Μια από αυτές τις μέρες

 
 

Μια από αυτές τις μέρες

 

του Ανδρέα Ανδρεάδη

 

Η μέρα φαινόταν πώς θα πήγαινε από την αρχή. Έξω έβρεχε τεμπέλικα, σαν γέρος με προστάτη που προσπαθούσε να πετύχει τη λεκάνη. Κι εγώ, από πλευράς μου, δεν ένιωθα και πολύ πιο φορτσάτος. Κοίταξα μουδιασμένος το λοφάκι από που είχαν σχηματίσει οι γόπες μέσα στο τασάκι με ψυχρή, ακαδημαϊκή υπερηφάνεια. Άλλο ένα βράδυ χωρίς ύπνο, όπως και το προηγούμενο. Και το βράδυ πριν από αυτό.

Το χνώτο μου θάμπωσε το ήδη θολό τζάμι. Θυμόμουν αμυδρά ότι κάποτε πρέπει να είχε καθαριστεί, στο μακρινό παρελθόν. Ήξερα ότι θα ήταν μάταιο να το αναφέρω στην καθαρίστρια. Μια φορά που το είχα τολμήσει, με είχε κοιτάξει με εκείνο το γνώριμο βλέμμα εμβρόντητης απέχθειας κι εγώ, αναγνωρίζοντας την ήττα μου, είχα συμφωνήσει βουβά να υποκριθώ ότι όλο αυτό δεν συνέβη ποτέ.

        Αναρρίγησα. Ούτως ή άλλως, δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα το τι συνέβαινε από την άλλη πλευρά του τζαμιού. Η τραγωδία των χαμένων ψυχών που περιδιαβαίνανε εκεί έξω είχε χάσει πια αρκετό από το ενδιαφέρον της, σαν χθεσινά αποτελέσματα στον ιππόδρομο. “Σε πήραν τα χρόνια, γέρο μου” πήγα να πω στον εαυτό μου, αλλά το κόασμα που αναρριχήθηκε μέσα από το λαρύγγι μου στην πρώτη λέξη με αποθάρρυνε. Με ένα νεύμα του κεφαλιού αποφάσισα να αφήσω τα λογοτεχνικά τερτίπια για μετά τον καφέ.

        Άναψα ένα ακόμα τσιγάρο και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο αναγκαίο εκείνο επόμενο βήμα. Έστρεψα διστακτικά το βλέμμα προς το γραφείο και στην οροσειρά φακέλων από ξεχασμένες υποθέσεις που υψώνονταν στοιβαγμένοι πάνω του. Ήμουν σίγουρος ότι εκεί ήταν που είχα δει τελευταία φορά την καφετιέρα. Είχαμε περάσει πολλά οι δύο μας. Μου είχε σταθεί σε στιγμές δύσκολες, όπως κανένας από αυτούς που κάποτε ονόμαζα φίλους μου δεν μου είχε σταθεί…

        Ο καπνός του τσιγάρου που μπήκε στο μάτι μου σαν τηλεπωλητής εν ώρα κοινής ησυχίας με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν ώρα για δράση, όχι για ονειροπολήσεις. Εστίασα την καταπονημένη μου προσοχή πίσω στο παρόν και στην εξόρυξη της καφετιέρας. Η προσπάθειά μου ανταμείφτηκε αμέσως. Το επίμονο γουργούρισμά της ακουγόταν ανάμεσα από τις στοίβες σαν τραγούδι παλιού στρατιώτη μέσα στα χαρακώματα, που αρνείται να δεχθεί ότι ο πόλεμος τελείωσε. Έσπρωξα με συγκρατημένη ορμή έναν πάκο παλιών υποθέσεων, και άφησα τον προχθεσινό καφέ να κυλήσει μέσα σε ένα καθαρό, συγκριτικά, φλιτζάνι.

        Η πρώτη γουλιά έκανε τη δουλειά της. Το κάψιμο απλώθηκε από τα ρουθούνια ως την παρεγκεφαλίδα και ένιωσα αμέσως το βλέμμα μου να καθαρίζει. Το μάτι μου έπεσε πάνω σε έναν φάκελο που είχε ανοίξει πέφτοντας και αμέσως παρατήρησα ότι τα χαρτιά ενός γιδοκλέφτη είχαν βρεθεί για κάποιο άγνωστο λόγο μέσα στο αρχείο ενός αδελφοκτόνου. Τον ξανάκλεισα απηυδισμένος. “Σκατά” είπα, δοκιμαστικά. Η φωνή μου ήταν όντως πολύ καλύτερα.

        Μήπως σήμαινε κάτι αυτό το μπέρδεμα; Μήπως το υποσυνείδητό μου προσπαθούσε να μου πει κάτι για αυτήν την υπόθεση; Μπα. Αυτό ήταν σίγουρα δουλειά της καθαρίστριας, γι’ αυτό είμαι βέβαιος. Κανείς άλλος δεν θα ήταν ικανός για αυτό το μέγεθος απρόκλητης σκατοψυχιάς. Η εικόνα της μόλυνε τον εγκέφαλό μου σαν κουπλέ από σκυλάδικο που σου κολλάει λίγο πριν πέσεις να κοιμηθείς. Την φανταζόμουν ήδη να παραφυλάει μουλωχτά για να δει πότε θα έφευγα. Μου ήρθε το πελιδνό της πρόσωπο, που μετά βίας έφτανε στο στήθος μου, αν και δεδομένης της καμπούρας της το πραγματικό της ύψος παρέμενε ένα άλυτο μυστήριο. Δύο κακοφορμισμένες πηγές άσβεστου μίσους φώλιαζαν πάνω του, τις οποίες έστρεφε προς τον κόσμο για να εντοπίσει τον επόμενο στόχο της. Τα δάχτυλά της έπαιζαν, κοντά και χοντρά, σαν υπερτροφικού μωρού που εντόπισε μερέντα. Δεν τη συμπαθούσα και πολύ.

        Ξανακοίταξα απρόθυμα τα οργισμένα πλήθη των φακέλων που είχαν καταλάβει το γραφείο μου. Πειραματίστηκα προς στιγμήν με την πιθανότητα να έκανα καθόλου δουλειά. Κάποιος έπρεπε να βάλει μια τάξη σε αυτόν το χαμό, δεν ήμουν όμως καθόλου πεπεισμένος ότι ήμουν ο κατάλληλος για αυτή τη δουλειά. Αναστέναξα δραματικά με την ελπίδα ότι κάποιος θα με λυπόταν, αλλά η παντελής απουσία ζώντων οργανισμών, με εξαίρεση μιας αποικίας μυκήτων στην πάνω δεξιά γωνία του τοίχου, περιγέλασε τα σχέδια μου. “Αν θέλεις να κάνεις το θεό να γελάσει…”

        Το βλέμμα μου ακούμπησε νωχελικά πάνω στο παλιό μου σήμα. Δεν ξέρω γιατί είχα επιλέξει να το κρατήσω. Ίσως από κάποιο μαζοχιστικό καπρίτσιο. Ίσως γιατί μου θύμιζε ότι κάποτε έκανα κάτι που άξιζε τον κόπο, αντί να επιτηρώ ένα μάτσο από τα χειρότερα καθάρματα που βρώμισαν το πρόσωπο της γης. Ίσως γιατί βαριόμουν να βρω άλλο βαρίδι για χαρτιά που να μην άφηνε λεκέδες από καφέ.

        Πως είχα καταλήξει εδώ; Συνέχιζα ακόμα να πιστεύω ότι δεν είχα κάνει κάτι κακό, ότι άδικα είχα βρεθεί σε αυτή τη θέση. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να βρω καμιά αθωωτική απόφαση στο ταχυδρομείο. Είχα δράσει κατά συνείδηση και το σύμπαν δεν τα συγχωρεί κάτι τέτοια. Όχι, είχα κάνει το σημαντικότερο λάθος που μπορούσε να κάνει κάποιος στη δική μου θέση - είχα αμφισβητήσει την ιεραρχία. Θανάσιμο αμάρτημα. Κάπως έτσι, εν μία νυκτί, χάθηκε μια θέση καριέρας στο σώμα και, όσοι φίλοι δεν είχαν στραφεί αμέσως εναντίον μου, είχαν θυμηθεί ξαφνικά πως κάτι άλλο είχαν να κάνουν, το οποίο θα τους απασχολούσε, κατά τα φαινόμενα, για την υπόλοιπη ζωή τους.

        Η υπόθεση είχε πάρει τότε μεγάλες διαστάσεις. Παρά το σάλο, όμως, που δημιούργησε, η κατρακύλα μου δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό. Όσες πόρτες χτύπησα παρέμειναν κλειστές, σαν αιδοίο καλόγριας που δεν γνώρισε ποτέ την αποτρίχωση. Κάπως έτσι κατέληξα σε αυτήν την τρύπα στον πάτο της κόλασης, να συμμαζεύω καθάρματα. Τουλάχιστον δεν δούλευα σε κωλ-σέντερ. Κάτι ήταν κι αυτό.

        Υπήρχαν μέρες που ξύπναγα πιο αισιόδοξος. Αυτή δεν ήταν μια από αυτές. Την κατάσταση ήρθε να επισφραγίσει το τρίξιμο της εξώπορτας, διαπεραστικό σαν σκλήρισμα γάτας που είχε πάει για εμβόλιο. Δεν περίμενα κανέναν. Επέτρεψα προς στιγμήν στον εαυτό μου την πολυτέλεια να φαντασιωθεί μια μοιραία κοκκινομάλλα, που είχε μπει για να ομολογήσει ότι υπήρξε πολύ, πολύ κακό κορίτσι. Οι ελπίδες μου συντρίφτηκαν όμως στο άκουσμα της υποχθόνιας διαλέκτου που περνούσε για μητρική στον όποιο τόπο καταγωγής της κοντόχοντρης Νέμεσις μου.

        Έμεινα σιωπηλός όση ώρα με κατσάδιαζε για την κατάσταση, από όσο μπορούσα να καταλάβω, του χώρου. Αν έβρισκα ποτέ το θάρρος, θα την απέλυα, αλλά κολλούσα και στο γεγονός ότι δεν μπορούσα να θυμηθώ να την έχω προσλάβει ποτέ. Πήγαινε μάλλον πακέτο με το διαμέρισμα, δεν θα εκπλησσόμουν όμως καθόλου αν μάθαινα ότι ήταν μέρος κάποιας ασυνήθους και άδικης τιμωρίας που μου είχε επιβληθεί άνωθεν. Μεταξύ μας, δεν θα εκπλησσόμουν ακόμα και αν εμφάνιζε κέρατα και οπλές. Αυτό, βέβαια, θα το έκανε προφανές και διαχειρίσιμο, οπότε δεν προτιμήθηκε.

        Όπως και να έχει, η παρουσία μου φαίνεται πως την αποθάρρυνε από το να προκαλέσει κάποια σοβαρή ζημιά στον χώρο. Αφού πέταξε κάτω τα σκεπάσματα από τον πιστό μου καναπέ, ο οποίος εκτελούσε και χρέη κρεβατιού, τα αναποδογύρισε και τα ξαναπέταξε όπως όπως πάνω του. Στη συνέχεια έχωσε ένα ματσούκι που κρατούσε, το οποίο κράδαινε σαν να είχε κάποια καθαριστική ισχύ, ανάμεσα στα μαξιλάρια, επανειλημμένα και με πάθος, σαν να υποπτευόταν ότι κάτι κρυβόταν εκεί μέσα, αλλά απρόθυμη να το εξακριβώσει με βεβαιότητα. Κάπου εκεί φαίνεται πως ικανοποιήθηκε ότι είχε εκτελέσει τα καθήκοντά της στο έπακρο και αποχώρησε εκσφενδονίζοντας μια κατάρα προς τη γενικότερη κατεύθυνσή μου.

        Αναστέναξα κάπου ανάμεσα σε ανακούφιση και αυτό-οικτιρμό και ανασήκωσα τους ώμους. Δεν υπήρχε λόγος να το καθυστερώ άλλο. Τα καθήκοντά μου εκκρεμούσαν και δεν υπήρχε κανείς άλλος να τα αναλάβει. Άνοιξα την πόρτα, έτοιμος να βγω έξω στη λασπερή βροχή.

        Ευτυχώς, το συνήθειό μου να κρυφοκοιτάζω έξω πριν βγω από την πόρτα μου απέδωσε αυτή τη φορά. Έξω περίμεναν κάθε λογής ύποπτα στοιχεία, τα οποία θα ήταν σαφώς προς όφελός μου να μην συναντήσω. Ήθελαν, ήξερα, πράγματα από μένα που δεν είχα καμία διάθεση να τους προσφέρω, όπως τη ζωή μου και την αξιοπρέπειά μου, και όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά. Κόντρα στις πιθανότητες, το παράθυρο άνοιγε ακόμα και έτσι βρέθηκα να κατεβαίνω προσεκτικά τη σκάλα κινδύνου, που έβγαζε στο σοκάκι δίπλα στο κτίριο που στεγαζόμουν. Ένας μεταλλικός ήχος, σαν κονσέρβα τόνου που έκανε πατίνι πάνω σε μαυροπίνακα με ενημέρωσε ότι ένα σκαλί μου είχε μείνει στο χέρι, και, χωρίς χρονοτριβή, προσγειώθηκα με έναν αργόσυρτο παφλασμό μέσα σε μια λακκούβα γεμάτη, ήλπιζα, από νερό, αν και το πρασινοκίτρινο χρώμα του υγρού δεν μου άφηνε πολλές ελπίδες.

        Κανείς δεν φαινόταν να πρόσεξε την περιπετειώδη πτώση μου. Έσφιξα την καμπαρντίνα μου και κατέβασα το γείσο του καπέλου μου, έτοιμος να ανακατευτώ με το πλήθος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μια σκιά που κανένας δεν θα πρόσεχε. Δρασκέλισα πάνω από ένα μπόγο πεταμένα ρούχα, έτοιμος για όλα. Εκτός από εκείνο το χέρι που πετάχτηκε μέσα από τον μπόγο και μου έπιασε τον αστράγαλο. Στράφηκα ψύχραιμος, παρότι χεσμένος πάνω μου, και αντίκρισα το χαμογελαστό, λασπωμένο πρόσωπο ενός φαφούτη άστεγου να με κοιτάζει σαν να διάβαζε τους αριθμούς του τζόκερ. “Φιλαράκο, μπας και έχεις ένα —” ξεκίνησε να λέει, αλλά τότε η αναγνώριση ανέτειλε στο πρόσωπό του και τα μάτια του γούρλωσαν σαν αυγά τηγανητά. “Νάτος! Νάτος! Αυτός είναι!” άρχισε να φωνάζει.

        Ήταν μάταιο πλέον να προσπαθώ να το αποφύγω. Βγήκα έξω, στον δρόμο, όπου με περίμεναν ανυπόμονα τα γνωστά πλήθη, κοιτάζοντάς με σαν να κρατούσα κουπόνια από συσσίτιο. Η ομήγυρη ακούστηκε σαν με μια φωνή. “Διάταξέ μας, ω Άρχοντα της Κόλασης”. Θεέ μου, δεν θα τέλειωνε ποτέ αυτή η ιστορία; Ναι. Ήταν μια από αυτές τις μέρες.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: