Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

 

 

   Οι περισσότεροι άνθρωποι γεννήθηκαν για να ζήσουν τη ζωή, στο βαθμό τουλάχιστον που τους το επιτρέπουν οι υποχρεώσεις τους, όμως κάποιοι άνθρωποι είναι γεννημένοι για να γράφουν για τη ζωή, δεν ξέρω που ακριβώς χάσαμε τον δρόμο μας στην πορεία και θεωρήσαμε ότι η ζωή πρέπει να καταγραφεί αντί να βιωθεί… καλυμμένοι πίσω από τα φρούρια μας που είναι χτισμένα από τόμους βιβλίων, ξεχνιόμαστε με το να ονειρευόμαστε άλλους κόσμους και ξένες ζωές. Αξιολύπητο θα σκέφτεστε κάποιοι, μπορεί, ποιος ξέρει, όμως κάτι που φαίνεται ακατόρθωτο στην πραγματική ζωή, στη μυθοπλασία μπορεί να αποδειχτεί τόσο ‘‘εύκολο’’!!! Όχι ότι η κατηγορία των γραφιάδων αποδεικνύεται πάντα ως ένας εύσπλαχνος δημιουργός, που προσφέρει τα πάντα απλόχερα στο δημιούργημα του, πολλές φορές βάζουμε στοίχημα μαζί του και του κάνουμε τη ζωή σκέτη κόλαση, πόσες φορές δεν τον φέραμε στο χείλος της καταστροφής, πόσες φορές δεν τον σπρώξαμε να πέσει στο γκρεμό, χωρίς κανένας Από μηχανής Θεός να τον γλιτώσει την τελευταία στιγμή. Κι έτσι πορευόμαστε στη ζωή εμείς που αποφασίσαμε ότι είναι προτιμότερο να καταγράφουμε τις διάφορες πτυχές της από το να ζούμε τη δική μας.

    Κι αν οι υπόλοιποι δεν ξέρουνε ποια ακριβώς στιγμή χάσανε τον δρόμο τους και προτίμησαν να γίνουνε ‘‘γραφιάδες’’ αντί ‘‘χαρακτήρες’’, έχοντας εκείνοι όλο τον έλεγχο στις ξένες ζωές, εγώ ξέρω ότι ήμουν καταδικασμένη από παιδί να πέσω στην παγίδα της γραφής. Ήταν πολύ ευχάριστο για μένα να καταπιάνομαι με χαρακτήρες, θυμάμαι μαθήτρια του γυμνασίου, κι ενώ κλεινόμουν στο δωμάτιο μου να διαβάσω τα μαθήματα του σχολείου, έπαιρνα ένα τετράδιο και ξεκίναγα να γράφω, η ‘‘ιδιαιτερότητα’’ των γραφτών μου αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι, ήταν ότι δεν καταπιανόμουν με περιγραφές, ο βαθμός ‘‘σχιζοφρένιας’’ μου δε μου το επέτρεπε, προτιμούσα να γράφω απευθείας τους διαλόγους.  Οι ήρωες μου ερωτοτροπούσαν, καυγάδιζαν, επαναστατούσαν, συμβιβάζονταν (κάπως πιο σπάνια, όμως συνέβαινε) ’καναν όνειρα και μαζί τους κι εγώ.

    Η πρώτη που διάβασε κείμενο μου ήταν η φιλόλογος μου στη δευτέρα Γυμνασίου, ήταν ένα επαναστατικό κείμενο γεμάτο αυτοθυσία που αναφερόταν σε μια ομάδα παιδιών που ήθελαν να φέρουν την ανεξαρτησία στην πατρίδα τους, καθώς ένας δικτάτορας είχε απαγορεύσει κάθε μορφή ελευθερίας στη μικρή χώρα τους. Πρέπει να παραδεχτώ ότι η αντίδραση της καθηγήτριας μου με είχε απογοητεύσει, ήταν δύσκολο για ένα παιδί αρκετά συνεσταλμένο όπως ήμουν εγώ μαθήτρια να εμπιστευτώ κείμενο μου σε άλλο πρόσωπο να το διαβάσει και να το αξιολογήσει. Η καθηγήτρια μου πάνω απ’ όλα παιδαγωγός πέρασε το κείμενο από κόσκινο προσπαθώντας να αντιληφθεί τους ψυχολογικούς παράγοντες τους οποίους οδήγησαν ένα παιδί λίγο πριν τα δεκατέσσερα να καταπιαστεί με το αντίστοιχο θέμα την στιγμή που θα έπρεπε να αλλάζει τις κούκλες της ρούχα από την πλούσια γκαρνταρόμπα της Bi bi bo. Για την αξία (ανύπαρκτη ή υπαρκτή) του κειμένου δεν έκανε κανένα σχόλιο, αφού μου έκανε διάφορες ερωτήσεις, τις οποίες τις βρήκα τουλάχιστον παράλογες και απαράδεκτες, αναγκάζοντας με να είμαι σε συνεχή άμυνα στη συζήτηση μας, στο τέλος μου παρέδωσε το κείμενο και μου είπε να το κρατήσω και αργότερα θα του έκανα τις απαραίτητες διορθώσεις, αποτέλεσμα να πετάξω το τετράδιο στον πρώτο κάδο σκουπιδιών που βρήκα έξω από το σχολείο. Οι πρώτοι μου επίσημοι ήρωες κατέληξαν στη χωματερή.

    Ήταν αρκετή όμως αυτή η αντίδραση της καθηγήτριας μου να με κάνει να σταματήσω να γράφω; Ξέρετε ήδη την απάντηση. Και βέβαια Όχι! Η γραφή για μένα ήταν σκέτο αλκοολίκι χωρίς αυτή δεν μπορούσα να ζήσω ,εκτός από σύντομα χρονικά διαστήματα, όταν δηλαδή ήμουνα ερωτευμένη και δεν είχα ενδιαφέρον για τίποτε περισσότερο από το αντικείμενο του πόθου μου. Φυσικά και εκεί καταπιανόμουν προφορικά με διαλόγους τύπου τι θα του πω και τι θα μου απαντήσει και σκάρωνα ολόκληρους διαλόγους, μέχρι που συναντιόμασταν από κοντά ή μιλούσαμε στο τηλέφωνο και ο ζωντανός πλέον ήρωας μου, μου τα έκανε τουλάχιστον μούσκεμα αφού απαντούσε άλλα γι άλλα. Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι πολλές φορές μπήκα στον πειρασμό να του στείλω γραπτώς το σενάριο της συζήτησης μας, ώστε να εγκαταλείψει τον αυτοσχεδιασμό, που ούτως ή άλλως δεν του έβγαινε. 

    Όποτε λοιπόν πέρναγε το γερό μπουρίνι του πρώτου σταδίου του έρωτα ριχνόμουν και πάλι με τα μούτρα στους ήρωες μου και στους διαλόγους τους. Γύρω στα δεκαοχτώ αγόρασα κάποια βιβλία για την ορθή γραφή σεναρίου. Η αλήθεια είναι ότι δεν πολυγουστάρω τα καλούπια που προσπαθούν να βάλουν ακόμα και τη γραφή, έτσι πρέπει να γράφεις κι όχι αλλιώς, είναι λάθος. Όχι ρε φίλε, δεν είναι λάθος. Ο καθένας εκφράζεται με τον δικό του τρόπο, αλλιώς όλοι θα γράφουν πανομοιότυπα, ήδη η τηλεόραση και ο κινηματογράφος είναι γεμάτα με παρόμοια σενάρια. Και στην τελικά ποιος έμαθε στον Ίψεν και στο Σαρτρ να γράφουν, σε ποια σχολή πήγε ο Στρίντμπεργκ και ο Καμί. Προς θεού δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ τη σύγκριση των δικών μου κειμένων με εκείνων, δε μου αρέσει να βλασφημώ, όμως εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι μπορεί και η δική μας εποχή να γεννήσει κάποιο Λογοτεχνικό Μεγαλείο και όσοι έχουν παρωπίδες να προσπαθήσουν να το βάλουν σε καλούπια και να το αποπροσανατολίσουν, και να αργήσει να βρει τον δρόμο του. Πόσος χαμένος χρόνος για μια μεγάλη μορφή και τη λογοτεχνία!

    Μέχρι τότε οι διάλογοι μου ήταν απλά διάλογοι, έρεαν χωρίς να χωρίζονται πουθενά. Πήρα και εγώ ένα δυο βιβλία για να δω που θα μπορούσε να ανήκει το κάθε κείμενο, να κάνω την αντίστοιχη επεξεργασία και ύστερα ξεκίνησα να τα χωρίζω σε θεατρικά ή σε σενάρια κινηματογραφικά, δεν μπορούσα να τραβάω εις μάκρος τους διαλόγους. Όλα έπρεπε να έχουν ένα τέλος και τα δικά μου υπολογίζοντας με την τάδε γραμματοσειρά στις συγκεκριμένες στιγμές ’βγαιναν στο δίωρο. Ό,τι με αντιπροσώπευε δηλαδή.

    Γύρω στα εικοσιτρία γνώρισα ένα σπουδαστή του εθνικού θεάτρου, ο ενθουσιασμός μου ήταν τουλάχιστον υπέρμετρος, μέχρι στιγμής είχαν διαβάσει διάφοροι φίλοι και συγγενείς τα κείμενα μου, εξαιρώντας τη δυσάρεστη εμπειρία του γυμνασίου, και τα είχαν βρει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και κάποια ευχάριστα. Όμως ένας υποψήφιος ηθοποιός ο οποίος είχε διαβάσει πολλά βιβλία λόγω των σπουδών του η γνώμη του σίγουρα θα μετρούσε παραπάνω. Δυστυχώς για μένα με είχαν πιάσει οι ντροπές και δεν ήξερα πώς να του το φέρω και να του ζητήσω την γνώμη του για κάποιο απ’ όλα. Άλλωστε δεν ήμασταν και στενοί φίλοι απλά γνωστοί. Έπρεπε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος για να του το ζητήσω. Εκείνος με ευγένεια δέχτηκε και έτσι του έδωσα το κείμενο μου δακτυλογραφημένο. Ήταν ένα κείμενο πολύ προσωπικό το οποίο είχα γράψει μέσα στην τρέλα του έρωτα, καθώς με τον πραγματικό ήρωα του έργου από την αρχή τα κάναμε όλα ανάποδα με αποτέλεσμα παρά τα αισθήματα μας και με κύριο οδηγό τον εγωισμό μας να χάσουμε τα αυγά και τα πασχάλια, το φινάλε του βιβλίου βέβαια ήταν αυτό που επιθυμούσα και όχι ότι πράγματι συνέβη. Ο σπουδαστής το διάβασε και συναντηθήκαμε σε ένα καφενεδάκι φοιτητών στα Εξάρχεια για να μου πει την γνώμη του και να μου επιστρέψει το κείμενο. Δεν ξέρω αν απλά ήθελε να είναι ευγενικός ή αν όντως του άρεσε το κείμενο αλλά έκανε μια καλή κριτική, φυσικά ένιωσε υποχρεωμένος να κάνει κάποιες διορθώσεις και να αλλάξει το κείμενο σε κάποια σημεία, δεν ήταν κάτι που με ενόχλησε, αντιθέτως ένιωσα ότι πήρε στα σοβαρά τη δουλειά μου. Κοιτώντας το θεατρικό μου με τις διορθώσεις του τόλμησα να τον ρωτήσω κάνα δυο πρακτικά σημεία για να εισπράξω την απάντηση «Μήπως εγώ θα το παίξω;» και ύστερα πάλι «Μήπως εγώ θα το σκηνοθετήσω!»… κι όλα αυτά με οδήγησαν στην σκέψη ότι μάλλον δεν άξιζε το κείμενο μου όπως από ευγένεια ισχυριζόταν. Αποκαρδιωμένη σταμάτησα να του θέτω ερωτήσεις για το κείμενο και μείναμε για λίγο να λέμε τα νέα μας. Τελικά σηκωθήκαμε να πάμε ως τον σταθμό του τρένου με τα πόδια, υιοθετώντας ένα ύφος πολλών καρδιναλίων, την ώρα που αποχωριζόμασταν μου έδωσε μια συμβουλή για να μου κόψει εντελώς τα γόνατα ή στη δική μου περίπτωση τα φτερά της δημιουργίας.

    -Πάντως είναι προτιμότερο να ξεκινήσεις να γράφεις άλλου είδους κείμενα.

    -Δηλαδή; Τον ρώτησα με ειλικρινή απορία.

    -Μην γράφεις θεατρικά, να γράφεις μυθιστορήματα, νουβέλες.

    -Γιατί;

    -Γιατί ένα μυθιστόρημα ακόμα και ένας άνθρωπος να βρεθεί να το διαβάσει θα έχει εκπληρώσει τον στόχο του, ενώ το θεατρικό κείμενο για να εκπληρώσει τον σκοπό του πρέπει να γίνει παράσταση. Καλύτερα να μου είχε επιτεθεί με μια κατσαρόλα με καυτό νερό παρά με αυτά του τα λόγια και το χειρότερο ήταν ότι όσο το έβαζα κάτω και το σκεφτόμουν, μου φαινόταν ότι είχε δίκιο, σε βαθμό να πάθω εμμονή. Γύρισα σπίτι και παράτησα τις δακτυλογραφημένες σελίδες στο γραφείο μου, ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι και έμεινα να κοιτάω τις γωνίες από το ταβάνι. Την επόμενη στιγμή πετάχτηκα όρθια και ξεκίνησα να μετατρέπω το θεατρικό σε νουβέλα, τρεις ώρες πάλευα χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Τελικά παραιτήθηκα. Ό,τι είχε γραφτεί θα έμενε όπως είχε, την επόμενη ιδέα μου όμως θα την ξεκινούσα ως νουβέλα, άλλωστε ποιος είπε ότι η νουβέλα δεν περιλαμβάνει διαλόγους. Όπως ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές χώρου, συναισθημάτων, ακόμα και ρούχων, ο τρόπος που κινούνταν τα πρόσωπα ήταν μια κουραστική διαδικασία γεμάτη σάλτσες μήπως και αποφευχθεί η εικόνα του σεναρίου.

    Πλέον τα κείμενα μου δεν έβγαιναν αβίαστα, αλλά με μεγάλο κόπο, αλλά δεν μπορούσα και να τα εγκαταλείψω, αν και θα ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεκινήσω να ζω και να σταματήσω να είμαι γραφιάς της ζωής όπως πάντα με χαρακτήριζα χαριτολογώντας. Πάλη για μένα και κατάρες για τον άνθρωπο που μου χάρισε μεγαλύτερη απογοήτευση με τις θεωρίες του, από τον ήρωα του θεατρικού μου που του είχα εμπιστευτεί. «Θα τα καταφέρω!» έλεγα κάθε φορά που ένιωθα να λιποψυχώ και έπεφτα με τα μούτρα στη δουλειά. «Ίσως να βρεθεί κάποιος εκδοτικός να μου το εκδώσει και να αρχίσω να βγάζω λεφτά, γιατί αν περιμένω να κερδίσω χρήματα από το θέατρο ή να γίνει κάποιο σενάριο μου ταινία σώθηκα, πιο πιθανό να πληρώσω παρά να πληρωθώ για τον κόπο μου». Και πείσμωνα και συνέχιζα και μετέτρεπα ιδέες 100 % καθαρές για σενάρια ή θεατρικά σε μυθιστορήματα. Μα ποτέ δεν έμενα ικανοποιημένη.

    Στο δρόμο της λύτρωσης θα με έβαζε ένα δικό μου πρόσωπο. Με τον ξάδερφο μου είχαμε σχεδόν μεγαλώσει μαζί, αν και ήταν γύρω στα πέντε χρόνια μικρότερος μου. Ήταν σπουδαστής στο τελευταίο έτος μιας σχολής σκηνοθεσίας. Για να πάρει το χαρτί έπρεπε να παραδώσει ένα ταινιάκι μικρού μήκους, από αυτό θα βαθμολογούταν και θα ήταν πια σκηνοθέτης, έτοιμος να πάει να δουλέψει σε παραγωγές ως βοηθός, μπούμαν ή φροντιστής. Έτσι θα αποκτούσε τις γνωριμίες που χρειαζόταν θα μάθαινε στην πράξη και με λίγη τύχη και κάποιον παραγωγό θα γύρναγε την πρώτη δική του ταινία κάποτε. Αυτόν αναλογιζόμουν και σκεφτόμουν πως και οι δυο μας χρόνια τρεφόμασταν με όνειρα. 

    -Τι γράφεις τώρα; Με ρώτησε καθώς ξάπλωνε στο ντιβάνι που είχα στο δωμάτιο μου.

    -Ένα μυθιστόρημα!

    -Μυθιστόρημα; Εσύ; Από πότε;

    -Μη νομίζεις ότι είναι μια ευχάριστη διαδικασία. Είπα και ξεκίνησα να του διηγούμαι για τα καθέκαστα για να καταλήξω στη συμβουλή του σπουδαστή του εθνικού.

    -Κοίτα εν μέρει έχει κάποιο δίκιο, από θεωρητικής άποψης τουλάχιστον. Όμως εσύ πότε λειτούργησες με τη λογική;

    -Συνέχεια αυτό κάνω. Απάντησα κουρασμένα.

    -Όχι στους έρωτες σου που τα θαλασσώνεις!

    -Δεν τα θαλασσώνω εγώ οι άλλοι τα θαλασσώνουν. Είπα ενοχλημένη, μιας και αυτός ήξερε για τον μαγνήτη που κουβαλούσα.

    -Θες να σου φέρω παραδείγματα.

    -Είσαι εκτός θέματος.  

    -Ξέρεις κάτι, είσαι ο λόγος που θέλησα να γίνω σκηνοθέτης. Στράφηκα και τον κοίταξα χωρίς να τον διακόψω. Διάβαζα αυτές τις ιστορίες που σκάρωνες και τις έκανα απευθείας εικόνα. Αν δεν τις έγραφες σε αποκλειστικά διαλογική μορφή δεν ξέρω αν θα μαγευόμουν στο βαθμό που συνέβη. Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκα και άνοιξα το συρτάρι του γραφείου μου, έβγαλα από μέσα το σενάριο που σκεφτόμουν να ξεκινήσω να διασκευάζω σε πεζό λόγο και του το έτεινα.

    -Παρ’ το. Μόλις με γλίτωσες από μία ακόμα περιττή δουλειά.

    Ο ξάδερφος μου το άνοιξε στην πρώτη σελίδα και διάβασε λίγες αράδες.

    -Θα σε πάρω να σου πω σύντομα. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και μετά ξεκίνησε να μου εξηγεί γιατί θεωρούσε ότι τα θαλάσσωνα. Σε αυτό είχα πολλές ενστάσεις και απαντώντας του με συγκεκριμένα επιχειρήματα και παραδείγματα κατέληξε ότι μάλλον οδηγούσα εγώ τους άλλους να τα θαλασσώνουν.

    -Πολύ παρηγορητικό! Με ανάγκασε να τον ειρωνευτώ.

    -Να μου πεις και το όνομα του ηθοποιού που σου δίνει τις ωραίες θεωρητικές συμβουλές.

    -Τι το θες;

    -Μπορεί να τον πετύχω σε κανένα γύρισμα, να μην του πω κάποια δικιά μου θεωρία.

    -Μη γίνεσαι εκδικητικός.

    Το ίδιο κιόλας βράδυ ξεκίνησα να μετατρέπω το μυθιστόρημα που έγραφα σε σενάριο. Όλα γίνονταν πλέον πιο εύκολα. Πιο δικά μου. Περπατούσα σε δρόμους που ήξερα και ήμουν ικανή με αυτό τον τρόπο να ερευνήσω μονοπάτια που δεν γνώριζα. Το ότι κάποιος ξένος είχε ασχοληθεί με τη δουλειά μου, με ανάγκαζε από σεβασμό να παραδεχτώ στον εαυτό μου κάτι που δεν ενστερνιζόμουν και το έβλεπα πλέον καθαρά. Όλα αυτά περί ολοκληρωμένου σκοπού ήταν θεωρίες. Έγραφα γιατί γινόμουν δημιουργική και αυτό μου γεννούσε ικανοποίηση και κάποιου είδους ευτυχία, μέσα στην γκρίζα ζωή της Ελλάδας που οι περισσότεροι από εμάς βιώνουμε. Σε ευχαριστώ για τις συμβουλές σου, φίλε μου ηθοποιέ, δεν μπορώ να πω πως δεν με προβλημάτισαν, και ότι δεν τους έδωσα αξία. Όμως θα συνεχίσω να κάνω αυτό που ξέρω, όπως θέλω και μπορώ. Κι ας μην γίνουν ποτέ τα σενάρια μου ταινία, ο ξάδερφος μου πάντως κράτησε το σενάριο μου στο συρτάρι του, υποσχέθηκε ότι αν καταφέρει να κάνει ποτέ δική του ταινία στις μέρες αυτές των ξεπουλημένων πολιτικών για μια θέση στις μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας θα είναι το δικό μου σενάριο. Κι αν ποτέ τα θεατρικά μου δεν ανέβουν σε παράσταση έχουν ήδη ανέβει στην σκηνή του μυαλού μου. Είναι αρκετό; Ίσως όχι! Όμως ποιος ξέρει πότε μπορεί να πέσει ένα αστέρι και εγώ να κάνω τη σωστή ευχή; Σε δέκα, είκοσι χρόνια σε κάποια άλλη ζωή. Μέχρι τότε εγώ θα γράφω κι ας πάνε χαράμι οι κόποι μου, ποιανού ανθρώπου δεν πάνε!

 

ΤΕΛΟΣ…

…ή μήπως όχι… εγώ λέω να συνεχίσω!!!

Μαίρη Β.

 

Διαβάστε επίσης: