Ο αδελφούλης

Του Νίκου Τσιπόκα
 
 

 

Τα πήρες όλα πάνω σου...

Αν ‘’έδινες’’ και τους άλλους θα σας ‘’φόρτωναν’’ σίγουρα και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης...

Σιγά την οργάνωση...

Μαζευόσαστε μια φορά το μήνα, βάζατε ρεφενέ από λίγο χόρτο στην κατσαρόλα με καθαρό οινόπνευμα σε χαμηλή φωτιά αργά για ώρες, το στραγγίζατε και το στεγνώνατε μετά σε τηγάνακι με υπομονή. Έβγαινε ίσα-ίσα μια κουταλιά της σούπας παχύρευστο κατάμαυρο λαδάκι. Δεν το καπνίζατε, ιεροσυλία. Βουτούσατε με την σειρά το μικρό δακτυλάκι και το αφήνατε να λιώσει απαλά κάτω από την γλώσσα. Άλλοι το τρίβανε στα ούλα και γλύφανε το κουτάλι. Όλα αυτά τα Κυριακάτικα πρωινά, όταν όλοι οι άλλοι πηγαίνανε για ψάρεμα, εσείς καθαρίζατε και πλένατε με επιμέλεια συκωταριές αρνίσιες και εντεράκια και φτιάχνατε με υπομονή κοκορέτσι κι ας μην ήταν Πάσχα, αλλά ήταν το τάμα της ανέγγιχτης φιλίας σας. Κι όταν με το καλό έβγαινε και το λαδάκι, βάζατε και τις σούβλες να γυρίζουν σιγά-σιγά με τσιπουράκι και κουτσομπολιό. Μεσημεράκι σκάγανε και όλες οι οικογένειες και ταΐζατε με αγάπη πολύ κόσμο. Οι γυναίκες σας γκρίνιαζαν για την πρωτοτυπία του μενού και ψήνατε και παϊδάκια για τα μικρά. 

Μέχρι να πέσει ο ήλιος οι πορτοκαλιές γέμιζαν με τα γέλια σας, τις φωνές και την ανείπωτη λαχτάρα σας. Γέμιζαν ζωή.

Για όλα αυτά δεν ωφελούσε να μιλήσεις για κανέναν...

Είχες βέβαια και κάτι αρχίδια, που όταν τα άπλωνες έφταναν μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου...

Δεν θα το ‘κανες έτσι και αλλιώς...

Σκέφτηκες ότι έπρεπε να είναι και κάποιοι έξω να φροντίσουν τις κόρες σου...

Έτσι οι φίλοι σου, εναλλάξ, κάθε Κυριακή ξημέρωμα, για δύο ολόκληρα χρόνια, φόρτωναν όλη την οικογένειά σου μαζί με δύο ταψιά σπανακόπιτα με γίδινο τυρί, για το καθιερωμένο επισκεπτήριο, στις κλειστές φυλακές των Τρικάλων. 

Πολλά τα χιλιόμετρα. Σου στάθηκαν όμως σε όλα...

Ακόμα και την κόρη σου, αυτοί την συνόδεψαν έγκυο στην εκκλησία, στην χαρά της και όχι τα αδέλφια σου που σε είχαν έτσι και αλλιώς ξεγράψει. Αλλόκοτο κι ίσως για κάποιους υποτιμητικό, αφού δεν συνηθίζεται για άντρες, να κρατούν οι ίδιοι και όχι τα παρανυφάκια την ουρά του νυφικού, κάνοντας περιμετρικά προστατευτικό κλοιό γύρω της, με τόσο σεβασμό, κάτι με ιδιαίτερο συμβολισμό...

Το είδαν όλοι και συζητήθηκε, το ’μαθες και χάρηκες...

Αυτοί ήταν τα πραγματικά αδέλφια σου πλέον...

Αυτοί εξάλλου ήταν από πάντα...

Αυτοί μάζεψαν με τα χίλια ζόρια και το ‘’δεκαρικάκι’’ που χρειαζόταν για να προχωρήσει στην επιτροπή το αίτημα της μεταγωγής σου στην Αγροτική φυλακή της Τίρυνθας, δίπλα στα μέρη σου, στα κορίτσια σου, στα αδέλφια σου...

Εκεί όλα ήταν πιο εύκολα...

Κάθε πρωί, και για τα επόμενα δύο χρόνια ασταμάτητα, στις 7.00 το πρωί, όταν έβγαζες τις αγελάδες έξω στα χωράφια, στον περιβάλλοντα χώρο της φυλακής, ανάμεσα από τις εγκαταλελειμμένες ράγες του τρένου μέχρι την έξοδο προς την παραλιακή της Νέας Κίου, περνούσαν όλοι μαζί μέσα σε ένα αμάξι, σαν κανονικός θίασος, για να σου πουν καλημέρα δίπλα από τον παράδρομο στον πρόχειρο οικισμό των Ρομά, ανάμεσα από τα πυρηνελουργεία, με ρυθμικά κορναρίσματα κι ένα τραγούδι του Διονυσίου που λάτρευες τίγκα στα ηχεία για να τους καταλάβεις, να νιώσεις ότι είναι αυτοί, να σου πουν ένα ακόμα ευχαριστώ για αυτή την νέα μέρα που έρχεται, που ξημερώνει για όλους ελεύθερα, χάρη σε εσένα αδελφούλη...

Μιλάμε για κάθε μια ξεχωριστή μέρα, για δύο ολόκληρα χρόνια, σχεδόν εμμονικά με επιμονή ταύρου, ένα απλό πέρασμα, μια επισήμανση ζωής κάθε μέρα με πειθαρχία, 

σαν τάμα, σαν άφεση...

Κι ύστερα χώριζαν στο λιμάνι που είχαν παρκάρει τα αυτοκίνητά τους και πήγαινε ο καθένας στην δουλειά του...

Κι όταν κάποιος δεν μπορούσε ή αρρώσταινε πήγαιναν οι άλλοι...

Και μια φορά που έλειπαν όλοι, έστειλαν έναν φίλο λαϊκατζή με το μεγάφωνο καρφωμένο στην μετώπη του αγροτικού του, αλλά δεν είχε τον ύμνο του Διονυσίου και σου έπαιζε από μακρυά το ‘’Τρελλή και ανέμελη’’ του Παπάζογλου, που ήταν το δικό του αγαπημένο, ώσπου μαζευτήκανε γύρω -γύρω κάποιοι Ρομά από τον διπλανό οικισμό στην περίμετρο της φυλακής και αναγκάστηκε να φύγει....

Τις Κυριακές, σου πέταγαν και λίγη γκιόσα από το χωριό σου που τόσο γούσταρες... 

Έλεγες ότι ήθελες να πεθάνεις με ένα κομμάτι γκιόσα στο στόμα και ένα τσιγάρο στο χέρι ...

Θυμόσουν τις καλοκαιρινές νύχτες που πηγαίνατε στο μαντρί του συμμαθητή σας, τσοπάνη από τις Λίμνες, που του κόπηκε η φωνή από παιδί όταν τον κρέμαγαν για τιμωρία στο πηγάδι και σας έψηνε προβατίνα στα ξύλα, με ένα γεράκι εξημερωμένο μόνιμα στον ώμο του, γιατί κι ο ίδιος ήταν γεράκι, άγριο και ανήμερο όμως, με μια καρδιά ‘’πλατεία’’, καθώς η φλόγα από την γκαζιέρα υγραερίου με τις χοντροκομμένες πατάτες στο σκουριασμένο τηγάνι, αντανακλούσε στην ερημιά, 

σε όλο το οροπέδιο πάνω από το Αγγελόκαστρο, μαζί με τις φωνές σας, τους πυροβολισμούς ενθουσιασμού και τα τραγούδια σας...

Πάντα μαζί με το πεσκέσι, σου άφηναν και δύο παπάδες φούντα. Την έτριβες μέσα σε ένα αυτοσχέδιο σκαμμένο πιπάκι από ξεραμένο καλαμπόκι, την κάπνιζες ήρεμα και καθώς οι πρώτες ακτίνες του ηλίου σε ζέσταιναν, σιγοψιθύριζες διάφορα ρεφρέν, ανάμεσα στις αγελάδες, μεράκλωνες και φορώντας τις πλαστικές μαύρες γαλότσες με το ραμμένο μονόγραμμα της φυλακής, έριχνες κάθε τόσο και μια γύρα μέσα στις λάσπες, με κλειστά τα μάτια και μια καρδιά κομμάτια...

Χόρευες ζεϊμπέκικο νομίζοντας ότι είναι ήδη καλοκαίρι, Δεκαπενταύγουστος και φορούσες το αγαπημένο σου λευκό πουκάμισο με τις κόρες σου αγκαλιά στην κεντρική πλατεία του χωριού, στο πανηγύρι της Παναγίας...

Μετά αποκαμωμένος από την λαχτάρα και το υπέροχο όνειρο, χωρίς να ανοίξεις καν τα μάτια σου, έτρωγες με αφοσίωση την παγωμένη στο λίπος της γκιόσα και ήταν τόσο ‘’ζάχαρη’’ που νόμιζες ότι ακόμα κι ο ίδιος ο θεός σε ζήλευε, γι αυτό και σε δοκίμαζε έτσι, γιατί μόνο εσύ νιώθεις τόσα πολλά αυτή την συγκεκριμένη στιγμή, 

αυτή την ακόρεστη πείνα, την ατέλειωτη δίψα, με τα πιλάφια και τις κοπέλες, 

τα κιούλμπαστι, τις μυρωδιές και τις χορεύτριες με τα γλυκά ταψιού σε παρέλαση για να διαλέξεις πρώτος εσύ αδελφούλη, κι όλα αυτά τα φώτα απόψε άναψαν μόνο για σένα, πρώτο τραπέζι πίστα στην αρένα ρε αδελφούλη, αγκαλιά με τα ζώα, 

τα γελάδια και τα τελάρα με τα μισοσβησμένα λογότυπα κονσερβοποιείων της περιοχής πεταμένα διάσπαρτα, με το στόμα σου στεγνό αδελφούλη μου και με μια ανεξήγητα ανυπόφορη ορμή, να θες να κατεβάσεις κάτω το γαμημένο υπέρλαμπρο φωτισμένο Παλαμήδι, που φάνταζε από μακριά σαν τερατώδες αεροπλανοφόρο...

Ύστερα κουρασμένος, ξάπλωνες πάνω σε κάτι παλέτες με δέματα από ζωοτροφές δίπλα στις αγελάδες, χαζεύοντας τα τεράστια ανοίγματα του ουρανού, 

τα πολύχρωμα παράθυρά του...

Συγκεντρώνεσαι για να ακούσεις τα μακρινά πρωινά σφυρίγματα από τα θαλασσοπούλια, τα καλέσματά τους...

Χορτασμένος, γεμάτος ευδαιμονία, με τεντωμένα τα χέρια σου να κρέμονται  ανήμπορα από την ευτυχία, σαν να είχες πια παραδοθεί, με απλωμένα ανάποδα τα χοντρά λιγδωμένα δάκτυλά σου, που τα έγλυφαν μαζί με τις αγελάδες και τα σκυλιά, σαν μια τεράστια ανοικτή αγκαλιά, σαν να περιμένεις καρτερικά να έρθει κάτι από ψηλά, μια οπτασία, ένα πουλί, ή έστω ένας ήχος αλλιώτικος, ένα κάλεσμα από τον αέρα, ένα χάδι, ένα σημάδι, να σε αγγίξει στην καρδιά, να σε χαϊδέψει απαλά, να σε μαγέψει τρυφερά, αδελφούλη μου...

 

 

Ο Νίκος Τσιπόκας γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Φοίτησε στο τμήμα Νομικής του Δ.Π.Θ. Από τις εκδόσεις Απόπειρα κυκλοφορούν τα βιβλία του, Αυτή η πανσέληνος κράτησε οκτώ ολόκληρα χρόνια (διηγήματα, 1997), Fαvelαs (διηγήματα, 2018) και Αυτό το αόρατο χρώμα (ποιήματα, 2018). Από τις εκδόσεις Κέδρος Τα αχνά φώτα της Μάρφα (διηγήματα, 2021 2η έκδοση ). Ιδρυτικό μέλος των ΑΝΙΜΑ (φωνή, στίχοι). Το 2000 κυκλοφόρησε το cd Παράξενες μέρες από την Αnokato records. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί στο θέατρο. Ασχολείται με τον κινηματογράφο, art installations, σκηνικά, και έχει συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ, εκθέσεις και biennale.

 
 
 
Διαβάστε επίσης: