ΜΑΥΡΗ ΟΡΧΙΔΕΑ

 
 
   
 
 
    
 
    
   
 
 Η γνωριμία τους ένα ατύχημα, η πορεία τους μια σειρά παρεξηγήσεων. Δυο χαρακτήρες τόσο διαφορετικοί που δεν υπάρχει περίπτωση να τα βρουν μεταξύ τους για κανένα λόγο. Ή μήπως υπάρχει; Η Σεσίλια, στην κάθε κουβέντα του είναι έτοιμη να πάρει φωτιά. Από την άλλη ο πάντα μετρημένος Γκράχαμ όταν είναι υποχρεωμένος να βρεθεί στον ίδιο χώρο μαζί της, βγαίνει από τα ρούχα του. Θα μπορέσουν να κάνουν ειρήνη αυτοί οι δυο, φαινομενικά, διαφορετικοί άνθρωποι; Μια ερωτική ιστορία κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό του Λονδίνου!
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΕΣΙΛΙΑ

 

Στάθηκε μπροστά από το τζάμι και κοίταξε έξω, στα χέρια της κρατούσε μια κούπα με ζεστό, μαύρο τσάι. Ήδη είχε σκοτεινιάσει ενώ ο ουρανός έσταζε αυτή την ψιλή, ασταμάτητη, ενοχλητική βροχή του. Δεν την ξάφνιαζε, είχε από χρόνια συνηθίσει τον λονδρέζικο καιρό, με την υγρασία και τη βροχή που καταχωνιάζονταν ύπουλα κάτω από το δέρμα σου. Φορούσε μόνο ένα πλεκτό πουλόβερ, στο χρώμα της ζάχαρης και το εσώρουχο της. Από ώρα ήθελε να χωθεί κάτω από το ντους και να τρέξει πάνω στο κορμί της το καυτό νερό, μετατρέποντας το μπάνιο της από ένα μικρό τετράγωνο χώρο σε σάουνα, όμως δεν το έπαιρνε απόφαση. Την είχε πιάσει η αιώνια τεμπελιά της, για την οποία την κατηγορούσε πάντα η μητέρα της. Όταν την έπιανε αδύνατο να κάνει κάτι, όσο και αν το επιθυμούσε. Βέβαια η μητέρα της την κατηγορούσε για πολλά, κυρίως όμως για το ότι ήταν κόρη του πατέρα της. Για τη Σεσίλια αυτό μάλλον ήταν προτέρημα παρά μειονέκτημα, όμως αντιλαμβανόταν από το ύφος της Σάρα ότι εκείνη δεν επικροτούσε τη γνώμη της. 

Τι καλά που θα ήταν αν όταν οι γονείς της χώρισαν, αντί να φύγει με τη μητέρα της  για το Δουβλίνο να είχε παραμείνει στην Ισπανία, στην ηλιόλουστη εκείνη χώρα όπου είχε γεννηθεί και είχε αγαπήσει τα καλοκαίρια και τη θάλασσα. Αλλά το παιδί ακολουθεί τη μάνα και εκείνη από το καλοκαίρι βρέθηκε στο χειμώνα, κι από το παράθυρο της πλέον δεν έβλεπε ηλιόλουστα πρωινά παρά μόνο βροχή και σκοτεινιά. Από τη ζωντάνια της ζέστης είχε ξεπέσει στη ‘‘θανατηφόρο’’ ψύχρα. Της ήταν αδύνατο να καταλάβει πως υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούσαν το κρύο και την βροχή. Σίγουρα τίποτα καταθλιπτικοί!

Κοιτώντας το ρολόι του τοίχου έκανε μεταβολή για το μπάνιο. Άφησε την κούπα με το τσάι πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι, έβγαλε το πουλόβερ πετώντας το πάνω στον καναπέ, κάτι ακόμα που της χρέωνε η μητέρα της ήταν η ακαταστασία. Στο Χωλ αφαίρεσε και το εσώρουχο και χώθηκε στο μπάνιο, κάτω από το ντους ανοίγοντας τέρμα τη βρύση με τη ζεστή παροχή του νερού. Αν δεν ένιωθε το νερό πάνω της καυτό δε θεωρούσε ότι έκανε μπάνιο, σχεδόν με εγκαύματα έβγαινε από εκεί. Τα μαλλιά της κόκκινα και κοντά, χάιδευαν τον σβέρκο της, ενώ η πλάτη της ήταν καλυμμένη με τατουάζ, στη δεξιά πλευρά ένα λουλούδι που φαινόταν να σκαρφαλώνει προς τα πάνω, ενώ από την άλλη ένα ποίημα σε μια άλλη γλώσσα από τη διεθνή. Πολλές φορές οι εραστές της που δεν γνώριζαν ισπανικά την έβαζαν να τους το μεταφράσει, εκείνη όμως κρατούσε το νόημα του ποιήματος μόνο για την πάρτη της. Τους έκανε όμως τη χάρη να τους το απαγγείλει στα ισπανικά, και όταν εκείνοι ζητούσαν τη μετάφραση είτε άλλαζε θέμα, είτε τους ξελόγιαζε, είτε έμπαινε στο μπάνιο μόνη της, πάντα μόνη της. Ήταν ένα ποίημα που είχε γράψει ο πατέρας της για εκείνη στο οποίο ανέφερε πόσο του είχε λείψει! Οπότε δεν ήθελε να το μοιραστεί με κανέναν, γιατί το θεωρούσε κάτι πολύ προσωπικό.

Αν και είκοσι τεσσάρων ετών, είχε το σώμα μικρού κοριτσιού, αδύνατη και κοντούλα, με το ζόρι έφτανε στο ένα εξήντα. «Τόσο Ισπανίδα» την κατηγορούσε η μητέρα της, μια ψηλή ξερακιανή γυναίκα με τα χαρακτηριστικά του βορά. «Τίποτα δεν μπόρεσες να πάρεις από μένα»; Στην εφηβεία της απαντούσε απλά: «Ευτυχώς όχι» μόλις ενηλικιώθηκε έφυγε από το σπίτι, οπότε τις σπάνιες φορές που συναντιόνταν με τη μητέρα της, τον πατριό και τα μικρότερα αδέρφια της, δεν είχε πολύ διάθεση για καυγάδες και ας την προκαλούσε η Σάρα. Ακόμα δεν είχε καταλάβει πως η μάνα της, μετά τον όμορφο, μελαχρινό, Λατίνο εραστή της, ξάπλωνε στο πλάι ενός άγγλου, ψυχρού σαν τον πάγο άντρα. Άλλωστε υποτίθεται ότι οι Ιρλανδοί αντιπαθούν τους Άγγλους, έτσι δεν είναι; Έκλεψαν μέρος από τη γη τους και κρατούν ‘‘αιχμάλωτο’’ μέρος του λαού τους. Βέβαια υπάρχει το άλλοθι του έρωτα, αλλά ποιον μπορούσε να ξεγελάσει η Σάρα! Μετά το πάθος που έζησε με τον ισπανό, ήταν ποτέ δυνατόν να της προκαλέσει το παραμικρό συναίσθημα ο άγγλος, εκτός βέβαια αν της ενέπνεε ασφάλεια. Ισπανό συνήθιζε να αποκαλεί τον πατέρα της η μάνα της και έτσι είχε συνηθίσει να τον αποκαλεί και η Σεσίλια, μόνο που η μία το έκανε με ειρωνεία ενώ η κόρη τον αποκαλούσε Ισπανό με λατρεία. Ήταν φορές που ξεχνούσε ότι τον έλεγαν Ερνέστο. Τι υπέροχο όνομα!

Εκτός όμως από μια πλάτη καλυμμένη με τατουάζ, είχε και άλλα μικρότερα. Ένα στον αστράγαλο, μια πεταλούδα, ήταν το πρώτο που είχε κάνει και η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ κοριτσίστικο πλέον για τα γούστα της, αλλά το είχε κάνει μόλις δεκαέξι και σε σημείο που μπορούσε να το κρύψει από το κριτικό βλέμμα της Σάρας. Ένα ακόμα από τη μέσα μεριά του καρπού, μια μικρογραφία τίγρης που ξεσκίζει το δέρμα της για να βγει έξω από το σώμα της. Ίσως με αυτό έπρεπε να είχε καλύψει την πλάτη της αντί της μαύρης ορχιδέας, όμως της άρεσε που το είχε σε θέα ικανή να το θαυμάζει ανά πάσα στιγμή, χωρίς να χρειάζεται να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Και είχε κάνει κι ένα ακόμα, πίσω από το αυτί της, μια λέξη, «ΓΡΑΝΑΔΑ», η επαρχία που γεννήθηκε.

Δεν ήταν σίγουρη όμως αν ήθελε να κάνει κι άλλα. Ίσως αργότερα. Το σώμα της ήταν ένας καμβάς για έργα τέχνης, όπως τα θεωρούν οι λάτρεις των τατουάζ, όμως δεν ήθελε να κάνει κάτι και ύστερα να το καλύψει με κάτι άλλο. Οπότε πριν ενθουσιαστεί με κάτι καινούργιο άφηνε λίγο καιρό να περάσει πριν ορμήσει με  ενθουσιασμό στο δωμάτιο του Τζίμη για να χτυπήσει στο κορμί της μια νέα ζωγραφιά.

Είχε τυλιχτεί με μια τεράστια πετσέτα και ξαναστάθηκε μπροστά στην τζαμαρία. Ειλικρινά δεν ήξερε τι χάζευε από το παράθυρο της, όλα ήταν γκρίζα και σκοτεινά, τίποτα αξιοθαύμαστο να δει. Μάλλον θα της είχε μείνει χούι από όταν ήταν παιδί και κοίταγε τον κήπο του σπιτιού τους με τα πουλιά και τα έντομα να φτερουγίζουν ευτυχισμένα. Πόσες φορές δεν είχε ευχηθεί να είναι και εκείνη ένα μικρό πουλί ή ένα έντομο και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Όμως δεν ήταν. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο, έπρεπε ήδη να είχε φύγει, όμως εκείνη στεκόταν γυμνή, τυλιγμένη μόνο με μια πετσέτα γύρω από το βρεγμένο κορμί της και χάζευε! Και τι πείραζε, ζούσε στην χώρα που η ακρίβεια ήταν γνώρισμα των ανθρώπων της, όμως η ίδια ανήκε σε άλλο λαό. Οπότε τουλάχιστον την ίδια δεν την επηρέαζε η αργοπορία, στην αρχή όταν την πρωτογνώριζε κάποιος, μπορεί να ενοχλούταν από αυτό της το ελάττωμα, όμως είτε έπρεπε να το συνηθίσει, είτε να κόψει τις σχέσεις μαζί της. Το ίδιο της έκανε, δε θα τα έβαφε και μαύρα.

Άφησε την πετσέτα να κυλήσει από πάνω της και έψαξε ρούχα να ντυθεί, από τον καθρέφτη είδε την πλάτη της και στάθηκε να διαβάσει το ποίημα. Αν και γνώριζε απ’ έξω τον κάθε του στίχο, προτιμούσε να το διαβάζει πάνω από το κορμί της, σαν να ήταν κομμάτι της και σαν η ανάγνωση του να ήταν ένα μέρος της ιεροτελεστίας που έκανε καθώς έλεγε τα λόγια της ‘‘προσευχής’’, μιας προσευχής που γράφτηκε για εκείνη. Θυμήθηκε για άλλη μια φορά τους κατά καιρούς εραστές της, που επέμεναν να αποκωδικοποιήσουν το ποίημα, μάλιστα ένας προσπάθησε να το αντιγράψει σε χαρτί για να το ψάξει στο Google, όμως μόλις είδε να αγριεύουν τα τιγρέ μάτια της, σήκωσε τα χέρια ψηλά και άφησε στην άκρη το χαρτί. «Άντρες!» μουρμούρισε αποδοκιμαστικά. Σκέφτηκε τις σχέσεις της, ποτέ τίποτα το σημαντικό, συνήθως έμπλεκε με παντρεμένους. Σεξουαλικά, ποτέ συναισθηματικά. Εκείνοι βέβαια μπορεί να νόμιζαν ότι είχαν τη νεαρή φιλενάδα τους, έτσι για να ποτίζουν τον αντρικό εγωισμό τους, όμως ούτε καν αυτό ήταν. Και εκείνη το προτιμούσε και τους άφηνε να το πιστεύουν. Δεν ήθελε να σπαταλάει χρόνο σε σχέσεις, ήθελε το χρόνο όλο δικό της να τον διαχειρίζεται ακριβώς όπως της άρεσε. Όμως ως νέα γυναίκα είχε ανάγκες τις οποίες έπρεπε να υπακούει και να τις ικανοποιεί. Ένας νεαρός σύντροφος μπορεί να της γινόταν τσιμπούρι, το είχε ζήσει άλλωστε το εργάκι στο σχολείο. Οπότε ένας παντρεμένος, με γυναίκα και παιδιά, επαγγελματικές υποχρεώσεις, δε θα είχε τόσο ελεύθερο χρόνο για εκείνη. Κι ενώ ο εραστής αναρωτιόταν πως και δεν του έκανε παράπονα που την παραμελούσε, εκείνη ήταν ευχαριστημένη που δεν την ενοχλούσαν, και είχε ο καθένας τη δική του ζωή. Κάποιοι αποκτούσαν ανασφάλεια και ξαφνικά άρχιζαν να τη ρωτάνε αν θα ήθελε να είναι περισσότερες ώρες μαζί. Δεν άντεχε ο ανδρικός τους εγωισμός την απόρριψη, ξαφνικά άρχιζαν να της υπόσχονται πράγματα που δε θα τα τηρούσαν και ο λόγος ήταν να την παρασύρουν. Αφού δεν πίστευε ότι αυτά τα μεγάλα παιδιά ήταν ικανά να χωρίσουν τη σύζυγο που είχαν χτίσει μια οικογένεια μαζί, να μοιράσουν τα υπάρχοντα στη μέση και να τα εγκαταλείψουν όλα για χάρη της. Βέβαια επειδή στο μυαλό τους η εξωτική Σεσίλια, όπως την είχε χαρακτηρίσει κάποιος, έμοιαζε με το άπιαστο, δεν ήξερε ποιος μπορεί να ήταν αρκετά φευγάτος ώστε να τινάξει στον αέρα τα πάντα για χάρη της, ενώ εκείνη δε θα του το είχε ζητήσει. Οπότε μόλις άρχιζε να ακούει παλαβά, έστριβε και άφηνε τη θέση της ελεύθερη για άλλη ερωμένη, η οποία θα ήταν πολύ πιο απαιτητική.

Τελικά είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν; Ήταν μια ερώτηση που είχε κάνει πολλές φορές στον εαυτό της. Μα φυσικά. Τον Αλγκοδόν (Βαμβάκι). Το γάτο της, με την υπέροχη, αξιοζήλευτη γούνα του. Είχε αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε εκείνη και το όμορφο μικρό ζωάκι, όμως ξαφνικά παρουσίασε αλλεργία στο τρίχωμα της γάτας και έτσι ο Αλγκοδόν έπρεπε να φύγει από το σπίτι και να βρει αλλού κατάλυμα. Πολύ είχε κλάψει η Σεσίλια για τον αποχωρισμό της με τον Αλγκοδόν. Τι να το κάνεις όμως, είχαν διώξει το γάτο ενώ εκείνη απλά ήταν αλλεργική στην αγάπη. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της μεγαλώνοντας.   

Αφού βρήκε τι θα φορέσει, έβαλε το σμαραγδί πανωφόρι της, ένα σκουφί, γάντια στα χέρια, και κασκόλ καλά δεμένο γύρω από το λαιμό της και έτσι όπως ήταν σαν κρεμμύδι, ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος της και βγήκε έξω. Τα περισσότερα ρούχα της θα τα χαρακτήριζε κάποιος ως άτονα και άχρωμα. Ήθελε να περνάει απαρατήρητη από την εποχή που είχε μπει στην εφηβεία. Είχε βαρεθεί που σε όλα της τα παιδικά χρόνια η μάνα της την έντυνε με φανταχτερά ρούχα, οπότε προτιμούσε, γκρι, μαύρα και λευκά. Άλλωστε απ’ όταν είχε φύγει από την Ισπανία θεωρούσε ότι ήταν σε φάση μόνιμου πένθους, δε χρειαζόταν όλη αυτή η έκρηξη χρώματος που την ανάγκαζε η Σάρα. «Έπρεπε να είχες γεννηθεί αγόρι» της έλεγε εκείνη και η Σεσίλια μυστικά συμφωνούσε. Το σμαραγδί, μακρύ παλτό της ήταν μια μικρή επαναστατική πράξη ενάντια στον εαυτό της και σε όλα όσα θεωρούσε η μάνα της για εκείνη. Ήταν λίγο παράξενο που είχε κλείσει τα είκοσι τέσσερα και όμως την απασχολούσαν όλα όσα της είχε πει κατά καιρούς η μητέρα για τον χαρακτήρα της. Μπορεί να μη ζούσε βάσει όλων αυτών και να τα αγνοούσε, όμως πολλές φορές όταν έκανε ή έλεγε κάτι, όταν συμπεριφερόταν με κάποιον τρόπο ‘‘μη αποδεκτό’’ άκουγε στο μυαλό της τη φωνή της Σάρας να την σχολιάζει, με μια ξινισμένη έκφραση που μεταμόρφωνε το πρόσωπο της. Όταν ήταν μικρή και ζούσαν με τον πατέρα, η Σάρα ήταν η μαμά της, είχε πάντα δίκιο και έπρεπε να την υπακούει. Είχε τον τρόπο να επιβάλλεται η Σάρα, μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στην εφηβεία ξεκίνησαν σκληρές αντιπαλότητες ανάμεσα σε μάνα και κόρη, πλέον δεν υπήρχε τυφλή εμπιστοσύνη στην κρίση της, η κόρη τα ζύγιζε και συνήθως τα αμφισβητούσε όλα και έτσι ξεκινούσαν οι μάχες τους. Τον περισσότερο καιρό που ήταν στο σπίτι ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της, με μια πινακίδα κλεμμένη από τον δρόμο που έγραφε STOP. Εντελώς αγορίστικη συμπεριφορά, η μάνα της δε συμπαθούσε τις κλειστές πόρτες και με κόπο κατάφερε να ορίσει και να κλείσει τα σύνορα της η Σεσίλια. Μέσα στο δωμάτιο της διάβαζε, ζωγράφιζε, ονειρευόταν και έκανε ό,τι κάνει ένα παιδί της αντίστοιχης ηλικίας.

Το μεγάλο της πάθος ήταν η Ισπανία, όμως μέχρι να ενηλικιωθεί ήταν υποχρεωμένη να μείνει με τη μητέρα της και ύστερα που μπορούσε να φύγει αποφάσισε αντί να φορτωθεί στον πατέρα της και να τον φορτωθεί και η ίδια να ανεξαρτητοποιηθεί εντελώς. Επιπλέον όσο κι αν αγαπούσε τον Ισπανό, η μεγαλύτερη ανησυχία της ήταν πάντοτε, μήπως αν χρειαζόταν να μείνει μαζί του ξανά, απομυθοποιούταν και αντιλαμβανόταν η ίδια ότι η εικόνα του ήταν επίπλαστη από το μυαλό της και την απουσία του. Άλλωστε και ο Ερνέστο είχε ξαναχτίσει τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα. Είχε κάνει όπως και η μητέρα της άλλα δυο παιδιά, δε χρειαζόταν και τη μεγάλη του κόρη από τον πρώτο του γάμο μέσα στα πόδια της νέας του οικογένειας. Πολλές φορές η Σεσίλια είχε αναρωτηθεί αν ανταγωνίζονταν οι γονείς της μεταξύ τους, είχε λόγους που την έτρωγε αυτή η υποψία αν και κάποιος θα τους χαρακτήριζε παιδαριώδεις. Κανείς δε γνώριζε για την ύπαρξη γυναίκας στη ζωή του Ερνέστο ώσπου η μητέρα της είχε παντρευτεί τον Mark. Τότε τους αιφνιδίασε ο πατέρας της με το πρόσκληση γάμου που είχε στείλει στην κόρη τους. Κι ενώ έκανε το πρώτο παιδί η Σάρα με τον εγγλέζο, σχεδόν αμέσως έμεινε έγκυος και η Μαρισόλ από τον Ερνέστο. Γεννώντας και το δεύτερο παιδί η Μαρισόλ, η μάνα της η οποία ως τότε ισχυριζόταν ότι της έφταναν η Σεσίλια και ο γιός της έμεινε και πάλι έγκυος. Τελικά ίσως αυτοί οι δύο αγαπιόνταν ακόμα και επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το δείξουν, ανταγωνίζονταν μυστικά ο ένας τη ζωή του άλλου.

Μπήκε μέσα στο μαγαζί, και αφού σήκωσε το χέρι ψηλά, δείγμα χαιρετισμού κατευθύνθηκε προς το «χειρουργείο» της, έτσι ονόμαζε το δωματιάκι που της είχε παραχωρήσει ο Τζίμη, μόλις αντιλήφθηκε το ταλέντο της στα τατουάζ. Σε αντίθεση με το διαμέρισμα της εκεί μέσα υπήρχε η απόλυτη τάξη, και όλα ήταν καθαρά και αποστειρωμένα. Τα εργαλεία της στα συρτάρια, τα μελάνια με τα χρώματα σε κλειδωμένα ντουλάπια με κωδικούς, τα διάφορα βιβλία με σχέδια σε συρτάρια και στο τοίχο κρεμασμένες ζωγραφιές, και ένας χάρτης της Ισπανίας και φυσικά ένας της Ιρλανδίας μαζί με το τμήμα της Βόρειας Ιρλανδίας όπου κατεχόταν από τους Άγγλους. Όχι ότι είχε μεγάλη σκασίλα για τα ιρλανδικά θέματα, απλά γούσταρε να μπαίνει στο μάτι των εγγλέζων. Μάλλον εξαιτίας του Μαρκ, ο οποίος ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι έτρεφε ευγενή αισθήματα για εκείνο το κοριτσάκι που το είχε αναλάβει από την ηλικία των δέκα περίπου ετών, μόνο που εκείνη δεν του είχε επιτρέψει ποτέ να της το δείξει, έτσι όπως είχε θωρακιστεί στον εαυτό της, οπότε μάλλον λόγω της μάνας της τον είχε βάλει το χάρτη, αν και θα προκαλούσε μπελάδες στον εαυτό της. Ο Τζίμη ήταν ουαλός οπότε δε νοιαζόταν για τις διαμάχες Άγγλων - Ιρλανδών, φτάνει να μην ανήκε στον ΙΡΑ, κάτι για το οποίο τον είχε διαβεβαιώσει με μια απλή αποστομωτική φράση.

-Θα ήμουν τρελή αν ήμουν στο ΙΡΑ, να το διατυμπανίζω με αυτόν τον τρόπο, θα κράταγα πιο χαμηλό προφίλ.

-Ξέρω και εγώ, έχει γεμίσει ο κόσμος τρελούς επαναστάτες που διατυμπανίζουν το κάθε τι.

-Είναι θέμα να ξεμπερδέψεις τους πραγματικούς επαναστάτες από τους τρελούς πλέον, όμως μην ανησυχείς η επανάσταση μου σταματάει στο τατουάζ.

-Θα έχεις προβλήματα με αυτό το χάρτη.

-Γι’ αυτό τον έβαλα, για να διώχνω τους φανατικούς από πελάτες και να τους στέλνω σε σένα. 

Τελικά το πρόβλημα ήταν μικρότερο από όσο πίστεψαν. Κάποιοι είχαν κάνει παράπονα στο Τζίμη για την προκλητική συμπεριφορά της υπαλλήλου του, όμως δεν ήταν πολλοί. Οι υπόλοιποι μπορεί απλά να μην ενδιαφέρονταν για τα σύνορα, άλλωστε δεν ήταν μόνο Άγγλοι όσοι ήθελαν τατουάζ, η Αγγλία είχε γίνει ένα διεθνές άστυ, στο οποίο είχαν μαζευτεί όλων των λογιών οι φυλές. Κάτι πιτσιρίκια, μπορεί να γνώριζαν απλά ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν μια ‘‘αυτοκρατορία’’ χωρίς να γνωρίζουν όμως και επακριβώς τα σύνορα της. Και πάει λέγοντας. Άλλωστε το χέρι της Σεσίλια ήταν πολύ καλό, και είχε πάντα να προτείνει κάτι εναλλακτικό στους πελάτες της. Οπότε ποιος χέστηκε για το τι μπορεί να είχε κρεμασμένο στον τοίχο του χώρου της. Όλοι μας πιστεύουμε αυτά που θέλουμε να πιστεύουμε ας πίστευε κι εκείνη αυτά που γούσταρε, άλλωστε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απειλείται από τίποτα!           

 

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Γκράχαμ

 

Έπρεπε να το πάρει απόφαση επιτέλους. Όσο και να κοίταζε την οθόνη μπροστά του, δε θα έγραφε άλλο. Έβλεπε το δρομέα να αναβοσβήνει ανυπόμονα, μα το μυαλό του είχε αδειάσει από ιδέες. Ένα διάλειμμα, αυτό χρειαζόταν. Αναστέναξε κουρασμένα και σηκώθηκε από το γραφείο του. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Ο Γκράχαμ κοίταξε έξω από το παράθυρο του, το φωτισμένο δρόμο. Είχε νυχτώσει εδώ και ώρες, αλλά ήταν πολύ απορροφημένος με την εργασία του για να το καταλάβει. Άναψε ένα μικρό φωτιστικό δαπέδου δίπλα από το κρεβάτι του και ξάπλωσε πάνω από τα σκεπάσματα, κοιτώντας το ταβάνι.

Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, εκεί γύρω στα γενέθλια του, τον έπιανε αυτή η μελαγχολία. Όχι ότι τον υπόλοιπο χρόνο ήταν ο τύπος που ξεφάντωνε, αυτό άλλωστε ήταν και το μεγάλο παράπονο των κολλητών του, μα αυτή η περίοδος ήταν γι’ αυτόν πιο ψυχοπλακωτική, αφού του θύμιζε τη μικρή του «Επανάσταση», όπως την έλεγε η μεγάλη του αδερφή. Τίποτα το ακραία δραματικό ή θλιβερό, όμως όπως όλες οι επαναστάσεις, έτσι κι η δική του, είχε τα αίτια, τα αποτελέσματα και φυσικά τα θύματα της.

Κύρια αιτία, ήταν η ευτυχία του. Βασικά, η έλλειψη της. Ήταν σχεδόν 20 χρονών τότε και λίγο πριν ξεκινήσει το τρίτο έτος των οικονομικών σπουδών του,  συνειδητοποίησε ότι όσα περιελάμβανε η καθημερινότητα του, δεν ήταν δική του επιλογή.

Σίγουρα η αμφιβολία υπήρχε μέσα του από την αρχή, αλλά κάπου ήλπιζε ότι θα συνήθιζε και θα κατάφερνε επιτέλους να χωρέσει στο καλούπι που του είχαν φτιάξει. Άλλωστε αυτό έκανε όλη του τη ζωή, πάλευε να ευχαριστήσει τα πρότυπα των άλλων. Γιατί λοιπόν να μην το επιτύγχανε και πάλι;

Καθώς κυλούσε όμως ο χρόνος η ματαιότητα του αγώνα του ήταν ολοφάνερη και μετά από τις καλοκαιρινές διακοπές εκείνης της χρονιάς, το πήρε απόφαση πως είχε έρθει ο καιρός να πάει κόντρα σε όλους. Και κυρίως, στον πατέρα του.

Με προσωπικότητα εντελώς αντίθετη από τη δική του, ο δυναμικός πατέρας του ήταν αυτός που τον έστρεψε στις οικονομικές σπουδές, πιστεύοντας  πως κάποια στιγμή ο μοναχογιός του θα αναλάμβανε την οικογενειακή επιχείρηση. Μέσα του ο Γκράχαμ δεν τον αδικούσε. Ήξερε πόσο είχε αγωνιστεί ο πατέρας του για όσα είχε αποκτήσει. Τι πιο φυσιολογικό να θέλει λοιπόν να συνεχιστεί το έργο του και να ακολουθήσουν τα παιδιά του, τον δικό του επιτυχημένο δρόμο. Όμως προς απογοήτευση του Γουάλι, οι κινήσεις των χρηματιστηριακών δεικτών, δεν ήταν ποτέ στη λίστα με τα ενδιαφέροντα του Γκράχαμ.

Μεγαλωμένος από πατέρα Λονδρέζο, με σκωτσέζικες ρίζες και μητέρα Ελληνίδα, ο Γκράχαμ έψαχνε πάντα τη δική του ταυτότητα. Φρόντιζε να προσαρμόζεται για να ταιριάζει με το περιβάλλον του, όμως ποιος πραγματικά ήταν; Ήταν πιο κοντά στο αυστηρό πρότυπο του πατέρα του, με την εργασιομανία και την ψυχρή οπτική των πραγμάτων, ή άνηκε στην ίδια κατηγορία με τη μητέρα του, που το μότο της ήταν «Ζήσε την κάθε σου μέρα σαν να είναι η τελευταία!»; Όποτε το σκεφτόταν, κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τους δικούς του.

Οι γονείς του, Γουάλι και Μαργαρίτα ή Μάγκι εδώ και πολλά χρόνια, δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τη διαφορετικότητα τους. Ίσα, ίσα που αυτό ήταν που συντηρούσε τη φλόγα μεταξύ τους. Πέρα από χαζούς καυγάδες και μικροπαρεξηγήσεις, είχαν πάντα τον τρόπο να τα βρίσκουν κάπου στη μέση.

Γνωρίστηκαν τον καιρό που η Μάγκι, βρισκόταν στο Λονδίνο για να σπουδάσει ιστορία της τέχνης και ο Γουάλι, έκανε τα πρώτα του βήματα σε μια μικρή ως τότε επενδυτική εταιρία. Η νεαρή νησιώτισσα, εντυπωσιάστηκε από τους λεπτούς τρόπους του γοητευτικού άγγλου και εκείνος, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο θερμό κορίτσι από τη Μεσόγειο, που ήταν η προσωποποίηση της χαράς. Μετά από μια επεισοδιακή πρώτη γνωριμία σε ένα από τα πάρτι της φοιτητικής εστίας της Μάγκι, όπου ο Γουάλι ως άλλος ιππότης, έσωσε την δεσποσύνη από έναν μόνιμο λεκέ κόκκινου κρασιού στο λευκό της φόρεμα, ακολούθησε μία σύντομη σχέση ενός περίπου χρόνου και στη συνέχεια, ένας απλός γάμος. Μπορεί να βρίσκονταν στο άνθος της ηλικίας τους, μα ένιωθαν πως ήταν γραφτό να είναι μαζί. Έτσι, το γεγονός ότι ο Γουάλι τότε, ήταν στην κατώτερη μισθολογική κλίμακα και το ότι η Μάγκι ήταν στο τρίτο έτος των σπουδών της, δεν τους εμπόδισε να ξεκινήσουν την κοινή τους ζωή.

Ο Γκράχαμ θαύμαζε τη σχέση τους. Δεν τα είχαν πάει και άσχημα άλλωστε. Ο γάμος τους, μετρούσε ήδη τριάντα κάτι χρόνια, ακίνητα, αξιοζήλευτες καταθέσεις και τρία παιδιά. Δεν ισχυρίστηκαν ποτέ, ότι όλα τους ήρθαν ρόδινα. Μέχρι να καταφέρει ο Γουάλι να ανέβει στην εταιρία του, τα σκαμπανεβάσματα στη ζωή τους διαδέχονταν το ένα το άλλο σαν τα κύματα της θάλασσας. Όμως ο πατέρας του Γκράχαμ ήταν έξυπνος, πεισματάρης και εργατικός. Εκπαιδεύτηκε, έκανε λάθη, έμαθε και στο τέλος πέτυχε. Στα τριάντα του χρόνια, είχαν περάσει στην κατοχή του οι μισές μετοχές της εταιρίας απ’ όπου είχε ξεκινήσει και την οποία αργότερα, αγόρασε εξολοκλήρου.

Στο μεταξύ η Μάγκι, ολοκλήρωσε τις σπουδές της και έπιασε δουλειά σε μια διακεκριμένη γκαλερί.  Η εξέλιξη της, ήταν ανάλογη του συζύγου της και χάρη στο ταλέντο της, σήμερα είχε τον δικό της χώρο και τη δυνατότητα να φιλοξενεί, εκτός από τις εκθέσεις σύγχρονων, επιφανών καλλιτεχνών, έργα αγνώστων, τα οποία θεωρούσε πως έχουν τη δική τους φωνή και που η έμπειρη ματιά της, ανακάλυπτε πολλές φορές ακόμα και στο δρόμο.

Μέσα σε όλη αυτή την ταχύρυθμη επιτυχία, απέκτησαν τη Λόρνα, την πρώτη τους κόρη, κι ένα χρόνο αργότερα τον Γκράχαμ. Κι εκεί που πίστευαν πως όλα ήταν τακτοποιημένα και πως η τετραμελής οικογένεια τους ήταν υπερπλήρης, προέκυψε η Άιλα. Με διαφορά δεκαέξι χρόνων από τον αδερφό της, η Άιλα, ή το τερατάκι, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, ήρθε να ταράξει τα νερά και να κλέψει τις καρδιές τους.

Ξαπλωμένος ακόμα, ο Γκράχαμ έτριψε τη μύτη του ανάμεσα στα μάτια. Η εργασία του, τον περίμενε ημιτελής και παρόλο το διάλειμμα του, το μυαλό του δεν καθάρισε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κάθισε βαριά στην καρέκλα του γραφείου του. Έσυρε το δάχτυλο του στην πινακίδα αφής του φορητού υπολογιστή του και η οθόνη φώτισε σε λίγα δευτερόλεπτα, ανοίγοντας στην επεξεργασία του κειμένου, ακριβώς εκεί που την είχε αφήσει. Ακούμπησε στο γραφείο του, στηρίζοντας το κεφάλι του με την παλάμη του και άρχισε να πατάει άσχετα κουμπιά στο πληκτρολόγιο του. Η ημερομηνία παράδοσης της εργασίας του, όλο και πλησίαζε κι αυτός καθόταν και έπαιζε. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, μα το μόνο που στριφογύριζε στο μυαλό του  ήταν εκείνη η μέρα. Παρά το ότι είχαν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια, είχε καρφωθεί στη μνήμη του, σαν να ήταν μόλις χτες.

Σε όλη του τη ζωή, υπήρξε ήρεμος, φιλήσυχος και γενικά υπάκουος. Δεν ήταν ότι έκανε κάποια προσπάθεια γι’ αυτό. Ήταν στη φύση του. Μικρός διάβαζε, δεν έκανε ζημιές, δε μάλωνε με την αδερφή του και ακολουθούσε το πρόγραμμα που του επέβαλλαν οι δικοί του χωρίς καμία αντίρρηση. Και σαν έφηβος ακόμα, υπήρξε υπόδειγμα. Ούτε κοπάνες από το σχολείο ή άσκοπα ξενύχτια, ούτε τσακωμοί με φίλους ή αντιδραστική στάση.

Ίσως γι’ αυτό ο Γουάλι θεώρησε, πως όταν ήρθε η ώρα ο γιος του να επιλέξει τι θα κάνει στη ζωή του, έπρεπε να πει τη γνώμη του και με τα πολλά, να του επιβάλλει την φοίτηση στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου με κατεύθυνση, τι άλλο φυσικά από τα οικονομικά. Η Μάγκι που πίστευε πως ο σύζυγος της το είχε παρατραβήξει, είχε τις αντιρρήσεις της, μα η σχεδόν απαθής αντιμετώπιση του θέματος από τον Γκράχαμ, επέτρεψε στην άποψη του Γουάλι να επικρατήσει.

Κάπως έτσι, ξεκίνησε στο πανεπιστήμιο, όπου όπως και με οτιδήποτε άλλο είχε καταπιαστεί, τα πήγαινε εξαιρετικά. Ήταν τυπικός, επιμελής και καθόλου ευτυχισμένος. Ώσπου το καλοκαίρι πριν γίνει 20 χρονών, η Μάγκι χάρη σε αυτό το ένστικτο της μητέρας που καμιά φορά δουλεύει καλύτερα και από ακτίνες Χ, θέλησε να του κάνει δώρο ένα ταξίδι για να ξεσκάσει. Και που καλύτερα φυσικά από τη χώρα της και το νησί της.

 Εκείνος στην αρχή ήταν επιφυλακτικός, αλλά μη θέλοντας να κακοκαρδίσει τη μητέρα του αποφάσισε να πάει. Αυτό ήταν. Κάτι η ανεξαρτησία του εκείνες τις βδομάδες, κάτι ο ήλιος, η θάλασσα, και οι πολιτισμικοί θησαυροί που αντίκρισε, τον έκαναν άλλο άνθρωπο.

Λόγω της καταγωγής της μητέρας του, η γλώσσα δεν ήταν πρόβλημα. Τη μιλούσε σε αρκετά καλό επίπεδο και μάλιστα με ελάχιστη προφορά. Αυτό και μόνο, του επέτρεψε να αλωνίζει ασταμάτητα στο νησί, όλη μέρα. Γνώρισε κόσμο, διασκέδασε, μα πάνω από όλα βρήκε τη μεγάλη του αγάπη. Την αρχαιολογία.

Η τέχνη, ήταν πάντα κομμάτι της ζωής του και με κάποιο τρόπο, ένιωθε πως του ταίριαζε. Δεν μπορούσε να μετρήσει το χρόνο που είχε περάσει στην γκαλερί της μητέρας του, ανάμεσα σε τόσα και τόσα έργα τέχνης. Άλλα, τα έβλεπε με θαυμασμό και άλλα με απορία. Κανένα συναίσθημα απέναντι τους όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που ένιωσε όταν αντίκριζε τους θησαυρούς της χώρας της μητέρας του. Τις απλές γραμμές, τη λεπτομέρεια πάνω στο λευκό μάρμαρο, την αντοχή στο χρόνο.

Επέστρεψε στο Λονδίνο, πιο θλιμμένος από ποτέ, αφού κάθισε στην Ελλάδα παραπάνω από όσο είχε κανονίσει, για να επισκεφθεί κι άλλους αρχαιολογικούς χώρους και φυσικά την Ακρόπολη. Αλλά γύρισε μόνο το σώμα του. Το μυαλό του και η καρδιά του, έμειναν πίσω.

Το μετέπειτα διάστημα, ήταν εφιαλτικό. Με την έναρξη του νέου έτους να πλησιάζει όλο και περισσότερο ένιωθε σαν το θηρίο στο κλουβί. Μην έχοντας όρεξη να κάνει τίποτα και να δει κανέναν, κυκλοφορούσε σαν φάντασμα, χαμένος στις σκέψεις του, ψάχνοντας διέξοδο.

Πρώτη, παρατήρησε την αλλαγή η Λόρνα. Η κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη αδερφή του, υπήρξε πάντα ο άνθρωπος που τον άκουγε περισσότερο από όλους. Είχαν μια δεμένη σχέση, παρότι σαν χαρακτήρες, ήταν η μέρα με τη νύχτα. Η Λόρνα ήταν αποφασιστική κι αεικίνητη, σε αντίθεση με τον ίδιο, που το να ακολουθεί κανόνες και οδηγίες, είχε γίνει πλέον, φυσικό αντανακλαστικό του.

Η αδερφή του όμως, δε λογάριαζε περιορισμούς. Από μικρή ισχυριζόταν ότι ήθελε να ασχοληθεί με την επιχείρηση του πατέρα τους, προσπερνώντας το γεγονός ότι ο Γουάλι μεροληπτούσε υπέρ του Γκράχαμ για τη διαδοχή του στη θέση του διευθυντή. Οι  μετ’ επαίνων σπουδές της στο μάνατζμεντ πάντως, της χάρισαν μικρές νίκες, μιας και τώρα είχε μια θέση στο διοικητικό συμβούλιο και εργαζόταν πλάι στα υψηλόβαθμα στελέχη της επιχείρησης.

Νιώθοντας ότι ξέρει τον αδερφό της, παραπάνω από όσο ο Γκράχαμ τον εαυτό του, δεν μπόρεσε να αγνοήσει τις ξαφνικές, αναίτιες εκρήξεις του, ούτε την αναπάντεχη αφηρημάδα. Ύστερα από έναν ακόμα καυγά, με αφορμή ένα τσαλακωμένο εξώφυλλο περιοδικού, ο Γκράχαμ εξομολογήθηκε στη Λόρνα τους ενδοιασμούς του.

Εκείνη, τον ενθάρρυνε να σκεφτεί τις επιλογές που είχε και όταν ο Γκράχαμ άπλωσε στην αγκαλιά της, όλο το υλικό και τις πληροφορίες που είχε μαζέψει για σπουδές στην αρχαιολογία, δεν μπόρεσε παρά να εντυπωσιαστεί με το πόσο είχε ασχοληθεί με το θέμα, σημάδι ότι δεν ήταν κάποιο παροδικό καπρίτσιο, αλλά μια απόφαση ζωής. Από τότε, το μόνο που έκανε ήταν να του πιπιλίζει το μυαλό, μέχρι να κάνει το επόμενο βήμα για την μικρή και σε πρώτη φάση του σχεδίου του, κρυφή «Επανάσταση». Και τελικά, το έκανε.

Νιώθοντας τύψεις κι ενοχές που είχε άλλους σκοπούς για τα χρήματα που οι γονείς του πίστευαν πως επενδύουν στο μέλλον της οικογενειακής επιχείρησης, αλλά όχι αρκετές, ώστε να κάνει πίσω και με τη βοήθεια της αδερφής του, κατάφερε να διακόψει τη φοίτηση του στα οικονομικά  και να γραφτεί στο τμήμα αρχαιολογίας. Βέβαια τον ευνόησε και το γεγονός ότι από το πουθενά άνοιξε μία θέση στους πρωτοετής στο τμήμα της αρχαιολογίας, στο πανεπιστήμιο του. Αυτό τον έκανε πιο αισιόδοξο και σκέφτηκε ότι η μοίρα με αυτή την ευκαιρία που του έδινε ήταν σαν να του έδειχνε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.

Στους γονείς του δεν είπε τίποτα, τουλάχιστον μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν είχε κάνει γκάφα και μέχρι να έχει κάποια αποτελέσματα να παρουσιάσει. Ξεκίνησε τα μαθήματα, το διάβασμα και γενικά όλες του τις παλιές συνήθειες, μόνο που τώρα δεν αναγκαζόταν να υποκρίνεται πως σύμφωνα με τα δεδομένα που τους έδινε ο καθηγητής, είναι προφανής η πτωτική πορεία της μετοχής, αλλά να ακούει απορροφημένος τις αναλύσεις του καθηγητή Άτκινσον για την εξέλιξη των πολιτισμών μέσα από την τέχνη.

Το πρωινό των εικοστών του γενεθλίων, στα τέλη του Οκτώβρη και με μόλις λίγες εβδομάδες φοίτησης στην αρχαιολογία, αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο με τα ψέματα κι έτσι ανακοίνωσε στους δικούς του ότι παρατάει τα οικονομικά. Οι φωνές και το κακό που επικράτησαν εκείνη την ημέρα στο σπίτι τους, δεν είχαν προηγούμενο. Μα όσο και να προσπάθησε ο Γουάλι να τον τρομοκρατήσει με απειλές και προειδοποιήσεις, ο Γκράχαμ δεν έσπασε.

Αποτέλεσμα της «Επανάστασης» ήταν ότι τελικά, για πρώτη φορά, έκανε αυτό που ήθελε. Πήρε το πτυχίο του στην αρχαιολογία, συνέχισε με το Master και πλέον φοιτούσε στο δεύτερο έτος του διδακτορικού του.

Δεν το μετάνιωσε ποτέ, παρότι δεν ήταν όλα όπως τα ονειρευόταν. Μπορεί να μην τον πείραζε το άγχος και η πίεση των μαθημάτων, αλλά είχαν αλλάξει πολλά πράγματα από εκείνη την ημέρα. Πρώτα από όλα, δεν έμενε πλέον σπίτι του. Για να αποφύγει τις διαφωνίες με τον πατέρα του και τη θλίψη στα μάτια της μητέρας του, επέλεξε να μένει στους κοιτώνες που παρείχε το πανεπιστήμιο στους φοιτητές του. Κάτι, που σίγουρα δεν του βγήκε σε κακό.

Από τις πρώτες κιόλας μέρες, η καινούργια του αυτονομία, τον ενθουσίασε. Βρισκόταν στο κέντρο του Λονδίνου, σε μικρή απόσταση από το πανεπιστήμιο και από όλα τα μέρη που θα σύχναζε ένας φοιτητής. Επίσης σύντομα, άρχισε να εργάζεται ως βοηθός του καθηγητή του, για να μπορεί να καλύπτει τα έξοδα του, χωρίς να στηρίζεται τόσο στη βοήθεια της μητέρας του.

Γιατί αυτό ήταν το χειρότερο όλων. Το μεγαλύτερο θύμα της «Επανάστασης», ήταν η σχέση του με τον πατέρα του. Έχοντας από τη μια το κλασσικό πείσμα του Γουάλι και από την άλλη, την πρωτοφανή, ακλόνητη αποφασιστικότητα του Γκράχαμ, το πράγμα δεν πήγαινε καθόλου καλά. Φυσικά, εκείνος συνέχιζε να πηγαίνει πότε, πότε σπίτι τους για να επισκεφθεί τη μητέρα του και την Άιλα, αλλά οι συναντήσεις του με τον πατέρα του ήταν ελάχιστες πια και όταν συνέβαιναν, δεν είχαν ποτέ αίσιο τέλος. Εκτός του ότι ο Γουάλι δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για το αντικείμενο και την πρόοδο του γιου του, είχε φροντίσει να κοπούν όλες οι παροχές που μέχρι τα είκοσι του, έρρεαν άφθονες. Ο Γκράχαμ, δε νοιαζόταν για τα χρήματα, ωστόσο με την κίνηση αυτή, η Μάγκι αναγκάστηκε να παίζει το ρόλο κατάσκοπου στην προσπάθεια της να στηρίζει όσο μπορούσε τον γιο της και ταυτόχρονα, να μην ταράζει την οικογενειακή αρμονία, πηγαίνοντας κόντρα στο σύζυγο της.

«Αρκετά. Τέλος για σήμερα!», μονολόγησε αποφασιστικά. Έσβησε μονομιάς ότι χαζομάρα είχε πληκτρολογήσει, έσωσε το αρχείο και απενεργοποίησε τον υπολογιστή του. Κοίταξε το ρολόι του. Δεν ήταν πολύ αργά. Ίσως προλάβαινε να πάρει κάποιον από τους κολλητούς του για καμιά μπύρα.

Πήρε το κινητό του στο χέρι και εκείνο έσκουξε παραπονεμένα. Η μπαταρία του είχε σχεδόν εξαντληθεί, όμως μπορούσε ακόμα να δει τις κλήσεις που είχε αγνοήσει και τα μηνύματα που δεν είχε διαβάσει. Το έβαλε στη φόρτιση πριν κλείσει για τα καλά και πλοηγήθηκε στο μενού, για να ελέγξει ποιος τον είχε αναζητήσει. Η εξής μία.

Έξι κλήσεις και δύο μηνύματα από τη Γκρέις. Άλλος ένας λόγος για να είναι κακοδιάθετος. Ξεφύσησε νευριασμένα και πέταξε το κινητό στην άκρη. Δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρωθεί σε τίποτα και σε κανέναν σήμερα. Πήγε γραμμή στην ντουλάπα του και πήρε τον αθλητικό του σάκο. Έχωσε μέσα μια πετσέτα, μία αλλαξιά εσώρουχα, μια φόρμα και ένα φούτερ με κουκούλα και βγήκε από το δωμάτιο του σαν κυνηγημένος, αφήνοντας το φωτιστικό αναμμένο.

Το κρύο του έκανε καλό.  Το μάλλινο πουλόβερ του, τον προστάτευε αρκετά ώστε να μην παγώσει, ενώ άφηνε τη δροσιά να τον αναζωογονήσει. Δεν είχε να διανύσει μεγάλη απόσταση κι έτσι δεν μπήκε στην διαδικασία να φορέσει κάτι πιο ζεστό. Η πισίνα όπου συνήθιζε να πηγαίνει, στεγαζόταν δύο δρόμους πιο κάτω, σε ένα γυμναστήριο το οποίο παρέμενε ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο, δίνοντας τη δυνατότητα στον Γκράχαμ να πηγαίνει όποτε χρειαζόταν να αποφορτιστεί λιγάκι.

Ήταν μαθητής ακόμα, όταν ανακάλυψε ότι η κολύμβηση τον χαλάρωνε. Δύο προπονητές και τρεις γυμναστές μέχρι τώρα, είχαν προσπαθήσει να τον κάνουν να ασχοληθεί πιο σοβαρά, μα εκείνος πάντα θεωρούσε πως ήταν απλά ένα χόμπι. Με τα χρόνια βέβαια το άθλημα, τον είχε βοηθήσει πολύ. Διατηρούταν σε καλή φυσική κατάσταση και δεν είχε κανένα παράπονο που το νερό και η άσκηση είχαν δώσει ένα σχήμα στο κορμί του, κάνοντας πολλά κορίτσια στο δρόμο να γυρνάνε. Αν και δεν ήταν μόνο το λεπτό σώμα με τις ανοιχτές πλάτες που εντυπωσίαζε.

Είχε κληρονομήσει τα ελληνικά χρώματα της μητέρας του και σε αντίθεση με τις πυρόξανθες αδερφές του, εκείνος είχε πυκνά, σκούρα μαλλιά, καστανοπράσινα μάτια και σταρένιο δέρμα. Όλα αυτά, συν το αρκετά ψηλό παράστημα του, τον έκαναν να ξεχωρίζει ανάμεσα στους κοκκινομάλληδες και ξανθούς φίλους του.

Όμως, ούτε αυτό τον απασχολούσε ιδιαίτερα. Το ιστορικό του, μετρούσε μονάχα δύο μακροχρόνιες σχέσεις. Μία που ξεκίνησε στην εφηβεία και έληξε λίγο μετά το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο και φυσικά τη Γκρέις.

Λιγομίλητος και δίνοντας την εντύπωση του ντροπαλού, δεν μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει γυναικοκατακτητή, αλλά τουλάχιστον, είχε κάνει μία φορά το πρώτο βήμα. Τότε, με την Πατρίσια στο σχολείο. Λίγο ατζαμίδικα ήταν η αλήθεια, αλλά δεν χρειάστηκε να το επαναλάβει με τη Γκρέις. Με εκείνη, τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους σαν από μόνα τους, σαν να έβλεπε τα γεγονότα να τρέχουν μπροστά του όπως στις ταινίες.

Η σκέψη της επέστρεψε και μαζί, ένα βάρος στο στήθος του. Καθώς περνούσε την πόρτα του γυμναστηρίου, αποφάσισε πως έπρεπε να της τηλεφωνήσει το πρωί. Χαιρέτησε τον Μπέρνι, το σωματώδη φύλακα και προχωρώντας στο διάδρομο, το επανέλαβε στον εαυτό του, σαν διαταγή. «Οπωσδήποτε, το πρωί».              

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 

Δυσάρεστες γνωριμίες

 

Τη συγκεκριμένη αίθουσα εστίασης τους την είχε παραχωρήσει ο Έλληνας. Έτσι ήταν γνωστός στους κύκλους του ο Σταύρος Μιζαμτζίδης, ο οποίος πολύ σύντομα, λόγω του επιχειρηματικού του ταλέντου, βρέθηκε από ένα μικρό μαγαζάκι να έχει στην κατοχή του ολόκληρη αλυσίδα εστιατορίων σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας. Μεγαλωμένος με ιστορίες της γιαγιάς του, που αναγκάστηκε μικρό παιδί μαζί με τους δικούς της να φύγουν από τα μέρη τους, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής και των διώξεων των ελληνικών πληθυσμών από τη γενέτειρα τους, ένιωσε μεγάλη συγκίνηση με το δράμα των προσφύγων της Συρίας. Αυτός ήταν κι ο λόγος που παρέδωσε μια παλιότερη αίθουσα εστίασης που πλέον χρησιμοποιούταν σαν αποθήκη, κι αφού ήρθε σε επικοινωνία με φίλους αλλά και με ανταγωνιστές, ξεκίνησε η τροφοδοσία του χώρου για τα γεύματα των προσφύγων που είχαν καταλήξει στο Λονδίνο.

«Τελικά μόνο μέσω της αλληλεγγύης μπορεί να ελπίζει η ανθρωπότητα! Κι ενώ οι πολιτικοί εκλέγονται για να μεριμνήσουν για τους λαούς τους, εκείνοι προκαλούν πολέμους, σκορπώντας τη δυστυχία και τον όλεθρο και από πάνω γκρινιάζουν επειδή υπάρχουν πρόσφυγες, τους οποίους οι ίδιοι δημιούργησαν διώχνοντας τους από τα σπίτια και τον τόπο τους». Αυτά ήταν τα λόγια εκείνου του κατσαρομάλλη, όταν του έκανε τατουάζ στο μπράτσο το σήμα της ειρήνης, ενώ γύρω από αυτό έγραφε κυκλικά το σύνθημα: «FUCK THE POLITICIANS ALL AROUND THE WORLD».

Ούτε η ίδια δεν είχε καταλάβει πως είχε μπλέξει σε όλη αυτή την ιστορία, και είχε ενδώσει στο να πηγαίνει όποτε μπορούσε να βοηθάει στο εστιατόριο του Έλληνα. Θυμόταν τον κατσαρομάλλη να της λέει απλά «Δυο χέρια παραπάνω πάντα είναι χρήσιμα»! Μην έχοντας και κάτι καλύτερο να κάνει αποφάσισε να βοηθήσει, άλλωστε όταν δεν ήταν στη δουλειά, περνούσε τις ώρες της μέσα στο διαμέρισμα να χουχουλιάζει κάτω από τις κουβέρτες ζωγραφίζοντας, μιας και δεν άντεχε το αναθεματισμένο, λονδρέζικο κρύο. Καλό θα της έκανε λοιπόν να βγαίνει κάπου και που στον έξω κόσμο. Και κάπως έτσι βρέθηκε ανάμεσα σε μια ομάδα γυναικών και αντρών που βοηθούσαν τους πρόσφυγες. Είχε αρχίσει όμως να της τη δίνει μια τύπισσα η οποία όπως όλα έδειχναν την είχε δει αρχηγός και ήταν όλο διαταγές: «Έλα εδώ εσύ», «Κάνε αυτό», «Πήγαινε εκεί». Ανάλογες συμπεριφορές πάντα εκνεύριζαν τη Σεσίλια, οπότε της Μπρουκ δε θα αποτελούσε εξαίρεση. Σε αντίθεση με τη γνώμη του κατσαρομάλλη που τη δικαιολογούσε λέγοντας ότι ήταν καλή, και ότι απλά ως επικεφαλής προσπαθούσε να διατηρεί την τάξη. Πώς να τους εξηγήσει όμως η Σεσίλια ότι ήταν αλλεργική με την τάξη.

Προσπαθώντας να αποφεύγει τις διαταγές της, προτιμούσε να μένει έξω, παρά το διαολεμένο κρύο και να βοηθάει τους άντρες στην εκφόρτωση των τροφίμων. Ήταν αστείο να βλέπει κανείς ένα κοριτσάκι αδύνατο και μικροκαμωμένο να μεταφέρει καφάσια και άλλα αντικείμενα από το parking εκφόρτωσης μέσα στο μαγαζί. Οι άντρες πάντα της έδιναν τα πιο ελαφριά όσο κι αν εκείνη γκρίνιαζε ότι δεν την άφηναν να κάνει μπράτσα και να γυμναστεί όπως επιθυμούσε. Όταν δεν προλάβαινε την παραλαβή προτιμούσε να σερβίρει, δεν ήθελε με τίποτα να βρίσκετε μέσα στην κουζίνα και να ακούει τις κραυγές μιας θεόμουρλης που έβγαζε όλο τον αυταρχισμό της πάνω σε άλλους εθελοντές και που στο τέλος έμενε ικανοποιημένη με τον εαυτό της, μιας και ήταν για καλό σκοπό. «Τα νεύρα της εξυπηρετεί, κανέναν καλό σκοπό!» κατέληγε η Σεσίλια, όμως κρατούσε την άποψη αυτή για τον εαυτό της, αφού δεν της χρειαζόταν να ακούει κι από πάνω να υποστηρίζουν την επικεφαλής, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας των εθελοντών.

Μπαίνοντας στο parking κατέβηκε από το ποδήλατο και πλησίασε τους άντρες που κεφάτοι άδειαζαν το φορτηγό και κουβέντιαζαν για τα αθλητικά, πειράζοντας καλοπροαίρετα ο ένας τον άλλον.

-Να πας μέσα να βοηθήσεις, εκεί χρειάζονται περισσότερα χέρια.

-Να πας εσύ μέσα, το δικό μου πόστο είναι εδώ! Απάντησε γελώντας στον άντρα που ανεβασμένος πάνω στην καρότσα του φορτηγού έδινε πράγματα στους άλλους για να τα μεταφέρουν μέσα στην κουζίνα.

Ô

Κόντευε δύο όταν η Σεσίλια βγήκε από την αίθουσα εστίασης, με τόση δουλειά ούτε που είχε καταλάβει πως είχε περάσει η ώρα. Με την τσάντα να κρέμεται από τον ώμο της, ξεκίνησε να φτάσει στο ποδήλατο της, κρατώντας στα χέρια της μια αρμαθιά θα έλεγε κανείς με κλειδιά, που μέσα σε αυτά υπήρχε και αυτό που ξεκλείδωνε το  λουκέτο που είχε ασφαλισμένο το ποδήλατο της. Ήταν αργά όταν αντιλήφθηκε τον τύπο που περπατούσε πίσω της. Με μια σπρωξιά η Σεσίλια βρέθηκε στο έδαφος, ενώ εκείνος έχοντας αρπάξει την τσάντα της, τρεπόταν σε φυγή. Ζαλισμένη στάθηκε στα πόδια της, όμως σχεδόν αμέσως θυμήθηκε ότι μέσα στην τσάντα υπήρχε το μπλοκ με τα καινούργια σχέδια. Τόση δουλειά χαμένη στα χέρια ενός κλεφτρονιού! Βιαστικά έσκυψε και ξεκλείδωσε την κλειδαριά και μην ξέροντας προς τα πού είχε πάει εκείνος, άρχισε να κάνει βιαστικά πετάλι πατώντας νευρικά την κόρνα του ποδηλάτου και φωνάζοντας στους διαβάτες να κάνουν στην άκρη. Όταν είδε έναν τύπο να τρέχει, που από τα χέρια του προεξείχε λουρί γυναικείας τσάντας, κατευθύνθηκε με το ποδήλατο της αμέσως προς τα πάνω του.

-Μα τι στην ευχή, κανείς δε νοιάζεται να σταματήσει τον κλέφτη! Μουρμούρισε και άρχισε να κάνει πιο γρήγορα πετάλι. Ο τύπος έστριψε, λίγα δευτερόλεπτα έπειτα έστριβε κι εκείνη, όμως προς μεγάλη της έκπληξη έπεσε πάνω σε ένα εμπόδιο και βρέθηκε για δεύτερη φορά πεσμένη στο έδαφος! Έμεινε για λίγο ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να ανακτήσει τις δυνάμεις της.

-Είσαι καλά; Τη ρώτησε ένας νεαρός άντρας που έσκυψε από πάνω της. Η Σεσίλια έστρεψε το βλέμμα της προς αυτόν ενώ προσπάθησε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της. Άσε με να σε βοηθήσω να σηκωθείς. Είπε και της έδωσε το χέρι του.

-Τι συνέβη; Τον ρώτησε η Σεσίλια ζαλισμένη.

-Προχωρούσα και έπεσες πάνω μου με το ποδήλατο… θέλησε να εξηγήσει ο νεαρός άντρας. Η Σεσίλια τον ξανακοίταξε, ένα νέο, ψηλό παιδί, με λερωμένο το πουλόβερ του από καφέ την κοίταζε μέσα στα μάτια. Ξαφνικά θυμήθηκε τον κλέφτη να την σπρώχνει και να τη ρίχνει κλέβοντας της την τσάντα που είχε μέσα το μπλοκ με τα καινούργια της σχέδια. Ώστε εξαιτίας αυτού, ο κλέφτης είχε βγάλει φτερά και είχε εξαφανιστεί. Ξαφνικά η οργή για τα χαμένα της σχέδια φούντωσε μέσα της και ψάχνοντας για εξιλαστήριο θύμα άρχισε να φωνάζει.

-Μα καλά δεν βλέπεις που πας;

-Ορίστε; Τη ρώτησε ξαφνιασμένος από τον τόνο και την επιθετικότητα που είχε η φωνή της.

-Ορίστε; Τον ειρωνεύτηκε. Έπεσες πάνω μου, και ο κλέφτης ξέφυγε με τα πράγματα μου, εκτός αυτού χτύπησα το πόδι μου και το ποδήλατο έχει τα χάλια του από την πτώση.

-Λυπάμαι γι’ αυτό που συνέβη αλλά δεν ήταν δικό μου το λάθος. Εσύ δεν πρόσεχες που πήγαινες με το ποδήλατο, και εσύ ήσουν αυτή που έπεσε πάνω μου οπότε μη ζητάς και τα ρέστα.

-Α, ώστε έτσι!

-Φυσικά. Κοίτα μόνο πως με έκανες, κι από πάνω φωνάζεις λες και σου χρωστάω.

-Μπήκες στη μέση κι άφησες τον αλήτη να μου ξεφύγει.

-Δεν το έκανα επίτηδες ξέρεις. Είπε και την κοίταξε εκνευρισμένος, αυτό του έλειπε να του τη λέει κι από πάνω το μικρό ξωτικό του Άγιου Βασίλη με τα κόκκινα μαλλιά και το πράσινο παλτό. Με αυτή τη σκέψη ένα ελαφρύ μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του.     

-Τι ακριβώς σου φαίνεται αστείο, τον ρώτησε η Σεσίλια που αναγνώρισε αυτό το χαζό, κοροϊδευτικό χαμόγελο και το εξεταστικό βλέμμα που την κοίταζε από πάνω ως κάτω.

-Τίποτα. Απάντησε ο νεαρός και έκανε μια προσπάθεια να κρύψει το χαμόγελο, που είχε αρχίσει να πλαταίνει στα χείλη του.

Η κοπέλα έσκυψε να σηκώσει το ποδήλατο της, μα μόλις έστρεψε το βλέμμα της πάλι πάνω του και είδε στο πρόσωπο του σχηματισμένο ένα πλατύ χαμόγελο, ένιωσε το δικό της πρόσωπο να γίνεται κατακόκκινο από εκνευρισμό. Άλλος ένας που περνούσε από κόσκινο την εμφάνιση της, μα πόσο ηλίθιος μπορεί να ήταν και πόσοι ηλίθιοι υπάρχουν σε αυτή τη χώρα και σε όλο τον κόσμο, τέλος πάντων. Ηνωμένο Βασίλειο της Βλακείας έπρεπε να μετονομαστεί αυτή η χώρα.

-Ξέρεις κάτι, του είπε στο τέλος, άντε και στο διάολο, και γυρνώντας του την πλάτη του σήκωσε το μεσαίο της δάχτυλο.

-Ωραίοι τρόποι, αντί να ζητήσεις συγνώμη και ευχαριστώ μου κάνεις χειρονομίες. Ούτε που νοιάστηκε να γυρίσει να τον κοιτάξει η Σεσίλια, τι θα άλλαζε άλλωστε; Το μπλοκ μαζί με το κινητό της είχαν χαθεί για πάντα. Εκείνη έπεσε και χτύπησε δυο φορές μέσα σε λίγη ώρα. Μάλωσε με ένα βλάκα που ήθελε να της το παίξει κι έξυπνος και για κερασάκι στην τούρτα είχε στραβώσει και η μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου. Ανάδρομος Ερμής ή γαμημένη πόλη με γαμημένους κατοίκους και σκατόκαιρο. 

Ô

Με την μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου να έχει στραβώσει από τη σύγκρουση και την πτώση που είχε προκαλέσει ο ηλίθιος εγγλέζος, η Σεσίλια δυσκολεύτηκε να επιστρέψει σπίτι της. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι έτσι όπως είχε καταντήσει, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να το αφήσει δίπλα σε ένα κάδο ανακύκλωσης και να πάρει καινούργιο. Θα ήταν μια λύση, αν δεν ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που αγόρασε με χρήματα από τη δουλειά της και δεν ένιωθε συναισθηματικά δεμένη με εκείνο το ποδήλατο. Για άλλη μια φορά η πρακτικότητα της επικαλέστηκε τη μητέρα της, «Πως είναι δυνατόν να νιώθεις περισσότερο δεμένη με τα αντικείμενα απ’ ότι με τη μητέρα και τα αδέρφια σου»! Παρά τον επικριτικό τρόπο που το έλεγε, άφηνε να ακούγεται και ένα παράπονο για τη μη αποδοχή της από τη μεγάλη της κόρη. Εκείνη αδιαφορούσε για το σχόλιο της Σάρας και παρέμενε σιωπηλή. Δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση μαζί της, ούτε να της εξηγήσει ότι ο λόγος ήταν το ότι είχε αφήσει όλα τα πράγματα της, πέρα από αυτά που θεώρησε απαραίτητα η μάνα της να πάρει μαζί της, όταν έφυγε από την Ισπανία με το χωρισμό των γονιών της. Το δωμάτιο της είχε μείνει ανέγγιχτο για πολλά χρόνια, ακόμα κι όταν ο πατέρας παντρεύτηκε με τη Μαρισόλ. Το παιδικό της δωμάτιο αποτελούσε άβατο, όμως ύστερα ήρθε το πρώτο παιδί και λόγω έλλειψης χώρου το δωμάτιο πέρασε στην ιδιοκτησία της αδερφής της, προφανώς και κάποια από τα πράγματα της. Αν και εντελώς εγωιστικά θα προτιμούσε τουλάχιστον τα πράγματα της να είχαν κλειστεί σε κούτες και να είχαν χωθεί στην αποθήκη από το να τα χαίρονται άλλα παιδιά ακόμα κι αν επρόκειτο για τα αδέρφια της. Βέβαια μόλις επισκέφτηκε τον πατέρα της και τη νέα του οικογένεια, βλέποντας την αδερφή της να φοράει ένα ρούχο δικό της και να κρατάει μία από τις κούκλες της, η ψευδαίσθηση χάθηκε.

Και σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, -η κλεμμένη τσάντα με το μπλοκ, οι δυο πτώσεις της και το διαλυμένο ποδήλατο- μια δυνατή βροχή ξέσπασε. Καμία εντύπωση δε θα της έκανε αν σήκωνε το κεφάλι της και έβλεπε ένα μοναδικό σύννεφο να βροντάει και να αστράφτει αποκλειστικά γύρω από την ίδια, ενώ θα άδειαζε την βροχή του επάνω της. «Υπέροχα» μουρμούρισε και σήκωσε το ποδήλατο στην πίσω του ρόδα για να το μεταφέρει πιο γρήγορα. Φτάνοντας στο σπίτι κι αφού παράτησε το όχημα της ξεκλείδωτο στην είσοδο, ανέβηκε στο διαμέρισμα της, πέταξε όλα της τα ρούχα και χώθηκε στο μπάνιο για να διώξει τις λάσπες και την ένταση της ημέρας. Το μόνο που μπορούσε να τη χαλαρώσει ήταν ένα καυτό μπάνιο. Βγαίνοντας από το ντους, στάθηκε μπροστά από την ντουλάπα, αφού φτερνίστηκε τρεις φορές συνεχόμενα, άνοιξε βιαστικά την πόρτα της ντουλάπας και άρχισε να ψάχνει ζεστά ρούχα για να ντυθεί.

Η ώρα κόντευε τέσσερις και ένιωσε το στομάχι της να διαμαρτύρεται, μπήκε στην μικρή κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. «Άνοστο εγγλέζικο φαγητό ή μια ωραία ζεστή σούπα λαχανικών, ισπανική συνταγή»; Η διάθεση της έκλινε προς το άνοστο και γρήγορο, άλλωστε η σούπα πόσο ωραία μπορεί να γίνει με τα τυποποιημένα λαχανικά από το σούπερ μάρκετ. Τελικά κατέληξε ότι η σούπα θα ήταν προτιμότερη μετά από το κρύο και τη βροχή που δέχτηκε από το λυσσασμένο καιρό της άθλιας αυτής χώρας. Πήρε ντομάτες, πράσινες και κόκκινες πιπεριές, κρουτόν, ψωμί και αγγούρι και ξεκίνησε να φτιάχνει μια παραλλαγμένη συνταγή του Ισπανικού φαγητού Γκασπάτσο. Βέβαια μιας και το Γκασπάτσο τρώγεται κρύο και εκείνη χρειαζόταν κάτι ζεστό, μόλις έφτασε ως ένα σημείο τη συνταγή, κι αφού είχε χτυπήσει στο μπλέντερ τα παραπάνω υλικά, με εξαίρεση το σκόρδο το οποίο σιχαινόταν, ζέστανε το μίγμα σε ένα κατσαρολάκι, κι αφού το αλάτισε και του έριξε ελαιόλαδο το έβαλε σε ένα πιάτο. Με τη σούπα να αχνίζει δίπλα της πήρε ένα φύλλο χαρτί και ξεκίνησε να ζωγραφίζει τα σχέδια του κλεμμένου μπλοκ.

Όσο και να μην ήθελε να το σκέφτεται, η οργή φούντωνε μέσα της. Όχι μόνο για τα χαμένα της σχέδια που όσο κι αν προσπαθούσε δεν κατάφερνε να τα αποτυπώσει στο χαρτί τόσο καλά όσο την πρώτη φορά. Αλλά εκνευριζόταν και όταν θυμόταν το νεαρό άντρα, με το πλατύ χαμόγελο και το βλέμμα που τη σάρωνε από πάνω ως κάτω, με εκείνο το περιπαικτικό ύφος. Κάτι τέτοια παιδάκια εκείνη τα είχε για πρωινό, όμως τι μπορούσε να του κάνει, ούτε που ήξερε ποιος ήταν, ούτε τον είχε ξαναδεί μπροστά της. Κρίμα γιατί ήθελε να ξεσπάσει κάπου για όσα είχε αναγκαστεί να υποστεί αυτή την καταραμένη μέρα, στην καταραμένη πόλη με τον χάλια καιρό.

«Ω, ξεκόλλα επιτέλους το μυαλό σου!» σκέφτηκε θυμωμένη και σηκώθηκε από τη θέση της. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ακόμα το πιάτο της με τη μισή σούπα που πλέον είχε κρυώσει και γύρω από αυτό, σκορπισμένα τσαλακωμένα φύλλα χαρτί. Έκανε λίγα βήματα και έφτασε στο παράθυρο, ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο κρύο τζάμι, καθώς χάζευε τους περαστικούς στο δρόμο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την είχαν κοιτάξει περίεργα και γνώριζε ότι δε θα ήταν και η τελευταία. Άλλωστε εκείνη δε νοιαζόταν για τις εντυπώσεις που άφηνε στους άλλους, πόσο μάλλον σε αγνώστους και μάλιστα σε ενοχλητικά κωλόπαιδα. Από το να συνεχίσει να δίνει υποθετικές απαντήσεις που δεν είχε καταφέρει να δώσει τη σωστή στιγμή, καλύτερα να έκανε κάτι πιο εποι­κο­δο­μη­τικό, όπως το να συμμαζέψει το χάος που επικρατούσε στο διαμέρισμα της.

«Και τα χαμένα σχέδια»; Αναρωτήθηκε.

Μόλις χαλάρωνε και της πέρναγε ο εκνευρισμός, θα ήταν ικανή να τα αποτυπώσει το ίδιο και καλύτερα πάνω στο χαρτί. Φυσικά θα της έτρωγε χρόνο, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Το μπλοκ της είχε κάνει φτερά, όπως τα πουλιά που πέταγαν από το δέντρο, που ήταν σε μια από τις χαμένες ζωγραφιές της. Όμως σημασία είχαν τα σχέδια και έπρεπε να ενθαρρύνει τον εαυτό της ότι θα αναγεννιόταν πάλι όπως ο φοίνικας της. Απλά έπρεπε να ηρεμίσει και για την ώρα να καταπιαστεί με κάτι άλλο. Ούτε άλλα σχέδια, ούτε άλλη γκρίνια, ούτε άλλες υποθετικές απαντήσεις, ίσως λίγη τακτοποίηση δε θα έβλαπτε.

Έριξε μια ματιά γύρω της και μετάνιωσε για την τελευταία της σκέψη. Ίσως ήταν προτιμότερο να συνεχίσει να δίνει υποθετικές απαντήσεις στον ανόητο και να τον αποστομώνει. Ή ακόμα καλύτερα να φαντάζεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να τον βάλει να καταπιεί τις προσβολές του, αν ζούσε για παράδειγμα σε μια χώρα που θα ήταν η ίδια η βασίλισσα και θα μπορούσε να τιμωρεί τους υπηκόους της για οποιοδήποτε λόγο. «FUCK THE POLITICIANS ALL AROUND THE WORLD», θυμήθηκε την φράση που είχε ζωγραφίσει στο μπράτσο του Τσάρλι. «FUCK THE POLITICIANS AND THE KINGS ALL AROUND THE WORLD». Ακόμα καλύτερα, επικρότησε τον εαυτό της και σηκώθηκε να βάλει ένα CD να παίζει όσο εκείνη συμμάζευε την ακαταστασία. Τι κι αν ήταν άδικος κόπος αφού σε δυο μέρες, πάλι όλα άνω κάτω θα είχαν γίνει μέσα στο διαμέρισμα.

Μετά από μια ώρα σκληρής δουλειάς, παρατήρησε ότι ο χρόνος που είχε παραχωρήσει στην καθαριότητα έπρεπε να τελειώσει, μιας και σε λίγο θα έπρεπε να είναι στη δουλειά. Επιτήρησε το παλτό της για να δει πόσο χάλια ήταν από τις πτώσεις, φόρεσε τις μπότες της και έφυγε για το μαγαζί με τα τατουάζ.

 

Ô

 

Στο μικρό της «χειρουργείο» η Σεσίλια παρέμενε απασχολημένη με το να σχεδιάζει ένα ιδιαίτερο απαιτητικό τατουάζ πάνω στο κορμό ενός τύπου. Για άλλη μια φορά είχε χαλάσει η θέρμανση του μαγαζιού και γι’ αυτό έφταιγε σίγουρα η τσιγκουνιά του Τζίμη. Μην αντέχοντας το κρύο, ήταν τυλιγμένη μέσα στο σμαραγδί παλτό της και απλά είχε τα μανίκια ανασηκωμένα ώστε να μην την εμποδίζουν στη δουλειά της. Αφού τελείωσε με τη ζωγραφική έκρυψε με γάζα το σημείο ώστε να μην μολυνθεί, μιας και η περιοχή λόγω του τατουάζ θα ήταν κάπως ευαίσθητη για λίγες μέρες. Από το σαλόνι ακούστηκε φασαρία. Γύρισε και κοίταξε τον πελάτη της και χαμογέλασαν μεταξύ τους για τους τύπους που υπέθεταν ότι θα ήταν έξω.

-Τίποτα φλώροι, σχολίασε ο πελάτης.

-Κάτι μου λέει ότι έχεις δίκιο, συμφώνησε μαζί του η Σεσίλια.

-Μου ακούγονται και μεθυσμένοι. Με την καμία δε θα πάταγαν σε μαγαζί με τατουάζ τέτοιοι τύποι νηφάλιοι.

-Μην το λες, τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι φλώροι έρχονται με σκοπό να αποκτήσουν τατουάζ.

-Αυτό ελπίζω να μην το λες για μένα. Της είπε και της χαμογέλασε.

-Όχι, φυσικά και όχι! Αφού το τατουάζ είχε καλυφτεί με γάζες ο τύπος σηκώθηκε να φορέσει την μπλούζα του.

-Συγνώμη και για τις συνθήκες Σιβηρίας που επικρατούν εδώ μέσα. Η θέρμανση έχει τα χάλια της

-Μην ανησυχείς. Δεν έχω ανάγκη εγώ, είπε και χτύπησε επιδεικτικά το στήθος του.

Η Σεσίλια προπορεύτηκε για να ανοίξει την πόρτα που χώριζε το δωματιάκι με το σαλόνι αναμονής. Μια παρέα τριών αγοριών στεκόταν με τις πλάτες γυρισμένες σε εκείνη και κοίταζαν ένα πίνακα που ήταν κρεμασμένα σχέδια.

-Ω, αποκλείεται, δε θέλω να κάνω κάτι που το έχουν άλλοι.

-Και τότε τι θα κάνεις, την Αφροδίτη της Μύλου ή καμιά Καρυάτιδα; Τον ρώτησε ένας άλλος προκαλώντας τα γέλια και του τρίτου της παρέας. Ο πελάτης που μόλις είχε εξυπηρετήσει η Σεσίλια πέρασε από δίπλα τους και τους κοίταξε με αποδοκιμασία, ενώ πριν βγει από την πόρτα γύρισε προς τη Σεσίλια και την καληνύχτισε. Τα τρία αγόρια έκαναν στροφή και είδαν το κορίτσι να στέκεται και να τους κοιτάζει.

-Ωχ, είπε ο νεαρός. Ενώ με κόπο κατάφερε να συγκρατήσει την έκπληξη της η Σεσίλια. Χωρίς να πει τίποτε άλλο, ο νεαρός έβαλε τα γέλια.

-Τι έπαθες ρε μαλάκα; Τον ρώτησε ένας φίλος του που παρασύρθηκε από τα γέλια και άρχισε να χαχανίζει μαζί του. Εκείνος μη δίνοντας του σημασία στράφηκε στη Σεσίλια.              

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

Ότι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει. (Νόμος του Μέρφι)

 

Είναι κάποιες μέρες που ξεκινάνε ανάποδα, κάποιες που λες ότι ευτυχώς, πάει, πέρασαν και είναι και κάποιες άλλες, που το μόνο που μένει για να ολοκληρωθεί το κακό, είναι μια σύγκρουση με μετεωρίτη. Ο Γκράχαμ ήταν βέβαιος, πως η σημερινή μέρα ήταν μία από αυτές.

Για αρχή, είχε αργήσει να ξυπνήσει, πράγμα απόλυτα λογικό, αφού κολυμπούσε μέχρι τις 3 τα ξημερώματα. Στη συνέχεια, έφυγε από το σπίτι ξεχνώντας τα διορθωμένα γραπτά των φοιτητών που έπρεπε να παραδώσει στον καθηγητή του και για αποκορύφωμα, συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει τα κλειδιά του.

Μπορεί το πανεπιστήμιο να μην ήταν μακριά από τους κοιτώνες, όμως και μόνο αυτό το πισωγύρισμα, του έφαγε κάμποσο χρόνο, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει στο μάθημα του. Προτεραιότητα πάντως αυτή τη στιγμή, ήταν να μη διαταραχθεί η ηρεμία του κυρίου Άτκινσον, του καθηγητή, που πρακτικά ήταν το αφεντικό του.

Στο δρόμο, έτρεχε σαν τρελός και ήταν τυχερός, που ο Κάλουμ, φίλος και συμφοιτητής του, δεν είχε φύγει ακόμα για τη σχολή και είχε κρατήσει το έξτρα ζευγάρι κλειδιά που του είχε δώσει για ώρα ανάγκης. Έφτασε στην πόρτα του φίλου του με την ψυχή στο στόμα και συνέχισε με ένα sprint, μέχρι το δικό του δωμάτιο. Μπήκε μέσα βλαστημώντας και είδε το μπρελόκ του, παρατημένο στο γραφείο του, δίπλα στη στοίβα με τα γραπτά. Τα πήρε όλα στην αγκαλιά του, κρατώντας τα με το ένα χέρι και με το άλλο, έβαλε και τις δύο αρμαθιές κλειδιών στην τσέπη του. Αργότερα, θα έπρεπε να επιστρέψει τη μία, στον Κάλουμ.

Έκανε να φύγει, όταν από τη βιασύνη του, έπεσε πάνω στην κρεμάστρα, που έπεσε πάνω στη βιβλιοθήκη,  που με τη σειρά της έριξε κάτω, σχεδόν ότι υπήρχε στα ράφια. «Όχι, όχι τώρα..», μουρμούρισε αγανακτισμένα. Αποφεύγοντας να κοιτάξει την ώρα, άφησε σε μία άκρη τα γραπτά και ξεκίνησε να μαζεύει βιαστικά, τα πράγματα από το πάτωμα.

Σήκωσε τους φακέλους του, ένα λούτρινο που του είχε χαρίσει η Άιλα, δύο βιβλία και την κορνίζα με το σπασμένο πλέον τζάμι, στην οποία πόζαρε ο ίδιος, αγκαλιά με την Γκρέις στη δεύτερη τους επέτειο. Δεν είχε κάνει αυτό που υποσχέθηκε στον εαυτό του. Δεν της τηλεφώνησε. Στη φωτογραφία η Γκρέις του γελούσε, μα όσο την κοιτούσε, ένιωθε πως ακόμα και μέσα από τη χαρούμενη ατμόσφαιρα που είχε αποτυπωθεί στο χαρτί, το βλέμμα της ήταν επικριτικό.

Ακούμπησε την κορνίζα στο ράφι και ανακάθισε στα γόνατα του, για να μαζέψει τα σπασμένα γυαλιά. Με μια του λάθος κίνηση, ένα οξύ τσούξιμο, που συνοδεύτηκε από ένα ρυάκι αίματος, έκαναν την πίεση του να χτυπήσει κόκκινο, καθώς του ξέφευγε ένα οργισμένο, «Γαμώτο!!».  Πήγε ευθύς στο λουτρό και έβαλε το ματωμένο του δάχτυλο, κάτω από το τρεχούμενο νερό. Έκλεισε τα μάτια, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Όλα θα έφτιαχναν αν ηρεμούσε. Πράγμα δύσκολο.

Μόλις ανέκτησε κάπως την αυτοκυριαρχία του, επιθεώρησε το κόψιμο και το φρόντισε όπως, όπως με τις ελάχιστες προμήθειες πρώτων βοηθειών, που είχε στο ντουλαπάκι του μπάνιου του. Με το δάχτυλο του τυλιγμένο σε γάζα και τα νεύρα του να κινδυνεύουν να φτάσουν σε ανεξέλεγκτα επίπεδα, βγήκε από το μπάνιο  και στάθηκε μπροστά στο σωρό του κονιορτοποιημένου γυαλιού. Δεν τον ήθελε και πολύ αυτό το πρωινό, έτσι αποφάσισε να τα παρατήσει όπως είναι και να ασχοληθεί αργότερα. Πήρε τα πράγματα του και ξεκίνησε για δεύτερη φορά σήμερα, για τη σχολή του.

Διατήρησε έναν πιο αργό ρυθμό στο βήμα του, μιας και τώρα, δεν είχε νόημα να βιαστεί. Είχε ήδη χάσει την πρώτη  ώρα από το μάθημα του και δεν υπήρχε περίπτωση, να γλυτώσει τις αιχμηρές παρατηρήσεις του Άτκινσον, που σε λίγο θα έμπαινε στο γραφείο του ανακαλύπτοντας πως ο Γκράχαμ, δεν είχε φέρει σε πέρας τις υποχρεώσεις του. Τι κι αν δούλευε κοντά του, σχεδόν από τότε που ξεκίνησε στην αρχαιολογία, εκείνος έπρεπε καθημερινά, να αποδεικνύει την αξία του φροντίζοντας, να είναι όλα στην εντέλεια.

Τελευταία, αυτό ίσχυε για όλους τους τομείς στη ζωή του. Έπρεπε να είναι τέλειος φοιτητής, τέλειος βοηθός, τέλειος γιος και τέλειος σύντροφος. Δυστυχώς όμως, η επιτυχία σε κάποια από αυτά, έμοιαζε σαν άπιαστο όνειρο. Ειδικά σε αυτό το τελευταίο. Κι ήταν κάτι που η Γκρέις, φρόντιζε να του το θυμίζει συχνά, πυκνά.

Τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους όλα ήταν υπέροχα. Και δεν ήταν μόνο ο ενθουσιασμός του για το όμορφο κορίτσι, που του έδινε αυτή την ψευδαίσθηση. Ένιωθε πραγματικά ερωτευμένος. Η Γκρέις, σπούδαζε νομική και χάρη σε κοινές παρέες, έτυχε να βρεθούν μαζί σε μία παμπ, στο κέντρο του Λονδίνου.. Εκείνη, δεν πήρε στιγμή το γκρίζο βλέμμα της από πάνω του κι ο Γκράχαμ δεν μπόρεσε παρά να γίνει μέλος του κλαμπ των θαυμαστών της κατάξανθης κοπέλας, που από ότι κατάλαβε μετά από μια σύντομη γύρα στο μαγαζί, είχε κάμποσα μέλη.

Μέχρι το τέλος της βραδιάς, τον είχε πλησιάσει πρώτη, ζητώντας του προκλητικά, να την κεράσει ένα ποτό. Λίγα σφηνάκια και μερικές μπύρες αργότερα, τον είχε στριμώξει στις αντρικές τουαλέτες και τελικά, κατέληξαν στο δωμάτιο του, όπου πέρασαν όλη τη νύχτα μαζί. Το επόμενο πρωί, άνοιξε με δυσκολία τα μάτια, έχοντας έναν τρελό πονοκέφαλο και τα μακριά, ξανθά μαλλιά της Γκρέις, να καλύπτουν όλο του το μαξιλάρι.

Χώρισαν χαλαρά, σαν να είχαν βγει για ένα φιλικό καφέ και πάνω που ο Γκράχαμ πίστεψε ότι δε θα την ξαναδεί ποτέ και πως μάλλον επρόκειτο για το πρώτο του one-night-stand, η Γκρέις επέστρεψε μερικές μέρες αργότερα και θέλησε να ξαναβγούν. Και βγήκαν.

Ούτε που κατάλαβε, πως από μερικά ξέγνοιαστα ραντεβού, έφτασαν στα τέσσερα χρόνια σχέσης. Η αλήθεια είναι, πως είχε αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν από μόνα τους ή καλύτερα, είχε αφήσει τη Γκρέις να τα κάνει να κυλάνε. Σχεδόν από μόνη της, αποφάσισε την αποκλειστικότητα της σχέσης τους και ο Γκράχαμ απλά πήγε με τα νερά της γιατί πρώτον, δεν ήταν ηλίθιος, η κοπέλα ήταν θεά και δεύτερον, γιατί κι εκείνος, δεν ήταν από τους τύπους που γυρνάνε κάθε βράδυ και με άλλη.

Δεν άργησε να καταλάβει ότι η Γκρέις, είχε μανία με τον έλεγχο. Και για ένα μεγάλο διάστημα, αυτό τον βόλευε λίγο. Δεν χρειαζόταν να σκέφτεται μέρη για να πάνε, ή να κανονίζει τις διακοπές τους, ή ακόμα και το τι θα έκαναν σε γενέθλια και επετείους. Είχε επίσης την τάση να θέλει να ελέγχει και τον ίδιο. Συνηθισμένος στις πιέσεις του πατέρα του, δεν του φάνηκε περίεργο που είχε ένα ελαφρώς αυταρχικό άτομο στη ζωή του και σύντομα είχαν πέσει πάλι σε λήθαργο η βούληση και ο αυθορμητισμός του.

Παρόλα αυτά, ήταν ευτυχισμένοι οι δυο τους. Με την Γκρέις να έχει πάρει το τιμόνι της καθημερινότητας τους και τον Γκράχαμ ως καλόβολο συνοδηγό. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο όμως, από τότε που η Γκρέις είχε πιάσει δουλειά ως ασκούμενη σε ένα δικηγορικό γραφείο, η σχέση τους περνούσε κρίση.

Στην αρχή, πίστεψε πως χρειαζόταν ένα διάστημα προσαρμογής. Να συνηθίσει τις εντάσεις της δουλειάς της και να βρει τον τρόπο να μην τις μεταφέρει στη σχέση τους. Υπέμενε στωικά, όλα τα νεύρα και την γκρίνια της για το πόσο σκληρά δούλευε ή για το ότι εκείνος δεν μπορούσε να την καταλάβει και προσπαθούσε να προλαβαίνει κάθε της επιθυμία, ώστε να αποφεύγει τα δυσάρεστα παράπονα της. Όμως τίποτα δεν την ικανοποιούσε κι ο Γκράχαμ, ξέμενε πια από ιδέες.

Όπως επίσης, ξέμενε κι από αντοχές. Ένας λόγος που την απέφευγε τόσες μέρες, ήταν αυτός. Οι λογομαχίες τους, ήταν μόνιμο φαινόμενο και πλέον, δεν είχε καμία πρόθεση να είναι αυτός που θα θάψει το τσεκούρι του πολέμου, κάνοντας το πρώτο βήμα για να τα βρουν. Είχε υποχωρήσει άπειρες φορές, είχε ανεχτεί πολλά και το κακό ήταν πως η Γκρέις, ζούσε ακόμα στον πολυάσχολο κόσμο της, θεωρώντας πως ο Γκράχαμ, έπρεπε να τρέχει πίσω της προσπερνώντας κάθε της πείσμα και κακοτροπιά.

Οι σκέψεις του, τον έφεραν μπροστά στη πόρτα του γραφείου του Άτκινσον. Ήταν λες και τα πόδια του, ήξεραν από μόνα τους το δρόμο. Χτύπησε ελαφρά, περιμένοντας την απάντηση του καθηγητή του και μπήκε. Ακριβώς όπως το είχε προβλέψει, ο κος Άτκινσον ήταν κάτι παραπάνω από ενοχλημένος για την καθυστέρηση. Χρησιμοποιώντας μερικά καλοδιαλεγμένα σχόλια, ζήτησε να μην επαναληφθεί κάτι τόσο αντιεπαγγελματικό. Ο Γκράχαμ συγκρατώντας την ανάγκη να τον βρίσει, τον διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας και πως ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. «Λες και έχει ξανασυμβεί ποτέ αυτό, γελοίε», μουρμούρισε όσο πιο σιγά γινόταν καθώς έφευγε, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Κατάφερε να φτάσει στην σωστή αίθουσα, ελάχιστα πριν ξεκινήσει η δεύτερη ώρα του μαθήματος. Χωρίς να χαιρετήσει, πέταξε την τσάντα του σε μία θέση και θρονιάστηκε σε μια άλλη, δίπλα στον Κάλουμ και τον Σμιτ, τον σουηδό της παρέας, ο οποίος τον κοίταζε με απορία.

«Άργησες», του είπε ο Κάλουμ δείχνοντας το ρολόι στον τοίχο και αγνοώντας τη δολοφονική ματιά του Γκράχαμ.

«Τι έγινε; Δείχνεις χάλια», παρατήρησε εύστοχα ο Σμιτ.

«Δεν λες, τίποτα. Άσε, σας εξηγώ αργότερα», απάντησε βαρύθυμα ο Γκράχαμ, πετώντας στον Κάλουμ, το μπρελόκ με το ένα ζευγάρι κλειδιά. Εκείνος το έπιασε στον αέρα, χωρίς ερωτήσεις. Ο καθηγητής μπήκε στην αίθουσα και το μάθημα ξεκίνησε. Ο Γκράχαμ βολεύτηκε στη θέση και βυθίστηκε στη σιωπή και την περισυλλογή του, χωρίς να παρακολουθεί καθόλου την παράδοση.

Το μεσημεράκι, ένιωσε τη νύστα του να κερδίζει έδαφος. Λίγο το χτεσινό του ξενύχτι, λίγο ο νόμος του Μέρφι, χρειαζόταν κάτι να τον τονώσει και τι καλύτερο από έναν ζεστό καφέ.

Παράτησε τους κολλητούς του στην τάξη, λέγοντας τους πως δεν αισθανόταν καλά και βγαίνοντας από το κτίριο, αποφάσισε πως αντί για τον απαίσιο καφέ του κυλικείου, θα πήγαινε στο αγαπημένο του μαγαζάκι. Ήταν λίγο πιο μακριά, όμως μετά από αυτό το ξεκίνημα σήμερα, του άξιζε μια επιβράβευση.

 Η μέρα ήταν κρύα και ο ουρανός κλασσικά, γκρίζος και μουντός. Ήταν ντυμένος ζεστά, φορώντας το σκούρο καφέ jacket του, πάνω από ένα ανθρακί πουλόβερ που είχε αγοράσει με τη Γκρέις, γιατί εκτός όλων των άλλων, οι συχνές επιθεωρήσεις στην ντουλάπα του, ήταν από τα αγαπημένα της χόμπι. Η περασμένη χιαστί τσάντα του, κρεμόταν βαριά, στο πλευρό του.

Μπήκε στο μαγαζί το οποίο, παρά το μέγεθος του, ήταν κατάμεστο. Έκανε νόημα στη Λιάν, την νεαρή υπάλληλο, για να του φτιάξει το συνηθισμένο του καφέ, μα εκείνη του το ανταπέδωσε, με ένα πανικόβλητο βλέμμα προς την ουρά μπροστά του. Της κούνησε το χέρι ανάλαφρα, δίνοντας της να καταλάβει πως δε βιάζεται. Έτσι κι αλλιώς δε θα επέστρεφε στο μάθημα. Βρήκε ένα άδειο κάθισμα σε μια γωνία του πάγκου και κάθισε, κοιτώντας το δρόμο.

Η ουρά είχε προχωρήσει ελάχιστα, όταν ένιωσε το κινητό του να δονείται στην τσέπη του. Το έβγαλε και το κοίταξε. Το πρόσωπο της Γκρέις, του έστελνε ένα φιλί από τη φωτογραφία της επαφής του, καθώς τον καλούσε. Με βαριά καρδιά και αφού δε θα το έπαιρνε ο ίδιος απόφαση να της τηλεφωνήσει, έσυρε το δάχτυλο του στην οθόνη, αποδεχόμενος την κλήση.

«Που είσαι;», ακούστηκε η βραχνή φωνή της, σαν έτοιμη για καυγά, πριν καν ξεκινήσει η συζήτηση.

«Γεια σου, είμαι πολύ καλά, εσύ; Και ναι, με πετυχαίνεις έξω, ήρθα να πάρω έναν καφέ», της απάντησε δηκτικά.

«Όλο εξυπνάδες! Αν ήθελες να ανταλλάσουμε νέα, που έχεις εξαφανιστεί, δύο μέρες τώρα;», συνέχισε εκείνη στον ίδιο έντονο τόνο.

«Αν θυμάμαι καλά, συμφωνήσαμε πως χρειαζόμαστε λίγο χρόνο..»

«Λάθος θυμάσαι! Και τι εννοείς χρόνο, Γκράχαμ; Για τι πράγμα, χρειάζεσαι χρόνο;», τον έκοψε απότομα.

«Και οι δυο τον χρειαζόμαστε, Γκρέις! Αν πατούσες ποτέ pause, θα το καταλάβαινες και η ίδια».

«Τι βλακείες είναι αυτές; Δεν χρειάζομαι ούτε pause, ούτε χρόνο. Χρειάζομαι να είσαι δίπλα μου, Γκράχαμ. Υποτίθεται ότι είμαστε ζευγάρι».

«Αλήθεια; Περίεργο. Πάντα μου έδινες την εντύπωση πως είσαι μια χαρά και μόνη σου. Ειδικά πριν μια βδομάδα, που μου πέταξες ότι σε πιέζω κι ότι δε θέλω να δεχτώ τις αλλαγές στη ζωή σου. ΣΟΥ Γκρέις, τη ζωή ΣΟΥ. Τα ζευγάρια, υποτίθεται πως μιλάνε για την κοινή τους ζωή», της θύμισε ο Γκράχαμ.

«Ήταν πάνω στα νεύρα μου. Θα βρεθούμε απόψε να μιλήσουμε, τελειώνω νωρίς από το γραφείο», του ανακοίνωσε, με το γνωστό επιτακτικό της ύφος.

«Όχι Γκρέις, καλύτερα όχι. Λίγη απόσταση θα μας κάνει καλό. Πρέπει να σκεφτούμε χωρίς αντιπερισπασμούς», επέμενε εκείνος.

«Αρκετά! Μη νομίζεις ότι θα σε παρακαλάω κιόλας. Θες να τελειώνουμε. Πες το, μην ανησυχείς, θα επιζήσω. Δεν είναι ανάγκη να μου μιλάς για χρόνο, απόσταση και άλλα τέτοια. Δεν γεννήθηκα χθες, ξέρεις. Ας το τελειώσουμε λοιπόν και να θυμάσαι Γκράχαμ, ο χαμένος από όλο αυτό, θα είσαι εσύ!!», ξέσπασε φωνάζοντας και του έκλεισε το τηλέφωνο.

Ένιωσε το κεφάλι του, έτοιμο να σπάσει. Προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα. Η Γκρέις μόλις τον χώρισε. Αυτό ήταν απαίσιο, έτσι; Έπρεπε να την πάρει, να της ζητήσει συγνώμη και να της πει να τα ξαναβρούν. Τότε, γιατί το μόνο που ήθελε, ήταν να απενεργοποιήσει το τηλέφωνο του, ώστε να μην μπορέσει να τον ξανακαλέσει, έχοντας αλλάξει γνώμη; Και γιατί, αντί να είναι στεναχωρημένος, εκείνος απλά έβραζε από θυμό;

Στο άκουσμα του ονόματος του, κατέπνιξε την ξαφνική του διάθεση, να περάσει σαν καρτούν, μέσα από το τζάμι μπροστά του και να αρχίσει να τρέχει, προς άγνωστη κατεύθυνση. Γύρισε και είδε τη Λιάν, να του δείχνει ένα χάρτινο ποτήρι με το λογότυπο του μαγαζιού και πλαστικό καπάκι. Σηκώθηκε και με μηχανικές κινήσεις, πλήρωσε, πήρε τον καφέ του και βγήκε από το μαγαζί έχοντας ακόμη στα αυτιά του τη φωνή της Γκρέις.

Δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα, όταν δέχτηκε ένα χτύπημα από μία άγνωστη, κοκκινοπράσινη μουτζούρα, η οποία ζούληξε ανάμεσα τους το ποτήρι που κρατούσε, με αποτέλεσμα να τον περιχύσει με ζεστό καφέ, τσουρουφλίζοντάς τον.

Πίεσε τον εαυτό του να μην βρίσει και κοίταξε γύρω του. Ένα κορίτσι ήταν ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο και ανασάλευε αδύναμα, μέσα από τα συντρίμμια ενός ποδηλάτου. Πέταξε το άχρηστο πια ποτήρι, στο κάδο δίπλα του και σκουπίζοντας τα λερωμένα από καφέ, χέρια του στο παντελόνι του, έσκυψε από πάνω της.

«Είσαι καλά;», τη ρώτησε ανήσυχος, προσπαθώντας να δει μήπως είχε χτυπήσει. Εκείνη δεν απάντησε, αλλά έκανε να σηκωθεί και ο Γκράχαμ, της έτεινε το χέρι του. «Άφησε με να σε βοηθήσω να σηκωθείς».

«Τι συνέβη;», αναρωτήθηκε η κοπέλα όταν στάθηκε όρθια, εμφανώς ζαλισμένη.

«Είχαμε ένα μικρό ατύχημα. Έπεσες πάνω μου, με το ποδήλατο», της εξήγησε και παρακολούθησε το βλέμμα της που τον σάρωνε.

«Μα καλά, δεν βλέπεις που πας;», του γύρισε.

Ο Γκράχαμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του ξαφνιασμένος, από την επιθετικότητα της. «Ορίστε;», απόρησε.

«Ορίστε;», τον ειρωνεύτηκε. «Έπεσες πάνω μου και ο κλέφτης ξέφυγε με τα πράγματα μου, εκτός αυτού, χτύπησα το πόδι μου και το ποδήλατο έχει τα χάλια του από την πτώση», συνέχισε δείχνοντας του μία το δρόμο, μία το τραυματισμένο της γόνατο και τέλος το ποδήλατο της, του οποίου η μπροστινή ρόδα, είχε στραβώσει.

Εντάξει, δεν μπορεί, κάποιος του έκανε πλάκα. Πόσους τρελούς, έπρεπε να ανεχτεί σήμερα.

«Με δουλεύεις, κοπέλα μου; Έπεσες πάνω μου με το ποδήλατο, με έκαψες με τον καφέ, κόντεψες να με σκοτώσεις και θες να βγεις κι από πάνω;», αγανάκτησε ο Γκράχαμ, αφήνοντας κατά μέρος τις ευγένειες και χωρίς να δίνει σημασία στον κόσμο που τους κοιτούσε.

«Α, ώστε έτσι!», άστραψε εκείνη, ανεβάζοντας την ένταση της φωνής της.

«Εννοείται! Ούτε που έβλεπες γύρω σου, έτσι όπως έτρεχες και θα μου πεις ότι φταίω κιόλας;»

«Μπήκες στη μέση κι άφησες τον αλήτη να μου ξεφύγει», τον κατηγόρησε κάνοντας τον Γκράχαμ έξαλλο.

«Σωστά!!  Το βρήκες, αυτός ήταν ο στόχος μου! Να εμποδίσω μία άγνωστη να τρέξει πίσω από έναν τρελό, μπαίνοντας μπροστά σε ένα κινούμενο ποδήλατο και λούζοντας με, με καυτό καφέ», της είπε σχηματίζοντας με το τραυματισμένο του δάχτυλο, ένα ν στον αέρα, σαν να τσέκαρε το κουτάκι μίας λίστας.

Η σιωπή των λίγων δευτερολέπτων που μεσολάβησε μεταξύ τους, του έδωσε την ευκαιρία να την παρατηρήσει. Το μικροκαμωμένο σουλούπι, τα κοντά κόκκινα μαλλιά και το πράσινο παλτό, του θύμισαν τα ξωτικά που στέκονται δίπλα στον Άγιο Βασίλη στις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες των καταστημάτων. Με την εικόνα αυτή, η σύγχυση του υποχώρησε λίγο και μια υποψία χαμόγελου, σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Τι ακριβώς σου φαίνεται αστείο;», πέρασε ξανά στην αντεπίθεση, η νεαρή γυναίκα.

«Τίποτα», βιάστηκε να απαντήσει εκείνος στην προσπάθεια του, να συγκρατήσει τον εαυτό του, ώστε να μη γελάσει.

Όταν εκείνη έσκυψε για να σηκώσει, το μάλλον άχρηστο ποδήλατο της, εκείνος άφησε για λίγο ελεύθερους, τους μυς γύρω από το στόμα του και χαμογέλασε, πράγμα λάθος. Πριν προλάβει να πάρει ξανά μια σοβαρή έκφραση, η κοπέλα στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε. Η εκνευρισμένη ματιά της τον κατακεραύνωσε, καθώς παρακολουθούσε το λευκό της πρόσωπο, να παίρνει ένα ρόδινο χρώμα.

«Ξέρεις κάτι;», του είπε τελικά, «Άντε και στο διάολο», συνέχισε και καθώς γύριζε την πλάτη της, του σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο του χεριού της.

Ο Γκράχαμ που μάλλον το διασκέδασε, παρά σοκαρίστηκε με τη χειρονομία της, δεν άντεξε να μην απαντήσει. «Ωραίοι τρόποι! Αν και, ένα απλό αντίο, θα ήταν υπεραρκετό».

Κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε τα χάλια του. Ένας μεγάλος λεκές είχε απλωθεί σε όλο του το στήθος. Τουλάχιστον δεν έκαιγε πια. Ο κόσμος άρχισε να διαλύεται και ο Γκράχαμ ξαναμπήκε στο μαγαζί. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει χωρίς καφέ, αφού είχε έρθει μέχρι εδώ. Η Λιάν, του είχε ήδη ετοιμάσει ένα καινούργιο κύπελλο, αφού παρακολούθησε όλη τη σκηνή. Δεν τον άφησε να πληρώσει και αφού την ευχαρίστησε, πήρε το δρόμο για τον κοιτώνα του.

Καθώς περπατούσε, έκλεισε το σακάκι του για να μη φαίνεται το λερωμένο του πουλόβερ. Έτσι κι αλλιώς το σιχαινόταν, το φορούσε μόνο και μόνο, γιατί άρεσε στην Γκρέις. Και πάνω που με τον έναν καυγά, ξέχασε τον άλλον, να το που η κοπέλα του ξαναγύρισε στο μυαλό του. Ή  μάλλον η πρώην κοπέλα του. Τον είχε χωρίσει σωστά;

«Ας είναι, λοιπόν», είπε στο εαυτό του

Ήπιε μια γουλιά από το ρόφημα του και το ένιωσε σαν βάλσαμο. Καθώς προχωρούσε παρέα με τους συλλογισμούς του, άρχισε να ψιχαλίζει. Διένυσε λίγα μέτρα ακόμα, όταν κάτι τράβηξε την προσοχή του. Στην άκρη του πεζοδρομίου και δίπλα σε κάτι σκαλοπάτια, ήταν πεσμένο ένα μαύρο μπλοκ.

Δε θα του είχε κάνει καμία εντύπωση, αν από μέσα του δεν ξεχώριζε μία σελίδα, που μάλλον είχε κοπεί και η μία της άκρη είχε βγει προς τα έξω. Ο Γκράχαμ πλησίασε και είδε πως είχε αρχίσει να μουσκεύει στις γωνίες από το ψιλόβροχο. Προσεκτικά, την τράβηξε και την κράτησε στα χέρια του.

Ήταν το μικρό σχέδιο ενός μαύρου φοίνικα, που φιγουράριζε στο κέντρο του φύλλου, με ανοιγμένα φτερά και τη μακριά ουρά του απλωμένη. Το ολόμαυρο φτέρωμα, έσπαγαν τόπους, τόπους ίχνη κόκκινου χρώματος, δίνοντας την εντύπωση κάρβουνου που κόντευε να σβήσει και περίμενε μια ανάσα, για να τυλιχτεί ξανά, στις φλόγες.

Σκέφτηκε πως κάποιοι θα το χαρακτήριζαν ως  σκοτεινό, εκείνος όμως, για κάποιο λόγο, το έβλεπε σαν συμβολισμό για τη ζωή. Πέραν του ότι ο φοίνικας, ήταν το σύμβολο της αναγέννησης, το ίδιο το σχέδιο απέπνεε έναν αέρα διαφορετικό. Ήταν λες και το μυθικό αυτό πλάσμα δεν ήταν γέννημα της φαντασίας κάποιου ανθρώπου, αλλά ένα αληθινό, ζωντανό ον, που κατοικούσε ξεχασμένο μέσα σε εκείνο, το πεσμένο στο δρόμο, μπλοκ.

Η βροχή δυνάμωνε και για να προστατεύσει το ζωγραφισμένο φοίνικα, άνοιξε την τσάντα του και έβαλε μέσα το φύλλο. Θεωρώντας πως ίσως το παρατημένο μπλοκ, έκρυβε κι άλλους θησαυρούς, έσκυψε και χωρίς δισταγμό, αφού το τίναξε όσο καλύτερα μπορούσε, το παράχωσε ανάμεσα σε δύο βιβλία του.

Έκλεισε την τσάντα του και συνέχισε το δρόμο του, πριν γίνει μούσκεμα. Το μπλοκ προφανώς είχε πέσει από κάποιον που μπορεί να γύριζε να το ψάξει. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσει από τη καταιγίδα που ερχόταν. Μια ματιά στα μαύρα σύννεφα που μαζευόντουσαν και ήταν φανερό, πως τα σκίτσα θα καταστρέφονταν αν τα άφηνε εκεί.

Μπήκε στο δωμάτιο του, πάνω στην ώρα για να δει από το παράθυρο του, το νερό να πέφτει καταρρακτωδώς. Δεν ήταν καλά καλά απόγευμα κι εκείνος είχε αργήσει στο μάθημα του, είχε εκτεθεί στο αφεντικό του, είχε χωρίσει και είχε συγκρουστεί με μία τρελή. Μια ομολογουμένως, χαριτωμένη τρελή, αλλά και πάλι, δεν ήταν και πολύ ευχάριστο συμβάν.

Τα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα, του θύμισαν το τραύμα στο δάχτυλο του και το γεγονός, ότι είχε να κάνει ακόμα μία δουλειά, πριν ξεκινήσει να δουλεύει πάνω στην εργασία που είχε αφήσει χθες.

Έβγαλε την τσάντα και το σακάκι του και ελπίζοντας ότι η σημερινή κακή του τύχη, δε θα επηρέαζε τη μελέτη του, άρχισε να μαζεύει τα γυαλιά, διαλέγοντας επιφυλακτικά, πρώτα τα μεγάλα κομμάτια.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

– Silene Tomentosa-

 

Είχαν περάσει δέκα ημέρες και όσο κι αν η Σεσίλια προσπάθησε να επανακτήσει τα σχέδια μέσω της μνήμη της, κανένα δεν της φαινόταν ισάξιο του πρωτότυπου. Βουνά από χαρτί είχαν δημιουργήσει τα τσαλακωμένα σχέδια δίπλα της. Αφηρημένη και απογοητευμένη άφησε το μυαλό της ελεύθερο και με σκόρπιες τις σκέψεις της άρχισε να σχεδιάζει με το μαύρο ραπιντογράφο της. Όταν πρόσεξε τη μορφή που μόλις είχε φτιάξει πάνω στο φύλλο, προσπάθησε να θυμηθεί που ήξερε εκείνο το πρόσωπο που μόλις είχε ανασύρει από το ασυνείδητο της. Ξαφνικά σαν το σχέδιο να είχε αποκτήσει αυτοτέλεια και ζωή, έσπρωξε τη δημιουργό του να αλλάξει τις σοβαρές γραμμές των χειλιών του σε μια γκριμάτσα που θύμιζε χαμόγελο. Μόλις αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για τον είρων που είχε πέσει επάνω της και την εμπόδισε να προφτάσει τον κλέφτη που κρατούσε τα σχέδια της, τσαλάκωσε το χαρτί και μουρμούρισε μέσα από τα σφιγμένα της δόντια,

-JODETE!!! Τελικά το τσαλακωμένο σχέδιο, κατέληξε πάνω στο σωρό των προηγούμενων αποτυχημένων σκίτσων, που είχαν σχηματίσει ένα βουναλάκι. Κοίταξε το ρολόι στο νέο της κινητό και σηκώθηκε να ετοιμαστεί για να φύγει. Σάββατο και θα έπρεπε να μείνει ως αργά στο μαγαζί, βέβαια εφόσον ερχόταν Κυριακή και ήταν το ρεπό της δεν την πείραζε πολύ. Οπωσδήποτε έπρεπε να βάλει στο πρόγραμμα της, που σιγά μην το τηρούσε, ότι την επόμενη μέρα έπρεπε να συμμαζέψει το χάος που είχαν δημιουργήσει τα σκόρπια χαρτιά. Μάλλον και για την ακαταστασία της θα έφταιγε η νοοτροπία της Σάρας, ότι κάθε πράγμα έχει μια θέση και εκεί πρέπει να βρίσκετε. Παρθένος, τι άλλο θα είχε στο μυαλό της εκτός από την τάξη. Το ότι είχε φέρει την ακαταστασία στη ζωή της κόρης της μόλις την πήρε από την Ισπανία, αυτό βέβαια δεν την ένοιαζε! Φυσικά αφού ήταν για το καλό της, το δικό της καλό όμως και όχι του παιδιού της.

Αφού ετοιμάστηκε φορώντας το σμαραγδί παλτό, που μόλις την ίδια μέρα είχε πάρει πίσω από το καθαριστήριο, έριξε μια ματιά πάνω στο τραπέζι το οποίο χρησιμοποιούσε για γραφείο. Στη μέση του τραπεζιού υπήρχε ένα σχέδιο, το οποίο ήταν και το μοναδικό που είχε καταφέρει να ανακτήσει στη μνήμη της. Ήταν ένα σπάνιο λουλούδι, το Silene Tomentosa, λουλούδι του τόπου της, που πλέον σπάνια φύτρωνε ακόμα και εκεί. Με πέντε λευκά πέταλα όλα κι όλα, τα οποία έδιναν την εντύπωση ότι χωρίζονταν στη μέση και με τους στήμονές του λευκούς να προεξέχουν από την κίτρινη σαν βαμβάκι ωοθήκη του. Η Σεσίλια είχε αλλάξει τα χρώματα του, δεν ήθελε απλά να είναι ένα όμορφο, εξωτικό λουλούδι ήθελε να είναι κάτι άγριο. Όπως στα περισσότερα της σχέδια έτσι και στο δυσεύρετο πλέον αυτό ιβηρικό άνθος επικρατούσε το μαύρο, τα περιγράμματα του ήταν κόκκινα καθώς και οι στήμονες του οι οποίοι τελείωναν σε χρυσή απόχρωση δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν ουρές από κομήτες που εμφανιζόταν μόλις στιγμιαία σε έναν ουρανό. Ενώ στο κέντρο του, εκεί που υπήρχε η ωοθήκη δημιουργούταν μια πραγματική έκρηξη σκοτεινών χρωμάτων με βάση το μπλε και το μαύρο, αν και υπήρχαν λίγες κουκίδες από χρυσό και κόκκινο, ώστε να δίνει την αίσθηση ότι αναβοσβήνει μια φωτιά που θα έλεγε κανείς ότι αργοπεθαίνει. Για τα περιγράμματα και τις σκιές χρησιμοποίησε πορφυρό χρώμα όσο για το τελευταίο πέταλο η Σεσίλια τόλμησε κάτι διαφορετικό, αποκομμένο από το υπόλοιπο λουλούδι, ήταν σαν να το έπαιρνε ο άνεμος, ενώ από το σημείο του λουλουδιού από το οποίο είχε αποκοπεί, έσταζαν τρεις σταγόνες αίμα, δημιουργώντας μια πληγή που αιμορραγούσε. 

«Ναι, αυτό ίσως να ήταν καλύτερο κι από το πρωτότυπο». Αφού θαύμασε για λίγο το σχέδιο της, το άφησε απότομα πάνω στο τραπέζι και ξεκίνησε προς την έξοδο του διαμερίσματος. Βγαίνοντας στον κρύο αέρα, βλαστήμησε γι’ άλλη μια φορά το Λονδίνο, ύστερα κοίταξε το ποδήλατο της, το οποίο την περίμενε να το ξεκλειδώσει για να φύγουν, με καινούργια μπροστινή ρόδα, φρεσκοβαμμένο και γυαλιστερό, τελικά το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου άσχημο. Ο Τσάρλι κάνει θαύματα, παραδέχτηκε, αφού ο νεαρός από το σύλλογο εθελοντών, που βοηθούσαν τους πρόσφυγες, μόλις έμαθε για το ατύχημα και την κλοπή προσφέρθηκε να τη βοηθήσει, μιας και από την εφηβεία είχε τρέλα με αυτά τα οχήματα, και ήξερε τα πάντα. Τύχη που την είχε, να υπάρχει άνθρωπος που το χόμπι του ήταν τα ποδήλατα. Αφού επέμεινε να τον πληρώσει για την εργασία του, εκείνος δέχτηκε να πάρει μόνο τα έξοδα για τη νέα ρόδα, το τιμόνι δεν είχε υποστεί μεγάλη ζημιά είχε ισχυριστεί, όσο για το λουστράρισμα δεν υπήρχε λόγος συζήτησης. Κοίταξε το ρολόι της και μιας και είδε ότι είχε χρόνο μπροστά της, αποφάσισε να πάει στη δουλειά με τα πόδια, κάνοντας τη διαδρομή να μοιάζει με περίπατο, άλλωστε με το ποδήλατο ένιωθε ότι θα κρύωνε περισσότερο.

Φτάνοντας βρήκε τον John να την περιμένει, ήταν ένας μεγαλόσωμος τύπος που έδινε την εντύπωση πολύ σκληρού, όμως ως συνήθως τα φαινόμενα απατούν κι έτσι κι εκείνος ήταν ένας καλόκαρδος τύπος, φτάνει να μην τον ενοχλούσες. Η Σεσίλια, είχε καλλιτεχνήσει  άλλο ένα τατουάζ επάνω στο μπράτσο του, πριν από κάποιους μήνες και παρά την αρχική του διστακτικότητα να την εμπιστευτεί, αφού προτιμούσε έναν σκληροτράχηλο τύπο όπως ήταν ο ίδιος κι ο ουαλός, από ένα μικροσκοπικό πλάσμα και μάλιστα κορίτσι. Όμως αφού την εμπιστευόταν ο Τζίμη δεν μπορούσε παρά να την εμπιστευτεί κι ο ίδιος. Είχε μείνει ικανοποιημένος από τη δουλειά της και αυτή τη φορά ζήτησε από μόνος του να τον εξυπηρετήσει η καστανομάτα Σεσίλια με το γατίσιο βλέμμα κάθε φορά που χαμογελούσε. Κόντευε να τελειώσει το τατουάζ στο στήθος του Τζον όταν άκουσε την εξωτερική πόρτα του μαγαζιού να ανοίγει και να μπαίνει μια ομάδα φωνακλάδων νεαρών. Έκανε ένα μορφασμό που πρόσεξε ο πελάτης της, προσφέροντας του την αφορμή να ξεκινήσει κι εκείνος τα σχόλια. Αφού κάλυψε με γάζα το νέο τατουάζ, του ευχήθηκε καλορίζικο και ξεκίνησε να του λέει τους τρόπους προφύλαξης για κάποιες μέρες ώστε να μη μολυνθεί, εκείνος τη διέκοψε απαντώντας ότι δε χρειαζόταν να τα επαναλαμβάνει, μετά από τόσα τατουάζ ήξερε τα πρέπει και τα δεν πρέπει. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της και βγήκε για να τον αφήσει να ντυθεί καθώς και για να δει τους νεοφερμένους που με τη φασαρία τους, της είχαν κινήσει την περιέργεια.

Βρήκε τρεις τύπους να κοιτάζουν ένα πίνακα με φωτογραφίες από τατουάζ ενώ κάτι συζητούσαν μεταξύ τους και γελούσαν. Χωρίς να τους διακόψει έμεινε να τους κοιτάζει. Ο John βγήκε από το δωμάτιο και πέρασε δίπλα από τους νεαρούς, ρίχνοντας τους μια ματιά. Τότε ήταν που ο κοκκινομάλλης την εντόπισε με την άκρη του ματιού του, γυρίζοντας και ξεφεύγοντας μέσα από τα χείλη του ένα επιδοκιμαστικό σφύριγμα έκανε και τους άλλους να γυρίσουν, όταν πρόσεξε ότι ο ένας από τους άλλους δύο ήταν ο είρων. Οι δυσάρεστες εκπλήξεις δε θα σταματούσαν εκεί. Για αρχή της πέταξε ένα ειρωνικό σχόλιο, που πιθανώς αφορούσε το χρώμα του παλτού της, «Τι έγινε, πότε θα βγεις από το κουκούλι σου εσύ;» Αν εκείνη την ώρα κρατούσε το μηχάνημα για τα τατουάζ θα του είχε κάνει ένα απευθείας μέσα στο μάτι, επειδή όμως δεν το κρατούσε, αρκέστηκε απλά να του απαντήσει αν και κακόκεφα: «Λέω την άνοιξη» και του γύρισε την πλάτη για να μπει στο εργαστήρι της, όταν άκουσε το φίλο του να τον ρωτάει.

-Ρε που την ξέρεις; και ύστερα μουρμουρητά και γέλια. Μήπως έκανε λάθος και έπρεπε να τον αναλάβει τελικά, δε θα ήταν μικρή ευχαρίστηση να τον έχει στα χέρια της και να τον κάνει να υποφέρει. Πριν προλάβει να ξαναβγεί άκουσε τον ουαλό που μόλις είχε τελειώσει με τον δικό του πελάτη να βγαίνει έξω και να καλωσορίζει τους καινούργιους. Σκέφτηκε να σηκωθεί μα τελικά το μετάνιωσε, μέχρι που άκουσε χτύπο στην πόρτα της.

-Μόνη σου είσαι; Τη ρώτησε μόλις μπήκε στο δωμάτιο της ο Τζίμη. Ήρθαν κάτι καινούργιοι, μόνο ο ένας θα κάνει τατουάζ και εγώ πρέπει να φύγω, μπορείς να τον αναλάβεις εσύ;

Η Σεσίλια ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, όμως παρέμεινε στο εργαστήρι της, όσο ο ουαλός εξηγούσε πως είχαν τα πράγματα στους νεαρούς. Με καρτερικότητα και κρυφή ελπίδα περίμενε να ακούσει το νεαρό να δέχεται να τον εξυπηρετήσει εκείνη.

-Που λέτε μάγκες τα πράγματα έχουν ως εξής, εγώ πρέπει να φύγω αλλά δεν έχετε να φοβάστε τίποτα, η κοπέλα που είδατε είναι το δεξί μου χέρι και ανερχόμενο ταλέντο στην τέχνη των τατού, σίγουρα θα ήθελες να έχεις ένα έργο τέχνης στο σώμα σου με την υπογραφή της. Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.    

-Μμμ δε νομίζω.

-Τότε λυπάμαι, δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε, θα πρέπει να πάτε αλλού γιατί κλείνουμε. Η Σεσίλια στεκόταν πίσω από την πόρτα, σιωπηλή, περιμένοντας να ακούσει αν τελικά το θύμα θα έπεφτε στα χέρια της, ενώ από μέσα της προσευχόταν σε όσους Αγίους γνώριζε, ο νεαρός να άλλαζε γνώμη και να έκανε το λάθος να την εμπιστευτεί.

-Έλα τώρα φοβάσαι ένα κοριτσάκι; Τον πείραξε κάποιος από την παρέα.

-Δεν τη φοβάμαι, απλά δεν την εμπιστεύομαι.

Η Σεσίλια κλεισμένη στο δωμάτιο που δεχόταν τους επίδοξους καμβάδες των έργων τέχνης της, αναρωτήθηκε μήπως είχε την έκτη αίσθηση και γι’ αυτό είχε σκιτσάρει μόλις λίγες ώρες νωρίτερα το πορτρέτο του ενώ καθόταν στη ζεστασιά του διαμερίσματος της. Μάλλον θα το είχε πάρει από τη γιαγιά της, τη μητέρα του πατέρα της που ισχυριζόταν ότι μικρή έβλεπε οράματα και προφητικά όνειρα. Αλλά ως τότε δεν είχε συμβεί κάτι άλλο που να μαρτυρούσε στη Σεσίλια ότι είχε το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον της. Ώρα ήταν τώρα να αρχίσει να πηγαίνει να της ρίξουν τα ταρώ, κορόιδεψε τον εαυτό της ενώ είχε ξεκινήσει να μαζεύει τα πράγματα της,

-Έλα φίλε, μη βλέπεις σε κάθε γυναίκα την Γκρέις. Άκουσε να λέει ένας από τους φίλους του, και ύστερα άκουσε τον ίδιο να ρωτάει κάτι τον ουαλό, εκείνος δεν είχε απαντήσει, οπότε προφανώς θα του είχε κάνει νεύμα.  

Της είχε φανεί ότι άκουσε την πόρτα του μαγαζιού να κλείνει. Είχε χάσει την ευκαιρία της, όμως δε θα κέρδιζε κάτι με το να στέκεται και να τον περιμένει. Άσε που δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να ελέγξει την έκφραση του προσώπου της, όσο εκείνος θα προσπαθούσε να αποφασίσει αν τελικά θα καταδεχόταν να του κάνει το τατουάζ η Σεσίλια, δεν ήθελε να φαίνεται η αδημονία της. Άκουσε την πόρτα της να χτυπάει και αμέσως να ανοίγει. Προφανώς τα πειράγματα των φίλων του και οι διαβεβαιώσεις του Τζίμη να τον είχαν πείσει και ενώ στην αρχή δε θέλησε να την ακολουθήσει στο χώρο της για να του κάνει το τατουάζ, τώρα παρουσιαζόταν μπρο­στά της για να γίνει έρμαιο στα χέρια της και να ανεχτεί τις σαδιστικές διαθέσεις της.

Τον κοίταξε προκλητικά ενώ περίμενε να ακούσει κάποια ατάκα του στυλ: «Πρόσεξε μη μου κάνεις καμιά κάμπια με κόκκινο κεφάλι σαν εσένα». Άλλωστε από το ύφος που την είχε κοιτάξει όταν τη σήκωσε από το έδαφος κάτι τέτοια θα σκεφτόταν, βέβαια αν του ξέφευγε κάτι παρόμοιο, ύστερα ό,τι και να περνούσε στα χέρια της θα του άξιζε. Όμως αντί για αυτό τη ρώτησε όσο πιο απλά μπορούσε.

-Να σε εμπιστευτώ;

-Πάνω απ’ όλα είμαι επαγγελματίας, απάντησε προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα χαμόγελο, μιας και θα φρόντιζε να τον κάνει τουλάχιστον να πονέσει κρατώντας το μαρτυρικό – καλλιτεχνικό εργαλείο της δουλειάς της. Μόλις εκείνος έμεινε γυμνός από τη μέση και πάνω και έχοντας την πλάτη του γυρισμένη σε εκείνη, δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει τις ανοιχτές πλάτες του. Ύστερα όμως θύμισε στον εαυτό της ότι εκείνος ο άντρας, της ήταν αντιπαθητικός, έτσι η επόμενη σκέψη της ήταν ότι της έκανε επίδειξη με το να στέκεται γυμνός. Ίσως να του άξιζε να αρπάξει και ένα γερό κρύωμα εκτός από τον πόνο που θα φρόντιζε η ίδια να περάσει.

-Θέλω να μου σχεδιάσεις αυτό. Είπε και της έδωσε ένα φύλλο χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. Με τρελό χτυποκάρδι στο στήθος, άπλωσε το χέρι να πάρει το χαρτί, όταν εκείνος πρόσεξε την τίγρη στον καρπό της, που φαινόταν από το ανασηκωμένο μανίκι της. Χωρίς να το σκεφτεί, έπιασε το χέρι της από τον καρπό και έμεινε να κοιτάζει την τίγρη, που ξεσκίζοντας τη σάρκα του κοριτσιού προσπαθούσε να βγει από μέσα της.

-Ωραίο, θαύμασε! Ποιος σου το έφτιαξε;

-Το σχέδιο είναι δικό μου, μου το έφτιαξε ο Τζίμη.

-Ο τύπος που έφυγε; Είπε και την κοίταξε στα μάτια χωρίς να της αφήσει το χέρι.

-Ναι, μουρμούρισε και αμήχανα τράβηξε το χέρι της από το χαλαρό κράτημα του, ύστερα ξεδίπλωσε το χαρτί για να αντικρίσει τη μεγαλύτερη και πιο δυσάρεστη έκπληξη της ημέρας. Ένα από τα σχέδια του μπλοκ που της είχαν κλέψει προ δέκα ημερών. Αντικρίζοντας το μαύρο φοίνικα χίλια σενάρια πέρασαν από το μυαλό της, γύρισε και κοίταξε τον τύπο βράζοντας από θυμό, κάτι που εκείνος δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται. Ώστε έτσι, επίτηδες είχε μπει μπροστά της για να την εμποδίσει να φτάσει τον κλέφτη, ήταν κι εκείνος στο κόλπο, καλά το είχε υποψιαστεί. Κι αν το μόνο αξιόλογο για έναν κλέφτη που είχε μέσα στην τσάντα της ήταν το κινητό της, σε εκείνη είχαν κάνει μεγαλύτερη ζημιά με το να της κλέψουν τα σχέδια, τα οποία παρά τους κόπους της δεν είχε καταφέρει ακόμα να ανασύρει από την μνήμη της με όλες τους τις λεπτομέρειες. Και από πάνω πήγαινε εκεί να την περιγελάσει. Κόκκινη από τον εκνευρισμό κατάπιε το θυμό της και έκανε μια προσπάθεια να ανακτήσει την ψυχραιμία της.

-Στην πλάτη το θέλω.

-Φυσικά. Ξάπλωσε του είπε και του έδειξε την πολυθρόνα που την χαμήλωσε για να είναι εύκολο να ξαπλώσει πάνω της. Άραγε ένας από τους δύο τύπους έξω να ήταν ο κλέφτης της τσάντας; Ο ψηλός σίγουρα όχι. Ο άλλος θα μπορούσε αλλά και σίγουρη δεν ήταν, για το μόνο που ήταν βέβαιη ήταν ότι ο τύπος που οικιοθελώς είχε ξαπλώσει στην πολυθρόνα του μαρτυρίου του, πέρα από κάθε αμφιβολία ήταν ο ένοχος. Φυσικά δεν επρόκειτο απλά για μια σύμπτωση, να κυνηγάει τον κλέφτη που την έσπρωξε και της έκλεψε την τσάντα, ύστερα να πέφτει επάνω του χάνοντας την ισορροπία της και χρόνο, και ύστερα να εμφανίζεται ο ίδιος τύπος που είχε παρουσιαστεί ως εμπόδιο με ένα από τα κλεμμένα σχέδια.

-Γιατί αργείς; Τη ρώτησε.

-Παρατηρώ το σχέδιο.

-Μπορείς να το κάνεις ή να πάω αλλού;

-Φυσικά και μπορώ να το κάνω, και μάλιστα καλύτερα από το πρωτότυπο. Η Σεσίλια ψάχνοντας στο μυαλό της να βρει με ποιο τρόπο θα έπρεπε να πάρει την εκδίκηση της σηκώθηκε από τη θέση της παρατώντας στην άκρη το χαρτί ενώ άκουσε το θύμα της, που τόσο πειθήνια είχε πάρει τη θέση του στην καρέκλα των βασανιστηρίων να τη ρωτάει.

-Δεν είναι υπέροχο;

-Ποιο πράγμα; τον ρώτησε και φόρεσε ένα ζευγάρι γάντια.

-Το σχέδιο, ο μαύρος φοίνικας.

-Καλό είναι, είπε μέσα από τα δόντια της, ενώ έβγαζε τις βελόνες, μια για κάθε χρώμα, από σακουλάκια κλεισμένα αεροστεγώς. Μήπως έχεις πιει; Στράφηκε απότομα και τον κοίταξε. Ο νεαρός κούνησε νευρικά το κεφάλι του κοιτώντας την, όμως τα μάτια του της μαρτυρούσαν ότι είχε πιει και μάλιστα πολύ. Για μια στιγμή σκέφτηκε καθαρά επαγγελματικά. Το σωστό ήταν να τον διώξει και να του πει να επιστρέψει εκεί νηφάλιος κάποια άλλη μέρα, από την άλλη όμως ο επαγγελματισμός δεν έχει καμία σχέση με την εκδίκηση που ήθελε και είχε την ευκαιρία να πάρει, οπότε μάλλον τη βόλευε να είναι μεθυσμένος ο πελάτης, με αυτά που είχε σκοπό να του κάνει. Παρά ταύτα τον ρώτησε για μια ακόμα φορά, για να τα έχει καλά με τη συνείδηση της.

-Σίγουρα;

-Σίγουρα! Της απάντησε και κοίταξε πάλι μπροστά.

-Τέλεια. Πάντως τα φιλαράκια σου μου φάνηκαν πιωμένα.

-Ναι, αλλά όχι πολύ, απλά ήρθαν σε κέφι.

-Ωραία, ξεκινάμε; Τον ρώτησε και κάθισε στο σκαμπό δίπλα του. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Θες να σου βάλω αναισθητική αλοιφή ή είσαι σκληρό αντράκι; Τον ρώτησε έχοντας ανασηκώσει το αριστερό της φρύδι.

-Δεν χρειάζομαι. Είπε και εκείνη χαμογέλασε αφού πόνταρε σε αυτή την απάντηση, αλλιώς το πιο πιθανό να είχε ‘‘ξεχάσει’’ να τον ρωτήσει. Μόλις ακούμπησε τη βελόνα πάνω στη λεία πλάτη του, που πριν από λίγη ώρα είχε ξεροκαταπιεί στη θέα της, και τον είδε να κάνει μια στιγμιαία αντανακλαστική κίνηση ένα πλατύ ασυγκράτητο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Ευτυχώς δεν την έβλεπε, αφού είχε φροντίσει να τον βάλει να είναι ξαπλωμένος από την πλευρά που δεν μπορούσε να βλέπει στον καθρέφτη. Ξεκίνησε, περνώντας ένα ελαφρύ μαύρο περίγραμμα ώστε μετά να συνεχίσει με το κόκκινο για να φαίνεται ότι στην πραγματικότητα το πορφυρό χρώμα ήταν το περίγραμμα του σπάνιου λουλουδιού που σχεδίαζε πάνω στον ανθρώπινο καμβά της. Με επαγγελματική συναίσθηση έκανε τη δουλειά της, μόνο που είχε αλλάξει το σχέδιο που είχε διαλέξει ο πελάτης, με ένα άλλο από εκείνα του κλεμμένου μπλοκ. Όχι που θα τον άφηνε έτσι! Ανά διαστήματα τον ρώταγε κάτι μικρής σημασίας, ώστε να τον ακούει να της μιλάει με σφιγμένα δόντια, κάτι που της έδινε ιδιαίτερη ευχαρίστηση, μιας και καταλάβαινε ότι του προκαλούσε πόνο κάθε φορά που τον άγγιζαν οι βελόνες. Είχαν περάσει σαράντα λεπτά που έκανε το σχέδιο και μόλις είχε τελειώσει με το ξεχωρισμένο πέταλο που το παρέσερνε ο αέρας καθώς έπεφτε. Μια στιγμιαία έμπνευση την έκανε να αλλάξει το πρωτότυπο σχέδιο, κι έτσι οι τρεις σταγόνες αίμα που έσταζαν από το λουλούδι πολλαπλασιάστηκαν σε 7 και κάθε μια από αυτές συμπεριλάμβανε και ένα γράμμα από το όνομα της, S, E, S, I, L, I, A. Μόλις είχε βάλει την υπογραφή της στο σώμα εκείνου που είχε συμβάλει στο να της στερήσουν το μπλοκ, και θα ξόδευε αρκετά χρήματα για να απαλλαγεί από το όνομα της. Ένιωθε κάτι παραπάνω από ικανοποιημένη όταν άρχισε να βάζει στην περιοχή κρέμα ώστε να διατηρηθεί η περιοχή ενυδατωμένη και να αποφευχθούν μολύνσεις. Το σχέδιο είχε αποδοθεί τέλεια και εκείνη ήταν κάτι παραπάνω από καλλιτέχνης! Πριν προλάβει να σηκωθεί για να το δει σε έναν καθρέφτη ο νεαρός άντρας, εκείνη πρόλαβε να το καλύψει με την αντικολλητική γάζα.

-Δε θα το δω; Τη ρώτησε παραξενεμένος ο νεαρός.

-Όχι, τώρα πάει το καλύψαμε, δεν κάνει να βγάλουμε την γάζα.

-Μα δε θα έπρεπε να το δω πρώτα πριν το καλύψεις;

-Είσαι άσχετος όπως καταλαβαίνω. Αν ήθελες να το δεις έπρεπε να το κάνεις κάπου ώστε να βλέπεις όση ώρα το σχεδίαζα. Είναι πολύ επικίνδυνο να το αφήσουμε εκτεθειμένο, αμέσως μόλις του βάλουμε την αλοιφή πρέπει να καλυφτεί. Ξέρεις πόσα μικρόβια κυκλοφορούν.

-Εδώ μέσα; Αμφιβάλω, βρωμάει αντισηπτικό.

-Και πάλι πρέπει να παίρνουμε τα μέτρα μας, είμαι επαγγελματίας δεν μπορώ να το διακινδυνέψω ώστε να του ρίξεις εσύ μια ματιά. Άλλωστε πλέον είναι κομμάτι σου, θα βαρεθείς να το βλέπεις. Και τώρα οι οδηγίες προφύλαξης. Σου έχω βάλει αρκετή αλοιφή ώστε να το διατηρήσει ενυδατωμένο, οπότε μπορείς να το αφήσεις και 12 ώρες μέχρι να αφαιρέσεις την γάζα, όταν όμως την αφαιρέσεις δεν επιτρέπεται να το ξανακλείσεις. Για λίγες μέρες δε θα γυμναστείς, δε θα πας σε κολυμβητήριο, να σου πω να αποφεύγεις τον ήλιο είναι περιττό μέσα στην καταχνιά που ζούμε του Λονδίνου. Δε θα μπεις σε σάουνα, ούτε στη θάλασσα. Όση ώρα εκείνη του αράδιαζε ένα σωρό πράγματα που έπρεπε και δεν έπρεπε να κάνει, του πρότεινε τι κρέμα να βάζει για να ενυδατώνει την περιοχή, εκείνος ντυνόταν κουνώντας το κεφάλι του για να της δείξει ότι καταλαβαίνει.

-Μιας και με πλήρωσες μπορείς να φύγεις.

-Το σχέδιο; Τη ρώτησε.

-Ποιο σχέδιο;

-Το χαρτί με το σχέδιο που έκανες στην πλάτη μου, το θέλω, δε θα σε αφήσω να το κάνεις σε άλλον, θέλω να το έχω μόνο εγώ.

Ώστε ήταν και εγωιστής!

-Φυσικά, του απάντησε χαμογελώντας ειρωνικά και παίρνοντας από το πάγκο που είχε παρατημένο το χαρτί με το φοίνικα του το επέστρεψε.

-Γιατί χαμογελάς;

-Απλά από την στιγμή που σχεδίασα σχολαστικά το πουλί στην πλάτη σου, η κάθε γραμμή και λεπτομέρεια του έχει χαραχτεί στη μνήμη μου, δε χρειάζομαι ένα κομμάτι χαρτί για να το ξαναφτιάξω. Απλά να το ξέρεις.

-Μην τολμήσεις! Της είπε κοιτώντας την. 

-Γιατί είχε copyright το σχέδιο και τα πνευματικά δικαιώματα του σου ανήκουν; Αφού δεν απάντησε, βγήκε έξω για να βρει τρεις άντρες να κάθονται στους καναπέδες. Οι δύο ήταν οι φίλοι του, όσο για τον άλλο, δε χάρηκε ιδιαίτερα η Σεσίλια όταν αναγνώρισε το πρόσωπο του Χάρολντ, που την κοίταζε χαμογελώντας.

-Τι θες εδώ; Εκείνη την ώρα, έχοντας φορέσει και το μπουφάν βγήκε από το δωμάτιο ο πελάτης και κάνοντας νόημα στους άλλους δύο σηκώθηκαν για να φύγουν. Βγαίνοντας από την πόρτα η Σεσίλια πρόσεξε ότι ο νεαρός άντρας έριξε μια ενοχλημένη ματιά σε εκείνη και το Χάρολντ, όταν της κούνησε το κεφάλι του αντί χαιρετισμού. Εκείνη τον καληνύχτισε και έστρεψε την προσοχή της πάλι στο βόρειο Ιρλανδό, ο οποίος ήταν ο τελευταίος από τους εραστές της.

-Μου έλειψες, είπε και έκανε να την αγκαλιάσει, μα η Σεσίλια τραβήχτηκε απότομα πίσω. Δεν είχε διάθεση για τέτοιες εκδηλώσεις και ειδικά από κάποιον σαν εκείνον.   

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

 

 – Πρέπει να είσαι η αλλαγή, που θες να έρθει. (Γκάντι)

 

Κουκουλωμένος στο κρεβάτι του, άκουγε το σούρσιμο του κινητού του πάνω στο γραφείο του. Το συνεχόμενο βζζζμ, βζζζμ της δόνησης, του έδινε στα νεύρα, όμως ήθελε τόσο πολύ να χουζουρέψει λίγο ακόμα. Ήταν τα γενέθλια του στο κάτω, κάτω. Αν δεν έχεις δικαίωμα να κοιμηθείς λίγο παραπάνω στα γενέθλια σου. Ε, τότε δεν υπάρχει λόγος να τα γιορτάζεις.

Το κινητό σταμάτησε να δονείται και ησύχασε για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι που ξεκίνησε πάλι. Όποιος κι αν τον έψαχνε, δε θα σταματούσε μέχρι να του μιλήσει.

Τίναξε τα σκεπάσματα από πάνω του, και σηκώθηκε νευριασμένος. Το αμυδρό φως της οθόνης του κινητού του και ο εκνευριστικός ήχος που έκανε, καθώς τριβόταν στην ξύλινη επιφάνεια, τον οδήγησε κατευθείαν σε αυτό.

Το πήρε στα χέρια του και περίμενε λίγο να συνηθίσουν τα μάτια του στο φως. Όταν μπόρεσε να κοιτάξει χωρίς να πονάει, είδε ότι τον καλούσε η Λόρνα. Φυσικά, ποιος άλλος θα ήταν αρκετά αγενής ώστε να επιμένει τόσο, σκέφτηκε καθώς έφερνε το τηλέφωνο στο αυτί του.

Πριν προλάβει να τη βρίσει που τον ξύπνησε, τον ξεκούφανε μια μελωδία που ακουγόταν από την άλλη μεριά της γραμμής. Κοίταξε ξανά την οθόνη, για να σιγουρευτεί ότι ήταν η αδερφή του και αφού χαμήλωσε λίγο το ακουστικό, προσπάθησε να της μιλήσει.

«Λόρνα;», ρώτησε. Όταν δεν πήρε απάντηση, δοκίμασε λίγο πιο δυνατά, ώσπου στο τέλος κατέληξε να φωνάζει το όνομα της. «Λόρνα! ΛΟΡΝΑ!!».

Δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακούσει, η μουσική ήταν πολύ δυνατά. Κάθισε ξανά στο κρεβάτι του και περίμενε να τελειώσει. Κουνούσε νευρικά το πόδι του, όταν συνειδητοποίησε ότι την ήξερε αυτή τη μελωδία. Ήταν η μουσική του Braveheart. Δεν μπόρεσε να μη γελάσει.

«Χρόνια πολλάααααα!», ακούστηκε η χαρούμενη φωνή της αδερφής του, μετά την τελευταία νότα του soundtrack.

«Ευχαριστώ!! Λίγο ασυνήθιστη η επιλογή του γενέθλιου άσματος».

«Α, γιατί το λες αυτό; Εγώ το βρίσκω ταιριαστό»

«Ταιριαστό; Με ποιον ακριβώς τρόπο, παρακαλώ;», απόρησε  ο Γκράχαμ.

«Συνδυάζει τις σκωτσέζικες ρίζες σου, με το επαναστατικό σου πνεύμα», απάντησε η Λόρνα.

«Μμμ, ναι. Ομολογουμένως, γεννημένος επαναστάτης. Όμως, το ξέρεις ότι δεν είχε και πολύ καλό τέλος ο πρωταγωνιστής, έτσι; Έχεις δει την ταινία», της είπε αβέβαια.

«Φυσικά, ένας λόγος παραπάνω που σου ταιριάζει, λοιπόν»

«Μα τι γλυκιά αδερφή, με πήρε να με ξυπνήσει την ημέρα των γενεθλίων μου, για να μου πει, ότι θα έχω ένα βασανιστικό θάνατο», αναφώνησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ανοίξει το παραθυρόφυλλο του, αφήνοντας επιτέλους, το πρωινό, γκρίζο φως να μπει στο δωμάτιο. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακοιμηθεί.

Η Λόρνα γέλασε. «Μα τι γκρινιάρης που είσαι. Τουλάχιστον ο τύπος έμεινε στην ιστορία!»

«Λες λοιπόν ότι η ιστορία θα θυμάται ότι κάποια στιγμή στον 21ο αιώνα, ένας άγγλος αποφάσισε να αλλάξει σχολή κρυφά από τους δικούς του; Χμμ, δεν θα τον έλεγα και πολύ παραγωγικό αιώνα τότε», μισογέλασε ετοιμάζοντας παράλληλα τη φτηνή καφετιέρα του.

«Ουφ, καλά! Του χρόνου, θα σκεφτώ κάτι καλύτερο για να γιορτάσουμε τα γενέθλια σου και την επέτειο της εξέγερσης σου»

«Ή μπορείς απλά, να μου τραγουδήσεις το Happy Birthday, θα το εκτιμήσω εξίσου», την προέτρεψε, από φόβο ότι θα έφταναν στα ογδόντα τους και ακόμα, θα του υπενθύμιζε εκείνη τη μέρα.

«Ναι, ναι θα το έχω στο νου μου. Και τι θα έλεγες, αν πηγαίναμε για φαγητό σήμερα; Δικό μου το κέρασμα. Ξέρεις, για να εξιλεωθώ», του πρότεινε.

«Το ξέρεις ότι η αντίστροφη ψυχολογία δεν πιάνει με μας, από τότε που έγινα δέκα χρονών. Παρόλα αυτά, θα δεχθώ το κέρασμα. Ο μισθός του βοηθού καθηγητή, δε φτάνει για το αγαπημένο σου εστιατόριο».

«Τι μεγαλόψυχος!», τον κορόιδεψε. Αν βρίσκονταν στον ίδιο χώρο, ήταν σίγουρος ότι θα του έβγαζε και τη γλώσσα. Καμιά φορά, δεν ήξερε πώς να ξεχωρίσει τη Λόρνα, από την Άιλα. «Ραντεβού το μεσημέρι, αδερφούλη! Και σε παρακαλώ, μην βάλεις τίποτα που να σου έχει αγοράσει η Γκρέις. Αυτή η κοπέλα, δεν έχει καθόλου γούστο. Σε φιλώ!»

Έκλεισε το τηλέφωνο και το πέταξε στο κρεβάτι. Είχε πολύ καιρό να συναντήσει τη Λόρνα. Εκείνη δούλευε σκληρά στην εταιρεία κι εκείνος, έτρεχε πότε με το πανεπιστήμιο, πότε για τον Άτκινσον και πότε για την Γκρέις. Είχαν πολλά να πουν και πρώτα από όλα, για το χωρισμό του.

Η Λόρνα θα ήταν από εκείνους που θα φρόντιζαν να τον συγχαρούν. Δεν συμπαθούσε καθόλου την κοπέλα του και δεν έκανε τίποτα για να το κρύψει. Βέβαια, τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία και γι αυτό φρόντιζε, να μην έρχονται συχνά οι δυο τους σε επαφή. Τι θα έκανε άραγε σήμερα, η Γκρέις; Θα τον έπαιρνε τηλέφωνο, έστω για μία τυπική ευχή; Είχαν περάσει γύρω στις δέκα μέρες και δεν είχε δώσει σημείο ζωής.

Ο χαρακτηριστικός ήχος της καφετιέρας, τον ειδοποίησε πως ο καφές του ήταν έτοιμος. Γέμισε μια τεράστια κούπα, πρόσθεσε δυο γενναίες κουταλιές ζάχαρης και λίγο γάλα. Την πήρε και κάθισε στο γραφείο του, κοιτώντας το δρόμο έξω. Ήταν Σάββατο και είχε περισσότερη κίνηση από ότι συνήθως.

Βρισκόταν σε δίλημμα. Δεν ήξερε πώς να περάσει το πρωινό του. Φυσικά, δεν είχε καμία διάθεση να διαβάσει και για το μεσημέρι, είχε κανονίσει να δει την αδερφή του. Όσο για το βράδυ… Το βράδυ, θα έβγαινε με τους φίλους του για ποτό.

Τελευταία, σύχναζαν στο μπαρ Element και εκεί θα πήγαιναν κι απόψε. Με τον Σμιτ, τον Κάλουμ και τον μικρό αδερφό του, τον Τζέιμς. Αυτό ήταν που χρειαζόταν. Ένα ανέμελο βράδυ, με τους κολλητούς του. Καλή μουσική, καλή παρέα και καλό ποτό. Ειδικά από αυτό το τελευταίο, όσο το δυνατόν περισσότερο και ταυτόχρονα, όσο το δυνατόν λιγότερες σκέψεις.

Τι θα έκανε τώρα, όμως; Μια καλή ιδέα, ήταν να πάει για κολύμπι. Σίγουρα προλάβαινε μερικούς γύρους και να γυρίσει εγκαίρως σπίτι, να ετοιμαστεί για το γεύμα με τη Λόρνα.

Είχε τελειώσει ήδη τον μισό καφέ του, όταν τελικά αποφάσισε ότι αυτό θα έκανε. Σηκώθηκε, φόρεσε τις φόρμες του και πήρε το σάκο του. Έπιασε το αθλητικό του μπουφάν και πριν φύγει, έψαξε για τα κλειδιά του. Θυμήθηκε ότι ήταν στην τσάντα του και την άνοιξε, ψαχουλεύοντας τα, ανάμεσα στα βιβλία του.

Το πρώτο πράγμα που είδε, ήταν εκείνο το κομμάτι χαρτί, με το ζωγραφισμένο φοίνικα. Κάθε τόσο το έβγαζε και το κοιτούσε. Δεν είχε δει το υπόλοιπο μπλοκ ακόμα, μα αυτό το σχέδιο τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Ήταν σαν να συμβόλιζε, όσα ήθελε στη ζωή του. Τη δυνατότητα να τα αλλάζει όλα και να γεννιέται ξανά, κάνοντας μια καινούργια αρχή. Κι αν δεν τα κατάφερνε, να το επαναλάμβανε ξανά και ξανά, μέχρι να βρει το σωστό. Το σωστό για εκείνον.

Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του, αλλά θα έπρεπε να το σκεφτεί λίγο παραπάνω και σίγουρα, να μιλήσει πρώτα με τον Τζέιμς. Το έβγαλε και το δίπλωσε με προσοχή, βάζοντας το στη τσέπη του τζάκετ, που θα φορούσε αργότερα. Ψάρεψε τα κλειδιά, από τον πάτο της τσάντας του και έφυγε για την πισίνα.

ba

Το Element ήταν ένα σχετικά καινούργιο μπαρ, όμως είχαν ήδη γίνει θαμώνες του. Το είχε ανακαλύψει ο Τζέιμς, σε μία από τις αμέτρητες νυχτερινές του εξορμήσεις και οι υπόλοιποι τον εμπιστεύονταν τυφλά σε θέματα διασκέδασης και όπως αποδείχτηκε, έκαναν πολύ καλά.

Ο Γκράχαμ, είχε χάσει τον αριθμό των ποτών που είχε πιει. Πρέπει να ήταν κάπου ανάμεσα στο πέμπτο και το όγδοο, αλλά πάλι, ποιος κρατούσε λογαριασμό. Ευτυχώς  μετά το γεύμα του με τη Λόρνα, το στομάχι του ήταν γεμάτο.

«Δεν πήρε», μουρμούρισε κοιτάζοντας τον πάτο του ποτηριού του.

Ο Κάλουμ, καθόταν δίπλα του, σε ένα ψηλό σκαμπό στον πάγκο, χαζεύοντας την απέναντι παρέα. Ή μάλλον, τη μελαχρινή της απέναντι παρέας.

«Μμμ, τι είπες;», ρώτησε χωρίς να χάσει οπτική επαφή.

«Λέω… Δε με πήρε τηλέφωνο»

«Ποιος;»

«Η Γκρέις, Κάλουμ! Με παρακολουθείς;», είπε γυρνώντας προς το μέρος του. Ακολούθησε το βλέμμα του φίλου του, μέχρι την μελαχρινή κοπέλα. «Μάλλον όχι».

«Συγνώμη φίλε, αλλά δε βγήκαμε για να παρακολουθώ εσένα. Γενέθλια ή όχι, το μωρό απέναντι, είναι αστέρι», του απάντησε ο Κάλουμ ξεκλέβοντας ένα δευτερόλεπτο από την κοπέλα, για να τον κοιτάξει.

«Δεν είπα να μου την πέσεις! Δεν είσαι καν ο τύπος μου, αλλά τουλάχιστον, μπορείς να με ακούς;»

«Πωπω, μου φαίνεται κάποιος, έχει αρχίσει και περνάει στη ζώνη της μιζέριας. Μήπως να σταματήσεις να πίνεις;»

«Δεν μου φταίει το ποτό. Εσύ μου φταις. Υποτίθεται ότι είσαι μεγαλύτερος και φίλος μου. Δεν πρέπει να με συμβουλεύεις;», του πέταξε ο Γκράχαμ, τραβώντας του την προσοχή.

Ο Κάλουμ γύρισε την πλάτη στην μελαχρινή και έκανε νόημα στον μπάρμαν, για ένα ακόμα ποτό. «Εντάξει, αυτό πόνεσε. Και για πες μου, γιατί στο διάολο ακριβώς θες συμβουλή; Μια εβδομάδα πριν, είπες ότι ένιωθες ελεύθερος».

«Δεν είναι ότι τη θέλω πίσω. Δηλαδή, νομίζω. Αλλά, έτσι που χωρίσαμε, είναι σαν να μην ήμαστε ποτέ μαζί. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»

«Όχι! Κι αν θέλεις τη γνώμη μου, καιρός ήταν. Η κοπέλα είχε αρχίσει να τα χάνει. Το ξέρεις ότι πριν ένα μήνα περίπου, με πήρε τρία τηλέφωνα γιατί λέει, δε σε έβρισκε. Της εξήγησα ότι ήσουν σε σεμινάριο και παρόλα αυτά, με πήρε άλλες δύο φορές», του ξεφούρνισε ο Κάλουμ πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του.

Ο Γκράχαμ τον κοίταξε ερωτηματικά και ο Κάλουμ έγνεψε καταφατικά. «Είσαι καλύτερα χωρίς εκείνη. Θα είσαι καλύτερα, χωρίς εκείνη», συμπλήρωσε.

Ο Γκράχαμ αναστέναξε, άδειασε το ποτό του μονορούφι και παρήγγειλε άλλο. Γύρισε προς τη μεριά της μπάντας, όπου ο Τζέιμς, καθόταν στη θέση του ντράμερ. Όποτε πήγαιναν σε κάποιο μέρος με ζωντανή μουσική, δεν υπήρχε περίπτωση να μην πλησιάσει για να ζητήσει να παίξει λίγο. Σπούδαζε μηχανολογία και ήταν, όπως και ο Σμιτ, δύο χρόνια μικρότερος του, όμως είχε έρθει στην παρέα, χάρη στον Κάλουμ, που μιας και έχοντας καθυστερήσει λίγο παραπάνω με τις σπουδές του, συναντήθηκε με τους άλλους δύο στο Master τους.

«Πρέπει να παραδεχτώ, ότι είναι καλός!», σχολίασε ο Γκράχαμ, δείχνοντας τον Τζέιμς που έπαιζε σόλο, μοιάζοντας να έχει πιάσει φωτιά από τον συνδυασμό του φωτισμού της σκηνής και των κόκκινων μαλλιών του. Το μεγάλο τατουάζ δράκου που είχε στο χέρι του, ξεχώριζε παρά τις έντονες κινήσεις του και τότε θυμήθηκε το χαρτί, στην εσωτερική τσέπη του. «Ο φοίνικας...»

«Τι πράγμα;», ρώτησε ο Σμιτ, βγάζοντας το σακάκι του. Το δίπλωσε πάνω στο άδειο σκαμπό και κάθισε πάνω του, στο άλλο πλευρό του Γκράχαμ. «Το σήμα εδώ μέσα, δεν παίζεται. Όχι ότι θα άκουγα τίποτα, με τον τρελό στα ντραμς».

«Σου έλειψε κιόλας, η Ελίζ; Έχεις να τη δεις, μόλις δύο ώρες», τον κορόιδεψε ο Κάλουμ.

«Να κοιτάς τα χάλια σου, γερόλυκε», είπε παίρνοντας την μπύρα που του έφερε ο μπάρμαν.

«Οκ, οκ το έπιασα το νόημα. Ασχολήσου εσύ με τον εορταζόμενο. Έτσι κι αλλιώς, είχα αφήσει μια δουλειά στη μέση», του απάντησε και γύρισε το σώμα του ξανά, προς τη μεριά της μελαχρινής κοπέλας.

Ο Σμιτ, κούνησε το κεφάλι του και έστρεψε την προσοχή του στον Γκράχαμ, που κοιτούσε ακόμα την μπάντα. «Τι είπες πριν; Μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι για φοίνικα»

«Θα κάνω τατουάζ», ανακοίνωσε πίνοντας.

Ο Σμιτ, πνίγηκε με τη γουλιά που κατέβαζε και σκούντηξε δυνατά τον Κάλουμ. «Τι θα κάνεις λέει;», τον ρώτησε σκουπίζοντας το στόμα του.

Ο Γκράχαμ, τους κοίταξε και επανέλαβε. «Θα κάνω τατουάζ. Πρέπει να μιλήσω στον Τζέιμς. Ξέρει κανείς σας, που έκανε το δικό του;»

«Δεν πας καλά, φίλε. Κι όλα αυτά για έναν χωρισμό;», είπε έκπληκτος ο Κάλουμ.

«Όχι δεν είναι για το χωρισμό, είναι γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει. Την αλλαγή, την αναγέννηση, ένα νέο ξεκίνημα! Το να κάνω, αυτό που θέλω εγώ», τους εξήγησε  με φωνή ανθρώπου που ονειροβατούσε.

«Ε, και για να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα, πρέπει να κάνεις τατουάζ; Δεν είναι καν το στυλ σου! Γιατί δε δοκιμάζεις καλύτερα, κάτι που δε θα μετανιώσεις;», προσπάθησε να τον λογικέψει ο Σμιτ.

«Δεν καταλαβαίνετε», τους πέταξε και πήγε κοντά στον Τζέιμς.

Όταν επέστρεψε στο μπαρ, οι δύο του φίλοι συζητούσαν έντονα.  «Έφυγα», τους είπε παίρνοντας το τζάκετ του. Έδωσε μερικά χαρτονομίσματα στον μπάρμαν και χαιρέτησε τους αποσβολωμένους κολλητούς του. «Τα ποτά κερασμένα».

Βγήκε στο δρόμο και ένιωσε το κρύο, σαν χαστούκι στο πρόσωπο του. Είχε πιει παραπάνω από όσο πίστευε. Μπορούσε να περπατήσει, αλλά την τελευταία φορά που κοίταξε, είχε πέντε δάχτυλα κι όχι εφτά. Είχε κάνει μερικά βήματα, όταν άκουσε πίσω του τον Κάλουμ και τον Σμιτ, να φωνάζουν το όνομα του.

«Έχεις τρελαθεί!», του είπε ο Σμιτ, όταν τον πρόλαβε.

«Όχι, απλά το έχω αποφασίσει», απάντησε ήρεμα ο Γκράχαμ, συνεχίζοντας το περπάτημα.

«Ωραία, θα το έχεις αποφασίσει κι αύριο το πρωί, που θα είσαι και νηφάλιος», νευρίασε ο Κάλουμ.

«Σήμερα πρέπει», επέμεινε εκείνος.

Ό,τι κι αν είπαν ή έκαναν, δεν άλλαξε γνώμη. Ο Κάλουμ πρότεινε στο Σμιτ να τον πάνε σηκωτό σπίτι, ή ακόμα κι αναίσθητο. Το πιο πιθανό ήταν ότι δε θα θυμόταν τίποτα το πρωί. Ο Γκράχαμ όμως, δεν έδωσε σημασία, ούτε στις προειδοποιήσεις του Σμιτ, ότι σίγουρα θα το μετάνιωνε, ούτε στα κοσμητικά επίθετα που ξεστόμιζε ο Κάλουμ για τον αδερφό του.

«Τον ηλίθιο! Πολύ έξυπνο να πεις στον πιωμένο κολλητό σου, που βρίσκεται το μαγαζί για να χτυπήσει τατουάζ. Κι ούτε που ήρθε μαζί μας, ο μαλάκας! Ντραμς και αηδίες», μουρμούραγε σε όλη τη διαδρομή.

Έφτασαν στο μαγαζί, αρκετή ώρα αργότερα. Με τον Γκράχαμ να παραπατάει κάθε τόσο, κινούνταν αργά. Μπήκαν μέσα και οι τρεις, όμως στο χώρο υποδοχής δεν υπήρχε κανένας. Ο χώρος δεν ήταν πολύ μεγάλος, όμως όλοι οι τοίχοι, ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες και σχέδια. Ο Γκράχαμ στάθηκε μπροστά από έναν πίνακα, ο οποίος είχε σαν θέμα τα tribal τατουάζ. Βέβαια με τόσο αλκοόλ στο αίμα του, όλα έμοιαζαν με τις ζωγραφιές της Άιλα. Ο Κάλουμ και ο Σμιτ τριγύριζαν στο μαγαζί, κάνοντας σχόλια και γελώντας, μέχρι που ήρθαν κοντά του και ο Σμιτ ρώτησε μισογελώντας.

«Είσαι σίγουρος για το φοίνικα; Μήπως προτιμάς καμιά καρυάτιδα; Ξέρεις, τουλάχιστον να ταιριάζει στην προσωπικότητα σου».

«Ωχ πια! Είπα, ναι! Ξέρω τι θέλω», τον έκοψε ακουμπώντας ανάλαφρα το πέτο του. Ένιωσε το σχέδιο πάνω στη θέση της καρδιάς του. Ήξερε πως αυτό ήθελε, το ήξερε εδώ και καιρό.

Ο Κάλουμ, σφύριξε και ο Γκράχαμ, γύρισε για να δει ποιος είχε μπει στο δωμάτιο προκαλώντας τέτοια αντίδραση από το φίλο του. Ήταν μια χαριτωμένη κοκκινομάλλα, που κάτι του θύμιζε. Την πρόσεξε λίγο καλύτερα μέσα από θολά μάτια και ψέλλισε. «Το ξωτικό».

Σίγουρα τον αναγνώρισε κι εκείνη, γιατί του φάνηκε πως είδε τα χείλη της να σφίγγουν, πριν κάνει μια απότομη μεταβολή και περάσει την πόρτα από την οποία βγήκε. Μεθυσμένος ή όχι, το καμπανάκι του κινδύνου χτύπησε στο κεφάλι του, καθώς δεν ήταν σίγουρος πια, ότι ήθελε το τατουάζ, τουλάχιστον όχι από εκείνη. Όμως οι διαβεβαιώσεις του αφεντικού και μια σιγανή απειλή του Κάλουμ, ότι μετά από τόση ταλαιπωρία, θα του έκανε εκείνος ο ίδιος το τατουάζ, τον έπεισαν.

Ακολούθησε υπάκουα την κοπέλα στο δωμάτιο, προσπαθώντας να κρύψει το τρέκλισμα του. Χτύπησε απαλά την πόρτα και την είδε να ανακάθεται, χωρίς να κάνει καμία κίνηση, να του φέρει τίποτα στο κεφάλι. Το θεώρησε καλό οιωνό και μπήκε.Η ΗΗΗΗΗηΗΗβωθιςηβωωβδς΄

Όταν έμειναν μόνοι, ήταν φανερό ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Του είχε γυρισμένη την πλάτη, όμως μπορούσε να διακρίνει την ένταση στους ώμους της καθώς ετοίμαζε τα εργαλεία. Γύρισε προς το μέρος του, κρατώντας ένα αντικείμενο, που θα μπορούσε άνετα στην ιατροδικαστική έκθεση, να αναφέρεται ως το φονικό όπλο.

«Δεν σκοπεύεις να προσπαθήσεις να με σκοτώσεις πάλι, ε;», τη ρώτησε σε μια προσπάθεια να αστειευτεί.

«Πάνω απ’ όλα, είμαι επαγγελματίας», του απάντησε με ένα αινιγματικό χαμόγελο αφήνοντας στην άκρη τον εξοπλισμό της. Η φωνή της, ακούστηκε πιο γλυκιά από ότι τη θυμόταν. Ίσως γιατί αυτή τη φορά δεν του τσίριζε κατηγορίες.

Έβγαλε από το πέτο του, το διπλωμένο σχέδιο και της το πρόσφερε. «Αυτό είναι το σχέδιο που θέλω»

Καθώς άπλωσε το χέρι της για να το πάρει, πρόσεξε ένα τατουάζ στον καρπό της και με μια παρόρμηση της στιγμής, τόλμησε να τον κρατήσει, για να το περιεργαστεί καλύτερα. Ήταν μία τίγρης, που έσκιζε τη σάρκα της από μέσα. Η εικόνα του ζώου τον τάραξε. Έμοιαζε τόσο απελπισμένο να ξεφύγει και ταυτόχρονα, ο σκοπός του ήταν ζωγραφισμένος στα μάτια του. Θα κέρδιζε την ελευθερία του, πάση θυσία.

«Πανέμορφο», ξεστόμισε ειλικρινά. «Ποιος σου το έφτιαξε;»

«Το σχέδιο είναι δικό μου. Αλλά μου το έφτιαξε ο Τζίμη»

«Ο τύπος έξω;», την κοίταξε, ενώ συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμα το χέρι της. Μα τι είχε πάθει σήμερα. Λες και δεν είχε πιει ξανά.

«Ναι», του είπε εκείνη και τράβηξε το χέρι της, χωρίς να μπορεί να κρύψει την αμηχανία της.

Ο Γκράχαμ συνέχισε να την παρατηρεί, όσο εκείνη άνοιγε το διπλωμένο φύλλο και έβλεπε το σχέδιο. Αναρωτήθηκε αν της άρεσε, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει από την αντίδραση της. Έβλεπε τα καστανά της μάτια να πηγαινοέρχονται καθώς ακολουθούσαν τις γραμμές του φοίνικα, αλλά κάπου εκεί, ένιωσε την πρώτη ζαλάδα και σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα αν ξεκινούσαν επιτέλους, πριν σωριαστεί αναίσθητος.

«Νομίζω πως θα έδειχνε ωραίο στην πλάτη. Τι λες κι εσύ;», τη ρώτησε.

Εκείνη ανάβλεψε και του έδειξε την πολυθρόνα. «Φυσικά. Γδύσου και ξάπλωσε», του είπε χαμηλώνοντας την πολυθρόνα για να καθίσει.

Έβγαλε το τζάκετ του και το κρέμασε με τη δεύτερη, σε μία κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα. Ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του, έχοντας γυρισμένη την πλάτη του προς τα εκείνη, ώστε να μη δει πόσο δυσκολευόταν με τα κουμπιά. Όταν το άφησε κι αυτό στην κρεμάστρα, κάθισε στην πολυθρόνα κοιτώντας τον τοίχο και προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Το μόνο που του έλειπε τώρα, ήταν να τον πάρει ο ύπνος.

«Θα πάρει πολύ ώρα;», τη ρώτησε για να την ενεργοποιήσει. Όση ώρα εκείνος ξεντυνόταν και μέχρι εκείνη τη στιγμή, καθόταν σιωπηλή και κοιτούσε το χαρτί.

«Ε, αρκετή! Απλά, παρατηρώ το σχέδιο»

«Αν δεν μπορείς…», ξεκίνησε να λέει αλλά η κοπέλα τον έκοψε.

«Εννοείται ότι μπορώ να το κάνω και μάλιστα, καλύτερα από το πρωτότυπο»

 Ο Γκράχαμ χαμογέλασε στα λόγια της, ξέροντας πως δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του. «Πάντως είναι ωραίο»

«Ποιο πράγμα;», τον ρώτησε καθώς την άκουγε που ετοιμαζόταν.

«Το σχέδιο, εννοώ. Ο μαύρος φοίνικας»

«Καλό είναι», του είπε ξερά, ενώ έκανε το γύρο για να τον δει καταπρόσωπο. «Μήπως έχεις πιει;»

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αν και φοβόταν πως η νευρικότητα του θα τον πρόδιδε. «Σίγουρα;», τον ξαναρώτησε.

«Σίγουρα!», επιβεβαίωσε και εκείνη πήγε και πάλι, από την άλλη μεριά.

«Πάντως, τα φιλαράκια σου μου φάνηκαν πιωμένα»

Αν σου φάνηκαν αυτοί πιωμένοι, εμένα, θα έπρεπε να με στείλεις για ένεση καφεΐνης, σκέφτηκε, αλλά για να μην διακινδυνεύσει να τον διώξει, αρκέστηκε στο να τους δικαιολογήσει. «Μπα, μια χαρά είναι».

«Ωραία, ξεκινάμε;»

Κούνησε το κεφάλι του, για να της δείξει ότι είναι έτοιμος. «Θες να σου βάλω αναισθητική αλοιφή ή είσαι σκληρό αντράκι;», άκουσε τη φωνή της και διέκρινε έναν ελαφρύ κοροϊδευτικό τόνο.

«Όχι, είμαι εντάξει», απάντησε με σιγουριά, λες και αυτό, θα τον ανέβαζε στα μάτια της.

Το μετάνιωσε με το πρώτο άγγιγμα της βελόνας και συνέχιζε να το μετανιώνει, κάθε φορά που ένιωθε το τσίμπημα της. Αν δεν ήταν μεθυσμένος, πιθανότατα θα φώναζε ή θα έβαζε τα κλάματα. Τώρα απλά, έσφιγγε τα δόντια κάθε φορά που εκείνη τον ρωτούσε αν ήταν εντάξει.

Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα είχε διαρκέσει το βασανιστήριο, όμως κάποια στιγμή, ένιωσε το χαλαρό της βάρος να φεύγει από πάνω του και κατάλαβε ότι τελείωσε. Πριν προλάβει όμως να δει το τατουάζ στον καθρέφτη, εκείνη το είχε ήδη καλύψει με μία λευκή γάζα.

«Εϊ, δε θα το δω;», διαμαρτυρήθηκε.

«Όχι τώρα, πάει το καλύψαμε, δεν κάνει να βγάλουμε τη γάζα»

«Ε, καλά  και τι πειράζει; Άνοιξε την λίγο, να ρίξω μια ματιά»

Η κοπέλα στριφογύρισε τα μάτια της ενοχλημένη. «Είσαι άσχετος, από ότι καταλαβαίνω. Αν ήθελες να το δεις έπρεπε να το κάνεις κάπου ώστε να βλέπεις όση ώρα το σχεδίαζα. Είναι πολύ επικίνδυνο να το αφήσουμε εκτεθειμένο, αμέσως μόλις του βάλουμε την αλοιφή πρέπει να καλυφτεί. Ξέρεις πόσα μικρόβια κυκλοφορούν;»

«Εδώ μέσα; Δείχνουν όλα αποστειρωμένα και βρωμάει αντισηπτικό», της είπε σουφρώνοντας τη μύτη του.

«Και πάλι, πρέπει να παίρνουμε τα μέτρα μας. Είμαι επαγγελματίας, δεν μπορώ να το διακινδυνέψω ώστε να του ρίξεις εσύ, μια ματιά. Άλλωστε, πλέον είναι κομμάτι σου, θα βαρεθείς να το βλέπεις. Και τώρα, οι οδηγίες προφύλαξης. Σου έχω βάλει αρκετή αλοιφή, ώστε να το διατηρήσει ενυδατωμένο, οπότε μπορείς να το αφήσεις και 12 ώρες μέχρι να αφαιρέσεις τη γάζα, όταν όμως την αφαιρέσεις δεν επιτρέπεται να το ξανακλείσεις. Για λίγες μέρες, δε θα γυμναστείς, δε θα πας σε κολυμβητήριο, να σου πω να αποφεύγεις τον ήλιο είναι περιττό μέσα στην καταχνιά που ζούμε του Λονδίνου. Δε θα μπεις σε σάουνα, ούτε στη θάλασσα».

Την άκουγε προσεκτικά καθώς ντυνόταν και προσευχόταν σιωπηλά, να θυμάται το πρωί όσα του έλεγε. Όταν ετοιμάστηκε, την πλήρωσε και περίμενε.

«Μιας και με πλήρωσες, μπορείς να φύγεις»

Αν και κατάλαβε πως βιαζόταν να τον ξεφορτωθεί, ο Γκράχαμ δεν είχε αυτό στο νου του. «Το σχέδιο;»

«Ποιο σχέδιο;», απόρησε εκείνη.

«Αυτό που σου έδωσα. Το χαρτί με το φοίνικα». Η κοπέλα ανασήκωσε ελαφρώς τα φρύδια της και ο Γκράχαμ αποφάσισε ότι από το να της εξηγήσει τι σήμαινε γι’ αυτόν το σκίτσο που κρατούσε, ήταν προτιμότερο να της πει κάτι πιο αρρενωπό. «Δεν γίνεται να το κρατήσεις, θέλω να είναι μοναδικό. Να το έχω μόνο εγώ».

«Όπως θες, αν και..»

«Αν και τι;»

«Απλά, από τη στιγμή που το σχεδίασα σχολαστικά στην πλάτη σου, η κάθε γραμμή και λεπτομέρεια του, έχει χαραχτεί στην μνήμη μου, δε χρειάζομαι ένα κομμάτι χαρτί για να το ξαναφτιάξω. Απλά να το ξέρεις»

«Δε θα το έκανες…», είπε σχεδόν σοκαρισμένος.

«Γιατί, είχε copyright το σχέδιο και τα πνευματικά δικαιώματα του, σου ανήκουν;». Η γνώριμη, κατηγορηματική της φωνή είχε επιστρέψει. Βγήκε φουριόζα από το δωμάτιο και ο Γκράχαμ, στάθηκε για λίγο. Ο πόνος από το τατουάζ, είχε λειτουργήσει σαν τον καλύτερο καφέ και δεν μπόρεσε παρά να διασκεδάσει και πάλι, με την κυκλοθυμία της κοκκινομάλλας. Έμοιαζε με το φοίνικα του. Έτοιμη να αρπάξει φωτιά, με την παραμικρή σπίθα.

Χαμογέλασε μόνος του και βγήκε έξω, όπου τον περίμεναν οι φίλοι του οι οποίοι βρίσκονταν φανερά, στα πρόθυρα κρίσης βαρεμάρας. Τους έκανε νόημα ότι ήταν έτοιμος κι εκείνοι σηκώθηκαν.

Τότε ήταν που πρόσεξε, πως δεν ήταν μόνοι τους. Ένας άγνωστος ήταν εκεί και αν δεν τον ξεγελούσε το μεθύσι του, δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού που είχε δει νωρίτερα. Έριξε μια ματιά που έκρυβε λίγη περισσότερη ενόχληση, από όση θα έδειχνε νηφάλιος και έγνεψε στην κοπέλα για να τη χαιρετήσει, πριν ακολουθήσει τον Κάλουμ και τον Σμιτ, έξω.

«Λοιπόν, λοιπόν πως νιώθεις;», ρώτησε ο Κάλουμ ανυπόμονα.

«Την αλήθεια; Χάλια. Νομίζω θέλω να ξεράσω», του απάντησε τρίβοντας το μέτωπο του. Ποιος να ήταν αυτός άραγε, αναρωτήθηκε χωρίς να εκφραστεί δυνατά.

«Αργότερα, στο σπίτι σου. Όλα κι όλα, ξερατά δεν καθαρίζω», δήλωσε κοφτά ο Σμιτ.

«Μην τον παρεξηγείς, τον έχει πάρει η Ελίζ, εφτά φορές τηλέφωνο και έχει τις ανησυχίες του για το τι θα βρει, όταν γυρίσει», τον καθησύχασε ο Κάλουμ. «Πάντως, μπράβο σου. Να σου πω την αλήθεια, περίμενα ότι με την πρώτη τσιμπιά, θα βγεις έξω ουρλιάζοντας. Δεν μπορούμε να το δούμε ακόμα ε;»

«Πίστεψε με, στο τσακ ήμουν και όχι, θα πρέπει να κάνεις υπομονή. Ούτε εγώ δεν το είδα. Δεν με άφησε η “καλλιτέχνης”», ειρωνεύτηκε ο Γκράχαμ.

«Α, έτσι η μικρή ε; Καλά μου φάνηκε ζόρικη!», σχολίασε ζωηρά ο Κάλουμ και αιφνιδιάζοντας τον Γκράχαμ, τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη. «Που πας και πέφτεις, ρε φίλε;»

Ο Γκράχαμ, ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Έβαλε το χέρι του στο στόμα και κοίταξε τον Κάλουμ, που δαγκώθηκε. Τα μάτια του υγράθηκαν από τον πόνο και κρατήθηκε να μην του δώσει γροθιά.

«Μπράβο Κάλουμ», είπε ο Σμιτ βαριεστημένα. «Ακριβώς εκεί, πρέπει να χτύπησε το τατουάζ».

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

-Χάρολντ-

 

Μόλις ο νεαρός έκλεισε την πόρτα και έφυγε με τους φίλους του, στράφηκε σοβαρή προς το Χάρολντ. «Κλείσαμε!» ήταν το μόνο που σκέφτηκε να του πει. Αυτή η λέξη ήταν αρκετή για να την επιστρέψει στο παρελθόν. Είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος όταν τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά. Εκείνος είχε πάει στο «Στούντιο» για να κάνει ένα τατουάζ στο μπράτσο. Μόλις η Σέσιλη εμφανίστηκε στην πόρτα και του έκανε νόημα να μπει, σηκώθηκε και την ακολούθησε. Τον ρώτησε αν είχε κάτι στο μυαλό του και εκείνος της απάντησε «Θα ήθελα να μου σχεδιάσετε μια τρίαινα!»

-Ναυτικός; Τον ρώτησε και κάθισε σε ένα μικρό γραφειάκι για να σχεδιάσει κάτι, αφού η λέξη τρίαινα ήταν κάτι πολύ γενικό.

-Τι άλλο! Απάντησε εκείνος και άρχισε να χαζεύει τις ζωγραφιές στον τοίχο της. Όταν μετά από λίγη ώρα του έδειξε τι είχε σχεδιάσει, έμεινε εντυπωσιασμένος. Ήταν μια τρίαινα βγαλμένη από την ελληνική μυθολογία, που θα δικαιούταν να την κρατάει μόνο ο Ποσειδώνας. Γύρω της ήταν μπλεγμένα φύκια. Σε κάποια σημεία πρασίνιζε από την πολυκαιρία, το χρώμα της δεν ήταν ξεκάθαρο αν ήταν ασημί, μπλε σκούρο ή απλό γκρι, αφού η μία απόχρωση έμπαινε μέσα στην άλλη και αναμειγνύονταν. Αν και δεν είχε αυτό στο μυαλό του, αλλά μάλλον κάτι πιο απλοϊκό, όταν είδε το σχέδιο στιγμή δε δίστασε. Είχε κλείσει τα σαράντα προ πολλού, και είχε περάσει όλη την ως τότε ενήλικη ζωή του στη θάλασσα. Αυτό ακριβώς μαρτυρούσε και το σχέδιο, όχι κάτι καινούργιο, γυαλιστερό.  Αντιθέτως κάτι που έχει φθαρεί από την αλμύρα των νερών των ωκεανών.

-Θες να κάνω κάποια αλλαγή; Τον ρώτησε και τον κοίταξε.

-Όχι, ή μάλλον ναι, θα ήθελα γύρω από την τρίαινα να υπάρχει το περίγραμμα της Ιρλανδίας ολόκληρο.

-Είσαι σίγουρος; Τον ρώτησε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια.

-Δε φαίνεται;

-Απλά, εσάς τους βόρειο Ιρλανδούς σας έχουν ούτως ή άλλως στα μάτι οι άγγλοι, θες μπελάδες;

-Εμάς τους βόρειο ιρλανδούς; Εσύ τι είσαι;

-Ισπανίδα.

-Και ο χάρτης της ενωμένης Ιρλανδίας;

-Για να εκνευρίζω τους άγγλους.

-Μόνο γι’ αυτό; Τη ρώτησε και έσμιξε τα φρύδια του.

-Η μάνα μου είναι ιρλανδή! Είπε και του έδειξε την καρέκλα να κάτσει.

Λίγες ημέρες αφού του είχε κάνει το σχέδιο στο μπράτσο, τον βρήκε να την περιμένει έξω από το μαγαζί. «Κλείσαμε»! του είπε νομίζοντας ότι είχε πάει εκεί για κάποιο τατουάζ.

-Ναι, το ξέρω.

-Εσύ δεν είσαι ο ιρλανδός; Τον ρώτησε ενώ κλείδωνε. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το τατουάζ;

-Όχι, όλα καλά, το φροντίζω όπως μου είχες υποδείξει! Ξέρεις, έλεγα μήπως ήθελες να πάμε να σε κεράσω ένα ποτό για το υπέροχο σχέδιο που μου έφτιαξες. Γύρισε και τον κοίταξε. Δεν ήταν άσχημος άντρας. Και πάνω απ’ όλα ναυτικός, σύντομα θα της άδειαζε τη γωνιά.

-Οκ. Του απάντησε και εκείνος προσφέρθηκε να κατεβάσει το ρολό από το μαγαζί. Της την έδινε όταν έμενε πίσω και έπρεπε να κάνει αυτή τη δουλειά. Πήγαν σε μια κοντινή παμπ. Όταν εκείνος παράγγειλε ζεστή μπύρα, χαμογέλασε ειρωνικά, όμως είναι δυνατόν οι βόρειοι, και κυρίως οι άγγλοι υπήκοοι, να ξέρουν πώς να πιουν τη μπύρα. Τι κι αν η μπύρα είναι ποτό που το δημιούργησαν οι βόρειοι, αδιαμφισβήτητα δεν ξέρουν και να το απολαύσουν. Ζεστή τρώγεται η σούπα, και η μπύρα πίνετε παγωμένη. Αλλά τι να κάνουνε και αυτοί οι φουκαριάρηδες έτσι όπως είναι καταδικασμένοι να μένουν σε αυτές τις θερμοκρασίες. Εκείνη παρήγγειλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μείνανε στο μπαρ να μιλάνε. Χρόνια στα πλοία, στα τελευταία είχε γίνει και καπετάνιος. Περνούσε πάνω από τους μισούς μήνες του χρόνου στη θάλασσα και τους υπόλοιπους στη στεριά, με την οικογένεια του. Όμως τα πράγματα με τη σύζυγο του δεν πήγαιναν και τόσο καλά, η Σεσίλια κατάφερε να συγκρατήσει την ειρωνική της έκφραση για την χιλιοειπωμένη ιστορία. Μια μέγαιρα σύζυγος η οποία ποτέ δεν καταλάβαινε τον άντρα της. Άραγε όλοι αυτοί οι παραπονιάρηδες είχαν αναρωτηθεί αν εκείνοι καταλάβαιναν τη γυναίκα τους, που από πάνω της τα φορούσαν κιόλας. Μετά θυμήθηκε ότι ήταν απλά μια ιστορία, οπότε σκέφτηκε ότι άδικα πάσχιζε τόσο πολύ να την πείσει ο συνομιλητής της. Θα πήγαινε μαζί του για το γούστο της, όχι για να τον παρηγορήσει. Δεν την ενδιέφερε να παίξει τη συμπονετική, ήθελε απλά να περάσει καλά όπως κάθε άλλο κορίτσι στην ηλικία της. Λίγη ώρα αργότερα βρίσκονταν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, καπετάνιος ήταν όχι εφοπλιστής τι απαιτήσεις να είχε, και περνούσαν καλά, πολύ καλά μάλιστα.   

 

Ô

 

Μόλις εκείνη μπήκε στο δωμάτιο που εξασκούσε την τέχνη της, εκείνος την ακολούθησε. Η Σεσίλια σιωπηλή ξεκίνησε να συμμαζεύει τα εξαρτήματα της, να βάζει τις βελόνες στον κλίβανο ώστε να είναι έτοιμες για να ξαναχρησιμοποιηθούν, και να τακτοποιεί τα υπόλοιπα πράγματα μέσα στο χώρο. Ο Χάρολντ είχε ακουμπήσει πάνω στο κάσωμα της πόρτας και με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος περίμενε, και εκείνος δεν ήξερε για τι.

-Και για ποιο λόγο είσαι εδώ; Τον ρώτησε τελικά.

-Έλεγα μήπως ήθελες να πιούμε μαζί ένα ποτό. Του έριξε μια ματιά και ύστερα συνέχισε να συμμαζεύει το χώρο. «Γιατί όχι»; Ρώτησε νοερά τον εαυτό της. Είχε πάνω από τέσσερις μήνες να συνευρεθεί με κάποιον, σχεδόν παρθένα, αυτοσαρκάστηκε. Αν και ήξερε ότι χρειαζόταν κάτι παραπάνω από τέσσερις μήνες αποχή για να επιστρέψει στα χρόνια της αθωότητας. Άλλωστε έπρεπε με κάποιο τρόπο να γιορτάσει το αποψινό της κατόρθωμα, ενθουσιαζόταν μόνο που σκεφτόταν τα μούτρα του νεαρού όταν έβγαζε τη γάζα και ανακάλυπτε ότι ο φοίνικας είχε μεταμορφωθεί σε ένα λουλούδι που αιμορραγεί. Θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει και ως δικαιολογία για τα παράπονα του. «Ο φοίνικας έγινε στάχτη και αποφάσισε να πάρει άλλη μορφή από το να ξαναγίνει πουλί. Από μόνος του δεν φταίω εγώ», ακόμα και στην ίδια φάνηκε κάπως παιδικό και χαζό. Όταν ερχόταν η ώρα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει στα ίσα, άλλωστε το λάθος ήταν δικό του, εκείνος είχε προκαλέσει τη μοίρα του. Αν και για να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό της, και πάλι είχε υπερισχύσει το ταλέντο της. Το σχέδιο που του είχε χτυπήσει στην πλάτη μπορεί να μην ήταν εκείνο που ο νεαρός κλέφτης είχε ζητήσει να του κάνει, μα ήταν εξίσου άγριο και είχε βάλει τον καλύτερο της εαυτό. Ενώ θα μπορούσε να του έχει σχεδιάσει ένα γαλάζιο κυκλάμινο για παράδειγμα ή να του γράψει Jayson I will always love you. Και να του φτιάξει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Το μόνο παράταιρο στο σχέδιο ήταν ότι μέσα στις σταγόνες από το αίμα που κυλούσε από το λουλούδι είχε γράψει τα γράμματα που σχημάτιζαν το όνομα της. Όμως με κάποιο τρόπο έπρεπε να τον μαρκάρει ώστε να μην τη ξεχάσει μετά από αυτό που της έκανε, στερώντας της τα σχέδια. Και στην τελική κάποιος συνάδελφος με λίγη κόκκινη μπογιά μπορούσε να φέρει το σχέδιο στα κανονικά του, και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

-Δε θέλω να πάμε για ποτό. Γύρισε και κοίταξε τον Χάρολντ. Τι λες να πάμε απευθείας σε ένα ξενοδοχείο;

-Φυσικά, απάντησε εκείνος και προσπάθησε να φανεί σοβαρός.

 

Ô

 

Ξάπλωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια. Ένιωθε ότι χρειαζόταν ξεκούραση, ο Χάρολντ δίπλα της άναψε τσιγάρο. Την ενοχλούσε ο καπνός μα δεν είπε τίποτα.

-Βγήκε το διαζύγιο, της ανακοίνωσε. Τα μάτια της άνοιξαν με μιας.

-Και εμένα αυτό γιατί να με ενδιαφέρει; Σχολίασε και σηκώθηκε ξεκινώντας να φοράει τα ρούχα της.

-Απλά, είπε έχοντας τα χαμένα εκείνος, είπα να σου πω κάτι για μένα.

-Καλή λευτεριά λοιπόν, είπε φορώντας το παντελόνι της.

-Μα τι στην ευχή έπαθες; Τη ρώτησε αδυνατώντας να καταλάβει την αντίδραση της.  

-Δεν έπαθα κάτι, απλά ό,τι χρειαζόμασταν και οι δύο έγινε, οπότε λέω να πάω στο σπίτι μου. Είμαι πολύ κουρασμένη και θέλω να κοιμηθώ.

-Δε με έχεις καλέσει ποτέ στο σπίτι σου. Μόλις είδε τα μάτια της να αγριεύουν άλλαξε θέμα, πάντως και εδώ έχει κρεβάτι.

-Δεν μπορώ, θέλω το δικό μου κρεβάτι, αυτά τα σεντόνια ένας Θεός ξέρει από πότε έχουν να αλλαχθούν. Γεια, είπε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Ο Χάρολντ κούνησε το κεφάλι του, αυτό το κορίτσι θα τον τρέλαινε. Κι όμως κάτι τον έκανε να τη θέλει κοντά του όλη την ώρα. Ίσως να ευθυνόταν το ότι την ένιωθε να του πετάει μέσα από τα χέρια, αυτή η αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας που εξέπεμπε. Ίσως πάλι να ήταν ο φόβος προς τη δέσμευση, όμως όπως και να είχε την ήθελε δική του, μόνο δική του, πως όμως αφού δεν ήξερε πώς να την κερδίσει. Δε είχε φανταστεί ότι θα έδειχνε ιδιαίτερο ενθουσιασμό όταν μάθαινε για το διαζύγιο αλλά να φύγει σαν κυνηγημένη, παραήταν. Θυμήθηκε όταν ήταν στο μαγαζί, την ένιωσε σφιγμένη, ήταν κι άλλοι παρόντες, και εκείνος ήξερε ότι δεν της άρεσαν οι δημόσιες εκδηλώσεις. Ύστερα που έφυγαν εκείνοι οι τρεις, για λίγο ήταν αφηρημένη αλλά την ένιωσε αμέσως να χαλαρώνει. Ενώ σε κάτι που δεν είχε δώσει σημασία όταν συνέβη, αλλά πλέον το έφερνε καθαρά στη μνήμη του, ήταν το βλέμμα που αντάλλαξε με το νεαρό, όταν εκείνος της έγνεψε ότι έφευγε. Να έτρεχε κάτι με εκείνον τον φλώρο; «Ποιος ξέρει»; Σκέφτηκε και έκλεισε το φως για να κοιμηθεί. Άλλωστε είχε πληρώσει το δωμάτιο για να διανυκτερεύσει ολόκληρη τη νύχτα.   

 

Ô

 

Είχε πάει μεσημέρι όταν η Σεσίλια κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της, μόλις είδε ότι το ρολόι έδειχνε τρεις σκέφτηκε ότι άλλη μια Κυριακή είχε πάει χαμένη. Όμως όσο και να ήθελε να ξυπνήσει νωρίτερα θυμήθηκε ότι την τελευταία φορά που κοίταξε το ρολόι πριν αποκοιμηθεί, εκείνο έδειχνε οχτώ παρά. Από τη μία ο Χάρολντ και η ανακοίνωση ότι είχε χωρίσει και από την άλλη το γεγονός ότι πλέον γνώριζε τι είχαν απογίνει τα σχέδια της. Δεν ήταν και μικρή η έκπληξη όταν συνειδητοποίησε ότι τελικά ο νεαρός δεν είχε σταθεί τυχαία μπροστά της, αλλά για να την κόψει και να μην κυνηγήσει τον κλέφτη. Να ήταν άραγε κάποιος από τους συνοδούς του χτες στο μαγαζί ή να μην είχαν σχέση με το περιστατικό. Εκείνος ο ξανθός δεν ήταν κι άσχημος, αλλά για να είναι φίλος με τον άλλον, ποιος ξέρει τι μέρος του λόγου θα ήταν. Πολύ την είχε βασανίσει το πως θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει όταν θα ερχόταν να κάνει παράπονα, να το έπαιζε χαζή και ότι δεν καταλάβαινε τι της έλεγε ή θα ήταν καλύτερο να τον ξεμπροστιάσει. Βέβαια μπορεί μόλις έβλεπε το σχέδιο να καταλάβαινε την γκάφα του και να μην τολμούσε να ξαναπαρουσιαστεί μπροστά της. Ίσως αυτό να ήταν και το πιο πιθανό ενδεχόμενο. Με τι μούτρα θα πήγαινε να την κατηγορήσει όταν εκείνος ή το φιλαράκι του της είχε κλέψει την τσάντα με το μπλοκ. Πάλι καλά που κρατούσε τα κλειδιά στα χέρια της και δεν τα είχε και αυτά μέσα στην τσάντα. Και στον Τζίμη πως θα δικαιολογούταν, αν τελικά ερχόταν για εξηγήσεις, μήπως έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει για δουλειά. Όμως πάλι πίστευε, ότι αν έλεγε στον ουαλό τι είχε συμβεί, άλλωστε ήδη ήξερε ότι της είχαν κλέψει την τσάντα και ότι είχε μαλώσει με έναν ηλίθιο που μπήκε μπροστά της, δεν μπορεί θα τη δικαιολογούσε και θα της έπαιρνε το μέρος. Τι ανάγκη είχε άλλωστε να έχει για πελάτη ένα παλιοκλέφτη.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ, έπρεπε να στρωθεί και να ξεκινήσει να φτιάχνει τον φοίνικα, τον είχε αρκετά πρόσφατο στο μυαλό της και αν δε χασομερούσε μπορούσε να φτιάξει μέχρι και την παραμικρή του λεπτομέρεια. Ύστερα θα έβαζε το σχέδιο μέσα στο δωματιάκι της και θα το πρότεινε σε όποιον ήθελε να φτιάξει ένα πραγματικό έργο τέχνης στο σώμα του. Θα γέμιζε το Λονδίνο με φοίνικες ενώ εκείνος θα είχε ένα ματωμένο άνθος. Δεύτερο μέρος εκδίκησης, είπε και γέλασε χαιρέκακα, τόσο που τρόμαξε τον εαυτό της. Μήπως από τη μοναχικότητα της είχε αρχίσει να τα χάνει, αναρωτήθηκε και ύστερα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Επέστρεψε στο καθιστικό, ακούμπησε τον καφέ της πάνω στο τραπέζι, πήρε ένα φύλλο χαρτί και ξεκίνησε το σχέδιο. Σχεδόν τρία τέταρτα μετά ήταν αρκετά ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Είχε σύνολο δεκαοχτώ σχέδια το μπλοκ και εκείνη είχε καταφέρει να ανακτήσει τα δύο. Βέβαια ποιος ξέρει, μπορεί να είχε μοιράσει τα σχέδια της και στους φίλους του και να την επισκέπτονταν με αυτά στο χέρι για να τους τα φτιάξει πάνω στο κορμί τους. Πολύ αισιόδοξο σενάριο, σκέφτηκε, μετά την μεταλλαγή του φοίνικα σε Silene Tomentosa, αμφέβαλε αν θα τον ξαναέβλεπε, όμως άξιζε τον κόπο, δεν τον άξιζε; Έστρεψε λίγο πλάγια το κεφάλι της και είδε το βουνό με τα τσαλακωμένα χαρτιά, πήρε αυτό που ήταν από πάνω και το ξεδίπλωσε.

-Φυσικά, μουρμούρισε. Ήταν εκείνο που είχε σχεδιάσει το πρόσωπο του με την ειρωνική γκριμάτσα, πήρε το ραπιντογράφο και άλλαξε τις γραμμές των χειλιών του, πλέον φαινόταν λυπημένος. Ύστερα τις άλλαξε κάνοντας τον να φαίνεται σοβαρός. Δεν είχε άσχημο πρόσωπο σκέφτηκε, μένοντας για λίγο να χαζεύει το χαρτί. Έπειτα ξαναέπιασε το ραπιντογράφο και έκανε τα χείλη του να μοιάζουν ολοστρόγγυλα από την έκπληξη! Το χαρτί ήταν έτοιμο να σκιστεί από τις παραλλαγές που ανάγκαζε το στόμα του να παίρνει. Τέλος επέτρεψε στον εαυτό της μιας τελευταία αλλαγή στο πορτρέτο, έκανε τα μάτια του ολοστρόγγυλα και σήκωσε τα μαλλιά του όρθια. Κάπως έτσι θα ήταν εκείνη την στιγμή που πλέον θα είχε αντιληφθεί ένα λουλούδι σχεδιασμένο στο κορμί του. Ύστερα αφού έκανε το χαρτί πάλι μια τσαλακωμένη μπάλα, το άφησε πάνω στο τραπέζι και πήγε να φέρει μια σακούλα για να μαζέψει τα σκόρπια χαρτιά και την ακαταστασία.

 

Ô

 

Την επόμενη μέρα το απόγευμα, παρά την ικανοποίηση που είχε για το κατόρθωμα της, ξεκίνησε για τη δουλειά με άγχος. Θα έπρεπε άραγε να τον αντιμετωπίσει; Λογικά θα είχε πάει από το πρωί, ύστερα θα είδε ότι ανοίγουν απόγευμα και θα έφυγε για να επιστρέψει πάλι έξω φρενών! Στο «ΤΖΙΜΗ ΤΑΤΟΥ» δεν υπήρχε πρωινό ωράριο, η πρώτη βάρδια, η μεσημεριανή ξεκινούσε στις 12 το μεσημέρι και τελείωνε στις οχτώ το απόγευμα. Η δεύτερη βάρδια, η απογευματινή ξεκινούσε στις τέσσερις και τελείωνε στις δώδεκα και η βραδινή από τις έξι το απόγευμα ως τις δύο τα ξημερώματα. Λόγω του ότι δούλευαν στο στούντιο μόνο οι δυο τους, και περιστασιακά κάποια άλλα άτομα που έρχονταν εκεί για να μάθουν, ένα είδος πρακτικής, ποτέ δεν καλύπτονταν όλες οι βάρδιες. Έτσι ο Τζίμη, οργάνωνε το πρόγραμμα της εβδομάδας κάποια στιγμή μέσα στο Σάββατο, βάσει των ραντεβού που τους είχαν ήδη κλείσει. Κι αν στο μεταξύ ερχόταν και κάποιος χωρίς ραντεβού, αν δεν είχαν κάποιο ήδη κλεισμένο εκείνη την ώρα τον δέχονταν, πράγμα που συνέβαινε πολύ συχνά μιας και οι περισσότεροι πελάτες τους εμφανίζονταν χωρίς ραντεβού. Το Σάββατο όταν έκλεινε το στούντιο, ο Τζίμη κόλλαγε ένα απλό Α4 με τα ωράρια τις ερχόμενης εβδομάδας. Πράγμα όχι ιδιαίτερα πρακτικό, αλλά λόγω της καλής τους φήμης η πελατεία έρρεε στο στούντιο. Έτσι ο νεαρός κλέφτης αν είχε ήδη περάσει από εκεί το πρωί, θα είχε ενημερωθεί πότε θα ήταν ανοιχτά μέσα στη μέρα. Αν πάλι δεν πήγαινε θα ήταν σαν να αποδεχόταν την ενοχή του, και δε θα είχε τα κότσια να την αντιμετωπίσει. Όταν έφτασε κοντοστάθηκε απέξω, πριν ανοίξει την πόρτα να μπει. Τελικά έκανε το αποφασιστικό βήμα και άνοιξε την πόρτα, το σαλόνι έρημο ενώ από το δωμάτιο του Τζίμη ακουγόταν το μηχάνημα για τα τατουάζ. Προχώρησε προς το δωμάτιο της και με ανησυχία άνοιξε την πόρτα, κι εκείνος ο χώρος έρημος. Άφησε την τσάντα, έβγαλε το παλτό της και κάθισε στο γραφείο. Όπως το είχε φανταστεί, είχε καταλάβει τη γκάφα του και απέφευγε να έρθει σε άμεση επαφή μαζί της. Μόλις θα έβγαλε την ειδική γάζα από την περιοχή, στην αρχή θα ξαφνιάστηκε, μετά θα θύμωσε και ύστερα αφού θα χαλάρωσε με ιδιαίτερο κόπο, στοιχημάτιζε η Σεσίλια, θα σκέφτηκε ψύχραιμα και παφ… Θα θυμήθηκε ότι εκείνο το σχέδιο ή μια παραλλαγή του κάπου την είχε ξαναδεί, θα πήρε το μπλοκ στα χέρια του, θα το ξεφύλλισε βιαστικά και θα έπεσε πάνω στο σπάνιο λουλούδι. Και έτσι θα αντιλήφθηκε ότι για κακή του τύχη είχε πέσει στα χέρια ιδιοκτήτριας και  σχεδιάστριας του μπλοκ. Εκτός κι αν… σκέφτηκε συνειδητοποιώντας τον ήχο από το τατουάζ στο διπλανό δωμάτιο… σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε και χτύπησε την κλειστεί πόρτα του Τζίμη. Μόλις τον άκουσε να ρωτάει «ποιος», άνοιξε την πόρτα και έβαλε το κεφάλι της μέσα, έριξε μια βιαστική ματιά στον πελάτη ο οποίος δεν ήταν ο νεαρός κλέφτης.

-Ήρθα να σου πω ότι είμαι εδώ, αν με χρειαστείς οτιδήποτε.

-Οκ, είπε και της έριξε ένα απορημένο βλέμμα, αφού πρώτη φορά δήλωνε την παρουσία της στον χώρο. Ούτε κι εκείνος το είχε απαιτήσει ποτέ, άλλωστε ήταν πάντα επιμελής με τη δουλειά της. Η Σεσίλια έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε στον χώρο της. Φως φανάρι, εκείνος απέφυγε να κάνει επεισόδιο, οπότε κατάλαβε ότι ο ίδιος θα ήταν ο ριγμένος. Κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα της και περίμενε, και εκείνη δεν ήξερε όμως τι ακριβώς.

Ήταν λίγο μετά τις δέκα το βράδυ, η Σεσίλια αφοσιωμένη στη δουλειά της έκανε ένα σχέδιο στο σώμα ενός κοριτσιού, περίπου είκοσι χρονών. Είχε ξαπλώσει μπρούμυτα στην καρέκλα των μαρτυρίων, με το παντελόνι βγαλμένο και φορώντας μόνο ένα στρινγκ ώστε να μπορεί η tattooist να φτιάξει το σχέδιο από το τριαντάφυλλο στο οπίσθιο της. Είχε κλείσει τα μάτια και έπαιρνε αναπνοές λες και θα γένναγε. Έξω που την είχε συναντήσει με τις φίλες της, της είχε φανεί πιο θαρραλέα όμως μπροστά στον πόνο δεν κατάφερε να αποφεύγει τις γκριμάτσες. Τα σφιχτά δόντια, τις γροθιές σφιγμένες σε μπουνιά και τις συνεχείς αναπνοές, όπου να ήταν θα εξαντλούταν, ο εγκέφαλος της θα οξειδωνόταν υπερβολικά και θα λιποθυμούσε. Το σχέδιο δε θα κρατούσε ακόμα για πολύ, όμως η Σεσίλια την είχε λυπηθεί και την άφηνε ανά διαστήματα μισό λεπτό για να ηρεμίσει πριν την ξανακουμπήσει η βελόνα.

Κι ενώ ανησυχούσε για την πελάτισσα της, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και κάποιος όρμησε μέσα. Πιστεύοντας ότι ήταν κάποια από τις φιλενάδες του κοριτσιού, γύρισε απότομα έτοιμη να βάλει τις φωνές. Μόλις τον είδε μπροστά της ενώ ήταν σίγουρη ότι πλέον δεν θα τον ξαναέβλεπε τα έχασε, δεν ήξερε τι να πιστέψει, μόλις πρόσεξε όμως ότι ο νεαρός κλέφτης είχε γίνει κατακόκκινος αντικρίζοντας τα γυμνά οπίσθια του κοριτσιού ανάκτησε την αυτοκυριαρχία της και έβαλε τελικά τις φωνές.

-Πως μπαίνεις εδώ μέσα; Που νομίζεις ότι πας!

-Συγνώμη ψέλλισε εκείνος και βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα. Άκουσε κοριτσίστικα γέλια και συγκράτησε τα δικά της, τον καημένο θα έτρωγε χοντρή κοροϊδία, τα ήξερε κάτι τέτοια κοριτσάκια από το σχολείο. Ο τύπος της ντίβας που της αρέσει να κάνει τη ζωή κόλαση στους άλλους, όμως κι εκείνος είχε προκαλέσει τη μοίρα του!

-Συγνώμη, είπε στην κοπέλα που έχοντας τα χαμένα την κοιτούσε. Θα κλειδώσω.

-Δεν πειράζει, είπε εκείνη, εγώ ευχήθηκα να έρθει, για να κάνουμε ένα διάλλειμα. Άλλο πάλι και τούτο, αναλογίστηκε η Σεσίλια, ντίβα, πιστή στο Θεό, που προσεύχεται στους αγγέλους να της στείλουν κάποιον για να κάνει ένα διάλλειμα από το μαρτύριο.

-Συνεχίζουμε; Τη ρώτησε, δε μας έμεινε πολύ. Η κοπέλα παρατημένη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και έπεσε με όλο της το βάρος μπροστά στην καρέκλα. Λίγη ώρα αργότερα τέλειωναν με το τατού. Αφού της έβαλε αλοιφή, την άφησε να δει για λίγο το τατουάζ στον καθρέφτη και ύστερα της το κάλυψε με την ειδική γάζα. Της έδωσε τις οδηγίες που έπρεπε να ακολουθήσει για να μην μολυνθεί η περιοχή, ενώ παρέμεινε μέσα όση ώρα εκείνη ντυνόταν. Πρώτη φορά, αφού πάντα προτιμούσε να αφήνει τους πελάτες μόνους τους να ετοιμαστούν. Όμως δεν ήθελε να βγει έξω και να αρχίζει ο άλλος να φωνάζει προκαλώντας σκάνδαλο. Ώστε έτσι το είχε σκεφτεί και ήταν έτοιμος να το παίξει τρελός και να την κατηγορήσει για το λάθος σχέδιο. Όμως τώρα θα τα άκουγε, ή θα ήταν προτιμότερο να το παίξει κι εκείνη τρελή, αφού ήθελε κοροϊδία θα την είχε, στο κάτω κάτω του άξιζε!

Το κορίτσι όταν ήταν έτοιμο τη χαιρέτησε και βγήκε, ανοίγοντας την πόρτα είχε πάρει πάλι το ύφος της θαρραλέας και της δυνατής που δεν χρειαζόταν αγγέλους και Θεούς να της δώσουν δυο λεπτά να συνέρθει από τον πόνο. Μάλιστα εκτός από θαρραλέα έγινε και προκλητική αφού την άκουσε να λέει σε κάποιον, προφανώς στο νεαρό άντρα.

-Τι έγινε μωρό μου; Σου άρεσε το τατουάζ που έκανα ή περισσότερο σου άρεσε ο καμβάς που πρόσφερα να γίνει; Ώστε έτσι σκέφτηκε αποδοκιμάστηκα η Σεσίλια, ήταν και αχάριστη! Πως απευθυνόταν έτσι στον μεσάζοντα που της έστειλε ο φύλακας άγγελος της για να της δώσει το χρόνο που χρειαζόταν να κάνει ένα διάλλειμα από τον πόνο. Δεν πρόλαβε να κάνει δεύτερη σκέψη μιας και άνοιξε η πόρτα της και για δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα μπούκαρε ο νεαρός άντρας. Πριν όμως μπει για τα καλά μέσα στο δωμάτιο και συγκρατώντας ανοιχτή την πόρτα στράφηκε στο κορίτσι και του απάντησε.

-Δεν ξέρω για τον καμβά, πάντως ελπίζω να τσέκαρες το σχέδιο, μπορεί εσύ να ζήτησες να σου κάνουν ένα λιοντάρι και να βρεθείς με λουλούδι.

Η Σεσίλια έχοντας γυρισμένη την πλάτη της στο νεαρό, συγκράτησε το γέλιο της! Είχε έρθει η ώρα της αναμέτρησης λοιπόν, ας το απολάμβανε, στην τελική δε θα την σκότωνε, ή αυτό ήλπιζε τουλάχιστον. Προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία της και να συγκρατήσει το χαμόγελο της πριν στραφεί προς το μέρος του. Τα χείλη της ήταν σοβαρά, τα μάτια της όμως γυάλιζαν.

-Τι συμβαίνει λοιπόν; Τον ρώτησε και περίμενε, ενώ αναμετρήθηκαν λίγο με το βλέμμα.  

 

 

Κεφάλαιο ΟΓΔΟΟ

 

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο, που σερβίρεται κρύο.

 

Φορούσε γυαλιά ηλίου, παρόλο που τα σύννεφα, πυκνά και γκρίζα, δεν άφηναν ούτε ακτίνα να περάσει και κρατούσε στο χέρι του, τον τρίτο καφέ για σήμερα κι ας ήταν μόλις 12. Το χτεσινό του μεθύσι, τον ταλαιπωρούσε ακόμα. Είχε το χειρότερο ξύπνημα εδώ και πολύ καιρό, με τον πιο απλό ήχο, να χτυπάει σαν γκονγκ στα αυτιά του, ενώ τον τύφλωνε και η παραμικρή υποψία φωτός. Σαν αποκορύφωμα, ένιωθε το δέρμα του στο σημείο που είχε “χτυπήσει” το τατουάζ ζεστό, σαν να τον τραβούσε και κρατιόταν εδώ και ώρες να μην αφαιρέσει την προστατευτική γάζα, που είχε βάλει εκείνο το κορίτσι αρχίζοντας το ξύσιμο, μέχρι να ησυχάσει από τη φαγούρα.

Το πρόσωπο της, ήρθε πάλι στο μυαλό του, όπως και στον ύπνο του. Είχε ονειρευτεί την κοκκινομάλλα από το μαγαζί, αν και είχε συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά της πιο πολύ από την πρώτη φορά που την είδε έξω από το καφέ, παρά από χτες το βράδυ. Έτσι την είδε και πάλι οργισμένη να του φωνάζει, όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί για ποιο λόγο. Ήλπιζε μόνο αν την ξανάβλεπε, να ήταν πιο ήρεμη κι εκείνος να μην ήταν μεθυσμένος.

Είχε φτάσει σχεδόν έξω από το πατρικό του, στο δυτικό Λονδίνο και ήπιε λαίμαργα τον υπόλοιπο καφέ του. Δεν ήθελε να σπαταλήσει σταγόνα από την πολύτιμη καφεΐνη του. Το σπίτι των γονιών του, δεν ήταν πολύ μακριά από τους κοιτώνες όπου έμενε, δεν έκανε παραπάνω από μισή ώρα με το μετρό, αλλά σήμερα είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα, για να είναι σίγουρος ότι θα φτάσει στην ώρα του σε περίπτωση που ο πατέρας του βρισκόταν σπίτι. Ο Γουάλι, σιχαινόταν τις αργοπορίες και ειδικά, τις αργοπορίες του Γκράχαμ.

Έκρυψε το θερμός στην τσάντα του και άνοιξε την αυλόπορτα. Περπάτησε μερικά μέτρα και φτάνοντας στην είσοδο, χτύπησε στο κουδούνι. «Χτυπούσε πάντα τόσο δυνατά»; Σκέφτηκε τρίβοντας το μέτωπο του.

Η πόρτα άνοιξε μετά από λίγη ώρα και η μητέρα του, στάθηκε και τον κοίταξε χαμογελαστή. Φορούσε ένα πρωινό σύνολο, με ένα φιστικί αέρινο πουκάμισο, στενή, λευκή φούστα λίγο πιο χαμηλά από το γόνατο και ασορτί, μεσάτο σακάκι. Τα σκουροκάστανα μαλλιά της, στο ύψος των ώμων της, ήταν τόσο καλοχτενισμένα που ήταν προφανές πως είχε επισκεφτεί πρόσφατα, το κομμωτήριο της. Είχε μπει σε πολύ κόπο για να τον υποδεχτεί κι εκείνος ήταν χάλια, με το φθαρμένο του τζιν, ένα απλό μακό μέσα από μια πλεχτή ζακέτα και το παλτό του. Ξαφνικά, ένιωσε απαίσιος γιος.

«Μμμ, κάποιος πέρασε καλά χτες το βράδυ, ή όχι; Μιλάω πολύ δυνατά, μήπως;», του είπε γελώντας, έχοντας αναγνωρίσει τα σημάδια.

Μπήκε μέσα και έσκυψε ελαφρά, για να μπορέσει να τον φιλήσει. «Συγνώμη, για τα χάλια μου, το παρακάναμε χθες, λίγο», της δικαιολογήθηκε.

«Ωωω, αν δεν το παρακάνεις στα 25, τότε πότε;»

«Ελπίζω να πιστεύει το ίδιο και ο πατέρας».

Η Μάγκι τον κοίταξε και η ευθυμία της χάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Κάποιος άλλος μπορεί να μην το πρόσεχε καν, όμως ο Γκράχαμ, ήξερε καλά τη μητέρα του. «Δεν είναι εδώ», η φωνή του, δεν είχε ίχνος ερωτηματικού.

«Όχι, του έτυχε κάτι επείγον στη δουλειά και έπρεπε να φύγει», του είπε ανάλαφρα.

«Είναι Κυριακή, μαμά».

«Είπα επείγον, έτσι; Δεν έχει σημασία, θα έρθει όταν τελειώσει κι αν δεν σε προλάβει, σου στέλνει τις ευχές του», του είπε και προχωρώντας σε έναν μακρύ διάδρομο, κατευθύνθηκε προς το σαλόνι του κάτω ορόφου. Ο Γκράχαμ την ακολούθησε. «Ναι μου τις έστειλε και χθες, που με πήρες, τηλέφωνο».

Το είχε προβλέψει το σκηνικό. Η μητέρα του, τον πήρε τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα, εκ μέρους και των δύο, για να του ευχηθεί για τα γενέθλια του και παράλληλα να τον καλέσει σήμερα για φαγητό. Η Μάγκι, είχε επιμείνει ότι η πρόσκληση ήταν κι από τους δύο, όμως ο Γκράχαμ δεν ξεγελάστηκε και είχε ήδη προετοιμαστεί ψυχολογικά για έναν ακόμα καυγά. Ωστόσο, ο πατέρας του είχε προτιμήσει να μην εμφανιστεί καν, κάτι ακόμα καλύτερο για τον ίδιο, αφού θα απολάμβανε το γεύμα του ήσυχος.

Έβγαλε την τσάντα του και την άφησε δίπλα στον καναπέ, μπροστά από ένα μικρό τραπεζάκι με μία βικτωριανή λάμπα. Έβγαλε επιτέλους τα γυαλιά και το παλτό του και κάθισε στον καναπέ, απέναντι από τη μητέρα του, που τον ρώτησε τα νέα του, για τη σχολή και τη δουλειά του. Είχε ήδη ξεκινήσει να του σερβίρει τσάι, σε ένα λευκό πορσελάνινο φλιτζάνι με γαλάζια σχέδια, δώρο της γιαγιάς του, από τη μεριά του πατέρα του.

Καθώς της απαντούσε πως τα πράγματα πήγαιναν μια χαρά, κοίταζε λίγο γύρω του, το χώρο. Όλα ήταν όπως τα θυμόταν. Το σπίτι ήταν τεράστιο και διακοσμημένο, όλο σύμφωνα με το γούστο της Μάγκι, με κομμάτια που είχε διαλέξει ένα, ένα και που ανανέωνε κάθε τόσο, όταν πίστευε πως χρειαζόταν μια αλλαγή. Ειδικά οι πίνακες, άλλαζαν συχνά, προσφορά της γκαλερί της. Οι περισσότεροι καλεσμένοι τους, περνούσαν ώρα χαζεύοντας τα έργα τέχνης που κρέμονταν στους τοίχους, ή κάποιο από τα συλλεκτικά κομμάτια τριγύρω, όμως για τον Γκράχαμ όλοι οι χώροι του σπιτιού, του δημιουργούσαν ένα αίσθημα ζεστασιάς, μιας και σε κάθε γωνιά του, είχε  κάποια ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια.

Η Μάγκι, του πρόσφερε το τσάι που είχε ετοιμάσει και καθώς βολευόταν στην πολυθρόνα της, πήρε στα χέρια της κι εκείνη το δικό της. Ο Γκράχαμ πλησίασε το φλιτζάνι στο πρόσωπο του. Εντάξει καφές δεν ήταν, όμως το γενετικό του υλικό είχε αρκετά αγγλικά στοιχεία, ώστε να εκτιμήσει το άρωμα του και να δοκιμάσει λίγο.

Καθώς κατάπινε, με την άκρη του ματιού του, έπιασε κίνηση στην άλλη άκρη του σαλονιού κι ένα ανεπαίσθητο φούσκωμα, στη μια κουρτίνα. «Η Άιλα που είναι;», ρώτησε τη μητέρα του.

«Μου είπε να σου πω, ότι δεν την νοιάζει που είχες γενέθλια χθες και ότι σου είναι πολύ θυμωμένη. Δε θέλει να σε δει», του απάντησε εκείνη, ενώ κρατιόταν να μην γελάσει.

«Αλήθεια;», είπε δυνατά ο Γκράχαμ, βάζοντας στη φωνή του έναν έντονο τόνο απογοήτευσης. «Ε τότε, δεν έχει νόημα που βρίσκομαι εδώ. Φεύγω, λοιπόν!»

Άφησε το φλιτζάνι του και σηκώθηκε. Χωρίς να πάρει τα πράγματα του, έκανε μερικά βήματα προς το διάδρομο από όπου είχε έρθει και πριν προλάβει να φτάσει στη μέση του, άκουσε πίσω του ένα γρήγορο τρεχαλητό και την πανικόβλητη φωνή της αδερφής του.

«Γκράχαμ, Γκράχαμ, Γκράχαμ!»

Γύρισε ακριβώς τη στιγμή, που η Άιλα τον έφτασε και πήδηξε σαν αερικό στην αγκαλιά του. Ήταν ελαφριά σαν πούπουλο, όμως τα χεράκια της που τυλίχτηκαν με φόρα γύρω από το λαιμό του, ακούμπησαν στην πονεμένη πλάτη του. Ένιωσε περήφανος που το ξεπέρασε, παίρνοντας απλά μια βαθιά ανάσα και επέστρεψε στο σαλόνι, με την Άιλα στην αγκαλιά του.

«Γιατί έφευγες;», τον ρώτησε με παράπονο.

«Είπες ότι δεν ήθελες να με δεις, σωστά;», της απάντησε σοβαρά. Κάθισε, κρατώντας τη στα γόνατα του. Το μουτράκι της ήταν κατσουφιασμένο και τα καστανά της μάτια, περίμεναν μία σταγόνα για να ξεχειλίσουν.

«Ήμουν θυμωμένη. Είχες πει ότι θα πάμε στο μουσείο και δεν ήρθες ποτέ να με πάρεις».

«Έχεις δίκιο, τερατάκι», είπε ο Γκράχαμ τσιμπώντας της το μάγουλο. «Αλλά είχα πολύ δουλειά και πολύ διάβασμα. Τι λες να το κανονίσουμε, για όταν χαλαρώσει λίγο το πρόγραμμα μου;»

«Αλήθεια αυτή τη φορά;»

Ο Γκράχαμ λάτρευε την Άιλα και παρόλο που ήξερε, ότι με το να μην της χαλάει ποτέ χατίρι, ίσως την κακομάθαινε, φρόντιζε να τηρεί τις υποσχέσεις που της έδινε κι άλλωστε, μια ματιά στο όλο ελπίδα πρόσωπο της έφτανε, για να κάμψει όλες του τις αντιστάσεις. Θα μπορούσε να της υποσχεθεί και ένα ταξίδι στον διάστημα. «Αλήθεια, τερατάκι μου», της είπε και η μικρή τον αγκάλιασε, αλλά χωρίς να  τον πονέσει αυτή τη φορά.

«Πάμε να σου δώσω το δώρο σου;», ρώτησε χαρούμενα και με ένα σάλτο στάθηκε όρθια μπροστά του. Φορούσε ροζ φουστίτσα μπαλαρίνας, με ροζ πουέντ και από πάνω ένα μπλε- κόκκινο μπλουζάκι με μια στάμπα του Spiderman. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε δύο μακριές κοτσίδες, δεξιά και αριστερά του κεφαλιού της, με την αριστερή να είναι σχεδόν λυμένη, αφήνοντας ξανθοκόκκινα τσουλούφια να πηγαίνουν πέρα δώθε.

Η εμφάνιση της, δεν του προκάλεσε καμία εντύπωση. Η Άιλα, συνήθιζε να μπλέκει χρώματα, παραμύθια, σούπερ ήρωες και γενικά όλα τα στυλ μαζί. Κάθε μέρα, ήταν μία πρόκληση για το τι θα φορέσει και η Μάγκι, την άφηνε να εκφραστεί ελεύθερα. Ο αγαπημένος συνδυασμός του Γκράχαμ, ήταν εκείνος των περσινών της γενεθλίων. Είχε ταιριάξει ένα φόρεμα κάποιας πριγκίπισσας της Ντίσνεϊ,  με το καπέλο, τη μάσκα και την κάπα του Ζορό. Σε σχέση με εκείνο, το σημερινό, ήταν μάλλον συνηθισμένο.

«Το δώρο μου; Μου πήρες δώρο;»

«Ακόμα καλύτερα, στο έφτιαξε η ίδια», επενέβη η Μάγκι, «Αλλά όχι τώρα, Άιλα, μετά το γεύμα»

«Έλα μαμάααα. Άσε με να του το δώσω τώρααα», παρακάλεσε η μικρή αναπηδώντας γρήγορα, κάνοντας τη φωνή της να τρέμει.

Η Μάγκι, αναστέναξε παραδομένη. «Καλά, πηγαίνετε και θα τα πούμε στο τραπέζι», είπε στον Γκράχαμ και ύστερα γύρισε στην Άιλα, «Θα φωνάξω όμως μία φορά και θα κατεβείτε αμέσως, εντάξει;».

Εκείνη, κούνησε το κεφάλι της κάμποσες φορές και έπιασε το χέρι του αδερφού της, τραβώντας τον για να σηκωθεί. Ο Γκράχαμ, προσποιήθηκε για λίγο ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί και τελικά, με ένα της χαλαρό τράβηγμα, την ακολούθησε στο δωμάτιο της.

Πρέπει να ήταν ο μοναδικός χώρος του σπιτιού, που η επιρροή της Μάγκι, δεν είχε κυριαρχήσει, ούτε σε ένα εκατοστό του. Έντονα χρώματα, νεράιδες ζωγραφισμένες στους τοίχους, ένα ταβάνι που θύμιζε γαλαξία και όσο για τα διακοσμητικά του δωματίου, θα μπέρδευαν και τον μεγαλύτερο θαυμαστή του υπερρεαλισμού.

Η Άιλα, μπήκε σαν ανεμοστρόβιλος και αφού έκανε άνω κάτω το γραφειάκι που ζωγράφιζε, ήρθε πάλι κοντά του, κρατώντας ένα ορθογώνιο χαρτόνι, το οποίο και του παρέδωσε. Ήταν μια ζωγραφιά της, που έδειχνε τους δύο τους με τη Λόρνα, να κρατιούνται χέρι, χέρι ανάμεσα σε δεντράκια και λουλούδια. Το χαμόγελο του, έφτασε μέχρι τα αυτιά και την σήκωσε ξανά, στην αγκαλιά του.

«Είναι το πιο ωραίο δώρο, που μου έκαναν ποτέ», της είπε με ειλικρίνεια και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Η Άιλα του άστραψε ένα χαμόγελο και θέλησε να του δείξει και τις υπόλοιπες ζωγραφιές της.

Η καφεΐνη που είχε καταναλώσει, τον είχε πιάσει για τα καλά και μέχρι να ακουστεί η φωνή της Μάγκι από το ισόγειο, είχαν ζωγραφίσει, είχαν χορέψει, είχαν πιει τσάι στο πλαστικό, ροζ σερβίτσιο της καθισμένοι σε κάτι μικροσκοπικές καρεκλίτσες και είχαν δεχτεί μία αναπάντεχη επίθεση εξωγήινων, κατά την οποία ο Γκράχαμ, γλύτωσε παρά τρίχα, χάρη στη γρήγορη και θαρραλέα επέμβαση της Άιλα.

Η Μάγκι τελικά, αναγκάστηκε να τους φωνάξει τέσσερις φορές, μέχρι να αποφασίσουν να σταματήσουν το παιχνίδι και καθώς πήγαιναν στην τραπεζαρία, πέρασαν μπροστά από το παλιό δωμάτιο του Γκράχαμ. Κοντοστάθηκε έξω από την κλειστή πόρτα και συνειδητοποίησε, ότι είχε σχεδόν πέντε χρόνια να κοιμηθεί εκεί. Και η Λόρνα είχε φύγει εδώ και καιρό από το σπίτι, μένοντας πλέον σε δικό της διαμέρισμα στο κέντρο, κοντά στην εταιρία, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Ο Γκράχαμ, είχε φύγει κακήν κακώς, από το πατρικό τους.

«Γκράχαμ, πάμε!». Η κελαηδιστή φωνή της Άιλα, τον έβγαλε από τις σκέψεις του και η μυρωδιά του ελληνικού σπιτικού φαγητού, χάιδεψε τη μύτη του.

Το γεύμα τους ήταν υπέροχο, όπως κάθε φορά που η μητέρα τους αποφάσιζε να θυμηθεί την πατρίδα της και αφού απόλαυσαν από ένα κομμάτι λαχταριστή μηλόπιτα για να ξεφύγουν λίγο από το ελληνικό μενού, ο Γκράχαμ και η Άιλα, στρώθηκαν κατάχαμα μπροστά στο τζάκι, παίζοντας ένα παιχνίδι με κάρτες, ενώ η μητέρα τους διάβαζε ένα βιβλίο, αν και στην ουσία, τους παρακολουθούσε που κάθε τόσο έσκαγαν στα γέλια.

Ούτε που είχε καταλάβει πότε πέρασε η ώρα, όταν ο ήχος της πόρτας που άνοιξε και έκλεισε, ξάφνιασε και τους τρεις. Ο Γουάλι έκανε την εμφάνιση του στο σαλόνι, με μια εμφανώς, έκπληκτη έκφραση. Η Άιλα, πετάχτηκε αμέσως, τινάζοντας παράλληλα από δω κι από κει, μερικές κάρτες και πήγε να τον χαιρετήσει. Ο Γουάλι άφησε ένα φιλί στο κεφαλάκι της και μετά από μία  ταχύτατη ανταλλαγή ματιών όλο νόημα με τη Μάγκι, χαιρέτησε τον Γκράχαμ.

«Καλησπέρα»

«Καλησπέρα», χαιρέτησε ο Γκράχαμ και σηκώθηκε από το πάτωμα.

«Λυπάμαι που δεν ήμουν εδώ για το γεύμα, έτυχε κάτι στην εταιρία», είπε τυπικά, σχεδόν ψυχρά.

«Δεν πειράζει, καταλαβαίνω», απάντησε εξίσου τυπικά ο Γκράχαμ και είδε, ένα δύσπιστο ανασήκωμα φρυδιών από τον πατέρα του. Καθώς ξεκίνησε να του το επισημάνει, είδε την Άιλα, που στεκόταν ακόμα ανάμεσα τους. Όσο και να τον εκνεύριζε το ειρωνικό ύφος του Γουάλι, δε θα άρχιζε να μαλώνει μαζί του, μπροστά της. Κοίταξε τον πατέρα του και απόρησε, πως γινόταν, το ίδιο καστανό χρώμα ματιών, που στη Λόρνα και την Άιλα, του φαινόταν σαν ζεστή σοκολάτα,  σε εκείνον, έμοιαζε παγωμένο και πάσχιζε να το αποφύγει.

«Εγώ να πηγαίνω», είπε τελικά.

«Από τώρα; Μόλις ήρθε ο πατέρας σου, δε θα μείνεις και για δείπνο;», πρότεινε η Μάγκι με προσδοκία.

«Πέρασε η ώρα και έχω διάβασμα. Μια άλλη φορά», της υποσχέθηκε.

«Πότε θα ξανάρθεις;», ρώτησε η Άιλα.

«Δεν ξέρω, μωρό μου. Θα δείξει, αλλά εμείς θα μιλάμε. Και θα πάμε και στο μουσείο, μην ανησυχείς», της απάντησε και χαιρέτησε τη μητέρα του. Εκείνη τον αγκάλιασε και πήγε να του φέρει το παλτό του. Ο Γκράχαμ, γύρισε προς το πατέρα του και του πρόσφερε το χέρι του.

«Καλό βράδυ»

Ο Γουάλι ανταπέδωσε την χειραψία και είπε, «Θα μπορούσες να μείνεις και να κάνεις το χατίρι της μητέρας σου».

«Καταλαβαίνει», επέμενε ο Γκράχαμ, την ώρα που επέστρεφε η Μάγκι με το παλτό του. Το πήρε κι αφού το φόρεσε, γύρεψε την τσάντα του. Δεν τη βρήκε εκεί που την είχε αφήσει. Κοίταξε τριγύρω, αλλά δεν την είδε πουθενά. «Μα, που πήγε…»

«Εδώ είναι!», πετάχτηκε η Άιλα καθώς έσερνε την τσάντα του στο πάτωμα, κρατώντας τη από το λουρί της. Ο Γκράχαμ την πήρε χαμογελώντας και φίλησε την αδερφή του στο μέτωπο.

Πήγε προς την έξοδο, με τη Μάγκι στο κατόπι του. Στην πόρτα, εκείνη τον αγκάλιασε ξανά, ρωτώντας τον σιγανά, αν χρειαζόταν κάτι. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και έφυγε για το μετρό.

 

Αργότερα στο δωμάτιο του, η εικόνα του πατέρα του να στέκει σοβαρός και απόμακρος, είχε κολλήσει στο μυαλό του. Συνειδητοποίησε, ότι με την ολιγόλεπτη συνάντηση τους, είχε καταφέρει να του χαλάσει τη διάθεση, αλλά δεν άξιζε να το σκέφτεται παραπάνω.

Πέρασε τα δάχτυλα, μέσα από τα μαλλιά του και ένιωσε ένα τράβηγμα στην πλάτη. Κοίταξε το ρολόι του και υπολόγισε ότι είχε περάσει η 12ωρη διάρκεια της ενυδατικής αλοιφής, που του είχε βάλει η κοκκινομάλλα. Ευτυχώς, η κρέμα που του είχε συστήσει, ήταν η ίδια με αυτή που χρησιμοποιούσε για να αποφεύγει την ξηροδερμία, από το χλώριο της πισίνας.

Έβγαλε τη ζακέτα και το μακό του και πήγε στο μπάνιο του. Αφού έπλυνε τα χέρια του, γύρισε με την πλάτη στον καθρέφτη και ξεκίνησε να ξεκολλάει την προστατευτική γάζα.

Στην αρχή, οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές και αργές, όμως όσο αποκαλυπτόταν το τατουάζ, το σοκ του, τον έκανε ανυπόμονο κι έτσι, τράβηξε με μία κίνηση την υπόλοιπη γάζα.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Το τατουάζ στην πλάτη του, δεν ήταν ο φοίνικας του σκίτσου, αλλά ένα μαυροκόκκινο λουλούδι, που έχανε τα πέταλα του και έσταζε άλικο αίμα. Στένεψε τα μάτια του για να δει καλύτερα και πρόσεξε, πως στις επτά σταγόνες που είχαν κυλήσει, ξεχώριζαν γράμματα.

«S E S I L I A», διάβασε. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Όσο μεθυσμένος κι αν ήταν χθες, θυμόταν ολοκάθαρα το σχέδιο που είχε ζητήσει. Γύρισε σαν μανιακός στο δωμάτιο του και βρήκε το τζάκετ που φορούσε το προηγούμενο βράδυ. Είχε ακόμα μέσα, το διπλωμένο φύλλο χαρτιού. Το κοίταξε και ένιωσε τη θερμοκρασία του σώματος του, να ανεβαίνει επικίνδυνα. Το κορίτσι με το ποδήλατο… Τελικά είναι όντως τρελή. Θα τη σκοτώσω, σκέφτηκε και ξαναντύθηκε στα γρήγορα.

Βρέθηκε έξω από το μαγαζί της, μετά από έναν αιώνα, όπως του φάνηκε και ο θυμός του, δεν είχε καταλαγιάσει καθόλου, το αντίθετο μάλιστα. Πως είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο; Τα σβηστά φώτα και τα κατεβασμένα ρολά, δήλωναν πως ήταν κλειστά, αλλά ήταν τόσο εκνευρισμένος, που δεν έφυγε αμέσως. Έκοβε βόλτες πέρα δώθε, περπατώντας νευρικά, μπροστά από το κλειστό κατάστημα και σκεφτόταν πυρετωδώς. Σεσίλια… Να να είναι το όνομα της, αυτό; Αλλά γιατί στα κομμάτια να με σημαδέψει με το όνομα της και γιατί να ζωγραφίσει το λουλούδι, αντί γι’ αυτό που της ζήτησα; Στο κάτω κάτω, δουλειά της ήταν και τώρα θα έμπλεκε άσχημα. Θα το φτάσω στα άκρα.

Πως θα διορθωνόταν τώρα αυτό; Είχε ακούσει ότι το να αφαιρείς ένα τατουάζ, πονούσε πολύ περισσότερο, από το να το χτυπήσεις και ούτε ήξερε πόσο κόστιζε η διαδικασία. Έσφιξε τα δόντια και ηττημένος, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Πριν ξαπλώσει, έχοντας στο μυαλό του, γύρω στους πενήντα διαφορετικούς τρόπους να κάνει το κοκκινομάλλικο ξωτικό, να πληρώσει για τη κακόγουστη “φάρσα” του, φρόντισε το τατουάζ του. Αυτό του έλειπε να πάθει και καμιά μόλυνση.

Με το χέρι του ανάμεσα στο κεφάλι και το μαξιλάρι του, κοίταζε το σκοτεινό ταβάνι και οι ελάχιστες εικόνες της, χόρευαν μπροστά του. Το μικροκαμωμένο κορμί ξαπλωμένο στο δρόμο, ο σύντομος αποπροσανατολισμός της μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί και ύστερα τα θυμωμένα μάτια της και το πρόσωπο της, που λίγο ήθελε να γίνει ένα, με τα κόκκινα μαλλιά της. Έννοια σου και αύριο, θα φουντώσεις για τα καλά.

 

Στο μάθημα ήταν σιωπηλός και κατσούφης, τόσο που ο Σμιτ και ο Κάλουμ, υπέθεσαν ότι έγινε κάποιος κοσμοϊστορικός καυγάς στο πατρικό του. Όταν μπήκε στην αίθουσα, γρύλισε ένα χαιρετισμό και κάθισε δίπλα τους, χωρίς να προσέχει. Είχε πιστέψει πως όλα ήταν στη φαντασία του, αλλά το λουλούδι στην πλάτη του ήταν ακόμα εκεί όταν ξύπνησε, να του θυμίζει πως, ήταν πέρα για πέρα αληθινό.

Ακολούθησε το πρόγραμμα των φίλων του μετά τη σχολή, για να μην κινήσει υποψίες και αρνήθηκε πολλές φορές, να τους δείξει το τατουάζ, λέγοντας ότι ήταν ακόμα καλυμμένο. Ευτυχώς ο Τζέιμς, δεν ήταν μαζί τους σήμερα για να τον “προδώσει” ως πιο έμπειρος με το θέμα έτσι, αναστέναξε με ανακούφιση, όταν το βράδυ χώρισαν, παίρνοντας το δρόμο ο καθένας για το δωμάτιο του.

Όμως όταν βεβαιώθηκε ότι οι φίλοι του είχαν προχωρήσει αρκετά, ο Γκράχαμ άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε στο σταθμό του μετρό. Λίγη ώρα αργότερα, ήταν μπροστά από το μαγαζί, που για καλή του τύχη και κακή της καλλιτέχνιδας, ήταν ανοιχτό. Σίγουρα δεν ήταν τόσο θυμωμένος όσο χθες, που αν την είχε πετύχει ίσως και να χειροδικούσε, όμως μια ματιά στα περίτεχνα σχέδια που έμοιαζαν να τον κοροϊδεύουν έτσι κρεμασμένα, ήταν υπεραρκετή ώστε να αγνοήσει τον κόσμο στην υποδοχή και να ορμήσει, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, στην πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά του.

Η φόρα του κόπηκε απότομα, όταν έπεσε πάνω σε μία ιδιαίτερη σκηνή. Το μελλοντικό του θύμα, δεν ήταν μόνο στο δωμάτιο. Πάνω στην καρέκλα του πόνου, ήταν ξαπλωμένη μία ημίγυμνη κοπέλα. Πρόλαβε να δει παραπάνω δέρμα, από όσο θα έπρεπε και φυσικά, η επίπληξη δεν άργησε να έρθει.

«Πως μπαίνεις έτσι, εδώ μέσα; Που νομίζεις ότι πας;»

Ένιωσε όλο του το αίμα, να συγκεντρώνεται στα μάγουλα του και αποστρέφοντας το βλέμμα, μουρμούρισε ένα σιγανό «Συγνώμη» και βγήκε κλείνοντας την πόρτα. Τότε πρόσεξε κάμποσα ζευγάρια μάτια, να τον κοιτούν με περιέργεια. Δεν έδωσε σημασία ούτε στα βλέμματα, ούτε στα χαχανητά  που ακολούθησαν, μόνο γύρισε την πλάτη στο κοινό και περίμενε υπομονετικά.

Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε και βγήκε το κορίτσι που έκανε το τατουάζ. Ευτυχώς, είχε ντυθεί και με ένα θάρρος, ανάμεικτο με μπόλικο θράσος, του πέταξε, «Τι έγινε μωρό μου; Σου άρεσε το τατουάζ που έκανα ή περισσότερο σου άρεσε ο καμβάς, που πρόσφερα να γίνει;»

Ο Γκράχαμ, κράτησε την πόρτα από όπου βγήκε εκείνη ανοιχτή, καθώς την κοιτούσε. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρονών και με τον αέρα της γυναίκας, που θέλει τους άντρες στα πόδια της. Σε άλλη περίπτωση, δεν θα έμπαινε στο κόπο να απαντήσει, όμως τώρα τα λόγια του, ξέφυγαν από μόνα τους.

«Δεν ξέρω για τον καμβά, αλλά ελπίζω να τσέκαρες το σχέδιο. Μπορεί να ζήτησες λιοντάρι και να βρεθείς με ένα λουλουδάκι». Δε στάθηκε να ακούσει την απάντηση, μπήκε στο δωμάτιο και άφησε την πόρτα πίσω του, να κλείσει.

Η tattooist του είχε γυρισμένη την πλάτη. Ίσως τελικά να είχε λίγη συναίσθηση του τι είχε κάνει και τώρα, να ντρεπόταν λιγάκι. Εντύπωση που του διαλύθηκε αμέσως μόλις την είδε να γυρνάει προς το μέρος του, κοιτώντας τον ξεδιάντροπα στα μάτια.

«Τι συμβαίνει, λοιπόν;», ρώτησε. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να αντιδράσει, καθώς δεν μπορούσε να χωνέψει, πως τον αντιμετώπιζε με τέτοια αυθάδεια, έτσι εκείνη βρήκε την ευκαιρία να συνεχίσει. «Σου άρεσε τόσο πολύ η εμπειρία, που ήρθες κιόλας, για το επόμενο;»

«Πραγματικά, πες μου κάτι… πες μου κάτι και ίσως, μπορέσω να καταλάβω. Είσαι ψυχοπαθής;», αγανάκτησε ο Γκράχαμ κι όταν την είδε έτοιμη να απαντήσει, κούνησε το χέρι του μπροστά του. «Ρητορικό ήταν το ερώτημα, αλλά απάντησε μου σε κάτι άλλο..», της είπε και άρχισε να ξεντύνεται νευρικά, πετώντας τα ρούχα του πάνω στην καρέκλα.

Μέχρι να μείνει γυμνός από τη μέση και πάνω, εκείνη πήγε στα πράγματα της κι ύστερα, πήρε θέση στο σκαμπό κρατώντας στο χέρι της, ένα χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών. Ο Γκράχαμ, την κοίταξε παραξενεμένος και κρέμασε τα χέρια του στα πλευρά του.

«Τι; Δεν θα συνεχίσεις;», τον ρώτησε, τεντώνοντας με τα δάχτυλα της το χαρτονόμισμα, για να του το δείξει.

«Τελικά είσαι σχιζοφρενής…», διαπίστωσε εκείνος βλέποντας το εύθυμο ύφος της. Δεν πρέπει να την είχε δει, τόσο καλοδιάθετη ξανά. «Αλλά θέλω να μάθω, τι κοινό έχει αυτό… με αυτό;», της είπε καθώς της γυρνούσε την πλάτη, για να δει το τατουάζ του και βγάζοντας από την τσέπη του πεταμένου παλτού του, το σχέδιο. Προσπάθησε να το κρατήσει δίπλα δίπλα, αναγκάζοντας τον αγκώνα του να μείνει σε μία άβολη στάση και την άκουσε που σηκώθηκε, πλησιάζοντας τον.

«Μμμ, λοιπόν για να δούμε..», είπε η κοπέλα ειρωνικά. Του πήρε το χαρτί και το ακούμπησε στον ώμο του. Άρχισε να περιεργάζεται το τατουάζ του, σαν να προσπαθούσε να βρει ομοιότητες και διαφορές για να τις κυκλώσει. Στο άγγιγμα της, ένα ρίγος τον διαπέρασε που δεν είχε να κάνει, με το πόσο θυμωμένος ήταν. Ένιωθε τα λεπτά της δάχτυλα, απαλά στο δέρμα του και ζεστά, παρόλο που την προηγούμενη φορά που τον είχαν αγγίξει, του είχαν προκαλέσει τόσο πόνο.

«Δεν έχεις δίκιο, εγώ βλέπω πολλά κοινά. Αυτή η γραμμή εδώ, ας πούμε, ή το χρώμα σε αυτό το κομμάτι και φυσικά η σκίαση του να, εδώ πέρα». Κάθε φορά που του επισήμανε κάτι, φρόντιζε να ακουμπά το σημείο, σαν να τον καθοδηγούσε και κάθε φορά, ο Γκράχαμ ένιωθε να τον χτυπά ένα μικρής τάσεως, ηλεκτρικό ρεύμα, όμως δεν άντεξε για πολύ την κοροϊδία της. Γύρισε απότομα προς το μέρος της, κοιτώντας τη καταπρόσωπο. Το χαρτί ξέφυγε από το κράτημα της και αφού αιωρήθηκε για λίγο, έπεσε αθόρυβα στο πάτωμα.

«Με δουλεύεις;», ξέσπασε ανεβάζοντας τον τόνο του. «Το συνηθίζεις να σημαδεύεις έτσι τον κόσμο; Σου ζήτησα να μου κάνεις ένα σχέδιο, έναν φοίνικα. Πως στο διάολο κατέληξα με μία μαργαρίτα;»

«Δεν είναι μαργαρίτα ανίδεε. Είναι ένα silene tomentosa», του πέταξε, χωρίς να ανοιγοκλείσει καν τα βλέφαρα της, από τις φωνές του.

Ο Γκράχαμ έσμιξε τα φρύδια του. «Ένα silen..τι;»

«Silene tomentosa», του επανέλαβε συλλαβιστά. «Μάλλον έπρεπε να στο γράψω κι αυτό από κάτω ε;».

Το χαμόγελο της, τον έκανε έξαλλο. «Σεσίλια έτσι; Αυτό είναι το όνομα σου! Έγραψες το όνομα σου, στην πλάτη μου! ΓΙΑΤΙ;»

Αντί για απάντηση, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος με το χαρτονόμισμα να ξεχωρίζει ακόμα στην χούφτα της. Δεν χαμογελούσε πια, μα δεν έδειχνε κανένα άλλο συναίσθημα. Ήταν οφθαλμοφανές πως δεν είχε σκοπό να του εξηγήσει, ούτε να του απολογηθεί. Και τώρα που επιτέλους της είχε βάλει τις φωνές, οι οποίες σίγουρα ακούστηκαν μέχρι έξω, αν και κανείς δεν είχε έρθει να δει τι συμβαίνει, συνειδητοποίησε ότι στεκόταν ακόμα μισόγυμνος μπροστά της. Άρχισε να μαζεύει τα ρούχα και να τα φοράει. Καθώς έβαζε τη μπλούζα του, τη ρώτησε ξανά, με πιο ήρεμη φωνή.

«Γιατί; Για τον καυγά μας, έξω από το καφέ; Δε νομίζεις, ότι είναι λίιιγο υπερβολικό;»

«Είναι;», τον ρώτησε εκείνη, με μάτια που γυάλιζαν.

Έβαλε το παλτό του και με ένα παγερό ύφος, οδυνηρά όμοιο με εκείνο του Γουάλι, της είπε, «Θα σε καταγγείλω»

«Ναι, κάντο»!

«Θα το κάνω». Μάζεψε τον πολύπαθο φοίνικα από το πάτωμα και της έριξε μια τελευταία ματιά. Είχε ακόμα τα χέρια στο στήθος της, όμως το σώμα της δεν έδειχνε καμία άμυνα. Κανένα σημάδι ότι τον φοβόταν. Όμως ούτε κι εκείνος θα υποχωρούσε. Με ένα βήμα την έφτασε και της άρπαξε το χαρτονόμισμα. «Αυτό είναι δικό  μου! Για το θέαμα!»

Της γύρισε την πλάτη και έφυγε βροντώντας την πόρτα της. Κοιτούσε ευθεία μπροστά του, μέχρι που βγήκε στο δρόμο και ο κρύος αέρας δρόσισε το πυρωμένο από τον θυμό πρόσωπο του. Σεσίλια, θα σου κοστίσει πολύ παραπάνω από 20 λίρες αυτό και θα μου το πληρώσεις, να είσαι σίγουρη! Σεσίλια…

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ 

 

–Το κακό συναπάντημα μπορεί να είναι και διασκεδαστικό-

 

Μόλις είχε χάσει ένα χαρτονόμισμα είκοσι λιρών, και αναρωτιόταν αν άξιζε το θέαμα τα χρήματα που της κόστισε, δεδομένου ότι δεν είχε ολοκληρωθεί το στριπτίζ. Το να της πάρει τα χρήματα από τη μία θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει διασκεδαστικό και κομματάκι χαριτωμένο. Άλλωστε από μια άποψη του το χρώσταγε, αφού η τσάντα της τη μέρα που της την άρπαξε το συνεταιράκι του εκτός από το μπλοκ και το κινητό της, το οποίο δεν ήταν και τελευταίας τεχνολογίας, δεν είχε χρήματα, μιας και συνήθιζε να τα έχει στην τσέπη του παλτού ή του παντελονιού της. Οπότε το μεροκάματο τους, αν δεν άρπαξαν άλλη από τη δική της τσάντα, θα αποδείχτηκε πενιχρό. Όταν το μυαλό της πήγε στο χαμένο μπλοκ, ο εκνευρισμός της χτύπησε κόκκινο με το θράσος του, να δεις που ήταν σκοτσέζος, κατέληξε, γι’ αυτό δεν έχασε την ευκαιρία να πάρει τα χρήματα, ήταν η τελευταία σκέψη που έκανε προτού ανοίξει η πόρτα της και εμφανιστεί στο άνοιγμα ο Τζίμη.

-Όλα καλά; Τη ρώτησε.

-Ναι, μια χαρά!

-Αυτός που έφυγε ποιος ήταν; Ρώτησε και προχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου.

-Ο νεαρός που ήρθε τις προάλλες τελευταία στιγμή για να του κάνουμε τατουάζ.

-Και γιατί φώναζε;

-Δεν ξέρεις τώρα, το μετάνιωσε και έπρεπε με κάποιον να τα βάλει. Ίσως να νόμιζε ότι φεύγει.

-Τι είναι για να βγει, μολύβι σε χαρτί, να πάρουμε γόμα και να το σβήσουμε; Καλά το υποψιάστηκα ότι ήταν μεθυσμένος, αλλιώς για ποιο άλλο λόγο, ένας φλώρος να θέλει να κάνει τατουάζ;

-Ξέρεις πολύ καλά ότι τον τελευταίο καιρό έχει αυξηθεί η πελατεία μας επειδή κάτι παιδάκια σαν κι αυτόν, πιστεύουν ότι με το να κάνεις ένα τατουάζ, αυτόματα γίνεσαι και σκληρό καρύδι. Θα είδε ότι δεν πάει έτσι και θα θύμωσε περισσότερο.

-Δεν έχεις άδικο σε αυτό. Να σε ρωτήσω κάτι ακόμα, ήθελες κάτι πριν;

-Πότε πριν;

-Όταν μπήκες μέσα στο εργαστήριο μου!

-Απλά να ξέρεις ότι ήρθα, στην περίπτωση που με χρειαζόσουν κάτι.

-Α! Οκ. Είπε απλά μην έχοντας κάτι άλλο να προσθέσει, και βγήκε από το χώρο της.    

Με το που έμεινε πάλι μόνη η Σεσίλια επέστρεψε στις προηγούμενες σκέψεις της. Από εδώ και στο εξής θα τον αποκαλούσε σκοτσέζο, αν και δεν έμοιαζε με τους σκότους. Με τα σκουρόχρωμα μαλλιά του και τη σταρένια επιδερμίδα του μάλλον με ιταλό έμοιαζε, αλλά σιγά τώρα μην είχε εκείνο το κρύο πράγμα το ταπεραμέντο των νότιων. Θυμήθηκε τους φίλους του που τον πείραζαν προτείνοντας του να κάνει τατουάζ την Αφροδίτη της Μύλου ή μια Καρυάτιδα. Αναρωτήθηκε για λίγο τι σχέση μπορεί να είχαν αυτά με τον ιταλικό πολιτισμό αλλά γρήγορα θυμήθηκε ότι Καρυάτιδα υπήρχε στο βρετανικό μουσείο. Τίποτα όμως μέσα εκεί δεν άνηκε στο βρετανικό πολιτισμό. «Από πότε οι άγριοι απέκτησαν και πολιτισμό;» αναρωτήθηκε η Σεσίλια και πήρε το κινητό της να μπει στη Google. Τόσο η Καρυάτιδα όσο και η Αφροδίτη της Μύλου ήταν ελληνικά αγάλματα. Μόλις επιβεβαίωσε ότι ορθώς θυμόταν την προέλευση τους βγήκε από το internet, δεν την ενδιέφεραν περισσότερες λεπτομέρειες.

Άνοιξε την πόρτα για να δει αν περιμένει κάποιος στον προθάλαμο. Ένα ζευγαράκι καθόταν στο διθέσιο καναπέ και αντάλλασε φλογισμένα φιλιά και τολμηρά χάδια σε απόκρυφα σημεία. Ούτε που ενοχλήθηκαν από την παρουσία της, ίσως απλά να είχαν μπει για να φυλαχτούν από το κρύο και η tattooist ήταν βέβαιη πως αν τους άφηνε άλλο λίγο το πότε θα βρίσκονταν ο ένας πάνω στον άλλον ούτε που θα το καταλάβαιναν. Αφού έβηξε, οι νεαροί γύρισαν και την κοίταξαν;

-Θα θέλαμε να κάνουμε το ίδιο τατουάζ, είπε βιαστικά η κοπέλα που ήταν κάπως κόκκινη. Η tattooist δεν μπόρεσε να καταλάβει αν το κοκκίνισμα της το είχε προκαλέσει η έξαψη από αυτά που έκαναν μόλις ελάχιστα λεπτά νωρίτερα, ή το ότι τους έπιασαν στα πράσα.

-Ωραία, είπε η Σεσίλια, έχετε κάτι υπ’ όψιν σας; Αν και ήδη υποψιαζόταν τι μπορεί να ήταν αυτό.

-Μια καρδιά με βέλη. Και τα ονόματα μας! Η Σεσίλια κούνησε καταφατικά το κεφάλι της αφού είχε πέσει μέσα στις υποθέσεις της.  

-Ποιος θα έρθει πρώτος; Ρώτησε η Σεσίλια.

-Εγώ. Είπε το αγόρι.

-Μπορώ να μπω και εγώ μαζί του; Ρώτησε το κορίτσι.

-Φυσικά. Είπε και κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να μπούνε μέσα μαζί της οι δυο νέοι. Η Σεσίλια αφοσιωμένη στη δουλειά της δε σήκωσε κεφάλι μέχρι να τελειώσει τα τατουάζ και των δύο παιδιών. Στιγμή δεν της είχε έρθει στο μυαλό ο νεαρός με το Silena Tomentosa, μαρκαρισμένο στην πλάτη του, μόνο ένιωθε ανακούφιση και σαν να είχε τακτοποιηθεί μια εκκρεμότητα που την παίδευε για καιρό. Ακόμα και οι απειλές του, ότι θα το έφτανε στα άκρα, της είχαν ακουστεί περιττές. Πρώτον δεν πίστευε ότι εκείνο το φλωράκι θα έκανε οτιδήποτε, και ότι ήταν κάτι περισσότερο από κούφια λόγια τα όσα ξεστόμιζε, δεύτερον πως θα δικαιολογούσε ότι το κλεμμένο σχέδιο της είχε βρεθεί στα χέρια του. Πάντως έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο φλώρος, της είχε κάνει ζημιά.

Τελευταία σκέψη της, πριν αποκοιμηθεί το βράδυ, ήταν αν τελικά το χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών άξιζε για το σόου που της είχε δώσει. Πριν απαντήσει στην ερώτηση που έθεσε στον εαυτό της, αποκοιμήθηκε κουρασμένη με αποτέλεσμα να τον δει στον ύπνο της, και μάλιστα με τρόπο που δε θα τολμούσε να σκεφτεί ποτέ στον ξύπνιο της. Ανακατεμένα όπως ήταν όλα στο κεφάλι της, από τη μία ο καυγάς, από την άλλη που για δεύτερη φορά γδύθηκε μπροστά της για να τη ρωτήσει αν είχε σχέση ο φοίνικας με το λουλούδι, είδε και τη συνέχεια. Μόνο που στο όνειρο δεν έμεινε εκεί, αφού ο ιταλός που μια σκέψη του υποσυνείδητου τη διόρθωσε ότι τελικά πρέπει να ήταν σκοτσέζος, έβγαλε παντελόνι και εσώρουχο για να διαπιστώσει η Σεσίλια ότι διέθετε έναν εξαιρετικό καμβά για να τον γεμίσει εκείνη με τατουάζ. Όμως και έτσι το κορμί του, χωρίς να έχει πάνω του το παραμικρό σημάδι, μάλιστα έλειπε και το τατουάζ που εκείνη του είχε χτυπήσει στην πλάτη, ήταν υπέροχο. Η Σεσίλια στο όνειρο της άθελα ξεροκατάπιε, εκείνος την είδε και χαμογέλασε και χωρίς να διστάσει της έπιασε το κεφάλι από το πιγούνι και προχωρώντας το πρόσωπο του προς το δικό της άγγιξε με τα χείλη του τα δικά της. Ύστερα απομακρύνθηκε και της είπε με βραχνή φωνή «Γιατί δεν το παραδέχεσαι, μου έκανες λάθος σχέδιο όχι επειδή θέλησες να με εκδικηθείς, όπως έχεις δικαιολογηθεί στον εαυτό σου, αλλά για να με ξαναδείς». Όπως συμβαίνει πολλές φορές στα όνειρα εκείνη άνοιξε το στόμα της για να του το αρνηθεί όμως φωνή δεν έβγαινε από μέσα της, οπότε αρκέστηκε στο να του χαϊδέψει την πλάτη στο σημείο που του είχε κάνει το τατουάζ. Η σκηνή άλλαξε και εκείνη βρέθηκε ξαπλωμένη στο διθέσιο καναπέ που είχαν στο προθάλαμο και που το ίδιο απόγευμα πέτυχε τους δυο ξαναμμένους νέους. Στη θέση όμως εκείνων ήταν η ίδια με τον ιταλό, σκοτσέζο, τη διόρθωσε μια φωνή από το πιο βαθύ μέρος του ασυνείδητου της. Ήταν και οι δύο γυμνοί και ήταν υπέροχα μαζί του, όμως είχε την έγνοια μήπως μπει κάποιος πελάτης ή μήπως βγει ο Τζίμη από το εργαστήριο του, αφού από ώρα άκουγε το θόρυβο από το μηχάνημα που μαρτυρούσε ότι δεν ήταν μόνοι τους στο μαγαζί. Όμως όσο και να προσπαθούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της, ήταν αδύνατο με αυτά που της έκανε εκείνος, ενώ είχε πάψει να ακούει κάτι άλλο από τις φωνές τους. Η πόρτα άνοιξε και από το δωμάτιο του Τζίμη βγήκε ο Χάρολντ, θυμωμένος τράβηξε το νέο από πάνω της και τον γύρισε προς το μέρος του. Εκείνη πλέον έβλεπε το πίσω μέρος του σώματος του, το τατουάζ που του είχε κάνει φαινόταν στην πλάτη του, όμως η επιδερμίδα του σε αυτό το σημείο ήταν ξερή. Ένα από τα φύλλα έφυγε από το κορμί του και έπεσε στο πάτωμα και ύστερα κι άλλο, κι άλλο και έπειτα από τα φύλλα άρχισαν να κυλάνε οι σταγόνες με το αίμα μέχρι που το δέρμα του πλέον είχε απαλλαγεί από το τατουάζ. Ύστερα ο σκοτσέζος έπιασε φωτιά, δεν κατάλαβε πως συνέβη αυτό, όμως το έβλεπε εκεί μπροστά της να συμβαίνει. Ο Χάρολντ τραβήχτηκε μακριά του και εκείνη προσπάθησε να κρύψει την γύμνια της με το ριχτάρι που σκέπαζε τον καναπέ. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο στο σημείο που πριν από λίγο στεκόταν εκείνος πλέον υπήρχε μόνο στάχτη, η οποία όμως αμέσως άρχισε να παίρνει τη μορφή ενός κοκκινόμαυρου πουλιού. Η Σεσίλια σηκώθηκε και πήγε να κλείσει την πόρτα για να μην της φύγει, όμως εκείνο πρόλαβε και πέταξε μακριά.

Άνοιξε τα μάτια της απότομα, πίσω από τα σύννεφα είχε κάνει την εμφάνιση του ο ήλιος. Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι χρειαζόταν σεξ και η δεύτερη ότι ήλπιζε ο ανίδεος φλώρος να έβαζε ενυδατική στο τατουάζ ακόμα και αν είχε σκοπό να το σβήσει σύντομα. Πάντως έπρεπε να παραδεχτεί ότι στο όνειρο της δεν ήταν και τόσο φλώρος, αλλά τι να το κάνεις, εκείνο ήταν απλά όνειρο, σκέφτηκε ενώ τεντωνόταν.

Ικανοποιημένη, και εκείνη δεν γνώριζε από τι ακριβώς, σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται, ένιωθε έντονα την ανάγκη ότι εκείνη τη μέρα ήθελε να προσφέρει. «Μάλλον για να εξιλεωθείς»! της είπε μια εσωτερική φωνή, την οποία η Σεσίλια αγνόησε. Η ώρα ήταν περασμένη για να πάει στο χώρο εστίασης των προσφύγων και να βοηθήσει στην εκφόρτωση όμως μπορούσε να συμμετέχει στο σερβίρισμα, βέβαια θα έπρεπε να ανεχτεί εκείνη την υστερική της κουζίνας που την έβρισκε με τις διαταγές, όμως δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι και τα ψώνια τα βαριόταν για να γυρνάει άσκοπα στους δρόμους και να κοιτάζει βιτρίνες. Ας μην το σκεφτόταν περισσότερο, αφού ντύθηκε πρόχειρα, με ένα τζινάκι και ένα μαύρο μπλουζάκι από πάνω, κατέβηκε στο δρόμο και αφού ξεκλείδωσε το ποδήλατο της, έφυγε με γρήγορο πετάλι για το εστιατόριο που είχε παραχωρήσει ο Έλληνας. Τσάντα αυτή τη φορά δεν είχε πάρει μαζί της, το κινητό το άφησε επίτηδες στο σπίτι, όσο για τα λίγα χρήματα και τα κλειδιά τα βόλεψε στις τσέπες της.

Φτάνοντας στο πίσω πάρκινγκ του εστιατορίου, το οποίο χρησιμοποιούταν κυρίως για την εκφόρτωση των φορτηγών, συνάντησε το Τσάρλι. Πριν ακόμα κατέβει από το ποδήλατο της τον χαιρέτησε, εκείνος στάθηκε όρθιος να την κοιτάζει κρατώντας στα χέρια του ένα καφάσι με λαχανικά. Η Σεσίλια κατέβηκε έβγαλε τη μικρή κλειδαριά, και έδεσε με την αλυσίδα του το ποδήλατο, την οποία φορούσε στο λαιμό όση ώρα έκανε πετάλι.

-Καλημέρα, της είπε και ο Τσάρλι με τη σειρά του, γιατί τόση βιασύνη;

-Δεν ξέρω, απλά είχα διάθεση να νιώσω τον παγωμένο αέρα να χτυπάει το πρόσωπο μου.

-Πάντως έδινες την εικόνα της άγριας με τη βαριά αλυσίδα περασμένη στο λαιμό σου. Η Σεσίλια δεν απάντησε, αρκέστηκε απλά να χαμογελάσει, αν και αναγνώρισε ότι τα λόγια του φίλου της είχαν κάποιο δίκιο. Από την εφηβεία προσπαθούσε να δώσει την εικόνα της άγριας, και μάλιστα του φρικιού, το μότο της ήταν απλά το “DON’ T YOU DARE…” και έτσι αν και ήξερε ότι διάφοροι λέγανε πολλά πίσω από την πλάτη της, τουλάχιστον ήξερε ότι δε θα την ενοχλούσαν και ότι δε θα περνούσε τα βασανιστήρια που περνούσαν παιδιά πιο συνεσταλμένα και ήσυχα. Δεν χρειαζόταν πολλά, ένα βλέμμα της και όλοι γύρναγαν την πλάτη και απομακρύνονταν, αν και δεν είχε ιδιαίτερη εμφάνιση, ούτε σκουλαρίκια, ούτε τίποτα από αυτά που προκαταβάλουν τους άλλους ότι μπορεί να είσαι ‘‘άγριος’’. Τα ρούχα της απλά  ήταν άχρωμα, ενώ ήξερε καλά να κλείνετε στον εαυτό της και να αφήνει τους άλλους απ’ έξω, μόνο ένας κατάφερε να πλησιάσει πιο κοντά. Μάλιστα ήταν από τους γόηδες του σχολείου, από τους καλούς μαθητές, μέλος αθλητικών ομίλων και ότι άλλο σου προσάπτει φήμη στην εφηβεία, και σε αναγκάζει να βλέπεις ένα μέλλον λαμπρό για να καταλήξεις στα σαράντα με αντικαταθλιπτικά, αν δεν έχεις πατήσει επί πτωμάτων για να διατηρήσεις ζωντανό το όνειρο.

Την πρώτη φορά τον πρόσεξε να την κοιτάζει μέσα στην τάξη, ήταν την ώρα που ο καθηγητής έκανε την παράδοση, εκείνη είχε αφοσιωθεί στο να κάνει σε μια σελίδα του τετραδίου της ένα ασπρόμαυρο σχέδιο. Ο καθηγητής στάθηκε από πάνω της και έκανε μια ερώτησε από την παράδοση, η Σεσίλια, ψύχραιμη και χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από το σχέδιο που έκανε, απάντησε σωστά στην ερώτηση του καθηγητή, εκείνος έκπληκτος και έχοντας αφήσει κατά μέρος κάθε διάθεση για παρατήρηση ή τιμωρία τη ρώτησε αν είχε διαβάσει το παρακάτω μάθημα. Εκείνη σχολίασε απλώς ότι τον άκουγε και ο καθηγητής απομακρύνθηκε επιτρέποντας της σιωπηλά να συνεχίσει τη ζωγραφιά της. Η Σεσίλια ήρεμη ανασήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε μπροστά όπου τον είδε από τα πρώτα θρανία να την κοιτάζει, δεν του έδωσε σημασία, ξαναέσκυψε το κεφάλι της και έδωσε όλη της την προσοχή στο σχέδιο. Από εκείνη τη μέρα όμως και έπειτα ένιωθε συχνά το βλέμμα του. Τον κοίταζε και εκείνη συνοφρυωμένη προσπαθώντας να του δείξει την ενόχληση της. Ύστερα άρχισε να την πλησιάζει και να της πιάνει κουβέντα όταν ήταν μόνοι τους. Το μυαλό της Σεσίλια πήγε απευθείας στο κακό, λες να της ετοίμαζαν τίποτα εκείνος και οι φίλοι του; Γνώριζε πολύ καλά ότι η αταραξία της ήταν που την προστάτευε, μήπως ήθελαν να της σπάσουν τον τσαμπουκά. Συνήθως τα σκυλιά μύριζαν το φόβο, γι’ αυτό και κάποια παιδιά παιδεύονταν, όμως εκείνη την είχαν αφήσει ήσυχη, ακριβώς επειδή δε φαινόταν να την ταράζει τίποτα. Αποφάσισε να του απαντάει μονολεκτικά όταν της απηύθυνε το λόγο, και γενικά να τον αποφεύγει, όμως εκείνος εκεί. Τελικά της ζήτησε κάποια στιγμή να βγούνε, ήταν λίγο καιρό αφού είχε κάνει το πρώτο τατουάζ στον αστράγαλο της. Τον κοίταξε δύσπιστα, αλλά αποφάσισε να δεχτεί, η μάνα της είχε αρχίσει να την τρώει για τους φίλους που δεν είχε. Σε όλο το ραντεβού ήταν επιφυλακτική, όμως όλα κύλισαν ομαλά, αν και την είχε πάει κάπου που δε θα πετύχαιναν κάποιον από τους  συμμαθητές τους. Τελικά συνέχισαν να βγαίνουν κρυφά, η Σεσίλια ένιωθε ότι το αγοράκι απέναντι της ανησυχούσε για κάτι, μέχρι το  βράδυ που τόλμησε να της δώσει το πρώτο τους φιλί, το οποίο την αιφνιδίασε. Όμως αποφάσισε να δει πως είναι να φιλιέσαι στο στόμα με ένα αγόρι, και προς μεγάλη της έκπληξη της άρεσε. Στο σχολείο συνέχισαν να συζητάνε τυπικά και να αποφεύγουν ο ένας τον άλλον. Τη Σεσίλια αυτό δεν την ενοχλούσε, το αντίθετο μάλιστα της άρεσε να έχει κοινό μυστικό με κάποιον. Επίσης της άρεσε να φιλιούνται και να χαϊδεύονται, πέρα από το σχέδιο έβρισκε και σε κάτι άλλο ενδιαφέρον. Οπότε ενώ στο σχολείο δεν έδιναν δικαιώματα, με το που σχόλαγαν αν δεν βρίσκονταν, μιλούσαν με τις ώρες στο τηλέφωνο. Τελικά ο Έντι δεν ήταν τόσο κάθαρμα όσο ήθελε να δείχνει στις παρέες του, άλλωστε τον είχε δει πολλές φορές να προσπαθεί να αποτραβήξει τους φίλους του όταν ενοχλούσαν κάποιον, και αν εκείνοι επέμεναν εκείνος απέφευγε να πάρει μέρος.

Την ενοχλούσε βέβαια που τον έβλεπε να φλερτάρει με άλλα κορίτσια, αλλά ήξερε ότι δεν είχε σχέση με καμία άλλη, αλλά ούτε για εκείνη μιλούσε, μάλλον ήθελε να κρατήσει κρυφή την σχέση τους. Ήθελε να μην τη νοιάζει, όμως ένιωθε ότι εκείνος ντρεπόταν για την εμφάνιση της, κάτι που της το επιβεβαίωσε όταν άρχισε να της κάνει προτάσεις. Τα μαλλιά της θα ήταν όμορφα αν τα μάκραινε λίγο, θα μπορούσε να έχει πιο πολλές επιλογές, να τα ισιώσει, να τα σγουραίνει και να κάνει τόσα πράγματα με αυτά. Την επόμενη μέρα από την πρόταση του η Σεσίλια πήγε και τα έκοψε κοντά, και εμφανίστηκε στο σχολείο έχοντας τα μαλλιά καρφάκι και έχοντας βάλει ένα τόνο ζελέ για να στέκονται όρθια. Αν και φάνηκε ότι ενοχλήθηκε, όταν ήταν μόνοι τους προτίμησε να της πει ότι της πήγαιναν, και ύστερα την έπιασε με τη λαβή που τα αγόρια πιάνονται μεταξύ τους στην πάλη, κι έχοντας περάσει το κεφάλι της κάτω από το μπράτσο του της έτριψε την κορυφή του κεφαλιού, και όταν επιτέλους την άφησε της είπε πειραχτικά «Με γεια κολλητέ»! Της την έδινε στα νεύρα της Σεσίλα η προσπάθεια του να την αλλάξει, ένιωθε ότι αν δε γινόταν αυτό που εκείνος ήθελε ώστε να μπορέσει να την παρουσιάσει στους φίλους του θα χώριζαν, όμως εκείνη δεν είχε διάθεση να αλλάξει για κανέναν. Έτσι τον έπιασε και του μίλησε, του εξήγησε ότι αν ήθελε να είναι μαζί δε θα προσπαθούσε να την αλλάξει αλλιώς θα χώριζαν. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια του και της ζήτησε συγνώμη, ενώ άρχισε να απολογείται. Το πιο τρελό όμως που έκανε κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, ήταν όταν μια φορά που περνούσαν έξω από μια καθολική εκκλησία, την τράβηξε μέσα και προσπάθησε να την αναγκάσει να ορκιστεί ότι δε θα τον χώριζε ποτέ.

-Πάμε να φύγουμε, με ανατριχιάζουν οι εκκλησίες, θέλησε να δικαιολογηθεί, αν και αυτό που στην πραγματικότητα την ανατρίχιαζε ήταν το αγόρι της.

-Πρώτα θα μου ορκιστείς!

-Δεν έχω να σου ορκιστώ τίποτα. Είπε και βγήκε έξω θυμωμένη.

 

õ

 

-Συνηθίζω να φοράω σιδερένιες αλυσίδες, έχουν πολλαπλή χρησιμότητα, σχολίασε πειραχτικά στον Τσάρλι.

-Όπως;

-Διακοσμητικό, που δεν κινδυνεύεις να στην πέσουν για να στο κλέψουν και επιπλέον είναι όπλο.

-Βρήκες καμιά άκρη με τα σχέδια που σου έκλεψαν; Στο μυαλό της Σεσίλια ήρθε η μορφή του σκοτσέζου και με κόπο συγκράτησε το χαμόγελο της.

-Θεώρησε τα χαμένα, προσπάθησα να σχεδιάσω ξανά κάποια αλλά δεν κατάφερα και πολλά, εκτός από δύο όλα τα άλλα τα πήρε ο άνεμος.

-Πάντως έχεις κέφια σήμερα!

-Ξύπνησα με καλή διάθεση.

-Ε τότε να το εκμεταλλευτώ!

-Ωχ, θες να με χώσεις;

-Βασικά έλεγα να σε ρωτήσω πότε έχεις ρεπό για να βγούμε να πάμε για ένα ποτό. Γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη, στο μυαλό της ήρθε η παμπ που πήγαινε με τον Χάρολντ και η ζεστή μπύρα. Την Κυριακή δεν έχεις πάντα;

-Έχω και την Παρασκευή αυτή την εβδομάδα.

-Τέλεια, έκλεισε;

-Οκ, είπε ανασηκώνοντας βαριεστημένα τους ώμους της, καιρός ήταν να βγει με κάποιον κοντά στην ηλικία της, το είχε παρακάνει με τους σαράντα και άνω.

 

õ

 

Ο Τσάρλι της υποσχέθηκε ότι θα πέρναγε να την πάρει από το σπίτι, οπότε την Παρασκευή μόλις ξύπνησε, αποφάσισε να βάλει σε μια τάξη το διαμέρισμα, προτού αρχίσει να ετοιμάζετε. Οι ώρες όμως κύλησαν πολύ γρήγορα μέχρι τη στιγμή που άκουσε το κουδούνι της να χτυπάει. Άνοιξε την πόρτα και τον άφησε να περάσει, ο Τσάρλι την κοίταξε έκπληκτος και άφησε να του ξεφύγει ένα σφύριγμα έγκρισης. Συνήθως απέφευγε να βάφετε όμως η καλή διάθεση της είχε διαρκέσει όλη την εβδομάδα, και έτσι αποφάσισε ότι μιας και ήταν Παρασκευή βράδυ και θα έβγαινε χρειαζόταν μια δόση αυτοπεποίθησης, τονίζοντας κάποια χαρακτηριστικά της. Άπλωσε μια σκούρα σκιά πάνω από τα μάτια, μολύβι για να τραβήξει γραμμές και να μεγαλώσει το περίγραμμα τους, μάσκαρα για να μακρύνει τις βλεφαρίδες της, κόκκινο έντονο κραγιόν γιατί ήταν το χρώμα που προτιμούνε οι ισπανίδες και διακριτικό ρουζ στα μήλα του προσώπου της. Βέβαια στο ντύσιμο της διατήρησε την αυστηρότητα και κυρίως την άνεση που της πρόσφερε το τζιν, κι από πάνω μια μαύρη ημιδιάφανη μπλούζα.

-Μήπως είμαι λίγο υπερβολική; Ρώτησε τον Τσάρλι, με την άνεση που ρωτάνε τα κορίτσια έναν καλό φίλο.

-Είσαι εκθαμβωτική! Σχολίασε εκείνος που δεν τη χόρταιναν τα μάτια του.

-Νομίζω ότι λέμε το ίδιο πράγμα, είπε και ξεκίνησε να πάει προς το μπάνιο.

-Που πας; Είπε και τη συγκράτησε από το μπράτσο.

-Να ξεβαφτώ.

-Δεν έχεις να πας πουθενά! Βάλε το παλτό σου να φύγουμε.

Αφού τον κοίταξε δυσαρεστημένη, σουφρώνοντας τα χείλη της, φόρεσε το πράσινο μακρύ παλτό της και έριξε μια ματιά στον καθρέφτη.

-Μήπως δεν πάει;

-Ό,τι και να βάλεις σου πάει! Της είπε ανοίγοντας της την πόρτα.

Φτάσανε έξω από ένα κλαμπ, στο οποίο ο Τσάρλι είχε πάει την πρώτη φορά με ένα συμφοιτητή του, ίσως μάλιστα και εκείνη να τον γνώριζε μιας και ο Τζέιμς του είχε συστήσει το μαγαζί με τα τατουάζ που δούλευε. Η Σεσίλια τον κοίταξε χωρίς να απαντήσει, από τη στιγμή που είχανε φύγει από το σπίτι της, τον είχε αφήσει να φλυαρεί χωρίς η ίδια να λέει πολλά, μόνο του απαντούσε όταν χρειαζόταν. Μπαίνοντας μέσα, τους τύφλωσαν στιγμιαία προβολείς που άλλαζαν χρώματα και μετακινούνταν μέσα στο χώρο. Υπήρχε ένα πατάρι με μουσικά όργανα που όμως για την ώρα δε βρισκόταν κανείς από την ορχήστρα. Όσο η Σεσίλια κοίταζε αναγνωριστικά το χώρο, ο Τσάρλι κοίταξε γύρω του, αφού σήκωσε το χέρι του να χαιρετήσει μια παρέα γνωστών του, ξεκίνησαν να πάνε σε ένα τραπεζάκι που ήταν ελεύθερο, όμως ένας από την παρέα ξέκοψε και πήγε να τους συναντήσει. Αφού έδωσαν τα χέρια, του σύστησε την κοπέλα.

-Την ξέρω, η κοκκινομάλλα από το ΤΖΙΜΗ ΤΑΤΟΥ, είπε και της έδωσε το χέρι για να συστηθεί. Τζέιμς! Αυτό το ΤΖΙΜΗ ΤΑΤΟΥ, πάντα της την έδινε στα νεύρα, έπρεπε να πείσει το αφεντικό της να αλλάξει όνομα στο στούντιο. Δεν είχε τίποτα το καλλιτεχνικό που να αντιπροσωπεύει τη δουλειά που έκαναν μέσα σε αυτό, το όνομα του ιδιοκτήτη. Αλλά ήταν τόσο απασχολημένοι με τους πελάτες τους, που ποτέ δεν έβρισκαν χρόνο για πολλές κουβέντες, μένοντας ο καθένας αποκομμένος στο χώρο του.

-Δε μου έκανες εσύ βέβαια κάποιο από τα τατουάζ, αλλά σε πήρε κάπου το μάτι μου. Ο Τσάρλι έσπευσε να βγάλει το παλτό του και να τραβήξει την μπλούζα του για να του δείξει το σήμα της ειρήνης με το σύνθημα.

-Μου το έχεις δείξει ρε μαλάκα, του είπε ο άλλος. Γιατί δεν έρχεστε να καθίσετε μαζί μας, έχουμε και άλλον στην παρέα πλέον φίλο των τατού. Ο Τσάρλι κοίταξε τη Σεσίλια και εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους της ακολούθησε τον Τζέιμς που πήγαινε μπροστά και τους οδηγούσε προς την παρέα του που καθόταν στο μπαρ. Από μακριά ξεχώριζε ένας αρκετά ψηλός και ξανθός, όμορφος άντρας, που έπινε το ποτό του και κοίταζε προς κάπου που πρέπει να ήταν οι τουαλέτες. Κάτι της θύμισε αλλά αμυδρά. Ένας κοκκινομάλλης δίπλα του ήταν σκυμμένος και έλεγε κάτι στο αυτί κάποιου που ήταν γερμένος πάνω στην μπάρα και γυρισμένος πλάτη σε εκείνη, όμως κάτι της θύμιζαν εκείνες οι πλάτες. Μόλις τον αναγνώρισε έκανε ένα βήμα πίσω για να πέσει πάνω στον Τσάρλι. Εκείνος της χαμογέλασε και τη συγκράτησε όρθια. Τώρα ήταν αργά σκέφτηκε και προχώρησε, άλλωστε τι θα της έκανε μέσα σε τόσο κόσμο.

-Παιδιά είπε ο Τζέιμς να σας συστήσω το συμφοιτητή μου από τη μηχανολογία τον Τσάρλι και την κοπέλα του τη Σεσίλια. Γύρισαν όλοι να τους κοιτάξουν, ενώ εκείνη είχε στραμμένο το βλέμμα της πάνω στον σκοτσέζο ο οποίος λες και έκανε την κίνηση σε αργή κίνηση.

-Η tattooist! Ναι, σε ξέρουμε, είπε ο ξανθός. Ήμασταν παρόντες όταν ο φίλος μας ο Γκράχαμ έκανε την ηρωική πράξη να χτυπήσει τατουάζ στο κορμί του. Ώστε Γκράχαμ, σκέφτηκε η Σεσίλια, να δεις που σήμερα τα έπινε με τις δικές της είκοσι λίρες. Αφού τους σύστησαν και την υπόλοιπη παρέα ο Τσάρλι παρήγγειλε τα ποτά τους, ο κλέφτης, ή σκοτσέζος ή κατά κόσμο Γκράχαμ της γύρισε την πλάτη και κοίταζε προς την απέναντι πλευρά ενώ όλοι οι υπόλοιποι από την παρέα τη ρωτούσαν διάφορα.

-Ξέρεις, δε μας το έχει δείξει ακόμα το σχέδιο, είπε εκείνος που της τον είχαν συστήσει ως Κάλουμ.

-Πως κι έτσι; Ρώτησε εκείνη πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της.

-Εντάξει το έχουμε δει στο χαρτί, βιάστηκε να διορθώσει ο Σμιτ, αλλά όχι ως τατουάζ.

-Σκέφτομαι να το σβήσω, είπε ανάμεσα από τα δόντια του ο Γκράχαμ με ένταση αρκετή για να τον ακούσει μόνο η Σεσίλια που στεκόταν δίπλα του.

-Ξέρετε, εδώ που τα λέμε δεν είναι κι όλοι για να κάνουν τατουάζ, σχολίασε εκείνη. Και είναι λογικό, είναι επίπονη η διαδικασία τόσο να το φτιάξεις όσο και να το σβήσεις. Και επιπλέον δεν αφαιρείται εύκολα, άσε που ακόμα και στις μέρες μας και να σβηστεί, μένει σημάδι στο δέρμα, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να πάει σε έναν έμπειρο tattooist και να σχεδιάσει κάτι άλλο από πάνω.  

-Γιατί να το σβήσει ρώτησε παραξενεμένος ο Κάλουμ, άλλωστε δεν έγραψε Γκρέις, για να θέλει να το σβήσει. Ρε δεν πιστεύω να έγραψες το όνομα της γκόμενας σου και γι’ αυτό ντρέπεσαι να μας το δείξεις; Η Σεσίλια ένιωσε μια δυσάρεστη έκπληξη όταν άκουσε για κάποια Γκρέις, αν και θυμήθηκε ότι την είχαν αναφέρει και όταν είχαν εμφανιστεί στο στούντιο. Ύστερα όμως όταν θυμήθηκε ότι στην πλάτη του πιθανόν υπήρχε ακόμα το όνομα της και θα έπρεπε να το κρύβει από εκείνη για να μην του κάνει σκηνή, ένιωσε ικανοποίηση. Έριξε μια βιαστική αδιάφορη ματιά στον Γκράχαμ και ύστερα κοίταξε γύρω της για να προσέξει δυο κορίτσια να πλησιάζουν την παρέα τους, μια μελαχρινή και μια ξανθιά! Ποια άραγε να ήταν η Γκρέις; Η ξανθιά πήγε και στάθηκε δίπλα στο ψηλό περνώντας κτητικά το χέρι της μέσα από το δικό του, η μελαχρινή έμεινε αιωρούμενη, πήρε μόνο το ποτήρι με το ποτό στο χέρι της που έσπευσε να της το δώσει ο Κάλουμ, και άρχισε να κουνιέται με το ρυθμό της μουσικής, ενώ γέλασε με ένα αστείο που της ψιθύρισε στο αυτί. Έριξε μια ματιά δίπλα της και είδε τον σκοτσέζο να της ρίχνει απειλητικά βλέμματα. Αυθόρμητα έσκυψε και του είπε στο αυτί.

-Εγώ πάντως στην έδωσα την επαγγελματική μου συμβουλή.

-Φοβάσαι έτσι; Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Όχι Σεσίλια, θα το φτάσω στο τέρμα.

-Ωραία, θέλω να το δω αυτό, το να το φτάνεις στο τέρμα. Του απάντησε στο ίδιο ύφος. Και γυρνώντας προς το Τσάρλι. Ωραία γνώρισα τους φίλους σου, δεν πάμε να κάτσουμε κάπου αλλού μόνοι μας τώρα;

-Φυσικά. Είπε εκείνος και την άφησε να προπορευτεί.

Βρήκαν ένα τραπεζάκι με δυο ψηλά σκαμπό και κάθισαν ακουμπώντας τα ποτά τους.

-Λοιπόν πως σου φαίνεται εδώ; Τη ρώτησε.

-Καλά είναι! Είπε βγάζοντας το παλτό της και ακουμπώντας το στα πόδια της. Γύρισε και κοίταξε το χώρο, όπου πρόσεξε τον Γκράχαμ να την κοιτάζει όμως οι εναλλαγές των χρωμάτων από τους προβολείς δεν της επέτρεψαν να αναγνωρίσει το ύφος του. Αυτοί είναι φίλοι σου;

-Δεν τους ήξερα, εκτός από τον Τζέιμς φυσικά ο οποίος είναι συμφοιτητής μου στη μηχανολογία. Και τον αδερφό του τον Κάλουμ τον έχω τρακάρει κάνα δυο φορές όμως πρώτη φορά είπαμε κάτι παραπάνω από γεια. Τους άλλους δύο με τόσο πληθυσμό που έχει το πανεπιστήμιο δεν τους είχα προσέξει. Μείνανε για λίγο σιωπηλοί, πριν ξαναμιλήσει ο Τσάρλι.

-Πάντως αν δεν ήξερα πόσο επαγγελματίας είσαι και τι καλή δουλειά κάνεις, θα σκεφτόμουν ότι ο τύπος που του έφτιαξες το τατουάζ δεν έμεινε ευχαριστημένος.   

-Αλήθεια, είναι είπε εκείνη και γέλασε, ρίχνοντας ένα πλάγιο βλέμμα προς το Γκράχαμ για να δει αν εξακολουθούσε να την κοιτάζει.

-Δηλαδή;

-Έχω την εντύπωση ότι δεν ήταν και πολύ νηφάλιος όταν ήρθε στο μαγαζί. Τον ρώτησα αν είχε πιει και το αρνήθηκε, δεν του έκανα και αλκοτέστ για να είμαι σίγουρη, οπότε συνέχισα με το σχέδιο. Μάλλον όμως ήταν πολύ πιωμένος, οπότε την επόμενη μέρα που θα είδε το τατουάζ χαραγμένο επάνω του θα έφριξε…

-Και εσύ τι έφταιγες; Η Σεσίλια αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους της, ενώ είδε τον Γκράχαμ να περνάει πίσω από τον Τσάρλι και να βγαίνει από το μαγαζί, φορώντας το παλτό του. Ίσως να βγήκε να μιλήσει με την Γκρέις στο τηλέφωνο, σκέφτηκε, όμως όταν πέρασε η ώρα και εκείνος δεν είχε επιστρέψει, ένιωσε να ενοχλείται από την απουσία του αντί να νιώθει ανακούφιση.  

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο 

  

 «Για κάθε παρεξήγηση, υπάρχει μια εξήγηση· Ίσως»     

 

Μπορεί να είχαν περάσει πολλές μέρες από εκείνη, που ζήτησε εξηγήσεις από τη Σεσίλια και ακόμα περισσότερες, από τη μέρα που ανακάλυψε αυτό το  Silene-κάτι στην πλάτη του, όμως κάθε πρωί που ξυπνούσε ήταν σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά. Προσπαθούσε να το αγνοεί, ψάχνοντας παράλληλα για κάποιο κέντρο όπου θα μπορούσε να το αφαιρέσει, αλλά εκείνο του θύμιζε καθημερινά την παρουσία του λες και δοκίμαζε τα όρια του. Ευτυχώς ήταν σε σημείο που δεν το έβλεπε και τόσο συχνά.

Επίσης, είχαν περάσει μέρες από το βράδυ που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στο στέκι του, εκείνη και ο φιλαράκος της, ο Τσάρλι. Αναρωτήθηκε αν ήταν το ίδιο άτομο που την περίμενε το βράδυ των γενεθλίων του, γιατί λίγο τα ποτά που είχε κατεβάσει, λίγο ο πόνος της βελόνας, το να συγκρατήσει τη φάτσα του θα ήταν άθλος, όμως κάτι του έλεγε ότι αυτός ο Τσάρλι ήταν μικρότερος σε ηλικία από τον άλλο.

Ο Τζέιμς, που ήξερε τον Τσάρλι από τη σχολή και έκαναν αρκετή παρέα, επέμενε ότι ο τύπος ήταν εντάξει παιδί, αλλά ο Γκράχαμ, τον είχε αντιπαθήσει με την πρώτη ματιά. Δε χρειαζόταν άλλωστε να του ρίξει και δεύτερη. Είχε μπει στο χώρο του κρατώντας κτητικά από τη μέση τη Σεσίλια κι έδειχνε να καμαρώνει, λες και είχε κερδίσει Ολυμπιακό μετάλλιο κι αυτό, ήταν αρκετό για να σχηματίσει άποψη.

Το ίδιο ακριβώς, είχε κάνει κι εκείνη. Για ακόμη μία φορά, είχε εισβάλει με το έτσι θέλω στη ζωή του, αναστατώνοντας τον και φυσικά, με ένα ύφος που τον έκανε να θέλει να σπάσει ότι έβρισκε μπροστά του. Άσχετο το ότι δε θα το έκανε ποτέ. Τον είχε κοιτάξει με ένα βλέμμα τέτοιας καθαρής νίκης, όταν οι φίλοι του ανέφεραν ότι δεν είχαν δει ακόμα το περιβόητο τατουάζ του, που αν ξαφνικά άνοιγε ένας κρατήρας στη μέση του μπαρ, ευχαρίστως θα πηδούσε μέσα στο λεπτό. Χώρια που μετά από τη συνάντηση αυτή, οι κολλητοί του τον ζάλισαν ακόμα παραπάνω για να το δουν παρά το ότι τους το έκρυβε με τόσο ζήλο κι έτσι στο τέλος αναγκάστηκε να τους παρατήσει εκνευρισμένος και να περάσει τη βραδιά του στο γυμναστήριο, κάνοντας γύρους στην πισίνα, για να χαλαρώσει.

Μόνο που τελικά δεν κατάφερε ούτε αυτό. Όσο βρισκόταν κάτω από το νερό, ή όσο κολυμπούσε, ήταν συγκεντρωμένος στις κινήσεις του και στο συντονισμό της αναπνοής ανάμεσα στις βουτιές του, κρατώντας το μυαλό του απασχολημένο. Κάθε τόσο όμως, που έπρεπε να σταματήσει, η εικόνα της Σεσίλια ορμούσε και πάλι μπροστά του με έναν τρόπο που τον έκανε νευρικό και ταυτόχρονα, να θέλει να βουτήξει το κεφάλι του στο νερό, μέχρι να του περάσει, ή μέχρι να σκάσει.

Την είχε δει όμως πια, αρκετές φορές για να θυμάται ολοκάθαρα το πρόσωπο της. Τις όμορφες γραμμές του και το καθαρό λευκό της δέρμα, που του θύμιζε αρχαιοελληνικό άγαλμα. Θυμόταν τα μάτια της, που πετούσαν σπίθες με το παραμικρό και τα φλογάτα της μαλλιά, που ταίριαζαν τόσο με το χαρακτήρα της.

Ακόμα πιο έντονα όμως, θυμόταν το κορμί της, που το βράδυ στο Element διαγραφόταν εμφανέστατα, κάτω από τα στενά της ρούχα. Όταν έβγαλε το σμαραγδένιο της παλτό, εκείνο που του είχε θυμίσει ξωτικό του Άγιου Βασίλη, δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει το μικροκαμωμένο και λεπτό μεν, αλλά γεμάτο θηλυκότητα, σώμα της. Αν και ισχυριζόταν πως δεν είχε συγκεκριμένο τύπο στις γυναίκες και κακά τα ψέματα, μετά τη Γκρέις, κανένας δε θα πίστευε ότι θα κοιτούσε έτσι τη Σεσίλια, ο Γκράχαμ, δεν μπορούσε να ξεχάσει τον τρόπο που κινούταν. Νωχελικά κι ανάλαφρα, λες και το γατίσιο περπάτημα, ήταν περασμένο στο αίμα της.

Ήταν σίγουρος πως δεν ήταν αγγλίδα. Όχι μόνο από τα χρώματα της, αλλά γενικά, η παρουσία της, του θύμιζε περισσότερο κορίτσια, που είχε γνωρίσει στο νησί της μητέρας του, παρά την Γκρέις και τις φιλενάδες της.

Με όλα αυτά να τριγυρίζουν στο νου του, πίεσε τον εαυτό του για περισσότερη άσκηση, μέχρι που βγήκε μουλιασμένος από την πισίνα και γύρισε στο δωμάτιο του αποκαμωμένος, πέφτοντας για έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

Από τότε δεν είχαν αλλάξει και πολλά. Το μόνο που έκανε ήταν να δουλεύει, να διαβάζει, να κολυμπά μέχρι τελικής πτώσης και να αποφεύγει τις συναντήσεις με  τους φίλους του. Α, και φυσικά να σκέφτεται τη Σεσίλια.

Την είχε απειλήσει πως θα την καταγγείλει και εκείνη τη στιγμή το εννοούσε, αλλά δεν το είχε κάνει ακόμα. Κι αυτό ακριβώς, ήταν που τον θύμωνε περισσότερο. Αν αυτό συνέβαινε σε κάποιον άλλο, για παράδειγμα στον Κάλουμ, στον Σμιτ ή ακόμα και στον Τζέιμς που δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά, τώρα τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Για αρχή, θα χρειάζονταν δικηγόρο. Είτε για μια γερή μήνυση, είτε για την υπεράσπιση τους μετά από μια ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Αν και το τελευταίο, ήταν λίγο τραβηγμένο. Όλη η παρέα ήταν κατά της βίας και ειδικά απέναντι σε ένα κορίτσι, που του έριχναν δύο κεφάλια.

Όμως η συγκεκριμένη, μπορούσε να σε βγάλει από τα ρούχα σου. Κυριολεκτικά. Παλαιότερα, ούτε που θα μπορούσε να διανοηθεί, ότι θα μπούκαρε στο στούντιο μιας άγνωστης και θα αρχίσει να γδύνεται μπροστά της, έστω και μόνο από πάνω και ότι θα έφευγε μάλιστα από εκεί, με είκοσι λίρες κέρδος. Αυτό το σημείο, δεν τον ενοχλούσε και πολύ, γιατί πρώτον του εξασφάλισε ένα δύο τζάμπα ποτά τις ημέρες που τα οικονομικά του ήταν σε τραγική κατάσταση και δεύτερον, πρέπει να ήταν και το μόνο που την πόνεσε. Κατά τα άλλα, δεν ταράχτηκε στο ελάχιστο.

Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Ο Γκράχαμ δεν ενέπνεε ποτέ φόβο, ούτε καν στην Άιλα, δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να κερδίσει έναν καυγά, ακόμα κι αν είχε όλο το δίκιο με το μέρος του.

Ίσως αυτό του έφταιγε πιο πολύ από όλα κι αυτός ήταν και ο λόγος, που δεν είχε ακολουθήσει την νομική οδό. Ο αδύναμος χαρακτήρας του. Η φωνή του Γουάλι, έσπαγε τη σιωπές του κατά καιρούς, υπενθυμίζοντας του πως ό,τι και να έκανε, θα ήταν πάντα μέτριος και πως ποτέ δε θα πετύχαινε κάτι σημαντικό. Μπορεί λοιπόν να είχε δίκιο. Αφού δεν μπορούσε να διευθετήσει κάτι τέτοιο, τι θα έκανε στη ζωή του;

Όμως μια άλλη φωνούλα, γλυκιά και ήπια του ψιθύριζε κάτι άλλο. Η φωνή της μητέρας του που πάντα πίστευε σε εκείνον και τον στήριζε, τον προέτρεπε να ψάξει λίγο καλύτερα για να βρει την απάντηση. Κι όταν προσπαθούσε να εφαρμόσει τη συμβουλή της, το μόνο που του ερχόταν, ήταν εκείνη η αίσθηση που είχε το άγγιγμα της, όταν της ζήτησε να βρει ομοιότητες στο φοίνικα και στο λουλούδι-τατουάζ του. Τότε ήταν που πάλευε αμέσως, να σκεφτεί κάτι άλλο, γιατί ήξερε πως αν κάποιος άκουγε τις σκέψεις του, θα τον έστελνε κατευθείαν σε ειδικό ψυχαναλυτή.

Η σημερινή μέρα του, όπως και οι προηγούμενες, είχε ξεκινήσει βαρετά. Είχε παραδώσει μια στοίβα γραπτά στον Άτκινσον, μόνο και μόνο για να παραλάβει μία νέα, ακόμα μεγαλύτερη και στη συνέχεια, παρακολούθησε μια σειρά διαλέξεων καθισμένος δίπλα στον Κάλουμ και τον Σμιτ, που είχαν βαρεθεί να επιμένουν να τον κάνουν να μιλήσει. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να τους ακολουθήσει μετά για ένα ποτό, δείχνοντας τους πόση δουλειά είχε να κάνει και στη συνέχεια, έφτασε ξανά στον κοιτώνα του.

Την ώρα που ετοίμαζε το σάκο του, για μία βραδινή του επίσκεψη στη πισίνα, χτύπησε το κινητό του. Απάντησε αμέσως μόλις είδε, πως τον καλούσε η μητέρα του.

«Τι τιμή, ωραία μου κυρία! Πως μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;», αστειεύτηκε και περίμενε να ακούσει το ήρεμο γέλιο της. Αντί γι’ αυτό, η Μάγκι ακούστηκε νευρική μέσα στη φασαρία. Μια φασαρία, απόλυτα οικεία.

«Γκράχαμ; Γκράχαμ με ακούς; Για όνομα του Θεού Άιλα, σταμάτα να κλαις». Η τσιρίδα της μικρής του αδερφής, ξυπνούσε και πεθαμένο.

«Τι έγινε; Γιατί κλαίει;», ανησύχησε.

«Κλαίει γιατί τη μάλωσα. Επιτέλους Άιλα…», η φωνή της Μάγκι απομακρύνθηκε ελάχιστα από το ακουστικό και όταν ησύχασε κάπως το κλάμα της Άιλα, επέστρεψε ξανά. «Κλαίει γιατί την τιμώρησα βασικά. Της είπα πως δεν πρόκειται να πάει σε μία σχολική εκδρομή αύριο και επίσης να ξεχάσει τις βόλτες μαζί σου, μετά από αυτό που έκανε».

«Ωχ… Τι έκανε πάλι το τερατάκι μου;», ρώτησε εύθυμα.

«Εσύ δεν ξέρεις τι έχει κάνει;»

«Όχι, που να ξέρω…»

«Δεν έχεις καταλάβει κάτι, δε σου λείπει τίποτα;», επέμενε η Μάγκι.

Ο Γκράχαμ έσμιξε τα φρύδια του σκεφτικός. Κοίταξε γύρω του, λες και θα ανακάλυπτε ξαφνικά ότι του έλειπε το κρεβάτι του. «Δεν καταλαβαίνω μαμά. Πήρε κάτι από μένα; Πότε;»

«Την ημέρα που ήρθες για φαγητό», του είπε και το κλάμα της Άιλα, άρχιζε να ανεβαίνει πάλι οκτάβες.

«Μα δεν είχα κάτι μαζί μου, εκείνη τη ημέρα, μόνο τη τσάντα μου. Τι θα μπορούσε να την ενδιαφέρει από εκεί μέσα; Τα βιβλία αρχαιολογίας μου;», απάντησε και με δύο βήματα βρέθηκε κοντά στην τσάντα του και άρχισε να ψάχνει. Το μόνο που έλειπε ήταν…

«Ένα μπλοκ με σχέδια… δικό σου δεν είναι;»

«Ναι, ναι! Δικό μου. Δηλαδή το μπλοκ είναι δικό μου, όχι τα σχέδια. Βασικά ούτε το μπλοκ, τέλος πάντων είναι μεγάλη ιστορία». Μα πως το είχε ξεχάσει;

«Ναι εντάξει, πάντως το έχω εδώ στα χέρια μου. Το βρήκα στο δωμάτιο της αδερφής σου». Στο σημείο αυτό η Άιλα ξεκίνησε να κλαίει σπαραχτικά. Δίνουν Όσκαρ ερμηνείας σε εννιάχρονα;

«Και παραδέχτηκε ότι το πήρε;», απόρησε ο Γκράχαμ.

«Όχι φυσικά. Ισχυρίζεται ότι δεν ξέρει πως βρέθηκε εκεί. Ότι δεν φταίει εκείνη και νομίζω ότι κάπου ανάμεσα στα κλάματα της, έπιασα και κάτι για εξωγήινη επίθεση».

Ο Γκράχαμ γέλασε. «Μην τη μαλώσεις άλλο. Της υποσχέθηκα πως θα ξαναέρθω και ήθελε να φροντίσει, ότι θα κρατήσω το λόγο μου».

«Κάτι τέτοιο υποψιάστηκα κι εγώ, αλλά αυτό δε δικαιολογεί την κίνηση της. Εννοείται ότι δεν πρόκειται να την πας πουθενά τώρα». Η Άιλα, έδωσε ένα τελευταίο ρεσιτάλ θρήνου και ύστερα, αρκέστηκε σε ένα πνιχτό κλάμα. Ο Γκράχαμ τη φαντάστηκε να κάθεται σαν ένα μικρό κουβαράκι δίπλα στη μητέρα τους, με τα τσουλούφια της να πετάνε και το προσωπάκι της, κατακόκκινο. Σίγουρα ένα μπλοκ, δεν άξιζε τα δάκρυα της.

«Μαμά…», ξεκίνησε ο Γκράχαμ.

«Δεν ακούω τίποτα, πότε θα περάσεις να το πάρεις; Ή μήπως προτιμάς να στο στείλω; Είναι κάτι βιαστικό;»

«Όχι, όχι αλλά θα περάσω αύριο το πρωί, να το πάρω».

«Εντάξει, θα σε περιμένω. Θα πάω αργότερα στην γκαλερί».

«Μήπως είσαι λίγο αυστηρή; Δεν ήταν κάτι φοβερό, θα της μιλήσω κι εγώ»

«Όχι Γκράχαμ, δεν μπορεί να ψάχνει τρόπους να γίνεται πάντα το δικό της. Την έχεις κακομάθει. Κι εσύ και ο πατέρας σου!»

Χα! Να και κάτι που είχαν κοινό με τον Γουάλι τελικά.

«Καλά καλά, θα τα πούμε αύριο τότε», κατέληξε ο Γκράχαμ που δεν ήθελε να τη συγχύσει παραπάνω και αφού την καληνύχτισε, έκλεισε το τηλέφωνο υποθέτοντας ότι στο σπίτι των γονιών του, θα ξεκινούσε ένας νέος γύρος μάχης.

Έχοντας μία ιδέα για την αυριανή μέρα, αποφάσισε να αφήσει το κολύμπι και να ασχοληθεί λίγο παραπάνω με τις υποχρεώσεις του, για να ελαφρύνει το πρόγραμμα του. Και πάνω που διάβαζε μία εντελώς ανεδαφική άποψη, ενός φοιτητή για τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Περσίας, το κινητό του χτύπησε ξανά, αλλά ο σύντομος ήχος τον ενημέρωσε, πως είχε δεχτεί γραπτό μήνυμα.

Με τη σκέψη πως θα ήταν η μητέρα του, έχοντας αλλάξει γνώμη για το ραντεβού τους, έφτασε κατευθείαν στο κείμενο του μηνύματος, χωρίς να παρατηρήσει ότι ο αριθμός δεν ήταν καταχωρημένος στις επαφές του.

Το κείμενο ήταν σύντομο. Μου λείπεις

Ο Γκράχαμ στην αρχή απόρησε και θεώρησε πως ο αποστολέας είχε κάνει λάθος, όταν τελικά, πρόσεξε καλύτερα τον αριθμό. Έναν αριθμό που παρόλο το ότι τον είχε σβήσει από το κινητό του, τον είχε καλέσει τόσες φορές, που θα του έπαιρνε αρκετό καιρό να τον ξεχάσει. Και τον αριθμό αλλά και τη γυναίκα στην οποία άνηκε.

Η Γκρέις είχε ξαναχτυπήσει λοιπόν. Δεν τον ενόχλησε καθόλου τόσο καιρό, ούτε καν για να του ευχηθεί για τα γενέθλια του, κάτι που δεν του πέρασε εντελώς απαρατήρητο, αλλά αν δεν είχε να κάνει με έναν απαιτητικό εργοδότη, μία εξαντλητική σχολή και μία tattooist που ζωγράφισε πάνω του, ότι της κατέβηκε στο κεφάλι, ίσως να είχε δώσει παραπάνω βάρος στο χωρισμό του.

Είχε παραδεχτεί ότι δεν του έλειπαν τα νεύρα και η γκρίνια της, όπως επίσης και ο πιεστικός της χαρακτήρας, όμως είχαν περάσει πολλά μαζί. Ίσως θα έπρεπε να του λείπει σαν άνθρωπος. Και συγκεκριμένα, σαν τον άνθρωπο που μοιραζόταν την καθημερινότητα του, για τόσα χρόνια.

Στο νου του, χίμηξαν κόκκινα μαλλιά, λευκό δέρμα, θυμωμένα μάτια και ένα άγγιγμα που σε τινάζει, σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο. Έσβησε το μήνυμα και επέστρεψε στο γραπτό για τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Περσίας.

 

 

Ο μαλακός, πρωινός καιρός, του έφτιαξε το κέφι και όταν έφτασε στο πατρικό του, δεν κουράστηκε να πείσει τη μητέρα του, να αναθεωρήσει για την τιμωρία της Άιλα. Έτσι, με τον όρο να πιστέψει η αδερφή του, πως όλα έγιναν κρυφά από τη μητέρα τους, μόλις έφυγε η Μάγκι για την γκαλερί, αντί να στείλει την Άιλα στην ούτως ή άλλως απαγορευμένη σχολική εκδρομή κι εκείνος να πάει στη σχολή του, την πήρε από το χέρι και μαζί με το μπλοκ, ξεκίνησαν για το πλησιέστερο πάρκο. Ουσιαστικά επρόκειτο για τους κήπους ενός ανακτόρου στους οποίους επιτρεπόταν η πρόσβαση στο κοινό έναντι αντιτίμου, ένα μέρος που ο Γκράχαμ είχε επισκεφθεί αρκετές φορές και του άρεσε να περνά χρόνο εκεί.

Έκαναν μια μεγάλη βόλτα θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική του κτιρίου και το πόσο άψογα φροντισμένα ήταν όλα γύρω τους, αν και στην ουσία, ο Γκράχαμ θαύμαζε και η Άιλα, απλά μετρούσε τα βήματα της χοροπηδώντας, μέχρι που κατέληξαν τελικά στους κήπους.

Το θέαμα, ήταν χάρμα οφθαλμών και το να βλέπει την Άιλα να τρέχει πάνω κάτω, λες και είχε να βγει από το σπίτι κανέναν αιώνα, τον ηρεμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Είχε καθίσει σε ένα παγκάκι, κοιτώντας τη που ανακατευόταν με τον κόσμο, μα δε δυσκολευόταν να την ξεχωρίσει. Το γέλιο της αντηχούσε πιο δυνατά από όλους τους ήχους και το ότι φορούσε ένα κίτρινο πουλοβεράκι, με μία πράσινη φούστα και ασορτί χοντρό καλσόν με κίτρινες βούλες, σίγουρα βοηθούσε. Το μωβ παλτουδάκι της, ήταν στην αγκαλιά του. Με τόσο τρέξιμο, δε θα το χρειαζόταν.

Είχε προσπαθήσει να δελεάσει και τη Λόρνα, για να κάνει κοπάνα από τη δουλειά και να περάσουν τη μέρα τους όλοι μαζί, αλλά ένα σημαντικό συμβούλιο, την κράτησε στο γραφείο παρά τα σχόλια της για το πόσο τους ζήλευε.

Σύντομα η Άιλα, βρήκε παρέα και ο Γκράχαμ, έμεινε να παρατηρεί όπως και οι γονείς των άλλων παιδιών το παιχνίδι τους, απολαμβάνοντας τον ακριβοθώρητο ήλιο. Ήταν απίστευτο το πόσο γρήγορα άλλαζε η διάθεση των παιδιών. Λίγο πριν τον αφήσει για να δει από κοντά το μεγάλο σιντριβάνι, είχαν μία σοβαρή συζήτηση οι δυο τους.

Όση ώρα της εξηγούσε ότι η μητέρα τους, είχε απόλυτο δίκιο που τη μάλωσε και πως κι εκείνος είχε «στεναχωρηθεί» που δεν έβρισκε το μπλοκ του, η μικρή τον άκουγε προσεκτικά, κοιτώντας τον στα μάτια και στο τέλος, ζήτησε συγνώμη και υποσχέθηκε πως δε θα το ξανακάνει. Συνωμότησαν ώστε να κρατήσουν τη μικρή τους βόλτα κρυφή από τη μητέρα τους, δένοντας τα μικρά τους δαχτυλάκια για να σφραγίσουν τη συμφωνία και το θέμα έληξε εκεί. Ύστερα, πετάχτηκε γελαστή από δίπλα του και έτρεξε στο σιντριβάνι, με την πλεξούδα της να ανεμίζει πίσω της.

Ο Γκράχαμ μηχανικά, έβγαλε το κινητό από την τσάντα του, για να ελέγξει την ώρα. Ένα μήνυμα, τον περίμενε υπομονετικά. Αναγνώρισε αμέσως τον αριθμό και σκέφτηκε να το σβήσει χωρίς να το διαβάσει, αλλά η περιέργεια νίκησε.

Θέλω να μιλήσουμε!

Ο επιτακτικός τόνος της Γκρέις, ξεχείλιζε ακόμα και μέσα από την ψηφιακή γραμματοσειρά του κινητού. Διέγραψε το μήνυμα χωρίς τύψεις και κοίταξε την ώρα. Είχαν ακόμη  αρκετό χρόνο. Επέστρεψε το κινητό στην τσέπη της τσάντας του και πριν κλείσει το κάλυμμα, η ράχη του πολύπαθου μπλοκ, ξεχώρισε ανάμεσα στα σημειωματάρια και στα βιβλία που κουβαλούσε.

Σήκωσε τα μάτια του στην Άιλα, που εκείνη τη στιγμή ισορροπούσε με τα χέρια απλωμένα σε ένα πεζούλι και έβγαλε το μπλοκ, ανοίγοντας το στην αγκαλιά του. Τόσο καιρό, δεν είχε μπει στη διαδικασία να το περιεργαστεί κι ούτε που είχε καταλάβει ότι του έλειπε. Το σκίτσο του φοίνικα, του είχε προκαλέσει ήδη αρκετά προβλήματα.

Στην πρώτη σελίδα, ήταν το σχέδιο μια ονειροπαγίδας. Μονόχρωμο, σε μία απόχρωση που θύμιζε χένα, μα με προσεγμένες λεπτομέρειες. Τρία φτερά κρέμονταν  άτακτα από το στεφάνι της και ο Γκράχαμ, φανταζόταν πως θα μπορούσε να κινούνται ελαφρά, στο ανεπαίσθητο αεράκι.

Στο επόμενο φύλλο, ήταν ζωγραφισμένος ο πιο παράξενος άγγελος που είχε δει ποτέ και παράλληλα, ο πιο όμορφος. Ήταν γυμνός, χωρίς πρόσωπο, ενώ το κορμί είχε μαύρο περίγραμμα, με αντίστοιχες σκιάσεις. Τα φτερά του όμως, έμοιαζαν φτιαγμένα από όλα τα χρώματα της ίριδας μπλεγμένα μεταξύ τους, αλλού πιο έντονα κι αλλού, περίτεχνα σβησμένα. Όπως μαλάκωναν τα χρώματα των φτερών στις άκρες, έδειχναν να μην έχουν τέλος, σαν να γινόντουσαν ένα με το λευκό φόντο τους.

Με δυσκολία άφησε τον άγγελο και γύρισε στην επόμενη σελίδα, όπου βρισκόταν η σκιά ενός μεγαλόπρεπου δέντρου, από τα κλαδιά του οποίου ξέφευγαν πουλιά, λες και τα είχε μόλις τρομάξει κάτι.

Στο επόμενο γύρισμα, παρατήρησε κομμάτια χαρτιού, στο σημείο που «έδενε» το μπλοκ, σαν να είχε τραβήξει κάποιος απότομα τη σελίδα, σκίζοντας τη. Εδώ θα πρέπει να βρισκόταν ο φοίνικας του. Με έναν αναστεναγμό και μία ματιά στην Άιλα, που κυνηγούσε ένα μάλλον συνομήλικο αγοράκι, πέρασε στο επόμενο σχέδιο.

Ένα κολιμπρί, που φτεροκοπούσε κοντά σε μία πικραλίδα, κάνοντας μερικά άνθη της να ξεκολλήσουν, ξεκινώντας το ταξίδι τους στον άνεμο. Το πουλί, είχε ένα υπέροχο λαμπερό μπλε χρώμα, ενώ μερικά, μικρά σημεία του, έσπαγαν από ένα εξίσου ζωντανό, αλλά σκούρο, πράσινο.

Ήταν ολοφάνερο, πως το άτομο που είχε κάνει αυτά τα σχέδια, είχε ταλέντο. Ο Γκράχαμ, είχε δει αρκετά ταλέντα να περνάνε από την γκαλερί της μητέρας του και συνήθως, καταλάβαινε πότε κάποιο, ήταν πραγματικά ξεχωριστό. Αυτή την εντύπωση είχε σχηματίσει και για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, μέχρι που γύρισε μία ακόμα σελίδα και τότε, τα αυτιά του άρχισαν να βουίζουν κι ένιωσε το γιακά του πουκάμισου του, να τον πνίγει.

Στο κέντρο του χαρτιού, φιγουράριζε ένα λουλούδι. Ένα λουλούδι, που δε θυμόταν πως λεγόταν, όμως θα το αναγνώριζε ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, αφού ένα παρόμοιο είχε στην πλάτη του. Τα δύο άνθη είχαν σίγουρα διαφορές, αλλά ο Γκράχαμ, ήταν βέβαιος πως είχαν σχεδιαστεί από το ίδιο χέρι. Το δικό της χέρι.

«Δεν είναι πολύ όμορφά;». Η φωνή της αδερφής του, τον έκανε να αναπηδήσει τρομαγμένος. Είχε σοκαριστεί τόσο από τη σύνδεση των γεγονότων, που δεν την είχε ακούσει να πλησιάζει.

«Σου αρέσουν;», τη ρώτησε.

«Ναι, μου αρέσει αυτό το λουλούδι και έχει και μια πεταλούδα στο τέλος, κάτσε να σου δείξω»

Την άφησε να γυρίσει τις σελίδες με τα χεράκια της, για να του δείξει ποιο σχέδιο της άρεσε, ενώ εκείνος θυμόταν το εξαγριωμένο ύφος της Σεσίλια, την ημέρα που την πρωτοσυνάντησε. Κυνηγούσε κάποιον. Έναν κλέφτη, τον οποίο εκείνος, δεν είχε δει καν.

«Να, αυτό λέω», είπε η Άιλα.

Κοίταξε ζαλισμένος το χαρτί μπροστά του, καταλαβαίνοντας γιατί η πεταλούδα τράβηξε την προσοχή της αδερφής του. Ήταν σαν να έβλεπε το εσωτερικό της ντουλάπας της. Όλα πολύχρωμα και ζωηρά.

«Δεν ξέρω ποιο μου αρέσει πιο πολύ», συνέχισε σκεφτική. «Ίσως το λουλουδάκι. Εσύ τι λες;»

«Την αλήθεια; Χαίρομαι που σου αρέσει αυτό. Είναι μία ανακούφιση», της απάντησε αινιγματικά, χαμογελώντας της και σηκώθηκε όρθιος. Της φόρεσε το παλτό της και αφού έκλεισε το μπλοκ, το έβαλε στην τσάντα του. «Χαιρέτησε τους καινούργιους σου φίλους. Πρέπει να πηγαίνουμε».

«Κιόλας;»

«Ναι τερατάκι μου, πρέπει να είμαστε σπίτι πριν γυρίσει η μαμά, θυμάσαι;», της είπε και την έπιασε από το χέρι.

«Ουφ! Ναι, ναι», συμφώνησε κατσουφιάζοντας.

Ούτε που κατάλαβε, πότε έφτασαν στο σπίτι τους. Ήταν λες και η εξώπορτα, ξεφύτρωσε ξαφνικά μπροστά τους. Η Άιλα, σε όλη τη διαδρομή φλυαρούσε ακατάπαυστα και ο Γκράχαμ, κατάφερνε να της απαντά, πότε με ένα ναι, ή με ένα αχάα ή με ένα γνέψιμο, ωστόσο δεν είχε ακούσει λέξη από όσα του έλεγε, αφού το μυαλό του έτρεχε αλλού. Ήλπιζε μονάχα, να μην της είχε τάξει κάτι εξωφρενικό.

Το σπίτι ήταν άδειο. Οι γονείς τους, δεν είχαν γυρίσει ακόμα και ο Γκράχαμ, ετοίμασε κάτι πρόχειρο για την αδερφή του, καθώς ήταν ώρα μεσημεριανού. Αφού της σέρβιρε μία ομελέτα με ότι λαχανικά βρήκε στο ψυγείο, κάθισαν αντικριστά στον πάγκο της κουζίνας και όσο η Άιλα έτρωγε ο Γκράχαμ, κοιτούσε τα υπόλοιπα σχέδια στο μπλοκ.

Λίγο αργότερα, η Μάγκι επέστρεψε, προσποιούμενη άψογα πως δεν είχε ιδέα για την βόλτα των παιδιών της, καταφέρνοντας μάλιστα να μην γελάσει με τα σκονισμένα ρούχα της κόρης  της.

Μιας και η Άιλα δεν ήταν πλέον μόνη, ο Γκράχαμ τις αποχαιρέτησε λέγοντας πως έπρεπε να μιλήσουν οι δυο τους, για να συμφιλιωθούν και βγήκε στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες του παλτού του και την ταχυδρομική του τσάντα, να κρέμεται χαλαρά στο πλάι του γοφού του.

Έπρεπε να τη δει. Σήμερα κιόλας. Όχι μόνο για να της επιστρέψει το μπλοκ, που ήταν ενενήντα τοις εκατό σίγουρος ότι της άνηκε, αλλά και γιατί αν είχε δίκιο, έπρεπε να της εξηγήσει. Να της εξηγήσει, πως είχε βρεθεί στα χέρια του τυχαία και πως εκείνος, δεν είχε καμία σχέση με τον κλέφτη της και ότι το γεγονός, πως πήγε σε εκείνη για να του χτυπήσει το τατουάζ, ήταν η τρανή απόδειξη, του πόσο μικρός είναι ο κόσμος.

Φυσικά όλο αυτό, δεν είχε κανένα ίχνος απολογίας. Από τη μεριά του Γκράχαμ, τίποτα δε δικαιολογούσε την πράξη της Σεσίλια και τώρα είχε την ευκαιρία να της πει καταπρόσωπο, πόσο λάθος είχε κάνει με τον τρόπο που του φέρθηκε. Ό,τι κι αν είχε πιστέψει για εκείνον, ότι είναι ίσως ένας άχρηστος κλέφτης, που θέλησε να παίξει με την τέχνη της, θα ήταν προτιμότερο να τον ξεμπροστιάσει, παρά να δοκιμάσει να τον εκδικηθεί έτσι.

Δεν στόχευε βέβαια, σε τίποτα συγνώμες από την κοπέλα. Είχε δει αρκετές πτυχές του χαρακτήρα της, ώστε να μην θρέφει φρούδες ελπίδες, αλλά τουλάχιστον τώρα, θα είχε το πάνω χέρι. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν του συνέβαινε και συχνά.

 

 

Το μικρό καφέ σχεδόν απέναντι από το μαγαζί όπου δούλευε η Σεσίλια, δεν έλεγε πολλά, όμως του παρείχε την κάλυψη που χρειαζόταν. Δυστυχώς, το φαγητό και ο καφές του, δε δικαιολογούσαν την πολύωρη παραμονή του. Ο καφές ήταν νερουλός και το κλαμπ σάντουιτς που παρήγγειλε, ήταν τόσο χάλια, που αρκέστηκε να τσιμπήσει μερικές κρύες, τηγανιτές πατάτες. Η σερβιτόρα και ο μπάρμαν, είχαν αρχίσει πια να τον κοιτάνε περίεργα, όμως ήλπιζε πως δε θα χρειαζόταν να μείνει για πολύ ακόμα εκεί.

Καθόταν σε ένα μικρό, στρογγυλό τραπεζάκι μπροστά στη βιτρίνα του καφέ και κοιτούσε μέσα από τα μεγάλα γράμματα που ήταν κολλημένα στο τζάμι και που σχημάτιζαν τη φίρμα του, στην άλλη μεριά του δρόμου, την είσοδο του στούντιο. Είχε μπει και είχε βγει αρκετός κόσμος. Άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών, άνθρωποι που έμπαιναν πιο διστακτικά και άνθρωποι που περνούσαν το κατώφλι, σαν να ήταν αυτό του σπιτιού τους. Τουλάχιστον, οι περισσότεροι έδειχναν ευχαριστημένοι όταν έβγαιναν. Ίσως έτσι έδειχνε κι εκείνος, το βράδυ των γενεθλίων του. Που να ήξερε…

Είχε αποφασίσει να μην επιστρέψει στον κοιτώνα του μετά το πατρικό του, από φόβο μήπως ματαιώσει τη συνάντηση που είχε σχεδιάσει. Ήταν νευρικός και μπερδεμένος. Ο μισός διψούσε να της δείξει τι σημαίνει ανωτερότητα και ο άλλος μισός, αγωνιούσε απλά και μόνο στη σκέψη ότι θα τη δει ξανά. Όλες τις ώρες που καθόταν σε αυτό το άθλιο καφέ, είχε προβάρει άπειρες εκδοχές μίας συζήτησης με τη Σεσίλια, όλες όμως κατέληγαν με την θριαμβευτική έξοδο του από τη σκηνή, με το κεφάλι ψηλά.

Προτίμησε να την περιμένει να σχολάσει, παρά να ξαναπάει στο δωματιάκι όπου εργαζόταν για να της μιλήσει. Είχε ρεζιλευτεί αρκετές φορές εκεί μέσα και του έφταναν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το σκοτάδι είχε πέσει πια και λογικά, σε λίγο η κοπέλα θα έκανε την εμφάνιση της. Χάρη στο κόκκινο των μαλλιών της, είχε βεβαιωθεί ότι ήταν στο στούντιο, όταν την ξεχώρισε κάποια στιγμή, που βγήκε στην υποδοχή. Το καφέ είχε ανάψει τα φώτα του στο εσωτερικό, αλλά δε φοβήθηκε μήπως τον δει έστω και τυχαία, αφού τα γράμματα στο τζάμι, τον έκρυβαν καλά στο ύψος του προσώπου του. Η μόνη περίπτωση να τον δει, θα ήταν να έρθει η ίδια στο μαγαζί, πράγμα απίθανο. Πρέπει να ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε μπει εκεί μέσα σήμερα και δεν απορούσε γιατί.

Σε λίγο, η πόρτα του στούντιο άνοιξε ξανά και βγήκε η Σεσίλια, κάνοντας ένα νεύμα σε κάποιον που βρισκόταν στο εσωτερικό και φορώντας το σμαραγδένιο της παλτό.

Πετάχτηκε όρθιος, τρομάζοντας τη σερβιτόρα που σκούπιζε αμέριμνη. Άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι, έχοντας μεριμνήσει και για το φιλοδώρημα που δεν άξιζε κανένας από το προσωπικό, βγήκε και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, ακολουθώντας τη Σεσίλια.

Δεν άργησε να την πλησιάσει, ένα βήμα του, αντιστοιχούσε σε τρία δικά της  και ευχαριστούσε την τύχη του, που δεν είχε το ποδήλατο της μαζί, αν και δεν ήξερε αν είχε επιβιώσει, από εκείνη την πτώση.

Το βάδισμα της, ήταν ήσυχο κι έτσι πίστευε και για το δικό του, μέχρι που την είδε να στρίβει απότομα σε ένα στενό. Με το που έστριψε κι εκείνος, έπεσε μούρη με μούρη πάνω της.

«Πας καλά; Τι θες μες τα σκοτάδια;», τον ρώτησε με τα μάτια της ορθάνοιχτα από την έκπληξη.

Ο Γκράχαμ την κοίταξε συνειδητοποιώντας κάπως αργά, ότι μάλλον ενεργούσε σαν ανώμαλος stalker και έσπευσε να εξηγηθεί.

«Σε τρόμαξα, με συγχωρείς. Ήθελα απλά να σου μιλήσω»

«Δεν νομίζω ότι έχουμε να πούμε κάτι», του είπε κοφτά και γύρισε την πλάτη της να φύγει.

«Περίμενε!», της φώναξε και την πρόφτασε, κόβοντας τη το δρόμο. Εντάξει, μάλλον όσο πάω, το κάνω χειρότερο, σκέφτηκε βλέποντας την έκφραση της. Έκανε μια κίνηση να ανοίξει την τσάντα του και με την άκρη του ματιού του, του φάνηκε πως την είδε να οπισθοχωρεί. Ωραία, πρώτα νομίζει ότι είμαι κλέφτης και τώρα περιμένει να βγάλω κανένα όπλο.

Τελικά, ο Γκράχαμ έβγαλε απλά το μπλοκ της και της το πρόσφερε.

«Είναι δικό σου, σωστά;»

Η Σεσίλια άπλωσε διστακτικά το ένα της χέρι για να το πάρει, ενώ με το άλλο στερέωσε μία τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Παρέμεινε σιωπηλή, αν και έβλεπε στα μάτια της πως το είχε αναγνωρίσει. Το άνοιξε και το ξεφύλλισε.

«Την ημέρα που έπεσες πάνω μου με το ποδήλατο», ξεκίνησε να εξηγεί ο Γκράχαμ «είπες ότι κυνηγούσες κάποιον που σου πήρε τα πράγματα. Ομολογώ ότι δεν έδωσα σημασία, δεδομένου ότι ήμουν λουσμένος με καυτό καφέ, όμως το μπλοκ το βρήκα τυχαία στο δρόμο καθώς προχωρούσα, αφού έφυγες. Δεν ξέρω αν του έπεσε, ή το πέταξε, πάντως αν δεν το μάζευα, θα κατέληγε στα σκουπίδια, έβρεχε τρελά εκείνη τη μέρα».

Η κοπέλα συνέχιζε να κοιτάζει τα χαμένα σχέδια της, βουβή. Τα πράγματα δεν είχαν πάει σύμφωνα με κανένα από τα σενάρια του Γκράχαμ, αλλά τουλάχιστον, της είπε τι είχε γίνει πραγματικά.

«Υποθέτω ότι γι’ αυτό το έκανες, έτσι; Το τατουάζ εννοώ. Γι’ αυτό άλλαξες το σχέδιο». Ίσως ο τόνος του που την κατηγορούσε, ή το γεγονός πως έπρεπε με κάποιο τρόπο να αντιδράσει, την έκανε να σηκώσει επιτέλους το βλέμμα της, πάνω του. Δεν έδειχνε θυμωμένη. Δεν έδειχνε όμως και μετανιωμένη. Η όψη της φανέρωνε μονάχα δυσπιστία και τα χείλη της παρέμειναν σφραγισμένα. Έχει όμορφα χείλη, σκέφτηκε ο Γκράχαμ.

«Ξέρω πως δεν έχεις λόγο να με πιστέψεις, όμως κι εγώ, δεν έχω λόγο να σου απολογηθώ. Το μόνο που ήθελα, ήταν να σου επιστρέψω αυτό που σου άνηκε. Τα υπόλοιπα, μένουν ως έχουν. Συνεχίζω να θεωρώ υπερβολική την αντίδραση σου και αντιεπαγγελματική τη συμπεριφορά σου, αλλά μάλλον δε σε νοιάζει και πολύ η γνώμη μου, σωστά;», κατάφερε να της χαμογελάσει κι όταν εξέλαβε λίγη ακόμη από τη σιωπή της ως απάντηση, συνέχισε «Τέλος πάντων, αυτά είχα να πω. Καλό σου βράδυ!»

Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και ξεκίνησε για τη μεριά από την οποία ήρθε, με σκοπό να βγει ξανά στον κεντρικό δρόμο κι από εκεί στο μετρό. Λίγο πριν τη στροφή, η φωνή της Σεσίλια τον σταμάτησε.

«Λείπει ένα»

Γύρισε και την είδε λουσμένη στο φως μιας λάμπας, να στέκεται στη μέση του στενού. Κάπως έτσι, ξεκινούσαν κάτι κακόγουστα θρίλερ, που τον έβαζε η Λόρνα να βλέπει με το ζόρι, για να της κάνει παρέα. Ωστόσο η Σεσίλια, έδειχνε όμορφη κι απόκοσμη.

«Το ξέρω. Είναι η αποζημίωση μου. Αυτό και είκοσι λίρες!», της είπε απλά και συνέχισε το δρόμο του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

 

 –Το «Συγνώμη» είναι μια δύσκολη λέξη-

 

Και γιατί έπρεπε να τον πιστέψει; Εκείνος είχε ισχυριστεί ότι όλα ήταν απλά μια παρεξήγηση! Ότι τυχαία είχε βρεθεί στο δρόμο της εκείνη τη μέρα που έπεσε επάνω του με το ποδήλατο και τον λέρωσε με τον καυτό καφέ. Και ύστερα ερχόταν το καλυτερότερο όλων, ότι είχε βρει το μπλοκ της επίσης τυχαία πεταμένο στο δρόμο ενώ προχωρούσε. Μα σε ποια τα πουλούσε αυτά ή σε ποια νόμιζε ότι τα πουλούσε αυτά, εκείνη δεν πίστευε σε συμπτώσεις και κυρίως δεν πίστευε σε τέτοιες συμπτώσεις! Πέταξε το μπλοκ πάνω στο τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο και έβγαλε το σμαραγδί παλτό της, κρεμώντας το στον καλόγερο δίπλα στην πόρτα. Πως τα κατάφερνε και κάθε φορά που συναντούσε αυτό τον άντρα να εξοργίζεται τόσο. Ω αδιαμφισβήτητα, εκείνος είχε μεγάλο ταλέντο στο να την εξοργίζει. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Μπα δεν είχε όρεξη για φαγητό, ύστερα πήγε και στάθηκε πάνω από το τραπέζι που είχε παρατήσει το μπλοκ. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ενθουσιασμένη που το είχε ξαναβρεί, το ξεφύλλισε χαζεύοντας τις εικόνες που είχε φτιάξει, σε μια μακρινή εποχή όπως της φαινόταν. Και καλά όλα τα άλλα, ας υποθέσουμε ότι είχε δίκιο και ότι βρήκε τυχαία το μπλοκ, πως κατάλαβε ότι ήταν και δικό της, το επόμενο σχέδιο καθώς γύριζε τις σελίδες, της έδωσε την απάντηση. «Silene Tomentosa»! «Αν θέλω το πιστεύω…» μουρμούρισε εκνευρισμένη και παρατώντας θυμωμένη το μπλοκ στη σελίδα με το λουλούδι, πήγε στο δωμάτιο της να ξαπλώσει.

Μια ώρα στριφογύριζε χωρίς να την παίρνει ο ύπνος, κάθε λίγο ανασηκωνόταν χτυπώντας το μαξιλάρι της. Ύστερα την ενοχλούσαν τα σκεπάσματα, ένιωθε ότι τη βάραιναν τα πέταγε από πάνω της, όμως αμέσως κρύωνε. Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί, και σίγουρα δεν της έφταιγε το μαξιλάρι ή το πάπλωμα. Αν ήθελε να είναι δίκαιη, έπρεπε να παραδεχτεί ότι τα είχε κάνει θάλασσα. Και όσο και αν δεν πίστευε σε συμπτώσεις, υπήρχε πλέον και η πιθανότητα να είχε κάνει λάθος. Λογικά, στην περίπτωση που ήταν συνεργός του κλέφτη, στην υποψία και μόνο ότι το σχέδιο από το μπλοκ μπορεί να ήταν δικό της, θα προτιμούσε να φύγει από το να μείνει να του κάνει το τατουάζ εκείνη. Μια άλλη σκέψη ήρθε και κουκούλωσε την προηγούμενη, «Ήταν μεθυσμένος», ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και άναψε το πορτατίφ δίπλα της. «Πράγματι ήταν μεθυσμένος»! Και όπως εκείνος είχε παρατηρήσει «ήταν υπερβολική η αντίδραση της και αντιεπαγγελματική η συμπεριφορά της». Αφού παρά του ότι ήταν πιωμένος, του είχε κάνει το τατουάζ για να τον εκδικηθεί και αυτό την έκανε ακόμα πιο αντιεπαγγελματία. Πέταξε θυμωμένη τα σκεπάσματα και σηκώθηκε. Φόρεσε ένα πουλόβερ πάνω από το φανελάκι της και ένα ζευγάρι μπότες με γούνα. Η θερμοκρασία ήταν χαμηλότερη από αυτή που προτιμούσε, πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε ένα ζεστό καφέ, τον πήρε και πήγε στο γραφείο-καθιστικό. Πήρε το σχέδιο του φοίνικα που είχε ξανασχεδιάσει ύστερα από το βράδυ που είχε κάνει το τατουάζ πάνω στο κορμί του, και το άλλο με το λουλούδι και πλησίασε τη φωτοτράπεζα που ήταν τοποθετημένη σε μια γωνία. Έβαλε την πρίζα στο ρεύμα και άναψε το διακόπτη, έβαλε το σχέδιο με το Silene Tomentosa, και από πάνω τοποθέτησε το φοίνικα. Κάθε τόσο μετέφερε σε διαφορετικά σημεία το σχέδιο για να δει αν μπορούσε να φτιάξει το φοίνικα, αλλάζοντας το κύριο μέρος από το λουλούδι.

Είχαν περάσει τρεις ώρες με υπολογισμούς και έχοντας κάνει ένα νέο σχέδιο. Σε αυτό είχε καταφέρει να μετατρέψει τα τρία τέταρτα από το λουλούδι στο φοίνικα, όσο για το πέταλο που είχε αποκοπεί από το άνθος το οποίο δεν είχε επικαλυφτεί από το μυθικό πουλί, θα μπορούσε, αν είχε λίγο γούστο κι εκείνος, να το διατηρήσει. Έδενε όμορφα με το σύνολο, άλλωστε έπρεπε να του αφήσει κάτι ανεξίτηλο πάνω του για να τη θυμάται, για το ενδεχόμενο που τελικά δεν της είχε πει την αλήθεια. «Τώρα σοβαρά,» άκουσε τον εαυτό της να τη ρωτάει, «υπάρχει περίπτωση αυτός ο φλώρος, να ήταν συνεργός ενός τύπου που άρπαζε τσάντες». Να κάτι που ήξερε από την αρχή ότι δεν ταίριαζε στη γενική εικόνα, και το ένστικτο της την είχε προειδοποιήσει ότι δεν κόλλαγε στην όλη ιστορία που είχε στήσει, κι όμως είχε κάνει του κεφαλιού της. Ξεφύσησε δυσανασχετώντας, τέλος πάντων δεν ήταν άσχημο το ξεκολλημένο πέταλο, θα του το πρότεινε, άλλωστε έμοιαζε ότι με το πέταγμα του φοίνικα είχε παρασυρθεί και εκείνο. Αν ήθελε θα το κράταγαν αλλιώς ας πήγαινε να το σβήσει. Όσο για τις εφτά σταγόνες αίμα με τα γράμματα να σχηματίζουν το όνομα της, μπορούσε με κόκκινο μελάνι να τα καλύψει και να μοιάζουν με πορφυρές στάλες αίμα, ή μπορούσε να προσθέσει κίτρινο μέσα στο κόκκινο ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν σπίθες φωτιάς. Άραγε τι δικαιολογία να είχε δώσει στην κοπέλα του γι’ αυτό, μπορεί από τους φίλους του να είχε καταφέρει να το κρύψει όμως από εκείνη την Γκρέις δε θα μπορούσε, εκτός κι αν είχε αποφασίσει να κάνει αποχή από το σεξ. Ή μπορεί να φορούσε απλά ένα μπλουζάκι, και με τόσο κρύο ποιος θα μπορούσε να τον αδικήσει.  

Η ίδια πάντως ήταν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, και είχε έρθει η ώρα να κοιμηθεί, έσβησε τα φώτα και πήγε να ξαπλώσει. Όλα ήταν εντάξει, ένα μόνο της έμενε, να τον συναντήσει για να του το προτείνει. Τα μάτια της που μέχρι εκείνη την στιγμή κλείνανε από τη νύστα, άνοιξαν αυτόματα. Και που στην ευχή θα τον έβρισκε, δεν ήξερε τίποτα για εκείνον. Πόσο της την έδινε στα νεύρα, εκείνος μπορούσε να την βρει ανά πάσα στιγμή, ενώ εκείνη… Με τον ήλιο να κάνει την εμφάνιση του πίσω από τα σύννεφα του λονδρέζικου ουρανού, πήρε το μαξιλάρι της και το έβαλε πάνω από το κεφάλι της θυμωμένη.               

 

Είχε περάσει μια εβδομάδα που είχε φτιάξει το σχέδιο και δεν ήξερε που έπρεπε να τον ψάξει, βασικά ήξερε αλλά δεν τολμούσε. Θα μπορούσε να είχε πάει στην πανεπιστημιούπολη, όμως πως θα αντιδρούσε εκείνος στην επίσκεψη της, αν την έβλεπαν οι φίλοι του ή ακόμα χειρότερα αν ήταν μαζί του η Γκρέις. Άσε που αν είχε δει το όνομα της η άλλη στην πλάτη του αγοριού της, θα μπορούσε να βρεθεί σε πολύ δυσάρεστη θέση. Επιπλέον η πανεπιστημιούπολη ήταν ολόκληρη πόλη, άντε να τον έβρισκε μέσα σε τόσο φοιτητόκοσμο. Μπα, καλύτερα να πήγαινε σε ουδέτερο μέρος, ίσως, στο μπαρ που την είχε πάει ο Τσάρλι, και τον είχαν συναντήσει την προηγούμενη φορά. Αλλά θα τον έβρισκε; Τέλος πάντων, έπρεπε κάτι να κάνει, μπορεί να έβρισκε κάποιον φίλο του, θα προφασιζόταν κάτι και θα του ζητούσε να πει στον Γκράχαμ να πάει να τη συναντήσει στη δουλειά της.

Μόλις τελείωσε με το τατουάζ ενός φοβητσιάρη, τον άφησε μόνο του στο εργαστήρι της, για να βγει λίγο στον προθάλαμο να ξεκουραστεί. Είχε κάνει φοβερή υπομονή μαζί του, την εκνεύριζε που τον άκουγε όλη την ώρα να ξεφυσάει. Στον προθάλαμο καθόταν μόνος του ένας νεαρός κοκκινομάλλης, του έριξε μια ματιά και του χαμογέλασε ευγενικά.

-Γεια σου Σεσίλια! Της είπε ξαφνιάζοντας τη. Δε με θυμάσαι;

Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της, κάνοντας μια προσπάθεια. Κάτι της θύμιζε αμυδρά, αλλά ως εκεί.

-Φυσικά, εσύ εκείνο το βράδυ δεν είχες μάτια παρά μόνο για τον Τσάρλι. Τον κοίταξε ακόμα περισσότερο μπερδεμένη, μα το σχόλιο του ήταν διαφωτιστικό, αν και εντελώς εσφαλμένο ως προς τα συμπεράσματα του.

-Μα φυσικά, είσαι ο φίλος του Τσάρλι, που σε γνώρισα σε εκείνο το μπαρ. Ήρθες να κάνεις νέο τατουάζ;

-Ναι, θέλω να κάνω κάτι.

-Περιμένεις τον Τζίμη;

-Ναι, αν και δε θα με πείραζε καθόλου αν είσαι εσύ ελεύθερη να με αναλάβεις, με έχει ζαλίσει ο φίλος μας ότι είσαι εξαιρετική. Η πόρτα άνοιξε και ο φοβητσιάρης βγήκε, χαιρετώντας πριν περάσει την έξοδο.

-Αυτός γιατί είχε χάσει το χρώμα του;

-Δεν έχουν όλοι αντοχές στη βελόνα. Πάμε μέσα; Μπαίνοντας στο δωμάτιο ο Τζέιμς πλησίασε τον πίνακα με κάποια σχέδια της, το βλέμμα του κόλλησε πάνω στο σχέδιο του φοίνικα που υπήρχε σε φωτοτυπία.

-Είναι υπέροχο αυτό! Μουρμούρισε.

-Ναι, είναι καλό. Συμφώνησε και η Σεσίλια, προσπαθώντας να σκεφτεί πως θα του αποσπάσει κάποια πληροφορία για τον Γκράχαμ.

-Ξέρεις κάτι, το μετάνιωσα, θέλω να μου κάνεις αυτό αντί για εκείνο που είχα σκοπό να σου ζητήσω. Η Σεσίλια προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.

-Ποιο, το φοίνικα; Δε θα στο συνιστούσα!

-Γιατί όχι; Τη ρώτησε παραξενεμένος εκείνος.

-Κοίτα, αν δεν ήσουν φίλος του Τσάρλι, δε θα υπήρχε πρόβλημα, όμως είναι περιζήτητο, ήδη το έχω σχεδιάσει σε τρεις, είπε ψέματα. Φαντάζομαι δε θες να έχεις πάνω σου κάτι που το έχουν ήδη άλλοι. Δε θα προτιμούσες κάτι μοναδικό πάνω στο δέρμα σου;

-Ναι, μόνο που, είπε και της έδωσε το χαρτί που κρατούσε. Αυτό πλέον μπροστά στο φοίνικα που αναγεννιέται, μου μοιάζει παιδικό. Η Σεσίλια ξεδίπλωσε το χαρτί που της είχε προσφέρει και νοερά συμφώνησε με την άποψη του Τζέιμς.

-Το έχεις φτιάξει και στον Τσάρλι; Μα τι κόλλημα είχε φάει ο τύπος με εκείνη και τον Τσάρλι.

-Όχι, νομίζω ότι ο φίλος σου δεν ενδιαφέρεται για κάτι άλλο, πέρα από το να κρατάει ‘‘ευχαριστημένους’’ τους πολιτικούς ανά τον κόσμο. Σχολίασε προκαλώντας τα γέλια στον κοκκινομάλλη. Μου δίνεις δυο λεπτά να σχεδιάσω κάτι και να μου πεις αν σου αρέσει.

-Φυσικά, εσύ είσαι η καλλιτέχνης. Δυστυχώς ο φίλος του ο Γκράχαμ δεν είχε την ίδια εντύπωση μαζί του, σκέφτηκε η Σεσίλια και έδιωξε ενοχλημένη τη σκέψη της. Πέντε λεπτά αργότερα, του έδινε το νέο σχέδιο. Το γκρι και το μπλε κυριαρχούσε, εισβάλλοντας το ένα μέσα στο άλλο και δημιουργώντας έναν ανεμοστρόβιλο.

-Τι λες σου αρέσει;

-Μου αρέσει, αλλά όχι περισσότερο από το φοίνικα. Όμως δε θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, επιπλέον αν κυκλοφορεί ήδη είμαι αρκετά εγωιστής όπως παρατήρησες, οπότε θα προτιμήσω τον ανεμοστρόβιλο.

-Μπορούμε αν θες να περάσουμε και άσπρο μελάνι, για να δίνει την εντύπωση ότι κινείται πράγματι…

-Πολύ καλή ιδέα μου ακούγεται, συμφώνησε μαζί της.

-Ας κάνουμε το αρχικό πρώτα και το βλέπουμε έπειτα, μόνο να ξέρεις ότι το λευκό αν θελήσεις κάποτε να το αφαιρέσεις, είναι το χρώμα που αφαιρείτε πιο δύσκολα.

-Δεν έχω σκοπό να το αφαιρέσω!

-Επίσης θα μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν αετό, λίγο πάνω από τον ανεμοστρόβιλο, όπου θα δίνει μάχη να γλιτώσει από τη μανία της φύσης. Του είπε για να συμβιβάσει κάπως την αίσθηση της ότι δε θα άφηνε απόλυτα ικανοποιημένο ένα πελάτη, ο οποίος είχε θελήσει άλλο σχέδιο. Όμως ύστερα από την απόδειξη της αθωότητας του Γκράχαμ δεν ήθελε να περάσει στο δεύτερο σκέλος της εκδίκησης, γεμίζοντας το Λονδίνο με φοίνικες. Ειδάλλως θα ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη αν ο πρώτος που θα εμφανιζόταν στο Γκράχαμ με το τατουάζ του φοίνικα ήταν κάποιος φίλος του. 

Ο Τζέιμς έδειχνε να μη νιώθει από πόνο, όση ώρα του έκανε το τατουάζ εκείνος φλυαρούσε, της έλεγε για την αγάπη του για τα ντραμς και τη μουσική. Ανά διαστήματα της πέταγε και καμιά κουβέντα για το πόσο καλό παιδί ήταν ο Τσάρλι. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι της από το σημείο που σχεδίαζε και τον κοίταξε, να είχε πει κάτι ο Τσάρλι, το θεωρούσε απίθανο, ήταν gentleman, και πολύ καθώς πρέπει, οπότε μάλλον μόνος του είχε βγάλει το συμπέρασμα. Μήπως ήταν εκεί για να την ψαρέψει.

-Με τον Τσάρλι είμαστε πολύ καλοί φίλοι, είπε τονίζοντας τη λέξη φίλοι, είναι πολύ ευγενικό παιδί και γενναιόδωρο. Όλοι την ώρα βοηθάει όποιον το έχει ανάγκη. Αφού τελείωσαν και του έβαλε αλοιφή για να διατηρεί ενυδατωμένη την περιοχή, του εξήγησε τα πρέπει και τα δεν πρέπει για το επόμενο δεκαήμερο, τον ρώτησε για τον Γκράχαμ.

-Καλά είναι, το πιστεύεις ότι δε μας έχει δείξει ακόμα το τατουάζ που του έχεις φτιάξει. Ο Κάλουμ και ο Σμιτ βαρέθηκαν να τον παρακαλάνε, αλλά εγώ θέλω να το δω, είμαι και ο πιο έμπειρος σε θέματα τέχνης. Σχολίασε χαμογελώντας.

-Ξέρω γιατί δε σας το δείχνει.

-Γιατί; Τη ρώτησε παραξενεμένος.

-Μου ορκίζεσαι ότι δε θα βγάλεις λέξη σε κανέναν.

-Φυσικά!

-Σε κανέναν Τζέιμς. Του είπε και η φωνή της ακούστηκε επιβλητική. Δε θέλω να γίνω ο λόγος για να κάνετε καψώνια στον Γκράχαμ, φαίνεται πολύ καλό παιδί! Είπε για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι εκείνη τουλάχιστον τον συμπαθούσε.

-Τάφος! Είπε και σήκωσε το χέρι του.

-Ας είναι. Δεν το δείχνει γιατί έκανε το μισό τατουάζ.

-Για ποιο λόγο;

-Πόναγε! Είπε και ένιωσε ότι χτύπησε διάνα μόλις είδε το χαμόγελο κατανόησης και το ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού του Τζέιμς.

-Αυτός είναι ο Γκράχαμ! Σχολίασε χαριτολογώντας. Και το υπόλοιπο μισό;

-Δεν ξέρω, πρέπει να έρθει για να το φτιάξουμε, έμαθα ότι ήρθε μια μέρα αλλά είχα ρεπό, κι αφού το είχα ξεκινήσει εγώ δεν μπορούσε να το τελειώσει ο Τζίμη. Οπότε μιας και το αποφάσισε πρέπει να επικοινωνήσω μαζί του. Μήπως μπορείς να μου δώσεις το τηλέφωνο του;

-Φυσικά. Είπε και ξεκίνησε να ψάχνει στις επαφές του κινητού του.

-Δε θέλω να πεις κάτι γιατί εγώ ήμουν αυτή που επέμενα να το συνεχίσουμε κάποια άλλη μέρα, εκείνος έκανε υπομονή προσπαθώντας να μείνει μέχρι το τέλος, επιπλέον κατάλαβα ότι είχε πιει παραπάνω από το κανονικό, ήταν λάθος μου που ξεκίνησα να κάνω το σχέδιο.

-Δεν πειράζει, αν ήταν νηφάλιος δε θα είχε έρθει ποτέ! Σχολίασε εκείνος πριν ξεκινήσει να της λέει τα νούμερα από το τηλέφωνο του Γκράχαμ.

 

Πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο του στούντιο, κρατώντας το κινητό στο αυτί της και περιμένοντας εκείνον να απαντήσει, στάθηκε μπροστά από τα σχέδια χαζεύοντας το φοίνικα. Πολλούς μπελάδες της είχε δημιουργήσει, σκέφτηκε και τον ξεκρέμασε κρύβοντας τον μέσα σε ένα από τα συρτάρια της. Η φωνή του που ρώταγε ποιος ήταν την επανέφερε.

-Γκράχαμ, είμαι η Σεσίλια. Σταμάτησε για λίγο, περιμένοντας να δει αν θα έλεγε εκείνος κάτι, όμως δεν άκουσε τίποτα, έριξε μια ματιά στην οθόνη του κινητού της, αναρωτώμενη μήπως της το είχε κλείσει. Ύστερα από την άλλη πλευρά άκουσε κάποιον να βήχει.

-Ελπίζω να μη σε ενοχλώ. Συνέχισε εκείνη.

-Τι θες; Τον άκουσε να τη ρωτάει! Της φάνηκε κάπως απότομο εκείνο το ξερό «τι θες», όμως έπρεπε να του αναγνωρίσει χίλια δίκια.

-Απλά, μήπως θα μπορούσες να περάσεις κάποια στιγμή από τη δουλειά; Τον ρώτησε στο τέλος. Από την άλλη πλευρά έπεσε πάλι σιωπή.

-Δεν ξέρω. Έμεινε και εκείνη σιωπηλή και λυπημένη, δε θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη ζημιά που είχε κάνει. Πότε; Τον άκουσε να τη ρωτάει στο τέλος. Μήπως τελικά έπαιζε μαζί της το αγοράκι, σκέφτηκε και ένιωσε να φουντώνει από θυμό. Τελικά αφού κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τις σκέψεις, συνέχισε.

-Απόψε αν μπορούσες. Γύρω στις δύο σχολάω.

-Στις δύο να έρθω ή πριν τις δύο; Τη ρώτησε με ειλικρινή απορία στη φωνή του.

-Όποτε μπορείς, αν και θα ήταν προτιμότερο να έρθεις στις δύο, που δε θα έχει κόσμο.

-Γιατί, τι έχεις σκοπό να μου κάνεις αυτή τη φορά;

-Δεν είσαι αρκετά μεγάλος για να με φοβάσαι, του είπε με ένα ίχνος παιχνιδιάρικου πειράγματος. Δεν του έδωσε όμως χρόνο να της απαντήσει. Λοιπόν σε περιμένω στις δύο, τα λέμε τότε. Καλή συνέχεια. Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.  

 

Στις δύο παρά τέταρτο στο εργαστήρι της μπήκε ο Τζίμη, την κοίταξε που καθόταν μόνη της στο γραφείο σχεδιάζοντας σε ένα χαρτί.

-Μόνη σου είσαι;

-Ναι.

-Τι κάθεσαι και δε φεύγεις, δεν περιμένει κανείς στον προθάλαμο!

-Φτιάχνω ένα σχέδιο.

-Συνέχισε το στο σπίτι.

-Αποκλείεται. Φοβάμαι ότι δε θα μου βγει το ίδιο.

-Καλά εγώ την κάνω, μη μου γκρινιάζεις αύριο για το ρολό και ότι δεν μπορείς να το κατεβάσεις.

-Θα σου γκρινιάξω γιατί σκαλώνει και πρέπει να κρεμαστώ ολόκληρη επάνω του για να κατέβει.

-Καλά, θα καλέσω έναν τεχνικό. Είπε και την κοίταξε καχύποπτα ενώ εκείνη είχε κατεβάσει το κεφάλι της και συνέχιζε το σχέδιο.

Είχαν περάσει πέντε λεπτά που είχε ακούσει την εξώπορτα του στούντιο να κλείνει, σηματοδοτώντας το ότι το αφεντικό της είχε φύγει, αλλά δεν είχε σηκωθεί ακόμα από τη θέση της. Κοίταξε το ρολόι. Σε πέντε λεπτά θα ήταν εκεί αν δεν ήταν και νωρίτερα, σηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έριξε τα μαλλιά της κάτω και τα χτένισε με τα δάχτυλα της, ύστερα πήρε από την τσάντα ένα κατακόκκινο κραγιόν και έβαψε τα χείλη της. Κοίταξε το είδωλο της και απόρησε, για ποιο λόγο τα έκανε όλα αυτά, από πότε την ένοιαζε η εμφάνιση της, μήπως έπρεπε να αρχίσει να θυμώνει με τον εαυτό της. Δεν πρόλαβε να ξετυλίξει ολόκληρο το κουβάρι της σκέψης της όταν άκουσε την πόρτα του στούντιο να ανοίγει, κοίταξε αμήχανα το κραγιόν που κρατούσε στα χέρια της, όταν άκουσε να της χτυπάει κάποιος την πόρτα του εργαστηρίου. Κοίταξε γύρω της και δίπλα της είδε τον κάδο απορριμμάτων, χωρίς δεύτερη σκέψη το έριξε μέσα και στράφηκε προς την πόρτα που άνοιγε. Ένας σοβαρός και αμίλητος Γκράχαμ την κοίταζε, η Σεσίλια, παρέμεινε και εκείνη σιωπηλή προσπαθώντας να θυμηθεί τι περιείχε ο κάδος που μόλις είχε ρίξει το καινούργιο κραγιόν της, χαρτιά, μελάνια, ένα κουτάκι από αναψυκτικό…

-Λοιπόν; Τι με ήθελες; Διέκοψε τις σκέψεις της ο νεαρός άντρας που την κοίταζε δύσπιστα από την πόρτα.

-Ναι! Είπε εκείνη για να ξεκινήσει. Σκέφτηκα αυτά που μου είπες όταν μου έφερες το μπλοκ. Το ύφος του άντρα απέναντι της δεν είχε αλλάξει καθόλου. Και επειδή υπάρχει περίπτωση να λες την αλήθεια…

-Υπάρχει περίπτωση;

-Ναι, πρέπει να διορθώσω τη ζημιά που έχω κάνει.

-Δηλαδή δε θες να μου ζητήσεις συγνώμη!

-Όχι, δεν είμαι βέβαιη ότι λες την αλήθεια. Της φάνηκε να κοκκινίζει αλλά δεν του έδωσε σημασία. Όμως ακόμα και έτσι πρέπει να το διορθώσω, για την περίπτωση που ισχύουν τα όσα λες και κυρίως που είχες την ευγένεια να μου επιστρέψεις το μπλοκ. Μα τι στην ευχή την είχε πιάσει, άλλα είχε προετοιμαστεί να του πει, τώρα πως θα την εμπιστευόταν. Αχ Σεσίλια, Σεσίλια, Σεσίλια, την προειδοποιούσε ένα κομμάτι του εαυτού της. Πήγε ως το γραφείο της για να βάλει φρένο στο στόμα της και πήρε το σχέδιο. Τον πλησίασε και στάθηκε δίπλα του μυρίζοντας το άρωμα του, μήπως είχε ρίξει πολύ! Κοίτα εδώ είναι το νέο σχέδιο, μπορώ να καλύψω τα τρία τέταρτα του Silene Tomentosa, με το φοίνικα.

-Και το υπόλοιπο; Άκουσε τη φωνή του από πολύ κοντά της να τη ρωτάει.

-Το πέταλο που έχει κοπεί από το λουλούδι, θεωρώ ότι δένει με το υπόλοιπο σχέδιο, αν πάλι δεν το θες, μπορείς να το σβήσεις, αλλά θα είναι μικρότερο το κομμάτι που θα αφαιρέσεις από το να αφαιρούσες όλο το αρχικό τατουάζ. Επίσης, πρόσθεσε με επαγγελματική φωνή, αν θες μπορούμε να το μετατρέψουμε και αυτό σε κάτι άλλο, ένιωσε την ανάσα του στο λαιμό της όπως έσκυβε να παρατηρήσει το σχέδιο, ένιωσε τη θερμοκρασία στο σώμα της να ανεβαίνει, του έδωσε το σχέδιο και έπιασε τα μαλλιά της με το λαστιχάκι.

-Και το όνομα σου; Τη ρώτησε κοιτώντας την καχύποπτα.

-Μπορώ με κόκκινο μελάνι να διαγράψω τα γράμματα, θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε κίτρινο μελάνι ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι είναι σπίθες φωτιάς.

-Και γιατί πρέπει να σου έχω εμπιστοσύνη;

-Την περίμενα αυτή την ερώτηση και πραγματικά δεν έχω απάντηση, σχολίασε με ειλικρίνεια. Απλά πρέπει να με εμπιστευτείς και να μου δώσεις την ευκαιρία να διορθώσω όλο αυτό το μπάχαλο που δημιουργήθηκε εκείνη τη μέρα. Ακόμα δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι εκείνη είχε προκαλέσει το όλο μπάχαλο. Αφού ζήτησε από το κομμάτι του εαυτού της που διέκοπτε τον ειρμό της να το βουλώσει, συνέχισε. Αν πάλι θεωρείς ότι είναι αδύνατο να με αφήσεις να το φτιάξω εγώ, μπορείς να πας σε οποιονδήποτε συνάδερφο να στο φτιάξει, μπορείς να κρατήσεις το σχέδιο.

-Οκ, είπε εκείνος και πήγε να το διπλώσει.

-Μην το διπλώνεις, θα τσαλακωθεί, καλύτερα μάζεψε το ρολό. Του πρότεινε, τρομοκρατημένη, μη θέλοντας να δει το σχέδιο της να τσαλακώνεται. Εκείνος της έριξε μια ματιά και έκανε το χαρτί με το σχέδιο ρολό, ύστερα κι ενώ εκείνη του είχε γυρισμένη την πλάτη την πλησίασε και τράβηξε το λαστιχάκι από τα μαλλιά της. Γύρισε και τον κοίταξε απορημένη, ενώ εκείνος αδιάφορα πέρναγε το λαστιχάκι από το χαρτί για να το κρατήσει δεμένο.

-Ευχαριστώ! Της είπε δείχνοντας της το σχέδιο λες και ήταν πτυχίο.

-Παρακαλώ. Απάντησε, μη βρίσκοντας τι άλλο να του πει. Έμειναν για λίγο να κοιτάζονται. Μην έχοντας κάτι άλλο να πει ή να κάνει, πήρε το παλτό της και το φόρεσε, ύστερα έκλεισε τα φώτα. Πριν κλείσει την πόρτα έριξε μια λυπημένη ματιά στον κάδο απορριμμάτων με την ελπίδα να μην πιάσει προκοπή το Τζίμη και βγάλει τα σκουπίδια πριν πάει εκείνη στο στούντιο. Ο Γκράχαμ, σιωπηλός την ακολουθούσε, βγήκαν από το μαγαζί και κλείδωσε την πόρτα. Ύστερα τεντώθηκε για να φτάσει το ρολό, το οποίο προς μεγάλη της ανακούφιση με τη δεύτερη προσπάθεια λες και κατέβηκε από μόνο του, έκανε ένα βήμα πίσω και έπεσε πάνω του. «Φυσικά», σκέφτηκε «πως αλλιώς το ρολό θα κατέβαινε από μόνο του», εκείνος το είχε κατεβάσει. Γύρισε και του έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, μα τι στην ευχή είχε πάθει, καλά δεν μπορούσε να του ζητήσει συγνώμη που τον είχε στοχοποιήσει, ούτε ευχαριστώ δεν μπορούσε να του πει; Έσκυψε και πέρασε το λουκέτο στο ρολό.

-Καληνύχτα. Του είπε και κατευθύνθηκε προς το ποδήλατο της. Να και μια λέξη που μπορούσε τελικά να πει με ευκολία, σκέφτηκε ειρωνικά για την πάρτη της. Τον άκουσε να βήχει, μάλλον θα την είχε αρπάξει.

-Μήπως θα ήθελες να βγούμε κάποιο βράδυ που έχεις ρεπό. Γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη. Ύστερα ανασήκωσε τον ώμο της.

-Οκ! Το έχεις το τηλέφωνο μου.

-Εντάξει θα σε πάρω. Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα.

-Τι;

-Λες ναι, επειδή μου το χρωστάς!

-Μην μπερδεύεσαι, δε σου χρωστάω, απλά έκανα μια μαλακία. Άλλωστε ήδη σου πρότεινα να το διορθώσω.

-Οπότε;

-Οπότε;

-Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό το να βγούμε…

-Μάλλον. Σχολίασε και χωρίς άλλη κουβέντα ανέβηκε στο ποδήλατο της και έχοντας γυρισμένη την πλάτη της σε εκείνον, χαμογέλασε ικανοποιημένη, ξεκινώντας να κάνει πετάλι.   

 

 

Κεφάλαιο Δωδέκατο

 

Make love, not war

 

Είναι μερικές φορές, που χρειάζεσαι τη γνώμη κάποιου άλλου, ακόμα κι αν ξέρεις ότι δε θα σε βοηθήσει. Μια κουβέντα για να σε ξεκολλήσει και να σε σπρώξει προς την σωστή κατεύθυνση, ακόμα κι αν αυτό που ακούς, δεν είναι αυτό που θες. Είτε το θέμα είναι σοβαρό, όπως μια απόφαση ζωής, είτε είναι κάτι χαζό, όπως το τι φοράνε στο πρώτο ραντεβού με το κορίτσι που έπεσε πάνω σου με το ποδήλατο της, σου «χτύπησε» επίτηδες ένα τατουάζ σε σχήμα λουλουδιού και που δεν έχεις ξεχάσει στιγμή από τότε.

Είχε την πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του και στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα του, έχοντας μόλις βγει από το μπάνιο. Κοιτούσε απλά στο εσωτερικό, έχοντας τη σύνεση να μην αρχίσει να απλώνει ρούχα πάνω στο κρεβάτι του όπως έκανε η Γκρέις, σκεπτόμενος τι θα έλεγαν οι φίλοι του αν τον έβλεπαν. Ήξερε πολύ καλά, ότι δε θα έλεγαν κάτι, καθώς το πιθανότερο ήταν να είναι σκασμένοι στα γέλια, ίσως και πεσμένοι στο πάτωμα.

Η Λόρνα από την άλλη, θα του είχε διαλέξει στη στιγμή, κάποιο σακάκι που θα ταίριαζε στην επαγγελματική εικόνα που πίστευε ότι έπρεπε να έχει ένας άντρας. Εκείνος πάλι, ήταν σίγουρος πως η Σεσίλια θα άλλαζε δρόμο, πριν καν του πει καλησπέρα, αν τον έβλεπε ντυμένο με το γούστο της αδερφής του. Η μητέρα του, σίγουρα θα διάλεγε κάτι που θα φώτιζε τα μάτια του, ή κάτι ανάλογα ρομαντικό και τα γέλια των κολλητών του έπνιξαν και πάλι κάθε ήχο, έτσι διέγραψε αμέσως αυτή την εκδοχή.

Ο πατέρας του, δε θα ασχολιόταν καν και τέλος η Άιλα, θα ήταν ίσως το ιδανικό άτομο να τον συμβουλεύσει, αν και ήταν βέβαιος πως ο συνδυασμός που θα επέλεγε θα περιλάμβανε καμιά ντουζίνα χρώματα, ακόμα κι αν όλα του τα ρούχα, περιορίζονταν σε γήινες αποχρώσεις. Πάντως ότι κι αν έλεγε, θα έκρυβε όλη της την αθωότητα και την αγάπη.

Αν ήξερε τουλάχιστον που θα πήγαιναν, ίσως μπορούσε να αποφασίσει πιο εύκολα. Δεν ήταν καθόλου καλός σε αυτά, του έλειπε η εμπειρία. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του να αφήνει την κοπέλα του να κανονίζει τα πάντα. Από το που θα πάνε για καφέ, μέχρι το που θα γιορτάσουν την κάθε περίσταση. Μπορεί να ήταν λοιπόν καλύτερα, να αφήσει τη Σεσίλια να διαλέξει που θα πάνε.

Το ευχάριστο ήταν, ότι κανένα από τα μέρη που πήγαινε με την Γκρέις δεν ταίριαζε στη Σεσίλια. Έτσι, εκτός του ότι δε θα γινόταν ρεζίλι όταν δε θα είχε να πληρώσει το λογαριασμό, καθώς τα οικονομικά του τελευταία πήγαιναν κατά διαόλου, θα γλύτωνε από δυσάρεστες αναμνήσεις, ακόμα και συναντήσεις, μιας και η πρώην του δεν άλλαζε εύκολα συνήθειες.

Απόδειξη, το ότι εξακολουθούσε να θέλει να τον δει. Η Γκρέις, δεν είχε σταματήσει να του στέλνει μηνύματα, είχε δοκιμάσει μάλιστα να τον καλέσει, αλλά ο Γκράχαμ αντέδρασε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Την αγνόησε.

Κάτι που φρόντισε να μη γίνει με τη Σεσίλια. Της είχε πει ότι θα της τηλεφωνήσει και το έκανε. Μετά την πρόταση του να βγούνε, που ήταν λες και ξέφυγε από τα χείλη του δίχως τη δική του βούληση, ήταν ότι πιο δύσκολο είχε κάνει. Περπατούσε νευρικά σε όλο το δωμάτιο του για ώρες, πιάνοντας και αφήνοντας το κινητό του, κάθε φορά σε διαφορετικό σημείο. Έβρισκε το νούμερο της στην οθόνη του και δίσταζε να πατήσει την επιλογή της κλήσης μέχρι που μαύριζε, για να το ξαναπατήσει δύο δευτερόλεπτα αργότερα.

Στο τέλος, μάζεψε όση ψυχραιμία μπορούσε να συγκεντρώσει και της τηλεφώνησε. Δεν απάντησε αμέσως, πράγμα που δεν τον εξέπληξε. Τι περίμενε δηλαδή, να είναι με το κινητό στο χέρι κοιτώντας το και αναμένοντας με αγωνία, πότε θα την καλέσει; Όχι, δεν ήταν το στυλ της αυτό.

Προσπάθησε να είναι λίγο πιο χαλαρός, από την προηγούμενη φορά που είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο. Τον είχε αιφνιδιάσει τόσο πολύ, που με το που άκουσε να του λέει ποια είναι, έκανε κάμποσα δευτερόλεπτα να απαντήσει και μάλλον δεν ακούστηκε ιδιαίτερα ευγενικός, αλλά τουλάχιστον πήγε να τη δει όταν του το ζήτησε, ακόμα κι αν ήταν από απλή περιέργεια. Και μάλιστα αργότερα, της πρότεινε να βγούνε. Αν αυτό δε σήμαινε ότι από τη μεριά του, τα πράγματα είχαν ηρεμίσει, τότε δεν ήξερε τι άλλο έπρεπε να κάνει.

Μιας και δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο πλάνο μέχρι την ώρα που επικοινώνησε με τη Σεσίλια, σκέφτηκε να βρεθούνε κάπου στο κέντρο. Δεν είχε ιδέα που έμενε η κοπέλα αν και υπέθετε, πως ίσως ήταν κάπου κοντά στο χώρο της δουλειάς της, αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι του Λονδίνου χρησιμοποιούν το μετρό για να εξυπηρετηθούν, γιατί όχι κι εκείνη;

Οι δείκτες του ρολογιού κινούνταν απτόητοι και τα νεύρα του Γκράχαμ, που από το πρωί ήταν κάπως ευαίσθητα, τώρα έμοιαζαν με τεντωμένες χορδές. Άφησε για λίγο την επιλογή των ρούχων και στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη του μπάνιου, παρατηρώντας τον εαυτό του.

Έριξε λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο του και προσπάθησε να καθησυχαστεί με την σκέψη, ότι αν το αποψινό βράδυ κατέληγε σε φιάσκο, θα είχε πολλούς, πολλούς λόγους να μη νιώθει άχρηστος, δεδομένου ότι από την αρχή της γνωριμίας του με τη Σεσίλια, τα πράγματα έδειχναν δυσοίωνα.

Αν πάλι τα πράγματα πήγαιναν «καλά», παρόλο που δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε στο ελάχιστο τι σημαίνει αυτό το «καλά», ίσως κάποια στιγμή θα έπρεπε να δώσει αρκετές εξηγήσεις στους φίλους του, αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που ήθελε να συνεχίσει να αναλύει στο κεφάλι του.

Άλλωστε ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε τι ήθελε να συμβεί τελικά. Μπορεί στο κάτω κάτω, η Σεσίλια να είχε σχέση με εκείνον τον τύπο. Αλλά πάλι, τότε γιατί δέχτηκε να βγει μαζί του; Ίσως όλο αυτό να ήταν στην τελική μια κακή ιδέα, ωστόσο ένιωθε πρόθυμος να το διακινδυνέψει.

Επέστρεψε αναζωογονημένος μπροστά στην ντουλάπα του. Έκλεισε τα μάτια με το ένα χέρι και με το άλλο, τράβηξε ευτυχώς, ένα επιμελώς σκισμένο τζιν και το πέταξε στο κρεβάτι του. Έκλεισε τα μάτια του για δεύτερη φορά και από ένα ψηλό ράφι, έβγαλε ένα πουλόβερ σε καφέ χρώμα, το οποίο δε φορούσε ποτέ. Το έβαλε στη θέση του και δοκίμασε ξανά, κλέβοντας λίγο, ώστε να κατευθυνθεί στη στοίβα με τα κομμάτια που προτιμούσε.

Η προσπάθεια τον δικαίωσε, αφού έβγαλε ένα λεπτό πουλόβερ με σταυρωτό γιακά, σκούρο πράσινο αυτή τη φορά, που του είχε πάρει δώρο η Λόρνα κάποια Χριστούγεννα κι έτσι φαντάστηκε, ότι είχε και τη δική της έγκριση. Αφού ντύθηκε, φόρεσε τα ταλαιπωρημένα του μποτάκια, ανακάτεψε λίγο τα μαλλιά του με τα δάχτυλα και ψέκασε δυο φορές το λαιμό του, με το άρωμα που φορούσε πριν την Γκρέις και που εκείνη, είχε φροντίσει να το αντικαταστήσει με ένα που της άρεσε, με τη δικαιολογία ότι το παλιό του, της έφερνε αναγούλα.

Πήρε το μοναδικό του παλτό, από την κρεμάστρα και αφού έλεγξε το κλασσικό τρίπτυχο κινητό, πορτοφόλι, κλειδιά, έφυγε για το σημείο συνάντησης.

 

Περίμενε γύρω στο ένα τέταρτο, δεδομένου ότι είχε φτάσει κι ο ίδιος δέκα λεπτά νωρίτερα. Δεν τον πείραξε καθόλου. Ίσα, ίσα η αναμονή, του έδωσε την ευκαιρία να ηρεμίσει λίγο τους χτύπους της καρδιάς του. Μα πως κάνεις έτσι; Ένα κορίτσι είναι μόνο και δεν είσαι πια, 16 χρονών… Μετά από, γύρω στις είκοσι φορές που το επανέλαβε αυτό στον εαυτό του, χαλάρωσε και μπόρεσε να εκτιμήσει τη γλυκιά βραδιά που τους έκανε δώρο το Λονδίνο.

Την είδε, λίγο πριν τον προσέξει κι εκείνη και στα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν, εξέπνευσε ανακουφισμένος, όταν είδε το στενό και απλό, υφασμάτινο παντελόνι και τις μπαλαρίνες της. Η Γκρέις, αν και ήταν σχεδόν στο ύψος του, προτιμούσε πάντα τα ψηλοτάκουνα και το υπερβολικά επίσημο ντύσιμο, αδιαφορώντας για το πόσο τον εκνεύριζε, που ακόμα και για τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, έπρεπε να ντύνεται κι αυτός ανάλογα, για να μην δείχνουν όπως συνήθιζε να λέει «παράταιροι».

Εκείνος όμως, αγαπούσε την απλότητα στους ανθρώπους και η Σεσίλια, είχε πετύχει το ιδανικό για εκείνον. Έδειχνε απλή και γλυκιά.

Της χαμογέλασε και περίμενε να τον πλησιάσει.

«Γεια!», τη χαιρέτησε όταν τον έφτασε. Ήταν ελαφρώς λαχανιασμένη.

«Γεια σου! Ελπίζω να μην περίμενες πολύ, καθυστέρησα στην δουλειά…»

«Όχι, όχι μην ανησυχείς κι εγώ τώρα έφτασα», της είπε ψέματα. Κούνησε το κεφάλι της για απάντηση και κοίταξε λίγο γύρω της, ενώ παράλληλα η ανάσα της έβρισκε τον κανονικό της ρυθμό. Στο τέλος, τον κοίταξε σαν να περίμενε να της πει κάτι.

Ο Γκράχαμ ανταπέδωσε το βλέμμα, ώσπου η κοπέλα έσπασε την αμήχανη σιωπή. «Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;»

«Λοιπόν τι κάνουμε; Που θα πάμε;»

Ο Γκράχαμ χαμογέλασε νευρικά. «Ειλικρινά δεν έχω ιδέα», παραδέχτηκε. «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να πάμε κάπου, που να αρέσει σε σένα».

«Ω, πίστεψε με, θα το μετανιώσεις. Εσύ; Που συχνάζεις; Εκτός από το Element», τον ρώτησε.

Ο Γκράχαμ σκέφτηκε για λίγο και απέρριψε μία, μία τις επιλογές. «Ατυχία, αλλά τα περισσότερα μέρη που θα μπορούσα να σε ξεναγήσω, είναι μάλλον παράνομο να πάμε».

Η Σεσίλια ανασήκωσε τα φρύδια της και γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, ζυγίζοντας τον με το βλέμμα. «Χμμ… Ίσως τελικά, να μην το μετανιώσεις και τόσο».

«Όχι, δεν κατάλαβες», έσπευσε να εξηγήσει γελώντας, «εννοώ λόγω της ώρας. Κάποια πάρκα που είναι ιδανικά για περίπατο και ένα δυο μουσεία που…»

Προτείνεις σε κοπέλα να πάτε σε πάρκο και μουσείο; Κόλλα το φίλε, είσαι μεγάλος δάσκαλος. Η φωνή του Κάλουμ στο μυαλό του  και η έκφραση της Σεσίλια, τον έκανε να σταματήσει να μιλάει. «Εντάξει, με ρώτησες που συχνάζω», δικαιολογήθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους του.

Μία ακόμα παύση μπήκε ανάμεσα τους και ο Γκράχαμ, ένιωσε πως αν δεν άλλαζε κάτι, το βράδυ τους θα έληγε πιο σύντομα από όσο υπολόγιζε. Ίσως τελείωνε πιο σύντομα από οποιοδήποτε άλλο βράδυ ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, σε ολόκληρη την ιστορία.

«Τι λες για σινεμά;», πρότεινε ως λύση ανάγκης. «Λίγο πιο κάτω έχει ένα, που παίζει μόνο παλιό κινηματογράφο. Αν δεν κάνω λάθος έχει αφιέρωμα στα 60’s αυτή τη βδομάδα». Με λίγη τύχη, δε θα πέσουμε πάνω στον Πρωτάρη, σκέφτηκε σταυρώνοντας κρυφά, τα δάχτυλα του για τύχη.

Η κοπέλα σούφρωσε τη μύτη της. «60’s; Αλήθεια;»

«Ναι, γιατί όχι; Ήταν ωραία δεκαετία. Έτσι έχω ακούσει τουλάχιστον, ξέρεις διαδηλώσεις για την ειρήνη, ελαφριά ναρκωτικά, παιδιά των λουλουδιών, σεξουαλική απελευθέρωση,“Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο” κι άλλα τέτοια».

Ένα γέλιο της ξέφυγε και ο Γκράχαμ, συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που την άκουγε να γελάει, δεν του φαινόταν καν τύπος που χαμογελούσε συχνά, οπότε ίσως αυτό, μετρούσε υπέρ του. «Καλύτερα όχι. Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι δε θα με πάρει ο ύπνος», του απάντησε με ειλικρίνεια όταν σταμάτησε να γελά, κόβοντας του λιγάκι τα φτερά.

«Ωραία τότε ας περπατήσουμε, εκτός αν θέλεις να παραδεχτούμε πως όλο αυτό ήταν λάθος και να συνεχίσουμε τις ζωές μας όπως πριν. Μου φαίνεται ότι στους καυγάδες τα πάμε καλύτερα», είπε νικημένος.

«Μπορεί, αλλά όχι. Ας περπατήσουμε και βλέπουμε…», είπε τελικά η Σεσίλια και ο Γκράχαμ, είδε ένα μικρό, μικρό φως στο βάθος του σκοτεινού τούνελ που είχε πέσει.

Πήραν το δρόμο για μία από τις γέφυρες του Τάμεση, περπατώντας αργά ανάμεσα στον κόσμο, που προφανώς είχε διοργανώσει καλύτερα την έξοδο του. Το περπάτημα τους, έδειχνε πως είχε κάποιο σκοπό.

Στη διαδρομή, τη ρώτησε για τη μέρα της και τη δουλειά της, αφού κάπως έπρεπε να σπάσει ο πάγος και να μετριαστεί η αμηχανία που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Αν και ήταν ολοφάνερο, πως δεν της άρεσε να μιλά πολύ, ειδικά όταν το θέμα ήταν η ίδια, της έκανε αρκετές ερωτήσεις ώστε να την αναγκάσει να πει έστω, πέντε ολοκληρωμένες προτάσεις. Παράλληλα, την παρατηρούσε καλύτερα.

Δεν ήταν ιδιαίτερα βαμμένη, καμία σχέση με το βράδυ που είχε έρθει στο Element με το συμφοιτητή του Τζέιμς. Δεν είχε φορέσει καν, εκείνο το κατακόκκινο κραγιόν που τις προάλλες γέμιζε τα χείλη της, κάνοντας τα τόσο δελεαστικά. Κι ενώ κάποιος άλλος θα σκεφτόταν, ότι μάλλον δεν την ένοιαζε και πολύ η εμφάνιση της ή πιο συγκεκριμένα, η εμφάνιση της στο «ραντεβού», ο Γκράχαμ την κοιτούσε προσπαθώντας να γεμίσει τη μνήμη του, με όλες τις αυθόρμητες εκφράσεις και γκριμάτσες που έκανε το πρόσωπο που τελευταία, στοίχειωνε τις περισσότερες ώρες της μέρας και της νύχτας του.

Δεν ήθελε να το παρακάνει με τις απορίες του κι έτσι, προσπάθησε να συντηρήσει τη συζήτηση με θέματα που θα μπορούσαν να την ενδιαφέρουν. Στοιχημάτισε ότι, εφόσον πολλά από τα σχέδια που έκανε σαν τατουάζ ήταν δικά της, το κομμάτι τέχνη ίσως ήταν κάτι που θα τους κρατούσε απασχολημένους μέχρι να δουν τι θα κάνουν στη συνέχεια. Είχαν φτάσει τη γέφυρα και τώρα περπατούσαν πάνω της, διασχίζοντας πρακτικά τον ποταμό, έχοντας κάποια απόσταση μεταξύ τους, που ολοένα και μίκραινε.

«… όπως καταλαβαίνεις, οι σπουδές στην αρχαιολογία με έχουν μυήσει σε ένα κομμάτι της τέχνης κι έτσι ήταν απόλυτα λογικό να μου τραβήξει την προσοχή το σχέδιο σου», κατέληξε ο Γκράχαμ. Σκέφτηκε να της πει για την γκαλερί της Μάγκι, γι’ αυτό τουλάχιστον θα μπορούσε να της μιλά για ώρες, αλλά ποια κοπέλα θέλει να ακούσει για τη μητέρα του τύπου που βγαίνει πρώτο ραντεβού;

«Θα το δεχτώ, αν και πρέπει να παραδεχτείς, ότι ήταν πολύ ύποπτο»

«Έλα τώρα, πόσο στημένο θα μπορούσε να είναι σαν σκηνικό; Ήσουν υπερβολική. Κι ύστερα, ποιος φτιάχνει ένα λουλούδι στην πλάτη ενός αγνώστου, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό;», της είπε μισοαστεία.

«Μα το έκανα σχεδόν μαύρο. Ξέρεις, επειδή είσαι αγοράκι…», του απάντησε αμυντικά μεν, μα με τον ίδιο τόνο που είχε κι εκείνος. Κοιτάχτηκαν, μέχρι που ξέσπασαν σε γέλια και οι δύο.

«Αυτό δεν το περίμενα. Ότι θα γελάω με το, πώς μου το έχεις πει αλήθεια;»

«Silene tomentosa»

«Αυτό, στ’ αλήθεια πρέπει να το γράψω και τέλος πάντων, ότι θα γελούσα για το πάθημα μου και μάλιστα μαζί σου»

Σταμάτησαν για λίγο στη μέση περίπου της γέφυρας, και ακούμπησαν στο στηθαίο, κοιτώντας τα σκοτεινά νερά που σάλευαν ήσυχα από κάτω τους.

«Ούτε εγώ περίμενα να περπατάω μέσα στη νύχτα, με τον κλέφτη μου», είπε ήσυχα η Σεσίλια και η φωνή της, ταίριαξε με τον ήχο από το νερό που κυλούσε.

«Πρέπει να είσαι το μοναδικό άτομο στον πλανήτη, που θα μπορούσε να με θεωρήσει επικίνδυνο. Εμένα, που το πιο ακραίο πράγμα που έχω κάνει, είναι να αλλάξω κλάδο στο πανεπιστήμιο»

Η Σεσίλια πήρε τα μάτια της από το ποτάμι και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Σπούδαζα οικονομικά, ώσπου άλλαξα γνώμη και στράφηκα στην αρχαιολογία», της εξήγησε.

«Ααα, ώστε έτσι εξηγείται αυτό, με τα μουσεία και τις παλιές ταινίες. Αρχαιολόγος λοιπόν… Τύπου Ιντιάνα Τζόουνς ή…»

«Ή», τη διέκοψε για να εισπράξει ένα της ακόμα χαμόγελο. «Σου είπα, είμαι ο πιο ακίνδυνος αρχαιολόγος που έχει ζήσει κι εσύ από ότι άκουσα, έχεις κάποια εμπειρία από παλιές ταινίες, τελικά»

«Μόνο από αυτές που η προώθηση τους, έχει γίνει εργαλείο για την πλύση εγκεφάλου γενιών και γενιών. Γενικά, προτιμώ τις ταινίες που έχουν γυριστεί μετά τη γέννηση μου».

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι του αποδεχόμενος την απάντηση, σημειώνοντας νοερά τις κινηματογραφικές της προτιμήσεις. Συνέχισαν το περπάτημα τους συζητώντας ανάλαφρα, μέχρι που έφτασαν στην άλλη όχθη και καθώς προχωρούσαν την προσοχή του Γκράχαμ τράβηξε το Μάτι του Λονδίνου. Εντάξει, παραδέχτηκε μέσα του, είναι τέρμα γλυκανάλατο, αλλά εδώ που φτάσαμε

«Τι λες; Ανεβαίνουμε;», της πρότεινε δείχνοντας με τα μάτια πίσω της, την τεράστια φωτισμένη ρόδα.

Του φάνηκε σκεπτική, μα δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί. Μήπως όπως και εκείνος το θεωρούσε υπερβολικά μελό, ή μήπως βαριόταν ήδη και ήλπιζε να γυρίσουν μία ώρα αρχύτερα; Μετά από μία μάχη δευτερολέπτων, στράφηκε προς τα εκείνον και συμφώνησε.

Μόλις που πρόλαβαν να μπουν, πριν οι υπεύθυνοι αρχίσουν να ανακοινώνουν πως οι ώρες κοινού τελείωσαν. Ο Γκράχαμ πλήρωσε τα εισιτήρια τους, παρά τις διαμαρτυρίες της Σεσίλια. Ήξερε κι εκείνος, ότι θα του κόστιζαν τα γεύματα ενός μήνα, αλλά τελικά δεν τον πείραξε και τόσο. Η θέα ήταν υπέροχη και ο θαυμασμός που έβλεπε στο βλέμμα της Σεσίλια καθώς την παρακολουθούσε που ατένιζε το νυχτερινό Λονδίνο, του έφταναν για να μη σκέφτεται ότι θα περνούσε καιρός μέχρι να φάει ξανά, φυσιολογικό φαγητό εκτός εστίας.

Για λίγο, δε μιλούσαν. Η εικόνα μιλούσε γι’ αυτούς κι άλλωστε, μία μικρή αμηχανία είχε κάνει και πάλι την εμφάνιση της, αφού γύρω τους, ήταν μόνο νεαρά ζευγαράκια που σφιχταγκαλιάζονταν, ή φιλιόντουσαν παρασυρμένα από το ρομαντικό τοπίο, ή πιάνονταν χεράκι χεράκι, απολαμβάνοντας σιωπηλά τη βόλτα τους στον αέρα. Ίσως ένα γκρουπάκι από φασαριόζους και φωνακλάδες τουρίστες, να ήταν προτιμότερο.

Κάποια στιγμή, η Σεσίλια μετακινήθηκε ασυναίσθητα και το μπράτσο της, άγγιξε το δικό του. Ο Γκράχαμ, γύρισε προς το μέρος της, μα εκείνη συνέχιζε να κοιτάζει μπροστά της. Το πρόσωπο της έλαμπε αμυδρά και τα μάτια της, άλλαζαν χρώμα ανάλογα με τις σκιές ή το φως. Πότε έπαιρναν αποχρώσεις του πράσινου όταν ο φωτισμός επηρεαζόταν από το σμαραγδένιο της παλτό και πότε γίνονταν χρυσαφιά ή μαύρα.

Ξάφνου το Λονδίνο, δεν ήταν το ομορφότερο πράγμα που έβλεπε απόψε. Έσκυψε ελαφρά, πηγαίνοντας για τη χείλη της, όπως οι πεταλούδες στις φλόγες όταν ένα τσιριχτό γέλιο, έριξε τη θερμοκρασία κάτω από το μηδέν. Η Σεσίλια τινάχτηκε ξαφνιασμένη και ο Γκράχαμ, πρόλαβε να προσποιηθεί ότι έσκυβε για να βήξει από την άλλη πλευρά.

Ο κόσμος άρχισε να συζητά και έτσι τα μουρμουρητά, τους επέτρεψαν να ξεκινήσουν μια νέα κουβέντα για τη θέα, χωρίς να αισθάνονται ότι ενοχλούν.

«Δεν είχα ανέβει ξανά. Το πιστεύεις;», του είπε όταν κατέβηκαν και πήραν τον ίδιο δρόμο προς τα πίσω, περνώντας και πάλι από τη γέφυρα.

«Αστειεύεσαι… Ποτέ; Ούτε έστω με κάποιο αγόρι ως έφηβη; Όπως φάνηκε, είναι πόλος έλξης».

«Δεν μεγάλωσα εδώ κι έτσι… Εσύ, είχες ξαναέρθει;»

«Ναι, άλλη μία φορά», της απάντησε ανέμελα.

«Α ωραία…» του είπε και έστρεψε το βλέμμα στα παπούτσια της. Ο Γκράχαμ στην αρχή δεν αντιλήφθηκε την αλλαγή στη φωνή της, αλλά σύντομα πρόσθεσε ένα κι ένα και βιάστηκε να εξηγήσει.

«Με την αδερφή μου έχω έρθει και ήταν μέρα, οπότε δεν ήταν τόσο ωραία. Δε μετράει», της είπε χαμογελαστά.

«Χα, άρα δεν έχεις δοκιμάσει να ξεμοναχιάσεις καμιά άλλη εδώ; Από ότι είδες πιάνει»

«Πιάνει;»

«Μπορεί», απάντησε με ένα διαφορετικό χαμόγελο που ο Γκράχαμ, έβλεπε για πρώτη φορά απόψε. Σταμάτησε για λίγο να περπατάει και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Δεν τους χώριζε παρά  μονάχα ένα βήμα κι η στιγμή, ήταν σαν κινηματογραφικό πλάνο. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι μέσα στη νύχτα, να κοιτιούνται στα μάτια στη μέση μια γέφυρας, έτοιμοι να δώσουν το πρώτο τους φιλί. Τι πιο ρομαντικό, τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

Ίσως ο ποδηλάτης που παραλίγο να πέσει πάνω στον Γκράχαμ. Ούτε που άκουσε τις φωνές του, ούτε που κατάλαβε για πότε τον τράβηξε η Σεσίλια, ούτε που πρόλαβε να δει τη στιγμή να χάνεται, όταν η κοπέλα έλουσε τον ποδηλάτη με τους πιο «τέλειους» χαρακτηρισμούς. Ήταν ευχάριστο να τη βλέπει να νευριάζει με κάποιον άλλο, για αλλαγή.

Ο ποδηλάτης απομακρύνθηκε, χωρίς καν να επιβραδύνει και η Σεσίλια κοίταξε τον Γκράχαμ, από πάνω μέχρι κάτω, λες και είχε συγκρουστεί με φορτηγό. «Είσαι καλά;»

«Πιο καλά δεν γίνεται. Μάλλον κάτι έχει το κάρμα μου με το θέμα ποδήλατο, έ;»

«Δεν ξέρω… μήπως είπες κάποιο ψέμα και έπρεπε να τιμωρηθείς;».

«Ψέμα, για ποιο πράγμα;», ρώτησε ο Γκράχαμ σαν να μην είχε καταλάβει προς τα πού πήγαινε η κουβέντα της.

«Για το Μάτι. Μπορεί να είχες φέρει τελικά κάποια»

Τον ψάρευε; Μάλλον. Θα του έδινε τόση ευχαρίστηση να την αφήσει να ψήνεται λιγάκι μετά από το βράδυ που την είχε δει με το φίλο του Τζέιμς, αλλά ήθελε κι εκείνος να μάθει.

«Όχι, είπα την αλήθεια, μην ανησυχείς. Αν ήξερες την πρώην μου, τι λέω, αν έβλεπες την πρώην μου, θα καταλάβαινες»

«Α τόσο καλά…»

«Τόσο! Εσύ;»

«Εγώ; Εγώ είπαμε, δεν έχω έρθει ξανά»

Ο Γκράχαμ δεν μπόρεσε να κρατηθεί και άφησε ένα ήρεμο γέλιο να γεμίσει το κενό, μέχρι την επόμενη κουβέντα του. «Δεν εννοώ αυτό. Ρωτάω αν έχεις κάποιον»

Άλλη μία παύση. Μα δεν θα της χαριζόταν εύκολα. Την κοίταζε επίμονα, μέχρι που του απάντησε μονολεκτικά. «Όχι»

Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του και τόλμησε ξανά «Κι ο τύπος στο Element;»

«Φίλος», τον έκοψε κρύβοντας μπόλικο κρύο στο ύφος της. «Συνεχίζουμε;»

Ο Γκράχαμ ένευσε καταφατικά και δεν έδωσε συνέχεια. Αντίθετα, τη ρώτησε για το δικό της ποδήλατο και αν μπόρεσε τελικά να το επισκευάσει. Η Σεσίλια του απάντησε αόριστα, πως το είχε φτιάξει και έτσι έληξε κι αυτό το θέμα.

Ήταν στο τσακ να αρχίσει να της λέει για τον καιρό, αφού όσα βήματα κι αν είχαν κάνει, ήταν σαν να είχαν χαθεί μετά την αναφορά στις σχέσεις τους. Βλαστήμησε από μέσα του, την ώρα που αποφάσισε να κινηθεί πιο βιαστικά και πιάστηκε από το πρώτο πράγμα που βρέθηκε μπροστά του. Κυριολεκτικά.

Μέχρι να φτάσουν εκεί, από όπου είχαν ξεκινήσει, της είχε αναλύσει όλη την ιστορία για τις περισσότερες γέφυρες του Τάμεση. Δηλαδή αυτές που είχαν λίγα περισσότερα πράγματα να πει από τα αρχιτεκτονικά τους στοιχεία.

«Μάλλον σε έκανα να βαρεθείς ε;», παραδέχτηκε καθώς στέκονταν έξω από τη στάση του μετρό.

«Ε όχι, απλά η αρχιτεκτονική δεν είναι το στοιχείο μου», του απάντησε λίγο κουρασμένα και κοίταξε τη σκάλα που χανόταν στο έδαφος.

Ο Γκράχαμ κοίταξε το ρολόι του. Ήταν ακόμα νωρίς και μέχρι εκείνη την ηλίθια έμπνευση του, να τη ρωτήσει ευθέως για τον τύπο από το κλαμπ, όλα πήγαιναν ανέλπιστα καλά. Δεν θα τα παρατούσε όμως εύκολα. Όχι αυτή τη φορά.

«Κοίτα, είναι νωρίς ακόμα και είμαι σίγουρος ότι θα πεινάς». Η Σεσίλια ετοιμάστηκε να αρνηθεί αλλά ο Γκράχαμ την πρόλαβε επιστρατεύοντας όλη του την πειθώ «έστω λίγο; Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι! Ξέρω ένα τέλειο μέρος κοντά στις εγκαταστάσεις της σχολής. Θα το λατρέψεις»

Η Σεσίλια τον κοίταξε στενεύοντας τα μάτια της και στο τέλος αναστέναξε. «Αφού επιμένεις…», είπε και τον ακολούθησε.

 

Το μικρό γαλλικό μπιστρό, όπου έκατσαν για φαγητό, ήταν κάτι για το οποίο μπορούσε να περηφανεύεται. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να διεκδικήσει ως δική του ανακάλυψη και κανείς δεν τον αμφισβητούσε.

Δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα μέσο διαμέρισμα, αλλά είχε πάντα αρκετό κόσμο, εξαιτίας του φανταστικού μενού του, που περιλάμβανε διαφορετικό φαγητό και των προσιτών, ακόμα και σε χαμηλόμισθους φοιτητές, τιμών του.

To «La Coeur», βρισκόταν κοντά στο πανεπιστήμιο, χωμένο σε μία πάροδο που κανείς δεν έβρισκε, παρά μόνο τυχαία. Όμως μία φορά, αρκούσε για να σε κερδίσει το μικρό ρεστοράν και ο Γκράχαμ, πήγαινε συχνά εκεί μόνος του, ή αραιά και που με τους φίλους του, όμως ποτέ με την Γκρέις. Δεν ήταν άλλωστε, του γούστου της.

Δε φοβήθηκε μήπως δεν έβρισκαν τραπέζι, μιας και ήταν η αδυναμία της ιδιοκτήτριας, της Σοφί, που είχε περάσει ένα μαγικό καλοκαίρι στην Ελλάδα κι έτσι ήταν ικανή, ακόμα και να σηκώσει κάποιον για να εξυπηρετήσει τον Γκράχαμ. Μα δε χρειάστηκε. Το τραπεζάκι, σε μία απομονωμένη ζεστή γωνία του μαγαζιού, ήταν ότι έπρεπε. Είχαν την ησυχία τους και μπορούσαν να απολαύσουν το φαγητό τους ανενόχλητοι.

Εδώ και ώρα, μιλούσε ο Γκράχαμ. Θεώρησε πως είχε έρθει η στιγμή να ξεκινήσουν μια πιο ουσιαστική συζήτηση, αφού το να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων, τους είχε στοιχίσει κάμποσα πισωγυρίσματα. Προσπάθησε να πάρει κάποιες πληροφορίες για τη Σεσίλια, ξεκινώντας από αυτό που του είχε πει, για το ότι δεν είχε μεγαλώσει στο Λονδίνο, όμως το μόνο που έμαθε τελικά, ήταν ότι ήταν μισή Ιρλανδή και μισή Ισπανίδα.

Έτσι εξηγείται που αλλάζει διαθέσεις με το παραμικρό…

Ορμώμενος από αυτό λοιπόν, της είπε πως κι εκείνος ήταν μισός Άγγλος και μισός Έλληνας, τονίζοντας μάλιστα, πως είχε και μερικές Σκοτσέζικες ρίζες από τη μεριά του πατέρα του. Στο σημείο αυτό, η Σεσίλια έκρυψε ένα χαμόγελο πίσω από το ποτήρι του κρασιού της, που άφηνε κατακόκκινες ανταύγειες στη λευκή της μπλούζα καθώς έπαιζε με το φως του μοναδικού κεριού στο τραπέζι και συνέχισε να τον κοιτά, ακούγοντας τον προσεκτικά.

Της είπε για το νησί της μητέρας του και το καλοκαίρι που πέρασε εκεί. Το πώς του άλλαξε τη ζωή και πως γύρισε από εκεί ένας άλλος. Βλέποντας πως το να τον ακούει, της ήταν πιο εύκολο από το να την προκαλεί να ανοιχτεί, ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια την ομορφιά του τόπου και τη ζεστή καρδιά των ανθρώπων εκεί. Και για εκείνον όμως, ήταν πιο εύκολο και φυσικό να της λέει για το μέρος που του άλλαξε τη ζωή. Σίγουρα πιο εύκολο από το να της εξηγεί για τη γέφυρα του Βατερλό πάντως.

Η ώρα πέρασε, χωρίς να το καταλάβουν και ο σερβιτόρος, τους ενημέρωσε πως σε λίγο το ρεστοράν έκλεινε. Αφού ο Γκράχαμ τακτοποίησε το λογαριασμό τους, με το γλυκό να είναι προσφορά της Σοφί που τους έκλεισε συνωμοτικά το μάτι, βγήκαν στο άδειο από κόσμο στενό.

Ο Γκράχαμ είχε τα χέρια στις τσέπες του με τη Σεσίλια να περπατά αθόρυβα δίπλα του. «Πως σου φάνηκε; Άξιζε;», τόλμησε να ρωτήσει.

«Ναι πολύ. Ήταν… ωραία. Όλα», του απάντησε και ο Γκράχαμ γύρισε για να τη βλέπει. «Και η κουβέντα εννοώ. Το νησί σου πρέπει να είναι πολύ όμορφο».

«Είναι. Όσο δε φαντάζεσαι»

«Και χαίρομαι που κρύβεις λίγο μεσογειακό αίμα. Ίσως τελικά, να υπάρχει ελπίδα για σένα».

«Ελπίδα για ποιο πράγμα;»

«Για να γίνεις Ιντιάνα Τζόουνς. Ποτέ δεν είναι αργά…», του χαμογέλασε. Κι ήταν εκείνο το ίδιο χαμόγελο με πριν. Το σημάδι από το σύμπαν ίσως, ή απλά το σημάδι της Σεσίλια; Δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε. Έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες του και την πλησίασε, ώσπου το ένα του χέρι πέρασε στη μέση της και το άλλο στον αυχένα της. Έσκυψε το πρόσωπο του στο δικό της και τα χείλη τους, τα χώριζε πια μια ανάσα. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της και την επόμενη στιγμή τη φιλούσε. Τη φιλούσε σε εκείνο το απόμερο στενό, ανάμεσα στα κλειστά μαγαζάκια, έχοντας γύρω τους  μονάχα το φως από τις βιτρίνες.

Ο κόμπος που ένιωθε όλο το βράδυ στο στομάχι του, σαν να λύθηκε για να ξαναδεθεί πιο σφιχτά ανεβάζοντας τη θερμοκρασία, σε όλο του το σώμα. Το φιλί τους διεκόπη για λίγο. Τόσο, ώστε ο Γκράχαμ να προσέξει τα ρόδινα μάγουλα της. Άραγε έφταιγε το φυσικό της βάψιμο ή το φιλί του; Τι χαζός που δεν το είχε προσέξει νωρίτερα.

Την ξαναφίλησε και ένιωσε τα χέρια της, που μέχρι τότε αναπαύονταν ακίνητα στο στέρνο του, να κινούνται, να πιάνουν το πουλόβερ του μέσα από το ανοιχτό παλτό του και να τον τραβάνε πάνω της, μέχρι που οδηγημένοι από το σώμα του, κόλλησαν απαλά στο τζάμι ενός δισκοπωλείου.

Άφησε ξανά τα χείλη της και άνοιξε τα μάτια του. Χάιδεψε το πρόσωπο της απαλά και έσυρε το δάχτυλο του μέχρι το πηγούνι της. Ακούμπησε ένα μικρό φιλί στα χείλη της και η φωνή του ακούστηκε βραχνή όταν δίστασε «Έχεις… θες.. θες να πάμε κάπου;»

Δεν του απάντησε, μόνο ένευσε καταφατικά. «Έχεις κάποιο…». Εκείνη όμως τον διέκοψε με ένα αρνητικό κούνημα του κεφαλιού της. «Εντάξει, τότε», της είπε απαλά και με μεγάλη απροθυμία, απομακρύνθηκε από κοντά της και την τράβηξε από την τζαμαρία, κρατώντας της το χέρι.

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο 

 

–Ένα πιάτο που τρώγεται κρύο-

 

Μπαίνοντας στο δωμάτιο του στην εστία, ο Γκράχαμ στάθηκε μπροστά από την πόρτα του δωματίου αναποφάσιστος. Η Σεσίλια είχε νιώσει σε όλη τη σύντομη διαδρομή από το γαλλικό μπιστρό ως εκεί, την ανυπομονησία του. Ήταν σχεδόν βέβαιη ότι μόλις θα απομονώνονταν από τον έξω κόσμο, θα την έγδυνε και θα την πέταγε βιαστικά στο κρεβάτι. Ίσως μάλιστα να μην προλάβαιναν να φτάσουν καν ως εκεί. Μπορεί να τη στήριζε απλά σε κάποιον τοίχο ή στο πάτωμα, κι αυτό ως σενάριο δεν της άρεσε καθόλου, αφού υπήρχε κίνδυνος να τελειώσουν πριν καν αρχίσουν. Κι όμως να που εκείνος στεκόταν απλά και σαν να ήταν εντελώς άπειρος, στη πόρτα με την απορία αν έπρεπε να βγει και να την αφήσει μόνη της ή να μείνει εκεί μαζί με αυτό το άγριο ξωτικό! Αυτή τη σκέψη διάβασε μέσα στα μάτια του όταν στράφηκε και τον κοίταξε.

Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει εκείνη ήταν να του δώσει χρόνο. Άρχισε να παρατηρεί το χώρο. Σε αντίθεση με το δικό της διαμέρισμα, που ήταν το βασίλειο της ακαταστασίας, στο δωμάτιο του Γκράχαμ όλα τα πράγματα ή σχεδόν όλα, φαίνονταν να είναι τακτοποιημένα στη θέση τους. Ξεκούμπωσε τα κουμπιά από το παλτό της και πλησίασε μια καρέκλα, που ήταν παρατημένο επάνω ένα κασκόλ. Αφού ακούμπησε το παλτό με επιμέλεια πάνω στην καρέκλα, τράβηξε το κασκόλ και το πέρασε στο λαιμό της. Δεν είχε πολλά πράγματα το δωμάτιο, μόνο όσα είναι απαραίτητα στους φοιτητές, φορητός υπολογιστής, γραφείο, βιβλιοθήκη, πολλά βιβλία… κι ένα μονό κρεβάτι. Μια κρεμάστρα και δίπλα στο κρεβάτι ένα μικρό κομοδίνο. Πάνω σε αυτό υπήρχε ένα αρωματικό κερί και σπίρτα, το πλησίασε και κοίταξε τον Γκράχαμ που στεκόταν ακόμα μπροστά στην πόρτα έχοντας βάλει τα χέρια μέσα στις τσέπες του παντελονιού του.

-Μου επιτρέπεις; Τον ρώτησε και μόλις εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, πήρε τα σπίρτα και το άναψε. Ίσως είχε έρθει η ώρα για λίγο παιχνίδι. Άραγε το αγόρι μπροστά από την πόρτα του δωματίου, είχε κάποια εμπειρία; Της είχε μιλήσει για μια πρώην αν δεν έκανε λάθος, μήπως όμως είχαν περάσει αιώνες από τότε. Μήπως ήταν σε κάποια άλλη ζωή, μήπως απλά την είχε ονειρευτεί. Τον πλησίασε ήρεμα όπως πλησιάζει κάποιος ένα μικρό, χαριτωμένο ζώο, για να μην το φοβίσει και το βάλει στα πόδια, τι κι αν ήταν εκείνος πιο σωματώδης από την ίδια.

-Δε θα βγάλεις το μπουφάν σου; Τον ρώτησε, και ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του με σκοπό να του το αφαιρέσει. Εκείνος μετακινήθηκε ελαφρά προς το μέρος της. Όπως είχε ανασηκώσει το κεφάλι της για να τον κοιτάξει, νιώθοντας την ανάσα της να ζεσταίνει το δέρμα του, την τράβηξε επάνω του ψάχνοντας τα χείλη της. Η Σεσίλια τον έσπρωξε στην πόρτα ώστε να βρουν αντίσταση και να μην βρεθούν στο πάτωμα ενώ φιλιόνταν. Με μια της κίνηση βρέθηκε χωρίς μπουφάν ενώ γρήγορα απελευθερώθηκε και από το πουλόβερ, ύστερα τον οδήγησε ως το κρεβάτι και τον έσπρωξε να πέσει πάνω στο στρώμα, ενώ εκείνη ανέβηκε από πάνω του. Καθώς φιλιόνταν τράβηξε το κασκόλ από το λαιμό της και σηκώνοντας το χέρι του στο κεφαλάρι του κρεβατιού το έδεσε, ήταν τόσο παραδομένος στις κινήσεις του γοφού της πάνω στον καβάλο του, που δεν αντέδρασε. Μόλις είχε δέσει και τα δυο του χέρια, σταμάτησε κάθε κίνηση και τον κοίταξε, τον ένιωθε ερεθισμένο μέσα στο παντελόνι του, αλλά έπρεπε λίγο να επιβραδύνουν.

-Λύσε με τώρα. Της είπε χαμογελώντας, ένα χαμόγελο που δεν έφτανε ως τα μάτια του, αφού διάβαζε σε αυτά μια μικρή ανησυχία.

-Τσου, είπε και ανασήκωσε τα φρύδια της.

-Τώρα, σοβαρά; Θα με αφήσεις δεμένο;

-Έτσι λέω.

-Γιατί;

-Όλο και κάποιο λόγο θα έχω.

-Έλα, αρκετά, σταμάτα τα αστεία!

-Δεν είναι αστείο, είπε και ανασηκώθηκε λίγο για να ξεκουμπώσει τα κουμπιά του τζιν του. Ύστερα κάθισε πάνω στο στομάχι του και τον κοίταξε. Το αμήχανο χαμόγελο είχε εξαφανιστεί από τα χείλη του, διάβαζε τις σκέψεις του, σιχτίριζε τον εαυτό του που είχε μπλέξει με μια τρελή.

-Λοιπόν; Δεν πιστεύεις ότι έχαψα τις δικαιολογίες σου, πες μου τα όλα για το κόλπο.

-Ποιο κόλπο; Τη ρώτησε με βραχνιασμένη φωνή.

-Το κόλπο με το κλεμμένο μπλοκ.

-Άντε πάλι!

-Θα μιλήσεις ή θα περάσεις μαρτυρικά; Είπε και τεντώθηκε να πάρει το αναμμένο κερί πάνω από το κομοδίνο, γυρνώντας το λίγο ώστε να τον κάνει να πιστέψει ότι θα το χύσει επάνω του.

-Είσαι τρελή το ξέρεις; Τη ρώτησε γεμάτος θυμό! Η Σεσίλια με κόπο συγκράτησε τον εαυτό της για να μη γελάσει.

-Αν ήμουν στη θέση σου θα πρόσεχα πως θα μίλαγα. Είπε και έγειρε λίγο ακόμα το κερί μην αφήνοντας όμως να χυθεί επάνω του. Αν ομολογήσεις θα σε αφήσω, στο λόγο μου.

-Παράτα με! Της φώναξε ενώ σούφρωσε τα χείλη του από αηδία.

-Μη φτύσεις, τον προειδοποίησε εκείνη που παρεξήγησε το αποδοκιμαστικό σούφρωμα των χειλιών του, γιατί θα χύσω το κερί στο στόμα σου και μετά θα το πατήσω με βουλοκέρι. Έλα πες πως στήθηκε το κόλπο… Αντί να με κοιτάς με αυτόν το θυμωμένο τρόπο, μήπως είναι προτιμότερο να μιλήσεις;

-Κουράστηκα να σου λέω ότι δεν ήμουν μπλεγμένος στην κλοπή της τσάντας σου.

-Μέχρι που θα εμφανιστείς μπροστά μου, να συνομιλείς κρατώντας το παλιό κινητό μου.

-Βλέπεις, δεν έχει νόημα να σου πω ότι δεν το έκανα, έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι είμαι εχθρός σου και προσπαθείς να πείσεις και εμένα.

-Α όχι, κάνεις μεγάλο λάθος, έχει νόημα… είπε και άφησε το κερί πάνω στο κομοδίνο. Ύστερα αφού τον κοίταξε έσκυψε και τον φίλησε στο γυμνό, γυμνασμένο στήθος του. Εκείνος δεν αντιδρούσε όμως η Σεσίλια συνέχιζε.

-Τώρα ειλικρινά περιμένεις να ερεθιστώ μετά από αυτά που με ανάγκασες να περάσω στα χέρια σου όλη αυτή την ώρα;

-Αν μιλάς και σκέφτεσαι λιγότερο.

-Λύσε με!

-Γιατί;

-Γιατί μπορεί να σε ξαναπιάσει κρίση και να μου επιτεθείς. Δεν άντεξε άλλο και έβαλε τα γέλια ακουμπισμένη στο στήθος του.

-Θα σε έλυνα, αλλά συμβαίνει το εξής…

-Τι; Ότι είσαι ψυχοπαθής;

-Όχι, φοβάμαι τα αντίποινα, είπε και συνέχισε να τον φιλάει στο στέρνο του. Τα χείλη της ανέβαιναν προς το πρόσωπο του αφού πρώτα έκαναν μια στάση στο λαιμό του. Μου αρέσει το άρωμα σου, ταιριάζει απόλυτα με το άρωμα του κορμιού σου. Είπε και ανέβηκε αναζητώντας τα χείλη του, αφού εκείνος μετά από ένα μικρό δισταγμό ανταποκρίθηκε τελικά στο φιλί της χωρίς να την αποφύγει, η Σεσίλια έλυσε τα χέρια του. Με μια απότομη κίνηση βρέθηκε εκείνος από πάνω και με γρήγορες κινήσεις άρχισε να την γδύνει.

-Ελπίζω να έχεις προφυλακτικά, δεν ήρθα προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο.

-Έχω στο πρώτο συρτάρι, της απάντησε πριν χαθούν ο ένας στο κορμί του άλλου.  

 

-Πρέπει να παραδεχτείς ότι ήταν πολύ κακόγουστο αυτό που έκανες! Είπε ενώ την  τραβούσε μέσα στην αγκαλιά του.

-Ούτε ένα αστείο δεν μπορείς να ανεχθείς πια;

-Το τελευταίο σου αστείο, ένα λουλούδι αγνώστου προελεύσεως και ονόματος είναι ακόμα χαραγμένο ανεξίτηλα στην πλάτη μου, να σου υπενθυμίσω.

-Πρώτον είπαμε ότι το λένε Silene Tomentosa. Δεύτερον είναι ισπανικής προελεύσεως και μάλιστα είδος προς εξαφάνιση, έπρεπε να νιώθεις ιδιαίτερα ικανοποιημένος που έχεις χαραγμένο επάνω σου κάτι που βρίσκετε υπό εξαφάνιση. Τρίτον μιλάς πολύ. Και τέταρτον είπε και έκανε μια μικρή παύση πριν συνεχίσει… όπως όλα δείχνουν πρέπει τελικά να σου αρέσει αφού παραμένει στην πλάτη σου. Γύρισε και τον κοίταξε για να δει ότι χαμογελούσε. Ως προς τι το χαμόγελο;

-Πες την αλήθεια, επίτηδες άλλαξες το σχέδιο, ώστε να με ξαναδείς!

-Τι υπονοείς;

-Ότι αν είχες κάνει σωστά τη δουλειά σου, πιθανόν να μην είχα έρθει ξανά στο μαγαζί, ενώ τώρα με υποχρέωσες να έρθω για να διαμαρτυρηθώ.

-Ναι ε; Συνέχισε έτσι και θα σου χτυπήσω και ένα στο μέτωπο. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε χαμογελαστός ενώ τα μάτια του έχουν αρχίσει να κλείνουν από την ένταση και την κούραση της ημέρας.

-Ποιος θα το έλεγε ότι εμείς οι δύο…

-Ναι, τον διέκοψε, κοιμήσου όμως τώρα, φαίνεσαι κουρασμένος. Σαν να του είχε δώσει διαταγή εκείνος την έσφιξε ακόμα περισσότερο επάνω του και έκλεισε τα μάτια του, παραδομένος στον ύπνο.

 

Είχε περάσει αρκετή ώρα που βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά του ενώ ο Γκράχαμ κοιμόταν. Δεν είχε τολμήσει να κουνηθεί για να μην τον ξυπνήσει, το φως του κεριού που έπεφτε στο πρόσωπο του τον έκανε να μοιάζει τόσο όμορφος, αν και για να ήταν ειλικρινής ήταν πράγματι όμορφος. Αρχικά δεν είχε αυτά τα ξεθωριασμένα χρώματα των άγγλων, το ξεπλυμένο μπλε στα μάτια και τα ξεθωριασμένα ξανθά μαλλιά. Μάλλον ευθυνόταν η ελληνική του καταγωγή, θυμήθηκε ότι της είχε πει για τα σκοτσέζικα γονίδια, και με κόπο συγκρατήθηκε να μην την πιάσουν πάλι τα γέλια. Για δεύτερη φορά αν ήθελε να είναι ειλικρινής, το ίδιο εκείνο βράδυ είχε αποδειχτεί κάτι παραπάνω από ιππότης, αφού δεν της επέτρεψε να βάλει το χέρι στην τσέπη παρά τις διαμαρτυρίες της. Γύρισε και τον κοίταξε, μια παρόρμηση την έσπρωχνε να τον φιλήσει όμως η φωνή της λογικής που τη ρώτησε αν έψαχνε μπελάδες της το απαγόρευσε, ενώ συνάμα τη ρωτούσε τι γύρευε τόση ώρα μετά, ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μαζί του. Ότι ήταν να κάνουν το είχαν κάνει, η βιολογική τους ανάγκη είχε καλυφτεί, οπότε το μόνο που της έμενε ήταν να σηκωθεί και να του δίνει.

Με προσοχή απομάκρυνε το χέρι του από πάνω της, σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει για τα διασκορπισμένα της ρούχα. Ντυμένη πλέον και φορώντας τις μπαλαρίνες της, πλησίασε προς την καρέκλα που ήταν το παλτό της. Πάνω στο γραφείο πρόσεξε ότι υπήρχαν κάποια βιβλία ενώ από κάτω από δύο από αυτά υπήρχε κάτι που έμοιαζε με κορνίζα. Αφού έβγαλε από πάνω το βάρος των βιβλίων, πρόσεξε ότι ήταν πράγματι κορνίζα. Την πήρε στα χέρια της, το γυαλί της ήταν σπασμένο, ενώ στη φωτογραφία πόζαρε το αγόρι που βρισκόταν σε ‘‘κόμμα’’ πάνω στο κρεβάτι του μαζί με μια κοπέλα. Την κοίταξε προσεχτικά. «Χμ χαριτωμένη!» σκέφτηκε. Ύστερα την ξανασκέπασε με τα βιβλία και αφού έριξε μια ματιά στα βιβλία που ήταν στα ράφια, πήρε ένα ακόμα πιο βαρύ, και το έβαλε από πάνω από τα άλλα δύο που ’κρυβαν την κορνίζα. Ύστερα επέστρεψε στο κρεβάτι, έριξε μια ματιά στον Γκράχαμ που είχε απλωθεί στο κρεβάτι του, ενώ είχε γυρίσει μπρούμυτα. Χάζεψε για λίγο το τατουάζ, θαυμάζοντας για μια ακόμα φορά τη δουλειά της και ύστερα αφού παράκουσε τη φωνή που τη διέταζε να φύγει αμέσως έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο, χαζεύοντας τον για λίγο από τόσο κοντά καθώς εκείνος κοιμόταν και δεν μπορούσε να δει ότι τον παρατηρούσε. Όπως σηκώθηκε όρθια για να κουμπώσει το παλτό της πρόσεξε το κασκόλ που κρεμόταν ακόμα από το κεφαλάρι, δεμένο κόμπο. Χωρίς να το σκεφτεί το έλυσε και το πέρασε γύρω από το λαιμό της, ενώ το έκρυψε κάτω από το παλτό, για να μη φαίνεται. Αφού έσβησε το κερί, πάτησε ένα τυχαίο κουμπί από το κινητό της για να φωτίσει το χώρο και να φτάσει στην πόρτα χωρίς να πέσει επάνω σε κάτι που θα μπορούσε να τον ξυπνήσει. Βγαίνοντας από το δωμάτιο τράβηξε την πόρτα σιγά και αφού ανάπνευσε με ανακούφιση πήρε το δρόμο για την επιστροφή.

Μόλις είχε βγει από τις εστίες της πανεπιστημιούπολης στο δρόμο, άκουσε κάποιον να τη φωνάζει. «Όχι ρε γαμώ το!» μουρμούρισε και γύρισε προς τον Τσάρλι που ερχόταν με τη συνοδεία του φίλου του, « Fuck, fuck, fuck» είπε μέσα από τα δόντια της όταν πρόσεξε ότι ο φίλος του φίλου της, ήταν ο κοκκινομάλλης Τζέιμς.

-Σεσίλια! Ώστε εσύ είσαι!

-Ολόκληρη! Σχολίασε βαριεστημένα.

-Μα καλά που ήσουν;

-Εδώ!

-Όταν λες εδώ, εννοείς στις εστίες;

-Μπορείς να το πεις κι έτσι!

-Και τι έκανες εδώ;

-Δεν ήξερα ότι απαγορεύεται! Είπε και τον κοίταξε στα μάτια με τον εκνευρισμό της έτοιμο να βαρέσει κόκκινο.

-Όχι, δεν απαγορεύεται! Σχολίασε συνεσταλμένα εκείνος. Θες να έρθεις επάνω στο δωμάτιο μου; Η Σεσίλια έριξε μια ματιά στον Τζέιμς που την κοίταζε αναμένοντας με ενδιαφέρον την απάντηση της.

-Όχι είναι αργά και είμαι κουρασμένη. Θα τα πούμε την Τετάρτη στο εστιατόριο.

-Καλά δε χρειάζεται να τα λέμε μόνο εκεί, μπορούμε να βρεθούμε και για καφέ.

-Εντάξει το κανονίζουμε, γεια! Είπε και γύρισε την πλάτη της εκνευρισμένη από την απρόβλεπτη συνάντηση.

Τα αγόρια έμειναν για λίγο να την κοιτάζουν, ο μεν Τσάρλι παραξενεμένος ο δε Τζέιμς με ενδιαφέρον! Αφού εκείνη έστριψε στο επόμενο στενό, συνέχισαν και εκείνοι τον δρόμο τους.

-Τι τρέχει με αυτή; Ρώτησε ο Τζέιμς.

-Τι εννοείς;

-Δεν ξέρω, πολύ παράξενη δεν είναι;

-Όχι, είναι πολύ καλό παιδί, απλά κάπως κλειστή.

-Έχει τρέξει ποτέ κάτι μεταξύ σας;

-Τι εννοείς;

-Να, κανένα φιλί, φάσωμα, σεξ;

-Μην λες βλακείες, τη Σεσίλια τη σέβομαι.

-Γιατί με όσες κάνεις σεξ, δεν τις σέβεσαι;

-Είναι φίλη. Τέλος συζήτησης!

-Δηλαδή δεν τη γουστάρεις; Ο Τσάρλι δίστασε να απαντήσει. Γιατί αν δεν την γουστάρεις να κάνω εγώ παιχνίδι. Ο Τσάρλι γρύλισε εκνευρισμένος.

-Κατάλαβα, τη γουστάρεις!

-Τζέιμς, από τη φράση, τέλος συζήτησης, τι δεν καταλαβαίνεις;

-Οκ, Οκ.  Κατάλαβα, τη γουστάρεις πολύ.

 

Φτάνοντας στο σπίτι της η Σεσίλια, το πρώτο που έκανε ήταν να βγάλει τις μπαλαρίνες της και να φορέσει χοντρές κάλτσες για να ζεστάνει τα παγωμένα της πόδια. «Πολύ κακή επιλογή», επανέλαβε στον εαυτό της, στην Αγγλία ζούσε, «δίπλα» στο βόρειο πόλο, το κατάλληλο παπούτσι ήταν μπότα κι όχι μπαλαρίνες, τις μπαλαρίνες καλύτερα να τις κράταγε για την Ισπανία και για τις «χώρες του Ισημερινού». Το μυαλό της πέταξε από την Ισπανία στην Ελλάδα κι από εκεί στο δωμάτιο του Γκράχαμ στην εστία, που τον είχε αφήσει να κοιμάται. Αφού γδύθηκε έπεσε κάτω από τα σκεπάσματα της να κλέψει λίγες ώρες ύπνο, όμως οι σκέψεις δεν της το επέτρεπαν. Αφού σηκώθηκε τρεις φορές για να πάει στην τουαλέτα χωρίς λόγο και άλλες δύο για να πιει νερό, τράβηξε το κασκόλ του από εκεί που το είχε αφήσει και το πέρασε γύρω από το χέρι της. Το έφερε κοντά στο πρόσωπο της, είχε διαφορετική μυρωδιά αρώματος αλλά αισθανόταν τη μυρωδιά του κορμιού του. Με την αίσθηση του την πήρε τελικά ο ύπνος.

 

Το επόμενο μεσημέρι που κατάφερε να ξυπνήσει ήταν μέσα στα νεύρα. Μόλις είδε το κασκόλ του απλωμένο πάνω από τα σκεπάσματα, το πήρε το έκανε κουβάρι και το πέταξε πάνω σε μια καρέκλα. Έτριψε τους κροτάφους της μήπως και μπορέσει να ηρεμίσει κάπως το κεφάλι της που πήγαινε να σπάσει. «Γκρέις» μουρμούρισε, και προσπάθησε να θυμηθεί που είχε ξανακούσει αυτό το όνομα που είχε στοιχειώσει τα όνειρα της. Φυσικά, αναπήδησε από το κρεβάτι της, το όνομα του κοριτσιού στη φωτογραφία που ήταν με τον Γκράχαμ πρέπει να ήταν Γκρέις. Και ήταν εκείνη που είχαν αναφέρει οι άλλοι και στο στούντιο των τατουάζ αλλά και στο κλαμπ… Εκείνος είχε σχολιάσει κάτι για μια πρώην όμως αν ήταν πρώην, πρώτον γιατί είχε κρατήσει ακόμα τη φωτογραφία της και δεύτερον γιατί την ανέφεραν οι φίλοι του με τόση άνεση, μπας και της πούλαγε ιστορίες απλά και μόνο για να τη ρίξει. Αλλά ακόμα και ειλικρινής να ήταν, αργά ή γρήγορα σε εκείνη θα επέστρεφε, ήταν το κορίτσι που του ταίριαζε, είχε αναγνωρισμένη ομορφιά, ήταν εντυπωσιακή, ήταν η γυναίκα που θα ήθελε κάθε επιτυχημένος άντρας να έχει στο πλάι του.

«Να σε πάρει Γκράχαμ!» μουρμούρισε περισσότερο θυμωμένη με τον εαυτό της που αφέθηκε παρά με εκείνον. Έριξε μια ματιά στο πεταμένο κασκόλ. Ωραία, μόλις του είχε δώσει ένα λόγο να τη ξανασυναντήσει, ειρωνεύτηκε τον εαυτό της. Τεντώθηκε προς τα ρούχα της για να βρει το κινητό και να κοιτάξει να δει αν είχε κάποιο μήνυμα ή κλήση που μπορεί να μην είχε ακούσει. Τίποτα. Φυσικά! Σκέφτηκε και πέταξε το κινητό της πάνω στο στρώμα. Γιατί έπρεπε να την πάρει κάποιος τηλέφωνο και τι να της πει. Η μάνα της ήταν μόνιμα απασχολημένα με τα άλλα της παιδιά από το δεύτερο γάμο, άλλωστε η Σεσίλια είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν την είχε ανάγκη, οπότε ας έπαιζε τη μητέρα στα μικρά. Με τον Τσάρλι ήταν κάπως απότομη όσο για τον Γκράχαμ είχε πάρει αυτό που ήθελε, γιατί να ενδιαφερθεί κάποιος για εκείνη περισσότερο.

-Ω ω ω, καλύτερα, να έχω την ησυχία μου, είπε και σηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Έριξε μια ματιά γύρω της, από πότε είχε να πλύνει πιάτα, αναρωτήθηκε και άναψε αμέσως να ζεστάνει το νερό ώστε να ξεκινήσει. Ύστερα από μια ώρα, ένα σωρό πιάτα βρίσκονταν πάνω στο νεροχύτη να στραγγίζουν. Κρατώντας την κούπα της γεμάτη με καφέ, βγήκε από την κουζίνα. Το καθιστικό χωρίς να είναι εντελώς στα χάλια του δεν το έλεγε και κάποιος τακτοποιημένο. Αν αρκούσε μια νύχτα να κοιμηθεί με κάποιον για να μεταμορφωθεί το επόμενο πρωί σε νοικοκυρά, τότε αυτός ο κάποιος, χωρίς καμιά αμφιβολία, ήταν κακιά επιρροή. Τελικά αφού θεώρησε ότι λίγη ακαταστασία θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως εικαστική άποψη άφησε τα πράγματα ως είχαν και κάθισε στο τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο. Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, ένα μαρκαδοράκι και άρχισε να σχεδιάζει με το μυαλό της να είναι εντελώς αλλού.

Τελικά δεν την ήξερε καθόλου καλά το τυπάκι που είχαν βγει το προηγούμενο βράδυ. Καλά τώρα και τυπάκι δεν το έλεγες, μάλλον κάτι σε φλωράκι θα ήταν ο σωστός χαρακτηρισμός, και μάλιστα από εκείνα τα μουλωχτά. Που ενώ είναι σε διάλλειμα με την κοπέλα τους, την παρουσιάζουν ως τελειωμένη σχέση για να ρίξουν κάποια άλλη, λες κι αυτή νοιαζόταν αν εκείνος είχε ή δεν είχε σχέση. Είχε μπλέξει τόσες και τόσες φορές με παντρεμένους και το γνώριζε και δεν την ένοιαζε, και στην τελική γιατί θα έπρεπε; Η καθολική εκκλησία βέβαια θεωρεί βαρύ αμάρτημα τη μοιχεία, αλλά εκείνη ήταν ελεύθερη, ο εν λόγω εραστής της έπρεπε να νοιάζεται για τη σύντροφο του, αφού εκείνος απατούσε ένα πρόσωπο που ισχυριζόταν ότι το αγαπούσε. Εκείνη δεν ήξερε την αντίζηλο και επιπλέον ποτέ δεν μπήκε στη μέση με σκοπό να χωρίσει κάποιον, απλά περνούσε καλά με έμπειρους άντρες, κάλυπτε τη βιολογική της ανάγκη και έπειτα επέστρεφε σπιτάκι της να κοιμηθεί μόνη και ήσυχη στο κρεβάτι της. Όπως κάποιοι έβγαιναν και έτρωγαν μαζί, έτσι η Σεσίλια έβγαινε με κάποιον έκανε σεξ, γιατί έρωτα δεν το έλεγες και επέστρεφε μόνη της και ικανοποιημένη στο κρεβάτι της για να κοιμηθεί με την ησυχία της.

Κοίταξε το χαρτί που σχεδίαζε και είδε μπροστά της το πρόσωπο του Γκράχαμ. Θυμήθηκε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που σχεδίαζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Μετά την ατυχή σύγκρουση με το ποδήλατο της, αφηρημένη τον είχε ζωγραφίσει πάλι, βγάζοντας μάλιστα το άχτι της με το να του αλλάζει τις γκριμάτσες. Στο τέλος πριν σκίσει το πορτρέτο του και το πετάξει στα σκουπίδια, του μαύρισε ένα από τα μπροστινά δόντια, του φόρεσε και κάτι τεράστια γυαλιά, και για φινάλε του πρόσθεσε και ακμή με ένα κόκκινο μαρκαδόρο. Μήπως τελικά είχε δίκιο, μήπως του είχε σχεδιάσει άλλα ντ άλλων στην πλάτη για να τον αναγκάσει να πάει να τον ξαναδεί. Φυσικά. Ήταν ένας λόγος, όμως όχι έτσι όπως το ισχυρίστηκε εκείνος, πριν από κάποιες ώρες, απλά ήθελε να πάει για να τσακωθούν. Και κυρίως για να του δείξει ότι εκείνη ήξερε, μόνο που εκείνος δε γνώριζε. Αν όμως δεν είχε δει το σχέδιο του φοίνικα από το κλεμμένο της τετράδιο στα χέρια του, ποτέ δε θα είχε τολμήσει να του ζωγραφίσει κάτι άλλο από αυτό που θα της ζητούσε, ήταν επαγγελματίας όλοι είχαν να το λένε αυτό! Ένας καυγάς στο δρόμο δε θα ήταν αρκετός για να την κάνει να ξεπεράσει τα όρια. Και αγαπούσε τη δουλειά της. Βέβαια ήταν και εκδικητική γι’ αυτό δε συμπεριφέρθηκε και πολύ ώριμα και επαγγελματικά όταν ζωγράφιζε λουλούδια με αιωρούμενα πέταλα αντί για στάχτες και φοίνικες. Πιο σωστό ήταν να τον ρωτήσει που το είχε βρει και να λυθεί η παρεξήγηση που η ίδια είχε προκαλέσει. Όμως από την άλλη αν δεν είχε δημιουργηθεί εξαιτίας του κλεμμένου  μπλοκ όλο αυτό το χάος, θα της είχε εντυπωθεί εκείνος στο μυαλό, ο Γκράχαμ ήταν μίλια μακριά από τα καθιερωμένα της γούστα.

-Να σε πάρει Γκράχαμ, επανέλαβε. Και που τον πρόσεξε μήπως ήταν για καλό! Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε νιώσει ολοκληρωμένη από την ερωτική πράξη, δεν μπορούσε να φανταστεί καν ότι μπορούσε να γίνει έτσι. Και μπορεί από θέμα τεχνικής να υστερούσε μπροστά σε άλλους πιο έμπειρους εραστές της, όμως υπήρχε κάτι που δεν είχε βρει ποτέ στους άλλους. Κι ενώ το μυαλό της, όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, τη διέταζε να φύγει από το πλάι του και να επιστρέψει στο σπίτι της την ίδια στιγμή ήθελε να μείνει εκεί μαζί του και να κοιμηθεί στην αγκαλιά του. Ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο χαρτί με το πορτρέτο του και μουρμούρισε για τρίτη φορά. «Να σε πάρει Γκράχαμ…» και πρόσθεσε λιγότερο μελοδραματικά «…και εμένα μαζί».

 

Όση ώρα είχε δουλειά στο στούντιο, ο χρόνος της περνούσε χωρίς ιδιαίτερες σκοτούρες, όμως μόλις έμενε μόνη της στο εργαστήριο η διάθεση της έπεφτε αυτόματα. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει την πόρτα της για πολλοστή φορά με την ελπίδα ότι περίμενε κάποιος έξω για τατουάζ, όμως ο χώρος αναμονής ήταν άδειος. Για να σταματήσει να πηγαινοέρχεται, άφησε ανοιχτή την πόρτα και πήρε ένα φύλλο Α4 από τον εκτυπωτή και άρχισε να σχεδιάζει. Κρατούσε το μολύβι και κοιτούσε το χαρτί όπως ο αδιάβαστος μαθητής την κόλλα διαγωνίσματος. «Άσε το μυαλό σου ελεύθερο» διέταξε τον εαυτό της κι ακούμπησε δειλά τη μύτη του μολυβιού πάνω στο φύλλο. Το πρώτο πράγμα που ζωγράφισε ήταν μια καμπύλη που θύμιζε μισή καρδιά.

-Ωραία, επιστροφή στο νήπιο. Τώρα να ζωγραφίσω ένα τετράγωνο για σπιτάκι, έναν κύκλο για ήλιο και έναν μπαμπά με μια μαμά. Σχολίασε και θυμωμένη τράβηξε ένα βέλος να σκίζει την καρδιά, μετά δοκίμασε κάτι άλλο, μια καρδιά ενώ το βέλος που τη διαπερνούσε ήταν η λέξη «ΜΙΣΟΣ», με πλαγιαστά γράμματα. Από τη μία καρδιές και από την άλλη μίσος, μήπως έχω διχαστεί, μήπως πρέπει να με κοιτάξει κανένας ψυχίατρος;

-Αν συνεχίσεις να μιλάς στον εαυτό σου θα στο σύστηνα κι εγώ. Η Σεσίλια αναπήδησε τρομαγμένη στη θέση της και κοίταξε προς την πόρτα όπου στηριζόταν ένας χαμογελαστός Χάρολντ με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

-Με τρόμαξες!

-Αλήθεια! Δε φάνηκε. Αδιάφορα τσαλάκωσε την κόλλα και την πέταξε στον κάδο με τα σκουπίδια. Θυμήθηκε το βράδυ που κατέληξε το κραγιόν της μέσα σε αυτόν, για να μην την πετύχει ο Γκράχαμ να φτιάχνεται ενώ τον περίμενε. Με την καρδιά της να τρέμει αντιλήφθηκε την επόμενη μέρα ότι ο Τζίμη τελικά δεν είχε αλλάξει τις σακούλες με τα σκουπίδια. Ευτυχώς το κραγιόν είχε πέσει πάνω σε μια κόλλα χαρτί όπου το είχε προστατεύσει από το περιεχόμενο του κάδου. Βέβαια, η Σεσίλια δεν κατάφερε να αντισταθεί και να μην το απολυμάνει με καθαρό οινόπνευμα για παν ενδεχόμενο.

-Ώστε σχεδιάζεις καρδιές τρυπημένες από βέλη μίσους. Να σε ρωτήσω ποιος σε πείραξε μικρή μου; Γύρισε και τον κοίταξε απορημένη από τον τρόπο που την είχε αποκαλέσει «μικρή μου», προτίμησε όμως να μη σταθεί σε αυτό.

-Μια πελάτισσα ήρθε και μου ζήτησε να της σχεδιάσω κάτι.

-Μια καρδιά μίσους;

-Κάτι τέτοιο.

-Θα είναι πολύ θυμωμένη με το φίλο της, καλύτερα για εκείνον να μην την πετύχει μπροστά του.

-Καλύτερα. Είπε και σούφρωσε τα χείλη της.

-Και τώρα στα δικά μας! Είπε και την τράβηξε στην αγκαλιά του με μια απότομη κίνηση. Εκείνη τραβήχτηκε και τον κοίταξε θυμωμένη.

-Τι κάνεις, είμαι στη δουλειά μου!

-Ναι, αλλά δεν είναι κανείς εδώ.

-Δίπλα είναι ο Τζίμη με πελάτη και στην τελική δε σου έδωσα ποτέ τέτοιο δικαίωμα.

-Ναι, προτιμάς να τα κάνεις στα μουλωχτά.

-Δικαίωμα μου. Λέγε τι θες; Τον ρώτησε απότομα.

-Γιατί δεν απαντάς στις κλήσεις και στα μηνύματα μου;

-Τι θες να σου απαντήσω;

-Δεν ξέρω, κάτι!

-Τι σημαίνει κάτι;

-Οτιδήποτε.

-Άκου Χάρολντ, δεν ξέρω τι περιμένεις από εμένα και στην τελική δε με νοιάζει. Δεν υπάρχει κάτι ανάμεσα μας. Δε σε άφησα ποτέ να πιστέψεις κάτι τέτοιο και διόρθωσε με αν κάνω λάθος, οπότε δεν ξέρω για ποιο λόγο περιμένεις να απαντήσω στα μηνύματα και στις κλήσεις σου.

-Τα λες έξω από τα δόντια.

-Δεν υπάρχει κάποιος λόγος για να μην το κάνω. Και μην το παίζεις θιγμένος… ήσουν παντρεμένος…

-Δεν είμαι πια.

-Και τι σημαίνει αυτό, ότι πήρα προαγωγή στην κατάταξη των σχέσεων σου; Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για κάτι τέτοιο, οπότε μη με πιέζεις να το παίξω ερωτευμένη, αυτό που ήθελα το έπαιρνα από εσένα, ποτέ δε σου υποσχέθηκα ότι θα σου δώσω κάτι παραπάνω από αυτό που είχαμε. Οπότε τώρα τι συζητάμε;

-Υπάρχει άλλος;

-Μπορεί! Είπε αυθόρμητα εκείνη.

-Γι’ αυτό ζωγραφίζεις καρδιές;

-Πάλι τα ίδια θα λέμε;

-Άκου μικρό μου, δεν τελειώσαμε, δεν ξέρω τι είναι αυτός που νομίζεις ότι γουστάρεις και μισείς συγχρόνως όμως εγώ θα σε διεκδικήσω. Είπε κρατώντας την από το πιγούνι ενώ εκείνη τραβήχτηκε απότομα.

-Αν έχεις χρόνο για πέταμα. Η πόρτα του μαγαζιού ακούστηκε που άνοιγε. Και τώρα όπως όλα δείχνουν έχω δουλειά, μπορείς να πηγαίνεις!

-Στο επανιδείν. Είπε και τη χαιρέτησε με ένα νεύμα. 

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο

 

Is it still raining? I hadn't noticed (4 Γάμοι και 1 Κηδεία)

 

Μύριζε πάντα, έτσι το σεντόνι του; Το μαξιλάρι του; Δεν μπορούσε να θυμηθεί και δεν είχε σκοπό να ζορίσει τη μνήμη του παραπάνω. Το μόνο που ήθελε, ήταν να ρουφήξει και το τελευταίο μόριο αυτής της μυρωδιάς. Άπλωσε το χέρι του, για να φέρει την πηγή της ακόμα πιο κοντά, μα το μόνο που άγγιξε ήταν το κενό, μέχρι που τα δάχτυλα του έπεσαν άδεια, πάνω στο στρώμα.

Με τη μισή του μούρη χωμένη μέσα στο μαξιλάρι, άνοιξε το ελεύθερο μάτι του απορημένος. Όταν είδε πως ο μικρός χώρος, που άφηνε ακάλυπτο το δικό του σώμα στο κρεβάτι, δεν φιλοξενούσε κανέναν πια, ανασηκώθηκε στους αγκώνες του και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Αν εξαιρέσεις τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα, τίποτα δε μαρτυρούσε ότι το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε τηρήσει την καθημερινή του ρουτίνα και πως δεν είχε επιστρέψει μόνος στην εστία.

Ξανάπεσε στο κρεβάτι του και γύρισε ανάσκελα, διπλώνοντας τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά, που ξεκίνησε τη μέρα του τόσο ευδιάθετος, όμως ένα μικρό τσίμπημα απογοήτευσης, έπνιξε το χαμόγελο που ήταν έτοιμο να ανθίσει στο πρόσωπο του.

Έφυγε… και το ήξερες. Το ήξερες καλά, πως δε θα είναι εδώ το πρωί!

Μέσα του, είχε καταλάβει πως η Σεσίλια, δεν ήταν από τις γυναίκες που περιμένουν πρωινό στο κρεβάτι την επόμενη μέρα, ή ζητάνε αγκαλίτσες μετά το σεξ. Και στο κάτω κάτω, αυτό δεν ήταν το χτεσινό βράδυ; Σεξ και μάλιστα καλό. Άλλωστε κι εκείνος, μόλις είχε βγει από μια δύσκολη και μακροχρόνια σχέση. Η δέσμευση, ήταν το τελευταίο που του χρειαζόταν. Γιατί λοιπόν τον ενοχλούσε τόσο, που δεν ήταν το πρόσωπο της, το πρώτο πράγμα που αντίκρισε όταν ξύπνησε;

Και τότε, η ενοχική του συνείδηση, πέρασε στην αντεπίθεση. Μήπως έφταιγε εκείνος; Το ραντεβού τους δεν ξεκίνησε και πολύ καλά, ειδικά εκείνη η φοβερή του έμπνευση, να της αναλύσει την ιστορία των γεφυρών του Τάμεση, πρέπει να  βρισκόταν στο top5 των καλύτερων τρόπων, για να σκοτώσετε μια ρομαντική ατμόσφαιρα. Αλλά τότε, γιατί γύρισε μαζί του στην εστία. Είχε όλες τις ευκαιρίες του κόσμου να του αρνηθεί.

Μήπως κάτι δεν πήγε καλά σε όσα έγιναν μετά; Όχι, αυτό ήταν αδύνατον. Θα το είχε καταλάβει κι εκείνος. Μπορεί να σιχαινόταν τον εαυτό του που έμπαινε σε τέτοιες συγκρίσεις, με την Γκρέις όμως αν και τους έδεναν πολλά περισσότερα μετά από χρόνια σχέσης, δε μοιράστηκαν ποτέ τόσα σε μία νύχτα. Δεν είχαν ποτέ παρόμοιο πάθος και ο Γκράχαμ θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά, για το ότι όσα ένιωσε, δεν ήταν μόνο από τη μεριά του. Πράγμα που αναιρούσε την προηγούμενη πεποίθηση του, για το τι σήμαινε ουσιαστικά το χτεσινό βράδυ, ακόμα κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί.

Πήρε μια βαθιά ανάσα ακόμη και θυμήθηκε, τι είχε πει εκείνη για το δικό του άρωμα. Ότι της άρεσε και πως του ταίριαζε. Πως ήταν δυνατόν, να μη σήμαινε κάτι καλό αυτό; Αφήνοντας ένα ελαφρύ κατσούφιασμα να κερδίσει τη μάχη με την αρχική καλή του διάθεση, σηκώθηκε και μπήκε για ντους. Βγαίνοντας, το ίδιο άρωμα που είχε ποτίσει τα σεντόνια του, πλανιόταν στο χώρο. Εισέπνευσε αργά και άφησε τον αέρα να φύγει από το στόμα. Μπλεγμένες εικόνες αναδύθηκαν, άλλες θολές κι άλλες ολοκάθαρες σαν να είχαν μόλις συμβεί.

Μια μαύρη ορχιδέα, να σκαρφαλώνει στην λευκή της πλάτη, να ήταν άραγε αυτό το άρωμα που έψαχνε; Στίχοι άγνωστοι, να στολίζουν το γυμνό πλευρό της και μια λέξη που αναγνώρισε πίσω από το μικρό αυτί της. Γρανάδα.

Τίναξε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του, και με ένα πείσμα όμοιο με πεντάχρονου παιδιού, όρμησε στο παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα. Ο κρύος αέρας του επιτέθηκε και ταυτόχρονα, περικύκλωσε τη μυρωδιά που τον ξελόγιαζε. Σε λίγο, το δωμάτιο του ήταν γεμάτο από τον αέρα του πρωινού Λονδίνου και για να ενισχύσει την αίσθησης της επιστροφής στην καθημερινότητα, άναψε την καφετιέρα του, έχοντας βάλει διπλή δόση καφέ.

Η μέρα του, θα ήταν κενή μέχρι το απόγευμα, όπου έπρεπε να παρακολουθήσει μία διάλεξη ενός φιλοξενούμενου καθηγητή αρχαιολογίας από τη Γαλλία κι έτσι, αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν να κρατήσει τον εαυτό του απασχολημένο για να αποτραπούν επικίνδυνες κι αυθόρμητες κινήσεις.

Όσο βρισκόταν στο μπάνιο, κάτω από το κρύο νερό, ζύγιαζε τις επιλογές του καταλήγοντας, πως θα ήταν προτιμότερο να μη δοκιμάσει να καλέσει τη Σεσίλια. Μπορεί να μην του είχε αφήσει κάποιο σημείωμα, ωστόσο το μήνυμα της, ήταν κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο.

Αυτά του έλεγε το κομμάτι της λογικής του, που έκρυβε λίγο παραπάνω εγωισμό. Το άλλο κομμάτι της, εκείνο που παρασυρόταν καμιά φορά από το τι αισθανόταν, του έλεγε ότι εκείνη έφυγε, επειδή έπρεπε και πως θα τον καλούσε όταν μπορούσε, για να ξαναβρεθούν. Δεν ήταν λοιπόν ανάγκη να κάνει σαν σπαστικό.

Φορώντας μια ζεστή φόρμα και ένα φούτερ, κάθισε στην καρέκλα του γραφείου, ενώ ο καυτός καφές, άχνιζε δίπλα στο ανοιχτό του laptop. Έπλεξε τα δάχτυλα του, τεντώνοντας τα για να ξεπιαστούν και ανασκουμπώθηκε. Τόσο καιρό, η εργασία του είχε μείνει πίσω και τώρα είχε την ευκαιρία να επανορθώσει και να αποφύγει να κάνει καμία γκάφα με τη Σεσίλια. Με ένα σμπάρο, δύο τρυγόνια!

Άνοιξε δύο σελίδες στον περιηγητή του, το αρχείο της εργασίας και ξεκίνησε το διάβασμα. Ώρες αργότερα, ούτε που κατάλαβε πως είχε κυλήσει έτσι η μέρα, μέχρι την στιγμή που έπρεπε να αρχίζει να ετοιμάζεται. Τα δάχτυλα του, γλιστρούσαν στο πληκτρολόγιο αβίαστα, μεταφέροντας τις σκέψεις του στην οθόνη και όταν κοίταξε το ρολόι συνειδητοποιώντας πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα, ενθουσιάστηκε με την πρόοδο του. Αν είχε κι άλλες εξίσου παραγωγικές μέρες, η εργασία του θα τελείωνε πολύ πιο γρήγορα από όσο είχε υπολογίσει.

Σηκώθηκε και ντύθηκε λίγο πιο φροντισμένα για τη διάλεξη, μιας και θα ακολουθούσε μια μικρή συγκέντρωση, όπου πρακτικά ο κόσμος θα τριγύριζε σε ένα δωμάτιο με το φαγητό και το ποτό στο χέρι, συζητώντας τα πορίσματα της διάλεξης.

Το υφασμάτινο παντελόνι, το πουκάμισο και το νεανικό σακάκι ήταν απαραίτητα λοιπόν. Φόρεσε παλτό και πήρε την τσάντα του, με το απαραίτητο σημειωματάριο σε περίπτωση που χρειαζόταν να κρατήσει σημειώσεις και την ώρα που κοιταζόταν στον καθρέφτη δίπλα στην πόρτα, ισιώνοντας λίγο τα μαλλιά του, το μάτι του ταξίδεψε πίσω του κι έπεσε στο στρωμένο κρεβάτι του και συγκεκριμένα στο κεφαλάρι. Στο άδειο τώρα πια κεφαλάρι, αφού το κασκόλ του, είχε κάνει φτερά!!

 

Τις δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν, μέχρι εκείνο το βροχερό απόγευμα, ο Γκράχαμ, δεν είχε κάνει καμία κίνηση να βρει τη Σεσίλια. Εντάξει, είχε πάρει κάτι δικό του κι αυτό, μπορεί να σήμαινε δύο πράγματα. Μα δε διακινδύνευε να επιλέξει ποιο από τα δύο, από φόβο μήπως παρερμηνεύσει τα σημάδια.

Η μία εκδοχή, ήταν ότι η Σεσίλια τον προκαλούσε. Ότι παίρνοντας το κασκόλ του, ουσιαστικά του δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος, για να την αναζητήσει ξανά. Αλλά πάλι, αν το γεγονός ότι πέρασαν τη νύχτα μαζί, δεν ήταν λόγος για να ξαναβρεθούν, θα ήταν ένα κασκόλ; Απορία που τον οδηγούσε στην δεύτερη εκδοχή, ότι η κοπέλα πήρε το κασκόλ, επειδή απλά το χρειαζόταν.

Προσπαθούσε και πάλι, να μαντέψει τι θα του έλεγαν οι φίλοι του, καθώς για μία ακόμη φορά δεν τους αποκάλυψε τα όσα είχαν συμβεί. Πίστευε ότι δε θα τον καταλάβαιναν. Ο Κάλουμ, θα γελούσε και θα τον αποκαλούσε τουλάχιστον ηλίθιο, που τόσο καιρό δεν είχε κάνει κίνηση. Ο Σμιτ, θα τον κοιτούσε σκεφτικός, ζυγίζοντας την κατάσταση και ο Τζέιμς, λογικά θα ανασήκωνε απλά τους ώμους, αφού από τη μια οι συμβουλές δεν ήταν το στοιχείο του και από την άλλη, η φιλία του με τον Τσάρλι, θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Κουρασμένος από το να κάνει υποθέσεις για λογαριασμό των άλλων, κράτησε το στόμα του κλειστό κι άφησε τα πράγματα στην τύχη τους.

Δεν του έμενε κάτι άλλο, από το να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Ο καθηγητής Άτκινσον για πρώτη φορά στα χρονικά, τον συνεχάρη για την απόδοση του, αν και ο Γκράχαμ πίστευε, ότι μια αύξηση θα ήταν προτιμότερη. Οι στοίβες των γραπτών που διόρθωνε, πήγαιναν κι ερχόντουσαν και μάλιστα ο καθηγητής τελευταία, του είχε αναθέσει να οργανώσει μία σειρά μαθημάτων για ένα ολόκληρο έτος, με θέμα τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Μάλιστα άφησε να εννοηθεί, ότι αν τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα, θα του έδινε ξανά αυτή την «ευκαιρία». Με το ζόρι κρατήθηκε να μην του πει, τι να έκανε με την ευκαιρία αυτή.

Σαν επιστέγασμα όλης αυτής της δουλειάς, είχε να προχωρά και τη δική του εργασία, αφού βρισκόταν σε πολύ καλό δρόμο, για να την αφήσει να πάρει ξανά την κάτω βόλτα.

Τις ώρες που δε δούλευε, ή δεν παρακολουθούσε τα μαθήματα του, που φυσικά συνέχιζαν κανονικά σύμφωνα με το πρόγραμμα, έβγαινε με τους φίλους του δείχνοντας μια πρωτοφανή ενέργεια που ο Κάλουμ, δε δίστασε να σχολιάσει.

«Έλα πες την αλήθεια! Κάτι έχεις πάρει!». Ο Γκράχαμ σαν απάντηση, είχε γελάσει και θεώρησε πως η φάπα που έριξε ο Σμιτ στον Κάλουμ, ήταν αρκετή τιμωρία.

Αυτό που συνέβαινε αλήθεια, ήταν πως είχε βρεθεί στην ίδια θέση, όπως τότε, μετά το βράδυ στο Element, που είχε δει τη Σεσίλια με τον Τσάρλι. Έμοιαζε να είναι σε ένα σταυροδρόμι, όπου όλες οι πλευρές, πήγαιναν προς το άγνωστο.

Η νέα του μανία να είναι μονίμως σε κίνηση, του έφερε κι ένα καλό, αφού μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεση του στην Άιλα. Μία μέρα που δεν είχε μαθήματα και είχε ήδη δουλέψει πόσες ώρες από το πρωί, οι φίλοι του τον κρέμασαν τελευταία στιγμή πριν το μεσημεριανό αντί να βουλιάξει στη μοναξιά του, τηλεφώνησε στη μητέρα του και της είπε πως θα πήγαινε να πάρει εκείνος τη μικρή από το σχολείο.

Η Άιλα ενθουσιάστηκε που τον είδε να την περιμένει και έτρεξε κοντά του, μοιάζοντας με ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, όχι μόνο λόγω της καλής της διάθεσης, αλλά και λόγω του κραυγαλέου συνδυασμού ρούχων, που είχε επιλέξει.

Πήγαν για φαγητό και στη συνέχεια την πήγε στο μουσείο, όπως ακριβώς της είχε τάξει. Πίστευε ότι δε θα κατάφερναν να το γυρίσουν όλο. Κάτι η τάση της αδερφής του να χάνει τη συγκέντρωση της, κάτι το ότι ήταν τόσο μικροκαμωμένη, ήταν βέβαιος πως ή θα κουραζόταν, ή θα βαριόταν πολύ σύντομα.

Παρόλα αυτά, γύρισαν ένα μεγάλο κομμάτι του κι αναγκάστηκαν να φύγουν, μόνο και μόνο επειδή το μουσείο έκλεινε το απόγευμα. Σε όλη τη διάρκεια της ξενάγησης τους, η μικρή τον άκουγε προσεκτικά και ο Γκράχαμ, εντυπωσιάστηκε από τις ερωτήσεις που του έκανε. Εκείνος, προσπαθούσε να απλουστεύσει όσα της εξηγούσε, μα οι απορίες της, του αποδείκνυαν ότι καταλάβαινε πολλά περισσότερα από όσα της ανέφερε. Του φάνηκε αρκετά παράξενο, δεδομένου ότι στην ηλικία της, η Λόρνα, ασχολιόταν μονάχα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που έφερνε σε εκείνον, ο πατέρας τους.

Η βόλτα τους όμως δεν τελείωσε εκεί. Με ένα τηλεφώνημα και μπόλικη καλή τύχη, η Λόρνα ήταν ελεύθερη και έτσι τους συνάντησε για παγωτό και ύστερα, γύρισαν όλοι μαζί στο πατρικό τους, για ένα οικογενειακό δείπνο. Οικογενειακό, σε γενικές γραμμές βέβαια, καθώς ο Γουάλι, ισχυρίστηκε πως ήταν πολύ απασχολημένος στην εταιρεία και πως θα αργούσε να επιστρέψει. Τα δύο αδέρφια, έφυγαν προτού γυρίσει εκείνος, όμως του Γκράχαμ, δεν του ξέφυγε η έκφραση της Λόρνα, όταν άκουσε τη μητέρα τους να δικαιολογεί την απουσία του πατέρα τους. Έμοιαζε να ξέρει κάτι, που δεν έλεγε. Ο ίδιος πάλι, ελάχιστα ενοχλήθηκε.

Εκείνο το απόγευμα, έβρεχε καταρρακτωδώς και θα ήταν απόλυτα συνηθισμένο, αν δεν είχε αποφασίσει, πως έπρεπε να ασχοληθεί με το πλύσιμο των ρούχων του. Ένα από τα μειονεκτήματα της ανεξαρτησίας του, ήταν ότι έπρεπε να ασχολείται και με το καθάρισμα και γενικά, με ότι κάνει τoν άνθρωπο του 21ου αιώνα, να ξεχωρίζει από τους ανθρώπους  των σπηλαίων.

Φυσικά, με τα χρόνια είχε συνηθίσει και το ότι ήταν τακτικός και προσεκτικός από παιδί, ήταν μεγάλος σύμμαχος. Μια ματιά στον κοιτώνα του Κάλουμ ή του Τζέιμς, αρκούσε για να πειστεί κανείς, πως εκείνος ζούσε σε ένα αστραφτερό παλάτι.

Τώρα ευτυχώς, είχε τελειώσει με τα περισσότερα. Το δωμάτιο του, ήταν πεντακάθαρο και συγυρισμένο. Με την ευκαιρία αυτή, είχε βάλει σε τάξη και τις σημειώσεις του. Το μόνο που έμενε, ήταν η μπουγάδα.

Πήγε στο μπάνιο και στο καλάθι με τα άπλυτα κι άρχισε να μεταφέρει τα ρούχα που ήταν για πλύσιμο, σε μία λεκάνη. Αν ήταν τυχερός, δε θα είχε κόσμο στα πλυντήρια του πανεπιστημίου, αλλιώς θα έπρεπε να πάει  σε κάποιο κοντινό καθαριστήριο, όπου όλο και κάποιο πλυντήριο θα ήταν διαθέσιμο.

Σκάλιζε και ξεχώριζε τα ρούχα, ώσπου έφτασε στον πάτο του καλαθιού. Κι εκεί, τυλιγμένο σαν κουβάρι, βρισκόταν το ανθρακί πουλόβερ του. Εκείνο που του είχε πάρει η Γκρέις. Εκείνο που ήταν λερωμένο με καφέ. Εκείνο που φορούσε όταν γνώρισε τη Σεσίλια.

«Για δες…», μονολόγησε.

Άφησε τη λεκάνη κάτω και πήρε στα χέρια του το πουλόβερ. Το ξεδίπλωσε και το κράτησε από τους ώμους, μπροστά του. Το μπροστινό του μέρος, ήταν όλο στολισμένο με έναν τεράστιο λεκέ  από καφέ.

Όσο η Γκρέις ήταν στη ζωή του, φορούσε συχνά αυτό το ρούχο, αν και δεν του άρεσε καθόλου. Για να την ευχαριστεί, για να δείχνει ότι τη σκέφτεται, για να μην ακούει τη γκρίνια της και στο τέλος πια, από συνήθεια. Όμως από τη μέρα  που η Σεσίλια έπεσε πάνω του, το είχε πετάξει στα άπλυτα και δεν το είχε αναζητήσει ξανά, ούτε καν για να το πλύνει. Ήταν λες και με την μετωπική τους σύγκρουση, η Σεσίλια κατάφερε να βγάλει την Γκρέις από το τοπίο, ακόμα και μέσα από αυτό το πουλόβερ.

Η Γκρέις δεν υπήρχε πια γι’ αυτόν. Είχε σταματήσει να τον ενοχλεί με μηνύματα και κλήσεις στο κινητό του. Είχε φροντίσει εκείνος γι’ αυτό. Αγανακτισμένος από την επιμονή της, της έστειλε κι εκείνος ένα γραπτό μήνυμα, που πιο συνοπτικό και περιεκτικό, δε θα μπορούσε να είναι.

Μη με ξαναενοχλήσεις…

Ήξερε πως δεν ήταν και τόσο σωστό. Πως έπρεπε να τη δει από κοντά και να της εξηγήσει ότι είχαν τελειώσει οριστικά, αλλά δεν είχε κουράγιο για τις γκρίνιες της και τον επιθετικό της τόνο κι όλα αυτά, που τους είχαν οδηγήσει ως εδώ. Ήταν όμως, το μόνο που μπορούσε να κάνει για εκείνη.

Όσο για τη Σεσίλια… Ούτε εκείνη υπήρχε στη ζωή του. Σωματικά τουλάχιστον, γιατί ψυχικά είχε γίνει η σκιά του. Μια σκιά που τον ακολουθούσε στο πανεπιστήμιο, στη βιβλιοθήκη, στα μπαρ με τους φίλους του, στο σπίτι των γονιών του, το βράδυ στην πισίνα και πίσω πάλι στο δωμάτιο του.

Όσο και να προσπαθούσε να μην τη σκέφτεται, εκείνη επέστρεφε, έστω και για μια στιγμή, που ήταν αρκετή να τον αποσυντονίσει για το υπόλοιπο της μέρας του. Όσο και να της είχε θυμώσει, έβρισκε πάντα τον τρόπο, να του τα ανατρέπει όλα. Αν είχε φτάσει στο σημείο να του τη θυμίζει και η μπουγάδα του, τότε έπρεπε να δράσει. Ακόμα κι αν ήταν η τελευταία φορά, ακόμα κι αν τον έδιωχνε γελώντας, ακόμα κι αν όλα ήταν στη φαντασία του.

Σκέφτηκε να πετάξει το πουλόβερ στα σκουπίδια, τελικά το άφησε πάνω στο κρεβάτι, φόρεσε τα μποτάκια του και ένα πρόχειρο τζάκετ και βγήκε έξω στη βροχή.

 

Στεκόταν στο πεζοδρόμιο, έξω από το στούντιο κοιτάζοντας μέσα, μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο. Τα μαλλιά του έπεφταν σε τσουλούφια μπροστά στα μάτια του, όσο και να τα έδιωχνε και τουρτούριζε από το κρύο. Είχε φανεί εξαιρετικά έξυπνος, φεύγοντας άρον άρον, με ότι φορούσε ήδη και χωρίς ομπρέλα. Το τζάκετ του, ήταν λες και συγκρατούσε όλο το νερό που έπεφτε πάνω του και από όσο ήξερε, τα κοντομάνικα μπλουζάκια ή τα τζιν, δεν είναι γνωστά για τις ιδιότητες τους απέναντι στο κρύο και την υγρασία.

Μέσα στο στούντιο, δεν είχε πολύ κόσμο. Στην υποδοχή, βρισκόταν ο Τζιμ, αν θυμόταν σωστά το όνομα του, ενώ στον προθάλαμο, ήταν τρία ακόμα άτομα. Ο Γκράχαμ, είχε μάτια μόνο για τη μικρή, κλειστή πόρτα στο βάθος. Μια πόρτα που την είχε διαβεί πάμπολλες φορές το τελευταίο διάστημα και που έπρεπε να βρει το κουράγιο να περάσει άλλη μία.

Είχε φτάσει ως εδώ, έτσι; Είχε κάνει τόσο δρόμο μέσα στη βροχή και τώρα που του έμεναν μόλις λίγα μέτρα, δίσταζε. Δεν είχε ιδέα τι να της πει. Δεν είχε ιδέα πώς να της πει, ότι κι αν ήταν αυτό που είχε να της πει.

Ξάφνου, η μικρή πόρτα στο βάθος άνοιξε και βγήκε ένας νεαρός, που δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρονών. Χαμογελούσε και πλησίασε έναν άλλο νεαρό, που κοιτούσε τα σχέδια στους τοίχους. Τον χτύπησε στην πλάτη και εκείνος γύρισε.

Ο Γκράχαμ χάζευε σαν υπνωτισμένος τα δύο παιδιά που συζητούσαν, μέχρι που ένα από τα άλλα δύο άτομα, μία κοπέλα με κοντό, μπλε μαλλί, κινήθηκε προς την υποδοχή για να μιλήσει στον Τζιμ.

Ή τώρα ή ποτέ…

Κοίταξε τα χέρια του, που έτρεμαν από το κρύο και τη νευρικότητα. Ύστερα, σήκωσε το βλέμμα του στο ασαφές είδωλο του, στο βρεγμένο τζάμι. Έμοιαζε με πνιγμένο!

Χριστέ μου! Είμαι σαν την Andie Mac Dowell σε εκείνη την ταινία…

Ξεφύσησε και την επόμενη στιγμή, έμπαινε στο στούντιο προχωρώντας ολοταχώς, προς τη μικρή πόρτα. Η κοπέλα με το μπλε μαλλί, που προφανώς περίμενε τη σειρά της για να περάσει, πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως ο Γκράχαμ, την πρόλαβε σηκώνοντας το χέρι και δείχνοντας της το δείκτη του.

«Θα πάρει μόνο ένα λεπτό, στο υπόσχομαι!». Πίσω της ο Τζιμ, κούνησε το κεφάλι του στην χαρακτηριστική κίνηση του «Τελείωνε».

Ο Γκράχαμ κατένευσε και μπήκε στο δωμάτιο που εργαζόταν η Σεσίλια. Ήταν εκεί. Ήταν εκεί και τον κοιτούσε σαν στήλη άλατος. Φορούσε ένα μακρύ πουλόβερ του οποίου τα μανίκια είχε μαζέψει ψηλά, κολάν και αρβυλάκια με τα κορδόνια χαλαρά δεμένα. Η πράσινη πινελιά στο πλάι του δωματίου, του δήλωνε πως το σμαραγδένιο της παλτό, κρεμόταν στην κρεμάστρα.

«Εεε, γεια!», της είπε.

Η έκπληξη δεν είχε φύγει από το πρόσωπο της, όταν βρήκε τελικά τη μιλιά της. «Γεια. Το ξέρεις ότι είσαι μούσκεμα;»

«Ναι ξέρω, δείχνω σαν να ήρθα κολυμπώντας, δεν φαντάζεσαι τι χαμός γίνεται  έξω». Βλάκα, δεν ήρθες να της πεις για τον καιρό. Η Σεσίλια, συνέχισε να τον κοιτάζει και η μόνη της κίνηση, ήταν να στερεώσει μια τούφα των μαλλιών της, πίσω από το αυτί της. Το αυτί που έκρυβε το τατουάζ της.

«Κοίτα, ήρθα γιατί… γιατί…, Να πάρει», βλαστήμησε και οι ώμοι του, έπεσαν με παραίτηση.

«Αν ήρθες για το τατουάζ, πρέπει να περιμένεις, νομίζω πριν από σένα είναι η Εβίτα», του είπε σαν να ήθελε να τον ξεκολλήσει.

«Η Εβίτα;»

«Ναι, μια κοπέλα έξω, με μπλε μαλλί. Δεν νομίζω να έφυγε…», είπε κάνοντας μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι, σαν να μπορούσε να δει έξω.

«Τι; Όχι… όχι. Δεν ήρθα γι αυτό». Αν και θα ήταν η τέλεια δικαιολογία για να τη δεις, ηλίθιε. Πως γίνεται να ξέχασες το τατουάζ;

Δίστασε μερικά δευτερόλεπτα ακόμα, όμως του φάνηκαν ατελείωτα. Βλέποντας το απορημένο βλέμμα της Σεσίλια και το ότι όπου να ναι η Εβίτα, θα μπούκαρε μέσα εξαγριωμένη, αφού της πήρε τη σειρά, ήταν μεγάλη ανάγκη να ξεστομίσει κάτι. Οτιδήποτε.

«Πήρες το κασκόλ μου», ξεφούρνισε τελικά.

Η κοπέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να είχε δεχτεί, ένα απαλό, ξαφνικό χαστούκι, ωστόσο κατάφερε να χαμογελάσει. «Α ναι, έπρεπε όμως να μου τηλεφωνήσεις  ότι θα περάσεις να το πάρεις. Δεν το έχω μαζί μου σήμ…»

«Δεν με νοιάζει για το κασκόλ», την έκοψε.

«Μα, μόλις μου είπες ότι ήρθες γι’ αυτό»

«Ναι! Όχι επειδή το θέλω πίσω. Θέλω να μάθω γιατί το πήρες»

Η ερώτηση την αιφνιδίασε και φάνηκε. Αλλά για πολύ λίγο. Το ανέμελο ύφος της, επανήλθε αμέσως. «Μήπως επειδή έκανε κρύο, εκείνο το πρωινό;», του είπε ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Γι’ αυτό μόνο;»

«Για τι άλλο;»

«Ωραία, εντάξει! Άλλη ερώτηση! Γιατί έφυγες;», ρώτησε με μία ένταση, που δήλωνε ότι ήθελε επιτέλους μία πραγματική απάντηση, όμως ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, τους έκανε να τιναχτούν. Η Σεσίλια, μόλις πήρε τα μάτια της από εκεί, τον κοίταξε θαρρετά.

«Και τι έπρεπε να κάνω; Δε συνηθίζω να παίρνω πρωινό με παρέα κι άλλωστε, είχα μια πρωινή υποχρέωση που δεν αναβαλλόταν», απάντησε με τη γνωστή της επιθετικότητα, που προφανώς είχε αφυπνιστεί πια. Του γύρισε την πλάτη και πήγε προς τα εργαλεία της.

Η στάση της, του έδωσε νέο κουράγιο, κάνοντας τον να ξεπεράσει το γεγονός ότι είχε σχηματιστεί μία λιμνούλα τριγύρω του από τα νερά που έσταζαν κι ότι τα παπούτσια του, έτριζαν κάθε φορά που μετατόπιζε το βάρος του, από το ένα πόδι στο άλλο.

«Οκ, το καταλαβαίνω αυτό. Γιατί όμως εξαφανίστηκες τις επόμενες, δύο βδομάδες;», είχε υψώσει τον τόνο της φωνής του, για να ακούγεται πάνω από το θόρυβο που έκανε η Σεσίλια ανακατεύοντας τον εξοπλισμό της. «Δε θα σου ζητήσω το λόγο που δεν μπήκες στον κόπο, να αφήσεις ένα σημείωμα έστω. Αλλά αν εκείνο το βράδυ ήταν απλώς ένα βράδυ, θέλω να το ξέρω. Αυτό, μπορείς να μου το πεις;»

Την άκουσε να ξεφυσά και την είδε να γυρνάει προς το μέρος του ξανά, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της, σαν να βρισκόταν σε άμυνα. Δεν ήταν πια επιθετική η έκφραση της. Έμοιαζε περισσότερο με το κορίτσι, που έφαγαν μαζί στο γαλλικό μπιστρό. Πήγε να ανοίξει το στόμα της, όμως άλλο ένα δυνατό χτύπημα της πόρτας και οι τσιρίδες της Εβίτα «Τελειώνετε εκεί μέσα», τη σταμάτησαν.

Ο Γκράχαμ, έκλεισε τα μάτια παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και όταν τα άνοιξε, μίλησε εκείνος ξανά. «Στο είπα κι εκείνο το βράδυ. Αν θες τα ξεχνάμε όλα. Τα αφήνουμε όλα πίσω και συνεχίζουμε τις ζωές μας, όπως πριν καν γνωριστούμε. Αν όχι, μπορούμε να δοκιμάσουμε πάλι. Υπόσχομαι όχι άλλες γέφυρες. Αλλά θα πρέπει να διαλέξεις εσύ, αυτή τη φορά. Θα σου άφηνα χρόνο μέχρι να σχολάσεις, αλλά έξω βρέχει καταρρακτωδώς και δεν ξέρω αν έχεις δοκιμάσει το καφέ απέναντι, μα είναι πραγματικά απαίσιο».

«Είναι», συμφώνησε εκείνη με μια φωνή, που μόλις ακούστηκε.

Ο Γκράχαμ της χαμογέλασε και μάζεψε τα μαλλιά από το μέτωπο του. Τα χτυπήματα στην πόρτα, ήταν τώρα συνεχόμενα και στη φωνή της κοπέλας με τα μπλε μαλλιά, είχε προστεθεί κι αυτή του Τζιμ, που μάταια προσπαθούσε να την ηρεμίσει. Ο Γκράχαμ, τους αγνόησε.

 «Οπότε… Τι λες;»

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΠΕΜΠΤΟ 

–El Poema-

 

Η Σεσίλια μόλις έφτασε στο διαμέρισμα της πήγε απευθείας στο δωμάτιο και έπεσε ξερή στο κρεβάτι, μένοντας με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάει το ταβάνι. Αν και στην πραγματικότητα δεν έβλεπε τίποτα, αφού στο διαμέρισμα επικρατούσε το σκοτάδι και δεν έκανε κανένα κόπο να ανάψει το φώς.

Τι ήταν πάλι αυτό, πήγε να τη βρει στο χώρο της δουλειάς της, και ούτε λίγο ούτε πολύ, αν είχε καταλάβει καλά τουλάχιστον, της ζητούσε το λόγο που τον παράτησε μόνο του ενώ κοιμόταν. Και τι σήμαινε η ερώτηση που της έκανε πριν μπουκάρει η Εβίτα εξαγριωμένη στο εργαστήρι της για να διεκδικήσει τη σειρά προτεραιότητας. Πως το είχε θέσει;

«Οπότε… Τι λες;»

Τι έλεγε για ποιο πράγμα; Είχε καταλάβει καλά ή βαυκαλιζόταν με το να πιστεύει αυτό που ήθελε. Έφερε τη σκηνή στο μυαλό της ξανά, εκείνος να της χαμογελάει, ενώ έκανε στην άκρη τα βρεγμένα μαλλιά του από το μέτωπο, τα εξαγριωμένα χτυπήματα στην πόρτα από την Εβίτα, και ύστερα η ερώτηση, στην οποία εκείνη δεν πρόλαβε να απαντήσει αφού το κορίτσι με το μαλλί από τη γαλλική ταινία «Η ζωή της Αντέλ» είχε μπουκάρει μέσα και χωρίς πολλούς προλόγους, κοιτάζοντάς τους πήγε και πήρε θέση για να της κάνει το τατουάζ, κοιτώντας προκλητικά τον Γκράχαμ και λέγοντας του «Το ένα σου λεπτό πέρασε προ πολλού». Υπό άλλες συνθήκες θα γούσταρε πολύ τη συμπεριφορά της, όμως εκείνη την ώρα της προκάλεσε αμηχανία. Ο Γκράχαμ από την πλευρά του, έριξε μια αδιάφορη ματιά στην Εβίτα και στρέφοντας πάλι ολόκληρη την προσοχή του στην ίδια συνέχισε.

«Το ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, όμως πες μου απλά ένα ναι…» και ύστερα πιο χαμηλόφωνα, σαν να έχανε το κουράγιο του συνέχισε τη φράση του «ή ένα όχι».

«Όπως είπες κι εσύ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, θα τα πούμε μετά, πήγαινε στο σπίτι σου, είσαι μούσκεμα, θα κρυώσεις.»

«Κατάλαβα», τον άκουσε να μουρμουρίζει, «τουλάχιστον νοιάζεσαι για την υγεία μου, κάτι είναι κι αυτό!» είπε και χωρίς να συνεχίσει τη φράση του της γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Και τώρα τι θα γινόταν, μόλις είχε κλωτσήσει μια ευκαιρία, σιγά μην πήγαινε να την βρει ξανά. Είχε ανεχτεί για πολύ καιρό τα καπρίτσια της, καυγάδες, λάθος τατουάζ, και ένα σωρό άλλα που τα ξέχναγε ή που προτιμούσε να τα ξεχνάει. «Πάντως γίνεται πολύ γοητευτικός όταν θυμώνει», σκέφτηκε και αναστέναξε. Ανασηκώθηκε δημιουργώντας με το σώμα της γέφυρα, ώστε να τραβήξει από την πίσω τσέπη του παντελονιού το κινητό της για να δει την ώρα.

2:30 π.μ. 

Δύο εβδομάδες θεωρούσε ότι το κολεγιόπαιδο απλά είχε πάρει αυτό που ήθελε και προσπαθούσε να τον σπρώξει στο πίσω μέρος του μυαλού της. Και τώρα που είχε κάνει επανεμφάνιση, πως θα έπρεπε να αντιδράσει; Του είχε πει ότι θα μιλούσαν μετά, οπότε ήταν δική της η κίνηση, όμως η ώρα ήταν 2 και… πάτησε το πλαϊνό κουμπί του κινητού της, …και 35, ήταν αργά, τι έπρεπε να κάνει, να τον πάρει τηλέφωνο; Καλύτερα θα ήταν να τον συναντήσει από κοντά, να της εξηγήσει τι εννοούσε με εκείνο το  «Οπότε… Τι λες;», ήταν όμως αργά, αν κοιμόταν. «Κι αν περιμένει;» αναρωτήθηκε… θα ήταν καλύτερο να τον ξυπνούσε αν κοιμόταν, τουλάχιστον εκείνος θα το είχε προκαλέσει. Ενώ αν περίμενε… είναι τόσο βασανιστικό να περιμένεις να έρθει κάτι που δεν έρχεται…

Βέβαια δεν αγωνιούσε τόσο για την αναμονή του Γκράχαμ, όσο για τη δική της που ήταν πλέον αβάστακτη, ειδικά μετά την αποψινή του εμφάνιση στη δουλειά της. Δυο βδομάδες που είχε αποχωρίσει από τον κοιτώνα του στην εστία, τον ονειρευόταν κάθε βράδυ. Αναρωτήθηκε που είχε το κασκόλ του, μόλις το πρωί της είχε φανεί ότι το είχε δει κρεμασμένο στην καρέκλα που βρισκόταν στο πλάι του κρεβατιού.

«Αν είναι κρεμασμένο στην καρέκλα θα πάω να τον συναντήσω, ότι ώρα και να είναι, αν δεν είναι εκεί θα κάτσω στα αυγά μου» είπε και τεντώθηκε για να νιώσει στα δάχτυλα της το ύφασμα του.

«Yes» μουρμούρισε και πετάχτηκε όρθια. Πέρασε το κασκόλ στο λαιμό, έβαλε το παλτό της και ξεκίνησε για την πόρτα του διαμερίσματος, όταν θυμήθηκε ότι της έλειπε κάτι. Επέστρεψε στο δωμάτιο, πήρε το κόκκινο κραγιόν, που είχε διασωθεί εξαιτίας της αμέλειας του Τζίμη να πετάξει τα σκουπίδια, έβαλε και λίγο άρωμα πίσω από το κάθε αυτί και κατέβηκε τη σκάλα.

Κοίταξε για τρίτη φορά, την ώρα στο κινητό της, τρεις και πέντε, το μετρό ήταν κλειστό. Να πάρει ταξί ή ήταν προτιμότερο να πάει με το ποδήλατο της, ώστε να τη φυσήξει ο κρύος αέρας, η βροχή είχε σταματήσει από ώρα. Αν όμως πήγαινε με το ποδήλατο, εκτός του ότι κινδύνευε να κρυώσει, μπορεί να έβλεπε το όχημα της ο Τσάρλι και να το αναγνώριζε, μιας και ήταν εκείνος που της το είχε επιδιορθώσει μετά τη σύγκρουση της με το Γκράχαμ. Δεν χρειαζόταν τέτοιους μπελάδες, ούτε κουτσομπο­λιά, άσε που ήταν πολλά τα χιλιόμετρα, αν χρειαζόταν να επιστρέψει πίσω την ίδια νύχτα. Βλέπεις είναι στριφνοί κάποιοι οδηγοί ταξί και κάνουν μούτρα όταν πρέπει να βάλουν στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου τους κάτι που έχει όγκο.

Ô

 

Στεκόταν έξω από την πόρτα του δωματίου του και όμως δεν έπαιρνε απόφαση να  χτυπήσει. Κάθε φορά που σήκωνε το χέρι της, το κατέβαζε κάτω, έκανε σύσκεψη με τον εαυτό της αν έπρεπε τελικά να χτυπήσει μιας και είχε φτάσει ως το κατώφλι του ή να σηκωθεί να φύγει. Δεύτερη ερώτηση που έθετε στον εαυτό της ήταν τι θα έπρεπε να του πει αν ήταν στο δωμάτιο και της άνοιγε. Τον άκουσε από μέσα να φτερνίζεται. Ακούμπησε το κεφάλι της στην πόρτα και χαμογέλασε. Ολόκληρο κρύωμα είχε αρπάξει για χάρη της και εκείνη δεν έκανε το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Τελικά αφού ‘‘αυτομαστιγώθηκε’’ για έλλειψη θάρρους και κατέληξε ότι δεν αναγνώριζε τον εαυτό της, μιας και μέχρι τότε τουλάχιστον, ήταν τόσο αποφασιστική, χτύπησε την πόρτα. Την αμέσως επόμενη στιγμή ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια, όμως αν ο Γκράχαμ άνοιγε και την έβλεπε να τρέχει σαν κυνηγημένη, θα την πέρναγε τουλάχιστον για χαζή. «Κουράγιο, μπορεί να κοιμάται και να μην ανοίξει τελικά, οπότε θα φύγεις σαν κυρία»!

Όμως παρά την επιθυμία της η πόρτα να μείνει κλειστή, εκείνη άνοιξε και ξαφνικά ο Γκράχαμ βρέθηκε να στέκεται απέναντι της. Ο τρόπος που την κοίταξε, πρόδωσε ότι δεν την περίμενε.

«Σου έφερα το κασκόλ σου, συγνώμη για την ώρα».

«Πέρνα μέσα», της είπε και έκανε στην άκρη. «Πήρες τηλέφωνο;» τη ρώτησε ενώ κοίταξε τη συσκευή του. Δεν ξεκινούσαν καθόλου καλά. Περισσότερο έμοιαζε να είναι δυσάρεστη η έκπληξη της παρουσίας της εκεί, παρά κάτι που ο ίδιος θα επιθυμούσε.

«Όχι, δε σε πήρα τηλέφωνο. Λυπάμαι» είπε και η φωνή της ακούστηκε σκληρή και ενοχλημένη. «Απλά επέστρεψα στο σπίτι από τη δουλειά, είδα το κασκόλ σου και σκέφτηκα ότι το ήθελες, και είπα να στο φέρω. Και ναι είμαι των αυθόρμητων αποφάσεων και στο έφερα στις τέσσερις τα ξημερώματα».

«Εντάξει», είπε και σήκωσε τα χέρια του αμυντικά «Δεν χρειάζεται να φωνάζεις. Όσο για το κασκόλ, στο ξαναείπα, δε με νοιάζει που το πήρες.»   

«Τότε;» τον ρώτησε μουτρωμένη.

«Απλά μου έκανε εντύπωση που το πήρες!»

«Έκανε κρύο!» είπε και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της.

«Μου το ξαναείπες αυτό! Όμως εγώ δεν ήρθα να ζητήσω το κασκόλ, άλλο πράγμα ήρθα να ζητήσω…»

«Τι;» τον ρώτησε συνοφρυωμένη.

«Γιατί με βάζεις να το επαναλαμβάνω;» είπε ενοχλημένος. «Νόμιζα ότι ήμουν σαφής στο εργαστήρι»!

«Ήμασταν στη δουλειά κι απ’ έξω χτυπούσε εξαγριωμένα την πόρτα η Εβίτα τραβώντας μου την προσοχή, οπότε το μόνο που άκουσα ήταν κάτι για γέφυρες».

Ο Γκράχαμ αναστέναξε και έκανε ένα μορφασμό.

«Στην πραγματικότητα είπα ‘‘όχι άλλες γέφυρες’’ και …»

Όση ώρα εκείνος μιλούσε ή προσπαθούσε να το κάνει, η Σεσίλια χάζευε τα χείλη του, οπότε αποφάσισε να μην αντισταθεί άλλο στην επιθυμία της και όρμησε κατά πάνω του, κλείνοντας του το στόμα με ένα φιλί. Ο Γκράχαμ αφέθηκε στην επίθεση της, όμως όταν τον έσπρωξε να πέσει στο κρεβάτι εκείνος αντιστάθηκε.

«Λυπάμαι» της είπε, ενώ εκείνη έψαχνε να ενώσει ξανά τα χείλη της με τα δικά του. Τα μάτια της άνοιξαν αυτόματα και τον κοίταξε απορημένη και κάπως εκνευρισμένη.

«Τι σημαίνει αυτό πάλι;» είπε ενώ τραβήχτηκε προς τα πίσω.

«Ότι σου έκανα μια ερώτηση και ότι μέχρι να μου δώσεις μια απάντηση, δεν έχω σκοπό να σε αφήσω να με παρασύρεις και να με εκμεταλλευτείς!»

«Τώρα νομίζω ότι μου κάνεις πλάκα!» εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά ενώ φτερνίστηκε.

«Όχι, δε σου κάνω…»

«Δηλαδή μου λες ότι για να σε “εκμεταλλευτώ” πρέπει να σου δώσω την απάντηση που περιμένεις ή σου κάνει οποιαδήποτε απάντηση!» είπε και τον μέτρησε με το βλέμμα.

«Φυσικά και πρέπει να δώσεις την απάντηση που επιθυμώ».

«Και να σου πω ψέματα, απλά και μόνο για να “εκμεταλλευτώ” τα θέλγητρα σου» τον ρώτησε ειρωνικά.

«Δεν ξέρω, ελπίζω απλά να είσαι έντιμη»

«Ποιος θα το έλεγε ότι θα άλλαζαν έτσι οι ρόλοι… »

«Οπότε… Τι λες;»

«Άσε με να το σκεφτώ…» είπε και κάθισε στο κρεβάτι ξεκουμπώνοντας το παλτό της, ύστερα έβγαλε το κασκόλ, το οποίο εκείνος της πήρε από το χέρι.

«Για λόγους ασφαλείας, δε θέλω να ξαναβρεθώ δεμένος» η Σεσίλια κοίταξε δίπλα για να προσέξει ότι το κερί έλειπε από το κομοδίνο, ενώ ο Γκράχαμ που ακολούθησε το βλέμμα της και διάβασε τη σκέψη της, πρόσθεσε,

«Όλα τα σύνεργα μαρτυρίου έχουν απομακρυνθεί από τα εμφανή σημεία του δωματίου!»

«Τα πέταξες;» τον ρώτησε ενώ άφησε να φανεί η απογοήτευση στη φωνή της.

«Τέτοια ενθύμια θηλυκή μου κόμισσα Ντε Σαντ; Φυσικά και όχι!»

Αφαίρεσε το πουλόβερ της και το πέταξε στο πάτωμα, μένοντας με ένα φανελάκι που τσίτωνε πάνω στο σώμα της, διαγράφοντας την καμπύλη του στήθους της. Τον είδε να ξεροκαταπίνει, ενώ άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά του παντελονιού της, στάθηκε όρθια πάνω στο κρεβάτι για να το βγάλει. Είδε το μήλο του Αδάμ να ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό του, μετρώντας τις νίκες της. Αδύναμα στη λαγνεία ανδρικά πλάσματα, σκέφτηκε μένοντας με τα εσώρουχα της.

«Το σκέφτηκες;» τη ρώτησε, τραβώντας με κόπο το βλέμμα του από το ημίγυμνο κορμί, στο πρόσωπο της.

«Δεν ξέρω, δεν μπορώ να μην πω ότι δε με δελεάζει η πρόταση σου, όμως πάλι…» Ο Γκράχαμ έμεινε να την κοιτάζει με ύφος που την έκανε να ανησυχήσει, αφού άκουσε νοερά να της λέει «ντύσου», οπότε βιάστηκε να τελειώσει την φράση της, κερδίζοντας την παρτίδα και για τους δυο τους.

«Καλά, ας είναι…» πρόσεξε την ανακούφιση να απλώνεται στο πρόσωπο του. Γυρίζοντας της την πλάτη του, πήγε μέχρι την πόρτα και την κλείδωσε τραβώντας το κλειδί.

«Αυτό που κάνεις, καταλαβαίνεις ότι είναι ανατριχιαστικό;» Τον ρώτησε ανήσυχα.

«Απλά θέλω όταν ξυπνήσω να σε βρω δίπλα μου».

«Δεν είναι καλύτερο να με βρεις επειδή θα είναι επιλογή μου και όχι επειδή με κρατάς δέσμια!» Ο Γκράχαμ την κοίταξε για λίγο αναποφάσιστος, ύστερα πήγε στην πόρτα και επέστρεψε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Αφού τακτοποίησε το θέμα, με μεγάλα βήματα έφτασε κοντά της και ξάπλωσε δίπλα της αφαιρώντας της το φανελάκι, ορμώντας κυριολεκτικά στο στήθος της ενώ εκείνη προσπαθούσε να αφαιρέσει τα δικά του ρούχα.

Ô

 

Είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του, ενώ εκείνος χάιδευε το γυμνό μπράτσο της.

«Τι απέγινε τελικά το κερί με άρωμα βανίλια;» τον ρώτησε νυσταγμένα.

«Σου είπα και πριν πως τα σύνεργα του βασανισμού μου, απομακρύνθηκαν για παν ενδεχόμενο»

«Ξέρεις είμαι πολύ ευφάνταστη!»

«Μικρή μου αφέντρα, πρέπει να μάθεις ότι δε μου αρέσουν τα βασανιστήρια»!

«Σημασία έχει τι αρέσει σε μένα»! είπε και χασμουρήθηκε ενώ ο Γκράχαμ φτερνίστηκε. «Είχες δεν είχε κρύωσες» είπε και ακούμπησε τα χείλη της στο μέτωπο του, για να μετρήσει τη θερμοκρασία του. «Δροσερός είσαι».

«Εγώ νιώθω ότι καίω ολόκληρος», σχολίασε ενώ τράβηξε τα σκεπάσματα πριν την πάρει στην αγκαλιά του.  

 

Ô

 

Ένιωσε το χέρι του να την χαϊδεύει στην πλάτη, άνοιξε δειλά το ένα της μάτι για να προσέξει ότι έμπαινε από το παράθυρο το αχνό φως ενός κρυμμένου από τα σύννεφα ήλιου. Τα δάχτυλα του έτρεχαν πάνω στο μελάνι από το τατουάζ του ποιήματος. Με βραχνιασμένη από τον ύπνο φωνή, άρχισε να του απαγγέλει το ποίημα στα ισπανικά.

Si pudieran volver atrás los años,

buscaría  a tí todavía,

montaría un barco con velas

y así de simple me saldría al mar abierto!

 

De los estrechos de Gibraltar comenzaría,

Con los Viκingos y los piratas no pelearía

Para llegar pronto al destino,

Para volver a ver a tí Cecilia*

 

«Ξέρεις Ισπανικά;» τον ρώτησε μόλις τελείωσε το ποίημα.  

«Ούτε λέξη!»

«Θες να στο μεταφράσω;»

«Μόνο αν θες εσύ!»

«Οι άλλοι το απαιτούσαν!» του είπε, κοιτώντας τον με μισόκλειστα μάτια.

«Δεν είμαι οι άλλοι, και δε θέλω να ακούω για εκείνους.»

«Δεν ήταν τίποτε σημαντικοί.»

«Εγώ είμαι;»

Η Σεσίλια για να αποφύγει την απάντηση γύρισε ανάσκελα και με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, απήγγειλε το ποίημα, αυτή τη φορά στα αγγλικά για να το καταλάβει εκείνος.

Αν ήτανε να γύρναγαν τα χρόνια,

Εσένανε θα γύρευα ακόμα.

Θα έκανα καράβι με πανιά

Κι απλά θα μπάρκαρα για τα ανοιχτά!

 

Απ ’τα στενά του Γιβραλτάρ θα ξεκινούσα,

Με Βίκινγκς και κουρσάρους δε θα πολεμούσα

Για να ’ρθω εγκαίρως στον προορισμό

Εσένανε Σεσίλια για να ξαναδώ!*

 

«Ωραίο είναι, όμως είναι δυνατόν να μην πολεμήσεις για την αγάπη σου;»

«Ποια είδους αγάπη σε αναγκάζει να πολεμήσεις»

«Δε σε αναγκάζει η αγάπη, σε αναγκάζει ο ίδιος σου ο εαυτός να το κάνεις, ώστε να μην κινδυνέψει αυτό που αγαπάς»

«Κι αν χαθείς εσύ την ώρα που δίνεις τις μάχες, νομίζεις ότι αυτό ή αυτός που αγαπάς θα είναι ευτυχισμένος και ικανοποιημένος;» Ο Γκράχαμ αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του, «άλλωστε υπάρχει λόγος που δε θα πολεμούσε, για να βρεθεί όσο το δυνατόν συντομότερα κοντά της».

«Δηλαδή κοντά σου!»

«Κάπως έτσι, όμως όπως έλεγε και ο θλιμμένος Δανός πρίγκιπας, λόγια, λόγια, λόγια…»

«Δεν ήρθε να σε βρει;»

«Μάλλον όχι!»

«Κι αυτός που το έγραψε, ήταν σημαντικός για σένα;»

«Σημαντικός κι αναντικατάστατος!»

«Μμμ» ήταν το μόνο σχόλιο που έκανε ενώ κοίταζε το σεντόνι που τους σκέπαζε.

«Ο πατέρας μου!» το βλέμμα του αποχωρίστηκε το σεντόνι για να επιστρέψει στο κοριτσίστικο πρόσωπο της.

«Μίλησε μου γι αυτόν!»

«Τώρα, σοβαρά;» ο Γκράχαμ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

«Και τι θες να σου πω;»

«Δεν ξέρω, κάτι που θα με βοηθήσω να καταλάβω την κόρη του»

«Μήπως θες να σου μιλήσω για μένα καλύτερα;»

«Πολύ θα το ήθελα αλλά κάτι μου λέει ότι δε θα το κάνεις!»

«Οπότε ας αρκεστούμε στον πατέρα μου. Το ποίημα το έγραψε όταν ήμουνα 8 χρονών και η μητέρα μου με πήρε από την Ισπανία που ζούσαμε με εκείνον, για να πάμε στο Δουβλίνο, που είναι ο τόπος καταγωγής της… Μου το είχε στείλει μέσα σε ένα γράμμα του. Αυτά όσον αφορά το ποίημα. Τώρα ο πατέρας μου, είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει να γράφει στίχους, αγαπάει το κόκκινο κρασί, και τις γυναίκες».

«Και η κόρη;»

«Η κόρη; Είναι μια παλαβή που όταν θυμώνει και θεωρεί ότι κάποιος την κορόιδεψε, τον εκδικείται με το να του χτυπήσει λάθος τατουάζ.»

«Κάτι έχω καταλάβει!» είπε μειδιώντας.

«Γκράχαμ;»

«Τι;»

«Ειλικρινά πιστεύεις ότι όλο αυτό θα δουλέψει;»

«Ποιο όλο αυτό;» Η Σεσίλια του έδειξε εκείνον και τον εαυτό της.

«Πες το, μη φοβάσαι, οι λέξεις δε δαγκώνουν»

«Καμιά φορά δαγκώνουν»

«Πες το Σεσίλια!»

«Εμείς οι δυο, πιστεύεις ότι θα λειτουργήσει;»

«Δεν ξέρω, λογικά …» είπε και σταμάτησε σαν να έψαχνε να βρει τα λόγια  «Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, αν μας ’βαζαν στα στοιχήματα και κάποιος πόνταρε υπέρ μας θα του έλεγα ότι είναι μάταιο και ότι θα χάσει τα λεφτά του, από την άλλη την ίδια ώρα εγώ θα πόνταρα ότι το σχήμα Σεσίλια – Γκράχαμ θα λειτουργήσει»

«Και έτσι θα έχανες τα λεφτά σου.»

«Όχι, απλά θα κέρδιζα τα διπλά! Έτσι λειτουργούν τα στοιχήματα, όσο λιγότεροι  ποντάρουν σε κάτι, όταν εκείνο νικήσει, βγάζουν περισσότερα χρήματα!»

«Δε μου λες, εσύ αρχαιολογία δε σπουδάζεις;»

«Κάτι τέτοιο! Και ούτε με τον τζόγο ασχολούμαι, βλέπω τράπουλα και με πιάνει τρέμουλο, βαριέμαι απελπιστικά…»

«Οπότε πιστεύεις ότι… τι;»

«Δεν ξέρω, απλά έτσι νιώθω και θέλω να το ζήσω, και πιστεύω ότι αξίζει… κι αν σκεφτείς ότι πριν από λίγο καιρό βλέπαμε ο ένας τον άλλον και βγάζαμε σπυράκια κι ότι τώρα είμαστε εδώ μαζί και μιλάμε…»

«… για τζόγο»

«Πριν από κάποιο καιρό ούτε γι’ αυτό θα μιλούσαμε!»

«Καλά, όμως πρέπει να βάλω κάποιους όρους!»

«Να τους ακούσω;»

«Το κρεβάτι σου είναι άβολο και η φάση εστία δε μου πάει, ίσως πρέπει να βρούμε άλλο χώρο…»

«Το κρεβάτι μου είναι ιδανικό για να στριμωχνόμαστε», είπε κλείνοντας της το μάτι «κι όταν λες άλλο χώρο;»

 

Ô

 

Τι παράξενα και πρωτόγνωρα που ήταν όλα αυτά για τη Σεσίλια. Τα σκεφτόταν στο ταξί που την επέστρεφε σπίτι της και δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Δηλαδή τώρα τι; Είχε σχέση με εκείνον τον τύπο, τον πολύ καθώς πρέπει, που σπούδαζε και ήταν και από καλή οικογένεια; Δεν ταίριαζαν όλα αυτά σε εκείνη κι όμως με έναν περίεργο τρόπο ένιωθε πως της ταίριαζε ο Γκράχαμ. Αρχικά ήταν η πρώτη φορά που μετάφρασε το ποίημα της σε κάποιον, μάλλον ο τρόπος του, εκείνο το «μόνο αν θες εσύ!» όταν τον ρώτησε αν ήθελε να του το μεταφράσει, την έπεισε. «Ανάθεμα τον, ήξερε να παίρνει αυτό που ήθελε». Και το άλλο που το έβαζε; Τον προσκάλεσε να πάει στο σπίτι της, πρώτη φορά στα χρονικά καλούσε κάποιον που δεν ήταν απλός φίλος, στο οχυρό της. «Αδιαμφισβήτητα ο τύπος ήταν επικίνδυνος»… «πρέπει να προσέξεις Σεσίλια» άρχισαν να κουδουνίζουν καμπανάκια συναγερμού μέσα στο κεφάλι της. Βέβαια ίσως ο λόγος που του είπε να βρίσκονται σπίτι της να μην ήταν τόσο αθώος όσο ήθελε να πιστεύει, αφού θα την έφερνε σε αμηχανία αν συναντούσε για δεύτερη φορά τον Τσάρλι στην εστία και μάλιστα να είναι μαζί της ο Γκράχαμ. Ή απλά αυτό ήταν μια δικαιολογία που έλεγε στον εαυτό της για να μην παραδεχτεί ότι είχε εισχωρήσει για τα καλά στη ζωή της ο «Ιντιάνα Τζόουνς»;

Χάιδεψε το κασκόλ που φορούσε. Όταν ετοιμαζόταν να φύγει κι αφού είχε φορέσει το παλτό, εκείνος το πέρασε γύρω από το λαιμό της, και της ζήτησε να το κρατήσει. «Μου αρέσει να σε βλέπω να το φοράς» της είπε ενώ τη φιλούσε στα χείλη… δε θα έλεγε όχι σε έναν τρίτο γύρω μέσα σε λίγες ώρες, όμως εκείνος έπρεπε να πάει στο μάθημα του. Πάντως για φλώρος και παιδί των γραμμάτων και των «καθώς πρέπει τεχνών» τα πήγαινε πολύ καλά στο συγκεκριμένο τομέα, τουλάχιστον αυτή τη φορά τα είχε πάει πολύ καλύτερα από την πρώτη τους φορά, βέβαια τότε τον είχε τρομοκρατήσει. Τύφλα να είχε ο ναυτικός. Καθώς ήρθε στο μυαλό της ο Χάρολντ, τον έδιωξε βιαστικά από την σκέψη της και επέστρεψε νοερά στην εστία όπου ίσως ο Γκράχαμ να μην είχε φύγει ακόμα.

«Κι ο Τσάρλι;» ρώτησε τον εαυτό της. Όταν ο Γκράχαμ ήταν στο μπάνιο εκείνη έστειλε ένα μήνυμα στον Τσάρλι για να δει αν βρίσκεται στην εστία ή έλειπε στη σχολή. Αμέσως σχεδόν έλαβε απάντηση ότι ήταν σε μάθημα και ότι θα την έπαιρνε όταν σχόλαγε. Στον Γκράχαμ που άκουσε τον ήχο από το μήνυμα στο κινητό της, απάντησε ότι ήταν ο Τζίμη και ότι κάτι τη ρωτούσε για τη δουλειά. Αν τα ήξερε όλα αυτά ο Γκράχαμ θα έχανε την πίστη του για το στοίχημα που θα έβαζε υπέρ τους και θα άρχιζε να νιώθει ότι θα ‘‘χάσει τα χρήματα του’’.

Ψέματα χωρίς ουσιαστικό λόγο! Τι ήθελε τώρα και έμπλεκε τον Τσάρλι, απλά φίλοι ήταν, ούτε καν φίλοι, απλά βοηθούσαν εθελοντικά και οι δύο στο εστιατόρια του έλληνα, τους πρόσφυγες… «Μόνο αυτό;» ρώτησε τον εαυτό της, και κοίταξε θλιμμένα έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, όταν άρχισε να χτυπάει το κινητό της, κοίταξε την οθόνη με την ελπίδα να δει το όνομα του Γκράχαμ να αναβοσβήνει, όμως αντί γι’ αυτό είδε το όνομα του Τσάρλι!    

 

*Ευχαριστούμε τον Ε.Φ.Β. για το ποίημα της Σεσίλια / και τη Βίβιαν Διαμαντή για τη μετάφραση του στα ισπανικά. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΕΚΤΟ

- Όταν φοβάσαι το κακό…

 

Ήταν εμφανές πως, σαν χώρος, ήταν μεγαλύτερος από το δικό του. Σίγουρα, το διαμέρισμα της Σεσίλια, ήταν πολύ πιο άνετο, από το δωμάτιο του στην εστία. Και φυσικά, τώρα που το κοίταζε καθώς στηριζόταν στην κάσα της πόρτας της κρεβατοκάμαρας της, το κρεβάτι της, τους χωρούσε καλύτερα, αν και δεν πρόλαβαν να φτάσουν εκεί.

Την περίμενε να τελειώσει την απογευματινή της βάρδια όπως είχαν κανονίσει και περπάτησαν μέχρι το σπίτι της. Ο αρχικός του όμως ενθουσιασμός, για το ότι θα έβλεπε επιτέλους το κρησφύγετο της, σύντομα ξεχάστηκε κι έτσι, είχε αρχίσει να της βγάζει το παλτό, από τα σκαλιά ακόμα, ενώ εκείνη πάλευε να ξεκουμπώσει το μπουφάν του. Ούτε που κατάλαβε πως μπόρεσε και ξεκλείδωσε την πόρτα της όσο τη φιλούσε και ήταν απορίας άξιο, το πως έφτασαν στον πλησιέστερο καναπέ μέσα στα σκοτάδια, χωρίς να σκουντουφλήσουν πάνω σε κάτι.

Τώρα, η Σεσίλια βρισκόταν στο μπάνιο και μιας και τον είχε προειδοποιήσει, πως οι επισκέψεις στο στενό της ντους δεν είναι ευπρόσδεκτες,ο Γκράχαμ, φόρεσε πρόχειρα το τζιν του και βρήκε την ευκαιρία να εξερευνήσει λίγο το μέρος.

Είχε ξεκινήσει από τη μικρή της κουζίνα, ψάχνοντας τα ντουλάπια για να βρει ποτήρι. Μόλις ξεδίψασε, είδε πως το τραπέζι της, είχε μία καρέκλα, ενώ στην πιατοθήκη της είχαν στεγνώσει εδώ και ώρες, ένα βαθύ πιάτο, ένα ποτήρι κι ένα κουτάλι. Το κατσαρολάκι στο μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας, περιείχε ακόμα λίγο από το μεσημεριανό της. Σηκώνοντας λίγο το καπάκι, δεν αναγνώρισε το φαγητό, ωστόσο, έπρεπε να παραδεχτεί ότι μύριζε υπέροχα.

Όταν έφτασε στο κατώφλι του δωματίου της, στάθηκε εκεί κι άναψε απλά το φως, χωρίς να κάνει βήμα να μπει μέσα. Το άρωμα της, πλανιόταν στο χώρο ποτίζοντας τους τοίχους και τα υφάσματα. Του φάνηκε περίεργο να κοιτάζει το χώρο που έμενε η Σεσίλια, που ξεκουραζόταν, που κοιμόταν. Μερικά ρούχα της, ήταν πεταμένα στο πάτωμα και άλλα στο κρεβάτι. Χαμογέλασε στη σκέψη, του δικού του ψυχαναγκαστικού τρόπου να διπλώνει τα ρούχα και να τα τακτοποιεί.

Τα ετερώνυμα…

Πάτησε ξανά τον διακόπτη, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι και επέστρεψε στο σαλόνι, αφήνοντας αναμμένο μόνο το φως του διαδρόμου, έτσι για ατμόσφαιρα. Εκεί, δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο. Τα λιγοστά της έπιπλα αποτελούσαν, ένας μεγάλος καναπές, που ο Γκράχαμ είχε ήδη «γνωρίσει», ένα χαμηλό τραπεζάκι που πάνω του βρίσκονταν λευκά φύλλα χαρτιού, μαζί με κάμποσα κραγιόνια και μολύβια και δύο πολυθρόνες, εκ των οποίων η μία, βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο. Και ναι, εκεί στάθηκε λίγο παραπάνω. Στα μεγάλα παράθυρα, που έφταναν σχεδόν ως το ταβάνι.

Δεν είχαν κουρτίνα και ενώ κάποιος θα σκεφτόταν, πόσο άβολο θα ήταν να κυκλοφορείς τη νύχτα μέσα, με αναμμένο το φως, σαν να έπαιζες ακούσια σε μία ζωντανή παράσταση με όλους τους προβολείς πάνω σου, ο Γκράχαμ, σκέφτηκε πως τα λιγοστά ηλιόλουστα πρωινά του Λονδίνου, το φως θα έμπαινε πλούσιο και ζεστό. Ήταν απολύτως σίγουρος πως και η Σεσίλια, γι’ αυτό είχε επιλέξει το συγκεκριμένο διαμέρισμα και πως γι’ αυτό κρατούσε τα παράθυρα γυμνά, τη στιγμή που οποιοσδήποτε άλλος, θα έψαχνε χίλιους τρόπους να τα σκεπάσει, επιζητώντας όσο το δυνατόν περισσότερη απομόνωση της προσωπικής του ζωής.

Αυτή την ώρα πάντως, ο δρόμος μπροστά, ήταν άδειος κι ο Γκράχαμ βολεύτηκε στην πολυθρόνα, χαζεύοντας έξω τα δέντρα που τον χαιρετούσαν, κουνώντας τα κλαδιά τους στο βραδινό άνεμο.

Κάποια στιγμή τεντώθηκε για να ξεπιαστεί και μια σκοτεινή γωνία, στην απέναντι μεριά του σαλονιού, τράβηξε την προσοχή  του. Σηκώθηκε και πήγε κοντά, για να δει τι ήταν ο μακρόστενος όγκος που ακουμπούσε στον τοίχο, ερμητικά σκεπασμένος με ένα σεντόνι. Το τράβηξε προσεκτικά και κάγχασε στον εαυτό του. Πως γίνεται να μην κατάλαβε τι ήταν; Εκείνος ειδικά, έπρεπε να αναγνωρίζει το σουλούπι ενός καμβά, ακόμα και αν ήταν θαμμένος κάτω από όλα τα σεντόνια του κόσμου.

Κοίταξε τριγύρω και είδε πως στους τοίχους δεν υπήρχε κάποιος πίνακας. Αναρωτήθηκε γιατί τα μόνα έργα τέχνης στο σπίτι, βρίσκονταν παρατημένα σε αυτή τη γωνιά.  Μέτρησε τέσσερις πίνακες και αφού ξεχώρισε τον πρώτο, τον έπιασε από τις πλαϊνές πλευρές του και τον σήκωσε στο ύψος των ματιών του.

Δεν ήξερε αν έφταιγε αυτό που έβλεπε, ή αν τον επηρέασε το γεγονός πως ο καλλιτέχνης του πίνακα, ήταν το κορίτσι που είχε στην αγκαλιά του πριν λίγη ώρα, πάντως το θέαμα τον άφηνε άφωνο. Μπροστά του, αντίκριζε έναν πανέμορφο κήπο, που θα ταίριαζε μονάχα στο ανατολίτικο ανάκτορο, που ξεχώριζε στο βάθος.

Θέλοντας να περιεργαστεί καλύτερα τον πίνακα, έτρεξε στον διακόπτη δίπλα στην πόρτα και άναψε το φως, αδιαφορώντας για το ποιος μπορεί να τον έβλεπε απέξω και για να έχει όσο το δυνατόν καλύτερη ορατότητα, άναψε ακόμα κι ένα μεγάλο φωτιστικό δαπέδου που μόλις είχε δει. Ύστερα κάθισε από κάτω του, με τον καμβά στην ποδιά του.

Ήταν σίγουρος πως ο πίνακας άνηκε στη Σεσίλια. Θα το καταλάβαινε ανάμεσα σε δεκάδες άλλους. Τα χρώματα ήταν ολοζώντανα και οι λεπτομέρειες επίσης. Διέκρινε τα σημεία που η Σεσίλια είχε μπλέξει τα χρώματα και τα σημεία που άφηνε την κάθε απόχρωση να φανεί πιο έντονα ή πιο απαλά, ανάλογα με το πώς θα έπεφτε το φυσικό φως, αν το τοπίο ήταν ζωντανό. Και ήταν ζωντανό. Ήταν τέλειο. Έμοιαζε βγαλμένο από τις Χίλιες και μία νύχτες και τα παραμύθια της Σεχραζάντ.

«Είναι η Αλάμπρα!»

Η φωνή της Σεσίλια, τον έκανε να αναπηδήσει ελαφρά. Στεκόταν στο άνοιγμα του διαδρόμου, τυλιγμένη με μια χνουδωτή πετσέτα που της έφτανε μέχρι λίγο πάνω από τα γόνατα και κρατώντας μία μικρότερη την οποία έτριβε με δύναμη στα μαλλιά της, για να τα στεγνώσει. Δεν φάνηκε να την πειράζει που ψαχούλευε τα πράγματα της σαν σχολιαρόπαιδο, έτσι κι ο Γκράχαμ, δε δίστασε να συνεχίσει τη συζήτηση, για να μάθει περισσότερα.

«Η Αλάμπρα; Είναι στην Ισπανία σωστά;»

Η Σεσίλια τον πλησίασε και κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Και συγκεκριμένα στην Γρανάδα»

«Εκεί όπου γεννήθηκες. Είναι υπέροχο. Το μέρος, ο πίνακας..»

«Μμμ.. και που να το δεις από κοντά», συμπλήρωσε η Σεσίλια με μια νότα νοσταλγίας.

«Μπορώ να δω και τους άλλους;»

«Αφού ξεκίνησες, δεν βλέπω το λόγο να σταματήσεις», τον ενθάρρυνε κλείνοντας του το μάτι, ενώ συνέχιζε να τρίβει τα μαλλιά της με την πετσέτα.

Ο Γκράχαμ σηκώθηκε και άφησε τον πίνακα που κρατούσε δίπλα στους άλλους, παίρνοντας τον επόμενο καμβά. Αυτή τη φορά, το θέμα δεν ήταν κάποιο ισπανικό τοπίο, αλλά ένας μουσικός ζωγραφισμένος με μαλακό μολύβι. Ήταν καθισμένος ανακούρκουδα, με το κεφάλι σκυφτό, τα μάτια του κλειστά και τα μαλλιά του δεμένα σε μία χαλαρή κοτσίδα στη βάση του αυχένα. Είχε γείρει πάνω από μία κιθάρα και τα δάχτυλα του ακουμπούσαν τις χορδές. Μπροστά του, ένα καπέλο ήταν ακουμπισμένο ανάποδα, με το άνοιγμα προς τα πάνω.

«Να σου συστήσω τον Πέδρο», είπε η Σεσίλια με ένα χαμόγελο.

«Συμπατριώτης;»

«Αχα! Τον συνάντησα μία μέρα στο μετρό όπου έπαιζε κι ύστερα τον έβλεπα συχνά εκεί, μέχρι που κάποια στιγμή, μου είπε ότι επιστρέφει στην Ισπανία. Δεν τον ξανάδα από τότε. Έπαιζε την καλύτερη ισπανική κιθάρα που έχεις ακούσει ποτέ σου», του εξήγησε.

Ο Γκράχαμ κοίταξε το πρόσωπο του μουσικού. Δεν ήταν πολύ μεγάλος, μα έμοιαζε να έχει περάσει αρκετά στη ζωή του και η Σεσίλια, είχε καταφέρει να το αποδώσει. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει τις χορδές να πάλλονται.

Άφησε κι αυτόν τον καμβά και προχώρησε στον τρίτο, ο οποίος άνετα θα μπορούσε να είναι κρεμασμένος στο δωμάτιο της μικρής του αδερφής. Επρόκειτο για ένα πρελούδιο χρωμάτων, που στροβιλίζονταν αέναα, μοιάζοντας σε κάτι ανάμεσα σε πυροτέχνημα και ουράνιο τόξο πιασμένο σε κυκλώνα. Κοίταξε την Σεσίλια ελαφρώς απορημένος κι εκείνη σαν απάντηση, ανασήκωσε τους ώμους, προσθέτοντας, «Μάλλον ήμουν χαρούμενη εκείνη τη μέρα».

Είχε μείνει μόνο ένας πίνακας κι ο Γκράχαμ, δεν έπεσε έξω όταν θεώρησε πως θα ήταν κι αυτός εξίσου καλός. Ήταν μάλιστα τόσο καλός, ώστε όταν είχε προσέξει όλα όσα ήθελε στο ερωτευμένο ζευγάρι, που αγκαλιαζόταν με πάθος και που καθώς είχε ζωγραφιστεί με θερμά χρώματα, έμοιαζε να φλέγεται, γύρισε ξανά προς το μέρος της και ρώτησε σχεδόν αγανακτισμένα.

«Γιατί τους έχεις σκεπασμένους; Είναι υπέροχοι. Θα έπρεπε να βρίσκονται σε κάποια γκαλερί, ή έστω, κρεμασμένοι στους τοίχους σου»

Η Σεσίλια, είχε καθίσει στο μπράτσο της μίας πολυθρόνας όσο εκείνος χάζευε τη δουλειά της, μα τώρα σηκώθηκε, άφησε την πετσέτα που κρατούσε στο τραπέζι και τον πλησίασε. Πήρε τον πίνακα από τα χέρια του Γκράχαμ κι εκείνος κάθισε στη θέση της.

«Ήταν σε γκαλερί. Φτιάχτηκαν για γκαλερί. Βασικά, όχι ακριβώς για αυτή, μα για μία έκθεση που είχα λάβει μέρος», του απάντησε σοβαρά και άφησε τον καμβά μαζί με τους άλλους τρεις.

«Και τι έγινε;», την ενθάρρυνε ο Γκράχαμ.

«Τίποτα! Η έκθεση τελείωσε και οι πίνακες επέστρεψαν σε μένα. Έτσι κι αλλιώς, βρέθηκα εκεί, εντελώς κατά τύχη. Ένας από τους συμμετέχοντες, έχασε όλους τους πίνακες του, όταν πλημμύρισε το υπόγειο ατελιέ του κι εγώ, ήμουν η επόμενη στη σειρά των επιλαχόντων»

«Τύχη ή μοίρα;»

«Όπως και να έχει, δεν το κυνήγησα άλλο. Είχα ήδη βρει τη δουλειά στο στούντιο του Τζίμη και όλα ήταν καλά. Άλλωστε, προτιμώ να ζωγραφίζω στο ανθρώπινο σώμα»

«Μμμ, το ξέρω!», είπε ο Γκράχαμ κάνοντας τη να γελάσει. «Έχεις πραγματικό ταλέντο πάντως», συνέχισε.

Η Σεσίλια σκέπασε ξανά τους πίνακες με το σεντόνι, γύρισε κοντά του και πέρασε τα χέρια της στο λαιμό του. Ο Γκράχαμ, την τράβηξε να καθίσει στην αγκαλιά του νιώθοντας το δέρμα της, να ακουμπά δροσερό πάνω στο δικό του.

«Μήπως είσαι λίγο προκατειλημμένος;», τον ρώτησε παιχνιδιάρικα.

«Κάθε άλλο», είπε με σιγουριά εκείνος, με την ανάσα της να του χαϊδεύει το πρόσωπο και τη μυρωδιά της, να μπλέκεται με αυτή του αφρόλουτρου της. «Το πρόσεξα από την πρώτη στιγμή, θυμάσαι;»

Η Σεσίλια τον φίλησε κι ο Γκράχαμ σηκώθηκε, έχοντας τα πόδια της τυλιγμένα γύρω του. Κρατώντας τη από τη μέση, προχώρησε στο διάδρομο κι από εκεί, στο σκοτεινό δωμάτιο της.

«Καιρός να δούμε αν όντως, μας χωράει καλύτερα το κρεβάτι σου», της είπε ελευθερώνοντας τη από την χνουδωτή πετσέτα της, που έπεσε αθόρυβα στο πάτωμα όσο η Σεσίλια, τον φιλούσε ξανά.

 

 

Χρόνος! Ο μεγαλύτερος εχθρός των ερωτευμένων! Όταν είναι μαζί, κυλάει σαν νερό κι όταν χωρίζουν, είναι λες και κάθε δευτερόλεπτο του, διαρκεί διπλά και τριπλά. Τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στον Γκράχαμ.

Είχε να τη δει δύο μέρες. Χάρη στο δικό του επιβαρυμένο πρόγραμμα και τις δικές της νυχτερινές βάρδιες, είχαν περάσει δύο ολόκληρες μέρες από την τελευταία φορά που βρέθηκαν. Και μόνο η αναμονή της αποψινής τους συνάντησης, ήταν αρκετή να του πάρει το μυαλό. Αποτέλεσμα; Εδώ και τρεις ώρες περίπου, διάβαζε, έγραφε κι έσβηνε την ίδια πρόταση από την εργασία του, ξανά και ξανά, έχοντας κάνει φυσικά, μηδαμινή πρόοδο.

Στο τέλος, δεν άντεξε και κατέβασε την οθόνη. Ίσιωσε τις σημειώσεις, τακτοποίησε βιαστικά, όλο το χαρτομάνι στο γραφείο του και σηκώθηκε. Πήρε το κινητό του και έπεσε βαρύς στο κρεβάτι. Όλη μέρα, το τηλέφωνο του ήταν σιωπηλό και εκνευριστικά ήσυχο. Τώρα, το κρατούσε σφιχτά και το κοιτούσε τόσο επίμονα, λες και περίμενε πως η Σεσίλια θα τον καλούσε, επηρεασμένη από τη δύναμη της σκέψης του.

Μα αυτό, ήταν αδύνατον. Αν η Σεσίλια είχε χρόνο, θα είχε επικοινωνήσει μαζί του σίγουρα. Έτσι κανόνισαν το προηγούμενο βράδυ, όσο αντάλλασαν μερικά βιαστικά μηνύματα, την ώρα που εκείνος είχε γυρίσει σπίτι μετά το τέλος των απογευματινών του σεμιναρίων και διόρθωνε τις εργασίες των φοιτητών του Άτκινσον, ενώ εκείνη, είχε ήδη ξεκινήσει το βραδινό της ωράριο.

Θα σου τηλεφωνήσω αύριο το απόγευμα!, του είχε γράψει.

Το απόγευμα είχε σχεδόν έρθει και η Σεσίλια, σύντομα θα σχολούσε. Χαμογέλασε και ξεκίνησε να διαβάζει τα προηγούμενα μηνύματα τους, για να περάσει η ώρα.

Πες μου κάτι, μόνο η δική μου μέρα πάει χάλια, ή είναι γενικό το σημερινό φαινόμενο;

Πλάκα μου κάνεις; Μόλις χτύπησα έναν Ευχούλη σε ένα γλουτό, το χάλια δεν μπορεί να περιγράψει αυτή τη μέρα!

Ευχούλη;

Ναι, ξέρεις αυτά τα μικρά τελώνια με το όρθιο χρωματιστό μαλλί; Λαχανί. Η κοπέλα ήθελε το μαλλί του λαχανί!

Χαχαχαχα, ναι κατάλαβα! Κάνε κουράγιο, δεν μπορεί θα περάσει!

Θα αργήσει πάντως, έξω περιμένουν 3 δικοί μου πελάτες. Να φανταστώ πνίγεσαι κι εσύ;

Ναι η στοίβα με τις εργασίες που πρέπει να δω, δεν λέει να μικρύνει. Άλλα έχω κάτι να με κρατάει. Σκέφτομαι πως αύριο, θα ξαναβρεθούμε σε αυτό το υπέροχων διαστάσεων κρεβάτι σου…

Α, ώστε το έχουμε δεδομένο τώρα;

Νόμιζα ότι το προτιμάς και ξέρεις πια, πως δεν μου πάει η καρδιά να σου χαλάσω χατίρι…

Ήρωα μου :Ρ … Αυτό είναι, ή μήπως ο Ίντι μέσα σου, θέλει να ψάξει και για άλλους θησαυρούς;

Ει! Είπες ότι δεν σε ενόχλησε!

Σε πειράζω χαζέ!

Ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα, τον διέκοψε και δεν ολοκλήρωσε την συζήτηση που διάβαζε. Πριν σηκωθεί, κοίταξε ξανά το ρολόι συνοφρυωμένος. Δεν ήταν δυνατόν να έχει απορροφηθεί για τόση πολύ ώρα, ώστε να προλάβει εκείνη να σχολάσει και να έρθει μέχρι εδώ.

Έφτασε απορημένος ως την πόρτα του και όταν επιτέλους την άνοιξε, η απογοήτευση του που δεν έβλεπε τη Σεσίλια, πρέπει να ήταν τόσο εμφανής, που δικαιολογούσε απόλυτα τις κουβέντες της μητέρα του.

«Γεια σου! Μη χαίρεσαι τόσο, που μας βλέπεις»

Ο Γκράχαμ τίναξε το κεφάλι του έχοντας χωνέψει πια, πως στη πόρτα του στέκονταν η μητέρα του, κρατώντας από το χέρι μια κατσουφιασμένη Άιλα. «Τι; Όχι… φυσικά και χαίρομαι. Απλά ξαφνιάστηκα!», δικαιολογήθηκε και αφού έδωσε ένα γρήγορο φιλί στη μητέρα του, ανακάθισε στα γόνατα και κοίταξε την αδερφή του.

«Ποιος σε στεναχώρησε πάλι, μικρό μου τερατάκι; τη ρώτησε. Η μικρή, σαν απάντηση σούφρωσε τα χείλη της και σταύρωσε μπροστά της τα χέρια. Εκείνος, σηκώθηκε χαμογελώντας και τις άφησε να περάσουν μέσα. Η Άιλα, αφού προχώρησε νευριασμένα προς το κρεβάτι του, κάθισε, διατηρώντας την πόζα της.

Ο Γκράχαμ στράφηκε προς τη μητέρα του και εκείνη του έκανε μια γκριμάτσα εξουθένωσης. «Υποτίθεται ότι θα πηγαίναμε σινεμά, μα όλα έχουν πάει τόσο στραβά σήμερα. Το μόνο καλό, ήταν ότι σε βρήκαμε σπίτι», του είπε τρίβοντας το μέτωπο της. «Μήπως έχεις ένα παυσίπονο;»

«Ναι, μισό λεπτό»

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχει γίνει στη Masterpiece. Θυμάσαι τον Μπλέικ Φάιν;», συνέχισε η Μάγκι, όσο ο Γκράχαμ, της έβαζε ένα ποτήρι νερό, για να πιει το παυσίπονο που της έδωσε.

«Α ναι. Θυμάμαι ότι ήσουν ενθουσιασμένη με τα γλυπτά του»

«Ναι αυτός. Κι όσο ενθουσιασμένη ήμουν με τη δουλειά του, τόσο αφόρητη έβρισκα την προσωπικότητα του. Ο γελοίος! Με παράτησε!! Το πιστεύεις; Με παράτησε», του ξεφούρνισε με φωνή που ανέβαινε σε οκτάβες. Ξεφύσησε αγανακτισμένη και κατέβαζε το παυσίπονο με το νερό μονοκοπανιά.

«Έτσι στα καλά καθούμενα; Πότε ήταν η έκθεση του;»

«Θα τον φιλοξενούσαμε όλο το μήνα κι αυτός ο άθλιος, λίγες μέρες πριν τα εγκαίνια, μου δήλωσε πως βρήκε άλλη στέγη για την τέχνη του. Ακούς; Ο απαίσιος, ο… ο»

Ήταν φανερό πως από το μυαλό της, περνούσαν ένα εκατομμύριο επίθετα, που περιέγραφαν άψογα τον Μπλέικ Φάιν, όμως ο Γκράχαμ είδε τη μητέρα του, να ρίχνει νευρικές ματιές στην Άιλα, που καθόταν ακόμα σιωπηλή στο κρεβάτι. Σίγουρα κανένα από αυτά τα επίθετα, δεν ήταν σωστά για τα αυτιά της.

«Και τώρα;», ρώτησε.

«Τώρα, πρέπει να παρακαλέσω την καλλιτέχνη του επόμενου μήνα, να καλύψει το κενό. Ευτυχώς τα έργα της είναι έτοιμα, αλλά είναι τόσο αναπάντεχο όλο αυτό, που δεν ξέρω αν θα δεχτεί. Πρέπει να προσέξω πως θα το χειριστώ και φυσικά πρέπει να γίνει σήμερα!»

«Κατάλαβα. Και είστε εδώ επειδή…;», είπε ο Γκράχαμ κοιτώντας την ερωτηματικά.

«Είμαστε εδώ, για να μας σώσεις! Εμένα δηλαδή. Μπορείς να πας σινεμά με την Άιλα;»

Η ερώτηση της Μάγκι, έπεσε σαν κανονιά ανάμεσα τους. Πρέπει να πέρασαν γύρω στα δύο δευτερόλεπτα πριν απαντήσει, όμως σε εκείνον φάνηκαν απείρως περισσότερα. Πως στο καλό θα ξέφευγε από αυτό;

«Κοίτα μαμά, αν ήταν οποιαδήποτε άλλη μέρα…»

«Δεν είναι απλά ένα σινεμά, γι’ αυτό στο ζητάω. Είναι για το σχολείο της. Υποτίθεται ότι πρέπει να παρακολουθήσουν μία ταινία και στη συνέχεια, να γράψουν μία εργασία γι’ αυτή. Θα την παρουσιάσει στην τάξη μεθαύριο και χρειάζεται το αυριανό απόγευμα για να τη γράψει», τον διέκοψε η Μάγκι.

Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, μα η μητέρα του τον έκοψε ξανά. «Να ξέρεις πως ζήτησα κι από τη Λόρνα να την πάει, αλλά είχα ξεχάσει πως σήμερα θα πετούσε για μία επαγγελματική συνάντηση στο Εδιμβούργο. Ήταν ήδη στο αεροδρόμιο»

Εκείνη τη στιγμή η Άιλα, πρόσθεσε ένα θλιμμένο ρουθούνισμα στη συζήτηση κι ο Γκράχαμ, έκανε ότι μπορούσε για να το αγνοήσει. «Σίγουρα ο μπαμπάς, θα μπορούσε…»

«Προετοιμάζει το υλικό για τη συνάντηση της Λόρνα. Πρέπει να της το στείλει με μέιλ απόψε, αν θέλουν να είναι προετοιμασμένη στο ραντεβού της με τον πελάτη»

Τα νεύρα του για τον πατέρα του, που έβαζε και πάλι τη δουλειά πάνω από την οικογένεια, τον πείσμωσαν, αλλά πριν προλάβει να αρνηθεί οριστικά, παρά τις ατυχίες της μητέρας του, εκείνη του πρόβαλε ένα λόγο που όσο και να ήθελε, δεν μπορούσε να παραβλέψει. «Η Άιλα περίμενε πως και πως την προβολή αυτή» και πρόσθεσε πιο σιγά, για να την ακούσει μόνο εκείνος, «Μεταξύ μας, δε νομίζω ότι έχει ενθουσιαστεί ξανά  έτσι, για κάποια εργασία της».

Ο Γκράχαμ αναστέναξε και γύρισε προς τη μεριά της μικρής. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε δύο κοτσιδάκια ψηλά, στο πλάι του κεφαλιού της και πάνω από το μπουφάν της, φορούσε ένα ζευγάρι νεραϊδίσια φτερά. Έτσι όπως είχε κρεμάσει το σώμα της απογοητευμένα, έμοιαζαν κι αυτά πεσμένα κι άψυχα. Χαμένη υπόθεση. Είχε ήδη νικηθεί. Ήλπιζε μόνο, αυτή η θυσία του, να μετρούσε κάπου στο κάρμα του για την επόμενη ζωή.

«Καλά, εντάξει… Θα την πάω εγώ…», κατέληξε νικημένος. Στη στιγμή, η Άιλα πετάχτηκε από τη θέση της και ήρθε τσιρίζοντας κοντά του. Τον αγκάλιασε εκεί που έφτανε και ο Γκράχαμ, έσκυψε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Πίσω της έβλεπε τα φτερά της να ανεμίζουν χαρούμενα. «Μμμ, η γάτα σου έφερε πίσω τη γλώσσα;»

Η μικρή του χάρισε ένα πλατύ, καρτουνίστικο χαμόγελο και τον φίλησε στο μάγουλο. «Ευχαριστώωω! Η Λούσι, είδε χθες την ταινία και όλη μέρα σήμερα, μιλούσε γι’ αυτή. Κι ο Τόμπι, είπε πως θα πάει αύριο, αλλά τον πρόλαβα ε;»

«Ω ναι! Ο Τόμπι, δε θα ξέρει από πού του ήρθε»

Η Μάγκι χαμογέλασε και σαν να μπορούσε να καταλάβει τη μάχη που μαινόταν μέσα του, έσπευσε να τον ανακουφίσει, «Τουλάχιστον, δεν χρειάζεται να φέρεις εσύ την Άιλα σπίτι. Θα περάσω να την πάρω εγώ από το σινεμά, θα βρίσκομαι κοντά. Όποια κι αν είναι τα σχέδια σου, θα μετακινηθούν μερικές ώρες μόνο, ε;»

Ο Γκράχαμ σκέφτηκε αυτό που είπε η Μάγκι. Είχε δίκιο. Δεν είχε καταστραφεί εντελώς, η βραδιά του. Απλά θα καθυστερούσε λίγο παραπάνω. Μόλις η μητέρα του έπαιρνε την Άιλα, εκείνος μπορούσε να φύγει κατευθείαν για να δει τη Σεσίλια. Μόνο που έπρεπε να βρει μια καλή δικαιολογία. Το ενδεχόμενο να της πει, ότι θα έπρεπε να παρακολουθήσει μια παιδική ταινία, δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα, παρόλο που ήταν η αλήθεια.

Σαν παιχνίδι της μοίρας, χτύπησε το κινητό του. Μήπως τελικά, αυτό με την σκέψη έπιανε; Πάντως δε θα μπορούσε να ανακαλύψει τις υπερφυσικές του δυνάμεις, σε χειρότερη στιγμή. Τρία ζευγάρια μάτια, κοιτούσαν τώρα την οθόνη του κινητού του, στην οποία αναβόσβηνε ένα όνομα. Σεσίλια.

«Δεν θα το σηκώσεις;», ρώτησε η Μάγκι.

«Σεεεσιιι, σεσιιι, σεσιιλ…», άρχισε να διαβάζει η Άιλα και πριν προλάβει να τελειώσει, την άφησε να σταθεί στα πόδια της και άρπαξε το κινητό του. Έκανε νόημα στη μητέρα του και πήγε να μιλήσει στο μπάνιο.

«Γεια!». Ακούστηκε μαγκωμένος ή έφταιγε η ένοχη συνείδηση του;

«Γεια σου! Δεν ξέρω για σένα, αλλά μόλις σχόλασα, είμαι εξουθενωμένη και πεινάω σαν λύκος. Τι θα έλεγες να πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι έξω;», του απάντησε η Σεσίλια, με έναν ανάλαφρο και γλυκό τόνο, που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την αναβολή του ραντεβού τους.

«Θα έλεγα πως είναι φοβερή ιδέα, αλλά…»

«Ωχ, δεν μου αρέσει αυτό το, αλλά», τον έκοψε μισογελώντας.

«Κι έχεις απόλυτο δίκιο, αλλά μήπως θα μπορούσαμε να βρεθούμε αργότερα; Μου έτυχε κάτι και δυστυχώς δεν μπορώ να το αναβάλω»

«Εεε ναι, εντάξει. Έχει να κάνει με τη δουλειά σου;»

«Ναι! Πρέπει να τελειώσω κάτι…»

«Γκράχαμ; Δεν έχω πολύ χρόνο, θα πρέπει να φύγω», η φωνή της μητέρας του, αν και ακούστηκε πνιχτή πέρα από την κλειστή πόρτα, διέλυσε τον ειρμό του και σίγουρα, έφτασε μέχρι το μικρόφωνο του τηλεφώνου του.

Έσφιξε το σαγόνι του και προσπάθησε να καλύψει την αμήχανη σιωπή. «Οπότε κανονίστηκε; Θα τα πούμε πιο βράδυ;»

«Ξέρεις κάτι; Καλύτερα όχι. Όπως σου είπα, είμαι πτώμα και θα είσαι κι εσύ πιο άνετος με τη δουλειά σου. Θα φάω κάτι πρόχειρο και θα πέσω για ύπνο νωρίς. Κανονίζουμε άλλη μέρα», η φωνή της άλλαξε χρώμα κι ενώ ο Γκράχαμ, ήθελε να τα παρατήσει όλα και να τρέξει να τη βρει, το μόνο που έκανε ήταν να συμφωνήσει αποκαρδιωμένος. Τερμάτισε την κλήση τους και επέστρεψε στο δωμάτιο, όπου η μητέρα του, στεκόταν δίπλα στην πόρτα, κοιτώντας το ρολόι της ενώ η Άιλα, είχε καθίσει στην καρέκλα του γραφείου του.

«Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να βιαστώ»

Ο Γκράχαμ ένευσε καταφατικά. Η Μάγκι, πλησίασε την κόρη της κι αφού άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της, την προειδοποίησε, πως θα έπρεπε να δείξει τον καλύτερο της εαυτό. Ύστερα ήρθε στον Γκράχαμ, που έγειρε ελαφρά για να τον φτάσει. Τον φίλησε και του είπε:

«Σε ευχαριστώ πολύ, να ξέρεις με σώζεις»

«Πάντα στη διάθεση σας, για ό,τι χρειαστείτε!», της απάντησε ανόρεχτα κάνοντας κι έναν ψεύτικο, στρατιωτικό χαιρετισμό.

«Χα! Δεν ξέρω! Μήπως μπορείς να μου βρεις έναν τρόπο να καλύψω τα κενά που θα προκύψουν στις εκθέσεις της γκαλερί, τους επόμενους μήνες από την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του Μπλέικ Φάιν; Όχι; Τότε μου αρκεί το σημερινό», κατέληξε η Μάγκι γελώντας, όταν ο Γκράχαμ την κοίταξε με ένα ύφος που σχεδόν ζητούσε έλεος. Τους χαιρέτησε ξανά κι αφού έδωσαν ραντεβού για το τέλος της ταινίας, έφυγε, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

«Λοιπόν, είσαι έτοιμη για το σινεμά μας;», είπε ο Γκράχαμ στην Άιλα χτυπώντας τις παλάμες του στα πόδια του.

«Δε θες να πάμε σινεμά», διαπίστωσε με σοβαρότητα η μικρή, παρόλο το στραφτάλισμα των φτερών της, στο φως του δωματίου.

Ο Γκράχαμ την κοίταξε και συνειδητοποίησε πόσο ενοχλημένος πρέπει να έδειχνε. Όμως, μιας και η αδερφή του δεν έφταιγε σε κάτι για το ντόμινο των συγκυριών που έφεραν καινούργια ψύχρα στη σχέση του με τη Σεσίλια, αποφάσισε να αλλάξει διάθεση. Τουλάχιστον, ας περνούσε εκείνη καλά.

«Όχι τερατάκι  μου, δεν είναι αυτό. Συγνώμη που ήμουν κατσούφης. Απλά ήθελα να δω κάποια που μου έλειψε πολύ και τελικά, δε θα τα καταφέρω σήμερα»

«Φίλη σου;»

«Ναι, φίλη μου»

«Κι εγώ ήθελα να δω την ταινία με τη Λούσι, αλλά δεν μπορούσε να με πάει η μαμά. Εσένα η φίλη σου, δεν μπορεί να έρθει σινεμά;», τον ρώτησε αθώα.

Εκείνος την παρατήρησε σκεφτικός. Έσμιξε τα φρύδια του, ενώ αναλογιζόταν το ενδεχόμενο κι όλες τις παραμέτρους. Ναι, θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο δύσκολη η κατάσταση, από την άλλη όμως…

«Λες;»

 

 

Περίμεναν στην αίθουσα αναμονής του κινηματογράφου. Ο Γκράχαμ κουβαλώντας τα μπουφάν τους κι ένα τεράστιο κουβά με ποπ κόρν και η Άιλα, κρατώντας ένα μιλκσέικ, που γέμιζε την αγκαλιά της.

«Να πάω να δω τα ξωτικά;»

«Εντάξει, όμως άσε εδώ το μιλκσέικ σου, αλλιώς θα γίνεις χάλια. Και μην απομακρυνθείς, να σε βλέπω», της είπε ο Γκράχαμ και πήγαν στον πλησιέστερο πάγκο, βρίσκοντας ένα μικρό κενό για να αφήσουν τα πράγματα τους. Μόλις η Άιλα του έδωσε το XL ποτήρι της, έτρεξε στις ψηλές χάρτινες φιγούρες που στέκονταν σε μια γωνία, αναπαριστώντας τα ξωτικά των οποίων τις περιπέτειες, είχαν έρθει να παρακολουθήσουν.

Κάθε τόσο ο Γκράχαμ άφηνε το βλέμμα του να τρέξει από την αδερφή του, στην κυλιόμενη σκάλα που ανέβαινε από τον κάτω όροφο και την είσοδο του κινηματογράφου. Άραγε θα έρθει;

Στο τηλέφωνο δεν της είχε εξηγήσει. Είχε χαρεί και μόνο που απάντησε στην κλήση του και δεν ήθελε να σκέφτεται, τι μπορεί να είχε υποθέσει μετά τις υπεκφυγές του. Όμως της ζήτησε να τον εμπιστευτεί. Όπως την πρώτη φορά που βγήκαν. Η Σεσίλια του απάντησε πως δεν ήταν σίγουρη κι έτσι τον είχε αφήσει μονάχα να ελπίζει πως θα έρθει να τον συναντήσει.

Η ώρα περνούσε κι εκείνος είχε αρχίσει να γίνεται και πάλι νευρικός, όταν ένα τέταρτο πριν την έναρξη της προβολής, την ξεχώρισε μέσα στο πλήθος που ανέβαινε τις σκάλες. Κόκκινο με σμαραγδί. Ο αγαπημένος του συνδυασμός. Τον εντόπισε και όταν της έδειξε, πως δεν μπορούσε να μετακινηθεί με τα πράγματα που είχε, ήρθε εκείνη κοντά του.

«Ήρθες..», της είπε χαζά, χωρίς να κάνει άλλη κίνηση να την χαιρετίσει πιο θερμά. Έπρεπε πρώτα να ελέγξει το επίπεδο του θυμού της.

Η Σεσίλια κοίταξε τριγύρω τον κόσμο και στο τέλος, σταμάτησε στο πρόσωπο του. «Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ. Είπες πως είχες δουλειά»

«Ναι και νομίζω πως κατάλαβες ότι προσπαθούσα να δικαιολογηθώ»

Η κοπέλα στένεψε τα μάτια της και συνέχισε να τον κοιτά. «Και είμαι σίγουρος πως άκουσες και μια άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο»

«Κι αν την άκουσα; Δεν φάνηκες να θες να μου εξηγήσεις…»

«Μα γι’ αυτό είμαστε εδώ. Κοίτα εκεί. Βλέπεις αυτό το κοριτσάκι με τα φτερά νεράιδας; Με τα ξανθοκόκκινα κοτσιδάκια;», της είπε δείχνοντας την Άιλα που εκείνη την ώρα, δοκίμαζε πόσο δυνατά μπορούσε να κλωτσήσει το χάρτινο ξωτικό που στεκόταν μπροστά της.

Η Σεσίλια κατένευσε. «Μη μου πεις μόνο πως η φωνή ήταν δική της. Είναι λίγο μικρή. Και είσαι πολύ τυχερός που παράλληλα, δείχνει λίγο μεγάλη για να είναι κόρη σου»

Ο Γκράχαμ γέλασε. «Όχι η φωνή δεν ήταν δική της και σίγουρα, δεν είναι κόρη μου. Η φωνή ήταν της μητέρας μου και η μικρή, είναι αδερφή μου»

«Χμμ, μαζί της είχες πάει στο Μάτι του Λονδίνου;», θυμήθηκε η Σεσίλια.

«Όχι εκείνη είναι η Λόρνα. Είναι ένα χρόνο μεγαλύτερη μου. Η Άιλα είναι το μικρό μου τερατάκι και σήμερα, μαζί με κάτι αναποδιές που έτυχαν στη δουλειά της μητέρας μου, έκαναν το πρόγραμμα άνω κάτω»

«Θα μπορούσες να μου το πεις. Δεν ήταν ανάγκη να προσπαθήσεις να πεις ψέματα»

«Έχεις δίκιο, απλά ήλπιζα να γλυτώσω την ατάκα: Πρέπει να πάω σινεμά με την εννιάχρονη αδερφή μου»

Η Σεσίλια γέλασε και ο Γκράχαμ, ανέπνευσε ξανά. Την πλησίασε και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Λοιπόν;», είπε δείχνοντας τα τρία τους εισιτήρια.«Θα τη γνωρίσεις, ή προτιμάς να το σκάσεις όσο είναι καιρός; Σε λίγο η ταινία ξεκινάει και μην πεις ότι δε σε προειδοποίησα. Είναι κινούμενα σχέδια»

Η κοπέλα κοίταξε την Άιλα από μακριά, ζυγίζοντας τη με το βλέμμα. Ύστερα στράφηκε προς τον Γκράχαμ και με σίγουρη φωνή του είπε, «Θα μείνω»

Ανακουφισμένος, ο Γκράχαμ φώναξε την αδερφή του, που τον άκουσε και προσέχοντας πως δεν ήταν μόνος, ήρθε χοροπηδώντας κοντά τους, κάνοντας τα φτερά της να ανοιγοκλείνουν με ρυθμό. Τα κοτσιδάκια της, είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν και μόνο όταν τους έφτασε, πρόσεξε πως φορούσε ένα πράσινο μπλουζάκι με μια στάμπα του Scoobydoo, που αν θυμόταν καλά, άνηκε κάποτε στον ίδιο.

Η μικρή χαμογελούσε στη Σεσίλια, που ενώ φαινόταν κάπως επιφυλακτική, όταν ο Γκράχαμ τις σύστησε και η Άιλα της πρόσφερε ευγενικά το μικρό της χέρι, εκείνη το έκλεισε στο ελάχιστα μεγαλύτερο δικό της, παρατηρώντας ταυτόχρονα το εκκεντρικό ντύσιμο της. «Μου αρέσει», του ψιθύρισε ανασηκώνοντας το φρύδι της, όταν η Άιλα ζήτησε το μιλκσέικ της και παίρνοντας τα υπόλοιπα πράγματα τους, ξεκίνησαν προς την αίθουσα όλοι μαζί.

Όσο κι αν προσπάθησε να μιλήσει λίγο με τη Σεσίλια κατά τη διάρκεια της ταινίας, δεν τα κατάφερε και πολύ. Εκτός του ότι εκείνος κατέληξε να κρατάει την Άιλα στην αγκαλιά του, γιατί δεν έβλεπε καλά από το δικό της κάθισμα, η κοπέλα είχε αναλάβει να στηρίζει τον μεγάλο κουβά του ποπκορν, για να μπορούν να τρώνε και να δίνει πότε πότε, στην μικρή, να πιει μερικές γουλιές από το μιλκσέικ της. Δε φάνηκε όμως να δυσανασχετεί. Αντίθετα, ένα ήρεμο χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στα χείλη της. Ευτυχώς, τα μπουφάν τους και τα νεραϊδίσια φτερά της Άιλα, βρίσκονταν στο κενό κάθισμα δίπλα στη Σεσίλια, για να μην τους ενοχλούν.

Από το λίγο που πρόσεξε την ταινία, κατάλαβε το νόημα της εργασίας που είχε η αδερφή του, όμως και πάλι, αναρωτιόταν τι απέγινε το παλιό καλό θέμα για εκθέσεις, που είχε μεγαλώσει γενιές και γενιές : Πως πέρασα το Σαββατοκύριακο…

Βγήκαν από την αίθουσα μιάμιση ώρα αργότερα και ο Γκράχαμ δε θα μπορούσε να χαίρεται παραπάνω γι’ αυτό. Επιτέλους το βράδυ απλωνόταν ελεύθερο μπροστά του. Η μικρή, συζητούσε με τη Σεσίλια για τα ξωτικά όσο προχωρούσαν προς την έξοδο κι εκείνος έψαχνε τριγύρω για τη μητέρα του. Δεν ήθελε να χρειαστεί να γνωρίσει τη Σεσίλια. Ήταν βέβαιος πως η κοπέλα, δε θα ένιωθε άνετα και μετά από όλα όσα έγιναν σήμερα, ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν. Άλλωστε και ο ίδιος δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια σκηνικά. Θα προσπαθούσε λοιπόν, να περάσει απαρατήρητη η παρουσία της.

Η χαρά που είχε, γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος, όταν φτάνοντας στο πεζοδρόμιο, είδε ένα γνωστό αμάξι παρκαρισμένο δίπλα σε ένα παρκόμετρο και τον πατέρα του όρθιο, ντυμένο με το ακριβό του κοστούμι και το μακρύ του παλτό, να στηρίζεται στην πόρτα του οδηγού. Φυσικά! Όταν φοβάσαι το κακό, συμβαίνει το χειρότερο, σκέφτηκε νευριασμένα.

Ο Γκράχαμ σταμάτησε να περπατά, το ίδιο και τα δύο κορίτσια. Η Άιλα που σχεδόν σκουντούφλησε πάνω στον αδερφό της, είδε τον Γουάλι και έτρεξε κοντά του. Εκείνος την έπιασε αμέσως και τη σήκωσε στα χέρια.

«Συγνώμη για λίγο», είπε ο Γκράχαμ στη Σεσίλια και πλησίασε τον πατέρα του λέγοντας, «Νόμιζα θα ερχόταν η μαμά να την πάρει».

Ο Γουάλι κούνησε ελαφρά το κεφάλι σαν σε άρνηση. «Δεν έχει ξεμπλέξει ακόμα με το ραντεβού της και μου ζήτησε να περάσω εγώ. Είναι πρόβλημα;», ρώτησε ενώ το βλέμμα του ξέφυγε για λίγο πίσω από το Γκράχαμ, στη Σεσίλια, που στεκόταν μονάχη της, κοιτώντας μηχανικά τα παπούτσια της.

«Καθόλου», απάντησε ξερά ο Γκράχαμ.

Ο Γουάλι κατέβασε την Άιλα και άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου. Η μικρή, πριν μπει μέσα, ήρθε στον Γκράχαμ που κατέβηκε στο ύψος της και της είπε, «Περιμένω να πάρεις άριστα στην εργασία σου, έτσι; Και να βάλεις τα γυαλιά σε αυτόν, τον Τόμπι!»

Η μικρή χαχάνισε και του έσκασε ένα φιλί. Κούνησε το χέρι της στη Σεσίλια και πέρασε στο πίσω κάθισμα.

«Λοιπόν, σε ευχαριστούμε για την εξυπηρέτηση», είπε ο Γουάλι ανεβάζοντας την πίεση του Γκράχαμ και πριν προλάβει να μπει κι εκείνος στο αμάξι, η φωνή της Σεσίλια τον σταμάτησε.

«Μια στιγμή!»

Ο Γκράχαμ γύρισε σχεδόν σοκαρισμένος, μα μόλις την είδε κατάλαβε. Κρατούσε στα χέρια της τα φτερά που η Άιλα, είχε βγάλει όσο έβλεπαν την ταινία. Έφτασε κοντά στους δύο άντρες και με μια κίνηση που ο Γκράχαμ κατάλαβε ότι έκρυβε όλη τη νευρικότητα του πλανήτη, έδωσε τα φτερά στον πατέρα του.

Τα μάτια του Γουάλι, κατέβηκαν αυτόματα στο χέρι της και το ανασηκωμένο μανίκι του παλτού της, που άφηνε ακάλυπτο τον καρπό. Δεν σχολίασε κάτι, όμως η ματιά του, τα έλεγε όλα. Αργά, σαν να φοβόταν πως η αγριεμένη τίγρης, που η Σεσίλια είχε χτυπήσει σε τατουάζ σε εκείνο το σημείο, επρόκειτο να του επιτεθεί, ο Γουάλι πήρε τα φτερά και κοίταξε πρώτα το γιο του και ύστερα την κοπέλα.

«Ευχαριστώ!». Ίσως η έκφραση του Γκράχαμ που σχεδόν τον προκαλούσε να πει κάτι, ή ίσως το στυλ της Σεσίλια, αποθάρρυνε τον Γουάλι από το να προβεί στις απαραίτητες συστάσεις κι έτσι, κούνησε απλά το κεφάλι σε χαιρετισμό και άνοιξε την πόρτα. Έσπρωξε τα φτερά στο πίσω κάθισμα στην Άιλα, που τα έπιασε και αφού τα φόρεσε, βάλθηκε να τους χαιρετάει κολλημένη στο παράθυρο.

Ο Γκράχαμ έβλεπε τις επόμενες κινήσεις σαν σεκάνς ταινίας. Η πόρτα κλείνει. Το αμάξι παίρνει μπροστά. Ανταποδίδει το χαιρετισμό της μικρής. Το αμάξι ξεκινά. Το αμάξι χάνεται. Ένα ζευγάρι στέκει στο πεζοδρόμιο, καθώς πίσω τους, ξεχύνεται κόσμος από τον κινηματογράφο.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», είπε ο Γκράχαμ όταν βρήκε επιτέλους τη μιλιά του.

Η Σεσίλια τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Τι νομίζω δηλαδή;»

«Ότι προσπαθώ να σε κάνω να με εκθέσεις, με σκοπό να με αποκαταστήσεις», προσπάθησε να αστειευτεί με την κατάσταση.

«Πάλι καλά! Δεν είμαι τέτοιο κορίτσι εγώ», γέλασε εκείνη.

«Όχι δεν είσαι», της είπε και ύστερα άφησε τη ζεστασιά του φιλιού της, να  διαχυθεί  σε κάθε κύτταρο του κορμιού του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ 

–Χριστούγεννα ήρθαν πάλι–

 

-Δεν είναι κι άσχημο! Άκουσε από δίπλα της τον Γκράχαμ να λέει, ενώ εκείνη χάζευε τα λαμπάκια που αναβόσβηναν πάνω στο κατάλευκο χριστουγεννιάτικο δέντρο που την είχε πείσει να αγοράσουν. Το δέντρο έδινε την εικόνα ότι το είχαν στολίσει δυο παιδιά –με πολλή φαντασία- έτσι όπως ήταν φορτωμένο με ένα σωρό στολίδια που δεν είχαν σχέση το ένα με το άλλο. Αντιθέτως με το δέντρο των παιδικών της χρόνων, του οποίου τη διακόσμηση αναλάμβανε η Σάρα εξ ολοκλήρου. Ένα δέντρο πράσινο στολισμένο αποκλειστικά με κόκκινες και χρυσαφί μπάλες.

-Και τώρα το αστέρι που οδήγησε τους μάγους στη Βηθλεέμ και στον μικρό Ιησού. Είπε και άπλωσε το χέρι για να της το δώσει.

-Βάλτο εσύ! Του είπε η Σεσίλια και έκανε να φύγει. Πρόλαβε και την άρπαξε από το χέρι τραβώντας την απαλά κοντά του.

-Η οικοδέσποινα πρέπει να το βάλει! Εκείνη ξεφύσησε θεατρινίστικα, πήρε το αστέρι που της έδινε το τελώνιο που της είχε κάνει μάγια, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι αφού μέχρι δέντρο την είχε καταφέρει να πάρει, και αφού σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, το έβαλε στην κορυφή.

-Καλά Χριστούγεννα μωρό μου, της είπε και τη φίλησε στο στόμα.

-Καλά Χριστούγεννα! Είπε και ανάγκασε τον εαυτό της να χαμογελάσει! Πρόσεξε που την κοίταξε συνοφρυωμένος, όμως τελικά κατάπιε κάθε απορία που μπορεί να είχε και την τράβηξε μαζί του στον καναπέ!

-Τι θα κάνεις αύριο;

-Δεν ξέρω, δεν έχω κανονίσει κάτι. Το μόνο που θα σπάσει τη ρουτίνα μου, είναι ότι κάποια στιγμή θα με πάρει η μητέρα μου να ανταλλάξουμε ευχές. Από τα τηλεφωνήματα της Σάρας γνωρίζω ότι είναι κάποια γιορτή ή επέτειος! Εσύ;

-Μπα όχι, συνήθως ενημερώνομαι από το ημερολόγιο για γιορτές και επετείους. Της απάντησε χαμογελαστός.

-Εννοώ τι θα κάνεις αύριο, χαζούλη;

-Χαζούλη; Πρώτη φορά με αποκαλούν έτσι, συνήθως όταν κάποιος θέλει να με βρίσει το κάνει με πιο σκληρές λέξεις! Είπε και έβαλε τα γέλια, με την έκφραση που πήρε το πρόσωπο της.

-Έχεις όρεξη μου φαίνεται σήμερα!

-Δεν μπορείς να φανταστείς πόση, της είπε λάγνα πριν σφραγίσει τα χείλη της με τα δικά του. Αφού τα χείλη τους χώρισαν, πρόσθεσε. Αύριο θα πάω στην οικογένεια μου, θέλει η Άιλα να περάσουμε όλοι μαζί αυτή τη μέρα και ποτέ δε χαλάμε το χατίρι στο μικρό μας τερατάκι. Όμως σήμερα, λέω να μείνω να περάσω μαζί σου τις παραμονές. Αν θες φυσικά να μπλέκομαι στα πόδια σου!

-Θα το πάρω ως υπονοούμενο, είπε και αφού σηκώθηκε από την αγκαλιά του, που την είχε βάλει να καθίσει, τον τράβηξε μαζί της στο δωμάτιο.

 

 

Ξύπνησε και τον βρήκε στο πλάι της να κοιμάται. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και έστρεψε το βλέμμα της στο όμορφο πρόσωπο του. Άλλη μια νύχτα θυελλώδους έρωτα. Αυτά πίστευε ότι μόνο στα βιβλία υπήρχαν και μάλιστα σε περιπτώσεις απαγορευμένου έρωτα. Όταν δεν ξέρεις αν θα έχεις ξανά στο πλάι σου αυτό το κορμί που σε βασανίζει και συγχρόνως σε λυτρώνει. Όμως μήπως κι εκείνη ήταν σίγουρη ότι θα τον έχει για πολύ κοντά της, κάποια μέρα ένας από τους δύο μπορεί να ξύπναγε από το όνειρο κι ό,τι με κόπο είχαν χτίσει, να γκρεμιζόταν. Όλες οι σχέσεις με το πέρασμα του χρόνου διαβρώνονται, και η ίδια ως παιδί χωρισμένων γονιών το γνώριζε καλύτερα από όλους. Ο χωρισμός των γονιών της, η απόφαση που πήρε κάποτε η Σάρα και ο Ερνέστο επηρέασε τη δική της ζωή. Φτάνοντας σε μια ηλικία υποσχέθηκε στον εαυτό της να μην πάρει ποτέ κανένας άλλος απόφαση σε ό,τι την αφορούσε, να μη στηρίζεται σε κανέναν γιατί οι ισορροπίες είναι ρευστές και μεταβλητές. Κι ενώ όλα τα κορίτσια, οι συμμαθήτριες στο σχολείο της, ονειρεύονταν αγόρια και έρωτα εκείνη είχε απογυμνώσει την πράξη από κάθε συναίσθημα. Εξαιρώντας τον Έντι, ο οποίος όμως ξαφνικά ένιωσε ο ίδιος ευάλωτος και άρχισε να την πιέζει, γεννώντας στην ίδια την αποστροφή αλλά και την πεποίθηση ότι δεν πρέπει να στηρίζεται πάνω σε κανέναν άλλον, μα και κανένας άλλος πάνω στην ίδια. Για πάνω από εφτά χρόνια, είχε ζήσει ακολουθώντας πιστά την πεποίθηση της, μέχρι που εκείνο το μεσημέρι έπεσε με το ποδήλατο της επάνω του. Ένα ατύχημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η γνωριμία τους, και μια σειρά παρεξηγήσεων η συνέχεια. Όμως μήπως και ο έρωτας ατύχημα δεν είναι. Μάλλον για να είναι πιο ακριβής, ένα δυστύχημα, με την απογοήτευση που αργά ή γρήγορα θα έρθει. «Ίσως κάποιοι να τα καταφέρνουν»! θέλησε το πιο ερωτευμένο κομμάτι του εαυτού της να σκεφτεί αισιόδοξα. Η ίδια πάντως, δεν ήξερε κανέναν που να τα έχει καταφέρει.

Θυμήθηκε το λευκό χριστουγεννιάτικο δέντρο που βρισκόταν στολισμένο στο καθιστικό της. Απ’ όταν είχε μετακομίσει από το σπίτι της μητέρας της, δε νοιάστηκε ποτέ να στολίσει δέντρο. Δεν τη συγκινούσαν οι γιορτές, περισσότερο της δημιουργούσαν θλίψη, όχι όμως την καθιερωμένη θλίψη, της προσδοκίας ότι η συγκεκριμένη μέρα πρέπει να είναι ιδιαίτερη, λες και το έγραφε κάποιο καταστατικό. Της προκαλούσε τη θλίψη των όσων χάθηκαν. Στην πίστη που είχε στη μαμά και στον μπαμπά της όταν ήταν παιδί στη Γρανάδα. Στην αγάπη της στις γιορτές, στην ανάμνηση της να προσπαθεί να μείνει ξάγρυπνη τη νύχτα της 6ης Ιανουαρίου για να δει τους μάγους με τα δώρα που θα της ’φερναν αυτό που επιθυμούσε. Και όμως τελικά αποκοιμιόταν και ο Ερνέστο την έπαιρνε αγκαλιά για να την πάει στο κρεβατάκι της στον πάνω όροφο τους σπιτιού τους. Την απογοήτευση του επόμενου πρωινού που τελικά δεν είχε καταφέρει να τη στήσει στους μάγους για να τους δει από κοντά, να τριγυρνάν μέσα στο σπίτι της. Τα παρηγορητικά λόγια του πατέρα της ότι θα προσπαθούσε ξανά την επόμενη χρονιά, καθώς και το πόσο γρήγορα της έφευγε η απογοήτευση όταν έπαιρνε το δώρο της και  ασχολούταν με αυτό. Φυσικά ο Άγιος της άφηνε και τα Χριστούγεννα ένα συμβολικό δώρο κάτω από το δέντρο, αλλά το καλό το έφερναν οι τρεις μάγοι. Ύστερα όμως έφυγε για το Δουβλίνο. Οι γιορτές των Χριστουγέννων δε θα ήταν ποτέ ξανά οι ίδιες και το κατάλαβε από τα πρώτα που πέρναγε στην κρύα πόλη του βορά. Παιδί ακόμα αναρωτιόταν τι γύρευε εκείνη εκεί, ήθελε να γυρίσει στην Ισπανία, μα η Σάρα ούτε να το ακούσει. Μετά η μητέρα της γνώρισε το Mark με τον οποίο απέκτησε ακόμα δυο παιδιά, η Σεσίλια πλέον ήταν έφηβη. Βυθισμένη στην απάθεια και τη μελαγχολία, δεν την ένοιαζαν γιορτές και Χριστούγεννα, αυτά ήταν για τα αδέρφια της που ήταν παιδιά, εκείνη είχε μεγαλώσει. Θυμήθηκε τη ζωή της στην Ισπανία, εκείνο το γελαστό κοριτσάκι με τα μακριά μαλλιά που ήταν πιασμένα σε κοτσιδάκια. Πλέον ήταν κάτι μακρινό και άγνωστο, σαν να μην υπήρξε ποτέ η ίδια εκείνο το παιδί. Σαν να ήταν κάποιο άλλο. Περισσότερο ταίριαζε με εκείνο το μελαγχολικό κορίτσι στα χρόνια που έζησε στο Δουβλίνο, μόνο που τώρα η μελαγχολία της είχε μετατραπεί σε τσαμπουκά! Γι’ αυτό και είχε τραβήξει τόσα εκείνο το αγόρι που κοιμόταν τώρα στο πλάι της, η αθεόφοβη μέχρι και άλλα ντ’ άλλων τατουάζ του είχε χτυπήσει! Συγκράτησε το γέλιο της για να μην τον ξυπνήσει, όμως καθώς τρανταζόταν το σώμα της, εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Πρώτα το αριστερό, σαν να ήθελε να ανιχνεύσει πρώτα τι συμβαίνει και ύστερα το δεξί!

-Καλημέρα. Της είπε βραχνά.

-Καλημέρα, του είπε εκείνη, γελώντας ακόμα.

-Τι συμβαίνει; Μου έκανες κάτι; Τη ρώτησε παραξενεμένος από τα γέλια και την τόσο καλή της διάθεση.

-Ένα λάθος τατουάζ στην πλάτη! Του απάντησε.

-Καλά αυτό είναι παλιό, το ξέρω, τίποτα καινούργιο;

-Σαν να λέμε, δε σου φτάνει!

-Απλά το έχω συνηθίσει. Πες μου μόνο ότι δε με έβαψες με τα καλλυντικά σου! Τη ρώτησε προκαλώντας της δυνατά γέλια. Όταν κατάφερε να ηρεμίσει τον καθησύχασε.

-Όχι αγάπη μου, δε σου έκανα τίποτε άλλο. Απλά θυμήθηκα το τατουάζ και με έπιασαν τα γέλια.

-Πολύ ωραία, είπε και γύρισε στο πλάι ενώ εκείνη τραβήχτηκε από πάνω του για να ξαπλώσει στο μαξιλάρι της. Έπρεπε να δεις τι γέλια έκανα εγώ το επόμενο βράδυ που το είδα. Αν σε είχα μπροστά μου!!!...

-Τι θα με έκανες; Τον προκάλεσε η Σεσίλια!

-Κάτσε να σου δείξω!

 

 

-Σοβαρά αυτό θα μου έκανες; Τον ρώτησε όταν τραβήχτηκε από πάνω της!

-Τότε; Μάλλον θα σου έδινα ένα χέρι ξύλο.

-Πότε θα έρθεις να στο φτιάξω; Ή προτιμάς να πας σε άλλον;

-Το πιο ασφαλές θα ήταν να εμπιστευτώ άλλον, όμως εφόσον εσύ έκανες τη ζημιά, εσύ πρέπει και να τη διορθώσεις. Αλλά να είσαι σίγουρη ότι θα έρθω απολύτως νηφάλιος, θα έχω φροντίσει να μην έχω πιει ούτε σταγόνα νερό εκείνη τη μέρα.

-Πάντως από καλλιτεχνικής άποψης, είναι ωραίο!

-Ναι, παραδέχτηκε, ενώ ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και κοίταξε τη γυμνή πλάτη του στον καθρέφτη!

-Επιπλέον είναι κάτι ουδέτερο. Είναι έτσι το σχέδιο που δεν παραπέμπει σε κάτι θηλυπρεπές. Άσε που πιστεύω ότι είναι αρρενωπό.

-Είναι επειδή το βλέπεις πάνω μου. Είπε και της έκλεισε το μάτι. Κάθε φορά που το έκανε αυτό, εκείνη ζαλιζόταν από έρωτα, ίσως ήταν ένα μυστικό, μαγικό ξόρκι να την κρατάει αιχμάλωτη στον έρωτα του. Αλλιώς δεν μπορούσε να το εξηγήσει, λες και μπορεί κάποιος να εξηγήσει τον έρωτα!

-Τι λες, πάμε να δούμε αν έχει φέρει δώρα ο Άγιος Βασίλης και για εμάς;

-Δεν είμαστε λίγο μεγάλοι για δώρα;

-Όχι, καθόλου, φτάνει να μη μας έχει φέρει παιχνίδια, τρενάκια πάνω σε ράγες για μένα και την ντουλάπα της Barbie για σένα.

-Ο Θεός να φυλάξει! Πάντως αν είναι έτσι, τουλάχιστον ελπίζω να έχει φέρει σε εμένα το τρενάκι. Είπε η Σεσίλια και σηκώθηκε από το κρεβάτι καθώς την τράβηξε από το χέρι ο Γκράχαμ.

-Δε με πειράζει, πολύ θα μου άρεσε να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα της Barbie  μου. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, εσύ δεν ήσουν και πολύ καλό κορίτσι την προηγούμενη χρονιά, αλλά μεσολάβησα εγώ στον Άγιο και μπορεί να έφερε και σε εσένα κάτι.

-Α! εσύ έχεις μεγάλες γνωριμίες, τον πείραξε η Σεσίλια.

-Μεγάλες και σπουδαίες. Της επιβεβαίωσε ο όμορφος, γυμνός, έλληνας Θεός!

-Έχω την εντύπωση ότι το δικό μου δώρο, το έφερε απευθείας στο κρεβάτι. Σχολίασε η Σεσίλια ρίχνοντας μια ματιά στα οπίσθια του. Μέσα από τον καθρέφτη πρόσεξε ένα μικρό αυτάρεσκο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπο του, προκαλώντας και στην ίδια ένα ελαφρύ μειδίαμα.

Δυο πακέτα βρίσκονταν κάτω από το λευκό δέντρο, που τα φωτάκια του αναβόσβηναν όλο το βράδυ! Είδε το πακέτο που είχε αφήσει εκείνη κάποια στιγμή το βράδυ για το Γκράχαμ. Αν και της είχε φανεί εντελώς χαζό αυτό που έκανε, είχε καταλήξει ότι εφόσον ο καλός της επέμενε να στολίσουν δέντρο, τότε θα ήθελε να κρατήσουν όλο το εθιμοτυπικό των εορτών ακόμα και στα δώρα. Όμως το άλλο, το πιο χοντρό, δε θυμόταν να βρισκόταν εκεί, την ώρα που είχε αφήσει το δικό της πακέτο.

Στράφηκε και τον κοίταξε ερωτηματικά, ενώ εκείνος γονάτιζε μπροστά από το δέντρο.

-Αυτό γράφει το όνομα σου είπε και της έδωσε το βαρύ πακέτο. Αυτό πάλι δε γράφει τίποτα. Είπε κοιτώντας το άλλο.

-Έχει ψύχρα, πάω να ντυθώ, είπε και έτρεξε στο δωμάτιο της. Μόλις που είχε φορέσει τα εσώρουχα της και είχε χωθεί ολόκληρη στην ντουλάπα για να βρει κάτι ζεστό να βάλει, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει.

-Σεσίλια, τι τρέχει;

-Τίποτα δεν τρέχει!

-Σεσίλια! Εκείνη αναστέναξε.

-Θα σου φανεί χαζό, δεν είναι κάτι…

-Μου αρέσουν τα χαζά, πες μου, την παρότρυνε.

-Δεν ξέρω, το δέντρο, τα δώρα όλα αυτά έχουν κάτι παιδικό, αθώο, δε μου πάει να στέκομαι γυμνή μπροστά από το δέντρο. Τον είδε να σκάει ένα χαμόγελο. Έλα μη γελάς, είπε, και παίρνοντας το μαξιλάρι από το κρεβάτι του το πέταξε.

-Δεν περίμενα ότι ήσουν τόσο πουριτανή!

-Δεν είμαι πουριτανή. Απλά, δεν ξέρω…

-Δεν πειράζει μωρό μου, αφού νιώθεις έτσι, είπε και έσκυψε να βρει που είχε καταλήξει το εσώρουχο του, όταν το προηγούμενο βράδυ η Σεσίλια, με κάθε άλλο παρά από παιδική αθωότητα, σκόρπαγε τα ρούχα τους σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.

-Εντάξει τώρα; Νιώθεις καλύτερα; Είπε και την κοίταξε που φορούσε ένα τζιν παντελόνι, μπότες και ένα πουλόβερ.

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και επέστρεψαν στο καθιστικό να πάρουν τα δώρα τους.

-Πάντως το γυμνό σώμα δεν έχει κάτι το πρόστυχο, πρέπει να ξεπεράσεις αυτές τις προκαταλήψεις.

-Γκράχαμ… σε παρακαλώ. Μην το συνεχίζεις. Και από την άλλη δες το αλλιώς, η θρησκεία μας γέμισε ενοχές για το σώμα μας, και το δέντρο με τη φάτνη είναι ένα θρησκευτικό σύμβολο.

-Έχεις δίκιο. Συγκατένευσε εκείνος. Τι λες τώρα που ντυθήκαμε να δούμε επιτέλους τα καλούδια που μας έφερε ο άγιος;

-Άνοιξε το δικό σου πρώτα. Είπε και του πρόσφερε το πιο μαζεμένο πακέτο.

Ο Γκράχαμ με μια κίνηση έσκισε το χαρτί περιτυλίγματος και έβγαλε από μέσα ένα λαδί κασκόλ και μια κορνίζα με ένα σκίτσο. Κοίταξε τη ζωγραφιά και αναγνώρισε τον εαυτό του, αμέριμνο να ατενίζει και εκείνος δεν ήξερε τι.

-Ποιος είναι αυτός ο τύπος; Γύρισε και τη ρώτησε πειραχτικά. Εκείνη σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και τον κοίταξε με ανασηκωμένο το αριστερό φρύδι, της έδωσε ένα αστραπιαίο φιλί στο μάγουλο και ξεδίπλωσε το άλλο του δώρο. Ωραίο κασκόλ, είπε και το έβαλε γύρω από το λαιμό του.

-Το άλλο κατασχέθηκε οπότε θα σου λείπει ένα.

-Το άλλο στο χάρισα γιατί σου πηγαίνει! Άντε άνοιξε τώρα το δικό σου! Την παρότρυνε. Πήρε το βαρύ πακέτο στα χέρια της, και με προσεχτικές κινήσεις ξεκολλούσε το σελοτέιπ από το χαρτί.

-Ευτυχώς που εμένα δε με ξεγυμνώνεις τόσο προσεχτικά, γιατί θα είχα ανατιναχθεί μέχρι να τελειώσεις!

-Τώρα που το λες, θα το δοκιμάσω κάποια φορά, ανυπόμονε! Είπε χαμογελώντας. Από μέσα έβγαλε ένα πακέτο μπογιές, δυο πινέλα, ένα μπλοκάκι με εξώφυλλο ένα εξωτικό μέρος, τρεις ραπιντογράφους και ένα βιβλίο Ιστορία της τέχνης!

-Τι είναι όλα αυτά, θα έδωσες ένα σωρό λεφτά.

-Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Το βιβλίο έχει κάρτα αλλαγής, μπορεί να το έχεις, αν και από μια σύντομη έρευνα στη βιβλιοθήκη σου δεν το είδα.

-Ώστε με κατασκόπευσες; Είπε μειδιώντας.

-Φυσικά!

-Και τα υπόλοιπα τι είναι, βασικά ξέρω τι είναι αλλά για ποιο λόγο τα πινέλα και οι μπογιές;

-Για να ζωγραφίσεις!

-Μα ζωγραφίζω!

-Το ξέρω. Όμως πρέπει να παραδεχτείς ότι με τα τατουάζ, θες δε θες σχεδιάζεις αυτό που θέλει ο πελάτης.

-Όχι όλες τις φορές, είπε εκείνη για να τον πειράξει.

-Μην στέκεσαι στις εξαιρέσεις. Σκέψου τη φορά που αναγκάστηκες να ζωγραφίσεις σε έναν γλουτό έναν ευχούλη.

-Με λαχανί μαλλί… Μα γιατί μου θυμίζεις τις μαύρες μέρες της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας! Σχολίασε ευδιάθετα.

-Σεσίλια, οι πίνακες σου είναι εξαιρετικοί γιατί να μην το προσπαθήσεις;

-Γιατί δε με ενδιαφέρει ίσως!

-Αν δε σε ενδιέφερε δε θα είχες κάνει ούτε εκείνους!

-Τέλος πάντων, θα τα κρατήσω, όμως δεν μπορώ να σου το υποσχεθώ. Επίσης να ξέρεις ότι αν ζωγραφίσω θα το κάνω ερασιτεχνικά. Μόνο και εφόσον έχω διάθεση!

-Σύμφωνοι… άλλωστε δε στα πήρα για να σε αναγκάσω, απλά για να σε προσανατολίσω σε κάτι που μιλάει ασυνείδητα μέσα σου αλλά δε θες να ακούσεις!

-Ποιος το είπε αυτό;

-Οι πίνακες σου!

 

 

Μόλις έφυγε ο Γκράχαμ η Σεσίλια προσπάθησε να καταπιαστεί με ένα σωρό πράγματα μα δεν είχε καμία όρεξη για τίποτα πέρα από το να σκέφτεται εκείνον, “…and when you go you leave me breathless and alone. You leave me breathless when you close the door and feels just like you took the air around of the room with you.” Πρώτη φορά που ένιωθε τόσο τον Dan Wilson κι εκείνους τους γλυκανάλατους στίχους του, όπως θα τους χαρακτήριζε μόλις λίγο καιρό νωρίτερα.

Αφού έφτιαξε μια ομελέτα, αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να κάνει. Κοίτα που πάντα περνούσε καλά στη μοναξιά της, και που τώρα την ενοχλούσε. Φυσικά όχι λόγω των Χριστουγέν­νων, δεν είχε απαίτηση να έχει κάποιον μαζί της επειδή ήταν γιορτή, απλά τη χαλούσε που εξαιτίας της γιορτής ήταν μόνη της. Σε άλλη περίπτωση θα ήταν στη δουλειά ή θα ήταν μαζί με τον Γκράχαμ στην κρεβατοκάμαρα. Πήρε τα δώρα που της είχε φέρει εκείνος. Χάζεψε λίγο τις μπογιές, όμως δεν της έκανε όρεξη να καταπιαστεί με πίνακες επειδή απλά και μόνο το αγόρι της πίστευε ότι είχε ταλέντο. Ίσως κάποτε ζωγράφιζε κάτι για εκείνον. Μόνο αν είχε κέφι όμως, ανάγκασε τον ερωτευμένο εαυτό της να υποσχεθεί, άλλωστε αν δεν είχε όρεξη ήξερε όσο κανένας άλλος ότι θα ζωγράφιζε μια βλακεία. Στο τέλος παράτησε μπογιές, μπλοκ και τα υπόλοιπα είδη ζωγραφικής και πήρε το βιβλίο με την Ιστορία της τέχνης για να διαβάσει. Μην έχοντας μυαλό όμως στα γράμματα, απλά το ξεφύλλισε χαζεύοντας τους πίνακες. Μα που να ανταγωνιστεί εκείνη τους ζωγράφους που είχαν περάσει ανά τους αιώνες. Η ίδια ήταν απλά μια ταπεινή ζωγράφος σωμάτων. Τίποτα περισσότερο.

Σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο και άρχισε να χαζεύει τα φωτάκια του δέντρου. Τώρα εκείνος θα ήταν με την οικογένεια του, έτσι είχε θελήσει η Άιλα, και είχε κάθε δικαίωμα να θέλει κοντά της τον αδερφό της στις γιορτές. Πάντα πίστευε ότι τα παιδιά, της τη ’διναν στα νεύρα, αλλά να που είχε βρει κάποιο που της άρεσε. Άραγε αν έκανε παιδί με τον Γκράχαμ θα έμοιαζε στη μικρή αδερφή του! Πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η σκέψη της, έφριξε με τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτή η σχέση ήταν παροδική, όλα στη ζωή είναι παροδικά, κάποτε θα επέστρεφε στη ρουτίνα της και δε θα μπορούσε να τη βγάλει από αυτή κανένας Γκράχαμ. Ποτέ δεν είχε θελήσει παιδιά, όταν οι άλλες παίζανε με τις κούκλες εκείνη κλεινόταν στο δωμάτιο της και σχεδίαζε, όχι τη ζωή, το χαρτί. Από πού κι ως που τώρα ονειρευόταν πως θα ήταν το παιδί τους. Δεν είχε αντοχές για άλλα δράματα, δεν ήθελε να φέρει στον κόσμο ένα παιδί που θα κουβαλάει τη δικιά της αποτυχία και του οποιοδήποτε πατέρα, όπως κουβαλούσε και εκείνη τόσα χρόνια την αποτυχία για το γάμο των γονιών της, αφού δεν είχε καταφέρει να τους κρατήσει  μαζί.

Για να μπορέσει να προχωρήσει, είχε πάψει να ενδιαφέρεται για κάθε τι που αγαπούσε στην Ισπανία, και ένα από αυτά ήταν η ιεροτελεστία των Χριστουγέννων. Ευτυχισμένες οικογένειες γύρω από το εορταστικό τραπέζι ή κάτω από το δέντρο να ανταλλάσουν δώρα. Ήταν λάθος τελικά που τον είχε ακούσει και είχε φέρει εκείνο το λευκό θηρίο σπίτι της. Και μιας και έλειπε εκείνος ας έβγαζε από την πρίζα τουλάχιστον τα φωτάκια. Στεκόταν δίπλα στο δέντρο σκεφτική, πριν στερήσει το φως από τα φωτάκια, όταν κατέληξε ότι θα της άρεσε αν η κόρη της έμοιαζε στην Άιλα, δεν πρόλαβε να θυμώσει στον εαυτό της, όταν άκουσε το κουδούνι της να χτυπάει. «Δεν είχε αντέξει άλλο μακριά της και είχε γυρίσει», κρίμα θα είχε στενοχωρήσει το κοριτσάκι, όμως δε βαριέσαι, δεν μπορείς να τους έχεις όλους ικανοποιημένους. Πάτησε το κουδούνι για να ανοίξει η εξώπορτα της πολυκατοικίας και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του διαμερίσματος, όχι δεν έπρεπε να τον περιμένει ακριβώς από πίσω, ώστε να του μαρτυρήσει την αδημονία της.

Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε και εκείνη πήγε να την ανοίξει. Όμως στο άνοιγμα δεν ήταν εκείνος, αλλά η μάνα της, με τον δεύτερο σύζυγο και τα παιδιά τους.

-Περίμενες κανέναν; Είπε και της έδωσε δύο φιλιά σταυρωτά, λίγο στο μάγουλο λίγο στον αέρα.

-Όχι, απάντησε εκείνη ενώ τα αδέρφια της μπούκαραν κυριολεκτικά σαν χούλιγκαν στο διαμέρισμα της.

-Γεια σου αδερφή! Σφύριξε ο μεγάλος.

-Γεια σου και σένα! Απάντησε και θυμήθηκε για ποιο λόγο απεχθανόταν τα παιδιά. Τουλάχιστον η Άιλα όσο ζωηρή κι αν φαινόταν, ήρθε χαμογελαστή να τη χαιρετήσει, άσχετο αν νωρίτερα είχε φάει της χρονιάς του, το χάρτινο σταντ του ξωτικού.

-Γεια, της είπε και ο μικρός και ακολούθησε τον αδερφό του.

-Να ρωτάς πριν ανοίξεις. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να είναι, δε ζούμε και σε κανέναν κόσμο αγγελικά πλασμένο. Παρατήρησε η μητέρα της.

Γύρισε και κοίταξε τα αδέρφια της που σπρώχνονταν, ενώ είχαν καθίσει στον καναπέ, και βιάστηκε να συμφωνήσει με τη μητέρα της.

-Αυτά είναι για το ψυγείο! Είπε ο Μαρκ μπαίνοντας τελευταίος στο σπίτι.

-Ευχαριστώ είπε εκείνη και με τη δικαιολογία των γλυκών κατέφυγε στην κουζίνα, για να βρει λίγο οξυγόνο μετά την ξαφνική, οικογενειακή έφοδο.

 

 

Καθόταν στο καθιστικό της με τη μητέρα, τον πατριό και τα δυο αδέρφια της σχεδόν αμίλητη. Η μητέρα σχολίαζε το σπιτάκι της, ο Μαρκ φαινόταν ότι αδημονούσε όσο και η ίδια η Σεσίλια πότε θα φύγουν από αυτό το κλειστοφοβικό διαμέρισμα, ενώ τα αδέρφια της κατάφερναν ύπουλα αγκωνιές το ένα στα πλευρά του άλλου. Ποιος από τους δυο Κάιν θα κέρδιζε τη μάχη άραγε. Η Σάρα έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα στα αγόρια της και εκείνα, φαινομενικά τουλάχιστον, ηρέμισαν. Ο μικρός σηκώθηκε για να χαζέψει τα στολίδια του δέντρου ενώ ο άλλος απλώθηκε φαρδύς πλατύς στον διθέσιο καναπέ που μόλις πριν λίγες ώρες η ίδια καθόταν στην αγκαλιά του Γκράχαμ. Παράξενο πάντως που τα αδέρφια της συμπεριφέρονταν σαν δυο άγριοι των σπηλαίων του Βορρά. Μάλλον μιλούσαν οι ρίζες μέσα τους, περισσότερο από τις γαλουχήσεις της Σάρας και τους στρατιωτικούς της νόμους.

-Δεν περίμενα ότι στολίζεις δέντρο. Μικρή δεν έδειχνες να σου αρέσουν τα Χριστούγεννα.

-Στο Δουβλίνο δε μου άρεσαν, στη Γρανάδα να σου θυμίσω ότι τα λάτρευα.

-Δε το θυμάμαι, φαίνεται ότι σε επηρέαζε η παρουσία του πατέρα σου, η αιώνια ερωτική σχέση ανάμεσα στην κόρη και στον πατέρα. Ηλέκτρα θα έπρεπε να σε είχα βαφτίσει.

-Ηλέκτρα;

-Στην ελληνική δραματουργία μια κόρη που σκοτώνει τη μητέρα της καθώς και τον εραστή της που ήταν οι φονιάδες του πατέρα της.

-Πράγματι έτσι έπρεπε να με βαφτίσεις! Σχολίασε ενοχλημένη η Σεσίλια.

-Μη βιάζεσαι να ταυτιστείς κορίτσι μου, ο φόρος αίματος στην οικογένεια ερχόταν από πιο παλιά, βλέπεις ο Αγαμέμνονας δεν ήταν και κανένας αθώος. Όμως τι να κάθομαι να σου λέω τώρα, ίσως θα ήταν προτιμότερο για σένα εκτός από τα εικαστικά να έχεις μάθει και πέντε πράγματα παραπάνω, θα σου διεύρυνε τους ορίζοντες. Η Σεσίλια θυμήθηκε την τρίαινα που είχε χαράξει στο μπράτσο του Χάρολντ, που την είχε εμπνευστεί από το Ποσειδώνα. Πόσα πράγματα δεν ήξερε η μάνα της για εκείνη, και όλα αυτά επειδή απλά ήθελε πάντα να την κριτικάρει αρνητικά. Στην ουσία δεν είχε νοιαστεί ποτέ να μάθει και πολλά για την κόρη της! Απ’ όταν έφυγε από το σπίτι της για να πάει στο Λονδίνο να ακολουθήσει το δρόμο της και άφησε τη Σάρα με την άλλη οικογένεια της, κατάλαβε ότι όλα εκείνα τα χρόνια την έβλεπαν απλά σαν παρείσακτη. Σαν μια υποχρέωση που έπρεπε να αναλάβουν, τους άρεσε ή όχι. Όμως γιατί δεν την είχαν αφήσει να επιστρέψει στην Ισπανία, ο πατέρας της με χαρά θα αναλάμβανε την κηδεμονία της. Αυτά σκεφτόταν η Σεσίλια, ενώ η Σάρα συνέχιζε τις παρατηρήσεις, όταν ο από μηχανής Θεός, με ανθρώπινη μορφή της χτυπούσε το κουδούνι. Η Σεσίλια, ευγνώμον που θα διέκοπτε κάποιος το λογύδριο της μητέρας της, σηκώθηκε να ανοίξει. Μπροστά της στεκόταν ο Γκράχαμ και της χαμογελούσε, φορώντας ένα αγιοβασιλιάτικο κόκκινο σκουφάκι. «Κλισέ» σκέφτηκε αλλά του χαμογέλασε.

-Τι δε μου πάει; Αν όχι, θα ισχυριστώ ότι μου το επέβαλε η Άιλα… Αχ μωρό μου, δεν άντεξα άλλο μακριά σου, είπε και έκανε μια κίνηση για να τη φιλήσει, όταν πρόσεξε να εμφανίζεται πίσω από την πλάτη της κοπέλας του, μια ψηλή γυναίκα, αδύνατη και με όλα τα χαρακτηριστικά των γυναικών των βόρειων χωρών.

-Σεσίλια, δε θα μας συστήσεις; Άκουσε τη Σάρα πίσω από την πλάτη της. Αφού έκανε έναν εκνευρισμένο μορφασμό, που αφορούσε τη μητέρα της και είχε αποδέκτη τον Γκράχαμ, μίλησε.

-Η μητέρα μου, ήρθε στο Λονδίνο οικογενειακώς και είπε να περάσει να με επισκεφτεί.

-Να μας συστήσεις είπα κορίτσι μου, όχι να αιτιολογήσεις για ποιο λόγο βρίσκομαι στο διαμέρισμα της κόρης μου. Απηυδισμένη η Σεσίλια, εξακολούθησε να κοιτάζει το αγόρι της. Ο Γκράχαμ μεσολάβησε για να διευκολύνει την κατάσταση, αφού έβλεπε στα χαρακτηριστικά της Σεσίλια την απόγνωση που της είχε προκαλέσει αυτή η επίσκεψη. Μπορούσε εύκολα να φανταστεί τι θα είχε μεσολαβήσει όση ώρα είχε λείψει. Κάτι του έλεγε ότι η μητέρα της καλής του, είχε την ιδιοσυγκρασία και την κριτική διάθεση του πατέρα του.

-Γκράχαμ, φίλος της κόρης σας!

-Κάνε στην άκρη κορίτσι μου, να περάσει ο φίλος σου! Παρατημένη η Σεσίλια έκανε στην άκρη, το σώμα της είχε μαζέψει και φαινόταν ακόμα πιο μικρή. Τον είδε να κάθετε στο διθέσιο καναπέ δίπλα στο μεγάλο της αδερφό, και ανησύχησε μήπως ο μικρός, συνηθισμένος από την ύπουλη συμπεριφορά του, του ρίξει αγκωνιά στα πλευρά. Ευγενικός όπως ήταν ο Γκράχαμ θα καθόταν μια χαρά να τις φάει από τον Howard, χωρίς να βγάλει λέξη. Όμως δεν ήταν σωστό να τον κακοποιεί ολόκληρη η οικογένεια, μόνο εκείνη είχε αυτό το δικαίωμα. Του έριξε ένα δυσανάγνωστο βλέμμα που έκρυβε κίνδυνο, όμως εκείνος αν και αντιλήφθηκε τη ματιά της, δεν κατάλαβε τι ήθελε να του πει.

-Λοιπόν, με τι ασχολείσαι Γκράχαμ; Μη μου πεις και εσύ με τα τατουάζ;

-Όχι, δεν έχω τόσο καλλιτεχνική φύση όσο η κόρη σας! Στην πραγματικότητα είμαι φοιτητής, τελειώνω το διδακτορικό μου στην αρχαιολογία.

-Αρχαιολόγος! Θαύμασε ο Mark. Και τι σας ενδιαφέρει περισσότερο;

-Ίσως, λίγο περισσότερο, τα αρχαία ελληνικά αγάλματα!

-Φυσικά.

-Παράξενο, πριν από λίγο συζητούσαμε με την κόρη μου για την αρχαία, ελληνική δραματουργία.

-Στην πραγματικότητα μου έκανες μάθημα! Σχολίασε η Σεσίλια.

-Δεν είναι κακό να ενημερώνεσαι και για άλλα πράγματα εκτός από την τέχνη σου, κορίτσι μου. Και ύστερα στρέφοντας την προσοχή της πάλι στον Γκράχαμ. Και πως αποφάσισες να πάρεις αυτή την κατεύθυνση;

-Είχα ξεκινήσει να σπουδάζω οικονομικά, αλλά ένα ταξίδι στην πατρίδα της μητέρας μου, μου άλλαξε προσανατολισμό.

-Ώστε είστε έλληνας;

-Μισός. Ο άλλος μισός είμαι άγγλος με σκοτσέζικες ρίζες.

-Πολυεθνικός! Σχολίασε χαριτολογώντας ο Mark.

-Κάπως έτσι! Η Σεσίλια πρόσεξε τη μάνα της να κοιτάζει εξεταστικά τον Γκράχαμ, και ξαφνικά υποψιάστηκε τι σκεφτόταν. Όταν εκείνη νέο κορίτσι, σε κάποιες διακοπές της στην Ισπανία, είχε ερωτευτεί το μελαμψό από τον ήλιο, Ερνέστο. Ο Γκράχαμ δεν έμοιαζε στον πατέρα της, σκέφτηκε και τον κοίταξε και εκείνη διερευνητικά. Όχι σίγουρα δεν έμοιαζε, όμως είχε έντονο πάνω του, όπως και ο πατέρας της, το στοιχείο της μεσογείου, που βρέχει τη γη τους. Και όπως όλα έδειχναν μόνο ένα τέτοιον άντρα θα μπορούσε να ερωτευτεί. Αν δεν ήταν Ισπανός, θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι Έλληνας ή Ιταλός, το λιγότερο Γάλλος του Νότου, όμως τη ζάλιζαν τα γαλλικά, ένιωθε ότι οι γάλλοι ήταν μόνιμα με μπουκωμένη μύτη.

Πρόσεξε το μικρό της αδερφό τον Ίαν, να ξεκολλάει επιτέλους από το δέντρο και να πλησιάζει τον καναπέ όπου καθόταν ο Γκράχαμ με τον Χάουαρντ. Στη γωνία που έμενε κενή ανάμεσα στο μπράτσο του καναπέ και του Γκράχαμ πήγε και γραδώθηκε το μικροσκοπικό της αδερφάκι. Πως αλλιώς, αν καθόταν δίπλα στον αδερφό τους, θα τον ξέκανε στις αγκωνιές πάλι. Ο Γκράχαμ κοίταξε τον μικρό και έκανε λίγο πιο μέσα για να βολευτεί καλύτερα, εκείνος τον κοίταξε και του χαμογέλασε. «Ουφ», τουλάχιστον ο Ίαν την είχε βγάλει κάπως ασπροπρόσωπη γιατί η άλλη οικογένεια…, η μητέρα της με τον πατριό της, είχαν επιδοθεί σε κανονική ανάκριση, όσο για τον μεγάλο αδερφό, δεν είχε καν λόγια. Άκουσε το κινητό της να χτυπάει από το δωμάτιο, απρόθυμη σηκώθηκε μιας και όλα τα κεφάλια είχαν στραφεί προς το μέρος της, δεν ήθελε να αφήσει μόνο του τον Γκράχαμ με τους ανακριτές των ΕΣ.ΕΣ., όμως έπρεπε να απαντήσει. 

-Παρακαλώ! Ήταν η πρώτη της λέξη, μιας και πάνω στη βιασύνη της δεν ενδιαφέρθηκε να δει στην αναγνώριση, ποιος την καλούσε.

-Χρόνια Πολλά Σεσίλια, Καλά Χριστούγεννα.

-Χρόνια Πολλά Τσάρλι, τι κάνεις;

-Καλά εσύ;

-Ας τα λέμε καλά!

-Τι συμβαίνει, ανόρεχτη σε ακούω, φταίει απλά η μελαγχολία των Χριστουγέννων ή και κάτι άλλο;

«Η μελαγχολία που μου προκαλεί η οικογένεια μου φταίει αλλά τέλος πάντων», σκέφτηκε χωρίς όμως να δώσει αυτή την απάντηση στο φιλαράκι της.

-Καμία μελαγχολία των Χριστουγέννων, αν με είχες πάρει δυο ώρες νωρίτερα θα με άκουγες μια χαρά, απλά έχω επισκέψεις…

-Δεν ακούγεσαι και πολύ ενθουσιασμένη.

-Προφανώς και δεν είμαι! Τέλος πάντων, εσύ, όλα καλά;

-Ναι, τώρα γύρισα από το εστιατόριο που δώσαμε φαγητό στους πρόσφυγες.

Χτύπησε το μέτωπο της με θόρυβο, αν δεν την είχε παλαβώσει εντελώς ο έρωτας, θα είχε κάνει την καλή της πράξη και έτσι η μητέρα της δε θα την έβρισκε σπίτι. Έτσι το πιο πιθανό να είχαν αρκεστεί στο συνηθισμένο εορταστικό τηλεφώνημα.

-Θα είχε πολύ δουλειά ε;

-Ναι, βλέπεις λόγω της ημέρας λείπανε πολλοί στις οικογένειες τους.

-Όμως εσύ στρατιώτης στο καθήκον! Θέλησε να του αστειευτεί.

-Σεσίλια! Άκουσε τη μητέρα της να τη φωνάζει και σκέφτηκε ότι η ευχάριστη παρένθεση είχε πάρει τέλος.

-Πρέπει να σε κλείσω, με φωνάζουν.

-Ναι, φυσικά. Και πάλι χρόνια πολλά.

-Επίσης! Απάντησε και πάτησε το κουμπί για να τερματίσει την κλήση. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε προς στιγμή αν θα της ταίριαζε το όνομα της Ηλέκτρας. Μπα, πολύ δράμα, δεν της ταίριαζε…

Επέστρεψε στο μικρό της καθιστικό, όπου πέντε άνθρωποι στέκονταν όρθιοι. Ο Γκράχαμ σε ρόλο οικοδεσπότη τους χαιρετούσε. «Πολύ θάρρος πήραμε» σκέφτηκε και προχώρησε.

-Σεσίλια, αγάπη μου φεύγουμε. Την ενημέρωσε η μάνα της και εκείνη έμεινε να την κοιτάζει απορημένη. Τους συνόδεψε μέχρι την πόρτα, ενώ ο Γκράχαμ έμεινε στο καθιστικό και βολεύτηκε στον καναπέ. Ο πατριός της με τους γιούς του προπορεύτηκαν όμως η Σάρα έμεινε πιο πίσω.

-Μπράβο Σεσίλια, πολύ καλή επιλογή.

-Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς; Της είπε η κόρη της ενοχλημένη.

-Φυσικά και καταλαβαίνεις. Της απάντησε η Σάρα κι αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε, ακολούθησε τον άντρα και τα παιδιά της.

Η Σεσίλια έκλεισε την πόρτα και αναστέναξε ανακουφισμένη. Κατευθύνθηκε προς τον καναπέ αλλά στα μισά άλλαξε γνώμη και κάθισε σε μια καρέκλα. Ο άντρας, της χαμογελούσε χωρίς να λέει τίποτα.

-Γκράχαμ, νομίζω ότι πρέπει να καθυστερήσεις να έρθεις στο στούντιο για να διορθώσω το τατού.

-Γιατί; Τη ρώτησε απορημένος.

-Διότι η μάνα μου σε εγκρίνει!

-Και αυτό τι σημαίνει;

-Ότι πιθανό το Silene Tomentosa να μη μετατραπεί σε φοίνικα αλλά στην καλύτερη σε ευχούλη με λαχανί μαλλιά. Στην καλύτερη περίπτωση, γιατί τη χειρότερη δεν την αναφέρω…  

 

 

Κεφάλαιο ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ

- “it’s too good to be true”

 

Όχι πως ήταν προληπτικός, αλλά γενικά προσπαθούσε να μην υπεραναλύει την κατάσταση. Άλλωστε, μετά από τα μάλλον επεισοδιακά Χριστούγεννα, είχε ακολουθήσει μια ήσυχη παραμονή πρωτοχρονιάς, παρά το ότι είχε αναγκαστεί να πει ψέματα σε οικογένεια και φίλους, για να μπορεί να την περάσει με τη Σεσίλια, χωρίς πολλές ερωτήσεις. Έτσι στη μητέρα του είπε πως θα περνούσε την αλλαγή του χρόνου με τους κολλητούς του και στους φίλους του, πως φέτος θα γιόρταζε οικογενειακά.

Ήταν από τις πιο όμορφες παραμονές πρωτοχρονιάς που είχε περάσει ποτέ του, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων των πρώτων χρόνων της φοιτητικής του ζωής, όταν τα πάρτι ξεκινούσαν τη μία χρονιά και τελείωναν την επόμενη. Δεν είχαν κάνει κάτι το ιδιαίτερο, όμως ήταν μαζί κι αυτό μετρούσε περισσότερο από όλα. Μια μικρή βόλτα στο κατάμεστο κέντρο κι ύστερα, υποδέχτηκαν το νέο έτος στο δωμάτιο του Γκράχαμ στην εστία, παρακολουθώντας τα πυροτεχνήματα να κάνουν τη νύχτα μέρα, με την Σεσίλια να κομπάζει παιχνιδιάρικα πως το δικό της δέντρο, ήταν πολύ καλύτερο από των μικρών διαστάσεων έλατο, που στόλιζε εκείνος κάθε χρόνο για το καλό.

Μόνο του παράπονο, ήταν το πως ο καιρός, δεν του έκανε το χατίρι. Σαν ενήλικας, προσποιούνταν ότι ο μόνος λόγος για να απολαύσει ένα χιονισμένο τοπίο, ήταν όταν βρισκόταν με τη μικρή του αδερφή στο πάρκο, φτιάχνοντας αγγέλους με τα χέρια και τα πόδια τους, ξαπλωμένοι στο αφράτο χιόνι. Η αλήθεια ήταν όμως, πως λάτρευε το φρέσκο χιόνι και ειδικά την περίοδο των γιορτών. Κάθε χρόνο παρακαλούσε για λευκά Χριστούγεννα κι απογοητευόταν όταν ο ουρανός παρέμενε πεισματικά μολυβένιος. Δυστυχώς, φέτος ήταν μία από αυτές τις χρονιές, όπου το μόνο που έπεφτε από ψηλά ήταν ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο.

Κατά τα άλλα, όλα πήγαιναν κάτι παραπάνω από καλά. Η σχέση του, γιατί μπορούσε πλέον να λέει αυτή τη λέξη άφοβα, κυλούσε ήρεμα και η δουλειά του, είχε αραιώσει αρκετό καιρό πριν τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο σταματήσουν για τις γιορτές. Αφού ο κος Άτκινσον είχε προγραμματίσει ένα ταξίδι στη Γαλλία και κάπου ανάμεσα στις προετοιμασίες του, αποφάσισε να αφήσει και τον Γκράχαμ ήσυχο να δουλέψει την εργασία του, την οποία ολοκλήρωσε και παρέδωσε εντός της προθεσμίας του. Τώρα περίμενε τα αποτελέσματα, αν και πρώτη φορά ένιωθε τόσο μεγάλη σιγουριά.

Οι φίλοι του, τον έβλεπαν σίγουρα λιγότερο και αν και πολλές φορές είχαν κάνει νύξεις πως κάτι τους κρύβει, δεν του δημιούργησαν σκηνές. Είχε υποσχεθεί όμως στον εαυτό του πως η μέρα που θα τους τα έλεγε όλα και θα γνώριζαν και επίσημα την κοπέλα του, πλησίαζε. Πάντως εκείνοι από τη μεριά τους, φρόντιζαν να αξιοποιούν το λιγοστό χρόνο που περνούσαν μαζί, διασκεδάζοντας και ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο τη διάθεση του Γκράχαμ, που μετά από πολύ, πολύ καιρό περνούσε υπέροχα. Μέχρι και το ότι χρειάστηκε να δει αρκετές φορές τον πατέρα του λόγω των γιορτών, δεν κατάφερε να του χαλάσει το κέφι, παρόλο που ο Γουάλι, έμοιαζε λίγο παραπάνω σκυθρωπός από το συνηθισμένο, σίγουρα λόγω της συνάντησης του με τη Σεσίλια.

Ανανεωμένος και διανύοντας μία από τις καλύτερες περιόδους που θυμόταν στη ζωή του, φρόντιζε να αγνοεί εκείνη τη μικρή ενόχληση που ένιωθε και που του θύμιζε πως το motto “it’s too good to be true” ήταν ένα από τα αγαπημένα του. Συνέχιζε να απολαμβάνει την κάθε στιγμή ό,τι κι αν έκανε. Όπως τώρα, που καθόταν απέναντι από τη Σεσίλια στο «La Coeur» και την άκουγε να απαριθμεί μερικά από τα κατά τη γνώμη της, αμέτρητα ελαττώματα της μητέρας της. Η συζήτηση τους πάντως, είχε ξεκινήσει από το ότι την περίοδο των γιορτών, η δουλειά στο στούντιο είχε πέσει αρκετά.

«Σου λέω, δεν την αντέχω!», άστραψε η Σεσίλια, προκαλώντας μερικά αγανακτισμένα βλέμματα από τους πελάτες στα διπλανά τραπέζια. Σαν να κατάλαβε πως είχε ανεβάσει το volume της φωνής της, κοίταξε γύρω της νευρικά και μαζεύτηκε στο κάθισμα, σαν μικρό κοριτσάκι, που το έπιασαν να κάνει αταξίες.

Έπιασε ξανά το πιρούνι της κι άρχισε να σκαλίζει το φαγητό της μουρμουρίζοντας στα ισπανικά. Ο Γκράχαμ, λάτρευε τους κελαρυστούς ήχους που έβγαιναν από το στόμα της και τον τρόπο, που σχεδόν τραγουδούσε τις λέξεις, αν και ήξερε πως οι περισσότερες θα ήταν βρισιές.

«Πρέπει να μάθω ισπανικά», την αιφνιδίασε. Η Σεσίλια σήκωσε το βλέμμα της από το πιάτο και τον κοίταξε απορημένη. «Καταλαβαίνω πότε βρίζεις από το ύφος σου. Θέλω όμως να καταλαβαίνω και τι λες, ειδικά αν είναι να το λες για μένα»

Η Σεσίλια του χαμογέλασε στραβά και του έβγαλε τη γλώσσα. «Οι βρισιές είναι ίδιες, σε όλες τις γλώσσες. Αλλά αν αυτό είναι που σε απασχολεί, υπόσχομαι να σε βρίζω μόνο στα αγγλικά».

«Εντάξει! Κι εγώ υπόσχομαι να μη σε βρίσω ποτέ στα ελληνικά»

«Ουάου! Ξέρεις να βρίζεις στα ελληνικά;»

«Φυσικά και ξέρω!», της είπε προσβεβλημένος.

«Βασικά εκπλήσσομαι που ξέρεις να βρίζεις γενικά. Δεν σε έχω ακούσει ποτέ. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είχες βρίσει ούτε καν εμένα, όταν ανακάλυψες το τατουάζ. Για άγγλος, έχεις πολύ καθαρό στόμα»

«Πάλι αυτό το θέμα με τους άγγλους; Έχεις πολλά στερεότυπα το ξέρεις;», της είπε κουνώντας της το δείκτη του.

«Εγώ; Έχω εγώ, στερεότυπα;», του είπε βάζοντας σοκαρισμένη το χέρι στο στήθος έχοντας μια κωμικά, έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο της, που χαλούσε μόνο από την προσπάθεια της να μη γελάσει.

«Ναι, ναι και μη γελάς. Έχεις. Αλλιώς τι υποτίθεται ότι είναι αυτό το πράγμα με τους ισπανούς και τους άγγλους και τον αέρα της Μεσογείου;»

Η Σεσίλια ανασήκωσε τον ένα της ώμο. «Είναι απλά γούστο. Τι το κακό έχει; Θεωρώ τους άγγλους λίγο άχρωμους και ξενέρωτους σε σχέση με άλλους λαούς»

Τώρα ήταν σειρά του Γκράχαμ να σοκαριστεί. «Άχρωμους και ξενέρωτους; Άχρωμοι και ξενέρωτοι ο Σαίξπηρ, ο Λόρδος Μπάιρον και ο Ντίκενς; Άχρωμη και ξενέρωτη η Τζέιν Όστεν και η Έμιλι Μπροντέ;»

«Αυτές, ήταν γυναίκες», τον διέκοψε η Σεσίλια.

«Να το πάλι! Στε-ρε-ό-τυ-πα και στο κάτω-κάτω, είμαι κι εγώ άγγλος», επέμενε ο Γκράχαμ και δέχτηκε καταπρόσωπο μία χαρτοπετσέτα, που η Σεσίλια είχε τυλίξει σε μπαλάκι. Φαινόταν να το διασκεδάζει.

«Εντάξει λοιπόν! Υπόσχομαι να το σκεφτώ και ίσως, ίσως αναθεωρήσω. Αλλά σταμάτα να το λες, γιατί το επόμενο που θα σου πετάξω, θα είναι το περιεχόμενο του πιάτου μου και είναι κρίμα, δεν έχω φάει νοστιμότερο φαγητό»

«Ναι, για τόλμα! Η Σοφί θα σε κατασπαράξει», της απάντησε γελώντας, κάνοντας παράλληλα νόημα στην ιδιοκτήτρια του «La Coeur», πως όλα στο τραπέζι τους, ήταν υπέροχα.

«Λες να το κάνει επειδή θα απαξιώσω το φαγητό της, ή επειδή προφανώς είσαι η μεγάλη της αδυναμία;», ρώτησε η Σεσίλια βάζοντας μια μεγάλη μπουκιά, από το κοκκινιστό κοτόπουλο στο στόμα της.

«Το δεύτερο. Οι γυναίκες αυτής της ηλικίας, με βρίσκουν εξαιρετικά συμπαθητικό. Είναι η σούπερ δύναμη μου».

«Α, μα τότε κρίμα, για τη φτωχή μητέρα μου! Δεν είχε καμία τύχη απέναντι σου».

«Ακριβώς! Και παρεμπιπτόντως, αν και ξέρω πως ίσως δε με αφορά, νομίζω πως την αδικείς λίγο», σχολίασε ο Γκράχαμ όσο πιο ανώδυνα μπορούσε. Η Σεσίλια όμως δεν φάνηκε να καλοδέχεται την παρατήρηση του. Χωρίς να απαντήσει, πήρε το ποτήρι της και κατέβασε μια γενναία γουλιά από το κρασί της. Ύστερα τον κοίταξε σκεφτική και ήπιε λίγο ακόμα, πριν το αφήσει και τον ρωτήσει.

«Πως κι έτσι;»

«Οκ, το έπιασα! Φύτρωσα σε ξένο χωράφι, απλά…»

«Όχι πες μου, θέλω τη γνώμη σου».

«Σίγουρα;», ρώτησε ο Γκράχαμ σμίγοντας τα φρύδια του.

«Ναι, σίγουρα!», κατένευσε η Σεσίλια και σταύρωσε τα χέρια της, μπροστά της.

«Νομίζω ότι νοιάζεται για σένα. Ήρθε να σε δει σωστά; Αυτό σημαίνει πως η ζωή σου, δεν της είναι αδιάφορη. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι δεν τα πηγαίνετε πάντα καλά, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που μάνα με κόρη έχουν κάποιες διαφωνίες. Το σημαντικό είναι, να βρίσκεται η μία στη ζωή της άλλης και η μητέρα σου τουλάχιστον, προσπαθεί», της είπε με μία ανάσα.

«Σκέφτεσαι να αφήσεις την αρχαιολογία, για την ψυχολογία Ίντι;»

Ο Γκράχαμ την κοίταξε. Ευτυχώς, του χαμογελούσε. «Σε καμία περίπτωση. Απλά έκανα νοερά κάποιες συγκρίσεις».

«Συγκρίσεις;»

«Ναι, εσένα με τη μητέρα σου κι εμένα με τον πατέρα μου».

Η Σεσίλια κούνησε το κεφάλι της, δείχνοντας ότι καταλάβαινε. Δεν είχαν σχολιάσει καθόλου την παρουσία του πατέρα του έξω από το σινεμά, ούτε και την ομολογουμένως αποτυχημένη τους συνάντηση, όμως ο Γκράχαμ ήξερε πως η κοπέλα είχε παρατηρήσει την ψυχρότητα που επικρατούσε. Πως θα μπορούσε να την αγνοήσει άλλωστε; Έμοιαζε με φλεγόμενη δάδα, σε σκοτεινό δωμάτιο.

«Ούτε κι εσείς τα πάτε καλά;», τον ρώτησε τελικά.

«Μμμ, κοίτα να δεις. Για να τα πας καλά με τον πατέρα μου, θα πρέπει να μην του πηγαίνεις κόντρα σε τίποτα κι όταν λέω σε τίποτα, το εννοώ. Δυστυχώς, ενώ υπήρξα υποδειγματικός σε όλη μου τη ζωή, υπήρξε ένα σημείο που τα χάλασε όλα. Δε μου το συγχώρεσε ποτέ και δε νομίζω ότι πρόκειται»

«Το ότι άφησες τα οικονομικά;», μάντεψε η κοπέλα.

«Το ότι άφησα τα οικονομικά», επιβεβαίωσε εκείνος και αφού ήπιε μονορούφι όσο κρασί είχε το ποτήρι του, το ξαναγέμισε και πρότεινε το μπουκάλι στη Σεσίλια, που αρνήθηκε.

«Σε στεναχωρεί όμως. Η κατάσταση εννοώ», συνέχισε εκείνη.

«Τώρα πια, σίγουρα λιγότερο, από ότι στις αρχές. Κι αν με ρωτήσεις σε ένα χρόνο από τώρα, μπορεί και καθόλου».

«Δεν το πιστεύω αυτό για σένα. Δείχνεις δεμένος με την οικογένεια σου. Αν κρίνω δηλαδή από το γεγονός ότι η Άιλα, σε κάνει ότι θέλει».

Ο Γκράχαμ άφησε ένα μικρό γέλιο. «Η Άιλα κάνει τους πάντες ότι θέλει. Είναι η δική της σούπερ δύναμη. Όμως ναι, είμαι δεμένος με την μητέρα μου και τις αδερφές μου. Ο πατέρας μου, είναι άλλη ιστορία»

«Εκείνος χάνει!», του είπε η Σεσίλια κλείνοντας του το μάτι.

Ο Γκράχαμ της χαμογέλασε. «Λοιπόν, τι θα κάνουμε σήμερα; Έχεις το ρεπό σου αύριο κι εγώ προς το παρόν, δεν έχω εκκρεμότητες. Μήπως έχεις διάθεση για λίγο ξενύχτι;»

«Τι έχεις στο μυαλό σου, Ίντι;»

«Τίποτα πονηρό αυτή τη φορά. Έλεγα να βγαίναμε λίγο».

Η Σεσίλια ξεφύσησε απογοητευμένα και ο Γκράχαμ γέλασε. Πήρε το πιρούνι της, τσίμπησε λίγο από το κοτόπουλο της και κράτησε το χέρι του μετέωρο μπροστά της. «Εντάξει, δεν χρειάζεται να μείνουμε έξω και μέχρι το πρωί».

«Τώρα μιλάς σωστά», του είπε και έσκυψε για να πάρει την μπουκιά που της πρόσφερε. «Και που λες να πάμε;», συνέχισε όταν κατάπιε.

«Τι θα έλεγες να πηγαίναμε στο Element;», πρότεινε ο Γκράχαμ.

«Στο Element;»

«Ναι, είναι το κλαμπ που συχνάζουμε με τους φίλους μου. Είχαμε βρεθεί εκεί μια φορά, θυμάσαι;», θέλησε να της θυμίσει ο Γκράχαμ, αποφεύγοντας επίτηδες να αναφέρει τη δική της παρέα. «Είναι ευκαιρία να γνωρίσεις και λίγο καλύτερα τα παιδιά. Και να μάθουν και για εμάς», συνέχισε αδιάφορα.

«Για εμάς; Δεν ξέρουν;», απόρησε η Σεσίλια.

«Ναι με όλα όσα έγιναν, δεν μπόρεσαν τους εξηγήσω και πολλά. Πρακτικά δεν ξέρουν τίποτα από το τατουάζ και μετά. Και πρακτικά δεν ξέρουν καν, την αλήθεια για το τατουάζ», παραδέχτηκε.

Η Σεσίλια τον κοίταξε με δυσπιστία και τελικά, έσκασε στα γέλια. Ο Γκράχαμ, την άφησε να ξεσπάσει και όταν ηρέμισε κάπως, κοίταξε το ελαφρώς κοκκινισμένο πρόσωπο της. «Εντάξει παραδέξου ότι το διασκεδάζεις παραπάνω από όσο θα έπρεπε».

«Λίγο…».

«Θα έπρεπε να θυμώσω το ξέρεις; Δεν μπορείς να φανταστείς τι δούλεμα θα φάω», μούτρωσε στα ψέματα ο Γκράχαμ.

Η Σεσίλια σηκώθηκε από τη θέση της και γλιστρώντας νωχελικά, ήρθε από τη δική του μεριά. Τον έσπρωξε ελαφρά προς τα πίσω, στην καρέκλα του και κάθισε στην αγκαλιά του. «Γλυκέ μου Ίντι, πόσο υπέφερες και πόσο θα υποφέρεις ακόμα. Μήπως θα προτιμούσες αντί για το κλαμπ, να λάβεις λίγη παρηγοριά;»

Ο Γκράχαμ ένιωσε το φιλί της στο πλάι του λαιμού του, στο μάγουλο του, μέχρι που συνέχισε στο λοβό του αυτιού του. Ένιωσε την θερμοκρασία στο χώρο να ανεβαίνει και με μία αυτοσυγκράτηση που πήγαζε καθαρά από το γεγονός, ότι είχαν στραφεί καταπάνω τους κάμποσα ζευγάρια μάτια τριγύρω, έπιασε το πηγούνι της και την κοίταξε. «Προσπαθείς να αποφύγεις τους φίλους μου;», ρώτησε.

Η Σεσίλια κάγχασε. «Όχι βέβαια. Απλά δε θέλω να έρθεις σε δύσκολη θέση. Φυσικά και θέλω να πάμε»

Ο Γκράχαμ, ερεύνησε σκεφτικός το πρόσωπο της. Στο τέλος της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Έκλεισε τότε. Το βράδυ έχουμε ραντεβού στο Element. Αλλά να σου πω, αυτό με την παρηγοριά, μπορούμε απλά να το πάμε για αργότερα, έτσι;»

 

 

«Πλάκα κάνεις! Χα χα χα χα, δεν το πιστεύω, χα χα χα! Ένα λουλουδάκι λέει», κατάφερε να ξεστομίσει ο Κάλουμ, κάπου ανάμεσα στα βροντερά του γέλια.

Βρισκόντουσαν πάνω από μία ώρα στο Element. Ο Σμιτ και ο Κάλουμ, είχαν πιάσει από ένα σκαμπό στο μπαρ, ενώ ο Γκράχαμ στεκόταν όρθιος με το ποτό στο χέρι, δίπλα στη Σεσίλια που καθόταν σταυροπόδι σε ένα τρίτο.

Ο Κάλουμ, τραμπάλισε κάμποσες φορές στο κάθισμα του καθώς γελούσε με τον τρόπο που γνωρίστηκε το ζευγάρι και ειδικά με το σκηνικό του «λάθος» τατουάζ. Ο Γκράχαμ έβλεπε τα δύο πόδια του σκαμπό, πότε να σηκώνονται στον αέρα και πότε να κοπανάνε στο έδαφος, αλλά ήξερε πως αν κάποια στιγμή σηκώνονταν για να μην ακουμπήσουν ξανά κάτω, εκείνος δε θα έκανε κίνηση για να σώσει την κατάσταση. Είχε αφήσει τη Σεσίλια να γεμίσει διάφορα κενά στην ιστορία και τώρα τα γέλια του φίλου του, τον έκαναν να βγάζει καπνούς από τα αυτιά.

«Θα σταματήσεις επιτέλους να γελάς; Να, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτα, τόσο καιρό»

«Όχι δε θα σταματήσω, μέχρι να πάψει να μου φαίνεται αστείο. Δηλαδή ποτέ», τον κορόιδεψε ο Κάλουμ καθώς στηριζόταν στον ώμο του Σμιτ για να μην πέσει.

Ο Γκράχαμ του απάντησε με μια γκριμάτσα και στράφηκε στον Σμιτ. «Εσύ δε θα πεις τίποτα;»

Ο φίλος του τον κοίταξε, κουνώντας κυκλικά το μπουκάλι της μπύρας του. «Μόνο ότι στα έλεγα! Τίποτα καλό δεν βγαίνει όταν κάνεις τατουάζ μεθυσμένος, χωρίς παρεξήγηση!», είπε κοιτώντας τη Σεσίλια.

«Καμία! Ως επαγγελματίας του χώρου οφείλω να συμφωνήσω», είπε εκείνη με ένα χαμόγελο.

«Α, τώρα συμφωνείς, ε;», αγανάκτησε ο Γκράχαμ, προκαλώντας νέα κύματα γέλιου σε όλη την παρέα. Στο τέλος γέλασε κι εκείνος, αφήνοντας ένα φιλί στον γυμνό ώμο της Σεσίλια.

«Κι αναρωτιόμουν γιατί σε έπιασαν οι ντροπές σου και κρυβόσουν! Σεσίλια, είσαι επισήμως ο αγαπημένος μου άνθρωπος για τη νέα χρόνια! Νομίζω δεν έχω ξαναγελάσει τόσο»

«Όχι Κάλουμ, μπορώ να το επιβεβαιώσω κι εγώ! Δεν έχεις ξαναγελάσει τόσο», γκρίνιαξε  ο Γκράχαμ.

«Στην υγειά της Σεσίλια λοιπόν!», συνέχισε ο φίλος του αγνοώντας τον Γκράχαμ, τσουγκρίζοντας τα ποτά όλων και ύστερα, πίνοντας μια γουλιά έριξε μια ματιά προς την είσοδο. «Μα καλά, που είναι επιτέλους;»

Ο Σμιτ ακολούθησε το βλέμμα του φίλου του, μέχρι την πόρτα και κούνησε το κεφάλι του. «Έχεις δίκιο, έπρεπε να έχει έρθει, σε λίγο ξεκινάνε»

Ο Γκράχαμ, γύρισε να κοιτάξει την πίστα, όπου μια μπάντα ετοιμαζόταν για το live show της. Συγκεκριμένα η μπάντα αυτή, ήταν μία από τις αγαπημένες του Τζέιμς και δεν έχανε ποτέ εμφάνιση τους. Σήμερα όμως, είχε αργήσει πολύ περισσότερο από τις συνηθισμένες του καθυστερήσεις. Τις περισσότερες φορές που βρισκόταν στο Element κάποιο από τα αγαπημένα του συγκροτήματα, φρόντιζε να είναι εδώ από τις πρόβες κιόλας και μάλιστα, ανάγκαζε και τους υπόλοιπους να έρθουν νωρίτερα.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε η Σεσίλια στο αυτί του.

Ο Γκράχαμ την κοίταξε πριν απαντήσει. Χάρηκε που την είδε χαλαρή, να απολαμβάνει τη βραδιά. Όταν της πρότεινε να βγούνε με τους φίλους του, του φάνηκε πως δίσταζε. Αλλά τελικά τα βρήκε μια χαρά με τον Κάλουμ και συζήτησε ευχάριστα με τον Σμιτ. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν τους συμπάθησε, μα τουλάχιστον δεν βαριόταν, όπως είχε φοβηθεί εκείνος. «Για τον Τζέιμς λέμε. Τον αδερφό του Κάλουμ. Ήταν να έρθει απόψε, αλλά μάλλον κάτι θα έτυχε. Αλλιώς δε θα έχανε το συγκεκριμένο βράδυ»

«Τον Τζέιμς», επανέλαβε η κοπέλα και ήπιε μια γρήγορη γουλιά από το ποτό της.

«Α ναι, ξέχασα. Μάλλον τον ξέρεις ήδη. Είναι πελάτης στο στούντιο, σωστά;», της είπε ανέμελα, αν και στην ουσία απλά χοροπηδούσε γύρω από το θέμα του Τσάρλι, προσπαθώντας να μην γκρεμοτσακιστεί θίγοντας το.

«Μπορεί, αν και πρέπει να είναι πελάτης του Τζίμη», εξήγησε κατανεύοντας και χωρίς κανένα σημάδι ταραχής. Ή ήταν πολύ καλή ηθοποιός, ή όντως ο φίλος του Τζέιμς δεν ήταν κάτι παραπάνω από αυτό ακριβώς, φίλος του Τζέιμς. Όμως είχαν βγει για να διασκεδάσουν, δεν ήταν ώρα να προχωρήσει σε αυτό το δρόμο.

Της χαμογέλασε και στράφηκε προς την άλλη μεριά, όπου μόλις είχαν κάνει την εμφάνιση τους ο Τζέιμς και για κακή του τύχη, ο Τσάρλι. Με έναν μικρό αναστεναγμό, θυμήθηκε ένα γνωμικό από το νησί της μητέρας του, που κάτι έλεγε για μεγάλες κουβέντες.

Δίπλα του η Σεσίλια, δεν πρόσεξε τους δύο νεοφερμένους και είχε πιάσει πάλι κουβέντα με τον Σμιτ. Όμως, όταν τα δύο παιδιά τους πλησίασαν και χαιρέτησαν, ο Γκράχαμ, πρόσεξε πως ο Τσάρλι έδειχνε έκπληκτος από την παρουσία της Σεσίλια στο μαγαζί.

«Μα καλά που είσαι τόση ώρα, κοντεύουν να αρχίσουν», είπε ο Κάλουμ στον αδερφό του προσφέροντας του μία μπύρα.

«Ναι το ξέρω, αλλά ο Τσάρλι είχε δουλειά κι άργησε να τελειώσει. Ευτυχώς τους πρόλαβα, πάω να πω ένα γεια και επιστρέφω», απάντησε ο Τζέιμς και έφυγε προς την μπάντα που είχε αρχίσει να δοκιμάζει μερικές νότες.

«Τσάρλι, τα παιδιά τα ξέρεις. Ο Σμιτ, ο Γκράχαμ κι από δω… μια στιγμή», διέκοψε ο Κάλουμ τις συστάσεις, σαν να είχε μόλις ανακαλέσει μία ανάμνηση από το βαθύ παρελθόν, συνειδητοποιώντας παράλληλα ότι έκανε γκάφα. «Τη Σεσίλια την ξέρεις».

«Ναι, ναι γνωριζόμαστε», επιβεβαίωσε ο Τσάρλι κοιτώντας τη Σεσίλια πάνω από το ποτήρι του. Εκείνη δεν απάντησε, αρκέστηκε στο να χαμογελάσει στον Κάλουμ, για να τον καθησυχάσει πως δεν υπήρχε πρόβλημα στην όλη σκηνή.

Ο Γκράχαμ, είχε αποφασίσει στα δευτερόλεπτα ανάμεσα στη χειραψία του με τον Τζέιμς και τον Τσάρλι όταν ήρθαν, πως δε θα άφηνε να φανεί πόσο άβολα ένιωθε, ούτε πόσο τον έτρωγε η παρουσία του Τσάρλι τόσο κοντά στη κοπέλα του. Και κυρίως, δε θα άφηνε τη Σεσίλια να καταλάβει ότι ζήλευε. Στο κάτω, κάτω της είχε εμπιστοσύνη.

Η φωνή του Σμιτ, τον έβγαλε από τις σκέψεις του και τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. «Και από πού γνωρίζεστε;», ρώτησε έχοντας προφανώς ξεχάσει την προηγούμενη συνάντηση τους, στο ίδιο μέρος. Ο Κάλουμ, προσπάθησε να τον σκουντήξει στα πλευρά απαρατήρητος, μα ο Γκράχαμ, ήξερε τους φίλους του πολύ καλά για να του ξεφύγει οποιαδήποτε λεπτομέρεια.

«Ε μεγάλη ιστορία…», είπε αινιγματικά ο Τσάρλι, κρατώντας σταθερό το βλέμμα του στη μόνη κοπέλα στη συντροφιά.

Η Σεσίλια όμως, δεν άφησε το μικρό υπονοούμενο να πέσει κάτω. Έπιασε το μπράτσο του Γκράχαμ, που τόση ώρα απέφευγε να την αγγίξει, ώστε να μην το θεωρήσει σαν κάποια προσπάθεια να οριοθετήσει το έδαφος του μπροστά στο καινούργιο πρόσωπο και κοιτώντας επιτέλους τον Τσάρλι, είπε αεράτα. «Όχι και τόσο».

Ο Γκράχαμ έσφιξε το χέρι που κρατούσε το μπράτσο του και έκανε νόημα στο μπάρμαν, για ένα γύρο ακόμα από τα ποτά τους. Η επιστροφή του Τζέιμς στην παρέα και ο χαιρετισμός της μπάντας στο μικρόφωνο, τους έκανε όλους να στραφούν προς την πίστα. Το πρόγραμμα ξεκίνησε και για κάμποση ώρα, το μόνο που έκανε ο Γκράχαμ, ήταν να κοιτάζει το συγκρότημα, απολαμβάνοντας τη μουσική και να πίνει το ποτό του.

Δύο τρεις φορές γύρισε προς τη Σεσίλια, που καθισμένη ακόμα στο σκαμπό της, λικνιζόταν από τη μέση και πάνω, στο ρυθμό της μουσικής. Ήταν όμορφη στο μισοσκόταδο. Ήλπιζε μόνο να μην το έβλεπε και ο Τσάρλι αυτό.

Όταν τελείωσε το live, το κοινό είχε μείνει ενθουσιασμένο. Τελικά ο Τζέιμς έχει γούστο στις μπάντες, σκέφτηκε ο Γκράχαμ. Η προηγούμενη μουσική από το στερεοφωνικό του μπαρ, επανήλθε και ξεκίνησαν και πάλι οι συζητήσεις ανάμεσα στις παρέες.

«Λοιπόν, που πάμε τώρα;», πέταξε ο Κάλουμ, παρασυρμένος από τη ζωηράδα της μουσικής.

«Τι εννοείς; Που να πάμε δηλαδή;», ρώτησε ο Σμιτ.

«Ε εδώ, τελείωσε το καλό, δε θα πάμε να συνεχίσουμε σε κανένα κλαμπ;»

«Δεν πας καλά. Εγώ έπρεπε ήδη να την έχω κάνει»

«Ωωωω μωρέεε. Το περιμένει το παιδάκι η Ελίζ του και θα το μαλώσει;», κορόιδεψε ο Κάλουμ με φωνή μωρού.

«Τουλάχιστον, εμένα με περιμένει κάποια. Εσένα μοναχικό κούτσουρο; Ποια σε περιμένει;», αντέδρασε ο Σμιτ.

«Ποια;;;; Ποιες  να λες. Με περιμένει όλος ο ελεύθερος, θηλυκός πληθυσμός του Λονδίνου. Γι’ αυτό σου λέω. Που θα πάμε;»

«Εγώ σπίτι μου, εσύ τρελέ, όπου σε βγάλει ο δρόμος σου», γέλασε ο Σμιτ και αφού τους χαιρέτησε όλους, έδωσε μια σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Κάλουμ και πήρε το δρόμο προς την έξοδο, βγάζοντας παράλληλα το κινητό από την τσέπη του και φέρνοντας το στο αυτί του.

«Ωραία, έφυγε ο ξενέρωτος; Εσείς τι λέτε;», είπε ο Κάλουμ με την ίδια ανυπομονησία.

«Εγώ ψήνομαι για συνέχεια», απάντησε ο Τζέιμς και κοιτώντας τον Τσάρλι συνέχισε, «εσύ τι λες; Μπορούμε να πάμε στο Black Shade».

«Ναι αμέ, μέσα! Θα ξετρελαθείς εκεί, φίλε μου», είπε ο Τσάρλι στον Κάλουμ.

«Τέλεια! Τέτοιο πνεύμα θέλω! Εσείς πιτσουνάκια;»

Τρία βλέμματα έπεσαν πάνω στον Γκράχαμ, που γύρισε αυτόματα στη Σεσίλια, προσευχόμενος να θέλει να γυρίσουν σπίτι. Εντάξει όσο παρακολουθούσαν το συγκρότημα, μα δε θα κατέληγε να κερνάει και ποτά τον Τσάρλι.

«Εγώ νομίζω δε θα αντέξω να συνεχίσω. Είμαι λίγο κουρασμένη», είπε η Σεσίλια πνίγοντας ένα χασμουρητό.

«Ουπς! Η κυρία μίλησε Γκράχαμ. Έκλεισε παιδιά, οι 3 singles του Λονδίνου, σε νέες περιπέτειες», είπε ο Κάλουμ και κατέβασε το υπόλοιπο ποτό του, κατεβαίνοντας επιτέλους από το πολύπαθο σκαμπό.

«Δεν είναι ανάγκη να επιστρέψεις κι εσύ», επενέβη η Σεσίλια, «μπορώ να γυρίσω μόνη»

«Δεν υπάρχει περίπτωση», είπε ο Γκράχαμ. «Μαζί ήρθαμε, μαζί φεύγουμε! Άγραφος κανόνας»

Η Σεσίλια συμφώνησε με ένα γνέψιμο και φόρεσε το παλτό της. Έδωσε το χέρι της στον Κάλουμ, με την υπόσχεση να κανονίσουν να ξαναβρεθούν, μιας και είχε μπόλικες, αστείες ιστορίες από τη δουλειά της και ύστερα πέρασε στον Τζέιμς και τον Τσάρλι.

Ο Γκράχαμ έκανε το ίδιο, αν και έσφιξε λίγο παραπάνω από το κανονικό το χέρι του Τσάρλι κι αφού τυλίχτηκε κι αυτός με το κασκόλ του, βγήκε από το Element με τη Σεσίλια να του κρατάει το χέρι.

Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά, όμως ο αέρας ήταν ασυνήθιστα ξηρός. Το χέρι της Σεσίλια κρατούσε ζεστό το δικό του, έτσι που τα δάχτυλα τους έμπλεκαν μεταξύ τους. Προχώρησαν αρκετά μένοντας σιωπηλοί, μέχρι που ο Γκράχαμ την είδε να χασμουριέται ξανά.

«Αλήθεια είσαι κουρασμένη», διαπίστωσε.

«Φυσικά και είμαι. Το είπα, δεν το είπα;», του απάντησε εκείνη τρίβοντας τα μάτια της.

«Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήθελες απλά να ξεφύγεις από τη συνέχεια της βραδιάς»

«Και γιατί να το κάνω αυτό;»

«Δηλαδή, πέρασες καλά σήμερα;», τη ρώτησε σταματώντας το περπάτημα για να την κοιτάξει.

«Εννοείται. Ο Κάλουμ, είναι πραγματικά ανεκτίμητος», γέλασε ανάλαφρα, «κι ο Σμιτ, πολύ συμπαθητικός»

«Και..», ξεκίνησε ο Γκράχαμ.

«Και είχες δίκιο, ήξερα τον Τζέιμς, δεν μιλήσαμε βέβαια πολύ για να τον γνωρίσω καλύτερα», τον διέκοψε η Σεσίλια.

«Μια άλλη φορά..»

«Χμ, μια άλλη φορά», συμφώνησε εκείνη και σάρωσε με το βλέμμα της το δρόμο. «Ξέρεις λέω να πάρω ταξί, κάνει κρύο και νυστάζω τόσο πολύ»

«Ναι, καλή ιδέα. Εγώ θα περπατήσω», είπε ο Γκράχαμ νιώθοντας ένα κύμα απογοήτευσης. Υποτίθεται πως είχαν άλλο πλάνο, μα τελικά, ίσως η έξοδος τους να μην είχε τόση επιτυχία όση ήθελε, άρα το να επιμείνει, θα ήταν εντελώς άσκοπο. Βλάκα Τσάρλι, τα χάλασες όλα, είπε μέσα του και σήκωσε το χέρι του να σταματήσει το ταξί, που μόλις είχε στρίψει στο δρόμο τους.

Άνοιξε την πόρτα και έκανε στο πλάι, για να περάσει η Σεσίλια. Εκείνη αρχικά, έβαλε το ένα πόδι μέσα, μα άλλαξε γνώμη. Βγήκε και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, ψάχνοντας τα χείλη του.

Ο Γκράχαμ ανταπέδωσε το αποχαιρετιστήριο φιλί της και την αγκάλιασε σφιχτά. Όταν το πρόσωπο της τραβήχτηκε από το δικό του μερικά εκατοστά, δεν την άφησε από το αγκάλιασμα του. «Σεσίλια; Είμαστε εντάξει, έτσι;»

«Ναι Ίντι, είμαστε μια χαρά», τον ησύχασε.

Μπήκε στο ταξί και ο Γκράχαμ, της έκλεισε την πόρτα. Την είδε να μιλάει στον οδηγό, λέγοντας του προφανώς τον προορισμό της και μετά ξαναγύρισε προς το παράθυρο και τον κοίταζε, μέχρι που τον έχασε από το οπτικό της πεδίο.

Εκείνος όμως, παρακολούθησε την πορεία του αυτοκινήτου μέχρι το τέλος του δρόμου. Με το που έστριψε στην γωνία, μία χιονονιφάδα χόρεψε μπροστά του, αλλάζοντας χρώματα στο νυχτερινό φως. Μέχρι να ξεκινήσει για την εστία, τα μαλλιά και οι ώμοι του, είχαν πασπαλιστεί με φρέσκο, αφράτο χιόνι. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΝΑΤΟ 

–ΤΣΑΡΛΙ-

 

Τριγυρνούσε πάνω κάτω στο διαμέρισμα της προσπαθώντας να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο. Έβγαλε ρούχα και παπούτσια και κυκλοφορούσε με τα εσώρουχα ενώ τα φώτα ήταν αναμμένα. Το βλέμμα της έπεσε στα ακάλυπτα από κουρτίνες παράθυρα, ώρα ήταν να προσφέρει θέαμα στους ενοίκους της απέναντι πολυκατοικίας. Έσκυψε και άναψε το φωτιστικό δαπέδου ενώ έσβησε το διακόπτη ρεύματος. Με το χαμηλό φωτισμό σκόνταψε πάνω σε κάτι, γονάτισε για να παρακάμψει το εμπόδιο και αντιλήφθηκε ότι ήταν ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες, μαύρες γόβες. Πριν περάσει ο Γκράχαμ να την πάρει για να πάνε στο Elements είχε αναρωτηθεί αν έπρεπε να φορέσει εκείνες ώστε να πλησιάσει κάπως στο ύψος του εγγλέζου της. –Όχι, το ελληνικό γονίδιο σε εκείνον υπερτερεί, γι’ αυτό είναι και τόσο όμορφος και ασ’ τον να λέει όσο θέλει για στερεότυπα- σκέφτηκε και χαμογέλασε. Τελικά κατέληξε ότι οι γόβες ήταν πολύ κουραστικές ώστε να πάει σε ένα club που μπορεί λόγω των ημερών να μην βρει ούτε σκαμπό να κάτσει… τελικά ως γνήσιος gentleman ο Γκράχαμ κατάφερε να της βρει ένα σκαμπό ενώ ο ίδιος έμεινε όρθιος στο πλάι της.

Το μυαλό της γλίστρησε από τον Γκράχαμ στον Τσάρλι. Τι να εννοούσε άραγε με εκείνο το «είναι μεγάλη ιστορία». Έσβησε το φωτιστικό και ψηλαφίζοντας ό,τι έβρισκε μπροστά της έφτασε στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Νοερά ταξίδεψε λίγο πίσω στο χρόνο, όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκε το Elements αλλά εκείνη τη φορά στο πλευρό του Τσάρλι. «Ήταν κάτι αθώο» μουρμούρισε πεισμωμένα στον εαυτό της. «Αθώο στην αρχή τουλάχιστον, γιατί στη συνέχεια τα πράγματα γίνανε κάπως περίπλοκα».

-Αρκετά δεν ήπιες… έφερε στη μνήμη της τη φωνή του Τσάρλι να τη ρωτάει.

-Μα για να διασκεδάσουμε δε βγήκαμε;

-Να διασκεδάσουμε, όχι να μεθύσουμε…

-Μη γίνεσαι βαρετός. Ας κάνουμε μια πρόποση, είπε η Σεσίλια και σήκωσε το ποτήρι της. Ο Τσάρλι μιμήθηκε την κίνηση της.

-Fuck the politicians all around the world!

-Fuck them!!! Είπε και ο Τσάρλι και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους!

Τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ο λόγος που έπινε ήταν ο Γκράχαμ. Αρχικά επειδή τον συνάντησε και στη συνέχεια επειδή εκείνος έφυγε λίγα λεπτά ύστερα από τη σύντομη κουβέντα τους…

-Νιώθεις καλά; Τη ρώτησε ο Τσάρλι.

-Ναι.

-Δε ζαλίζεσαι δηλαδή;

-Τσάρλι μη γίνεσαι σπαστικός… είμαι γερό ποτήρι… έχω γονίδιο!

-Ποιον; Τον Χέμινγουεϊ;

-Όχι, τον Τζέιμς Τζόις!!! Μην ξεχνάς την Ιρλανδική μου καταγωγή… είπε και του χάρισε ένα χαμόγελο.

-Τότε γιατί τρεκλίζεις;

-Αυτό λες; Θα σου αποκαλύψω τι με βασανίζει… εκείνος με ένα κούνημα του κεφαλιού του τη ρώτησε «τι»;

-Τα τακούνια, είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορείς να με υποβάλεις!

-Και υποβλήθηκες σε αυτό το μαρτύριο για μένα;

-Στην πραγματικότητα, για μένα υποβλήθηκα. Ήθελα να δω πως μοιάζω σαν γυναίκα.

-Είσαι πανέμορφη… ούτως ή άλλως είσαι, όμως απόψε είσαι εκθαμβωτική… έκλεψες όλα τα βλέμματα. Όλοι θα με ζήλεψαν που συνόδευα τέτοια γυναίκα!

-Υπερβολές! Είπε χαμηλόφωνα και συνέχισαν το δρόμο τους για λίγο σιωπηλοί.

-Μήπως θες να πάρουμε ταξί;

-Φτάσαμε σχεδόν. Με μια απροσδόκητη κίνηση ο Τσάρλι την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη σήκωσε στα χέρια.

-Τότε είμαι πρόθυμος να σε κουβαλήσω στα χέρια μέχρι να φτάσουμε.

-Δε θα στο πρότεινα!

-Μπα; Γιατί όχι; Πούπουλο είσαι! Είπε και προχώρησε.

-Δηλαδή δε θα με αφήσεις κάτω;

-Όχι, είσαι καταδικασμένη να σε κουβαλήσω. Πλησίασε τα χείλη του κοντά στο πρόσωπο της. Η Σεσίλια κοίταξε μπροστά νιώθοντας την καυτή ανάσα του στο λαιμό της. Ύστερα ακούμπησε τη μύτη του.

-Με γαργαλάς! Σχολίασε αμήχανα.

-Ωραίο άρωμα! Από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο ακούστηκε κάποια κοριτσίστικη φωνή να του λέει.

-Άσ’ την κάτω!

-Αν είναι στο χέρι μου δε θα την αφήσω ποτέ! Απάντησε στο κορίτσι από το αυτοκίνητο. Φτάνοντας έξω από την πολυκατοικία της ο Τσάρλι την άφησε να πατήσει στα πόδια της.

-Ευχαριστώ… του είπε και τον κοίταξε κάπως σαστισμένα, ενώ δεχόταν τη δεύτερη επίθεση από πλευράς του, όταν τη στρίμωξε στον τοίχο και σφράγισε με το στόμα του το δικό της!

«Και εσύ τι έκανες;» ρώτησε τον εαυτό της, ξαπλωμένη στην ησυχία και στο σκοτάδι του δωματίου της «ανταποκρίθηκες και μάλιστα ευχαριστήθηκες και το φιλί και την αγκαλιά και τα χέρια του, που ταξίδευαν στο κορμί σου…»

-Να ανέβω πάνω; Τη ρώτησε λαχανιασμένος, ενώ ακουμπούσε το μέτωπο του πάνω στο δικό της, και το χέρι του αγκάλιαζε τρυφερά τη μέση της.

-Καλύτερα όχι! Και με ένα βιαστικό πεταχτό φιλί στα χείλη, έτρεξε, ξεκλείδωσε την εξώπορτα και ανέβηκε στο διαμέρισμα της.

«Παραδέξου το Σεσίλια, μια χαρά σου άρεσαν όλα, τα επιθυμούσες και τα λαχταρούσες κι αν δεν είχες την εμμονή με το άβατο σου, θα του είχες επιτρέψει να ανέβει στο διαμέρισμα σου, να τον γευτείς και να σε γευτεί. Να χαϊδέψεις το τατουάζ που εσύ έχεις χαράξει στο μπράτσο του. Κι εδώ που τα λέμε με τον Τσάρλι ταιριάζεις περισσότερο από ότι με τον καθώς πρέπει Γκράχαμ»! κούνησε το κεφάλι της δεξιά αριστερά πάνω στο μαξιλάρι, διαφωνώντας με τον εαυτό της.

Τον Γκράχαμ τον είχε βάλει στο δωμάτιο της, τον είχε αφήσει να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Μάλιστα τις προάλλες του είχε επιτρέψει να μπει μαζί της στο μπάνιο, κάτω από το ζεστό νερό, αν και τον τσουρούφλισε από την υψηλή θερμοκρασία του. Ακόμα και αν η δικαιολογία της ήταν ότι δεν ήθελε να τους δει μαζί ο Τσάρλι για να μην πληγωθεί, στην πραγματικότητα το έκανε γιατί ήθελε να το κάνει. Ήθελε να του ανοίξει την πόρτα της και ήταν υπέροχα αν και ήδη γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα πληγωνόταν… όχι επειδή θα έφταιγε κάποιος αλλά επειδή είναι αναπόφευκτο.

Μπορεί εκ πρώτης όψεως να τον θεώρησε φλώρο και να λειτούργησε ως άλλος σχολικός νταής, που προσπαθεί να κάνει τη ζωή του ήρεμου αγοριού κόλαση. Όμως με κάθε δική του αντίδραση στη συμπεριφορά της, εκείνος πάντα την κέρδιζε. Ακόμα κι όταν πήγε έξω φρενών στο εργαστήρι για να τη ρωτήσει «Γιατί;». Όταν της άρπαξε τις είκοσι λίρες, όταν της επέστρεψε το μπλοκ, που άλλος στη θέση του θα το είχε κάψει, για να της εξηγήσει ότι ήταν απλά θύμα των συγκυριών. Όταν της ζήτησε να βγουν και της μιλούσε για την αρχιτεκτονική της κάθε ανόητης γέφυρας της Αγγλίας, του κόσμου. Όταν τον απειλούσε ότι θα στάξει το κερί επάνω του. Όταν εμφανίστηκε μούσκεμα από τη βροχή μπροστά της προσπαθώντας να αγνοήσει τις κραυγές της Εβίτα, ενώ δεν έβρισκε τις λέξεις για να εκφραστεί. Όταν έπειτα κοιμήθηκε στην εστία στην αγκαλιά του, όταν την έσυρε στον κινηματογράφο να δει μια ταινία κινουμένων σχεδίων με τη μικρή του αδερφή, όταν γνώρισε τη μητέρα και την οικογένεια της και τόσα άλλα που θα την έπαιρνε το πρωί να τα θυμηθεί όλα. Μέσα σε τόσο λίγο καιρό, τόσα πολλά…

Ο Τσάρλι ήταν φίλος της, μπορεί αν δεν υπήρχε ο Γκράχαμ να έμπλεκε μαζί του από καπρίτσιο, αλλά θα ήταν καταδικασμένο. Θα χαλούσαν τη φιλία τους για το κρεβάτι. Ως φίλοι ήταν λογικό να τους αρέσουν τα ίδια πράγματα, όπως το να είναι φανατικοί των τατουάζ, να είναι και οι δύο αντιδραστικοί, να έχουν κοινές απόψεις και ενδιαφέροντα. Όμως ο έρωτας είναι κάτι άλλο και για την ώρα το αντιπροσώπευε ο Γκράχαμ!

Όμως, γιατί εκείνη την ώρα δεν ήταν μαζί της και την άφηνε μόνη της ξαπλωμένη να αναρωτιέται για τον Τσάρλι. Γιατί δε διεκδίκησε να πάει μαζί της στο διαμέρισμα της. Που να ήταν τώρα και τι να έκανε; Πήρε το κινητό της! Τι πείραζε να συμπεριφερθεί  ανόητα μια φορά, σαν ερωτευμένη. Άλλωστε ήταν, δεν ήταν; Πληκτρολόγησε γρήγορα το κείμενο και το έστειλε πριν το σκεφτεί περισσότερο και το σβήσει!

«Μου λείπεις»!

Σχεδόν αμέσως έλαβε την απάντηση «Και εμένα! Δεν κοιμάσαι;»

«Πώς να κοιμηθώ μόνη μου;»

Άκουσε την ειδοποίηση από το κινητό της ότι έλαβε νέο μήνυμα.

«Να έρθω;»

«Αν υποσχεθείς ότι θα είσαι φρόνιμος!»

«Θα είμαι… όσο φρόνιμος μου επιτρέψεις εσύ να είμαι! Έρχομαι!!!»

«Διπλωματική απάντηση!»     

Ô

 

Ήταν ανακούφιση για εκείνη όταν το επόμενο πρωί άνοιξε τα μάτια της και τον είδε στο πλάι της να κοιμάται! Κανονικά θα έπρεπε να την ενοχλεί που της είχε γίνει τόσο απαραίτητος, όμως παραδόξως δε συνέβαινε και δεν άφησε περιθώρια στον εαυτό της εκείνο το πρωινό να το σκεφτεί. Ίσως είχε αρχίσει να μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο. Όπως η κάμπια που γίνεται πεταλούδα. Πόσες μέρες ζωής είχε η πεταλούδα άραγε, αναρωτήθηκε μελαγχολικά. Με τα πολύχρωμα φτερά της πεταλούδας η σκέψη της πέταξε πάλι πίσω στον Τσάρλι. Ήταν βλακεία της που δεν του το είχε πει. Δεν είχε λόγο να του το κρατήσει κρυφό! Τώρα εκείνος τι θα πίστευε; Τι σημασία είχε, ό,τι έγινε έγινε. «Ποτέ μην κλαις πάνω από το χυμένο γάλα». Κάποια στιγμή θα του μιλούσε, ήρεμα και απλά όπως μιλάς σε ένα φίλο. Δε χρειαζόταν να δίνει την εντύπωση ότι του εξηγεί, ότι του απολογείται. Δεν έπρεπε να τον κάνει να πιστέψει ότι ένιωθε άσχημα απέναντι του, γιατί μετά μπορεί να έβαζε και άλλα πράγματα με το μυαλό του…

-Τι σκέφτεσαι όμορφη και έχεις αυτό το ύφος; Άκουσε τη φωνή του Γκράχαμ στο πλάι της. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της.

-Σκεφτόμουν, ότι αν και είναι διασκεδαστικό να σε πειράζουν οι φίλοι σου εξαιτίας μου, τελικά δε μου αρέσει και πολύ να συμβαίνει!

-Το θεωρείς αποκλειστικά δικό σου δικαίωμα;

-Ακριβώς! Πότε θα έρθεις να μεταμορφώσω το λουλουδάκι σε ένα μεγαλοπρεπή φοίνικα που αναγεννιέται;

-Δεν ξέρω!

-Τι δεν ξέρεις;

-Δεν ξέρω αν θέλω να το αλλάξω, άλλωστε όταν ήθελα να μου φτιάξουν το τατουάζ του φοίνικα, σκεφτόμουν περισσότερο το συμβολισμό του και ήθελα να γίνει στα γενέθλια μου, οπότε τώρα πρέπει να περιμένουμε λίγους μήνες…

Η Σεσίλια ανασηκώθηκε και τον κοίταξε καχύποπτα.

-Μη μου πεις Ίντι;…

-Τι;

-Μη μου πεις ότι δε μου έχεις εμπιστοσύνη!

-Όχι, καμία σχέση! Για ποιο λόγο άλλωστε; Άουτς! Αναφώνησε καθώς δέχτηκε μια γροθιά στο μπράτσο.

-Τότε τρέμεις από το φόβο σου για να μη σε πονέσω!

-Αυτό το είχα ξεχάσει εντελώς!

-Σου υπόσχομαι ότι θα σου βάλω κρέμα αναισθησίας στο σημείο!

-Πιάνει;

-Τσου, δηλαδή πιάνει, αλλά λίγο…

-Τώρα με έπεισες!

-Θα σε ποτίσω. Τι προτιμάτε ουίσκι, κρασί ή βότκα;

-Μπα και την προηγούμενη φορά μια χαρά τον ένιωσα τον πόνο, επιπλέον δε θέλω να βρεθώ με ένα λαγό να τρέχει στην πλάτη μου…

-Λαγό;

-Λαγό, τέτοιος ταχυδακτυλουργός που είσαι, ο φοίνικας μετατράπηκε σε λουλούδι, το λουλούδι μπορεί να μετατραπεί σε λαγό…

-Κι αν σου ορκιστώ, είπε και έδεσε δυο δάχτυλα μεταξύ τους…

-Τότε άσε με να το σκεφτώ…

-Μέχρι τα γενέθλια σου; Ανασήκωσε τους ώμους του. Πάντως δεν χρειάζεται η αναγέννηση να γίνεται μόνο την ημέρα των γενεθλίων σου, αν και απ’ ότι έχω καταλάβει για σένα είναι κάτι σαν παράδοση. Όμως ας θες να ακούσεις τη γνώμη μου, κάθε μέρα είναι μια καλή ευκαιρία για να αναγεννιέται κανείς!

-Οπότε μου προτείνεις να έρθω;

-Ανεπιφύλακτα.

-Καλά θα το σκεφτώ. Και τώρα αυτό που μου είχες τάξει…

Ô

 

Στην κουζίνα η Σεσίλια έφτιαχνε τάρτα του Σαντιάγκο σε συνταγή δική της παραλλαγής, (αμύγδαλο και μπόλικη σαντιγί), ενώ έριχνε κλεφτές ματιές στον Γκράχαμ που καθισμένος στο τραπέζι, στο οποίο εκείνη συνήθως έκανε τα σχέδια της, διόρθωνε κάποια γραπτά που του είχε φορτώσει κάποιος αντιπαθητικός καθηγητής Άτκινσον. (Σίγουρα θα ήταν απαίσιος τύπος, με τους μορφασμούς που έπαιρνε ο Γκράχαμ κάθε φορά που αναφερόταν σε εκείνον). Ο ήχος από το κινητό της, που ήταν παρατημένο στο τραπέζι που δούλευε το αγόρι της, διέκοψε τις σκέψεις της, έκανε να βγει από την κουζίνα καθώς ο Γκράχαμ έμπαινε κρατώντας το στο χέρι του.

-Κάποιος Τσάρλι σε καλεί! Της είπε και αφού της έδωσε το κινητό επέστρεψε στο μέσα δωμάτιο για να συνεχίσει το διόρθωμα. Όταν η Σεσίλια μετά από μια σύντομη συζήτηση έκλεισε το τηλέφωνο πήγε στο Γκράχαμ. Αφηρημένος εκείνος πλέον δε διόρθωνε γραπτά αλλά κοίταζε σκεπτικός τον τοίχο απέναντι του.

-Τελείωσες; Τον ρώτησε.

-Όχι. Η Σεσίλια κάθισε στα γόνατα του και πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους του.

-Τι συμβαίνει;

-Τίποτα!

-Τότε γιατί αυτά τα μούτρα;

-Δεν έχω μούτρα!

-Κι αυτά τι είναι; Είπε και τον φίλησε τρυφερά δίπλα από τα χείλη.

-Απλά αναρωτιόμουνα.

-Ναι;

-Τότε που συναντήσαμε τους φίλους μου…

-Μμμ!

-Δε φάνηκε και πολύ χαρούμενος ο φίλος του Τζέιμς όταν μας είδε μαζί.

-Γιατί κάποιος πρέπει να είναι χαρούμενος επειδή δυο άσχετοι είναι ζευγάρι;

-Έλα μη με κοροϊδεύεις! Εννοώ ότι φάνηκε ενοχλημένος. Και τι σήμαινε εκείνο το ότι είναι μεγάλη ιστορία η γνωριμία σας.

-Βλακείες. Τίποτα σημαντικό. Ο Τσάρλι ήρθε στο μαγαζί και του έκανα ένα τατουάζ, μιλήσαμε για το φιλανθρωπικό έργο που παίρνει μέρος και ξεκίνησα να συμμετέχω, και έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα και γίναμε φιλαράκια.

-Δεν τρέχει κάτι δηλαδή;

-Γκράχαμ!!! Αν έτρεχε κάτι με εκείνον δε θα ήσουν εσύ εδώ τώρα.

-Και δεν έτρεξε ούτε παλιότερα;

-Αν και αυτό δε θα είχε καμία σημασία…

-Πως δε θα είχε σημασία;

-Δηλαδή θες να μου πεις ότι πρέπει να σου κάνω σκηνή που βρήκα τη φωτογραφία με την πρώην σου στο δωμάτιο σου την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα;

-Εγώ απλά ξέχασα εκεί την κορνίζα…

-Πόσα χρόνια όμως ήσασταν ζευγάρι;

-Τέσσερα.

-Τέσσερα χρόνια όμως είναι τέσσερα χρόνια, αν σε δω μαζί της πρέπει να κάνω τι;

-Τίποτα. Με την Γκρέις είχε τελειώσει πριν χωρίσουμε καλά καλά… αλλά εσύ τότε, γι’ αυτό έφυγες;

-Όχι, θα έφευγα ούτως ή άλλως!

-Και γιατί σκάλιζες τα πράγματα μου;

-Δεν τα σκάλιζα, τυχαία.

-Ήταν κάτω από τρία χοντρά βιβλία!

(Δυο, τον διόρθωσε νοερά η Σεσίλια, το πιο χοντρό το είχε προσθέσει εκείνη).

-Απλά κοίταζα τους τίτλους των βιβλίων.

-Και η κορνίζα δεν είχε τίτλο…

-Γκράχαμ, αρχίζεις να με νευριάζεις, είπε και σηκώθηκε απότομα από τα γόνατα του. Αν θες πίστεψε το, αν δε θες μην το πιστεύεις, με τον Τσάρλι δεν υπήρξε ποτέ κάτι, οκ; Και επέστρεψε στην κουζίνα για να παρακολουθήσει τη διαδικασία ψησίματος της τάρτας.   

 

Ô

 

Καθόταν βαριεστημένη στο εργαστήρι της. Με τα χέρια στήριζε το κεφάλι της, ενώ η πόρτα του εργαστηρίου της ήταν ανοιχτή, ώστε αν ερχόταν κάποιος να περάσει απευθείας μέσα και να την αποδεσμεύσει από την ανία.

-Γεια σου! Άκουσε τη φωνή του. Σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε το παιχνιδιάρικο βλέμμα και το πειραχτικό χαμόγελο που τώρα τελευταία υιοθετούσε όλο και πιο συχνά ο Γκράχαμ. Σίγουρα είχε καταλάβει ότι τώρα η Σεσίλια είχε γίνει το θύμα του, ήταν όλα μέρος του σχεδίου του για τη δική του εκδίκηση, σκέφτηκε, ακόμα και ο έρωτας του, όμως δεν την ένοιαξε, ας ήταν, ίσως άξιζε τον κόπο τελικά.

-Ήρθες;

-Ναι, με έπεισαν τα λόγια σου, ότι την κάθε μέρα πρέπει να τη βλέπουμε ως ευκαιρία αναγέννησης. Μου ακούστηκε κάπως σαν το άδραξε τη μέρα!  

-Μόνο που έχουν περάσει κάποιοι μήνες που στο είπα!

-Τι υπερβολική που είσαι! Μόλις κάτι εβδομάδες…

-Οι οποίες πλησιάζουν να συμπληρώσουν και δεύτερο μήνα! Είπε και σηκώθηκε από τη θέση της για να τον πλησιάσει. Πως φαίνεται πάντως ότι σου αρέσει ο κινηματογράφος! Είπε και ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φτάσει και να του δώσει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

-Μόνο αυτές που γυρίστηκαν πριν γεννηθώ ή ήμουνα πολύ μικρός. Τι λες πάμε μετά να δούμε το Grease;

-Το σχέδιο το έφερες;

-Πως δεν το έφερα, είπε και το έβγαλε από την τσέπη του για να της το δώσει. Ύστερα έβγαλε το μπουφάν και το κρέμασε ενώ άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Η Σεσίλια αφηρημένη αντί να κοιτάζει το σχέδιο, κοίταζε τον Γκράχαμ να γδύνεται. 

-Αν είναι να σου κάνω στριπτίζ περιμένω πάλι ένα χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών. Είπε ο Γκράχαμ κρεμώντας το πουκάμισο δίπλα στο μπουφάν του, και μένοντας με το φανελάκι κάθισε στην καρέκλα του μαρτυρίου.

-Χα! Αυτή τη φορά δεν την πατάω. Αν δεν τα βγάλεις όλα δε σου δίνω τίποτα! Σχολίασε και κοκκινίζοντας γύρισε το βλέμμα της στο σχέδιο. Γκράχαμ έφερες λάθος σχέδιο.

-Για να δω… όχι το σωστό έφερα.

-Εδώ είναι ο φοίνικας, όχι…

-Μα το φοίνικα θέλω να μου κάνεις!

-Και το άλλο πως θα καλυφτεί; Τον ρώτησε μπερδεμένη. Το θέλεις πιο μεγάλο για να καλύπτει το Silene;

-Όχι, λέω το metosa, να το κρατήσω ακέραιο.

-Silene Tomentosa!

-Αυτό, λέω να το κρατήσω.

-Και θα έχεις δύο τατουάζ; Τον ρώτησε κοιτάζοντας τον ύποπτα.

-Ναι!

-Θα μοιάζεις πολύ σκληρό αγόρι! Σχολίασε πειραχτικά. Και που θες να στο χτυπήσω; Στο γλουτό μήπως;

-Μην ελπίζεις πως θα σε αφήσω να με αγγίξεις με το εργαλείο σου, σε σημείο που δεν μπορώ να ελέγξω. Δε θέλω μέσα σε λίγο καιρό να μοιάζω με τύπο που καβαλάει Harley Davidson, επειδή εσύ θα ζωγραφίσεις μια ονειροπαγίδα επάνω μου ή ένα δέντρο από το οποίο θα πετάνε πουλιά, ενώ εγώ θα έρχομαι συνέχεια εδώ για το φοίνικα.

-Βλέπω το ξεφυλλίσαμε το μπλοκάκι. Και που θες να σε αγγίξω με το εργαλείο μου;

-Σε σημείο ακίνδυνο. Στην εσωτερική πλευρά του μπράτσου.

-Θα είναι λίγο άβολο μιας και θα μας πάρει χρόνο αλλά αφού το αποφάσισες. Θες να σου βάλω αναισθητική κρέμα;

-Το σωστό θα ήταν να φανώ παλικάρι μπροστά στο κορίτσι μου, και να αποδείξω ότι αντέχω τον πόνο…

-Δεν είσαι υποχρεωμένος να σου αρέσει ο πόνος μωρό μου. Αν μπορείς να τον αποφύγεις γιατί να τον υποστείς; Άλλωστε ούτε εμένα μου αρέσει να πονάω!

-Ούτε λίγο; Τη ρώτησε πειραχτικά.

-Idiota!

-Με έβρισες;

-Δεν υπάρχει ιδιαίτερη διαφορά από την ισπανική στην αγγλική λέξη. Πάντως το κορίτσι σου δε θέλει να σε βλέπει να βασανίζεσαι χωρίς λόγο.

-Τότε βάλε και μάλιστα διπλή ποσότητα αν γίνεται!

Η Σεσίλια άπλωσε την κρέμα στην περιοχή που θα έκανε το τατουάζ.

-Μωρό μου να σε ρωτήσω κάτι, τον άκουσε να τη ρωτάει ενώ εκείνη έψαχνε τα μελάνια από τα χρώματα που θα χρησιμοποιούσε.

-Τι;

-Έχεις κλειδιά από το μαγαζί να φανταστώ.

-Ναι έχω, θες να το ληστέψουμε;

-Όχι, απλά σκεφτόμουν…

-Ωωωχ.

-Αφού δε μίλησα ακόμα!

-Φοβάμαι αυτό που έρχεται!

-Σε τόσο πόνο με έχεις υποβάλει, δε θα ήταν ωραία μια φορά να εκμεταλλευτούμε  διαφορετικά τον χώρο και αυτή την καρέκλα…

-Σήκωσε το χέρι σου, είπε και τον ακούμπησε με τη βελόνα, τον είδε να σφίγγει τα δόντια του. Ξέρεις κάτι έχεις αρχίσει να με ψήνεις, αλλά σήμερα προηγείται το τατουάζ, δε θα μου ξεφύγεις τόσο εύκολα.

-Δεν ήταν αυτός σκοπός μου, είπε με σφιγμένα δόντια. 

 

 

Κεφάλαιο Εικοστό

 ‘‘Γονική Παρέμβαση’’

 

Το να βρίσκεται στο μετρό με την Άιλα, ήταν κάθε φορά μία νέα εμπειρία. Διαφορετική από ότι να είναι με κάποιον που δεν μπαίνει συχνά στο μετρό, ή με κάποιον που δεν έχει ξαναμπεί ποτέ του, ή ακόμα κι από το να συνοδεύει έναν εξωγήινο, που δεν ξέρει καν τι είναι ένας υπόγειος σιδηρόδρομος.

Ο Γκράχαμ όμως, πάντα το διασκέδαζε. Αν εξαιρούσε το γεγονός, πως σε κάθε στάση έπρεπε να τραβάει την Άιλα από το πίσω μέρος του γιακά του μπουφάν της, για να ξαναβάλει το κεφάλι της μέσα, είχε πολύ πλάκα να την παρατηρεί.

Η μικρή, ήταν συνηθισμένη να πηγαινοέρχεται με το σχολικό της και τις υπόλοιπες ώρες, οι μεταφορές γίνονταν είτε με το αμάξι του πατέρα τους, είτε της μητέρας τους. Σπάνια της δινόταν η ευκαιρία να κυκλοφορήσει με τα μέσα κι αυτός που την είχε μυήσει στη «μαγεία» τους, ήταν φυσικά, ο Γκράχαμ.

Τώρα, την έβλεπε να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τον κόσμο γύρω της, κουνώντας το κεφάλι της δεξιά και αριστερά, σαν να βρισκόταν στο κοινό, ενός αγώνα τένις. Σίγουρα η ποικιλία των εθνικοτήτων της έκανε εντύπωση, όπως επίσης και το πλήθος του κόσμου, που μπαινοέβγαινε με βιάση όταν άνοιγαν οι πόρτες. Είχε συνηθίσει την ταχύτητα του συρμού, αν και την πρώτη φορά που είχε μπει στο μετρό, ο Γκράχαμ έπρεπε να επιστρατεύσει όλη του τη φαντασία μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, για να την κάνει να σταματήσει να κλαίει. Ο θόρυβος την είχε τρομοκρατήσει. Πάντως αυτό το κομμάτι, δεν την ενοχλούσε πια.

«Τώρα;», τον ρώτησε ανυπόμονα.

«Όχι ακόμα, έχουμε άλλες δύο στάσεις», της απάντησε εκείνος ήρεμα.

Επέστρεφαν στο πατρικό τους, έχοντας περάσει όλο το σαββατιάτικο πρωινό τους στην εστία. Η μητέρα τους, έχοντας καταφέρει αυτό που ήθελε σε εκείνο το επαγγελματικό της ραντεβού, είχε περισσότερη δουλειά παρά ποτέ και αναγκαζόταν να περνά στην Masterpiece ακόμα και τα Σάββατα, τουλάχιστον μέχρι το μεσημέρι. Μέρες σαν κι αυτή, η Άιλα, έμενε με τον Γουάλι, όμως σήμερα έπρεπε να δουλέψει στο γραφείο με τη Λόρνα κι έτσι ο Γκράχαμ, ανέλαβε και πάλι το ρόλο του, ως μεγάλος αδερφός.

Η Μάγκι του υποσχέθηκε σε αντάλλαγμα, ένα από τα υπέροχα ελληνικά γεύματα τους όταν επέστρεφε το μεσημέρι. Εκείνος όμως, την ενημέρωσε πως θα γυρνούσαν αργότερα, προς το απόγευμα. Ήταν μια συγκαλυμμένη προσπάθεια να την αφήσει να ξεκουραστεί, ύστερα από τις τόσες ώρες πίεσης, που περνούσε καθημερινά.

Μετά από άλλες δύο απόπειρες της Άιλα να αποκεφαλιστεί καθώς κλείνουν οι πόρτες, την έπιασε από το χέρι και βγήκαν από το βαγόνι τους. Μπλέχτηκαν με τον κόσμο κι ο Γκράχαμ, ένιωθε το μικρό χεράκι της αδερφής του να τον κρατάει σφιχτά.

Ανέβηκαν τις κυλιόμενες σκάλες και συνέχισαν με τα πόδια προς το σπίτι. Είχε μέρες να χιονίσει και ευτυχώς, η θερμοκρασία είχε ανέβει μερικές μονάδες. Έτσι προχωρούσαν χωρίς να τουρτουρίζουν, αν και η Άιλα δεν υπήρχε περίπτωση να κρυώσει. Αντί να περπατάει, χοροπηδούσε ως συνήθως δίπλα στον Γκράχαμ, κρατώντας το χέρι του και κάνοντας τα φωτάκια που ήταν ενσωματωμένα στα αθλητικά της παπούτσια, να αναβοσβήνουν σε κάθε της σάλτο.

«Κάποια είναι πολύ χαρούμενη, ή μου φαίνεται; Πέρασες καλά σήμερα;», τη ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Ναι, πολύ! Η Σεσίλια είναι πολύ καλή και είδες πόσο ωραία ζωγραφίζει;», αποκρίθηκε η μικρή λαχανιασμένα.

«Αλήθεια; Δεν το πρόσεξα», της είπε και γέλασε καθώς θυμόταν το σκηνικό.

Αν πριν μήνες, του έλεγε κάποιος, πως θα είχε κάνει ως τώρα δύο τατουάζ και πως όχι μόνο, θα είχε σχέση με την κοπέλα που τα σχεδίασε αλλά κι ότι μετά από όλα όσα είχαν συμβεί, εκείνη θα ανυπομονούσε να περάσει χρόνο με τη μικρή του αδερφή, ε, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει, ήταν πως αυτός ο κάποιος είναι θεότρελος. Κι όμως είχε συμβεί.

Η Σεσίλια είχε το πρωινό της ελεύθερο, όμως ο Γκράχαμ, της είχε ήδη εξηγήσει πως θα έπρεπε να προσέχει την Άιλα για αρκετές ώρες. Οι τσιρίδες της μικρής, όταν κατάλαβε με ποια μιλούσε στο τηλέφωνο, σχεδόν τον ξεκούφαναν, όμως από το ηχείο της συσκευής του ακουγόταν ένα ήρεμο και γλυκό γέλιο. Κι αντί η συνομιλία τους να τερματιστεί εκεί, η κοπέλα προσφέρθηκε να περάσει από την εστία για να τους δει και να ρίξει μια ματιά, στο φρέσκο-χτυπημένο τατουάζ.

Έκρυψε την έκπληξη του και κλείνοντας το τηλέφωνο, περίμενε πότε θα ξαναχτυπήσει και θα την ακούσει να του λέει κάποια δικαιολογία για να ακυρώσει την επίσκεψη της. Όμως αυτό, δε χτύπησε ποτέ.

Αντίθετα, καμιά ώρα αργότερα, χτύπησε η πόρτα του. Όταν την άνοιξε, βρήκε απέξω τη Σεσίλια να γέρνει από το βάρος των δύο τσαντών που κρατούσε και ενός πακέτου που ήταν χωμένο κάτω από τη μασχάλη της.

Της πήρε τα πράγματα και μόλις που πρόλαβε να κάνει στην άκρη για να την αφήσει να μπει, όταν η Άιλα έτρεξε να την αγκαλιάσει. Τα δύο κορίτσια προχώρησαν μέσα, πιασμένα χέρι χέρι, αφήνοντας τον Γκράχαμ, άφωνο στην πόρτα, με τα δώρα στην αγκαλιά του. Γιατί φυσικά, επρόκειτο για δώρα.

Οι δύο τσάντες, περιείχαν όλων των λογιών τους μαρκαδόρους και τα κραγιόν μέσα σε περιποιημένες κασετίνες, άλλα σε παστέλ αποχρώσεις και άλλα, σε χρώματα που σχεδόν φωσφόριζαν και τα οποία η Άιλα ξετρελάθηκε όταν τα είδε, ενώ το πακέτο είχε μέσα τρία καινούργια χοντρά μπλοκ. Ένα με κενές σελίδες και άλλα δύο, με σχέδια που επέτρεπαν στα παιδιά να τα χρωματίσουν όπως ήθελαν.

Η Άιλα βούτηξε ένα που είχε μέσα ζωγραφισμένες νεράιδες και στρώθηκε στο πάτωμα, τραβώντας δίπλα της τη Σεσίλια, που επίτηδες απέφευγε το βλέμμα του Γκράχαμ, γιατί είχε σίγουρα αντιληφθεί πως θα της τα έψελνε, επειδή ξόδεψε τόσα χρήματα για τη μικρή.

Είχαν απορροφηθεί τόσο με το να διαλέγουν ποιο χρώμα ταίριαζε περισσότερο σε κάθε σχέδιο, που τον ξέχασαν κι εκείνος απλά τις χάζευε χαμογελώντας. Τελικά, η Άιλα, σήκωσε το βλέμμα της από τις ζωγραφιές της και όταν τον είδε να κάθεται με σταυρωμένα χέρια, του έδωσε το άλλο μπλοκ, που είχε μέσα σχέδια από ζωάκια στο δάσος. Αράδιασε στην ποδιά του και μερικά από τα χρώματα και επέστρεψε δίπλα στη Σεσίλια, που κρατιόταν να μη γελάσει.

Μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει, ο Γκράχαμ, άνοιξε το μπλοκ και ξεκίνησε να χρωματίζει το πρώτο σχέδιο. Η Άιλα, κάθε τόσο του έλεγε ποιο χρώμα να χρησιμοποιήσει και τον μάλωνε όταν έβγαινε από το περίγραμμα. Όταν τελείωσε τελικά τη ζωγραφική, του είπε με σφιγμένα χείλη ότι ήταν ωραία, και δείχνοντας τη νεράιδα που ζωγράφιζε με τη Σεσίλια, συνέχισε λέγοντας, ότι μπορούσε και καλύτερα.

Ο Γκράχαμ της έβγαλε τη γλώσσα και πριν προλάβει η μικρή να απαντήσει, η Σεσίλια την έβαλε και πάλι δίπλα της, ανοίγοντας το λευκό μπλοκ. Ξεκίνησε να σχεδιάζει και σαν να της έκανε κάτι κλικ, η Άιλα μαγεύτηκε και έμεινε σιωπηλή όση ώρα το χέρι της Σεσίλια πηγαινοερχόταν πάνω στο χαρτί. Όταν αργότερα πρόσθεσε και χρώμα, ο Γκράχαμ της έκλεινε κάθε τόσο το στόμα, αλλά η μικρή, δεν του έδινε σημασία και το ξανάνοιγε με κάθε νέα προσθήκη.

Όλες οι δημιουργίες τους και όλα τα πράγματα, βρίσκονταν τώρα στο χέρι του Γκράχαμ, στριμωγμένα σε μία μεγαλύτερη σακούλα, για να μπορεί να κρατά από την άλλη μεριά την Άιλα. Της πρότεινε να τα αφήσει στην εστία, για να έχει κάτι να ασχολείται όταν έρχεται, αλλά εκείνη αρνήθηκε να αφήσει πίσω της τέτοιους θησαυρούς.

«Και για πες μου, ποια ζωγραφιά σου άρεσε περισσότερο;», θέλησε να μάθει ο Γκράχαμ, όταν τελείωσε η μικρή του αναπόληση.

Τα μάτια της μικρής, άνοιξαν διάπλατα αστράφτοντας με ενθουσιασμό και σταμάτησε αμέσως τα πηδηματάκια, κοκαλώνοντας στο σημείο που στεκόταν, σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός. Ο Γκράχαμ δεν το παρατήρησε αμέσως και συνέχισε να περπατά, μέχρι που ένιωσε το αδύναμο τράβηγμα της χούφτας της. Στάθηκε και την κοίταξε.

«Εκείνη με τα φτερά!!», είπε η μικρή υπνωτισμένη.

«Ποια;», ρώτησε ο Γκράχαμ κάνοντας τον ανήξερο.

«Εκείνη με την κοπέλα που καθρεφτιζόταν στο νερό; Με τα μεγάλα φτερά και μακριά μαλλιά;», επέμενε η Άιλα.

«Δεν τη θυμάμαι…», ξεκίνησε να λέει ο Γκράχαμ, μα η Άιλα έσμιξε τα φρύδια της σημάδι ότι τον είχε καταλάβει, οπότε έσπευσε να διορθώσει. «Εντάξει, εντάξει νομίζω κατάλαβα. Ώστε αυτή ήταν η αγαπημένη σου;»

«Ναι αυτή. Θα πω στη μαμά να την κρεμάσουμε στο δωμάτιο μου. Θα αρέσει και στη Λούσι». Κούνησε το κεφάλι της και ξεκίνησε πάλι να προχωράει με τα πόδια της να θυμίζουν φλας αυτοκινήτου. «Εσένα ποια σου άρεσε;»

«Μμμ, για να σκεφτώ. Τι λες για εκείνη με το κοκκινομάλλικο κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια και το πιο γλυκό μουτράκι του κόσμου;». Η Άιλα του χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο όταν κατάλαβε πως ο Γκράχαμ, μιλούσε για το πορτρέτο που της είχε κάνει η Σεσίλια.

Συνέχισαν να μιλάνε για τη ζωγραφική τους όσο προχωρούσαν και για όλα τα πράγματα που είχε πάρει η Σεσίλια όταν η Άιλα, πέταξε μία ερώτηση σαν εκείνες που πετούν όλα τα παιδιά και που μοιάζουν με βόμβες μεγατόνων στα κεφάλια των ενηλίκων.

«Γκράχαμ, εσύ αγαπάς τη Σεσίλια;»

Ήταν η σειρά του να κοκαλώσει, μόνο που στη δική του περίπτωση, ήταν τόσο απότομο το τράβηγμα, που η μικρή παραλίγο να βρεθεί στο πεζοδρόμιο με τα μούτρα. Ευτυχώς ο Γκράχαμ, μπόρεσε να την σταθεροποιήσει.

«Πως σου ήρθε αυτό;», τη ρώτησε καθώς της ίσιωνε το μπουφάν από όπου την είχε γραπώσει για να τη συγκρατήσει.

«Τη φίλησες».

 Ο Γκράχαμ ξεροκατάπιε. Δεν ήταν ούτε κατά διάνοια προετοιμασμένος να συζητήσει για μελισσούλες και πεταλουδίτσες με την εννιάχρονη αδερφή του. «Ε, και; Είναι φίλη μου», προσπάθησε να ξεγλιστρήσει.

«Ναι αλλά τη φίλησες όπως φιλάει η μαμά τον μπαμπά. Άρα…;»

«Άρα τι;»

«Άρα την αγαπάς», κατέληξε θριαμβευτικά η Άιλα.

«Δε μου λες; Μήπως είσαι πολύ μικρή για να ασχολείσαι με τα θέματα των άλλων; Η Σεσίλια είναι φίλη μου και τέλος», της πέταξε και άρχισε να προχωράει πιο γρήγορα. Με το που έφτασαν έξω από το σπίτι τους, ανάσανε. Κλότσησε μαλακά την αυλόπορτα και έσπρωξε πρώτη μέσα την Άιλα. Έφτασαν στην εξώπορτα και σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει το κουδούνι, μα δίστασε. Κοίταξε την αδερφή του  δίπλα του, που τον παρατηρούσε καρτερικά. «Να σου πω, τσιμουδιά στους γονείς μας για τη Σεσίλια, εντάξει;»

Η Άιλα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Γιατί;»

«Γιατί το λέω εγώ. Εκτός αν δε θες να ξανάρθεις να τη δεις», δοκίμασε να την απειλήσει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε, ήταν να την ψαρεύει ο πατέρας τους.

Η μικρή ανασήκωσε τα φρύδια της και πέρασε τα δαχτυλάκια της από τα χείλη της, δείχνοντας του, πως το στόμα της ήταν σφραγισμένο.

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι καταφατικά και χτύπησε το κουδούνι.

«Δεν έχεις κλειδιά; Πάντα χτυπάς το κουδούνι, αλλά έχεις κλειδιά ε; Παλιά είχες».

«Άιλα, μόλις υποσχέθηκες κάτι. Για κάνε μια πρόβα να σε δω», της απάντησε βαριεστημένα.

Η πόρτα άνοιξε επιτέλους, από μία νεαρή γυναίκα, που θα μπορούσε να είναι μια ματιά στο μέλλον της Άιλα. Είχε τα ίδια σγουρά, πυρόξανθα μαλλιά, κουρεμένα κοντά, θυμίζοντας κάτι από τη Μέγκ Ράιαν στην Πόλη των Αγγέλων και τα ίδια καστανά μάτια. Είχε κι εκείνη το λευκό δέρμα του πατέρα τους, μα αν προσπερνούσε κανείς την εξωτερική εμφάνιση και την εργασιομανία που χαρακτήριζε και τους δύο, η Λόρνα δεν έμοιαζε σε τίποτα άλλο με το Γουάλι.

Μόλις είδε τον Γκράχαμ, το χαμόγελο της έφτασε μέχρι το ύψος των ματιών της. Η στενή ως το γόνατο, ψηλόμεση φούστα και το μεσάτο σακάκι της τη δυσκόλεψαν, μα έσκυψε να αγκαλιάσει την Άιλα και ύστερα τη σήκωσε στα λεπτά της χέρια, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στον αδερφό της.

«Κλείνεις;», του είπε εύθυμα προχωρώντας προς τα μέσα, με τον ήχο από τα τακούνια της, μία να πνίγεται από το παχύ χαλί και μία να αντηχεί στο μεγάλο σπίτι.

«Δεν ήξερα ότι θα είσαι εδώ».

Ο Γκράχαμ πέρασε το κατώφλι του σπιτιού και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Άφησε την τσάντα που κρατούσε στο χολ και αφού κρέμασε το παλτό του στην κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα, ακολούθησε τις αδερφές του που προπορεύονταν, στο σαλόνι.

«Τελειώσαμε νωρίς και είπα να περάσω», του εξήγησε η Λόρνα καθώς καθόταν στον καναπέ και έπιανε την κουβέντα με την Άιλα.

Κάθισε απέναντι τους σε μία πολυθρόνα και τακτοποιούσε το πουκάμισο του που έδειχνε σαν να μην είχε σιδερωθεί ποτέ, όταν μπήκε η μητέρα τους, φορώντας ποδιά πάνω από ένα επαγγελματικό ταγιέρ, ένα γάντι φούρνου στο ένα χέρι και τα μαλλιά, άτακτα μαζεμένα στην κορφή του κεφαλιού της και στερεωμένα με ένα στυλό.

«Αχ, ήρθατε κιόλας; Δεν είναι έτοιμο το φαγητό», είπε ένοχα η Μάγκι.

Ο Γκράχαμ γέλασε τόσο με την εμφάνιση της, όσο και με το ύφος της. «Μαμά υποτίθεται ότι θα ερχόμασταν απόγευμα, για να ξεκουραστείς, όχι για να ετοιμάσεις το δείπνο για έναν στρατό»

«Α, μα δεν έφτιαξα πολλά πράγματα. Δύο, τρία πιάτα, έτσι για να έχουμε επιλογές»

«Μμμ, κατάλαβα. Πάντως μυρίζουν υπέροχα! Στη δουλειά όλα καλά;»

Η Μάγκι έκανε μια στραβή γκριμάτσα με το στόμα της και κούνησε το χέρι που φορούσε το γάντι του φούρνου. «Έτσι κι έτσι. Θα μπορούσε να είναι καλύτερα, μα θα μπορούσε επίσης, να είναι πολύ… πολύ χειρότερα κι έτσι δεν παραπονιέμαι»

«Με τον Φάιν τι έγινε;»