Ο ΛΥΚΟΣ

 

Μερος 1ο

 

          «... κι έτσι καταλαβαίνεις ότι είναι όνειρο».

Η φωνή του συνεργάτη μου με τράβηξε από τις σκέψεις μου.

«Τι πράγμα;»

«Λέω. Έτσι καταλαβαίνεις ότι είναι όνειρο. Δεν θυμάσαι πώς άρχισε η ιστορία που ζεις. Έχει μέση, κάποιες φορές και τέλος, αλλά ποτέ δεν θυμάσαι την αρχή».

«Καλά». Και ποιά η διαφορά από την κανονική ζωή σκέφτηκα, αλλά δεν έδωσα συνέχεια. Δώσ’ του θάρρος και μπορεί να μιλάει με τις ώρες. Είχα μια νέα υπόθεση πάνω στο γραφείο μου που έπρεπε να ασχοληθώ. Ζόρικη.

Αυτού του είδους οι υποθέσεις πάντα καταλήγουν πάνω στο δικό μου γραφείο. Κανείς άλλος δεν τις θέλει. Δεν με πειράζει. Δεν λέω ότι μου αρέσει, αλλά δεν με πειράζει. Ίσως φταίει που δεν έχω πολλή φαντασία, αλλά ποτέ δεν με τρόμαξαν οι κατά συρροή δολοφόνοι. Οι συνάδελφοί μου με κοροϊδεύουν όταν νομίζουν ότι δεν ακούω. Λένε ότι είναι επειδή είμαι κι εγώ ψυχάκιας.

Ο αρχηγός με φώναξε στο γραφείο του. Δεν έκανε ποτέ εισαγωγές. Καλύτερα. Ούτε γυναίκα είχα, ούτε παιδιά για να ρωτήσει τι κάνουν. «Δώσε βάση» μου είπε. «Δεν είναι συνηθισμένη υπόθεση. Διάβασες τον φάκελο;»

«Ναι. Ο τύπος λέει ότι είναι ο Μεγάλος Κακός Λύκος. Όλοι κάτι λένε ότι είναι. Δράκοι, άγγελοι Κυρίου, η μετενσάρκωση του Τζακ του Αντεροβγάλτη, η Κυρία με τις Καμέλιες. Τι το ιδιαίτερο έχει αυτός;»

«Διάβασες για τα θύματά του;»

«Οι τρεις πρώτοι γράφει στον φάκελο ότι ήταν ευυπόληπτοι επιχειρηματίες». Όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό. Μαφία, μην αγγίζετε. «Και στις τρεις περιπτώσεις, το κτίριο όπου βρισκόταν ο καθένας ανατινάχθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Πιθανότατα πλαστικά εκρηκτικά, περιμένουμε πόρισμα από τη σήμανση. Μέχρι εδώ μοιάζουν με επαγγελματικά χτυπήματα».

«Κι εγώ αυτό σκέφτηκα. Το υπόλοιπο όμως δεν συνάδει».

«Η συνοδός ηλικιωμένων και η γριά. Η συνοδός βρέθηκε κατακρεουργημένη. Πολλαπλές εκδορές από αιχμηρό αντικείμενο. Περισσότερο παραπέμπει σε έγκλημα πάθους. Ή σε τελετουργικό. Και η γριά βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο σήψης. Ήταν καιρό εκεί νεκρή. Πως το συνδέσαμε όλο αυτό με τους άλλους φόνους;»

Ο αρχηγός σήκωσε λίγο το ένα φρύδι. «Δεν το συνδέσαμε. Δεν είχαμε καν υπόπτους. Ο τύπος ήρθε μόνος του και παραδόθηκε. Είπε ότι ήθελε να ομολογήσει».

«Οκ. Θέλει τη δόξα. Το έχουμε ξαναδεί. Που το κόλλημα; Γιατί δεν του έχουμε πάρει μια ομολογία να τελειώνουμε;»

«Εδώ γίνεται περίεργο. Ζήτησε εσένα. Ονομαστικά. Δεν δέχεται να υπογράψει ομολογία σε κανέναν άλλο».

Ένιωσα ένα μούδιασμα στην ραχοκοκκαλιά. Ο τύπος με είχε μαρκάρει, πιθανότατα με είχε μελετήσει. Οι ψυχοπαθείς είναι χειριστικοί. Το τελευταίο πράγμα που θες μαζί τους είναι να μπεις σε θέση θηράματος.

«Μάλιστα. Ωραία. Που τον έχουν;»

«Αυτό είναι το άλλο που ήθελα να σου πω. Είναι στη νοσοκομειακή πτέρυγα της ψυχιατρικής κλινικής».

«Ποιός ηλίθιος τον έβαλε εκεί; Να του στείλουμε και κάρτα που να γράφει καλή απόδραση

«Δεν πάει πουθενά. Θα γελάσεις. Είναι σε τελικό στάδιο καρκίνου. Μετάσταση σε πνεύμονα και στομάχι».

Δεν γέλασα.

--

Ενημέρωσα τον συνεργάτη μου καθ’ οδόν.

Γέλασε. «Κοίτα που θα μας την γλυτώσει, ο μπάσταρδος».

Κούνησα το κεφάλι μου.

Η νοσοκομειακή πτέρυγα του τρελοκομείου ήταν ακριβώς όπως την περίμενα. Υποφωτισμένη, βαμμένη ένα βρώμικο σιελ. Βρώμαγε αντισηπτικό και νεκρίλα.

«Στο 103» μας είπε η προϊσταμένη. Άνοιξε την πόρτα μπροστά μας και συνέχισε. Το βλέμμα της ήταν κουρασμένο. Έμοιαζε λες και αν σταματούσε να κινείται, θα κατέρρεε. Αν θες να βρεις μια δύσκολη δουλειά, δεν χρειάζεται να ψάξεις παραπέρα.

Το δωμάτιο μέσα ήταν λιτό, στα όρια της γύμνιας. Δυο καρέκλες, ένα τραπέζι. Τίποτα άλλο. Ο σωματώδης νοσοκόμος με χαιρέτησε με μια μικρή κίνηση του κεφαλιού. «Σίγουρα είμαστε στο σωστό μέρος;» με ρώτησε χαμηλόφωνα ο συνεργάτης μου.

Καθόταν μπροστά μας. Ήταν μικροκαμωμένος, ισχνός. Τα μάγουλά του ήταν βαθουλωμένα και είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Μικρό πηγούνι, μισοκαλυμμένο από το αραιό του μούσι. Έμοιαζε με κρανίο.

Μόνο το βλέμμα του ήταν ζωντανό, ένα βλέμμα σχεδόν παιδικό. Δεν το τράβηξε στιγμή από πάνω μου. Χαμογελούσε, σαν να θυμόταν κάποιο πικρό αστείο.

«Σου φαίνεται εσένα για δολοφόνος;» με ρώτησε ο συνεργάτης μου. Όχι, δεν μου φαινόταν. «Αυτοί είναι οι χειρότεροι» του απάντησα.

Τράβηξα αργά την καρέκλα και κάθισα. Δεν πρέπει να προδίδεις αδυναμία. Τον κοίταξα κι εγώ. Ψύχραιμα. «Ζήτησες να με δεις» είπα. «Εδώ είμαι».

Συνέχισε να με κοιτάζει, επίμονα, χωρίς να μιλάει. Κάτι ένιωσα να κινείται μέσα μου. Το έπνιξα. Σαν να ικανοποιήθηκε από αυτό που είδε.

«Μόνοι. Θα μιλήσουμε μόνοι» μου είπε.

Η φωνή του ήταν ήπια, σιγανή. Δεν ήταν απαίτηση. Ούτε παράκληση. Μια απλή δήλωση.

Ο νοσοκόμος πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά του έκανα νόημα με το κεφάλι ότι όλα ήταν εντάξει. Στην τελική, τα χέρια του ετοιμόρροπου ανθρωπάκου ήταν δεμένα με χειροπέδες στο τραπέζι. Έριξα ένα βλέμμα στον συνεργάτη μου. «Πάω να πάρω έναν καφέ» είπε.

Είχαμε μείνει οι δυο μας. «Λοιπόν. Ονομάζεστε...»

Με διέκοψε. «Όχι. Δεν θα δουλέψει έτσι». Μια κρίση βήχα του έκοψε στην μέση ό,τι είχε να πει. Ακουγόταν σαν κάτι να είχε σπάσει μέσα στα πνευμόνια του. Σηκώθηκα να φωνάξω τον νοσοκόμο, αλλά μου έκανε νόημα με το χέρι του να περιμένω.

«Δεν θα δουλέψει έτσι» συνέχισε. «Δεν έχω πολύ χρόνο μπροστά μου. Θα ακούσεις την ιστορία που έχω να σου πω. Και μετά». Έβηξε ξανά. «Και μετά θα υπογράψω τις δηλώσεις ομολογίας που είμαι σίγουρος πως έχεις μαζί σου. Αυτές για τους τρεις επιχειρηματίες».

Σηκώθηκα και κάτι πήγα να πω, αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι του, σαν να απογοητεύτηκε. Δεν ξέρω. Ίσως κάτι στο βλέμμα του να μου θύμισε τον πατέρα μου. Δεν έπρεπε να κάτσω. Αλλά έκατσα. «Εντάξει, λοιπόν. Ακούω».

Και με σιγανή φωνή, άρχισε να αφηγείται.

--

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας λύκος. Τα ζώα του δάσους τον έλεγαν ο Μεγάλος Κακός Λύκος. Κανένα ζώο δεν τον συμπαθούσε και πολλά τον φοβόνταν κιόλας. Ο λύκος δεν νοιαζόταν γι’ αυτό. Ο λύκος νοιαζόταν μοναχά για ένα πράγμα. Ο λύκος νοιαζόταν για το δάσος.

Πολλές φορές το δάσος έπρεπε να μπει σε τάξη. Πολλές φορές έπρεπε να γίνουν πράγματα δυσάρεστα, πράγματα άσχημα. Πολλά ζώα τον μισούσαν γι’ αυτόν τον λόγο. Κανείς δεν ήθελε τον λύκο, ο λύκος δεν είχε φίλους. Ο λύκος δεν νοιαζόταν. Αν χρειαζόταν να είναι κακός, τότε κακός θα ήταν.

Κι όσο για το μεγάλος – ο λύκος δεν ήταν μεγάλος, ακόμα και για λύκος. Σίγουρα δεν θα συγκρινόταν με μια αρκούδα, ή ένα λιοντάρι. Η οργή του όμως... η οργή του ήτανε μεγάλη. Όταν τον κατέκλυζε, ξεχυνόταν μέσα από το στόμα του σαν θύελλα, μια θύελλα που ισοπέδωνε ό,τι βρισκόταν μπροστά του. Κανείς δεν τολμούσε τότε να σταθεί μπροστά στον Μεγάλο Κακό Λύκο.

Μια μέρα, λοιπόν, στην ιστορία μας, στο δάσος που τόσο αγαπούσε ο Λύκος, εμφανίστηκαν τρία γουρουνάκια. Λέγεται ότι ήρθαν από τον κάμπο, όπου τα πράγματα ήταν αλλιώς. Όπου τα ζώα είχαν ξεχάσει τους παλιούς τρόπους και περπατούσαν όρθια, και οι λέξεις τους ήταν μπερδεμένες και αμφίβολες.

Ο λύκος περίμενε και παρακολουθούσε.

Ο λύκος ήταν φιλύποπτος από τη φύση του, αλλά δεν ήταν βιαστικός στην κρίση του. «Ποιός ξέρει γιατί ήρθαν από τον κάμπο;» σκέφτηκε. «Ίσως είναι για καλό. Ίσως για κακό. Θα περιμένω. Και θα δω». Και ο λύκος περίμενε.

Τα γουρουνάκια βάλθηκαν να μαζεύουν υλικά, το καθένα διαφορετικά. Το ένα μάζευε στάχια και ξερόχορτα και τα έδενε σε θημωνιές. Το άλλο στίβαζε ξύλα από πεσμένα δένδρα και κλαδιά, ντάνες-ντάνες, η καθεμιά τους ίδια με την άλλη.

«Δεν μου αρέσει αυτό» μουρμούρισε ο λύκος. «Τίποτα στην φύση δεν είναι ίδιο με κάτι άλλο». Αλλά περίμενε.

Το τρίτο γουρουνάκι είχε μαζέψει λάσπη και την έψηνε στην φωτιά, και μέσα από τη φωτιά έβγαζε τούβλα. Το γουρουνάκι, με μεγάλη προσοχή και συγκέντρωση, έφτιαχνε τούβλα άψογα στην κάθε τους λεπτομέρεια, τούβλα ίσια και σκληρά, σκληρά σαν το βλέμμα του, που στιγμή δεν ξέφευγε από τη δουλειά του.

Οι τρίχες στον σβέρκο του λύκου σηκώθηκαν. Ήθελε να ορμήξει, χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί. Ήθελε να βυθίσει τα δόντια του στον πλαδαρό λαιμό του γουρουνιού, να νιώσει το καυτό του αίμα να χύνεται στο χώμα. Κρατήθηκε όμως, και δεν το έκανε, παρ’ όλο που μέσα του βαθιά ήταν βέβαιος ότι έκανε λάθος. «Είμαι λύκος» είπε, «και οι λύκοι δεν σκοτώνουν χωρίς λόγο».

Έτσι συνέχισε να παρατηρεί τα γουρουνάκια. Το πρώτο γουρουνάκι στίβαξε βιαστικά τις θημωνιές του και έφτιαξε όπως-όπως ένα αχυρόσπιτο. Όταν το τελείωσε, έτρεξε μέσα και κυλήστηκε στο πάτωμα ευχαριστημένο.

Το δεύτερο έβαλε τα ξύλα του όμορφα και τακτικά, ίσια το ένα πάνω στο άλλο, με την κάθε τους γωνία προσεγμένη. Η σκεπή του ξύλινου σπιτιού που έφτιαξε ήταν ένα τέλειο τρίγωνο και από τα κλαδιά που περισσέψαν έφτιαξε τα έπιπλα: το κρεβάτι του και τις καρέκλες του, τον καναπέ του και την τραπεζαρία του. Όταν τελείωσε, αναστέναξε ευχαριστημένο και μπήκε μέσα να καθίσει, κλείνοντας πίσω του την σκαλιστή του εξώπορτα.

Το τρίτο σήκωσε τοίχους ψηλούς από τούβλα, τόσο ψηλούς που το σπίτι έμοιαζε με φρούριο. Κανείς δεν μπορούσε να κοιτάξει μέσα, γιατί παράθυρα δεν έφτιαξε στο σπίτι του. Τα μόνα ανοίγματα ήταν η είσοδος, την οποία σφράγισε με μια βαριά μεταλλική πόρτα που είχε φέρει όλον αυτόν τον δρόμο από τον κάμπο, και η καμινάδα – μια καμινάδα τόσο ψηλή που έμοιαζε με φουγάρο εργοστασίου.

Αυτά έβλεπε ο λύκος, και η ανησυχία του μεγάλωνε. Κανένα άλλο ζώο στο δάσος δεν είχε φτιάξει ποτέ σπίτι. Αυτά ήταν καμώματα του κάμπου.

Τα γουρουνάκια είναι γυμνά, φοβούνται τα στοιχεία της φύσης, τα δικαιολόγησε ο λύκος. Το κρύο τα παγώνει και ο ήλιος τα καίει. Δεν έχουν τρίχωμα για να τα προστατεύσει, γι’ αυτό κρύβονται μέσα στα σπίτια τους. Μέσα του όμως, δεν είχε πειστεί. Ήξερε ότι πίσω από τέσσερις τοίχους, τα ζώα ξεχνάνε ότι ανήκουν στο δάσος.

Σύντομα τα ζώα του δάσους άρχισαν να επισκέπτονται τους νέους τους γείτονες, για να γνωρίσουν και να γνωριστούν. Ο λύκος τότε πρόσεξε ότι τα ζώα που έμπαιναν στο αχυρόσπιτο έβγαιναν αλλαγμένα. Είχαν ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη τους και το βλέμμα τους ήταν απλανές, σαν μέσα στο μυαλό τους να φαντάζονταν πράγματα μακρινά. Από το σπίτι μέσα έβγαινε μια μυρωδιά βαριά και γλυκιά.

Ο λύκος είδε τον λαγό να βγαίνει από το σπίτι και τον πλησίασε. «Τι συμβαίνει εκεί μέσα, λαγέ;» τον ρώτησε. «Γιατί βγαίνετε όλοι από μέσα χαμογελαστοί και με βλέμμα απλανές;»

Ο λαγός τον στραβοκοίταξε. Όπως τα περισσότερα ζώα του δάσους, δεν συμπαθούσε τον λύκο. Η ευφορία όμως που ένιωθε ήταν τόσο μεγάλη, που οι αντιστάσεις του κάμφθηκαν.

«Το γουρουνάκι έφερε από τον κάμπο βότανα θαυματουργά. Όποιος εισπνέει τον καπνό τους, ξεχνάει πόνο και σκοτούρες, και ο κόσμος γύρω του μοιάζει υπέροχος. Τίποτα πια δεν τον φοβίζει».

«Μα δεν είναι ο πόνος και ο φόβος που σε κρατάνε ζωντανό, λαγέ; Αν θελήσω να σε φάω, τι θα κάνεις χωρίς τον φόβο να σε φυλάει, χωρίς τον πόνο να βάζει στα πόδια σου φτερά;» του απάντησε ο λύκος.

«Λύκε, μη μου χαλάς τη διάθεση» είπε εκνευρισμένος ο λαγός. «Ο κόσμος αλλάζει, λύκε, κι εσύ έχεις μείνει πίσω. Τα πράγματα είναι πια αλλιώς, μας τα είπε το γουρουνάκι. Δεν υπάρχουν κανόνες πια και δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω, το σώμα μου μου ανήκει».

«Δεν σου είπα τι να κάνεις» είπε ο λύκος. «Σου είπα τι θα πάθεις». Και ο λύκος έφαγε τον λαγό. Γιατί ο λαγός ξέχασε ότι ήταν λαγός και ότι ο λύκος ήταν λύκος και ότι οι κανόνες του δάσους δεν χρειάζονται την άδειά του.

Ο λύκος παρατήρησε τότε κάτι. Όσα ζώα έφευγαν από το αχυρόσπιτο, σύντομα επέστρεφαν και στα μάτια τους έκαιγε μια ακόρεστη πείνα. Επέστρεφαν και ζητούσαν από το γουρουνάκι να τα ξαναφήσει να μπούνε μέσα για να γευτούν λιγάκι ακόμα από την ελευθερία που τους προσέφεραν τα θαυματουργά του ματζούνια. Εκλιπαρούσαν, και το γουρουνάκι διασκέδαζε, βάζοντάς τα να κάνουν πράγματα αστεία, ακόμα και εξευτελιστικά.

Ο λύκος δεν περίμενε άλλο. Με βήμα γρήγορο και σταθερό, βρέθηκε μπροστά στην είσοδο του γουρουνόσπιτου και είπε με βροντερή φωνή:

«Γουρουνάκι, αρκετά. Είδα τη σκέψη σου και την πράξη σου. Δεν είσαι ευπρόσδεκτος στο δάσος. Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε».

Το γουρουνάκι γέλασε τσιριχτά. «Είχαμε σκυλιά και στον κάμπο. Πάρε ένα κοκκαλάκι, και άντε στη φωλίτσα σου!» είπε και του πέταξε ένα μισοφαγωμένο κόκκαλο, κλείνοντας την πόρτα. Από μέσα ακούγονταν γέλια ζώων πολλά.

Ο λύκος ούτε στα γέλια έδωσε σημασία, ούτε στο κόκκαλο. Ένιωθε τα πνευμόνια του να φουσκώνουν. «Δεν θα σου παραχωρήσω άλλη ευκαιρία. Φύγε. Αλλιώς θα φυσήξω και θα ξεφυσήξω και θα σου διαλύσω το σπιτάκι σου. Κι εσύ θα ταΐσεις τη γη με το αίμα σου και τον αέρα με την τελευταία σου πνοή».

Μοναχά τα γέλια που συνέχιζαν ακούστηκαν από μέσα. Ο λύκος πάτησε γερά στη γη και η γη του έδωσε δύναμη, γιατί η γη ήταν φίλη του. Έγειρε πίσω το κεφάλι του και ο αέρας γέμισε τα πνευμόνια του, γιατί τον αγαπούσε σαν αδερφό. Το δάσος ολόκληρο έμοιαζε να κρατάει την ανάσα του. Και μέσα από τον λύκο βγήκε ένα ουρλιαχτό σαν χίλιες λεπίδες οργισμένες που παρέσυραν άχυρα και ξερόχορτα, αφήνοντας πίσω τους ένα μονοπάτι καταστροφής.

Τίποτα από το αχυρόσπιτο δεν έμεινε που να θυμίζει πως κάτι έστεκε κάποτε εκεί. Τα ζώα που βρίσκονταν μέσα είχαν πέσει ζαλισμένα κάτω, αβέβαια αν αυτό που τους συνέβη ήταν αληθινό, ή κάποιο αποκύημα του μεθυσμένου τους μυαλού. Το γουρουνάκι όμως δεν φαινόταν πουθενά.

Μέσα στην αναταραχή, το είχε βάλει στα πόδια. Ούτε το αχυρόσπιτο, ούτε τα άλλα ζώα άξιζαν όσο η ζωούλα του. Τα άφησε, λοιπόν, σαν αντιπερισπασμό όση ώρα έτρεχε να βρει καταφύγιο στο ξύλινο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού του.

Ο λύκος μύρισε από μακριά το γουρουνάκι που έτρεχε να ξεφύγει και άρχισε να το καταδιώκει. Τα ζώα όμως, που είχαν αρχίσει να συνέρχονται, του έκοψαν τον δρόμο. Άρχισαν να του πετάνε πράγματα και να τον βρίζουν. Ένα σάπιο φρούτο τον χτύπησε στο κεφάλι και κοντοστάθηκε. «Τα κατέστρεψες όλα» άκουγε από τα ζώα, που είχαν χάσει ό,τι πολυτιμότερο είχαν. «Παντού σπέρνεις τη δυστυχία. Φύγε από το δάσος και μην ξαναγυρίσεις!»

Ο λύκος ένιωθε ακόμα τη γη στα πόδια του και τον αέρα στα πνευμόνια του. Αν ήθελε να τους σκοτώσει όλους, εκείνη την ώρα θα μπορούσε. Επέλεξε όμως να μην το κάνει. Γύρισε και χάθηκε μέσα στα δένδρα.

Δεν είναι αυτοί ο στόχος μου, σκέφτηκε. Μόνο μια θλιβερή συνέπεια.

Δεν του στάθηκε δύσκολο να εντοπίσει το γουρουνάκι. Όταν όμως το έφτασε, εκείνο είχε ήδη κρυφτεί στο ξύλινο σπιτάκι του αδερφού του. Κοίταξε γύρω του.

Αυτό που είδε μπροστά του τον έκανε να κοντοσταθεί έκπληκτος.

Πολλά ζώα είχαν αρχίσει να μαζεύουν ξύλα από το δάσος και να στρώνουν χαρούμενα τα θεμέλια για τα δικά τους σπίτια. Καθώς όμως τα πεσμένα ξύλα δεν έφταναν για όλους, υπήρχαν ζώα που διέσχιζαν το δάσος σφυρίζοντας και κρατώντας στα χέρια τους τσεκούρια και πριόνια.

Η ανάσα του κόπηκε. Λίγο πιο πέρα μια αρχαία βελανιδιά, που φύτρωνε αιώνες πριν γεννηθεί το γηραιότερο ζώο, κείτονταν κομμένη από τη ρίζα. Τα ζώα, πολλά από τα οποία είχαν παίξει παιδιά στα κλαδιά της, τώρα την έσκιζαν σε ξυλεία.

Ο λύκος κατάπιε έναν λυγμό και έπιασε τον σκίουρο παράμερα, να το ρωτήσει τι συνέβαινε εκεί.

Ο σκίουρος γέλασε. «Λύκε, δεν έμαθες τα καλά νέα; Το δάσος αλλάζει. Ήρθε η εξέλιξη! Μας τα είπε όλα το γουρουνάκι. Δεν χρειάζεται να ζούμε πλέον στην ανέχεια, μπορεί πια ο καθένας να έχει το δικό του σπίτι, τα δικά του έπιπλα, και ό,τι μπορεί να χωρέσει ο νους σου!»

Ο λύκος σάστισε. «Και  το δάσος; Αυτό ήταν το σπίτι σας, αυτό σας έτρεφε και σας προστάτευε».

«Έτσι ήταν, έτσι ήταν, λύκε. Η ζωή όμως προχωράει και το παλιό πρέπει να κάνει χώρο στο καινούργιο. Δεν ανήκουμε εμείς στο δάσος, το δάσος ανήκει σε εμάς».

Ο λύκος τόσο προβληματίστηκε από αυτά που άκουσε που δεν είδε καν τον σκίουρο να φεύγει. Μήπως όντως ήταν ένα απολειφάδι, μια θλιβερή ανάμνηση ενός άλλου κόσμου; Μήπως αυτή ήταν, εν τέλει, η λογική εξέλιξη των πραγμάτων; Κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να το αποδεχθεί. Δεν είχε μάθει να τα παρατάει. Ακούμπησε στον κορμό ενός δένδρου για να πάρει δύναμη και κίνησε προς το ξύλινο σπιτάκι.

Η πόρτα ήταν ήδη κλειστή όταν έφτασε και ο ήχος του σύρτη επιβεβαίωσε ότι τον περίμεναν. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Άνοιξε την πόρτα, γουρουνάκι. Ξέρω ότι κρύβεσαι εκεί μέσα, μαζί με τον αδερφό σου, τον δηλητηριαστή. Άνοιξε την πόρτα και φύγετε από το δάσος μια για πάντα, αλλιώς θα φυσήξω και θα ξεφυσήξω και το σπίτι σου θα πέσει, και η μαύρη γη θα πιεί το αίμα σου και ο κρύος άνεμος την ανάσα σου».

Γέλια ακούστηκαν από μέσα. «Σ’ ευχαριστούμε, λύκε, για τη διασκέδαση που μας προσφέρεις, αλλά έχει περάσει η ώρα και έχω δουλειές να κάνω. Πάρε δρόμο από εδώ, αυτό το δάσος δεν σε θέλει πια. Η εποχή σου έχει περάσει». Και σαν επιβεβαίωση των όσων έλεγε το γουρουνάκι, γιουχαΐσματα ακούστηκαν από τα ζώα που δούλευαν τριγύρω.

Ο λύκος, όμως, ήταν ο λύκος και δεν είχε ανάγκη την επιδοκιμασία των άλλων. Κατάπιε την πικρή γεύση που είχε στο στόμα, αλλά δεν πήρε τα μάτια του από τον στόχο του. «Εντάξει, γουρουνάκι» είπε χαμηλόφωνα.

Οι ήχοι γύρω του σταμάτησαν, σαν να είχε βροντοφωνάξει. Τα πόδια του ρίζωσαν στη γη σαν αρχαία δένδρα και παγωμένος αέρας γέμισε τα πνευμόνια του. Η οργισμένη του κραυγή ξεχύθηκε από μέσα του σαν μανιασμένη χιονοθύελλα, συνεπαίρνοντας τα πάντα στο διάβα της.

Αλλά το σπίτι δεν έπεσε. Ήταν φτιαγμένο με τη γνώση του κάμπου, που ήξερε να πολεμάει τη φύση.

Ήταν κι ο λύκος όμως φτιαγμένος από δάσος, που δεν ήξερε να τα παρατάει. Έχωσε τα χέρια του στη γη, αρπάζοντας τις ίδιες τις χορδές της ζωής που την διέτρεχαν. «Συγνώμη, μητέρα» είπε. Και τράβηξε.

Το έδαφος σκίστηκε στα δύο και σαν πεινασμένο στόμα άνοιξε και κατάπιε το ξύλινο σπιτάκι. Μόνο κάποια σπασμένα ξυλαράκια πρόδιδαν πως κάτι κάποτε έστεκε εκεί.

Ο λύκος δεν στάθηκε να απολαύσει τον θρίαμβό του. Η όσφρησή του του είχε προδώσει ότι τα γουρουνάκια είχαν και πάλι ξεφύγει.

Χίμηξε ξοπίσω τους, αλλά για μια ακόμα φορά η ορμή του διακόπηκε. Τα ζώα του δάσους, οργισμένα ανάμεσα στα ερείπια των σπιτιών τους, στάθηκαν μπροστά του σαν τείχος. «Λύκε, τα κατέστρεψες όλα. Φύγε, λύκε. Αυτό το δάσος, δεν σε θέλει πια».

Ένα βογγητό ξέφυγε μέσα από το στήθος του, αλλά η οργή δεν τον είχε ακόμα αφήσει. Η ορμή του διαπέρασε το τείχος των ζώων, ξαπλώνοντάς τα κάτω σαν πεσμένα φύλλα.

Δεν στάθηκε. Δεν κοίταξε. Μόνο έτρεχε, έτρεχε πίσω από την οσμή των γουρουνιών που όλο και απομακρυνόταν. Κι έτσι κάπως βρέθηκε μπροστά από το σπίτι του τρίτου γουρουνιού.

Μπροστά από το σπίτι του τρίτου γουρουνιού, όπου ένα πλήθος ζώων είχε μαζευτεί, στοιχισμένο σε σειρές. Τα ζώα περίμεναν υπομονετικά, με προσμονή στο βλέμμα. Κάποια μάλιστα σιγομουρμούριζαν μόνα τους, σαν να έκαναν σχέδια, ή κάτι να μετρούσαν.

Δίπλα στον λύκο στεκόταν η αρκούδα. Γύρισε και τον κοίταξε. «Η ουρά ξεκινάει από πιο πίσω» του είπε. «Πήγαινε να πάρεις σειρά, δεν είμαστε κορόιδα εμείς».

«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ο λύκος απορημένος. «Τι περιμένετε όλοι εσείς;»

Η αρκούδα γέλασε δυνατά. «Καλά, από ποιό βουνό κατέβηκες εσύ; Τον μισθό μας περιμένουμε, βέβαια. Σήμερα είναι μέρα πληρωμής!»

«Πληρωμής;» ρώτησε μπερδεμένος ο λύκος. «Τι πληρωμή; Για ποιό πράγμα;»

«Χρήματα, λύκο. Λεφτά! Το γουρουνάκι μας πληρώνει για να χωρίζουμε το δάσος σε αγροτεμάχια. Μεγάλα πράγματα ετοιμάζονται!»

«Τι κάνετε, είπες;» Ο λύκος συγκρατήθηκε να μην ουρλιάξει. «Χωρίζετε το δάσος σε τι;»

«Άσε, αρκούδα» είπε το λιοντάρι, που περνούσε εκείνη την ώρα με την ακολουθία του. «Θα το αναλάβω εγώ. Ποιό είναι το πρόβλημά σου, λύκε;»

«Τι συμβαίνει εδώ, λιοντάρι; Τι είναι αυτά που ακούω; Πουλάτε το δάσος;» είπε ο λύκος.

«Είναι όλα καθ’ όλα νόμιμα» απάντησε το λιοντάρι. «Ορίστε και τα χαρτιά που το αποδεικνύουν. Άλλωστε, το κάθε ζώο, αν έχει εργαστεί και αν έχει χρήματα αρκετά, μπορεί να νοικιάζει το κομμάτι του δάσους που του αναλογεί. Μάλιστα ακούγεται ότι έρχεται τώρα ένα μεγάλος επενδυτής από τον κάμπο με μεγάλα σχέδια, και σύντομα το χρήμα θα ρέει άφθονο. Προμηνύεται εποχή μεγάλης ευημερίας!»

«Είσαι ο βασιλιάς του δάσους. Πως το επέτρεψες αυτό να συμβεί; Το δάσος ανήκει εξίσου σε όλα τα ζώα. Και σε κανένα» γρύλισε ο λύκος.

«Αχ, λύκε, σε καλό σου, μη μιλάς για πράγματα ξεπερασμένα» γέλασε το λιοντάρι. «Δεν είμαι πλέον βασιλιάς. Ποιός τη θέλει τέτοια ευθύνη; Την παραχώρησα τη θέση μου στον εκλεγμένο αντιπρόσωπο του λαού. Το γουρουνάκι».

«Τι σου μιλάω, τότε;» είπε ο λύκος και έσπρωξε το λιοντάρι στην άκρη. Οι ακόλουθοι του λιονταριού έκαναν να του ορμήξουν, αλλά ο λύκος είχε ήδη προχωρήσει ανάμεσα στο πλήθος.

Έφτασε μπροστά στη βαριά, μεταλλική πόρτα, που έστεκε κλειστή και διπλαμπαρωμένη. Τα ζώα που βρίσκονταν κοντά του συναισθάνθηκαν τον θυμό του και έκαναν στην άκρη, αφήνοντάς τον μόνο.

Χτύπησε την πόρτα, που έμοιαζε να καταπίνει τον ήχο. «Γουρουνάκι» φώναξε με βροντερή φωνή. «Δεν είσαι ευπρόσδεκτο στο δάσος. Πάρε τα αδέρφια σου και φυγέτε από εδώ».

Σιωπή. Τίποτα δεν ακουγόταν μέσα από το σπίτι, το τούβλινο σπίτι που έμοιαζε με φρούριο. Το μόνο που πρόδιδε πως κάποιος ήταν μέσα, ήταν η καμινάδα που έβγαζε μαύρο, πυκνό καπνό.

Ο λύκος ένιωθε τα μάτια των ζώων να του τρυπούν την πλάτη. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο μόνος.

Για πρώτη φορά ένιωσε τον σπόρο της αμφιβολίας να φυτρώνει μέσα του. Το σπίτι που είχε μπροστά του έμοιαζε απόρθητο. Πίσω του μια στρατιά εχθρών, έτοιμοι να του ορμήξουν.

Παρ’ όλα αυτά δεν δίστασε. Δεν τον άφησε το αίμα του. Πατέρας του ήταν ο Βόρειος Άνεμος, που δεν ξέρει να υποχωρεί. Μητέρα του ήταν η Λευκή Λύκαινα, η γιγάντια κόρη της ίδιας της Γης. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Φύσα και ξεφύσα, λύκε» ακούστηκε η φωνή του τρίτου γουρουνιού μέσα από το σπίτι. «Φύσα και ξεφύσα. Ο κόσμος αυτός σε έχει αφήσει πίσω».

Και ο λύκος ξεφύσηξε. Το ζώα σκόρπισαν, ξέροντας τι θα συμβεί. Σαν χίλιες λεπίδες ξεχύθηκε από μέσα του η άγρια ανάσα του πατέρα του. Η Γη άνοιξε στο κάλεσμα του γιου της κόρης της. Ένα κύμα αρχαίας μαγείας έπεσε πάνω στο σπιτάκι με φούρια πρωτόγνωρη.

Και έσβησε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ. Τα τούβλα του σπιτιού ήταν φτιαγμένα με τεχνικές και γνώσεις του κάμπου, και δεν τα άγγιζε η αρχαία μαγεία. Δεν είχαν χώρο γι’ αυτήν μέσα στους σφιχτούς τους πόρους.

Δύο φορές ακόμα προσπάθησε ο λύκος, κάθε φορά πιο άγρια από την άλλη. Δύο φορές απέτυχε. Το σπίτι έστεκε όρθιο και ισχυρό, σαν να μην το είχε φυσήξει παρά μια καλοκαιρινή αύρα.

Ο λύκος γονάτισε εξουθενωμένος. Ένα ρυάκι αίμα έτρεξε από τα σαγόνια του πάνω στη γη. Έχουνε τίμημα αυτές οι δυνάμεις, και ο λύκος είχε πληρώσει από τον εαυτό του.

Η μεταλλική πόρτα του σπιτιού άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε το μεγάλο γουρουνάκι. Με βλέμμα ψυχρό κοίταξε τον λύκο, που κειτόταν μέσα στο ίδιο του το αίμα. Εξίσου ψύχραιμα κοίταξε γύρω του την καταστροφή. Τέλος, κοίταξε το ρολόι του και κούνησε το κεφάλι. «Πάρτε τον» είπε, και έκλεισε την πόρτα.

Τα ζώα ξεχύθηκαν από τις κρυψώνες τους. Ο φόβος τους είχε μεταμορφωθεί σε ζήλο, μπολιασμένος από την εντολή εκείνου που τα πλήρωνε. Ένα αγριεμένο λεφούσι χύμηξε προς τον λύκο.

Τα ένστικτά του ανέλαβαν. Σηκώθηκε γλιστρώντας μέσα από τη λιμνούλα που είχε σχηματίσει το αίμα του και έτρεξε τριποδίζοντας προς τα βάθη του δάσους.

Τα πόδια του έτρεμαν, μα δεν σταμάτησε. Τα συρματοπλέγματα που χώριζαν τα αγροτεμάχια του έσκιζαν το δέρμα, μα δεν στάθηκε. Το αίμα στην ανάσα του τον έπνιγε, μα συνέχισε. Έφτασε, τέλος, στην ανέγγιχτη καρδιά του δάσους κι εκεί βρήκε καταφύγιο στην κουφάλα ενός αρχαίου κέδρου.

Τα ζώα δεν τον βρήκαν. Ίσως ήταν τυχερός. Ίσως το δάσος τον αγκάλιασε. Έκλεισε τα μάτια του. Και ονειρεύτηκε.

Μέσα στο όνειρό του είδε να πλησιάζει από μακριά η λευκή φιγούρα της μάνας του, της μάνας του της λύκαινας. Ένα δάκρυ έτρεχε από το δεξί της μάτι. «Γιε μου» είπε.

«Μαμά, πονάω. Πεθαίνω, μαμά».

Τον πλησίασε. Ένιωθε τη ζεστασιά της, σαν να ήταν ακόμα ζωντανή. «Θα ξανασμίξουμε, αγοράκι μου, αλλά όχι ακόμα. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου».

«Τι μπορώ να κάνω, πια; Απέτυχα, μαμά. Η δύναμή μου δεν έφτασε, έσβησε μπροστά στη δύναμη του κάμπου».

Η μητέρα του τον κοίταζε λυπημένη. «Ο καιρός του δάσους πέρασε, γιέ μου. Δεν φταις εσύ γι’ αυτό. Φύγε, μακριά. Υπάρχουν μέρη ακόμα ανέγγιχτα, όπου ο κάμπος θα αργήσει να φτάσει. Φύγε. Φύγε και ζήσε».

«Το ξέρεις ότι αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Προτιμώ να πεθάνω πολεμώντας, παρά να ζήσω δειλός».

Η μητέρα του έστεκε μπροστά του γιγάντια πλέον και η πανσέληνος πλαισίωνε το περήφανο κεφάλι της σαν στέμμα. «Το ξέρω». Χαμογελούσε.

«Μα τι μπορώ να κάνω; Βοήθησέ με».

Η λύκαινα έμεινε για λίγο σιωπηλή, σαν να προσπαθούσε κάποια απόφαση να πάρει. «Άκουσέ με, κι άκουσέ με καλά. Σε περιμένουν. Είναι έτοιμοι για σένα και σίγουροι για τη νίκη τους. Η αλαζονεία τους όμως είναι και το αδύνατό τους σημείο. Βλέπεις, επέτρεψαν στη φωτιά να καίει μέσα στο σπίτι τους. Νομίζουν πως την ελέγχουν, αλλά κανένας δεν ελέγχει τη φωτιά. Η φωτιά υπήρχε πριν από όλα, πριν από τα βουνά και πριν από τη θάλασσα, πριν από το δάσος και πριν από τον κάμπο. Η φωτιά δεν νοιάζεται ούτε για τη μαγεία, ούτε για την αδιαφορία του νέου κόσμου. Η φωτιά μόνο καίει.

Την κρατάνε στο τζάκι, στο κέντρο του σπιτιού. Εκεί πρέπει να πας, και η φωτιά θα αναγνωρίσει το αίμα του πατέρα σου και θα ορμήξει να το συναντήσει. Και η καταστροφή θα είναι ανείπωτη, γιατί θα φέρει μέσα της τη μνήμη από όλες τις φορές που έχουν χορέψει οι δυο τους. Αυτοί οι χοροί, όμως, δεν είναι για θνητούς. Αν μπεις σε αυτό το σπίτι, δεν θα ξαναβγείς, γιέ μου».

Τίποτα άλλο δεν είπαν, μόνο κάθισαν μαζί μέχρι το χάραμα. Και την ώρα του λύκου, τα μάτια του άνοιξαν και είδε ότι το σεληνόφωτο είχε κλείσει τις πληγές του. Σηκώθηκε αργά. Η δύναμή του είχε επιστρέψει.

Έτρεξε μέσα από τα δένδρα, πηδώντας πάνω από θάμνους και συρματοπλέγματα. Όλο και πιο γρήγορα έτρεχε, μέχρι που το σπίτι από τούβλα φάνηκε μπροστά του.

Χωρίς να κόψει την ορμή του, πήδηξε και κάρφωσε τα νύχια του στα σκληρά του τούβλα. Τα τούβλα τσίριξαν για αυτή την προσβολή, αλλά η σελήνη χόρευε ακόμα πάνω στον λύκο και δεν μπόρεσαν να του αντισταθούν.

Σκαρφάλωσε μέχρι πάνω, στη σκεπή, και ακόμα πιο ψηλά, στην καμινάδα, μέχρι που έφτασε στο άνοιγμά της. Κοίταξε μέσα, βαθιά, εκεί που η φωτιά έκαιγε ασίγαστα.

Ο λύκος ήξερε ότι ποτέ δε θα έβλεπε το αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ήξερε, όμως, και ότι η ιστορία του θα συνέχιζε να ζει, όσο κι αν την αλλάζαν, και ότι κάποια καρδιά θα άκουγε το κάλεσμά της.

Σήκωσε το κεφάλι του και αλύχτησε περήφανα, αφήνοντας το σώμα του να πέσει στα βάθη της καμινάδας. Και η φωτιά, σαν να συνάντησε φίλο παλιό, σηκώθηκε για να τον αγκαλιάσει.

--

Τινάχθηκα, σαν να ξύπνησα από όνειρο. Η φωνή του είχε κάτι το υπνωτικό. Δεν θα άφηνα όμως την ταραχή μου να φανεί.

«Εντάξει το πιάνω. Είσαι ο λύκος. Ο ήρωας της υπόθεσης. Αυτό δεν θέλεις να μου πεις; Γι’ αυτό δεν μου το είπες το παραμυθάκι;»

Πήγε, μάλλον, να χαμογελάσει, αλλά ένας μορφασμός πόνου παραμόρφωσε το πρόσωπό του. Τα μάτια του, που έδειχναν τόσο ζωντανά πιο πριν, είχαν θολώσει.

«Είμαι κουρασμένος. Τόσο κουρασμένος. Δώσε μου τα χαρτιά να υπογράψω». Του έσπρωξα τις δηλώσεις ομολογίας προς το μέρος του. Υπέγραψε χωρίς καν να τις διαβάσει.

«Μιας που είμαστε εδώ, δεν υπογράφεις τις ομολογίες και για τους άλλους δύο φόνους; Να τελειώνουμε».

«Αύριο. Έχω άλλη μια ιστορία που πρέπει να ακούσεις. Αυτή είναι η συμφωνία μας».

Σχεδόν τον λυπόμουνα – τόσο χλωμός ήταν. «Ξέρεις, δεν χρειάζομαι κάτι άλλο από εσένα. Μου φτάνουν οι ομολογίες που υπέγραψες για να μείνεις μέσα για πάντα».

«Δεν θες να μάθεις τι έγινε;» Δεν απάντησα. Το στομάχι μου είχε σφιχτεί. Ναι, ήθελα. Ήθελα πολύ.

Άρχισε πάλι να βήχει, τόσο δυνατά που λίγο αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα του. Ένα ρυάκι αίμα. «Έλα αύριο».

Σηκώθηκα αμέσως και φώναξα τον νοσοκόμο. Δεν είμαι κανένα τέρας.

--

Ο συνεργάτης μου με περίμενε απ’ έξω. «Όλα καλά;»

«Ναι. Υποθέτω. Καλός ο καφές;»

«Χάλια. Τι κάνατε τόση ώρα μέσα; Υπέγραψε;»

«Υπέγραψε».

«Τελειώσαμε δηλαδή;»

«Όχι. Ξαναρχόμαστε αύριο. Εκκρεμούν δύο ομολογίες».

Με κοίταξε. «Δεν φαίνεσαι ευχαριστημένος. Τι τρέχει;»

«Κάτι δεν πάει καλά. Το νιώθω».

«Και πότε πάει;»

Είχε ένα επιχείρημα. «Γύρνα εσύ. Θα πάω με τα πόδια. Να καθαρίσω λίγο το κεφάλι μου».

Με ήξερε. Δεν είπε τίποτα.

--

Πήρα αργά τον δρόμο που έβγαζε προς κέντρο. Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ. Θα μου κάνει καλό λίγο περπάτημα, σκέφτηκα. Πάντα έβγαινα να περπατήσω όταν ήθελα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά.

Αυτή τη φορά δεν δούλεψε. Καθώς διέσχιζα τους μισοσκότεινους δρόμους, ανάμεσα σε σκιές που έπαιζαν με το κόκκινο φως του ήλιου που έδυε, με κατέλαβε η ανησυχία. Όχι φόβος. Δεν ήταν φόβος. Προσμονή. Σαν κάτι να έσπρωχνε να γεννηθεί και εγώ έστεκα αμέτοχος μάρτυρας.

«Σύνελθε» είπα στον εαυτό μου. Δεν σκέφτομαι εγώ έτσι. Μελοδραματικά. Σαν κακογραμμένη νουβέλα. «Σύνελθε και συγκεντρώσου».

Μπήκα στον κοντινότερο σταθμό του τραίνου και πήρα τη γραμμή για σπίτι. Ο συρμός ξεπρόβαλε σαν ασημένιο σκουλήκι μέσα από την υπόγεια φωλιά του. Σταμάτα. Όχι πάλι. Σταμάτα. Τραίνο είναι. Απλά τραίνο.

Περιέργως βρήκα θέση και κάθισα. Απέναντί μου καθόταν ένας σωματώδης τύπος. Χοντρός, τελείως καραφλός, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Τα ρούχα του ήταν φθαρμένα και μύριζε βαριά. Τα μάτια μου κόλλησαν πάνω του. Γύρισε κι αυτός το κεφάλι του προς το μέρος μου και με κάρφωσε με το βλέμμα του. Μου χαμογέλασε, σαν να το περίμενε.

Έστρεψα τα μάτια μου αλλού. Όταν ξαναγύρισα το κεφάλι μου, είδα ότι συνέχιζε να με κοιτάζει, χαμογελαστός.

«Τρέχει κάτι;» τον ρώτησα.

«Όλα καλά» μου απάντησε με νόημα. Κάτι πήγα να πω, αλλά πριν προλάβω, μου είπε «Θα χάσεις την στάση σου».

Πως είχαν περάσει τόσες στάσεις χωρίς να το καταλάβω; Σηκώθηκα, προσπαθώντας να το παίξω ψύχραιμος. «Πως;» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου καθώς κατέβαινα.

«Σε περιμένει» τον άκουσα πίσω μου να λέει. Γύρισα, αλλά πριν προλάβω να κάνω κάτι, οι πόρτες του βαγονιού έκλεισαν και το τραίνο έφυγε.

Τι διάολο.

Πρέπει να έκανα σαν τρελός, γιατί οι άνθρωποι στη στάση είχαν γυρίσει και με κοίταζαν. «Φιλαράκο!» Ένα πρεζόνι μου έπιασε φιλικά τον ώμο. «Μην τρελαίνεσαι. Μου είπε να σου πω ότι θα περιμένει» με καθησύχασε.

Ένιωσα έναν ίλιγγο.

Ήθελα να τον πιάσω από τον λαιμό, να τον στίψω, να μου δώσει απαντήσεις, να μου πει τι εννοούσε, ποιός περίμενε, τι διάολο συνέβαινε. Το σώμα μου, όμως, δεν υπάκουσε. Άρχισα να τρέχω σαν τρελός και δεν σταμάτησα μέχρι που έφτασα σπίτι.

Εκείνο το βράδυ κλείδωσα και τράβηξα τον σύρτη στην πόρτα. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα.

 

 

Μέρος 2ο

 

Ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα στο τμήμα. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ σαν αμόνι. Τίποτα δεν έμοιαζε πραγματικό. Στο κάνει αυτό η αϋπνία. Ο συνεργάτης μου με χαιρέτησε από μακρυά. Ποτέ δεν κατάλαβα πως έφτανε πάντα πριν από εμένα.

«Πως είναι ο καφές σήμερα;» τον ρώτησα.

Μου ακούμπησε μια κούπα στο γραφείο.

«Χάλια».

Γέλασα ανόρεχτα, αλλά ένιωσα αμέσως καλύτερα. Κάτι τέτοια χαζα, επαναλαμβανόμενα αστεία είναι που σε κάνουν, μερικές φορές, να μην νιώθεις τόσο μόνος.

«Διάβαζα, λέει, ότι ο μυθικός χρόνος είναι κάθετος στον πραγματικό. Απίστευτο;» άρχισε να μου λέει, χωρίς την παραμικρή αφορμή, όπως πάντα.

Πήγα να του πω να μη μου αρχίζει τέτοια τώρα, αλλά κάτι σ’ αυτά που είπε με έκανε να γυρίσω. «Τι εννοείς;» τον ρώτησα.

Φάνηκε να απορεί με το ενδιαφέρον μου, αλλά επανήλθε αμέσως. «Κάθετος στον πραγματικό. Δηλαδή, σαν να λέμε, σε κάθε στιγμή που περνάει, όλες οι ιστορίες που έχουν ποτέ ειπωθεί, συμβαίνουν ακέραιες. Τρελό, ε;»

«Ναι. Τρελό». Κάπως σχετιζόταν αυτό με την υπόθεση, δεν ήξερα όμως ακόμα πως.

Αυτός ο Λύκος... Μου έλεγε παραμύθια. Γιατί μου έλεγε παραμύθια, τι προσπαθούσε να μου πει; Σίγουρα θα ήταν πολύ πιο απλό να μου έλεγε απλώς τι είχε συμβεί. Να περηφανευτεί για την ικανότητά του, να κοροϊδέψει τη δική μου ανικανότητα. Κάτι τέτοιο το περίμενα. Αλλά παραμύθια; Κάτι μου διέφευγε, αλλά δεν μπορούσα να το δω.

«Όπως και να έχει, σε θέλει ο αρχηγός στο γραφείο του».

--

«Τι έχουμε;» με ρώτησε πριν προλάβω να καθίσω. «Τις πήρες τις ομολογίες;»

Του είπα μέσες άκρες τι συνέβη.

«Μάλιστα. Άρα αντέγραψε στο περίπου την ιστορία του λύκου με τα τρία γουρουνάκια στους τρεις πρώτους φόνους. Με τι κάθονται και ασχολούνται. Τι θα σου πει μετά; Την κοκκινοσκουφίτσα;»

Γέλασε. Εγώ όχι. «Ναι. Την κοκκινοσκουφίτσα». Η συνοδός. Η γριά. Ταίριαζε.

«Τουλάχιστον πήρες τις πρώτες ομολογίες. Πήγαινε και κλείστην την υπόθεση σήμερα. Έρχονται και τα αποτελέσματα από τη σήμανση το απόγευμα, να τελειώνουμε».

«Μην είμαστε βιαστικοί. Κάτι δεν πάει καλά, αρχηγέ. Το αισθάνομαι. Κάτι δεν μου δένει». Μου ήρθε στο μυαλό το περιστατικό στο τραίνο, αλλά έδιωξα τη σκέψη.

«Βλακείες. Μας τα δίνει κυριολεκτικά στο πιάτο. Κάνε τη δουλειά σου, στρατιώτη».

Τον κοίταξα χωρίς να πω κάτι.

«Κοίτα» μου είπε τελικά, με πιο χαμηλή φωνή. «Έχεις δίκαιο. Ούτε εμένα μου αρέσει. Παραείναι εύκολο. Αλλά δεχόμαστε πιέσεις εκ των άνω – κάποιος θέλει να κλείσει η υπόθεση και να κλείσει χθες. Τα χέρια μου είναι δεμένα. Πήγαινε και κλείστην».

Βγήκα από το γραφείο.

--

«Ξέρεις, ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Να κλείσει το θέμα να τελειώνουμε» μου είπε ο συνεργάτης μου όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

Δεν απάντησα. Τον είχα ενημερώσει για τη συζήτηση με τον αρχηγό. Δεν φάνηκε να εκπλήσσεται.

«Καλύτερα για σένα, τουλάχιστον. Σε βλέπω. Κάτι σου έκανε όλο αυτό, έτσι δεν είναι; Το ξέρω το ύφος. Άσ’ το να πάει».

Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Πρέπει να το είδε.

«Ξέρεις πόσο εύκολο είναι να ταυτιστείς, αν δεν προσέξεις. Και ξέρουμε και οι δύο ότι τα τρία γουρουνάκια που έφαγε ήταν αποβράσματα που ποτέ κανείς δεν θα άγγιζε».

«Υπάρχουν νόμοι. Υπάρχει λόγος που υπάρχουν νόμοι».

«Απλά σου λέω. Και δεν ξέρω τι θα ακούσεις σήμερα, με την κοπέλα, αλλά μην το κάνεις δικό σου.» Φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή.«Δεν έφταιγες εσύ».

«Σκάσε».

«Δεν έφταιγες εσύ για τη γυναίκα σου».

«Βούλωσέ το».

Πρέπει να φώναξα. Ο οδηγός που είχε σταματήσει δίπλα μας στο φανάρι με κοίταζε περίεργα. Δεν μιλήσαμε άλλο στη διαδρομή.

--

«Θα περιμένω εδώ. Έχω κάτι τηλέφωνα να κάνω» μου είχε πει ο συνεργάτης μου στον προθάλαμο. Εγώ κούνησα απλά το κεφάλι μου. Δεν είχα όρεξη για κουβεντούλα.

Η προϊσταμένη δεν ήταν εκεί σήμερα. Η νοσοκόμα που με οδήγησε στο θάλαμο φαινόταν νέα. Νευρική. Δεν είχε ποτίσει ακόμα το μέρος μέσα της. Ο νους μου πήγε στο δολοφονημένο κορίτσι.

Μπήκα στον θάλαμο. «Ευχαριστώ» είπα στον νοσοκόμο που με περίμενε μέσα και του έκανα νόημα με το κεφάλι να μας αφήσει μόνους. Κάθισα στο τραπέζι.

Ο Λύκος φαινόταν χειρότερα. Τα μάτια του ήταν πρησμένα, το χρώμα του χλωμό. Χαμογελούσε, όμως.

Κοιταχτήκαμε λίγη ώρα σιωπηλοί. Κανείς από τους δύο δεν κατέβασε το βλέμμα.

«Ακούω» του είπα.

*

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος ζούσε κάποτε ένας λύκος. Ούτε μεγάλος ήταν, ούτε άγριος πολύ. Ο βόρειος άνεμος είχε από καιρό φύγει μέσα από τα πνευμόνια του και η οργή του είχε καταλαγιάσει, αλλά τα ζώα τον έλεγαν ακόμα ο Μεγάλος Κακός Λύκος. Το αίμα δύσκολα ξεχνάει και τα ζώα θυμόνταν τον καιρό που έτρεμαν την οργή του.

Όχι ότι ο λύκος είχε ποτέ σταματήσει να αγαπάει το δάσος, ούτε είχε σταματήσει να το προσέχει,αλλά το δάσος είχε αρχίσει να μικραίνει, και η καρδιά του λύκου είχε αρχίσει να βαραίνει, μαζί με το σώμα του. Πολλές φορές αναρωτιόταν πού ήταν το δάσος όπου μεγάλωσε. Αναρωτιόταν ποιός ήταν και ο ίδιος πια, γιατί δεν ήξερε να σκέφτεται τον εαυτό του χώρια από το δάσος. Ίσως να ένιωθε και λίγο μόνος.

Είχε αλλάξει κι αυτός μαζί με το δάσος. Όταν ο άνεμος έφυγε από τα πνευμόνια του – και είχε φύγει αργά, αθόρυβα – ένα κενό είχε ανοίξει μέσα του. Άνοιξε ανύποπτα μέσα στην καρδιά του και έμαθε να τραβάει μέσα της ό,τι κακό και άσχημο έβλεπε γύρω του.

Η γη τον αγαπούσε, και αυτή του την πληγή την έκανε δώρο. Ό,τι ο λύκος έπαιρνε μέσα του, η γη το δεχόταν στην αγκαλιά της και του έδινε δύναμη. Μαζί με αυτή την δύναμη βρήκε κι έναν σκοπό. Γυρνούσε μέσα στο δάσος και κατάπινε ό,τι κακό και άσχημο έβρισκε στο διάβα του, και είχε ορκιστεί να το κρατήσει καθαρό.

Τα ζώα δεν καταλάβαιναν. Το μόνο που έβλεπαν ήταν ότι ο λύκος έτρωγε ό,τι έβρισκε, κι έτσι είπαν ότι ο λύκος είχε τεράστιο στομάχι και πείνα ακόρεστη. Ο λύκος δεν νοιαζόταν. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν.

Ήξερε ότι πολεμούσε σε μια μάχη που δεν μπορούσε να νικήσει. Ποτέ δεν είχε μάθει να τα παρατάει, το δάσος όμως μίκραινε, μίκραινε συνέχεια. Στις παρυφές του είχαν πια εμφανιστεί οι άνθρωποι, και όπου πατάνε οι άνθρωποι, μετά δεν ξαναφεύγουν.

Σπίτια είχαν χτιστεί γύρω από το δάσος, σπίτια από πέτρα και τούβλα. Οι κάτοικοί τους στην αρχή κρύβονταν φοβισμένοι, σύντομα όμως ξεθάρρεψαν. Άρχισαν να διασχίζουν το δάσος με φωτιά και σίδερο στο χέρι. Άρχισαν να πιστεύουν ότι το δάσος τους ανήκε.

Ο λύκος ανησυχούσε. Δεν ήξερε πως να τους κρίνει, δεν κατανοούσε τη φύση τους. Ήταν ελλιπείς, το έβλεπε. Τα σώματά τους ήταν λειψά, γι’αυτό τα οπλίζαν. Και η καρδιά τους είχε μια τρύπα που έπρεπε συνεχώς να την γεμίζουν. «Όπως και η δική μου» σκεφτόταν πολλές φορές ο λύκος.

Ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς ήταν και ένα κοριτσάκι, το οποίο συχνά διέσχιζε το δάσος. Κινούσε το πρωί από το σπίτι της μητέρας του, ντυμένο πάντα στα κόκκινα, με ένα καλαθάκι στο χέρι κι ένα σκουφάκι στο κεφάλι. Πολλές φορές το ακολουθούσε από μακρυά και συχνά το είχε προστατεύσει από κινδύνους που εκείνο δεν είχε καν αντιληφθεί.

«Είναι ένα κουτάβι μονάχα» σκεφτόταν καθώς το έβλεπε να διασχίζει ανέμελλα το δάσος και ποτέ δεν άφησε να του συμβεί κακό. Το συνόδευε έτσι μέχρι την άκρη του δάσους, χωρίς ποτέ να τον καταλάβει, και το έβλεπε από μακρυά να συνεχίζει μεχρι το σπίτι της γιαγιάς του. Έφευγε μετά, γιατί το δάσος πάντα κάτι χρειαζόταν.

Μια μέρα, μέσα του κάπως γεννήθηκε ένα πρωτόγνωρο θάρρος. Σαν η απόφαση να πάρθηκε από μόνη της. «Θέλω να την δω από κοντά. Θέλω και εκείνη να με δει» είπε ο λύκος. Το στομάχι του ήταν σφιγμένο. Ποτέ κανέναν εχθρό δεν είχε φοβηθεί, από καμία μάχη δεν είχε υποχωρήσει. Αυτή η συνάντηση, όμως, του προκαλούσε τρόμο.

«Θα με δει και θα τρομάξει και θα τρέξει να κρυφτεί» σκεφτόταν.

Βρήκε την Κοκκινοσκουφίτσα σε ένα ξέφωτο, να μαζεύει αγριολούλουδα σιγοτραγουδώντας ένα παιδικό τραγουδάκι. Στάθηκε ανάμεσα στα δένδρα και την κοίταζε. Δεν ήθελε να την τρομάξει, ίσως ήταν κακή ιδέα όλο αυτό, σκέφτηκε. Πάνω που ετοιμαζόταν να φύγει, όμως, γύρισε αυτή και τον είδε.

Δεν τρόμαξε. Τον κοίταξε με απορία και χαμογέλασε. «Ένας λύκος» είπε. «Ποτέ μου δεν ξανάδα λύκο. Τι μεγάλα αυτιά που έχεις» χαχάνισε. «Και τι μεγάλη μουσούδα. Και τι μεγάλα μάτια είναι αυτά. Τι όμορφος που είσαι».

Και τον πλησίασε άφοβα. Ο λύκος ήθελε να το βάλει στα πόδια, να τρέξει, να κρυφτεί. Όταν το χέρι της ακούμπησε στο κεφάλι του, τα πόδια του παρέλυσαν. Ένιωσε σαν κάτι να σπάει μέσα του και, άθελά του, τα μάτια του βούρκωσαν. Δεν μπορούσε παρά να την κοιτάζει μαγεμένος.

Παγωμένα δάχτυλα διέτρεξαν τότε την ραχοκοκκαλιά του. Άξαφνα κατάλαβε τι ήταν αυτό που η σύγχυσή του δεν τον είχε αφήσει να αντιληφθεί τόση ώρα. Σκιές. Ολόκληρη η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν τυλιγμένη μέσα σε μία σκιά.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν μια τρύπα στην καρδιά που πρέπει να γεμίσουν. Άλλοι τη γεμίζουν με ιστορίες, άλλοι με έναν σκοπό. Άλλοι βρίσκουν έναν άλλο άνθρωπο και την γεμίζουν με αυτόν. Όταν η τρύπα, όμως, έχει ανοίξει βίαια, όταν έχουν πάθει κακό στα χέρια άλλων ανθρώπων, την τρύπα τους την γεμίζει μια σκιά, γεννημένη μέσα στα έγκατα του μυαλού τους.

Ο λύκος σάστισε. Έβλεπε μπροστά του το χορτάρι γύρω από τα πόδια της Κοκκινοσκουφίτσας να χάνει το χρώμα του, να αλλάζει.

Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ήξερε, αλλά δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να πάρει τη ζωή από το χέρι που του είχε χαϊδέψει το κεφάλι. Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά, σαν να ήθελε να σβήσει τον κόσμο από μπροστά του.

Και ο όρκος του στο δάσος; Η αδυναμία του θα άφηνε μια μόλυνση να κυκλοφορεί ελεύθερη. Τώρα έβλεπε καθαρά για ποιό λόγο εμφανίζονταν μέρη στο δάσος παραμορφωμένα, δένδρα με ρίζες σαν νύχια, θάμνοι γεμάτοι αγκάθια δηλητηριώδη. Μέσα του το καθήκον πάλευε με κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει.

«Όχι» είπε τέλος. «Δεν θα πάει από τα δικά μου δόντια. Θα την σώσω. Μπορώ να την σώσω». Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήταν πια εκεί.

Αλύχτισε και άρχισε να τρέχει, ακολουθώντας την μυρωδιά της. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Θα την έσωζε, ότι κι αν του κόστιζε. Έτρεχε. Έτρεχε όπως δεν είχε τρέξει σε όλη του την ζωή. Πλησίαζε, το ένιωθε.

Η απελπισία του, όμως, και η βιασύνη τον έκαναν απρόσεκτο. Άκουσε ένα κλαδάκι να σπάει, κι ένα δόκανο έκλεισε τα σαγόνια του γύρω από το πισινό του πόδι. Ούρλιαξε. Δάγκωνε με μανία το δόκανο, αλλά τα σιδερένια δόντια του δεν υποχωρούσαν.

Μέσα από τα δένδρα τότε ξεπρόβαλε μια γιγάντια ανθρώπινη μορφή. Δασύτριχος ήταν, με ματιά σκληρή. Στο χέρι του, το μακρύ σιδερένιο νύχι που οι άνθρωποι ονόμαζαν τσεκούρι. Ο κυνηγός.

Τα ζώα στο δάσος ψιθύριζαν τον όνομά του με φόβο. Πολλές ζωές είχαν τελειώσει στα χέρια του. Κανένα ζώο που τον είχε συναντήσει δεν είχε ζήσει για να το διηγηθεί.

Ο λύκος τινάχθηκε απελπισμένα για να γλυτώσει από τα δόντια του δόκανου, αλλά ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν χάσει τις αισθήσεις του ήταν ο κυνηγός, που πλησίαζε με το τσεκούρι σηκωμένο.

*

Ζέστη. Φωτιά έκαιγε. Πόνος, από το πληγωμένο του πόδι. Ο λύκος άνοιξε αργά τα μάτια του. Βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο σπίτι, πάνω σε ένα αχυρόστρωμα.

«Την έπαθες εκεί καλά, γέρο μου» άκουσε μια τραχιά φωνή.

Έκανε να πεταχτεί στα πόδια του, αλλά ήταν πολύ αδύναμος.

«Ήρεμα τώρα. Δεν θα περάσει έτσι το πόδι σου». Ο άνδρας έσπρωξε αργά μπροστά του ένα πιάτο με φαγητό. Κρέας μαγειρεμένο.

Ο λύκος πεινούσε. Πεινούσε πολύ. Άρχισε να τρώει. Δισταχτικά στην αρχή. Μετά όχι.

«Έτσι μπράβο. Φάε. Φάε να γίνεις καλά». Του είχε δέσει, είδε, και την πληγή στο πόδι.

«Κάποιος αλήτης βάζει δόκανα στο δάσος» συνέχισε ο κυνηγός. «Άνανδρο πράγμα. Για δειλούς».

Ο λύκος δεν μπορούσε να καταλάβει. Γιατί είμαι ακόμα ζωντανός; αναρωτήθηκε, αλλά τα μάτια του είχαν αρχίσει να βαραίνουν.

«Μην ανησυχείς για τίποτα, γέρο μου». Καθώς έσβηνε, ένιωσε το βαρύ χέρι του κυνηγού να ακουμπάει μαλακά πάνω στο σβέρκο του. «Όλα θα πάνε καλά».

Και ο λύκος κοιμήθηκε ήρεμα, όπως δεν είχε κοιμηθεί ποτέ.

*

Ίσως πέρασαν ώρες, ίσως μέρες, ίσως χρόνια. Ο κυνηγός φρόντιζε τον λύκο, μέχρι που μια βαθιά φιλία ρίζωσε στις καρδίες τους. Έτρεχαν, πάλευαν, κυνηγούσαν μαζί. Πόσο παράξενο, σκεφτόταν ο λύκος. Ο μόνος φίλος που είχα ποτέ μου και είναι άνθρωπος.

Βλέπεις, όπως όλοι οι άνθρωποι, είχε κι ο κυνηγός μια τρύπα στην καρδιά του. Κι αυτό που είχε βρει για να φωλιάσει μέσα του και να του την γεμίσει ήταν το δάσος. Σκότωνε, ναι, αλλά μόνο όσο του ήταν αναγκαίο για να επιβιώσει.  Όπως κι εγώ, σκεφτόταν ο λύκος.

Οι υπόλοιποι ανθρωποι δεν τον συμπαθούσαν. Μερικοί ίσως να τον φοβόντουσαν κιόλας. Ο κυνηγός δεν νοιαζόταν. Ο κυνηγός νοιαζόταν μόνο για το δάσος.

Ναι. Όπως κι εγώ.

Ένα πρωινό, όταν ένιωσε τις δυνάμεις του να επιστρέφουν, ο λύκος έφυγε. Δεν τον χαιρέτησε τον κυνηγό. Ίσως δεν μπόρεσε.

Ο κυνηγός τον είδε από το παράθυρο να φεύγει. Τον κοίταζε αμίλητος, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα δένδρα. «Έτσι μπράβο, αδερφάκι» ψιθύρισε τραχιά, με έναν κόμπο στην φωνή του.

Βλέπεις, ο λύκος δεν είχε ξεχάσει ποτέ την Κοκκινοσκουφίτσα.

Την βρήκε να βγαίνει από το σπίτι της, όπως κάθε φορά, ντυμένη στα κόκκινα. Είχε μεγαλώσει. Ήταν γυναίκα πια.

«Γειά σου, μητέρα» την άκουσε να λέει βγαίνοντας από το σπίτι.

Ο λύκος ήταν πιο προσεκτικός πια. Περίμενε μέχρι η Κοκκινοσκουφίτσα να απομακρυνθεί και πλησίασε στο σπίτι. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Το στομάχι του σφίχτηκε. Κανείς δεν ήταν μέσα, πέρα από τις σκιές και τη μυρωδιά μιας παλιάς κατάρας.

Γύρισε την πλάτη του στο άδειο σπίτι και ακολούθησε αργά την Κοκκινοσκουφίτσα. Δεν ήταν δύσκολο να βρει τα χνάρια της. Αν έχανε καμιά φορά τη μυρωδιά της, τον οδηγούσε ο ήχος του νανουρίσματος που σιγοτραγουδούσε μονάχη. Κάθε φορά που νόμιζε, όμως, ότι την έφτανε, εκείνη είχε ήδη φύγει.

Το δάσος είχε αρχίσει γύρω του να αλλάζει. Οι σκιές έμοιαζαν να απλώνονται σαν χέρια με νύχια σουβλερά για να τον αρπάξουν. Οι ρίζες των δένδρων ξεφύτρωναν μέσα από το χώμα για να του πιάσουν τα πόδια. Απέφευγε τις ρίζες και καταβρόχθιζε τις σκιές που έβρισκε στο διάβα του. Μα όσο κι αν πολέμαγε, νέες σκιές γεννιόνταν και το άρρωστο δάσος προσπαθούσε να τον αρπάξει με όλο και μεγαλύτερη μανία.

Είχε από ώρα χάσει τα ίχνη του κοριτσιού. Μόνο του μέλημα ήταν πια να προχωράει, να προχωράει πολεμώντας σε κάθε του βήμα την σκοτεινιά που πήγαινε να τον πλακώσει. Πόση ώρα πέρασε πολεμώντας δεν ήξερε, γιατί μέσα στις σκιές, μια στιγμή μπορεί να φαίνεται αιώνας. Όρμαγε και έσκιζε, κατάπινε και ξανακατάπινε, ωσπού διέκρινε στο τέλος φως ανάμεσα στις φυλλωσιές. Πλησίαζε στην άκρη του δάσους.

Οι δυνάμεις του είχαν σωθεί. Τα πόδια του λύγιζαν. «Λίγο ακόμα» είπε ασθμαίνοντας, αλλά η παλιά πληγή στο πόδι του τον είχε προδώσει. Κατέρρευσε. Σκιές πλησίαζαν από παντού, γελώντας στην ακατανόητη γλώσσα τους.

«Σήκω» άκουσε τότε κάποιον να του λέει με αδύναμη φωνή. Μια ρακένδυτη μορφή τον πλησίαζε. Οι σκιές χώρισαν για να την αφήσουν να περάσει. Ο λύκος την αναγνώρισε. Ήταν ο ζητιάνος.

Κανείς δεν ήξερε τι ήταν ο ζητιάνος, ή από που είχε πρωτοέρθει στο δάσος. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν εκεί πριν ακόμα φυτρώσει το πρώτο δένδρο. Κάποιοι έλεγαν ότι υπήρχε από πάντα, πως δεν τον είχε γεννήσει η γη αυτή, πως ο κόσμος αυτός δεν ήταν ο δικός του. Κανείς δεν ήξερε με σιγουριά, γιατί ο ζητιάνος είχε κάθε φορά και άλλη ιστορία να πει, και ούτε μία από τις ιστορίες αυτές δεν ήταν η δική του. Άλλοτε ήταν αρουραίος, άλλοτε σκαθάρι, άλλες φορές τσακάλι και ύενα, αλλά οι άνθρωποι ήταν οι αγαπημένοι του. Γιατί ο ζητιάνος μπορεί να μάζευε ό,τι περίσσευε από τους άλλους, μα ένα πράγμα ποθούσε πάνω από όλα.

«Η ιστορία σου δεν έχει τελειώσει» είπε στον λύκο.

«Η ζωή δεν είναι ιστορία, ζητιάνε» απάντησε ο λύκος.

Ο ζητιάνος γέλασε με το φαφούτικό του στόμα. Ο λύκος τον κοίταζε χωρίς να μιλάει.

«Λύκε, θέλω την ιστορία σου. Θέλω να τελειώσεις την ιστορία σου».

«Ήρθες αργά, ζητιάνε. Δεν έχω άλλες δυνάμεις ».

Ο ζητιάνος χαμογέλασε. «Πόσο πολύ θέλεις να σώσεις το κορίτσι, λύκε;»

Ο λύκος δεν απάντησε. Ο ζητιάνος κακάρισε.

«Έχω μια ιστορία να σου δώσω. Λέει για έναν λύκο που έγινε άνθρωπος. Μα πρέπει να μου δώσεις κι εσύ μια. Λέει για έναν λύκο που έφυγε από το δάσος».

Τα σωθικά του λύκου πάγωσαν, γιατί είχε καταλάβει τι του ζήταγε ο ζητιάνος. Δίστασε για λίγο. Τέλος, ένευσε.

Ο ζητιάνος άπλωσε το χέρι και η καρδιά του λύκου άνοιξε. «Θα την κρατήσω ζωντανή μαζί με τις άλλες. Και σε μιαν άλλη ζωή, θα στη θυμίσω». Το δάσος τότε γλύστρισε μέσα από την καρδιά του λύκου, σαν καμπανάκι που σβήνει, και κάτι άλλο τρύπωσε μέσα του, κάτι που μύριζε σίδερο και φωτιά.

Ο ζητιάνος δεν φαινόταν πουθενά. Ο λύκος σηκώθηκε όρθιος στα δυό του πόδια και κοίταξε γύρω του με τα καινούργια, ανθρώπινά του μάτια.

Έβλεπε ακόμα την σκοτεινιά, αλλά έβλεπε από κάτω και ένα άλλο δάσος, καθαρό, γιατί μονάχα οι άνθρωποι μπορούν να βλέπουν πολλές αλήθειες σε ένα πράγμα.

Πέρασε μέσα από τις σκιές, πατώντας στο καθαρό πράσινο χορτάρι, μέχρι που έφτασε στην άκρη του δάσους. Κάπου  πίσω, μακρυά, του φάνηκε πως άκουγε την Κοκκινοσκουφίτσα να πλησιάζει. Μιλούσε μοναχή της, καθώς μάζευε λουλουδάκια. Στο βάθος, στον κάμπο, φαινόταν το σπίτι της γιαγιάς της. Η ιστορία μέσα του τον τράβαγε προς τα εκεί.

Δεν καταλαβαίνω, σκέφτηκε. Δεν έχασε χρόνο, όμως, σε άλλες σκέψεις. Έτρεξε με τα καινούργια του πόδια, μέχρι που έφτασε στο σπίτι και έσπρωξε με φόρα την πόρτα για να μπει μέσα.

Η αποφορά τον έκανε να παραπατήσει. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένο ένα σαπισμένο πτώμα. Μια γυναίκα, ηλικιωμένη. Φορούσε ακόμα το σκουφί και τη νυχτικιά της. Το μόνο πράγμα ζωντανό μέσα στο σπίτι ήταν οι σκιές που μπαινόβγαιναν στις σάρκες της.

Όρμηξε καταπάνω τους, και η καρδιά του άνοιξε όπως πάντα για να τις καταπιεί. Οι σκιές, όμως, γαντζώνονται στις ανθρώπινες καρδιές και η γη δεν άνοιξε για να τον ξαλαφρώσει.

Κοίταξε ξανά το πτώμα. Δεν πρέπει να το δει αυτό η Κοκκινοσκουφίτσα, σκέφτηκε, αν και οι σκιές μέσα του ψιθύριζαν πως δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Το τύλιξε και το έκρυψε στο κελάρι, βαθιά μέσα στο υπόγειο του σπιτιού. Έκατσε μετά πάνω στο άδειο κρεβάτι και περίμενε.

Και νά’τη. Χαρούμενη και χαμογελαστή, η Κοκκινοσκουφίτσα φάνηκε στην είσοδο του σπιτιού. Τον κοίταξε, χωρίς να σταματήσει να χαμογελάει και εκείνος σηκώθηκε.

«Δεν είσαι η γιαγιά μου» του είπε με έκπληξη.

Ο λύκος κούνησε το κεφάλι.

«Τι έκανες, την έφαγες;» χαχάνισε το κορίτσι.

Ο λύκος μόνο την κοίταζε.

«Τι μεγάλα μάτια που έχεις» του είπε καθώς πλησίαζε.

«Είναι για να σε βλέπω καλύτερα» της απάντησε εκείνος, για πρώτη του φορά με ανθρώπινη λαλιά.

«Και τι μεγάλα χέρια που έχεις» του είπε, αγγίζοντας του το μπράτσο.

«Είναι για να σε πιάνω καλύτερα» είπε εκείνος και της χάιδεψε απαλά το μάγουλο.

«Και τι μεγάλα χείλη που έχεις, λύκε μου» του είπε.

Αλλά εκείνος δεν απάντησε, γιατί τα χείλη του είχαν σμίξει με τα δικά της. Και έτσι όπως αγκαλιάστηκαν, η καρδιά του λύκου άνοιξε κι αυτή για να αγκαλιάσει τις σκιές της Κοκκινοσκουφίτσας. Τις πήρε όλες μέσα του, αφήνοντας την καρδιά του κοριτσιού αγνή όπως τη μέρα που γεννήθηκε.

Ίσως πέρασαν ώρες, ίσως μέρες, ίσως χρόνια μέσα σε αυτήν την αγκαλιά. Ίσως για κάποιον καιρό να ήταν ευτυχισμένοι. Οι σκιές, όμως, φεύγοντας είχαν αφήσει μια τρύπα στην καρδιά της Κοκκινοσκουφίτσας, μια πληγούλα που δεν έκλεινε, και η καρδιά της στάλα στάλα άδειαζε.

Έτσι ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο λύκος έθαψε την Κοκκινοσκουφίτσα του στον κήπο, κάτω από μια όμορφη μηλιά, με μήλα κατακόκκινα, σαν το σκουφάκι της. Έκατσε μετά κάτω, στη ρίζα της, να ξαποστάσει. Δεν μπόρεσε, όμως, να ξανασηκωθεί, γιατί οι σκιές που κράταγε μέσα του είχαν βαρύνει, σαν πέτρες ασήκωτες. Έσκυψε βουβός και περίμενε.

Από μακρυά, ένας γιγάντιος άνδρας πλησίαζε αργά. Το πυκνό του μούσι είχε ασπρίσει, το βήμα του είχε βαρύνει. Ήρθε σιωπηλά και έκατσε δίπλα στον λύκο. Ο λύκος έγειρε πάνω του.

«Κουράστηκες, αδερφούλη μου» του είπε τρυφερά ο κυνηγός.

«Η καρδιά μου έχει μαυρίσει. Δεν έχω άλλη δύναμη μέσα μου» είπε ο λύκος.

«Το ξέρω. Γι’αυτό ήρθα» του απάντησε ο κυνηγός.

«Κάνε μου μια χάρη, τελευταία. Πες ότι εγώ έφταιγα για όλα. Δεν θέλω να πει κανείς τίποτα για το κοριτσάκι μου».

Ο κυνηγός ένευσε. Τα μάτια του ήταν υγρά.

«Ελευθέρωσέ με, φίλε μου» είπε ο λύκος.

Ακούμπησε ο κυνηγός το μέτωπό του στο μέτωπο του λύκου. Του χάιδεψε το κεφάλι για στερνή φορά και με μια σπαραχτική κραυγή, τράβηξε το μαχαίρι του και τον άνοιξε από πάνω ως κάτω.

Ο λύκος, που ξανάβρε την πραγματική του μορφή, άφησε το μουσούδι του να ακουμπήσει στην αγκαλιά του κυνηγού, καθώς οι σκιές χύνονταν στο έδαφος μαζί με τη ζωή του. Αλλά ο πόνος πέρασε γρήγορα, γιατί το δάσος ερχόταν, γοργά σαν τον άνεμο, να πάρει πίσω το παιδί του.

*

Ξέσφιξα τα δόντια μου. Πρέπει να τα είχα σφιγμένα πολλή ώρα, το ένιωθα στο σαγόνι μου.

«Παίζεις μαζί μου;» τον ρώτησα. Τι ρωτούσα; Φυσικά έπαιζε μαζί μου. Με είχε μελετήσει, με είχε ζητήσει συγκεκριμένα.

Έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Ήθελες την ομολογία μου. Νά’τη, λοίπον. Που είναι τα χαρτιά;»

Τα έσπρωξα προς το μέρος του αργά και τα υπέγραψε αδιάφορα.

«Δεν καταλαβαίνω» του είπα. «Τι προσπαθείς να καταφέρεις;»

Με κοίταξε, σαν με απορία.

«Τελειώσαμε, έχω τις ομολογίες, δεν θα με ξαναδείς. Τι κέρδισες;»

Μου χαμογέλασε με τον γαλήνιο, εκνευριστικό του τρόπο. «Θα ξαναέρθεις αύριο» μου είπε.

«Δεν νομίζω».

Έκλεισε τα μάτια του. «Υπάρχει ακόμα ένας. Κι αυτόν, προλαβαίνεις να τον σώσεις».

«Τι είπες;»

«Είναι...» Δεν κατάφερε να πει κάτι άλλο. Ξαφνικοί σπασμοί τον ταρακούνησαν ολόκληρο και τα μάτια του γύρισαν στις κόγχες τους. Από τα χείλη του άρχισε να τρέχει αφρός.

«Νοσοκόμε!» φώναξα.

--

Έξω με περίμενε ο συνεργάτης μου. Μόλις είχε κλείσει το τηλέφωνο. «Πρέπει να πάμε στο τμήμα. Αμέσως».

Ήθελα να τον ρωτήσω τι τρέχει, αλλά δεν μου έβγαιναν οι λέξεις.

«Κάτι τρέχει με τη σήμανση» συνέχισε. Δεν περίμενε να απαντήσω, πήγαινε ήδη προς το αυτοκίνητο.

Στο δρόμο ήμασταν σιωπηλοί. Δεν είχα όρεξη να μιλήσω. Τέλος, έσπασε αυτός τη σιωπή.

«Θα μου πεις τι έγινε;»

«Είχες δίκαιο» είπα.

Δεν συμπλήρωσα τίποτα άλλο. Με κοίταξε και κούνησε απλά το κεφάλι.

«Κουράστηκες» μου είπε. «Κουράστηκες, φίλε μου».

 

 

Μέρος 3ο

   

        Ο αρχηγός ήταν σκυμμένος πάνω από κάτι έγγραφα. «Σε θέλει μέσα. Τώρα» μου είχε πει ο αρχιφύλακας. Δεν είχαμε προλάβει καλά καλα να μπούμε στο τμήμα.

«Κάθισε» μου είπε.

Μου έκανε νόημα να περιμένω. Περίμενα. Τέλος, σήκωσε το κεφάλι. «Πώς είσαι;» με ρώτησε.

Ποτέ δεν έπιανε κουβεντούλα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Τι συμβαίνει;» είπα.

Δεν απάντησε κατευθείαν. Με ζύγιζε με το βλέμμα. «Μας ήρθαν τα αποτελέσματα από τη σήμανση» μου είπε τέλος.

«Και;»

«Στο τρίτο σπίτι, το ρετιρέ. Ανάμεσα στα συντρίμμια βρέθηκε ακόμα ένα πτώμα. Μας είχε ξεφύγει γιατί ήταν σχεδόν σκέτο κάρβουνο, αλλά βρέθηκε DNA. Το διασταυρώσαμε και ταυτοποιήθηκε. Δεν ξέρω πως να στο πω, γι’αυτό θα στο πω στα ίσα. Στρατιωτικό παρελθόν, εμπειρία με εκρηκτικά, ιστορικό μετατραυματικού σοκ με παρανοϊκά συμπτώματα. Είναι ο δράστης μας.»

Μου πήρε μια στιγμή να καταλάβω τι μου έλεγε. «Δεν γίνεται αυτό».

«Περίμενε» μου είπε. «Δεν τελείωσα. Χθες το βράδυ πήραμε κλήση για μια συμπλοκή σε ένα μπαρ στο κέντρο. Έγιναν συλλήψεις. Ένας από αυτούς ήταν σεσημασμένος, πραγματικό διαμάντι. Τον ψάχναμε και για διάφορα άλλα. Προστασίες, εμπόριο λευκής σαρκός, ναρκωτικά, ό,τι θες.

Του κάναμε μερικές ευγενικές ερωτήσεις και τα ξέρασε όλα. Μάντεψε. Είναι ο νταβατζής της νεκρής κοπέλας. Ήταν μαστουρωμένος και την χασάπωσε γιατί νόμιζε ότι τον έκλεβε. Τη γριά την είχαν κρυμμένη για να της παίρνουν την σύνταξη. Το πιστεύεις; Όπως και νά’χει, ούτε αυτό το έκανε ο δικός μας».

Το μέτωπό μου έκαιγε. «Δεν γίνεται. Πως μπορεί να τα ξέρει όλα αυτά που μου είπε; Κάπως εμπλέκεται, είμαι σίγουρος».

«Κάτσε. Είναι και το κερασάκι στην τούρτα» συνέχισε με φόρα. Έμοιαζε να το απολαμβάνει. «Ο δικός σου. Ο Λύκος. Δεν τον βρίσκαμε, δεν υπήρχε στα αρχεία μας, γιατί δεν είχε φάκελο. Ούτε μια κλήση για παράνομο παρκάρισμα. Είναι καθαρός. Δεν έχει πειράξει ποτέ του ούτε μύγα. Βιβλιοθηκάριος είναι, για όνομα του θεού. Ένας βιβλιοθηκάριος που του σάλεψε».

«Που τα ήξερε όλα αυτά;» ρώτησα αδύναμα.

«Ποιά; Δυό παραμύθια σου είπε. Πέρα από το ότι ήθελε να ομολογήσει, τι άλλο μας έχει πει πραγματικά για τα εγκλήματα αυτά;»

«Όχι. Όχι, δεν μπορεί να είναι τόσο απλό. Δεν μπορεί. Γιατί ζήτησε εμένα, συγκεκριμένα; Τι ήθελε;»

«Ένας κακομοίρης τρελός είναι. Μπορεί να σε είδε κάπου και να του γυάλισες. Άστο. Η υπόθεση έχει κλείσει».

«Υπάρχει ακόμα ένας, μου είπε. Μου είπε ότι προλαβαίνω να τον σώσω».

Για μια στιγμή διέκρινα αμφιβολία στα μάτια του.

«Δώσε μου εικοσιτέσσερις ώρες» του είπα. «Μια μέρα, μόνο».

«Σου έχει γίνει εμμονή. Παράτα το. Άκουσέ  με. Πάρε μια άδεια. Για προσωπικούς λόγους, αναρρωτική, ό,τι θες. Θα σε καλύψω εγώ. Είσαι από τους καλύτερούς μου. Μη μου καείς».

«Εικοσιτέσσερις ώρες μόνο. Αυτό ζητάω μόνο. Μετά θα το παρατήσω».

Κούνησε το κεφάλι του. «Εικοσιτέσσερις ώρες. Μόνο. Μετά δεν ξανακούω τίποτα. Φύγε από δω».

Βγήκα χωρίς κουβέντα. Ο συνεργάτης μου δεν φαινόταν πουθενά. Βρήκε την ώρα. Έβαλα καφέ μόνος μου. «Χάλια» μουρμούρησα και τον ακούμπησα στο γραφείο. Ο διπλανός μου έριξε μια κλεφτή ματιά και συνέχισε να υποκρίνεται πως είχε πολλή δουλειά. Κυκλοφορούν τα νέα γρήγορα στο τμήμα.

Έπεσα με τα μούτρα στην υπόθεση. Κάτι θα υπήρχε στα στοιχεία που να συνδέει τον Λύκο με τους φόνους. Ξεκοκκάλιζα κάθε στοιχείο. Όσο κι αν έψαχνα, όμως, χτυπούσα σε τοίχους. «Δεν μπορεί να το έχει στήσει τόσο καλά» μουρμούρισα. «Κάπου κάτι του έχει ξεφύγει».

Τα μάτια μου είχαν αρχίσει να πονάνε. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Από πίσω άκουσα τη φωνή του συνεργάτη μου.

«Διάβαζα τις προάλλες ότι φτάνει να τηρούνται οι αναλογίες. Δεν παίζει κανέναν ρόλο τι τιμές παίρνουν οι μεταβλητές σε ένα ξόρκι».

Σταμάτησα ξαφνιασμένος. Παραήταν παράξενο αυτό, ακόμα και για τον συνεργάτη μου. Πήγα να μιλήσω, αλλά το στόμα μου δεν άνοιγε. Τα δάχτυλα μου ψηλάφισαν τα χείλη μου. Ήταν ραμμένα, με χοντρές, σάρκινες κλωστές. Γύρισα, να ζητήσω κάπως βοήθεια, αλλά τότε είδα τα μάτια του. Τα μάτια του ήταν δύο ξεθωρισμένα, ροζ κουμπιά. «Δύσκολη νύχτα» μου είπε.

Τινάχτηκα. Με είχε πάρει ο ύπνος στο γραφείο.

Είχαν φύγει οι πάντες. Τα μόνα φώτα που είχαν μείνει αναμμένα ήταν τα ασφαλείας. Η λάμπα στο γραφείο μου δεν άναβε. «Στο διάολο και εσύ» μουρμούρησα. Βούτηξα τους φακέλους και τους έχωσα στην τσάντα μου. Εικοσιτέσσερις ώρες. Δεν είχα χρόνο να κρατάω τα προσχήματα.

Βγήκα από το τμήμα παραπατώντας. Δεν είχα συνέλθει ακόμα. Τα φώτα στον δρόμο είχαν σβήσει και ένα θαμπό ημίφως φώτιζε τον ουρανό. Πόση ώρα είχα κοιμηθεί; Κοίταξα το τηλέφωνό μου, αλλά είχε σβήσει.

Άρχισα να περπατάω, χωρίς να είμαι σίγουρος που πηγαίνω. Σίγουρα όχι σπίτι. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Ακούμπησα στον τοίχο να κρατηθώ και αμέσως ένιωσα το στομάχι μου να γυρίζει. Τα έβγαλα όλα και έμεινα για λίγη ώρα να κοιτάζω τις μύτες των παπουτσιών μου. «Γαμώτο» ψέλλισα.

Όταν σήκωσα τα μάτια μου, είδα ότι βρισκόμουν σε ένα σοκκάκι, αδιέξοδο. Τον θυμόμουν τον δρόμο, ήμουν κοντά στο τμήμα. Δεν θυμόμουν, όμως, την πόρτα που έστεκε μισάνοιχτη μπροστά μου. Δεν είχε πόρτες το σοκκάκι εκείνο, ήμουνα σίγουρος γι’αυτό. Ένα αχνό φως τρεμόπαιζε από μέσα.

Το πόδια μου με πήγαν προς τα εκεί, σαν από μόνα τους, και μπήκα. Κοντοστάθηκα. Ο χώρος μέσα ήταν μια τεράστια αποθήκη. Φωτιές από σκουπίδια ήταν αναμμένες αριστερά δεξιά και γύρω τους ζέσταιναν τα χέρια τους μπουλούκια αστέγων. Άστεγοι όλων των ειδών, εκατοντάδες ίσως, δεν μπορούσα να υπολογίσω.

Περπάτησα λίγο ανάμεσά τους σαν χαμένος. Όταν γύρισα να κοιτάξω πίσω μου, η πόρτα δεν ήταν πια εκεί. «Ονειρεύομαι ακόμα» μουρμούρισα.

«Νομίζει ότι κοιμάται» κακάρισε μια ξεδοντιασμένη γριά.

«Μπορεί και να κοιμάται» της απάντησε ένας κουλός με σπασμένα γυαλιά.

Ένιωσα να με κυριεύει ένας παράξενος πανικός. Οι σκιές τριγύρω μου φαίνονταν ξαφνικά πιο πυκνές, τα πρόσωπα που γύριζαν να με κοιτάξουν εχθρικά. Έψαξα μέρος να κρυφτώ. Είδα μια πόρτα και μπήκα βιαστικά και βρέθηκα σε ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο. Ίσως κάποτε να ήταν γραφείο, πριν από πολύ καιρό. Ένας θόρυβος από το βάθος με έκανε να τιναχτώ.

Δεν είχα λόγο, όμως. Πίσω από ένα διαλυμένο τραπέζι, ένα κοριτσάκι με μουτζουρωμένο πρόσωπο με κοίταζε με περιέργεια.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» το ρώτησα, όσο πιο φιλικά μπορούσα. Δεν ήθελα καν να σκέφτομαι πως μπορεί να κατέληξε ένα μικρό παιδί σε ένα μέρος σαν κι αυτό.

Τέντωσε το δαχτυλάκι του. «Σου έπεσε κάτι» μου είπε.

Γύρισα να κοιτάξω. Οι φάκελοι της υπόθεσης ήταν πεσμένοι κάτω στο πάτωμα. Πρέπει να μου είχαν γλυστρήσει από την τσάντα. Έσκυψα αλαφιασμένος να τους μαζέψω.

«Τι λένε;» με ρώτησε.

«Είναι σημειώσεις από τη δουλειά μου» της είπα υπομονετικά. «Λένε για έναν άνθρωπο που έκανε κάποια άσχημα πράγματα».

«Δεν ρώτησα τι λες εσύ ότι λένε. Τι λένε ρώτησα» είπε χαχανίζοντας.

Κοίταξα τα χαρτιά. Ήταν σαν να τα έβλεπα για πρώτη φορά. Το πρώτο φύλλο έγραφε, με χοντρά μαύρα γράμματα, Σημειώσεις Για Την Υπόθεση. Το ίδιο και το επόμενο. Και όλα τα υπόλοιπα.

«Τι είναι αυτά;» ψέλλισα. «Τι συμβαίνει;»

Σήκωσα το κεφάλι, αλλά το κοριτσάκι δεν φαινόταν πουθενά. Από έξω άκουγα φωνές να πλησιάζουν και υποχώρησα πισωπατώντας στο διπλανό γραφείο.

«Έχεις κάτι να ρίξουμε στη φωτιά;» άκουσα μια γυναικεία φωνή. «Πάει να σβήσει».

Μια γυναίκα έτριβε τα χέρια της πάνω από τα αποκαΐδια μιας φωτιάς. Πλησίασα και της προσέφερα μουδιασμένα τις σημειώσεις μου. Κάτι στη φωνή της μου φαινόταν γνώριμο.

Μου πήρε αργά τα χαρτιά από τα χέρια και τα πέταξε στη φωτιά. Άρπαξαν αμέσως. Στο φως της φλόγας που μεγάλωνε διέκρινα τις ουλές στους καρπούς της. Ακόμα και κάτω από όλη εκείνη τη βρώμα, αναγνώρισα τη μυρωδιά της.

Άφησε την κουκούλα της να πέσει και με κοίταξε με εκείνα τα υπέροχα μάτια που έβλεπα κάθε βράδυ στα όνειρά μου.

«Δεν έφταιγες εσύ» μου είπε. «Ξέρω ότι προσπάθησες να διώξεις τις σκιές. Μα δεν υπήρχε τίποτα να κάνεις. Μερικές φορές απλά ο θάνατος είναι πιο δυνατός από την αγάπη».

Δεν με ένοιαζε που ήταν χρόνια νεκρή, δεν με ένοιαζε πώς βρέθηκε εκεί πέρα. «Άσε με να μείνω μαζί σου» της είπα, πιάνοντας της μαλακά τα χέρια, μην πονέσουν οι ανοιγμένοι τις καρποί.

Μου χάιδεψε απαλά το μάγουλο. «Δεν ήρθε η ώρα, αγάπη μου. Δεν είναι το μέρος αυτό για εσένα. Θα σε περιμένω, για πάντα αν χρειαστεί. Είσαι ο ήρωάς μου, το ξέχασες; Μα πήγαινε, λύκε μου. Το ταξίδι σου δεν τέλειωσε ακόμα».

Έκανα να την πιάσω, να την κρατήσω, αλλά είχε αρχίσει σαν σκια να σβήνει, και χάθηκε, σαν να μην ήταν ποτέ εκεί.

Ένας αναστεναγμός με έκανε να γυρίσω. «Κάθε ήρωας πρέπει να περάσει από τον κάτω κόσμο» μου είπε ο συνεργάτης μου.

Πρέπει να με είχε ακολουθήσει. «Πως με βρήκες;» τον ρώτησα ανακουφισμένος. «Που βρέθηκες εσύ εδώ;»

Μου χαμογέλασε με ένα πικρό χαμόγελο. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται.

«Όπου είσαι εσύ είμαι κι εγώ» μου είπε. «Είμαι ο φίλος σου. Πάντα θα είμαι. Μα έχω κουραστεί κι εγώ, όπως κι εσύ. Άφησε με να φύγω. Σε παρακαλώ».

«Πάλι μου λες τα τρελά σου» προσπάθησα να αστειευτώ. «Τι είναι αυτά που λες;»

Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. «Είναι καιρός πια. Πάνε τόσα χρόνια. Δεν με χρειάζεσαι άλλο. Άσε με να φύγω, φίλε μου».

«Όχι» είπα και έκλεισα σφιχτά τα μάτια. Όλες οι μνήμες μου ξαναήρθαν μονομιάς. Η συμπλοκή. Οι σφαίρες. Τον είχα στην αγκαλιά μου όταν ξεψύχησε. Με το ζόρι χρειάστηκε να μου τον πάρουν. Δεν πέθανε, τους έλεγα. Μια χαρά είναι. Τώρα θα ξυπνήσει και θα μου πει πως ο καφές ήτανε χάλια.

Γονάτισα. «Μη με αφήνεις κι εσύ» είπα ψιθυριστά. Όταν άνοιξα, όμως, τα μάτια μου δεν ήταν πια εκεί.

Ένιωθα άδειος. Σηκώθηκα και περπάτησα προς την κεντρική αίθουσα. Έξω με περίμενε η ομήγυρη των άθλιων και των ταλαιπωρημένων. Ανάμεσά τους διέκρινα πρόσωπα γνώριμα. Ο τύπος από το τραίνο. Το πρεζόνι στο σταθμό. Στο κέντρο καθόταν ένας τυφλός σε αναπηρικό καροτσάκι με το χέρι ακουμπησμένο στον ώμο του ενός μικρού αγοριού με άδεια μάτια.

Τους κοίταξα. Συνειδητοποίησα ότι ένιωθα τελείως ψύχραιμος. «Τρελάθηκα, έτσι δεν είναι;»

Ο τυφλός ανασήκωσε τους ώμους. «Όλοι τρελοί είμαστε εδώ πέρα» είπε εύθυμα.

«Χαίρομαι που ήρθες» είπε το αγόρι. «Σε περίμενα».

«Γιατί;» το ρώτησα, ξέροντας την απάντηση.

«Η ιστορία σου δεν έχει ακόμα τελειώσει» απάντησε ο τυφλός.

«Η ζωή δεν είναι ιστορία, ζητιάνε» είπα, προσπαθώντας να συγκρατήσω το γέλιο που πήγαινε να βγει.

«Είπε ο ανώνυμος ήρωας, με τον αρχηγό που λέγεται αρχηγός, με τον συνεργάτη που λέγεται συνεργάτης και τον ύποπτο που λέγεται Μεγάλος Κακός Λύκος» απάντησε άτονα το αγόρι.

Ήθελα να το αντικρούσω, να του πω ότι είχα όνομα, ότι το θυμόμουν, το ήξερα. Δεν μπορούσα όμως. Δεν μπορούσα να το αρθρώσω.

«Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινό;» είπα τέλος.

«Τίποτα δεν είναι» χαχάνισε ο τυφλός.

«Όλα είναι αληθινά» είπε το αγόρι. «Όλοι είμαστε μια ιστοριά που κάποιος άλλος μας διαβάζει».

«Κι οι φόνοι; Τα εγκλήματα; Όλος αυτός ο πόνος, δεν συνέβη τίποτα από όλα αυτά;»

«Το μεγαλύτερο ψέμα στα παραμύθια δεν είναι η μαγεία, οι δράκοι, ή τα ξωτικά. Το μεγαλύτερο ψέμα στα παραμύθια είναι το μια φορά κι έναν καιρό. Ποτέ τα πράγματα δεν συμβαίνουν μόνο μια φορά. Κάθε φορά που ειπώνονται, συμβαίνουν όλα από την αρχή» είπε σοβαρά ο τυφλός.

Το αγόρι μου χαμογέλασε. «Πόσες χιονάτες δαγκώνουν αυτή τη στιγμή ένα δηλητηριασμένο μήλο, το ίδιο που έχουν δαγκώσει αμέτρητες φορές; Πόσοι γονείς παρατάνε τον κοντορεβυθούλη τους μόνο του στο δάσος, πόσοι το μετανιώνουν τώρα φριχτά; Δεν παίζει ρόλο αν όσοι πέθαναν, πέθαναν από τη φωτιά ή το μαχαίρι. Πέθαναν από την πένα του δημιουργού τους. Και μόνο ένα πράγμα έχει σημασία».

«Τι;» άκουσα τον εαυτό μου να ρωτάει.

«Η ιστορία πρέπει να ειπωθεί» είπαν αργά ο τυφλός και το αγόρι. «Μια θα πάρω εγώ και μία σου χρωστάω. Λένε για έναν λύκο που επέστρεψε στο δάσος. Πήγαινε. Πήγαινε και τελείωσε την ιστορία σου, λύκε μου».

Ο κόσμος άρχισε να γυρίζει. Φωνές, φωτιές και πρόσωπα στροβιλίζονταν γύρω μου σε μία δίνη, μέχρι που όλα μπερδεύτηκαν και έγιναν ένα. Ένιωσα να χάνομαι, να βουλιάζω, μέχρι που ένα σκοτάδι κάλυψε την όρασή μου.

Όταν συνήλθα ήμουν στον δρόμο. Περπατούσα, πρέπει να περπατούσα ώρα. Το πρώτο φως του ήλιου φώτιζε τον ουρανό. Μπροστά μου, στο βάθος, το ψυχιατρείο.

Δεν έκοψα το βήμα μου, δεν άλλαξα την πορεία μου. Έσπρωξα την πόρτα και μπήκα. «Που είναι ο ύποπτος;» ρώτησα τη γραμματέα.

«Τον έχουμε στην εντατική» μου είπε. «Δεν μπορείτε να μπείτε, είναι σε κρίσιμη κατάσταση» συνέχισε. Εγώ όμως είχα ήδη προχωρήσει.

Ίσως κάποιος να προσπάθησε να με σταματήσει, δεν θυμάμαι. Ίσως να μην έπρεπε να έχει μπει στον δρόμο μου.

Μπήκα στο δωμάτιο και ασφάλισα την πόρτα με μία καρέκλα. Ήταν στο κρεβάτι, με μάτια κλειστά, διασωληνωμένος. Φαινόταν σε κακή κατάσταση.

Μισάνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. «Ήρθες» είπε αδύναμα. «Δεν ήξερα αν θα προλάβεις».

Πλησίασα και έκατσα δίπλα του. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε. Σχεδόν ψιθυριστά, άρχισε να μου λέει την τελευταία ιστορία του.

*

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε κάποιο χωριό ένας βοσκός. Αγαπούσε τα πρόβατά του, και τα φύλαγε καλά. Μα περισσότερο από όλα αγαπούσε τις ιστορίες. Του άρεσε να τις διαβάζει, αλλά και να τις πλάθει. Πολλές φορές του φαίνονταν πιο αληθινές ακόμα και από τη ζωή που ζούσε. Του άρεσε να λέει ότι είχε ζήσει χίλιες ζωές, η καθεμιά διαφορετική από την άλλη.

Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού δεν τον καταλάβαιναν, και ό,τι δεν καταλάβαιναν δεν το συμπαθούσαν. Ήταν απλοί άνθρωποι, κι ο κόσμος τους χωρούσε δύο πράγματα μονάχα: αυτό που ήταν αλήθεια, κι αυτό που δεν ήταν.

Όταν, λοιπόν, ο βοσκός τους διηγόταν κάποια ιστορία που είχε σκαρφιστεί, αυτό που άκουγαν εκείνοι ήταν ένα μάτσο ψέμματα. Τον έλεγαν, λοιπόν, ‘ο βοσκός ο ψεύτης’. Τα ψέμματά του ήταν άκακα κι έτσι οι χωρικοί απλά κουνούσαν το κεφάλι τους και επέστρεφαν στις δουλειές τους. Δεν τον εμπιστεύονταν, όμως, και δεν τον συμπαθούσαν.

Ένα απόγευμα που κόντευε στο δείλι, ο βοσκός μας φύλαγε τα πρόβατά του σε ένα λιβάδι πάνω στο βουνό. Παλία υπήρχε ένα δάσος εκεί, αλλά ο κόσμος μεγάλωνε και το δάσος έγινε ξύλα και βοσκοτόπια. Λίγες συστάδες δένδρων μόνο θύμιζαν ότι κάποτε έστεκε εκεί περήφανο και άγριο.

Μαζί με το δάσος είχαν χαθεί και τα άγρια ζώα. Σαν μακρινή ανάμνηση φάνταζαν η αρκούδα και ο λύκος, και πολλοί έλεγαν ότι ο κόσμος ήταν πια ένα ασφαλέστερο μέρος – αν και υπήρχαν κι άλλοι που έλεγαν ότι το ζώο που έπρεπε να φοβάται περισσότερο ο άνθρωπος δεν ήταν παρά ο ίδιος.

Όπως και να έχει, λίγα είχε για να ανησυχεί ο βοσκός. Καμιά φορά κάποιο πρόβατο μπορεί να χανόταν και έπρεπε να το βρει, ή ίσως κάποιο να τρόμαζε από μια σκιά και τότε όλο το κοπάδι πανικοβαλόταν κι έπρεπε να το ηρεμήσει. Κατά τα άλλα, η βοσκή του άφηνε άπλετο χρόνο για ονειροπολήσεις.

Εκείνο το ηλιοβασίλεμα, λοιπόν, ο βοσκός μας σηκώθηκε, όπως κάθε άλλη φορά, για να μαζέψει τα πρόβατά του. Αυτή τη φορά, όμως, ένιωθε κάπως ανήσυχος. Κάτι δεν του πήγαινε καλά, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι. Και τότε το πρόσεξε, με την άκρη του ματιού του.

Σε μια συστάδα δένδρων, μια σκιά. Στην αρχή του φάνηκε σαν σκύλος, το τσοπανόσκυλο, ίσως, του γείτονα – αυτός δικά του δεν είχε. Κατά βάθος, όμως, ήξερε. «Λύκος» ψέλισε.

Ένας αρχέγονος τρόμος τον κυρίευσε. Άρχισε να φωνάζει δυνατά. «Λύκος! Λύκος, βοηθήστε με! Λύκος!»

Οι κραυγές του έφτασαν μέχρι κάτω στο χωριό. Οι χωρικοί παράτησαν ό,τι έκαναν και άρπαξαν δαδιά και τσουγκράνες. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν δει ποτέ τους λύκο, αλλά στο αίμα τους υπήρχε ακόμα η μνήμη μιας εποχής που η γη δεν τους ανήκε.

Όρμηξαν όλοι μαζί ουρλιάζοντας, κατά το βοσκοτόπι. Μα όταν έφτασαν, ίχνος δεν υπήρχε από τον λύκο. «Εξαφανίστηκε» είπε τραυλίζοντας ο βοσκός. «Χάθηκε σαν τη σκιά».

Θύμωσαν οι χωρικοί που παράτησαν τις δουλειές τους για το τίποτα. Κάποιοι ίσως απογοητεύτηκαν κιόλας που δεν βρήκαν τον λύκο, γιατί ο άνθρωπος είναι ζώο που διψάει για αίμα. «Άει παράτα μας, κι εσύ και τα παραμύθια σου» είπαν στον βοσκό. «Ψεύτη. Ε, ψεύτη!»

Ο βοσκός κατέληξε να αμφιβάλει και ο ίδιος για ό,τι είδε. «Ίσως με πήρε ο ύπνος» σκέφτηκε. «Ίσως το φαντάστηκα». Εκείνη τη νύχτα, όμως, δεν κοιμήθηκε. Σκεφτόταν τον λύκο, και ο αρχικός του τρόμος άρχισε να μεταμορφώνεται σε περιέργεια, σε μια περιέργεια που είχε, ναι, και μια δόση γοητείας.

Η μέρα πέρασε όπως περνάνε όλες οι μέρες στο χωριό, μα ο βοσκός ούτε που το κατάλαβε. Περίμενε με τα πρόβατά του στο βοσκοτόπι, κι ο νους του στιγμή δεν ξέφυγε σε ιστορίες και περιπέτειες φανταστικές. Κοίταζε μόνο, με ανάμικτο τον φόβο και την προσμονή, ανάμεσα στα δένδρα, μήπως και φανεί ο λύκος.

Πολλές φορές τινάχτηκε, νομίζοντας ότι τον είδε να ξεπροβάλλει από τη συστάδα των δένδρων. Ίσως να ήταν όμως κάποιο τρωκτικό, ή ο αέρας που κούναγε τα φύλλα, γιατί ο λύκος δεν φαινόταν πουθενά. Οι ώρες πέρναγαν και ο ήλιος κόντευε να δύσει.

«Μέσα στο μυαλό μου ήταν όλα» σκέφτηκε. «Δίκαιο είχαν οι χωρικοί. Δεν υπάρχει χώρος για μαγεία πια σ’αυτόν τον κόσμο». Και ετοιμάστηκε να φύγει.

Και τότε, την ώρα του λύκου, τον είδε. Σαν να περίμενε εκεί από πάντα, τον κοίταζε από την άκρη των δένδρων. Σαν μαγεμένος ο βοσκός, πλησίασε.

Ο λύκος γύρισε και τριπόδισε αργά ανάμεσα στα δένδρα, σαν να τον προσκαλούσε να τον ακολουθήσει.

Ο βοσκός άνοιξε το βήμα του να τον προλάβει, αλλά δεν έτρεξε. Φοβόταν μην τον τρομάξει και φύγει. Τον βρήκε τέλος να κάθεται σε ένα ξέφωτο και να τον περιμένει.

Ήταν μικρός, ακόμα και για λύκος. Η γούνα του είχε μαδήσει από τα γηρατειά και είχε ανοιχτές πληγές στο σώμα και στα πόδια. Το βλέμμα του, όμως, ήταν ζωντανό σαν κουταβιού. Τον κοίταζε χωρίς φόβο, σαν κάτι να περίμενε από αυτόν.

«Εσένα  φοβήθηκα, βρε;» μουρμούρισε ο βοσκός. Πήγε και κάθισε κοντά του. Τα βλέμματά τους σμίξανε και κάτι μαγικό συνέβη τότε.

Για μια στιγμή, που ίσως ήτανε αιώνες, αυτός δεν ήταν πια ο βοσκός, ούτε κι εκείνος ο λύκος. Χίλιες ζωές περάσαν μπροστά από τα μάτια του, κι αμέτρητες περιπέτειες.

Σε όλες ήταν μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλο, δεμένοι σαν αδέρφια, πέρα από τα δεσμά του χώρου και του χρόνου, μέχρι που δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει ποιός από τους δύο ήταν ο άνθρωπος και ποιός ο λύκος.

Μαζί έτρεχαν στις ερημιές, μαζί φυλούσαν το δάσος. Χίλιες φορές πολέμησαν εχθρούς ανίκητους και χίλιες φορές πέθαναν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Και η στιγμή εκείνη, που ήταν μια αιωνιότητα, πέρασε. Ο λύκος ακούμπησε μαλακά το μουσούδι του πάνω στο πόδι του βοσκού και τα δάκρυα του βοσκού μούσκεψαν την γερασμένη του γούνα. «Πώς μπόρεσα να σε ξεχάσω;» του είπε ο βοσκός με έναν κόμπο στον λαιμό. «Που ήσουν όλη μου τη ζωή;»

Τότε ένα πρόβατο που είχε ξεστρατίσει βρέθηκε στο ξέφωτο, και μόλις αντίκρυσε τον λύκο άρχισε να τρέχει, βελάζοντας πανικόβλητο. Ο πανικός του συμπαρέσυρε ολόκληρο το κοπάδι και σύντομα οι χωρικοί είχαν και πάλι ξεσηκωθεί και ανέβαιναν τον λόφο με φωτιά και σίδερο στα χέρια.

«Τρέξε, τρέξε να γλυτώσεις» είπε ο βοσκός στον λύκο. Ο λύκος δεν σηκώθηκε. Ίσως να ήταν πολύ αδύναμος. Ίσως δεν ήθελε να τον αφήσει. «Σε παρακαλώ. Για μένα. Κάντο για μένα».

Ο λύκος σηκώθηκε με δυσκολία και γύρισε αργά, να χαθεί ανάμεσα στα δένδρα. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν οι χωρικοί στο ξέφωτο.

«Που είναι; Που είναι ο λύκος;» φώναζαν. «Βρείτε τον λύκο!»

«Δεν υπάρχει λύκος» τους είπε ο βοσκός χαμηλόφωνα. «Κάποια σκιά ήταν, ή ο αέρας ανάμεσα στα φύλλα που τρόμαξε τα πρόβατα».

Οι χωρικοί έφυγαν, θυμωμένοι και απογοητευμένοι. Ήθελαν αίμα, για να ξεχάσουν πως τον κόσμο αυτόν που έλεγαν δικό τους τον είχαν κλέψει. «Ούτε τα πρόβατά σου να φυλάξεις σωστά δεν ξέρεις» είπε ένας από αυτούς στον βοσκό, φτύνοντας μπροστά στα πόδια του.

Ο βοσκός τα έβλεπε και τα άκουγε όλα αυτά σαν να βρισκόταν κάπου μακρυά. Στιγμές στιγμές το βλέμμα του μόνο ξεστράτιζε ανάμεσα στα δένδρα, κι αμέσως το μάζευε πίσω.

Αφού έφυγαν οι χωρικοί, μάζεψε τα πρόβατά του και τα οδήγησε πίσω στο μαντρί, σαν από συνήθεια. Ξάπλωσε μετά στο κρεβάτι και έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι της καλύβας του μέχρι το πρωί.

Τι πέρναγε από το μυαλό του όλη τη νύχτα, κανείς δεν ξέρει. Μα την επόμενη μέρα, οι χωρικοί πήγαν από το μαντρί να δούνε τι συμβαίνει, γιατί τα πρόβατα βέλαζαν δυνατά. Κανείς δεν τα είχε βγάλει για βοσκή και φώναζαν από την πείνα. Απ’τον βοσκό ίχνος δεν υπήρχε πουθενά.

Έψαξαν παντού οι χωρικοί να τον βρουν, να δουν τι έπαθε. Το μόνο που βρήκαν, όμως, ήταν το πτώμα ενός λύκου, ζαρωμένο και γερασμένο, μέσα σε μια συστάδα από δένδρα.

Δεν τον ξανάδε τον βοσκό κανείς. Όταν, σπάνια, τον συζητάνε μεταξύ τους, λένε πως ήταν τρελός και τα παράτησε όλα και έφυγε μακρυά. Δεν ασχολούνται συχνά. Σε κανέναν δεν έλειψε. Μοίρασαν τα πρόβατά του και τον ξέχασαν.

Κάποιες φορές, όμως, μέσα στην νύχτα, ακούνε από το βουνό έναν λύκο να αλυχτά και τρέχουν τότε να κλειδώσουν τις πόρτες και τα παράθυρά τους. Γιατί μπορεί να φοβούνται για τα πρόβατά τους, αλλά ένα τους φοβίζει ακόμα περισσότερο. Αυτό το κάτι, βαθιά μέσα στη ψυχή τους, που θέλει να τρέξει κι αυτό μέσα στο δάσος αγέρωχο.

*

Η πόρτα βαρούσε δυνατά. Δεν την είχα προσέξει. Δεν με ένοιαζε. Ο Λύκος έβηξε κροταλιστά και με όση δύναμη του απέμενε, μου άπλωσε το χέρι. Πλησίασα και του το έσφιξα μέσα στα δικά μου.

Και όπως τα χέρια μας δεθήκαν, ο άγριος βόρειος άνεμος πέρασε μέσα μου μανιασμένος, σαν χίλιες οργισμένες λεπίδες. Η καρδιά μου σκίστηκε στα δύο και ένιωσα το χορτάρι και τη δύναμη της γης κάτω από τα πόδια μου. Είδα τη Λύκαινα στεμμένη απ’τό φεγγάρι να μου χαμογελά. Από μακρυά τον κυνηγό, με το τραχύ του βλέμμα, που σήκωνε το τσεκούρι του για να με χαιρετήσει. Το νανούρισμα της γυναίκας μου μου χάιδευε τα αυτιά. Κι εκείνος έστεκε μπροστά μου, ψηλός κι αγέρωχος, σαν ήρωας παραμυθιού και γέλαγε, γιατί το δάσος ερχόταν γοργά να πάρει πίσω το παιδί του.

Του έκλεισα τα μάτια και του φίλησα το μέτωπο. Ένιωσα δάκρυα να κυλούν, πρώτη φορά, στο μάγουλό μου.

Και ξέρω ότι μπορεί ποτέ μου να μη δω το αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μα ξέρω και ότι εσύ, εσύ που τώρα με διαβάζεις, μια νύχτα θα ακούσεις το αλύχτισμά μου και θα ανοίξεις, να αφήσεις τον βόρειο άνεμο να μπει απ’το παράθυρό σου. Γιατί κι εσύ πια θα κουβαλάς λίγο απ’ τον λύκο μέσα σου.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διηγήματα του ίδιου: