ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

 
 

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Επαμεινώνδα Βανδώρου

Ο χειμώνας έδινε την θέση του στην άνοιξη, τα χρώματα του ουρανού καθαρά, όμως εκείνος είχε μια μελαγχολία στο βλέμμα, θες η ψύχρα που ακόμα επικρατούσε στην ατμόσφαιρα, θες τα δικά του, θες οι γραφειοκρατικές δουλειές με τις οποίες είχε να ασχοληθεί και σήμερα. Πρώτη πρώτη δουλειά ήταν να πάει στην τράπεζα να τακτοποιήσει κάποιους λογαριασμούς. Κατέβηκε με το ασανσέρ ως το ισόγειο της πολυκατοικίας, αφού είχε το προνόμιο να ζει στο ρετιρέ και βγήκε, από την είσοδο, που μία από τις ηλικιωμένες κουτσομπόλες τον χαιρέτησε, θέλοντας να του πιάσει την κουβέντα. Εκείνος της ανταπέδωσε με μια βαριεστημένη κίνηση του χεριού, που δεν της επέτρεπε να συνεχίσει, όπως τις υπόλοιπες μέρες που τον συναντούσε. Προχώρησε στο πεζοδρόμιο και έστριψε στο πρώτο στενό, που τον οδηγούσε κατευθείαν στην πλατεία, με τα ψηλά δέντρα, πλατάνια, πεύκα, κι άλλα που δεν ήξερε την ονομασία τους.  Βέβαια τα δέντρα δεν ήταν τόσο ψηλά όσο τα δέντρα στο χωριό του. Ξαφνικά ένας κακόηχος θόρυβος διαπέρασε τα αυτιά του, κάτι γνώριμο και κάτι τόσο απόμακρο, που τον έκανε όμως να σταματήσει για να δει, από πού προέρχεται η πηγή του.

Οι στίχοι που που έρχονταν στα αυτιά του, είχαν ως εξής :

*Γιατί δεν τους αντέχω, ζευγαρωμένους

και εγώ να μην έχω τα χέρια σου να γείρω.

Τι θέλω εγώ με τόση αγάπη γύρω.

 

Οι στοίχοι ήταν γνωστοί, το τραγούδι γνώριμο, η φωνή όμως πρέπει να είχε κάποια συγγένεια με τον κυρ Μέντιο, αν δεν ήταν ο ίδιος αυτοπροσώπως, όπως σκέφτηκε κι εκείνος. Κανονικά θα ήθελε να κατσουφιάσει, να πει ότι κακοποιείται το τραγούδι, αλλά δεν το έκανε. Γιατί το τραγούδι έκρυβε κάτι το αληθινό, όχι αληθινό σαν τις παρλαπίπες που λένε στα talent shows. «Η ερμηνεία σου ήτανε άρτια», «Το είπες από ψυχής, μίλησες στην καρδιά μας». Αλλά έκρυβε κάτι αληθινό, όπως όταν ο κάθε απλός άνθρωπος, όταν τραγουδάει ένα τραγούδι για το κέφι του, επειδή του αρέσει ή επειδή θέλει να γεμίσει το κενό, ή τη βαριεστιμάρα στη δουλειά του. Ο ήχος λοιπόν ερχόταν από έναν κούριερ, δηλαδή μέχρι πρότινος έναν ταχυδρομικό, που μεταλλάχτηκε σε κούριερ από τη μόδα, και τραγουδούσε τσιρίζοντας, κάνοντας φάλτσα, χάνοντας λέξεις και γενικότερα κάνοντας σαν χαλασμένη εξάτμιση. Είχε κατέβει από τη μηχανή του, και περίμενε έξω από την πόρτα μιας μονοκατοικίας να του ανοίξουν ώστε να παραδώσει το δέμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή λοιπόν τραγουδούσε, επαναλαμβάνοντας το ρεφρέν. Ο κύριος ακούγοντάς τον χαμογέλασε και πολύ περισσότερο βλέποντας τη φάτσα του, που ζήλευε τους ζευγαρωμένους. Ασφαλώς και αυτό ήταν κακία και το ήξερε, αλλά κάποιες τέτοιες μικρές κακίες είναι που σου φτιάχνουν τη μέρα. Ποιος ξέρει αν ο σαραντάρης προβιβασμένος σε κούριερ, ήταν ερωτευμένος, ή αν η καλή του, ή ο καλός του, γιατί ποτέ δεν ξέρεις, τον είχε πληγώσει ή απλά του άρεσε η μουσική και του ήρθε ξαφνικά αυτός ο σκοπός στο μυαλό. Άφησε τον κούριερ να κάνει τη δουλεία του και συνέχισε διασχίζοντας το παρκάκι. Προσπαθώντας να θυμηθεί το τραγούδι από την αρχή και να πιάσει σωστά το σκοπό κι όντως τα κατάφερε κι άρχισε να σιγοψιθυρίζει, ελπίζοντας με καλύτερη φωνή από τον προκάτοχό του, την αρχή του τραγουδιού.

 

Ακούω γέλια ν’ ανεβαίνουν στα σκαλιά,

πάλι οι φίλοι μου χαράματα γυρνάνε

έχουν τις μπίρες τους ακόμα αγκαλιά

έξω απ’ την πόρτα μου περνούν και τραγουδάνε.

 

Η φωνή του ήταν σαφώς καλύτερη, αλλά δεν τολμούσε να την ανεβάσει. Φοβόταν μην τρομάξει τα έρημα περιστέρια, που εκείνη την στιγμή ξεκοκάλιζαν, τρόπος του λέγειν, μία τυρόπιτα, που τους είχε ρίξει μια κυρία, που κάθε πρωί βρισκόταν εκεί και πολλοί θα την αποκαλούσαν “γραφική” ή “λοξή” ή “τρελή” ή “όχι σαν εμάς”. Προχωρούσε όπως κάθε πρωί σιγά σιγά και χαμηλώνοντας τη φωνή του, μη θέλοντας να τρομάξει τα πετούμενα  του ουρανού, που ο Κύριος  σύμφωνα με τα Ευαγγέλια είχε μεριμνήσει για αυτά. Κοντεύοντας όμως να βγει από το πάρκο και να μπει στην τροχιά προς την τράπεζα, ή καλύτερα στο δρόμο προς την τράπεζα, γιατί η τροχιά δε σε βγάζει πουθενά, εκτός και είσαι διαστημόπλοιο, αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης ιστορίας. Άκουσε τη «λοξή» ή «γραφική» ή «τρελή» ή «όχι σαν εμάς», εντελώς αυθόρμητα να πιάνει το τραγούδι από εκεί που το άφησε αυτός.

 

Κι εγώ το γέλιο το δικό σου περιμένω

μ’ ένα ποτήρι απ’ την ανάσα μου θαμπό

ακούω την πόρτα να χτυπάει και σωπαίνω

γιατί απ’ όλους θέλω απόψε να κρυφτώ.

 

Άραγε να είχε χάσει κι αυτή το ταίρι της, κι αν ναι πριν το χάσει να τάιζε τα περιστέρια; Και να ήταν το ίδιο «λοξή» ή «όχι σαν εμάς» ή να της συνέβη αφότου έχασε τον καλό της; Μπορεί και όχι, μπορεί απλά να τραγουδάει. Κι ένα τραγούδι δεν κρύβει πάντα ένα βαθύτερο νόημα για τον τραγουδιστή όπως θέλουν οι ψυχολόγοι ή όπως επιβάλει το μάρκετινγκ. Προχωρώντας προς τον αρχικό του προορισμό, σταμάτησε έξω από την μονοκατοικία ενός φίλου του, ο οποίος περιποιούταν τον κήπο του. Ο ένας μέσα από τα κάγκελα κι ο άλλος απ’ έξω αντάλλαξαν μερικές κουβέντες για την καθημερινότητα, μίλησαν για το πώς πάει η ομάδα τους στο πρωτάθλημα, για την πολιτική κατάσταση κι αποχαιρετίστηκαν με την πεποίθηση να συναντηθούν ξανά στο ίδιο σημείο τις επόμενες μέρες.

Στην τράπεζα δεν υπήρχε αρκετός κόσμος κι ο γνωστός μας πλέον κύριος, προτίμησε να κάνει τη συναλλαγή του με τον υπάλληλο, παρά με το άψυχο τραπεζικό μηχάνημα, μέχρι να αντικατασταθεί κι ο πρώτος από την τεχνολογία. Οι υπάλληλοι ήταν δύο, αλλά προτίμησε να δώσει τη θέση του, μέχρι να βρεθεί με τον ταμεία που τον εξυπηρετούσε συνήθως. Τον έκανε χάζι, ειδικά όταν έλεγε κάτι περίεργα για το σύστημα, καμιά φορά και για εξωγήινους και γενικά είχε βαρεθεί την πληκτική δουλειά του, που κινδύνευε επιπλέον από τα λογισμικά, και θα προτιμούσε χίλιες φορές να είχε γίνει παγωτατζής ή σαλεπιτζής και να φωνάζει στις γειτονιές και κυρίως έξω από τα γήπεδα με εκείνη την στεντόρεια φωνή σαλέεεπιιιι. Σήμερα όμως δεν είχε πολύ όρεξη για κουβέντα γιατί κάτι μουρμούριζε μέσα από τα χείλια του, και είπε μόνο ένα βιαστικό γεια παίρνοντας το βιβλιάριο από τα χέρια του πελάτη. Σιγά σιγά το μουρμουρητό άρχισε να παίρνει ντεσιμπέλ και ακούστηκαν καθαρά οι στίχοι.

Δεν έχω άλλα παραμύθια να σκεφτώ

τους είπα τάχα  πως ταξίδι έχεις πάει

κι ενώ στη ζάλη τους ποθώ να τυλιχτώ

αφήνω τον εγωισμό να με μεθάει.

 

Ο ήχος της φωνής του είχε πάρει τα πάνω του, με αποτέλεσμα ο συνάδελφός του να γυρίσει να τον κοιτάξει, αλλά τον είχε συνεπάρει τόσο που θυμήθηκε τους επόμενους στίχους με αποτέλεσμα να υψώσει τον τόνο της φωνής του ακόμα περισσότερο. Εκείνος κατά την διάρκεια της συναλλαγής, προσπαθούσε να μαντέψει αν οι στίχοι του τραπεζικού υπάλληλου ήταν οι επόμενοι από αυτούς που είχε ακούσει τελευταία στην πλατεία, και κάτι τον έκανε να πιστεύει πως η σειρά του τραγουδιού είχε χαθεί, αγνοούσε όμως πως όσην ώρα συνομιλούσε στον κήπο του φίλου του, ένας άλλος πελάτης της τράπεζας είχε περάσει από την πλατεία, είχε ακούσει το τραγούδι της «γραφικής» ή «λοξής» ή «τρελής» ή «όχι σαν και εμάς» τέλος πάντων κυρίας, που επαναλάμβανε το ίδιο τετράστιχο λες και είχε μαγκώσει ο δίσκος και επαναλάμβανε το ίδιο σημείο (αυτό για τους παλιότερους, που γνωρίζουν από γραμμόφωνα ή πικάπ, οι νεώτεροι να ανοίξουν καμιά εγκυκλοπαίδεια ή καλύτερα το Google/ και μαζί με τα άνωθεν ας τσεκάρουν και το γουόκμαν, πρωτοποριακή συσκευή για την εποχή της). Πήρε λοιπόν ο πελάτης της τράπεζας το τραγούδι από το σημείο που το άφησε η κυρία  το επανέλαβε και φτάνοντας στο ταμείο της τράπεζας το ξεφούρνισε. Δηλαδή είπε.

 

Γιατί θα τους ζηλεύω

και το δικό σου χάδι θα γυρεύω.

Κορμί στους πέντε ανέμους

τι θέλω εγώ με τους ερωτευμένους.

 

Από το σημείο εκείνο το άρπαξε ο τραπεζικός υπάλληλος και συνέχισε να το τραγουδάει καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας ακόμα και με το πέρας του ωραρίου του. Η συναλλαγή είχε τελειώσει κι ο κύριος αποχώρησε από τον προορισμό του για να κατέβει στο κέντρο της πόλης, μπορεί να μη δούλευε εκείνη την μέρα αλλά θα την σπαταλούσε όλη σε δουλειές, αλλά και σε ψώνια. Πήρε το τραίνο, πήγε στην πολεοδομία και ίσα που πρόλαβε να φτάσει στην εφορία για να διεκπεραιώσει μια από τις υποχρεώσεις του, που προέκυψε από κάποιο γραφειοκρατικό λάθος. Ήταν αρκετά τυπικός με αυτά τα θέματα και δεν ήθελε να χρωστάει, ούτε να έχει εκκρεμότητες με το δημόσιο. Το μόνο που τον είχε εκνευρίσει ήταν ότι θα έχανε μία μέρα από τις διακοπές του, κι όσο να ’ναι μια μέρα στην εξοχή είναι μια μέρα στην εξοχή. Ειδικά αν ζεις στην Ελλάδα και μπορείς να ταξιδέψεις στα όμορφα νησιά της, στα ψηλά βουνά και τις ακρογιαλιές της. Τελειώνοντας από την εκκρεμότητα με την εφορία τηλεφώνησε στους γονείς του. Είχε καιρό να τους μιλήσει. Λίγο η δουλειά, λίγο η καθημερινότητα. Αυτό τον έκανε να αισθάνεται άσχημα, αλλά και πάλι πάντα τους ξεχνούσε. Τώρα όμως, που έλυσε το θέμα με την εφορία, τους πήρε τηλέφωνο, πρώτα μίλησε με τη μητέρα του, που του έκανε παράπονα, ότι τους ξέχασε, στη συνέχεια μίλησε με τον πατέρα του, για την ομάδα τους και για τις ασχολίες του γέροντα, που όλο και κάτι έβρισκε να μαστορέψει. Μιλώντας κατευθύνθηκε προς το μανάβικο, που συνήθιζε χρόνια να ψωνίζει κάποια βιολογικά προϊόντα, πριν ακόμα γίνουν της μόδας τα βιολογικά. Εκεί έπιασε και πάλι κουβέντα με το μανάβη και εν συνεχεία με τις υποδείξεις του τελευταίου επέλεξε, κάποια εδέσματα της μητέρας φύσης. Προτιμούσε τα ελληνικά προϊόντα, λόγω συνήθειας, αλλά δεν έλεγε όχι και σε κάποιο εξωτικό φρούτο, και δοκίμαζε κάθε φορά διαφορετικό, μέχρι που κατέληξε σε κάποια που του άρεσαν ιδιαίτερα. Πάντα ήθελε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό είτε αυτά ήταν φρούτο, ή μπίρα, ή κρασί, που σχεδόν είχε δοκιμάσει όλων των χωρών. Εκείνη τη στιγμή μέσα στο μανάβικο κι εντελώς ξαφνικά η όρεξη του ζήτησε ψάρι, υπήρχαν κάποια ψαράδικα στην περιοχή, αλλά δεν τον έλκυε κάτι να κάτσει σε αυτήν, παρά μόνο να περιπλανηθεί, να αγοράσει κάτι σαν περαστικός και να φύγει. Ο Πειραιάς ήταν το ιδανικό μέρος, είχε μήνες να κατέβει, σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο. Είχε άδεια, οι κύριες υποχρεώσεις του είχαν τελειώσει κι άλλωστε ήταν νωρίτερα από την ώρα, που θα σχολούσε. Στο σπίτι δεν τον περίμενε κανένας εκείνη τη μέρα. Βούρ για Πειραιά σκέφτηκε, πήρε τις τσάντες υπό μάλης, μπήκε στον ηλεκτρικό, την πράσινη γραμμή και έφτασε στο μεγάλο λιμάνι της χώρας, σταμάτησε ένα ταξί και έφτασε εκεί που στα νιάτα του σύχναζε, όχι ότι ήταν τώρα γέρος δηλαδή. Έκατσε σε ένα τραπεζάκι για δύο, έβαλε τις τσάντες στην μία καρέκλα, έκατσε στην άλλη και άνοιξε την εφημερίδα του, περιμένοντας το γκαρσόνι να του πάρει παραγγελία. Την εφημερίδα παρεμπιπτόντως την πήρε στο διάστημα που περίμενε τον ηλεκτρικό στην Ομόνοια, αλλά δεν είχε προλάβει να τη διαβάσει.

Το γκαρσόνι ήρθε στο τραπέζι του και αντάλλαξαν μερικές κουβέντες μαζί με την παραγγελία, ο υπολογιστής έπαιζε κάποιες παλιές λαϊκές επιτυχίες, ενώ το τζουκ μποξ που υπήρχε στο μαγαζί, απλά κοσμούσε τον χώρο, ως μία vintage αντίκα. Άρχισε να τρώει αργά τα ψαράκια, αγναντεύοντας τη θάλασσα χαμένος σε διάφορες σκέψεις, χωρίς να ακούει τη μουσική, που έπαιζε στο χώρο. Πιο πολύ μάλλον ένας άλλος ρυθμός έντυνε τις σκέψεις του, ασυναίσθητα, ο ρυθμός από το τραγούδι που είχε ακούσει το πρωί απ’ τα χείλη του κούριερ. Ακόμα κι όταν τέλειωσε το γεύμα του, συνέχιζε να χαζεύει τη θάλασσα, κουνώντας ρυθμικά το πόδι του, χωρίς να προσέχει πως μια κοπέλα από το απέναντι τραπέζι, τον κάρφωνε με το βλέμμα της. Κάποια στιγμή ένιωθε το βλέμμα της να πέφτει, έντονο πάνω του. Γύρισε προς το μέρος της και τη χάζεψε. Ήταν αρκετά μικρότερή του, και σίγουρα έμοιαζε παράταιρη στην παρέα της, που οι γυναίκες ήταν περισσότερες από τα αγόρια. Είχε μια παράξενη θλίψη το βλέμμα της, και τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω του. Ίσως της άρεσε, δεν ήταν δα και του πεταματού, ίσως η παρέα της την έκανε να πλήττει, οπότε προτίμησε να κοιτάει αυτόν, ίσως να ήθελε με κάποιον τρόπο να ήταν μαζί του κάπου αλλού, ή απλά να μην είχε να κοιτάξει κάτι καλύτερο, την κοίταξε κι εκείνος για λίγο και μετά έστρεψε το βλέμμα του αλλού, θυμήθηκε τη συμβουλή του παππού του, ότι δεν έπρεπε να φλερτάρει μια γυναίκα που συνοδεύεται.

Ο ήλιος εκείνη τη μέρα είχε κυριαρχήσει, ήξερε πως έπρεπε να φύγει, αν ήθελε να προλάβει το Θόδωρο στο κουρείο του, οπότε έκλεψε λίγα λεπτά ακόμα κι ύστερα, αφού πλήρωσε και έριξε μια τελευταία ματιά στην κοπέλα, που θα τον συνόδευε στη σκέψη του ως το σταθμό, έφυγε ήσυχα από το μαγαζί, όπως είχε έρθει.

Στο σταθμό, ο κόσμος ήταν πολύς, αλλά βρήκε μια θέση στο παράθυρο να κάτσει, χαζεύοντας σε όλη τη διαδρομή τη μια περιοχή μετά την άλλη. Ήταν ωραία τα ταξίδια με τα τραίνα, ακόμα και με τον Ηλεκτρικό, θα προτιμούσε βέβαια να έκανε το ταξίδι Αθήνα - Θεσσαλονίκη, η ακόμα καλύτερα να ταξίδευε με τον υπερσιβηρικό από τη Μόσχα, μέχρι το Βλαδιβοστόκ ή να ταξιδέψει με κάποιο από τα υπερσύγχρονα τραίνα της Ιαπωνίας, που είχε δει αρκετές φορές σε ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, όμως κι αυτό εδώ το σύντομο ταξίδι με τον Ηλεκτρικό ήταν ότι έπρεπε για εκείνον, τη μέρα αυτή.

Ήθελε ακόμα μερικές στάσεις για να κατέβει, όταν ένας κύριος μπήκε στο βαγόνι του κι άρχισε να ψιλομουρμουρίζει το τραγούδι, που είχε ακούσει το πρωί,

 

Γιατί το βήμα το δικό σου περιμένω

μ’ ένα ποτήρι απ’ την ανάσα μου θαμπό

ακούω την πόρτα να χτυπάει και σωπαίνω

γιατί απόψε θέλω απ’ όλους να κρυφτώ.

 

Κοίταξε παραξενεμένος το συνεπιβάτη του, με τρόπο που έκανε εκείνον να αντιληφθεί το βλέμμα του παρατηρητή, κι επειδή νόμισε πως επειδή τραγούδαγε μέσα στο τραίνο τον κοίταξε παράξενα, σιώπησε μη συνεχίζοντας το τραγούδι του. Αυτό θα το συνέχιζε όταν θα κατέβαινε, στο τέρμα της διαδρομής στην Κηφισιά. Μα τι συμβαίνει σήμερα αναρωτήθηκε, όλοι όσοι βιώνουν ένα δύσκολο έρωτα, βγήκαν στους δρόμους. Από την άλλη σκέφτηκε πως όλοι οι έρωτες είναι δύσκολοι. Όμως πάλι αυτός γιατί τραγούδαγε το εν λόγω, τραγούδι, όπως θα έλεγε και στην υπηρεσία του. Αφού δεν υπήρχε  κάποιος λόγος. Κι όλοι αυτοί είχαν κάποιο κοινό μεταξύ τους; Μήπως άκουσαν το τραγούδι στο ραδιόφωνο, μήπως κάποιος τηλεοπτικός σταθμός είχε αφιέρωμα στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, ή στη Χαρούλα Αλεξίου. Ας είναι. Σταμάτησε τις σκέψεις του, για να μην μπερδευτεί και χάσει το σταθμό του, άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά, που οι σκέψεις θα τον οδηγούσαν να κατέβει αλλού. Κι ούτε ήξερε πως ο τραπεζικός υπάλληλος κατέβηκε στη στάση, που επιβιβάστηκε ο τελευταίος τροβαδούρος του τραγουδιού, κι όταν διασταυρώθηκαν στην υπόγεια διάβαση, κάτω από το σταθμό του χάρισε το τραγούδι, δίχως να το χάσει ο ίδιος. Τελικά το τραγούδι ίσως είχε ταξιδέψει πολύ περισσότερο από τον ίδιο, εκείνη την ημέρα.

Βγήκε από το τραίνο και στη συνέχεια από το σταθμό και κατευθύνθηκε προς την αντίθετη πλευρά της πόλης, από αυτήν που βρισκόταν το σπίτι του, θέλοντας να προλάβει ανοιχτό τον Θόδωρο, και το κουρείο του. Δεν σταμάτησε πουθενά, μήτε στο παρκάκι, μήτε έξω από το περίπτερο, του γνωστού του, παρά καρφί έφτασε στο κουρείο, που βρισκόταν ο Θόδωρος με έναν πελάτη. Βλέποντάς τον ο τελευταίος του έκανε νόημα να περάσει.

«Πρόλαβα, του είπε ανακουφισμένος».

«Δεν πρόλαβες, μου ήρθες πάλι κατόπιν εορτής και θα πάω σπίτι μου μια ώρα αργότερα»,  σχολίασε ο κουρέας, «αλλά τι να κάνω που είσαι φίλος μου».

«Να έρθω άλλη μέρα;»

«Όχι βέβαια, γιατί όποτε και να έρθεις, καθυστερημένος θα είσαι. Δεν μ’ αφήνεις να πάω στη γυναικούλα μου μια ώρα νωρίτερα. Αλλά μιας και είσαι φίλος. Καλά δεν τα λέω;» ρώτησε τον κύριο, που βρισκόταν στην καρέκλα του.

«Καλά, καλά», συμφώνησε εκείνος χαμογελώντας. Άλλωστε σε κάποιους επαγγελματίες, όταν μάλιστα βρίσκεσαι στα χέρια τους, οι αντιρρήσεις δεν ωφελούν.

Κι ο γνωστός μας κύριος δεν έδωσε συνέχεια στη συζήτηση, παρά μόνο πήρε μια εφημερίδα από το τραπεζάκι κι άρχισε να την ξεφυλλίζει. Ο κουρέας από την μεριά του, έβαλε όλη του τη μαεστρία, σαν τον καλλιτέχνη, που σκαλίζει ένα γλυπτό, μετακινούταν με χάρη και ταχύτητα από πλευρά σε πλευρά και τακτοποιούσε το κεφάλι του πελάτη του, που δεν ανησυχούσε πια, αφού χρόνια εμπιστευόταν τον ίδιο κουρέα, όπως κάνουν οι περισσότεροι, με τα ευγενή επαγγέλματα του γιατρού, του κουρέα και του χασάπη. Ακόμα κι αν δεν το αξίζουν. Είναι ίσως απλά ένα ψυχολογικό θέμα εμπιστοσύνης. Κάτι σαν το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Αφήνονται στα χέρια του πρώτου επαγγελματία, που θα τους αναλάβει σαν τους ερωτευμένους, μην ψάχνοντας για άλλον. Λες και τον επιφορτίζουν με κάποιο είδος ευθύνης, που ο επαγγελματίας λόγω ευθιξίας, θα αναλάβει.  Ο κουρέας συνεχίζοντας το έργο του, άρχισε να σφυρίζει έναν σκοπό, που δεν χρειαζόταν πια ο πελάτης με την εφημερίδα στα χέρια, να μαντέψει ποιος είναι κι άρχισε κι αυτός να τον συνοδεύει με πιο απαλά σφυρίγματα, δίνοντας μεγαλύτερο θάρρος στον κουρέα, να πιάσει το τραγούδι. Άλλωστε ήταν καλλίφωνος, και ουκ ολίγες φορές μαζί με το ψαλίδι και την χτένα, συνδύαζε και το τραγούδι πάνω από το κεφάλι του πελάτη του. Κι αυτή τη φορά, παράτησε το λαϊκό ρεπερτόριο, για κάτι πιο έντεχνο.

 

Γιατί δεν τους αντέχω, ζευγαρωμένους

και εγώ να μην έχω τα χέρια σου να γείρω.

Τι θέλω εγώ με τόση αγάπη γύρω.

 

Το κέφι είχε φτιάξει σε όλους, μέσα στο κουρείο ο γνωστός μας κύριος, κρατούσε το ρυθμό, ο κουρέας τραγουδούσε και ο  έτερος πελάτης, χτυπούσε απαλά το πόδι του, στο πάτωμα.

«Είδατε διασκέδαση; Όχι παίζουμε… και κούρεμα και ψυχαγωγία».

Γέλασαν και οι τρεις τους, δίχως άλλο. Ο κουρέας, πήρε την πούδρα κι εκείνη τη σκληρή βούρτσα και καθάρισε το σβέρκο του πελάτη του, έστρωσε λίγο με τα δάχτυλά του, τα μαλλιά στα σημεία, που έκαναν του κεφαλιού τους και με μία επίδειξη δεξιοτεχνίας, ξεκούμπωσε την ποδιά που βρίσκονταν στο λαιμό του πελάτη του, και την τίναξε στον αέρα σαν άλλος ταυρομάχος, ξεχνώντας όμως να φωνάξει. Όλε!

«Που το άκουσες αυτό το τραγούδι;» ρώτησε τον κουρέα, ο οποίος τακτοποιούσε τον πάγκο του.

«Ποιο; Αυτό που έλεγα πριν;… Δε θυμάμαι, ίσως στο ραδιόφωνο. Μπορεί να μου ’ρθε κι αυθόρμητα. Ωραίο ε;» Συνέχισε κομπάζοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι.

Ο προηγούμενος πελάτης πλήρωσε, και πήγε να πάρει το πανωφόρι του, για να φύγει, ενώ ο νέος βρισκόταν ήδη στην καρέκλα του Θόδωρου. Τότε και πριν ακόμα ανοίξει την πόρτα να φύγει κι αφού σήκωσε το χέρι του, συνέχισε το τραγούδι, ακριβώς από εκεί που είχε σταματήσει .

 

Γιατί θα τους ζηλεύω

και το δικό σου χάδι θα γυρεύω.

Κορμί στους πέντε ανέμους

τι θέλω εγώ με τους ερωτευμένους.

 

Μάλιστα το μισό τραγούδι, το είπε μέσα στο μαγαζί, κάνοντας τον κουρέα, να τον συνοδεύσει, ακόμα κι όταν η φωνή του ακουγόταν έξω από την τζαμαρία του καταστήματος, και στη συνέχει ο κουρέας, ξεκίνησε να σμιλεύει το νέο του γλυπτό, ενώ σφύριζε τον προαναφερόμενο ρυθμό. Και πραγματικά είχε ξεχάσει, πως εκείνη τη ημέρα το τραγούδι αυτό μπήκε στο κουρείο του, από έναν πελάτη, ο οποίος το άκουσε στο σούπερ μάρκετ, αφού προηγουμένως το συγκεκριμένο τραγούδι μεταφέρθηκε εκεί, από μία κυρία, που ήταν στο Ι.Κ.Α. για τους μεγαλύτερους, Ε.Ο.Π.Π.Υ για τους νεώτερους, Π.Ε.Δ.Υ., για κανέναν, και ποιος ξέρει πως αλλιώς μετά τις ονομαστικές μεταρρυθμίσεις της υγείας στην Ελλάδα. Όταν η κυρία αυτή βρέθηκε εκεί με έναν από τους πελάτες της τράπεζας.

Στη συνέχεια οι δυο άντρες, συνομίλησαν για λίγο για την πολιτική και κάποια έργα, που έγιναν τελευταία στην γειτονιά και αφού έκαναν μερικά χωρατά, ο ένας έφυγε για το σπίτι του κι ο άλλος συμμάζεψε κι αυτός γρήγορα για να πάει στη γυναικούλα του.

Τελικά σε αυτή του την άδεια, έκανε αρκετές δουλειές σκέφτηκε. Σε λίγο το φως της ημέρας θα εξαφανιζόταν από την πόλη του κι εκείνος, κουμπώνοντας το παλτό του, κι έχοντας στα χέρια του την εφημερίδα και τα ψώνια της μαναβικής, κατευθύνθηκε προς τον δρόμο του, από την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είχε κάνει το πρωί. Δεν άκουσε κανέναν άλλον να τραγουδάει το συγκεκριμένο τραγούδι, όμως σκέφτηκε πως είχε πλάκα αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα, Πέρασε πάλι από τον σταθμό, πέρασε έξω από την κλειστή πια τράπεζα, πέρασε από τον κήπο του φίλου του και διέσχιζε και πάλι το πάρκο, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Δε συνάντησε κανέναν, που να είχε τη διάθεση να τραγουδήσει. Αρκετά για σήμερα, άλλωστε πόσες πιθανότητες υπήρχαν, λίγα μέτρα είχαν μείνει μέχρι να φτάσει στο σπίτι του. Ένα μηχανάκι διέσχισε βιαστικά το δρόμο, περνώντας ξυστά από δίπλα του. Κοντοστάθηκε ακούγοντας το θόρυβο της μηχανής, ένα κουδούνι χτύπησε κι άκουσε και πάλι κάτι γνώριμο.

Γιατί δεν τους αντέχω, ζευγαρωμένους

 και εγώ να μην έχω τα χέρια σου να γείρω.

Τι θέλω εγώ με τόση αγάπη γύρω.

 

Ο τραγουδιστής ήταν το ίδιο φάλτσος, όπως και ο πρωινός, προχώρησε προς το μέρος, που ακουγόταν το τραγούδι, παρεκκλίνοντας για λίγο από την πολυκατοικία του. Μια πόρτα έκλεισε απότομα, αφού ήταν υπερβολικά λαδωμένη και ένα  μηχανάκι πήρε μπρος. Ένας κούριερ ή απλά ταχυδρόμος για τους παλιούς, πέρασε μπροστά του, κλείνοντάς του το μάτι. Δεν θυμόταν αν ήταν αυτός που άκουσε το πρωί,  δεν ήξερε αν τραγούδαγε το τραγούδι όλη μέρα, ή το άκουσε από τον πελάτη του κουρείου, που έφυγε πριν  από αυτόν ή από κάπου αλλού, κατάλαβε όμως τη δύναμη που έχουν τα τραγούδια, περισσότερο από τον πεζό λόγο και πως μπορούν να ταξιδέψουν μέσα στην ίδια πόλη ή κι έξω από αυτήν, ακόμα και σε ολόκληρη την υφήλιο, ακόμα και χωρίς μέσα μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας. Φτάνοντας σπίτι θα αναζητούσε το cd ή θα έβρισκε το τραγούδι στο διαδίκτυο να το ακούσει ολοκληρωμένο. Αν και καθόλου δεν τον χάλασε η ειλικρινής ερμηνεία ταλαντούχων και μη ερμηνευτών.

Αύριο θα ξημέρωνε μιαν άλλη μέρα και θα ήταν ευκαιρία να διαδοθεί και να κάνει το οδοιπορικό του ένα άλλο τραγούδι, ή και το ίδιο, όπως κάνουν άπειρα τραγούδια εδώ και χρόνια. Για την ώρα κι ο ίδιος, αφού είχε πάρει το O.K. από τον κούριερ, πήρε και το τραγούδι από εκεί που το άφησε ο τελευταίος του ερμηνευτής, και έφτασε στο σπίτι του.

Γιατί θα τους ζηλεύω

και το δικό σου χάδι θα γυρεύω.

Κορμί στους πέντε ανέμους,

τι θέλω εγώ με τους ερωτευμένους.

 

*Το τραγούδι, που έκανε το δικό μας οδοιπορικό είναι «Οι φίλοι μου χαράματα», από τον δίσκο της Χάρις Αλεξίου, «Ως την άκρη του ουρανού σου»,  σε στίχους και μουσική της ίδιας της ερμηνεύτριας.

 

Διαβάστε επίσης διηγήματα του ίδιου στο ArtScript: