ΝΕΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΜΟΝΗ, ΤΗΝ ΨΑΧΝΟΥΝ

 
Κώστα Ντούμα

 

Κεφάλαιο Ι

 

Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Οδηγούσα και σκεφτόμουν πως η εκλεπτυσμένη και κοριτσίστικη φύση μου δεν αντέχει να δουλεύει οκτάωρο, ενώ είναι γεννημένη συγγραφέας, να γράφει βιβλία για, ΒΓΑΛΕ ΦΛΑΣ ΡΕ ΓΑΜΗΜΕΝΕ, ΜΗ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΩ ΤΟ ΚΩΛΑΝΤΕΡΟ ΚΑΣΚΟΛ, ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΤΗ ΔΑΠΙΤΙΣΣΑ!

Τι έλεγα πριν παραλίγο να τρακάρω; Αα ναι. Η εύθραυστη ντελικάτη καλλιτεχνική μου υπόσταση δε μπορεί να περιορίζεται στα γρανάζια της καπιταλιστικής μηχανής. Πριν ανάψει το φανάρι κόκκινο, μια λάμψη σκέπασε τα πάντα. Την επόμενη στιγμή βρέθηκα σ’ένα τεράστιο γιώτ, να πίνω κρασί με την Ιζαμπέλ Αλιέντε.

Η Αλιέντε με κοίταξε ανθυπομειδιάζοντας.

«Να βάλω λίγο ακόμα; Το Cheval Blanc του 1947 είναι εξαιρετικό».

Γέμισε το ποτήρι μου και κάθισε πιο άνετα στην πολυθρόνα της.

«Μου άρεσαν πολύ τα βιβλία σου. Αλλά πρέπει να σταματήσεις το κήρυγμα σε κάποια σημεία, και να επικεντρωθείς περισσότερο στους  χαρακτήρες σου και στον εσωτερικό τους διάλογο»

«Άσε ρε πονηρή, επειδή εσύ έχεις γίνει αλεπού και τα παίρνεις;».

Η Αλιέντε έμεινε αποσβολωμένη στο αυθόρμητο ξέσπασμα μου. Άδειασα το ποτήρι απνευστί και ήμουν έτοιμη να πέσω στη θάλασσα, όταν έσκασε στα γέλια. Έκανα πως γελάω αμήχανα.

«Μου αρέσεις, έχεις τσαγανό. Σε συμπάθησα ακόμα πιο πολύ. Πείνασες;».

Με ένα νεύμα της, το τραπέζι γέμισε πιάτα. Δύο καραβίδες κι ένα σορμπέ μανταρίνι μετά, βρήκα το θάρρος να πω αυτά που ήθελα.

«Ακούστε κυρία Αλιέντε»

«Λέγε με Ιζαμπέλ»

«Ιζαμπέλ, βρίσκομαι σε ένα κομβικό σημείο στη ζωή μου, δεν μπορώ να χαραμίζω τον χρόνο μου σε δουλειές του ποδαριού. Αν δεν καταφέρω μέσα στα επόμενα 5 χρόνια να κάνω επιτυχία και να ζω από τα βιβλία μου, καλύτερα να γυρίσω στο νησί και να πάρω καΐκι και ν’αμολάω πυροφάνια».

Η Αλιέντε έβγαλε ένα λεπτό τσιγάρο από τη χρυσή ταμπακιέρα της. Μου πρόσφερε και αρνήθηκα ευγενικά. Αγνάντεψε το ήρεμο χάος του ωκεανού, τίναξε την στάχτη και γύρισε το βλέμμα της σε μένα.

«Πως είναι η ερωτική σου ζωή;».

Για μια στιγμή, σκέφτηκα πως μου την πέφτει, αλλά έκανα το κουνέλι και γέμισα τα ποτήρια μας με κρασί.

«Ήμουν για αρκετό καιρό μόνη, αλλά η παρέα με ηθοποιούς από τα δυτικά προάστια δε μου βγήκε σε καλό.  Το αγόρι μου – ευφημισμός, μιας και μιλάμε για 42 ετών άντρα- είναι ένας μυαλοπυρόπληκτος σκηνοθέτης, που βλέπει όλη μέρα ταινίες και memes, γράφει σενάρια που μόνο στο Hollywood μπορύν να γυριστούν και διαβάζει τα άπαντα του Τσάντλερ ξανά και ξανά. Είναι ηλίθιος, αλλά έχει ρομαντικές αναλαμπές. Μου φέρνει λουλούδια με κάρτες που έχουν στίχους του Ρίτσου και σοκολάτες. Είναι εντελώς βλαμμένος, αλλά με συγκινεί».

Η Αλιέντε χαμογελάσε.

«Μου θυμίζει τον μεγάλο μου έρωτα, τον Κάρλος. Ήταν φοβερός ζωγράφος, πόσες νύχτες περάσαμε άγρυπνοι στο στούντιο του… Τρεφόμασταν μόνο με ρούμι και έρωτα».

Η νοσταλγία συννέφιασε το πρόσωπο της. Πέταξε το τσιγάρο στη θάλασσα και ήπιε λίγο κρασί.

«Και τι έγινε; Τον παντρεύτηκες;»

«Είσαι τρελή; Θα είχα πεθάνει της πεινας! Χωρίσαμε και παντρεύτηκα ένα δικηγόρο από τη Νέα Υόρκη»

«Και ο Κάρλος; Έμαθες ποτέ νέα του;»

«Ο γλυκός μου, η καρδιά του έγινε θρύψαλλα. Βούλιαξε στο πένθος της απουσίας μου. Για κανά μήνα, μετά τα έφτιαξε με μια πιτσιρίκα μαθήτρια του»

«Άντρες Ιζαμπέλ μου, πεταμένα λεφτά»

«Πες το ψέματα».

Ακολούθησε μια μεγάλη αμήχανη παύση, όπως στις κουλτουριάρικες ταινίες, που οι κριτικοί νομίζουν πως είναι εσωτερικότητα και άλλες πολυσύλλαβες λέξεις, ενώ στην πραγματικότητα το σενάριο είναι για τον φαλλό ιππαστί.

«Ιζαμπέλ, έχω διαβάσει σχεδόν όλα τα βιβλία σου και έχω γράψει κριτικές για αυτά. Το ξέρω πως δε σημαίνει κάτι για σένα, αλλά πιθανόν να αγόρασαν 12 άτομα τα βιβλία σου λόγω των κριτικών μου. Πριν μου πεις, πως στο διάολοβρέθηκα εδώ, θα ήθελα να σου ζητήσω να με βοηθήσεις. Σαν συγγραφέας προς συγγραφέα, σαν γυναίκα προς γυναίκα».

Η Αλιέντε έπιασε τα χέρια μου και με κοίταξε με μητρική τρυφερότητα.

«Δεν μπορώ να σου πω το πως βρέθηκες εδώ. Όμως έχεις το λόγο μου, πως θα σε βοηθήσω. Έχω όλα σου τα γραπτά. Οι βοηθοί μου κάνουν διορθώσεις και μετάφραση, και σε λίγες μέρες θα αρχίσουν οι επαφές με εκδοτικούς οίκους. Μόλις  κλείσει η συμφωνία, θα γράψω τον πρόλογο,  και θα διαλέξουμε μαζί την στρατηγική της προώθησης».

Ήμουν έτοιμη να κλάψω και να πάρω τηλέφωνο στη δουλειά, να τους πω πόσο βαθιά να παρκάρουν στο παχύ τους έντερο το γραφείο μου, όταν έπεσε το υστερόγραφο. Η Αλιέντε άφησε τα χέρια μου και σηκώθηκε. Άναψε τσιγάρο και κοίταξε τον ορίζοντα.

«Πρώτα πρέπει να κάνεις κάτι για μένα»

«Κοίταξε Ιζαμπέλ, είσαι πολύ γοητευτική γυναίκα, αλλά μου πεφτεις λίγο μεγάλη. Αν ήσουν μικρότερη, αν είχα μεγαλώσει στο Βερολίνο, ίσως να..»

«Δεν εννοώ αυτό»

«Αλλά;»

«Θα σου εξηγήσω αύριο. Πήγαινε να ξεκουραστείς».

Η καμπίνα ήταν πιο μεγάλη από το διαμέρισμα μου. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Τράκαρα, αργοπεθαίνω και το μυαλό μου απόφασισε να ρίξει αυλαία με μια τελευταία φάρσα-ψευδαίσθηση; Θα μπορούσε να ήταν χειρότερα, να ήμουν με τον Λουντέμη στη Ρουμανία. Που έχω μπλέξει; Θα προλάβω να γυρίσω σπίτι να γράψω καμιά κριτική; Τάισε ο ανθυποχαζός τη γάτα; Θα με διώξουν από τη δουλειά; Τα ρούχα τα μάζεψα; Ο όχλος των ερωτήσεων είναι ανίκητος απόψε. Ας αδειάσω το μπουκάλι με το Cheval Blanc του 1947 –καλή χρονιά- και βλέπουμε.

Το πρωί φτάσαμε στη βίλα της Αλιέντε. Υποθέτω πως βρισκόμαστε κάπου στη Λατινική Αμερική. Το σπίτι είναι τόσο μεγάλο που πρέπει να έχει τέσσερις δικούς του ταχυδρομικούς κώδικες και δύο γραμμές μετρό. Αφού δειπνήσαμε, η Αλιέντε μου εξήγησε τι θέλει από μένα.

«Κάποιος πήρε κάτι δικό μου, κάτι πολύτιμο. Δυστυχώς, εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι, όμως εσύ μπορείς να με βοηθήσεις»

«Ποιος σου πήρε τι;»

«Δεν μπορώ να σου πω. Θα το βρεις μόνη σου».

Ωραία ξεκινάμε.

«Από σήμερα ξεκινάει η εκπαίδευση σου»

«Ιζαμπέλ, δε μου αρέσουν τα όπλα και η βία. Τόσους μπράβους έχεις, γιατί δε στέλνεις έναν να σου κάνει τη δουλειά;»

«Δεν είναι τόσο απλό. Είναι μια αποστολή που μόνο μια γυναίκα μπορεί να ολοκληρώσει».

Με πήρε από το χέρι και με πήγε σ’ένα δωμάτιο που έμοιαζε με καμαρίνι. Κάθισα μπροστά στον καθρέφτη, ενώ η Αλίεντε μου χτένιζε τα μαλλιά.

«Δύο πράγματα είναι άπειρα: Η θηλυκότητα και οι τρόποι να την εκμεταλλευτείς».

 

Κάπου το έχω ξανακούσει αυτό. Τέλως πάντων, τις επόμενες μέρες, έμαθα να βαδίζω σαν μοντέλο, να ποζάρω, να ξεχωρίζω τα κρασιά και διάφορα άλλα, εντελώς άχρηστα στον πραγματικό κόσμο.  Την όγδοη ημέρα, βρήκα ένα μαύρο φόρεμα στο δωμάτιο μου, συνοδευμένο από γόβες και κοσμήματα.

Με πρόχειρους υπολογισμούς, αν πουλήσω το ένα σκουλαρίκι, αγοράζω την πολυκατοικία που μένω και με τα ρέστα, την περνάω κανά χρόνο κιμπάρικα. Αφού ντύθηκα, εμφανίστηκε το επιτελείο της Αλιέντε. Μου έφτιαξαν τα μαλλιά και το μέικ απ. Τρόμαξα να γνωρίσω τον εαυτό μου στην αντανάκλαση. Η Αλιέντε με περίμενε στην πόρτα. Μου έδωσε ένα τσαντάκι.

«Μέσα θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι. Ο Ρομπέρτο θα σε πάει με το σκάφος. Μην πάρεις τηλέφωνο, εκτός αν είναι πολύ μεγάλη ανάγκη»

«Που πάω, τι θα κάνω εκεί; Δε μου έχεις πει τίποτα, πως θα σε βοηθήσω;».

Η Αλιέντε ακούμπησε τον δείκτη πάνω στα χείλη της, και μου έκλεισε το μάτι.

«Είσαι μια νέα, όμορφη, ανεξάρτητη γυναίκα και πάνω από όλα συγγραφέας. Η φαντασία σου είναι το μόνο όπλο που χρειάζεσαι. Καλή τύχη».

Το ηλιοβασίλεμα έλιωνε ανάμεσα στις σελίδες τ’ουρανού και της θάλασσας. Μπήκα στο σκάφος πολιορκημένη από τις απορίες. Που πάω; Τι πήραν από την Αλιέντε που δεν μπορεί η ίδια να πάρει πίσω; Θα ξυπνήσω αύριο χωρίς νεφρά; Σουτιέν φόρεσα; Μετά από είκοσι λεπτά φτάσαμε στον προορισμό μας. Λίγο πιο πέρα από το μικρό λιμάνι, υπήρχε ένα μεγάλο κλαμπ. Μπήκα και κάθισα στην άκρη της μπάρας, ώστε να μπορώ να παρατηρώ τα πάντα. Το μέρος ήταν ακόμη πιο μεγάλο εσωτερικά. Έμοιαζε με σκηνικό film noir του 40.

Χαμηλός φωτισμός, μια ημίγυμνη να νιαουρίζει γνωστά jazz τραγούδια στο μικρόφωνο, κι εγώ να πρέπει να ξεχωρίσω τους πρωταγωνιστές από τους κομπάρσους πρίμα βίστα. Το δεύτερο ποτό με χαλαρώνει, αρχίζω να παρατηρώ καλύτερα την πανίδα του μαγαζιού. Το μέρος είναι σχεδόν γεμάτο. Με κάθε λογής κόσμο. Ημιάσχημες γυναίκες, βαμμένες σαν βυζαντινά φαγιούμ, κοιτάζουν καχύποπτα όποια βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των τριών μέτρων από τους συνοδούς τους. Όσες έχουν. Ενώ οι όμορφες, που μοιάζουν με ερωμένες Ρουμάνων ναρκέμπορων, κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους στην οθόνη του κινητού.

Οι άντρες  ως γνωστόν δεν κάνουν διακρίσεις. Τις κοιτάζουν όλες. Αδιάκριτα βλέμματα, που τα νιώθεις να θέλουν να γλιστρήσουν μέσα στα ρούχα σου. Όλοι ψάχνουν κάτι απόψε. Το συγκρότημα ξεκινάει ένα αργό τραγούδι. Η πίστα γεμίζει ζευγάρια. Που είναι ο άχρηστος όταν τον χρειάζομαι; Αν και δε θέλω να με δει με αυτό το φόρεμα, θα του αρέσει και θα θέλει να φοράω συνέχεια τέτοια, άσε, καλύτερα που δεν είναι εδώ, μην κακομαθαίνει.

Είμαι έτοιμη να παραγγείλω καφέ, γιατί βαρέθηκα και δεν έχω καταλάβει τι πρέπει να κάνω. Κι αυτή η jazz… Ποιος ακούει αυτές τις αηδίες; Βάλτε λίγο Διονυσίου ρε ξενέρωτοι, έστω Χαρούλα. Παρατηρώ τα ζευγάρια που χορεύουν. Μπορεί να κρατιούνται σφιχτά, αλλά σχεδόν όλοι θα ήθελαν να βρίσκονται με κάποιον άλλο. Προσπαθώ να μη γελάσω. Ο καπνός με ζαλίζει, τόσο βαριά αρώματα, σαν δακρυγόνα.

Μια εσάνς μάταιης υπερπροσπάθειας που θα οδηγήσει  σε μια ακόμη ηττημένη βραδιά. Είμαι έτοιμη να φύγω, όταν τον ξεχωρίζω ανάμεσα στον κόσμο.

Μάλλον με πείραξε το κρασί. Δε γίνεται να είναι αυτός. Κι όμως. Ο Κόλιν Φάρελ πίνει το ποτό του μερικά μέτρα μακριά μου. Με κοιτάζει. Όχι, δεν είναι δυνατόν.

Παραίσθηση μέσα σε ψευδαίσθηση, τι Inception μαλακίας είναι αυτό; Πριν προλάβω να φορέσω το παλτό μου, ο Φάρελ με κοιτάζει. Μου χαμογελάει. Έρχεται προς το μέρος μου. Με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί στην πίστα. Με σφίγγει πάνω του. Νομίζω πως θα  λιποθυμήσω. Ψυχραιμία, μη φανείς εύκολη. Άσχετα αν είσαι ερωτευμένη μαζί του εδώ και είκοσι χρόνια. Τα δάχτυλα του ταξιδεύουν παντού στην πλάτη μου. Μια παχουλοκομψή με κοιτάζει με αποστροφή, τα μάτια της δακρύζουν βιτριόλι από τη ζήλια. Το τραγούδι τελειώνει, όλοι χειροκροτούν χλιαρά. Ο Φάρελ μου ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και με πιάνει από το χέρι. Καταλήγουμε στο αυτοκίνητο του. Όλα συμβαίνουν τόσο γρήγορα.

Δέκα λεπτά αργότερα, παρκάρει έξω από ένα σπίτι κοντά στην παραλία. Καθόμαστε στο μπαλκόνι. Γεμίζει το ποτήρι μου με κόκκινο κρασί , κάθεται δίπλα μου. Το δεξί του χέρι παίζει με τα μαλλιά μου. Σκύβει να με φιλήσει. Τραβιέμαι. Δεν είναι πως δε θέλω. Αν και δε φαίνεται, έχω αισθήματα για τον βλάκα στο σπίτι. Ο Φάρελ δεν πτοείται. Χαμογελάει και κάθεται απέναντι μου.

«Ξέρεις πως ξέρω ότι ξέρεις». Μου λέει και μου κλείνει το μάτι.

Πρέπει να σταματήσω να πίνω κρασί πριν κοιμηθώ.

«Τι εννοείς;»

«Σε έστειλε η Ιζαμπέλ. Δεν είσαι η πρώτη που στέλνει για τα θελήματα της, αλλά σίγουρα είσαι η πιο γοητευτική μέχρι τώρα».

Έχει υγρασία το νησί ή εγώ μούσκεψα; Όχι, πρέπει να φανώ υπεράνω. Τι επειδή είσαι όμορφος, διάσημος, πλούσιος και Ιρλανδός, νομίζεις πως θα σου παραδοθώ αμαχητί; Όχι αγάπη μου, θα φτύσεις αίμα για να παρακάμψεις την αλύγιστη ηθική μου. Θα αντισταθώ σθεναρά. Για τα επόμενα δέκα λεπτά.

«Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Η Ιζαμπέλ δε θα πάρει πίσω αυτό που τόσο θέλει»

«Τι της πήρες;»

«Δεν μπορώ να σου πω»

«Τι έχει συμβεί μεταξύ σας;»

«Λυπαμαι, ούτε γι’αυτό μπορώ να μιλήσω».

Αρχίζει να μου τη δίνει το σενάριο. Νιώθω λες και περνάω casting για τα Καβείρια μυστήρια. Τόση μυστικοπάθεια, ούτε έκτρωση σε χωριό.

 

«Το ξέρω πως τίποτα δε φαίνεται λογικό, αλλά άκουσε με. Η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη από όσο νομίζεις. Πρέπει να διαλέξεις πλευρά. Εμπιστεύσου τα ένστικτα σου και αποφάσισε. Εγώσε αντίθεση με την Ιζαμπέλ, σου αφήνω περιθώριο επιλογών. Αν θέλεις, μείνε να με βοηθήσεις. Αν δε θέλεις, είσαι ελέυθερη να φύγεις.

Το πρωί ο σωφέρ μου θα σε πάει στο αεροδρόμιο. Θα επιστρέψεις στην Αθήνα, όλα τα έξοδα δικά μου. Όμως, αν αποφασίσεις να μείνεις, εμπιστεύσου με».

Δεν πίστεψα λέξη, αλλά τα μάτια του έλιωσαν κάθε επιχείρημα σαν παγωτό στην έρημο. Θα μείνω. Ο Φάρελ χάρηκε και άνοιξε άλλο έναμπουκάλι. Δεν ξέρω αν θα βγω ζωντανή από αυτή την ιστορία, αλκοολική σίγουρα. Ηπίαμε το μισό, του εξήγησα πως είμαι ρεζερβέ από σύντροφο. Δεν είπε κάτι, με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και αποσύρθηκε. Έμεινα μόνη με το υπόλοιπο κρασί. Γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά; Όσο θέλω η ζωή μου να είναι απλή, τόσο γίνεται περίπλοκη. Γιατί είμαι τόσο αυτοκαταστροφική; Πρέπει να πάρω το αμόρε μου τηλέφωνο, τόσες ταινίες έχει δει ο μυαλοσεισμόπληκτος, κάπως θα μπορείνα με βοηθήσει.

Με πήρε ο ύπνος στη βεράντα. Ο Φάρελ με ξύπνησε και με οδήγησε στο σαλόνι.

«Αποφάσισες;»

«Πες μια καλημέρα πρώτα!»

«Καλημέρα. Αποφάσισες;»

«Καφέ και μετά θα σου πω».

Ο μπάτλερ γέμισε το τραπέζι με φαγητό. Τρία κρουασάν βουτύρου και δύο κούπες γαλλικού καφέ μετά, ήμουν έτοιμη. Για άλλα δύο κρουασάν.

«Λοιπόν;»

«Δεν ξέρω αν κάνω καλά, όμως σε πιστεύω. Η Ιζαμπέλ δε με έπεισε πως θέλει να με βοηθήσει. Τι θέλεις από μένα;»

«Χαίρομαι που πήρες τη σωστή απόφαση»

«Ωραία, τώρα που χαρήκαμε όλοι, θα μου πεις επιτέλους τι συμβαίνει;»

«Θα σου πω σταδιακά την αλήθεια εν πλω. Είναι καλύτερα έτσι, για τη δική σου ασφάλεια. Θα μαθαίνεις όσα χρειάζεται, όταν πρέπει»

«Κόλιν, δεν είμαι τόσο χαζή όσο φαίνεσαι»

«Δεν είπα κάτι τέτοιο. Απλά η κατάσταση είναι πιο παράξενη από όσο νομίζεις»

«Μετα-κβαντική κρυπτογραφία είναι;».

Ο Φάρελ γελάει. Αχ, τι όμορφο χαμόγελο. Όχι, όχι, δε θ’απατήσω τον σύντροφο μου. Τουλάχιστον για σήμερα.

«Λοιπόν, πιες τον καφέ με την ησυχία σου και σε περιμένω στον κήπο».

Ο κήπος δεν ήταν αυτό που περίμενα. Μπροστά μου απλωνόταν ένας ατελειώτος στίβος μάχης.

«Στο Survivorήρθα;»

«Περίπου. Από τώρα ξεκινάει η εκπαίδευση σου»

«Για τον Γ παγκόσμιο;»

«Εκτιμώ το δηκτικό χιούμορ σου, αλλά θα πρέπει να συγκεντρωθείς»

«Δηλαδή περιμένεις από μένα να περάσω όλα συτά τα εμπόδια;»

«Και σε χρόνο ρεκόρ»

«Κόλιν, είμαι πολύ απλοική για να σε καταλάβω»

«Άσε τους ακκισμούς και ετοιμάσου».

Ωχ μπαναίαμ, που έμπλεξα; Γιατί πήρα το αυτοκίνητο να πάω στη δουλεία; Αν είχα πάει με το μετρό, τώρα θα ήμουν σπίτι και θα έτρωγα σoκολάτα. Είμαι ένα απλό κορίτσι με καλλιτεχνικές ανησυχίες, που ήθελε να ξεφύγει από τον ζόφο της επαρχίας και την αστική πνιγμονή, γιατί το σύμπαν ναρκοθετεί κάθε μου βήμα;

«Βάλε τη φόρμα, θα σε περιμένω εδώ».

Αν συνεχίσεις τις προστακτικές, δε θα τα πάμε καλά. Με ενημέρωσαν πως το το ΕΚΑΒ είναι στο δρόμο. Οι πρώτες 15-20 ημέρες θα’ναι ζόρικες, μετά θα συνηθίσεις το δωμάτιο με τους λευκούς τοίχους.

Ο Φάρελ φόρεσε τα γυαλιά ηλίου και έβγαλε ένα χρονόμετρο από την τσέπη του.

«Η επιχείρηση Χρυσή Αράχνη ξεκινάει!».

 

 

Κεφάλαιο II

 

Αν μου έλεγε κάποιος πριν  λίγο καιρό, πως θα βρισκόμουν κάπου στην Καραϊβική με τον Κόλιν Φάρελ, και θα έκανα τον σταυρό μου να τελειώσει, δε θα τον πίστευα. Κι όμως. Ο Φάρελ υποδύεται τον cool προπονητή τένις, κοιτάζει συνέχεια το χρονόμετρο του και πίνει στη σκιά τα κοκταίηλ του, ενώ εγώ περνάω διαβολοβδομάδα στο Μεγάλο Πεύκο.

Μου έκανε εντύπωση πως δεν κουραζόμουν. Πρέπει να έβαζε στο φαγητό μου αναβολικά. Πολύ καλά αναβολικά. Από αυτά που έπαιρναν οι αθλήτριες από την Ανατολική Γερμανία και πάθαιναν καρκίνο του προστάτη. Το μαρτύριο μου δεν τελείωνε ούτε τις νύχτες. Ο Φάρελ είχε φτιάξει  ένα αντίγραφο της αίθουσας από το σπίτι της Αλίεντε. Μετά από μια εβδομάδα υπερεντατικών, είχα γίνει καλύτερη κλέφτρα κι από τη Συμμορία των 11, και οι τρεις ταινίες μαζί.

Κυριακή απόγευμα, η αύρα του ωκεανού αφοπλίζει κάθε περιττή σκέψη, ενώ τα κύματα στα πόδια μας σβήνουν και το τελευταίο ίχνος κούρασης. Ήρθε η ώρα για απαντήσεις. Ο Φάρελ βγάζει τα γυαλιά του και με κοιτάζει.

«Τα πήγες εκπληκτικά, η προετοιμασία τέλειωσε. Έχεις δίκιο να είσαι θυμωμένη. Ρώτα με ό,τι θες».

Άντρας που παραδέχεται πως έχεις δίκιο… Είσαι καλός ηθοποιός, αλλά όχι τόσο καλός.

«Τι συμβαίνει; Τι έχει γίνει μεταξύ σας»

«Με την Ιζαμπέλ είχαμε έναν σύντομο αλλά πολύ παθιασμένο δεσμό».

Αρχίζω και χάνω πάσα ιδέα και για τους δύο.

«Σοβαρά τώρα; Έχει σχεδόν τα διπλά σου χρόνια!»

«Οι αριθμοί είναι υποσημειώσεις στο βιβλίο του έρωτα»

«Μη μου παριστάνεις τη Λένα Μαντά από το Δουβλίνο! Καλά, πως, τι, γιατί; Να πήγαινες με μια 19χρονη, θα έλεγα πάει στα κομμάτια, αλλά με τη γιαγιά σου ρε αποδομημένε δίποδε χαλβά;»

«Τέλος πάντων, δεν είναι της παρούσης. Αφού χωρίσαμε, πέρασαν κάποιοι μήνες και με πήρε τηλέφωνο. Είχε ένα σενάριο και ήθελε να το γυρίσουμε. Ήταν καλό, μια ταινία με ληστεία. Κάναμε μαζί ρεπεράζ και γενικά όλο το preproduction. Η πρώτη μέρα γυρισμάτων ήταν σε ένα μουσείο στην Κολομβία. Μετά από 14 ώρες δουλειάς, πήγα στη σουίτα της για να γιορτάσουμε. Είχε εξαφανιστεί. Την επόμενη μέρα, μάθαμε πως όσο εμείς γυρίζαμε, κάποιος έκλεψε πραγματικά το μουσείο.

Χρειάστηκε ένα μεγάλο ποσό και αρκετές χάρες από γνωριμίες για να μην καταλήξω στη φυλακή. Το σενάριο ήταν απλά μέρος του σχεδίου εκδίκησης  της Ιζαμπέλ»

«Εκδίκηση για ποιο πράγμα;»

«Τίποτα μωρέ, υπερβολές της γυναικείας ανασφάλειας»

«ΛΕΓΕ ΜΩΡΗ ΚΕΛΤΙΚΗ ΣΟΥΠΙΑ ΜΗ ΣΕ ΚΑΝΩ ΧΑΛΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ!»

«Ε να… Την απάτησα με τη βοηθό της. Μια φορά, σχεδόν κατά λάθος»

«Κι εγώ σχεδόν κατά λάθος θα σου ρίξω καμιά 15.000 κλωτσές. Για πάμε παρακάτω, τι έκλεψε από το μουσείο;»

«Ένα έργο τέχνης. Έναν ασημένιο ιστό αράχνης. Οι ειδικοί εικάζουν πως είναι δημιούργημα του Ντα Βίντσι»

«Να και ο Νταν Μπράουν στην παρέα… Λοιπόν, λιτά και περιεκτικά, εγώ που κολλάω στην ιστορία;»

«Θα με βοηθήσεις να πάρω το κλεμμένο πίσω»

«Μισό λεπτό, εσύ τι πήρες από την Ιζαμπέλ και το θέλει πίσω;»

«Υποθέτω την καρδιά της»

«Λέγε αρσενική Δημουλίδου!»

«Θα σου πω μετά την επιχείρηση. Πήγαινε να κοιμηθείς, αύριο θα είναι μεγάλη μέρα».

Εννοείται δεν έκλεισα μάτι. Με πρόχειρους υπολογισμούς, θα καταλήξω στη φυλακή ή σε κάποιο τρελάδικο. Πήρα τηλέφωνο το αγόρι μου. Του τα είπα όλα. Αυτό που με εκνεύρισε περισσότερο, είναι πως τίποτα από όλα αυτά δεν του φάνηκε παράξενο.

«Λοιπόν;»

«Οκ, αλλά να είσαι εδώ την άλλη εβδομάδα. Είναι η βάφτιση της κόρης του Μάκη».

«Καλά, αυτό έχεις να μου πεις μόνο;»

«Να πίνεις μόνο εμφαλιώμενο νερό και να προσέχεις τι τρως»

«Κάτι να με βοηθήσει;»

«Αντηλιακό»

«Πες μου τι να κάνω ρε ανθυποανύπαρκτε!».

Παύση. Ήχος αναπτήρα. Ακούω γυναικεία φωνή στο βάθος.

«Ποια είναι αυτή;»

«Ποια;»

«Αυτή που μιλάει δίπλα σου»

«Η Μισέλ Φάιφερ»

«Πόσες ταινίες είδες σήμερα;»

«Τρεις»

«Μερικές φορές, εύχομαι να με απατούσες από το να βλέπεις τόσες ταινίες. Τι να κάνω;»

«Προς το παρόν, παίξε το παιχνίδι του, μέχρι να καταλάβεις όλο το σχέδιο»

«Θα έρθεις να βοηθήσεις;»

«Έχω δουλειά»

«Καλά, θα με αφήσεις έτσι;»

«Θα στείλω βοήθεια»

«Καληνύχτα…».

Φτάσαμε αργά τη νύχτα στη βίλα. Σκαρφάλωσα σαν γάτα και μπήκα μέσα. Πέρασα  τα laser με ακροβατικά, αφόπλισα το σύστημα συναγερμού και έβγαλα εκτός μάχης τρεις φρουρούς. Το αντικείμενο του πόθου ήταν ένα μικρό αγαλματίδιο αράχνης. Το έβαλα στην τσάντα και σκαρφάλωσα στο παράθυρο. Ακόμα δεν το πιστεύω πως τα έκανα όλα αυτά. Ο Φάρελ με περιμένει στην ακτή. Του δίνω το αγαλματίδιο, το κοιτάζει λες και είναι Όσκαρ.

«Μπράβο παιδιά, εξαιρετικά!».

Η Αλίεντε με πλησιάζει, με φιλάει σταυρωτά πιάνει αγκαζέ τον Φάρελ. Έχω μείνει σαν ροφός που καταψύχθηκε τη στιγμή που παθαίνει ανεύρυσμα. Καταλήγουμε στη βίλα, μας περιμένει ένα τεράστιο τραπέζι. Το ζεύγος μου εξηγεί το σχέδιο του. Όλα ήταν μια δοκιμασία, να δουν την αφοσίωση και την  επιμονή μου. Την επόμενη μέρα, θα πετάγαμε για Λονδίνο. Εκεί αφού θα έκλεβα το τρίτο κομμάτι από το χαμένο έργο του Ντα Βίντσι, το σχέδιο θα ολοκληρωνόταν. Όπως καταλαβαίνετε, το μυαλό μου βομβαρδιζόταν πιο ανελέητα από την Γάζα και την Ουκρανία μαζί.

«Και γιατί εγώ;»

«Γιατί είσαι η μόνη που έμεινε, και ακολούθησε το σχέδιο μέχρι τέλους. Οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος, αν ξύπναγε ξαφνικά σε ένα γιοτ χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι του, θα προσπαθούσε να γυρίσει πίσω. Εσύ έμεινες».

Έχει ένα δίκιο η υπερήλικη πλαστικοποιημένη φώκια. Έπεσα ξερή στο κρεβάτι. Το πρωί  σερνόμουν μέχρι το ιδιωτικό τζετ. Ανάμεσα στα σύννεφα, η σιωπή είναι πιο γλυκιά. Η ηχώ των σκέψεων μου γινόταν όλο και πιο κοφτερή. Τι κάνω εδώ πέρα; Με τι ζαβούς έμπλεξα; Μήπως είχε δίκιο η μάνα μου, έπρεπε να έχω παντρευτεί και να κάνω δύο παιδιά; Έχουμε άλλο μπουκάλι Cheval Blanc του 1947, γιατί αυτό τελείωσε; Δεν είμαι αλκοολική, είμαστε στον αέρα, δε γνωρίζω τι ώρα είναι στη χώρα από κάτω, οπότε είμαι μια γοητευτική συγγραφέας με χαριτωμένες εκκεντρικότητες.

Εγώ απλά ήθελα να είμαι ένα χαρούμενο, τεμπέλικο, δημιουργικό τίποτα. Μια αναμάρτητη αμαρτωλή, μια άθρησκη θεοφοβούμενη. Είμαι τόσο απλοϊκή κατά βάθος… Ας κοιμηθώ, γιατί ποιος ξέρει που θα είμαι αύριο.

Το Λονδίνο μας υποδέχθηκε με το συνηθισμένο του καιρό. Γεμάτο φώτα και χρώματα, αλλά πηγμένα στην ομίχλη, το ψιλόβροχο και την υγρασία, πασπαλισμένα με μια καταθλιπτική αίσθηση εγκατάλειψης. Σαν κάτι κάτι καλόγριες σε ελληνικά μοναστήρια που σου σερβίρουν λουκούμια με χολή. Φτάσαμε σε μια βίλα, λίγο έξω από την πόλη. Δεν προλάβαμε να μπούμε στο σπίτι, κι άρχισαν οι οδηγίες από το ζεύγος της κακιάς ώρας. Με έντυσαν Catwoman και κάναμε πρόβα το σχέδιο. Μόλις νυχτώσει, θα μπω στο σπίτι ενός χρηματιστή και θα κλέψω το τρίτο κομμάτι από το παζλ του Ντα Βίντσι. Θα είναι πολύ πιο δύσκολο σε σχέση με το μουσείο.

Σκαρφαλώνω τα κάγκελα. Γλιστράω ανάμεσα στα laser και τους ανιχνευτές θερμότητας. Αφοπλίζω το σύστημα ασφάλειας πιο γρήγορα κι από hacker στο Mr. Robot. Ανοίγω το χρηματοκιβώτιο σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Έχω γίνει τόσο καλή; Μήπως πρέπει να ξανασκεφτώ τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό; Παίρνω το τρίτο κομμάτι και φεύγω σαν γάτα. Ακολουθεί εορταστικό γεύμα στη βίλα του Φάρελ. Αυτός και η Αλιέντε χαχανίζουν, ενώ τους παρακολουθώ σαν το υιοθετημένο παιδί που δεν καταλαβαίνει τίποτα. Η Αλιέντε υψώνει το ποτήρι της.

«Στην υγεία της ομάδας! Αύριο, τα πιο τρελά μας όνειρα θα πραγματοποιηθούν».

Τσουγκρίζω ανόρεκτα. Μου προκαλεί οπτικοακουστική δυσπεψία να τους βλέπω να σαλιαρίζουν. Μου λείπει το σπίτι. Θέλω να πάω για ύπνο, αλλά η Αλιέντε μου ρίχνει ένα βλέμμα σαν τη μάνα μου στην εκκλησία.

«Θα μου εξηγήσετε τι συμβαίνει; Γιατί έκλεψα αυτά τα αντικείμενα; Τι θα συμβεί αύριο;».

Με κοιτάζουν και χαμογελάνε συγκαταβατικά. Ο Κόλιν με πλησιάζει και με φιλάει στοργικά στο μάγουλο.

«Έχεις δίκιο, αλλά κάνε υπομονή μέχρι αύριο. Όλες σου οι ερωτήσεις θα απαντηθούν. Ακόμα κι αυτές που δε σκέφτηκες ποτέ!».

Η Αλιέντε ανάβει τσιγάρο και αγκαλιάζει τον Φάρελ. Ίουυυυυυυυ.

«Τελικά είχες δίκιο μωρό μου. Το σχέδιο σου ήταν εξαιρετικό. Οπότε θα σου συγχωρήσω την μικρή σου απρέπεια».

Φιλιούνται με πάθος. ΙΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ. Πρέπει ν’ αποδράσω από αυτό το ρεσιτάλ χυδαιότητας.

«Εννοείς την απιστία του με την καμαριέρα;».

Αμήχανη αγκαθωτή σιωπή. Η Αλιέντε πήρε το χέρι της από τον Φάρελ και ξίνισε περισσότερο κι από μπαγιάτικο γκέιπφρουτ.

«Πήγες και με την καμαριέρα;»

«Όχι, όχι, κάνει λάθος, να σου εξηγήσω…»

«Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα. Θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα».

Ο Φάρελ την ακολούθησε μέχρι την πόρτα, η Αλιέντε τον αγνόησε σαν αδέσποτο. Επέστρεψε και με πήγε στο δωμάτιο μου σαν τσαντισμένος πατέρας. Με το ζόρι προσπαθούσαν να συγκρατήσω το γέλιο μου. Σταθήκαμε έξω από το δωμάτιο μου.

«Πρώτον, αυτό που έκανες ήταν απαράδεκτο. Δεύτερον, που το έμαθες ότι πήγα με την καμαριέρα;».

Άντρες… Πιο προβλέψιμοι κι από τον ήλιο. Τον φίλησα πεταχτά στο μάγουλο, με μια ελαφρά εσάνς  ειρωνίας , έκλεισα την πόρτα και βούλιαξα στο κρεβάτι. Με ξύπνησε ο μπάτλερ στις 17:00. Νομίζω πως κοιμήθηκα μια εβδομάδα. Ο μπάτλερ με οδηγεί σε μια τεράστια αίθουσα. Είναι ολόκληρη καλυμμένη με καθρέφτες. Στη μέση του ταβανιού, υπάρχει μια τρύπα. Ποιος ξέρει τι ανωμαλίες έχουν γίνει εδώ μέσα…

Στο κέντρο υπάρχει ένα τραπέζι, πάνω του τα τρία αντικείμενα. Ο Φάρελ και η Αλιέντε στέκονται όρθιοι. Υπάρχει ψυχρασία ανάμεσα τους. Ο μπάτλερ αποχωρεί. Η Αλιέντε ενώνει τα δύο κομμάτια. Μια χρυσή αράχνη, με χρωματιστούς πολύτιμους λίθους στα πόδια της, τοποθετείται στο κέντρο ενός ασημένιου ιστού. Η Αλιέντε πιάνει το τρίτο κομμάτι, μια χρυσή μύγα με σμαραγδένια μάτια και μου το δίνει. Το παίρνω απρόθυμα.

«Απόψε είναι η πανσέληνος του κυνηγού. Οι πλανήτες θα ευθυγραμμιστούν για πρώτη φορά, μετά από 100 χρόνια. Τη στιγμή που το φεγγάρι θα αγγίξει το ζενίθ της τροχιάς του, το φως του θα μπει από το άνοιγμα στο ταβάνι και θα καταλήξει στο έργο του Ντα Βίντσι»

«Λίγα spoilers παραπάνω; Γιατί όλη αυτή η υπερπαραγωγή;»

«Ο Ντα Βίντσι λίγο πριν πεθάνει, είχε απογοητευτεί από την ανθρωπότητα. Μελέτησε κάθε αποκρυφιστικό κείμενο που βρήκε, ψάχνοντας έναν τρόπο να επικοινωνήσει με το θεό. Τα κατάφερε και έκρυψε το μυστικό στην χρυσή αράχνη. Στα βιβλία του υπάρχει κωδικοποιημένη η διαδικασία. Μου πήρε 40 χρόνια για να καταφέρω να αποκρυπτογραφήσω τα κείμενα και να ενώσω το πάζλ. Έχουμε τα δύο κομμάτια, μας λείπει το τρίτο»

«Ωραία όλα αυτά, αλλά τι ακριβώς κάνει, εκτός από το να μοιάζει με κακόγουστη καρφίτσα που θα φόραγε κάποια πλούσια θειά σε φιλανθρωπικό γκαλά;»

«Μια φορά κάθε 100 χρόνια, ανοίγει μια πόρτα απευθείας στο βασίλειο των ουρανών. Ένας άγγελος κατεβαίνει στη γη και πραγματοποιεί μια ευχή σε εκείνον που την άνοιξε»

«Δε θα ήταν καλύτερα να έψαχνες 40 χρόνια για κανένα λυχνάρι; Τουλάχιστον εκείνο έχει τρεις ευχές»

«Σιωπή ανόητη!».

Ιζαμπέλ μου, σε εκτιμώ σαν συγγραφέα, όμως αν μου ξαναμιλήσεις έτσι, θα σε στείλω για αναπηρική σύνταξη. Έχε χάρη που δεν έχω λεφτά να γυρίσω σπίτι και είμαι περίεργη να δω, που θα καταλήξει αυτή η φαρσοκωμωδία.

«Εμένα δε με χρειάζεστε άλλο. Κάντε ό,τι θέλετε, ανοίξτε την πόρτα στον άγγελο, στον Άγγελο Διονυσίου, στον Άγγελο Χαριστέα, σε όποιον θέλετε».

Ο Φάρελ με πλησίασε και πέρασε τα δάχτυλα του στα μαλλιά μου. Δε μου αρέσουν αυτά…

«Εσύ θ’ ανοίξεις αυτή την πόρτα»

«Γιατί;»

«Γιατί είσαι αγνή και νέα».

Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοεί με το αγνή  - και δε θέλω να μάθω-, γενικά το σενάριο όσο πάει και κατρακυλάει στη μαλακία.

«Και η πιο αναλώσιμη ίσως;»

«Σταμάτα πια αναιδέστατη! Θα είσαι μάρτυρας σε ένα θαύμα, ίσως ο άγγελος να εκπληρώσει και τη δική σου επιθυμία, και έχεις το θράσος να διαμαρτύρεσαι;»

«Συγγνώμη κιόλας, που δεν παραληρώ από χαρά, επειδή θα με θυσιάσετε για να την αλχημεία σας».

Ο Φάρελ με έπιασε από τη μέση και με οδήγησε στο τραπέζι.

«Μόλις το φως πέσει πάνω στην αράχνη, βάλε τη μύγα πάνω στον ιστό».

Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν αγγελοπουλικά αργά. Μετά από μερικά λεπτά, το φως μπήκε στην αίθουσα. Έβαλα τη μύγα πάνω στον ιστό, και έκανα πολλά βήματα πίσω, για παν ενδεχόμενο. Οι πολύτιμοι λίθοι έγιναν φλόγες, από το κέντρο του ιστού πετάχτηκαν ακτίνες παλλόμενου φωτός , χτύπησαν κάθε καθρέφτη στην αίθουσα.

Ο χώρος και ο χρόνος σταμάτησαν. Η πραγματικότητα άρχισε να αλλάζει σαν κύβος του Ρούμπικ. Κάθε νόμος του υλικού σύμπαντος αναιρέθηκε. Όταν το παζλ της ύπαρξης σταμάτησε να γυρίζει, στο κέντρο της αίθουσας, άνοιξε μια σχισμή από σκοτάδι. Από μέσα της βγήκε ένας τεράστιος άντρας. Μια εκτυφλωτική σκιά, που δεν μπορούσες να την κοιτάξεις. Το δέρμα του ήταν χρυσό, τα φτερά του δύο τεράστιες φλόγες. Τα μάτια του ξεχείλιζαν άβυσσο.

Από ένστικτο, είχαμε κολλήσει ο ένας πάνω στον άλλο. Κοιτάζαμε με δέος τον άγγελο. Η φωνή του ήταν γαλήνια και απειλητική ταυτόχρονα.

«Ανοίξατε την θύρα που οδηγεί στον Οίκο των Ουρανών. Πέρασαν αιώνες από την τελευταία φορά. Ποια είναι η ευχή σας θνητοί. Προσέξτε, γιατί αυτό επιθυμείτε, τις περισσότερες φορές, δεν είναι αυτό που φαντάζεστε».

Η Αλίεντε πλησίασε φοβισμένη προς τον άγγελο.

«Θέλω να κερδίσω το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Να γίνει αφορμή ώστε τα βιβλία μου να πουλήσουν περισσότερο. Να γίνω η συγγραφέας με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία».

Ο άγγελος άπλωσε το χέρι του. Μια μικρή γαλάζια φλόγα εμφανίστηκε πάνω από την παλάμη του. Πήρε τη μορφή του βραβείου, ένα χρυσό μετάλλιο.

Το μετάλλιο αιωρήθηκε προς τα χέρια της Αλιέντε. Το αγκάλιασε σαν παιδί. Το μετάλλιο άρχισε να μεγαλώνει, πήρε το μέγεθος ασπίδας. Η Αλιέντε το άρπαξε με τα δύο της χέρια. Προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία της. Ο άγγελος έστρεψε τον δείκτη του προς το μέρος της. Το μετάλλιο πήρε φωτιά και έλιωσε αργά πάνω στην Αλιέντε. Το σώμα της σκόρπισε στο πάτωμα σαν κερί. Ο λιωμένος χρυσός σκέπασε το αίμα. Κοιτάζαμε έντρομοι με το Φάρελ ό,τι απέμεινε από εκείνη.

«Εσείς οι θνητοί… Η ηλιθιότητα σας ξεπερνάει την ίδια την αιωνιότητα. Είστε η μεγαλύτερη αποτυχία του Οίκου των ουρανών!».

Ο Φάρελ σήκωσε το βλέμμα του προς τον άγγελο.

«Θέλω να γίνω αθάνατος. Δε με νοιάζει η φήμη, τα πλούτη, τίποτα από όλα αυτά. Δε θέλω  να πεθάνω ποτέ!».

Ο άγγελος  πλησίασε την Ιρλανδή νυφίτσα και ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του. Ένα γαλάζιο φωτόστεφανο άνθισε στο κεφάλι του Φάρελ. Γινόταν όλο και πιο νέος, μέχρι που μεταμορφώθηκε σε βρέφος.

«Η ευχή σου πραγματοποιήθηκε. Θα είσαι για πάντα νέος και αθάνατος. Το πνεύμα σου δε θα είναι πλέον δυσανάλογο με το σώμα σου».

Ο άγγελος στράφηκε προς το μέρος μου. Τα ρίγη με μούδιασαν.

«Κι εσύ; Ποια είναι η ευχή σου;».

Να πάω σπίτι μου; Άσε, δεν το λέω, γιατί παίζει να με κάνει χάμστερ. Δεν ήξερα τι να πω. Ο φόβος  είχε παραλύσει το σώμα μου.

«Δεν.. Δεν ξέρω»

«Μίλα!».

Σήκωσε το χέρι του προς το πρόσωπο μου. Από τα αβυθομέτρητα της ύπαρξης μου, αναδύθηκε μια πύρινη ανατριχίλα, μια καταιγίδα πυρετού που σάρωσε κάθε μου κύτταρο. Ένιωθα ένα γλυκό κενό να με κατακλύζει. Αιωρούμαι.

«Η ψυχή σου είναι αγνή. Πήγαινε. Η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί».

Ο άγγελος με πλησίασε και ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπο μου. Εκατομμύρια αστραπές  χτύπησαν τις αισθήσεις μου, ταξίδευα με ταχύτητες φωτός. Πέρα από το χώρο, το χρόνο και κάθε νόμο του υλικού σύμπαντος. Βλέπω κάθε εκδοχή της ζωής μου, παρελθόν και μέλλον, ένας απέραντος ιστός από πιθανότητες κι εγώ ταξιδεύω μέσα του. Είναι αδύνατον να αφομοιώσω τόσες πληροφορίες. Βλέπω όσα δεν έζησα, όσα άφησα πίσω, ανθρώπους που δε γνώρισα ποτέ. Τα παιδιά που δεν έκανα. Ταξίδια, άπειρες αντανακλάσεις της μοίρας, η μια να λιώνει μέσα στην άλλη, όλες αληθινές και όλες  ανύπαρκτες. Βουλιάζω μέσα στο καλειδοσκόπιο του πεπρωμένου.

Η ταχύτητα κάνει τα μάτια μου να δακρύζουν. Γίνομαι ολόκληρη ένα δάκρυ, που παίρνει φωτιά πριν κυλήσει. Χάνομαι. Αυτό ήταν; Πεθαίνω; Όχι ακόμα, έχω πολλά να κάνω.

Έχω να γράψω 23 βιβλία, πέρα από τη βιογραφία μου, αυτή θα τη γράψει άλλος, όταν έχω γίνει διάσημη. Μήπως έπρεπε να είμαι μια απλή λαϊκή κοπέλα; Μια instagrammer; Να έχω βρει έναν Sugar Baba, έστω έναν stevia daddy να με πηγαίνει ταξίδια, να ανεβάζω ξέκωλες φωτογραφίες με λεζάντα στίχους του Λειβαδίτη (επειδή είμαι ψαγμένη, θα βάζω Λάγιο), και να παριστάνω πως είμαι ευτυχισμένη, όπως ο περισσότερος κόσμος; Θεέ μου, αν υπάρχεις, μη με αφήσεις να πεθάνω, και σου υπόσχομαι πως θα διαβάσω όλη την Αγία Γραφή και θα της γράψω καλή κριτική. Οι αισθήσεις μου ξεθωριάζουν.

 

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

 

Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Το μέρος μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο. Κάτι σαν τεράστιο ρομπότ εμφανίζεται μπροστά μου. Το κεφάλι του είναι ένας γαλάζιος θόλος. Εκπέμπει ένα πράσινο φως. Με ζαλίζει. Σηκώνομαι όρθια. Λίγο πριν η ριπή φωτιάς με χτυπήσει, κάποιος πετάγεται και με σπρώχνει μακριά. Με αρπάζει από το χέρι και τρέχουμε στα χαλάσματα. Περπατάμε για πολλή ώρα μέσα στις σήραγγες. Βλέπω μια φωτιά στο βάθος. Με πλησιάζουν πλάσματα που κάποτε πρέπει να έμοιαζαν με ανθρώπους. Φοράνε κουρέλια, θυμίζουν κομπάρσους postapocalypticτ αινίας.

«Τι ωραία ρούχα, που τα βρήκες;».

Μια κοπέλα πιάνει τα μαλλιά μου. Τα περιεργάζεται με θαυμασμό.

«Είσαι πάρα πολύ όμορφη!»

«Στο αγόρι μου να τα πεις αυτά».

Κάθομαι μαζί τους γύρω από τη φωτιά. Τους λέω από που ήρθα (παραλείποντας αρκετές λεπτομέρειες), με κοιτάζουν καχύποπτα. Η κοπέλα που με έσωσε από το ρομπότ μου εξηγεί. Βρισκόμαστε στο 2107. Η ανθρωπότητα έχει επιβιώσει από δύο ακόμα παγκόσμιους πολέμους. Πριν από 30 χρόνια, μας επιτέθηκαν εξωγήινοι. Είναι απίστευτα εξελιγμένοι. Μας κατέκτησαν εύκολα. Ισοπέδωσαν τις πόλεις και σχεδόν μας εξαφάνισαν. Δεν έχουν μορφή, είναι καθαρή ενέργεια.

Μας χρησιμοποιούν ως πειραματοζώα και κατοικίδια. Μέχρι που ανακάλυψαν πως έχουμε φαντασία. Κάτι που έχει εξαλειφθεί στον πλανήτη τους. Τους συναρπάζει το γεγονός, πως μια τόσο πρωτόγονη μορφή ζωής, έχει κάτι  τόσο περίπλοκο. Μετά από αρκετά πειράματα, ανακάλυψαν έναν τρόπο να εκμεταλλευτούν την ανθρώπινη φαντασία. Την εξάγουν από τους ανθρώπους και τη μετατρέπουν σε ενέργεια. Μια εντελώς διαφορετική ενέργεια.

Η φαντασία μας είναι το ναρκωτικό τους. Η Γη έχει μετατραπεί σε έναν τεράστιο τεκέ. Ψάχνουν να βρουν επιζώντες, ώστε να τους στραγγίξουν.

Ξαφνικά τα προβλήματα μου , μου φαίνονται ευχάριστα. Οι επιζόντες κρύβονται σε σπηλιές και κάτω από τη Γη. Οι εισβολείς δεν ψάχνουν εκεί, αηδιάζουν. Περίπου όπως κι εμείς με τις κατσαρίδες. Και τώρα τι γίνεται; Γιατί με έστειλε ο άγγελος εδώ; Πως γυρίζω πίσω; Το σμήνος ερωτηματικών σκορπίζει η είσοδος του αρχηγού. Θέλει να με γνωρίσει.

Με πηγαίνουν στο prive σπήλαιο του. Τα τοιχώματα είναι γεμάτα περίεργα σχέδια. Κάθεται απέναντι μου. Φοράει ένα σκούρο μπλε ράσο. Τα μάτια του έχουν χρυσή σκιά. Του αφηγούμαι συνοπτικά την ιστορία μου. Με ακούει προσεκτικά.

«Υπάρχει τρόπος να γυρίσεις πίσω στη ζωή σου»

«Και γιατί δεν το λες τόση ώρα; Χρησιμοποιείτε χρονομηχανές όπως το μετρό; Ένα εισιτήριο θέλω»

«Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις»

«Καλοσύνη σας»

«Γιατί είσαι η εκλεκτή!».

Να περάσει το επόμενο παρατραγουδόπουλο, για λέγε αρχηγέ μου.

«Η προφητεία βγήκε αληθινή. Την επόμενη μέρα, από την πανσέληνο του κυνηγού, θα εμφανιστεί η λύκαινα, που θα διώξει τους γίγαντες από τον ουρανό».

Τι πήρε ο κύριος, θέλω ένα διπλή μερίδα. Δεν άκουσε καν τις ενστάσεις μου. Οι φρουροί του με πήραν σηκωτή. Αύριο θα με πήγαιναν στο ναό των Παλαιών, να καλέσω τους θεούς. Δεν είχα αντοχές για άγονες διαφωνίες. Έπεσα ξερή. Κουράστηκα με τόση φαντασία. Εγώ είμαι της σχολής του απογυμνωτικού ρεαλισμού. Πρέπει να επανέλθει η καρμική ισορροπία στον κόσμο. Αφήστε με να πάω στο σπίτι μου. Έχω τόσα βιβλία να διαβάσω. Και να βάλω σκούπα, βουστάσιο θα το έχει κάνει το σπίτι ο άχρηστος.

Με ξύπνησαν νωρίς. Πολύ νωρίς. Και χωρίς καφέ. Με κάνουν μπάνιο. Με άφησαν να μουλιάσω σε κάτι που μοιάζει με φουτουριστικό spa. Δεν είναι άσχημα. Με ντύνουν και μου δίνουν ένα χρυσό ραβδί. Μόλις νυχτώσει, θα ξεκινήσουμε για το ναό. Ευτυχώς δεν ήταν μακριά. Το μέρος είναι απλά ένα γκρεμισμένο κτίριο. Κατεβαίνουμε στο υπόγειο. Όλοι πέφτουν στα γόνατα και ψέλνουν. Ο αρχηγός με οδηγεί μπροστά.

«Μόνο εσύ μπορείς να μπεις στο άδυτο των αδύτων. Θα μείνουμε εδώ, μέχρι οι θεοί να σου μιλήσουν».

Προχωράω διστακτικά. Κοιτάζω πίσω μου, ο αρχηγός μου κάνει νόημα να περάσω την πόρτα.

«Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου. Συνέχισε και μη φοβάσαι».

Ανοίγω και μπαίνω στο δωμάτιο. Παρατηρώ προσεκτικά το χώρο. Το άδυτο είναι απλά ένα γραφείο, σχεδόν το έχει καταπιεί ο χρόνος και η φθορά. Κάθομαι στο απομεινάρι της καρέκλας, που περιέργως είναι πιο αναπαυτική από τη δική μου.

 Για να δω, από ποιο μαγαζί είναι. Μπροστά μου ένας υπολογιστής. Πατάω το κουμπί. Λειτουργεί. Ωραία τι κάνουμε τώρα;

Υπάρχει internet. Να με ψάξω; Άστο καλύτερα. Με κούρασε αυτή η ζωή, να πνίγομαι σ’ έναν ωκεανό από αμφισημίες, αμφιθυμίες, αμφιβολίες, το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές.

Να συγκεντρωθούμε λίγο, γιατί βλέπω να πεθαίνουν από γηρατειά αυτοί έξω. Η τέχνη είναι πειθαρχημένη φαντασία. Για να δω το ραβδί. Έσπασε. Ή μήπως όχι; Είναι USB. Μάλλον του Μαζωνάκη. Τι θα μπορούσε να νικήσει εξαιρετικά εξελιγμένους εξωγήινους, που μας χρησιμοποιούν σαν τσιγάρα; Χμμμμμμ.. Κάτσε να δω μερικά video με γάτες. Να και κάτι καλό στο 2107, το Youtube δεν έχει διαφημίσεις. Έπρεπε να καταστραφεί ο κόσμος ρε άπληστοι κατσίφλωρες, για να μαζευτεί η απληστία σας;

Δύο μέρες μετά, η επιφοίτηση έλυσε το γρίφο. Μπορεί να ήταν και η πείνα, δεν ξέρω. Γέμισα το στικάκι με το μυστικό όπλο και βγήκα. Με περίμεναν στην ίδια στάση, τι διάολο, pilates κάνουν κι έχουν τέτοια αντοχή και ευλυγισία; Επιστρέψαμε στην σπηλιά. Καταστρώσαμε το σχέδιο. Θα πηγαίναμε στο αρχηγείο της περιοχής. Οι εισβολείς έχουν συλλογική συνείδηση, οπότε ένα χτύπημα εκεί θα έφτανε να τους νικήσει όλους.

Ακολούθησε γλέντι με κάτι σαν μουσική, με περίπου αλκοόλ και ναρκωτικά, και ευτυχώς καθόλου σεξ. Ο ήλιος μάτωσε τον ορίζοντα. Ξεκινάμε. Μπαίνουμε από ένα μυστικό πέρασμα, καταλήγουμε στον κεντρικό θάλαμο. Οι εξωγήινοι μοιάζουν με γαλάζιους λαμπτήρες. Σύμφωνα με το σχέδιο, είναι σε καταστολή. Χρειάζονται 24 ώρες ύπνου, για ανακτήσουν δυνάμεις. Αν ήταν κινητά, θα ήταν της Apple.

Λίγα βήματα πριν συνδέσω το στικάκι, ξυπνάνε. Κακοί υπολογισμοί. Τρέχουμε πάνω κάτω, γαλάζιες ριπές φωτός περνάνε ξυστά. Οι εξωγήινοι ενώνονται, γίνονται ένα. Καταργούν τη βαρύτητα και το χρόνο. Γαλάζια καλώδια μας αρπάζουν.

«Τι θέλετε εδώ πρωτόγονα πλάσματα;»

«Για τα χαλιά ήρθαμε»

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Που να σου εξηγώ τώρα…».

Ένα πράσινο φως μας τυλίγει.

«Το σχέδιο σας είναι τόσο ηλίθιο. Ελπίζω οι ποσότητες φαντασίας που υπάρχουν στα γλοιώδη μυαλά σας, να φτάνουν για να επεκτείνουν τη συνειδητότητα μου για αρκετούς ηλιακούς κύκλους»

«Τι λέει το λαμπατέρ;»

«Τι είναι λαμπατέρ;»

«Γάμησε μας κι εσύ, για υπερσυμπάντιος εξωγήινος, μου φαίνεσαι λίγο μαλάκας»

«Αμφισβητείς την ανωτερότητα μου, άθλιο θηλαστικό»

«Ναι ρε, μαλώνω!».

Η βαρύτητα επανήλθε. Η γιγάντια λάμπα στάθηκε μπροστά μου.

«Ενδιαφέρον. Τι προτείνεις θηλαστικό;»

«Πρώτον, αν με ξαναπείς έτσι, θα σε στείλω να βρεις τη μάνα σου το πορτατίφ. Δεύτερον, μια μονομαχία. Ποιος είναι πιο έξυπνος»

«Κατέχω όλη τη γνώση του σύμπαντος, η νοημοσύνη μου είναι εκατομμύρια φορές υψηλότερη από τη δική σου. Τι μπορείς να κάνεις, που να μην το ξέρω ή να το έχω προβλέψει;».

Βγάζω το χρυσό στικάκι από την τσέπη.

«Αφού σας αρέσει τόσο η φαντασία, δοκίμασε αυτό»

«Τι είναι ;»

«Πολύ εξωτικό χαρμάνι. Αν το αντέξεις, θα κάνουμε ό,τι θέλεις. Αν όχι..».

Ένα γαλάζιο καλώδιο πήρε το στικάκι και το σύνδεσε στο στήθος του τεράστιου λαμπτήρα. Άρχισε να εκπέμπει πιο δυνατό φως, όλα γύρω μας αντανακλούσαν εκτυφλωτικό φως. Αν δεν πιάσει το κόλπο, τη στρουμφίσαμε. Το φως γίνεται αφόρητο. Ο λαμπτήρας γίνεται κόκκινος. Κίτρινος.

«Τι έκανες;»

«Σκάσε, η εκλεκτή εκπληρώνει την προφητεία!».

Ο λαμπτήρας ραγίζει. Μια παραμορφωμένη κραυγή διαλύει τα πάντα γύρω μας. Το μέρος καίγεται, τρέχουμε προς  την έξοδο. Λίγα μέτρα αφού έχουμε βγει, ακούγεται ένα ντόμινο εκρήξεων. Βρέχει στάχτες και γαλάζιες νιφάδες. Πανηγυρίζουμε. Βγαίνουν χιλιάδες άνθρωποι μέσα από τα συντρίμμια. Τις επόμενες μέρες, γιορτάσαμε περισσότερο κι από οπαδούς που η ομάδα τους κέρδισε το ChampionsLeague.

Έπρεπε να ταξιδέψω στο μέλλον, για να καταφέρω κάτι σημαντικό. Δε θα το μάθει ποτέ κανείς. Δε με πειράζει. Μου έλειψε το σπίτι, η γάτα, τα βιβλία, ο βλαμμένος. Ο αρχηγός διαισθάνθηκε τη μελαγχολία μου και έκατσε μαζί μου.

«Τι σκέφτεσαι εκλεκτή;»

«Το σπίτι μου. Και μη με λες εκλεκτή, δεν είμαι»

«Όντως δεν είσαι»

«Ε;»

«Αλλά έγινες. Ανάμεσα στις άπειρες  εκδοχές, δάμασες τις πιθανότητες και έκανες αυτό που έπρεπε»

«Πως ξέρεις πως ήταν το σωστό; Ίσως έπρεπε να μας αφανίζουν οι εξωγήινοι, μας αξίζει με όσα έχουμε κάνει στον πλανήτη»

«Ίσως. Αλλά δεν ήταν γραφτό»

«Αχ μην αρχίζουμε τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες τώρα, βαριέμαι».

Ο αρχηγός σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά μου.

«Ίσως να έκανα λάθος. Να μην είστε η μεγαλύτερη αποτυχία του Οίκου των ουρανών».

Ανατρίχιασα. Κοίταξα έντρομη γύρω μου, ο χρόνος σταμάτησε. Στα μάτια του αρχηγού, η άβυσσος κόχλαζε. Τα πύρινα φτερά άνθισαν στην πλάτη του. Ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπο μου.

«Η ευχή σου πραγματοποιήθηκε. Μπορείς να επιστρέψεις πίσω».

Αυτή τη φορά το ταξίδι ήταν ευχάριστο. Γλίστρησα γλυκά ανάμεσα στις αρτηρίες της αιωνιότητας, κολύμπησα μέσα σ’ έναν ωκεανό γλυκού φωτός. Μέχρι που τα χρώματα δεν υπήρχαν πια. Μέχρι που η σιωπή ευλόγησε με αρμονία κάθε μόριο του σύμπαντος. Ξύπνησα στο κρεβάτι μου. Η γάτα στην αγκαλιά μου γουργουρίζει σαν τρακτέρ. Σηκώθηκα αναζωογονημένη. Τις επόμενες μέρες έγραφα ασταμάτητα. 

Το βιβλίο εκδόθηκε και έγινε μεγάλη επιτυχία. Γιορτάσαμε την επιτυχία με ένα ταξίδι. Ξαπλωμένοι σε μια ερημική παραλία, με το κύμα να μας νανουρίζει.

«Τελικά τι είχε μέσα το στικάκι;».

Με πιάνει νευρικό γέλιο.

«Θα μου πεις;»

«Δε θα με πιστέψεις»

«Πες μου»

«Ενώ χάζευα video με γάτες, θυμήθηκα μια φράση.  Μην τα βάζεις με ηλίθιους, είναι σαν τα γουρούνια, θα σε ρίξουν στη λάσπη, και θα σε νικήσουν λόγω εμπειρίας. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Οι εξωγήινοι είχαν άπειρη γνώση και νοημοσύνη. Όμως, είχαν ξεχάσει την ηλιθιότητα. Ο οργανισμός τους ήταν αγνός, δεν είχε αντισώματα για την πηχτή ανθρώπινη βλακεία»

«Οk. Οπότε τι έβαλες στο USB;»

«Video του Σεφερλή, ομιλίες του Γεωγιάδη, του Κούλη, του ΓΑΠ, του Σημίτη, και όποιου μαλάκα μπόρεσα να θυμηθώ εκείνη τη στιγμή».

Το αγόρι μου γελάει.

«Δε με πιστεύεις;»

«Σε πιστεύω»

«Δεν είχαν καμιά ελπίδα».

«Και ποια ήταν η ευχή σου;»

«Ακόμα και τώρα, δεν είμαι σίγουρη. Ήμουν σίγουρη πως θα πέθαινα. Ίσως η πιθανότητα του  θανάτου,  να είναι το μόνο που κοσκινίζει τα όνειρα στο μυαλό σου. Να αφαιρεί την άμμο και τις πέτρες, και να μένει μόνο ο χρυσός»

«Ο οποίος ήταν;»

«Σκέφτηκα πως περισσότερο απ’ όλα, ήθελα να είμαι ελεύθερη και ευτυχισμένη. Μάλλον ο άγγελος εκτίμησε την ποιητική μου ασάφεια»

«Μόνο αυτό σκέφτηκες;»

«Και τη γάτα»

«Λέγε!»

«Αυτά. Και ένα ποίημα, από ένα βιβλίο που μου χάρισες.

Οι άνθρωποι πεθαίνουν

Τα όνειρα απλώς αλλάζουν κατοικία.

 Δεν μπορείς να τα στήσεις στον τοίχο

 Και ήσυχα να τα θάψεις στο χώμα,

 Και να μην ξανακούσεις γι' αυτά....

 Όσο βαθύς και αν είναι ο λάκκος και παχύ το χώμα...

Σαν βλαστάρια από το παρελθόν

 Που φύλαξαν ένα ιερό ρόδο κάτω από την παγωνιά του κόσμου

 Τα όνειρα θα βγουν στο φως*".

 

* Lola Ridge

 

ΤΕΛΟΣ (ή μήπως Όχι;)

 

 

Διαβάστε επίσης: