Noir ιστορίες πιο σύντομες κι από τσιγάρο

( Ή στιγμιότυπα από τη ζωή ενός ντετέκτιβ, που θα προτιμούσε να μείνει ανώνυμος)

Κώστα Ντούμα

 

“Ποιος κερδίζει;”

”Κανένας, απλά η μια ομάδα χάνει πιο αργά”.

Gene Hackman, aπό την ταινία Night Moves (1975)

 

Το ήξερα πως ήταν αυτή. Το άρωμα της είχε αλώσει τα κύτταρα μου, αρκετά  λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι. Σαν πυρετός πολέμου, ταξίδευε με τον άνεμο. Δεν είπε τίποτα, με κόλλησε στο τοίχο και με φίλησε. Ήξερε όλες τις σωστές κινήσεις. Άγγιζε το σώμα μου σαν χρηματοκιβώτιο. Ήξερε όλους τους συνδυασμούς. Για κάθε σημείο. Έπαιρνε πάντα αυτό που ήθελε. Το κραγιόν στο ποτήρι και τα αποτσίγαρα ήταν η σημαία του νικητή. Άναψα ένα από αυτό, μόνο και μόνο για να κρατήσω λίγο ακόμα τη γεύση της στο στόμα μου. Αγκάλιασα το σεντόνι και αποκοιμήθηκα.

*  *  *

"Και γιατί να προσλάβω εσάς; Τι έχετε που δεν έχουν οι άλλοι; Χρησιμοποιείτε drone; ".

Ίδια μαλακία, διαφορετικός μαλάκας. Όλοι αυτοί οι ειδωλολάτρες της τεχνολογίας, έχουν χάσει τη πίστη τους στον μόνο πραγματικό θεό της έρευνας. Το ανθρώπινο μυαλό. Εξηγώ όσο πιο ψύχραιμα μπορώ στον υποψήφιο εργοδότη μου, ότι τα drone δεν κάνουν το ντετέκτιβ. Δεν τον έπεισα, αλλά επειδή καίγεται, το παραβλέπει. Τον ρωτάω ποιο είναι το πρόβλημα.

"Νομίζω πως με απατάει η γυναίκα μου".

Με τέτοια φάτσα και τόση βλακεία, το περίεργο θα ήταν να μην σε απατάει. Ζητάω λεπτομέρειες. Μου δείχνει φωτογραφία. Γύρω στα σαράντα, μελαχρινή. Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα. Τον τελευταίο καιρό γυρίζει όλο και πιο αργά σπίτι. Σημειώνω τα στοιχεία, του περιγράφω τη διαδικασία και του λέω πόσο θα στοιχίσει.

 "Πόσο; ".

Γούρλωσε τα μάτια.

 "Είναι πάρα πολλά. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι πιο οικονομικό; "

"Ναι, πάρε drone".

*  *  *

Υπάρχουν δύο κατηγορίες άπιστων συζύγων. Η πρώτη είναι η καλύτερη, επαγγελματικά, οικονομικά και από άποψη χρόνου και κόπου. Στη κατηγορία αυτή, ο ένοχος έχει μόνιμη εξωσυζυγική σχέση. Είναι ερωτευμένος και με την παραμικρή ευκαιρία, θα τρέξει να συναντήσει το αντικείμενο του πόθου του. Ξεκούραστα λεφτά. Το τραβάς όσο μπορείς, παραδίδεις το υλικό και εισπράττεις.

 Η δεύτερη κατηγορία είναι πιο δύσκολη. Είναι εκείνοι που έχουν περιστασιακές σχέσεις. Μπορεί να τους τσακώσεις τη πρώτη μέρα, μπορεί και ποτέ. Η μελαχρινή σύζυγος του τελευταίου μου πελάτη ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Δέκα μέρες την παρακολουθούσα. Πέρα από κάποιες ματιές, τίποτα. Η κυρία είναι ερωτευμένη με τον εαυτό της. Ξοδεύει όλα της τα χρήματα σε ρούχα, παπούτσια και καλλυντικά.

Ο εργοδότης απαιτούσε αποδείξεις άμεσα. Αναγκάστηκα να γίνω η πέτρα του σκανδάλου. Δεν κατάφερα να σώσω το επαγγελματικό μου κύρος. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Ο κύριος ήταν χαρούμενος, γιατί νόμιζε πως η σύζυγος του ήταν πιστή. Η κυρία συνέχισε να ξοδεύει τα χρήματα του άντρα της με μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Κι εγώ πέρασα καλά για δέκα μέρες. Μερικές φόρες παίρνεις  τα λεφτά, κάποιες το κορίτσι. Ποτέ και τα δύο.

*  *  *

Προσπαθούσε να συγκρατήσει το γέλιο του χωρίς αποτέλεσμα. Το μαυρισμένο μου μάτι δεν άφηνε περιθώρια διακριτικότητας.

"Ποιος σε έδειρε; "

"Κανένας, απλά ήρθα δεύτερος"

"Τι έγινε; "

"Βάλε ένα ποτό και θα στα πω".

Υπόθεση απιστίας, ως συνήθως. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που το ζευγάρι τσακώθηκε. Αυτός σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την κερδίσει πίσω, της είπε ότι είχε προσλάβει ντετέκτιβ.

Της τα είπε όλα. Η κυρία μου την έστησε μαζί με τον εραστή της, έξω από το γραφείο μου. Ο φίλος μου είχε ξεκαρδιστεί.

"Και μετά; ".

Δεν ήξερα πως ο σύζυγος είχε μιλήσει. Προσπάθησα να αποσπάσω ένα ελάχιστο ποσό. Αφού μου αποκάλυψαν πως τα ήξεραν όλα, όχι απλά δεν ενέδωσαν στο βελούδινο εκβιασμό μου, αλλά μου ζήτησαν και όλα τα λεφτά που είχα πάρει από το θύμα.

Ο φίλος μου ήταν στα πρόθυρα εμφράγματος από το γέλιο. Αφού σκούπισε τα δάκρυα του, μου πρόσφερε τσιγάρο.

"Και τώρα τι θα κάνεις; "

"Πρέπει να βρω τον απατημένο πριν τον βρει η γυναίκα του με τον εραστή της. Η τύπισσα έχει φοβερό θράσος, όχι μόνο τον απατάει , αλλά θα του ζητήσει διαζύγιο και διατροφή. Τι ώρα είναι; "

"20: 30, γιατί; "

"Πρέπει να φύγω, να τον προλάβω πριν τον στριμώξουν"

"Για να μη βγει κι αυτός δεύτερος; ".

Το χαμόγελο του ήταν η υπογραφή της ειρωνείας.

 "Όχι, για να πληρωθώ πρώτος".

Έκλεισα την πόρτα με δύναμη, για να μην ακούω το γέλιο του.

*  *  *

H παρακολούθηση είναι σαν να μαγειρεύεις μια συγκεκριμένη συνταγή. Αν τη φτιάχνεις χρόνια, δεν κουράζεσαι. Προσθέτεις τα υλικά, κάθεσαι και κοιτάζεις από μακριά καθώς σιγοβράζει. Τι γίνεται όμως, όταν τα υλικά δεν είναι αυτά που νόμιζες; Εκείνη μεσήλικη, μεσοαστή. H ομορφιά της δεν έχει ξεθωριάσει στα εξήντα της. Ανησυχεί, φοβάται πως ο άντρας της την απατάει, μετά από τριάντα πέντε χρόνια γάμου.  Εκείνος κοντός, παχουλός και φαλακρός. Η οικονομική του κατάσταση αντιστρόφως ανάλογη. Γεμάτη ομορφιά και γοητεία. Τον παρακολουθώ για καμιά εβδομάδα. Περά από κάποια -αστεία έως θλιβερά- φλερτ με πωλήτριες και σερβιτόρες, τίποτα το μεμπτό. Λίγο πριν τα παρατήσω, έρχεται η ανατροπή.

Ο κύριος έχει εραστή, τριάντα χρόνια νεότερο. Του έχει νοικιάσει σπίτι και τον βλέπει μια φορά την εβδομάδα. Έχω τις φωτογραφίες μπροστά μου. Είναι φοβερό το πως μερικά κομμάτια χαρτί μπορούν να ξεκινήσουν ένα ντόμινο απόλυτης καταστροφής. Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η αλήθεια σε μια εξηντάχρονη; Που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή της, και ξαφνικά θα βρεθεί μόνη της; Σε μια ηλικία που η μοναξιά δεν έχει αντίδοτο. Χωρίς κάποια εξειδίκευση, εργασιακή εμπειρία ή κάποιο εισόδημα. Από το ωστικό κύμα της αποκάλυψης δεν θα γλυτώσει ούτε κι ο θύτης.

Ο κύκλος τους δεν θα τον συγχωρήσει ποτέ. Ίσως επηρεάσει ανεπανόρθωτα και τις δουλειές του. Τι ακριβώς κάνεις, όταν κρατάς κυριολεκτικά το μέλλον κάποιου στα χέρια σου; Τίποτα. Η κυρία έφυγε συγκινημένη από το γραφείο μου. Είχε δακρύσει από τη χαρά της, που οι υποψίες της δεν βγήκαν αληθινές.  Συνέχισε τη ζωή της, ασφαλής και ξέγνοιαστη. Ο σύζυγος της εξακολουθούσε να φλερτάρει πωλήτριες και σερβιτόρες, όπως και να βλέπει τον εραστή του. Και ’γω ήμουν σοφότερος και ακόμη πιο άφραγκος. Μερικές φορές, η άγνοια είναι μικρό τίμημα για να διατηρήσεις τη λογική σου.

*  *  *

Οι γυναίκες που αλλάζουν τη ζωή σου, εμφανίζονται δύο ή τρεις φορές. Γυναίκες σαν αυτή, που δίνει όλο το αίμα του ονείρου, όλο το οξυγόνο, τον ιδρώτα και το νόημα, μόνο μια. Μπαινοβγαίνει στο σπίτι και τη ζωή σου σαν γάτα. Όποτε και όπως αυτή θέλει. Θα πάρει αυτό που θέλει, θα φύγει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. Μεταξύ μας, δεν θα το ήθελες διαφορετικά. Ξέρει όλους τους χάρτες του κορμιού σου, άλλωστε εκείνη τους έχει φτιάξει. Κάθε σημείο που διασταυρώνονται όλες σου οι αισθήσεις. Μ' ένα πέρασμα των χειλιών της, πάλλονται σαν χορδές. 

Μέχρι να ξανάρθει, θα είσαι φυλακισμένος στην ηχώ της ανάσας της. Έρχεται σαν βροχή, γλιστράει από τις γρίλιες, φεύγει σαν καπνός. Ενώ βουλιάζεις αργά, διαλύεσαι στο νερό μαζί με τις στάχτες.

*  *  *

Τι γίνεται όταν σε ανακαλύπτουν να τους παρακολουθείς; Αν είσαι πιο δυνατός, τους απειλείς, τους δέρνεις και τρέχεις. Αν είναι πιο δυνατοί, σε απειλούν, τρέχεις πριν σε δείρουν. Πολύ. Αν είναι όμορφη, τη φλερτάρεις για αντιπερισπασμό. Αν είναι άσχημη, σε φλερτάρει για αντιπερισπασμό.  Επίσης, παρακολουθείς λάθος άτομο.

*  *  *

Ο στόχος σου είναι ένας ογδοντάχρονος. Που το έσκασε από το σπίτι, γιατί δεν άντεχε να ζει με τις τύψεις εξήντα ετών. Σε παρακαλάει να τον αφήσεις να φύγει. Σου σφίγγει τα χέρια, ενώ τα λόγια του λιώνουν μέσα στα αναφιλητά, από ένα σημείο και μετά, δεν καταλαβαίνεις τι λέει. Κλείνει στην παλάμη σου όλη του την περιουσία. Δεν πρόλαβα να πω τίποτα, έφυγε τρέχοντας.  Δύο εβδομάδες μετά, τον βρήκαν κρεμασμένο. Έβγαλα το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα από το συρτάρι. Είμαι συνένοχος; Μπορεί! Αποδόθηκε δικαιοσύνη; Όχι. Ποιος τιμωρήθηκε τελικά; Όλοι και κανένας. Δυστυχώς η δικαιοσύνη είναι σαν τη βροχή, δεν πέφτει ποτέ για να σβήσει τις πυρκαγιές της αδικίας, και σε πνίγει όταν δεν την χρειάζεσαι.

*  *  *

Υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι αδύνατον να τα ξέρεις, αλλά είναι αδύνατον να ξέρεις ποια είναι αυτά. Η δουλειά μου είναι να ξέρω. Πρέπει να ξέρω. Ακόμα και όταν δεν θέλω να ξέρω. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να με ξέρουν. Σε κάποιες δε θέλω να ξέρω τον εαυτό μου. Δε θέλω να με ξέρουν. Δε ξέρω αν με θέλουν. Συνήθως με θέλουν γιατί δε με ξέρουν. Μετά, δεν με θέλουν γιατί με ξέρουν. Δεν έχω βρει την περίπτωση, που να εξακολουθούν να με θέλουν, ενώ με ξέρουν.

*  *  *

Κατάλαβα από το τρόπο που ανέβαινε τις σκάλες τι θα ακολουθούσε. Άνοιξα τη πόρτα και κόλλησα στο τοίχο. Έβαλε όλη του τη δύναμη στη γροθιά του, παραπάτησε και έπεσε. Δύο κροσέ τον ηρέμησαν. Δεν πληρώνομαι αρκετά για να κάνω τον θηριοδαμαστή εκνευρισμένων μοιχών.

*  *  *

Ο Καμύ είχε γράψει πως τα πλούτη δεν είναι η αθώωση, μα η αναστολή. Βέβαια, αν έβλεπε το γιοτ του πελάτη μου, θα καταλάβαινε πως με τέτοια αναστολή, η αθώωση μοιάζει με ισόβια κάθειρξη. Μου έδειξε τη φωτογραφία της γυναίκας του. Με τριάντα χρόνια διαφορά, το περίεργο θα ήταν να μην τον απατούσε. Δεν ήταν τόσο ο εγωισμός του  -που είχε πληγωθεί, αλλά όχι ανεπανόρθωτα-,  όσο το ότι ήθελε ένα αναίμακτο διαζύγιο. Όση ώρα μου μιλούσε, από μέσα μου είχα ξεκαρδιστεί. Οι γυναίκες σαν αυτή είναι σαν τη ζώνη του πρωταθλητή στην επαγγελματική πυγμαχία.

 Όσα λεφτά κι αν έχεις, όσους αγώνες και αν στήσεις, δεν μπορείς να την αγοράσεις για πάντα, μόνο να τη νοικιάσεις. Μέχρι να στην πάρει κάποιος άλλος.

*  *  *

To χειρότερο σε αυτή τη δουλειά δεν είναι η βία. Το χειρότερο είναι οι πιθανότητες που δεν εξάντλησες. Τα δευτερόλεπτα. Γιατί πάντα είναι ζήτημα δευτερολέπτων. Έσπασα την πόρτα και όρμησα. Δεν ήταν κανείς στο δωμάτιο. Μύριζε ιδρώτας. Έψαξα παντού. Πάνω στο κρεβάτι ένα λευκό φόρεμα. Έμοιαζε φρεσκοσιδερωμένο. Το σήκωσα, στο πίσω μέρος είχε ένα μεγάλο κόκκινο λεκέ. Έκανα το μέρος άνω κάτω. Δε τον βρήκαν ποτέ, ούτε την κοπέλα. Αν είχα φτάσει πιο νωρίς, θα την είχα σώσει. Κάποια δευτερόλεπτα κρατάνε χρόνια. Στοιχειώνουν τις μικρές ώρες. Και θέλεις τόσο πολύ να ήταν αλλιώς, που μερικά βράδια το ονειρεύεσαι. Πως προλαβαίνεις. Σπας την πόρτα, τον αιφνιδιάζεις. Τον αφήνεις αναίσθητο, σχεδόν νεκρό στο πάτωμα. Παίρνεις τη μικρή στα χέρια σου και τρέχεις. Και έστω για λίγο, για ένα πρωί, ο κόσμος είναι καλός, δίκαιος, και τα χρώματά του δεν είναι δολώματα, παγίδες που έστησε το σκοτάδι.

*  *  *

Το τέλος της μέρας άφησε τεράστιους κρατήρες στο μυαλό και το σώμα μου. Θα χρειαστούν τεράστιες ποσότητες αλκοόλ και ευτυχίας για να τους σκεπάσουν. Δυστυχώς δεν έχω αρκετά χρήματα για το πρώτο, ούτε αρκετή τύχη για το δεύτερο. Ελπίζω να με φτάσουν τα τσιγάρα μέχρι το πρωί. Να με νανουρίσει η νικοτίνη, πριν το ξημέρωμα.

*  *  *

"Ίσως να είναι ασυγχώρητο το να με συγχωρήσεις. Δε ξέρω τι ακριβώς θέλω να σου πω, το πρόβλημα είναι πως οι λέξεις είναι εμπόδια. Αλλά… Από εκείνη τη μέρα, νιώθω σαν κομπάρσος στη ζωή μου. Σαν χαρακτήρας σε λάθος ταινία. Αφού βρέθηκε σε κάποιο φιλμ που δεν ανήκει, καταλαβαίνει πως όλα είναι ψεύτικα. Βλέπει τα σκηνικά, τις κάμερες, τα μικρόφωνα.   Όλα είναι λάθος, ξένα. Αφού δεν είναι πια στη δικιά του ταινία, αφού λείπει το κομμάτι που έδινε νόημα. Οι νύχτες δεν έχουν πια άρωμα, χωρίς τη μυρωδιά των μαλλιών σου στο μαξιλάρι. Ούτε η σιωπή δεν είναι πια δική μου, χωρίς εσένα να μουρμουρίζεις κάποια μελωδία, να μου ψιθυρίζεις στο σκοτάδι.

Μπορεί να μην είναι αρκετό το να θέλεις κάποιον, το να είσαι ερωτευμένος μαζί του, να τον αγαπάς. Μπορεί κάποιες φορές να έχει σημασία το ποιος είσαι όταν είσαι μαζί του. Και ’γω μαζί σου ήμουν ο καλύτερος και ο χειρότερος εαυτός μου, πολλές φορές ταυτόχρονα. Μπορεί οι δαίμονες μου να μην έφευγαν ποτέ, να έκαναν υπερωρία όταν ήσουν μαζί μου. Όμως, όταν οι δαίμονες μου συναντούσαν τους δικούς σου, μεταμόρφωναν κάθε κόλαση σε προθάλαμο του παραδείσου. Και αυτό το συναίσθημα είναι το μέτρο σύγκρισης  για κάθε συγκίνηση, η μονάδα μέτρησης της ευτυχίας, το αντίδοτο για κάθε τι μέτριο, ανούσιο και βαρετό.

Δεν  ξέρω τι άλλο να σου πω, δε ξέρω τι είναι αρκετό, ποιες λέξεις και σε ποια σειρά, θα έφτιαχναν ένα ξόρκι, που θα αναιρούσε το ό, τι προηγήθηκε. Δε ξέρω που είσαι απόψε, με ποιον είσαι, τι σκέφτεσαι, τι νιώθεις και τι κάνεις. Απλά, θα ήθελα να ξέρεις πως σε... " Έσβησα το μήνυμα για πέμπτη φορά. Πέταξα το κινητό στο κρεβάτι, τελευταίο ποτό, τελευταίο τσιγάρο, τελευταίο τραγούδι.

Πήρα το βιβλίο από το κομοδίνο και το ξεφύλλισα. Ανθυπομειδίασα θλιμμένα. Ο Μπουκόφσκι  έχει πάντα δίκιο, ειδικά τις μικρές ώρες. Άφησα το βιβλίο στο πάτωμα και ξάπλωσα. Η βελόνα στο πικάπ των σκέψεων κόλλησε στους τελευταίους στίχους. Σαν mantra, σαν προσευχή. Η ποίηση είναι αυτό που συμβαίνει όταν δε μπορεί να συμβεί τίποτα άλλο. Θα μπορούσε να είναι το λήμμα, κάτω από τη φωτογραφία της. Πάτησα το play και αφέθηκα.

*  *  *

Δε με ενοχλεί να κυνηγάω κάποιον. Δεν είναι το ότι έχω βαρύνει, το αλκοόλ ή τα δύο πακέτα τσιγάρα. Όχι, δεν πληγώνει τίποτα από αυτά τον εγωισμό ή την αυτοπεποίθηση μου. Με ενοχλεί όταν με κυνηγάνε και αυτοί που με κυνηγάνε, δεν έχουν βαρύνει, δεν πίνουν, δεν κάνουν δύο πακέτα τσιγάρα και έχουν και δύο πόδια παραπάνω. Θα μπορέσω να σκαρφαλώσω τα κάγκελα ή θα πάθω λιγότερη ζημιά αν κάτσω να με δαγκώσει;

*  *  *

Δεν σταματούσε να μιλάει. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, όμως τα χαρακτηριστικά της είχαν παραμορφωθεί από τη γκρίνια. Ο μορφασμός αποδοκιμασίας ήταν η κανονική της έκφραση. Όταν χαμογελούσε, γινόταν πιο άσχημη.

 "Μα να μου πει εμένα; Πώς τόλμησε!"

Τον λυπάμαι αυτόν που θέλει να βρει. Προτιμώ να πεινάσω, παρά να το έχω βάρος στη συνείδηση μου.

"Eμένα; Πως τόλμησε να εξαφανιστεί; Γιατί, τι μου λείπει; "

Της επιστρέφω τα χρήματα.

 "Το βραδινό σου λείπει, γι' αυτό είσαι έτσι. Δεν τρως το βράδυ και ξυπνάς πιο πεινασμένη το πρωί".

 Η υστερία της ακόμα μου γδέρνει το αυτί.

Η αλληλεγγύη κοστίζει πιο ακριβά από τα χρήματα.

*  *  *

Εκτός από τον έρωτα, υπάρχει και το μίσος με τη πρώτη ματιά. Τον γλύτωσε ότι εγγυήθηκε φίλος για αυτόν. Εξαφανίστηκε χωρίς να με εξοφλήσει. Τον αναγνώρισα πριν ανοίξουν τελείως οι πόρτες του ασανσέρ. Δεν πρόλαβε να δει ποιος τον χτύπησε. Κάτι τέτοιες χαρές με κάνουν να πιστεύω σε ανώτερες δυνάμεις. Δεν είναι τα θαύματα ή τα μεγάλα γεγονότα. Όχι. . .

Είναι αυτές οι μικρές νίκες, που σου δίνουν κουράγιο ν' αντέξεις τη διαδρομή μέχρι τη μεγάλη ήττα. Θα είναι πιο όμορφος, με το νούμερο του παπουτσιού μου, τατουάζ σε όλο του το πρόσωπο.

*  *  *

"Γιατί γίνατε ντετέκτιβ; Σας επηρέασαν οι ταινίες και τα βιβλία; "

"Όχι. Μου άρεσε από μικρός να εξαφανίζομαι, να κρύβομαι, και μετά να περιμένω να με βρει κάποιος. Μάλλον το έκανα πολύ καλά, γιατί ποτέ και κανένας δεν με βρήκε. Τώρα τελευταία, πιστεύω πως μάλλον δεν μπήκαν καν στο κόπο να ψάξουν".

"Και τι σχέση έχει αυτό με το ότι γίνατε ντετέκτιβ; "

"Ήθελα να δω, αν κάποιος  κρύβεται  καλύτερα από μένα".

"Και βρήκατε; "

"Πολλούς".

"Πόσο συναρπαστική είναι η δουλειά σας; "

"Καθόλου. Ο κόσμος έχει στο μυαλό του κινηματογραφικά στερεότυπα όσο αναφορά τη δουλειά μας. Αυτό που κάνουμε, δεν είναι σαν ταινία. Είναι σαν να  βλέπεις τις διαφημίσεις. Πρέπει να τις παρατηρούμε προσεκτικά, μέχρι να ανακαλύψουμε το λάθος. Γιατί αυτό είναι να παρακολουθείς τη καθημερινότητα κάποιου άλλου, βλέπεις όλα τα βαρετά, αδιάφορα πράγματα που κάνει. Μέχρι να αφομοιώσεις τη ρουτίνα του και να δεις τι δεν πάει καλά. Η ρουτίνα μου είναι να βαριέμαι με τη ρουτίνα των άλλων".

*  *  *

Οι νικητές δεν  πιστεύουν στην τύχη. Ούτε θεωρούν τους εαυτούς τους κακούς. Είναι πολύ απασχολημένοι για να κάνουν τέτοιες σκέψεις. Κοιτάζω τους αριθμούς στην επιταγή και μετά τη φωτογραφία. Τα βλέμματα τους είναι χειρότερα, όταν τα αντικρίζεις ζωντανά. Μητέρα και γιος, σημαδεμένοι από το φόβο, στιγματισμένοι από τον οίκτο του ιδιοκτήτη τους.  Γιατί αυτή είναι η σχέση που έχουν με τον εργοδότη μου. Τα μάτια τους.

Φυλακισμένα ζώα, έχουν περάσει τόσο καιρό σε αιχμαλωσία, που ολόκληρος ο κόσμος τους φαίνεται απλά σαν ένα μεγαλύτερο κλουβί. Τους τρομάζει περισσότερο, γι' αυτό θέλουν να γυρίσουν πίσω, στο μικρό, γνώριμο κλουβί τους. Κατά βάθος, ένιωσαν ανακούφιση όταν τους βρήκα.  Κοιτάζω ξανά την επιταγή και μετά την οθόνη του υπολογιστή. O ιδιοκτήτης τους, χαμογελάει μπροστά στα φλας και τα μικρόφωνα. Ηθική είναι να ξέρεις ποια μάσκα να φορέσεις και πότε.

Και εκείνος έχει πολλές, και ξέρει που και πότε να βάλει ποια.  Τι μπορώ να κάνω; Να το καθυστερήσω όσο μπορώ. Να βγάλω όσο περισσότερα γίνεται. Να κερδίσω χρόνο. Μήπως ξυπνήσει κάποιο κύτταρο ελευθερίας μέσα τους. 

*  *  *

Τον βλέπω να χαμογελάει πριν κάτσω στο μπαρ. Ξέρω ήδη τι θα μου πει.

"Πάλι σε παράτησε; "

"Δεν είναι η πρώτη φορά".

"Ούτε κι η τελευταία".

"Δε βαρέθηκες; "

"Φοβάμαι πως θα βαρεθώ χειρότερα αν σταματήσει να τα κάνει αυτά".

"Σου έχω πει ποιο είναι το πρόβλημα σου;"

"Δεκάδες φορές, αλλά αυτό δεν σε σταμάτησε ποτέ".

"Πρέπει να βρεις μια άσχημη γυναίκα",

"Τι να την κάνω αν είναι άσχημη; "

"Είσαι χαζός. Η άσχημη δεν θα σε παρατήσει ποτέ. Θα είναι πάντα εκεί. Όσο πιο άσχημη, τόσο πιο πιστή θα είναι".

"Ναι, αλλά δεν θα είμαι εγώ".

"Βλακείες, συνήθεια είναι. Μόλις συνηθίσεις, να δεις που όλα θα είναι καλύτερα".

"Είναι σαν να σου λέω πως θα μπω φυλακή, πως θα με βιάζουν κάθε μέρα, και συ να μου λες ότι δεν πειράζει, θα συνηθίσω".

"Υπερβολές".

"Και στην τελική, πως να πάρω στα σοβαρά τη συμβουλή σου, όταν έχεις μια τόσο όμορφη γυναίκα; "

"Και είδες τι τραβάω. Για αυτό σου λέω, βρες μια άσχημη".

Ήξερα που πήγαινε το πράγμα, απλά το καθυστερούσα, απολάμβανα τη διαδρομή.

"Πώς και Σάββατο εδώ; "

"Τσακωθήκαμε;

""Γιατί; "

"Εε, τα γνωστά. Θέλει να βγαίνουμε πιο συχνά, εγώ βαριέμαι. Μου λέει να βγαίνουμε με φιλικά ζευγάρια. Εμένα όλοι μου οι φίλοι, είναι ανύπαντροι  ή χωρισμένοι. Όποτε καταλήγουμε να βγαίνουμε με τις ξινές φίλες της".

"Συνέχεια για τα ίδια τσακώνεστε".

"Αυτή τη φορά ήταν χειρότερα από ποτέ".

 Τελειώνω το πρώτο ποτό και περιμένω.

"Τι θα κάνεις αύριο; "

"Δεν έχω κανονίσει κάτι".

"Δεν έρχεσαι μαζί μας; "

"Τι να κάνω, το σοφέρ; "

"Θα είναι και μια φίλη της".

 Σχεδόν με πιάνει νευρικό γέλιο.

"Πολύ άσχημη; "

"Πρέπει να έρθεις. Αν δεν έρθεις, δεν θα μου ξαναμιλήσει".

"Τόσο άσχημη; "

"Είσαι ο μοναδικός μου φίλος που συμπαθεί. Κάπως".

""Θα μου πεις πόσο άσχημη είναι; "

"Τα σκιάχτρα τη βάζουν στα χωράφια τους για να διώχνουν τους ανθρώπους".

Χαμογελάω. Ανάβω τσιγάρο και ξεκινάω αργά, το γύρο του θριάμβου.

"Θα σου κοστίσει; "

"Πόσα; "

Τον αφήνω λίγο να τσιγαριστεί στη σκουριασμένη φριτέζα της συζυγικής γκρίνιας. Σβήνω το τσιγάρο όσο πιο αργά μπορώ και παραγγέλνω δεύτερο ποτό.

"Το εξοχικό για ένα μήνα".

"Αδύνατον!"

"Με το ψυγείο γεμάτο".

"Δεν υπάρχει περίπτωση".

"Και διακόσια ευρώ επιπλέον".

"Ξέχνα το!"

"Αν δε θέλεις να θυμηθώ, κατά λάθος εκείνη τη σερβιτόρα, μπροστά στη γυναίκα σου".

"Θα τα πάρεις τώρα τα κλειδιά ή να στα φέρω αύριο; "

Αν δε μπορείς να εκβιάσεις τους φίλους σου, πώς θα εκβιάσεις τους εχθρούς σου;

*  *  *

Κάποιους, η μοναξιά τους κάνει φλύαρους. Μόλις βρουν "θύμα", ξερνάνε όλη τους τη ζωή. Αν δε φύγεις γρήγορα, θα πνιγείς μέσα σε αυτήν την ανθρωπόμορφη κινούμενη άμμο. Τον διακόπτω, του λέω πως κλείνω. Με κοιτάζει τσαντισμένος, καθώς κλειδώνω το γραφείο.

*  *  *

Κάποιες νύχτες θέλεις να ξεφύγεις. Να ξεχάσεις. Κάποιες άλλες να ξεχαστείς. Να χαθείς. Να πιείς τόσο πολύ, ώστε όταν ξυπνήσεις να είσαι κάποιος άλλος, κάπου αλλού. Όσο σκοτεινιάζει, οι μεγαλύτερες μαλακίες και τα χειρότερα λάθη σου, παίζουν συνέχεια σε replay στο μυαλό σου. Όλο και πιο αργά, σε μεγαλύτερες οθόνες. Η κόλαση είναι ένα animated gif με όλες σου τις αποτυχίες. Θέλεις να βουλιάξεις, να λιώσεις με τα παγάκια, να σκορπίσεις με τη στάχτη και τον καπνό.  Δε με ενοχλούν πια. Το μόνο που με ενοχλεί, είναι πως δεν με ενοχλεί τίποτα. Οι φόβοι, οι τύψεις... Δεν με στοιχειώνουν. Κάθονται δίπλα μου, πίνουμε παρέα, μου κάνουν τράκα τσιγάρο. Είναι οι μόνοι που έχω, μόνο αυτοί με περιμένουν, είναι πιστοί. Ξέρουν τα πάντα για μένα και είναι ακόμα εδώ.

Κάποιες νύχτες δε θέλεις να ξεφύγεις. Ούτε να ξεχάσεις, να ξεχαστείς. Να χαθείς. Θέλεις να τα θυμηθείς όλα. Μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Η αντανάκλαση της κυλάει παντού, χαμογελάει πίσω από κάθε καθρέφτη. Το ποτό δεν έχει γεύση, ούτε το τσιγάρο. Δεν ακούς τι λένε οι άλλοι, δε τους βλέπεις καν. Φαντάσματα που δεν βλέπει το ένα το άλλο. Ξέρεις την αλήθεια εδώ και χρόνια, έτσι δεν είναι; Όμως, ακόμα δεν μπορείς να τη χωνέψεις. Άλλο ευτυχισμένος, άλλο ερωτευμένος. Και η σιωπή είναι αβάσταχτη. Όλα τα ίσως και τα μπορεί, μ' ακολουθούν σαν κατάσκοποι. Δεν με αφήνουν να χαθώ.

Ακούω σε όλα τα τραγούδια τη φωνή σου, σε βλέπω σε κάθε τραπέζι, μέσα σε κάθε αυτοκίνητο που περνάει. Έχουμε αφήσει τόσα μυστικά κρυμμένα, ο ένας μέσα στον άλλο, να καίγονται άσκοπα κάθε νύχτα. Βαρέθηκα να περιμένω. Δε θέλω μελόδραμα, ούτε καυγάδες που θα καταλήξουν στο κρεβάτι. Δε θέλω ατελείωτα τηλεφωνήματα στη μέση της νύχτας. Μπαίνω στο σπίτι, το μυαλό μου ενυδρείο γεμάτο νεκρά ψάρια, η καρδιά μου χτυπάει σαν πλυντήριο στο στύψιμο, θέλει να ανοίξει και να πλημμυρίσει, να αδειάσει, όλο το πάθος, το θυμό, την έξαψη, την αξόδευτη τρυφερότητα, τη σιωπή, κι όλες τις λέξεις, που ποτέ δεν φτάνουν και πάντα είναι πολύ λίγες.

Δε θέλω άλλες σκηνές από ταινία. Θέλω απλά να έρθεις. Με εκείνο το φόρεμα από κόκκινο βελούδο, να κρατάς τα παπούτσια στο χέρι, γιατί βιαζόσουν να φτάσεις. Να μυρίζω το αλκοόλ στην ανάσα σου και το τσιγάρο στα μαλλιά σου. Δεν ήξερα πως έκρυβα τόσα χάδια μέσα μου, μέχρι που σε έγδυσα για πρώτη φορά. Δε θέλω τίποτα άλλο. Μόνο να έρθεις. Αθόρυβα. Να κλείσεις τη πόρτα, να σβήσεις το φως και να με αφήσεις να αγκαλιάσω το σκοτάδι σου, να το γνωρίσω καλύτερα και να το αγαπήσω πιο βαθιά. Δε θέλω τίποτα άλλο. Να είναι η ανάσα σου, το τελευταίο πράγμα που θα ακούω πριν κοιμηθώ.

Τα βλέφαρα μου λιώνουν, το τελευταίο τσιγάρο μου πέφτει απ' το χέρι. Ξημερώνει. Ας πατήσει κάποιος παύση στη νύχτα. Για μερικές ώρες. Μέχρι να έρθει. Γιατί πρέπει να μας βρει μαζί το ξημέρωμα. Βγάζω με το ζόρι τα παπούτσια.

Δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ και να κλείσω τις γρίλιες. Σκεπάζομαι μέχρι πάνω. Τα κέρματα πέφτουν, αναπτήρας, κινητό στο πάτωμα. Κάποιες νύχτες, δεν σε αφήνουν να ξεφύγεις, να ξεχάσεις και να ξεχαστείς. Κάποιες νύχτες, απλά δεν σε αφήνουν. Ήμουν σχεδόν αναίσθητος, όταν τα δάχτυλα της χάθηκαν στα μαλλιά μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως χαμογελούσα. Και το πόσο ζεστό ήταν το δέρμα της, κάτω από το κόκκινο φόρεμα.

*  *  *

Ήταν από τις πιο δύσκολες υποθέσεις. Συνήθως δεν αναλαμβάνω τέτοιου είδους. Ήταν πολύ μικρή, δεν είχα ελπίδες πως θα την βρω, ζωντανή τουλάχιστον. Αποδείχθηκε πιο σκληρή από όσο φανταζόμουν. Τη βρήκα κρυμμένη σε ένα στενό, πεινασμένη, βρώμικη αλλά μια χαρά. Το να την επιστρέψω ήταν από τις δυσκολότερες αποφάσεις της ζωής μου. Την κράτησα δεκαπέντε μέρες. Αυτή η μικρή λευκή γάτα μου άλλαξε τη ζωή. Βρήκα μια σχεδόν ίδια. Είναι γκρινιάρα, όπως μου αρέσουν οι γυναίκες. Μπορείς να μάθεις πολλά από τις γάτες. Μόνο που τις παρατηρείς, είναι ευτυχία. Οι γάτες ξέρουν, τα πάντα. Μη κοιτάς που δε μιλάνε. Ζουν τη ζωή σαν να είναι τέχνη, και η κάθε στιγμή μαζί τους, είναι ένα μικρό αριστούργημα. Αρκεί να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά.

*  *  *

Οι ρυτίδες του είχαν λίγο πρόσωπο. Ήταν αρκετά πλούσιος για να παντρευτεί κάποια μικρότερη του, αλλά όχι τόσο ώστε να μπορεί να την κρατήσει. Μιλούσε σιγά, συνωμοτικά, λες και φοβόταν πως κάποιος θα μας ακούσει. Αφού τελείωσε το μονόλογο του, για το πόσο αχάριστη είναι η σύζυγος του, μου έδωσε μια προκαταβολή. Κοίταξε αριστερά δεξιά και έβγαλε μερικά ακόμα χαρτονομίσματα.

"Αυτά τι είναι; "

"Αν τη βρείτε και είναι με κάποιον άλλο, να τη συγυρίσετε λίγο".

"Τι εννοείται να τη συγυρίσω; "

"Όχι πολλά πολλά, δύο τρία χαστούκια, για να μάθει".

Πήρα τα χρήματα και τον διαβεβαίωσα πως όλα θα πάνε καλά. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τη γυναίκα του. Και αν διαμαρτυρόταν, θα τον συγύριζα λίγο. Όχι πολλά πολλά, μερικά χαστούκια.

*  *  *

Έτρεχα τόσο γρήγορα που δεν έβλεπα, όλα κολυμπούσαν γύρω μου. Έσπασα την πόρτα και τον πρόλαβα. Δε θυμάμαι το πρόσωπο του ή τη φωνή του, μόνο ότι με πόνεσαν τα χέρια μου να τον χτυπάω. Η μικρή ήταν κλειδωμένη στο υπνοδωμάτιο. Απαγωγή. Ζητούσε λύτρα, προσπάθησε να τη βιάσει και να την εθίσει στα ναρκωτικά. Με πρόλαβαν πριν τον σκοτώσω. Το κεφάλι του έμοιαζε με σπασμένο μπαλόνι γεμάτο νερό.

*  *  *

Κάποιοι αγαπούν τόσο τον εαυτό τους, που ο μόνος τρόπος ν’ αγαπήσουν κάποιον άλλο, είναι να τον κάνουν ίδιο. Και επειδή ποτέ δεν τα καταφέρνουν, είναι δυστυχισμένοι και ρίχνουν το φταίξιμο στον άλλο. Δεν σταματούσε να μιλάει. Ο μόνος τρόπος να τη διακόψω, ήταν να της δώσω λεφτά. Αυτή η γυναίκα δεν ήθελε σύντροφο, δεν ένιωθε μοναξιά.

Δε ξεπέρασε ποτέ τη φυγή του πατέρα της, και ψάχνει σε κάθε άντρα που γνωρίζει, τη λύση σε όλα της τα προβλήματα. Κανένας δεν εκπληρώνει τις δυσθεώρητες προσδοκίες και όλοι φταίνε, εκτός από εκείνη. Δε ξέρω τι να κάνω. Αν πρέπει να την αγκαλιάσω, να της βάλω ένα ποτό και να τη στείλω σε έναν ψυχολόγο. Ή απλά να την απογοητεύσω και να δικαιώσω τις αυταπάτες της. Άλλωστε, μόνο αυτές έχει.

*  *  *

Το μπαρ ήταν σχεδόν άδειο. Με κοίταζε αρκετή ώρα. Δεν είχα διάθεση για κουβέντα. "Τι δουλειά κάνεις; "

"Είμαι φάντασμα επί πληρωμή".

"Δηλαδή; "

"Στοιχειώνω τις ζωές των άλλων για να βρω τι τους στοιχειώνει".

"Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω".

"Ντετέκτιβ είμαι".

"Ακούγεται συναρπαστικό".

"Ακούγεται. Δεν είναι".

"Δεν έχει ωραίες γυναίκες που ψάχνουν κάτι; "

"Τις ωραίες τις ψάχνουν, δεν ψάχνουν εκείνες".

"Δηλαδή εμένα θα με έψαχνε ο άντρας μου; "

"Όχι αμέσως".

Το μπαρ ήταν άδειο. Μερικές νύχτες, δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση, από το να πίνεις  μόνος σου στο αγαπημένο σου μπαρ.

*  *  *

Το για πάντα κρατάει πέντε χρόνια. Το ποτέ ακόμα λιγότερο. Όταν όμως σου δοθεί η ευκαιρία, να τα λες.

 

 

Noir ιστορίες πιο σύντομες κι από τσιγάρο (B) 

 

Κάπου ανάμεσα στο τρίτο και τέταρτο ποτό, γύρισε και με κοίταξε.

"Λοιπόν; "

"Λοιπόν τι; "

"Τι έγινε; "

"Τίποτα".

"Πόσες μέρες κρατάει αυτό το τίποτα; "

"Δέκα εφτά".

"Τελείωσε δηλαδή; "

"Δεν  ξέρω, μπορεί".

"Και τι θα κάνεις; "

"Δεν έχω ιδέα".

"Τα παρατάς ; ".

Έψαχνα δικαιολογίες στο ουίσκι και φόρα για τις λέξεις μου στον καπνό.

"Δεν ξέρω".

"Κάθε φορά τα ίδια μου λες".

"Κάθε φορά τα ίδια με ρωτάς".

"Νομίζω πως ήρθε η ώρα να το αφήσεις. Δοκίμασες τα πάντα, μπορείς να πεις ότι έπεσες μαχόμενος και να τα έχεις καλά με τη συνείδηση σου".

"Η συνείδηση μου είναι το τελευταίο που με απασχολεί".

Τελείωσε το ποτό του και αναστέναξε. Άναψε τσιγάρο και έστρεψε το σώμα του προς το μέρος μου.

"Πότε θα το καταλάβεις; Πως αυτή η γυναίκα θα σε χρησιμοποιήσει σαν τσιγάρο; Θα σε ανάψει, θα σε αφήσει στο τασάκι να καίγεσαι αργά, να λιώνεις από την αναμονή. Λίγο πριν σβήσεις, θα σε πάρει, θα σε κρατήσει για λίγο μέσα της, τόσο όσο χρειάζεται για να νιώσεις δικός της. Και τότε, θα σε φυσήξει μακριά, θα σε πατήσει και θα σκορπίσει τις στάχτες σου παντού. Αυτό θέλεις; "

"Υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό".

"Τι; "

"Το ότι αργεί να το κάνει".

Πλήρωσα και έφυγα βιαστικά. Δεν είχα διάθεση για δικαιολογίες, άλλοθι και να μηρυκάζω μέχρι το πρωί, τα ίδια κλισέ. Δεν θυμάμαι ποιος είχε πει ότι η κόλαση είναι η πατρίδα των κυνηγών της ευτυχίας. Ευλογημένοι αυτοί που δε ξέρουν τι θέλουν, γιατί δεν θα απογοητευτούν ποτέ. Τα φώτα ξεθωριάζουν, οι σιλουέτες λιώνουν στο σκοτάδι.

Το διαμέρισμα είναι πιο αφιλόξενο απόψε. Σαν πλοίο που βουλιάζει, μπάζει νοσταλγία από παντού. Θυμάμαι, να έρχεσαι στο μπαλκόνι, να μου παίρνεις το ποτό από τα χέρια και να πίνεις. Τα χρώματα να παίρνουν φωτιά στο πέρασμα σου. Η σιωπή βρυχάται. Βλέπω ξανά και ξανά την Havana. Στο πρόσωπο της Lena Olin βλέπω εσένα, μια χαμένη σου αντανάκλαση.

Και θέλω τόσο να είναι διαφορετικό το τέλος, να ήμασταν στην Κούβα ή οπουδήποτε αλλού. Μπορώ να σου συγχωρήσω πολλά, όχι όμως το ότι έχουμε να κάνουμε έρωτα τόσο καιρό. Αυτό είναι το πραγματικό έγκλημα. Αναρωτιέμαι σε ποια ταινία είναι κρυμμένο το happy end μας. Η μορφή σου επιπλέει στον καθρέφτη, το χάος σου μου χαμογελάει. Κυνηγάω παντού τα βήματα σου, είσαι πιο μεγάλη από τη νύχτα, παντού και πουθενά. Σε ακούω με όλο μου το σώμα, σε νιώθω, να είσαι σε τροχιά γύρω από όλα. Η σιωπή ένα φράγμα που ξεχειλίζει η λαχτάρα και ραγίζει το όνειρο. Ακόμα και ο αέρας είναι διψασμένος να μπει μέσα σου. Δεν ξέρω πού είσαι. Δε ξέρω τι άλλο να κάνω. Αλλά δεν έχει σημασία. Ο έρωτας είναι ο βασιλιάς των εξαιρέσεων. Και το βασίλειο του όπου βρίσκεσαι εσύ. Μου ’χει λείψει, να πίνουμε Chivas Reagal σε δωμάτια που κοστίζουν λιγότερο από το μπουκάλι. Να σε σφίγγω πάνω μου, μέχρι να σπάσεις σαν μπουκάλι από άρωμα. Και η μυρωδιά σου να ποτίσει τη νύχτα, τον κόσμο, την ψυχή μου.

*  *  *

Κάποιες γυναίκες είναι σαν οδοντόβουρτσες. Κάνουν μόνο για ένα πράγμα και πρέπει να τις αλλάζεις συχνά, πριν αρχίζουν να σε ματώνουν.    

*  *  *

Ίσως το χειρότερο κλισέ της δουλειάς να είναι η καταδίωξη με αυτοκίνητο. Ναι, στην οθόνη έχει πλάκα. Αλλά εκεί είσαι ασφαλής, αυτό που βλέπεις είναι προϊόν μοντάζ και γυρίστηκε σε προστατευμένο περιβάλλον. Εγώ έχω μια λήψη για να τα καταφέρω, και αν δε προσέξω, μπορεί να σκοτώσω κάποιον ή να σκοτωθώ. Δε με ενοχλεί αυτό, ούτε το ότι δεν έχω χρήματα για κασκαντέρ. Με ενοχλεί που ο τύπος έχει Porsche  και 'γω τον κυνηγάω με ένα Toyota.

*  *  *

Την αντιπάθησα από τη πρώτη στιγμή. Μπήκε στο γραφείο και κοίταζε γύρω της, σαν να ήταν σε δημόσια τουαλέτα. Έμοιαζε με αυτές τις υποχόνδριες, που θέλουν να πνίξουν όλο τον κόσμο στη χλωρίνη και το Betadine.

"Σας ακούω".

"Έχω πρόβλημα με τον άντρα μου".

"Σας απατάει; "

"Όχι, θέλω να με απατήσει".

"Πώς είπατε; "

"Δε τον αντέχω άλλο! Η αδιαφορία του είναι ανυπόφορη. Θέλω να με απατήσει!"

"Γιατί δε χωρίζετε; "

"Όχι, θέλω να με απατήσει".

"Για ποιο λόγο; "

"Για να δω αν θα με πειράξει, αν αισθάνομαι τίποτα πλέον για εκείνον. Για να βγει το διαζύγιο εις βάρος του. Δε ξέρω, δεν έχω αποφασίσει. "

"Μάλιστα... Από μένα τι θέλετε ακριβώς; Αν δεν έχετε υποψίες για απιστία, πώς μπορώ να σας βοηθήσω; "

"Θέλω να του την πέσετε".

"Ορίστε; "

"Θέλω να τον φλερτάρετε".

"Υποπτεύεστε πως είναι gay; "

"Όχι, αλλά θέλω να βεβαιωθώ".

"Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι; "

"Είκοσι".

"Σας έχει δώσει ποτέ τέτοιο δικαίωμα; "

"Μπορεί να κρύβεται καλά".

Κάθε φορά που λέω τα έχω δει όλα, εμφανίζεται κάποια σαν αυτή και μου αποδεικνύει πως τα βάθη της ανθρώπινης βλακείας είναι ανεξερεύνητα. Άναψα τσιγάρο και κοίταξα την ώρα.

"Κυρία μου το πρόβλημα δεν είναι ο σύζυγος σας ή αν το σας απατάει".

"Αλλά; "

"Το πρόβλημα είστε εσείς. Εσείς πρέπει να τον απατήσετε, μήπως ηρεμήσετε λίγο. Βρείτε έναν άντρα, γυναίκα, έστω ένα κατοικίδιο. Έχετε πολύ χρόνο ανεκμετάλλευτο. Βρείτε ένα χόμπι και αφήστε τον σύζυγο σας ήσυχο".

Σίγουρα θα ξέσπασε καθαρίζοντας το μπάνιο. Και μετά στο δύστυχο άντρα της.

*  *  *

Εδώ και δύο μέρες, ξεσκαρτάρω το αρχείο μου. Εκατοντάδες φωτογραφίες, αρνητικά, κομμένα φιλμ. Ο παλιός καλός καιρός.  Ίσως πρέπει να οργανώσω μια έκθεση, σίγουρα θα βγάλω περισσότερα από όσα βγάζω τώρα. Δεν είμαι κακός πάντως, έχω μάτι. Θα πρέπει να τις χωρίσω σε τμήματα. Τα βλέμματα των μοιχών ήταν η μισή ανταμοιβή της δουλειάς. Μετά είναι οι φωτογραφίες παρακολούθησης. Τόσο όμορφες γυναίκες.

Ίσως αν τις έβλεπαν μέσα από τις φωτογραφίες μου ή από τα μάτια τρίτων, να καταλάβαιναν τι είχαν δίπλα στους, και να μην τις ωθούσαν στην απιστία. Γάτες, σκυλιά, μια φορά έψαχνα ένα φίδι, κάποιος είχε κατοικίδιο ένα πρόβατο. Να ήταν όλες οι δουλειές έτσι. Όμως δεν είναι. Στο βάθος της ντουλάπας, το μαύρο κουτί είναι στο ίδιο σημείο εδώ και χρόνια. Το μαύρο κουτί της πραγματικότητας. Φωτογραφίες από εγκλήματα. από φόνους. Αυτό το κουτί μπορεί να περιμένει. Τίποτα δε σκοτώνει όπως η αγάπη. 

*  *  *

Πέμπτη βράδυ. Το μπαρ μισοάδειο. Είμαστε στο τρίτο ποτό. Η καλύτερη ώρα για να συζητήσεις, να πεις κάτι για τα πάντα και σχεδόν τίποτα για όλα.

"Πόσα χρόνια δουλεύεις ως ντετέκτιβ; "

"Πολλά. Πρέπει να τα κρύβω, σαν γυναίκα που δε θέλει να πει την ηλικία της".

"Τι έμαθες τόσα χρόνια; Πρέπει να έχει πολύ ενδιαφέρον. Είσαι σαν ρεπόρτερ, αν η ζωή είναι ένα θέατρο, μια παράσταση, εσύ βλέπεις τι γίνεται πίσω από τη σκηνή, στα καμαρίνια".

"Χαριτωμένη παρομοίωση, όμως τουλάχιστον εσύ που με γνωρίζεις καλύτερα από όλους, θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν είναι έτσι".

"Και πώς είναι; "

"Οι άνθρωποι πάντα παίζουν ένα ρόλο, ακόμα και στα καμαρίνια. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι πως θέλουν να παίζουν στην ίδια σκηνή, στο ίδιο έργο με τον άλλο. Και όταν δεν συμβαίνει, εκεί ξεκινάνε οι τριγμοί".

"Γιατί; "

"Γιατί νόμιζαν πως έπαιζαν το ρόλο που ήθελαν, πως ο άλλος έπαιζε το ρόλο που ήθελαν. Πως ήταν γραμμένοι ο ένας για τον άλλο. Και ξαφνικά ανακαλύπτουν πως τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει".

"Και τι κάνουν; "

Ανάβω τσιγάρο. Κοιτάζω την αντανάκλαση μου. Δε μου αρέσει.

"Εξαρτάται. Κάποιοι παριστάνουν πως δεν τρέχει τίποτα. Συνεχίζουν τον ίδιο ρόλο, κι ας έχουν μείνει μόνοι πάνω στη σκηνή.

 Το κοινό και ο συμπρωταγωνιστής έφυγαν, εκείνοι συνεχίζουν.  Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να αλλάξουν ρόλο, σκηνή, παράσταση, θέατρο. Μερικοί ξαναγράφουν το έργο και το ρόλο τους και σώζουν την παράσταση".

Ο φίλος μου τελειώνει το ποτό του και παραγγέλνει άλλα δύο.

 "Εγώ σε ποια κατηγορία ανήκω; " με ρωτάει χαμογελώντας.

"Εσύ είσαι ο ταμίας, στο εκδοτήριο".

"Με λες τσιγκούνη; "

"Σε λέω πρακτικό"

"Θα το δεχθώ".

"Και εσύ; Ποιος είσαι ανάμεσα σε όλους αυτούς; "

"Δε ξέρω. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι είμαι ο υποβολέας, που θα τους πει τι να πουν και τι να κάνουν. Ή η ταξιθέτρια, που θα τους βάλει στη σωστή θέση. Καταλήγω πως τις μισές φορές, είμαι πολεμικός ανταποκριτής, που πρέπει να παρουσιάσω τον πόλεμο σαν καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, και τις άλλες μισές καλλιτεχνικός ρεπόρτερ που πρέπει να παρουσιάσω σαν πόλεμο το κουτσομπολιό".

*  *  *

"Οπλοφορείτε στη δουλειά σας; "

"Όχι"

"Δεν είναι επικίνδυνο; "

"Μόνο αν νομίζεις πως θα είσαι ασφαλής με το να έχεις όπλο".

"Έχετε δείρει κάποιον; "

"Πολλές φορές".

"Σας έχουν δείρει; "

"Πολλές φορές".

"Για ποιο λόγο; "

"Έκανα ηλίθιες ερωτήσεις".

"Γνωρίζετε ωραίες γυναίκες; "

"Ναι, εκτός εργασίας".

"Ποιο είναι το πιο επικίνδυνο που μπορεί να σας συμβεί; "

"Να με πάρει ύπνος, ενώ οδηγώ".

"Διαβάζατε πολλά αστυνομικά μικρός και βλέπατε πολλές ταινίες, για αυτό γίνατε ντετέκτιβ; "

"Όχι, για αυτό έγινα. Αν μου άρεσαν τόσο τα αστυνομικά και οι ταινίες, θα γινόμουν συγγραφέας ή σκηνοθέτης".

"Και γιατί δε γίνατε; "

"Μου αρέσει να δουλεύω μόνος μου και δεν μπορώ να κάθομαι σπίτι συνέχεια".

"Ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία σας; "

"Το ότι αντέχω ακόμα να απαντάω σε τέτοιες ερωτήσεις".

"Ποια είναι η μεγαλύτερη αποτυχία σας; "

"Το ότι αντέχω ακόμα να απαντάω σε τέτοιες ερωτήσεις".

"Ποιο από τα κλισέ των ντετέκτιβ είναι αληθινό; "

"Η αφραγκία".

Κάποια στιγμή, πρέπει να γράψω το εγχειρίδιο του καλού ντετέκτιβ. Πρώτο κεφάλαιο, τι να απαντάτε όταν σας ρωτάνε μαλακίες.

*  *  *

Ανοίγω τη πόρτα. Αλλά δεν μπαίνω ποτέ στο σπίτι, δεν είμαι ποτέ εδώ. Μόνο το δικό σου χέρι μπορεί να ανοίξει την πόρτα της νύχτας. Στύβω τις μέρες, για να βγάλουν μια ανάσα από το άρωμα, τη μυρωδιά των μαλλιών σου, της γεύσης σου, για να μπορέσω να κοιμηθώ, να ονειρευτώ. Η δίψα μου είναι συνεχώς μεθυσμένη για σένα. Να χαϊδεύω τον πυρετό στο σώμα σου, και 'συ να με κοιτάς με κείνο το βλέμμα, που εκλιπαρεί, απαιτεί και διατάζει. Να σε γδύσω, λες και τα ρούχα είναι δεσμά, σαν να είναι δηλητήριο, κεντρί που πρέπει να το βγάλω από πάνω σου, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να αναπνεύσεις.

Να σε χαζεύω στο μισοσκόταδο, ημίγυμνη, να χορεύεις, να με προκαλείς, να γελάς. Να σε αρπάζω και να βουλιάζουμε στα σεντόνια, σαν να είναι νερό. Να σκαρφαλώνουν οι ψίθυροι μου μέχρι το λαιμό σου και να κατρακυλάνε μαζί με φιλιά ως τον αφαλό σου. Να ανακαλύπτω κάτι καινούργιο στο σώμα σου, κάτι που δεν γνώριζες. Τα ακροδάχτυλα σου σαν μαργαριτάρια πάνω μου, τα νύχια σου με πονάνε γλυκά, με ξυπνάνε. Σε αγγίζω σαν τυφλός, που μπαίνει στη θάλασσα, θέλω να γευτώ κάθε χιλιοστό. Θέλω να πιαστώ σε όλες τις παγίδες σου, μόνο στο δέρμα σου νιώθω ελεύθερος, μόνο όταν συγκατοικώ στο κορμί σου βρίσκω την αρχή μου.

Ακόμη και η απουσία σου με μεθάει. Τα ρούχα σου είναι στη καρέκλα, δε θέλω να τα βάλω στο συρτάρι. Να έρθεις, σε περιμένουν. Όλα σε περιμένουν.

Τίποτα δεν είναι στη θέση χωρίς εσένα. Οι αισθήσεις μου έχουν βραχυκυκλώσει. Προσπαθώ να  θυμηθώ. Κάποιες στιγμές ήταν τόσο έντονες, σαν ατύχημα. Η καρδιά μου δε χωράει πια στο σώμα μου, ούτε τα όνειρα μαζί σου, θέλουν να φύγουν από μέσα μου, να σε ακολουθήσουν σαν αδέσποτα, μέχρι να τα πάρεις μαζί σου. Γιατί έτσι νιώθουν, αδέσποτα, που μόνο μαζί σου νιώθουν πως ανήκουν κάπου, πως είναι σπίτι, στο φυσικό τους περιβάλλον. Ξημερώνει. Όλο το αλκοόλ του κόσμου δε φτάνει να μπαλώσει το κενό. Γιατί συνεχίζεις να μεταμφιέζεις το φόβο σε μοναξιά; Πέφτω στο κρεβάτι με τα ρούχα.

Έχω γεμίσει στάχτες την κουβέρτα. Κλείνω  τα μάτια. Φαντάζομαι πως σέρνεις τα δάχτυλα σου παντού πάνω μου σαν σπίρτα. Η απειλή γίνεται όλο και πιο γλυκιά, οι σπινθήρες με ανατριχιάζουν. Ξέρεις πάντα σε ποιο σημείο να τα πιέσεις, ώστε να πάρουμε φωτιά και οι δύο.

*  *  *

Ποιοι είναι οι καλύτεροι πελάτες; Αυτοί που πληρώνουν, σου λένε όσα θα πρέπει να ξέρεις και δεν έχουν παρανοϊκές απαιτήσεις.

Ποιοι είναι οι χειρότεροι; Αυτοί που αργούν να πληρώσουν, απαιτούν από σένα να είσαι πολλά περισσότερα από  ντετέκτιβ και δεν είναι ποτέ ευχαριστημένοι, ό, τι κι αν κάνεις.

Ποιες είναι οι καλύτερες υποθέσεις; Απιστία, μετά από εφτά- δέκα χρόνια γάμου. Λύνονται σχεδόν μόνες τους.

Ποιες είναι οι χειρότερες; Οι μισές με εξαφάνιση παιδιού/εφήβου. Καταλήγουν πολύ άσχημα.

Γιατί είμαι ακόμα σε αυτή τη δουλειά; Γιατί είμαι αρκετά μεγάλος μαλάκας και τεμπέλης να μάθω κάτι άλλο.

Τι θα κάνω όταν πάρω σύνταξη; Θα γράψω ένα βιβλίο με όλες τις φοβερές υποθέσεις που δεν είχα ποτέ, με την ελπίδα πως θα γίνει επιτυχία, γιατί είναι ο μόνος τρόπος ν' αποκτήσω κάτι σαν σύνταξη.

*  *  *

"Θέλω τα λεφτά μου πίσω!"

"Γιατί; "

"Ο άντρας μου δεν με απατάει!"

"Και δε χαίρεστε; "

"Όχι βέβαια, πώς θα τον χωρίσω; "

"Τόσοι τρόποι  υπάρχουν".

"Τους δοκίμασα όλους, μέχρι που πλήρωσα κάποια να πάει μαζί του".

"Και; "

"Τίποτα, μου έδωσε τα χρήματα πίσω, δεν μπόρεσε να τον σαγηνεύσει".

"Κυρία μου, μήπως, λέω, μήπως, ο σύζυγος σας αγαπάει πραγματικά, και μετά από τόσα χρόνια γάμου, είναι ακόμα ευτυχισμένος μαζί σας; "

"Αποκλείεται, δε το πιστεύω! Ο μόνος τρόπος να είναι ευτυχισμένος, είναι να απολαμβάνει το να μου σπάει τα νεύρα με την απάθεια και την ηρεμία του!

Δε μπορεί να είναι ευτυχισμένος μετά από τόσα χρόνια γάμου, ΑΠΛΑ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ, ΕΠΙΤΗΔΕΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ!".

Κάποιοι άνθρωποι παθαίνουν ανοσία στην ευτυχία. . .

*  *  *

Το χειρότερο μου είναι να παρακολουθώ νέους μέχρι είκοσι πέντε ετών. Είναι ανυπόφορο. Ξενυχτάνε συνεχώς, πηγαίνουν σε μέρη που δεν αντέχω, ακούνε μουσική που δεν υποφέρεται, με κάνουν να αισθάνομαι  γέρος και με εκνευρίζουν που τα βλέπουν όλα άσπρο μαύρο και κάνουν τα πιο απλά πράγματα περίπλοκα. Η περιοχή; Γνωστή συνοικία που Παρασκευή/Σάββατο πνίγεται από το κόσμο, με το 70% να είναι κάτω από είκοσι πέντε. Τα μισά μαγαζιά δεν έχουν τη μάρκα ουίσκι που πίνω.

Όλα τα πιτσιρίκια πιπιλάνε μπύρες μέχρι το πρωί. Η νεότητα έχει μια ανυπόφορη πλευρά. Τα αγόρια είναι χειρότερα. Φοράνε φανταχτερές αηδίες, φωνάζουν, κάνουν χειρονομίες, παγόνια χωρίς φτερά, δαιμονισμένα από τις ορμόνες. Προσπαθούν να γοητεύσουν τα θηλυκά. Όλα για το σεξ γίνονται, άσχετα αν προσπαθούν να το χωρέσουν σε κάτι πιο βαρύγδουπο. Νομίζουν πως είναι τα όνειρα, η μουσική, κάτι που διάβασαν στο instargram. Χριστέ μου, πόση φλυαρία! Η παρέα πίσω μου δεν σταματάει να μιλάει. Ρίχνω μια ματιά στη μοναδική κοπέλα της παρέας.

Πρέπει να έχει πατήσει παύση σε κάθε λειτουργία του σώματος της. Το κεφάλι της έχει γίνει γυάλα, αν την κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις χρυσόψαρα πίσω από τα μάτια της. Άραγε, και 'γω έτσι να ήμουν; Τόσο ενοχλητικός; Μήπως απλά ζηλεύω και τα λέω αυτά; Ευτυχώς όλοι αυτοί φεύγουν νωρίς. Για να προλάβουν το μετρό. Περιμένω το λεωφορείο, ο πιτσιρικάς δίπλα μου έχει διάθεση. Αυτοί που ακούνε μουσική από το κινητό χωρίς ακουστικά είναι το ιδανικό επιχείρημα κατά της τεκνοποίησης. Εγώ έχω γούστο, αυτός δεν έχει. Επίσης δεν έχει και κινητό πλέον. Τσάμπα φωνάζει. Ποιον θα πιστέψουν; Εκείνον, με αυτά τα ρούχα και αυτό το μαλλί; Ή έναν κομψό, καθώς πρέπει σαρανταπεντάρη; Έχει και τα καλά της η μέση ηλικία.

*  *  *

Αρχίζεις και βαριέσαι. Κάτι λείπει, κάτι χάθηκε. Τότε το μυαλό εκκρίνει βία. Λίγο λίγο. Σε προσβολές, σε χειρονομίες που μένουν μισές, σε μισόλογα που τα δαγκώνεις σαν τη γλώσσα σου, και σε πονάνε περισσότερο. Η βία βγαίνει στο σεξ. Το κάνει καλύτερο. Η βία είναι σαν ναρκωτικό, θέλεις μεγαλύτερες δόσεις. Το σεξ δε φτάνει. Το πρώτο χαστούκι, το πρώτο σπρώξιμο. Η ικανοποίηση είναι τεράστια. Ούτε αυτό κρατάει πολύ. Η βία είναι δηλητήριο, σκοτώνει σιγά σιγά, κάνει απονεύρωση στα συναισθήματα, στη λογική, μουτζουρώνει τις αναμνήσεις. Στην έκρηξη γίνεται οξύ, λάβα, σκεπάζει τα πάντα.

Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Το κακό είναι, πως αυτές οι εκρήξεις  είναι άηχες, αόρατες. Συμβαίνουν παντού γύρω μας. Αν ήταν πραγματικές εκρήξεις, αυτή η πόλη θα ήταν ένας κρατήρας που θα έφτανε μέχρι τον πυρήνα του πλανήτη. Δεν είναι. Και άνθρωποι όπως η γυναίκα απέναντι μου είναι σαν τους απανθρακωμένους στη Πομπηία. Μπορεί να μοιάζει με άνθρωπο, αλλά είναι απλά μια μάζα από στάχτες.

*  *  *

Κάπου, σε κάποιο υπόγειο στην Ιαπωνία ή τη Νότια Κορέα, κάποιος τελειοποιεί μια εφαρμογή που θα με αντικαταστήσει. Κάποιο drone, που θα κάνει τη δουλειά μου στο 1/10 του δικού μου χρόνου και θα κοστίζει ελάχιστα. Θα λύνει τέσσερις στις πέντε υποθέσεις μέσα σε λίγα λεπτά. Μπορεί. Όμως κάτι τόσο τέλειο, είναι καταδικασμένο να αποτύχει, στη προσπάθεια να κατανοήσει κάτι τόσο ατελές όπως ο άνθρωπος. Δε χωράει σε αλγόριθμους η βλακεία, η απληστία και ο φθόνος του.

*  *  *

Μπαίνω στο μπαρ. Ο φίλος μου είναι ένα ολόσωμο χαχανητό. Σκέφτομαι να τον ρίξω κάτω από το σκαμπό. Το χειρότερο είναι πως έχει δίκιο, ό, τι κι αν πει, όσο κι αν γελάσει. Κάθομαι. Το πρώτο κατεβαίνει σαν νερό, το δεύτερο σαν σφηνάκι.

"Χωρίσατε; "

"Όχι".

"Είστε μαζί; "

"Όχι".

"Τότε; "

"Είμαστε σαν τη γάτα του Σρέντινγκερ. Μπορεί να είναι ζωντανή, μπορεί και όχι. Μπορεί να μην είναι καν στο κουτί".

"Μπορεί το κουτί να είναι μέσα στη γάτα, μπορεί και όχι".

"Μπορεί".

"Και που θα πάει αυτό; "

"Δε ξέρω".

"Δε πρέπει να αποκτήσεις μια υγιή σχέση; "

"Δεν ξέρω τι είναι μια υγιής σχέση. Να είσαι με κάποιον είκοσι χρόνια, να τον έχεις βαρεθεί πιο πολύ κι από τον εαυτό σου και να προσποιείσαι πως όλα είναι εντάξει;"

"Και τι θα γίνει, δεν πρέπει να βρεις κάποια; "

"Έχω γάτα".

"Δε φτάνει".

"Θα πάρω κι άλλη".

"Τη θέλεις; "

"Σαν τρελός".

"Εκείνη; "

"Το ίδιο".

"Μπορείτε να είστε μαζί; "

"Δεν ξέρω".

"Μπορείτε χώρια; "

"Δεν ξέρω".

Άναψε τσιγάρο και τελείωσε το ποτό του.

 "Είστε υπερβολικά ερωτευμένοι. Δεν ξέρω αν όλο αυτό το πάθος μπορεί να μετατραπεί σε αγάπη, μερικές φορές είναι αδύνατον".

"Πείτε μου γιατρέ μου, θα ζήσω; "

"Δεν ξέρω. Οι μεγάλοι έρωτες έχουν παρελθόν και παρόν, ποτέ μέλλον. Δε μεγαλώνουν, δε γερνάνε. Σαν ροκ σταρ που πεθαίνουν νέοι, πνίγονται στην ίδια τους τη φλόγα. Δεν ξεχνιούνται ποτέ, όμως δεν γίνονται ποτέ αγάπη. Και χωρίς αγάπη, δεν αντέχονται. Θέλεις  ο άλλος να είναι μόνιμα τέλειος, όπως τον πρώτο καιρό, όπως δεν ήταν ποτέ. Και από ένα σημείο και μετά, αυτό γίνεται αβάσταχτο. Η σύγκριση με κάτι τόσο τέλειο".

"Και 'συ που τα ξέρεις όλα αυτά; "

Άφησε το χαρτονόμισμα και σηκώθηκε βιαστικά.

 "Τα έχω ζήσει. Σε ζηλεύω και ταυτόχρονα στεναχωριέμαι. Δε ξέρω τι να σου πω".

 Ήταν η μόνη στιγμή, όλη τη νύχτα, που με κοίταξε στα μάτια. Πετάω τα κλειδιά στον καναπέ. Όσο νερό κι αν ρίξω στο πρόσωπο μου, δεν καθαρίζει. Κοιτάζω στον καθρέφτη. Ένα κουβάρι από ρυτίδες, που αν το ξετυλίξεις, οι ρυτίδες είναι μουτζούρες, όλα τα λάθη που προσπάθησα να μπαλώσω. Είμαστε τα λάθη μας, αυτά που κάναμε και αυτά που έπρεπε να κάνουμε. Δε ξέρω τι να κάνω, κάθε εκατοστό στο σπίτι είναι παγιδευμένο στο δίχτυ από το άρωμα σου. Ο χρόνος μου έχει το σχήμα σου, αυτό στο σεντόνι. Έχω μέρες να κοιμηθώ στο κρεβάτι, γιατί δε θέλω να το χαλάσω. Στραγγίζω τα ρούχα που φόραγες, για μια ακόμη ανάσα του λαιμού σου.

Το μόνο που θέλω, που έχει νόημα στο κόσμο, είναι να μπεις και να κάνουμε έρωτα, σαν ναυαγοί. Μόνο όταν κάνουμε έρωτα σωζόμαστε, ο χρόνος αποκτά αξία. Βουλιάζω στον καναπέ και στο χασμουρητό μου. Προσπαθώ να βρω τον ορισμό της ευτυχίας. Να ξυπνάω το πρωί, να έχεις φύγει ή να κοιμάσαι και να διαβάζω τα σημειώματα σου στο ψυγείο. Λέξεις από κραγιόν στον καθρέφτη. Γλυκές παύσεις μέχρι το επόμενο φιλί. Κλείνω τα παντζούρια και προσπαθώ να κοιμηθώ σαν γάτα, στην άκρη του καναπέ.

*  *  *

Ποιος είναι ο ένοχος; Αυτός που δείχνει ο πιο αθώος; Πότε είμαστε αθώοι και πότε ένοχοι; Πότε θύτες και πότε θύματα; Επιλέγουμε το πως, το πότε και το γιατί; Υπάρχει η κατάλληλη στιγμή για όλα; Αρκεί να το δεις να έρχεται, σαν σκακιστής που βλέπει κάθε πιθανό συνδυασμό κινήσεων; Ήπια περισσότερο από όσο πρέπει, για ν' αντέξω περισσότερα από όσα μπορώ, για να μη σκέφτομαι πως αισθάνομαι περισσότερα από όσα θέλω, για να μη νιώθω πως κάνω περισσότερες σκέψεις από όσες μπορεί να σηκώσει το μυαλό μου. Είναι 03:30. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Υπάρχουν νύχτες που δεν μπορείς να κρυφτείς. Και βρίσκεσαι πάντα στη μέση, ανάμεσα στα όνειρα και τους φόβους σου. Αλληλοεξοντώνονται και μόλις ξημερώσει, είσαι πιο μόνος από ποτέ.

*  *  *

"Είστε όλοι γουρούνια!"

"Και; Ξέρεις πόσο νόστιμα είναι τα γουρούνια; Και αφού μας ρίχνετε συνέχεια στη λάσπη των στερεοτύπων και των ματαιωμένων –δυσθεώρητων και παρανοϊκών- προσδοκιών σας, τι περίμενες; "

"Δηλαδή δε φταίτε σε τίποτα; "

"Φυσικά και φταίμε. Σχεδόν για όλα. Όμως το κάνετε ακόμη χειρότερο, όταν αντιλαμβάνεστε ως ισότητα και fairplay, το να μπορείτε να επαναλαμβάνετε τα αντρικά ελαττώματα, και να απαιτείτε να σας λέμε και μπράβο. Ναι, τα κάνετε όλα καλύτερα από μας, ειδικά τα χειρότερα. Κι όταν είστε τόσο βρώμικες, νιώθουμε πιο καθαροί μέσα στη λάσπη".

*  *  *

Η ζήλια είναι σαν τη ραδιενέργεια. Αν την τιθασεύσεις και τη διοχετεύσεις σωστά, μπορείς να κάνεις ό, τι θέλεις, η σχέση σου δε θα γεράσει ποτέ. Αν όμως δε μπορείς να την ελέγξεις, η διαρροή θα σκοτώσει τα πάντα, πρώτα εσένα. Μπορεί να μετατραπείς σε ατομική βόμβα και να μη το καταλάβεις, ούτε την στιγμή της έκρηξης. Λένε πως στη καρδιά της έκρηξης, δεν προλαβαίνεις να νιώσεις τίποτα. Μερικές φορές, δε ξέρω τι ακριβώς κάνω, στις ζωές των άλλων. Αν είμαι πυροτεχνουργός, που πρέπει να κόψω το σωστό καλώδιο. Αν σκαλίζω τις στάχτες για να βρω τι προκάλεσε την έκρηξη, το μαύρο κουτί της εκάστοτε σχέσης. Ή αν είμαι απλά το καναρίνι στο ορυχείο. Αν υπήρχε μετρητής Γκάιγκερ για τη ζήλια, ίσως όλη η πόλη να ήταν σε καραντίνα.

*  *  *

Πες μου για ποιο θέμα δε μιλάει ένα ζευγάρι και θα σου πω τι θα συμβεί. Πες μου τι δε κάνει πια και θα σου πω πότε θα συμβεί. Τα τέλεια εγκλήματα είναι αυτά που κάνεις χωρίς να το ξέρεις. Εξ αμελείας. Μπαίνεις στο σπίτι και ξέρεις. Πως το περίγραμμα από κιμωλία είναι στους καθρέφτες.

*  *  *

"O άντρας μου με απατάει!"

"Και θέλετε να μάθετε ποια είναι; "

"Θέλω να μάθω τι του βρίσκει!"

"Έχει χρήματα ο σύζυγος σας; "

"Όχι".

"Είναι όμορφος; "

"Κάποτε ίσως".

"Καλός εραστής; "

"Κάποτε όχι".

"Σε κάτι θα ξεχωρίζει, δεν μπορεί".

"Σε τίποτα".

"Τότε, συγγνώμη κιόλας, γιατί μείνατε μαζί του; "

"Γιατί ένιωθα ασφάλεια με τη μετριότητα του".

"Από ό, τι φαίνεται, δεν είστε η μόνη. Έχετε σκεφτεί, ότι και εκείνος μπορεί να νιώθει το ίδιο για σας; "

"Αποκλείεται!"

"Γιατί; "

"Εγώ τον απατάω χρόνια. Με κυνηγάει συνεχώς, δε τον αφήνω ποτέ να με θεωρήσει δεδομένη".

"Και ποιο είναι το πρόβλημα; Μήπως ισοφαρίσει το σκορ; "

"Όχι. Απλά δεν το ανέχομαι".

Κλοπή περιουσιακών στοιχείων. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

*  *  *

Μπαίνω στο μπαρ. Το ποτό μου με περιμένει. Ένα δάχτυλο ουίσκι, ένα κόκα κόλα, ένα παγάκι σε κοντό ποτήρι. Ο φίλος μου είναι ήδη τρία μπροστά.

"Δύσκολη μέρα; "

"Δύσκολη χρονιά".

Παραγγέλνω το δεύτερο.

"Λοιπόν; "

"Λοιπόν τι; "

"Πόσες μέρες έχετε να μιλήσετε; "

"Δεκαπέντε".

"Και τι θα κάνεις; "

"Δεν ξέρω. Ξέμεινα από κινήσεις".

"Δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποια μαλακία που δεν την έχεις δοκιμάσει. Πρόταση γάμου; "

"Είναι πολύ μικρή για να πιάσει".

"Απαγωγή; "

"Ίσως πιο μετά".

"Πόσο πιο μετά, λίγο πριν πάει στην εκκλησία; "

"Υπερβολές".

"Στη θέση μου τι θα έκανες; "

"Απαγωγή και πρόταση γάμου, ταυτόχρονα".

"Είμαι πολύ μεγάλος για να πιάσει".

"Υπερβολές".

"Λέγε, τι θα έκανες; "

Τελειώνει το ποτό του, πληρώνει και γυρίζει προς το μέρος μου.

"Οτιδήποτε. Πόσες φορές πρέπει να στο πω, σε ζηλεύω. Γιατί είναι πραγματικός έρωτας".

"Μα είμαι δυστυχισμένος!"

"Τότε είναι σίγουρα έρωτας. Γιατί μόνος αυτός σε κάνει δυστυχισμένο με τον πιο υπέροχο τρόπο".

Με αφήνει κοντά στο μετρό. Κοιτάζω την ώρα. Είναι δύσκολη αυτή η παρακολούθηση. Γιατί είναι προσωπικό. Δε το έχω ξανακάνει. Ευτυχώς είναι εύκολο να την ακολουθήσω, δεν κοιτάζει ποτέ πίσω της. Τώρα καταλαβαίνω πως νιώθουν οι πελάτες μου. Γι' αυτό πρέπει να βάζεις πάντα κάποιον άλλο να το κάνει. Γιατί όλα σου τα ένστικτα παίρνουν φωτιά. Είναι πολύ όμορφη, το κόκκινο φόρεμα  της πάει πολύ. Κάθεται σε μια μεγάλη παρέα. Νιώθω πως οι φλέβες μου θα βγουν από το δέρμα σαν συρματόπλεγμα. Κάθομαι δίπλα της. Αιφνιδιάζεται. Φέρνω την καρέκλα της πιο κοντά μου, της πιάνω το χέρι. Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις και παρερμηνείες.

Δύο τύποι στο βάθος προσπαθούν να κρύψουν τη δυσφορία τους. Πίνουν κάτι σαν γκαζόζα. Παραγγέλνω το ποτό μου και το πίνω με μια γουλιά. Φεύγουμε μετά από είκοσι λεπτά. Τσακωνόμαστε στο δρόμο. Παραπονιέται, θύμωσε που την ακολούθησα, που έκατσα μαζί της. Είμαστε κάτω από το σπίτι της. Ο καυγάς έχει φουντώσει.

Την αρπάζω, φιλιόμαστε αχόρταγα. Οι δύο εβδομάδες που δεν ήμασταν μαζί λιώνουν, το πάθος, ο τρόπος που αναστενάζει όταν την σφίγγω πάνω μου, τα χέρια της στα μαλλιά μου, ξεπλένουν τη μετριότητα, τη σιωπή και κάθε άσχημη σκέψη. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά, φτάνουμε ημίγυμνοι στο διαμέρισμα. Η γεύση του λαιμού της, του ιδρώτα της. Οι ψίθυροι κυλάνε τόσο βαθιά μέσα μου. Με σπρώχνει μακριά της.

"Τι θέλεις; "

Είναι σχεδόν γυμνή, πασαλειμμένη με κραγιόν, πιο ακαταμάχητη από ποτέ. Την κολλάω στον τοίχο. Με το δεξί χέρι σηκώνω το πόδι της και με το αριστερό την πιάνω από τα μαλλιά. Τη φιλάω. Όλες αυτές τις νύχτες, το μόνο που ήθελα ήταν να την φιλήσω. Και να της απαντήσω με τα λόγια της Φρίντα Κάλο.

"I want to be inside your darkest everything".

Νόμιζα πως κάναμε έρωτα για μέρες, και ταυτόχρονα πως ήταν λίγα λεπτά. Πρέπει να ήταν μεσημέρι όταν αποκοιμήθηκα στο στήθος της. Είχε δίκιο ο φίλος μου. Είναι σίγουρα έρωτας. Ποτέ, καμιά ευτυχία δεν με έχει κάνει να νιώσω τόσο ζωντανός και πλήρης, όσο ο τρόπος που με κάνει δυστυχισμένο.

 

 

Noir ιστορίες πιο σύντομες κι από τσιγάρο (Γ) 

 

Ήταν πενήντα, αλλά δεν έμοιαζε τόσο. Το μυαλό της δε γέρασε, ήταν πάντα εφηβικό. Μάθαινε συνέχεια, έβλεπε, βίωνε τα πάντα με αθωότητα, ανακάλυπτε μόνο την ομορφιά του κόσμου. Ήταν πραγματική καλλιτέχνης. Τα όνειρα της, ήταν μεγαλύτερα από αυτήν, δεν μπορούσε να τα αντέξει. Όπως το έμβρυο τρέφεται από τη μητέρα. Τα δικά σου παιδιά έπαιρναν όλο το μεδούλι σου. από τις αντοχές και την τρυφερότητά σου. Έψαχνε κάτι να ισορροπήσει το κενό, ένα αντίβαρο στην πραγματικότητα. Δεν βρήκες ποτέ, κανέναν. Ανοίγω την ντουλάπα, χαζεύω μουσαμάδες, ακουαρέλες, τετράδια. Τα τελευταία χρόνια μόνο το 20% της έμπνευσής σου μπορούσες να μεταγγίσεις στο χαρτί.

Ανάμεσα στις μουτζούρες, διακρίνεις ψίχουλα του μεγάλου σου ταλέντου. Κατεβάζω μια μεγάλη κούτα από το πατάρι. Πίνακες δεκαπέντε- είκοσι ετών. Η σκόνη τους έχει ροκανίσει. Όμως είναι τόσο όμορφοι, νομίζεις πως τα χρώματα θα βγουν και θα σε αρπάξουν, θα σε δαγκώσουν, θα σε φιλήσουν, θα σε παρασύρουν σαν κύμα. Ανάβω τσιγάρο. Θυμάμαι μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις. Μου έλεγες πως ήθελες να ζωγραφίσεις την έκσταση που νιώθεις με την ηρωίνη.

«Είναι σαν να πίνεις σύννεφα. Κυκλοφορούν μέσα σου, χαϊδεύουν τις φλέβες σου. Και τότε αρχίζει η βροχή, από βελούδινους ψιθύρους, πάνω σε κάθε κύτταρο σου. Ξεπλένει κάθε άσχημο συναίσθημα, κάθε κακή ανάμνηση. Νιώθεις την αγνότητα και την λήθη ενός νεογέννητου».

Έψαχνες στο σκοτάδι τη στοργή, σαν μητρικό γάλα. Σβήνω το τσιγάρο και παίρνω τη κούτα. Αντίο, αυτός ο κόσμος είναι πολύ μικρός για να χωρέσει τα όνειρα σου. 

*  *  *

Οι πλούσιοι πελάτες είναι αναγκαίο κακό. Τύποι σαν αυτόν είναι περισσότερο κακό από ανάγκη. Προτιμώ να τρώω ένα μήνα σκέτα μακαρόνια, παρά να τον ακούω. Μιλάει για τη γυναίκα του, σαν να έχασε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Του δημιούργησε πρόβλημα, αλλά αν θέλει μπορεί να τα αντικαταστήσει. Τα κλειδιά, το αυτοκίνητο, όλα. Έχω βαρεθεί τέτοιους τύπους, που νομίζουν πως έχουν πιάσει το θεό από τ’ αρχίδια. Όχι γιατί ξύπνησε κάποιος επαναστάτης μέσα μου. Απλά δε μπορώ άλλο αυτές τις ξινισμένες φάτσες. Που μολύνουν τα πάντα  με το αδηφάγο συναίσθημα ιδιοκτησίας που τους τρέφει και το τρέφουν. Κάνω πως συμφωνώ. Θα κόβω βόλτες γύρω από την πόλη για όσο καιρό μπορώ. Μέχρι να βαρεθεί και ν’ αλλάξει κλειδιά και αυτοκίνητο.

*  *  *

Μέχρι μια ηλικία είμαστε αυτό που μας έχει δώσει η φύση.  Από εκεί και πέρα,  είμαστε αυτό που καταφέραμε να γίνουμε ή αυτό που δε καταφέραμε ποτέ. Η ομορφιά δεν χάνεται, ούτε η ασχήμια.

*  *  *

Έχει πλάκα το τι πιστεύουν οι άλλοι για σένα. Νομίζουν ότι λόγω της δουλειάς μου, είμαι ειδικός στις σχέσεις. Δε χρειάζεται εξειδίκευση, απλά λίγη παρατηρητικότητα. Η ηλικία είναι σαν το ύψος. Όσο μεγαλώνεις, βλέπεις από ψηλά, βλέπεις ολόκληρη την εικόνα, πράγματα που δε μπορούσες να τα αντιληφθείς στο έδαφος, το πώς λειτουργούν. Καταλαβαίνεις περισσότερα, κι όσο καταλαβαίνεις, τόσο συγχωρείς. Το πρόβλημα είναι ότι δε μπορείς να γυρίσεις πίσω, στους πρόποδες, στην άγνοια. Ούτε να πετάξεις. Παρόλα αυτά, ακόμη με εκπλήσσει η ηλιθιότητα και η κακία των ανθρώπων. Άντρες, γυναίκες, σχέσεις σαν τσίχλες. Μετά από λίγο χάνουν τη γεύση τους και ψάχνουν τη συγκίνηση στην επόμενη, στη μεθεπόμενη. Ζωές και χρόνια φτιαγμένα από περιτυλίγματα υποσχέσεων που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ.

Μεταμφιέζουμε τις ήττες μας σε εμπειρία, γνώση και άλλους ευφημισμούς. Αλλά όσο μέικ απ κι αν τους βάλουμε, θα είναι πάντα το ίδιο. Αν έχω βαρεθεί κάτι είναι τις δικαιολογίες. Πλάσματα ανάπηρα, πολλές φορές αυτόακρωτηριασμένα, που τους λείπει κάποια αίσθηση, η αίσθηση της ευτυχίας, της αγάπης. Κρατιούνται ζωντανά στη φορμόλη των δικαιολογιών τους.

*  *  *

Νιώθουν παραμελημένοι, υποτιμημένοι, χαμένοι θησαυροί, περιμένουν κάποιον να τους βρει, να τους γυαλίσει και να τους φορέσει σαν κόσμημα, το πιο πολύτιμο πετράδι στο στέμμα του. Πλάσματα που νομίζουν πως είναι μαργαριτάρια, ενώ είναι στρείδια. Τα μαργαριτάρια δημιουργούνται από σκουπίδια, είναι δάκρυα.

 Τα δάκρυα δεν είναι ποτέ όμορφα, όσα μηδενικά κι αν τα ακολουθούν. Κι ένας πολιτισμός που δίνει αξία στα δάκρυα, είναι ένας πολιτισμός στρειδιών που νομίζουν πως είναι μαργαριτάρια. Σαν τυφλοί μπροστά στο καθρέφτη. Αγγίζουν το γυαλί χωρίς να βλέπουν την αντανάκλαση.

Κοιτάζω την ώρα. Κάποιες νύχτες, δε με πιάνει τίποτα. Το αλκοόλ, η νικοτίνη, η κούραση, η αυτολύπηση. Κανένας εθισμός. Ο κυνισμός είναι το δικό μου μαργαριτάρι. Κλείνω τις γρίλιες και πέφτω στο κρεβάτι. Τελικά, υπάρχει πραγματικός θησαυρός; Υπάρχει κάποιο είδους ευτυχία, που το τίμημα να είναι υποφερτό; Ίσως, το να διαψεύδονται οι προσδοκίες σου με τον πιο ανώδυνο τρόπο.

*  *  *

Ένας μαθητής ρώτησε το δάσκαλό του να του εξηγήσει τι είναι ο Βραχμάν.  Τι είναι το ον,  τι είναι η ψυχή του κόσμου,  ποια είναι η πηγή των πάντων.  Ο δάσκαλος στάθηκε σιωπηλός.  Ο μαθητής προβληματίστηκε που δεν άκουσε καμία απάντηση και ξαναρώτησε.  Ο δάσκαλος του εξήγησε ότι του είχε ήδη απαντήσει.  Η ψυχή του κόσμου είναι η σιωπή.

Ο θόρυβος είναι το πρελούδιο, η εισαγωγή. Η σιωπή είναι το κυρίως πιάτο, οι πράξεις του έργου. Η σιωπή πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον έρωτα. Η σιωπή καθώς κοιμάσαι, όταν ξυπνάω δίπλα σου. Όταν μοιραζόμαστε ένα τραγούδι, μια στιγμή που δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο. Όταν οτιδήποτε άλλο είναι περιττό.

*  *  *

Είναι από εκείνα τα βράδια. Τα ανόρεκτα, που δεν βρίσκεις τίποτα να πεις. Σκαλίζω τις στάχτες αμήχανα, ενώ ο φίλος μου χαζεύει στο κινητό του. Το αφήνει και γυρίζει προς εμένα.

”Στην Αφρική, την κατάθλιψη την αποκαλούν αρρώστια “εκείνου-που-σκέφτεται-πολύ”.

”Οπότε εσύ έχεις ανοσία”.

”Που τέτοια τύχη. Έτσι θα τη βγάλουμε απόψε; ”

”Έτσι και χειρότερα”.

”Τι έγινε πάλι; ”

”Βαριέμαι να σου πω”.

”Να κεράσω ένα και να ξεκινήσεις; ”

”Νομίζω πως έχω γίνει ψυχαγωγία, κάτι σαν το εβδομαδιαίο επεισόδιο της αγαπημένης σου σειράς”.

””Καλύτερο από οτιδήποτε έχει το Netflix. Λέγε”.

Πετάω το χαρτονόμισμα, του κλέβω ένα τσιγάρο και φεύγω.

”Όχι απόψε”.

H πόλη είναι ένας υπόνομος μετά από έκρηξη. Ο μόνος τρόπος για να φτιάξει είναι ένας κατακλυσμός ή μια μεγαλύτερη έκρηξη. Δε μπορείς να υποτάξεις αυτή την έρημο.

Μπαίνω στο σπίτι. Όσα ρούχα κι αν βγάλω, δεν ξαλαφρώνω. Παίζουμε τόσο καιρό με το χρόνο, που έχω ξεχάσει τι παιχνίδι είναι αυτό. Κρυφτό από τα χρόνια που περνάνε, ενώ κυνηγάμε την ευτυχία ή το αντίθετο; Η νύχτα μια ρουλέτα, όλοι οι αριθμοί μηδέν και περιμένω να κάτσει η μπίλια στο όνομα σου.

Δε μπορώ να βολευτώ πουθενά. Δε ξέρω τι με ενοχλεί περισσότερο. Τα Ρίχτερ στο σώμα, τα Μποφόρ στο μυαλό ή το κοντέρ στην καρδιά, που το έχει τερματίσει η απουσία σου; Μπορώ να σου συγχωρήσω πολλά. Μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου που ακόμη σου συγχωρεί. Όμως, το ότι θα χαραμίσουμε ένα ακόμα καλοκαίρι, είναι ασυγχώρητο. Είναι νωρίς, μέσα Ιουνίου, αλλά η γεύση του ανεκπλήρωτου έχει μουδιάσει κάθε μου κύτταρο.

Τα μάτια μου ψάχνουν συνεχώς, να μπουν στην τροχιά σου. Μου έχουν λείψει τα πυροτεχνήματα του γέλιου. Η θερμοκρασία της φωνής σου, που όσο χαμηλώνει, τόσο ανάβω, το κλίμα γίνεται τροπικό στο δωμάτιο. Δε θέλω τίποτα άλλο. Να σε βλέπω να στεγνώνεις τα μαλλιά σου, να τινάζεις την άμμο από το δέρμα σου, ενώ μου χαμογελάς. Η ανάσα μου να αγκαλιάζει όλο σου το κορμί. Το σώμα σου και ο πυρετός που μου προκαλεί να γίνονται τα σύνορα. Ανάμεσα στο δικό μας, ιδιωτικό καλοκαίρι και τον υπόλοιπο κόσμο.

Να λιώνουμε με τη δύση του ήλιου, ενώ περιμένουμε τη νύχτα. Μια νύχτα, όπως τη περιγράφει ο Φουέντες σε κάποιο βιβλίο του.

”Η νύχτα, η θάλασσα, ο ουρανός ακόμα και η γη, γίνονται ένα, σμίγουν με την απεραντοσύνη. Δεν υπάρχουν ρωγμές. Δεν υπάρχουν σχισμές.

Η νύχτα είναι η απόλυτη απεικόνιση της απεραντοσύνης του σύμπαντος. Μας κάνει να πιστεύουμε ότι τίποτα δεν έχει αρχή και τέλος”.

 Τέτοιες νύχτες ονειρεύομαι μαζί σου. Ο χρόνος που δεν μοιράζεται είναι το πιο ασυγχώρητο έγκλημα.

*  *  *

Τι πραγματικά ψάχνουν οι άνθρωποι; Γιατί έρχονται σε μένα; Θέλουν να μάθουν την αλήθεια ή ψάχνουν κάτι άλλο; Ψάχνουν τη χαμένη τους ντοπαμίνη. Ψάχνουν τις χαμένες αντανακλάσεις τους, αυτές του πρόσφατου παρελθόντος. Ψάχνουν τον εαυτό τους, όταν ήταν ευτυχισμένος, όταν είχε άγνοια, όταν ήταν ακόμα ερωτευμένος.  Δυστυχώς, δεν μπορώ να τους δώσω τίποτα από όλα αυτά. Κάποιες φορές, ευχήθηκα να μπορούσα. Είμαι απλά ένας ιατροδικαστής. Μπορώ να τους πω την αιτία θανάτου της σχέσης τους.

*  *  *

"Θέλω τα λεφτά μου πίσω!"

"Γιατί; "

"Γιατί βρήκατε τον άντρα μου!"

"Αυτό δε θέλατε; "

"Όχι!"

"Τότε; "

"Απλά ήθελα να ξέρω που είναι, ώστε να μην πάω προς τα εκεί".

"Δε μου το είπατε από την αρχή".

"Εσείς φταίτε, σας είπα να τον βρείτε, όχι να τον φέρετε πίσω".

"Λυπάμαι, όμως επιστροφές δε γίνονται".

"Και τι θα κάνω; "

"Πηγαίνετε σπίτι και συνεχίστε την γκρίνια, σε αυτή την ένταση και τόνο. Μετά από λίγο θα φύγει πάλι. Ή ακόμα καλύτερα, εξαφανιστείτε εσείς. Πιστέψτε με, δεν πρόκειται να σας αναζητήσει".

*  *  *

Είναι πολύ διασκεδαστικό, να παρατηρείς τους ανθρώπους γύρω σου στο μπαρ. Περιμένοντας το φίλο μου να έρθει, χαζεύω την πανίδα στα τραπέζια και τα σκαμπό. Τα κινητά βγάζουν τους ανθρώπους έξω για λίγο, να ξεσκάσουν και τους πηγαίνουν ξανά σπίτι. Βγάζουν τις μοναξιές τους βόλτα σαν κατοικίδια, μυρίζει το ένα το άλλο, κοιτάζονται και επιστρέφουν στην ασφάλεια των ανασφαλειών τους. Γιατί αυτές είναι η μόνη τους περιουσία πλέον. Έχουμε αποβλακωθεί από το ίντερνετ; Δε με καλύπτει αυτό το συμπέρασμα, είναι μια γενικότητα που θα κατέληγε ο οποιοσδήποτε άνω των εβδομήντα, σηκώνοντας το βλέμμα από την εφημερίδα. Οι εφημερίδες είναι το ίντερνετ των γέρων.

Η παρέα απέναντι μου άντεξε την επαφή με τον πραγματικό κόσμο για δέκα λεπτά. Κοιτάζουν τις οθόνες τους και χασκογελάνε. Πού και πού δείχνει κάτι ο ένας στον άλλο. Το ίντερνετ είναι η καλύτερη προστασία, μια σχεδόν διάφανη πανοπλία. Διαλέγεις  με ποιον θα μιλήσεις, για πόσο και μετά τον ξαναβάζεις στη θέση του. Δεν έχει σημασία αν είναι ο έρωτας της ζωής σου, ο αδερφός, ο λογιστής ή κάποια που γνώρισες πρόπερσι στο σούπερ μάρκετ. Όλοι στην ίδια απόσταση. Ίδια pixels, ίδια χωρητικότητα. Ισότητα στην απόσταση. Δυστυχώς από κοντά, αυτό δε γίνεται. Δε μπορείς να  μπλοκάρεις τον άλλο, να τον σβήσεις, ούτε απλά να αποσυνδεθείς.

Βλέποντας το πώς μιλάνε, τις εκφράσεις και τις κινήσεις τους, καταλαβαίνω τι δεν θέλουν να πουν, τι προσπαθούν να κρύψουν. Το ζευγάρι στα δεξιά μου υποδύεται τους ερωτευμένους, χαμογελάνε τόσο πολύ, που πρέπει να πονάνε τα χείλη τους. Μοιάζουν με ηθοποιούς που έχουν βαρεθεί να παίζουν τους ίδιους ρόλους. Όταν φιλιούνται, και οι δύο κοιτάζουν κάποιον άλλο. Δεν υπάρχει κάτι πιο ενοχλητικό. Η γυναικοπαρέα στη γωνία είναι διαφορετική κατάσταση.

Οι δύο ξανθιές κοιτάζουν αριστερά δεξιά, ψαρεύουν likes στα βλέμματα των αντρών. Βγάζουν φωτογραφίες και μιλάνε μεταξύ τους ανά δέκα λεπτά. Η μελαχρινή φίλη τους, με λίγα κιλά παραπάνω κι ακόμα λιγότερη αυτοπεποίθηση, είναι απλά χαρούμενη που είναι εδώ. Αν υπήρχε κάποιος να μιλήσει μαζί του, θα ήταν ευτυχισμένη.

Οι τύποι στην άκρη της μπάρας γελάνε όλη την ώρα, μάλλον για να γεμίσουν τη σιωπή ολόκληρης  της μέρας; Της εβδομάδας; Κανένας δε τους στέλνει, κι αν τους στείλει ή πάρει, δεν είναι ποτέ αυτή που περιμένουν. Γυρίζουν σπίτι, μισομεθυσμένοι και κάθε φορά νιώθουν πως μπήκαν σε λάθος σπίτι. Δεν μένουν εδώ, που δεν τους περιμένει κανένας και τίποτα. Που απλά συγκατοικούν με κάποιον, για να μοιράζονται τα έξοδα,  τις δουλειές  και για να μην είναι τόσο βαρετός ο αυνανισμός. Τέλος, υπάρχει και ο μαλάκας που πίνει στη μπάρα και κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Που λόγω της δουλειάς του, νομίζει πως έχει γίνει ειδικός στη μοναξιά, στις σχέσεις και στους ανθρώπους. Τόσο εξειδικευμένος, που ακόμα δεν έχει καταφέρει να θεραπεύσει τη δική του μοναξιά. Τι θα κάνεις; Θα συνεχίσεις να πίνεις, μέχρι να ζαλιστεί ο κόσμος, και για μια φορά, να πέσει αυτός κάτω; Έχει σημασία πια;

"Πάλι υπεραναλύεις τα πάντα; "

"Πώς το κατάλαβες; "

"Έχεις αυτό το βλέμμα, λες και παίζεις σκάκι με το θεό, και είσαι λίγα δευτερόλεπτα πριν σκεφτείς τη κίνηση που θα τελειώσει τη παρτίδα".

"Δεν πρόκειται να τον κερδίσω ποτέ".

"Φυσικά, αφού δεν ξέρεις σκάκι!"

"Δεν είναι αυτό".

"Δεν χρειάζεται να τον κερδίσεις, απλά να κρατήσεις την παρτίδα όσο περισσότερο γίνεται. Και να τον δυσκολέψεις".

"Να σου πω, θα πιούμε τίποτα ή να συνεχίσω την υπερανάλυση, καλύτερα πέρναγα".

"Ήπιες πολύ, πρέπει να πιείς κι άλλο ή απλά χωρίσατε; Πάλι; "

"Όλα αυτά μαζί".

"Κατάλαβα".

Πίνουμε το επόμενο αμίλητοι. Παραγγέλνουμε. Μετά από καιρό δύο σφηνάκια. Μου προσφέρει τσιγάρο. Αφήνει τον καπνό  να κυλήσει αργά από τη μύτη, ενώ το βλέμμα του πνίγεται στις θαμπές αντανακλάσεις.

"Δεν έχει συμβουλές και νουθεσίες απόψε; "

"Τις έχεις ξεπεράσει εδώ και 500 χιλιόμετρα".

"Οπότε; Τι έχει μείνει; "

"Να αποφασίσεις ποιο θα είναι το επόμενο λάθος σου. Ποιο θα κάνεις σωστά".

Δεν είπαμε τίποτα άλλο εκείνη τη νύχτα. Ήπιαμε λίγο ακόμα, παρατηρώντας πως το ίντερνετ αποβλακώνει όλους τους άλλους, εκτός από μας.

*  *  *

Μακάρι να υπήρχε ένα θερμόμετρο που να μετρούσε το πάθος. Να ξέρεις πότε να ρίξεις τη θερμοκρασία και πότε να την ανεβάσεις. Και να ήταν το μόνο που θα έσπαγε, όταν  το πάθος γίνεται ανεξέλεγκτο. Ή όταν η πλήξη πιάνει πολικές θερμοκρασίες. Και πατάς γκάζι  στις στροφές για να νιώσεις κάτι. Τις χειρότερες υποθέσεις δε θέλω να τις θυμάμαι. Τις καλύτερες δε τις θυμάμαι, γιατί ήταν εύκολες, ανώδυνες και πληρώθηκαν στην ώρα τους. Την πιο περίεργη δε θα τη ξεχάσω ποτέ. Μου τηλεφώνησαν, κάποιος με σύστησε. Ήταν κοντά στα πενήντα. Όμορφη για την ηλικία της. Ανάπηρη από τη μέση και κάτω. Εξαφανίστηκε ο σύζυγος της. Καθηγητής πιάνου, πενήντα πέντε. Γνωρίστηκαν πριν από έναν χρόνο.

Εκείνος έκανε μαθήματα στην ανιψιά της. Παντρεύτηκαν μετά από εννιά μήνες. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, ούτε έβγαινε έξω. Ήταν στοργικός μαζί της, δεν είχαν τσακωθεί ποτέ. Έχουν κοινό λογαριασμό στην τράπεζα. Πριν από πέντε μέρες, ο σύζυγος σήκωσε  ένα μεγάλο ποσό. Από τότε έχει να τον δει. Το πρόσωπο της ραγίζει, προσπαθώντας να πνίξει τους λυγμούς.

Θα ήταν υπόθεση ρουτίνας, αν ο τύπος είχε σηκώσει ολόκληρο το ποσό. Τα χρήματα ανήκαν στη γυναίκα του. Η ανάληψη που έκανε ήταν μεγάλη, αλλά όχι αρκετά, ώστε να δικαιολογεί την εξαφάνιση. Δεν της τα πήρε όλα, ούτε έλειπε κάτι άλλο από το σπίτι. Άρχισα να σκαλίζω από 'δω κι από 'κει. Το ένστικτο μου μουρμούριζε να ψάξω για ίχνη στην επαρχία. Το πράγμα γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον. Ο καθηγητής πιάνου είχε παντρευτεί άλλες τρεις φορές. Και τις τρεις, νυμφεύθηκε κάποια μεγαλοκοπέλα με αναπηρία. Έμενε μαζί τους περίπου ένα χρόνο, και μετά εξαφανιζόταν, παίρνοντας μαζί του ένα σεβαστό ποσό. Κοίταζα τη φωτογραφία του, έμοιαζε να το έχει σκάσει από άλλη εποχή. Αρχές τριάντα, ίσως και πιο πίσω. Δεν δυσκολεύτηκα να τον βρω.

Με έτρωγε η περιέργεια, οπότε δεν άντεξα. Ήταν αντιδεοντολογικό, όμως τον συνάντησα. Του είπα ποιος ήμουν και τι ήθελα. Δεν προσπάθησε να το σκάσει, ούτε αρνήθηκε τίποτα. Του είπα πως ξέρω για τους προηγούμενους γάμους του. Δε σήκωσε ούτε το φρύδι. Τον ρώτησα γιατί τα έκανε όλα αυτά. Σηκώθηκε, έβαλε ποτό. Ήμουν σε επιφυλακή, είχε κάτι το πολύ παράξενο, σχεδόν απόκοσμο. Μου πρόσφερε το ποτήρι και έκατσε απέναντι μου.

"Από μικρός ονειρευόμουν να γίνω πιανίστας. Τα κατάφερα. Είμαι καλός, αλλά όχι τόσο ώστε να κάνω καριέρα. Και όσοι δεν μπορούν, διδάσκουν. Γνώρισα πολλές γυναίκες, κυρίως μητέρες και θείες των μαθητών μου. Έτσι γνώρισα την πρώτη μου γυναίκα. Μια μέρα έλειπε ο γιος της. Είχε ξεχάσει πως είχαμε μάθημα. Με παρακάλεσε να μείνω.

 Έπαιξα δύο τρία κομμάτια στο πιάνο. Γύρισα και την κοίταξα. Ήταν έτοιμη να κλάψει, εκείνη την στιγμή ήταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στη γη".

Τον ακούω όλο και πιο περίεργος. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω μου.

"Ήταν πολύ όμορφη. Αν δεν είχε το πρόβλημα στα πόδια της, θα μπορούσε να έχει όποιον ήθελε. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα, πως ο σκοπός μου ήταν πιο σημαντικός από το να γίνω βιρτουόζος. Όλα τα ρεσιτάλ του κόσμου, ξεθώριαζαν μπροστά στη χαρά εκείνης της γυναίκας. Κι όλα αυτά, επειδή της έκανα παρέα  και έπαιξα πιάνο για εκείνη"

"Την ερωτεύτηκες; "

"Την αγάπησα. Όλες τις αγάπησα, δεν ερωτεύτηκα καμία".

"Πως γίνεται αυτό; "

"Αν περάσεις τα σαράντα πέντε γίνεται. Ο έρωτας είναι ανθυγιεινός από ένα σημείο και μετά". Τελείωσα το ποτό και το άφησα δίπλα μου.

"Και μετά; Γιατί την άφησες; Γιατί τις αφήνεις όλες και παίρνεις ένα ποσό; Γιατί δε τα παίρνεις όλα; "

"Δεν έχω σκοπό να τις κλέψω, ούτε να τους κάνω κακό. Το ξέρω πως δυσκολεύεσαι να με πιστέψεις, όμως στ' αλήθεια τις αγάπησα όλες".

 Άδειασε το ποτήρι με μικρές γουλιές  και το άφησε αθόρυβα στο τραπέζι.

"Φεύγω ενώ έχω ζήσει μαζί τους στο ζενίθ της ευτυχίας τους. Δεν πρόκειται να γίνει καλύτερο μετά από αυτό.

Βρέθηκε κάποιος να τις αγαπήσει, να μείνει μαζί τους, να τις παντρευτεί, έστω και στη μέση ηλικία. Φεύγοντας, τους αφήνω το τελευταίο δώρο που μπορώ να προσφέρω. Την ελπίδα ότι μπορεί να ξαναγυρίσω κάποια στιγμή. Αφού δεν σήκωσα όλα τα χρήματα, σημαίνει  πως δεν τις παντρεύτηκα για τα λεφτά τους. Ίσως να έμπλεξα κάπου και δεν ήθελα να τις πληγώσω, δεν ήθελα να μάθουν την αλήθεια. Γι' αυτό έφυγα έτσι. Είναι καλύτερα να σκέφτονται κάτι τέτοιο".

Τον κοιτάζω επιφυλακτικός.

"Παίρνω τα χρήματα ώστε να περάσω κάποιο χρονικό διάστημα χωρίς να εργάζομαι. Μετά ψάχνω πάλι, μέσω αγγελιών και ωδείων".

"Δε φοβάσαι; Μήπως πάνε στην αστυνομία; "

"Καμία δεν πήγε, δεν αντέχουν την ντροπή".

"Κι αν κάποια πάει; Και σε πιάσουν; "

"Δε θα το ήθελα. Αλλά αν είναι να συμβεί θα συμβεί".

"Είσαι νεότερος από μένα και πιο σωματώδης. Δεν πρόκειται να το σκάσω ή ν' αντισταθώ. Καταλαβαίνω πως κάνεις τη δουλειά σου. Αν αποφασίσεις να με πάρεις μαζί σου, θα έρθω. Απλά σκέψου, γιατί να δηλητηριάσεις τα συναισθήματα αυτών των γυναικών; Γιατί να τους τσαλακώσεις το όνειρο; Αξίζει; "

Σηκώθηκε και πήρε το ποτήρι του.

"Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, θα είμαι εδώ. Μέχρι τότε, εσύ αποφασίζεις".

Έφυγα με άσχημη διάθεση. Η περιέργεια μου ικανοποιήθηκε, όλα τα υπόλοιπα πήγαν στο γκρεμό. Μπορεί να μου πούλησε το καλύτερο παραμύθι του κόσμου. Να έχει σκοτώσει καμιά δεκάρια, να έχει κάνει τα κόκαλα τους μαχαιροπίρουνα και απλά να μου έλεγε μαλακίες. Μπορεί αυτή τη στιγμή να ταξιδεύει για Περού, αφού τη γλύτωσε. Δυστυχώς τα πράγματα είναι χειρότερα. Λέει αλήθεια. Όλα τα κομμάτια ταιριάζουν. Τα ποσά, οι γυναίκες, τα χρονικά διαστήματα. Μίλησα με  δύο από τις πρώην γυναίκες του. Μιλούσαν για εκείνον με τρυφερότητα και ακόμα πιστεύουν πως θα γυρίσει. Πήγα και τον βρήκα. Έβαλα ποτό και έκατσα απέναντι του.

"Έχεις σκεφτεί γιατί το κάνεις; "

 Χαμογέλασε μελαγχολικά.

"Η αυτοψυχανάλυση δε με βοηθάει. Ίσως γιατί στα μάτια τους, την ώρα που παίζω πιάνο, να βλέπω το όνειρο μου. Πως είμαι ο καλύτερος πιανίστας στον κόσμο, δίνω το απόλυτο ρεσιτάλ όλων των εποχών. Απλά το κοινό μου είναι ένας άνθρωπος.

Τα κατάφερα, έγινα ο καλύτερος, έστω για ένα άτομο, για λίγα λεπτά"

"Ίσως εκείνες να σου δίνουν το ζενίθ της ευτυχίας, και φεύγεις πριν  το βαρεθείς"

"Μπορεί να έχεις δίκιο. Δεν αξίζει όμως; "

"Δε ξέρω. Μερικές φορές, το τίμημα της ευτυχίας είναι δυσβάσταχτο"

"Είναι. Όμως μην πιστέψεις όποιον σου πει, πως υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από την ευτυχία. Λέει ψέματα".

Τον άφησα να φύγει. Δε μπορώ ν' αποφασίσω αν έκανα καλά ή όχι. Μετά από τέσσερις μήνες, έλαβα μια καρτ ποστάλ. Το μόνο που έγραφε πάνω ήταν "Σ' ευχαριστώ".  Αντί για υπογραφή είχε ένα κλειδί του σολ. Χαμογέλασα και την έβαλα στο συρτάρι. 

*  *  *

Πλέον, δε ξέρω αν ψάχνω στη μέθη, στη λήθη ή το αντίθετο.

*  *  *

Βρίσκομαι στον τόπο του μοναδικού ανεξιχνίαστου εγκλήματος, της ζωής μου. Θύτης ή θύμα; Θύτης και θύμα; Δε μπορώ ν' αποφασίσω. Δεν υπάρχει περίγραμμα από κιμωλία. Το σπίτι είναι τόσο διαφορετικό χωρίς εσένα. Κοιτάζω το γράμμα που έγραφα.

 Δε μπορώ να το τελειώσω. Τσαλακωμένα χαρτιά στο πάτωμα, σκισμένα τετράδια, γεμάτα τασάκια και ένα ποτό που έμεινε στη μέση. Τόσο κρατάει η ευτυχία; Τρεις μέρες; Και μετά; Νιώθω μουδιασμένος, με έχει καταπιεί το κενό. Σκέφτομαι συνέχεια τη ζωή που δεν θα ζήσουμε μαζί και δεν βρίσκω κουράγιο να συνεχίσω. Αυτή την εκδοχή του μέλλοντος, που την έχω ονειρευτεί τόσο πολύ, ώστε να τη βλέπω συνέχεια, σαν trailer σειράς.

Δύο μέρες δεν βγήκαμε από το σπίτι. Την τρίτη πήγαμε βόλτα. Ήσουν πολύ όμορφη με αυτό το φόρεμα. Ντρεπόσουν, γιατί λίγο πριν έρθεις, έσπασαν τα γυαλιά σου.

Τα έφτιαξες πρόχειρα με σελοτέιπ. Σε έκαναν ακόμα πιο σέξι. Όσο πιο αμήχανη γίνεσαι, τόσο πιο γλυκό είναι το χαμόγελο σου. Συζητήσαμε για τα πάντα και για τίποτα, ως συνήθως. Μου είπες ότι έχεις κουραστεί, πως θα τα παρατήσεις όλα και θα έρθεις σπίτι να γίνεις γυναίκα μου.

Μπορεί να ακούστηκε λίγο μελό, όμως με συγκίνησε όσο τίποτα, χαμογελούσα σαν μεθυσμένος. Κι από τη στιγμή που το είπες, δεν έχω θελήσει κάτι περισσότερο στη ζωή μου. Να ξέρω πως με περιμένεις στο σπίτι. Να μπαίνω μέσα, να κάθομαι και να έρχεσαι κοντά μου. Να περνάς τα χέρια σου στα μαλλιά μου, και μ' εκείνο το βλέμμα, να ξεπλένεις όλες τις στάχτες της ρουτίνας. Κάθομαι στο κρεβάτι. Θυμάμαι, τις πρώτες αχτίδες της μέρας να κυλάνε στο πάτωμα, ενώ κάναμε έρωτα. Είχα ζαλιστεί, τις παρατηρούσα εκστασιασμένος, να σταματάνε στον τοίχο.

Να ζωγραφίζουν την επιφάνεια. Ήταν τόσο τέλεια η στιγμή. Το δωμάτιο έμοιαζε τόσο όμορφο, επειδή με βρήκε το ξημέρωμα μαζί σου. Το φως του ήλιου χάραζε τα σύνορα ανάμεσα στον υπόλοιπο κόσμο και το κομμάτι παραδείσου που είχαμε φτιάξει. Μαζί σου, τα δύσκολα είναι εύκολα και τα εύκολα δύσκολα. Δε μπορείς να είσαι Πεντάμορφη χωρίς να είσαι και Τέρας; Σκεπάζομαι με το σεντόνι, εύχομαι να γινόταν κύμα. Θυμάμαι τη νύχτα στην μπανιέρα. Το γέλιο σου την έκανε καλύτερη κι από παραλία στην Καραϊβική. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Αυτή η ζωή που δε θα ζήσουμε, ξέρω πως θα αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού μας μισό, πιθανόν το καλύτερο.

Ξέρω πως μαζί θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε τα όρια, τους φόβους και τα όνειρα μας. Ίσως η ευτυχία να προκαλεί περισσότερο φόβο από τη μοναξιά ή τη δυστυχία. Είμαι σίγουρος, πως μετά από χρόνια, μαζί, κάποια ανύποπτη στιγμή χαράς, ενώ θα κοιταζόμασταν στον καθρέφτη, θα ανακαλύπταμε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Θα χαμογελούσαμε και θα συνεχίζαμε. Κλείνω τις γρίλιες και ανάβω τσιγάρο. Κουράστηκα. Δεν έχω άλλες ανατροπές. Μόνο εσένα θέλω συνένοχη στην ευτυχία. Αν δε θέλεις αυτό το φιλμ να τελειώσει έτσι, να καεί, είναι σειρά σου ν' ανατρέψεις τα πάντα. Με μια σκηνή μετά τους τίτλους τέλους.

*  *  *

Βασικοί κανόνες: Αν μας ανακαλύψει ο  στόχος, δεν παίρνουμε χρήματα από αυτόν, όσα κι αν μας προτείνει.

Αν είναι γυναίκα, δεν υποκύπτουμε στα θέλγητρα της, όσο όμορφη κι αν είναι. Αυτό είναι τζόγος, και τζογάρει όποιος δεν νοιάζεται αν θα χάσει. Αν θέλεις να τζογάρεις, πήγαινε στο καζίνο. Το καλό όνομα που φτιάχνεται με τα χρόνια, δεν αγοράζεται, ούτε μπορείς να το αντικαταστήσεις. Είναι σαν την παρθενιά, μπορείς να το χάσεις μόνο μια φορά.

Μην κουβαλάς όπλο. Θα σε κάνει να αισθάνεσαι πιο δυνατός από όσο είσαι, και αυτό είναι ελάττωμα.

Mην υποτιμάς τους άλλους και μην υπερτιμάς τον εαυτό σου. Ποτέ! Το αντίθετο μπορεί να σε βοηθήσει κάποιες φορές, όμως πρέπει να ξέρεις να μετράς τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, με τη σωστή μονάδα μέτρησης, την κατάλληλη στιγμή.

Μη ντύνεσαι σαν να είναι πρώτο ραντεβού, ούτε σαν να πας σε μετακόμιση.

Να ξεκινάς πάντα από τη χειρότερη πιθανότητα, το κάνει λίγο πιο εύκολο.

Και να θυμάσαι πάντα: Δεν υπάρχουν κακές ιδέες.

*  *  *

"Δηλαδή δε μπορεί μια γυναίκα να γίνει ντετέκτιβ; "

"Δεν ξέρω αν θα μπορούσε".

"Δεν είναι σεξιστικό αυτό; "

"Είναι η πραγματικότητα, δεν έχω γνωρίσει καμία".

"Αμφιβάλεις ότι κάποια μπορεί να είναι καλύτερη από σένα; "

"Καθόλου. Θα 'θελα πολύ να τη γνωρίσω".

"Και τι θα της έλεγες; "

"Θα την ρώταγα αν θέλει να δουλέψει για μένα".

"Σαν συνεργάτης; "

"Σαν υπάλληλος. Μακάρι να είναι καλύτερη από μένα, θα της δώσω όλες μου τις υποθέσεις και θ' αράξω σπίτι, περιμένοντας να εισπράξω το ποσοστό μου".

"Τώρα αυτό δεν είναι σεξιστικό; "

"Καπιταλιστικό σίγουρα".

"Και αν είναι τόσο καλή, που θα σε προσλάβει εκείνη για υπάλληλο; Θα σε πείραζε; Να δουλέψεις για μια γυναίκα που είναι καλύτερη από σένα και πληρώνεται περισσότερο;

"Καθόλου. Αν βγάζω πιο πολλά από όσα βγάζω τώρα. Θα είναι πολύ καλύτερα και με λιγότερες ευθύνες".

"Δεν είναι ένα ξεπερασμένο στερεότυπο η δουλειά σας; "

"Αν ήταν ξεπερασμένες έννοιες η μοιχεία, η απάτη, η απληστία και η βλακεία των ανθρώπων, τότε ναι. Αλλά μέχρι να κάνουμε όλοι τσουλήθρα, στα ουράνια τόξα μιας τέλειας, αταξικής και χωρίς ψυχολογικά προβλήματα ουτοπίας, όχι".

"Πόσες femme fatale έχετε γνωρίσει; "

"Καμία. Οι μοιραίες γυναίκες ξέρουν τι να κάνουν, σε ποιον και πότε. Δεν χρειάζεται να βάλουν κάποιον να ψάξει για αυτές. Οτιδήποτε επιθυμούν, τις ψάχνει".

"Ποιο κινηματογραφικό κλισέ δεν ισχύει στην πραγματικότητα της δουλειάς σας; "

"Το έγκλημα πληρώνει καλά".                                                   

*  *  *

Τι μου έμαθε αυτή η δουλειά για τις σχέσεις; Αν το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με δύο τρία ποτά πριν και πρωινό στο κρεβάτι πολύ αργότερα, τότε δεν θα λυθεί. Μην υποτιμάς ποτέ τη βλακεία των ανθρώπων, είναι η μόνη σταθερά σε αυτόν τον κόσμο. Ξέρεις τι δημιουργεί τα μεγάλα εγκλήματα; Τα μικρά που δεν έγιναν ποτέ. Ο καυγάς που δεν συνέβη, εκείνη η αγένεια που κατάπιες, η προσβολή, η στιγμή αδιαφορίας. Το χάδι που δεν έδωσες ή δεν έλαβες. Όλα αυτά γίνονται μια πλημμυρίδα που σαρώνει τα πάντα, με ανύποπτη αφορμή. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες.

*  *  *

Εφιάλτες δεν είναι τα άσχημα όνειρα που βλέπεις. Τους φόβους σου ενορχηστρωμένους από το υποσυνείδητο σου, οι ιδιωτικές ταινίες τρόμου που  καίνε τα κύτταρα σου. Εφιάλτης είναι όταν ξυπνάς από τέτοια όνειρα και δεν είναι κανένας δίπλα σου. Να σε ρωτήσει τι έγινε, να σε αγκαλιάσει, να σου πει πως ήταν μόνο ένα όνειρο. Με εκείνη τη λέξη, μ' εκείνο το χάδι, να ξεπλύνει από πάνω σου τον ιδρώτα και κάθε δαχτυλικό αποτύπωμα του φόβου. Σηκώνομαι. Η μπλούζα της είναι ακόμα πάνω στο μαξιλάρι. Χάθηκε ξανά. Με ανόητη αφορμή. Οι τρεις μήνες που πέρασαν, ήταν από τους καλύτερους που έχω ζήσει. Έφυγε, και ο κόσμος μοιάζει με ξεθωριασμένη εφημερίδα, βωβή ταινία, χωρίς χρώματα, ήχους, όλα είναι λάθος και χωρίς νόημα.

Πήρε τα πάντα μαζί της και άφησε τη σιωπή. Αυτή την πικρή, βαριά σιωπή. Χωρίς προσμονή ή άρωμα. Χαϊδεύω τα ρούχα της. Τα αντικείμενα δεν είναι άψυχα, αποθηκεύουν συναισθήματα. Αγγίζω το περίγραμμα των χειλιών της στα τσιγάρα, τη ζεστασιά του λαιμού της στον καναπέ. Την σκιά της να με σκεπάζει, ενώ με αγκαλιάζει στην κουζίνα. Πάντα ξυπνάω πρώτος, πίνω καφέ και εκείνη έρχεται σαν γάτα. Κάθεται πάνω μου, πίνει μια γουλιά καφέ, παραπονιέται και φεύγει. Ψάχνω στα σεντόνια ψίχουλα της ανάσας της, της φωνής της. Δε θέλω να ξαναβγώ από το σπίτι και ταυτόχρονα δεν θέλω να κάτσω άλλο μέσα. Νιώθω ενενήντα χρονών και ταυτόχρονα δεκάξι. Δε ξέρω πώς το κάνει, πώς τα κάνει όλα αυτά. Τα καλά, καλύτερα από ποτέ και τα χειρότερα, ακόμη πιο άσχημα. Όταν κάνουμε έρωτα, ξαναπλάθει κάθε κομμάτι μου, κάθε χιλιοστό από την αρχή. Ξυπνάω και αισθάνομαι πως θα είμαι για πάντα νέος. Δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Βγαίνω στο μπαλκόνι, η πόλη μοιάζει να έχει γεράσει χίλια χρόνια και 'γω είμαι η πιο άσχημη ρυτίδα της.

Μπαίνω μέσα, κλείνω τα παντζούρια πριν το φως ξυπνήσει όλους τους πόνους μέσα μου, με αλφαβητική σειρά. Δεν ξέρω που είσαι, τι κάνεις και τι σκέφτεσαι. Ξέρω όμως που πραγματικά ανήκεις. Δε θα βάλω τη μπλούζα σου στα άπλυτα, ούτε θα πετάξω το πακέτο με τα τσιγάρα.

*  *  *

Κάποιος είπε πως η μοιχεία πρέπει να γίνει ξανά παράνομη. Κάποιος άλλος του απάντησε πως τα λέει αυτά γιατί με τέτοια μούρη δεν κινδυνεύει να παραβιάσει το νόμο. Πόσο αποτελεσματικό θα ήταν; Όσο αποτελεσματικό είναι να κλείνεις τα σύνορα και να απαγορεύεις την είσοδο σε μετανάστες και πρόσφυγες. Θα σταματήσει η απαγόρευση την πείνα αυτών των ανθρώπων;

Θα σταματήσει τους πολέμους και τη βία που τους διώχνει από τα σπίτια τους; Όταν σταματήσει όλα αυτά, τότε  ένας νόμος θα σταματήσει τους ανθρώπους και από το να ερωτεύονται.

*  *  *

Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη μετά από καιρό. Δε γέρασα, απλά λείπει περισσότερο μέλλον από το πρόσωπο μου.

*  *  *

Δεν έχει καμιά σχέση ο έρωτας με την ευτυχία. Και οι καλύτερες στιγμές ήταν αυτές που δεν προσπαθούσαμε.

*  *  *

Τι ακριβώς κάνει ένας ντετέκτιβ; Ψάχνει το μαύρο κουτί, πριν πέσει το αεροπλάνο.

*  *  *

O χρόνος είναι σαν το νερό. Δεν σταματάει ό,τι κι αν κάνεις. Κάποιες φορές πνίγεσαι μέσα του, κάποιες κολυμπάς. Κάποιες βρίσκεις χρυσό στα βάθη του, κάποιες μόνο χώμα. Γίνεται  πάγος, νιώθεις να γερνάς χίλια χρόνια μέσα του.  Και πάντα, μα πάντα, τον απολαμβάνεις όταν τον κρατάς στις παλάμες σου. Πρέπει να πιείς όσο περισσότερο μπορείς πριν κυλήσει μέσα από τα δάχτυλα σου.

*  *  *

Μερικές υποθέσεις δεν έχουν κανένα μυστήριο. Κάποιοι απλά εξαφανίστηκαν, χωρίς προφανή λόγο. Άφησαν τις προηγούμενες ζωές τους σαν δέρμα φιδιού και χάθηκαν. Δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Δεν είναι πως μισούσαν ή σταμάτησαν να αγαπούν αυτούς που έμειναν πίσω. Είχαν μια περίεργη γαλήνη στα μάτια τους. Τους άφησα στην ησυχία τους. Τους θυμάμαι με συμπάθεια, και κατά βάθος τους ζηλεύω.

*  *  *

Κάποιοι δαίμονες θέλουν να γίνουν άγγελοι. Κάποιοι άγγελοι δαίμονες. Και οι δύο περιπτώσεις θέλουν το ίδιο πράγμα. Να μη χάσουν τα φτερά τους. Τα φωτοστέφανα στενεύουν με τον καιρό, ενώ και οι αμαρτίες χωρίς μεταμέλεια χάνουν τη γεύση τους.

*  *  *

H ευτυχία είναι γάτα. Θα έρθει όταν θέλει εκείνη, λίγο πριν κοιμηθείς , φορτωμένος όλες τις ήττες της μέρας. Θα ξαπλώσει στο μπράτσο σου και θα γουργουρίζει μέχρι να σε νανουρίσει. Οι γάτες καταλαβαίνουν όταν δεν είσαι καλά και προσπαθούν να σε θεραπεύσουν με το γουργουρητό τους. Όπως κάνεις και 'συ. Μπορεί να μη γουργουρίζεις, αλλά το χαμόγελο σου θεραπεύει τα πάντα. Μου έλειψε η υπέροχη μελαγχολία σου.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: