«Ο μέντορας»
Ανδρεάνας Σαπρίκη
Άλλο ένα ξημέρωμα τον έβρισκε ξύπνιο, γερμένο στο γραφείο του, μπροστά στον υπολογιστή, με τα μάτια του να τσούζουν από την αϋπνία. Αγωνιζόταν να τελειώσει την καινούρια του συλλογή διηγημάτων. Στα σαράντα του χρόνια είχε φτάσει στην κορυφή. Κοινό και κριτικοί τον λάτρευαν. Το τίμημα, όμως, ήταν βαρύ. Όφειλε να παραμείνει εκεί για πάντα. Ήταν δέσμιος της κορυφής, η κορυφή ήταν η φυλακή του. Ίσως οι θεοί ζήλεψαν τη δόξα του και τον καταράστηκαν σαν τον Προμηθέα. Μόνο που ο γυπαετός δεν του κατασπάραζε το συκώτι, αλλά το μυαλό, έτσι ένιωθε. Ότι το μυαλό του έφθινε, στέρευε από ιδέες. «Τι άθλιο μέρος η κορυφή!» σκέφτηκε.
Την επόμενη στιγμή βγήκε στο μπαλκόνι. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι παφλασμοί των κυμάτων και το τραγούδι κάποιων τζιτζικιών που είχαν ξεχάσει ότι είναι νύχτα. Αγαπούσε αυτό το μικρό ξύλινο σπίτι δίπλα στη θάλασσα, ήταν το καταφύγιό του. Το μέρος που του χάριζε απίστευτες εμπνεύσεις.
Ένιωσε το στομάχι του να γουργουρίζει και βρέθηκε στην κουζίνα. Άνοιξε μια σακούλα τσιπς κι άρχισε να τα καταβροχθίζει με μανία. Στη συνέχεια άνοιξε ένα κουτάκι κόλα και το κατέβασε μονορούφι. Ο Κίμωνας, έτσι έλεγαν τον συγγραφέα, δεν έπινε. Ούτε κάπνιζε. Μόνος του εθισμός οι μεγάλες ποσότητες κόλα. «Είμαι η ντροπή των συγγραφέων», έλεγε χαριτολογώντας στους φίλους του. «Θα τρέμουν τα κόκαλα του Χέμινγουεϊ».
Τον τελευταίο καιρό τα βράδια έβγαινε για τρέξιμο. Ήταν ο μόνος τρόπος να καταπολεμήσει την αϋπνία. «Ποτέ μην πιστεύεις στη δυστυχία ενός ανθρώπου. Ρώτα τον αν μπορεί να κοιμηθεί. Αν η απάντηση είναι «ναι», τότε όλα είναι εντάξει», έλεγε ο αγαπημένος του Σελίν κι είχε δίκιο.
Έτρεχε μέχρι εξαντλήσεως. Κι ύστερα επέστρεφε κι έπεφτε ξερός στο κρεβάτι με τα παπούτσια. Το ίδιο έκανε κι εκείνο το βράδυ. Έτρεχε σαν τρελός μέσα στη νύχτα, σπάζοντας το κεφάλι του μήπως του κατέβει καμιά ιδέα, αλλά τίποτα. Γύρισε στο σπίτι εξαντλημένος κι έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Μια συνηθισμένη απονομή βραβείων. Ο παρουσιαστής ανήγγειλε το όνομά του. Ακούστηκαν χειροκροτήματα κι εκείνος ανέβηκε στη σκηνή να παραλάβει το βραβείο του. Καλύτερος συγγραφέας της χρονιάς στη μικρή φόρμα, σε τούτη τη μικρή χώρα. Πήρε το μικρόφωνο κι ετοιμάστηκε να ευχαριστήσει το κοινό του. Μόνο που αυτή τη φορά το κοινό ήταν κάπως διαφορετικό. Γούρλωσε τα μάτια του, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Γεμάτη η αίθουσα από σοφούς όλων των εποχών, είχαν διασχίσει αιώνες για να βρεθούν όλοι μαζί εκείνο το βράδυ στην ίδια αίθουσα. Ο Ντοστογιέφσκι συνομιλούσε ψιθυριστά με τον Πόε. Παραδίπλα ο Τζακ Λόντον μαζί με τον Όργουελ. Ο Καμί, ο Ουγκώ, ο Ουάιλντ, ο Μπαλζάκ, ο Γκαίτε, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ. Ήταν όλοι εκεί και τον χειροκροτούσαν.
Τότε ο Κίμωνας άρχισε να συρρικνώνεται, να συρρικνώνεται, ώσπου έγινε μικρός σαν κουκίδα πάνω στο σανίδι. Οι σοφοί συνέχισαν να χειροκροτούν δυνατά. Τόσο δυνατά που άρχισαν να ραγίζουν σαν κούκλες πορσελάνινες. Άρχισαν να θρυμματίζονται, ώσπου στο τέλος σκορπίστηκαν στο πάτωμα σε χιλιάδες κομμάτια. To ουρλιαχτό του διατάραξε την ησυχία του πρωινού. Ξύπνησε κάθιδρος, η καρδιά του κόντευε να σπάσει.
Οι επόμενες μέρες ήταν δύσκολες. Είναι οδυνηρό να συνειδητοποιεί κανείς ότι η κορυφή που κατέκτησε, δεν είναι παρά ένας μικρός λοφίσκος. Αστείο πράγμα! Τι ήταν αυτός μπροστά στα ιερά τέρατα της συγγραφής, στις αθάνατες πένες που με μελάνια ανεξίτηλα αποτύπωσαν όλες αυτές τις ιστορίες που ακόμη στοιχειώνουν τις μνήμες των ανθρώπων;
Τόσος κόπος για να γίνει κάποιος, για να γεμίσει τα κενά της ύπαρξής του, μιας ύπαρξης που από όταν γεννήθηκε διψούσε για αποδοχή. Τίποτα δεν του χαρίστηκε, ξόδεψε όλη του τη ζωή για να αποδείξει σε όλους ότι ήταν ικανός. Ότι μπορούσε να ξεφύγει από τον ίσκιο της μεγαλοφυΐας των γονιών του.
«Ποιος είμαι εγώ μπροστά στον Σαίξπηρ και στον Δάντη;» αναρωτιόταν και κατανάλωνε τα κουτάκια κόλα το ένα μετά το άλλο.
Το όνειρο εκείνο τον σημάδεψε. Έκοψε το τρέξιμο, δεν κοιμόταν, δεν έτρωγε, είχε γεμίσει το δωμάτιο με ζουλιγμένα κουτάκια κόλα, και άδειες σακούλες σνακ. Έπρεπε να γράψει κάτι μεγάλο, του είχε γίνει εμμονή. Να βρει έναν τρόπο να κερδίσει μια θέση μέσα στο πάνθεον των σοφών. Να περάσει τα σύνορα αυτής της μικρής χώρας με το μικρό κοινό. Χρειαζόταν την αποδοχή του κόσμου ολόκληρου, ήταν επιτακτική ανάγκη να γράψει ένα μυθιστόρημα που θα τον έκανε γνωστό παγκοσμίως.
Σταμάτησε να παραγγέλνει φαγητό από την κοντινή ταβέρνα, βούλιαξε στον καναπέ και ακίνητος κοιτούσε το ταβάνι μέρες. Πού και πού ανάδευε για να τσακώσει καμιά μύγα που στριφογυρνούσε πάνω από το κεφάλι του.
«Βαρέθηκα να είμαι ο εαυτός μου», μονολογούσε ανάμεσα στις αδιάλειπτες σιωπές του.
Κι όταν έπεφτε η νύχτα άναβε τη λάμπα και συνομιλούσε με τους φόβους του. Οι φόβοι τη νύχτα, όταν είμαστε άυπνοι, εκπληρώνουν το σκοπό τους, πραγματοποιούνται και ανθίζουν.
Ώσπου ένα βράδυ πετάχτηκε από τον καναπέ βγάζοντας μια κραυγή θριάμβου. Πώς δεν το είχε σκεφτεί τόσο καιρό; Η ιδέα ήταν εκεί μπροστά του κι αυτός δεν την έβλεπε. Θα έκανε στην ανθρωπότητα το μεγαλύτερο δώρο. Αυτός, ένας βιρτουόζος του διηγήματος, θα έπαιρνε κάποιο ογκώδες μυθιστόρημα που κανείς δεν μπορούσε να τελειώσει και θα το διασκεύαζε. Θα το έκανε πιο προσιτό στο κοινό. Αλήθεια, κατάφερε να διαβάσει κανείς ποτέ ολόκληρο το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Προυστ;
«Εφτά τόμοι, τρεις χιλιάδες διακόσιες σελίδες… μεγάλη η χάρη σου Μαρσέλ! Διακόσιες πενήντα σελίδες και πολύ σου είναι! Χα! Θα σε συρρικνώσω», μονολόγησε.
Δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό πώς θα κατάφερνε να καταπιαστεί με ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα. Ο καημένος ο Κίμωνας την είχε ψωνίσει!
Άρχισε να χοροπηδάει στον καναπέ χασκογελώντας σαν παιδί. Κι ύστερα καταβρόχθισε ότι φαγητό του είχε απομείνει στο ψυγείο.«Μαλάκα πατέρα! Σκόνη θα γίνεις!» έλεγε ξανά και ξανά σε ένα παραληρηματικό κρεσέντο. Την επόμενη στιγμή βγήκε από το δωμάτιο και χώθηκε στην μπανιέρα διώχνοντας από πάνω του πολλές στρώσεις λέρας.
Το επόμενο πρωί επέστρεψε στο διαμέρισμα που διέθετε στην πόλη. Χωρίς να χάσει καιρό, πέρασε από το γραφείο του εκδότη του και κομπάζοντας τού εμπιστεύτηκε τη μεγαλεπήβολη ιδέα του. Ο εκδότης ενθουσιάστηκε, άρχισε να τρίβει τα χέρια του, μια τόσο σπουδαία ιδέα θα τον έκανε πάμπλουτο.
Πέρασαν κάποιες εβδομάδες συγγραφικής αδράνειας. Επέτρεψε στον εαυτό του να ζήσει για λίγο σαν κοινός θνητός. Αναζήτηση εφήμερου sex, ξενύχτια με κολλητούς, άσκοπο scrolling στα social media.
Ώσπου μια μέρα βαρέθηκε και επέστρεψε στο μικρό ξύλινο σπίτι. Πάνω στο γραφείο τον περίμεναν οι εφτά τόμοι του Προυστ. Έπρεπε να το ομολογήσει, δεν είχε διαβάσει ποτέ ούτε μισή σελίδα. Ντροπή για έναν συγγραφέα, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Ξεκίνησε τον πρώτο τόμο και δεν του πήρε πολλή ώρα να καταλάβει ότι η μάχη με τον Προυστ ήταν άνιση. Ο άτιμος, δε διαβαζόταν με τίποτα. Άρχισε να καταριέται τους μοντερνιστές και τους καταραμένους εσωτερικούς μονολόγους τους και άνοιξε διάπλατα τα μάτια προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στο κείμενο.
Εις μάτην, τα βλέφαρα έκλειναν ερήμην του, με τίποτα δεν μπορούσε να τα κρατήσει ανοιχτά. Το επόμενο πρωί τον βρήκε να κοιμάται πάνω στην πρώτη σελίδα του πρώτου τόμου.
«Δεν πειράζει, θα το συνεχίσω το βράδυ» σκέφτηκε. Τα βράδια, όμως, έγιναν πολλά κι εκείνος με το ζόρι είχε φτάσει στη δέκατη σελίδα. Ώσπου μια νύχτα δεν άντεξε. Αλλόφρων άρπαξε τον τόμο και τον
κοπάνησε στον τοίχο. Κι ύστερα άρχισε να κλωτσά ότι έβρισκε μπροστά του βρίζοντας.
«Μαλάκα Προυστ, τι στο καλό σκεφτόσουν; Διάολε, πώς σου ήρθε να γράψεις όλες αυτές τις αηδίες; Κέικ μαντλέν και κουραφέξαλα! Πόσο φλύαρος μπορεί να είσαι; Άκου δύο χιλιάδες ήρωες! Πφφφφφ…».
«Δεν ξέρω αν είμαι φλύαρος, όμως όταν έγραφα το έργο το απολάμβανα. Εσύ; Το απολαμβάνεις;»
Σαν η φωνή να ξεπήδησε μέσα από το κεφάλι του και να του έριξε ένα δυνατό σκαμπίλι. Ο Κίμωνας για πρώτη φορά στη ζωή του ερχόταν αντιμέτωπος με την αλήθεια. Ποτέ δεν απόλαυσε το γράψιμο. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η δημοσιότητα. Βγήκε στο μπαλκόνι και έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό.
«Α ρε πατέρα, με έμαθες να είμαι πάντα ο πρώτος».
Κι ύστερα κατάλαβε. Όλες αυτές οι μορφές ήρθαν στο όνειρό του για να τον επικροτήσουν για το έργο του. Ήταν οι μέντορές του. Όλοι αυτοί του έδωσαν τα εργαλεία για να γίνει συγγραφέας. Κι αυτός, όχι
μόνο τόλμησε να συγκριθεί μαζί τους, αλλά βάλθηκε και να τους ξεπεράσει.
«Ω Θεέ μου τι ύβρη διέπραξα;» είπε και στάλες ιδρώτα άρχισαν να κυλούν στο μέτωπό του. Ένιωσε το στήθος του να σφίγγεται, του έλειπε αέρας. Με δυσκολία σύρθηκε μέσα στο σπίτι, όλα άρχισαν να γίνονται θολά. Τα πόδια του λύγισαν, έπεσε στο πάτωμα. Προσπάθησε έρποντας να πάει προς το τηλέφωνο. Ο πόνος στο στήθος μεγάλωνε κι αυτός ασθμαίνοντας τέντωσε το χέρι του. Λίγο ακόμα και θα το έφτανε.
ΤΕΛΟΣ
Διαβάστε επίσης: