Memento Mori
Ένιωθε χαρούμενος. Ήταν παγίδα, το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να μην αισθάνεται ικανοποίηση. Κάποιες φορές δεν ήθελε πολλά – ένα καλό γεύμα, ένα τσιγάρο που σιγόκαιγε στα χείλη του, μια όμορφη νύχτα. Υπήρχαν φορές. Αλλά ήταν παγίδα. Δεν υπήρχε χρόνος.
Το αχνό βογκητό της κοπέλας στο κρεβάτι του τράβηξε προς στιγμήν το βλέμμα. Κοιμόταν ακόμα, εξουθενωμένη από το βράδυ που περάσαν μαζί. Χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε κοιμήθηκε αυτός τελευταία φορά. Δεν ένιωθε την ανάγκη εδώ και πολλά χρόνια.
Η κοπέλα σίγουρα δεν φανταζόταν ότι θα ξυπνούσε ξανά. Θα ένιωθε ίσως έκπληξη, μπορεί και απογοήτευση, όταν θα άνοιγε τα μάτια της. Ο χρόνος που της απέμενε ήταν λιγοστός και δεν ήταν η πρώτη που είχε σκεφτεί να τον τελειώσει έτσι. Ακόμα και οι ελάχιστες ώρες που της απέμεναν ήταν πολύτιμες, και λίγοι θα άφηναν την ευκαιρία να τις πάρουν για δικές τους.
Δεν ήταν αυτός όμως που θα τις έκλεβε.
Έσβησε το τσιγάρο του και βγήκε από το δωμάτιο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα αθόρυβα. Ήταν πλάσμα παλαιών αρχών, θυμόταν ακόμα την έννοια της ευγνωμοσύνης. Η ανώνυμη κοπέλα τον είχε θρέψει με την επιθυμία της, με την ηδονή της, και τέλος με την λατρεία της. Ο χρόνος της θα παρέμενε δικός της.
Αναρωτιόταν συχνά που μπορεί να πήγαιναν όσοι έσβηναν, εκείνοι που ο χρόνος τους τελείωνε. Δεν γνώριζε για κανέναν παράδεισο και δεν είχε προέλθει από καμία κόλαση. Είχε συντροφεύσει την ανθρωπότητα από τη γέννησή της, είχε δει τα πρώτα της βήματα. Τον είχαν καταραστεί ως δαίμονα, τον είχαν λατρέψει ως θεό, δεν γνώριζε όμως τίποτα για το που πήγαιναν αυτοί που έφευγαν. Για το που θα πήγαινε κι αυτός όταν θα χανόταν και ο τελευταίος άνθρωπος.
Θα έπαιρνε όμως τις μικρές απολαύσεις όπου μπορούσε να τις βρει. Σήκωσε το γιακά του παλτού του και βγήκε στην υγρή νύχτα.
Η νύχτα ήταν βέβαια μια απλή σύμβαση. Κανένας ήλιος δεν ανέτειλε, ούτε έδυε. Κανένα φεγγάρι δεν εμφανιζόταν στον ουρανό. Δεν υπήρχε μέρα και νύχτα. Το μόνο που τις διατηρούσε ήταν το ότι οι άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να αποδεχθούν κάτι άλλο που δεν τις συμπεριλάμβανε. Αρχικά. Ελάχιστοι νοιάζονταν πλέον.
Οι δρόμοι της πόλης ήταν σαν ένα καρναβάλι που δεν τελείωνε ποτέ, ή μάλλον σαν μια γιορτή που είχε από καιρό τελειώσει, αλλά οι καλεσμένοι δεν έφευγαν. Αλλού έβλεπε κανείς εκστασιασμένους χορευτές με εξωτικές στολές, αλλού μάζες γυμνών σωμάτων που αναζητούσαν απελπισμένα την ευτυχία. Οι περαστικοί, χαμένοι στις δικές τους προσωπικές ιστορίες, αδιαφορούσαν για τα όσα συνέβαιναν γύρω τους, όσο και για τα πεσμένα σώματα που κείτονταν παραδίπλα και ο θάνατος αρνιόταν να λυτρώσει.
Κάποιος ίσως θα περνούσε να τα απαλλάξει από τις τελευταίες στιγμές που τους απέμεναν. Τότε τα σώματα θα έσβηναν και ο κόσμος θα γινόταν λίγο ακόμα πιο μικρός.
Κανείς δεν είχε καταλάβει, όταν συνέβη, ότι ο χρόνος είχε τελειώσει. Το πρόδωσε ο χώρος, που όλο και μίκραινε. Χιλιάδες θεωρίες είχαν προκύψει για το λόγο που συνέβαινε αυτό, όλες λάθος.
Στην αρχή, τα άστρα έμοιαζαν λιγότερα, ύστερα χάθηκαν. Ατμοσφαιρικό φαινόμενο, είπανε. Δεν ήταν. Όταν χανόταν ο ήλιος, θα πέθαιναν όλοι από το κρύο, λέγανε. Όταν χάθηκε ο ήλιος, δεν συνέβη τίποτα. Όταν χάθηκε το φεγγάρι, καμία παλίρροια δεν κατέστρεψε τον κόσμο όπως προέβλεψαν. Μόνο όταν κάποιος είπε ότι η εντροπία δεν υπάρχει χωρίς χρόνο, πλησίασε στην αλήθεια. Και η αλήθεια ήταν ότι ο χρόνος είχε τελειώσει.
Άναψε ένα τσιγάρο καθώς έβγαινε από το σπίτι. Η πόλη είχε αλλάξει πάλι, αλλά δεν ένιωσε κάποια έκπληξη. Η πόλη άλλαζε συνεχώς. Δεν μπορούσε να διακρίνει πλέον ποια πόλη ήταν, γιατί υπήρχε μόνο αυτή, σαν όλες οι πόλεις που υπήρξαν να είχαν μαζευτεί σε μία. Μια πόλη που όλο και μίκραινε. Πόσοι άνθρωποι να είχαν απομείνει άραγε;
Δεν ένιωθε άσχημα, συνήθως. Η απελπισία τον έθρεφε εξίσου με οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα, και είναι δύσκολο να νιώθει κανείς άσχημα όταν οι βασικές του ανάγκες έχουν καλυφθεί. Περισσότερο ένιωθε τη γλυκιά μελαγχολία που αισθανόταν όταν άκουγε τις νότες από τη μουσική μιας ταινίας καθώς θα έπεφταν οι τίτλοι τέλους, και την ανησυχία για την πλήξη που θα ακολουθούσε όταν η ταινία θα ήταν πλέον παρελθόν.
Του άρεσε τότε να περπατάει στους δρόμους της πόλης και να αισθάνεται ακόμα ένα κομμάτι των όσων συνέβαιναν. Έτσι και τώρα, τα βήματά του τον είχαν φέρει σε κάποια ανώνυμη πλατεία, όπου κάποιοι συγκεντρωμένοι παρακολουθούσαν ακόμα μια εκτέλεση.
Πολλοί είχαν χάσει την πίστη τους στο Θείο, όπως κι αν το αντιλαμβάνονταν. Αν υπήρχε, ήταν σε όλους πλέον ξεκάθαρο ότι τους είχε παρατήσει. Παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ακόμα υπήρχαν, ο λόγος ήταν ασαφής.
Ο ίδιος είχε διαμορφώσει μια θεωρία, την μόνη που του έβγαζε κάποιο νόημα, ότι οι άνθρωποι παρήγαγαν κατά κάποιο τρόπο χρόνο. Ίσως μέσα από τις μνήμες τους, ίσως από τις ιστορίες που λέγανε στον εαυτό τους και τον κόσμο. Κατά κάποιο τρόπο ο καθένας πίστευε ότι ήταν το κέντρο του σύμπαντος, και το σύμπαν – όσο από αυτό απέμενε – προσαρμοζόταν σε αυτό. Το σύμπαν, πίστευε, περίμενε την τελευταία ιστορία να τελειώσει.
Όσο κι αν ο κόσμος είχε χάσει την πίστη του στο Θείο, δεν την είχε ωστόσο χάσει απέναντι στον θάνατο. Οι αιρέσεις θανάτου, παρότι οι άνθρωποι αδυνατούσαν να πεθάνουν, φύτρωναν αρχικά σαν τα μανιτάρια, αλλά συγκεντρώθηκαν όλες τελικά σε μία, το Τάγμα της Μεμέντο Μόρι. Θυμήσου ότι πρέπει να πεθάνεις, έλεγαν, όπως οι σκλάβοι ψιθύριζαν στο αυτί των Ρωμαίων στρατηγών. Το θυμόταν, ήταν εκεί.
Η εκτέλεση που συνέβαινε μπροστά του ήταν ένα από τα λειτουργήματα του Τάγματος. Δεν είχε καμία διάσταση δικαιοσύνης, ή εκδίκησης, ή κάποια άλλη κοινωνική χροιά. Η ηθική ήταν ούτως ή άλλως μια έννοια πλέον παρωχημένη. Απλά έπρεπε να πεθάνουν όλοι.
Το Τάγμα κατά καιρούς έβρισκε κάποιον που είχε συσσωρεύσει πολύ χρόνο και του τον αφαιρούσε βιαίως. Καθώς ο πιστός τραβούσε από τον καταδικασμένο τον εναπομείναντά του χρόνο, αφαιρούσε ταυτόχρονα από το στήθος του και τον δικό του και χάνονταν και οι δύο στην ανυπαρξία, όπως και ο χρόνος τους.
Το ότι υπήρχαν ακόμα πιστοί και δεν είχαν όλοι εκλείψει οφειλόταν στο γεγονός ότι από τη μία η πίστη τους απαγόρευε να φύγουν αν δεν έχουν εκτελέσει αυτό τους το χρέος, να προσφέρουν σε κάποιον άλλο το δώρο του θανάτου. Από την άλλη ο αποκρυσταλλωμένος χρόνος δεν χανόταν όσο υπήρχε αποδέκτης. Αυτός ο παράξενος φόνος-αυτοκτονία ήταν ο μόνος τρόπος ο χρόνος να εξανεμιστεί.
Όλα αυτά τα γνώριζε, τα είχε δει επανειλημμένα. Η εκτέλεση μπροστά του δεν ήταν κάποιο πρωτόγνωρο θέαμα. Με κάποιο μικρό ενδιαφέρον είδε για μία ακόμα φορά τις θολές, αδιάφανες, σφαίρες χρόνου να βγαίνουν από τα στήθη των συμμετεχόντων και να εξανεμίζονται μαζί με τους ιδιοκτήτες τους. Δεν μπορούσε να κρίνει αν ήταν σωστό ή λάθος, ποιο ήταν το κριτήριο άλλωστε;
Τότε όμως ήταν που είδε κάτι που δεν περίμενε. Ένα μικρό κορίτσι χάζευε την εκτέλεση τρώγοντας ένα παγωτό. Κανείς άλλος δεν φαινόταν να το είχε προσέξει. Ίσως αδυνατούσαν να το αντιληφθούν, ίσως δεν χωρούσε στην κοσμοθεώρησή τους και έτσι επέλεγαν να το αγνοήσουν.
Γιατί παιδιά δεν υπήρχαν. Όπως δεν υπήρχε πλέον θάνατος, δεν υπήρχε και γέννηση. Παιδιά είχαν πάψει να υπάρχουν προ πολλού. Αυτό το κορίτσι δεν έπρεπε να υπάρχει, κατά πόσο να τρώει και παγωτό.
Ένιωθε κάποιο συναίσθημα ξεχασμένο και προσπάθησε να το αναγνωρίσει. Έσκυψε το κεφάλι. Δεν ήταν φόβος, αλλά έμοιαζε. Ούτε ενθουσιασμός, ούτε χαρά, αλλά και με αυτά έμοιαζε. Ανέτρεξε στις μνήμες του.
Ελπίδα. Ένιωθε ελπίδα, χωρίς να ξέρει για τι πράγμα ή προς ποιο σκοπό. Ήταν, όμως, το δίχως άλλο ελπίδα. Σήκωσε το βλέμμα, ψάχνοντας το κορίτσι, αλλά δεν ήταν πια εκεί. Μια κίνηση που αχνοφάνηκε στη στροφή ενός σκοτεινού δρόμου τον έκανε να την ακολουθήσει βιαστικός.
Ήταν ένα σκοτεινό σοκάκι, βρώμικο και λασπωμένο. Πράγμα εξίσου παράξενο, καθώς βροχή δεν έπεφτε πια. Θυμόταν βροχές, θυμόταν αστραπές και βροντές και κατακλυσμούς που έπνιξαν τη Γη ολόκληρη. Ηφαίστεια και σεισμούς, χιονοθύελλες και παγετώνες, τυφώνες, τα είχε ζήσει όλα. Τίποτα από αυτά δεν υπήρχε πια. Για ακόμα μια φορά, όπως συνέβαινε όλο και πιο συχνά, οι μνήμες του τον τράβηξαν μακριά από τον κόσμο. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να ξεχωρίσει το παρελθόν από το παρόν, τη φαντασία από τα γεγονότα.
Όταν συνήλθε, η πόλη ήταν ακόμα πιο μικρή. Δεν μπορούσε να ξέρει πόσος χρόνος πέρασε. Ίσως πολύς, ίσως καθόλου. Κοίταξε γύρω του. Δεν είδε πουθενά το κορίτσι. Δεν ήταν όμως μόνος.
Ο γέρος που τον κοίταζε έμοιαζε βγαλμένος από άλλη εποχή. Φορούσε ένα φθαρμένο ράσο. Τα βλέμμα του ήταν πεινασμένο, με μια παγωνιά που έμοιαζε αταίριαστη με το πλατύ χαμόγελο που φανέρωνε τα αραιά του δόντια.
Φαινόταν να μιλάει εδώ και πολλή ώρα, μα ο άνδρας άκουσε μόνο τις τελευταίες λέξεις. Πόσο καιρό τον περίμενε, του έλεγε, πόσο χαιρόταν που τον έβλεπε. Μεμέντο μόρι, επαναλάμβανε. Μεμέντο μόρι.
Ο άνδρας του είπε ότι δεν ήταν αυτός που έψαχνε. Ότι ο χρόνος του δεν ήταν δικός του για να τον δώσει. Ο γέρος του απάντησε γελώντας υστερικά ότι δεν ήθελε τον χρόνο του, ήθελε να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Του έδειξε τι κρατούσε. Ένα παγωτό.
Ο άνδρας τότε ένιωσε οργή, οργή από τα βάθη της ύπαρξής του. Πολλές από τις ιστορίες που τον αποτελούσαν είχαν ξεχαστεί, αλλά όχι αυτές στις οποίες κρατούσε τα ξίφη του πολέμου. Η κίνησή του ήταν ψύχραιμη, σαν το νυστέρι ενός γιατρού, καθώς ξερίζωνε τον χρόνο από το στήθος του γέρου.
Ο χρόνος του άνδρα δεν ήταν δικός του, υπήρχε όσο υπήρχαν άνθρωποι. Δεν έφτιαχνε ιστορίες, ήταν οι ιστορίες. Κι έτσι ο χρόνος του γέρου, χωρίς κάποιον αποδέκτη, εξανεμίστηκε, κι εκείνος έσβησε από τον κόσμο με μια έκφραση ηδονής στο πρόσωπό του.
Η τρέλα του γέρου μεταδόθηκε στους υπόλοιπους ανθρώπους σαν λαίλαπα. Δεν ακούστηκαν πουθενά φωνές, ουρλιαχτά ή θρήνοι. Απλά ο κόσμος άρχισε να μικραίνει όλο και πιο γρήγορα, προδίδοντας τις ανθρώπινες υπάρξεις που έσβηναν.
Ο άνδρας ήξερε ότι του απέμενε πολύ λίγος χρόνος. Καθώς οι ιστορίες τους έσβηναν μια προς μια, έτσι και αυτουνού η συνείδηση άρχισε μαζί τους να θολώνει. Μόνο ο στόχος του παρέμενε σταθερός.
Ήξερε, χωρίς να γνωρίζει πώς, ότι αυτό που έψαχνε βρισκόταν στο κέντρο της πόλης που ολοένα μίκραινε. Προχώρησε βιαστικός, προσηλωμένος στο στόχο του, καθώς οι μνήμες του τον εγκατέλειπαν, αγνοώντας ότι συνέβαινε γύρω του.
Ίσως υπήρχαν όντως γύρω του πυρκαγιές και κτίρια που κατέρρεαν, καθώς οι τελευταίοι, επίμονοι εναπομείναντες άνθρωποι συνειδητοποιούσαν το τέλος τους. Ίσως να ήταν τα τελευταία σκιρτήματα του μπερδεμένου του μυαλού. Αυτός όμως συνέχιζε, σε έναν κόσμο που όλο και μίκραινε.
Ένα μικρό σπίτι, αταίριαστο με το σκηνικό, βγαλμένο θα έλεγε κανείς από παραμύθι, τον περίμενε στο κέντρο. Έμοιαζε σαν παιδικό παιχνίδι, ανεπηρέαστο από την πόλη που κατέρρεε. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε, καθώς και το τελευταίο ίχνος της πόλης έσβηνε πίσω του.
Ένα απλό δωμάτιο τον περίμενε μέσα. Μια πόρτα ανοιχτή, που οδηγούσε στο σκοτάδι. Το βλέμμα του συνάντησε το βλέμμα του κοριτσιού που καθόταν στην παιδική καρέκλα. Της χαμογέλασε θλιμμένος.
Του χαμογέλασα κι εγώ, αυτού του πλάσματος που τόσο αγάπησε τους ανθρώπους που έκανε την ιστορία τους δική του.
Καλά τα πήγες, του είπα, μην στεναχωριέσαι, και του έπιασα το χέρι. Μεμέντο βίβερε. Ποιος ξέρει, του είπα, τι καινούργια περιπέτεια μας περιμένει.
Αυτή όμως τελείωσε.
Ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο του διαβόλου. Μου έσφιξε το χέρι και περάσαμε μαζί την τελευταία πόρτα.
Διαβάστε επίσης: