περισσότερο. Μάλλον προοριζόμουν από τότε, όπως και οι περισσότεροι νέοι για να εξέλθω της χώρας αργά ή γρήγορα και να εργαστώ στο εξωτερικό. Το φανάρι άναψε, αλλά εγώ ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου. Πολλές φορές, για να μην πω συνεχώς είμαι χαμένος σε αυτές, μην αφήνοντας το μυαλό μου να ξεκουραστεί στιγμή. Τότε ένας εύσωμος κύριος με συμπαρέσυρε στο διάβα του και στην προσπάθεια του να δαγκώσει μια χαψιά από την τυρόπιτα του, ενώ κρατούσε στο ίδιο χέρι μια δερμάτινη τσάντα και στο έτερο το κινητό στο αυτί, ακούγοντας το συνομιλητή του. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, κάπως έτσι συνειδητοποίησα που βρισκόμουν και ακολούθησα το κοπάδι των ανθρώπων με κάποια καθυστέρηση, διασχίζοντας την Ακαδημίας.

Ευθύς αμέσως βρέθηκα έξω από το κτίριο του ΕΟΠΠΥ, άλλοτε ΙΚΑ, που άλλαξε πολλά ονόματα καθώς και ταμπέλες εν μέσω κρίσης και μεταφέρθηκε από το κτίριο της πλατείας Θεάτρου, πλησίον την Ομόνοιας, σε αυτήν τη θέση, που πρωτύτερα στεγαζόταν το κτίριο περίθαλψης των ξενοδοχοϋπαλλήλων. Μάλιστα θυμάμαι πως είχαν ακουστεί πολλά για το προηγούμενο οίκημα και το ενοικιοστάσιο του, αλλά πάντα έτσι συμβαίνει με τον κόσμο, σχολιάζει και ματασχολιάζει. Ενώ και για το νέο κτίριο υπήρχαν αντιρρήσεις για τη μεταφορά του ΕΟΠΠΥ σε αυτό, αφού λεγόταν πως ανήκε στους ξενοδοχοϋπαλλήλους και εντάχθηκε στον ενιαίο φορέα με τις συνενώσεις των ταμείων. Κάπως έτσι συμβαίνει πάντα στην Ελλάδα. Με αυτά και με αυτά προσπέρασα το θέατρο Νέος Ακάδημος κι ένα βιβλιοπωλείο, ενώ το βλέμμα μου βρισκότανε στο απέναντι βιβλιοπωλείο και τους πεζούς που ανεβοκατέβαιναν στο πεζοδρόμιο, ο καθένας με τις δικές του σκέψεις. Κι αναρωτιόμουν πόσες σκέψεις μπορούσαν να χωρέσουν σε εκείνον το δρόμο, κι αν τελικά όλες αυτές ήταν ικανές να συγκρουστούν η μία πάνω στην άλλη, όπως συμβαίνει καμιά φορά με τους πεζούς. Κι αν συνωστιστούν τόσες πολλές, μήπως φρακάρει ο δρόμος! Προσπέρασα με αυτές τις σκέψεις με ευκολία και τη Σόλωνος, που τα αυτοκίνητα είχαν σταματήσει σε κάποιο φανάρι μακρύτερα εμού. Άγγιξα σχεδόν το νεοκλασικό που στεγαζόταν ο εκδοτικός οίκος, προσπέρασα το χαρτοπωλείο, ένα κτίριο που έβγαιναν σπουδαστές, καθώς και το καφέ που υπήρχε στην πλευρά αυτή, ενώ ασυναίσθητα κοιτούσα μια γυναίκα γύρω στα τριάντα  τριανταπέντε, που βγήκε από το γυμναστήριο που βρισκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ντελικάτη μέσα στις φόρμες της και με μια αέρινη κίνηση, που ήταν διαφήμιση ότι η γυμναστική κάνει καλό, πέρασε στο δικό μου πεζοδρόμιο, κι ενώ εγώ βρισκόμουν στο κράσπεδο της Ναβαρίνου, βρέθηκε πίσω μου, χαρίζοντάς μου το άρωμά της, που μύριζε θάλασσα και συνέχισε την πορεία της προς το κέντρο.

Με την αύρα της θάλασσας, και σκέψεις από τις τελευταίες μου διακοπές σε αυτήν, προχώρησα κοιτάζοντας στην απέναντι μεριά και πάλι, την καφετέρια, το μαγειρειό και το κουρείο και κάπως ασυναίσθητα έπιασα τα μαλλιά μου, που μάλλον είχαν μακρύνει και χρειάζονταν επειγόντως κούρεμα. Ίσως σε κάποια επιστροφή μου να το επέλεγα για να τα κόψω. Δεν ήμουν από αυτούς άλλωστε που κολλάνε σε ένα κατάστημα, και έως τότε είχα κουρευτεί σε πολλούς μπαρμπέρηδες και κομμωτήρια. Ενδιάμεσα αυτών των καταστημάτων υπήρχε ένα μανάβικο, το πεζοδρόμιο δεν ήταν αρκετά μεγάλο σε αυτό το σημείο και με τα ξύλινα τελαράκια, που είχε απλωμένα με κλίση πάνω σε ένα σιδερένιο πάγκο ο ηλικιωμένος μανάβης, το στένευε ακόμα περισσότερο. Όμως εμένα δε με ένοιαζε αυτό, βρέθηκα μπροστά στα τελάρα του με τα λαχταριστά πραγματικά φρούτα, που ήταν λες και τα είχε περάσει βαφή. Δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω, αν και στην ουσία ήθελα να πάρω ένα πράσινο μήλο για να δροσίσω το στόμα μου. Όμως ενώ πήγα να απλώσω το χέρι δίστασα, ήθελα να αγοράσω μόνο ένα, δεν ήθελα να κουβαλάω σακούλα ολόκληρη ως τη δουλεία και για όλη τη διαδρομή, κι είχα ακόμα αρκετή να κάνω. Ντράπηκα όμως, μιας και έως τότε ο λαός μας έπαιρνε με τις σακούλες τα φρούτα και δε συνηθιζόταν να τα παίρνεις ως τεμάχιο (πλην καρπουζιών και πεπονιών) ή κομμένα. Ο μανάβης βγήκε έξω και μου πρότεινε να δοκιμάσω.

«Ξέρετε… θέλω μόνο ένα, γιατί πάω για δουλειά», είπα κάπως συνεσταλμένα.

«Ένα θέλεις, ένα θα πάρεις», μου είπε χαμογελαστός.

Τόλμησα τότε να πάρω ένα μήλο και έβγαλα να πληρώσω το αντίτιμο, αλλά ο γελαστός μανάβης με χτύπησε φιλικά στον ώμο και μου είπε «Κερασμένο!» Προσπάθησα να αντιταχθώ, μα ήταν ανένδοτος. «Όμως όταν σε ξαναβγάλει ο δρόμος, θα μου πεις αν σου άρεσε». Τον χαιρέτισα και απομακρύνθηκα. Τον Αναστάση θα τον συναντούσα καθημερινά και θα τον καλημέριζα, ενώ πολλές φορές θα σταματούσα στο κατάστημά του για να ψωνίσω κάτι, σε σακούλα πλέον και για να ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες. Εκείνη τη στιγμή όμως έφυγα κάπως βιαστικά και κάπως νιώθοντας ντροπή, διασχίζοντας Διδότου και Βαλτετσίου, δίχως να κοιτάξω πίσω κι αφήνοντας τον κυρ Αναστάση με ένα νέο πελάτη, που άκουσα να συνομιλεί μαζί του. Εκεί έριξα ένα βλέμμα στα καταστήματα μοντελισμού που υπήρχαν και στις δυο πλευρές του δρόμου καθώς και στο βιβλιοπωλείο στην απέναντι μεριά, ενώ πριν περάσω την Αραχώβης, σταμάτησα σε ένα κατάστημα με πίνακες ζωγραφικής, υπήρχαν εκεί πολλοί πίνακες, ο ένας πίσω από τον άλλον και με διάφορα θέματα, θαλασσογραφίες, λουλούδια, αστικά θέματα, αλλά και προσωπογραφίες. Αν και βιαστικός ξεχώρισα σε λευκό φόντο με μαύρο χρώμα σαν σε σκίτσο την πλάτη μια γυμνής  γυναίκας, τα μαλλιά της που σήκωνε με τα χέρια της, που δημιουργούσαν έναν ελαφρύ αεράκι και προσέδιδαν μια κίνηση πτώσης, προς το σώμα, μαζί με ελάχιστο μέρος του δεξιού της στήθους που αποκαλυπτόταν. Αν και υπολόγιζα πως είχα ακόμα χρόνο, δε χρονοτρίβησα περισσότερο, προσπέρασα ένα μαγαζί με τσάντες δίχως να ρίξω βλέμμα, μη θέλοντας να αργοπορήσω στην νέα μου εργασία και στην ώρα που μου είχανε ορίσει.

Είχα προσπεράσει το νούμερο εξήντα ήδη, καθώς και τη Δερβενίων, κι εδώ πρέπει να σημειώσω πως τα ζυγά νούμερα βρίσκονταν στο δεξί μου χέρι, στην άνοδό μου προς την Αλεξάνδρας. Κάπου εκεί ένιωσα μια ελαφριά ψύχρα, που με ακολουθούσε καθ’ όλη τη διαδρομή μου αφότου εισήλθα στην οδό του ιατρού. Ο δρόμος δεξιά και αριστερά ήταν γεμάτος δέντρα και σκιερός, μιας και ο ήλιος δεν έβρισκε το στενό με ευκολία, κι όταν αυτό συνέβαινε δεν ήταν για πολλή ώρα. Η Ιπποκράτους θα μπορούσε να πει κάποιος, πως ήταν μια όαση για το καλοκαίρι, αφού σίγουρα ήταν πιο δροσερή από άλλα σημεία της πόλης. Κι όταν ερχόταν ο χειμώνας; Ακόμα και  τότε προσέφερε μια κάποια ζεστασιά, λόγω των δένδρων και των κτιρίων της, που έκοβαν κάπως τα ρεύματα. Ξεπέρασα τη Μεθώνης και την Καλλιδρομίου, μαζί κι ένα μαγαζί με είδη κάνναβης, κάποια εμπορικά καταστήματα, ένα ζαχαροπλαστείο και κάποια νεοκλασικά, αν μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως τέτοια, και όχι απομιμήσεις τους ή απλά παλαιά. Καθώς και ένα βίντεο-κλαμπ, που δεν ήξερα εκείνη τη στιγμή αν λειτουργούσε ή απλά είχαν ξεμείνει οι αφίσες του. Μιας και το ίντερνετ είχε εξαφανίσει αυτού του είδους τις επιχειρήσεις από καιρό, και θα επρόκειτο για κάποιο θαύμα να παραμένει ανοιχτό. Εκείνη τη στιγμή πέρασα απέναντι και στα μονά νούμερα, αφήνοντας πίσω μου την Ερεσού, που κάπου εκεί τελείωνε. Βλέποντας ένα φωτογραφείο κι έχοντας ένα στεκάκι στην τσέπη μου με κάποιες φωτογραφίες που ήθελα να τυπώσω για να φτιάξω ένα κολάζ, σκέφτηκα να σταματήσω για να το αφήσω, όταν άκουσα ένα ελαφρύ τραγούδισμα, σχεδόν ανεπαίσθητο μέσα στη βοή του δρόμου, που είχε χαθεί. Σήκωσα ελαφρώς το κεφάλι μου και κοίταξα στο παραθύρι του νεοκλασικού κτιρίου, εκεί βρισκόταν μια κοπέλα, νεαρή θα έλεγα, με πλάτη προς το παράθυρο, που χτένιζε τα μακριά μαύρα της μαλλιά. Σγουρά καθώς ήταν και φτάνοντας ως τις πλάτες, το χέρι της τα χτένιζε στο ρυθμό της μελωδίας της λες και τα χάιδευε. Λίγο μπόρεσα να δω το μάγουλό της και το χέρι με τις απαλές κινήσεις, που διατηρούσε ένα χρώμα φιλικό προς τον ήλιο. Πρέπει να ομολογήσω πως στο σημείο αυτό έχασα πολύ χρόνο, κοιτώντας τις πλάτες και τα μαλλιά της νεαρής γυναίκας εκείνης που με παρέσυρε να ξεχαστώ. Αντιλήφθηκα όμως το χασομέρι μου και ξεκίνησα με βήμα στην αρχή αργό, για να απολαύσω λίγες ακόμα στιγμές να την κοιτάζω, και έπειτα γοργό να απομακρύνομαι από την οικία της. Πέρασα τη Σμολένσκυ, την Ισαύρων, καθώς και τις Τσιμισκή και Αριανίτου, ενώ άφηνα πίσω μου και τα σκαλιά της Πατριάρχου Σέργιου, που ανέβαιναν προς το Λυκαβηττό, ενώ ούτε καν πρόσεξα σε εκείνη τη φάση το κρεοπωλείο, το βιβλιοπωλείο και το γκαράζ, της απέναντι πλευράς, καθώς και τα μαγαζιά με τα φορέματα και της τέχνης από την πλευρά που προχωρούσα. Μόνη μου σκέψη είχε μείνει η γυναίκα εκείνη, με το απαλό τραγούδισμά της, που έφτανε ως Νηρηίδας στα αυτιά μου και δεν καταλάβαινα καν τι έλεγε.

Πριν βγω στη Βουλγαροκτόνου, σταμάτησα σε ένα περίπτερο. Στεκόμουν σαν παππούς μπροστά στις κρεμασμένες εφημερίδες, έχοντας προσπεράσει σούπερ μάρκετ, φαρμακείο κι ένα δισκάδικο, vintage απομεινάρι μιας άλλης εποχής, για να συνειδητοποιήσω τι είχα δει μόλις προ ολίγων λεπτών. Ξέρω, μπορεί να γελάσετε μαζί μου, και με την όλη πορεία μου ως το σημείο εκείνο της Ιπποκράτους, και σας ενημερώνω πως δεν είμαι κάποιος επιπόλαιος ή ακόμα χειρότερα κάποιος που όποια γυναίκα συναντήσει θα γοητευθεί και θα χάσει το νου του, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Αλλά εκείνη, χωρίς καν να δω τα χαρακτηριστικά της, μόνο με τη μελωδία της και την ανάλαφρη κίνησή της προκάλεσε ρίγη στο κορμί μου. Πέρασα και πάλι απέναντι και βρέθηκα μπροστά σε ένα μαγαζί που δεν αναγνώρισα καν τι πουλούσε. Κοιτούσα ασυναίσθητα, με το νου μου κολλημένο στο ζωγραφικό πίνακα του παραθυριού, που είχα συνάντησα προ ολίγου στη σκιερή οδό.

Μην μπορώντας να κάνω κι αλλιώς, μάζεψα όλες τις δυνάμεις μου και προχώρησα προς τον τελικό μου προορισμό, συναντώντας καφέ, κουρεία και ένα ακόμα παλαιοβιβλιοπωλείο. Έφτασα στην Κομνηνών, που αντιλήφθηκα πως το τμήμα εκείνο της οδού που περπατούσα το τελευταίο διάστημα, ήταν το ‘‘Βυζαντινό’’, γεμάτο από δυναστείες βυζαντινών αυτοκρατόρων και πως θα μπορούσε και η γυναίκα που πλέον κυριαρχούσε στο μυαλό μου να ήταν κόρη αυτοκράτορα ή κάποια που έζησε στο Βυζάντιο και στις ανατολικές κτήσεις, στα παράλια της Μικρασίας, στη Συρία ή ακόμα και στην Αλεξάνδρεια. Ο νους μου επανήλθε για λίγο και τότε κατανόησα και κάτι ακόμα για την Ιπποκράτους, πως εκτός των προαναφερθέντων η οδός αυτή χώριζε την πόλη δεξιόθεν στο Λυκαβηττό κι αριστερόθεν στα Εξάρχεια, ενώ σε οδηγούσε στο τέρμα της στο Γκύζη, ξεκινώντας από το κέντρο σχεδόν της πόλης. Δεν ήταν μια τυχαία οδός, ήταν μια οδός κόμβος, αντάξια της Σταδίου και της Πανεπιστημίου και των άλλων ονομαστών οδών της πόλης και μάλιστα με περισσότερη αξία, μιας και εκείνες σε οδηγούσαν απλώς από την Ομόνοια στο Σύνταγμα και τανάπαλιν πίσω, ενώ η Ιπποκράτους ήταν και μια γειτονιά από μόνη της, που χώριζε πολλές γειτονιές της πόλης. Πόσους στα αλήθεια κατοίκους να φιλοξενούσε στα κτίρια της; Δεν μπορούσα να ξέρω, αλλά υπολόγιζα χιλιάδες. Ίσως να γνώριζαν οι έχοντες κάνει και συγκεντρώσει στοιχεία της απογραφής. Πόσους άντρες και πόσες γυναίκες, πόσα παιδιά και πόσους ηλικιωμένους, πόσους ντόπιους και πόσους μετανάστες από την επαρχία, κι ακόμα πόσους προερχόμενους από το εξωτερικό;

Αχ, όμορφη οδός, που σίγουρα θα ακολουθούσα και στην επιστροφή μου. Προχωρώντας στη Βατατζή, συνάντησα μια σχολή οδηγών και ένα εγκαταλειμμένο κτίριο, που είκαζα πως σύντομα θα έπεφτε ή θα το έριχναν για να το κάνουν πολυκατοικία, μια μελαγχολία με έπιασε, όπως πάντα όταν βλέπω να αφήνονται παλιά οικήματα να καταρρεύσουν, για να δημιουργηθούν στη θέση τους σύγχρονα και σχεδόν πανομοιότυπα με τα διπλανά. Από την πλευρά των ζυγών αριθμών υπήρχε η Βελισσαρίου, που με σκαλιά σε ανέβαζε στο Λυκαβηττό και στους πρόποδες αυτών τραπεζάκια ενός καφέ, που έμελλε να κάτσω κι εγώ προσεχώς. Στην ίδια πλευρά και φτάνοντας προς την Αλεξάνδρας, πολλοί οδοί ξεκινούσαν από την Ιπποκράτους, άλλοτε έχουσες σκαλιά κι άλλοτε όχι, οδηγώντας προς Λυκαβηττό, και γύρω από αυτές υπήρχαν άλλα μαγαζάκια της γειτονιάς της μεγάλης οδού. Διέσχισα άλλη μια αυτοκρατορική οδό, τη Λασκαρέως, άφησα πίσω μου το καφέ, τα ΕΛΤΑ και το κατάστημα ρούχων, καθώς και τη σκαλωτή οδό Θεσσαλού και έφτασα στη Διγενή Ακρίτα. Προσπέρασα το σουβλατζίδικο, την πολυκατοικία, τα άλλα καφέ, τα κομμωτήρια, το κατάστημα με τις τσάντες, το σινεμά Aabora, καθώς και τις μικρές οδούς Ξιφίου και Παπατσώρη και έφτασα στη Φαναριωτών. Μόνη σκέψη ως εκεί είχα την όμορφη ύπαρξη που με κέρδισε στα μέσα της οδού, συνέχισα προσπερνώντας τη στάση των 621 και του 230 που σε οδηγούσαν στην Κάνιγγος και του Ζωγράφου, δεν επρόκειτο άλλωστε να επιβιβαστώ ποτέ εις αυτές, αφού σαν τάμα πλέον έπρεπε να περνάω από το οίκημα εκείνης.

Είχα αφήσει πίσω μου το νούμερο διακόσια της οδού και την Κατσώνη, μου έμενε να διανύσω μερικά μέτρα μόνο ως τον τελικό προορισμό, τότε έπεσα στη διερχόμενη κάθετο, που σχημάτιζε σχεδόν ορθογώνιο τρίγωνο με την Ιπποκράτους και άγγιζαν μαζί την Αλεξάνδρας. Φτάνοντας σε αυτήν, τη διέσχισα και βρέθηκα στη στιγμή στη νέα μου εργασία, και δυο λεπτά νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα. Ο υπεύθυνος με καλωσόρισε, ενώ με παρέδωσε σε μια γραμματέα, για να μου δείξει με τι θα ασχολούμαι και τους χώρους της επιχείρησης. Αν και ο νους μου γύριζε στην συνάντηση της Ιπποκράτους και φοβήθηκα μήπως τα θαλασσώσω, τα όσα έμαθα εκείνη την πρώτη μέρα δε με δυσκόλεψαν. Είχα τελειώσει Οικονομικά και άμεσα έκανα ένα μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Στην εταιρία που επέλεξαν να συνεργαστούν μαζί μου για λιγότερο από ένα χρόνο και με τη συνδρομή του κράτους στην αμοιβή μου, ώστε να αποκτήσω εμπειρία, στόχευα να βρεθώ στο λογιστήριο, μιας και δεν πίστευα πως θα με έβαζαν και να τη διοικήσω, ίσως όμως στη συνέχεια να μπορούσα με τις προτάσεις μου να ανέλθω, εφόσον εκτιμούσαν τις ικανότητές μου. Δε χρειάστηκε λοιπόν να ρίξω πολύ βάρος, ούτε υπήρχαν ιδιαίτερα μυστικά. Δυστυχώς όμως για εμένα η θέση μου ήταν πιο ανέμελη και πιο ευρεία, μάλλον με προσέλαβαν ως ένα είδος εργαζόμενου γενικών καθηκόντων. Έβγαζα φωτοτυπίες, πήγαινα καφέδες στο διευθυντή και στις γραμματείς του, οργάνωνα όσα αφορούσαν τις συναντήσεις τους και το χώρο, και κάποτε πήγαινα και μερικά πακέτα σε πελάτες. Η εταιρία ξέχασα να σας πω παρείχε υγειονομικό υλικό χονδρικής λιανικής και σε νοσοκομεία και σε ιδιώτες. Με τον καιρό συνήθισα και αποδέχτηκα πως δε θα αναλάβω καμία ευθύνη, οπότε χαλάρωσα ώστε να περάσει το διάστημα που όριζε το συμβόλαιο μου, αν και δεν όριζε γενικών καθηκόντων, και τον υπόλοιπο χρόνο συνομιλούσα με συναδέλφους, χαζολογούσα στο ίντερνετ και κάλυπτα όλα τα κενά που διαπιστώνονταν και άλλαζαν μέρα τη μέρα, έκανα καταγραφές στην αποθήκη και τακτοποιούσα πακέτα. Κανείς δε θέλησε τις γνώσεις και τις συμβουλές μου και μια φορά που το ανέφερα στη γραμματέα του διευθυντή, μου είπε ευγενικά πως καλύτερα θα ήταν να περιμένω να μου ζητήσει ο ίδιος τις συμβουλές μου, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Όπως κατάλαβα η επιχείρηση ήταν ένας γραφειοκρατικός οργανισμός, ακριβώς όπως το δημόσιο, με μόνη διαφορά ότι διοικούταν από έναν ιδιώτη. Η καινοτομία δεν του άρεσε, θεωρούσε ότι δεν απαιτούνταν αλλαγές στην λειτουργία της και πως ο ίδιος ήταν ικανός να δει τις προκλήσεις της αγορά. Στις θέσεις της διοίκησης μπήκε ο ανιψιός του και ο εξάδελφός του, οπότε δε χρειαζόταν άλλους. Ο ένας ήταν τραγουδιστής, ο άλλος είχε έρθει από έξω. Επίσης πολλά άτομα είχαν οικογενειακές σχέσεις στην επιχείρηση κι ο ένας έφερνε τον άλλον, ο πλέον παράταιρος ήμουν εγώ. Όπως το έβλεπα και με τα χρήματα που έπαιρνα ο δρόμος προς το εξωτερικό ήταν και για μένα μονόδρομος, αν δεν ήθελα να χαθούν οι γνώσεις μου. Όμως είχα και μια παρηγοριά, τις δυο φορές τη μέρα που έκανα τη διαδρομή μου περνώντας από την Ιπποκράτους, είτε είχε ήλιο είτε βροχή, ακόμα και με ελαφρά χιονόπτωση, και τη στάση στο νεοκλασικό της όασής μου. Αυτό μάλλον ήταν και το κίνητρό μου, που με κράτησε στη θέση αυτή ως τη λήξη του συμβολαίου μου.

 

Β΄  

 

Από τη στιγμή που προσελήφθηκα λοιπόν, η κύρια ασχολία μου δεν ήταν να εξυπηρετώ τους υπαλλήλους της εταιρίας, αλλά να προσέρχομαι μπρος από το σπίτι της αοιδού, τόσο τα πρωινά όσο και νωρίς το απόγευμα ή αργά το μεσημέρι. Η μέρα μου στη δουλειά περνούσε ευχάριστα με τη σκέψη και μόνο, πως θα αντίκριζα εκείνη, όσο κι αν δεν το πετύχαινα συχνά εις την επιστροφή μου. Και τα βράδια έπαιρνα κουράγιο για την επομένη, που θα την αντίκριζα το πρωί πριν εισέλθω στη δουλειά μου.

Όταν σχολούσα κατέβαινα αργά την Ιπποκράτους, πάντοτε από το απέναντι πεζοδρόμιο, θέλοντας να αντικρύσω το αντικείμενο του θαυμασμού μου. Κρατούσα στα χέρια μου συνήθως τα κλειδιά και τα απασχολούσα με αυτά σαν να κρατούσα κομπολόι. Η όλη διαδικασία έπαιρνε μια διάσταση ιεροτελεστίας θα μπορούσα να πω. Δεν έκανα τη διαδρομή μου βιαστικά, τουλάχιστον όχι ως το σπίτι της, για να παρατείνω την όμορφη αγωνία. Αναρωτιόμουν αν θα την έβλεπα ή έστω αν θα είχε το παραθύρι της ανοιχτό. Κάποιες φορές έκανα και στάση για να φάω ένα σουβλάκι στο σουβλατζίδικο της οδού ή ακόμα να πιω έναν καφέ επί της Βελισσαρίου, και ένιωθα σαν το στρατηγό του Ιουστινιανού, μα με μόνο δικό μου σχέδιο να αντικρύσω εκείνη. Άλλοτε πάλι καθόμουν σε ένα πιο παραδοσιακό καφενείο στο απέναντι πεζοδρόμιο κι εκεί αντάλλασα μερικές κουβέντες με έναν ηλικιωμένο, που μου μιλούσε όλο για την κόρη του. Είχε φύγει για έξω όπως μου έλεγε και έβρισκε εμένα τυχερό, που μπορούσα να εργαστώ στην ωραία μας πατρίδα.

«Να δούμε ως πότε;» του απαντούσα, και τότε εκείνος με ορμήνευε να κάνω υπομονή και να είμαι υπάκουος στη δουλειά και να μη ζητώ πολλά κι όλα θα γίνουν. Ήταν καλός ο κυρ Σπύρος όπως τον ’λεγαν και διόλου αδιάφορος για εμένα, αν είχε μέρες να με δει με ρωτούσε που χάθηκα, κι αν υγιαίνω και πώς τα πάω στη δουλειά. Λίγο λίγο μου ξανοίχτηκε και με τα πολιτικά και με τα του ποδοσφαίρου. Αλλά το κύριο θέμα ήταν η κόρη του, κι έτσι μάθαινα και εγώ τα της Ασπασίας, και κάποτε συνέβη να είναι κι αυτή σαν συγγενικό ή φιλικό μου πρόσωπο.

Με το ανέβα κατέβα το δρόμο καθημερινώς, είχα κάμει γνωστούς, μην πω φίλους. Σταματούσα εκτός του καφενέ στο βιβλιοπωλείο, ομιλούσα με τον βιβλιοπώλη, του μεγάλου εκείνου καταστήματος, που περισσότερο εις μπακάλικο ομοίαζε, αλλά και τον παλαιοβιβλιοπώλη, ενώ δεν παρέλειπα ποτέ να χαζέψω και τους πίνακες ζωγραφικής, που ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πίσω του άλλου, και όχι μόνο εντός του καταστήματος ζωγραφικής, μα και στο πεζοδρόμιο και στις κολώνες του οικήματος.  Στην κάθοδο κι εφόσον έκανα τις στάσεις μου, ήμουν έτοιμος να κοιτάξω στο παραθύρι της, κι αν βρισκόμουν στη μεριά της φρόντιζα να περάσω απέναντι και ανύψωνα το κεφάλι μου για να τη δω ή έστω το ανοιχτό παραθύρι της. Ίσως λόγω της ταραχής μου ξέχασα να σας πω πως ήταν το κτίσμα που διέμενε. Όχι πολύ ψηλό, μόλις δύο ορόφων όλο κι όλο, με στρόγγυλα μπαλκόνια, που έβγαινες από μια μπαλκονόπορτα που το παντζούρι ήταν ξύλινο από τα παλιά και σηκωνόταν δια ιμάντα. Διαισθάνομαι ότι εκεί ήταν το σαλονάκι του σπιτιού, ενώ δίπλα από αυτό υπήρχε ένα παράθυρο, του δωματίου της φαντάζομαι, που την πρωτοαντίκρισα, κι αυτό με ίδιου χρώματος καφέ παντζούρι, με σανίδες οριζόντιες, που σηκωνόταν με ιμάντα και ένα παράθυρο με λευκό ξύλινο περίβλημα και λεπτό τζάμι.

Στις επιστροφές μου συνήθως δεν την έβρισκα στο παραθύρι της, που τις περισσότερες φορές όμως ήταν ανοιχτό, όμως ένιωθα την αύρα της, το άρωμα της, όπως εγώ το είχα διαισθανθεί και έβαζα με το νου μου τι μπορεί να έκανε η αισθησιακή εκείνη γυναίκα. Τη σκεφτόμουν μόνη της να διαβάζει σε μια καρέκλα ή ακόμα και στο κρεβάτι της, τη φανταζόμουν να μαγειρεύει στην κουζίνα της, που με το νου μου έβαζα πως πρέπει να είναι στην πίσω μεριά κι αντίκρυ του δωματίου της. Κι ύστερα σκεφτόμουν τι μπορεί να ήταν αυτό που μαγείρευε, κάποια σπεσιαλιτέ δικής της έμπνευσης, κάποιο φαγητό ανατολίτικο, κάποιο γρήγορο γεύμα ή κάτι απλό και καθημερινό, που συνήθιζα να τρώω κι εγώ. Άλλες φορές πάλι έβανα με το νου μου ότι έκανε μπάνιο στο λουτρό που βρισκόταν μεταξύ κουζίνας και δωματίου, και γυμνή καθώς ήταν έτρεχαν τα νερά πάνω στο αψεγάδιαστο κορμί της. Τα χέρια της καθοδηγούσαν τις σταγόνες και έκαναν μασάζ στο σώμα της κατά τις οδηγίες της, άλλες πάλι φορές τη σκεφτόμουν γυμνή στο κρεβάτι της, ασκεπή ή μόνο με ελαφριά λευκά σεντόνια, που θα της ταίριαζαν τόσο, να παίζει με το κορμί της.

Κάποιες φορές πάλι, ελάχιστες, παρόλο που το παραθύρι της ήταν ανοιχτό ένιωθα πως έλειπε από το διαμέρισμα και σκεφτόμουν ποιο μπορούσε να είναι το όνομά της. Δεν ήξερα τίποτα για αυτήν κι έτσι και πάλι είχα μεγάλη γκάμα ονομάτων, ελληνικών και ανατολίτικων. Όταν πάλι το παραθύρι της ήταν κλειστό τολμούσα να τη φανταστώ στο κρεβάτι της να κοιμάται και να αναδύει την ομορφιά της γαλήνης της, αγκαλιασμένη από τα σκεπάσματα που χαίρονταν την ευωδία της και το κορμί της ή ίσως ότι βρισκόταν στη σχολή της, αφού μου άρεσε να σκέφτομαι ότι σπούδασε σε κάποια από τις παρακείμενες σχολές. Σπάνια την έτυχα στο παραθύρι της το απόγευμα, μια να διαβάζει ένα βιβλίο, ακουμπώντας στο κάσωμα, άλλη να στεγνώνει τα μαλλιά της με μια πετσέτα, τρίτη να μιλάει στο τηλέφωνο όλο χάρη και μια τελευταία γυρισμένη προς το δρόμο, κρατώντας ένα φλιτζάνι με καφέ να βλέπει τα διερχόμενα αυτοκίνητα, μα τόσο σκιάχτηκα που έριξα το βλέμμα χωρίς να μπορέσω να τη χορτάσω, μιας και την ανέμενα όπως συνήθως με γυρισμένη την πλάτη της. Προτιμούσα μάλιστα να μου έχει γυρισμένα τα νώτα, έτσι ώστε να μη με βλέπει και να μπορώ να την παρατηρώ ανενόχλητος. Κάποιες φορές μάλιστα, όχι απλά δε προχωρούσα γρήγορα, αλλά στεκόμουν κιόλας ώστε να τη δω καλύτερα, να ανακαλύψω το σχήμα του κορμιού της, τις κινήσεις της τις τόσο όμορφες. 

Με αυτές τις εικόνες ή τις σκέψεις τα περισσότερα απογεύματα προχωρούσα αργά ως το μανάβικο του κυρ Ανέστη, που συνήθως καθότανε στην είσοδο και με καρτερούσε να του πως τις εντυπώσεις μου από τα φρούτα του, που πολλές φορές αγόραζα την προηγούμενη. Μιλούσαμε και για άλλα βέβαια, τη φτώχεια που επικρατούσε τα τελευταία χρόνια, τα μαγαζιά που έκλειναν. Αυτός αν και μπορούσε να βγάλει τη σύνταξη θα το κρατούσε όσο μπορούσε, για να ’χει κάτι να ασχολείται, ειδάλλως θα ’φευγε για το χωριό του, ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου με τη γυναίκα του. Δε θυμάμαι ποιο, αφού άλλοτε τον άκουγα μηχανικά κι άλλοτε απαντούσα με τον ίδιο τρόπο, μιας κι ο μισός νους μου βρισκότανε σε εκείνη. Θυμάμαι όμως, πως ο κυρ Αναστάσης αν ερχόταν κάποιος που δεν είχε να πληρώσει, του πρόσφερε κάποια ποσότητα δωρεάν.

«Δε βαριέσαι», μου λέγε «σάμπως θα γίνω πιο πλούσιος, άλλωστε πάντα ένα μέρος από τα φρούτα μου χαλάει, καλύτερα να μην τα στερηθούνε αυτοί που τα ’χουν ανάγκη, παρά να τα πετάξω στα σκουπίδια».

«Καλά κάνεις!» απαντούσα, κι ύστερα εκείνος καταλάβαινε που ’μουν καλοδιάθετος και πίστευε πως ήταν λόγω της δουλειάς μου και πως ήμουν ευχαριστημένος με αυτήν. Ενώ απλά δε με ενδιέφερε καν, και έκανα ό,τι μου ζητούσαν μηχανικά. Τι άλλο να ’κανα άλλωστε; Όμως ναι, ήμουν ευχαριστημένος που αυτή η δουλειά με έκανε να αντικρύσω την όμορφη κοπέλα, που ακόμη δεν είχα καταλήξει σε όνομα. Ελένη, Τζαμάλα, Λεϊλά, Ειρήνη, Ανδρομάχη, Βικτωρία; Όλα θα της ταίριαζαν κι όλα όχι. Και συνέχιζα την αναζήτηση του ονόματός της. Από κει και πέρα η διαδρομή μου γινότανε πιο γρήγορα, με τις σκέψεις μου να έχουν μείνει στο νεοκλασικό της Ιπποκράτους και στο τι μπορεί να έκανε εκείνη τη στιγμή που εγώ περνούσα από κάτω, το αντικείμενο του πόθου και της περιέργειας μου.

 

Γ΄

 

Τα πρωινά η κατάσταση είχε αλλιώς, ολόκληρο το φθινόπωρο βρισκόταν στο παράθυρό της με την πλάτη γυρισμένη προς το δρόμο και χτένιζε τα μαλλιά της, που σκέπαζαν τους ώμους της. Κι εγώ ξεκινούσα λίγο νωρίτερα, ώστε να έχω την ευκαιρία να την κοιτάξω λίγο περισσότερο και να την απολαύσω. Τους τρεις αυτούς μήνες ήταν πάντα εκεί, άλλες φορές την είδα με καθαρό ουρανό, άλλες με ψιχάλες ή δυνατή βροχή, αλλά εκείνη αδιάφορη στα καιρικά φαινόμενα μου πρόσφερε την πλάτη της ως αμοιβή. Κάποιες φορές είδα και μια φίλη της μαζί στο παραθύρι, ίσως να συγκατοικούσαν, δε με πείραζε καθόλου, εγώ συνέχισα να τη φαντάζομαι μόνη της στο διαμέρισμα. Άκουσα που μιλούσαν ελληνικά, και η φίλη της είχε τα χαρακτηριστικά Ελληνίδας. Την προτιμούσα μόνη της όμως, αναπόσπαστη να σιγομουρμουρίζει το τραγούδι της. Κάποιες φορές διέκρινα μέρος των χειλιών της και τη μύτη της, καθώς ήταν λίγο γυρισμένη, ομολογουμένως ήταν όμορφη. Περνούσα και κάτω από το παραθύρι της για να οσμισθώ το άρωμά της. Κάποτε σκέφτηκα να της στείλω λουλούδια ή γλυκά, χωρίς κάρτα, απλώς σαν ανταμοιβή, αλλά δεν το τόλμησα, μη θέλοντας να την αναστατώσω και να σταματήσω τις συνήθειές της. Βρέθηκα σε ένα ζαχαροπλαστείο, λίγα μέτρα από το σπίτι της και σκέφτηκα να της αγοράσω μερικές πάστες, σκέφτηκα να τις πάω ο ίδιος ως courier και να τις παραδώσω, αλλά αυτό θα με δυσκόλευε από τις παρατηρήσεις μου. Έμεινα με ένα χαμόγελο αδιευκρίνιστο να κοιτάζω, ονειροπολώντας και χωρίς να βλέπω τη ζαχαροπλάστισσα, που βρισκόταν μπροστά μου και μου κουνούσε το κουτί ρωτώντας με τι να βάλει. Τελικά αγόρασα δυο πάστες που έφαγα μόνος μου και έκτοτε, έμπαινα συχνά πυκνά στο ζαχαροπλαστείο να φάω μια από τις εξαίσιες πάστες που πρόσφερε στους πελάτες του.

Τα πράγματα συνεχίστηκαν κάπως έτσι και το χειμώνα, κοντά στα Χριστούγεννα ο καιρός μας έκανε δώρο το χιόνι, σε εμάς τους ονειροπόλους και τους αργόσχολους. Όχι κάτι ιδιαίτερο, νιφάδες που έγιναν ντεκόρ της οδού και της πόλης. Τις μέρες που είχαμε αργία εξαιτίας των εορτών δεν μπόρεσα να μείνω μακριά της και έκανα την ίδια διαδρομή στην άδεια από ανοιχτά, πλην λίγων εξαιρέσεων, καταστήματα και από ανθρώπους. Ξεκίνησα από την Πανεπιστημίου και έφτασα ως την Αλεξάνδρας και τανάπαλιν, άξιζε όμως τον κόπο γιατί την αντίκρισα. Τις περισσότερες μέρες η γυναίκα της προ-Βυζαντινής περιοχής παρουσιαζόταν με το παραθύρι της ανοιχτό, αλλά κάποιες από αυτές και με το πολύ κρύο αναγκάστηκε να το κλείσει, παρόλα αυτά δεν ξέχασε το ραντεβού μας. Την είδα όπως πάντα, αλλά και με χιόνι να πέφτει πίσω της, σαν σε πίνακα ζωγραφικής διαφορετικό από τους προηγούμενους και ολημερίς στη δουλειά έκανα μουντζούρες σαν σχέδια με αυτό που είδαν τα μάτια μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά, όταν είχα ελεύθερο χρόνο έκανα μουντζούρες μονόχρωμες, που στο τέλος κατέληγαν στον κάλαθο των αχρήστων. Εκείνον το χειμώνα έμελε να γίνει και κάτι το διαφορετικό στα ως τα τότε, περνώντας κάτω από το παραθύρι της, η χτένα που χρησιμοποιούσε έπεσε από τα χέρια της, και με διάφορες γκέλες έφτασε στο δρόμο, μπροστά στα πόδια μου, την έπιασα και τη σήκωσα. Ακούστηκε ένα «Ωχ!» και άλλα λόγια από τα χείλη της, κι εγώ πρόλαβα να πεταχτώ στην άκρη του πεζοδρομίου αντανακλαστικά, μη γνωρίζοντας γιατί το έκανα, ακουμπώντας στον τοίχο, πριν εκείνη προλάβει να βγει στο μπαλκόνι και να σκύψει στο κάγκελο.

«Που να είναι;» μουρμούριζε.

«Μην ανησυχείτε», τόλμησα να της φωνάξω. «Η χτένα σας είναι σε καλά χέρια, την έπιασα εγώ».

Εκείνη γέλασε λίγο με την απάντηση μου και μου είπε ένα «Ευχαριστώ!»

«Θέλετε να σας την ανεβάσω;» τη ρώτησα τρυπωμένος στη γωνιά μου, ενώ θα μπορούσα να τη ρωτήσω αν ήθελε να της την πετάξω.

Αφού τραβήχτηκε στο μπαλκόνι της μου απάντησε, «Δε χρειάζεται, αφήστε την στο πεζουλάκι του ισογείου, και θα κατέβω να την πάρω εγώ σε λίγο».

«Όπως επιθυμείτε!» υπάκουσα.

«Γνωριζόμαστε;» με ρώτησε.

«Δε νομίζω».

«Σωστά, ειδάλλως δε θα μιλούσαμε στον πληθυντικό».

«Σας ενοχλεί;» συνέχισα, για να μοιραστώ μερικά λόγια ακόμα μαζί της.

«Καθόλου!»

«Πρέπει να πηγαίνω, την αφήνω εδώ», αποκρίθηκα.

«Θα κατέβω να την πάρω, καλό δρόμο να έχεις», μου ευχήθηκε στον ενικό.

«Κι εσύ να είσαι καλά», αντευχήθηκα, και πιο χαμηλόφωνα «και πάντα εξαίσια».

Προχώρησα μερικά μέτρα, είχα ακόμα λίγο χρόνο, όμως εκείνη άργησε να κατέβει, την παραφύλαγα δυο στενά πιο πέρα για να τη δω, μα αργούσε να το κάνει κι όταν αυτό συνέβη, εγώ είχα απομακρυνθεί κι άλλο και την είδα από μακριά κι από τις πλάτες και πάλι, καθώς πήρε τη χτένα της και προχώρησε προς την Πανεπιστημίου. Αν και δε με πείραζε να αργήσω, συνέχισα το δρόμο μου, δεν ξέρω κι εγώ γιατί. Ίσως γιατί αυτός ήταν ο δρόμος μου. Σκεφτόμουν την όμορφη μελώδια που ανέδυε η φωνή της ακόμα κι όταν μιλούσε. Σκέφτηκα επίσης πως ήταν πολύ όμορφο αυτό που συνέβη, και το αναπαρήγαγα στο μυαλό μου όλη τη μέρα.

Θα μπορούσα να ρωτήσω πληροφορίες για αυτήν από τα μαγαζιά και με όσους είχα πιάσει παρτίδες, σίγουρα δε θα πέρναγε απαρατήρητη μια γυναίκα σαν αυτήν. Όχι καλλονή με την έννοια του μάρκετινγκ μόδας, αλλά σίγουρα ξωτικιά. Είχα τον κυρ Σπύρο, τον κυρ Ανέστη, την έμπορο πινάκων, την Κατερίνα στο ζαχαροπλαστείο. Τη φανταζόμουν μάλιστα να ψωνίζει από το μανάβικο, να χαζεύει τους πίνακες ζωγραφικής όπως κι εγώ, κι ένιωσα πως είχαμε πολλά κοινά. Αλλά το τόλμημα να μάθω για αυτήν, από τη μια θα με ανάγκαζε να απαντήσω στο γιατί ρωτάω, και τι να πω; «Επειδή μου αρέσει!» κι από την άλλη ίσως κάποιος της το μαρτυρούσε, κι εγώ δε θα είχα τη δυνατότητα να την παρατηρώ πια, αφού θα ήταν υποψιασμένη. «Κι αν όντως σε έχει πάρει χαμπάρι, κι έριξε επίτηδες τη χτένα της, θέλοντας να αποκαλυφθείς;» ρώτησα τον εαυτό μου.

Δεν έκανα τίποτα όμως, συνέχισα μόνο να την παρατηρώ, κι εκείνον το χειμώνα μου φάνηκε πως η επιδερμίδα της ήταν πιο λευκή από όσο είχα διακρίνει όταν την πρωτοείδα, αλλά έτσι δε συμβαίνει με όλους μας τους ανήλιαγους μήνες; Εκείνη όμως ήθελα να παραμείνει με την ίδια σκούρα απόχρωση. ‘‘Μπορεί να είναι και τα φώτα της εποχής, που τη χρωματίζουν έτσι’’, συλλογίστηκα.

Εκείνο που με στεναχώρησε το χειμώνα εκείνον, ήταν πως δυο συνεχόμενες ημέρες διέκρινα και ένα αγόρι στο παραθύρι της να συνομιλούν, τη μια είδα μόνο τους δυο τους, την επομένη και τη φίλη της. Έδειχναν να έχουν ιδιαίτερη οικειότητα μεταξύ τους. Δεν είδα κάποιο φιλί, αλλά την οικειότητα στις κινήσεις, στα αγγίγματα, στην έκφραση. Έπρεπε να κάνω κάτι; Κι αν ναι, τι; Συνέχισα να ζηλεύω κάπως το νεαρό που βρισκόταν τόσο κοντά της, αλλά σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν το αμόρε της φίλης της ή και κάποιος συμφοιτητής της, αφού στο μυαλό μου είχα πλάσει την ιστορία, ότι ήταν φοιτήτρια και ήρθε από κάποιο άλλο μέρος για να σπουδάσει στην πόλη.

Το έαρ ήρθε κι αυτό, διαδεχόμενο το χειμώνα, που παρά τα χιόνια του δεν ήταν και τόσο βαρύς. Πλέον το παράθυρο ήταν ολάνοιχτο, μα εκείνη δυο πρωινά απούσα, κάνοντάς με να μαραζώσω εκ νέου στη δουλειά, τουλάχιστον τη μια από τις δυο μέρες με αποζημίωσε το απόγευμα, αφού την είδα στο παράθυρο στη συνηθισμένη της στάση να μιλάει στο τηλέφωνο. Η μέρα είχε μεγαλώσει, η ζέστη άρχισε να απλώνεται και η επιδερμίδα της γέμιζε το λευκό της με ήλιο και ξαναπήρε την απόχρωση εκείνη της άμμου, που είχα πρωτοδιακρίνει πάνω της. Την επόμενη κιόλας μέρα καθώς κατέβαινα, αγόρασα ένα ρόδο, που η υπεύθυνη του καταστήματος ήθελε να συσκευάσει με κορδέλες και χαρτιά πολυτελείας, μα εγώ το πήρα όπως ήταν κι έφυγα, πέρασα κάτω από το σπίτι της και άφησα στο περβάζι, που είχα ακουμπήσει και τη χτένα της, το τριαντάφυλλο, τιμής ένεκεν σε εκείνη. Θα ’θελα πολύ να το πάρει, αλλά σίγουρα εκεί θα έμενε ή θα το άρπαζε κάποιος περαστικός. Εκείνη έλειπε, όπως συνήθιζε τα απογεύματα από το παραθύρι της, κι εγώ συνέχισα την πορεία μου μέσα στο ονειροπόλημα και τη φαντασίωση πως το λουλουδικό θα φτάσει στα χέρια της, και ω του θαύματος την επόμενη στην άνοδο, διέκρινα στο μπαλκόνι της εκείνη να κρατάει το ρόδο αντί της χτένας, και να ξαίνει τα μαλλιά της με αυτό, ευφράνθηκαν τα μέσα μου, μοσχοβολούσε όλη η Ιπποκράτους από το ρόδο, κι ένιωθα πανευτυχής, μα μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, μήπως δεν ήταν το δικό μου ρόδο; Κοίταξα στο περβάζι για το τριαντάφυλλο που είχα αφήσει, είχε εξαφανιστεί. Ήταν το δικό μου ρόδο! Κι εκείνη το κρατούσε ευλαβικά στα χέρια της σαν να κρατούσε εμένα, κι εκείνο χάιδευε τα μαλλιά της σαν να τα χάιδευα εγώ. Έμεινα πολλή ώρα να την παρατηρώ με αποτέλεσμα να αργήσω, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία, δεν έτυχε και να με χρειαστούν, τους είχε πιάσει κι αυτούς η άνοιξη. Το επόμενο διάστημα το ρόδο βρισκόταν πάντα δίπλα της, άλλοτε στα χέρια της, άλλοτε στο κάσωμα του παραθύρου, κι άλλοτε ακουμπισμένο στο παράθυρο όρθιο.

Τον τελευταίο μήνα της ανοίξεως, και καθώς έκανα τη συνηθισμένη μου διαδρομή, η κοπέλα γύρισε προς το μέρος μου, είδα τα σγουρά μαλλιά της να αναδεύονται, τα μάτια της να πέφτουν στα δικά μου, καθώς κοιτούσα προς το παραθύρι της, κι ένα πλατύ χαμόγελο να σκάει από τα όμορφα, ρόδινα και εξαίσια χείλη της. Μια αντανάκλαση φωτός έπεσε στο παραθύρι της κι από εκεί στα μάτια μου, σβήνοντας το πρόσωπό της, κι έτσι το μόνο που έβλεπα πλέον ήταν το χαμόγελο που μου έριχνε. Δεν κατέβασα το βλέμμα, μα προχώρησα προς την Αλεξάνδρας.

Έφτασε πλέον το καλοκαίρι και η Ιπποκράτους ήταν μια όαση για μένα, τόσο γιατί ήταν σκιερή, όσο και γιατί υπήρχε το κορίτσι με τα ρόδα σε αυτήν. Ένα από τα πρωινά που περνούσα από κάτω, εκείνη φαίνεται ότι ήταν φρεσκολουσμένη και έστεκε στο παραθύρι, τυλιγμένη με μια πετσέτα, όπως έβαλε το χέρι της να φτιάξει τα μαλλιά της της έπεσε, αλλά δεν ταράχτηκε, πλέον έβλεπα τη χηλιόμορφη πλάτη της αψεγάδιαστη, μέρος από το στήθος της, ενώ εκείνη συνέχισε να χτενίζει με το χέρι της τα μαλλιά. Έμεινα κρυσταλλωμένος εις τη θέση μου να κοιτάζω το θέαμα, αφού πρόσεξα πως ουδείς άλλος βρισκόταν πλησίον ώστε να τη δει. Ύστερα η κοπέλα έσκυψε έπιασε την πετσέτα της και τυλίχτηκε και πάλι κάπως πρόχειρα. Η εικόνα αυτή τριγυρνούσε στο μυαλό μου και σκέφτηκα πως θα έπρεπε σύντομα να της μιλήσω, περνούσα πρωί μεσημέρι από το δρόμο της και προσπαθούσα να σκαρφιστώ τον τρόπο που θα το σκάρωνα. Θα μπορούσα να παρουσιαστώ, εξηγώντας της ξεκάθαρα την επιθυμία μου και την έλξη μου προς αυτήν, όμως κάπου δυσανασχετούσα, ίσως θα ήταν καλύτερο να την περιμένω να κατέλθει και να τη συναντήσω στο δρόμο. Όσο εγώ σκεφτόμουν η ζωή προχωρούσε. Κάποια από εκείνα τα πρωινά δεν την είδα στο παραθύρι της και ανησύχησα, αλλά  εφησύχασα την επομένη, βλέποντάς την εκ νέου.

Το καλοκαίρι είχε περάσει το μέσο του και κόντευε να ολοκληρωθεί, τότε κι εγώ αποφάσισα να κάνω την κίνηση μου, άλλωστε θα τελείωνε και η συνεργασία μου με την εταιρία, η οποία μου έκανε μια πρόταση, προσφέροντάς μου σχεδόν τα μισά χρήματα όσων έπαιρνα, μετατρέποντάς με σε τετράωρο, αλλά εργαζόμενο οχτώ ωρών όπως και αρχικά, δίνοντάς μου και κάποια έξτρα αμοιβή σε προϊόντα της εταιρίας τις γιορτές. Την επομένη της πρότασης το παραθύρι ήταν κλειστό και ανησύχησα, ιδιαίτερα όταν και τις επόμενες τρεις ημέρες το παντζούρι της παρέμενε κλειστό.

«Πάει την έχασα!» συλλογίστηκα, όμως τότε θυμήθηκα πως από την πρώτη μέρα που δεν την είδα, υπήρχε στο μπαλκόνι της κρεμάμενο ένα κόκκινο ρόδο. Μιας και είχα προσπεράσει θλιμμένος την οικία της, επέστρεψα πίσω και το είδα ακόμη στη θέση του. Χαμογέλασα, σίγουρα το άφησε εκεί για μένα.

Όταν πρόσεξα μια κοπέλα να βγαίνει από το κτίριο, με τόλμη την πλησίασα και τη ρώτησα για την κοπέλα του πρώτου. Όπως είχα διαισθανθεί, πράγματι ήταν φοιτήτρια, η καταγωγή της δεν ήταν από την Ελλάδα. Τον προηγούμενο μήνα έδωσε εξετάσεις για τα τελευταία μαθήματα και πλέον επέστρεψε στην πατρίδα της.

«Και το ρόδο;» τη ρώτησα.

«Είναι για το μυστηριώδη θαυμαστή της», μου απάντησε. Άρα γνώριζε και η ίδια την παρουσία μου ή τη διαισθανόταν.

 

Τότε πήρα την οριστική μου απόφαση να φύγω κι εγώ σαν την κόρη του κυρ Σπύρου για το εξωτερικό, σαν την οπτασία με τη φωνή Νηρηίδας που με παρέσυρε, δεν είχα λόγο να μένω πίσω, μόνο αναξιοπρεπείς θα επέλεγαν την υποταγή και τη σκλαβιά στον τόπο τους.

Προσπερνώντας το νεοκλασικό, έφτασα έξω από το μαγαζί με τους πίνακες, και το μάτι μου έπεσε σε έναν σκιτσαρισμένο με μαύρη μπογιά σε λευκό φόντο, που μου φάνηκε πως είχα ξαναδεί. Ήταν οι πλάτες μιας κοπέλας, φαινότανε ελάχιστα το δεξί της στήθος, τα μαλλιά της που σκέπαζαν τους ώμους της, προσπαθούσε να τα φτιάξει με τα χέρια της που βρισκότανε ψηλά. Ναι, ήταν αυτή, την αναγνώρισα, ήμουν σίγουρος. Πώς δεν το είχα καταλάβει; Ίσως να την είχα ζωγραφίσει κι εγώ κάποια μέρα από αυτές που τη σκιτσάριζα στα άχρηστα άλφα 4, μπορεί στο χαρτί να μην αποδόθηκε έτσι ακριβώς, αλλά στο μυαλό μου ήταν αυτό που ήθελα να σχεδιάσω. Δεν ήταν μια ζωγραφιά, ήταν οι σκέψεις μου, ήταν οι στιγμές μου, οι στιγμές μας, δεν ξέρω.

Θύμωσα, μου είχαν κλέψει τις στιγμές, την ιερότητά τους, μου είχαν κλέψει εκείνη. Εισέβαλλα οργισμένος εντός του μαγαζιού, απαιτώντας ικανοποίηση. Ακούστε τώρα! Αν είναι δυνατόν στις μέρες μας! Ο πωλητής δεν καταλάβαινε τι του έλεγα, τα έλεγα και κάπως μπερδεμένα σαν σε όνειρο, τότε παρουσιάστηκε η ιδιοκτήτρια, που πολύ απλά μου πρότεινε να αγοράσω τον πίνακα, δεν ήταν δα και ιδιαίτερα ακριβός. Πως δεν το σκέφτηκα μόνος μου, αλλά ο θυμός βλέπετε! Έφυγα κρατώντας τον στο χέρι, ήταν δικός μου, ήταν εκείνη κι ήταν οι εικόνες μου. Η τάξη είχε αποκατασταθεί, την πήγα στο γραφείο και την κοιτούσα μέχρι που σχόλασα. Στο σπίτι μου την τοποθέτησα απέναντί μου και την κοιτούσα σαν να βρισκόμουν στην Ιπποκράτους.

Φεύγοντας για το εξωτερικό την πήρα μαζί μου, έκανα ένα καλό ξεκίνημα εκεί και ήλπιζα κάπου τυχαία να τη συναντήσω ξανά. Όσον αφορά την Ιπποκράτους, ο κυρ Αναστάσης έκλεισε το μανάβικο πριν καν φύγω εγώ, όπως έμαθα ο κυρ Σπύρος πέθανε, κάποια μαγαζιά κλείσανε και μερικά άλλα άνοιξαν στη θέση τους. Η γειτονιά παραμένει το ίδιο όμορφη, πολλά άλλαξαν και πολλά θα αλλάξουν, όπως συμβαίνει πάντα πάνω στη γη ετούτη χιλιάδες χρόνια. Τα δάση γίνονται πόλεις και οι πόλεις δάση, ολόκληρες πολιτείες και δρόμοι εξαφανίζονται, οι άνθρωποι όμως συνεχίζουν να κινούνται, περνώντας από σύνορα και φράχτες, περνώντας από θάλασσες και βουνά, για να συναντήσουν τον αγαπημένο, τον δικό τους άνθρωπο και τις οικογένειές τους.  Για να ανακαλύψουν τον κόσμο.

Ο πίνακας κοσμεί το σαλόνι μου, μαύρη μπογιά σε λευκό φόντο, μα… μα μία στιγμή. Τι συμβαίνει πάνω στον πίνακα; Δίπλα στην κοπέλα υπάρχει ένα κατακόκκινο ρόδο, και να φανταστείς πως δεν είναι καν άνοιξη. Είμαι βέβαιος πως δεν υπήρχε πρωτύτερα άλλο χρώμα πάνω στον πίνακα, είμαι σίγουρος πως θα είχα δει ένα μεγάλο κόκκινο ρόδο σε κανονική κλίμακα αν υπήρχε πρωτύτερα.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Διαβάστε επίσης: