ΜΑΥΡΗ ΟΡΧΙΔΕΑ

 
 
   
 
 
    
 
    
   
 
 Η γνωριμία τους ένα ατύχημα, η πορεία τους μια σειρά παρεξηγήσεων. Δυο χαρακτήρες τόσο διαφορετικοί που δεν υπάρχει περίπτωση να τα βρουν μεταξύ τους για κανένα λόγο. Ή μήπως υπάρχει; Η Σεσίλια, στην κάθε κουβέντα του είναι έτοιμη να πάρει φωτιά. Από την άλλη ο πάντα μετρημένος Γκράχαμ όταν είναι υποχρεωμένος να βρεθεί στον ίδιο χώρο μαζί της, βγαίνει από τα ρούχα του. Θα μπορέσουν να κάνουν ειρήνη αυτοί οι δυο, φαινομενικά, διαφορετικοί άνθρωποι; Μια ερωτική ιστορία κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό του Λονδίνου!
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΕΣΙΛΙΑ

 

Στάθηκε μπροστά από το τζάμι και κοίταξε έξω, στα χέρια της κρατούσε μια κούπα με ζεστό, μαύρο τσάι. Ήδη είχε σκοτεινιάσει ενώ ο ουρανός έσταζε αυτή την ψιλή, ασταμάτητη, ενοχλητική βροχή του. Δεν την ξάφνιαζε, είχε από χρόνια συνηθίσει τον λονδρέζικο καιρό, με την υγρασία και τη βροχή που καταχωνιάζονταν ύπουλα κάτω από το δέρμα σου. Φορούσε μόνο ένα πλεκτό πουλόβερ, στο χρώμα της ζάχαρης και το εσώρουχο της. Από ώρα ήθελε να χωθεί κάτω από το ντους και να τρέξει πάνω στο κορμί της το καυτό νερό, μετατρέποντας το μπάνιο της από ένα μικρό τετράγωνο χώρο σε σάουνα, όμως δεν το έπαιρνε απόφαση. Την είχε πιάσει η αιώνια τεμπελιά της, για την οποία την κατηγορούσε πάντα η μητέρα της. Όταν την έπιανε αδύνατο να κάνει κάτι, όσο και αν το επιθυμούσε. Βέβαια η μητέρα της την κατηγορούσε για πολλά, κυρίως όμως για το ότι ήταν κόρη του πατέρα της. Για τη Σεσίλια αυτό μάλλον ήταν προτέρημα παρά μειονέκτημα, όμως αντιλαμβανόταν από το ύφος της Σάρα ότι εκείνη δεν επικροτούσε τη γνώμη της. 

Τι καλά που θα ήταν αν όταν οι γονείς της χώρισαν, αντί να φύγει με τη μητέρα της  για το Δουβλίνο να είχε παραμείνει στην Ισπανία, στην ηλιόλουστη εκείνη χώρα όπου είχε γεννηθεί και είχε αγαπήσει τα καλοκαίρια και τη θάλασσα. Αλλά το παιδί ακολουθεί τη μάνα και εκείνη από το καλοκαίρι βρέθηκε στο χειμώνα, κι από το παράθυρο της πλέον δεν έβλεπε ηλιόλουστα πρωινά παρά μόνο βροχή και σκοτεινιά. Από τη ζωντάνια της ζέστης είχε ξεπέσει στη ‘‘θανατηφόρο’’ ψύχρα. Της ήταν αδύνατο να καταλάβει πως υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούσαν το κρύο και την βροχή. Σίγουρα τίποτα καταθλιπτικοί!

Κοιτώντας το ρολόι του τοίχου έκανε μεταβολή για το μπάνιο. Άφησε την κούπα με το τσάι πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι, έβγαλε το πουλόβερ πετώντας το πάνω στον καναπέ, κάτι ακόμα που της χρέωνε η μητέρα της ήταν η ακαταστασία. Στο Χωλ αφαίρεσε και το εσώρουχο και χώθηκε στο μπάνιο, κάτω από το ντους ανοίγοντας τέρμα τη βρύση με τη ζεστή παροχή του νερού. Αν δεν ένιωθε το νερό πάνω της καυτό δε θεωρούσε ότι έκανε μπάνιο, σχεδόν με εγκαύματα έβγαινε από εκεί. Τα μαλλιά της κόκκινα και κοντά, χάιδευαν τον σβέρκο της, ενώ η πλάτη της ήταν καλυμμένη με τατουάζ, στη δεξιά πλευρά ένα λουλούδι που φαινόταν να σκαρφαλώνει προς τα πάνω, ενώ από την άλλη ένα ποίημα σε μια άλλη γλώσσα από τη διεθνή. Πολλές φορές οι εραστές της που δεν γνώριζαν ισπανικά την έβαζαν να τους το μεταφράσει, εκείνη όμως κρατούσε το νόημα του ποιήματος μόνο για την πάρτη της. Τους έκανε όμως τη χάρη να τους το απαγγείλει στα ισπανικά, και όταν εκείνοι ζητούσαν τη μετάφραση είτε άλλαζε θέμα, είτε τους ξελόγιαζε, είτε έμπαινε στο μπάνιο μόνη της, πάντα μόνη της. Ήταν ένα ποίημα που είχε γράψει ο πατέρας της για εκείνη στο οποίο ανέφερε πόσο του είχε λείψει! Οπότε δεν ήθελε να το μοιραστεί με κανέναν, γιατί το θεωρούσε κάτι πολύ προσωπικό.

Αν και είκοσι τεσσάρων ετών, είχε το σώμα μικρού κοριτσιού, αδύνατη και κοντούλα, με το ζόρι έφτανε στο ένα εξήντα. «Τόσο Ισπανίδα» την κατηγορούσε η μητέρα της, μια ψηλή ξερακιανή γυναίκα με τα χαρακτηριστικά του βορά. «Τίποτα δεν μπόρεσες να πάρεις από μένα»; Στην εφηβεία της απαντούσε απλά: «Ευτυχώς όχι» μόλις ενηλικιώθηκε έφυγε από το σπίτι, οπότε τις σπάνιες φορές που συναντιόνταν με τη μητέρα της, τον πατριό και τα μικρότερα αδέρφια της, δεν είχε πολύ διάθεση για καυγάδες και ας την προκαλούσε η Σάρα. Ακόμα δεν είχε καταλάβει πως η μάνα της, μετά τον όμορφο, μελαχρινό, Λατίνο εραστή της, ξάπλωνε στο πλάι ενός άγγλου, ψυχρού σαν τον πάγο άντρα. Άλλωστε υποτίθεται ότι οι Ιρλανδοί αντιπαθούν τους Άγγλους, έτσι δεν είναι; Έκλεψαν μέρος από τη γη τους και κρατούν ‘‘αιχμάλωτο’’ μέρος του λαού τους. Βέβαια υπάρχει το άλλοθι του έρωτα, αλλά ποιον μπορούσε να ξεγελάσει η Σάρα! Μετά το πάθος που έζησε με τον ισπανό, ήταν ποτέ δυνατόν να της προκαλέσει το παραμικρό συναίσθημα ο άγγλος, εκτός βέβαια αν της ενέπνεε ασφάλεια. Ισπανό συνήθιζε να αποκαλεί τον πατέρα της η μάνα της και έτσι είχε συνηθίσει να τον αποκαλεί και η Σεσίλια, μόνο που η μία το έκανε με ειρωνεία ενώ η κόρη τον αποκαλούσε Ισπανό με λατρεία. Ήταν φορές που ξεχνούσε ότι τον έλεγαν Ερνέστο. Τι υπέροχο όνομα!

Εκτός όμως από μια πλάτη καλυμμένη με τατουάζ, είχε και άλλα μικρότερα. Ένα στον αστράγαλο, μια πεταλούδα, ήταν το πρώτο που είχε κάνει και η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ κοριτσίστικο πλέον για τα γούστα της, αλλά το είχε κάνει μόλις δεκαέξι και σε σημείο που μπορούσε να το κρύψει από το κριτικό βλέμμα της Σάρας. Ένα ακόμα από τη μέσα μεριά του καρπού, μια μικρογραφία τίγρης που ξεσκίζει το δέρμα της για να βγει έξω από το σώμα της. Ίσως με αυτό έπρεπε να είχε καλύψει την πλάτη της αντί της μαύρης ορχιδέας, όμως της άρεσε που το είχε σε θέα ικανή να το θαυμάζει ανά πάσα στιγμή, χωρίς να χρειάζεται να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Και είχε κάνει κι ένα ακόμα, πίσω από το αυτί της, μια λέξη, «ΓΡΑΝΑΔΑ», η επαρχία που γεννήθηκε.

Δεν ήταν σίγουρη όμως αν ήθελε να κάνει κι άλλα. Ίσως αργότερα. Το σώμα της ήταν ένας καμβάς για έργα τέχνης, όπως τα θεωρούν οι λάτρεις των τατουάζ, όμως δεν ήθελε να κάνει κάτι και ύστερα να το καλύψει με κάτι άλλο. Οπότε πριν ενθουσιαστεί με κάτι καινούργιο άφηνε λίγο καιρό να περάσει πριν ορμήσει με  ενθουσιασμό στο δωμάτιο του Τζίμη για να χτυπήσει στο κορμί της μια νέα ζωγραφιά.

Είχε τυλιχτεί με μια τεράστια πετσέτα και ξαναστάθηκε μπροστά στην τζαμαρία. Ειλικρινά δεν ήξερε τι χάζευε από το παράθυρο της, όλα ήταν γκρίζα και σκοτεινά, τίποτα αξιοθαύμαστο να δει. Μάλλον θα της είχε μείνει χούι από όταν ήταν παιδί και κοίταγε τον κήπο του σπιτιού τους με τα πουλιά και τα έντομα να φτερουγίζουν ευτυχισμένα. Πόσες φορές δεν είχε ευχηθεί να είναι και εκείνη ένα μικρό πουλί ή ένα έντομο και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Όμως δεν ήταν. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο, έπρεπε ήδη να είχε φύγει, όμως εκείνη στεκόταν γυμνή, τυλιγμένη μόνο με μια πετσέτα γύρω από το βρεγμένο κορμί της και χάζευε! Και τι πείραζε, ζούσε στην χώρα που η ακρίβεια ήταν γνώρισμα των ανθρώπων της, όμως η ίδια ανήκε σε άλλο λαό. Οπότε τουλάχιστον την ίδια δεν την επηρέαζε η αργοπορία, στην αρχή όταν την πρωτογνώριζε κάποιος, μπορεί να ενοχλούταν από αυτό της το ελάττωμα, όμως είτε έπρεπε να το συνηθίσει, είτε να κόψει τις σχέσεις μαζί της. Το ίδιο της έκανε, δε θα τα έβαφε και μαύρα.

Άφησε την πετσέτα να κυλήσει από πάνω της και έψαξε ρούχα να ντυθεί, από τον καθρέφτη είδε την πλάτη της και στάθηκε να διαβάσει το ποίημα. Αν και γνώριζε απ’ έξω τον κάθε του στίχο, προτιμούσε να το διαβάζει πάνω από το κορμί της, σαν να ήταν κομμάτι της και σαν η ανάγνωση του να ήταν ένα μέρος της ιεροτελεστίας που έκανε καθώς έλεγε τα λόγια της ‘‘προσευχής’’, μιας προσευχής που γράφτηκε για εκείνη. Θυμήθηκε για άλλη μια φορά τους κατά καιρούς εραστές της, που επέμεναν να αποκωδικοποιήσουν το ποίημα, μάλιστα ένας προσπάθησε να το αντιγράψει σε χαρτί για να το ψάξει στο Google, όμως μόλις είδε να αγριεύουν τα τιγρέ μάτια της, σήκωσε τα χέρια ψηλά και άφησε στην άκρη το χαρτί. «Άντρες!» μουρμούρισε αποδοκιμαστικά. Σκέφτηκε τις σχέσεις της, ποτέ τίποτα το σημαντικό, συνήθως έμπλεκε με παντρεμένους. Σεξουαλικά, ποτέ συναισθηματικά. Εκείνοι βέβαια μπορεί να νόμιζαν ότι είχαν τη νεαρή φιλενάδα τους, έτσι για να ποτίζουν τον αντρικό εγωισμό τους, όμως ούτε καν αυτό ήταν. Και εκείνη το προτιμούσε και τους άφηνε να το πιστεύουν. Δεν ήθελε να σπαταλάει χρόνο σε σχέσεις, ήθελε το χρόνο όλο δικό της να τον διαχειρίζεται ακριβώς όπως της άρεσε. Όμως ως νέα γυναίκα είχε ανάγκες τις οποίες έπρεπε να υπακούει και να τις ικανοποιεί. Ένας νεαρός σύντροφος μπορεί να της γινόταν τσιμπούρι, το είχε ζήσει άλλωστε το εργάκι στο σχολείο. Οπότε ένας παντρεμένος, με γυναίκα και παιδιά, επαγγελματικές υποχρεώσεις, δε θα είχε τόσο ελεύθερο χρόνο για εκείνη. Κι ενώ ο εραστής αναρωτιόταν πως και δεν του έκανε παράπονα που την παραμελούσε, εκείνη ήταν ευχαριστημένη που δεν την ενοχλούσαν, και είχε ο καθένας τη δική του ζωή. Κάποιοι αποκτούσαν ανασφάλεια και ξαφνικά άρχιζαν να τη ρωτάνε αν θα ήθελε να είναι περισσότερες ώρες μαζί. Δεν άντεχε ο ανδρικός τους εγωισμός την απόρριψη, ξαφνικά άρχιζαν να της υπόσχονται πράγματα που δε θα τα τηρούσαν και ο λόγος ήταν να την παρασύρουν. Αφού δεν πίστευε ότι αυτά τα μεγάλα παιδιά ήταν ικανά να χωρίσουν τη σύζυγο που είχαν χτίσει μια οικογένεια μαζί, να μοιράσουν τα υπάρχοντα στη μέση και να τα εγκαταλείψουν όλα για χάρη της. Βέβαια επειδή στο μυαλό τους η εξωτική Σεσίλια, όπως την είχε χαρακτηρίσει κάποιος, έμοιαζε με το άπιαστο, δεν ήξερε ποιος μπορεί να ήταν αρκετά φευγάτος ώστε να τινάξει στον αέρα τα πάντα για χάρη της, ενώ εκείνη δε θα του το είχε ζητήσει. Οπότε μόλις άρχιζε να ακούει παλαβά, έστριβε και άφηνε τη θέση της ελεύθερη για άλλη ερωμένη, η οποία θα ήταν πολύ πιο απαιτητική.

Τελικά είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν; Ήταν μια ερώτηση που είχε κάνει πολλές φορές στον εαυτό της. Μα φυσικά. Τον Αλγκοδόν (Βαμβάκι). Το γάτο της, με την υπέροχη, αξιοζήλευτη γούνα του. Είχε αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε εκείνη και το όμορφο μικρό ζωάκι, όμως ξαφνικά παρουσίασε αλλεργία στο τρίχωμα της γάτας και έτσι ο Αλγκοδόν έπρεπε να φύγει από το σπίτι και να βρει αλλού κατάλυμα. Πολύ είχε κλάψει η Σεσίλια για τον αποχωρισμό της με τον Αλγκοδόν. Τι να το κάνεις όμως, είχαν διώξει το γάτο ενώ εκείνη απλά ήταν αλλεργική στην αγάπη. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της μεγαλώνοντας.   

Αφού βρήκε τι θα φορέσει, έβαλε το σμαραγδί πανωφόρι της, ένα σκουφί, γάντια στα χέρια, και κασκόλ καλά δεμένο γύρω από το λαιμό της και έτσι όπως ήταν σαν κρεμμύδι, ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος της και βγήκε έξω. Τα περισσότερα ρούχα της θα τα χαρακτήριζε κάποιος ως άτονα και άχρωμα. Ήθελε να περνάει απαρατήρητη από την εποχή που είχε μπει στην εφηβεία. Είχε βαρεθεί που σε όλα της τα παιδικά χρόνια η μάνα της την έντυνε με φανταχτερά ρούχα, οπότε προτιμούσε, γκρι, μαύρα και λευκά. Άλλωστε απ’ όταν είχε φύγει από την Ισπανία θεωρούσε ότι ήταν σε φάση μόνιμου πένθους, δε χρειαζόταν όλη αυτή η έκρηξη χρώματος που την ανάγκαζε η Σάρα. «Έπρεπε να είχες γεννηθεί αγόρι» της έλεγε εκείνη και η Σεσίλια μυστικά συμφωνούσε. Το σμαραγδί, μακρύ παλτό της ήταν μια μικρή επαναστατική πράξη ενάντια στον εαυτό της και σε όλα όσα θεωρούσε η μάνα της για εκείνη. Ήταν λίγο παράξενο που είχε κλείσει τα είκοσι τέσσερα και όμως την απασχολούσαν όλα όσα της είχε πει κατά καιρούς η μητέρα για τον χαρακτήρα της. Μπορεί να μη ζούσε βάσει όλων αυτών και να τα αγνοούσε, όμως πολλές φορές όταν έκανε ή έλεγε κάτι, όταν συμπεριφερόταν με κάποιον τρόπο ‘‘μη αποδεκτό’’ άκουγε στο μυαλό της τη φωνή της Σάρας να την σχολιάζει, με μια ξινισμένη έκφραση που μεταμόρφωνε το πρόσωπο της. Όταν ήταν μικρή και ζούσαν με τον πατέρα, η Σάρα ήταν η μαμά της, είχε πάντα δίκιο και έπρεπε να την υπακούει. Είχε τον τρόπο να επιβάλλεται η Σάρα, μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στην εφηβεία ξεκίνησαν σκληρές αντιπαλότητες ανάμεσα σε μάνα και κόρη, πλέον δεν υπήρχε τυφλή εμπιστοσύνη στην κρίση της, η κόρη τα ζύγιζε και συνήθως τα αμφισβητούσε όλα και έτσι ξεκινούσαν οι μάχες τους. Τον περισσότερο καιρό που ήταν στο σπίτι ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της, με μια πινακίδα κλεμμένη από τον δρόμο που έγραφε STOP. Εντελώς αγορίστικη συμπεριφορά, η μάνα της δε συμπαθούσε τις κλειστές πόρτες και με κόπο κατάφερε να ορίσει και να κλείσει τα σύνορα της η Σεσίλια. Μέσα στο δωμάτιο της διάβαζε, ζωγράφιζε, ονειρευόταν και έκανε ό,τι κάνει ένα παιδί της αντίστοιχης ηλικίας.

Το μεγάλο της πάθος ήταν η Ισπανία, όμως μέχρι να ενηλικιωθεί ήταν υποχρεωμένη να μείνει με τη μητέρα της και ύστερα που μπορούσε να φύγει αποφάσισε αντί να φορτωθεί στον πατέρα της και να τον φορτωθεί και η ίδια να ανεξαρτητοποιηθεί εντελώς. Επιπλέον όσο κι αν αγαπούσε τον Ισπανό, η μεγαλύτερη ανησυχία της ήταν πάντοτε, μήπως αν χρειαζόταν να μείνει μαζί του ξανά, απομυθοποιούταν και αντιλαμβανόταν η ίδια ότι η εικόνα του ήταν επίπλαστη από το μυαλό της και την απουσία του. Άλλωστε και ο Ερνέστο είχε ξαναχτίσει τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα. Είχε κάνει όπως και η μητέρα της άλλα δυο παιδιά, δε χρειαζόταν και τη μεγάλη του κόρη από τον πρώτο του γάμο μέσα στα πόδια της νέας του οικογένειας. Πολλές φορές η Σεσίλια είχε αναρωτηθεί αν ανταγωνίζονταν οι γονείς της μεταξύ τους, είχε λόγους που την έτρωγε αυτή η υποψία αν και κάποιος θα τους χαρακτήριζε παιδαριώδεις. Κανείς δε γνώριζε για την ύπαρξη γυναίκας στη ζωή του Ερνέστο ώσπου η μητέρα της είχε παντρευτεί τον Mark. Τότε τους αιφνιδίασε ο πατέρας της με το πρόσκληση γάμου που είχε στείλει στην κόρη τους. Κι ενώ έκανε το πρώτο παιδί η Σάρα με τον εγγλέζο, σχεδόν αμέσως έμεινε έγκυος και η Μαρισόλ από τον Ερνέστο. Γεννώντας και το δεύτερο παιδί η Μαρισόλ, η μάνα της η οποία ως τότε ισχυριζόταν ότι της έφταναν η Σεσίλια και ο γιός της έμεινε και πάλι έγκυος. Τελικά ίσως αυτοί οι δύο αγαπιόνταν ακόμα και επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το δείξουν, ανταγωνίζονταν μυστικά ο ένας τη ζωή του άλλου.

Μπήκε μέσα στο μαγαζί, και αφού σήκωσε το χέρι ψηλά, δείγμα χαιρετισμού κατευθύνθηκε προς το «χειρουργείο» της, έτσι ονόμαζε το δωματιάκι που της είχε παραχωρήσει ο Τζίμη, μόλις αντιλήφθηκε το ταλέντο της στα τατουάζ. Σε αντίθεση με το διαμέρισμα της εκεί μέσα υπήρχε η απόλυτη τάξη, και όλα ήταν καθαρά και αποστειρωμένα. Τα εργαλεία της στα συρτάρια, τα μελάνια με τα χρώματα σε κλειδωμένα ντουλάπια με κωδικούς, τα διάφορα βιβλία με σχέδια σε συρτάρια και στο τοίχο κρεμασμένες ζωγραφιές, και ένας χάρτης της Ισπανίας και φυσικά ένας της Ιρλανδίας μαζί με το τμήμα της Βόρειας Ιρλανδίας όπου κατεχόταν από τους Άγγλους. Όχι ότι είχε μεγάλη σκασίλα για τα ιρλανδικά θέματα, απλά γούσταρε να μπαίνει στο μάτι των εγγλέζων. Μάλλον εξαιτίας του Μαρκ, ο οποίος ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι έτρεφε ευγενή αισθήματα για εκείνο το κοριτσάκι που το είχε αναλάβει από την ηλικία των δέκα περίπου ετών, μόνο που εκείνη δεν του είχε επιτρέψει ποτέ να της το δείξει, έτσι όπως είχε θωρακιστεί στον εαυτό της, οπότε μάλλον λόγω της μάνας της τον είχε βάλει το χάρτη, αν και θα προκαλούσε μπελάδες στον εαυτό της. Ο Τζίμη ήταν ουαλός οπότε δε νοιαζόταν για τις διαμάχες Άγγλων - Ιρλανδών, φτάνει να μην ανήκε στον ΙΡΑ, κάτι για το οποίο τον είχε διαβεβαιώσει με μια απλή αποστομωτική φράση.

-Θα ήμουν τρελή αν ήμουν στο ΙΡΑ, να το διατυμπανίζω με αυτόν τον τρόπο, θα κράταγα πιο χαμηλό προφίλ.

-Ξέρω και εγώ, έχει γεμίσει ο κόσμος τρελούς επαναστάτες που διατυμπανίζουν το κάθε τι.

-Είναι θέμα να ξεμπερδέψεις τους πραγματικούς επαναστάτες από τους τρελούς πλέον, όμως μην ανησυχείς η επανάσταση μου σταματάει στο τατουάζ.

-Θα έχεις προβλήματα με αυτό το χάρτη.

-Γι’ αυτό τον έβαλα, για να διώχνω τους φανατικούς από πελάτες και να τους στέλνω σε σένα. 

Τελικά το πρόβλημα ήταν μικρότερο από όσο πίστεψαν. Κάποιοι είχαν κάνει παράπονα στο Τζίμη για την προκλητική συμπεριφορά της υπαλλήλου του, όμως δεν ήταν πολλοί. Οι υπόλοιποι μπορεί απλά να μην ενδιαφέρονταν για τα σύνορα, άλλωστε δεν ήταν μόνο Άγγλοι όσοι ήθελαν τατουάζ, η Αγγλία είχε γίνει ένα διεθνές άστυ, στο οποίο είχαν μαζευτεί όλων των λογιών οι φυλές. Κάτι πιτσιρίκια, μπορεί να γνώριζαν απλά ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν μια ‘‘αυτοκρατορία’’ χωρίς να γνωρίζουν όμως και επακριβώς τα σύνορα της. Και πάει λέγοντας. Άλλωστε το χέρι της Σεσίλια ήταν πολύ καλό, και είχε πάντα να προτείνει κάτι εναλλακτικό στους πελάτες της. Οπότε ποιος χέστηκε για το τι μπορεί να είχε κρεμασμένο στον τοίχο του χώρου της. Όλοι μας πιστεύουμε αυτά που θέλουμε να πιστεύουμε ας πίστευε κι εκείνη αυτά που γούσταρε, άλλωστε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απειλείται από τίποτα!           

 

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Γκράχαμ

 

Έπρεπε να το πάρει απόφαση επιτέλους. Όσο και να κοίταζε την οθόνη μπροστά του, δε θα έγραφε άλλο. Έβλεπε το δρομέα να αναβοσβήνει ανυπόμονα, μα το μυαλό του είχε αδειάσει από ιδέες. Ένα διάλειμμα, αυτό χρειαζόταν. Αναστέναξε κουρασμένα και σηκώθηκε από το γραφείο του. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Ο Γκράχαμ κοίταξε έξω από το παράθυρο του, το φωτισμένο δρόμο. Είχε νυχτώσει εδώ και ώρες, αλλά ήταν πολύ απορροφημένος με την εργασία του για να το καταλάβει. Άναψε ένα μικρό φωτιστικό δαπέδου δίπλα από το κρεβάτι του και ξάπλωσε πάνω από τα σκεπάσματα, κοιτώντας το ταβάνι.

Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, εκεί γύρω στα γενέθλια του, τον έπιανε αυτή η μελαγχολία. Όχι ότι τον υπόλοιπο χρόνο ήταν ο τύπος που ξεφάντωνε, αυτό άλλωστε ήταν και το μεγάλο παράπονο των κολλητών του, μα αυτή η περίοδος ήταν γι’ αυτόν πιο ψυχοπλακωτική, αφού του θύμιζε τη μικρή του «Επανάσταση», όπως την έλεγε η μεγάλη του αδερφή. Τίποτα το ακραία δραματικό ή θλιβερό, όμως όπως όλες οι επαναστάσεις, έτσι κι η δική του, είχε τα αίτια, τα αποτελέσματα και φυσικά τα θύματα της.

Κύρια αιτία, ήταν η ευτυχία του. Βασικά, η έλλειψη της. Ήταν σχεδόν 20 χρονών τότε και λίγο πριν ξεκινήσει το τρίτο έτος των οικονομικών σπουδών του,  συνειδητοποίησε ότι όσα περιελάμβανε η καθημερινότητα του, δεν ήταν δική του επιλογή.

Σίγουρα η αμφιβολία υπήρχε μέσα του από την αρχή, αλλά κάπου ήλπιζε ότι θα συνήθιζε και θα κατάφερνε επιτέλους να χωρέσει στο καλούπι που του είχαν φτιάξει. Άλλωστε αυτό έκανε όλη του τη ζωή, πάλευε να ευχαριστήσει τα πρότυπα των άλλων. Γιατί λοιπόν να μην το επιτύγχανε και πάλι;

Καθώς κυλούσε όμως ο χρόνος η ματαιότητα του αγώνα του ήταν ολοφάνερη και μετά από τις καλοκαιρινές διακοπές εκείνης της χρονιάς, το πήρε απόφαση πως είχε έρθει ο καιρός να πάει κόντρα σε όλους. Και κυρίως, στον πατέρα του.

Με προσωπικότητα εντελώς αντίθετη από τη δική του, ο δυναμικός πατέρας του ήταν αυτός που τον έστρεψε στις οικονομικές σπουδές, πιστεύοντας  πως κάποια στιγμή ο μοναχογιός του θα αναλάμβανε την οικογενειακή επιχείρηση. Μέσα του ο Γκράχαμ δεν τον αδικούσε. Ήξερε πόσο είχε αγωνιστεί ο πατέρας του για όσα είχε αποκτήσει. Τι πιο φυσιολογικό να θέλει λοιπόν να συνεχιστεί το έργο του και να ακολουθήσουν τα παιδιά του, τον δικό του επιτυχημένο δρόμο. Όμως προς απογοήτευση του Γουάλι, οι κινήσεις των χρηματιστηριακών δεικτών, δεν ήταν ποτέ στη λίστα με τα ενδιαφέροντα του Γκράχαμ.

Μεγαλωμένος από πατέρα Λονδρέζο, με σκωτσέζικες ρίζες και μητέρα Ελληνίδα, ο Γκράχαμ έψαχνε πάντα τη δική του ταυτότητα. Φρόντιζε να προσαρμόζεται για να ταιριάζει με το περιβάλλον του, όμως ποιος πραγματικά ήταν; Ήταν πιο κοντά στο αυστηρό πρότυπο του πατέρα του, με την εργασιομανία και την ψυχρή οπτική των πραγμάτων, ή άνηκε στην ίδια κατηγορία με τη μητέρα του, που το μότο της ήταν «Ζήσε την κάθε σου μέρα σαν να είναι η τελευταία!»; Όποτε το σκεφτόταν, κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τους δικούς του.

Οι γονείς του, Γουάλι και Μαργαρίτα ή Μάγκι εδώ και πολλά χρόνια, δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τη διαφορετικότητα τους. Ίσα, ίσα που αυτό ήταν που συντηρούσε τη φλόγα μεταξύ τους. Πέρα από χαζούς καυγάδες και μικροπαρεξηγήσεις, είχαν πάντα τον τρόπο να τα βρίσκουν κάπου στη μέση.

Γνωρίστηκαν τον καιρό που η Μάγκι, βρισκόταν στο Λονδίνο για να σπουδάσει ιστορία της τέχνης και ο Γουάλι, έκανε τα πρώτα του βήματα σε μια μικρή ως τότε επενδυτική εταιρία. Η νεαρή νησιώτισσα, εντυπωσιάστηκε από τους λεπτούς τρόπους του γοητευτικού άγγλου και εκείνος, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο θερμό κορίτσι από τη Μεσόγειο, που ήταν η προσωποποίηση της χαράς. Μετά από μια επεισοδιακή πρώτη γνωριμία σε ένα από τα πάρτι της φοιτητικής εστίας της Μάγκι, όπου ο Γουάλι ως άλλος ιππότης, έσωσε την δεσποσύνη από έναν μόνιμο λεκέ κόκκινου κρασιού στο λευκό της φόρεμα, ακολούθησε μία σύντομη σχέση ενός περίπου χρόνου και στη συνέχεια, ένας απλός γάμος. Μπορεί να βρίσκονταν στο άνθος της ηλικίας τους, μα ένιωθαν πως ήταν γραφτό να είναι μαζί. Έτσι, το γεγονός ότι ο Γουάλι τότε, ήταν στην κατώτερη μισθολογική κλίμακα και το ότι η Μάγκι ήταν στο τρίτο έτος των σπουδών της, δεν τους εμπόδισε να ξεκινήσουν την κοινή τους ζωή.

Ο Γκράχαμ θαύμαζε τη σχέση τους. Δεν τα είχαν πάει και άσχημα άλλωστε. Ο γάμος τους, μετρούσε ήδη τριάντα κάτι χρόνια, ακίνητα, αξιοζήλευτες καταθέσεις και τρία παιδιά. Δεν ισχυρίστηκαν ποτέ, ότι όλα τους ήρθαν ρόδινα. Μέχρι να καταφέρει ο Γουάλι να ανέβει στην εταιρία του, τα σκαμπανεβάσματα στη ζωή τους διαδέχονταν το ένα το άλλο σαν τα κύματα της θάλασσας. Όμως ο πατέρας του Γκράχαμ ήταν έξυπνος, πεισματάρης και εργατικός. Εκπαιδεύτηκε, έκανε λάθη, έμαθε και στο τέλος πέτυχε. Στα τριάντα του χρόνια, είχαν περάσει στην κατοχή του οι μισές μετοχές της εταιρίας απ’ όπου είχε ξεκινήσει και την οποία αργότερα, αγόρασε εξολοκλήρου.

Στο μεταξύ η Μάγκι, ολοκλήρωσε τις σπουδές της και έπιασε δουλειά σε μια διακεκριμένη γκαλερί.  Η εξέλιξη της, ήταν ανάλογη του συζύγου της και χάρη στο ταλέντο της, σήμερα είχε τον δικό της χώρο και τη δυνατότητα να φιλοξενεί, εκτός από τις εκθέσεις σύγχρονων, επιφανών καλλιτεχνών, έργα αγνώστων, τα οποία θεωρούσε πως έχουν τη δική τους φωνή και που η έμπειρη ματιά της, ανακάλυπτε πολλές φορές ακόμα και στο δρόμο.

Μέσα σε όλη αυτή την ταχύρυθμη επιτυχία, απέκτησαν τη Λόρνα, την πρώτη τους κόρη, κι ένα χρόνο αργότερα τον Γκράχαμ. Κι εκεί που πίστευαν πως όλα ήταν τακτοποιημένα και πως η τετραμελής οικογένεια τους ήταν υπερπλήρης, προέκυψε η Άιλα. Με διαφορά δεκαέξι χρόνων από τον αδερφό της, η Άιλα, ή το τερατάκι, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, ήρθε να ταράξει τα νερά και να κλέψει τις καρδιές τους.

Ξαπλωμένος ακόμα, ο Γκράχαμ έτριψε τη μύτη του ανάμεσα στα μάτια. Η εργασία του, τον περίμενε ημιτελής και παρόλο το διάλειμμα του, το μυαλό του δεν καθάρισε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κάθισε βαριά στην καρέκλα του γραφείου του. Έσυρε το δάχτυλο του στην πινακίδα αφής του φορητού υπολογιστή του και η οθόνη φώτισε σε λίγα δευτερόλεπτα, ανοίγοντας στην επεξεργασία του κειμένου, ακριβώς εκεί που την είχε αφήσει. Ακούμπησε στο γραφείο του, στηρίζοντας το κεφάλι του με την παλάμη του και άρχισε να πατάει άσχετα κουμπιά στο πληκτρολόγιο του. Η ημερομηνία παράδοσης της εργασίας του, όλο και πλησίαζε κι αυτός καθόταν και έπαιζε. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, μα το μόνο που στριφογύριζε στο μυαλό του  ήταν εκείνη η μέρα. Παρά το ότι είχαν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια, είχε καρφωθεί στη μνήμη του, σαν να ήταν μόλις χτες.

Σε όλη του τη ζωή, υπήρξε ήρεμος, φιλήσυχος και γενικά υπάκουος. Δεν ήταν ότι έκανε κάποια προσπάθεια γι’ αυτό. Ήταν στη φύση του. Μικρός διάβαζε, δεν έκανε ζημιές, δε μάλωνε με την αδερφή του και ακολουθούσε το πρόγραμμα που του επέβαλλαν οι δικοί του χωρίς καμία αντίρρηση. Και σαν έφηβος ακόμα, υπήρξε υπόδειγμα. Ούτε κοπάνες από το σχολείο ή άσκοπα ξενύχτια, ούτε τσακωμοί με φίλους ή αντιδραστική στάση.

Ίσως γι’ αυτό ο Γουάλι θεώρησε, πως όταν ήρθε η ώρα ο γιος του να επιλέξει τι θα κάνει στη ζωή του, έπρεπε να πει τη γνώμη του και με τα πολλά, να του επιβάλλει την φοίτηση στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου με κατεύθυνση, τι άλλο φυσικά από τα οικονομικά. Η Μάγκι που πίστευε πως ο σύζυγος της το είχε παρατραβήξει, είχε τις αντιρρήσεις της, μα η σχεδόν απαθής αντιμετώπιση του θέματος από τον Γκράχαμ, επέτρεψε στην άποψη του Γουάλι να επικρατήσει.

Κάπως έτσι, ξεκίνησε στο πανεπιστήμιο, όπου όπως και με οτιδήποτε άλλο είχε καταπιαστεί, τα πήγαινε εξαιρετικά. Ήταν τυπικός, επιμελής και καθόλου ευτυχισμένος. Ώσπου το καλοκαίρι πριν γίνει 20 χρονών, η Μάγκι χάρη σε αυτό το ένστικτο της μητέρας που καμιά φορά δουλεύει καλύτερα και από ακτίνες Χ, θέλησε να του κάνει δώρο ένα ταξίδι για να ξεσκάσει. Και που καλύτερα φυσικά από τη χώρα της και το νησί της.

 Εκείνος στην αρχή ήταν επιφυλακτικός, αλλά μη θέλοντας να κακοκαρδίσει τη μητέρα του αποφάσισε να πάει. Αυτό ήταν. Κάτι η ανεξαρτησία του εκείνες τις βδομάδες, κάτι ο ήλιος, η θάλασσα, και οι πολιτισμικοί θησαυροί που αντίκρισε, τον έκαναν άλλο άνθρωπο.

Λόγω της καταγωγής της μητέρας του, η γλώσσα δεν ήταν πρόβλημα. Τη μιλούσε σε αρκετά καλό επίπεδο και μάλιστα με ελάχιστη προφορά. Αυτό και μόνο, του επέτρεψε να αλωνίζει ασταμάτητα στο νησί, όλη μέρα. Γνώρισε κόσμο, διασκέδασε, μα πάνω από όλα βρήκε τη μεγάλη του αγάπη. Την αρχαιολογία.

Η τέχνη, ήταν πάντα κομμάτι της ζωής του και με κάποιο τρόπο, ένιωθε πως του ταίριαζε. Δεν μπορούσε να μετρήσει το χρόνο που είχε περάσει στην γκαλερί της μητέρας του, ανάμεσα σε τόσα και τόσα έργα τέχνης. Άλλα, τα έβλεπε με θαυμασμό και άλλα με απορία. Κανένα συναίσθημα απέναντι τους όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που ένιωσε όταν αντίκριζε τους θησαυρούς της χώρας της μητέρας του. Τις απλές γραμμές, τη λεπτομέρεια πάνω στο λευκό μάρμαρο, την αντοχή στο χρόνο.

Επέστρεψε στο Λονδίνο, πιο θλιμμένος από ποτέ, αφού κάθισε στην Ελλάδα παραπάνω από όσο είχε κανονίσει, για να επισκεφθεί κι άλλους αρχαιολογικούς χώρους και φυσικά την Ακρόπολη. Αλλά γύρισε μόνο το σώμα του. Το μυαλό του και η καρδιά του, έμειναν πίσω.

Το μετέπειτα διάστημα, ήταν εφιαλτικό. Με την έναρξη του νέου έτους να πλησιάζει όλο και περισσότερο ένιωθε σαν το θηρίο στο κλουβί. Μην έχοντας όρεξη να κάνει τίποτα και να δει κανέναν, κυκλοφορούσε σαν φάντασμα, χαμένος στις σκέψεις του, ψάχνοντας διέξοδο.

Πρώτη, παρατήρησε την αλλαγή η Λόρνα. Η κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη αδερφή του, υπήρξε πάντα ο άνθρωπος που τον άκουγε περισσότερο από όλους. Είχαν μια δεμένη σχέση, παρότι σαν χαρακτήρες, ήταν η μέρα με τη νύχτα. Η Λόρνα ήταν αποφασιστική κι αεικίνητη, σε αντίθεση με τον ίδιο, που το να ακολουθεί κανόνες και οδηγίες, είχε γίνει πλέον, φυσικό αντανακλαστικό του.

Η αδερφή του όμως, δε λογάριαζε περιορισμούς. Από μικρή ισχυριζόταν ότι ήθελε να ασχοληθεί με την επιχείρηση του πατέρα τους, προσπερνώντας το γεγονός ότι ο Γουάλι μεροληπτούσε υπέρ του Γκράχαμ για τη διαδοχή του στη θέση του διευθυντή. Οι  μετ’ επαίνων σπουδές της στο μάνατζμεντ πάντως, της χάρισαν μικρές νίκες, μιας και τώρα είχε μια θέση στο διοικητικό συμβούλιο και εργαζόταν πλάι στα υψηλόβαθμα στελέχη της επιχείρησης.

Νιώθοντας ότι ξέρει τον αδερφό της, παραπάνω από όσο ο Γκράχαμ τον εαυτό του, δεν μπόρεσε να αγνοήσει τις ξαφνικές, αναίτιες εκρήξεις του, ούτε την αναπάντεχη αφηρημάδα. Ύστερα από έναν ακόμα καυγά, με αφορμή ένα τσαλακωμένο εξώφυλλο περιοδικού, ο Γκράχαμ εξομολογήθηκε στη Λόρνα τους ενδοιασμούς του.

Εκείνη, τον ενθάρρυνε να σκεφτεί τις επιλογές που είχε και όταν ο Γκράχαμ άπλωσε στην αγκαλιά της, όλο το υλικό και τις πληροφορίες που είχε μαζέψει για σπουδές στην αρχαιολογία, δεν μπόρεσε παρά να εντυπωσιαστεί με το πόσο είχε ασχοληθεί με το θέμα, σημάδι ότι δεν ήταν κάποιο παροδικό καπρίτσιο, αλλά μια απόφαση ζωής. Από τότε, το μόνο που έκανε ήταν να του πιπιλίζει το μυαλό, μέχρι να κάνει το επόμενο βήμα για την μικρή και σε πρώτη φάση του σχεδίου του, κρυφή «Επανάσταση». Και τελικά, το έκανε.

Νιώθοντας τύψεις κι ενοχές που είχε άλλους σκοπούς για τα χρήματα που οι γονείς του πίστευαν πως επενδύουν στο μέλλον της οικογενειακής επιχείρησης, αλλά όχι αρκετές, ώστε να κάνει πίσω και με τη βοήθεια της αδερφής του, κατάφερε να διακόψει τη φοίτηση του στα οικονομικά  και να γραφτεί στο τμήμα αρχαιολογίας. Βέβαια τον ευνόησε και το γεγονός ότι από το πουθενά άνοιξε μία θέση στους πρωτοετής στο τμήμα της αρχαιολογίας, στο πανεπιστήμιο του. Αυτό τον έκανε πιο αισιόδοξο και σκέφτηκε ότι η μοίρα με αυτή την ευκαιρία που του έδινε ήταν σαν να του έδειχνε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.

Στους γονείς του δεν είπε τίποτα, τουλάχιστον μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν είχε κάνει γκάφα και μέχρι να έχει κάποια αποτελέσματα να παρουσιάσει. Ξεκίνησε τα μαθήματα, το διάβασμα και γενικά όλες του τις παλιές συνήθειες, μόνο που τώρα δεν αναγκαζόταν να υποκρίνεται πως σύμφωνα με τα δεδομένα που τους έδινε ο καθηγητής, είναι προφανής η πτωτική πορεία της μετοχής, αλλά να ακούει απορροφημένος τις αναλύσεις του καθηγητή Άτκινσον για την εξέλιξη των πολιτισμών μέσα από την τέχνη.

Το πρωινό των εικοστών του γενεθλίων, στα τέλη του Οκτώβρη και με μόλις λίγες εβδομάδες φοίτησης στην αρχαιολογία, αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο με τα ψέματα κι έτσι ανακοίνωσε στους δικούς του ότι παρατάει τα οικονομικά. Οι φωνές και το κακό που επικράτησαν εκείνη την ημέρα στο σπίτι τους, δεν είχαν προηγούμενο. Μα όσο και να προσπάθησε ο Γουάλι να τον τρομοκρατήσει με απειλές και προειδοποιήσεις, ο Γκράχαμ δεν έσπασε.

Αποτέλεσμα της «Επανάστασης» ήταν ότι τελικά, για πρώτη φορά, έκανε αυτό που ήθελε. Πήρε το πτυχίο του στην αρχαιολογία, συνέχισε με το Master και πλέον φοιτούσε στο δεύτερο έτος του διδακτορικού του.

Δεν το μετάνιωσε ποτέ, παρότι δεν ήταν όλα όπως τα ονειρευόταν. Μπορεί να μην τον πείραζε το άγχος και η πίεση των μαθημάτων, αλλά είχαν αλλάξει πολλά πράγματα από εκείνη την ημέρα. Πρώτα από όλα, δεν έμενε πλέον σπίτι του. Για να αποφύγει τις διαφωνίες με τον πατέρα του και τη θλίψη στα μάτια της μητέρας του, επέλεξε να μένει στους κοιτώνες που παρείχε το πανεπιστήμιο στους φοιτητές του. Κάτι, που σίγουρα δεν του βγήκε σε κακό.

Από τις πρώτες κιόλας μέρες, η καινούργια του αυτονομία, τον ενθουσίασε. Βρισκόταν στο κέντρο του Λονδίνου, σε μικρή απόσταση από το πανεπιστήμιο και από όλα τα μέρη που θα σύχναζε ένας φοιτητής. Επίσης σύντομα, άρχισε να εργάζεται ως βοηθός του καθηγητή του, για να μπορεί να καλύπτει τα έξοδα του, χωρίς να στηρίζεται τόσο στη βοήθεια της μητέρας του.

Γιατί αυτό ήταν το χειρότερο όλων. Το μεγαλύτερο θύμα της «Επανάστασης», ήταν η σχέση του με τον πατέρα του. Έχοντας από τη μια το κλασσικό πείσμα του Γουάλι και από την άλλη, την πρωτοφανή, ακλόνητη αποφασιστικότητα του Γκράχαμ, το πράγμα δεν πήγαινε καθόλου καλά. Φυσικά, εκείνος συνέχιζε να πηγαίνει πότε, πότε σπίτι τους για να επισκεφθεί τη μητέρα του και την Άιλα, αλλά οι συναντήσεις του με τον πατέρα του ήταν ελάχιστες πια και όταν συνέβαιναν, δεν είχαν ποτέ αίσιο τέλος. Εκτός του ότι ο Γουάλι δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για το αντικείμενο και την πρόοδο του γιου του, είχε φροντίσει να κοπούν όλες οι παροχές που μέχρι τα είκοσι του, έρρεαν άφθονες. Ο Γκράχαμ, δε νοιαζόταν για τα χρήματα, ωστόσο με την κίνηση αυτή, η Μάγκι αναγκάστηκε να παίζει το ρόλο κατάσκοπου στην προσπάθεια της να στηρίζει όσο μπορούσε τον γιο της και ταυτόχρονα, να μην ταράζει την οικογενειακή αρμονία, πηγαίνοντας κόντρα στο σύζυγο της.

«Αρκετά. Τέλος για σήμερα!», μονολόγησε αποφασιστικά. Έσβησε μονομιάς ότι χαζομάρα είχε πληκτρολογήσει, έσωσε το αρχείο και απενεργοποίησε τον υπολογιστή του. Κοίταξε το ρολόι του. Δεν ήταν πολύ αργά. Ίσως προλάβαινε να πάρει κάποιον από τους κολλητούς του για καμιά μπύρα.

Πήρε το κινητό του στο χέρι και εκείνο έσκουξε παραπονεμένα. Η μπαταρία του είχε σχεδόν εξαντληθεί, όμως μπορούσε ακόμα να δει τις κλήσεις που είχε αγνοήσει και τα μηνύματα που δεν είχε διαβάσει. Το έβαλε στη φόρτιση πριν κλείσει για τα καλά και πλοηγήθηκε στο μενού, για να ελέγξει ποιος τον είχε αναζητήσει. Η εξής μία.

Έξι κλήσεις και δύο μηνύματα από τη Γκρέις. Άλλος ένας λόγος για να είναι κακοδιάθετος. Ξεφύσησε νευριασμένα και πέταξε το κινητό στην άκρη. Δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρωθεί σε τίποτα και σε κανέναν σήμερα. Πήγε γραμμή στην ντουλάπα του και πήρε τον αθλητικό του σάκο. Έχωσε μέσα μια πετσέτα, μία αλλαξιά εσώρουχα, μια φόρμα και ένα φούτερ με κουκούλα και βγήκε από το δωμάτιο του σαν κυνηγημένος, αφήνοντας το φωτιστικό αναμμένο.

Το κρύο του έκανε καλό.  Το μάλλινο πουλόβερ του, τον προστάτευε αρκετά ώστε να μην παγώσει, ενώ άφηνε τη δροσιά να τον αναζωογονήσει. Δεν είχε να διανύσει μεγάλη απόσταση κι έτσι δεν μπήκε στην διαδικασία να φορέσει κάτι πιο ζεστό. Η πισίνα όπου συνήθιζε να πηγαίνει, στεγαζόταν δύο δρόμους πιο κάτω, σε ένα γυμναστήριο το οποίο παρέμενε ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο, δίνοντας τη δυνατότητα στον Γκράχαμ να πηγαίνει όποτε χρειαζόταν να αποφορτιστεί λιγάκι.

Ήταν μαθητής ακόμα, όταν ανακάλυψε ότι η κολύμβηση τον χαλάρωνε. Δύο προπονητές και τρεις γυμναστές μέχρι τώρα, είχαν προσπαθήσει να τον κάνουν να ασχοληθεί πιο σοβαρά, μα εκείνος πάντα θεωρούσε πως ήταν απλά ένα χόμπι. Με τα χρόνια βέβαια το άθλημα, τον είχε βοηθήσει πολύ. Διατηρούταν σε καλή φυσική κατάσταση και δεν είχε κανένα παράπονο που το νερό και η άσκηση είχαν δώσει ένα σχήμα στο κορμί του, κάνοντας πολλά κορίτσια στο δρόμο να γυρνάνε. Αν και δεν ήταν μόνο το λεπτό σώμα με τις ανοιχτές πλάτες που εντυπωσίαζε.

Είχε κληρονομήσει τα ελληνικά χρώματα της μητέρας του και σε αντίθεση με τις πυρόξανθες αδερφές του, εκείνος είχε πυκνά, σκούρα μαλλιά, καστανοπράσινα μάτια και σταρένιο δέρμα. Όλα αυτά, συν το αρκετά ψηλό παράστημα του, τον έκαναν να ξεχωρίζει ανάμεσα στους κοκκινομάλληδες και ξανθούς φίλους του.

Όμως, ούτε αυτό τον απασχολούσε ιδιαίτερα. Το ιστορικό του, μετρούσε μονάχα δύο μακροχρόνιες σχέσεις. Μία που ξεκίνησε στην εφηβεία και έληξε λίγο μετά το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο και φυσικά τη Γκρέις.

Λιγομίλητος και δίνοντας την εντύπωση του ντροπαλού, δεν μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει γυναικοκατακτητή, αλλά τουλάχιστον, είχε κάνει μία φορά το πρώτο βήμα. Τότε, με την Πατρίσια στο σχολείο. Λίγο ατζαμίδικα ήταν η αλήθεια, αλλά δεν χρειάστηκε να το επαναλάβει με τη Γκρέις. Με εκείνη, τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους σαν από μόνα τους, σαν να έβλεπε τα γεγονότα να τρέχουν μπροστά του όπως στις ταινίες.

Η σκέψη της επέστρεψε και μαζί, ένα βάρος στο στήθος του. Καθώς περνούσε την πόρτα του γυμναστηρίου, αποφάσισε πως έπρεπε να της τηλεφωνήσει το πρωί. Χαιρέτησε τον Μπέρνι, το σωματώδη φύλακα και προχωρώντας στο διάδρομο, το επανέλαβε στον εαυτό του, σαν διαταγή. «Οπωσδήποτε, το πρωί».              

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 

Δυσάρεστες γνωριμίες

 

Τη συγκεκριμένη αίθουσα εστίασης τους την είχε παραχωρήσει ο Έλληνας. Έτσι ήταν γνωστός στους κύκλους του ο Σταύρος Μιζαμτζίδης, ο οποίος πολύ σύντομα, λόγω του επιχειρηματικού του ταλέντου, βρέθηκε από ένα μικρό μαγαζάκι να έχει στην κατοχή του ολόκληρη αλυσίδα εστιατορίων σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας. Μεγαλωμένος με ιστορίες της γιαγιάς του, που αναγκάστηκε μικρό παιδί μαζί με τους δικούς της να φύγουν από τα μέρη τους, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής και των διώξεων των ελληνικών πληθυσμών από τη γενέτειρα τους, ένιωσε μεγάλη συγκίνηση με το δράμα των προσφύγων της Συρίας. Αυτός ήταν κι ο λόγος που παρέδωσε μια παλιότερη αίθουσα εστίασης που πλέον χρησιμοποιούταν σαν αποθήκη, κι αφού ήρθε σε επικοινωνία με φίλους αλλά και με ανταγωνιστές, ξεκίνησε η τροφοδοσία του χώρου για τα γεύματα των προσφύγων που είχαν καταλήξει στο Λονδίνο.

«Τελικά μόνο μέσω της αλληλεγγύης μπορεί να ελπίζει η ανθρωπότητα! Κι ενώ οι πολιτικοί εκλέγονται για να μεριμνήσουν για τους λαούς τους, εκείνοι προκαλούν πολέμους, σκορπώντας τη δυστυχία και τον όλεθρο και από πάνω γκρινιάζουν επειδή υπάρχουν πρόσφυγες, τους οποίους οι ίδιοι δημιούργησαν διώχνοντας τους από τα σπίτια και τον τόπο τους». Αυτά ήταν τα λόγια εκείνου του κατσαρομάλλη, όταν του έκανε τατουάζ στο μπράτσο το σήμα της ειρήνης, ενώ γύρω από αυτό έγραφε κυκλικά το σύνθημα: «FUCK THE POLITICIANS ALL AROUND THE WORLD».

Ούτε η ίδια δεν είχε καταλάβει πως είχε μπλέξει σε όλη αυτή την ιστορία, και είχε ενδώσει στο να πηγαίνει όποτε μπορούσε να βοηθάει στο εστιατόριο του Έλληνα. Θυμόταν τον κατσαρομάλλη να της λέει απλά «Δυο χέρια παραπάνω πάντα είναι χρήσιμα»! Μην έχοντας και κάτι καλύτερο να κάνει αποφάσισε να βοηθήσει, άλλωστε όταν δεν ήταν στη δουλειά, περνούσε τις ώρες της μέσα στο διαμέρισμα να χουχουλιάζει κάτω από τις κουβέρτες ζωγραφίζοντας, μιας και δεν άντεχε το αναθεματισμένο, λονδρέζικο κρύο. Καλό θα της έκανε λοιπόν να βγαίνει κάπου και που στον έξω κόσμο. Και κάπως έτσι βρέθηκε ανάμεσα σε μια ομάδα γυναικών και αντρών που βοηθούσαν τους πρόσφυγες. Είχε αρχίσει όμως να της τη δίνει μια τύπισσα η οποία όπως όλα έδειχναν την είχε δει αρχηγός και ήταν όλο διαταγές: «Έλα εδώ εσύ», «Κάνε αυτό», «Πήγαινε εκεί». Ανάλογες συμπεριφορές πάντα εκνεύριζαν τη Σεσίλια, οπότε της Μπρουκ δε θα αποτελούσε εξαίρεση. Σε αντίθεση με τη γνώμη του κατσαρομάλλη που τη δικαιολογούσε λέγοντας ότι ήταν καλή, και ότι απλά ως επικεφαλής προσπαθούσε να διατηρεί την τάξη. Πώς να τους εξηγήσει όμως η Σεσίλια ότι ήταν αλλεργική με την τάξη.

Προσπαθώντας να αποφεύγει τις διαταγές της, προτιμούσε να μένει έξω, παρά το διαολεμένο κρύο και να βοηθάει τους άντρες στην εκφόρτωση των τροφίμων. Ήταν αστείο να βλέπει κανείς ένα κοριτσάκι αδύνατο και μικροκαμωμένο να μεταφέρει καφάσια και άλλα αντικείμενα από το parking εκφόρτωσης μέσα στο μαγαζί. Οι άντρες πάντα της έδιναν τα πιο ελαφριά όσο κι αν εκείνη γκρίνιαζε ότι δεν την άφηναν να κάνει μπράτσα και να γυμναστεί όπως επιθυμούσε. Όταν δεν προλάβαινε την παραλαβή προτιμούσε να σερβίρει, δεν ήθελε με τίποτα να βρίσκετε μέσα στην κουζίνα και να ακούει τις κραυγές μιας θεόμουρλης που έβγαζε όλο τον αυταρχισμό της πάνω σε άλλους εθελοντές και που στο τέλος έμενε ικανοποιημένη με τον εαυτό της, μιας και ήταν για καλό σκοπό. «Τα νεύρα της εξυπηρετεί, κανέναν καλό σκοπό!» κατέληγε η Σεσίλια, όμως κρατούσε την άποψη αυτή για τον εαυτό της, αφού δεν της χρειαζόταν να ακούει κι από πάνω να υποστηρίζουν την επικεφαλής, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας των εθελοντών.

Μπαίνοντας στο parking κατέβηκε από το ποδήλατο και πλησίασε τους άντρες που κεφάτοι άδειαζαν το φορτηγό και κουβέντιαζαν για τα αθλητικά, πειράζοντας καλοπροαίρετα ο ένας τον άλλον.

-Να πας μέσα να βοηθήσεις, εκεί χρειάζονται περισσότερα χέρια.

-Να πας εσύ μέσα, το δικό μου πόστο είναι εδώ! Απάντησε γελώντας στον άντρα που ανεβασμένος πάνω στην καρότσα του φορτηγού έδινε πράγματα στους άλλους για να τα μεταφέρουν μέσα στην κουζίνα.

Ô

Κόντευε δύο όταν η Σεσίλια βγήκε από την αίθουσα εστίασης, με τόση δουλειά ούτε που είχε καταλάβει πως είχε περάσει η ώρα. Με την τσάντα να κρέμεται από τον ώμο της, ξεκίνησε να φτάσει στο ποδήλατο της, κρατώντας στα χέρια της μια αρμαθιά θα έλεγε κανείς με κλειδιά, που μέσα σε αυτά υπήρχε και αυτό που ξεκλείδωνε το  λουκέτο που είχε ασφαλισμένο το ποδήλατο της. Ήταν αργά όταν αντιλήφθηκε τον τύπο που περπατούσε πίσω της. Με μια σπρωξιά η Σεσίλια βρέθηκε στο έδαφος, ενώ εκείνος έχοντας αρπάξει την τσάντα της, τρεπόταν σε φυγή. Ζαλισμένη στάθηκε στα πόδια της, όμως σχεδόν αμέσως θυμήθηκε ότι μέσα στην τσάντα υπήρχε το μπλοκ με τα καινούργια σχέδια. Τόση δουλειά χαμένη στα χέρια ενός κλεφτρονιού! Βιαστικά έσκυψε και ξεκλείδωσε την κλειδαριά και μην ξέροντας προς τα πού είχε πάει εκείνος, άρχισε να κάνει βιαστικά πετάλι πατώντας νευρικά την κόρνα του ποδηλάτου και φωνάζοντας στους διαβάτες να κάνουν στην άκρη. Όταν είδε έναν τύπο να τρέχει, που από τα χέρια του προεξείχε λουρί γυναικείας τσάντας, κατευθύνθηκε με το ποδήλατο της αμέσως προς τα πάνω του.

-Μα τι στην ευχή, κανείς δε νοιάζεται να σταματήσει τον κλέφτη! Μουρμούρισε και άρχισε να κάνει πιο γρήγορα πετάλι. Ο τύπος έστριψε, λίγα δευτερόλεπτα έπειτα έστριβε κι εκείνη, όμως προς μεγάλη της έκπληξη έπεσε πάνω σε ένα εμπόδιο και βρέθηκε για δεύτερη φορά πεσμένη στο έδαφος! Έμεινε για λίγο ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να ανακτήσει τις δυνάμεις της.

-Είσαι καλά; Τη ρώτησε ένας νεαρός άντρας που έσκυψε από πάνω της. Η Σεσίλια έστρεψε το βλέμμα της προς αυτόν ενώ προσπάθησε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της. Άσε με να σε βοηθήσω να σηκωθείς. Είπε και της έδωσε το χέρι του.

-Τι συνέβη; Τον ρώτησε η Σεσίλια ζαλισμένη.

-Προχωρούσα και έπεσες πάνω μου με το ποδήλατο… θέλησε να εξηγήσει ο νεαρός άντρας. Η Σεσίλια τον ξανακοίταξε, ένα νέο, ψηλό παιδί, με λερωμένο το πουλόβερ του από καφέ την κοίταζε μέσα στα μάτια. Ξαφνικά θυμήθηκε τον κλέφτη να την σπρώχνει και να τη ρίχνει κλέβοντας της την τσάντα που είχε μέσα το μπλοκ με τα καινούργια της σχέδια. Ώστε εξαιτίας αυτού, ο κλέφτης είχε βγάλει φτερά και είχε εξαφανιστεί. Ξαφνικά η οργή για τα χαμένα της σχέδια φούντωσε μέσα της και ψάχνοντας για εξιλαστήριο θύμα άρχισε να φωνάζει.

-Μα καλά δεν βλέπεις που πας;

-Ορίστε; Τη ρώτησε ξαφνιασμένος από τον τόνο και την επιθετικότητα που είχε η φωνή της.

-Ορίστε; Τον ειρωνεύτηκε. Έπεσες πάνω μου, και ο κλέφτης ξέφυγε με τα πράγματα μου, εκτός αυτού χτύπησα το πόδι μου και το ποδήλατο έχει τα χάλια του από την πτώση.

-Λυπάμαι γι’ αυτό που συνέβη αλλά δεν ήταν δικό μου το λάθος. Εσύ δεν πρόσεχες που πήγαινες με το ποδήλατο, και εσύ ήσουν αυτή που έπεσε πάνω μου οπότε μη ζητάς και τα ρέστα.

-Α, ώστε έτσι!

-Φυσικά. Κοίτα μόνο πως με έκανες, κι από πάνω φωνάζεις λες και σου χρωστάω.

-Μπήκες στη μέση κι άφησες τον αλήτη να μου ξεφύγει.

-Δεν το έκανα επίτηδες ξέρεις. Είπε και την κοίταξε εκνευρισμένος, αυτό του έλειπε να του τη λέει κι από πάνω το μικρό ξωτικό του Άγιου Βασίλη με τα κόκκινα μαλλιά και το πράσινο παλτό. Με αυτή τη σκέψη ένα ελαφρύ μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του.     

-Τι ακριβώς σου φαίνεται αστείο, τον ρώτησε η Σεσίλια που αναγνώρισε αυτό το χαζό, κοροϊδευτικό χαμόγελο και το εξεταστικό βλέμμα που την κοίταζε από πάνω ως κάτω.

-Τίποτα. Απάντησε ο νεαρός και έκανε μια προσπάθεια να κρύψει το χαμόγελο, που είχε αρχίσει να πλαταίνει στα χείλη του.

Η κοπέλα έσκυψε να σηκώσει το ποδήλατο της, μα μόλις έστρεψε το βλέμμα της πάλι πάνω του και είδε στο πρόσωπο του σχηματισμένο ένα πλατύ χαμόγελο, ένιωσε το δικό της πρόσωπο να γίνεται κατακόκκινο από εκνευρισμό. Άλλος ένας που περνούσε από κόσκινο την εμφάνιση της, μα πόσο ηλίθιος μπορεί να ήταν και πόσοι ηλίθιοι υπάρχουν σε αυτή τη χώρα και σε όλο τον κόσμο, τέλος πάντων. Ηνωμένο Βασίλειο της Βλακείας έπρεπε να μετονομαστεί αυτή η χώρα.

-Ξέρεις κάτι, του είπε στο τέλος, άντε και στο διάολο, και γυρνώντας του την πλάτη του σήκωσε το μεσαίο της δάχτυλο.

-Ωραίοι τρόποι, αντί να ζητήσεις συγνώμη και ευχαριστώ μου κάνεις χειρονομίες. Ούτε που νοιάστηκε να γυρίσει να τον κοιτάξει η Σεσίλια, τι θα άλλαζε άλλωστε; Το μπλοκ μαζί με το κινητό της είχαν χαθεί για πάντα. Εκείνη έπεσε και χτύπησε δυο φορές μέσα σε λίγη ώρα. Μάλωσε με ένα βλάκα που ήθελε να της το παίξει κι έξυπνος και για κερασάκι στην τούρτα είχε στραβώσει και η μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου. Ανάδρομος Ερμής ή γαμημένη πόλη με γαμημένους κατοίκους και σκατόκαιρο. 

Ô

Με την μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου να έχει στραβώσει από τη σύγκρουση και την πτώση που είχε προκαλέσει ο ηλίθιος εγγλέζος, η Σεσίλια δυσκολεύτηκε να επιστρέψει σπίτι της. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι έτσι όπως είχε καταντήσει, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να το αφήσει δίπλα σε ένα κάδο ανακύκλωσης και να πάρει καινούργιο. Θα ήταν μια λύση, αν δεν ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που αγόρασε με χρήματα από τη δουλειά της και δεν ένιωθε συναισθηματικά δεμένη με εκείνο το ποδήλατο. Για άλλη μια φορά η πρακτικότητα της επικαλέστηκε τη μητέρα της, «Πως είναι δυνατόν να νιώθεις περισσότερο δεμένη με τα αντικείμενα απ’ ότι με τη μητέρα και τα αδέρφια σου»! Παρά τον επικριτικό τρόπο που το έλεγε, άφηνε να ακούγεται και ένα παράπονο για τη μη αποδοχή της από τη μεγάλη της κόρη. Εκείνη αδιαφορούσε για το σχόλιο της Σάρας και παρέμενε σιωπηλή. Δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση μαζί της, ούτε να της εξηγήσει ότι ο λόγος ήταν το ότι είχε αφήσει όλα τα πράγματα της, πέρα από αυτά που θεώρησε απαραίτητα η μάνα της να πάρει μαζί της, όταν έφυγε από την Ισπανία με το χωρισμό των γονιών της. Το δωμάτιο της είχε μείνει ανέγγιχτο για πολλά χρόνια, ακόμα κι όταν ο πατέρας παντρεύτηκε με τη Μαρισόλ. Το παιδικό της δωμάτιο αποτελούσε άβατο, όμως ύστερα ήρθε το πρώτο παιδί και λόγω έλλειψης χώρου το δωμάτιο πέρασε στην ιδιοκτησία της αδερφής της, προφανώς και κάποια από τα πράγματα της. Αν και εντελώς εγωιστικά θα προτιμούσε τουλάχιστον τα πράγματα της να είχαν κλειστεί σε κούτες και να είχαν χωθεί στην αποθήκη από το να τα χαίρονται άλλα παιδιά ακόμα κι αν επρόκειτο για τα αδέρφια της. Βέβαια μόλις επισκέφτηκε τον πατέρα της και τη νέα του οικογένεια, βλέποντας την αδερφή της να φοράει ένα ρούχο δικό της και να κρατάει μία από τις κούκλες της, η ψευδαίσθηση χάθηκε.

Και σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, -η κλεμμένη τσάντα με το μπλοκ, οι δυο πτώσεις της και το διαλυμένο ποδήλατο- μια δυνατή βροχή ξέσπασε. Καμία εντύπωση δε θα της έκανε αν σήκωνε το κεφάλι της και έβλεπε ένα μοναδικό σύννεφο να βροντάει και να αστράφτει αποκλειστικά γύρω από την ίδια, ενώ θα άδειαζε την βροχή του επάνω της. «Υπέροχα» μουρμούρισε και σήκωσε το ποδήλατο στην πίσω του ρόδα για να το μεταφέρει πιο γρήγορα. Φτάνοντας στο σπίτι κι αφού παράτησε το όχημα της ξεκλείδωτο στην είσοδο, ανέβηκε στο διαμέρισμα της, πέταξε όλα της τα ρούχα και χώθηκε στο μπάνιο για να διώξει τις λάσπες και την ένταση της ημέρας. Το μόνο που μπορούσε να τη χαλαρώσει ήταν ένα καυτό μπάνιο. Βγαίνοντας από το ντους, στάθηκε μπροστά από την ντουλάπα, αφού φτερνίστηκε τρεις φορές συνεχόμενα, άνοιξε βιαστικά την πόρτα της ντουλάπας και άρχισε να ψάχνει ζεστά ρούχα για να ντυθεί.

Η ώρα κόντευε τέσσερις και ένιωσε το στομάχι της να διαμαρτύρεται, μπήκε στην μικρή κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. «Άνοστο εγγλέζικο φαγητό ή μια ωραία ζεστή σούπα λαχανικών, ισπανική συνταγή»; Η διάθεση της έκλινε προς το άνοστο και γρήγορο, άλλωστε η σούπα πόσο ωραία μπορεί να γίνει με τα τυποποιημένα λαχανικά από το σούπερ μάρκετ. Τελικά κατέληξε ότι η σούπα θα ήταν προτιμότερη μετά από το κρύο και τη βροχή που δέχτηκε από το λυσσασμένο καιρό της άθλιας αυτής χώρας. Πήρε ντομάτες, πράσινες και κόκκινες πιπεριές, κρουτόν, ψωμί και αγγούρι και ξεκίνησε να φτιάχνει μια παραλλαγμένη συνταγή του Ισπανικού φαγητού Γκασπάτσο. Βέβαια μιας και το Γκασπάτσο τρώγεται κρύο και εκείνη χρειαζόταν κάτι ζεστό, μόλις έφτασε ως ένα σημείο τη συνταγή, κι αφού είχε χτυπήσει στο μπλέντερ τα παραπάνω υλικά, με εξαίρεση το σκόρδο το οποίο σιχαινόταν, ζέστανε το μίγμα σε ένα κατσαρολάκι, κι αφού το αλάτισε και του έριξε ελαιόλαδο το έβαλε σε ένα πιάτο. Με τη σούπα να αχνίζει δίπλα της πήρε ένα φύλλο χαρτί και ξεκίνησε να ζωγραφίζει τα σχέδια του κλεμμένου μπλοκ.

Όσο και να μην ήθελε να το σκέφτεται, η οργή φούντωνε μέσα της. Όχι μόνο για τα χαμένα της σχέδια που όσο κι αν προσπαθούσε δεν κατάφερνε να τα αποτυπώσει στο χαρτί τόσο καλά όσο την πρώτη φορά. Αλλά εκνευριζόταν και όταν θυμόταν το νεαρό άντρα, με το πλατύ χαμόγελο και το βλέμμα που τη σάρωνε από πάνω ως κάτω, με εκείνο το περιπαικτικό ύφος. Κάτι τέτοια παιδάκια εκείνη τα είχε για πρωινό, όμως τι μπορούσε να του κάνει, ούτε που ήξερε ποιος ήταν, ούτε τον είχε ξαναδεί μπροστά της. Κρίμα γιατί ήθελε να ξεσπάσει κάπου για όσα είχε αναγκαστεί να υποστεί αυτή την καταραμένη μέρα, στην καταραμένη πόλη με τον χάλια καιρό.

«Ω, ξεκόλλα επιτέλους το μυαλό σου!» σκέφτηκε θυμωμένη και σηκώθηκε από τη θέση της. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ακόμα το πιάτο της με τη μισή σούπα που πλέον είχε κρυώσει και γύρω από αυτό, σκορπισμένα τσαλακωμένα φύλλα χαρτί. Έκανε λίγα βήματα και έφτασε στο παράθυρο, ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο κρύο τζάμι, καθώς χάζευε τους περαστικούς στο δρόμο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την είχαν κοιτάξει περίεργα και γνώριζε ότι δε θα ήταν και η τελευταία. Άλλωστε εκείνη δε νοιαζόταν για τις εντυπώσεις που άφηνε στους άλλους, πόσο μάλλον σε αγνώστους και μάλιστα σε ενοχλητικά κωλόπαιδα. Από το να συνεχίσει να δίνει υποθετικές απαντήσεις που δεν είχε καταφέρει να δώσει τη σωστή στιγμή, καλύτερα να έκανε κάτι πιο εποι­κο­δο­μη­τικό, όπως το να συμμαζέψει το χάος που επικρατούσε στο διαμέρισμα της.

«Και τα χαμένα σχέδια»; Αναρωτήθηκε.

Μόλις χαλάρωνε και της πέρναγε ο εκνευρισμός, θα ήταν ικανή να τα αποτυπώσει το ίδιο και καλύτερα πάνω στο χαρτί. Φυσικά θα της έτρωγε χρόνο, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Το μπλοκ της είχε κάνει φτερά, όπως τα πουλιά που πέταγαν από το δέντρο, που ήταν σε μια από τις χαμένες ζωγραφιές της. Όμως σημασία είχαν τα σχέδια και έπρεπε να ενθαρρύνει τον εαυτό της ότι θα αναγεννιόταν πάλι όπως ο φοίνικας της. Απλά έπρεπε να ηρεμίσει και για την ώρα να καταπιαστεί με κάτι άλλο. Ούτε άλλα σχέδια, ούτε άλλη γκρίνια, ούτε άλλες υποθετικές απαντήσεις, ίσως λίγη τακτοποίηση δε θα έβλαπτε.

Έριξε μια ματιά γύρω της και μετάνιωσε για την τελευταία της σκέψη. Ίσως ήταν προτιμότερο να συνεχίσει να δίνει υποθετικές απαντήσεις στον ανόητο και να τον αποστομώνει. Ή ακόμα καλύτερα να φαντάζεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να τον βάλει να καταπιεί τις προσβολές του, αν ζούσε για παράδειγμα σε μια χώρα που θα ήταν η ίδια η βασίλισσα και θα μπορούσε να τιμωρεί τους υπηκόους της για οποιοδήποτε λόγο. «FUCK THE POLITICIANS ALL AROUND THE WORLD», θυμήθηκε την φράση που είχε ζωγραφίσει στο μπράτσο του Τσάρλι. «FUCK THE POLITICIANS AND THE KINGS ALL AROUND THE WORLD». Ακόμα καλύτερα, επικρότησε τον εαυτό της και σηκώθηκε να βάλει ένα CD να παίζει όσο εκείνη συμμάζευε την ακαταστασία. Τι κι αν ήταν άδικος κόπος αφού σε δυο μέρες, πάλι όλα άνω κάτω θα είχαν γίνει μέσα στο διαμέρισμα.

Μετά από μια ώρα σκληρής δουλειάς, παρατήρησε ότι ο χρόνος που είχε παραχωρήσει στην καθαριότητα έπρεπε να τελειώσει, μιας και σε λίγο θα έπρεπε να είναι στη δουλειά. Επιτήρησε το παλτό της για να δει πόσο χάλια ήταν από τις πτώσεις, φόρεσε τις μπότες της και έφυγε για το μαγαζί με τα τατουάζ.

 

Ô

 

Στο μικρό της «χειρουργείο» η Σεσίλια παρέμενε απασχολημένη με το να σχεδιάζει ένα ιδιαίτερο απαιτητικό τατουάζ πάνω στο κορμό ενός τύπου. Για άλλη μια φορά είχε χαλάσει η θέρμανση του μαγαζιού και γι’ αυτό έφταιγε σίγουρα η τσιγκουνιά του Τζίμη. Μην αντέχοντας το κρύο, ήταν τυλιγμένη μέσα στο σμαραγδί παλτό της και απλά είχε τα μανίκια ανασηκωμένα ώστε να μην την εμποδίζουν στη δουλειά της. Αφού τελείωσε με τη ζωγραφική έκρυψε με γάζα το σημείο ώστε να μην μολυνθεί, μιας και η περιοχή λόγω του τατουάζ θα ήταν κάπως ευαίσθητη για λίγες μέρες. Από το σαλόνι ακούστηκε φασαρία. Γύρισε και κοίταξε τον πελάτη της και χαμογέλασαν μεταξύ τους για τους τύπους που υπέθεταν ότι θα ήταν έξω.

-Τίποτα φλώροι, σχολίασε ο πελάτης.

-Κάτι μου λέει ότι έχεις δίκιο, συμφώνησε μαζί του η Σεσίλια.

-Μου ακούγονται και μεθυσμένοι. Με την καμία δε θα πάταγαν σε μαγαζί με τατουάζ τέτοιοι τύποι νηφάλιοι.

-Μην το λες, τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι φλώροι έρχονται με σκοπό να αποκτήσουν τατουάζ.

-Αυτό ελπίζω να μην το λες για μένα. Της είπε και της χαμογέλασε.

-Όχι, φυσικά και όχι! Αφού το τατουάζ είχε καλυφτεί με γάζες ο τύπος σηκώθηκε να φορέσει την μπλούζα του.

-Συγνώμη και για τις συνθήκες Σιβηρίας που επικρατούν εδώ μέσα. Η θέρμανση έχει τα χάλια της

-Μην ανησυχείς. Δεν έχω ανάγκη εγώ, είπε και χτύπησε επιδεικτικά το στήθος του.

Η Σεσίλια προπορεύτηκε για να ανοίξει την πόρτα που χώριζε το δωματιάκι με το σαλόνι αναμονής. Μια παρέα τριών αγοριών στεκόταν με τις πλάτες γυρισμένες σε εκείνη και κοίταζαν ένα πίνακα που ήταν κρεμασμένα σχέδια.

-Ω, αποκλείεται, δε θέλω να κάνω κάτι που το έχουν άλλοι.

-Και τότε τι θα κάνεις, την Αφροδίτη της Μύλου ή καμιά Καρυάτιδα; Τον ρώτησε ένας άλλος προκαλώντας τα γέλια και του τρίτου της παρέας. Ο πελάτης που μόλις είχε εξυπηρετήσει η Σεσίλια πέρασε από δίπλα τους και τους κοίταξε με αποδοκιμασία, ενώ πριν βγει από την πόρτα γύρισε προς τη Σεσίλια και την καληνύχτισε. Τα τρία αγόρια έκαναν στροφή και είδαν το κορίτσι να στέκεται και να τους κοιτάζει.

-Ωχ, είπε ο νεαρός. Ενώ με κόπο κατάφερε να συγκρατήσει την έκπληξη της η Σεσίλια. Χωρίς να πει τίποτε άλλο, ο νεαρός έβαλε τα γέλια.

-Τι έπαθες ρε μαλάκα; Τον ρώτησε ένας φίλος του που παρασύρθηκε από τα γέλια και άρχισε να χαχανίζει μαζί του. Εκείνος μη δίνοντας του σημασία στράφηκε στη Σεσίλια.              

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

Ότι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει. (Νόμος του Μέρφι)

 

Είναι κάποιες μέρες που ξεκινάνε ανάποδα, κάποιες που λες ότι ευτυχώς, πάει, πέρασαν και είναι και κάποιες άλλες, που το μόνο που μένει για να ολοκληρωθεί το κακό, είναι μια σύγκρουση με μετεωρίτη. Ο Γκράχαμ ήταν βέβαιος, πως η σημερινή μέρα ήταν μία από αυτές.

Για αρχή, είχε αργήσει να ξυπνήσει, πράγμα απόλυτα λογικό, αφού κολυμπούσε μέχρι τις 3 τα ξημερώματα. Στη συνέχεια, έφυγε από το σπίτι ξεχνώντας τα διορθωμένα γραπτά των φοιτητών που έπρεπε να παραδώσει στον καθηγητή του και για αποκορύφωμα, συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει τα κλειδιά του.

Μπορεί το πανεπιστήμιο να μην ήταν μακριά από τους κοιτώνες, όμως και μόνο αυτό το πισωγύρισμα, του έφαγε κάμποσο χρόνο, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει στο μάθημα του. Προτεραιότητα πάντως αυτή τη στιγμή, ήταν να μη διαταραχθεί η ηρεμία του κυρίου Άτκινσον, του καθηγητή, που πρακτικά ήταν το αφεντικό του.

Στο δρόμο, έτρεχε σαν τρελός και ήταν τυχερός, που ο Κάλουμ, φίλος και συμφοιτητής του, δεν είχε φύγει ακόμα για τη σχολή και είχε κρατήσει το έξτρα ζευγάρι κλειδιά που του είχε δώσει για ώρα ανάγκης. Έφτασε στην πόρτα του φίλου του με την ψυχή στο στόμα και συνέχισε με ένα sprint, μέχρι το δικό του δωμάτιο. Μπήκε μέσα βλαστημώντας και είδε το μπρελόκ του, παρατημένο στο γραφείο του, δίπλα στη στοίβα με τα γραπτά. Τα πήρε όλα στην αγκαλιά του, κρατώντας τα με το ένα χέρι και με το άλλο, έβαλε και τις δύο αρμαθιές κλειδιών στην τσέπη του. Αργότερα, θα έπρεπε να επιστρέψει τη μία, στον Κάλουμ.

Έκανε να φύγει, όταν από τη βιασύνη του, έπεσε πάνω στην κρεμάστρα, που έπεσε πάνω στη βιβλιοθήκη,  που με τη σειρά της έριξε κάτω, σχεδόν ότι υπήρχε στα ράφια. «Όχι, όχι τώρα..», μουρμούρισε αγανακτισμένα. Αποφεύγοντας να κοιτάξει την ώρα, άφησε σε μία άκρη τα γραπτά και ξεκίνησε να μαζεύει βιαστικά, τα πράγματα από το πάτωμα.

Σήκωσε τους φακέλους του, ένα λούτρινο που του είχε χαρίσει η Άιλα, δύο βιβλία και την κορνίζα με το σπασμένο πλέον τζάμι, στην οποία πόζαρε ο ίδιος, αγκαλιά με την Γκρέις στη δεύτερη τους επέτειο. Δεν είχε κάνει αυτό που υποσχέθηκε στον εαυτό του. Δεν της τηλεφώνησε. Στη φωτογραφία η Γκρέις του γελούσε, μα όσο την κοιτούσε, ένιωθε πως ακόμα και μέσα από τη χαρούμενη ατμόσφαιρα που είχε αποτυπωθεί στο χαρτί, το βλέμμα της ήταν επικριτικό.

Ακούμπησε την κορνίζα στο ράφι και ανακάθισε στα γόνατα του, για να μαζέψει τα σπασμένα γυαλιά. Με μια του λάθος κίνηση, ένα οξύ τσούξιμο, που συνοδεύτηκε από ένα ρυάκι αίματος, έκαναν την πίεση του να χτυπήσει κόκκινο, καθώς του ξέφευγε ένα οργισμένο, «Γαμώτο!!».  Πήγε ευθύς στο λουτρό και έβαλε το ματωμένο του δάχτυλο, κάτω από το τρεχούμενο νερό. Έκλεισε τα μάτια, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Όλα θα έφτιαχναν αν ηρεμούσε. Πράγμα δύσκολο.

Μόλις ανέκτησε κάπως την αυτοκυριαρχία του, επιθεώρησε το κόψιμο και το φρόντισε όπως, όπως με τις ελάχιστες προμήθειες πρώτων βοηθειών, που είχε στο ντουλαπάκι του μπάνιου του. Με το δάχτυλο του τυλιγμένο σε γάζα και τα νεύρα του να κινδυνεύουν να φτάσουν σε ανεξέλεγκτα επίπεδα, βγήκε από το μπάνιο  και στάθηκε μπροστά στο σωρό του κονιορτοποιημένου γυαλιού. Δεν τον ήθελε και πολύ αυτό το πρωινό, έτσι αποφάσισε να τα παρατήσει όπως είναι και να ασχοληθεί αργότερα. Πήρε τα πράγματα του και ξεκίνησε για δεύτερη φορά σήμερα, για τη σχολή του.

Διατήρησε έναν πιο αργό ρυθμό στο βήμα του, μιας και τώρα, δεν είχε νόημα να βιαστεί. Είχε ήδη χάσει την πρώτη  ώρα από το μάθημα του και δεν υπήρχε περίπτωση, να γλυτώσει τις αιχμηρές παρατηρήσεις του Άτκινσον, που σε λίγο θα έμπαινε στο γραφείο του ανακαλύπτοντας πως ο Γκράχαμ, δεν είχε φέρει σε πέρας τις υποχρεώσεις του. Τι κι αν δούλευε κοντά του, σχεδόν από τότε που ξεκίνησε στην αρχαιολογία, εκείνος έπρεπε καθημερινά, να αποδεικνύει την αξία του φροντίζοντας, να είναι όλα στην εντέλεια.

Τελευταία, αυτό ίσχυε για όλους τους τομείς στη ζωή του. Έπρεπε να είναι τέλειος φοιτητής, τέλειος βοηθός, τέλειος γιος και τέλειος σύντροφος. Δυστυχώς όμως, η επιτυχία σε κάποια από αυτά, έμοιαζε σαν άπιαστο όνειρο. Ειδικά σε αυτό το τελευταίο. Κι ήταν κάτι που η Γκρέις, φρόντιζε να του το θυμίζει συχνά, πυκνά.

Τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους όλα ήταν υπέροχα. Και δεν ήταν μόνο ο ενθουσιασμός του για το όμορφο κορίτσι, που του έδινε αυτή την ψευδαίσθηση. Ένιωθε πραγματικά ερωτευμένος. Η Γκρέις, σπούδαζε νομική και χάρη σε κοινές παρέες, έτυχε να βρεθούν μαζί σε μία παμπ, στο κέντρο του Λονδίνου.. Εκείνη, δεν πήρε στιγμή το γκρίζο βλέμμα της από πάνω του κι ο Γκράχαμ δεν μπόρεσε παρά να γίνει μέλος του κλαμπ των θαυμαστών της κατάξανθης κοπέλας, που από ότι κατάλαβε μετά από μια σύντομη γύρα στο μαγαζί, είχε κάμποσα μέλη.

Μέχρι το τέλος της βραδιάς, τον είχε πλησιάσει πρώτη, ζητώντας του προκλητικά, να την κεράσει ένα ποτό. Λίγα σφηνάκια και μερικές μπύρες αργότερα, τον είχε στριμώξει στις αντρικές τουαλέτες και τελικά, κατέληξαν στο δωμάτιο του, όπου πέρασαν όλη τη νύχτα μαζί. Το επόμενο πρωί, άνοιξε με δυσκολία τα μάτια, έχοντας έναν τρελό πονοκέφαλο και τα μακριά, ξανθά μαλλιά της Γκρέις, να καλύπτουν όλο του το μαξιλάρι.

Χώρισαν χαλαρά, σαν να είχαν βγει για ένα φιλικό καφέ και πάνω που ο Γκράχαμ πίστεψε ότι δε θα την ξαναδεί ποτέ και πως μάλλον επρόκειτο για το πρώτο του one-night-stand, η Γκρέις επέστρεψε μερικές μέρες αργότερα και θέλησε να ξαναβγούν. Και βγήκαν.

Ούτε που κατάλαβε, πως από μερικά ξέγνοιαστα ραντεβού, έφτασαν στα τέσσερα χρόνια σχέσης. Η αλήθεια είναι, πως είχε αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν από μόνα τους ή καλύτερα, είχε αφήσει τη Γκρέις να τα κάνει να κυλάνε. Σχεδόν από μόνη της, αποφάσισε την αποκλειστικότητα της σχέσης τους και ο Γκράχαμ απλά πήγε με τα νερά της γιατί πρώτον, δεν ήταν ηλίθιος, η κοπέλα ήταν θεά και δεύτερον, γιατί κι εκείνος, δεν ήταν από τους τύπους που γυρνάνε κάθε βράδυ και με άλλη.

Δεν άργησε να καταλάβει ότι η Γκρέις, είχε μανία με τον έλεγχο. Και για ένα μεγάλο διάστημα, αυτό τον βόλευε λίγο. Δεν χρειαζόταν να σκέφτεται μέρη για να πάνε, ή να κανονίζει τις διακοπές τους, ή ακόμα και το τι θα έκαναν σε γενέθλια και επετείους. Είχε επίσης την τάση να θέλει να ελέγχει και τον ίδιο. Συνηθισμένος στις πιέσεις του πατέρα του, δεν του φάνηκε περίεργο που είχε ένα ελαφρώς αυταρχικό άτομο στη ζωή του και σύντομα είχαν πέσει πάλι σε λήθαργο η βούληση και ο αυθορμητισμός του.

Παρόλα αυτά, ήταν ευτυχισμένοι οι δυο τους. Με την Γκρέις να έχει πάρει το τιμόνι της καθημερινότητας τους και τον Γκράχαμ ως καλόβολο συνοδηγό. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο όμως, από τότε που η Γκρέις είχε πιάσει δουλειά ως ασκούμενη σε ένα δικηγορικό γραφείο, η σχέση τους περνούσε κρίση.

Στην αρχή, πίστεψε πως χρειαζόταν ένα διάστημα προσαρμογής. Να συνηθίσει τις εντάσεις της δουλειάς της και να βρει τον τρόπο να μην τις μεταφέρει στη σχέση τους. Υπέμενε στωικά, όλα τα νεύρα και την γκρίνια της για το πόσο σκληρά δούλευε ή για το ότι εκείνος δεν μπορούσε να την καταλάβει και προσπαθούσε να προλαβαίνει κάθε της επιθυμία, ώστε να αποφεύγει τα δυσάρεστα παράπονα της. Όμως τίποτα δεν την ικανοποιούσε κι ο Γκράχαμ, ξέμενε πια από ιδέες.

Όπως επίσης, ξέμενε κι από αντοχές. Ένας λόγος που την απέφευγε τόσες μέρες, ήταν αυτός. Οι λογομαχίες τους, ήταν μόνιμο φαινόμενο και πλέον, δεν είχε καμία πρόθεση να είναι αυτός που θα θάψει το τσεκούρι του πολέμου, κάνοντας το πρώτο βήμα για να τα βρουν. Είχε υποχωρήσει άπειρες φορές, είχε ανεχτεί πολλά και το κακό ήταν πως η Γκρέις, ζούσε ακόμα στον πολυάσχολο κόσμο της, θεωρώντας πως ο Γκράχαμ, έπρεπε να τρέχει πίσω της προσπερνώντας κάθε της πείσμα και κακοτροπιά.

Οι σκέψεις του, τον έφεραν μπροστά στη πόρτα του γραφείου του Άτκινσον. Ήταν λες και τα πόδια του, ήξεραν από μόνα τους το δρόμο. Χτύπησε ελαφρά, περιμένοντας την απάντηση του καθηγητή του και μπήκε. Ακριβώς όπως το είχε προβλέψει, ο κος Άτκινσον ήταν κάτι παραπάνω από ενοχλημένος για την καθυστέρηση. Χρησιμοποιώντας μερικά καλοδιαλεγμένα σχόλια, ζήτησε να μην επαναληφθεί κάτι τόσο αντιεπαγγελματικό. Ο Γκράχαμ συγκρατώντας την ανάγκη να τον βρίσει, τον διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας και πως ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. «Λες και έχει ξανασυμβεί ποτέ αυτό, γελοίε», μουρμούρισε όσο πιο σιγά γινόταν καθώς έφευγε, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Κατάφερε να φτάσει στην σωστή αίθουσα, ελάχιστα πριν ξεκινήσει η δεύτερη ώρα του μαθήματος. Χωρίς να χαιρετήσει, πέταξε την τσάντα του σε μία θέση και θρονιάστηκε σε μια άλλη, δίπλα στον Κάλουμ και τον Σμιτ, τον σουηδό της παρέας, ο οποίος τον κοίταζε με απορία.

«Άργησες», του είπε ο Κάλουμ δείχνοντας το ρολόι στον τοίχο και αγνοώντας τη δολοφονική ματιά του Γκράχαμ.

«Τι έγινε; Δείχνεις χάλια», παρατήρησε εύστοχα ο Σμιτ.

«Δεν λες, τίποτα. Άσε, σας εξηγώ αργότερα», απάντησε βαρύθυμα ο Γκράχαμ, πετώντας στον Κάλουμ, το μπρελόκ με το ένα ζευγάρι κλειδιά. Εκείνος το έπιασε στον αέρα, χωρίς ερωτήσεις. Ο καθηγητής μπήκε στην αίθουσα και το μάθημα ξεκίνησε. Ο Γκράχαμ βολεύτηκε στη θέση και βυθίστηκε στη σιωπή και την περισυλλογή του, χωρίς να παρακολουθεί καθόλου την παράδοση.

Το μεσημεράκι, ένιωσε τη νύστα του να κερδίζει έδαφος. Λίγο το χτεσινό του ξενύχτι, λίγο ο νόμος του Μέρφι, χρειαζόταν κάτι να τον τονώσει και τι καλύτερο από έναν ζεστό καφέ.

Παράτησε τους κολλητούς του στην τάξη, λέγοντας τους πως δεν αισθανόταν καλά και βγαίνοντας από το κτίριο, αποφάσισε πως αντί για τον απαίσιο καφέ του κυλικείου, θα πήγαινε στο αγαπημένο του μαγαζάκι. Ήταν λίγο πιο μακριά, όμως μετά από αυτό το ξεκίνημα σήμερα, του άξιζε μια επιβράβευση.

 Η μέρα ήταν κρύα και ο ουρανός κλασσικά, γκρίζος και μουντός. Ήταν ντυμένος ζεστά, φορώντας το σκούρο καφέ jacket του, πάνω από ένα ανθρακί πουλόβερ που είχε αγοράσει με τη Γκρέις, γιατί εκτός όλων των άλλων, οι συχνές επιθεωρήσεις στην ντουλάπα του, ήταν από τα αγαπημένα της χόμπι. Η περασμένη χιαστί τσάντα του, κρεμόταν βαριά, στο πλευρό του.

Μπήκε στο μαγαζί το οποίο, παρά το μέγεθος του, ήταν κατάμεστο. Έκανε νόημα στη Λιάν, την νεαρή υπάλληλο, για να του φτιάξει το συνηθισμένο του καφέ, μα εκείνη του το ανταπέδωσε, με ένα πανικόβλητο βλέμμα προς την ουρά μπροστά του. Της κούνησε το χέρι ανάλαφρα, δίνοντας της να καταλάβει πως δε βιάζεται. Έτσι κι αλλιώς δε θα επέστρεφε στο μάθημα. Βρήκε ένα άδειο κάθισμα σε μια γωνία του πάγκου και κάθισε, κοιτώντας το δρόμο.

Η ουρά είχε προχωρήσει ελάχιστα, όταν ένιωσε το κινητό του να δονείται στην τσέπη του. Το έβγαλε και το κοίταξε. Το πρόσωπο της Γκρέις, του έστελνε ένα φιλί από τη φωτογραφία της επαφής του, καθώς τον καλούσε. Με βαριά καρδιά και αφού δε θα το έπαιρνε ο ίδιος απόφαση να της τηλεφωνήσει, έσυρε το δάχτυλο του στην οθόνη, αποδεχόμενος την κλήση.

«Που είσαι;», ακούστηκε η βραχνή φωνή της, σαν έτοιμη για καυγά, πριν καν ξεκινήσει η συζήτηση.

«Γεια σου, είμαι πολύ καλά, εσύ; Και ναι, με πετυχαίνεις έξω, ήρθα να πάρω έναν καφέ», της απάντησε δηκτικά.

«Όλο εξυπνάδες! Αν ήθελες να ανταλλάσουμε νέα, που έχεις εξαφανιστεί, δύο μέρες τώρα;», συνέχισε εκείνη στον ίδιο έντονο τόνο.

«Αν θυμάμαι καλά, συμφωνήσαμε πως χρειαζόμαστε λίγο χρόνο..»

«Λάθος θυμάσαι! Και τι εννοείς χρόνο, Γκράχαμ; Για τι πράγμα, χρειάζεσαι χρόνο;», τον έκοψε απότομα.

«Και οι δυο τον χρειαζόμαστε, Γκρέις! Αν πατούσες ποτέ pause, θα το καταλάβαινες και η ίδια».

«Τι βλακείες είναι αυτές; Δεν χρειάζομαι ούτε pause, ούτε χρόνο. Χρειάζομαι να είσαι δίπλα μου, Γκράχαμ. Υποτίθεται ότι είμαστε ζευγάρι».

«Αλήθεια; Περίεργο. Πάντα μου έδινες την εντύπωση πως είσαι μια χαρά και μόνη σου. Ειδικά πριν μια βδομάδα, που μου πέταξες ότι σε πιέζω κι ότι δε θέλω να δεχτώ τις αλλαγές στη ζωή σου. ΣΟΥ Γκρέις, τη ζωή ΣΟΥ. Τα ζευγάρια, υποτίθεται πως μιλάνε για την κοινή τους ζωή», της θύμισε ο Γκράχαμ.

«Ήταν πάνω στα νεύρα μου. Θα βρεθούμε απόψε να μιλήσουμε, τελειώνω νωρίς από το γραφείο», του ανακοίνωσε, με το γνωστό επιτακτικό της ύφος.

«Όχι Γκρέις, καλύτερα όχι. Λίγη απόσταση θα μας κάνει καλό. Πρέπει να σκεφτούμε χωρίς αντιπερισπασμούς», επέμενε εκείνος.

«Αρκετά! Μη νομίζεις ότι θα σε παρακαλάω κιόλας. Θες να τελειώνουμε. Πες το, μην ανησυχείς, θα επιζήσω. Δεν είναι ανάγκη να μου μιλάς για χρόνο, απόσταση και άλλα τέτοια. Δεν γεννήθηκα χθες, ξέρεις. Ας το τελειώσουμε λοιπόν και να θυμάσαι Γκράχαμ, ο χαμένος από όλο αυτό, θα είσαι εσύ!!», ξέσπασε φωνάζοντας και του έκλεισε το τηλέφωνο.

Ένιωσε το κεφάλι του, έτοιμο να σπάσει. Προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα. Η Γκρέις μόλις τον χώρισε. Αυτό ήταν απαίσιο, έτσι; Έπρεπε να την πάρει, να της ζητήσει συγνώμη και να της πει να τα ξαναβρούν. Τότε, γιατί το μόνο που ήθελε, ήταν να απενεργοποιήσει το τηλέφωνο του, ώστε να μην μπορέσει να τον ξανακαλέσει, έχοντας αλλάξει γνώμη; Και γιατί, αντί να είναι στεναχωρημένος, εκείνος απλά έβραζε από θυμό;

Στο άκουσμα του ονόματος του, κατέπνιξε την ξαφνική του διάθεση, να περάσει σαν καρτούν, μέσα από το τζάμι μπροστά του και να αρχίσει να τρέχει, προς άγνωστη κατεύθυνση. Γύρισε και είδε τη Λιάν, να του δείχνει ένα χάρτινο ποτήρι με το λογότυπο του μαγαζιού και πλαστικό καπάκι. Σηκώθηκε και με μηχανικές κινήσεις, πλήρωσε, πήρε τον καφέ του και βγήκε από το μαγαζί έχοντας ακόμη στα αυτιά του τη φωνή της Γκρέις.

Δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα, όταν δέχτηκε ένα χτύπημα από μία άγνωστη, κοκκινοπράσινη μουτζούρα, η οποία ζούληξε ανάμεσα τους το ποτήρι που κρατούσε, με αποτέλεσμα να τον περιχύσει με ζεστό καφέ, τσουρουφλίζοντάς τον.

Πίεσε τον εαυτό του να μην βρίσει και κοίταξε γύρω του. Ένα κορίτσι ήταν ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο και ανασάλευε αδύναμα, μέσα από τα συντρίμμια ενός ποδηλάτου. Πέταξε το άχρηστο πια ποτήρι, στο κάδο δίπλα του και σκουπίζοντας τα λερωμένα από καφέ, χέρια του στο παντελόνι του, έσκυψε από πάνω της.

«Είσαι καλά;», τη ρώτησε ανήσυχος, προσπαθώντας να δει μήπως είχε χτυπήσει. Εκείνη δεν απάντησε, αλλά έκανε να σηκωθεί και ο Γκράχαμ, της έτεινε το χέρι του. «Άφησε με να σε βοηθήσω να σηκωθείς».

«Τι συνέβη;», αναρωτήθηκε η κοπέλα όταν στάθηκε όρθια, εμφανώς ζαλισμένη.

«Είχαμε ένα μικρό ατύχημα. Έπεσες πάνω μου, με το ποδήλατο», της εξήγησε και παρακολούθησε το βλέμμα της που τον σάρωνε.

«Μα καλά, δεν βλέπεις που πας;», του γύρισε.

Ο Γκράχαμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του ξαφνιασμένος, από την επιθετικότητα της. «Ορίστε;», απόρησε.

«Ορίστε;», τον ειρωνεύτηκε. «Έπεσες πάνω μου και ο κλέφτης ξέφυγε με τα πράγματα μου, εκτός αυτού, χτύπησα το πόδι μου και το ποδήλατο έχει τα χάλια του από την πτώση», συνέχισε δείχνοντας του μία το δρόμο, μία το τραυματισμένο της γόνατο και τέλος το ποδήλατο της, του οποίου η μπροστινή ρόδα, είχε στραβώσει.

Εντάξει, δεν μπορεί, κάποιος του έκανε πλάκα. Πόσους τρελούς, έπρεπε να ανεχτεί σήμερα.

«Με δουλεύεις, κοπέλα μου; Έπεσες πάνω μου με το ποδήλατο, με έκαψες με τον καφέ, κόντεψες να με σκοτώσεις και θες να βγεις κι από πάνω;», αγανάκτησε ο Γκράχαμ, αφήνοντας κατά μέρος τις ευγένειες και χωρίς να δίνει σημασία στον κόσμο που τους κοιτούσε.

«Α, ώστε έτσι!», άστραψε εκείνη, ανεβάζοντας την ένταση της φωνής της.

«Εννοείται! Ούτε που έβλεπες γύρω σου, έτσι όπως έτρεχες και θα μου πεις ότι φταίω κιόλας;»

«Μπήκες στη μέση κι άφησες τον αλήτη να μου ξεφύγει», τον κατηγόρησε κάνοντας τον Γκράχαμ έξαλλο.

«Σωστά!!  Το βρήκες, αυτός ήταν ο στόχος μου! Να εμποδίσω μία άγνωστη να τρέξει πίσω από έναν τρελό, μπαίνοντας μπροστά σε ένα κινούμενο ποδήλατο και λούζοντας με, με καυτό καφέ», της είπε σχηματίζοντας με το τραυματισμένο του δάχτυλο, ένα ν στον αέρα, σαν να τσέκαρε το κουτάκι μίας λίστας.

Η σιωπή των λίγων δευτερολέπτων που μεσολάβησε μεταξύ τους, του έδωσε την ευκαιρία να την παρατηρήσει. Το μικροκαμωμένο σουλούπι, τα κοντά κόκκινα μαλλιά και το πράσινο παλτό, του θύμισαν τα ξωτικά που στέκονται δίπλα στον Άγιο Βασίλη στις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες των καταστημάτων. Με την εικόνα αυτή, η σύγχυση του υποχώρησε λίγο και μια υποψία χαμόγελου, σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Τι ακριβώς σου φαίνεται αστείο;», πέρασε ξανά στην αντεπίθεση, η νεαρή γυναίκα.

«Τίποτα», βιάστηκε να απαντήσει εκείνος στην προσπάθεια του, να συγκρατήσει τον εαυτό του, ώστε να μη γελάσει.

Όταν εκείνη έσκυψε για να σηκώσει, το μάλλον άχρηστο ποδήλατο της, εκείνος άφησε για λίγο ελεύθερους, τους μυς γύρω από το στόμα του και χαμογέλασε, πράγμα λάθος. Πριν προλάβει να πάρει ξανά μια σοβαρή έκφραση, η κοπέλα στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε. Η εκνευρισμένη ματιά της τον κατακεραύνωσε, καθώς παρακολουθούσε το λευκό της πρόσωπο, να παίρνει ένα ρόδινο χρώμα.

«Ξέρεις κάτι;», του είπε τελικά, «Άντε και στο διάολο», συνέχισε και καθώς γύριζε την πλάτη της, του σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο του χεριού της.

Ο Γκράχαμ που μάλλον το διασκέδασε, παρά σοκαρίστηκε με τη χειρονομία της, δεν άντεξε να μην απαντήσει. «Ωραίοι τρόποι! Αν και, ένα απλό αντίο, θα ήταν υπεραρκετό».

Κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε τα χάλια του. Ένας μεγάλος λεκές είχε απλωθεί σε όλο του το στήθος. Τουλάχιστον δεν έκαιγε πια. Ο κόσμος άρχισε να διαλύεται και ο Γκράχαμ ξαναμπήκε στο μαγαζί. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει χωρίς καφέ, αφού είχε έρθει μέχρι εδώ. Η Λιάν, του είχε ήδη ετοιμάσει ένα καινούργιο κύπελλο, αφού παρακολούθησε όλη τη σκηνή. Δεν τον άφησε να πληρώσει και αφού την ευχαρίστησε, πήρε το δρόμο για τον κοιτώνα του.

Καθώς περπατούσε, έκλεισε το σακάκι του για να μη φαίνεται το λερωμένο του πουλόβερ. Έτσι κι αλλιώς το σιχαινόταν, το φορούσε μόνο και μόνο, γιατί άρεσε στην Γκρέις. Και πάνω που με τον έναν καυγά, ξέχασε τον άλλον, να το που η κοπέλα του ξαναγύρισε στο μυαλό του. Ή  μάλλον η πρώην κοπέλα του. Τον είχε χωρίσει σωστά;

«Ας είναι, λοιπόν», είπε στο εαυτό του

Ήπιε μια γουλιά από το ρόφημα του και το ένιωσε σαν βάλσαμο. Καθώς προχωρούσε παρέα με τους συλλογισμούς του, άρχισε να ψιχαλίζει. Διένυσε λίγα μέτρα ακόμα, όταν κάτι τράβηξε την προσοχή του. Στην άκρη του πεζοδρομίου και δίπλα σε κάτι σκαλοπάτια, ήταν πεσμένο ένα μαύρο μπλοκ.

Δε θα του είχε κάνει καμία εντύπωση, αν από μέσα του δεν ξεχώριζε μία σελίδα, που μάλλον είχε κοπεί και η μία της άκρη είχε βγει προς τα έξω. Ο Γκράχαμ πλησίασε και είδε πως είχε αρχίσει να μουσκεύει στις γωνίες από το ψιλόβροχο. Προσεκτικά, την τράβηξε και την κράτησε στα χέρια του.

Ήταν το μικρό σχέδιο ενός μαύρου φοίνικα, που φιγουράριζε στο κέντρο του φύλλου, με ανοιγμένα φτερά και τη μακριά ουρά του απλωμένη. Το ολόμαυρο φτέρωμα, έσπαγαν τόπους, τόπους ίχνη κόκκινου χρώματος, δίνοντας την εντύπωση κάρβουνου που κόντευε να σβήσει και περίμενε μια ανάσα, για να τυλιχτεί ξανά, στις φλόγες.

Σκέφτηκε πως κάποιοι θα το χαρακτήριζαν ως  σκοτεινό, εκείνος όμως, για κάποιο λόγο, το έβλεπε σαν συμβολισμό για τη ζωή. Πέραν του ότι ο φοίνικας, ήταν το σύμβολο της αναγέννησης, το ίδιο το σχέδιο απέπνεε έναν αέρα διαφορετικό. Ήταν λες και το μυθικό αυτό πλάσμα δεν ήταν γέννημα της φαντασίας κάποιου ανθρώπου, αλλά ένα αληθινό, ζωντανό ον, που κατοικούσε ξεχασμένο μέσα σε εκείνο, το πεσμένο στο δρόμο, μπλοκ.

Η βροχή δυνάμωνε και για να προστατεύσει το ζωγραφισμένο φοίνικα, άνοιξε την τσάντα του και έβαλε μέσα το φύλλο. Θεωρώντας πως ίσως το παρατημένο μπλοκ, έκρυβε κι άλλους θησαυρούς, έσκυψε και χωρίς δισταγμό, αφού το τίναξε όσο καλύτερα μπορούσε, το παράχωσε ανάμεσα σε δύο βιβλία του.

Έκλεισε την τσάντα του και συνέχισε το δρόμο του, πριν γίνει μούσκεμα. Το μπλοκ προφανώς είχε πέσει από κάποιον που μπορεί να γύριζε να το ψάξει. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσει από τη καταιγίδα που ερχόταν. Μια ματιά στα μαύρα σύννεφα που μαζευόντουσαν και ήταν φανερό, πως τα σκίτσα θα καταστρέφονταν αν τα άφηνε εκεί.

Μπήκε στο δωμάτιο του, πάνω στην ώρα για να δει από το παράθυρο του, το νερό να πέφτει καταρρακτωδώς. Δεν ήταν καλά καλά απόγευμα κι εκείνος είχε αργήσει στο μάθημα του, είχε εκτεθεί στο αφεντικό του, είχε χωρίσει και είχε συγκρουστεί με μία τρελή. Μια ομολογουμένως, χαριτωμένη τρελή, αλλά και πάλι, δεν ήταν και πολύ ευχάριστο συμβάν.

Τα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα, του θύμισαν το τραύμα στο δάχτυλο του και το γεγονός, ότι είχε να κάνει ακόμα μία δουλειά, πριν ξεκινήσει να δουλεύει πάνω στην εργασία που είχε αφήσει χθες.

Έβγαλε την τσάντα και το σακάκι του και ελπίζοντας ότι η σημερινή κακή του τύχη, δε θα επηρέαζε τη μελέτη του, άρχισε να μαζεύει τα γυαλιά, διαλέγοντας επιφυλακτικά, πρώτα τα μεγάλα κομμάτια.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

– Silene Tomentosa-

 

Είχαν περάσει δέκα ημέρες και όσο κι αν η Σεσίλια προσπάθησε να επανακτήσει τα σχέδια μέσω της μνήμη της, κανένα δεν της φαινόταν ισάξιο του πρωτότυπου. Βουνά από χαρτί είχαν δημιουργήσει τα τσαλακωμένα σχέδια δίπλα της. Αφηρημένη και απογοητευμένη άφησε το μυαλό της ελεύθερο και με σκόρπιες τις σκέψεις της άρχισε να σχεδιάζει με το μαύρο ραπιντογράφο της. Όταν πρόσεξε τη μορφή που μόλις είχε φτιάξει πάνω στο φύλλο, προσπάθησε να θυμηθεί που ήξερε εκείνο το πρόσωπο που μόλις είχε ανασύρει από το ασυνείδητο της. Ξαφνικά σαν το σχέδιο να είχε αποκτήσει αυτοτέλεια και ζωή, έσπρωξε τη δημιουργό του να αλλάξει τις σοβαρές γραμμές των χειλιών του σε μια γκριμάτσα που θύμιζε χαμόγελο. Μόλις αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για τον είρων που είχε πέσει επάνω της και την εμπόδισε να προφτάσει τον κλέφτη που κρατούσε τα σχέδια της, τσαλάκωσε το χαρτί και μουρμούρισε μέσα από τα σφιγμένα της δόντια,

-JODETE!!! Τελικά το τσαλακωμένο σχέδιο, κατέληξε πάνω στο σωρό των προηγούμενων αποτυχημένων σκίτσων, που είχαν σχηματίσει ένα βουναλάκι. Κοίταξε το ρολόι στο νέο της κινητό και σηκώθηκε να ετοιμαστεί για να φύγει. Σάββατο και θα έπρεπε να μείνει ως αργά στο μαγαζί, βέβαια εφόσον ερχόταν Κυριακή και ήταν το ρεπό της δεν την πείραζε πολύ. Οπωσδήποτε έπρεπε να βάλει στο πρόγραμμα της, που σιγά μην το τηρούσε, ότι την επόμενη μέρα έπρεπε να συμμαζέψει το χάος που είχαν δημιουργήσει τα σκόρπια χαρτιά. Μάλλον και για την ακαταστασία της θα έφταιγε η νοοτροπία της Σάρας, ότι κάθε πράγμα έχει μια θέση και εκεί πρέπει να βρίσκετε. Παρθένος, τι άλλο θα είχε στο μυαλό της εκτός από την τάξη. Το ότι είχε φέρει την ακαταστασία στη ζωή της κόρης της μόλις την πήρε από την Ισπανία, αυτό βέβαια δεν την ένοιαζε! Φυσικά αφού ήταν για το καλό της, το δικό της καλό όμως και όχι του παιδιού της.

Αφού ετοιμάστηκε φορώντας το σμαραγδί παλτό, που μόλις την ίδια μέρα είχε πάρει πίσω από το καθαριστήριο, έριξε μια ματιά πάνω στο τραπέζι το οποίο χρησιμοποιούσε για γραφείο. Στη μέση του τραπεζιού υπήρχε ένα σχέδιο, το οποίο ήταν και το μοναδικό που είχε καταφέρει να ανακτήσει στη μνήμη της. Ήταν ένα σπάνιο λουλούδι, το Silene Tomentosa, λουλούδι του τόπου της, που πλέον σπάνια φύτρωνε ακόμα και εκεί. Με πέντε λευκά πέταλα όλα κι όλα, τα οποία έδιναν την εντύπωση ότι χωρίζονταν στη μέση και με τους στήμονές του λευκούς να προεξέχουν από την κίτρινη σαν βαμβάκι ωοθήκη του. Η Σεσίλια είχε αλλάξει τα χρώματα του, δεν ήθελε απλά να είναι ένα όμορφο, εξωτικό λουλούδι ήθελε να είναι κάτι άγριο. Όπως στα περισσότερα της σχέδια έτσι και στο δυσεύρετο πλέον αυτό ιβηρικό άνθος επικρατούσε το μαύρο, τα περιγράμματα του ήταν κόκκινα καθώς και οι στήμονες του οι οποίοι τελείωναν σε χρυσή απόχρωση δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν ουρές από κομήτες που εμφανιζόταν μόλις στιγμιαία σε έναν ουρανό. Ενώ στο κέντρο του, εκεί που υπήρχε η ωοθήκη δημιουργούταν μια πραγματική έκρηξη σκοτεινών χρωμάτων με βάση το μπλε και το μαύρο, αν και υπήρχαν λίγες κουκίδες από χρυσό και κόκκινο, ώστε να δίνει την αίσθηση ότι αναβοσβήνει μια φωτιά που θα έλεγε κανείς ότι αργοπεθαίνει. Για τα περιγράμματα και τις σκιές χρησιμοποίησε πορφυρό χρώμα όσο για το τελευταίο πέταλο η Σεσίλια τόλμησε κάτι διαφορετικό, αποκομμένο από το υπόλοιπο λουλούδι, ήταν σαν να το έπαιρνε ο άνεμος, ενώ από το σημείο του λουλουδιού από το οποίο είχε αποκοπεί, έσταζαν τρεις σταγόνες αίμα, δημιουργώντας μια πληγή που αιμορραγούσε. 

«Ναι, αυτό ίσως να ήταν καλύτερο κι από το πρωτότυπο». Αφού θαύμασε για λίγο το σχέδιο της, το άφησε απότομα πάνω στο τραπέζι και ξεκίνησε προς την έξοδο του διαμερίσματος. Βγαίνοντας στον κρύο αέρα, βλαστήμησε γι’ άλλη μια φορά το Λονδίνο, ύστερα κοίταξε το ποδήλατο της, το οποίο την περίμενε να το ξεκλειδώσει για να φύγουν, με καινούργια μπροστινή ρόδα, φρεσκοβαμμένο και γυαλιστερό, τελικά το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου άσχημο. Ο Τσάρλι κάνει θαύματα, παραδέχτηκε, αφού ο νεαρός από το σύλλογο εθελοντών, που βοηθούσαν τους πρόσφυγες, μόλις έμαθε για το ατύχημα και την κλοπή προσφέρθηκε να τη βοηθήσει, μιας και από την εφηβεία είχε τρέλα με αυτά τα οχήματα, και ήξερε τα πάντα. Τύχη που την είχε, να υπάρχει άνθρωπος που το χόμπι του ήταν τα ποδήλατα. Αφού επέμεινε να τον πληρώσει για την εργασία του, εκείνος δέχτηκε να πάρει μόνο τα έξοδα για τη νέα ρόδα, το τιμόνι δεν είχε υποστεί μεγάλη ζημιά είχε ισχυριστεί, όσο για το λουστράρισμα δεν υπήρχε λόγος συζήτησης. Κοίταξε το ρολόι της και μιας και είδε ότι είχε χρόνο μπροστά της, αποφάσισε να πάει στη δουλειά με τα πόδια, κάνοντας τη διαδρομή να μοιάζει με περίπατο, άλλωστε με το ποδήλατο ένιωθε ότι θα κρύωνε περισσότερο.

Φτάνοντας βρήκε τον John να την περιμένει, ήταν ένας μεγαλόσωμος τύπος που έδινε την εντύπωση πολύ σκληρού, όμως ως συνήθως τα φαινόμενα απατούν κι έτσι κι εκείνος ήταν ένας καλόκαρδος τύπος, φτάνει να μην τον ενοχλούσες. Η Σεσίλια, είχε καλλιτεχνήσει  άλλο ένα τατουάζ επάνω στο μπράτσο του, πριν από κάποιους μήνες και παρά την αρχική του διστακτικότητα να την εμπιστευτεί, αφού προτιμούσε έναν σκληροτράχηλο τύπο όπως ήταν ο ίδιος κι ο ουαλός, από ένα μικροσκοπικό πλάσμα και μάλιστα κορίτσι. Όμως αφού την εμπιστευόταν ο Τζίμη δεν μπορούσε παρά να την εμπιστευτεί κι ο ίδιος. Είχε μείνει ικανοποιημένος από τη δουλειά της και αυτή τη φορά ζήτησε από μόνος του να τον εξυπηρετήσει η καστανομάτα Σεσίλια με το γατίσιο βλέμμα κάθε φορά που χαμογελούσε. Κόντευε να τελειώσει το τατουάζ στο στήθος του Τζον όταν άκουσε την εξωτερική πόρτα του μαγαζιού να ανοίγει και να μπαίνει μια ομάδα φωνακλάδων νεαρών. Έκανε ένα μορφασμό που πρόσεξε ο πελάτης της, προσφέροντας του την αφορμή να ξεκινήσει κι εκείνος τα σχόλια. Αφού κάλυψε με γάζα το νέο τατουάζ, του ευχήθηκε καλορίζικο και ξεκίνησε να του λέει τους τρόπους προφύλαξης για κάποιες μέρες ώστε να μη μολυνθεί, εκείνος τη διέκοψε απαντώντας ότι δε χρειαζόταν να τα επαναλαμβάνει, μετά από τόσα τατουάζ ήξερε τα πρέπει και τα δεν πρέπει. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της και βγήκε για να τον αφήσει να ντυθεί καθώς και για να δει τους νεοφερμένους που με τη φασαρία τους, της είχαν κινήσει την περιέργεια.

Βρήκε τρεις τύπους να κοιτάζουν ένα πίνακα με φωτογραφίες από τατουάζ ενώ κάτι συζητούσαν μεταξύ τους και γελούσαν. Χωρίς να τους διακόψει έμεινε να τους κοιτάζει. Ο John βγήκε από το δωμάτιο και πέρασε δίπλα από τους νεαρούς, ρίχνοντας τους μια ματιά. Τότε ήταν που ο κοκκινομάλλης την εντόπισε με την άκρη του ματιού του, γυρίζοντας και ξεφεύγοντας μέσα από τα χείλη του ένα επιδοκιμαστικό σφύριγμα έκανε και τους άλλους να γυρίσουν, όταν πρόσεξε ότι ο ένας από τους άλλους δύο ήταν ο είρων. Οι δυσάρεστες εκπλήξεις δε θα σταματούσαν εκεί. Για αρχή της πέταξε ένα ειρωνικό σχόλιο, που πιθανώς αφορούσε το χρώμα του παλτού της, «Τι έγινε, πότε θα βγεις από το κουκούλι σου εσύ;» Αν εκείνη την ώρα κρατούσε το μηχάνημα για τα τατουάζ θα του είχε κάνει ένα απευθείας μέσα στο μάτι, επειδή όμως δεν το κρατούσε, αρκέστηκε απλά να του απαντήσει αν και κακόκεφα: «Λέω την άνοιξη» και του γύρισε την πλάτη για να μπει στο εργαστήρι της, όταν άκουσε το φίλο του να τον ρωτάει.

-Ρε που την ξέρεις; και ύστερα μουρμουρητά και γέλια. Μήπως έκανε λάθος και έπρεπε να τον αναλάβει τελικά, δε θα ήταν μικρή ευχαρίστηση να τον έχει στα χέρια της και να τον κάνει να υποφέρει. Πριν προλάβει να ξαναβγεί άκουσε τον ουαλό που μόλις είχε τελειώσει με τον δικό του πελάτη να βγαίνει έξω και να καλωσορίζει τους καινούργιους. Σκέφτηκε να σηκωθεί μα τελικά το μετάνιωσε, μέχρι που άκουσε χτύπο στην πόρτα της.

-Μόνη σου είσαι; Τη ρώτησε μόλις μπήκε στο δωμάτιο της ο Τζίμη. Ήρθαν κάτι καινούργιοι, μόνο ο ένας θα κάνει τατουάζ και εγώ πρέπει να φύγω, μπορείς να τον αναλάβεις εσύ;

Η Σεσίλια ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, όμως παρέμεινε στο εργαστήρι της, όσο ο ουαλός εξηγούσε πως είχαν τα πράγματα στους νεαρούς. Με καρτερικότητα και κρυφή ελπίδα περίμενε να ακούσει το νεαρό να δέχεται να τον εξυπηρετήσει εκείνη.

-Που λέτε μάγκες τα πράγματα έχουν ως εξής, εγώ πρέπει να φύγω αλλά δεν έχετε να φοβάστε τίποτα, η κοπέλα που είδατε είναι το δεξί μου χέρι και ανερχόμενο ταλέντο στην τέχνη των τατού, σίγουρα θα ήθελες να έχεις ένα έργο τέχνης στο σώμα σου με την υπογραφή της. Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.    

-Μμμ δε νομίζω.

-Τότε λυπάμαι, δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε, θα πρέπει να πάτε αλλού γιατί κλείνουμε. Η Σεσίλια στεκόταν πίσω από την πόρτα, σιωπηλή, περιμένοντας να ακούσει αν τελικά το θύμα θα έπεφτε στα χέρια της, ενώ από μέσα της προσευχόταν σε όσους Αγίους γνώριζε, ο νεαρός να άλλαζε γνώμη και να έκανε το λάθος να την εμπιστευτεί.

-Έλα τώρα φοβάσαι ένα κοριτσάκι; Τον πείραξε κάποιος από την παρέα.

-Δεν τη φοβάμαι, απλά δεν την εμπιστεύομαι.

Η Σεσίλια κλεισμένη στο δωμάτιο που δεχόταν τους επίδοξους καμβάδες των έργων τέχνης της, αναρωτήθηκε μήπως είχε την έκτη αίσθηση και γι’ αυτό είχε σκιτσάρει μόλις λίγες ώρες νωρίτερα το πορτρέτο του ενώ καθόταν στη ζεστασιά του διαμερίσματος της. Μάλλον θα το είχε πάρει από τη γιαγιά της, τη μητέρα του πατέρα της που ισχυριζόταν ότι μικρή έβλεπε οράματα και προφητικά όνειρα. Αλλά ως τότε δεν είχε συμβεί κάτι άλλο που να μαρτυρούσε στη Σεσίλια ότι είχε το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον της. Ώρα ήταν τώρα να αρχίσει να πηγαίνει να της ρίξουν τα ταρώ, κορόιδεψε τον εαυτό της ενώ είχε ξεκινήσει να μαζεύει τα πράγματα της,

-Έλα φίλε, μη βλέπεις σε κάθε γυναίκα την Γκρέις. Άκουσε να λέει ένας από τους φίλους του, και ύστερα άκουσε τον ίδιο να ρωτάει κάτι τον ουαλό, εκείνος δεν είχε απαντήσει, οπότε προφανώς θα του είχε κάνει νεύμα.  

Της είχε φανεί ότι άκουσε την πόρτα του μαγαζιού να κλείνει. Είχε χάσει την ευκαιρία της, όμως δε θα κέρδιζε κάτι με το να στέκεται και να τον περιμένει. Άσε που δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να ελέγξει την έκφραση του προσώπου της, όσο εκείνος θα προσπαθούσε να αποφασίσει αν τελικά θα καταδεχόταν να του κάνει το τατουάζ η Σεσίλια, δεν ήθελε να φαίνεται η αδημονία της. Άκουσε την πόρτα της να χτυπάει και αμέσως να ανοίγει. Προφανώς τα πειράγματα των φίλων του και οι διαβεβαιώσεις του Τζίμη να τον είχαν πείσει και ενώ στην αρχή δε θέλησε να την ακολουθήσει στο χώρο της για να του κάνει το τατουάζ, τώρα παρουσιαζόταν μπρο­στά της για να γίνει έρμαιο στα χέρια της και να ανεχτεί τις σαδιστικές διαθέσεις της.

Τον κοίταξε προκλητικά ενώ περίμενε να ακούσει κάποια ατάκα του στυλ: «Πρόσεξε μη μου κάνεις καμιά κάμπια με κόκκινο κεφάλι σαν εσένα». Άλλωστε από το ύφος που την είχε κοιτάξει όταν τη σήκωσε από το έδαφος κάτι τέτοια θα σκεφτόταν, βέβαια αν του ξέφευγε κάτι παρόμοιο, ύστερα ό,τι και να περνούσε στα χέρια της θα του άξιζε. Όμως αντί για αυτό τη ρώτησε όσο πιο απλά μπορούσε.

-Να σε εμπιστευτώ;

-Πάνω απ’ όλα είμαι επαγγελματίας, απάντησε προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα χαμόγελο, μιας και θα φρόντιζε να τον κάνει τουλάχιστον να πονέσει κρατώντας το μαρτυρικό – καλλιτεχνικό εργαλείο της δουλειάς της. Μόλις εκείνος έμεινε γυμνός από τη μέση και πάνω και έχοντας την πλάτη του γυρισμένη σε εκείνη, δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει τις ανοιχτές πλάτες του. Ύστερα όμως θύμισε στον εαυτό της ότι εκείνος ο άντρας, της ήταν αντιπαθητικός, έτσι η επόμενη σκέψη της ήταν ότι της έκανε επίδειξη με το να στέκεται γυμνός. Ίσως να του άξιζε να αρπάξει και ένα γερό κρύωμα εκτός από τον πόνο που θα φρόντιζε η ίδια να περάσει.

-Θέλω να μου σχεδιάσεις αυτό. Είπε και της έδωσε ένα φύλλο χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. Με τρελό χτυποκάρδι στο στήθος, άπλωσε το χέρι να πάρει το χαρτί, όταν εκείνος πρόσεξε την τίγρη στον καρπό της, που φαινόταν από το ανασηκωμένο μανίκι της. Χωρίς να το σκεφτεί, έπιασε το χέρι της από τον καρπό και έμεινε να κοιτάζει την τίγρη, που ξεσκίζοντας τη σάρκα του κοριτσιού προσπαθούσε να βγει από μέσα της.

-Ωραίο, θαύμασε! Ποιος σου το έφτιαξε;

-Το σχέδιο είναι δικό μου, μου το έφτιαξε ο Τζίμη.

-Ο τύπος που έφυγε; Είπε και την κοίταξε στα μάτια χωρίς να της αφήσει το χέρι.

-Ναι, μουρμούρισε και αμήχανα τράβηξε το χέρι της από το χαλαρό κράτημα του, ύστερα ξεδίπλωσε το χαρτί για να αντικρίσει τη μεγαλύτερη και πιο δυσάρεστη έκπληξη της ημέρας. Ένα από τα σχέδια του μπλοκ που της είχαν κλέψει προ δέκα ημερών. Αντικρίζοντας το μαύρο φοίνικα χίλια σενάρια πέρασαν από το μυαλό της, γύρισε και κοίταξε τον τύπο βράζοντας από θυμό, κάτι που εκείνος δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται. Ώστε έτσι, επίτηδες είχε μπει μπροστά της για να την εμποδίσει να φτάσει τον κλέφτη, ήταν κι εκείνος στο κόλπο, καλά το είχε υποψιαστεί. Κι αν το μόνο αξιόλογο για έναν κλέφτη που είχε μέσα στην τσάντα της ήταν το κινητό της, σε εκείνη είχαν κάνει μεγαλύτερη ζημιά με το να της κλέψουν τα σχέδια, τα οποία παρά τους κόπους της δεν είχε καταφέρει ακόμα να ανασύρει από την μνήμη της με όλες τους τις λεπτομέρειες. Και από πάνω πήγαινε εκεί να την περιγελάσει. Κόκκινη από τον εκνευρισμό κατάπιε το θυμό της και έκανε μια προσπάθεια να ανακτήσει την ψυχραιμία της.

-Στην πλάτη το θέλω.

-Φυσικά. Ξάπλωσε του είπε και του έδειξε την πολυθρόνα που την χαμήλωσε για να είναι εύκολο να ξαπλώσει πάνω της. Άραγε ένας από τους δύο τύπους έξω να ήταν ο κλέφτης της τσάντας; Ο ψηλός σίγουρα όχι. Ο άλλος θα μπορούσε αλλά και σίγουρη δεν ήταν, για το μόνο που ήταν βέβαιη ήταν ότι ο τύπος που οικιοθελώς είχε ξαπλώσει στην πολυθρόνα του μαρτυρίου του, πέρα από κάθε αμφιβολία ήταν ο ένοχος. Φυσικά δεν επρόκειτο απλά για μια σύμπτωση, να κυνηγάει τον κλέφτη που την έσπρωξε και της έκλεψε την τσάντα, ύστερα να πέφτει επάνω του χάνοντας την ισορροπία της και χρόνο, και ύστερα να εμφανίζεται ο ίδιος τύπος που είχε παρουσιαστεί ως εμπόδιο με ένα από τα κλεμμένα σχέδια.

-Γιατί αργείς; Τη ρώτησε.

-Παρατηρώ το σχέδιο.

-Μπορείς να το κάνεις ή να πάω αλλού;

-Φυσικά και μπορώ να το κάνω, και μάλιστα καλύτερα από το πρωτότυπο. Η Σεσίλια ψάχνοντας στο μυαλό της να βρει με ποιο τρόπο θα έπρεπε να πάρει την εκδίκηση της σηκώθηκε από τη θέση της παρατώντας στην άκρη το χαρτί ενώ άκουσε το θύμα της, που τόσο πειθήνια είχε πάρει τη θέση του στην καρέκλα των βασανιστηρίων να τη ρωτάει.

-Δεν είναι υπέροχο;

-Ποιο πράγμα; τον ρώτησε και φόρεσε ένα ζευγάρι γάντια.

-Το σχέδιο, ο μαύρος φοίνικας.

-Καλό είναι, είπε μέσα από τα δόντια της, ενώ έβγαζε τις βελόνες, μια για κάθε χρώμα, από σακουλάκια κλεισμένα αεροστεγώς. Μήπως έχεις πιει; Στράφηκε απότομα και τον κοίταξε. Ο νεαρός κούνησε νευρικά το κεφάλι του κοιτώντας την, όμως τα μάτια του της μαρτυρούσαν ότι είχε πιει και μάλιστα πολύ. Για μια στιγμή σκέφτηκε καθαρά επαγγελματικά. Το σωστό ήταν να τον διώξει και να του πει να επιστρέψει εκεί νηφάλιος κάποια άλλη μέρα, από την άλλη όμως ο επαγγελματισμός δεν έχει καμία σχέση με την εκδίκηση που ήθελε και είχε την ευκαιρία να πάρει, οπότε μάλλον τη βόλευε να είναι μεθυσμένος ο πελάτης, με αυτά που είχε σκοπό να του κάνει. Παρά ταύτα τον ρώτησε για μια ακόμα φορά, για να τα έχει καλά με τη συνείδηση της.

-Σίγουρα;

-Σίγουρα! Της απάντησε και κοίταξε πάλι μπροστά.

-Τέλεια. Πάντως τα φιλαράκια σου μου φάνηκαν πιωμένα.

-Ναι, αλλά όχι πολύ, απλά ήρθαν σε κέφι.

-Ωραία, ξεκινάμε; Τον ρώτησε και κάθισε στο σκαμπό δίπλα του. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Θες να σου βάλω αναισθητική αλοιφή ή είσαι σκληρό αντράκι; Τον ρώτησε έχοντας ανασηκώσει το αριστερό της φρύδι.

-Δεν χρειάζομαι. Είπε και εκείνη χαμογέλασε αφού πόνταρε σε αυτή την απάντηση, αλλιώς το πιο πιθανό να είχε ‘‘ξεχάσει’’ να τον ρωτήσει. Μόλις ακούμπησε τη βελόνα πάνω στη λεία πλάτη του, που πριν από λίγη ώρα είχε ξεροκαταπιεί στη θέα της, και τον είδε να κάνει μια στιγμιαία αντανακλαστική κίνηση ένα πλατύ ασυγκράτητο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Ευτυχώς δεν την έβλεπε, αφού είχε φροντίσει να τον βάλει να είναι ξαπλωμένος από την πλευρά που δεν μπορούσε να βλέπει στον καθρέφτη. Ξεκίνησε, περνώντας ένα ελαφρύ μαύρο περίγραμμα ώστε μετά να συνεχίσει με το κόκκινο για να φαίνεται ότι στην πραγματικότητα το πορφυρό χρώμα ήταν το περίγραμμα του σπάνιου λουλουδιού που σχεδίαζε πάνω στον ανθρώπινο καμβά της. Με επαγγελματική συναίσθηση έκανε τη δουλειά της, μόνο που είχε αλλάξει το σχέδιο που είχε διαλέξει ο πελάτης, με ένα άλλο από εκείνα του κλεμμένου μπλοκ. Όχι που θα τον άφηνε έτσι! Ανά διαστήματα τον ρώταγε κάτι μικρής σημασίας, ώστε να τον ακούει να της μιλάει με σφιγμένα δόντια, κάτι που της έδινε ιδιαίτερη ευχαρίστηση, μιας και καταλάβαινε ότι του προκαλούσε πόνο κάθε φορά που τον άγγιζαν οι βελόνες. Είχαν περάσει σαράντα λεπτά που έκανε το σχέδιο και μόλις είχε τελειώσει με το ξεχωρισμένο πέταλο που το παρέσερνε ο αέρας καθώς έπεφτε. Μια στιγμιαία έμπνευση την έκανε να αλλάξει το πρωτότυπο σχέδιο, κι έτσι οι τρεις σταγόνες αίμα που έσταζαν από το λουλούδι πολλαπλασιάστηκαν σε 7 και κάθε μια από αυτές συμπεριλάμβανε και ένα γράμμα από το όνομα της, S, E, S, I, L, I, A. Μόλις είχε βάλει την υπογραφή της στο σώμα εκείνου που είχε συμβάλει στο να της στερήσουν το μπλοκ, και θα ξόδευε αρκετά χρήματα για να απαλλαγεί από το όνομα της. Ένιωθε κάτι παραπάνω από ικανοποιημένη όταν άρχισε να βάζει στην περιοχή κρέμα ώστε να διατηρηθεί η περιοχή ενυδατωμένη και να αποφευχθούν μολύνσεις. Το σχέδιο είχε αποδοθεί τέλεια και εκείνη ήταν κάτι παραπάνω από καλλιτέχνης! Πριν προλάβει να σηκωθεί για να το δει σε έναν καθρέφτη ο νεαρός άντρας, εκείνη πρόλαβε να το καλύψει με την αντικολλητική γάζα.

-Δε θα το δω; Τη ρώτησε παραξενεμένος ο νεαρός.

-Όχι, τώρα πάει το καλύψαμε, δεν κάνει να βγάλουμε την γάζα.

-Μα δε θα έπρεπε να το δω πρώτα πριν το καλύψεις;

-Είσαι άσχετος όπως καταλαβαίνω. Αν ήθελες να το δεις έπρεπε να το κάνεις κάπου ώστε να βλέπεις όση ώρα το σχεδίαζα. Είναι πολύ επικίνδυνο να το αφήσουμε εκτεθειμένο, αμέσως μόλις του βάλουμε την αλοιφή πρέπει να καλυφτεί. Ξέρεις πόσα μικρόβια κυκλοφορούν.

-Εδώ μέσα; Αμφιβάλω, βρωμάει αντισηπτικό.

-Και πάλι πρέπει να παίρνουμε τα μέτρα μας, είμαι επαγγελματίας δεν μπορώ να το διακινδυνέψω ώστε να του ρίξεις εσύ μια ματιά. Άλλωστε πλέον είναι κομμάτι σου, θα βαρεθείς να το βλέπεις. Και τώρα οι οδηγίες προφύλαξης. Σου έχω βάλει αρκετή αλοιφή ώστε να το διατηρήσει ενυδατωμένο, οπότε μπορείς να το αφήσεις και 12 ώρες μέχρι να αφαιρέσεις την γάζα, όταν όμως την αφαιρέσεις δεν επιτρέπεται να το ξανακλείσεις. Για λίγες μέρες δε θα γυμναστείς, δε θα πας σε κολυμβητήριο, να σου πω να αποφεύγεις τον ήλιο είναι περιττό μέσα στην καταχνιά που ζούμε του Λονδίνου. Δε θα μπεις σε σάουνα, ούτε στη θάλασσα. Όση ώρα εκείνη του αράδιαζε ένα σωρό πράγματα που έπρεπε και δεν έπρεπε να κάνει, του πρότεινε τι κρέμα να βάζει για να ενυδατώνει την περιοχή, εκείνος ντυνόταν κουνώντας το κεφάλι του για να της δείξει ότι καταλαβαίνει.

-Μιας και με πλήρωσες μπορείς να φύγεις.

-Το σχέδιο; Τη ρώτησε.

-Ποιο σχέδιο;

-Το χαρτί με το σχέδιο που έκανες στην πλάτη μου, το θέλω, δε θα σε αφήσω να το κάνεις σε άλλον, θέλω να το έχω μόνο εγώ.

Ώστε ήταν και εγωιστής!

-Φυσικά, του απάντησε χαμογελώντας ειρωνικά και παίρνοντας από το πάγκο που είχε παρατημένο το χαρτί με το φοίνικα του το επέστρεψε.

-Γιατί χαμογελάς;

-Απλά από την στιγμή που σχεδίασα σχολαστικά το πουλί στην πλάτη σου, η κάθε γραμμή και λεπτομέρεια του έχει χαραχτεί στη μνήμη μου, δε χρειάζομαι ένα κομμάτι χαρτί για να το ξαναφτιάξω. Απλά να το ξέρεις.

-Μην τολμήσεις! Της είπε κοιτώντας την. 

-Γιατί είχε copyright το σχέδιο και τα πνευματικά δικαιώματα του σου ανήκουν; Αφού δεν απάντησε, βγήκε έξω για να βρει τρεις άντρες να κάθονται στους καναπέδες. Οι δύο ήταν οι φίλοι του, όσο για τον άλλο, δε χάρηκε ιδιαίτερα η Σεσίλια όταν αναγνώρισε το πρόσωπο του Χάρολντ, που την κοίταζε χαμογελώντας.

-Τι θες εδώ; Εκείνη την ώρα, έχοντας φορέσει και το μπουφάν βγήκε από το δωμάτιο ο πελάτης και κάνοντας νόημα στους άλλους δύο σηκώθηκαν για να φύγουν. Βγαίνοντας από την πόρτα η Σεσίλια πρόσεξε ότι ο νεαρός άντρας έριξε μια ενοχλημένη ματιά σε εκείνη και το Χάρολντ, όταν της κούνησε το κεφάλι του αντί χαιρετισμού. Εκείνη τον καληνύχτισε και έστρεψε την προσοχή της πάλι στο βόρειο Ιρλανδό, ο οποίος ήταν ο τελευταίος από τους εραστές της.

-Μου έλειψες, είπε και έκανε να την αγκαλιάσει, μα η Σεσίλια τραβήχτηκε απότομα πίσω. Δεν είχε διάθεση για τέτοιες εκδηλώσεις και ειδικά από κάποιον σαν εκείνον.   

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

 

 – Πρέπει να είσαι η αλλαγή, που θες να έρθει. (Γκάντι)

 

Κουκουλωμένος στο κρεβάτι του, άκουγε το σούρσιμο του κινητού του πάνω στο γραφείο του. Το συνεχόμενο βζζζμ, βζζζμ της δόνησης, του έδινε στα νεύρα, όμως ήθελε τόσο πολύ να χουζουρέψει λίγο ακόμα. Ήταν τα γενέθλια του στο κάτω, κάτω. Αν δεν έχεις δικαίωμα να κοιμηθείς λίγο παραπάνω στα γενέθλια σου. Ε, τότε δεν υπάρχει λόγος να τα γιορτάζεις.

Το κινητό σταμάτησε να δονείται και ησύχασε για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι που ξεκίνησε πάλι. Όποιος κι αν τον έψαχνε, δε θα σταματούσε μέχρι να του μιλήσει.

Τίναξε τα σκεπάσματα από πάνω του, και σηκώθηκε νευριασμένος. Το αμυδρό φως της οθόνης του κινητού του και ο εκνευριστικός ήχος που έκανε, καθώς τριβόταν στην ξύλινη επιφάνεια, τον οδήγησε κατευθείαν σε αυτό.

Το πήρε στα χέρια του και περίμενε λίγο να συνηθίσουν τα μάτια του στο φως. Όταν μπόρεσε να κοιτάξει χωρίς να πονάει, είδε ότι τον καλούσε η Λόρνα. Φυσικά, ποιος άλλος θα ήταν αρκετά αγενής ώστε να επιμένει τόσο, σκέφτηκε καθώς έφερνε το τηλέφωνο στο αυτί του.

Πριν προλάβει να τη βρίσει που τον ξύπνησε, τον ξεκούφανε μια μελωδία που ακουγόταν από την άλλη μεριά της γραμμής. Κοίταξε ξανά την οθόνη, για να σιγουρευτεί ότι ήταν η αδερφή του και αφού χαμήλωσε λίγο το ακουστικό, προσπάθησε να της μιλήσει.

«Λόρνα;», ρώτησε. Όταν δεν πήρε απάντηση, δοκίμασε λίγο πιο δυνατά, ώσπου στο τέλος κατέληξε να φωνάζει το όνομα της. «Λόρνα! ΛΟΡΝΑ!!».

Δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακούσει, η μουσική ήταν πολύ δυνατά. Κάθισε ξανά στο κρεβάτι του και περίμενε να τελειώσει. Κουνούσε νευρικά το πόδι του, όταν συνειδητοποίησε ότι την ήξερε αυτή τη μελωδία. Ήταν η μουσική του Braveheart. Δεν μπόρεσε να μη γελάσει.

«Χρόνια πολλάααααα!», ακούστηκε η χαρούμενη φωνή της αδερφής του, μετά την τελευταία νότα του soundtrack.

«Ευχαριστώ!! Λίγο ασυνήθιστη η επιλογή του γενέθλιου άσματος».

«Α, γιατί το λες αυτό; Εγώ το βρίσκω ταιριαστό»

«Ταιριαστό; Με ποιον ακριβώς τρόπο, παρακαλώ;», απόρησε  ο Γκράχαμ.

«Συνδυάζει τις σκωτσέζικες ρίζες σου, με το επαναστατικό σου πνεύμα», απάντησε η Λόρνα.

«Μμμ, ναι. Ομολογουμένως, γεννημένος επαναστάτης. Όμως, το ξέρεις ότι δεν είχε και πολύ καλό τέλος ο πρωταγωνιστής, έτσι; Έχεις δει την ταινία», της είπε αβέβαια.

«Φυσικά, ένας λόγος παραπάνω που σου ταιριάζει, λοιπόν»

«Μα τι γλυκιά αδερφή, με πήρε να με ξυπνήσει την ημέρα των γενεθλίων μου, για να μου πει, ότι θα έχω ένα βασανιστικό θάνατο», αναφώνησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ανοίξει το παραθυρόφυλλο του, αφήνοντας επιτέλους, το πρωινό, γκρίζο φως να μπει στο δωμάτιο. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακοιμηθεί.

Η Λόρνα γέλασε. «Μα τι γκρινιάρης που είσαι. Τουλάχιστον ο τύπος έμεινε στην ιστορία!»

«Λες λοιπόν ότι η ιστορία θα θυμάται ότι κάποια στιγμή στον 21ο αιώνα, ένας άγγλος αποφάσισε να αλλάξει σχολή κρυφά από τους δικούς του; Χμμ, δεν θα τον έλεγα και πολύ παραγωγικό αιώνα τότε», μισογέλασε ετοιμάζοντας παράλληλα τη φτηνή καφετιέρα του.

«Ουφ, καλά! Του χρόνου, θα σκεφτώ κάτι καλύτερο για να γιορτάσουμε τα γενέθλια σου και την επέτειο της εξέγερσης σου»

«Ή μπορείς απλά, να μου τραγουδήσεις το Happy Birthday, θα το εκτιμήσω εξίσου», την προέτρεψε, από φόβο ότι θα έφταναν στα ογδόντα τους και ακόμα, θα του υπενθύμιζε εκείνη τη μέρα.

«Ναι, ναι θα το έχω στο νου μου. Και τι θα έλεγες, αν πηγαίναμε για φαγητό σήμερα; Δικό μου το κέρασμα. Ξέρεις, για να εξιλεωθώ», του πρότεινε.

«Το ξέρεις ότι η αντίστροφη ψυχολογία δεν πιάνει με μας, από τότε που έγινα δέκα χρονών. Παρόλα αυτά, θα δεχθώ το κέρασμα. Ο μισθός του βοηθού καθηγητή, δε φτάνει για το αγαπημένο σου εστιατόριο».

«Τι μεγαλόψυχος!», τον κορόιδεψε. Αν βρίσκονταν στον ίδιο χώρο, ήταν σίγουρος ότι θα του έβγαζε και τη γλώσσα. Καμιά φορά, δεν ήξερε πώς να ξεχωρίσει τη Λόρνα, από την Άιλα. «Ραντεβού το μεσημέρι, αδερφούλη! Και σε παρακαλώ, μην βάλεις τίποτα που να σου έχει αγοράσει η Γκρέις. Αυτή η κοπέλα, δεν έχει καθόλου γούστο. Σε φιλώ!»

Έκλεισε το τηλέφωνο και το πέταξε στο κρεβάτι. Είχε πολύ καιρό να συναντήσει τη Λόρνα. Εκείνη δούλευε σκληρά στην εταιρεία κι εκείνος, έτρεχε πότε με το πανεπιστήμιο, πότε για τον Άτκινσον και πότε για την Γκρέις. Είχαν πολλά να πουν και πρώτα από όλα, για το χωρισμό του.

Η Λόρνα θα ήταν από εκείνους που θα φρόντιζαν να τον συγχαρούν. Δεν συμπαθούσε καθόλου την κοπέλα του και δεν έκανε τίποτα για να το κρύψει. Βέβαια, τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία και γι αυτό φρόντιζε, να μην έρχονται συχνά οι δυο τους σε επαφή. Τι θα έκανε άραγε σήμερα, η Γκρέις; Θα τον έπαιρνε τηλέφωνο, έστω για μία τυπική ευχή; Είχαν περάσει γύρω στις δέκα μέρες και δεν είχε δώσει σημείο ζωής.

Ο χαρακτηριστικός ήχος της καφετιέρας, τον ειδοποίησε πως ο καφές του ήταν έτοιμος. Γέμισε μια τεράστια κούπα, πρόσθεσε δυο γενναίες κουταλιές ζάχαρης και λίγο γάλα. Την πήρε και κάθισε στο γραφείο του, κοιτώντας το δρόμο έξω. Ήταν Σάββατο και είχε περισσότερη κίνηση από ότι συνήθως.

Βρισκόταν σε δίλημμα. Δεν ήξερε πώς να περάσει το πρωινό του. Φυσικά, δεν είχε καμία διάθεση να διαβάσει και για το μεσημέρι, είχε κανονίσει να δει την αδερφή του. Όσο για το βράδυ… Το βράδυ, θα έβγαινε με τους φίλους του για ποτό.

Τελευταία, σύχναζαν στο μπαρ Element και εκεί θα πήγαιναν κι απόψε. Με τον Σμιτ, τον Κάλουμ και τον μικρό αδερφό του, τον Τζέιμς. Αυτό ήταν που χρειαζόταν. Ένα ανέμελο βράδυ, με τους κολλητούς του. Καλή μουσική, καλή παρέα και καλό ποτό. Ειδικά από αυτό το τελευταίο, όσο το δυνατόν περισσότερο και ταυτόχρονα, όσο το δυνατόν λιγότερες σκέψεις.

Τι θα έκανε τώρα, όμως; Μια καλή ιδέα, ήταν να πάει για κολύμπι. Σίγουρα προλάβαινε μερικούς γύρους και να γυρίσει εγκαίρως σπίτι, να ετοιμαστεί για το γεύμα με τη Λόρνα.

Είχε τελειώσει ήδη τον μισό καφέ του, όταν τελικά αποφάσισε ότι αυτό θα έκανε. Σηκώθηκε, φόρεσε τις φόρμες του και πήρε το σάκο του. Έπιασε το αθλητικό του μπουφάν και πριν φύγει, έψαξε για τα κλειδιά του. Θυμήθηκε ότι ήταν στην τσάντα του και την άνοιξε, ψαχουλεύοντας τα, ανάμεσα στα βιβλία του.

Το πρώτο πράγμα που είδε, ήταν εκείνο το κομμάτι χαρτί, με το ζωγραφισμένο φοίνικα. Κάθε τόσο το έβγαζε και το κοιτούσε. Δεν είχε δει το υπόλοιπο μπλοκ ακόμα, μα αυτό το σχέδιο τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Ήταν σαν να συμβόλιζε, όσα ήθελε στη ζωή του. Τη δυνατότητα να τα αλλάζει όλα και να γεννιέται ξανά, κάνοντας μια καινούργια αρχή. Κι αν δεν τα κατάφερνε, να το επαναλάμβανε ξανά και ξανά, μέχρι να βρει το σωστό. Το σωστό για εκείνον.

Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του, αλλά θα έπρεπε να το σκεφτεί λίγο παραπάνω και σίγουρα, να μιλήσει πρώτα με τον Τζέιμς. Το έβγαλε και το δίπλωσε με προσοχή, βάζοντας το στη τσέπη του τζάκετ, που θα φορούσε αργότερα. Ψάρεψε τα κλειδιά, από τον πάτο της τσάντας του και έφυγε για την πισίνα.

ba

Το Element ήταν ένα σχετικά καινούργιο μπαρ, όμως είχαν ήδη γίνει θαμώνες του. Το είχε ανακαλύψει ο Τζέιμς, σε μία από τις αμέτρητες νυχτερινές του εξορμήσεις και οι υπόλοιποι τον εμπιστεύονταν τυφλά σε θέματα διασκέδασης και όπως αποδείχτηκε, έκαναν πολύ καλά.

Ο Γκράχαμ, είχε χάσει τον αριθμό των ποτών που είχε πιει. Πρέπει να ήταν κάπου ανάμεσα στο πέμπτο και το όγδοο, αλλά πάλι, ποιος κρατούσε λογαριασμό. Ευτυχώς  μετά το γεύμα του με τη Λόρνα, το στομάχι του ήταν γεμάτο.

«Δεν πήρε», μουρμούρισε κοιτάζοντας τον πάτο του ποτηριού του.

Ο Κάλουμ, καθόταν δίπλα του, σε ένα ψηλό σκαμπό στον πάγκο, χαζεύοντας την απέναντι παρέα. Ή μάλλον, τη μελαχρινή της απέναντι παρέας.

«Μμμ, τι είπες;», ρώτησε χωρίς να χάσει οπτική επαφή.

«Λέω… Δε με πήρε τηλέφωνο»

«Ποιος;»

«Η Γκρέις, Κάλουμ! Με παρακολουθείς;», είπε γυρνώντας προς το μέρος του. Ακολούθησε το βλέμμα του φίλου του, μέχρι την μελαχρινή κοπέλα. «Μάλλον όχι».

«Συγνώμη φίλε, αλλά δε βγήκαμε για να παρακολουθώ εσένα. Γενέθλια ή όχι, το μωρό απέναντι, είναι αστέρι», του απάντησε ο Κάλουμ ξεκλέβοντας ένα δευτερόλεπτο από την κοπέλα, για να τον κοιτάξει.

«Δεν είπα να μου την πέσεις! Δεν είσαι καν ο τύπος μου, αλλά τουλάχιστον, μπορείς να με ακούς;»

«Πωπω, μου φαίνεται κάποιος, έχει αρχίσει και περνάει στη ζώνη της μιζέριας. Μήπως να σταματήσεις να πίνεις;»

«Δεν μου φταίει το ποτό. Εσύ μου φταις. Υποτίθεται ότι είσαι μεγαλύτερος και φίλος μου. Δεν πρέπει να με συμβουλεύεις;», του πέταξε ο Γκράχαμ, τραβώντας του την προσοχή.

Ο Κάλουμ γύρισε την πλάτη στην μελαχρινή και έκανε νόημα στον μπάρμαν, για ένα ακόμα ποτό. «Εντάξει, αυτό πόνεσε. Και για πες μου, γιατί στο διάολο ακριβώς θες συμβουλή; Μια εβδομάδα πριν, είπες ότι ένιωθες ελεύθερος».

«Δεν είναι ότι τη θέλω πίσω. Δηλαδή, νομίζω. Αλλά, έτσι που χωρίσαμε, είναι σαν να μην ήμαστε ποτέ μαζί. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»

«Όχι! Κι αν θέλεις τη γνώμη μου, καιρός ήταν. Η κοπέλα είχε αρχίσει να τα χάνει. Το ξέρεις ότι πριν ένα μήνα περίπου, με πήρε τρία τηλέφωνα γιατί λέει, δε σε έβρισκε. Της εξήγησα ότι ήσουν σε σεμινάριο και παρόλα αυτά, με πήρε άλλες δύο φορές», του ξεφούρνισε ο Κάλουμ πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του.

Ο Γκράχαμ τον κοίταξε ερωτηματικά και ο Κάλουμ έγνεψε καταφατικά. «Είσαι καλύτερα χωρίς εκείνη. Θα είσαι καλύτερα, χωρίς εκείνη», συμπλήρωσε.

Ο Γκράχαμ αναστέναξε, άδειασε το ποτό του μονορούφι και παρήγγειλε άλλο. Γύρισε προς τη μεριά της μπάντας, όπου ο Τζέιμς, καθόταν στη θέση του ντράμερ. Όποτε πήγαιναν σε κάποιο μέρος με ζωντανή μουσική, δεν υπήρχε περίπτωση να μην πλησιάσει για να ζητήσει να παίξει λίγο. Σπούδαζε μηχανολογία και ήταν, όπως και ο Σμιτ, δύο χρόνια μικρότερος του, όμως είχε έρθει στην παρέα, χάρη στον Κάλουμ, που μιας και έχοντας καθυστερήσει λίγο παραπάνω με τις σπουδές του, συναντήθηκε με τους άλλους δύο στο Master τους.

«Πρέπει να παραδεχτώ, ότι είναι καλός!», σχολίασε ο Γκράχαμ, δείχνοντας τον Τζέιμς που έπαιζε σόλο, μοιάζοντας να έχει πιάσει φωτιά από τον συνδυασμό του φωτισμού της σκηνής και των κόκκινων μαλλιών του. Το μεγάλο τατουάζ δράκου που είχε στο χέρι του, ξεχώριζε παρά τις έντονες κινήσεις του και τότε θυμήθηκε το χαρτί, στην εσωτερική τσέπη του. «Ο φοίνικας...»

«Τι πράγμα;», ρώτησε ο Σμιτ, βγάζοντας το σακάκι του. Το δίπλωσε πάνω στο άδειο σκαμπό και κάθισε πάνω του, στο άλλο πλευρό του Γκράχαμ. «Το σήμα εδώ μέσα, δεν παίζεται. Όχι ότι θα άκουγα τίποτα, με τον τρελό στα ντραμς».

«Σου έλειψε κιόλας, η Ελίζ; Έχεις να τη δεις, μόλις δύο ώρες», τον κορόιδεψε ο Κάλουμ.

«Να κοιτάς τα χάλια σου, γερόλυκε», είπε παίρνοντας την μπύρα που του έφερε ο μπάρμαν.

«Οκ, οκ το έπιασα το νόημα. Ασχολήσου εσύ με τον εορταζόμενο. Έτσι κι αλλιώς, είχα αφήσει μια δουλειά στη μέση», του απάντησε και γύρισε το σώμα του ξανά, προς τη μεριά της μελαχρινής κοπέλας.

Ο Σμιτ, κούνησε το κεφάλι του και έστρεψε την προσοχή του στον Γκράχαμ, που κοιτούσε ακόμα την μπάντα. «Τι είπες πριν; Μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι για φοίνικα»

«Θα κάνω τατουάζ», ανακοίνωσε πίνοντας.

Ο Σμιτ, πνίγηκε με τη γουλιά που κατέβαζε και σκούντηξε δυνατά τον Κάλουμ. «Τι θα κάνεις λέει;», τον ρώτησε σκουπίζοντας το στόμα του.

Ο Γκράχαμ, τους κοίταξε και επανέλαβε. «Θα κάνω τατουάζ. Πρέπει να μιλήσω στον Τζέιμς. Ξέρει κανείς σας, που έκανε το δικό του;»

«Δεν πας καλά, φίλε. Κι όλα αυτά για έναν χωρισμό;», είπε έκπληκτος ο Κάλουμ.

«Όχι δεν είναι για το χωρισμό, είναι γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει. Την αλλαγή, την αναγέννηση, ένα νέο ξεκίνημα! Το να κάνω, αυτό που θέλω εγώ», τους εξήγησε  με φωνή ανθρώπου που ονειροβατούσε.

«Ε, και για να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα, πρέπει να κάνεις τατουάζ; Δεν είναι καν το στυλ σου! Γιατί δε δοκιμάζεις καλύτερα, κάτι που δε θα μετανιώσεις;», προσπάθησε να τον λογικέψει ο Σμιτ.

«Δεν καταλαβαίνετε», τους πέταξε και πήγε κοντά στον Τζέιμς.

Όταν επέστρεψε στο μπαρ, οι δύο του φίλοι συζητούσαν έντονα.  «Έφυγα», τους είπε παίρνοντας το τζάκετ του. Έδωσε μερικά χαρτονομίσματα στον μπάρμαν και χαιρέτησε τους αποσβολωμένους κολλητούς του. «Τα ποτά κερασμένα».

Βγήκε στο δρόμο και ένιωσε το κρύο, σαν χαστούκι στο πρόσωπο του. Είχε πιει παραπάνω από όσο πίστευε. Μπορούσε να περπατήσει, αλλά την τελευταία φορά που κοίταξε, είχε πέντε δάχτυλα κι όχι εφτά. Είχε κάνει μερικά βήματα, όταν άκουσε πίσω του τον Κάλουμ και τον Σμιτ, να φωνάζουν το όνομα του.

«Έχεις τρελαθεί!», του είπε ο Σμιτ, όταν τον πρόλαβε.

«Όχι, απλά το έχω αποφασίσει», απάντησε ήρεμα ο Γκράχαμ, συνεχίζοντας το περπάτημα.

«Ωραία, θα το έχεις αποφασίσει κι αύριο το πρωί, που θα είσαι και νηφάλιος», νευρίασε ο Κάλουμ.

«Σήμερα πρέπει», επέμεινε εκείνος.

Ό,τι κι αν είπαν ή έκαναν, δεν άλλαξε γνώμη. Ο Κάλουμ πρότεινε στο Σμιτ να τον πάνε σηκωτό σπίτι, ή ακόμα κι αναίσθητο. Το πιο πιθανό ήταν ότι δε θα θυμόταν τίποτα το πρωί. Ο Γκράχαμ όμως, δεν έδωσε σημασία, ούτε στις προειδοποιήσεις του Σμιτ, ότι σίγουρα θα το μετάνιωνε, ούτε στα κοσμητικά επίθετα που ξεστόμιζε ο Κάλουμ για τον αδερφό του.

«Τον ηλίθιο! Πολύ έξυπνο να πεις στον πιωμένο κολλητό σου, που βρίσκεται το μαγαζί για να χτυπήσει τατουάζ. Κι ούτε που ήρθε μαζί μας, ο μαλάκας! Ντραμς και αηδίες», μουρμούραγε σε όλη τη διαδρομή.

Έφτασαν στο μαγαζί, αρκετή ώρα αργότερα. Με τον Γκράχαμ να παραπατάει κάθε τόσο, κινούνταν αργά. Μπήκαν μέσα και οι τρεις, όμως στο χώρο υποδοχής δεν υπήρχε κανένας. Ο χώρος δεν ήταν πολύ μεγάλος, όμως όλοι οι τοίχοι, ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες και σχέδια. Ο Γκράχαμ στάθηκε μπροστά από έναν πίνακα, ο οποίος είχε σαν θέμα τα tribal τατουάζ. Βέβαια με τόσο αλκοόλ στο αίμα του, όλα έμοιαζαν με τις ζωγραφιές της Άιλα. Ο Κάλουμ και ο Σμιτ τριγύριζαν στο μαγαζί, κάνοντας σχόλια και γελώντας, μέχρι που ήρθαν κοντά του και ο Σμιτ ρώτησε μισογελώντας.

«Είσαι σίγουρος για το φοίνικα; Μήπως προτιμάς καμιά καρυάτιδα; Ξέρεις, τουλάχιστον να ταιριάζει στην προσωπικότητα σου».

«Ωχ πια! Είπα, ναι! Ξέρω τι θέλω», τον έκοψε ακουμπώντας ανάλαφρα το πέτο του. Ένιωσε το σχέδιο πάνω στη θέση της καρδιάς του. Ήξερε πως αυτό ήθελε, το ήξερε εδώ και καιρό.

Ο Κάλουμ, σφύριξε και ο Γκράχαμ, γύρισε για να δει ποιος είχε μπει στο δωμάτιο προκαλώντας τέτοια αντίδραση από το φίλο του. Ήταν μια χαριτωμένη κοκκινομάλλα, που κάτι του θύμιζε. Την πρόσεξε λίγο καλύτερα μέσα από θολά μάτια και ψέλλισε. «Το ξωτικό».

Σίγουρα τον αναγνώρισε κι εκείνη, γιατί του φάνηκε πως είδε τα χείλη της να σφίγγουν, πριν κάνει μια απότομη μεταβολή και περάσει την πόρτα από την οποία βγήκε. Μεθυσμένος ή όχι, το καμπανάκι του κινδύνου χτύπησε στο κεφάλι του, καθώς δεν ήταν σίγουρος πια, ότι ήθελε το τατουάζ, τουλάχιστον όχι από εκείνη. Όμως οι διαβεβαιώσεις του αφεντικού και μια σιγανή απειλή του Κάλουμ, ότι μετά από τόση ταλαιπωρία, θα του έκανε εκείνος ο ίδιος το τατουάζ, τον έπεισαν.

Ακολούθησε υπάκουα την κοπέλα στο δωμάτιο, προσπαθώντας να κρύψει το τρέκλισμα του. Χτύπησε απαλά την πόρτα και την είδε να ανακάθεται, χωρίς να κάνει καμία κίνηση, να του φέρει τίποτα στο κεφάλι. Το θεώρησε καλό οιωνό και μπήκε.Η ΗΗΗΗΗηΗΗβωθιςηβωωβδς΄

Όταν έμειναν μόνοι, ήταν φανερό ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Του είχε γυρισμένη την πλάτη, όμως μπορούσε να διακρίνει την ένταση στους ώμους της καθώς ετοίμαζε τα εργαλεία. Γύρισε προς το μέρος του, κρατώντας ένα αντικείμενο, που θα μπορούσε άνετα στην ιατροδικαστική έκθεση, να αναφέρεται ως το φονικό όπλο.

«Δεν σκοπεύεις να προσπαθήσεις να με σκοτώσεις πάλι, ε;», τη ρώτησε σε μια προσπάθεια να αστειευτεί.

«Πάνω απ’ όλα, είμαι επαγγελματίας», του απάντησε με ένα αινιγματικό χαμόγελο αφήνοντας στην άκρη τον εξοπλισμό της. Η φωνή της, ακούστηκε πιο γλυκιά από ότι τη θυμόταν. Ίσως γιατί αυτή τη φορά δεν του τσίριζε κατηγορίες.

Έβγαλε από το πέτο του, το διπλωμένο σχέδιο και της το πρόσφερε. «Αυτό είναι το σχέδιο που θέλω»

Καθώς άπλωσε το χέρι της για να το πάρει, πρόσεξε ένα τατουάζ στον καρπό της και με μια παρόρμηση της στιγμής, τόλμησε να τον κρατήσει, για να το περιεργαστεί καλύτερα. Ήταν μία τίγρης, που έσκιζε τη σάρκα της από μέσα. Η εικόνα του ζώου τον τάραξε. Έμοιαζε τόσο απελπισμένο να ξεφύγει και ταυτόχρονα, ο σκοπός του ήταν ζωγραφισμένος στα μάτια του. Θα κέρδιζε την ελευθερία του, πάση θυσία.

«Πανέμορφο», ξεστόμισε ειλικρινά. «Ποιος σου το έφτιαξε;»

«Το σχέδιο είναι δικό μου. Αλλά μου το έφτιαξε ο Τζίμη»

«Ο τύπος έξω;», την κοίταξε, ενώ συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμα το χέρι της. Μα τι είχε πάθει σήμερα. Λες και δεν είχε πιει ξανά.

«Ναι», του είπε εκείνη και τράβηξε το χέρι της, χωρίς να μπορεί να κρύψει την αμηχανία της.

Ο Γκράχαμ συνέχισε να την παρατηρεί, όσο εκείνη άνοιγε το διπλωμένο φύλλο και έβλεπε το σχέδιο. Αναρωτήθηκε αν της άρεσε, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει από την αντίδραση της. Έβλεπε τα καστανά της μάτια να πηγαινοέρχονται καθώς ακολουθούσαν τις γραμμές του φοίνικα, αλλά κάπου εκεί, ένιωσε την πρώτη ζαλάδα και σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα αν ξεκινούσαν επιτέλους, πριν σωριαστεί αναίσθητος.

«Νομίζω πως θα έδειχνε ωραίο στην πλάτη. Τι λες κι εσύ;», τη ρώτησε.

Εκείνη ανάβλεψε και του έδειξε την πολυθρόνα. «Φυσικά. Γδύσου και ξάπλωσε», του είπε χαμηλώνοντας την πολυθρόνα για να καθίσει.

Έβγαλε το τζάκετ του και το κρέμασε με τη δεύτερη, σε μία κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα. Ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του, έχοντας γυρισμένη την πλάτη του προς τα εκείνη, ώστε να μη δει πόσο δυσκολευόταν με τα κουμπιά. Όταν το άφησε κι αυτό στην κρεμάστρα, κάθισε στην πολυθρόνα κοιτώντας τον τοίχο και προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Το μόνο που του έλειπε τώρα, ήταν να τον πάρει ο ύπνος.

«Θα πάρει πολύ ώρα;», τη ρώτησε για να την ενεργοποιήσει. Όση ώρα εκείνος ξεντυνόταν και μέχρι εκείνη τη στιγμή, καθόταν σιωπηλή και κοιτούσε το χαρτί.

«Ε, αρκετή! Απλά, παρατηρώ το σχέδιο»

«Αν δεν μπορείς…», ξεκίνησε να λέει αλλά η κοπέλα τον έκοψε.

«Εννοείται ότι μπορώ να το κάνω και μάλιστα, καλύτερα από το πρωτότυπο»

 Ο Γκράχαμ χαμογέλασε στα λόγια της, ξέροντας πως δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του. «Πάντως είναι ωραίο»

«Ποιο πράγμα;», τον ρώτησε καθώς την άκουγε που ετοιμαζόταν.

«Το σχέδιο, εννοώ. Ο μαύρος φοίνικας»

«Καλό είναι», του είπε ξερά, ενώ έκανε το γύρο για να τον δει καταπρόσωπο. «Μήπως έχεις πιει;»

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αν και φοβόταν πως η νευρικότητα του θα τον πρόδιδε. «Σίγουρα;», τον ξαναρώτησε.

«Σίγουρα!», επιβεβαίωσε και εκείνη πήγε και πάλι, από την άλλη μεριά.

«Πάντως, τα φιλαράκια σου μου φάνηκαν πιωμένα»

Αν σου φάνηκαν αυτοί πιωμένοι, εμένα, θα έπρεπε να με στείλεις για ένεση καφεΐνης, σκέφτηκε, αλλά για να μην διακινδυνεύσει να τον διώξει, αρκέστηκε στο να τους δικαιολογήσει. «Μπα, μια χαρά είναι».

«Ωραία, ξεκινάμε;»

Κούνησε το κεφάλι του, για να της δείξει ότι είναι έτοιμος. «Θες να σου βάλω αναισθητική αλοιφή ή είσαι σκληρό αντράκι;», άκουσε τη φωνή της και διέκρινε έναν ελαφρύ κοροϊδευτικό τόνο.

«Όχι, είμαι εντάξει», απάντησε με σιγουριά, λες και αυτό, θα τον ανέβαζε στα μάτια της.

Το μετάνιωσε με το πρώτο άγγιγμα της βελόνας και συνέχιζε να το μετανιώνει, κάθε φορά που ένιωθε το τσίμπημα της. Αν δεν ήταν μεθυσμένος, πιθανότατα θα φώναζε ή θα έβαζε τα κλάματα. Τώρα απλά, έσφιγγε τα δόντια κάθε φορά που εκείνη τον ρωτούσε αν ήταν εντάξει.

Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα είχε διαρκέσει το βασανιστήριο, όμως κάποια στιγμή, ένιωσε το χαλαρό της βάρος να φεύγει από πάνω του και κατάλαβε ότι τελείωσε. Πριν προλάβει όμως να δει το τατουάζ στον καθρέφτη, εκείνη το είχε ήδη καλύψει με μία λευκή γάζα.

«Εϊ, δε θα το δω;», διαμαρτυρήθηκε.

«Όχι τώρα, πάει το καλύψαμε, δεν κάνει να βγάλουμε τη γάζα»

«Ε, καλά  και τι πειράζει; Άνοιξε την λίγο, να ρίξω μια ματιά»

Η κοπέλα στριφογύρισε τα μάτια της ενοχλημένη. «Είσαι άσχετος, από ότι καταλαβαίνω. Αν ήθελες να το δεις έπρεπε να το κάνεις κάπου ώστε να βλέπεις όση ώρα το σχεδίαζα. Είναι πολύ επικίνδυνο να το αφήσουμε εκτεθειμένο, αμέσως μόλις του βάλουμε την αλοιφή πρέπει να καλυφτεί. Ξέρεις πόσα μικρόβια κυκλοφορούν;»

«Εδώ μέσα; Δείχνουν όλα αποστειρωμένα και βρωμάει αντισηπτικό», της είπε σουφρώνοντας τη μύτη του.

«Και πάλι, πρέπει να παίρνουμε τα μέτρα μας. Είμαι επαγγελματίας, δεν μπορώ να το διακινδυνέψω ώστε να του ρίξεις εσύ, μια ματιά. Άλλωστε, πλέον είναι κομμάτι σου, θα βαρεθείς να το βλέπεις. Και τώρα, οι οδηγίες προφύλαξης. Σου έχω βάλει αρκετή αλοιφή, ώστε να το διατηρήσει ενυδατωμένο, οπότε μπορείς να το αφήσεις και 12 ώρες μέχρι να αφαιρέσεις τη γάζα, όταν όμως την αφαιρέσεις δεν επιτρέπεται να το ξανακλείσεις. Για λίγες μέρες, δε θα γυμναστείς, δε θα πας σε κολυμβητήριο, να σου πω να αποφεύγεις τον ήλιο είναι περιττό μέσα στην καταχνιά που ζούμε του Λονδίνου. Δε θα μπεις σε σάουνα, ούτε στη θάλασσα».

Την άκουγε προσεκτικά καθώς ντυνόταν και προσευχόταν σιωπηλά, να θυμάται το πρωί όσα του έλεγε. Όταν ετοιμάστηκε, την πλήρωσε και περίμενε.

«Μιας και με πλήρωσες, μπορείς να φύγεις»

Αν και κατάλαβε πως βιαζόταν να τον ξεφορτωθεί, ο Γκράχαμ δεν είχε αυτό στο νου του. «Το σχέδιο;»

«Ποιο σχέδιο;», απόρησε εκείνη.

«Αυτό που σου έδωσα. Το χαρτί με το φοίνικα». Η κοπέλα ανασήκωσε ελαφρώς τα φρύδια της και ο Γκράχαμ αποφάσισε ότι από το να της εξηγήσει τι σήμαινε γι’ αυτόν το σκίτσο που κρατούσε, ήταν προτιμότερο να της πει κάτι πιο αρρενωπό. «Δεν γίνεται να το κρατήσεις, θέλω να είναι μοναδικό. Να το έχω μόνο εγώ».

«Όπως θες, αν και..»

«Αν και τι;»

«Απλά, από τη στιγμή που το σχεδίασα σχολαστικά στην πλάτη σου, η κάθε γραμμή και λεπτομέρεια του, έχει χαραχτεί στην μνήμη μου, δε χρειάζομαι ένα κομμάτι χαρτί για να το ξαναφτιάξω. Απλά να το ξέρεις»

«Δε θα το έκανες…», είπε σχεδόν σοκαρισμένος.

«Γιατί, είχε copyright το σχέδιο και τα πνευματικά δικαιώματα του, σου ανήκουν;». Η γνώριμη, κατηγορηματική της φωνή είχε επιστρέψει. Βγήκε φουριόζα από το δωμάτιο και ο Γκράχαμ, στάθηκε για λίγο. Ο πόνος από το τατουάζ, είχε λειτουργήσει σαν τον καλύτερο καφέ και δεν μπόρεσε παρά να διασκεδάσει και πάλι, με την κυκλοθυμία της κοκκινομάλλας. Έμοιαζε με το φοίνικα του. Έτοιμη να αρπάξει φωτιά, με την παραμικρή σπίθα.

Χαμογέλασε μόνος του και βγήκε έξω, όπου τον περίμεναν οι φίλοι του οι οποίοι βρίσκονταν φανερά, στα πρόθυρα κρίσης βαρεμάρας. Τους έκανε νόημα ότι ήταν έτοιμος κι εκείνοι σηκώθηκαν.

Τότε ήταν που πρόσεξε, πως δεν ήταν μόνοι τους. Ένας άγνωστος ήταν εκεί και αν δεν τον ξεγελούσε το μεθύσι του, δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού που είχε δει νωρίτερα. Έριξε μια ματιά που έκρυβε λίγη περισσότερη ενόχληση, από όση θα έδειχνε νηφάλιος και έγνεψε στην κοπέλα για να τη χαιρετήσει, πριν ακολουθήσει τον Κάλουμ και τον Σμιτ, έξω.

«Λοιπόν, λοιπόν πως νιώθεις;», ρώτησε ο Κάλουμ ανυπόμονα.

«Την αλήθεια; Χάλια. Νομίζω θέλω να ξεράσω», του απάντησε τρίβοντας το μέτωπο του. Ποιος να ήταν αυτός άραγε, αναρωτήθηκε χωρίς να εκφραστεί δυνατά.

«Αργότερα, στο σπίτι σου. Όλα κι όλα, ξερατά δεν καθαρίζω», δήλωσε κοφτά ο Σμιτ.

«Μην τον παρεξηγείς, τον έχει πάρει η Ελίζ, εφτά φορές τηλέφωνο και έχει τις ανησυχίες του για το τι θα βρει, όταν γυρίσει», τον καθησύχασε ο Κάλουμ. «Πάντως, μπράβο σου. Να σου πω την αλήθεια, περίμενα ότι με την πρώτη τσιμπιά, θα βγεις έξω ουρλιάζοντας. Δεν μπορούμε να το δούμε ακόμα ε;»

«Πίστεψε με, στο τσακ ήμουν και όχι, θα πρέπει να κάνεις υπομονή. Ούτε εγώ δεν το είδα. Δεν με άφησε η “καλλιτέχνης”», ειρωνεύτηκε ο Γκράχαμ.

«Α, έτσι η μικρή ε; Καλά μου φάνηκε ζόρικη!», σχολίασε ζωηρά ο Κάλουμ και αιφνιδιάζοντας τον Γκράχαμ, τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη. «Που πας και πέφτεις, ρε φίλε;»

Ο Γκράχαμ, ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Έβαλε το χέρι του στο στόμα και κοίταξε τον Κάλουμ, που δαγκώθηκε. Τα μάτια του υγράθηκαν από τον πόνο και κρατήθηκε να μην του δώσει γροθιά.

«Μπράβο Κάλουμ», είπε ο Σμιτ βαριεστημένα. «Ακριβώς εκεί, πρέπει να χτύπησε το τατουάζ».

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

-Χάρολντ-

 

Μόλις ο νεαρός έκλεισε την πόρτα και έφυγε με τους φίλους του, στράφηκε σοβαρή προς το Χάρολντ. «Κλείσαμε!» ήταν το μόνο που σκέφτηκε να του πει. Αυτή η λέξη ήταν αρκετή για να την επιστρέψει στο παρελθόν. Είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος όταν τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά. Εκείνος είχε πάει στο «Στούντιο» για να κάνει ένα τατουάζ στο μπράτσο. Μόλις η Σέσιλη εμφανίστηκε στην πόρτα και του έκανε νόημα να μπει, σηκώθηκε και την ακολούθησε. Τον ρώτησε αν είχε κάτι στο μυαλό του και εκείνος της απάντησε «Θα ήθελα να μου σχεδιάσετε μια τρίαινα!»

-Ναυτικός; Τον ρώτησε και κάθισε σε ένα μικρό γραφειάκι για να σχεδιάσει κάτι, αφού η λέξη τρίαινα ήταν κάτι πολύ γενικό.

-Τι άλλο! Απάντησε εκείνος και άρχισε να χαζεύει τις ζωγραφιές στον τοίχο της. Όταν μετά από λίγη ώρα του έδειξε τι είχε σχεδιάσει, έμεινε εντυπωσιασμένος. Ήταν μια τρίαινα βγαλμένη από την ελληνική μυθολογία, που θα δικαιούταν να την κρατάει μόνο ο Ποσειδώνας. Γύρω της ήταν μπλεγμένα φύκια. Σε κάποια σημεία πρασίνιζε από την πολυκαιρία, το χρώμα της δεν ήταν ξεκάθαρο αν ήταν ασημί, μπλε σκούρο ή απλό γκρι, αφού η μία απόχρωση έμπαινε μέσα στην άλλη και αναμειγνύονταν. Αν και δεν είχε αυτό στο μυαλό του, αλλά μάλλον κάτι πιο απλοϊκό, όταν είδε το σχέδιο στιγμή δε δίστασε. Είχε κλείσει τα σαράντα προ πολλού, και είχε περάσει όλη την ως τότε ενήλικη ζωή του στη θάλασσα. Αυτό ακριβώς μαρτυρούσε και το σχέδιο, όχι κάτι καινούργιο, γυαλιστερό.  Αντιθέτως κάτι που έχει φθαρεί από την αλμύρα των νερών των ωκεανών.

-Θες να κάνω κάποια αλλαγή; Τον ρώτησε και τον κοίταξε.

-Όχι, ή μάλλον ναι, θα ήθελα γύρω από την τρίαινα να υπάρχει το περίγραμμα της Ιρλανδίας ολόκληρο.

-Είσαι σίγουρος; Τον ρώτησε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια.

-Δε φαίνεται;

-Απλά, εσάς τους βόρειο Ιρλανδούς σας έχουν ούτως ή άλλως στα μάτι οι άγγλοι, θες μπελάδες;

-Εμάς τους βόρειο ιρλανδούς; Εσύ τι είσαι;

-Ισπανίδα.

-Και ο χάρτης της ενωμένης Ιρλανδίας;

-Για να εκνευρίζω τους άγγλους.

-Μόνο γι’ αυτό; Τη ρώτησε και έσμιξε τα φρύδια του.

-Η μάνα μου είναι ιρλανδή! Είπε και του έδειξε την καρέκλα να κάτσει.

Λίγες ημέρες αφού του είχε κάνει το σχέδιο στο μπράτσο, τον βρήκε να την περιμένει έξω από το μαγαζί. «Κλείσαμε»! του είπε νομίζοντας ότι είχε πάει εκεί για κάποιο τατουάζ.

-Ναι, το ξέρω.

-Εσύ δεν είσαι ο ιρλανδός; Τον ρώτησε ενώ κλείδωνε. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το τατουάζ;

-Όχι, όλα καλά, το φροντίζω όπως μου είχες υποδείξει! Ξέρεις, έλεγα μήπως ήθελες να πάμε να σε κεράσω ένα ποτό για το υπέροχο σχέδιο που μου έφτιαξες. Γύρισε και τον κοίταξε. Δεν ήταν άσχημος άντρας. Και πάνω απ’ όλα ναυτικός, σύντομα θα της άδειαζε τη γωνιά.

-Οκ. Του απάντησε και εκείνος προσφέρθηκε να κατεβάσει το ρολό από το μαγαζί. Της την έδινε όταν έμενε πίσω και έπρεπε να κάνει αυτή τη δουλειά. Πήγαν σε μια κοντινή παμπ. Όταν εκείνος παράγγειλε ζεστή μπύρα, χαμογέλασε ειρωνικά, όμως είναι δυνατόν οι βόρειοι, και κυρίως οι άγγλοι υπήκοοι, να ξέρουν πώς να πιουν τη μπύρα. Τι κι αν η μπύρα είναι ποτό που το δημιούργησαν οι βόρειοι, αδιαμφισβήτητα δεν ξέρουν και να το απολαύσουν. Ζεστή τρώγεται η σούπα, και η μπύρα πίνετε παγωμένη. Αλλά τι να κάνουνε και αυτοί οι φουκαριάρηδες έτσι όπως είναι καταδικασμένοι να μένουν σε αυτές τις θερμοκρασίες. Εκείνη παρήγγειλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μείνανε στο μπαρ να μιλάνε. Χρόνια στα πλοία, στα τελευταία είχε γίνει και καπετάνιος. Περνούσε πάνω από τους μισούς μήνες του χρόνου στη θάλασσα και τους υπόλοιπους στη στεριά, με την οικογένεια του. Όμως τα πράγματα με τη σύζυγο του δεν πήγαιναν και τόσο καλά, η Σεσίλια κατάφερε να συγκρατήσει την ειρωνική της έκφραση για την χιλιοειπωμένη ιστορία. Μια μέγαιρα σύζυγος η οποία ποτέ δεν καταλάβαινε τον άντρα της. Άραγε όλοι αυτοί οι παραπονιάρηδες είχαν αναρωτηθεί αν εκείνοι καταλάβαιναν τη γυναίκα τους, που από πάνω της τα φορούσαν κιόλας. Μετά θυμήθηκε ότι ήταν απλά μια ιστορία, οπότε σκέφτηκε ότι άδικα πάσχιζε τόσο πολύ να την πείσει ο συνομιλητής της. Θα πήγαινε μαζί του για το γούστο της, όχι για να τον παρηγορήσει. Δεν την ενδιέφερε να παίξει τη συμπονετική, ήθελε απλά να περάσει καλά όπως κάθε άλλο κορίτσι στην ηλικία της. Λίγη ώρα αργότερα βρίσκονταν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, καπετάνιος ήταν όχι εφοπλιστής τι απαιτήσεις να είχε, και περνούσαν καλά, πολύ καλά μάλιστα.   

 

Ô

 

Μόλις εκείνη μπήκε στο δωμάτιο που εξασκούσε την τέχνη της, εκείνος την ακολούθησε. Η Σεσίλια σιωπηλή ξεκίνησε να συμμαζεύει τα εξαρτήματα της, να βάζει τις βελόνες στον κλίβανο ώστε να είναι έτοιμες για να ξαναχρησιμοποιηθούν, και να τακτοποιεί τα υπόλοιπα πράγματα μέσα στο χώρο. Ο Χάρολντ είχε ακουμπήσει πάνω στο κάσωμα της πόρτας και με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος περίμενε, και εκείνος δεν ήξερε για τι.

-Και για ποιο λόγο είσαι εδώ; Τον ρώτησε τελικά.

-Έλεγα μήπως ήθελες να πιούμε μαζί ένα ποτό. Του έριξε μια ματιά και ύστερα συνέχισε να συμμαζεύει το χώρο. «Γιατί όχι»; Ρώτησε νοερά τον εαυτό της. Είχε πάνω από τέσσερις μήνες να συνευρεθεί με κάποιον, σχεδόν παρθένα, αυτοσαρκάστηκε. Αν και ήξερε ότι χρειαζόταν κάτι παραπάνω από τέσσερις μήνες αποχή για να επιστρέψει στα χρόνια της αθωότητας. Άλλωστε έπρεπε με κάποιο τρόπο να γιορτάσει το αποψινό της κατόρθωμα, ενθουσιαζόταν μόνο που σκεφτόταν τα μούτρα του νεαρού όταν έβγαζε τη γάζα και ανακάλυπτε ότι ο φοίνικας είχε μεταμορφωθεί σε ένα λουλούδι που αιμορραγεί. Θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει και ως δικαιολογία για τα παράπονα του. «Ο φοίνικας έγινε στάχτη και αποφάσισε να πάρει άλλη μορφή από το να ξαναγίνει πουλί. Από μόνος του δεν φταίω εγώ», ακόμα και στην ίδια φάνηκε κάπως παιδικό και χαζό. Όταν ερχόταν η ώρα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει στα ίσα, άλλωστε το λάθος ήταν δικό του, εκείνος είχε προκαλέσει τη μοίρα του. Αν και για να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό της, και πάλι είχε υπερισχύσει το ταλέντο της. Το σχέδιο που του είχε χτυπήσει στην πλάτη μπορεί να μην ήταν εκείνο που ο νεαρός κλέφτης είχε ζητήσει να του κάνει, μα ήταν εξίσου άγριο και είχε βάλει τον καλύτερο της εαυτό. Ενώ θα μπορούσε να του έχει σχεδιάσει ένα γαλάζιο κυκλάμινο για παράδειγμα ή να του γράψει Jayson I will always love you. Και να του φτιάξει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Το μόνο παράταιρο στο σχέδιο ήταν ότι μέσα στις σταγόνες από το αίμα που κυλούσε από το λουλούδι είχε γράψει τα γράμματα που σχημάτιζαν το όνομα της. Όμως με κάποιο τρόπο έπρεπε να τον μαρκάρει ώστε να μην τη ξεχάσει μετά από αυτό που της έκανε, στερώντας της τα σχέδια. Και στην τελική κάποιος συνάδελφος με λίγη κόκκινη μπογιά μπορούσε να φέρει το σχέδιο στα κανονικά του, και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

-Δε θέλω να πάμε για ποτό. Γύρισε και κοίταξε τον Χάρολντ. Τι λες να πάμε απευθείας σε ένα ξενοδοχείο;

-Φυσικά, απάντησε εκείνος και προσπάθησε να φανεί σοβαρός.

 

Ô

 

Ξάπλωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια. Ένιωθε ότι χρειαζόταν ξεκούραση, ο Χάρολντ δίπλα της άναψε τσιγάρο. Την ενοχλούσε ο καπνός μα δεν είπε τίποτα.

-Βγήκε το διαζύγιο, της ανακοίνωσε. Τα μάτια της άνοιξαν με μιας.

-Και εμένα αυτό γιατί να με ενδιαφέρει; Σχολίασε και σηκώθηκε ξεκινώντας να φοράει τα ρούχα της.

-Απλά, είπε έχοντας τα χαμένα εκείνος, είπα να σου πω κάτι για μένα.

-Καλή λευτεριά λοιπόν, είπε φορώντας το παντελόνι της.

-Μα τι στην ευχή έπαθες; Τη ρώτησε αδυνατώντας να καταλάβει την αντίδραση της.  

-Δεν έπαθα κάτι, απλά ό,τι χρειαζόμασταν και οι δύο έγινε, οπότε λέω να πάω στο σπίτι μου. Είμαι πολύ κουρασμένη και θέλω να κοιμηθώ.

-Δε με έχεις καλέσει ποτέ στο σπίτι σου. Μόλις είδε τα μάτια της να αγριεύουν άλλαξε θέμα, πάντως και εδώ έχει κρεβάτι.

-Δεν μπορώ, θέλω το δικό μου κρεβάτι, αυτά τα σεντόνια ένας Θεός ξέρει από πότε έχουν να αλλαχθούν. Γεια, είπε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Ο Χάρολντ κούνησε το κεφάλι του, αυτό το κορίτσι θα τον τρέλαινε. Κι όμως κάτι τον έκανε να τη θέλει κοντά του όλη την ώρα. Ίσως να ευθυνόταν το ότι την ένιωθε να του πετάει μέσα από τα χέρια, αυτή η αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας που εξέπεμπε. Ίσως πάλι να ήταν ο φόβος προς τη δέσμευση, όμως όπως και να είχε την ήθελε δική του, μόνο δική του, πως όμως αφού δεν ήξερε πώς να την κερδίσει. Δε είχε φανταστεί ότι θα έδειχνε ιδιαίτερο ενθουσιασμό όταν μάθαινε για το διαζύγιο αλλά να φύγει σαν κυνηγημένη, παραήταν. Θυμήθηκε όταν ήταν στο μαγαζί, την ένιωσε σφιγμένη, ήταν κι άλλοι παρόντες, και εκείνος ήξερε ότι δεν της άρεσαν οι δημόσιες εκδηλώσεις. Ύστερα που έφυγαν εκείνοι οι τρεις, για λίγο ήταν αφηρημένη αλλά την ένιωσε αμέσως να χαλαρώνει. Ενώ σε κάτι που δεν είχε δώσει σημασία όταν συνέβη, αλλά πλέον το έφερνε καθαρά στη μνήμη του, ήταν το βλέμμα που αντάλλαξε με το νεαρό, όταν εκείνος της έγνεψε ότι έφευγε. Να έτρεχε κάτι με εκείνον τον φλώρο; «Ποιος ξέρει»; Σκέφτηκε και έκλεισε το φως για να κοιμηθεί. Άλλωστε είχε πληρώσει το δωμάτιο για να διανυκτερεύσει ολόκληρη τη νύχτα.   

 

Ô

 

Είχε πάει μεσημέρι όταν η Σεσίλια κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της, μόλις είδε ότι το ρολόι έδειχνε τρεις σκέφτηκε ότι άλλη μια Κυριακή είχε πάει χαμένη. Όμως όσο και να ήθελε να ξυπνήσει νωρίτερα θυμήθηκε ότι την τελευταία φορά που κοίταξε το ρολόι πριν αποκοιμηθεί, εκείνο έδειχνε οχτώ παρά. Από τη μία ο Χάρολντ και η ανακοίνωση ότι είχε χωρίσει και από την άλλη το γεγονός ότι πλέον γνώριζε τι είχαν απογίνει τα σχέδια της. Δεν ήταν και μικρή η έκπληξη όταν συνειδητοποίησε ότι τελικά ο νεαρός δεν είχε σταθεί τυχαία μπροστά της, αλλά για να την κόψει και να μην κυνηγήσει τον κλέφτη. Να ήταν άραγε κάποιος από τους συνοδούς του χτες στο μαγαζί ή να μην είχαν σχέση με το περιστατικό. Εκείνος ο ξανθός δεν ήταν κι άσχημος, αλλά για να είναι φίλος με τον άλλον, ποιος ξέρει τι μέρος του λόγου θα ήταν. Πολύ την είχε βασανίσει το πως θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει όταν θα ερχόταν να κάνει παράπονα, να το έπαιζε χαζή και ότι δεν καταλάβαινε τι της έλεγε ή θα ήταν καλύτερο να τον ξεμπροστιάσει. Βέβαια μπορεί μόλις έβλεπε το σχέδιο να καταλάβαινε την γκάφα του και να μην τολμούσε να ξαναπαρουσιαστεί μπροστά της. Ίσως αυτό να ήταν και το πιο πιθανό ενδεχόμενο. Με τι μούτρα θα πήγαινε να την κατηγορήσει όταν εκείνος ή το φιλαράκι του της είχε κλέψει την τσάντα με το μπλοκ. Πάλι καλά που κρατούσε τα κλειδιά στα χέρια της και δεν τα είχε και αυτά μέσα στην τσάντα. Και στον Τζίμη πως θα δικαιολογούταν, αν τελικά ερχόταν για εξηγήσεις, μήπως έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει για δουλειά. Όμως πάλι πίστευε, ότι αν έλεγε στον ουαλό τι είχε συμβεί, άλλωστε ήδη ήξερε ότι της είχαν κλέψει την τσάντα και ότι είχε μαλώσει με έναν ηλίθιο που μπήκε μπροστά της, δεν μπορεί θα τη δικαιολογούσε και θα της έπαιρνε το μέρος. Τι ανάγκη είχε άλλωστε να έχει για πελάτη ένα παλιοκλέφτη.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ, έπρεπε να στρωθεί και να ξεκινήσει να φτιάχνει τον φοίνικα, τον είχε αρκετά πρόσφατο στο μυαλό της και αν δε χασομερούσε μπορούσε να φτιάξει μέχρι και την παραμικρή του λεπτομέρεια. Ύστερα θα έβαζε το σχέδιο μέσα στο δωματιάκι της και θα το πρότεινε σε όποιον ήθελε να φτιάξει ένα πραγματικό έργο τέχνης στο σώμα του. Θα γέμιζε το Λονδίνο με φοίνικες ενώ εκείνος θα είχε ένα ματωμένο άνθος. Δεύτερο μέρος εκδίκησης, είπε και γέλασε χαιρέκακα, τόσο που τρόμαξε τον εαυτό της. Μήπως από τη μοναχικότητα της είχε αρχίσει να τα χάνει, αναρωτήθηκε και ύστερα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Επέστρεψε στο καθιστικό, ακούμπησε τον καφέ της πάνω στο τραπέζι, πήρε ένα φύλλο χαρτί και ξεκίνησε το σχέδιο. Σχεδόν τρία τέταρτα μετά ήταν αρκετά ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Είχε σύνολο δεκαοχτώ σχέδια το μπλοκ και εκείνη είχε καταφέρει να ανακτήσει τα δύο. Βέβαια ποιος ξέρει, μπορεί να είχε μοιράσει τα σχέδια της και στους φίλους του και να την επισκέπτονταν με αυτά στο χέρι για να τους τα φτιάξει πάνω στο κορμί τους. Πολύ αισιόδοξο σενάριο, σκέφτηκε, μετά την μεταλλαγή του φοίνικα σε Silene Tomentosa, αμφέβαλε αν θα τον ξαναέβλεπε, όμως άξιζε τον κόπο, δεν τον άξιζε; Έστρεψε λίγο πλάγια το κεφάλι της και είδε το βουνό με τα τσαλακωμένα χαρτιά, πήρε αυτό που ήταν από πάνω και το ξεδίπλωσε.

-Φυσικά, μουρμούρισε. Ήταν εκείνο που είχε σχεδιάσει το πρόσωπο του με την ειρωνική γκριμάτσα, πήρε το ραπιντογράφο και άλλαξε τις γραμμές των χειλιών του, πλέον φαινόταν λυπημένος. Ύστερα τις άλλαξε κάνοντας τον να φαίνεται σοβαρός. Δεν είχε άσχημο πρόσωπο σκέφτηκε, μένοντας για λίγο να χαζεύει το χαρτί. Έπειτα ξαναέπιασε το ραπιντογράφο και έκανε τα χείλη του να μοιάζουν ολοστρόγγυλα από την έκπληξη! Το χαρτί ήταν έτοιμο να σκιστεί από τις παραλλαγές που ανάγκαζε το στόμα του να παίρνει. Τέλος επέτρεψε στον εαυτό της μιας τελευταία αλλαγή στο πορτρέτο, έκανε τα μάτια του ολοστρόγγυλα και σήκωσε τα μαλλιά του όρθια. Κάπως έτσι θα ήταν εκείνη την στιγμή που πλέον θα είχε αντιληφθεί ένα λουλούδι σχεδιασμένο στο κορμί του. Ύστερα αφού έκανε το χαρτί πάλι μια τσαλακωμένη μπάλα, το άφησε πάνω στο τραπέζι και πήγε να φέρει μια σακούλα για να μαζέψει τα σκόρπια χαρτιά και την ακαταστασία.

 

Ô

 

Την επόμενη μέρα το απόγευμα, παρά την ικανοποίηση που είχε για το κατόρθωμα της, ξεκίνησε για τη δουλειά με άγχος. Θα έπρεπε άραγε να τον αντιμετωπίσει; Λογικά θα είχε πάει από το πρωί, ύστερα θα είδε ότι ανοίγουν απόγευμα και θα έφυγε για να επιστρέψει πάλι έξω φρενών! Στο «ΤΖΙΜΗ ΤΑΤΟΥ» δεν υπήρχε πρωινό ωράριο, η πρώτη βάρδια, η μεσημεριανή ξεκινούσε στις 12 το μεσημέρι και τελείωνε στις οχτώ το απόγευμα. Η δεύτερη βάρδια, η απογευματινή ξεκινούσε στις τέσσερις και τελείωνε στις δώδεκα και η βραδινή από τις έξι το απόγευμα ως τις δύο τα ξημερώματα. Λόγω του ότι δούλευαν στο στούντιο μόνο οι δυο τους, και περιστασιακά κάποια άλλα άτομα που έρχονταν εκεί για να μάθουν, ένα είδος πρακτικής, ποτέ δεν καλύπτονταν όλες οι βάρδιες. Έτσι ο Τζίμη, οργάνωνε το πρόγραμμα της εβδομάδας κάποια στιγμή μέσα στο Σάββατο, βάσει των ραντεβού που τους είχαν ήδη κλείσει. Κι αν στο μεταξύ ερχόταν και κάποιος χωρίς ραντεβού, αν δεν είχαν κάποιο ήδη κλεισμένο εκείνη την ώρα τον δέχονταν, πράγμα που συνέβαινε πολύ συχνά μιας και οι περισσότεροι πελάτες τους εμφανίζονταν χωρίς ραντεβού. Το Σάββατο όταν έκλεινε το στούντιο, ο Τζίμη κόλλαγε ένα απλό Α4 με τα ωράρια τις ερχόμενης εβδομάδας. Πράγμα όχι ιδιαίτερα πρακτικό, αλλά λόγω της καλής τους φήμης η πελατεία έρρεε στο στούντιο. Έτσι ο νεαρός κλέφτης αν είχε ήδη περάσει από εκεί το πρωί, θα είχε ενημερωθεί πότε θα ήταν ανοιχτά μέσα στη μέρα. Αν πάλι δεν πήγαινε θα ήταν σαν να αποδεχόταν την ενοχή του, και δε θα είχε τα κότσια να την αντιμετωπίσει. Όταν έφτασε κοντοστάθηκε απέξω, πριν ανοίξει την πόρτα να μπει. Τελικά έκανε το αποφασιστικό βήμα και άνοιξε την πόρτα, το σαλόνι έρημο ενώ από το δωμάτιο του Τζίμη ακουγόταν το μηχάνημα για τα τατουάζ. Προχώρησε προς το δωμάτιο της και με ανησυχία άνοιξε την πόρτα, κι εκείνος ο χώρος έρημος. Άφησε την τσάντα, έβγαλε το παλτό της και κάθισε στο γραφείο. Όπως το είχε φανταστεί, είχε καταλάβει τη γκάφα του και απέφευγε να έρθει σε άμεση επαφή μαζί της. Μόλις θα έβγαλε την ειδική γάζα από την περιοχή, στην αρχή θα ξαφνιάστηκε, μετά θα θύμωσε και ύστερα αφού θα χαλάρωσε με ιδιαίτερο κόπο, στοιχημάτιζε η Σεσίλια, θα σκέφτηκε ψύχραιμα και παφ… Θα θυμήθηκε ότι εκείνο το σχέδιο ή μια παραλλαγή του κάπου την είχε ξαναδεί, θα πήρε το μπλοκ στα χέρια του, θα το ξεφύλλισε βιαστικά και θα έπεσε πάνω στο σπάνιο λουλούδι. Και έτσι θα αντιλήφθηκε ότι για κακή του τύχη είχε πέσει στα χέρια ιδιοκτήτριας και  σχεδιάστριας του μπλοκ. Εκτός κι αν… σκέφτηκε συνειδητοποιώντας τον ήχο από το τατουάζ στο διπλανό δωμάτιο… σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε και χτύπησε την κλειστεί πόρτα του Τζίμη. Μόλις τον άκουσε να ρωτάει «ποιος», άνοιξε την πόρτα και έβαλε το κεφάλι της μέσα, έριξε μια βιαστική ματιά στον πελάτη ο οποίος δεν ήταν ο νεαρός κλέφτης.

-Ήρθα να σου πω ότι είμαι εδώ, αν με χρειαστείς οτιδήποτε.

-Οκ, είπε και της έριξε ένα απορημένο βλέμμα, αφού πρώτη φορά δήλωνε την παρουσία της στον χώρο. Ούτε κι εκείνος το είχε απαιτήσει ποτέ, άλλωστε ήταν πάντα επιμελής με τη δουλειά της. Η Σεσίλια έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε στον χώρο της. Φως φανάρι, εκείνος απέφυγε να κάνει επεισόδιο, οπότε κατάλαβε ότι ο ίδιος θα ήταν ο ριγμένος. Κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα της και περίμενε, και εκείνη δεν ήξερε όμως τι ακριβώς.

Ήταν λίγο μετά τις δέκα το βράδυ, η Σεσίλια αφοσιωμένη στη δουλειά της έκανε ένα σχέδιο στο σώμα ενός κοριτσιού, περίπου είκοσι χρονών. Είχε ξαπλώσει μπρούμυτα στην καρέκλα των μαρτυρίων, με το παντελόνι βγαλμένο και φορώντας μόνο ένα στρινγκ ώστε να μπορεί η tattooist να φτιάξει το σχέδιο από το τριαντάφυλλο στο οπίσθιο της. Είχε κλείσει τα μάτια και έπαιρνε αναπνοές λες και θα γένναγε. Έξω που την είχε συναντήσει με τις φίλες της, της είχε φανεί πιο θαρραλέα όμως μπροστά στον πόνο δεν κατάφερε να αποφεύγει τις γκριμάτσες. Τα σφιχτά δόντια, τις γροθιές σφιγμένες σε μπουνιά και τις συνεχείς αναπνοές, όπου να ήταν θα εξαντλούταν, ο εγκέφαλος της θα οξειδωνόταν υπερβολικά και θα λιποθυμούσε. Το σχέδιο δε θα κρατούσε ακόμα για πολύ, όμως η Σεσίλια την είχε λυπηθεί και την άφηνε ανά διαστήματα μισό λεπτό για να ηρεμίσει πριν την ξανακουμπήσει η βελόνα.

Κι ενώ ανησυχούσε για την πελάτισσα της, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και κάποιος όρμησε μέσα. Πιστεύοντας ότι ήταν κάποια από τις φιλενάδες του κοριτσιού, γύρισε απότομα έτοιμη να βάλει τις φωνές. Μόλις τον είδε μπροστά της ενώ ήταν σίγουρη ότι πλέον δεν θα τον ξαναέβλεπε τα έχασε, δεν ήξερε τι να πιστέψει, μόλις πρόσεξε όμως ότι ο νεαρός κλέφτης είχε γίνει κατακόκκινος αντικρίζοντας τα γυμνά οπίσθια του κοριτσιού ανάκτησε την αυτοκυριαρχία της και έβαλε τελικά τις φωνές.

-Πως μπαίνεις εδώ μέσα; Που νομίζεις ότι πας!

-Συγνώμη ψέλλισε εκείνος και βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα. Άκουσε κοριτσίστικα γέλια και συγκράτησε τα δικά της, τον καημένο θα έτρωγε χοντρή κοροϊδία, τα ήξερε κάτι τέτοια κοριτσάκια από το σχολείο. Ο τύπος της ντίβας που της αρέσει να κάνει τη ζωή κόλαση στους άλλους, όμως κι εκείνος είχε προκαλέσει τη μοίρα του!

-Συγνώμη, είπε στην κοπέλα που έχοντας τα χαμένα την κοιτούσε. Θα κλειδώσω.

-Δεν πειράζει, είπε εκείνη, εγώ ευχήθηκα να έρθει, για να κάνουμε ένα διάλλειμα. Άλλο πάλι και τούτο, αναλογίστηκε η Σεσίλια, ντίβα, πιστή στο Θεό, που προσεύχεται στους αγγέλους να της στείλουν κάποιον για να κάνει ένα διάλλειμα από το μαρτύριο.

-Συνεχίζουμε; Τη ρώτησε, δε μας έμεινε πολύ. Η κοπέλα παρατημένη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και έπεσε με όλο της το βάρος μπροστά στην καρέκλα. Λίγη ώρα αργότερα τέλειωναν με το τατού. Αφού της έβαλε αλοιφή, την άφησε να δει για λίγο το τατουάζ στον καθρέφτη και ύστερα της το κάλυψε με την ειδική γάζα. Της έδωσε τις οδηγίες που έπρεπε να ακολουθήσει για να μην μολυνθεί η περιοχή, ενώ παρέμεινε μέσα όση ώρα εκείνη ντυνόταν. Πρώτη φορά, αφού πάντα προτιμούσε να αφήνει τους πελάτες μόνους τους να ετοιμαστούν. Όμως δεν ήθελε να βγει έξω και να αρχίζει ο άλλος να φωνάζει προκαλώντας σκάνδαλο. Ώστε έτσι το είχε σκεφτεί και ήταν έτοιμος να το παίξει τρελός και να την κατηγορήσει για το λάθος σχέδιο. Όμως τώρα θα τα άκουγε, ή θα ήταν προτιμότερο να το παίξει κι εκείνη τρελή, αφού ήθελε κοροϊδία θα την είχε, στο κάτω κάτω του άξιζε!

Το κορίτσι όταν ήταν έτοιμο τη χαιρέτησε και βγήκε, ανοίγοντας την πόρτα είχε πάρει πάλι το ύφος της θαρραλέας και της δυνατής που δεν χρειαζόταν αγγέλους και Θεούς να της δώσουν δυο λεπτά να συνέρθει από τον πόνο. Μάλιστα εκτός από θαρραλέα έγινε και προκλητική αφού την άκουσε να λέει σε κάποιον, προφανώς στο νεαρό άντρα.

-Τι έγινε μωρό μου; Σου άρεσε το τατουάζ που έκανα ή περισσότερο σου άρεσε ο καμβάς που πρόσφερα να γίνει; Ώστε έτσι σκέφτηκε αποδοκιμάστηκα η Σεσίλια, ήταν και αχάριστη! Πως απευθυνόταν έτσι στον μεσάζοντα που της έστειλε ο φύλακας άγγελος της για να της δώσει το χρόνο που χρειαζόταν να κάνει ένα διάλλειμα από τον πόνο. Δεν πρόλαβε να κάνει δεύτερη σκέψη μιας και άνοιξε η πόρτα της και για δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα μπούκαρε ο νεαρός άντρας. Πριν όμως μπει για τα καλά μέσα στο δωμάτιο και συγκρατώντας ανοιχτή την πόρτα στράφηκε στο κορίτσι και του απάντησε.

-Δεν ξέρω για τον καμβά, πάντως ελπίζω να τσέκαρες το σχέδιο, μπορεί εσύ να ζήτησες να σου κάνουν ένα λιοντάρι και να βρεθείς με λουλούδι.

Η Σεσίλια έχοντας γυρισμένη την πλάτη της στο νεαρό, συγκράτησε το γέλιο της! Είχε έρθει η ώρα της αναμέτρησης λοιπόν, ας το απολάμβανε, στην τελική δε θα την σκότωνε, ή αυτό ήλπιζε τουλάχιστον. Προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία της και να συγκρατήσει το χαμόγελο της πριν στραφεί προς το μέρος του. Τα χείλη της ήταν σοβαρά, τα μάτια της όμως γυάλιζαν.

-Τι συμβαίνει λοιπόν; Τον ρώτησε και περίμενε, ενώ αναμετρήθηκαν λίγο με το βλέμμα.  

 

 

Κεφάλαιο ΟΓΔΟΟ

 

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο, που σερβίρεται κρύο.

 

Φορούσε γυαλιά ηλίου, παρόλο που τα σύννεφα, πυκνά και γκρίζα, δεν άφηναν ούτε ακτίνα να περάσει και κρατούσε στο χέρι του, τον τρίτο καφέ για σήμερα κι ας ήταν μόλις 12. Το χτεσινό του μεθύσι, τον ταλαιπωρούσε ακόμα. Είχε το χειρότερο ξύπνημα εδώ και πολύ καιρό, με τον πιο απλό ήχο, να χτυπάει σαν γκονγκ στα αυτιά του, ενώ τον τύφλωνε και η παραμικρή υποψία φωτός. Σαν αποκορύφωμα, ένιωθε το δέρμα του στο σημείο που είχε “χτυπήσει” το τατουάζ ζεστό, σαν να τον τραβούσε και κρατιόταν εδώ και ώρες να μην αφαιρέσει την προστατευτική γάζα, που είχε βάλει εκείνο το κορίτσι αρχίζοντας το ξύσιμο, μέχρι να ησυχάσει από τη φαγούρα.

Το πρόσωπο της, ήρθε πάλι στο μυαλό του, όπως και στον ύπνο του. Είχε ονειρευτεί την κοκκινομάλλα από το μαγαζί, αν και είχε συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά της πιο πολύ από την πρώτη φορά που την είδε έξω από το καφέ, παρά από χτες το βράδυ. Έτσι την είδε και πάλι οργισμένη να του φωνάζει, όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί για ποιο λόγο. Ήλπιζε μόνο αν την ξανάβλεπε, να ήταν πιο ήρεμη κι εκείνος να μην ήταν μεθυσμένος.

Είχε φτάσει σχεδόν έξω από το πατρικό του, στο δυτικό Λονδίνο και ήπιε λαίμαργα τον υπόλοιπο καφέ του. Δεν ήθελε να σπαταλήσει σταγόνα από την πολύτιμη καφεΐνη του. Το σπίτι των γονιών του, δεν ήταν πολύ μακριά από τους κοιτώνες όπου έμενε, δεν έκανε παραπάνω από μισή ώρα με το μετρό, αλλά σήμερα είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα, για να είναι σίγουρος ότι θα φτάσει στην ώρα του σε περίπτωση που ο πατέρας του βρισκόταν σπίτι. Ο Γουάλι, σιχαινόταν τις αργοπορίες και ειδικά, τις αργοπορίες του Γκράχαμ.

Έκρυψε το θερμός στην τσάντα του και άνοιξε την αυλόπορτα. Περπάτησε μερικά μέτρα και φτάνοντας στην είσοδο, χτύπησε στο κουδούνι. «Χτυπούσε πάντα τόσο δυνατά»; Σκέφτηκε τρίβοντας το μέτωπο του.

Η πόρτα άνοιξε μετά από λίγη ώρα και η μητέρα του, στάθηκε και τον κοίταξε χαμογελαστή. Φορούσε ένα πρωινό σύνολο, με ένα φιστικί αέρινο πουκάμισο, στενή, λευκή φούστα λίγο πιο χαμηλά από το γόνατο και ασορτί, μεσάτο σακάκι. Τα σκουροκάστανα μαλλιά της, στο ύψος των ώμων της, ήταν τόσο καλοχτενισμένα που ήταν προφανές πως είχε επισκεφτεί πρόσφατα, το κομμωτήριο της. Είχε μπει σε πολύ κόπο για να τον υποδεχτεί κι εκείνος ήταν χάλια, με το φθαρμένο του τζιν, ένα απλό μακό μέσα από μια πλεχτή ζακέτα και το παλτό του. Ξαφνικά, ένιωσε απαίσιος γιος.

«Μμμ, κάποιος πέρασε καλά χτες το βράδυ, ή όχι; Μιλάω πολύ δυνατά, μήπως;», του είπε γελώντας, έχοντας αναγνωρίσει τα σημάδια.

Μπήκε μέσα και έσκυψε ελαφρά, για να μπορέσει να τον φιλήσει. «Συγνώμη, για τα χάλια μου, το παρακάναμε χθες, λίγο», της δικαιολογήθηκε.

«Ωωω, αν δεν το παρακάνεις στα 25, τότε πότε;»

«Ελπίζω να πιστεύει το ίδιο και ο πατέρας».

Η Μάγκι τον κοίταξε και η ευθυμία της χάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Κάποιος άλλος μπορεί να μην το πρόσεχε καν, όμως ο Γκράχαμ, ήξερε καλά τη μητέρα του. «Δεν είναι εδώ», η φωνή του, δεν είχε ίχνος ερωτηματικού.

«Όχι, του έτυχε κάτι επείγον στη δουλειά και έπρεπε να φύγει», του είπε ανάλαφρα.

«Είναι Κυριακή, μαμά».

«Είπα επείγον, έτσι; Δεν έχει σημασία, θα έρθει όταν τελειώσει κι αν δεν σε προλάβει, σου στέλνει τις ευχές του», του είπε και προχωρώντας σε έναν μακρύ διάδρομο, κατευθύνθηκε προς το σαλόνι του κάτω ορόφου. Ο Γκράχαμ την ακολούθησε. «Ναι μου τις έστειλε και χθες, που με πήρες, τηλέφωνο».

Το είχε προβλέψει το σκηνικό. Η μητέρα του, τον πήρε τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα, εκ μέρους και των δύο, για να του ευχηθεί για τα γενέθλια του και παράλληλα να τον καλέσει σήμερα για φαγητό. Η Μάγκι, είχε επιμείνει ότι η πρόσκληση ήταν κι από τους δύο, όμως ο Γκράχαμ δεν ξεγελάστηκε και είχε ήδη προετοιμαστεί ψυχολογικά για έναν ακόμα καυγά. Ωστόσο, ο πατέρας του είχε προτιμήσει να μην εμφανιστεί καν, κάτι ακόμα καλύτερο για τον ίδιο, αφού θα απολάμβανε το γεύμα του ήσυχος.

Έβγαλε την τσάντα του και την άφησε δίπλα στον καναπέ, μπροστά από ένα μικρό τραπεζάκι με μία βικτωριανή λάμπα. Έβγαλε επιτέλους τα γυαλιά και το παλτό του και κάθισε στον καναπέ, απέναντι από τη μητέρα του, που τον ρώτησε τα νέα του, για τη σχολή και τη δουλειά του. Είχε ήδη ξεκινήσει να του σερβίρει τσάι, σε ένα λευκό πορσελάνινο φλιτζάνι με γαλάζια σχέδια, δώρο της γιαγιάς του, από τη μεριά του πατέρα του.

Καθώς της απαντούσε πως τα πράγματα πήγαιναν μια χαρά, κοίταζε λίγο γύρω του, το χώρο. Όλα ήταν όπως τα θυμόταν. Το σπίτι ήταν τεράστιο και διακοσμημένο, όλο σύμφωνα με το γούστο της Μάγκι, με κομμάτια που είχε διαλέξει ένα, ένα και που ανανέωνε κάθε τόσο, όταν πίστευε πως χρειαζόταν μια αλλαγή. Ειδικά οι πίνακες, άλλαζαν συχνά, προσφορά της γκαλερί της. Οι περισσότεροι καλεσμένοι τους, περνούσαν ώρα χαζεύοντας τα έργα τέχνης που κρέμονταν στους τοίχους, ή κάποιο από τα συλλεκτικά κομμάτια τριγύρω, όμως για τον Γκράχαμ όλοι οι χώροι του σπιτιού, του δημιουργούσαν ένα αίσθημα ζεστασιάς, μιας και σε κάθε γωνιά του, είχε  κάποια ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια.

Η Μάγκι, του πρόσφερε το τσάι που είχε ετοιμάσει και καθώς βολευόταν στην πολυθρόνα της, πήρε στα χέρια της κι εκείνη το δικό της. Ο Γκράχαμ πλησίασε το φλιτζάνι στο πρόσωπο του. Εντάξει καφές δεν ήταν, όμως το γενετικό του υλικό είχε αρκετά αγγλικά στοιχεία, ώστε να εκτιμήσει το άρωμα του και να δοκιμάσει λίγο.

Καθώς κατάπινε, με την άκρη του ματιού του, έπιασε κίνηση στην άλλη άκρη του σαλονιού κι ένα ανεπαίσθητο φούσκωμα, στη μια κουρτίνα. «Η Άιλα που είναι;», ρώτησε τη μητέρα του.

«Μου είπε να σου πω, ότι δεν την νοιάζει που είχες γενέθλια χθες και ότι σου είναι πολύ θυμωμένη. Δε θέλει να σε δει», του απάντησε εκείνη, ενώ κρατιόταν να μην γελάσει.

«Αλήθεια;», είπε δυνατά ο Γκράχαμ, βάζοντας στη φωνή του έναν έντονο τόνο απογοήτευσης. «Ε τότε, δεν έχει νόημα που βρίσκομαι εδώ. Φεύγω, λοιπόν!»

Άφησε το φλιτζάνι του και σηκώθηκε. Χωρίς να πάρει τα πράγματα του, έκανε μερικά βήματα προς το διάδρομο από όπου είχε έρθει και πριν προλάβει να φτάσει στη μέση του, άκουσε πίσω του ένα γρήγορο τρεχαλητό και την πανικόβλητη φωνή της αδερφής του.

«Γκράχαμ, Γκράχαμ, Γκράχαμ!»

Γύρισε ακριβώς τη στιγμή, που η Άιλα τον έφτασε και πήδηξε σαν αερικό στην αγκαλιά του. Ήταν ελαφριά σαν πούπουλο, όμως τα χεράκια της που τυλίχτηκαν με φόρα γύρω από το λαιμό του, ακούμπησαν στην πονεμένη πλάτη του. Ένιωσε περήφανος που το ξεπέρασε, παίρνοντας απλά μια βαθιά ανάσα και επέστρεψε στο σαλόνι, με την Άιλα στην αγκαλιά του.

«Γιατί έφευγες;», τον ρώτησε με παράπονο.

«Είπες ότι δεν ήθελες να με δεις, σωστά;», της απάντησε σοβαρά. Κάθισε, κρατώντας τη στα γόνατα του. Το μουτράκι της ήταν κατσουφιασμένο και τα καστανά της μάτια, περίμεναν μία σταγόνα για να ξεχειλίσουν.

«Ήμουν θυμωμένη. Είχες πει ότι θα πάμε στο μουσείο και δεν ήρθες ποτέ να με πάρεις».

«Έχεις δίκιο, τερατάκι», είπε ο Γκράχαμ τσιμπώντας της το μάγουλο. «Αλλά είχα πολύ δουλειά και πολύ διάβασμα. Τι λες να το κανονίσουμε, για όταν χαλαρώσει λίγο το πρόγραμμα μου;»

«Αλήθεια αυτή τη φορά;»

Ο Γκράχαμ λάτρευε την Άιλα και παρόλο που ήξερε, ότι με το να μην της χαλάει ποτέ χατίρι, ίσως την κακομάθαινε, φρόντιζε να τηρεί τις υποσχέσεις που της έδινε κι άλλωστε, μια ματιά στο όλο ελπίδα πρόσωπο της έφτανε, για να κάμψει όλες του τις αντιστάσεις. Θα μπορούσε να της υποσχεθεί και ένα ταξίδι στον διάστημα. «Αλήθεια, τερατάκι μου», της είπε και η μικρή τον αγκάλιασε, αλλά χωρίς να  τον πονέσει αυτή τη φορά.

«Πάμε να σου δώσω το δώρο σου;», ρώτησε χαρούμενα και με ένα σάλτο στάθηκε όρθια μπροστά του. Φορούσε ροζ φουστίτσα μπαλαρίνας, με ροζ πουέντ και από πάνω ένα μπλε- κόκκινο μπλουζάκι με μια στάμπα του Spiderman. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε δύο μακριές κοτσίδες, δεξιά και αριστερά του κεφαλιού της, με την αριστερή να είναι σχεδόν λυμένη, αφήνοντας ξανθοκόκκινα τσουλούφια να πηγαίνουν πέρα δώθε.

Η εμφάνιση της, δεν του προκάλεσε καμία εντύπωση. Η Άιλα, συνήθιζε να μπλέκει χρώματα, παραμύθια, σούπερ ήρωες και γενικά όλα τα στυλ μαζί. Κάθε μέρα, ήταν μία πρόκληση για το τι θα φορέσει και η Μάγκι, την άφηνε να εκφραστεί ελεύθερα. Ο αγαπημένος συνδυασμός του Γκράχαμ, ήταν εκείνος των περσινών της γενεθλίων. Είχε ταιριάξει ένα φόρεμα κάποιας πριγκίπισσας της Ντίσνεϊ,  με το καπέλο, τη μάσκα και την κάπα του Ζορό. Σε σχέση με εκείνο, το σημερινό, ήταν μάλλον συνηθισμένο.

«Το δώρο μου; Μου πήρες δώρο;»

«Ακόμα καλύτερα, στο έφτιαξε η ίδια», επενέβη η Μάγκι, «Αλλά όχι τώρα, Άιλα, μετά το γεύμα»

«Έλα μαμάααα. Άσε με να του το δώσω τώρααα», παρακάλεσε η μικρή αναπηδώντας γρήγορα, κάνοντας τη φωνή της να τρέμει.

Η Μάγκι, αναστέναξε παραδομένη. «Καλά, πηγαίνετε και θα τα πούμε στο τραπέζι», είπε στον Γκράχαμ και ύστερα γύρισε στην Άιλα, «Θα φωνάξω όμως μία φορά και θα κατεβείτε αμέσως, εντάξει;».

Εκείνη, κούνησε το κεφάλι της κάμποσες φορές και έπιασε το χέρι του αδερφού της, τραβώντας τον για να σηκωθεί. Ο Γκράχαμ, προσποιήθηκε για λίγο ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί και τελικά, με ένα της χαλαρό τράβηγμα, την ακολούθησε στο δωμάτιο της.

Πρέπει να ήταν ο μοναδικός χώρος του σπιτιού, που η επιρροή της Μάγκι, δεν είχε κυριαρχήσει, ούτε σε ένα εκατοστό του. Έντονα χρώματα, νεράιδες ζωγραφισμένες στους τοίχους, ένα ταβάνι που θύμιζε γαλαξία και όσο για τα διακοσμητικά του δωματίου, θα μπέρδευαν και τον μεγαλύτερο θαυμαστή του υπερρεαλισμού.

Η Άιλα, μπήκε σαν ανεμοστρόβιλος και αφού έκανε άνω κάτω το γραφειάκι που ζωγράφιζε, ήρθε πάλι κοντά του, κρατώντας ένα ορθογώνιο χαρτόνι, το οποίο και του παρέδωσε. Ήταν μια ζωγραφιά της, που έδειχνε τους δύο τους με τη Λόρνα, να κρατιούνται χέρι, χέρι ανάμεσα σε δεντράκια και λουλούδια. Το χαμόγελο του, έφτασε μέχρι τα αυτιά και την σήκωσε ξανά, στην αγκαλιά του.

«Είναι το πιο ωραίο δώρο, που μου έκαναν ποτέ», της είπε με ειλικρίνεια και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Η Άιλα του άστραψε ένα χαμόγελο και θέλησε να του δείξει και τις υπόλοιπες ζωγραφιές της.

Η καφεΐνη που είχε καταναλώσει, τον είχε πιάσει για τα καλά και μέχρι να ακουστεί η φωνή της Μάγκι από το ισόγειο, είχαν ζωγραφίσει, είχαν χορέψει, είχαν πιει τσάι στο πλαστικό, ροζ σερβίτσιο της καθισμένοι σε κάτι μικροσκοπικές καρεκλίτσες και είχαν δεχτεί μία αναπάντεχη επίθεση εξωγήινων, κατά την οποία ο Γκράχαμ, γλύτωσε παρά τρίχα, χάρη στη γρήγορη και θαρραλέα επέμβαση της Άιλα.

Η Μάγκι τελικά, αναγκάστηκε να τους φωνάξει τέσσερις φορές, μέχρι να αποφασίσουν να σταματήσουν το παιχνίδι και καθώς πήγαιναν στην τραπεζαρία, πέρασαν μπροστά από το παλιό δωμάτιο του Γκράχαμ. Κοντοστάθηκε έξω από την κλειστή πόρτα και συνειδητοποίησε, ότι είχε σχεδόν πέντε χρόνια να κοιμηθεί εκεί. Και η Λόρνα είχε φύγει εδώ και καιρό από το σπίτι, μένοντας πλέον σε δικό της διαμέρισμα στο κέντρο, κοντά στην εταιρία, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Ο Γκράχαμ, είχε φύγει κακήν κακώς, από το πατρικό τους.

«Γκράχαμ, πάμε!». Η κελαηδιστή φωνή της Άιλα, τον έβγαλε από τις σκέψεις του και η μυρωδιά του ελληνικού σπιτικού φαγητού, χάιδεψε τη μύτη του.

Το γεύμα τους ήταν υπέροχο, όπως κάθε φορά που η μητέρα τους αποφάσιζε να θυμηθεί την πατρίδα της και αφού απόλαυσαν από ένα κομμάτι λαχταριστή μηλόπιτα για να ξεφύγουν λίγο από το ελληνικό μενού, ο Γκράχαμ και η Άιλα, στρώθηκαν κατάχαμα μπροστά στο τζάκι, παίζοντας ένα παιχνίδι με κάρτες, ενώ η μητέρα τους διάβαζε ένα βιβλίο, αν και στην ουσία, τους παρακολουθούσε που κάθε τόσο έσκαγαν στα γέλια.

Ούτε που είχε καταλάβει πότε πέρασε η ώρα, όταν ο ήχος της πόρτας που άνοιξε και έκλεισε, ξάφνιασε και τους τρεις. Ο Γουάλι έκανε την εμφάνιση του στο σαλόνι, με μια εμφανώς, έκπληκτη έκφραση. Η Άιλα, πετάχτηκε αμέσως, τινάζοντας παράλληλα από δω κι από κει, μερικές κάρτες και πήγε να τον χαιρετήσει. Ο Γουάλι άφησε ένα φιλί στο κεφαλάκι της και μετά από μία  ταχύτατη ανταλλαγή ματιών όλο νόημα με τη Μάγκι, χαιρέτησε τον Γκράχαμ.

«Καλησπέρα»

«Καλησπέρα», χαιρέτησε ο Γκράχαμ και σηκώθηκε από το πάτωμα.

«Λυπάμαι που δεν ήμουν εδώ για το γεύμα, έτυχε κάτι στην εταιρία», είπε τυπικά, σχεδόν ψυχρά.

«Δεν πειράζει, καταλαβαίνω», απάντησε εξίσου τυπικά ο Γκράχαμ και είδε, ένα δύσπιστο ανασήκωμα φρυδιών από τον πατέρα του. Καθώς ξεκίνησε να του το επισημάνει, είδε την Άιλα, που στεκόταν ακόμα ανάμεσα τους. Όσο και να τον εκνεύριζε το ειρωνικό ύφος του Γουάλι, δε θα άρχιζε να μαλώνει μαζί του, μπροστά της. Κοίταξε τον πατέρα του και απόρησε, πως γινόταν, το ίδιο καστανό χρώμα ματιών, που στη Λόρνα και την Άιλα, του φαινόταν σαν ζεστή σοκολάτα,  σε εκείνον, έμοιαζε παγωμένο και πάσχιζε να το αποφύγει.

«Εγώ να πηγαίνω», είπε τελικά.

«Από τώρα; Μόλις ήρθε ο πατέρας σου, δε θα μείνεις και για δείπνο;», πρότεινε η Μάγκι με προσδοκία.

«Πέρασε η ώρα και έχω διάβασμα. Μια άλλη φορά», της υποσχέθηκε.

«Πότε θα ξανάρθεις;», ρώτησε η Άιλα.

«Δεν ξέρω, μωρό μου. Θα δείξει, αλλά εμείς θα μιλάμε. Και θα πάμε και στο μουσείο, μην ανησυχείς», της απάντησε και χαιρέτησε τη μητέρα του. Εκείνη τον αγκάλιασε και πήγε να του φέρει το παλτό του. Ο Γκράχαμ, γύρισε προς το πατέρα του και του πρόσφερε το χέρι του.

«Καλό βράδυ»

Ο Γουάλι ανταπέδωσε την χειραψία και είπε, «Θα μπορούσες να μείνεις και να κάνεις το χατίρι της μητέρας σου».

«Καταλαβαίνει», επέμενε ο Γκράχαμ, την ώρα που επέστρεφε η Μάγκι με το παλτό του. Το πήρε κι αφού το φόρεσε, γύρεψε την τσάντα του. Δεν τη βρήκε εκεί που την είχε αφήσει. Κοίταξε τριγύρω, αλλά δεν την είδε πουθενά. «Μα, που πήγε…»

«Εδώ είναι!», πετάχτηκε η Άιλα καθώς έσερνε την τσάντα του στο πάτωμα, κρατώντας τη από το λουρί της. Ο Γκράχαμ την πήρε χαμογελώντας και φίλησε την αδερφή του στο μέτωπο.

Πήγε προς την έξοδο, με τη Μάγκι στο κατόπι του. Στην πόρτα, εκείνη τον αγκάλιασε ξανά, ρωτώντας τον σιγανά, αν χρειαζόταν κάτι. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και έφυγε για το μετρό.

 

Αργότερα στο δωμάτιο του, η εικόνα του πατέρα του να στέκει σοβαρός και απόμακρος, είχε κολλήσει στο μυαλό του. Συνειδητοποίησε, ότι με την ολιγόλεπτη συνάντηση τους, είχε καταφέρει να του χαλάσει τη διάθεση, αλλά δεν άξιζε να το σκέφτεται παραπάνω.

Πέρασε τα δάχτυλα, μέσα από τα μαλλιά του και ένιωσε ένα τράβηγμα στην πλάτη. Κοίταξε το ρολόι του και υπολόγισε ότι είχε περάσει η 12ωρη διάρκεια της ενυδατικής αλοιφής, που του είχε βάλει η κοκκινομάλλα. Ευτυχώς, η κρέμα που του είχε συστήσει, ήταν η ίδια με αυτή που χρησιμοποιούσε για να αποφεύγει την ξηροδερμία, από το χλώριο της πισίνας.

Έβγαλε τη ζακέτα και το μακό του και πήγε στο μπάνιο του. Αφού έπλυνε τα χέρια του, γύρισε με την πλάτη στον καθρέφτη και ξεκίνησε να ξεκολλάει την προστατευτική γάζα.

Στην αρχή, οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές και αργές, όμως όσο αποκαλυπτόταν το τατουάζ, το σοκ του, τον έκανε ανυπόμονο κι έτσι, τράβηξε με μία κίνηση την υπόλοιπη γάζα.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Το τατουάζ στην πλάτη του, δεν ήταν ο φοίνικας του σκίτσου, αλλά ένα μαυροκόκκινο λουλούδι, που έχανε τα πέταλα του και έσταζε άλικο αίμα. Στένεψε τα μάτια του για να δει καλύτερα και πρόσεξε, πως στις επτά σταγόνες που είχαν κυλήσει, ξεχώριζαν γράμματα.

«S E S I L I A», διάβασε. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Όσο μεθυσμένος κι αν ήταν χθες, θυμόταν ολοκάθαρα το σχέδιο που είχε ζητήσει. Γύρισε σαν μανιακός στο δωμάτιο του και βρήκε το τζάκετ που φορούσε το προηγούμενο βράδυ. Είχε ακόμα μέσα, το διπλωμένο φύλλο χαρτιού. Το κοίταξε και ένιωσε τη θερμοκρασία του σώματος του, να ανεβαίνει επικίνδυνα. Το κορίτσι με το ποδήλατο… Τελικά είναι όντως τρελή. Θα τη σκοτώσω, σκέφτηκε και ξαναντύθηκε στα γρήγορα.

Βρέθηκε έξω από το μαγαζί της, μετά από έναν αιώνα, όπως του φάνηκε και ο θυμός του, δεν είχε καταλαγιάσει καθόλου, το αντίθετο μάλιστα. Πως είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο; Τα σβηστά φώτα και τα κατεβασμένα ρολά, δήλωναν πως ήταν κλειστά, αλλά ήταν τόσο εκνευρισμένος, που δεν έφυγε αμέσως. Έκοβε βόλτες πέρα δώθε, περπατώντας νευρικά, μπροστά από το κλειστό κατάστημα και σκεφτόταν πυρετωδώς. Σεσίλια… Να να είναι το όνομα της, αυτό; Αλλά γιατί στα κομμάτια να με σημαδέψει με το όνομα της και γιατί να ζωγραφίσει το λουλούδι, αντί γι’ αυτό που της ζήτησα; Στο κάτω κάτω, δουλειά της ήταν και τώρα θα έμπλεκε άσχημα. Θα το φτάσω στα άκρα.

Πως θα διορθωνόταν τώρα αυτό; Είχε ακούσει ότι το να αφαιρείς ένα τατουάζ, πονούσε πολύ περισσότερο, από το να το χτυπήσεις και ούτε ήξερε πόσο κόστιζε η διαδικασία. Έσφιξε τα δόντια και ηττημένος, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Πριν ξαπλώσει, έχοντας στο μυαλό του, γύρω στους πενήντα διαφορετικούς τρόπους να κάνει το κοκκινομάλλικο ξωτικό, να πληρώσει για τη κακόγουστη “φάρσα” του, φρόντισε το τατουάζ του. Αυτό του έλειπε να πάθει και καμιά μόλυνση.

Με το χέρι του ανάμεσα στο κεφάλι και το μαξιλάρι του, κοίταζε το σκοτεινό ταβάνι και οι ελάχιστες εικόνες της, χόρευαν μπροστά του. Το μικροκαμωμένο κορμί ξαπλωμένο στο δρόμο, ο σύντομος αποπροσανατολισμός της μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί και ύστερα τα θυμωμένα μάτια της και το πρόσωπο της, που λίγο ήθελε να γίνει ένα, με τα κόκκινα μαλλιά της. Έννοια σου και αύριο, θα φουντώσεις για τα καλά.

 

Στο μάθημα ήταν σιωπηλός και κατσούφης, τόσο που ο Σμιτ και ο Κάλουμ, υπέθεσαν ότι έγινε κάποιος κοσμοϊστορικός καυγάς στο πατρικό του. Όταν μπήκε στην αίθουσα, γρύλισε ένα χαιρετισμό και κάθισε δίπλα τους, χωρίς να προσέχει. Είχε πιστέψει πως όλα ήταν στη φαντασία του, αλλά το λουλούδι στην πλάτη του ήταν ακόμα εκεί όταν ξύπνησε, να του θυμίζει πως, ήταν πέρα για πέρα αληθινό.

Ακολούθησε το πρόγραμμα των φίλων του μετά τη σχολή, για να μην κινήσει υποψίες και αρνήθηκε πολλές φορές, να τους δείξει το τατουάζ, λέγοντας ότι ήταν ακόμα καλυμμένο. Ευτυχώς ο Τζέιμς, δεν ήταν μαζί τους σήμερα για να τον “προδώσει” ως πιο έμπειρος με το θέμα έτσι, αναστέναξε με ανακούφιση, όταν το βράδυ χώρισαν, παίρνοντας το δρόμο ο καθένας για το δωμάτιο του.

Όμως όταν βεβαιώθηκε ότι οι φίλοι του είχαν προχωρήσει αρκετά, ο Γκράχαμ άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε στο σταθμό του μετρό. Λίγη ώρα αργότερα, ήταν μπροστά από το μαγαζί, που για καλή του τύχη και κακή της καλλιτέχνιδας, ήταν ανοιχτό. Σίγουρα δεν ήταν τόσο θυμωμένος όσο χθες, που αν την είχε πετύχει ίσως και να χειροδικούσε, όμως μια ματιά στα περίτεχνα σχέδια που έμοιαζαν να τον κοροϊδεύουν έτσι κρεμασμένα, ήταν υπεραρκετή ώστε να αγνοήσει τον κόσμο στην υποδοχή και να ορμήσει, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, στην πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά του.

Η φόρα του κόπηκε απότομα, όταν έπεσε πάνω σε μία ιδιαίτερη σκηνή. Το μελλοντικό του θύμα, δεν ήταν μόνο στο δωμάτιο. Πάνω στην καρέκλα του πόνου, ήταν ξαπλωμένη μία ημίγυμνη κοπέλα. Πρόλαβε να δει παραπάνω δέρμα, από όσο θα έπρεπε και φυσικά, η επίπληξη δεν άργησε να έρθει.

«Πως μπαίνεις έτσι, εδώ μέσα; Που νομίζεις ότι πας;»

Ένιωσε όλο του το αίμα, να συγκεντρώνεται στα μάγουλα του και αποστρέφοντας το βλέμμα, μουρμούρισε ένα σιγανό «Συγνώμη» και βγήκε κλείνοντας την πόρτα. Τότε πρόσεξε κάμποσα ζευγάρια μάτια, να τον κοιτούν με περιέργεια. Δεν έδωσε σημασία ούτε στα βλέμματα, ούτε στα χαχανητά  που ακολούθησαν, μόνο γύρισε την πλάτη στο κοινό και περίμενε υπομονετικά.

Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε και βγήκε το κορίτσι που έκανε το τατουάζ. Ευτυχώς, είχε ντυθεί και με ένα θάρρος, ανάμεικτο με μπόλικο θράσος, του πέταξε, «Τι έγινε μωρό μου; Σου άρεσε το τατουάζ που έκανα ή περισσότερο σου άρεσε ο καμβάς, που πρόσφερα να γίνει;»

Ο Γκράχαμ, κράτησε την πόρτα από όπου βγήκε εκείνη ανοιχτή, καθώς την κοιτούσε. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρονών και με τον αέρα της γυναίκας, που θέλει τους άντρες στα πόδια της. Σε άλλη περίπτωση, δεν θα έμπαινε στο κόπο να απαντήσει, όμως τώρα τα λόγια του, ξέφυγαν από μόνα τους.

«Δεν ξέρω για τον καμβά, αλλά ελπίζω να τσέκαρες το σχέδιο. Μπορεί να ζήτησες λιοντάρι και να βρεθείς με ένα λουλουδάκι». Δε στάθηκε να ακούσει την απάντηση, μπήκε στο δωμάτιο και άφησε την πόρτα πίσω του, να κλείσει.

Η tattooist του είχε γυρισμένη την πλάτη. Ίσως τελικά να είχε λίγη συναίσθηση του τι είχε κάνει και τώρα, να ντρεπόταν λιγάκι. Εντύπωση που του διαλύθηκε αμέσως μόλις την είδε να γυρνάει προς το μέρος του, κοιτώντας τον ξεδιάντροπα στα μάτια.

«Τι συμβαίνει, λοιπόν;», ρώτησε. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να αντιδράσει, καθώς δεν μπορούσε να χωνέψει, πως τον αντιμετώπιζε με τέτοια αυθάδεια, έτσι εκείνη βρήκε την ευκαιρία να συνεχίσει. «Σου άρεσε τόσο πολύ η εμπειρία, που ήρθες κιόλας, για το επόμενο;»

«Πραγματικά, πες μου κάτι… πες μου κάτι και ίσως, μπορέσω να καταλάβω. Είσαι ψυχοπαθής;», αγανάκτησε ο Γκράχαμ κι όταν την είδε έτοιμη να απαντήσει, κούνησε το χέρι του μπροστά του. «Ρητορικό ήταν το ερώτημα, αλλά απάντησε μου σε κάτι άλλο..», της είπε και άρχισε να ξεντύνεται νευρικά, πετώντας τα ρούχα του πάνω στην καρέκλα.

Μέχρι να μείνει γυμνός από τη μέση και πάνω, εκείνη πήγε στα πράγματα της κι ύστερα, πήρε θέση στο σκαμπό κρατώντας στο χέρι της, ένα χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών. Ο Γκράχαμ, την κοίταξε παραξενεμένος και κρέμασε τα χέρια του στα πλευρά του.

«Τι; Δεν θα συνεχίσεις;», τον ρώτησε, τεντώνοντας με τα δάχτυλα της το χαρτονόμισμα, για να του το δείξει.

«Τελικά είσαι σχιζοφρενής…», διαπίστωσε εκείνος βλέποντας το εύθυμο ύφος της. Δεν πρέπει να την είχε δει, τόσο καλοδιάθετη ξανά. «Αλλά θέλω να μάθω, τι κοινό έχει αυτό… με αυτό;», της είπε καθώς της γυρνούσε την πλάτη, για να δει το τατουάζ του και βγάζοντας από την τσέπη του πεταμένου παλτού του, το σχέδιο. Προσπάθησε να το κρατήσει δίπλα δίπλα, αναγκάζοντας τον αγκώνα του να μείνει σε μία άβολη στάση και την άκουσε που σηκώθηκε, πλησιάζοντας τον.

«Μμμ, λοιπόν για να δούμε..», είπε η κοπέλα ειρωνικά. Του πήρε το χαρτί και το ακούμπησε στον ώμο του. Άρχισε να περιεργάζεται το τατουάζ του, σαν να προσπαθούσε να βρει ομοιότητες και διαφορές για να τις κυκλώσει. Στο άγγιγμα της, ένα ρίγος τον διαπέρασε που δεν είχε να κάνει, με το πόσο θυμωμένος ήταν. Ένιωθε τα λεπτά της δάχτυλα, απαλά στο δέρμα του και ζεστά, παρόλο που την προηγούμενη φορά που τον είχαν αγγίξει, του είχαν προκαλέσει τόσο πόνο.

«Δεν έχεις δίκιο, εγώ βλέπω πολλά κοινά. Αυτή η γραμμή εδώ, ας πούμε, ή το χρώμα σε αυτό το κομμάτι και φυσικά η σκίαση του να, εδώ πέρα». Κάθε φορά που του επισήμανε κάτι, φρόντιζε να ακουμπά το σημείο, σαν να τον καθοδηγούσε και κάθε φορά, ο Γκράχαμ ένιωθε να τον χτυπά ένα μικρής τάσεως, ηλεκτρικό ρεύμα, όμως δεν άντεξε για πολύ την κοροϊδία της. Γύρισε απότομα προς το μέρος της, κοιτώντας τη καταπρόσωπο. Το χαρτί ξέφυγε από το κράτημα της και αφού αιωρήθηκε για λίγο, έπεσε αθόρυβα στο πάτωμα.

«Με δουλεύεις;», ξέσπασε ανεβάζοντας τον τόνο του. «Το συνηθίζεις να σημαδεύεις έτσι τον κόσμο; Σου ζήτησα να μου κάνεις ένα σχέδιο, έναν φοίνικα. Πως στο διάολο κατέληξα με μία μαργαρίτα;»

«Δεν είναι μαργαρίτα ανίδεε. Είναι ένα silene tomentosa», του πέταξε, χωρίς να ανοιγοκλείσει καν τα βλέφαρα της, από τις φωνές του.

Ο Γκράχαμ έσμιξε τα φρύδια του. «Ένα silen..τι;»

«Silene tomentosa», του επανέλαβε συλλαβιστά. «Μάλλον έπρεπε να στο γράψω κι αυτό από κάτω ε;».

Το χαμόγελο της, τον έκανε έξαλλο. «Σεσίλια έτσι; Αυτό είναι το όνομα σου! Έγραψες το όνομα σου, στην πλάτη μου! ΓΙΑΤΙ;»

Αντί για απάντηση, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος με το χαρτονόμισμα να ξεχωρίζει ακόμα στην χούφτα της. Δεν χαμογελούσε πια, μα δεν έδειχνε κανένα άλλο συναίσθημα. Ήταν οφθαλμοφανές πως δεν είχε σκοπό να του εξηγήσει, ούτε να του απολογηθεί. Και τώρα που επιτέλους της είχε βάλει τις φωνές, οι οποίες σίγουρα ακούστηκαν μέχρι έξω, αν και κανείς δεν είχε έρθει να δει τι συμβαίνει, συνειδητοποίησε ότι στεκόταν ακόμα μισόγυμνος μπροστά της. Άρχισε να μαζεύει τα ρούχα και να τα φοράει. Καθώς έβαζε τη μπλούζα του, τη ρώτησε ξανά, με πιο ήρεμη φωνή.

«Γιατί; Για τον καυγά μας, έξω από το καφέ; Δε νομίζεις, ότι είναι λίιιγο υπερβολικό;»

«Είναι;», τον ρώτησε εκείνη, με μάτια που γυάλιζαν.

Έβαλε το παλτό του και με ένα παγερό ύφος, οδυνηρά όμοιο με εκείνο του Γουάλι, της είπε, «Θα σε καταγγείλω»

«Ναι, κάντο»!

«Θα το κάνω». Μάζεψε τον πολύπαθο φοίνικα από το πάτωμα και της έριξε μια τελευταία ματιά. Είχε ακόμα τα χέρια στο στήθος της, όμως το σώμα της δεν έδειχνε καμία άμυνα. Κανένα σημάδι ότι τον φοβόταν. Όμως ούτε κι εκείνος θα υποχωρούσε. Με ένα βήμα την έφτασε και της άρπαξε το χαρτονόμισμα. «Αυτό είναι δικό  μου! Για το θέαμα!»

Της γύρισε την πλάτη και έφυγε βροντώντας την πόρτα της. Κοιτούσε ευθεία μπροστά του, μέχρι που βγήκε στο δρόμο και ο κρύος αέρας δρόσισε το πυρωμένο από τον θυμό πρόσωπο του. Σεσίλια, θα σου κοστίσει πολύ παραπάνω από 20 λίρες αυτό και θα μου το πληρώσεις, να είσαι σίγουρη! Σεσίλια…

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ 

 

–Το κακό συναπάντημα μπορεί να είναι και διασκεδαστικό-

 

Μόλις είχε χάσει ένα χαρτονόμισμα είκοσι λιρών, και αναρωτιόταν αν άξιζε το θέαμα τα χρήματα που της κόστισε, δεδομένου ότι δεν είχε ολοκληρωθεί το στριπτίζ. Το να της πάρει τα χρήματα από τη μία θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει διασκεδαστικό και κομματάκι χαριτωμένο. Άλλωστε από μια άποψη του το χρώσταγε, αφού η τσάντα της τη μέρα που της την άρπαξε το συνεταιράκι του εκτός από το μπλοκ και το κινητό της, το οποίο δεν ήταν και τελευταίας τεχνολογίας, δεν είχε χρήματα, μιας και συνήθιζε να τα έχει στην τσέπη του παλτού ή του παντελονιού της. Οπότε το μεροκάματο τους, αν δεν άρπαξαν άλλη από τη δική της τσάντα, θα αποδείχτηκε πενιχρό. Όταν το μυαλό της πήγε στο χαμένο μπλοκ, ο εκνευρισμός της χτύπησε κόκκινο με το θράσος του, να δεις που ήταν σκοτσέζος, κατέληξε, γι’ αυτό δεν έχασε την ευκαιρία να πάρει τα χρήματα, ήταν η τελευταία σκέψη που έκανε προτού ανοίξει η πόρτα της και εμφανιστεί στο άνοιγμα ο Τζίμη.

-Όλα καλά; Τη ρώτησε.

-Ναι, μια χαρά!

-Αυτός που έφυγε ποιος ήταν; Ρώτησε και προχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου.

-Ο νεαρός που ήρθε τις προάλλες τελευταία στιγμή για να του κάνουμε τατουάζ.

-Και γιατί φώναζε;

-Δεν ξέρεις τώρα, το μετάνιωσε και έπρεπε με κάποιον να τα βάλει. Ίσως να νόμιζε ότι φεύγει.

-Τι είναι για να βγει, μολύβι σε χαρτί, να πάρουμε γόμα και να το σβήσουμε; Καλά το υποψιάστηκα ότι ήταν μεθυσμένος, αλλιώς για ποιο άλλο λόγο, ένας φλώρος να θέλει να κάνει τατουάζ;

-Ξέρεις πολύ καλά ότι τον τελευταίο καιρό έχει αυξηθεί η πελατεία μας επειδή κάτι παιδάκια σαν κι αυτόν, πιστεύουν ότι με το να κάνεις ένα τατουάζ, αυτόματα γίνεσαι και σκληρό καρύδι. Θα είδε ότι δεν πάει έτσι και θα θύμωσε περισσότερο.

-Δεν έχεις άδικο σε αυτό. Να σε ρωτήσω κάτι ακόμα, ήθελες κάτι πριν;

-Πότε πριν;

-Όταν μπήκες μέσα στο εργαστήριο μου!

-Απλά να ξέρεις ότι ήρθα, στην περίπτωση που με χρειαζόσουν κάτι.

-Α! Οκ. Είπε απλά μην έχοντας κάτι άλλο να προσθέσει, και βγήκε από το χώρο της.    

Με το που έμεινε πάλι μόνη η Σεσίλια επέστρεψε στις προηγούμενες σκέψεις της. Από εδώ και στο εξής θα τον αποκαλούσε σκοτσέζο, αν και δεν έμοιαζε με τους σκότους. Με τα σκουρόχρωμα μαλλιά του και τη σταρένια επιδερμίδα του μάλλον με ιταλό έμοιαζε, αλλά σιγά τώρα μην είχε εκείνο το κρύο πράγμα το ταπεραμέντο των νότιων. Θυμήθηκε τους φίλους του που τον πείραζαν προτείνοντας του να κάνει τατουάζ την Αφροδίτη της Μύλου ή μια Καρυάτιδα. Αναρωτήθηκε για λίγο τι σχέση μπορεί να είχαν αυτά με τον ιταλικό πολιτισμό αλλά γρήγορα θυμήθηκε ότι Καρυάτιδα υπήρχε στο βρετανικό μουσείο. Τίποτα όμως μέσα εκεί δεν άνηκε στο βρετανικό πολιτισμό. «Από πότε οι άγριοι απέκτησαν και πολιτισμό;» αναρωτήθηκε η Σεσίλια και πήρε το κινητό της να μπει στη Google. Τόσο η Καρυάτιδα όσο και η Αφροδίτη της Μύλου ήταν ελληνικά αγάλματα. Μόλις επιβεβαίωσε ότι ορθώς θυμόταν την προέλευση τους βγήκε από το internet, δεν την ενδιέφεραν περισσότερες λεπτομέρειες.

Άνοιξε την πόρτα για να δει αν περιμένει κάποιος στον προθάλαμο. Ένα ζευγαράκι καθόταν στο διθέσιο καναπέ και αντάλλασε φλογισμένα φιλιά και τολμηρά χάδια σε απόκρυφα σημεία. Ούτε που ενοχλήθηκαν από την παρουσία της, ίσως απλά να είχαν μπει για να φυλαχτούν από το κρύο και η tattooist ήταν βέβαιη πως αν τους άφηνε άλλο λίγο το πότε θα βρίσκονταν ο ένας πάνω στον άλλον ούτε που θα το καταλάβαιναν. Αφού έβηξε, οι νεαροί γύρισαν και την κοίταξαν;

-Θα θέλαμε να κάνουμε το ίδιο τατουάζ, είπε βιαστικά η κοπέλα που ήταν κάπως κόκκινη. Η tattooist δεν μπόρεσε να καταλάβει αν το κοκκίνισμα της το είχε προκαλέσει η έξαψη από αυτά που έκαναν μόλις ελάχιστα λεπτά νωρίτερα, ή το ότι τους έπιασαν στα πράσα.

-Ωραία, είπε η Σεσίλια, έχετε κάτι υπ’ όψιν σας; Αν και ήδη υποψιαζόταν τι μπορεί να ήταν αυτό.

-Μια καρδιά με βέλη. Και τα ονόματα μας! Η Σεσίλια κούνησε καταφατικά το κεφάλι της αφού είχε πέσει μέσα στις υποθέσεις της.  

-Ποιος θα έρθει πρώτος; Ρώτησε η Σεσίλια.

-Εγώ. Είπε το αγόρι.

-Μπορώ να μπω και εγώ μαζί του; Ρώτησε το κορίτσι.

-Φυσικά. Είπε και κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να μπούνε μέσα μαζί της οι δυο νέοι. Η Σεσίλια αφοσιωμένη στη δουλειά της δε σήκωσε κεφάλι μέχρι να τελειώσει τα τατουάζ και των δύο παιδιών. Στιγμή δεν της είχε έρθει στο μυαλό ο νεαρός με το Silena Tomentosa, μαρκαρισμένο στην πλάτη του, μόνο ένιωθε ανακούφιση και σαν να είχε τακτοποιηθεί μια εκκρεμότητα που την παίδευε για καιρό. Ακόμα και οι απειλές του, ότι θα το έφτανε στα άκρα, της είχαν ακουστεί περιττές. Πρώτον δεν πίστευε ότι εκείνο το φλωράκι θα έκανε οτιδήποτε, και ότι ήταν κάτι περισσότερο από κούφια λόγια τα όσα ξεστόμιζε, δεύτερον πως θα δικαιολογούσε ότι το κλεμμένο σχέδιο της είχε βρεθεί στα χέρια του. Πάντως έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο φλώρος, της είχε κάνει ζημιά.

Τελευταία σκέψη της, πριν αποκοιμηθεί το βράδυ, ήταν αν τελικά το χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών άξιζε για το σόου που της είχε δώσει. Πριν απαντήσει στην ερώτηση που έθεσε στον εαυτό της, αποκοιμήθηκε κουρασμένη με αποτέλεσμα να τον δει στον ύπνο της, και μάλιστα με τρόπο που δε θα τολμούσε να σκεφτεί ποτέ στον ξύπνιο της. Ανακατεμένα όπως ήταν όλα στο κεφάλι της, από τη μία ο καυγάς, από την άλλη που για δεύτερη φορά γδύθηκε μπροστά της για να τη ρωτήσει αν είχε σχέση ο φοίνικας με το λουλούδι, είδε και τη συνέχεια. Μόνο που στο όνειρο δεν έμεινε εκεί, αφού ο ιταλός που μια σκέψη του υποσυνείδητου τη διόρθωσε ότι τελικά πρέπει να ήταν σκοτσέζος, έβγαλε παντελόνι και εσώρουχο για να διαπιστώσει η Σεσίλια ότι διέθετε έναν εξαιρετικό καμβά για να τον γεμίσει εκείνη με τατουάζ. Όμως και έτσι το κορμί του, χωρίς να έχει πάνω του το παραμικρό σημάδι, μάλιστα έλειπε και το τατουάζ που εκείνη του είχε χτυπήσει στην πλάτη, ήταν υπέροχο. Η Σεσίλια στο όνειρο της άθελα ξεροκατάπιε, εκείνος την είδε και χαμογέλασε και χωρίς να διστάσει της έπιασε το κεφάλι από το πιγούνι και προχωρώντας το πρόσωπο του προς το δικό της άγγιξε με τα χείλη του τα δικά της. Ύστερα απομακρύνθηκε και της είπε με βραχνή φωνή «Γιατί δεν το παραδέχεσαι, μου έκανες λάθος σχέδιο όχι επειδή θέλησες να με εκδικηθείς, όπως έχεις δικαιολογηθεί στον εαυτό σου, αλλά για να με ξαναδείς». Όπως συμβαίνει πολλές φορές στα όνειρα εκείνη άνοιξε το στόμα της για να του το αρνηθεί όμως φωνή δεν έβγαινε από μέσα της, οπότε αρκέστηκε στο να του χαϊδέψει την πλάτη στο σημείο που του είχε κάνει το τατουάζ. Η σκηνή άλλαξε και εκείνη βρέθηκε ξαπλωμένη στο διθέσιο καναπέ που είχαν στο προθάλαμο και που το ίδιο απόγευμα πέτυχε τους δυο ξαναμμένους νέους. Στη θέση όμως εκείνων ήταν η ίδια με τον ιταλό, σκοτσέζο, τη διόρθωσε μια φωνή από το πιο βαθύ μέρος του ασυνείδητου της. Ήταν και οι δύο γυμνοί και ήταν υπέροχα μαζί του, όμως είχε την έγνοια μήπως μπει κάποιος πελάτης ή μήπως βγει ο Τζίμη από το εργαστήριο του, αφού από ώρα άκουγε το θόρυβο από το μηχάνημα που μαρτυρούσε ότι δεν ήταν μόνοι τους στο μαγαζί. Όμως όσο και να προσπαθούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της, ήταν αδύνατο με αυτά που της έκανε εκείνος, ενώ είχε πάψει να ακούει κάτι άλλο από τις φωνές τους. Η πόρτα άνοιξε και από το δωμάτιο του Τζίμη βγήκε ο Χάρολντ, θυμωμένος τράβηξε το νέο από πάνω της και τον γύρισε προς το μέρος του. Εκείνη πλέον έβλεπε το πίσω μέρος του σώματος του, το τατουάζ που του είχε κάνει φαινόταν στην πλάτη του, όμως η επιδερμίδα του σε αυτό το σημείο ήταν ξερή. Ένα από τα φύλλα έφυγε από το κορμί του και έπεσε στο πάτωμα και ύστερα κι άλλο, κι άλλο και έπειτα από τα φύλλα άρχισαν να κυλάνε οι σταγόνες με το αίμα μέχρι που το δέρμα του πλέον είχε απαλλαγεί από το τατουάζ. Ύστερα ο σκοτσέζος έπιασε φωτιά, δεν κατάλαβε πως συνέβη αυτό, όμως το έβλεπε εκεί μπροστά της να συμβαίνει. Ο Χάρολντ τραβήχτηκε μακριά του και εκείνη προσπάθησε να κρύψει την γύμνια της με το ριχτάρι που σκέπαζε τον καναπέ. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο στο σημείο που πριν από λίγο στεκόταν εκείνος πλέον υπήρχε μόνο στάχτη, η οποία όμως αμέσως άρχισε να παίρνει τη μορφή ενός κοκκινόμαυρου πουλιού. Η Σεσίλια σηκώθηκε και πήγε να κλείσει την πόρτα για να μην της φύγει, όμως εκείνο πρόλαβε και πέταξε μακριά.

Άνοιξε τα μάτια της απότομα, πίσω από τα σύννεφα είχε κάνει την εμφάνιση του ο ήλιος. Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι χρειαζόταν σεξ και η δεύτερη ότι ήλπιζε ο ανίδεος φλώρος να έβαζε ενυδατική στο τατουάζ ακόμα και αν είχε σκοπό να το σβήσει σύντομα. Πάντως έπρεπε να παραδεχτεί ότι στο όνειρο της δεν ήταν και τόσο φλώρος, αλλά τι να το κάνεις, εκείνο ήταν απλά όνειρο, σκέφτηκε ενώ τεντωνόταν.

Ικανοποιημένη, και εκείνη δεν γνώριζε από τι ακριβώς, σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται, ένιωθε έντονα την ανάγκη ότι εκείνη τη μέρα ήθελε να προσφέρει. «Μάλλον για να εξιλεωθείς»! της είπε μια εσωτερική φωνή, την οποία η Σεσίλια αγνόησε. Η ώρα ήταν περασμένη για να πάει στο χώρο εστίασης των προσφύγων και να βοηθήσει στην εκφόρτωση όμως μπορούσε να συμμετέχει στο σερβίρισμα, βέβαια θα έπρεπε να ανεχτεί εκείνη την υστερική της κουζίνας που την έβρισκε με τις διαταγές, όμως δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι και τα ψώνια τα βαριόταν για να γυρνάει άσκοπα στους δρόμους και να κοιτάζει βιτρίνες. Ας μην το σκεφτόταν περισσότερο, αφού ντύθηκε πρόχειρα, με ένα τζινάκι και ένα μαύρο μπλουζάκι από πάνω, κατέβηκε στο δρόμο και αφού ξεκλείδωσε το ποδήλατο της, έφυγε με γρήγορο πετάλι για το εστιατόριο που είχε παραχωρήσει ο Έλληνας. Τσάντα αυτή τη φορά δεν είχε πάρει μαζί της, το κινητό το άφησε επίτηδες στο σπίτι, όσο για τα λίγα χρήματα και τα κλειδιά τα βόλεψε στις τσέπες της.

Φτάνοντας στο πίσω πάρκινγκ του εστιατορίου, το οποίο χρησιμοποιούταν κυρίως για την εκφόρτωση των φορτηγών, συνάντησε το Τσάρλι. Πριν ακόμα κατέβει από το ποδήλατο της τον χαιρέτησε, εκείνος στάθηκε όρθιος να την κοιτάζει κρατώντας στα χέρια του ένα καφάσι με λαχανικά. Η Σεσίλια κατέβηκε έβγαλε τη μικρή κλειδαριά, και έδεσε με την αλυσίδα του το ποδήλατο, την οποία φορούσε στο λαιμό όση ώρα έκανε πετάλι.

-Καλημέρα, της είπε και ο Τσάρλι με τη σειρά του, γιατί τόση βιασύνη;

-Δεν ξέρω, απλά είχα διάθεση να νιώσω τον παγωμένο αέρα να χτυπάει το πρόσωπο μου.

-Πάντως έδινες την εικόνα της άγριας με τη βαριά αλυσίδα περασμένη στο λαιμό σου. Η Σεσίλια δεν απάντησε, αρκέστηκε απλά να χαμογελάσει, αν και αναγνώρισε ότι τα λόγια του φίλου της είχαν κάποιο δίκιο. Από την εφηβεία προσπαθούσε να δώσει την εικόνα της άγριας, και μάλιστα του φρικιού, το μότο της ήταν απλά το “DON’ T YOU DARE…” και έτσι αν και ήξερε ότι διάφοροι λέγανε πολλά πίσω από την πλάτη της, τουλάχιστον ήξερε ότι δε θα την ενοχλούσαν και ότι δε θα περνούσε τα βασανιστήρια που περνούσαν παιδιά πιο συνεσταλμένα και ήσυχα. Δεν χρειαζόταν πολλά, ένα βλέμμα της και όλοι γύρναγαν την πλάτη και απομακρύνονταν, αν και δεν είχε ιδιαίτερη εμφάνιση, ούτε σκουλαρίκια, ούτε τίποτα από αυτά που προκαταβάλουν τους άλλους ότι μπορεί να είσαι ‘‘άγριος’’. Τα ρούχα της απλά  ήταν άχρωμα, ενώ ήξερε καλά να κλείνετε στον εαυτό της και να αφήνει τους άλλους απ’ έξω, μόνο ένας κατάφερε να πλησιάσει πιο κοντά. Μάλιστα ήταν από τους γόηδες του σχολείου, από τους καλούς μαθητές, μέλος αθλητικών ομίλων και ότι άλλο σου προσάπτει φήμη στην εφηβεία, και σε αναγκάζει να βλέπεις ένα μέλλον λαμπρό για να καταλήξεις στα σαράντα με αντικαταθλιπτικά, αν δεν έχεις πατήσει επί πτωμάτων για να διατηρήσεις ζωντανό το όνειρο.

Την πρώτη φορά τον πρόσεξε να την κοιτάζει μέσα στην τάξη, ήταν την ώρα που ο καθηγητής έκανε την παράδοση, εκείνη είχε αφοσιωθεί στο να κάνει σε μια σελίδα του τετραδίου της ένα ασπρόμαυρο σχέδιο. Ο καθηγητής στάθηκε από πάνω της και έκανε μια ερώτησε από την παράδοση, η Σεσίλια, ψύχραιμη και χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από το σχέδιο που έκανε, απάντησε σωστά στην ερώτηση του καθηγητή, εκείνος έκπληκτος και έχοντας αφήσει κατά μέρος κάθε διάθεση για παρατήρηση ή τιμωρία τη ρώτησε αν είχε διαβάσει το παρακάτω μάθημα. Εκείνη σχολίασε απλώς ότι τον άκουγε και ο καθηγητής απομακρύνθηκε επιτρέποντας της σιωπηλά να συνεχίσει τη ζωγραφιά της. Η Σεσίλια ήρεμη ανασήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε μπροστά όπου τον είδε από τα πρώτα θρανία να την κοιτάζει, δεν του έδωσε σημασία, ξαναέσκυψε το κεφάλι της και έδωσε όλη της την προσοχή στο σχέδιο. Από εκείνη τη μέρα όμως και έπειτα ένιωθε συχνά το βλέμμα του. Τον κοίταζε και εκείνη συνοφρυωμένη προσπαθώντας να του δείξει την ενόχληση της. Ύστερα άρχισε να την πλησιάζει και να της πιάνει κουβέντα όταν ήταν μόνοι τους. Το μυαλό της Σεσίλια πήγε απευθείας στο κακό, λες να της ετοίμαζαν τίποτα εκείνος και οι φίλοι του; Γνώριζε πολύ καλά ότι η αταραξία της ήταν που την προστάτευε, μήπως ήθελαν να της σπάσουν τον τσαμπουκά. Συνήθως τα σκυλιά μύριζαν το φόβο, γι’ αυτό και κάποια παιδιά παιδεύονταν, όμως εκείνη την είχαν αφήσει ήσυχη, ακριβώς επειδή δε φαινόταν να την ταράζει τίποτα. Αποφάσισε να του απαντάει μονολεκτικά όταν της απηύθυνε το λόγο, και γενικά να τον αποφεύγει, όμως εκείνος εκεί. Τελικά της ζήτησε κάποια στιγμή να βγούνε, ήταν λίγο καιρό αφού είχε κάνει το πρώτο τατουάζ στον αστράγαλο της. Τον κοίταξε δύσπιστα, αλλά αποφάσισε να δεχτεί, η μάνα της είχε αρχίσει να την τρώει για τους φίλους που δεν είχε. Σε όλο το ραντεβού ήταν επιφυλακτική, όμως όλα κύλισαν ομαλά, αν και την είχε πάει κάπου που δε θα πετύχαιναν κάποιον από τους  συμμαθητές τους. Τελικά συνέχισαν να βγαίνουν κρυφά, η Σεσίλια ένιωθε ότι το αγοράκι απέναντι της ανησυχούσε για κάτι, μέχρι το  βράδυ που τόλμησε να της δώσει το πρώτο τους φιλί, το οποίο την αιφνιδίασε. Όμως αποφάσισε να δει πως είναι να φιλιέσαι στο στόμα με ένα αγόρι, και προς μεγάλη της έκπληξη της άρεσε. Στο σχολείο συνέχισαν να συζητάνε τυπικά και να αποφεύγουν ο ένας τον άλλον. Τη Σεσίλια αυτό δεν την ενοχλούσε, το αντίθετο μάλιστα της άρεσε να έχει κοινό μυστικό με κάποιον. Επίσης της άρεσε να φιλιούνται και να χαϊδεύονται, πέρα από το σχέδιο έβρισκε και σε κάτι άλλο ενδιαφέρον. Οπότε ενώ στο σχολείο δεν έδιναν δικαιώματα, με το που σχόλαγαν αν δεν βρίσκονταν, μιλούσαν με τις ώρες στο τηλέφωνο. Τελικά ο Έντι δεν ήταν τόσο κάθαρμα όσο ήθελε να δείχνει στις παρέες του, άλλωστε τον είχε δει πολλές φορές να προσπαθεί να αποτραβήξει τους φίλους του όταν ενοχλούσαν κάποιον, και αν εκείνοι επέμεναν εκείνος απέφευγε να πάρει μέρος.

Την ενοχλούσε βέβαια που τον έβλεπε να φλερτάρει με άλλα κορίτσια, αλλά ήξερε ότι δεν είχε σχέση με καμία άλλη, αλλά ούτε για εκείνη μιλούσε, μάλλον ήθελε να κρατήσει κρυφή την σχέση τους. Ήθελε να μην τη νοιάζει, όμως ένιωθε ότι εκείνος ντρεπόταν για την εμφάνιση της, κάτι που της το επιβεβαίωσε όταν άρχισε να της κάνει προτάσεις. Τα μαλλιά της θα ήταν όμορφα αν τα μάκραινε λίγο, θα μπορούσε να έχει πιο πολλές επιλογές, να τα ισιώσει, να τα σγουραίνει και να κάνει τόσα πράγματα με αυτά. Την επόμενη μέρα από την πρόταση του η Σεσίλια πήγε και τα έκοψε κοντά, και εμφανίστηκε στο σχολείο έχοντας τα μαλλιά καρφάκι και έχοντας βάλει ένα τόνο ζελέ για να στέκονται όρθια. Αν και φάνηκε ότι ενοχλήθηκε, όταν ήταν μόνοι τους προτίμησε να της πει ότι της πήγαιναν, και ύστερα την έπιασε με τη λαβή που τα αγόρια πιάνονται μεταξύ τους στην πάλη, κι έχοντας περάσει το κεφάλι της κάτω από το μπράτσο του της έτριψε την κορυφή του κεφαλιού, και όταν επιτέλους την άφησε της είπε πειραχτικά «Με γεια κολλητέ»! Της την έδινε στα νεύρα της Σεσίλα η προσπάθεια του να την αλλάξει, ένιωθε ότι αν δε γινόταν αυτό που εκείνος ήθελε ώστε να μπορέσει να την παρουσιάσει στους φίλους του θα χώριζαν, όμως εκείνη δεν είχε διάθεση να αλλάξει για κανέναν. Έτσι τον έπιασε και του μίλησε, του εξήγησε ότι αν ήθελε να είναι μαζί δε θα προσπαθούσε να την αλλάξει αλλιώς θα χώριζαν. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια του και της ζήτησε συγνώμη, ενώ άρχισε να απολογείται. Το πιο τρελό όμως που έκανε κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, ήταν όταν μια φορά που περνούσαν έξω από μια καθολική εκκλησία, την τράβηξε μέσα και προσπάθησε να την αναγκάσει να ορκιστεί ότι δε θα τον χώριζε ποτέ.

-Πάμε να φύγουμε, με ανατριχιάζουν οι εκκλησίες, θέλησε να δικαιολογηθεί, αν και αυτό που στην πραγματικότητα την ανατρίχιαζε ήταν το αγόρι της.

-Πρώτα θα μου ορκιστείς!

-Δεν έχω να σου ορκιστώ τίποτα. Είπε και βγήκε έξω θυμωμένη.

 

õ

 

-Συνηθίζω να φοράω σιδερένιες αλυσίδες, έχουν πολλαπλή χρησιμότητα, σχολίασε πειραχτικά στον Τσάρλι.

-Όπως;

-Διακοσμητικό, που δεν κινδυνεύεις να στην πέσουν για να στο κλέψουν και επιπλέον είναι όπλο.

-Βρήκες καμιά άκρη με τα σχέδια που σου έκλεψαν; Στο μυαλό της Σεσίλια ήρθε η μορφή του σκοτσέζου και με κόπο συγκράτησε το χαμόγελο της.

-Θεώρησε τα χαμένα, προσπάθησα να σχεδιάσω ξανά κάποια αλλά δεν κατάφερα και πολλά, εκτός από δύο όλα τα άλλα τα πήρε ο άνεμος.

-Πάντως έχεις κέφια σήμερα!

-Ξύπνησα με καλή διάθεση.

-Ε τότε να το εκμεταλλευτώ!

-Ωχ, θες να με χώσεις;

-Βασικά έλεγα να σε ρωτήσω πότε έχεις ρεπό για να βγούμε να πάμε για ένα ποτό. Γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη, στο μυαλό της ήρθε η παμπ που πήγαινε με τον Χάρολντ και η ζεστή μπύρα. Την Κυριακή δεν έχεις πάντα;

-Έχω και την Παρασκευή αυτή την εβδομάδα.

-Τέλεια, έκλεισε;

-Οκ, είπε ανασηκώνοντας βαριεστημένα τους ώμους της, καιρός ήταν να βγει με κάποιον κοντά στην ηλικία της, το είχε παρακάνει με τους σαράντα και άνω.

 

õ

 

Ο Τσάρλι της υποσχέθηκε ότι θα πέρναγε να την πάρει από το σπίτι, οπότε την Παρασκευή μόλις ξύπνησε, αποφάσισε να βάλει σε μια τάξη το διαμέρισμα, προτού αρχίσει να ετοιμάζετε. Οι ώρες όμως κύλησαν πολύ γρήγορα μέχρι τη στιγμή που άκουσε το κουδούνι της να χτυπάει. Άνοιξε την πόρτα και τον άφησε να περάσει, ο Τσάρλι την κοίταξε έκπληκτος και άφησε να του ξεφύγει ένα σφύριγμα έγκρισης. Συνήθως απέφευγε να βάφετε όμως η καλή διάθεση της είχε διαρκέσει όλη την εβδομάδα, και έτσι αποφάσισε ότι μιας και ήταν Παρασκευή βράδυ και θα έβγαινε χρειαζόταν μια δόση αυτοπεποίθησης, τονίζοντας κάποια χαρακτηριστικά της. Άπλωσε μια σκούρα σκιά πάνω από τα μάτια, μολύβι για να τραβήξει γραμμές και να μεγαλώσει το περίγραμμα τους, μάσκαρα για να μακρύνει τις βλεφαρίδες της, κόκκινο έντονο κραγιόν γιατί ήταν το χρώμα που προτιμούνε οι ισπανίδες και διακριτικό ρουζ στα μήλα του προσώπου της. Βέβαια στο ντύσιμο της διατήρησε την αυστηρότητα και κυρίως την άνεση που της πρόσφερε το τζιν, κι από πάνω μια μαύρη ημιδιάφανη μπλούζα.

-Μήπως είμαι λίγο υπερβολική; Ρώτησε τον Τσάρλι, με την άνεση που ρωτάνε τα κορίτσια έναν καλό φίλο.

-Είσαι εκθαμβωτική! Σχολίασε εκείνος που δεν τη χόρταιναν τα μάτια του.

-Νομίζω ότι λέμε το ίδιο πράγμα, είπε και ξεκίνησε να πάει προς το μπάνιο.

-Που πας; Είπε και τη συγκράτησε από το μπράτσο.

-Να ξεβαφτώ.

-Δεν έχεις να πας πουθενά! Βάλε το παλτό σου να φύγουμε.

Αφού τον κοίταξε δυσαρεστημένη, σουφρώνοντας τα χείλη της, φόρεσε το πράσινο μακρύ παλτό της και έριξε μια ματιά στον καθρέφτη.

-Μήπως δεν πάει;

-Ό,τι και να βάλεις σου πάει! Της είπε ανοίγοντας της την πόρτα.

Φτάσανε έξω από ένα κλαμπ, στο οποίο ο Τσάρλι είχε πάει την πρώτη φορά με ένα συμφοιτητή του, ίσως μάλιστα και εκείνη να τον γνώριζε μιας και ο Τζέιμς του είχε συστήσει το μαγαζί με τα τατουάζ που δούλευε. Η Σεσίλια τον κοίταξε χωρίς να απαντήσει, από τη στιγμή που είχανε φύγει από το σπίτι της, τον είχε αφήσει να φλυαρεί χωρίς η ίδια να λέει πολλά, μόνο του απαντούσε όταν χρειαζόταν. Μπαίνοντας μέσα, τους τύφλωσαν στιγμιαία προβολείς που άλλαζαν χρώματα και μετακινούνταν μέσα στο χώρο. Υπήρχε ένα πατάρι με μουσικά όργανα που όμως για την ώρα δε βρισκόταν κανείς από την ορχήστρα. Όσο η Σεσίλια κοίταζε αναγνωριστικά το χώρο, ο Τσάρλι κοίταξε γύρω του, αφού σήκωσε το χέρι του να χαιρετήσει μια παρέα γνωστών του, ξεκίνησαν να πάνε σε ένα τραπεζάκι που ήταν ελεύθερο, όμως ένας από την παρέα ξέκοψε και πήγε να τους συναντήσει. Αφού έδωσαν τα χέρια, του σύστησε την κοπέλα.

-Την ξέρω, η κοκκινομάλλα από το ΤΖΙΜΗ ΤΑΤΟΥ, είπε και της έδωσε το χέρι για να συστηθεί. Τζέιμς! Αυτό το ΤΖΙΜΗ ΤΑΤΟΥ, πάντα της την έδινε στα νεύρα, έπρεπε να πείσει το αφεντικό της να αλλάξει όνομα στο στούντιο. Δεν είχε τίποτα το καλλιτεχνικό που να αντιπροσωπεύει τη δουλειά που έκαναν μέσα σε αυτό, το όνομα του ιδιοκτήτη. Αλλά ήταν τόσο απασχολημένοι με τους πελάτες τους, που ποτέ δεν έβρισκαν χρόνο για πολλές κουβέντες, μένοντας ο καθένας αποκομμένος στο χώρο του.

-Δε μου έκανες εσύ βέβαια κάποιο από τα τατουάζ, αλλά σε πήρε κάπου το μάτι μου. Ο Τσάρλι έσπευσε να βγάλει το παλτό του και να τραβήξει την μπλούζα του για να του δείξει το σήμα της ειρήνης με το σύνθημα.

-Μου το έχεις δείξει ρε μαλάκα, του είπε ο άλλος. Γιατί δεν έρχεστε να καθίσετε μαζί μας, έχουμε και άλλον στην παρέα πλέον φίλο των τατού. Ο Τσάρλι κοίταξε τη Σεσίλια και εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους της ακολούθησε τον Τζέιμς που πήγαινε μπροστά και τους οδηγούσε προς την παρέα του που καθόταν στο μπαρ. Από μακριά ξεχώριζε ένας αρκετά ψηλός και ξανθός, όμορφος άντρας, που έπινε το ποτό του και κοίταζε προς κάπου που πρέπει να ήταν οι τουαλέτες. Κάτι της θύμισε αλλά αμυδρά. Ένας κοκκινομάλλης δίπλα του ήταν σκυμμένος και έλεγε κάτι στο αυτί κάποιου που ήταν γερμένος πάνω στην μπάρα και γυρισμένος πλάτη σε εκείνη, όμως κάτι της θύμιζαν εκείνες οι πλάτες. Μόλις τον αναγνώρισε έκανε ένα βήμα πίσω για να πέσει πάνω στον Τσάρλι. Εκείνος της χαμογέλασε και τη συγκράτησε όρθια. Τώρα ήταν αργά σκέφτηκε και προχώρησε, άλλωστε τι θα της έκανε μέσα σε τόσο κόσμο.

-Παιδιά είπε ο Τζέιμς να σας συστήσω το συμφοιτητή μου από τη μηχανολογία τον Τσάρλι και την κοπέλα του τη Σεσίλια. Γύρισαν όλοι να τους κοιτάξουν, ενώ εκείνη είχε στραμμένο το βλέμμα της πάνω στον σκοτσέζο ο οποίος λες και έκανε την κίνηση σε αργή κίνηση.

-Η tattooist! Ναι, σε ξέρουμε, είπε ο ξανθός. Ήμασταν παρόντες όταν ο φίλος μας ο Γκράχαμ έκανε την ηρωική πράξη να χτυπήσει τατουάζ στο κορμί του. Ώστε Γκράχαμ, σκέφτηκε η Σεσίλια, να δεις που σήμερα τα έπινε με τις δικές της είκοσι λίρες. Αφού τους σύστησαν και την υπόλοιπη παρέα ο Τσάρλι παρήγγειλε τα ποτά τους, ο κλέφτης, ή σκοτσέζος ή κατά κόσμο Γκράχαμ της γύρισε την πλάτη και κοίταζε προς την απέναντι πλευρά ενώ όλοι οι υπόλοιποι από την παρέα τη ρωτούσαν διάφορα.

-Ξέρεις, δε μας το έχει δείξει ακόμα το σχέδιο, είπε εκείνος που της τον είχαν συστήσει ως Κάλουμ.

-Πως κι έτσι; Ρώτησε εκείνη πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της.

-Εντάξει το έχουμε δει στο χαρτί, βιάστηκε να διορθώσει ο Σμιτ, αλλά όχι ως τατουάζ.

-Σκέφτομαι να το σβήσω, είπε ανάμεσα από τα δόντια του ο Γκράχαμ με ένταση αρκετή για να τον ακούσει μόνο η Σεσίλια που στεκόταν δίπλα του.

-Ξέρετε, εδώ που τα λέμε δεν είναι κι όλοι για να κάνουν τατουάζ, σχολίασε εκείνη. Και είναι λογικό, είναι επίπονη η διαδικασία τόσο να το φτιάξεις όσο και να το σβήσεις. Και επιπλέον δεν αφαιρείται εύκολα, άσε που ακόμα και στις μέρες μας και να σβηστεί, μένει σημάδι στο δέρμα, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να πάει σε έναν έμπειρο tattooist και να σχεδιάσει κάτι άλλο από πάνω.  

-Γιατί να το σβήσει ρώτησε παραξενεμένος ο Κάλουμ, άλλωστε δεν έγραψε Γκρέις, για να θέλει να το σβήσει. Ρε δεν πιστεύω να έγραψες το όνομα της γκόμενας σου και γι’ αυτό ντρέπεσαι να μας το δείξεις; Η Σεσίλια ένιωσε μια δυσάρεστη έκπληξη όταν άκουσε για κάποια Γκρέις, αν και θυμήθηκε ότι την είχαν αναφέρει και όταν είχαν εμφανιστεί στο στούντιο. Ύστερα όμως όταν θυμήθηκε ότι στην πλάτη του πιθανόν υπήρχε ακόμα το όνομα της και θα έπρεπε να το κρύβει από εκείνη για να μην του κάνει σκηνή, ένιωσε ικανοποίηση. Έριξε μια βιαστική αδιάφορη ματιά στον Γκράχαμ και ύστερα κοίταξε γύρω της για να προσέξει δυο κορίτσια να πλησιάζουν την παρέα τους, μια μελαχρινή και μια ξανθιά! Ποια άραγε να ήταν η Γκρέις; Η ξανθιά πήγε και στάθηκε δίπλα στο ψηλό περνώντας κτητικά το χέρι της μέσα από το δικό του, η μελαχρινή έμεινε αιωρούμενη, πήρε μόνο το ποτήρι με το ποτό στο χέρι της που έσπευσε να της το δώσει ο Κάλουμ, και άρχισε να κουνιέται με το ρυθμό της μουσικής, ενώ γέλασε με ένα αστείο που της ψιθύρισε στο αυτί. Έριξε μια ματιά δίπλα της και είδε τον σκοτσέζο να της ρίχνει απειλητικά βλέμματα. Αυθόρμητα έσκυψε και του είπε στο αυτί.

-Εγώ πάντως στην έδωσα την επαγγελματική μου συμβουλή.

-Φοβάσαι έτσι; Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Όχι Σεσίλια, θα το φτάσω στο τέρμα.

-Ωραία, θέλω να το δω αυτό, το να το φτάνεις στο τέρμα. Του απάντησε στο ίδιο ύφος. Και γυρνώντας προς το Τσάρλι. Ωραία γνώρισα τους φίλους σου, δεν πάμε να κάτσουμε κάπου αλλού μόνοι μας τώρα;

-Φυσικά. Είπε εκείνος και την άφησε να προπορευτεί.

Βρήκαν ένα τραπεζάκι με δυο ψηλά σκαμπό και κάθισαν ακουμπώντας τα ποτά τους.

-Λοιπόν πως σου φαίνεται εδώ; Τη ρώτησε.

-Καλά είναι! Είπε βγάζοντας το παλτό της και ακουμπώντας το στα πόδια της. Γύρισε και κοίταξε το χώρο, όπου πρόσεξε τον Γκράχαμ να την κοιτάζει όμως οι εναλλαγές των χρωμάτων από τους προβολείς δεν της επέτρεψαν να αναγνωρίσει το ύφος του. Αυτοί είναι φίλοι σου;

-Δεν τους ήξερα, εκτός από τον Τζέιμς φυσικά ο οποίος είναι συμφοιτητής μου στη μηχανολογία. Και τον αδερφό του τον Κάλουμ τον έχω τρακάρει κάνα δυο φορές όμως πρώτη φορά είπαμε κάτι παραπάνω από γεια. Τους άλλους δύο με τόσο πληθυσμό που έχει το πανεπιστήμιο δεν τους είχα προσέξει. Μείνανε για λίγο σιωπηλοί, πριν ξαναμιλήσει ο Τσάρλι.

-Πάντως αν δεν ήξερα πόσο επαγγελματίας είσαι και τι καλή δουλειά κάνεις, θα σκεφτόμουν ότι ο τύπος που του έφτιαξες το τατουάζ δεν έμεινε ευχαριστημένος.   

-Αλήθεια, είναι είπε εκείνη και γέλασε, ρίχνοντας ένα πλάγιο βλέμμα προς το Γκράχαμ για να δει αν εξακολουθούσε να την κοιτάζει.

-Δηλαδή;

-Έχω την εντύπωση ότι δεν ήταν και πολύ νηφάλιος όταν ήρθε στο μαγαζί. Τον ρώτησα αν είχε πιει και το αρνήθηκε, δεν του έκανα και αλκοτέστ για να είμαι σίγουρη, οπότε συνέχισα με το σχέδιο. Μάλλον όμως ήταν πολύ πιωμένος, οπότε την επόμενη μέρα που θα είδε το τατουάζ χαραγμένο επάνω του θα έφριξε…

-Και εσύ τι έφταιγες; Η Σεσίλια αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους της, ενώ είδε τον Γκράχαμ να περνάει πίσω από τον Τσάρλι και να βγαίνει από το μαγαζί, φορώντας το παλτό του. Ίσως να βγήκε να μιλήσει με την Γκρέις στο τηλέφωνο, σκέφτηκε, όμως όταν πέρασε η ώρα και εκείνος δεν είχε επιστρέψει, ένιωσε να ενοχλείται από την απουσία του αντί να νιώθει ανακούφιση.  

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο 

  

 «Για κάθε παρεξήγηση, υπάρχει μια εξήγηση· Ίσως»     

 

Μπορεί να είχαν περάσει πολλές μέρες από εκείνη, που ζήτησε εξηγήσεις από τη Σεσίλια και ακόμα περισσότερες, από τη μέρα που ανακάλυψε αυτό το  Silene-κάτι στην πλάτη του, όμως κάθε πρωί που ξυπνούσε ήταν σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά. Προσπαθούσε να το αγνοεί, ψάχνοντας παράλληλα για κάποιο κέντρο όπου θα μπορούσε να το αφαιρέσει, αλλά εκείνο του θύμιζε καθημερινά την παρουσία του λες και δοκίμαζε τα όρια του. Ευτυχώς ήταν σε σημείο που δεν το έβλεπε και τόσο συχνά.

Επίσης, είχαν περάσει μέρες από το βράδυ που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στο στέκι του, εκείνη και ο φιλαράκος της, ο Τσάρλι. Αναρωτήθηκε αν ήταν το ίδιο άτομο που την περίμενε το βράδυ των γενεθλίων του, γιατί λίγο τα ποτά που είχε κατεβάσει, λίγο ο πόνος της βελόνας, το να συγκρατήσει τη φάτσα του θα ήταν άθλος, όμως κάτι του έλεγε ότι αυτός ο Τσάρλι ήταν μικρότερος σε ηλικία από τον άλλο.

Ο Τζέιμς, που ήξερε τον Τσάρλι από τη σχολή και έκαναν αρκετή παρέα, επέμενε ότι ο τύπος ήταν εντάξει παιδί, αλλά ο Γκράχαμ, τον είχε αντιπαθήσει με την πρώτη ματιά. Δε χρειαζόταν άλλωστε να του ρίξει και δεύτερη. Είχε μπει στο χώρο του κρατώντας κτητικά από τη μέση τη Σεσίλια κι έδειχνε να καμαρώνει, λες και είχε κερδίσει Ολυμπιακό μετάλλιο κι αυτό, ήταν αρκετό για να σχηματίσει άποψη.

Το ίδιο ακριβώς, είχε κάνει κι εκείνη. Για ακόμη μία φορά, είχε εισβάλει με το έτσι θέλω στη ζωή του, αναστατώνοντας τον και φυσικά, με ένα ύφος που τον έκανε να θέλει να σπάσει ότι έβρισκε μπροστά του. Άσχετο το ότι δε θα το έκανε ποτέ. Τον είχε κοιτάξει με ένα βλέμμα τέτοιας καθαρής νίκης, όταν οι φίλοι του ανέφεραν ότι δεν είχαν δει ακόμα το περιβόητο τατουάζ του, που αν ξαφνικά άνοιγε ένας κρατήρας στη μέση του μπαρ, ευχαρίστως θα πηδούσε μέσα στο λεπτό. Χώρια που μετά από τη συνάντηση αυτή, οι κολλητοί του τον ζάλισαν ακόμα παραπάνω για να το δουν παρά το ότι τους το έκρυβε με τόσο ζήλο κι έτσι στο τέλος αναγκάστηκε να τους παρατήσει εκνευρισμένος και να περάσει τη βραδιά του στο γυμναστήριο, κάνοντας γύρους στην πισίνα, για να χαλαρώσει.

Μόνο που τελικά δεν κατάφερε ούτε αυτό. Όσο βρισκόταν κάτω από το νερό, ή όσο κολυμπούσε, ήταν συγκεντρωμένος στις κινήσεις του και στο συντονισμό της αναπνοής ανάμεσα στις βουτιές του, κρατώντας το μυαλό του απασχολημένο. Κάθε τόσο όμως, που έπρεπε να σταματήσει, η εικόνα της Σεσίλια ορμούσε και πάλι μπροστά του με έναν τρόπο που τον έκανε νευρικό και ταυτόχρονα, να θέλει να βουτήξει το κεφάλι του στο νερό, μέχρι να του περάσει, ή μέχρι να σκάσει.

Την είχε δει όμως πια, αρκετές φορές για να θυμάται ολοκάθαρα το πρόσωπο της. Τις όμορφες γραμμές του και το καθαρό λευκό της δέρμα, που του θύμιζε αρχαιοελληνικό άγαλμα. Θυμόταν τα μάτια της, που πετούσαν σπίθες με το παραμικρό και τα φλογάτα της μαλλιά, που ταίριαζαν τόσο με το χαρακτήρα της.

Ακόμα πιο έντονα όμως, θυμόταν το κορμί της, που το βράδυ στο Element διαγραφόταν εμφανέστατα, κάτω από τα στενά της ρούχα. Όταν έβγαλε το σμαραγδένιο της παλτό, εκείνο που του είχε θυμίσει ξωτικό του Άγιου Βασίλη, δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει το μικροκαμωμένο και λεπτό μεν, αλλά γεμάτο θηλυκότητα, σώμα της. Αν και ισχυριζόταν πως δεν είχε συγκεκριμένο τύπο στις γυναίκες και κακά τα ψέματα, μετά τη Γκρέις, κανένας δε θα πίστευε ότι θα κοιτούσε έτσι τη Σεσίλια, ο Γκράχαμ, δεν μπορούσε να ξεχάσει τον τρόπο που κινούταν. Νωχελικά κι ανάλαφρα, λες και το γατίσιο περπάτημα, ήταν περασμένο στο αίμα της.

Ήταν σίγουρος πως δεν ήταν αγγλίδα. Όχι μόνο από τα χρώματα της, αλλά γενικά, η παρουσία της, του θύμιζε περισσότερο κορίτσια, που είχε γνωρίσει στο νησί της μητέρας του, παρά την Γκρέις και τις φιλενάδες της.

Με όλα αυτά να τριγυρίζουν στο νου του, πίεσε τον εαυτό του για περισσότερη άσκηση, μέχρι που βγήκε μουλιασμένος από την πισίνα και γύρισε στο δωμάτιο του αποκαμωμένος, πέφτοντας για έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

Από τότε δεν είχαν αλλάξει και πολλά. Το μόνο που έκανε ήταν να δουλεύει, να διαβάζει, να κολυμπά μέχρι τελικής πτώσης και να αποφεύγει τις συναντήσεις με  τους φίλους του. Α, και φυσικά να σκέφτεται τη Σεσίλια.

Την είχε απειλήσει πως θα την καταγγείλει και εκείνη τη στιγμή το εννοούσε, αλλά δεν το είχε κάνει ακόμα. Κι αυτό ακριβώς, ήταν που τον θύμωνε περισσότερο. Αν αυτό συνέβαινε σε κάποιον άλλο, για παράδειγμα στον Κάλουμ, στον Σμιτ ή ακόμα και στον Τζέιμς που δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά, τώρα τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Για αρχή, θα χρειάζονταν δικηγόρο. Είτε για μια γερή μήνυση, είτε για την υπεράσπιση τους μετά από μια ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Αν και το τελευταίο, ήταν λίγο τραβηγμένο. Όλη η παρέα ήταν κατά της βίας και ειδικά απέναντι σε ένα κορίτσι, που του έριχναν δύο κεφάλια.

Όμως η συγκεκριμένη, μπορούσε να σε βγάλει από τα ρούχα σου. Κυριολεκτικά. Παλαιότερα, ούτε που θα μπορούσε να διανοηθεί, ότι θα μπούκαρε στο στούντιο μιας άγνωστης και θα αρχίσει να γδύνεται μπροστά της, έστω και μόνο από πάνω και ότι θα έφευγε μάλιστα από εκεί, με είκοσι λίρες κέρδος. Αυτό το σημείο, δεν τον ενοχλούσε και πολύ, γιατί πρώτον του εξασφάλισε ένα δύο τζάμπα ποτά τις ημέρες που τα οικονομικά του ήταν σε τραγική κατάσταση και δεύτερον, πρέπει να ήταν και το μόνο που την πόνεσε. Κατά τα άλλα, δεν ταράχτηκε στο ελάχιστο.

Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Ο Γκράχαμ δεν ενέπνεε ποτέ φόβο, ούτε καν στην Άιλα, δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να κερδίσει έναν καυγά, ακόμα κι αν είχε όλο το δίκιο με το μέρος του.

Ίσως αυτό του έφταιγε πιο πολύ από όλα κι αυτός ήταν και ο λόγος, που δεν είχε ακολουθήσει την νομική οδό. Ο αδύναμος χαρακτήρας του. Η φωνή του Γουάλι, έσπαγε τη σιωπές του κατά καιρούς, υπενθυμίζοντας του πως ό,τι και να έκανε, θα ήταν πάντα μέτριος και πως ποτέ δε θα πετύχαινε κάτι σημαντικό. Μπορεί λοιπόν να είχε δίκιο. Αφού δεν μπορούσε να διευθετήσει κάτι τέτοιο, τι θα έκανε στη ζωή του;

Όμως μια άλλη φωνούλα, γλυκιά και ήπια του ψιθύριζε κάτι άλλο. Η φωνή της μητέρας του που πάντα πίστευε σε εκείνον και τον στήριζε, τον προέτρεπε να ψάξει λίγο καλύτερα για να βρει την απάντηση. Κι όταν προσπαθούσε να εφαρμόσει τη συμβουλή της, το μόνο που του ερχόταν, ήταν εκείνη η αίσθηση που είχε το άγγιγμα της, όταν της ζήτησε να βρει ομοιότητες στο φοίνικα και στο λουλούδι-τατουάζ του. Τότε ήταν που πάλευε αμέσως, να σκεφτεί κάτι άλλο, γιατί ήξερε πως αν κάποιος άκουγε τις σκέψεις του, θα τον έστελνε κατευθείαν σε ειδικό ψυχαναλυτή.

Η σημερινή μέρα του, όπως και οι προηγούμενες, είχε ξεκινήσει βαρετά. Είχε παραδώσει μια στοίβα γραπτά στον Άτκινσον, μόνο και μόνο για να παραλάβει μία νέα, ακόμα μεγαλύτερη και στη συνέχεια, παρακολούθησε μια σειρά διαλέξεων καθισμένος δίπλα στον Κάλουμ και τον Σμιτ, που είχαν βαρεθεί να επιμένουν να τον κάνουν να μιλήσει. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να τους ακολουθήσει μετά για ένα ποτό, δείχνοντας τους πόση δουλειά είχε να κάνει και στη συνέχεια, έφτασε ξανά στον κοιτώνα του.

Την ώρα που ετοίμαζε το σάκο του, για μία βραδινή του επίσκεψη στη πισίνα, χτύπησε το κινητό του. Απάντησε αμέσως μόλις είδε, πως τον καλούσε η μητέρα του.

«Τι τιμή, ωραία μου κυρία! Πως μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;», αστειεύτηκε και περίμενε να ακούσει το ήρεμο γέλιο της. Αντί γι’ αυτό, η Μάγκι ακούστηκε νευρική μέσα στη φασαρία. Μια φασαρία, απόλυτα οικεία.

«Γκράχαμ; Γκράχαμ με ακούς; Για όνομα του Θεού Άιλα, σταμάτα να κλαις». Η τσιρίδα της μικρής του αδερφής, ξυπνούσε και πεθαμένο.

«Τι έγινε; Γιατί κλαίει;», ανησύχησε.

«Κλαίει γιατί τη μάλωσα. Επιτέλους Άιλα…», η φωνή της Μάγκι απομακρύνθηκε ελάχιστα από το ακουστικό και όταν ησύχασε κάπως το κλάμα της Άιλα, επέστρεψε ξανά. «Κλαίει γιατί την τιμώρησα βασικά. Της είπα πως δεν πρόκειται να πάει σε μία σχολική εκδρομή αύριο και επίσης να ξεχάσει τις βόλτες μαζί σου, μετά από αυτό που έκανε».

«Ωχ… Τι έκανε πάλι το τερατάκι μου;», ρώτησε εύθυμα.

«Εσύ δεν ξέρεις τι έχει κάνει;»

«Όχι, που να ξέρω…»

«Δεν έχεις καταλάβει κάτι, δε σου λείπει τίποτα;», επέμενε η Μάγκι.

Ο Γκράχαμ έσμιξε τα φρύδια του σκεφτικός. Κοίταξε γύρω του, λες και θα ανακάλυπτε ξαφνικά ότι του έλειπε το κρεβάτι του. «Δεν καταλαβαίνω μαμά. Πήρε κάτι από μένα; Πότε;»

«Την ημέρα που ήρθες για φαγητό», του είπε και το κλάμα της Άιλα, άρχιζε να ανεβαίνει πάλι οκτάβες.

«Μα δεν είχα κάτι μαζί μου, εκείνη τη ημέρα, μόνο τη τσάντα μου. Τι θα μπορούσε να την ενδιαφέρει από εκεί μέσα; Τα βιβλία αρχαιολογίας μου;», απάντησε και με δύο βήματα βρέθηκε κοντά στην τσάντα του και άρχισε να ψάχνει. Το μόνο που έλειπε ήταν…

«Ένα μπλοκ με σχέδια… δικό σου δεν είναι;»

«Ναι, ναι! Δικό μου. Δηλαδή το μπλοκ είναι δικό μου, όχι τα σχέδια. Βασικά ούτε το μπλοκ, τέλος πάντων είναι μεγάλη ιστορία». Μα πως το είχε ξεχάσει;

«Ναι εντάξει, πάντως το έχω εδώ στα χέρια μου. Το βρήκα στο δωμάτιο της αδερφής σου». Στο σημείο αυτό η Άιλα ξεκίνησε να κλαίει σπαραχτικά. Δίνουν Όσκαρ ερμηνείας σε εννιάχρονα;

«Και παραδέχτηκε ότι το πήρε;», απόρησε ο Γκράχαμ.

«Όχι φυσικά. Ισχυρίζεται ότι δεν ξέρει πως βρέθηκε εκεί. Ότι δεν φταίει εκείνη και νομίζω ότι κάπου ανάμεσα στα κλάματα της, έπιασα και κάτι για εξωγήινη επίθεση».

Ο Γκράχαμ γέλασε. «Μην τη μαλώσεις άλλο. Της υποσχέθηκα πως θα ξαναέρθω και ήθελε να φροντίσει, ότι θα κρατήσω το λόγο μου».

«Κάτι τέτοιο υποψιάστηκα κι εγώ, αλλά αυτό δε δικαιολογεί την κίνηση της. Εννοείται ότι δεν πρόκειται να την πας πουθενά τώρα». Η Άιλα, έδωσε ένα τελευταίο ρεσιτάλ θρήνου και ύστερα, αρκέστηκε σε ένα πνιχτό κλάμα. Ο Γκράχαμ τη φαντάστηκε να κάθεται σαν ένα μικρό κουβαράκι δίπλα στη μητέρα τους, με τα τσουλούφια της να πετάνε και το προσωπάκι της, κατακόκκινο. Σίγουρα ένα μπλοκ, δεν άξιζε τα δάκρυα της.

«Μαμά…», ξεκίνησε ο Γκράχαμ.

«Δεν ακούω τίποτα, πότε θα περάσεις να το πάρεις; Ή μήπως προτιμάς να στο στείλω; Είναι κάτι βιαστικό;»

«Όχι, όχι αλλά θα περάσω αύριο το πρωί, να το πάρω».

«Εντάξει, θα σε περιμένω. Θα πάω αργότερα στην γκαλερί».

«Μήπως είσαι λίγο αυστηρή; Δεν ήταν κάτι φοβερό, θα της μιλήσω κι εγώ»

«Όχι Γκράχαμ, δεν μπορεί να ψάχνει τρόπους να γίνεται πάντα το δικό της. Την έχεις κακομάθει. Κι εσύ και ο πατέρας σου!»

Χα! Να και κάτι που είχαν κοινό με τον Γουάλι τελικά.

«Καλά καλά, θα τα πούμε αύριο τότε», κατέληξε ο Γκράχαμ που δεν ήθελε να τη συγχύσει παραπάνω και αφού την καληνύχτισε, έκλεισε το τηλέφωνο υποθέτοντας ότι στο σπίτι των γονιών του, θα ξεκινούσε ένας νέος γύρος μάχης.

Έχοντας μία ιδέα για την αυριανή μέρα, αποφάσισε να αφήσει το κολύμπι και να ασχοληθεί λίγο παραπάνω με τις υποχρεώσεις του, για να ελαφρύνει το πρόγραμμα του. Και πάνω που διάβαζε μία εντελώς ανεδαφική άποψη, ενός φοιτητή για τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Περσίας, το κινητό του χτύπησε ξανά, αλλά ο σύντομος ήχος τον ενημέρωσε, πως είχε δεχτεί γραπτό μήνυμα.

Με τη σκέψη πως θα ήταν η μητέρα του, έχοντας αλλάξει γνώμη για το ραντεβού τους, έφτασε κατευθείαν στο κείμενο του μηνύματος, χωρίς να παρατηρήσει ότι ο αριθμός δεν ήταν καταχωρημένος στις επαφές του.

Το κείμενο ήταν σύντομο. Μου λείπεις

Ο Γκράχαμ στην αρχή απόρησε και θεώρησε πως ο αποστολέας είχε κάνει λάθος, όταν τελικά, πρόσεξε καλύτερα τον αριθμό. Έναν αριθμό που παρόλο το ότι τον είχε σβήσει από το κινητό του, τον είχε καλέσει τόσες φορές, που θα του έπαιρνε αρκετό καιρό να τον ξεχάσει. Και τον αριθμό αλλά και τη γυναίκα στην οποία άνηκε.

Η Γκρέις είχε ξαναχτυπήσει λοιπόν. Δεν τον ενόχλησε καθόλου τόσο καιρό, ούτε καν για να του ευχηθεί για τα γενέθλια του, κάτι που δεν του πέρασε εντελώς απαρατήρητο, αλλά αν δεν είχε να κάνει με έναν απαιτητικό εργοδότη, μία εξαντλητική σχολή και μία tattooist που ζωγράφισε πάνω του, ότι της κατέβηκε στο κεφάλι, ίσως να είχε δώσει παραπάνω βάρος στο χωρισμό του.

Είχε παραδεχτεί ότι δεν του έλειπαν τα νεύρα και η γκρίνια της, όπως επίσης και ο πιεστικός της χαρακτήρας, όμως είχαν περάσει πολλά μαζί. Ίσως θα έπρεπε να του λείπει σαν άνθρωπος. Και συγκεκριμένα, σαν τον άνθρωπο που μοιραζόταν την καθημερινότητα του, για τόσα χρόνια.

Στο νου του, χίμηξαν κόκκινα μαλλιά, λευκό δέρμα, θυμωμένα μάτια και ένα άγγιγμα που σε τινάζει, σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο. Έσβησε το μήνυμα και επέστρεψε στο γραπτό για τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Περσίας.

 

 

Ο μαλακός, πρωινός καιρός, του έφτιαξε το κέφι και όταν έφτασε στο πατρικό του, δεν κουράστηκε να πείσει τη μητέρα του, να αναθεωρήσει για την τιμωρία της Άιλα. Έτσι, με τον όρο να πιστέψει η αδερφή του, πως όλα έγιναν κρυφά από τη μητέρα τους, μόλις έφυγε η Μάγκι για την γκαλερί, αντί να στείλει την Άιλα στην ούτως ή άλλως απαγορευμένη σχολική εκδρομή κι εκείνος να πάει στη σχολή του, την πήρε από το χέρι και μαζί με το μπλοκ, ξεκίνησαν για το πλησιέστερο πάρκο. Ουσιαστικά επρόκειτο για τους κήπους ενός ανακτόρου στους οποίους επιτρεπόταν η πρόσβαση στο κοινό έναντι αντιτίμου, ένα μέρος που ο Γκράχαμ είχε επισκεφθεί αρκετές φορές και του άρεσε να περνά χρόνο εκεί.

Έκαναν μια μεγάλη βόλτα θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική του κτιρίου και το πόσο άψογα φροντισμένα ήταν όλα γύρω τους, αν και στην ουσία, ο Γκράχαμ θαύμαζε και η Άιλα, απλά μετρούσε τα βήματα της χοροπηδώντας, μέχρι που κατέληξαν τελικά στους κήπους.

Το θέαμα, ήταν χάρμα οφθαλμών και το να βλέπει την Άιλα να τρέχει πάνω κάτω, λες και είχε να βγει από το σπίτι κανέναν αιώνα, τον ηρεμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Είχε καθίσει σε ένα παγκάκι, κοιτώντας τη που ανακατευόταν με τον κόσμο, μα δε δυσκολευόταν να την ξεχωρίσει. Το γέλιο της αντηχούσε πιο δυνατά από όλους τους ήχους και το ότι φορούσε ένα κίτρινο πουλοβεράκι, με μία πράσινη φούστα και ασορτί χοντρό καλσόν με κίτρινες βούλες, σίγουρα βοηθούσε. Το μωβ παλτουδάκι της, ήταν στην αγκαλιά του. Με τόσο τρέξιμο, δε θα το χρειαζόταν.

Είχε προσπαθήσει να δελεάσει και τη Λόρνα, για να κάνει κοπάνα από τη δουλειά και να περάσουν τη μέρα τους όλοι μαζί, αλλά ένα σημαντικό συμβούλιο, την κράτησε στο γραφείο παρά τα σχόλια της για το πόσο τους ζήλευε.

Σύντομα η Άιλα, βρήκε παρέα και ο Γκράχαμ, έμεινε να παρατηρεί όπως και οι γονείς των άλλων παιδιών το παιχνίδι τους, απολαμβάνοντας τον ακριβοθώρητο ήλιο. Ήταν απίστευτο το πόσο γρήγορα άλλαζε η διάθεση των παιδιών. Λίγο πριν τον αφήσει για να δει από κοντά το μεγάλο σιντριβάνι, είχαν μία σοβαρή συζήτηση οι δυο τους.

Όση ώρα της εξηγούσε ότι η μητέρα τους, είχε απόλυτο δίκιο που τη μάλωσε και πως κι εκείνος είχε «στεναχωρηθεί» που δεν έβρισκε το μπλοκ του, η μικρή τον άκουγε προσεκτικά, κοιτώντας τον στα μάτια και στο τέλος, ζήτησε συγνώμη και υποσχέθηκε πως δε θα το ξανακάνει. Συνωμότησαν ώστε να κρατήσουν τη μικρή τους βόλτα κρυφή από τη μητέρα τους, δένοντας τα μικρά τους δαχτυλάκια για να σφραγίσουν τη συμφωνία και το θέμα έληξε εκεί. Ύστερα, πετάχτηκε γελαστή από δίπλα του και έτρεξε στο σιντριβάνι, με την πλεξούδα της να ανεμίζει πίσω της.

Ο Γκράχαμ μηχανικά, έβγαλε το κινητό από την τσάντα του, για να ελέγξει την ώρα. Ένα μήνυμα, τον περίμενε υπομονετικά. Αναγνώρισε αμέσως τον αριθμό και σκέφτηκε να το σβήσει χωρίς να το διαβάσει, αλλά η περιέργεια νίκησε.

Θέλω να μιλήσουμε!

Ο επιτακτικός τόνος της Γκρέις, ξεχείλιζε ακόμα και μέσα από την ψηφιακή γραμματοσειρά του κινητού. Διέγραψε το μήνυμα χωρίς τύψεις και κοίταξε την ώρα. Είχαν ακόμη  αρκετό χρόνο. Επέστρεψε το κινητό στην τσέπη της τσάντας του και πριν κλείσει το κάλυμμα, η ράχη του πολύπαθου μπλοκ, ξεχώρισε ανάμεσα στα σημειωματάρια και στα βιβλία που κουβαλούσε.

Σήκωσε τα μάτια του στην Άιλα, που εκείνη τη στιγμή ισορροπούσε με τα χέρια απλωμένα σε ένα πεζούλι και έβγαλε το μπλοκ, ανοίγοντας το στην αγκαλιά του. Τόσο καιρό, δεν είχε μπει στη διαδικασία να το περιεργαστεί κι ούτε που είχε καταλάβει ότι του έλειπε. Το σκίτσο του φοίνικα, του είχε προκαλέσει ήδη αρκετά προβλήματα.

Στην πρώτη σελίδα, ήταν το σχέδιο μια ονειροπαγίδας. Μονόχρωμο, σε μία απόχρωση που θύμιζε χένα, μα με προσεγμένες λεπτομέρειες. Τρία φτερά κρέμονταν  άτακτα από το στεφάνι της και ο Γκράχαμ, φανταζόταν πως θα μπορούσε να κινούνται ελαφρά, στο ανεπαίσθητο αεράκι.

Στο επόμενο φύλλο, ήταν ζωγραφισμένος ο πιο παράξενος άγγελος που είχε δει ποτέ και παράλληλα, ο πιο όμορφος. Ήταν γυμνός, χωρίς πρόσωπο, ενώ το κορμί είχε μαύρο περίγραμμα, με αντίστοιχες σκιάσεις. Τα φτερά του όμως, έμοιαζαν φτιαγμένα από όλα τα χρώματα της ίριδας μπλεγμένα μεταξύ τους, αλλού πιο έντονα κι αλλού, περίτεχνα σβησμένα. Όπως μαλάκωναν τα χρώματα των φτερών στις άκρες, έδειχναν να μην έχουν τέλος, σαν να γινόντουσαν ένα με το λευκό φόντο τους.

Με δυσκολία άφησε τον άγγελο και γύρισε στην επόμενη σελίδα, όπου βρισκόταν η σκιά ενός μεγαλόπρεπου δέντρου, από τα κλαδιά του οποίου ξέφευγαν πουλιά, λες και τα είχε μόλις τρομάξει κάτι.

Στο επόμενο γύρισμα, παρατήρησε κομμάτια χαρτιού, στο σημείο που «έδενε» το μπλοκ, σαν να είχε τραβήξει κάποιος απότομα τη σελίδα, σκίζοντας τη. Εδώ θα πρέπει να βρισκόταν ο φοίνικας του. Με έναν αναστεναγμό και μία ματιά στην Άιλα, που κυνηγούσε ένα μάλλον συνομήλικο αγοράκι, πέρασε στο επόμενο σχέδιο.

Ένα κολιμπρί, που φτεροκοπούσε κοντά σε μία πικραλίδα, κάνοντας μερικά άνθη της να ξεκολλήσουν, ξεκινώντας το ταξίδι τους στον άνεμο. Το πουλί, είχε ένα υπέροχο λαμπερό μπλε χρώμα, ενώ μερικά, μικρά σημεία του, έσπαγαν από ένα εξίσου ζωντανό, αλλά σκούρο, πράσινο.

Ήταν ολοφάνερο, πως το άτομο που είχε κάνει αυτά τα σχέδια, είχε ταλέντο. Ο Γκράχαμ, είχε δει αρκετά ταλέντα να περνάνε από την γκαλερί της μητέρας του και συνήθως, καταλάβαινε πότε κάποιο, ήταν πραγματικά ξεχωριστό. Αυτή την εντύπωση είχε σχηματίσει και για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, μέχρι που γύρισε μία ακόμα σελίδα και τότε, τα αυτιά του άρχισαν να βουίζουν κι ένιωσε το γιακά του πουκάμισου του, να τον πνίγει.

Στο κέντρο του χαρτιού, φιγουράριζε ένα λουλούδι. Ένα λουλούδι, που δε θυμόταν πως λεγόταν, όμως θα το αναγνώριζε ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, αφού ένα παρόμοιο είχε στην πλάτη του. Τα δύο άνθη είχαν σίγουρα διαφορές, αλλά ο Γκράχαμ, ήταν βέβαιος πως είχαν σχεδιαστεί από το ίδιο χέρι. Το δικό της χέρι.

«Δεν είναι πολύ όμορφά;». Η φωνή της αδερφής του, τον έκανε να αναπηδήσει τρομαγμένος. Είχε σοκαριστεί τόσο από τη σύνδεση των γεγονότων, που δεν την είχε ακούσει να πλησιάζει.

«Σου αρέσουν;», τη ρώτησε.

«Ναι, μου αρέσει αυτό το λουλούδι και έχει και μια πεταλούδα στο τέλος, κάτσε να σου δείξω»

Την άφησε να γυρίσει τις σελίδες με τα χεράκια της, για να του δείξει ποιο σχέδιο της άρεσε, ενώ εκείνος θυμόταν το εξαγριωμένο ύφος της Σεσίλια, την ημέρα που την πρωτοσυνάντησε. Κυνηγούσε κάποιον. Έναν κλέφτη, τον οποίο εκείνος, δεν είχε δει καν.

«Να, αυτό λέω», είπε η Άιλα.

Κοίταξε ζαλισμένος το χαρτί μπροστά του, καταλαβαίνοντας γιατί η πεταλούδα τράβηξε την προσοχή της αδερφής του. Ήταν σαν να έβλεπε το εσωτερικό της ντουλάπας της. Όλα πολύχρωμα και ζωηρά.

«Δεν ξέρω ποιο μου αρέσει πιο πολύ», συνέχισε σκεφτική. «Ίσως το λουλουδάκι. Εσύ τι λες;»

«Την αλήθεια; Χαίρομαι που σου αρέσει αυτό. Είναι μία ανακούφιση», της απάντησε αινιγματικά, χαμογελώντας της και σηκώθηκε όρθιος. Της φόρεσε το παλτό της και αφού έκλεισε το μπλοκ, το έβαλε στην τσάντα του. «Χαιρέτησε τους καινούργιους σου φίλους. Πρέπει να πηγαίνουμε».

«Κιόλας;»

«Ναι τερατάκι μου, πρέπει να είμαστε σπίτι πριν γυρίσει η μαμά, θυμάσαι;», της είπε και την έπιασε από το χέρι.

«Ουφ! Ναι, ναι», συμφώνησε κατσουφιάζοντας.

Ούτε που κατάλαβε, πότε έφτασαν στο σπίτι τους. Ήταν λες και η εξώπορτα, ξεφύτρωσε ξαφνικά μπροστά τους. Η Άιλα, σε όλη τη διαδρομή φλυαρούσε ακατάπαυστα και ο Γκράχαμ, κατάφερνε να της απαντά, πότε με ένα ναι, ή με ένα αχάα ή με ένα γνέψιμο, ωστόσο δεν είχε ακούσει λέξη από όσα του έλεγε, αφού το μυαλό του έτρεχε αλλού. Ήλπιζε μονάχα, να μην της είχε τάξει κάτι εξωφρενικό.

Το σπίτι ήταν άδειο. Οι γονείς τους, δεν είχαν γυρίσει ακόμα και ο Γκράχαμ, ετοίμασε κάτι πρόχειρο για την αδερφή του, καθώς ήταν ώρα μεσημεριανού. Αφού της σέρβιρε μία ομελέτα με ότι λαχανικά βρήκε στο ψυγείο, κάθισαν αντικριστά στον πάγκο της κουζίνας και όσο η Άιλα έτρωγε ο Γκράχαμ, κοιτούσε τα υπόλοιπα σχέδια στο μπλοκ.

Λίγο αργότερα, η Μάγκι επέστρεψε, προσποιούμενη άψογα πως δεν είχε ιδέα για την βόλτα των παιδιών της, καταφέρνοντας μάλιστα να μην γελάσει με τα σκονισμένα ρούχα της κόρης  της.

Μιας και η Άιλα δεν ήταν πλέον μόνη, ο Γκράχαμ τις αποχαιρέτησε λέγοντας πως έπρεπε να μιλήσουν οι δυο τους, για να συμφιλιωθούν και βγήκε στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες του παλτού του και την ταχυδρομική του τσάντα, να κρέμεται χαλαρά στο πλάι του γοφού του.

Έπρεπε να τη δει. Σήμερα κιόλας. Όχι μόνο για να της επιστρέψει το μπλοκ, που ήταν ενενήντα τοις εκατό σίγουρος ότι της άνηκε, αλλά και γιατί αν είχε δίκιο, έπρεπε να της εξηγήσει. Να της εξηγήσει, πως είχε βρεθεί στα χέρια του τυχαία και πως εκείνος, δεν είχε καμία σχέση με τον κλέφτη της και ότι το γεγονός, πως πήγε σε εκείνη για να του χτυπήσει το τατουάζ, ήταν η τρανή απόδειξη, του πόσο μικρός είναι ο κόσμος.

Φυσικά όλο αυτό, δεν είχε κανένα ίχνος απολογίας. Από τη μεριά του Γκράχαμ, τίποτα δε δικαιολογούσε την πράξη της Σεσίλια και τώρα είχε την ευκαιρία να της πει καταπρόσωπο, πόσο λάθος είχε κάνει με τον τρόπο που του φέρθηκε. Ό,τι κι αν είχε πιστέψει για εκείνον, ότι είναι ίσως ένας άχρηστος κλέφτης, που θέλησε να παίξει με την τέχνη της, θα ήταν προτιμότερο να τον ξεμπροστιάσει, παρά να δοκιμάσει να τον εκδικηθεί έτσι.

Δεν στόχευε βέβαια, σε τίποτα συγνώμες από την κοπέλα. Είχε δει αρκετές πτυχές του χαρακτήρα της, ώστε να μην θρέφει φρούδες ελπίδες, αλλά τουλάχιστον τώρα, θα είχε το πάνω χέρι. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν του συνέβαινε και συχνά.

 

 

Το μικρό καφέ σχεδόν απέναντι από το μαγαζί όπου δούλευε η Σεσίλια, δεν έλεγε πολλά, όμως του παρείχε την κάλυψη που χρειαζόταν. Δυστυχώς, το φαγητό και ο καφές του, δε δικαιολογούσαν την πολύωρη παραμονή του. Ο καφές ήταν νερουλός και το κλαμπ σάντουιτς που παρήγγειλε, ήταν τόσο χάλια, που αρκέστηκε να τσιμπήσει μερικές κρύες, τηγανιτές πατάτες. Η σερβιτόρα και ο μπάρμαν, είχαν αρχίσει πια να τον κοιτάνε περίεργα, όμως ήλπιζε πως δε θα χρειαζόταν να μείνει για πολύ ακόμα εκεί.

Καθόταν σε ένα μικρό, στρογγυλό τραπεζάκι μπροστά στη βιτρίνα του καφέ και κοιτούσε μέσα από τα μεγάλα γράμματα που ήταν κολλημένα στο τζάμι και που σχημάτιζαν τη φίρμα του, στην άλλη μεριά του δρόμου, την είσοδο του στούντιο. Είχε μπει και είχε βγει αρκετός κόσμος. Άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών, άνθρωποι που έμπαιναν πιο διστακτικά και άνθρωποι που περνούσαν το κατώφλι, σαν να ήταν αυτό του σπιτιού τους. Τουλάχιστον, οι περισσότεροι έδειχναν ευχαριστημένοι όταν έβγαιναν. Ίσως έτσι έδειχνε κι εκείνος, το βράδυ των γενεθλίων του. Που να ήξερε…

Είχε αποφασίσει να μην επιστρέψει στον κοιτώνα του μετά το πατρικό του, από φόβο μήπως ματαιώσει τη συνάντηση που είχε σχεδιάσει. Ήταν νευρικός και μπερδεμένος. Ο μισός διψούσε να της δείξει τι σημαίνει ανωτερότητα και ο άλλος μισός, αγωνιούσε απλά και μόνο στη σκέψη ότι θα τη δει ξανά. Όλες τις ώρες που καθόταν σε αυτό το άθλιο καφέ, είχε προβάρει άπειρες εκδοχές μίας συζήτησης με τη Σεσίλια, όλες όμως κατέληγαν με την θριαμβευτική έξοδο του από τη σκηνή, με το κεφάλι ψηλά.

Προτίμησε να την περιμένει να σχολάσει, παρά να ξαναπάει στο δωματιάκι όπου εργαζόταν για να της μιλήσει. Είχε ρεζιλευτεί αρκετές φορές εκεί μέσα και του έφταναν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το σκοτάδι είχε πέσει πια και λογικά, σε λίγο η κοπέλα θα έκανε την εμφάνιση της. Χάρη στο κόκκινο των μαλλιών της, είχε βεβαιωθεί ότι ήταν στο στούντιο, όταν την ξεχώρισε κάποια στιγμή, που βγήκε στην υποδοχή. Το καφέ είχε ανάψει τα φώτα του στο εσωτερικό, αλλά δε φοβήθηκε μήπως τον δει έστω και τυχαία, αφού τα γράμματα στο τζάμι, τον έκρυβαν καλά στο ύψος του προσώπου του. Η μόνη περίπτωση να τον δει, θα ήταν να έρθει η ίδια στο μαγαζί, πράγμα απίθανο. Πρέπει να ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε μπει εκεί μέσα σήμερα και δεν απορούσε γιατί.

Σε λίγο, η πόρτα του στούντιο άνοιξε ξανά και βγήκε η Σεσίλια, κάνοντας ένα νεύμα σε κάποιον που βρισκόταν στο εσωτερικό και φορώντας το σμαραγδένιο της παλτό.

Πετάχτηκε όρθιος, τρομάζοντας τη σερβιτόρα που σκούπιζε αμέριμνη. Άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι, έχοντας μεριμνήσει και για το φιλοδώρημα που δεν άξιζε κανένας από το προσωπικό, βγήκε και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, ακολουθώντας τη Σεσίλια.

Δεν άργησε να την πλησιάσει, ένα βήμα του, αντιστοιχούσε σε τρία δικά της  και ευχαριστούσε την τύχη του, που δεν είχε το ποδήλατο της μαζί, αν και δεν ήξερε αν είχε επιβιώσει, από εκείνη την πτώση.

Το βάδισμα της, ήταν ήσυχο κι έτσι πίστευε και για το δικό του, μέχρι που την είδε να στρίβει απότομα σε ένα στενό. Με το που έστριψε κι εκείνος, έπεσε μούρη με μούρη πάνω της.

«Πας καλά; Τι θες μες τα σκοτάδια;», τον ρώτησε με τα μάτια της ορθάνοιχτα από την έκπληξη.

Ο Γκράχαμ την κοίταξε συνειδητοποιώντας κάπως αργά, ότι μάλλον ενεργούσε σαν ανώμαλος stalker και έσπευσε να εξηγηθεί.

«Σε τρόμαξα, με συγχωρείς. Ήθελα απλά να σου μιλήσω»

«Δεν νομίζω ότι έχουμε να πούμε κάτι», του είπε κοφτά και γύρισε την πλάτη της να φύγει.

«Περίμενε!», της φώναξε και την πρόφτασε, κόβοντας τη το δρόμο. Εντάξει, μάλλον όσο πάω, το κάνω χειρότερο, σκέφτηκε βλέποντας την έκφραση της. Έκανε μια κίνηση να ανοίξει την τσάντα του και με την άκρη του ματιού του, του φάνηκε πως την είδε να οπισθοχωρεί. Ωραία, πρώτα νομίζει ότι είμαι κλέφτης και τώρα περιμένει να βγάλω κανένα όπλο.

Τελικά, ο Γκράχαμ έβγαλε απλά το μπλοκ της και της το πρόσφερε.

«Είναι δικό σου, σωστά;»

Η Σεσίλια άπλωσε διστακτικά το ένα της χέρι για να το πάρει, ενώ με το άλλο στερέωσε μία τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Παρέμεινε σιωπηλή, αν και έβλεπε στα μάτια της πως το είχε αναγνωρίσει. Το άνοιξε και το ξεφύλλισε.

«Την ημέρα που έπεσες πάνω μου με το ποδήλατο», ξεκίνησε να εξηγεί ο Γκράχαμ «είπες ότι κυνηγούσες κάποιον που σου πήρε τα πράγματα. Ομολογώ ότι δεν έδωσα σημασία, δεδομένου ότι ήμουν λουσμένος με καυτό καφέ, όμως το μπλοκ το βρήκα τυχαία στο δρόμο καθώς προχωρούσα, αφού έφυγες. Δεν ξέρω αν του έπεσε, ή το πέταξε, πάντως αν δεν το μάζευα, θα κατέληγε στα σκουπίδια, έβρεχε τρελά εκείνη τη μέρα».

Η κοπέλα συνέχιζε να κοιτάζει τα χαμένα σχέδια της, βουβή. Τα πράγματα δεν είχαν πάει σύμφωνα με κανένα από τα σενάρια του Γκράχαμ, αλλά τουλάχιστον, της είπε τι είχε γίνει πραγματικά.

«Υποθέτω ότι γι’ αυτό το έκανες, έτσι; Το τατουάζ εννοώ. Γι’ αυτό άλλαξες το σχέδιο». Ίσως ο τόνος του που την κατηγορούσε, ή το γεγονός πως έπρεπε με κάποιο τρόπο να αντιδράσει, την έκανε να σηκώσει επιτέλους το βλέμμα της, πάνω του. Δεν έδειχνε θυμωμένη. Δεν έδειχνε όμως και μετανιωμένη. Η όψη της φανέρωνε μονάχα δυσπιστία και τα χείλη της παρέμειναν σφραγισμένα. Έχει όμορφα χείλη, σκέφτηκε ο Γκράχαμ.

«Ξέρω πως δεν έχεις λόγο να με πιστέψεις, όμως κι εγώ, δεν έχω λόγο να σου απολογηθώ. Το μόνο που ήθελα, ήταν να σου επιστρέψω αυτό που σου άνηκε. Τα υπόλοιπα, μένουν ως έχουν. Συνεχίζω να θεωρώ υπερβολική την αντίδραση σου και αντιεπαγγελματική τη συμπεριφορά σου, αλλά μάλλον δε σε νοιάζει και πολύ η γνώμη μου, σωστά;», κατάφερε να της χαμογελάσει κι όταν εξέλαβε λίγη ακόμη από τη σιωπή της ως απάντηση, συνέχισε «Τέλος πάντων, αυτά είχα να πω. Καλό σου βράδυ!»

Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και ξεκίνησε για τη μεριά από την οποία ήρθε, με σκοπό να βγει ξανά στον κεντρικό δρόμο κι από εκεί στο μετρό. Λίγο πριν τη στροφή, η φωνή της Σεσίλια τον σταμάτησε.

«Λείπει ένα»

Γύρισε και την είδε λουσμένη στο φως μιας λάμπας, να στέκεται στη μέση του στενού. Κάπως έτσι, ξεκινούσαν κάτι κακόγουστα θρίλερ, που τον έβαζε η Λόρνα να βλέπει με το ζόρι, για να της κάνει παρέα. Ωστόσο η Σεσίλια, έδειχνε όμορφη κι απόκοσμη.

«Το ξέρω. Είναι η αποζημίωση μου. Αυτό και είκοσι λίρες!», της είπε απλά και συνέχισε το δρόμο του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

 

 –Το «Συγνώμη» είναι μια δύσκολη λέξη-

 

Και γιατί έπρεπε να τον πιστέψει; Εκείνος είχε ισχυριστεί ότι όλα ήταν απλά μια παρεξήγηση! Ότι τυχαία είχε βρεθεί στο δρόμο της εκείνη τη μέρα που έπεσε επάνω του με το ποδήλατο και τον λέρωσε με τον καυτό καφέ. Και ύστερα ερχόταν το καλυτερότερο όλων, ότι είχε βρει το μπλοκ της επίσης τυχαία πεταμένο στο δρόμο ενώ προχωρούσε. Μα σε ποια τα πουλούσε αυτά ή σε ποια νόμιζε ότι τα πουλούσε αυτά, εκείνη δεν πίστευε σε συμπτώσεις και κυρίως δεν πίστευε σε τέτοιες συμπτώσεις! Πέταξε το μπλοκ πάνω στο τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο και έβγαλε το σμαραγδί παλτό της, κρεμώντας το στον καλόγερο δίπλα στην πόρτα. Πως τα κατάφερνε και κάθε φορά που συναντούσε αυτό τον άντρα να εξοργίζεται τόσο. Ω αδιαμφισβήτητα, εκείνος είχε μεγάλο ταλέντο στο να την εξοργίζει. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Μπα δεν είχε όρεξη για φαγητό, ύστερα πήγε και στάθηκε πάνω από το τραπέζι που είχε παρατήσει το μπλοκ. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ενθουσιασμένη που το είχε ξαναβρεί, το ξεφύλλισε χαζεύοντας τις εικόνες που είχε φτιάξει, σε μια μακρινή εποχή όπως της φαινόταν. Και καλά όλα τα άλλα, ας υποθέσουμε ότι είχε δίκιο και ότι βρήκε τυχαία το μπλοκ, πως κατάλαβε ότι ήταν και δικό της, το επόμενο σχέδιο καθώς γύριζε τις σελίδες, της έδωσε την απάντηση. «Silene Tomentosa»! «Αν θέλω το πιστεύω…» μουρμούρισε εκνευρισμένη και παρατώντας θυμωμένη το μπλοκ στη σελίδα με το λουλούδι, πήγε στο δωμάτιο της να ξαπλώσει.

Μια ώρα στριφογύριζε χωρίς να την παίρνει ο ύπνος, κάθε λίγο ανασηκωνόταν χτυπώντας το μαξιλάρι της. Ύστερα την ενοχλούσαν τα σκεπάσματα, ένιωθε ότι τη βάραιναν τα πέταγε από πάνω της, όμως αμέσως κρύωνε. Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί, και σίγουρα δεν της έφταιγε το μαξιλάρι ή το πάπλωμα. Αν ήθελε να είναι δίκαιη, έπρεπε να παραδεχτεί ότι τα είχε κάνει θάλασσα. Και όσο και αν δεν πίστευε σε συμπτώσεις, υπήρχε πλέον και η πιθανότητα να είχε κάνει λάθος. Λογικά, στην περίπτωση που ήταν συνεργός του κλέφτη, στην υποψία και μόνο ότι το σχέδιο από το μπλοκ μπορεί να ήταν δικό της, θα προτιμούσε να φύγει από το να μείνει να του κάνει το τατουάζ εκείνη. Μια άλλη σκέψη ήρθε και κουκούλωσε την προηγούμενη, «Ήταν μεθυσμένος», ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και άναψε το πορτατίφ δίπλα της. «Πράγματι ήταν μεθυσμένος»! Και όπως εκείνος είχε παρατηρήσει «ήταν υπερβολική η αντίδραση της και αντιεπαγγελματική η συμπεριφορά της». Αφού παρά του ότι ήταν πιωμένος, του είχε κάνει το τατουάζ για να τον εκδικηθεί και αυτό την έκανε ακόμα πιο αντιεπαγγελματία. Πέταξε θυμωμένη τα σκεπάσματα και σηκώθηκε. Φόρεσε ένα πουλόβερ πάνω από το φανελάκι της και ένα ζευγάρι μπότες με γούνα. Η θερμοκρασία ήταν χαμηλότερη από αυτή που προτιμούσε, πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε ένα ζεστό καφέ, τον πήρε και πήγε στο γραφείο-καθιστικό. Πήρε το σχέδιο του φοίνικα που είχε ξανασχεδιάσει ύστερα από το βράδυ που είχε κάνει το τατουάζ πάνω στο κορμί του, και το άλλο με το λουλούδι και πλησίασε τη φωτοτράπεζα που ήταν τοποθετημένη σε μια γωνία. Έβαλε την πρίζα στο ρεύμα και άναψε το διακόπτη, έβαλε το σχέδιο με το Silene Tomentosa, και από πάνω τοποθέτησε το φοίνικα. Κάθε τόσο μετέφερε σε διαφορετικά σημεία το σχέδιο για να δει αν μπορούσε να φτιάξει το φοίνικα, αλλάζοντας το κύριο μέρος από το λουλούδι.

Είχαν περάσει τρεις ώρες με υπολογισμούς και έχοντας κάνει ένα νέο σχέδιο. Σε αυτό είχε καταφέρει να μετατρέψει τα τρία τέταρτα από το λουλούδι στο φοίνικα, όσο για το πέταλο που είχε αποκοπεί από το άνθος το οποίο δεν είχε επικαλυφτεί από το μυθικό πουλί, θα μπορούσε, αν είχε λίγο γούστο κι εκείνος, να το διατηρήσει. Έδενε όμορφα με το σύνολο, άλλωστε έπρεπε να του αφήσει κάτι ανεξίτηλο πάνω του για να τη θυμάται, για το ενδεχόμενο που τελικά δεν της είχε πει την αλήθεια. «Τώρα σοβαρά,» άκουσε τον εαυτό της να τη ρωτάει, «υπάρχει περίπτωση αυτός ο φλώρος, να ήταν συνεργός ενός τύπου που άρπαζε τσάντες». Να κάτι που ήξερε από την αρχή ότι δεν ταίριαζε στη γενική εικόνα, και το ένστικτο της την είχε προειδοποιήσει ότι δεν κόλλαγε στην όλη ιστορία που είχε στήσει, κι όμως είχε κάνει του κεφαλιού της. Ξεφύσησε δυσανασχετώντας, τέλος πάντων δεν ήταν άσχημο το ξεκολλημένο πέταλο, θα του το πρότεινε, άλλωστε έμοιαζε ότι με το πέταγμα του φοίνικα είχε παρασυρθεί και εκείνο. Αν ήθελε θα το κράταγαν αλλιώς ας πήγαινε να το σβήσει. Όσο για τις εφτά σταγόνες αίμα με τα γράμματα να σχηματίζουν το όνομα της, μπορούσε με κόκκινο μελάνι να τα καλύψει και να μοιάζουν με πορφυρές στάλες αίμα, ή μπορούσε να προσθέσει κίτρινο μέσα στο κόκκινο ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν σπίθες φωτιάς. Άραγε τι δικαιολογία να είχε δώσει στην κοπέλα του γι’ αυτό, μπορεί από τους φίλους του να είχε καταφέρει να το κρύψει όμως από εκείνη την Γκρέις δε θα μπορούσε, εκτός κι αν είχε αποφασίσει να κάνει αποχή από το σεξ. Ή μπορεί να φορούσε απλά ένα μπλουζάκι, και με τόσο κρύο ποιος θα μπορούσε να τον αδικήσει.  

Η ίδια πάντως ήταν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, και είχε έρθει η ώρα να κοιμηθεί, έσβησε τα φώτα και πήγε να ξαπλώσει. Όλα ήταν εντάξει, ένα μόνο της έμενε, να τον συναντήσει για να του το προτείνει. Τα μάτια της που μέχρι εκείνη την στιγμή κλείνανε από τη νύστα, άνοιξαν αυτόματα. Και που στην ευχή θα τον έβρισκε, δεν ήξερε τίποτα για εκείνον. Πόσο της την έδινε στα νεύρα, εκείνος μπορούσε να την βρει ανά πάσα στιγμή, ενώ εκείνη… Με τον ήλιο να κάνει την εμφάνιση του πίσω από τα σύννεφα του λονδρέζικου ουρανού, πήρε το μαξιλάρι της και το έβαλε πάνω από το κεφάλι της θυμωμένη.               

 

Είχε περάσει μια εβδομάδα που είχε φτιάξει το σχέδιο και δεν ήξερε που έπρεπε να τον ψάξει, βασικά ήξερε αλλά δεν τολμούσε. Θα μπορούσε να είχε πάει στην πανεπιστημιούπολη, όμως πως θα αντιδρούσε εκείνος στην επίσκεψη της, αν την έβλεπαν οι φίλοι του ή ακόμα χειρότερα αν ήταν μαζί του η Γκρέις. Άσε που αν είχε δει το όνομα της η άλλη στην πλάτη του αγοριού της, θα μπορούσε να βρεθεί σε πολύ δυσάρεστη θέση. Επιπλέον η πανεπιστημιούπολη ήταν ολόκληρη πόλη, άντε να τον έβρισκε μέσα σε τόσο φοιτητόκοσμο. Μπα, καλύτερα να πήγαινε σε ουδέτερο μέρος, ίσως, στο μπαρ που την είχε πάει ο Τσάρλι, και τον είχαν συναντήσει την προηγούμενη φορά. Αλλά θα τον έβρισκε; Τέλος πάντων, έπρεπε κάτι να κάνει, μπορεί να έβρισκε κάποιον φίλο του, θα προφασιζόταν κάτι και θα του ζητούσε να πει στον Γκράχαμ να πάει να τη συναντήσει στη δουλειά της.

Μόλις τελείωσε με το τατουάζ ενός φοβητσιάρη, τον άφησε μόνο του στο εργαστήρι της, για να βγει λίγο στον προθάλαμο να ξεκουραστεί. Είχε κάνει φοβερή υπομονή μαζί του, την εκνεύριζε που τον άκουγε όλη την ώρα να ξεφυσάει. Στον προθάλαμο καθόταν μόνος του ένας νεαρός κοκκινομάλλης, του έριξε μια ματιά και του χαμογέλασε ευγενικά.

-Γεια σου Σεσίλια! Της είπε ξαφνιάζοντας τη. Δε με θυμάσαι;

Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της, κάνοντας μια προσπάθεια. Κάτι της θύμιζε αμυδρά, αλλά ως εκεί.

-Φυσικά, εσύ εκείνο το βράδυ δεν είχες μάτια παρά μόνο για τον Τσάρλι. Τον κοίταξε ακόμα περισσότερο μπερδεμένη, μα το σχόλιο του ήταν διαφωτιστικό, αν και εντελώς εσφαλμένο ως προς τα συμπεράσματα του.

-Μα φυσικά, είσαι ο φίλος του Τσάρλι, που σε γνώρισα σε εκείνο το μπαρ. Ήρθες να κάνεις νέο τατουάζ;

-Ναι, θέλω να κάνω κάτι.

-Περιμένεις τον Τζίμη;

-Ναι, αν και δε θα με πείραζε καθόλου αν είσαι εσύ ελεύθερη να με αναλάβεις, με έχει ζαλίσει ο φίλος μας ότι είσαι εξαιρετική. Η πόρτα άνοιξε και ο φοβητσιάρης βγήκε, χαιρετώντας πριν περάσει την έξοδο.

-Αυτός γιατί είχε χάσει το χρώμα του;

-Δεν έχουν όλοι αντοχές στη βελόνα. Πάμε μέσα; Μπαίνοντας στο δωμάτιο ο Τζέιμς πλησίασε τον πίνακα με κάποια σχέδια της, το βλέμμα του κόλλησε πάνω στο σχέδιο του φοίνικα που υπήρχε σε φωτοτυπία.

-Είναι υπέροχο αυτό! Μουρμούρισε.

-Ναι, είναι καλό. Συμφώνησε και η Σεσίλια, προσπαθώντας να σκεφτεί πως θα του αποσπάσει κάποια πληροφορία για τον Γκράχαμ.

-Ξέρεις κάτι, το μετάνιωσα, θέλω να μου κάνεις αυτό αντί για εκείνο που είχα σκοπό να σου ζητήσω. Η Σεσίλια προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.

-Ποιο, το φοίνικα; Δε θα στο συνιστούσα!

-Γιατί όχι; Τη ρώτησε παραξενεμένος εκείνος.

-Κοίτα, αν δεν ήσουν φίλος του Τσάρλι, δε θα υπήρχε πρόβλημα, όμως είναι περιζήτητο, ήδη το έχω σχεδιάσει σε τρεις, είπε ψέματα. Φαντάζομαι δε θες να έχεις πάνω σου κάτι που το έχουν ήδη άλλοι. Δε θα προτιμούσες κάτι μοναδικό πάνω στο δέρμα σου;

-Ναι, μόνο που, είπε και της έδωσε το χαρτί που κρατούσε. Αυτό πλέον μπροστά στο φοίνικα που αναγεννιέται, μου μοιάζει παιδικό. Η Σεσίλια ξεδίπλωσε το χαρτί που της είχε προσφέρει και νοερά συμφώνησε με την άποψη του Τζέιμς.

-Το έχεις φτιάξει και στον Τσάρλι; Μα τι κόλλημα είχε φάει ο τύπος με εκείνη και τον Τσάρλι.

-Όχι, νομίζω ότι ο φίλος σου δεν ενδιαφέρεται για κάτι άλλο, πέρα από το να κρατάει ‘‘ευχαριστημένους’’ τους πολιτικούς ανά τον κόσμο. Σχολίασε προκαλώντας τα γέλια στον κοκκινομάλλη. Μου δίνεις δυο λεπτά να σχεδιάσω κάτι και να μου πεις αν σου αρέσει.

-Φυσικά, εσύ είσαι η καλλιτέχνης. Δυστυχώς ο φίλος του ο Γκράχαμ δεν είχε την ίδια εντύπωση μαζί του, σκέφτηκε η Σεσίλια και έδιωξε ενοχλημένη τη σκέψη της. Πέντε λεπτά αργότερα, του έδινε το νέο σχέδιο. Το γκρι και το μπλε κυριαρχούσε, εισβάλλοντας το ένα μέσα στο άλλο και δημιουργώντας έναν ανεμοστρόβιλο.

-Τι λες σου αρέσει;

-Μου αρέσει, αλλά όχι περισσότερο από το φοίνικα. Όμως δε θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, επιπλέον αν κυκλοφορεί ήδη είμαι αρκετά εγωιστής όπως παρατήρησες, οπότε θα προτιμήσω τον ανεμοστρόβιλο.

-Μπορούμε αν θες να περάσουμε και άσπρο μελάνι, για να δίνει την εντύπωση ότι κινείται πράγματι…

-Πολύ καλή ιδέα μου ακούγεται, συμφώνησε μαζί της.

-Ας κάνουμε το αρχικό πρώτα και το βλέπουμε έπειτα, μόνο να ξέρεις ότι το λευκό αν θελήσεις κάποτε να το αφαιρέσεις, είναι το χρώμα που αφαιρείτε πιο δύσκολα.

-Δεν έχω σκοπό να το αφαιρέσω!

-Επίσης θα μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν αετό, λίγο πάνω από τον ανεμοστρόβιλο, όπου θα δίνει μάχη να γλιτώσει από τη μανία της φύσης. Του είπε για να συμβιβάσει κάπως την αίσθηση της ότι δε θα άφηνε απόλυτα ικανοποιημένο ένα πελάτη, ο οποίος είχε θελήσει άλλο σχέδιο. Όμως ύστερα από την απόδειξη της αθωότητας του Γκράχαμ δεν ήθελε να περάσει στο δεύτερο σκέλος της εκδίκησης, γεμίζοντας το Λονδίνο με φοίνικες. Ειδάλλως θα ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη αν ο πρώτος που θα εμφανιζόταν στο Γκράχαμ με το τατουάζ του φοίνικα ήταν κάποιος φίλος του. 

Ο Τζέιμς έδειχνε να μη νιώθει από πόνο, όση ώρα του έκανε το τατουάζ εκείνος φλυαρούσε, της έλεγε για την αγάπη του για τα ντραμς και τη μουσική. Ανά διαστήματα της πέταγε και καμιά κουβέντα για το πόσο καλό παιδί ήταν ο Τσάρλι. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι της από το σημείο που σχεδίαζε και τον κοίταξε, να είχε πει κάτι ο Τσάρλι, το θεωρούσε απίθανο, ήταν gentleman, και πολύ καθώς πρέπει, οπότε μάλλον μόνος του είχε βγάλει το συμπέρασμα. Μήπως ήταν εκεί για να την ψαρέψει.

-Με τον Τσάρλι είμαστε πολύ καλοί φίλοι, είπε τονίζοντας τη λέξη φίλοι, είναι πολύ ευγενικό παιδί και γενναιόδωρο. Όλοι την ώρα βοηθάει όποιον το έχει ανάγκη. Αφού τελείωσαν και του έβαλε αλοιφή για να διατηρεί ενυδατωμένη την περιοχή, του εξήγησε τα πρέπει και τα δεν πρέπει για το επόμενο δεκαήμερο, τον ρώτησε για τον Γκράχαμ.

-Καλά είναι, το πιστεύεις ότι δε μας έχει δείξει ακόμα το τατουάζ που του έχεις φτιάξει. Ο Κάλουμ και ο Σμιτ βαρέθηκαν να τον παρακαλάνε, αλλά εγώ θέλω να το δω, είμαι και ο πιο έμπειρος σε θέματα τέχνης. Σχολίασε χαμογελώντας.

-Ξέρω γιατί δε σας το δείχνει.

-Γιατί; Τη ρώτησε παραξενεμένος.

-Μου ορκίζεσαι ότι δε θα βγάλεις λέξη σε κανέναν.

-Φυσικά!

-Σε κανέναν Τζέιμς. Του είπε και η φωνή της ακούστηκε επιβλητική. Δε θέλω να γίνω ο λόγος για να κάνετε καψώνια στον Γκράχαμ, φαίνεται πολύ καλό παιδί! Είπε για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι εκείνη τουλάχιστον τον συμπαθούσε.

-Τάφος! Είπε και σήκωσε το χέρι του.

-Ας είναι. Δεν το δείχνει γιατί έκανε το μισό τατουάζ.

-Για ποιο λόγο;

-Πόναγε! Είπε και ένιωσε ότι χτύπησε διάνα μόλις είδε το χαμόγελο κατανόησης και το ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού του Τζέιμς.

-Αυτός είναι ο Γκράχαμ! Σχολίασε χαριτολογώντας. Και το υπόλοιπο μισό;

-Δεν ξέρω, πρέπει να έρθει για να το φτιάξουμε, έμαθα ότι ήρθε μια μέρα αλλά είχα ρεπό, κι αφού το είχα ξεκινήσει εγώ δεν μπορούσε να το τελειώσει ο Τζίμη. Οπότε μιας και το αποφάσισε πρέπει να επικοινωνήσω μαζί του. Μήπως μπορείς να μου δώσεις το τηλέφωνο του;

-Φυσικά. Είπε και ξεκίνησε να ψάχνει στις επαφές του κινητού του.

-Δε θέλω να πεις κάτι γιατί εγώ ήμουν αυτή που επέμενα να το συνεχίσουμε κάποια άλλη μέρα, εκείνος έκανε υπομονή προσπαθώντας να μείνει μέχρι το τέλος, επιπλέον κατάλαβα ότι είχε πιει παραπάνω από το κανονικό, ήταν λάθος μου που ξεκίνησα να κάνω το σχέδιο.

-Δεν πειράζει, αν ήταν νηφάλιος δε θα είχε έρθει ποτέ! Σχολίασε εκείνος πριν ξεκινήσει να της λέει τα νούμερα από το τηλέφωνο του Γκράχαμ.

 

Πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο του στούντιο, κρατώντας το κινητό στο αυτί της και περιμένοντας εκείνον να απαντήσει, στάθηκε μπροστά από τα σχέδια χαζεύοντας το φοίνικα. Πολλούς μπελάδες της είχε δημιουργήσει, σκέφτηκε και τον ξεκρέμασε κρύβοντας τον μέσα σε ένα από τα συρτάρια της. Η φωνή του που ρώταγε ποιος ήταν την επανέφερε.

-Γκράχαμ, είμαι η Σεσίλια. Σταμάτησε για λίγο, περιμένοντας να δει αν θα έλεγε εκείνος κάτι, όμως δεν άκουσε τίποτα, έριξε μια ματιά στην οθόνη του κινητού της, αναρωτώμενη μήπως της το είχε κλείσει. Ύστερα από την άλλη πλευρά άκουσε κάποιον να βήχει.

-Ελπίζω να μη σε ενοχλώ. Συνέχισε εκείνη.

-Τι θες; Τον άκουσε να τη ρωτάει! Της φάνηκε κάπως απότομο εκείνο το ξερό «τι θες», όμως έπρεπε να του αναγνωρίσει χίλια δίκια.

-Απλά, μήπως θα μπορούσες να περάσεις κάποια στιγμή από τη δουλειά; Τον ρώτησε στο τέλος. Από την άλλη πλευρά έπεσε πάλι σιωπή.

-Δεν ξέρω. Έμεινε και εκείνη σιωπηλή και λυπημένη, δε θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη ζημιά που είχε κάνει. Πότε; Τον άκουσε να τη ρωτάει στο τέλος. Μήπως τελικά έπαιζε μαζί της το αγοράκι, σκέφτηκε και ένιωσε να φουντώνει από θυμό. Τελικά αφού κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τις σκέψεις, συνέχισε.

-Απόψε αν μπορούσες. Γύρω στις δύο σχολάω.

-Στις δύο να έρθω ή πριν τις δύο; Τη ρώτησε με ειλικρινή απορία στη φωνή του.

-Όποτε μπορείς, αν και θα ήταν προτιμότερο να έρθεις στις δύο, που δε θα έχει κόσμο.

-Γιατί, τι έχεις σκοπό να μου κάνεις αυτή τη φορά;

-Δεν είσαι αρκετά μεγάλος για να με φοβάσαι, του είπε με ένα ίχνος παιχνιδιάρικου πειράγματος. Δεν του έδωσε όμως χρόνο να της απαντήσει. Λοιπόν σε περιμένω στις δύο, τα λέμε τότε. Καλή συνέχεια. Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.  

 

Στις δύο παρά τέταρτο στο εργαστήρι της μπήκε ο Τζίμη, την κοίταξε που καθόταν μόνη της στο γραφείο σχεδιάζοντας σε ένα χαρτί.

-Μόνη σου είσαι;

-Ναι.

-Τι κάθεσαι και δε φεύγεις, δεν περιμένει κανείς στον προθάλαμο!

-Φτιάχνω ένα σχέδιο.

-Συνέχισε το στο σπίτι.

-Αποκλείεται. Φοβάμαι ότι δε θα μου βγει το ίδιο.

-Καλά εγώ την κάνω, μη μου γκρινιάζεις αύριο για το ρολό και ότι δεν μπορείς να το κατεβάσεις.

-Θα σου γκρινιάξω γιατί σκαλώνει και πρέπει να κρεμαστώ ολόκληρη επάνω του για να κατέβει.

-Καλά, θα καλέσω έναν τεχνικό. Είπε και την κοίταξε καχύποπτα ενώ εκείνη είχε κατεβάσει το κεφάλι της και συνέχιζε το σχέδιο.

Είχαν περάσει πέντε λεπτά που είχε ακούσει την εξώπορτα του στούντιο να κλείνει, σηματοδοτώντας το ότι το αφεντικό της είχε φύγει, αλλά δεν είχε σηκωθεί ακόμα από τη θέση της. Κοίταξε το ρολόι. Σε πέντε λεπτά θα ήταν εκεί αν δεν ήταν και νωρίτερα, σηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έριξε τα μαλλιά της κάτω και τα χτένισε με τα δάχτυλα της, ύστερα πήρε από την τσάντα ένα κατακόκκινο κραγιόν και έβαψε τα χείλη της. Κοίταξε το είδωλο της και απόρησε, για ποιο λόγο τα έκανε όλα αυτά, από πότε την ένοιαζε η εμφάνιση της, μήπως έπρεπε να αρχίσει να θυμώνει με τον εαυτό της. Δεν πρόλαβε να ξετυλίξει ολόκληρο το κουβάρι της σκέψης της όταν άκουσε την πόρτα του στούντιο να ανοίγει, κοίταξε αμήχανα το κραγιόν που κρατούσε στα χέρια της, όταν άκουσε να της χτυπάει κάποιος την πόρτα του εργαστηρίου. Κοίταξε γύρω της και δίπλα της είδε τον κάδο απορριμμάτων, χωρίς δεύτερη σκέψη το έριξε μέσα και στράφηκε προς την πόρτα που άνοιγε. Ένας σοβαρός και αμίλητος Γκράχαμ την κοίταζε, η Σεσίλια, παρέμεινε και εκείνη σιωπηλή προσπαθώντας να θυμηθεί τι περιείχε ο κάδος που μόλις είχε ρίξει το καινούργιο κραγιόν της, χαρτιά, μελάνια, ένα κουτάκι από αναψυκτικό…

-Λοιπόν; Τι με ήθελες; Διέκοψε τις σκέψεις της ο νεαρός άντρας που την κοίταζε δύσπιστα από την πόρτα.

-Ναι! Είπε εκείνη για να ξεκινήσει. Σκέφτηκα αυτά που μου είπες όταν μου έφερες το μπλοκ. Το ύφος του άντρα απέναντι της δεν είχε αλλάξει καθόλου. Και επειδή υπάρχει περίπτωση να λες την αλήθεια…

-Υπάρχει περίπτωση;

-Ναι, πρέπει να διορθώσω τη ζημιά που έχω κάνει.

-Δηλαδή δε θες να μου ζητήσεις συγνώμη!

-Όχι, δεν είμαι βέβαιη ότι λες την αλήθεια. Της φάνηκε να κοκκινίζει αλλά δεν του έδωσε σημασία. Όμως ακόμα και έτσι πρέπει να το διορθώσω, για την περίπτωση που ισχύουν τα όσα λες και κυρίως που είχες την ευγένεια να μου επιστρέψεις το μπλοκ. Μα τι στην ευχή την είχε πιάσει, άλλα είχε προετοιμαστεί να του πει, τώρα πως θα την εμπιστευόταν. Αχ Σεσίλια, Σεσίλια, Σεσίλια, την προειδοποιούσε ένα κομμάτι του εαυτού της. Πήγε ως το γραφείο της για να βάλει φρένο στο στόμα της και πήρε το σχέδιο. Τον πλησίασε και στάθηκε δίπλα του μυρίζοντας το άρωμα του, μήπως είχε ρίξει πολύ! Κοίτα εδώ είναι το νέο σχέδιο, μπορώ να καλύψω τα τρία τέταρτα του Silene Tomentosa, με το φοίνικα.

-Και το υπόλοιπο; Άκουσε τη φωνή του από πολύ κοντά της να τη ρωτάει.

-Το πέταλο που έχει κοπεί από το λουλούδι, θεωρώ ότι δένει με το υπόλοιπο σχέδιο, αν πάλι δεν το θες, μπορείς να το σβήσεις, αλλά θα είναι μικρότερο το κομμάτι που θα αφαιρέσεις από το να αφαιρούσες όλο το αρχικό τατουάζ. Επίσης, πρόσθεσε με επαγγελματική φωνή, αν θες μπορούμε να το μετατρέψουμε και αυτό σε κάτι άλλο, ένιωσε την ανάσα του στο λαιμό της όπως έσκυβε να παρατηρήσει το σχέδιο, ένιωσε τη θερμοκρασία στο σώμα της να ανεβαίνει, του έδωσε το σχέδιο και έπιασε τα μαλλιά της με το λαστιχάκι.

-Και το όνομα σου; Τη ρώτησε κοιτώντας την καχύποπτα.

-Μπορώ με κόκκινο μελάνι να διαγράψω τα γράμματα, θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε κίτρινο μελάνι ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι είναι σπίθες φωτιάς.

-Και γιατί πρέπει να σου έχω εμπιστοσύνη;

-Την περίμενα αυτή την ερώτηση και πραγματικά δεν έχω απάντηση, σχολίασε με ειλικρίνεια. Απλά πρέπει να με εμπιστευτείς και να μου δώσεις την ευκαιρία να διορθώσω όλο αυτό το μπάχαλο που δημιουργήθηκε εκείνη τη μέρα. Ακόμα δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι εκείνη είχε προκαλέσει το όλο μπάχαλο. Αφού ζήτησε από το κομμάτι του εαυτού της που διέκοπτε τον ειρμό της να το βουλώσει, συνέχισε. Αν πάλι θεωρείς ότι είναι αδύνατο να με αφήσεις να το φτιάξω εγώ, μπορείς να πας σε οποιονδήποτε συνάδερφο να στο φτιάξει, μπορείς να κρατήσεις το σχέδιο.

-Οκ, είπε εκείνος και πήγε να το διπλώσει.

-Μην το διπλώνεις, θα τσαλακωθεί, καλύτερα μάζεψε το ρολό. Του πρότεινε, τρομοκρατημένη, μη θέλοντας να δει το σχέδιο της να τσαλακώνεται. Εκείνος της έριξε μια ματιά και έκανε το χαρτί με το σχέδιο ρολό, ύστερα κι ενώ εκείνη του είχε γυρισμένη την πλάτη την πλησίασε και τράβηξε το λαστιχάκι από τα μαλλιά της. Γύρισε και τον κοίταξε απορημένη, ενώ εκείνος αδιάφορα πέρναγε το λαστιχάκι από το χαρτί για να το κρατήσει δεμένο.

-Ευχαριστώ! Της είπε δείχνοντας της το σχέδιο λες και ήταν πτυχίο.

-Παρακαλώ. Απάντησε, μη βρίσκοντας τι άλλο να του πει. Έμειναν για λίγο να κοιτάζονται. Μην έχοντας κάτι άλλο να πει ή να κάνει, πήρε το παλτό της και το φόρεσε, ύστερα έκλεισε τα φώτα. Πριν κλείσει την πόρτα έριξε μια λυπημένη ματιά στον κάδο απορριμμάτων με την ελπίδα να μην πιάσει προκοπή το Τζίμη και βγάλει τα σκουπίδια πριν πάει εκείνη στο στούντιο. Ο Γκράχαμ, σιωπηλός την ακολουθούσε, βγήκαν από το μαγαζί και κλείδωσε την πόρτα. Ύστερα τεντώθηκε για να φτάσει το ρολό, το οποίο προς μεγάλη της ανακούφιση με τη δεύτερη προσπάθεια λες και κατέβηκε από μόνο του, έκανε ένα βήμα πίσω και έπεσε πάνω του. «Φυσικά», σκέφτηκε «πως αλλιώς το ρολό θα κατέβαινε από μόνο του», εκείνος το είχε κατεβάσει. Γύρισε και του έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, μα τι στην ευχή είχε πάθει, καλά δεν μπορούσε να του ζητήσει συγνώμη που τον είχε στοχοποιήσει, ούτε ευχαριστώ δεν μπορούσε να του πει; Έσκυψε και πέρασε το λουκέτο στο ρολό.

-Καληνύχτα. Του είπε και κατευθύνθηκε προς το ποδήλατο της. Να και μια λέξη που μπορούσε τελικά να πει με ευκολία, σκέφτηκε ειρωνικά για την πάρτη της. Τον άκουσε να βήχει, μάλλον θα την είχε αρπάξει.

-Μήπως θα ήθελες να βγούμε κάποιο βράδυ που έχεις ρεπό. Γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη. Ύστερα ανασήκωσε τον ώμο της.

-Οκ! Το έχεις το τηλέφωνο μου.

-Εντάξει θα σε πάρω. Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα.

-Τι;

-Λες ναι, επειδή μου το χρωστάς!

-Μην μπερδεύεσαι, δε σου χρωστάω, απλά έκανα μια μαλακία. Άλλωστε ήδη σου πρότεινα να το διορθώσω.

-Οπότε;

-Οπότε;

-Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό το να βγούμε…

-Μάλλον. Σχολίασε και χωρίς άλλη κουβέντα ανέβηκε στο ποδήλατο της και έχοντας γυρισμένη την πλάτη της σε εκείνον, χαμογέλασε ικανοποιημένη, ξεκινώντας να κάνει πετάλι.   

 

 

Κεφάλαιο Δωδέκατο

 

Make love, not war

 

Είναι μερικές φορές, που χρειάζεσαι τη γνώμη κάποιου άλλου, ακόμα κι αν ξέρεις ότι δε θα σε βοηθήσει. Μια κουβέντα για να σε ξεκολλήσει και να σε σπρώξει προς την σωστή κατεύθυνση, ακόμα κι αν αυτό που ακούς, δεν είναι αυτό που θες. Είτε το θέμα είναι σοβαρό, όπως μια απόφαση ζωής, είτε είναι κάτι χαζό, όπως το τι φοράνε στο πρώτο ραντεβού με το κορίτσι που έπεσε πάνω σου με το ποδήλατο της, σου «χτύπησε» επίτηδες ένα τατουάζ σε σχήμα λουλουδιού και που δεν έχεις ξεχάσει στιγμή από τότε.

Είχε την πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του και στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα του, έχοντας μόλις βγει από το μπάνιο. Κοιτούσε απλά στο εσωτερικό, έχοντας τη σύνεση να μην αρχίσει να απλώνει ρούχα πάνω στο κρεβάτι του όπως έκανε η Γκρέις, σκεπτόμενος τι θα έλεγαν οι φίλοι του αν τον έβλεπαν. Ήξερε πολύ καλά, ότι δε θα έλεγαν κάτι, καθώς το πιθανότερο ήταν να είναι σκασμένοι στα γέλια, ίσως και πεσμένοι στο πάτωμα.

Η Λόρνα από την άλλη, θα του είχε διαλέξει στη στιγμή, κάποιο σακάκι που θα ταίριαζε στην επαγγελματική εικόνα που πίστευε ότι έπρεπε να έχει ένας άντρας. Εκείνος πάλι, ήταν σίγουρος πως η Σεσίλια θα άλλαζε δρόμο, πριν καν του πει καλησπέρα, αν τον έβλεπε ντυμένο με το γούστο της αδερφής του. Η μητέρα του, σίγουρα θα διάλεγε κάτι που θα φώτιζε τα μάτια του, ή κάτι ανάλογα ρομαντικό και τα γέλια των κολλητών του έπνιξαν και πάλι κάθε ήχο, έτσι διέγραψε αμέσως αυτή την εκδοχή.

Ο πατέρας του, δε θα ασχολιόταν καν και τέλος η Άιλα, θα ήταν ίσως το ιδανικό άτομο να τον συμβουλεύσει, αν και ήταν βέβαιος πως ο συνδυασμός που θα επέλεγε θα περιλάμβανε καμιά ντουζίνα χρώματα, ακόμα κι αν όλα του τα ρούχα, περιορίζονταν σε γήινες αποχρώσεις. Πάντως ότι κι αν έλεγε, θα έκρυβε όλη της την αθωότητα και την αγάπη.

Αν ήξερε τουλάχιστον που θα πήγαιναν, ίσως μπορούσε να αποφασίσει πιο εύκολα. Δεν ήταν καθόλου καλός σε αυτά, του έλειπε η εμπειρία. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του να αφήνει την κοπέλα του να κανονίζει τα πάντα. Από το που θα πάνε για καφέ, μέχρι το που θα γιορτάσουν την κάθε περίσταση. Μπορεί να ήταν λοιπόν καλύτερα, να αφήσει τη Σεσίλια να διαλέξει που θα πάνε.

Το ευχάριστο ήταν, ότι κανένα από τα μέρη που πήγαινε με την Γκρέις δεν ταίριαζε στη Σεσίλια. Έτσι, εκτός του ότι δε θα γινόταν ρεζίλι όταν δε θα είχε να πληρώσει το λογαριασμό, καθώς τα οικονομικά του τελευταία πήγαιναν κατά διαόλου, θα γλύτωνε από δυσάρεστες αναμνήσεις, ακόμα και συναντήσεις, μιας και η πρώην του δεν άλλαζε εύκολα συνήθειες.

Απόδειξη, το ότι εξακολουθούσε να θέλει να τον δει. Η Γκρέις, δεν είχε σταματήσει να του στέλνει μηνύματα, είχε δοκιμάσει μάλιστα να τον καλέσει, αλλά ο Γκράχαμ αντέδρασε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Την αγνόησε.

Κάτι που φρόντισε να μη γίνει με τη Σεσίλια. Της είχε πει ότι θα της τηλεφωνήσει και το έκανε. Μετά την πρόταση του να βγούνε, που ήταν λες και ξέφυγε από τα χείλη του δίχως τη δική του βούληση, ήταν ότι πιο δύσκολο είχε κάνει. Περπατούσε νευρικά σε όλο το δωμάτιο του για ώρες, πιάνοντας και αφήνοντας το κινητό του, κάθε φορά σε διαφορετικό σημείο. Έβρισκε το νούμερο της στην οθόνη του και δίσταζε να πατήσει την επιλογή της κλήσης μέχρι που μαύριζε, για να το ξαναπατήσει δύο δευτερόλεπτα αργότερα.

Στο τέλος, μάζεψε όση ψυχραιμία μπορούσε να συγκεντρώσει και της τηλεφώνησε. Δεν απάντησε αμέσως, πράγμα που δεν τον εξέπληξε. Τι περίμενε δηλαδή, να είναι με το κινητό στο χέρι κοιτώντας το και αναμένοντας με αγωνία, πότε θα την καλέσει; Όχι, δεν ήταν το στυλ της αυτό.

Προσπάθησε να είναι λίγο πιο χαλαρός, από την προηγούμενη φορά που είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο. Τον είχε αιφνιδιάσει τόσο πολύ, που με το που άκουσε να του λέει ποια είναι, έκανε κάμποσα δευτερόλεπτα να απαντήσει και μάλλον δεν ακούστηκε ιδιαίτερα ευγενικός, αλλά τουλάχιστον πήγε να τη δει όταν του το ζήτησε, ακόμα κι αν ήταν από απλή περιέργεια. Και μάλιστα αργότερα, της πρότεινε να βγούνε. Αν αυτό δε σήμαινε ότι από τη μεριά του, τα πράγματα είχαν ηρεμίσει, τότε δεν ήξερε τι άλλο έπρεπε να κάνει.

Μιας και δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο πλάνο μέχρι την ώρα που επικοινώνησε με τη Σεσίλια, σκέφτηκε να βρεθούνε κάπου στο κέντρο. Δεν είχε ιδέα που έμενε η κοπέλα αν και υπέθετε, πως ίσως ήταν κάπου κοντά στο χώρο της δουλειάς της, αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι του Λονδίνου χρησιμοποιούν το μετρό για να εξυπηρετηθούν, γιατί όχι κι εκείνη;

Οι δείκτες του ρολογιού κινούνταν απτόητοι και τα νεύρα του Γκράχαμ, που από το πρωί ήταν κάπως ευαίσθητα, τώρα έμοιαζαν με τεντωμένες χορδές. Άφησε για λίγο την επιλογή των ρούχων και στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη του μπάνιου, παρατηρώντας τον εαυτό του.

Έριξε λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο του και προσπάθησε να καθησυχαστεί με την σκέψη, ότι αν το αποψινό βράδυ κατέληγε σε φιάσκο, θα είχε πολλούς, πολλούς λόγους να μη νιώθει άχρηστος, δεδομένου ότι από την αρχή της γνωριμίας του με τη Σεσίλια, τα πράγματα έδειχναν δυσοίωνα.

Αν πάλι τα πράγματα πήγαιναν «καλά», παρόλο που δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε στο ελάχιστο τι σημαίνει αυτό το «καλά», ίσως κάποια στιγμή θα έπρεπε να δώσει αρκετές εξηγήσεις στους φίλους του, αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που ήθελε να συνεχίσει να αναλύει στο κεφάλι του.

Άλλωστε ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε τι ήθελε να συμβεί τελικά. Μπορεί στο κάτω κάτω, η Σεσίλια να είχε σχέση με εκείνον τον τύπο. Αλλά πάλι, τότε γιατί δέχτηκε να βγει μαζί του; Ίσως όλο αυτό να ήταν στην τελική μια κακή ιδέα, ωστόσο ένιωθε πρόθυμος να το διακινδυνέψει.

Επέστρεψε αναζωογονημένος μπροστά στην ντουλάπα του. Έκλεισε τα μάτια με το ένα χέρι και με το άλλο, τράβηξε ευτυχώς, ένα επιμελώς σκισμένο τζιν και το πέταξε στο κρεβάτι του. Έκλεισε τα μάτια του για δεύτερη φορά και από ένα ψηλό ράφι, έβγαλε ένα πουλόβερ σε καφέ χρώμα, το οποίο δε φορούσε ποτέ. Το έβαλε στη θέση του και δοκίμασε ξανά, κλέβοντας λίγο, ώστε να κατευθυνθεί στη στοίβα με τα κομμάτια που προτιμούσε.

Η προσπάθεια τον δικαίωσε, αφού έβγαλε ένα λεπτό πουλόβερ με σταυρωτό γιακά, σκούρο πράσινο αυτή τη φορά, που του είχε πάρει δώρο η Λόρνα κάποια Χριστούγεννα κι έτσι φαντάστηκε, ότι είχε και τη δική της έγκριση. Αφού ντύθηκε, φόρεσε τα ταλαιπωρημένα του μποτάκια, ανακάτεψε λίγο τα μαλλιά του με τα δάχτυλα και ψέκασε δυο φορές το λαιμό του, με το άρωμα που φορούσε πριν την Γκρέις και που εκείνη, είχε φροντίσει να το αντικαταστήσει με ένα που της άρεσε, με τη δικαιολογία ότι το παλιό του, της έφερνε αναγούλα.

Πήρε το μοναδικό του παλτό, από την κρεμάστρα και αφού έλεγξε το κλασσικό τρίπτυχο κινητό, πορτοφόλι, κλειδιά, έφυγε για το σημείο συνάντησης.

 

Περίμενε γύρω στο ένα τέταρτο, δεδομένου ότι είχε φτάσει κι ο ίδιος δέκα λεπτά νωρίτερα. Δεν τον πείραξε καθόλου. Ίσα, ίσα η αναμονή, του έδωσε την ευκαιρία να ηρεμίσει λίγο τους χτύπους της καρδιάς του. Μα πως κάνεις έτσι; Ένα κορίτσι είναι μόνο και δεν είσαι πια, 16 χρονών… Μετά από, γύρω στις είκοσι φορές που το επανέλαβε αυτό στον εαυτό του, χαλάρωσε και μπόρεσε να εκτιμήσει τη γλυκιά βραδιά που τους έκανε δώρο το Λονδίνο.

Την είδε, λίγο πριν τον προσέξει κι εκείνη και στα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν, εξέπνευσε ανακουφισμένος, όταν είδε το στενό και απλό, υφασμάτινο παντελόνι και τις μπαλαρίνες της. Η Γκρέις, αν και ήταν σχεδόν στο ύψος του, προτιμούσε πάντα τα ψηλοτάκουνα και το υπερβολικά επίσημο ντύσιμο, αδιαφορώντας για το πόσο τον εκνεύριζε, που ακόμα και για τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, έπρεπε να ντύνεται κι αυτός ανάλογα, για να μην δείχνουν όπως συνήθιζε να λέει «παράταιροι».

Εκείνος όμως, αγαπούσε την απλότητα στους ανθρώπους και η Σεσίλια, είχε πετύχει το ιδανικό για εκείνον. Έδειχνε απλή και γλυκιά.

Της χαμογέλασε και περίμενε να τον πλησιάσει.

«Γεια!», τη χαιρέτησε όταν τον έφτασε. Ήταν ελαφρώς λαχανιασμένη.

«Γεια σου! Ελπίζω να μην περίμενες πολύ, καθυστέρησα στην δουλειά…»

«Όχι, όχι μην ανησυχείς κι εγώ τώρα έφτασα», της είπε ψέματα. Κούνησε το κεφάλι της για απάντηση και κοίταξε λίγο γύρω της, ενώ παράλληλα η ανάσα της έβρισκε τον κανονικό της ρυθμό. Στο τέλος, τον κοίταξε σαν να περίμενε να της πει κάτι.

Ο Γκράχαμ ανταπέδωσε το βλέμμα, ώσπου η κοπέλα έσπασε την αμήχανη σιωπή. «Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;»

«Λοιπόν τι κάνουμε; Που θα πάμε;»

Ο Γκράχαμ χαμογέλασε νευρικά. «Ειλικρινά δεν έχω ιδέα», παραδέχτηκε. «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να πάμε κάπου, που να αρέσει σε σένα».

«Ω, πίστεψε με, θα το μετανιώσεις. Εσύ; Που συχνάζεις; Εκτός από το Element», τον ρώτησε.

Ο Γκράχαμ σκέφτηκε για λίγο και απέρριψε μία, μία τις επιλογές. «Ατυχία, αλλά τα περισσότερα μέρη που θα μπορούσα να σε ξεναγήσω, είναι μάλλον παράνομο να πάμε».

Η Σεσίλια ανασήκωσε τα φρύδια της και γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, ζυγίζοντας τον με το βλέμμα. «Χμμ… Ίσως τελικά, να μην το μετανιώσεις και τόσο».

«Όχι, δεν κατάλαβες», έσπευσε να εξηγήσει γελώντας, «εννοώ λόγω της ώρας. Κάποια πάρκα που είναι ιδανικά για περίπατο και ένα δυο μουσεία που…»

Προτείνεις σε κοπέλα να πάτε σε πάρκο και μουσείο; Κόλλα το φίλε, είσαι μεγάλος δάσκαλος. Η φωνή του Κάλουμ στο μυαλό του  και η έκφραση της Σεσίλια, τον έκανε να σταματήσει να μιλάει. «Εντάξει, με ρώτησες που συχνάζω», δικαιολογήθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους του.

Μία ακόμα παύση μπήκε ανάμεσα τους και ο Γκράχαμ, ένιωσε πως αν δεν άλλαζε κάτι, το βράδυ τους θα έληγε πιο σύντομα από όσο υπολόγιζε. Ίσως τελείωνε πιο σύντομα από οποιοδήποτε άλλο βράδυ ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, σε ολόκληρη την ιστορία.

«Τι λες για σινεμά;», πρότεινε ως λύση ανάγκης. «Λίγο πιο κάτω έχει ένα, που παίζει μόνο παλιό κινηματογράφο. Αν δεν κάνω λάθος έχει αφιέρωμα στα 60’s αυτή τη βδομάδα». Με λίγη τύχη, δε θα πέσουμε πάνω στον Πρωτάρη, σκέφτηκε σταυρώνοντας κρυφά, τα δάχτυλα του για τύχη.

Η κοπέλα σούφρωσε τη μύτη της. «60’s; Αλήθεια;»

«Ναι, γιατί όχι; Ήταν ωραία δεκαετία. Έτσι έχω ακούσει τουλάχιστον, ξέρεις διαδηλώσεις για την ειρήνη, ελαφριά ναρκωτικά, παιδιά των λουλουδιών, σεξουαλική απελευθέρωση,“Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο” κι άλλα τέτοια».

Ένα γέλιο της ξέφυγε και ο Γκράχαμ, συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που την άκουγε να γελάει, δεν του φαινόταν καν τύπος που χαμογελούσε συχνά, οπότε ίσως αυτό, μετρούσε υπέρ του. «Καλύτερα όχι. Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι δε θα με πάρει ο ύπνος», του απάντησε με ειλικρίνεια όταν σταμάτησε να γελά, κόβοντας του λιγάκι τα φτερά.

«Ωραία τότε ας περπατήσουμε, εκτός αν θέλεις να παραδεχτούμε πως όλο αυτό ήταν λάθος και να συνεχίσουμε τις ζωές μας όπως πριν. Μου φαίνεται ότι στους καυγάδες τα πάμε καλύτερα», είπε νικημένος.

«Μπορεί, αλλά όχι. Ας περπατήσουμε και βλέπουμε…», είπε τελικά η Σεσίλια και ο Γκράχαμ, είδε ένα μικρό, μικρό φως στο βάθος του σκοτεινού τούνελ που είχε πέσει.

Πήραν το δρόμο για μία από τις γέφυρες του Τάμεση, περπατώντας αργά ανάμεσα στον κόσμο, που προφανώς είχε διοργανώσει καλύτερα την έξοδο του. Το περπάτημα τους, έδειχνε πως είχε κάποιο σκοπό.

Στη διαδρομή, τη ρώτησε για τη μέρα της και τη δουλειά της, αφού κάπως έπρεπε να σπάσει ο πάγος και να μετριαστεί η αμηχανία που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Αν και ήταν ολοφάνερο, πως δεν της άρεσε να μιλά πολύ, ειδικά όταν το θέμα ήταν η ίδια, της έκανε αρκετές ερωτήσεις ώστε να την αναγκάσει να πει έστω, πέντε ολοκληρωμένες προτάσεις. Παράλληλα, την παρατηρούσε καλύτερα.

Δεν ήταν ιδιαίτερα βαμμένη, καμία σχέση με το βράδυ που είχε έρθει στο Element με το συμφοιτητή του Τζέιμς. Δεν είχε φορέσει καν, εκείνο το κατακόκκινο κραγιόν που τις προάλλες γέμιζε τα χείλη της, κάνοντας τα τόσο δελεαστικά. Κι ενώ κάποιος άλλος θα σκεφτόταν, ότι μάλλον δεν την ένοιαζε και πολύ η εμφάνιση της ή πιο συγκεκριμένα, η εμφάνιση της στο «ραντεβού», ο Γκράχαμ την κοιτούσε προσπαθώντας να γεμίσει τη μνήμη του, με όλες τις αυθόρμητες εκφράσεις και γκριμάτσες που έκανε το πρόσωπο που τελευταία, στοίχειωνε τις περισσότερες ώρες της μέρας και της νύχτας του.

Δεν ήθελε να το παρακάνει με τις απορίες του κι έτσι, προσπάθησε να συντηρήσει τη συζήτηση με θέματα που θα μπορούσαν να την ενδιαφέρουν. Στοιχημάτισε ότι, εφόσον πολλά από τα σχέδια που έκανε σαν τατουάζ ήταν δικά της, το κομμάτι τέχνη ίσως ήταν κάτι που θα τους κρατούσε απασχολημένους μέχρι να δουν τι θα κάνουν στη συνέχεια. Είχαν φτάσει τη γέφυρα και τώρα περπατούσαν πάνω της, διασχίζοντας πρακτικά τον ποταμό, έχοντας κάποια απόσταση μεταξύ τους, που ολοένα και μίκραινε.

«… όπως καταλαβαίνεις, οι σπουδές στην αρχαιολογία με έχουν μυήσει σε ένα κομμάτι της τέχνης κι έτσι ήταν απόλυτα λογικό να μου τραβήξει την προσοχή το σχέδιο σου», κατέληξε ο Γκράχαμ. Σκέφτηκε να της πει για την γκαλερί της Μάγκι, γι’ αυτό τουλάχιστον θα μπορούσε να της μιλά για ώρες, αλλά ποια κοπέλα θέλει να ακούσει για τη μητέρα του τύπου που βγαίνει πρώτο ραντεβού;

«Θα το δεχτώ, αν και πρέπει να παραδεχτείς, ότι ήταν πολύ ύποπτο»

«Έλα τώρα, πόσο στημένο θα μπορούσε να είναι σαν σκηνικό; Ήσουν υπερβολική. Κι ύστερα, ποιος φτιάχνει ένα λουλούδι στην πλάτη ενός αγνώστου, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό;», της είπε μισοαστεία.

«Μα το έκανα σχεδόν μαύρο. Ξέρεις, επειδή είσαι αγοράκι…», του απάντησε αμυντικά μεν, μα με τον ίδιο τόνο που είχε κι εκείνος. Κοιτάχτηκαν, μέχρι που ξέσπασαν σε γέλια και οι δύο.

«Αυτό δεν το περίμενα. Ότι θα γελάω με το, πώς μου το έχεις πει αλήθεια;»

«Silene tomentosa»

«Αυτό, στ’ αλήθεια πρέπει να το γράψω και τέλος πάντων, ότι θα γελούσα για το πάθημα μου και μάλιστα μαζί σου»

Σταμάτησαν για λίγο στη μέση περίπου της γέφυρας, και ακούμπησαν στο στηθαίο, κοιτώντας τα σκοτεινά νερά που σάλευαν ήσυχα από κάτω τους.

«Ούτε εγώ περίμενα να περπατάω μέσα στη νύχτα, με τον κλέφτη μου», είπε ήσυχα η Σεσίλια και η φωνή της, ταίριαξε με τον ήχο από το νερό που κυλούσε.

«Πρέπει να είσαι το μοναδικό άτομο στον πλανήτη, που θα μπορούσε να με θεωρήσει επικίνδυνο. Εμένα, που το πιο ακραίο πράγμα που έχω κάνει, είναι να αλλάξω κλάδο στο πανεπιστήμιο»

Η Σεσίλια πήρε τα μάτια της από το ποτάμι και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Σπούδαζα οικονομικά, ώσπου άλλαξα γνώμη και στράφηκα στην αρχαιολογία», της εξήγησε.

«Ααα, ώστε έτσι εξηγείται αυτό, με τα μουσεία και τις παλιές ταινίες. Αρχαιολόγος λοιπόν… Τύπου Ιντιάνα Τζόουνς ή…»

«Ή», τη διέκοψε για να εισπράξει ένα της ακόμα χαμόγελο. «Σου είπα, είμαι ο πιο ακίνδυνος αρχαιολόγος που έχει ζήσει κι εσύ από ότι άκουσα, έχεις κάποια εμπειρία από παλιές ταινίες, τελικά»

«Μόνο από αυτές που η προώθηση τους, έχει γίνει εργαλείο για την πλύση εγκεφάλου γενιών και γενιών. Γενικά, προτιμώ τις ταινίες που έχουν γυριστεί μετά τη γέννηση μου».

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι του αποδεχόμενος την απάντηση, σημειώνοντας νοερά τις κινηματογραφικές της προτιμήσεις. Συνέχισαν το περπάτημα τους συζητώντας ανάλαφρα, μέχρι που έφτασαν στην άλλη όχθη και καθώς προχωρούσαν την προσοχή του Γκράχαμ τράβηξε το Μάτι του Λονδίνου. Εντάξει, παραδέχτηκε μέσα του, είναι τέρμα γλυκανάλατο, αλλά εδώ που φτάσαμε

«Τι λες; Ανεβαίνουμε;», της πρότεινε δείχνοντας με τα μάτια πίσω της, την τεράστια φωτισμένη ρόδα.

Του φάνηκε σκεπτική, μα δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί. Μήπως όπως και εκείνος το θεωρούσε υπερβολικά μελό, ή μήπως βαριόταν ήδη και ήλπιζε να γυρίσουν μία ώρα αρχύτερα; Μετά από μία μάχη δευτερολέπτων, στράφηκε προς τα εκείνον και συμφώνησε.

Μόλις που πρόλαβαν να μπουν, πριν οι υπεύθυνοι αρχίσουν να ανακοινώνουν πως οι ώρες κοινού τελείωσαν. Ο Γκράχαμ πλήρωσε τα εισιτήρια τους, παρά τις διαμαρτυρίες της Σεσίλια. Ήξερε κι εκείνος, ότι θα του κόστιζαν τα γεύματα ενός μήνα, αλλά τελικά δεν τον πείραξε και τόσο. Η θέα ήταν υπέροχη και ο θαυμασμός που έβλεπε στο βλέμμα της Σεσίλια καθώς την παρακολουθούσε που ατένιζε το νυχτερινό Λονδίνο, του έφταναν για να μη σκέφτεται ότι θα περνούσε καιρός μέχρι να φάει ξανά, φυσιολογικό φαγητό εκτός εστίας.

Για λίγο, δε μιλούσαν. Η εικόνα μιλούσε γι’ αυτούς κι άλλωστε, μία μικρή αμηχανία είχε κάνει και πάλι την εμφάνιση της, αφού γύρω τους, ήταν μόνο νεαρά ζευγαράκια που σφιχταγκαλιάζονταν, ή φιλιόντουσαν παρασυρμένα από το ρομαντικό τοπίο, ή πιάνονταν χεράκι χεράκι, απολαμβάνοντας σιωπηλά τη βόλτα τους στον αέρα. Ίσως ένα γκρουπάκι από φασαριόζους και φωνακλάδες τουρίστες, να ήταν προτιμότερο.

Κάποια στιγμή, η Σεσίλια μετακινήθηκε ασυναίσθητα και το μπράτσο της, άγγιξε το δικό του. Ο Γκράχαμ, γύρισε προς το μέρος της, μα εκείνη συνέχιζε να κοιτάζει μπροστά της. Το πρόσωπο της έλαμπε αμυδρά και τα μάτια της, άλλαζαν χρώμα ανάλογα με τις σκιές ή το φως. Πότε έπαιρναν αποχρώσεις του πράσινου όταν ο φωτισμός επηρεαζόταν από το σμαραγδένιο της παλτό και πότε γίνονταν χρυσαφιά ή μαύρα.

Ξάφνου το Λονδίνο, δεν ήταν το ομορφότερο πράγμα που έβλεπε απόψε. Έσκυψε ελαφρά, πηγαίνοντας για τη χείλη της, όπως οι πεταλούδες στις φλόγες όταν ένα τσιριχτό γέλιο, έριξε τη θερμοκρασία κάτω από το μηδέν. Η Σεσίλια τινάχτηκε ξαφνιασμένη και ο Γκράχαμ, πρόλαβε να προσποιηθεί ότι έσκυβε για να βήξει από την άλλη πλευρά.

Ο κόσμος άρχισε να συζητά και έτσι τα μουρμουρητά, τους επέτρεψαν να ξεκινήσουν μια νέα κουβέντα για τη θέα, χωρίς να αισθάνονται ότι ενοχλούν.

«Δεν είχα ανέβει ξανά. Το πιστεύεις;», του είπε όταν κατέβηκαν και πήραν τον ίδιο δρόμο προς τα πίσω, περνώντας και πάλι από τη γέφυρα.

«Αστειεύεσαι… Ποτέ; Ούτε έστω με κάποιο αγόρι ως έφηβη; Όπως φάνηκε, είναι πόλος έλξης».

«Δεν μεγάλωσα εδώ κι έτσι… Εσύ, είχες ξαναέρθει;»

«Ναι, άλλη μία φορά», της απάντησε ανέμελα.

«Α ωραία…» του είπε και έστρεψε το βλέμμα στα παπούτσια της. Ο Γκράχαμ στην αρχή δεν αντιλήφθηκε την αλλαγή στη φωνή της, αλλά σύντομα πρόσθεσε ένα κι ένα και βιάστηκε να εξηγήσει.

«Με την αδερφή μου έχω έρθει και ήταν μέρα, οπότε δεν ήταν τόσο ωραία. Δε μετράει», της είπε χαμογελαστά.

«Χα, άρα δεν έχεις δοκιμάσει να ξεμοναχιάσεις καμιά άλλη εδώ; Από ότι είδες πιάνει»

«Πιάνει;»

«Μπορεί», απάντησε με ένα διαφορετικό χαμόγελο που ο Γκράχαμ, έβλεπε για πρώτη φορά απόψε. Σταμάτησε για λίγο να περπατάει και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Δεν τους χώριζε παρά  μονάχα ένα βήμα κι η στιγμή, ήταν σαν κινηματογραφικό πλάνο. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι μέσα στη νύχτα, να κοιτιούνται στα μάτια στη μέση μια γέφυρας, έτοιμοι να δώσουν το πρώτο τους φιλί. Τι πιο ρομαντικό, τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

Ίσως ο ποδηλάτης που παραλίγο να πέσει πάνω στον Γκράχαμ. Ούτε που άκουσε τις φωνές του, ούτε που κατάλαβε για πότε τον τράβηξε η Σεσίλια, ούτε που πρόλαβε να δει τη στιγμή να χάνεται, όταν η κοπέλα έλουσε τον ποδηλάτη με τους πιο «τέλειους» χαρακτηρισμούς. Ήταν ευχάριστο να τη βλέπει να νευριάζει με κάποιον άλλο, για αλλαγή.

Ο ποδηλάτης απομακρύνθηκε, χωρίς καν να επιβραδύνει και η Σεσίλια κοίταξε τον Γκράχαμ, από πάνω μέχρι κάτω, λες και είχε συγκρουστεί με φορτηγό. «Είσαι καλά;»

«Πιο καλά δεν γίνεται. Μάλλον κάτι έχει το κάρμα μου με το θέμα ποδήλατο, έ;»

«Δεν ξέρω… μήπως είπες κάποιο ψέμα και έπρεπε να τιμωρηθείς;».

«Ψέμα, για ποιο πράγμα;», ρώτησε ο Γκράχαμ σαν να μην είχε καταλάβει προς τα πού πήγαινε η κουβέντα της.

«Για το Μάτι. Μπορεί να είχες φέρει τελικά κάποια»

Τον ψάρευε; Μάλλον. Θα του έδινε τόση ευχαρίστηση να την αφήσει να ψήνεται λιγάκι μετά από το βράδυ που την είχε δει με το φίλο του Τζέιμς, αλλά ήθελε κι εκείνος να μάθει.

«Όχι, είπα την αλήθεια, μην ανησυχείς. Αν ήξερες την πρώην μου, τι λέω, αν έβλεπες την πρώην μου, θα καταλάβαινες»

«Α τόσο καλά…»

«Τόσο! Εσύ;»

«Εγώ; Εγώ είπαμε, δεν έχω έρθει ξανά»

Ο Γκράχαμ δεν μπόρεσε να κρατηθεί και άφησε ένα ήρεμο γέλιο να γεμίσει το κενό, μέχρι την επόμενη κουβέντα του. «Δεν εννοώ αυτό. Ρωτάω αν έχεις κάποιον»

Άλλη μία παύση. Μα δεν θα της χαριζόταν εύκολα. Την κοίταζε επίμονα, μέχρι που του απάντησε μονολεκτικά. «Όχι»

Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του και τόλμησε ξανά «Κι ο τύπος στο Element;»

«Φίλος», τον έκοψε κρύβοντας μπόλικο κρύο στο ύφος της. «Συνεχίζουμε;»

Ο Γκράχαμ ένευσε καταφατικά και δεν έδωσε συνέχεια. Αντίθετα, τη ρώτησε για το δικό της ποδήλατο και αν μπόρεσε τελικά να το επισκευάσει. Η Σεσίλια του απάντησε αόριστα, πως το είχε φτιάξει και έτσι έληξε κι αυτό το θέμα.

Ήταν στο τσακ να αρχίσει να της λέει για τον καιρό, αφού όσα βήματα κι αν είχαν κάνει, ήταν σαν να είχαν χαθεί μετά την αναφορά στις σχέσεις τους. Βλαστήμησε από μέσα του, την ώρα που αποφάσισε να κινηθεί πιο βιαστικά και πιάστηκε από το πρώτο πράγμα που βρέθηκε μπροστά του. Κυριολεκτικά.

Μέχρι να φτάσουν εκεί, από όπου είχαν ξεκινήσει, της είχε αναλύσει όλη την ιστορία για τις περισσότερες γέφυρες του Τάμεση. Δηλαδή αυτές που είχαν λίγα περισσότερα πράγματα να πει από τα αρχιτεκτονικά τους στοιχεία.

«Μάλλον σε έκανα να βαρεθείς ε;», παραδέχτηκε καθώς στέκονταν έξω από τη στάση του μετρό.

«Ε όχι, απλά η αρχιτεκτονική δεν είναι το στοιχείο μου», του απάντησε λίγο κουρασμένα και κοίταξε τη σκάλα που χανόταν στο έδαφος.

Ο Γκράχαμ κοίταξε το ρολόι του. Ήταν ακόμα νωρίς και μέχρι εκείνη την ηλίθια έμπνευση του, να τη ρωτήσει ευθέως για τον τύπο από το κλαμπ, όλα πήγαιναν ανέλπιστα καλά. Δεν θα τα παρατούσε όμως εύκολα. Όχι αυτή τη φορά.

«Κοίτα, είναι νωρίς ακόμα και είμαι σίγουρος ότι θα πεινάς». Η Σεσίλια ετοιμάστηκε να αρνηθεί αλλά ο Γκράχαμ την πρόλαβε επιστρατεύοντας όλη του την πειθώ «έστω λίγο; Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι! Ξέρω ένα τέλειο μέρος κοντά στις εγκαταστάσεις της σχολής. Θα το λατρέψεις»

Η Σεσίλια τον κοίταξε στενεύοντας τα μάτια της και στο τέλος αναστέναξε. «Αφού επιμένεις…», είπε και τον ακολούθησε.

 

Το μικρό γαλλικό μπιστρό, όπου έκατσαν για φαγητό, ήταν κάτι για το οποίο μπορούσε να περηφανεύεται. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να διεκδικήσει ως δική του ανακάλυψη και κανείς δεν τον αμφισβητούσε.

Δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα μέσο διαμέρισμα, αλλά είχε πάντα αρκετό κόσμο, εξαιτίας του φανταστικού μενού του, που περιλάμβανε διαφορετικό φαγητό και των προσιτών, ακόμα και σε χαμηλόμισθους φοιτητές, τιμών του.

To «La Coeur», βρισκόταν κοντά στο πανεπιστήμιο, χωμένο σε μία πάροδο που κανείς δεν έβρισκε, παρά μόνο τυχαία. Όμως μία φορά, αρκούσε για να σε κερδίσει το μικρό ρεστοράν και ο Γκράχαμ, πήγαινε συχνά εκεί μόνος του, ή αραιά και που με τους φίλους του, όμως ποτέ με την Γκρέις. Δεν ήταν άλλωστε, του γούστου της.

Δε φοβήθηκε μήπως δεν έβρισκαν τραπέζι, μιας και ήταν η αδυναμία της ιδιοκτήτριας, της Σοφί, που είχε περάσει ένα μαγικό καλοκαίρι στην Ελλάδα κι έτσι ήταν ικανή, ακόμα και να σηκώσει κάποιον για να εξυπηρετήσει τον Γκράχαμ. Μα δε χρειάστηκε. Το τραπεζάκι, σε μία απομονωμένη ζεστή γωνία του μαγαζιού, ήταν ότι έπρεπε. Είχαν την ησυχία τους και μπορούσαν να απολαύσουν το φαγητό τους ανενόχλητοι.

Εδώ και ώρα, μιλούσε ο Γκράχαμ. Θεώρησε πως είχε έρθει η στιγμή να ξεκινήσουν μια πιο ουσιαστική συζήτηση, αφού το να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων, τους είχε στοιχίσει κάμποσα πισωγυρίσματα. Προσπάθησε να πάρει κάποιες πληροφορίες για τη Σεσίλια, ξεκινώντας από αυτό που του είχε πει, για το ότι δεν είχε μεγαλώσει στο Λονδίνο, όμως το μόνο που έμαθε τελικά, ήταν ότι ήταν μισή Ιρλανδή και μισή Ισπανίδα.

Έτσι εξηγείται που αλλάζει διαθέσεις με το παραμικρό…

Ορμώμενος από αυτό λοιπόν, της είπε πως κι εκείνος ήταν μισός Άγγλος και μισός Έλληνας, τονίζοντας μάλιστα, πως είχε και μερικές Σκοτσέζικες ρίζες από τη μεριά του πατέρα του. Στο σημείο αυτό, η Σεσίλια έκρυψε ένα χαμόγελο πίσω από το ποτήρι του κρασιού της, που άφηνε κατακόκκινες ανταύγειες στη λευκή της μπλούζα καθώς έπαιζε με το φως του μοναδικού κεριού στο τραπέζι και συνέχισε να τον κοιτά, ακούγοντας τον προσεκτικά.

Της είπε για το νησί της μητέρας του και το καλοκαίρι που πέρασε εκεί. Το πώς του άλλαξε τη ζωή και πως γύρισε από εκεί ένας άλλος. Βλέποντας πως το να τον ακούει, της ήταν πιο εύκολο από το να την προκαλεί να ανοιχτεί, ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια την ομορφιά του τόπου και τη ζεστή καρδιά των ανθρώπων εκεί. Και για εκείνον όμως, ήταν πιο εύκολο και φυσικό να της λέει για το μέρος που του άλλαξε τη ζωή. Σίγουρα πιο εύκολο από το να της εξηγεί για τη γέφυρα του Βατερλό πάντως.

Η ώρα πέρασε, χωρίς να το καταλάβουν και ο σερβιτόρος, τους ενημέρωσε πως σε λίγο το ρεστοράν έκλεινε. Αφού ο Γκράχαμ τακτοποίησε το λογαριασμό τους, με το γλυκό να είναι προσφορά της Σοφί που τους έκλεισε συνωμοτικά το μάτι, βγήκαν στο άδειο από κόσμο στενό.

Ο Γκράχαμ είχε τα χέρια στις τσέπες του με τη Σεσίλια να περπατά αθόρυβα δίπλα του. «Πως σου φάνηκε; Άξιζε;», τόλμησε να ρωτήσει.

«Ναι πολύ. Ήταν… ωραία. Όλα», του απάντησε και ο Γκράχαμ γύρισε για να τη βλέπει. «Και η κουβέντα εννοώ. Το νησί σου πρέπει να είναι πολύ όμορφο».

«Είναι. Όσο δε φαντάζεσαι»

«Και χαίρομαι που κρύβεις λίγο μεσογειακό αίμα. Ίσως τελικά, να υπάρχει ελπίδα για σένα».

«Ελπίδα για ποιο πράγμα;»

«Για να γίνεις Ιντιάνα Τζόουνς. Ποτέ δεν είναι αργά…», του χαμογέλασε. Κι ήταν εκείνο το ίδιο χαμόγελο με πριν. Το σημάδι από το σύμπαν ίσως, ή απλά το σημάδι της Σεσίλια; Δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε. Έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες του και την πλησίασε, ώσπου το ένα του χέρι πέρασε στη μέση της και το άλλο στον αυχένα της. Έσκυψε το πρόσωπο του στο δικό της και τα χείλη τους, τα χώριζε πια μια ανάσα. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της και την επόμενη στιγμή τη φιλούσε. Τη φιλούσε σε εκείνο το απόμερο στενό, ανάμεσα στα κλειστά μαγαζάκια, έχοντας γύρω τους  μονάχα το φως από τις βιτρίνες.

Ο κόμπος που ένιωθε όλο το βράδυ στο στομάχι του, σαν να λύθηκε για να ξαναδεθεί πιο σφιχτά ανεβάζοντας τη θερμοκρασία, σε όλο του το σώμα. Το φιλί τους διεκόπη για λίγο. Τόσο, ώστε ο Γκράχαμ να προσέξει τα ρόδινα μάγουλα της. Άραγε έφταιγε το φυσικό της βάψιμο ή το φιλί του; Τι χαζός που δεν το είχε προσέξει νωρίτερα.

Την ξαναφίλησε και ένιωσε τα χέρια της, που μέχρι τότε αναπαύονταν ακίνητα στο στέρνο του, να κινούνται, να πιάνουν το πουλόβερ του μέσα από το ανοιχτό παλτό του και να τον τραβάνε πάνω της, μέχρι που οδηγημένοι από το σώμα του, κόλλησαν απαλά στο τζάμι ενός δισκοπωλείου.

Άφησε ξανά τα χείλη της και άνοιξε τα μάτια του. Χάιδεψε το πρόσωπο της απαλά και έσυρε το δάχτυλο του μέχρι το πηγούνι της. Ακούμπησε ένα μικρό φιλί στα χείλη της και η φωνή του ακούστηκε βραχνή όταν δίστασε «Έχεις… θες.. θες να πάμε κάπου;»

Δεν του απάντησε, μόνο ένευσε καταφατικά. «Έχεις κάποιο…». Εκείνη όμως τον διέκοψε με ένα αρνητικό κούνημα του κεφαλιού της. «Εντάξει, τότε», της είπε απαλά και με μεγάλη απροθυμία, απομακρύνθηκε από κοντά της και την τράβηξε από την τζαμαρία, κρατώντας της το χέρι.

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο 

 

–Ένα πιάτο που τρώγεται κρύο-

 

Μπαίνοντας στο δωμάτιο του στην εστία, ο Γκράχαμ στάθηκε μπροστά από την πόρτα του δωματίου αναποφάσιστος. Η Σεσίλια είχε νιώσει σε όλη τη σύντομη διαδρομή από το γαλλικό μπιστρό ως εκεί, την ανυπομονησία του. Ήταν σχεδόν βέβαιη ότι μόλις θα απομονώνονταν από τον έξω κόσμο, θα την έγδυνε και θα την πέταγε βιαστικά στο κρεβάτι. Ίσως μάλιστα να μην προλάβαιναν να φτάσουν καν ως εκεί. Μπορεί να τη στήριζε απλά σε κάποιον τοίχο ή στο πάτωμα, κι αυτό ως σενάριο δεν της άρεσε καθόλου, αφού υπήρχε κίνδυνος να τελειώσουν πριν καν αρχίσουν. Κι όμως να που εκείνος στεκόταν απλά και σαν να ήταν εντελώς άπειρος, στη πόρτα με την απορία αν έπρεπε να βγει και να την αφήσει μόνη της ή να μείνει εκεί μαζί με αυτό το άγριο ξωτικό! Αυτή τη σκέψη διάβασε μέσα στα μάτια του όταν στράφηκε και τον κοίταξε.

Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει εκείνη ήταν να του δώσει χρόνο. Άρχισε να παρατηρεί το χώρο. Σε αντίθεση με το δικό της διαμέρισμα, που ήταν το βασίλειο της ακαταστασίας, στο δωμάτιο του Γκράχαμ όλα τα πράγματα ή σχεδόν όλα, φαίνονταν να είναι τακτοποιημένα στη θέση τους. Ξεκούμπωσε τα κουμπιά από το παλτό της και πλησίασε μια καρέκλα, που ήταν παρατημένο επάνω ένα κασκόλ. Αφού ακούμπησε το παλτό με επιμέλεια πάνω στην καρέκλα, τράβηξε το κασκόλ και το πέρασε στο λαιμό της. Δεν είχε πολλά πράγματα το δωμάτιο, μόνο όσα είναι απαραίτητα στους φοιτητές, φορητός υπολογιστής, γραφείο, βιβλιοθήκη, πολλά βιβλία… κι ένα μονό κρεβάτι. Μια κρεμάστρα και δίπλα στο κρεβάτι ένα μικρό κομοδίνο. Πάνω σε αυτό υπήρχε ένα αρωματικό κερί και σπίρτα, το πλησίασε και κοίταξε τον Γκράχαμ που στεκόταν ακόμα μπροστά στην πόρτα έχοντας βάλει τα χέρια μέσα στις τσέπες του παντελονιού του.

-Μου επιτρέπεις; Τον ρώτησε και μόλις εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, πήρε τα σπίρτα και το άναψε. Ίσως είχε έρθει η ώρα για λίγο παιχνίδι. Άραγε το αγόρι μπροστά από την πόρτα του δωματίου, είχε κάποια εμπειρία; Της είχε μιλήσει για μια πρώην αν δεν έκανε λάθος, μήπως όμως είχαν περάσει αιώνες από τότε. Μήπως ήταν σε κάποια άλλη ζωή, μήπως απλά την είχε ονειρευτεί. Τον πλησίασε ήρεμα όπως πλησιάζει κάποιος ένα μικρό, χαριτωμένο ζώο, για να μην το φοβίσει και το βάλει στα πόδια, τι κι αν ήταν εκείνος πιο σωματώδης από την ίδια.

-Δε θα βγάλεις το μπουφάν σου; Τον ρώτησε, και ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του με σκοπό να του το αφαιρέσει. Εκείνος μετακινήθηκε ελαφρά προς το μέρος της. Όπως είχε ανασηκώσει το κεφάλι της για να τον κοιτάξει, νιώθοντας την ανάσα της να ζεσταίνει το δέρμα του, την τράβηξε επάνω του ψάχνοντας τα χείλη της. Η Σεσίλια τον έσπρωξε στην πόρτα ώστε να βρουν αντίσταση και να μην βρεθούν στο πάτωμα ενώ φιλιόνταν. Με μια της κίνηση βρέθηκε χωρίς μπουφάν ενώ γρήγορα απελευθερώθηκε και από το πουλόβερ, ύστερα τον οδήγησε ως το κρεβάτι και τον έσπρωξε να πέσει πάνω στο στρώμα, ενώ εκείνη ανέβηκε από πάνω του. Καθώς φιλιόνταν τράβηξε το κασκόλ από το λαιμό της και σηκώνοντας το χέρι του στο κεφαλάρι του κρεβατιού το έδεσε, ήταν τόσο παραδομένος στις κινήσεις του γοφού της πάνω στον καβάλο του, που δεν αντέδρασε. Μόλις είχε δέσει και τα δυο του χέρια, σταμάτησε κάθε κίνηση και τον κοίταξε, τον ένιωθε ερεθισμένο μέσα στο παντελόνι του, αλλά έπρεπε λίγο να επιβραδύνουν.

-Λύσε με τώρα. Της είπε χαμογελώντας, ένα χαμόγελο που δεν έφτανε ως τα μάτια του, αφού διάβαζε σε αυτά μια μικρή ανησυχία.

-Τσου, είπε και ανασήκωσε τα φρύδια της.

-Τώρα, σοβαρά; Θα με αφήσεις δεμένο;

-Έτσι λέω.

-Γιατί;

-Όλο και κάποιο λόγο θα έχω.

-Έλα, αρκετά, σταμάτα τα αστεία!

-Δεν είναι αστείο, είπε και ανασηκώθηκε λίγο για να ξεκουμπώσει τα κουμπιά του τζιν του. Ύστερα κάθισε πάνω στο στομάχι του και τον κοίταξε. Το αμήχανο χαμόγελο είχε εξαφανιστεί από τα χείλη του, διάβαζε τις σκέψεις του, σιχτίριζε τον εαυτό του που είχε μπλέξει με μια τρελή.

-Λοιπόν; Δεν πιστεύεις ότι έχαψα τις δικαιολογίες σου, πες μου τα όλα για το κόλπο.

-Ποιο κόλπο; Τη ρώτησε με βραχνιασμένη φωνή.

-Το κόλπο με το κλεμμένο μπλοκ.

-Άντε πάλι!

-Θα μιλήσεις ή θα περάσεις μαρτυρικά; Είπε και τεντώθηκε να πάρει το αναμμένο κερί πάνω από το κομοδίνο, γυρνώντας το λίγο ώστε να τον κάνει να πιστέψει ότι θα το χύσει επάνω του.

-Είσαι τρελή το ξέρεις; Τη ρώτησε γεμάτος θυμό! Η Σεσίλια με κόπο συγκράτησε τον εαυτό της για να μη γελάσει.

-Αν ήμουν στη θέση σου θα πρόσεχα πως θα μίλαγα. Είπε και έγειρε λίγο ακόμα το κερί μην αφήνοντας όμως να χυθεί επάνω του. Αν ομολογήσεις θα σε αφήσω, στο λόγο μου.

-Παράτα με! Της φώναξε ενώ σούφρωσε τα χείλη του από αηδία.

-Μη φτύσεις, τον προειδοποίησε εκείνη που παρεξήγησε το αποδοκιμαστικό σούφρωμα των χειλιών του, γιατί θα χύσω το κερί στο στόμα σου και μετά θα το πατήσω με βουλοκέρι. Έλα πες πως στήθηκε το κόλπο… Αντί να με κοιτάς με αυτόν το θυμωμένο τρόπο, μήπως είναι προτιμότερο να μιλήσεις;

-Κουράστηκα να σου λέω ότι δεν ήμουν μπλεγμένος στην κλοπή της τσάντας σου.

-Μέχρι που θα εμφανιστείς μπροστά μου, να συνομιλείς κρατώντας το παλιό κινητό μου.

-Βλέπεις, δεν έχει νόημα να σου πω ότι δεν το έκανα, έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι είμαι εχθρός σου και προσπαθείς να πείσεις και εμένα.

-Α όχι, κάνεις μεγάλο λάθος, έχει νόημα… είπε και άφησε το κερί πάνω στο κομοδίνο. Ύστερα αφού τον κοίταξε έσκυψε και τον φίλησε στο γυμνό, γυμνασμένο στήθος του. Εκείνος δεν αντιδρούσε όμως η Σεσίλια συνέχιζε.

-Τώρα ειλικρινά περιμένεις να ερεθιστώ μετά από αυτά που με ανάγκασες να περάσω στα χέρια σου όλη αυτή την ώρα;

-Αν μιλάς και σκέφτεσαι λιγότερο.

-Λύσε με!

-Γιατί;

-Γιατί μπορεί να σε ξαναπιάσει κρίση και να μου επιτεθείς. Δεν άντεξε άλλο και έβαλε τα γέλια ακουμπισμένη στο στήθος του.

-Θα σε έλυνα, αλλά συμβαίνει το εξής…

-Τι; Ότι είσαι ψυχοπαθής;

-Όχι, φοβάμαι τα αντίποινα, είπε και συνέχισε να τον φιλάει στο στέρνο του. Τα χείλη της ανέβαιναν προς το πρόσωπο του αφού πρώτα έκαναν μια στάση στο λαιμό του. Μου αρέσει το άρωμα σου, ταιριάζει απόλυτα με το άρωμα του κορμιού σου. Είπε και ανέβηκε αναζητώντας τα χείλη του, αφού εκείνος μετά από ένα μικρό δισταγμό ανταποκρίθηκε τελικά στο φιλί της χωρίς να την αποφύγει, η Σεσίλια έλυσε τα χέρια του. Με μια απότομη κίνηση βρέθηκε εκείνος από πάνω και με γρήγορες κινήσεις άρχισε να την γδύνει.

-Ελπίζω να έχεις προφυλακτικά, δεν ήρθα προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο.

-Έχω στο πρώτο συρτάρι, της απάντησε πριν χαθούν ο ένας στο κορμί του άλλου.  

 

-Πρέπει να παραδεχτείς ότι ήταν πολύ κακόγουστο αυτό που έκανες! Είπε ενώ την  τραβούσε μέσα στην αγκαλιά του.

-Ούτε ένα αστείο δεν μπορείς να ανεχθείς πια;

-Το τελευταίο σου αστείο, ένα λουλούδι αγνώστου προελεύσεως και ονόματος είναι ακόμα χαραγμένο ανεξίτηλα στην πλάτη μου, να σου υπενθυμίσω.

-Πρώτον είπαμε ότι το λένε Silene Tomentosa. Δεύτερον είναι ισπανικής προελεύσεως και μάλιστα είδος προς εξαφάνιση, έπρεπε να νιώθεις ιδιαίτερα ικανοποιημένος που έχεις χαραγμένο επάνω σου κάτι που βρίσκετε υπό εξαφάνιση. Τρίτον μιλάς πολύ. Και τέταρτον είπε και έκανε μια μικρή παύση πριν συνεχίσει… όπως όλα δείχνουν πρέπει τελικά να σου αρέσει αφού παραμένει στην πλάτη σου. Γύρισε και τον κοίταξε για να δει ότι χαμογελούσε. Ως προς τι το χαμόγελο;

-Πες την αλήθεια, επίτηδες άλλαξες το σχέδιο, ώστε να με ξαναδείς!

-Τι υπονοείς;

-Ότι αν είχες κάνει σωστά τη δουλειά σου, πιθανόν να μην είχα έρθει ξανά στο μαγαζί, ενώ τώρα με υποχρέωσες να έρθω για να διαμαρτυρηθώ.

-Ναι ε; Συνέχισε έτσι και θα σου χτυπήσω και ένα στο μέτωπο. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε χαμογελαστός ενώ τα μάτια του έχουν αρχίσει να κλείνουν από την ένταση και την κούραση της ημέρας.

-Ποιος θα το έλεγε ότι εμείς οι δύο…

-Ναι, τον διέκοψε, κοιμήσου όμως τώρα, φαίνεσαι κουρασμένος. Σαν να του είχε δώσει διαταγή εκείνος την έσφιξε ακόμα περισσότερο επάνω του και έκλεισε τα μάτια του, παραδομένος στον ύπνο.

 

Είχε περάσει αρκετή ώρα που βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά του ενώ ο Γκράχαμ κοιμόταν. Δεν είχε τολμήσει να κουνηθεί για να μην τον ξυπνήσει, το φως του κεριού που έπεφτε στο πρόσωπο του τον έκανε να μοιάζει τόσο όμορφος, αν και για να ήταν ειλικρινής ήταν πράγματι όμορφος. Αρχικά δεν είχε αυτά τα ξεθωριασμένα χρώματα των άγγλων, το ξεπλυμένο μπλε στα μάτια και τα ξεθωριασμένα ξανθά μαλλιά. Μάλλον ευθυνόταν η ελληνική του καταγωγή, θυμήθηκε ότι της είχε πει για τα σκοτσέζικα γονίδια, και με κόπο συγκρατήθηκε να μην την πιάσουν πάλι τα γέλια. Για δεύτερη φορά αν ήθελε να είναι ειλικρινής, το ίδιο εκείνο βράδυ είχε αποδειχτεί κάτι παραπάνω από ιππότης, αφού δεν της επέτρεψε να βάλει το χέρι στην τσέπη παρά τις διαμαρτυρίες της. Γύρισε και τον κοίταξε, μια παρόρμηση την έσπρωχνε να τον φιλήσει όμως η φωνή της λογικής που τη ρώτησε αν έψαχνε μπελάδες της το απαγόρευσε, ενώ συνάμα τη ρωτούσε τι γύρευε τόση ώρα μετά, ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μαζί του. Ότι ήταν να κάνουν το είχαν κάνει, η βιολογική τους ανάγκη είχε καλυφτεί, οπότε το μόνο που της έμενε ήταν να σηκωθεί και να του δίνει.

Με προσοχή απομάκρυνε το χέρι του από πάνω της, σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει για τα διασκορπισμένα της ρούχα. Ντυμένη πλέον και φορώντας τις μπαλαρίνες της, πλησίασε προς την καρέκλα που ήταν το παλτό της. Πάνω στο γραφείο πρόσεξε ότι υπήρχαν κάποια βιβλία ενώ από κάτω από δύο από αυτά υπήρχε κάτι που έμοιαζε με κορνίζα. Αφού έβγαλε από πάνω το βάρος των βιβλίων, πρόσεξε ότι ήταν πράγματι κορνίζα. Την πήρε στα χέρια της, το γυαλί της ήταν σπασμένο, ενώ στη φωτογραφία πόζαρε το αγόρι που βρισκόταν σε ‘‘κόμμα’’ πάνω στο κρεβάτι του μαζί με μια κοπέλα. Την κοίταξε προσεχτικά. «Χμ χαριτωμένη!» σκέφτηκε. Ύστερα την ξανασκέπασε με τα βιβλία και αφού έριξε μια ματιά στα βιβλία που ήταν στα ράφια, πήρε ένα ακόμα πιο βαρύ, και το έβαλε από πάνω από τα άλλα δύο που ’κρυβαν την κορνίζα. Ύστερα επέστρεψε στο κρεβάτι, έριξε μια ματιά στον Γκράχαμ που είχε απλωθεί στο κρεβάτι του, ενώ είχε γυρίσει μπρούμυτα. Χάζεψε για λίγο το τατουάζ, θαυμάζοντας για μια ακόμα φορά τη δουλειά της και ύστερα αφού παράκουσε τη φωνή που τη διέταζε να φύγει αμέσως έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο, χαζεύοντας τον για λίγο από τόσο κοντά καθώς εκείνος κοιμόταν και δεν μπορούσε να δει ότι τον παρατηρούσε. Όπως σηκώθηκε όρθια για να κουμπώσει το παλτό της πρόσεξε το κασκόλ που κρεμόταν ακόμα από το κεφαλάρι, δεμένο κόμπο. Χωρίς να το σκεφτεί το έλυσε και το πέρασε γύρω από το λαιμό της, ενώ το έκρυψε κάτω από το παλτό, για να μη φαίνεται. Αφού έσβησε το κερί, πάτησε ένα τυχαίο κουμπί από το κινητό της για να φωτίσει το χώρο και να φτάσει στην πόρτα χωρίς να πέσει επάνω σε κάτι που θα μπορούσε να τον ξυπνήσει. Βγαίνοντας από το δωμάτιο τράβηξε την πόρτα σιγά και αφού ανάπνευσε με ανακούφιση πήρε το δρόμο για την επιστροφή.

Μόλις είχε βγει από τις εστίες της πανεπιστημιούπολης στο δρόμο, άκουσε κάποιον να τη φωνάζει. «Όχι ρε γαμώ το!» μουρμούρισε και γύρισε προς τον Τσάρλι που ερχόταν με τη συνοδεία του φίλου του, « Fuck, fuck, fuck» είπε μέσα από τα δόντια της όταν πρόσεξε ότι ο φίλος του φίλου της, ήταν ο κοκκινομάλλης Τζέιμς.

-Σεσίλια! Ώστε εσύ είσαι!

-Ολόκληρη! Σχολίασε βαριεστημένα.

-Μα καλά που ήσουν;

-Εδώ!

-Όταν λες εδώ, εννοείς στις εστίες;

-Μπορείς να το πεις κι έτσι!

-Και τι έκανες εδώ;

-Δεν ήξερα ότι απαγορεύεται! Είπε και τον κοίταξε στα μάτια με τον εκνευρισμό της έτοιμο να βαρέσει κόκκινο.

-Όχι, δεν απαγορεύεται! Σχολίασε συνεσταλμένα εκείνος. Θες να έρθεις επάνω στο δωμάτιο μου; Η Σεσίλια έριξε μια ματιά στον Τζέιμς που την κοίταζε αναμένοντας με ενδιαφέρον την απάντηση της.

-Όχι είναι αργά και είμαι κουρασμένη. Θα τα πούμε την Τετάρτη στο εστιατόριο.

-Καλά δε χρειάζεται να τα λέμε μόνο εκεί, μπορούμε να βρεθούμε και για καφέ.

-Εντάξει το κανονίζουμε, γεια! Είπε και γύρισε την πλάτη της εκνευρισμένη από την απρόβλεπτη συνάντηση.

Τα αγόρια έμειναν για λίγο να την κοιτάζουν, ο μεν Τσάρλι παραξενεμένος ο δε Τζέιμς με ενδιαφέρον! Αφού εκείνη έστριψε στο επόμενο στενό, συνέχισαν και εκείνοι τον δρόμο τους.

-Τι τρέχει με αυτή; Ρώτησε ο Τζέιμς.

-Τι εννοείς;

-Δεν ξέρω, πολύ παράξενη δεν είναι;

-Όχι, είναι πολύ καλό παιδί, απλά κάπως κλειστή.

-Έχει τρέξει ποτέ κάτι μεταξύ σας;

-Τι εννοείς;

-Να, κανένα φιλί, φάσωμα, σεξ;

-Μην λες βλακείες, τη Σεσίλια τη σέβομαι.

-Γιατί με όσες κάνεις σεξ, δεν τις σέβεσαι;

-Είναι φίλη. Τέλος συζήτησης!

-Δηλαδή δεν τη γουστάρεις; Ο Τσάρλι δίστασε να απαντήσει. Γιατί αν δεν την γουστάρεις να κάνω εγώ παιχνίδι. Ο Τσάρλι γρύλισε εκνευρισμένος.

-Κατάλαβα, τη γουστάρεις!

-Τζέιμς, από τη φράση, τέλος συζήτησης, τι δεν καταλαβαίνεις;

-Οκ, Οκ.  Κατάλαβα, τη γουστάρεις πολύ.

 

Φτάνοντας στο σπίτι της η Σεσίλια, το πρώτο που έκανε ήταν να βγάλει τις μπαλαρίνες της και να φορέσει χοντρές κάλτσες για να ζεστάνει τα παγωμένα της πόδια. «Πολύ κακή επιλογή», επανέλαβε στον εαυτό της, στην Αγγλία ζούσε, «δίπλα» στο βόρειο πόλο, το κατάλληλο παπούτσι ήταν μπότα κι όχι μπαλαρίνες, τις μπαλαρίνες καλύτερα να τις κράταγε για την Ισπανία και για τις «χώρες του Ισημερινού». Το μυαλό της πέταξε από την Ισπανία στην Ελλάδα κι από εκεί στο δωμάτιο του Γκράχαμ στην εστία, που τον είχε αφήσει να κοιμάται. Αφού γδύθηκε έπεσε κάτω από τα σκεπάσματα της να κλέψει λίγες ώρες ύπνο, όμως οι σκέψεις δεν της το επέτρεπαν. Αφού σηκώθηκε τρεις φορές για να πάει στην τουαλέτα χωρίς λόγο και άλλες δύο για να πιει νερό, τράβηξε το κασκόλ του από εκεί που το είχε αφήσει και το πέρασε γύρω από το χέρι της. Το έφερε κοντά στο πρόσωπο της, είχε διαφορετική μυρωδιά αρώματος αλλά αισθανόταν τη μυρωδιά του κορμιού του. Με την αίσθηση του την πήρε τελικά ο ύπνος.

 

Το επόμενο μεσημέρι που κατάφερε να ξυπνήσει ήταν μέσα στα νεύρα. Μόλις είδε το κασκόλ του απλωμένο πάνω από τα σκεπάσματα, το πήρε το έκανε κουβάρι και το πέταξε πάνω σε μια καρέκλα. Έτριψε τους κροτάφους της μήπως και μπορέσει να ηρεμίσει κάπως το κεφάλι της που πήγαινε να σπάσει. «Γκρέις» μουρμούρισε, και προσπάθησε να θυμηθεί που είχε ξανακούσει αυτό το όνομα που είχε στοιχειώσει τα όνειρα της. Φυσικά, αναπήδησε από το κρεβάτι της, το όνομα του κοριτσιού στη φωτογραφία που ήταν με τον Γκράχαμ πρέπει να ήταν Γκρέις. Και ήταν εκείνη που είχαν αναφέρει οι άλλοι και στο στούντιο των τατουάζ αλλά και στο κλαμπ… Εκείνος είχε σχολιάσει κάτι για μια πρώην όμως αν ήταν πρώην, πρώτον γιατί είχε κρατήσει ακόμα τη φωτογραφία της και δεύτερον γιατί την ανέφεραν οι φίλοι του με τόση άνεση, μπας και της πούλαγε ιστορίες απλά και μόνο για να τη ρίξει. Αλλά ακόμα και ειλικρινής να ήταν, αργά ή γρήγορα σε εκείνη θα επέστρεφε, ήταν το κορίτσι που του ταίριαζε, είχε αναγνωρισμένη ομορφιά, ήταν εντυπωσιακή, ήταν η γυναίκα που θα ήθελε κάθε επιτυχημένος άντρας να έχει στο πλάι του.

«Να σε πάρει Γκράχαμ!» μουρμούρισε περισσότερο θυμωμένη με τον εαυτό της που αφέθηκε παρά με εκείνον. Έριξε μια ματιά στο πεταμένο κασκόλ. Ωραία, μόλις του είχε δώσει ένα λόγο να τη ξανασυναντήσει, ειρωνεύτηκε τον εαυτό της. Τεντώθηκε προς τα ρούχα της για να βρει το κινητό και να κοιτάξει να δει αν είχε κάποιο μήνυμα ή κλήση που μπορεί να μην είχε ακούσει. Τίποτα. Φυσικά! Σκέφτηκε και πέταξε το κινητό της πάνω στο στρώμα. Γιατί έπρεπε να την πάρει κάποιος τηλέφωνο και τι να της πει. Η μάνα της ήταν μόνιμα απασχολημένα με τα άλλα της παιδιά από το δεύτερο γάμο, άλλωστε η Σεσίλια είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν την είχε ανάγκη, οπότε ας έπαιζε τη μητέρα στα μικρά. Με τον Τσάρλι ήταν κάπως απότομη όσο για τον Γκράχαμ είχε πάρει αυτό που ήθελε, γιατί να ενδιαφερθεί κάποιος για εκείνη περισσότερο.

-Ω ω ω, καλύτερα, να έχω την ησυχία μου, είπε και σηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Έριξε μια ματιά γύρω της, από πότε είχε να πλύνει πιάτα, αναρωτήθηκε και άναψε αμέσως να ζεστάνει το νερό ώστε να ξεκινήσει. Ύστερα από μια ώρα, ένα σωρό πιάτα βρίσκονταν πάνω στο νεροχύτη να στραγγίζουν. Κρατώντας την κούπα της γεμάτη με καφέ, βγήκε από την κουζίνα. Το καθιστικό χωρίς να είναι εντελώς στα χάλια του δεν το έλεγε και κάποιος τακτοποιημένο. Αν αρκούσε μια νύχτα να κοιμηθεί με κάποιον για να μεταμορφωθεί το επόμενο πρωί σε νοικοκυρά, τότε αυτός ο κάποιος, χωρίς καμιά αμφιβολία, ήταν κακιά επιρροή. Τελικά αφού θεώρησε ότι λίγη ακαταστασία θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως εικαστική άποψη άφησε τα πράγματα ως είχαν και κάθισε στο τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο. Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, ένα μαρκαδοράκι και άρχισε να σχεδιάζει με το μυαλό της να είναι εντελώς αλλού.

Τελικά δεν την ήξερε καθόλου καλά το τυπάκι που είχαν βγει το προηγούμενο βράδυ. Καλά τώρα και τυπάκι δεν το έλεγες, μάλλον κάτι σε φλωράκι θα ήταν ο σωστός χαρακτηρισμός, και μάλιστα από εκείνα τα μουλωχτά. Που ενώ είναι σε διάλλειμα με την κοπέλα τους, την παρουσιάζουν ως τελειωμένη σχέση για να ρίξουν κάποια άλλη, λες κι αυτή νοιαζόταν αν εκείνος είχε ή δεν είχε σχέση. Είχε μπλέξει τόσες και τόσες φορές με παντρεμένους και το γνώριζε και δεν την ένοιαζε, και στην τελική γιατί θα έπρεπε; Η καθολική εκκλησία βέβαια θεωρεί βαρύ αμάρτημα τη μοιχεία, αλλά εκείνη ήταν ελεύθερη, ο εν λόγω εραστής της έπρεπε να νοιάζεται για τη σύντροφο του, αφού εκείνος απατούσε ένα πρόσωπο που ισχυριζόταν ότι το αγαπούσε. Εκείνη δεν ήξερε την αντίζηλο και επιπλέον ποτέ δεν μπήκε στη μέση με σκοπό να χωρίσει κάποιον, απλά περνούσε καλά με έμπειρους άντρες, κάλυπτε τη βιολογική της ανάγκη και έπειτα επέστρεφε σπιτάκι της να κοιμηθεί μόνη και ήσυχη στο κρεβάτι της. Όπως κάποιοι έβγαιναν και έτρωγαν μαζί, έτσι η Σεσίλια έβγαινε με κάποιον έκανε σεξ, γιατί έρωτα δεν το έλεγες και επέστρεφε μόνη της και ικανοποιημένη στο κρεβάτι της για να κοιμηθεί με την ησυχία της.

Κοίταξε το χαρτί που σχεδίαζε και είδε μπροστά της το πρόσωπο του Γκράχαμ. Θυμήθηκε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που σχεδίαζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Μετά την ατυχή σύγκρουση με το ποδήλατο της, αφηρημένη τον είχε ζωγραφίσει πάλι, βγάζοντας μάλιστα το άχτι της με το να του αλλάζει τις γκριμάτσες. Στο τέλος πριν σκίσει το πορτρέτο του και το πετάξει στα σκουπίδια, του μαύρισε ένα από τα μπροστινά δόντια, του φόρεσε και κάτι τεράστια γυαλιά, και για φινάλε του πρόσθεσε και ακμή με ένα κόκκινο μαρκαδόρο. Μήπως τελικά είχε δίκιο, μήπως του είχε σχεδιάσει άλλα ντ άλλων στην πλάτη για να τον αναγκάσει να πάει να τον ξαναδεί. Φυσικά. Ήταν ένας λόγος, όμως όχι έτσι όπως το ισχυρίστηκε εκείνος, πριν από κάποιες ώρες, απλά ήθελε να πάει για να τσακωθούν. Και κυρίως για να του δείξει ότι εκείνη ήξερε, μόνο που εκείνος δε γνώριζε. Αν όμως δεν είχε δει το σχέδιο του φοίνικα από το κλεμμένο της τετράδιο στα χέρια του, ποτέ δε θα είχε τολμήσει να του ζωγραφίσει κάτι άλλο από αυτό που θα της ζητούσε, ήταν επαγγελματίας όλοι είχαν να το λένε αυτό! Ένας καυγάς στο δρόμο δε θα ήταν αρκετός για να την κάνει να ξεπεράσει τα όρια. Και αγαπούσε τη δουλειά της. Βέβαια ήταν και εκδικητική γι’ αυτό δε συμπεριφέρθηκε και πολύ ώριμα και επαγγελματικά όταν ζωγράφιζε λουλούδια με αιωρούμενα πέταλα αντί για στάχτες και φοίνικες. Πιο σωστό ήταν να τον ρωτήσει που το είχε βρει και να λυθεί η παρεξήγηση που η ίδια είχε προκαλέσει. Όμως από την άλλη αν δεν είχε δημιουργηθεί εξαιτίας του κλεμμένου  μπλοκ όλο αυτό το χάος, θα της είχε εντυπωθεί εκείνος στο μυαλό, ο Γκράχαμ ήταν μίλια μακριά από τα καθιερωμένα της γούστα.

-Να σε πάρει Γκράχαμ, επανέλαβε. Και που τον πρόσεξε μήπως ήταν για καλό! Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε νιώσει ολοκληρωμένη από την ερωτική πράξη, δεν μπορούσε να φανταστεί καν ότι μπορούσε να γίνει έτσι. Και μπορεί από θέμα τεχνικής να υστερούσε μπροστά σε άλλους πιο έμπειρους εραστές της, όμως υπήρχε κάτι που δεν είχε βρει ποτέ στους άλλους. Κι ενώ το μυαλό της, όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, τη διέταζε να φύγει από το πλάι του και να επιστρέψει στο σπίτι της την ίδια στιγμή ήθελε να μείνει εκεί μαζί του και να κοιμηθεί στην αγκαλιά του. Ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο χαρτί με το πορτρέτο του και μουρμούρισε για τρίτη φορά. «Να σε πάρει Γκράχαμ…» και πρόσθεσε λιγότερο μελοδραματικά «…και εμένα μαζί».

 

Όση ώρα είχε δουλειά στο στούντιο, ο χρόνος της περνούσε χωρίς ιδιαίτερες σκοτούρες, όμως μόλις έμενε μόνη της στο εργαστήριο η διάθεση της έπεφτε αυτόματα. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει την πόρτα της για πολλοστή φορά με την ελπίδα ότι περίμενε κάποιος έξω για τατουάζ, όμως ο χώρος αναμονής ήταν άδειος. Για να σταματήσει να πηγαινοέρχεται, άφησε ανοιχτή την πόρτα και πήρε ένα φύλλο Α4 από τον εκτυπωτή και άρχισε να σχεδιάζει. Κρατούσε το μολύβι και κοιτούσε το χαρτί όπως ο αδιάβαστος μαθητής την κόλλα διαγωνίσματος. «Άσε το μυαλό σου ελεύθερο» διέταξε τον εαυτό της κι ακούμπησε δειλά τη μύτη του μολυβιού πάνω στο φύλλο. Το πρώτο πράγμα που ζωγράφισε ήταν μια καμπύλη που θύμιζε μισή καρδιά.

-Ωραία, επιστροφή στο νήπιο. Τώρα να ζωγραφίσω ένα τετράγωνο για σπιτάκι, έναν κύκλο για ήλιο και έναν μπαμπά με μια μαμά. Σχολίασε και θυμωμένη τράβηξε ένα βέλος να σκίζει την καρδιά, μετά δοκίμασε κάτι άλλο, μια καρδιά ενώ το βέλος που τη διαπερνούσε ήταν η λέξη «ΜΙΣΟΣ», με πλαγιαστά γράμματα. Από τη μία καρδιές και από την άλλη μίσος, μήπως έχω διχαστεί, μήπως πρέπει να με κοιτάξει κανένας ψυχίατρος;

-Αν συνεχίσεις να μιλάς στον εαυτό σου θα στο σύστηνα κι εγώ. Η Σεσίλια αναπήδησε τρομαγμένη στη θέση της και κοίταξε προς την πόρτα όπου στηριζόταν ένας χαμογελαστός Χάρολντ με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

-Με τρόμαξες!

-Αλήθεια! Δε φάνηκε. Αδιάφορα τσαλάκωσε την κόλλα και την πέταξε στον κάδο με τα σκουπίδια. Θυμήθηκε το βράδυ που κατέληξε το κραγιόν της μέσα σε αυτόν, για να μην την πετύχει ο Γκράχαμ να φτιάχνεται ενώ τον περίμενε. Με την καρδιά της να τρέμει αντιλήφθηκε την επόμενη μέρα ότι ο Τζίμη τελικά δεν είχε αλλάξει τις σακούλες με τα σκουπίδια. Ευτυχώς το κραγιόν είχε πέσει πάνω σε μια κόλλα χαρτί όπου το είχε προστατεύσει από το περιεχόμενο του κάδου. Βέβαια, η Σεσίλια δεν κατάφερε να αντισταθεί και να μην το απολυμάνει με καθαρό οινόπνευμα για παν ενδεχόμενο.

-Ώστε σχεδιάζεις καρδιές τρυπημένες από βέλη μίσους. Να σε ρωτήσω ποιος σε πείραξε μικρή μου; Γύρισε και τον κοίταξε απορημένη από τον τρόπο που την είχε αποκαλέσει «μικρή μου», προτίμησε όμως να μη σταθεί σε αυτό.

-Μια πελάτισσα ήρθε και μου ζήτησε να της σχεδιάσω κάτι.

-Μια καρδιά μίσους;

-Κάτι τέτοιο.

-Θα είναι πολύ θυμωμένη με το φίλο της, καλύτερα για εκείνον να μην την πετύχει μπροστά του.

-Καλύτερα. Είπε και σούφρωσε τα χείλη της.

-Και τώρα στα δικά μας! Είπε και την τράβηξε στην αγκαλιά του με μια απότομη κίνηση. Εκείνη τραβήχτηκε και τον κοίταξε θυμωμένη.

-Τι κάνεις, είμαι στη δουλειά μου!

-Ναι, αλλά δεν είναι κανείς εδώ.

-Δίπλα είναι ο Τζίμη με πελάτη και στην τελική δε σου έδωσα ποτέ τέτοιο δικαίωμα.

-Ναι, προτιμάς να τα κάνεις στα μουλωχτά.

-Δικαίωμα μου. Λέγε τι θες; Τον ρώτησε απότομα.

-Γιατί δεν απαντάς στις κλήσεις και στα μηνύματα μου;

-Τι θες να σου απαντήσω;

-Δεν ξέρω, κάτι!

-Τι σημαίνει κάτι;

-Οτιδήποτε.

-Άκου Χάρολντ, δεν ξέρω τι περιμένεις από εμένα και στην τελική δε με νοιάζει. Δεν υπάρχει κάτι ανάμεσα μας. Δε σε άφησα ποτέ να πιστέψεις κάτι τέτοιο και διόρθωσε με αν κάνω λάθος, οπότε δεν ξέρω για ποιο λόγο περιμένεις να απαντήσω στα μηνύματα και στις κλήσεις σου.

-Τα λες έξω από τα δόντια.

-Δεν υπάρχει κάποιος λόγος για να μην το κάνω. Και μην το παίζεις θιγμένος… ήσουν παντρεμένος…

-Δεν είμαι πια.

-Και τι σημαίνει αυτό, ότι πήρα προαγωγή στην κατάταξη των σχέσεων σου; Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για κάτι τέτοιο, οπότε μη με πιέζεις να το παίξω ερωτευμένη, αυτό που ήθελα το έπαιρνα από εσένα, ποτέ δε σου υποσχέθηκα ότι θα σου δώσω κάτι παραπάνω από αυτό που είχαμε. Οπότε τώρα τι συζητάμε;

-Υπάρχει άλλος;

-Μπορεί! Είπε αυθόρμητα εκείνη.

-Γι’ αυτό ζωγραφίζεις καρδιές;

-Πάλι τα ίδια θα λέμε;

-Άκου μικρό μου, δεν τελειώσαμε, δεν ξέρω τι είναι αυτός που νομίζεις ότι γουστάρεις και μισείς συγχρόνως όμως εγώ θα σε διεκδικήσω. Είπε κρατώντας την από το πιγούνι ενώ εκείνη τραβήχτηκε απότομα.

-Αν έχεις χρόνο για πέταμα. Η πόρτα του μαγαζιού ακούστηκε που άνοιγε. Και τώρα όπως όλα δείχνουν έχω δουλειά, μπορείς να πηγαίνεις!

-Στο επανιδείν. Είπε και τη χαιρέτησε με ένα νεύμα. 

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο

 

Is it still raining? I hadn't noticed (4 Γάμοι και 1 Κηδεία)

 

Μύριζε πάντα, έτσι το σεντόνι του; Το μαξιλάρι του; Δεν μπορούσε να θυμηθεί και δεν είχε σκοπό να ζορίσει τη μνήμη του παραπάνω. Το μόνο που ήθελε, ήταν να ρουφήξει και το τελευταίο μόριο αυτής της μυρωδιάς. Άπλωσε το χέρι του, για να φέρει την πηγή της ακόμα πιο κοντά, μα το μόνο που άγγιξε ήταν το κενό, μέχρι που τα δάχτυλα του έπεσαν άδεια, πάνω στο στρώμα.

Με τη μισή του μούρη χωμένη μέσα στο μαξιλάρι, άνοιξε το ελεύθερο μάτι του απορημένος. Όταν είδε πως ο μικρός χώρος, που άφηνε ακάλυπτο το δικό του σώμα στο κρεβάτι, δεν φιλοξενούσε κανέναν πια, ανασηκώθηκε στους αγκώνες του και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Αν εξαιρέσεις τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα, τίποτα δε μαρτυρούσε ότι το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε τηρήσει την καθημερινή του ρουτίνα και πως δεν είχε επιστρέψει μόνος στην εστία.

Ξανάπεσε στο κρεβάτι του και γύρισε ανάσκελα, διπλώνοντας τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά, που ξεκίνησε τη μέρα του τόσο ευδιάθετος, όμως ένα μικρό τσίμπημα απογοήτευσης, έπνιξε το χαμόγελο που ήταν έτοιμο να ανθίσει στο πρόσωπο του.

Έφυγε… και το ήξερες. Το ήξερες καλά, πως δε θα είναι εδώ το πρωί!

Μέσα του, είχε καταλάβει πως η Σεσίλια, δεν ήταν από τις γυναίκες που περιμένουν πρωινό στο κρεβάτι την επόμενη μέρα, ή ζητάνε αγκαλίτσες μετά το σεξ. Και στο κάτω κάτω, αυτό δεν ήταν το χτεσινό βράδυ; Σεξ και μάλιστα καλό. Άλλωστε κι εκείνος, μόλις είχε βγει από μια δύσκολη και μακροχρόνια σχέση. Η δέσμευση, ήταν το τελευταίο που του χρειαζόταν. Γιατί λοιπόν τον ενοχλούσε τόσο, που δεν ήταν το πρόσωπο της, το πρώτο πράγμα που αντίκρισε όταν ξύπνησε;

Και τότε, η ενοχική του συνείδηση, πέρασε στην αντεπίθεση. Μήπως έφταιγε εκείνος; Το ραντεβού τους δεν ξεκίνησε και πολύ καλά, ειδικά εκείνη η φοβερή του έμπνευση, να της αναλύσει την ιστορία των γεφυρών του Τάμεση, πρέπει να  βρισκόταν στο top5 των καλύτερων τρόπων, για να σκοτώσετε μια ρομαντική ατμόσφαιρα. Αλλά τότε, γιατί γύρισε μαζί του στην εστία. Είχε όλες τις ευκαιρίες του κόσμου να του αρνηθεί.

Μήπως κάτι δεν πήγε καλά σε όσα έγιναν μετά; Όχι, αυτό ήταν αδύνατον. Θα το είχε καταλάβει κι εκείνος. Μπορεί να σιχαινόταν τον εαυτό του που έμπαινε σε τέτοιες συγκρίσεις, με την Γκρέις όμως αν και τους έδεναν πολλά περισσότερα μετά από χρόνια σχέσης, δε μοιράστηκαν ποτέ τόσα σε μία νύχτα. Δεν είχαν ποτέ παρόμοιο πάθος και ο Γκράχαμ θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά, για το ότι όσα ένιωσε, δεν ήταν μόνο από τη μεριά του. Πράγμα που αναιρούσε την προηγούμενη πεποίθηση του, για το τι σήμαινε ουσιαστικά το χτεσινό βράδυ, ακόμα κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί.

Πήρε μια βαθιά ανάσα ακόμη και θυμήθηκε, τι είχε πει εκείνη για το δικό του άρωμα. Ότι της άρεσε και πως του ταίριαζε. Πως ήταν δυνατόν, να μη σήμαινε κάτι καλό αυτό; Αφήνοντας ένα ελαφρύ κατσούφιασμα να κερδίσει τη μάχη με την αρχική καλή του διάθεση, σηκώθηκε και μπήκε για ντους. Βγαίνοντας, το ίδιο άρωμα που είχε ποτίσει τα σεντόνια του, πλανιόταν στο χώρο. Εισέπνευσε αργά και άφησε τον αέρα να φύγει από το στόμα. Μπλεγμένες εικόνες αναδύθηκαν, άλλες θολές κι άλλες ολοκάθαρες σαν να είχαν μόλις συμβεί.

Μια μαύρη ορχιδέα, να σκαρφαλώνει στην λευκή της πλάτη, να ήταν άραγε αυτό το άρωμα που έψαχνε; Στίχοι άγνωστοι, να στολίζουν το γυμνό πλευρό της και μια λέξη που αναγνώρισε πίσω από το μικρό αυτί της. Γρανάδα.

Τίναξε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του, και με ένα πείσμα όμοιο με πεντάχρονου παιδιού, όρμησε στο παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα. Ο κρύος αέρας του επιτέθηκε και ταυτόχρονα, περικύκλωσε τη μυρωδιά που τον ξελόγιαζε. Σε λίγο, το δωμάτιο του ήταν γεμάτο από τον αέρα του πρωινού Λονδίνου και για να ενισχύσει την αίσθησης της επιστροφής στην καθημερινότητα, άναψε την καφετιέρα του, έχοντας βάλει διπλή δόση καφέ.

Η μέρα του, θα ήταν κενή μέχρι το απόγευμα, όπου έπρεπε να παρακολουθήσει μία διάλεξη ενός φιλοξενούμενου καθηγητή αρχαιολογίας από τη Γαλλία κι έτσι, αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν να κρατήσει τον εαυτό του απασχολημένο για να αποτραπούν επικίνδυνες κι αυθόρμητες κινήσεις.

Όσο βρισκόταν στο μπάνιο, κάτω από το κρύο νερό, ζύγιαζε τις επιλογές του καταλήγοντας, πως θα ήταν προτιμότερο να μη δοκιμάσει να καλέσει τη Σεσίλια. Μπορεί να μην του είχε αφήσει κάποιο σημείωμα, ωστόσο το μήνυμα της, ήταν κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο.

Αυτά του έλεγε το κομμάτι της λογικής του, που έκρυβε λίγο παραπάνω εγωισμό. Το άλλο κομμάτι της, εκείνο που παρασυρόταν καμιά φορά από το τι αισθανόταν, του έλεγε ότι εκείνη έφυγε, επειδή έπρεπε και πως θα τον καλούσε όταν μπορούσε, για να ξαναβρεθούν. Δεν ήταν λοιπόν ανάγκη να κάνει σαν σπαστικό.

Φορώντας μια ζεστή φόρμα και ένα φούτερ, κάθισε στην καρέκλα του γραφείου, ενώ ο καυτός καφές, άχνιζε δίπλα στο ανοιχτό του laptop. Έπλεξε τα δάχτυλα του, τεντώνοντας τα για να ξεπιαστούν και ανασκουμπώθηκε. Τόσο καιρό, η εργασία του είχε μείνει πίσω και τώρα είχε την ευκαιρία να επανορθώσει και να αποφύγει να κάνει καμία γκάφα με τη Σεσίλια. Με ένα σμπάρο, δύο τρυγόνια!

Άνοιξε δύο σελίδες στον περιηγητή του, το αρχείο της εργασίας και ξεκίνησε το διάβασμα. Ώρες αργότερα, ούτε που κατάλαβε πως είχε κυλήσει έτσι η μέρα, μέχρι την στιγμή που έπρεπε να αρχίζει να ετοιμάζεται. Τα δάχτυλα του, γλιστρούσαν στο πληκτρολόγιο αβίαστα, μεταφέροντας τις σκέψεις του στην οθόνη και όταν κοίταξε το ρολόι συνειδητοποιώντας πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα, ενθουσιάστηκε με την πρόοδο του. Αν είχε κι άλλες εξίσου παραγωγικές μέρες, η εργασία του θα τελείωνε πολύ πιο γρήγορα από όσο είχε υπολογίσει.

Σηκώθηκε και ντύθηκε λίγο πιο φροντισμένα για τη διάλεξη, μιας και θα ακολουθούσε μια μικρή συγκέντρωση, όπου πρακτικά ο κόσμος θα τριγύριζε σε ένα δωμάτιο με το φαγητό και το ποτό στο χέρι, συζητώντας τα πορίσματα της διάλεξης.

Το υφασμάτινο παντελόνι, το πουκάμισο και το νεανικό σακάκι ήταν απαραίτητα λοιπόν. Φόρεσε παλτό και πήρε την τσάντα του, με το απαραίτητο σημειωματάριο σε περίπτωση που χρειαζόταν να κρατήσει σημειώσεις και την ώρα που κοιταζόταν στον καθρέφτη δίπλα στην πόρτα, ισιώνοντας λίγο τα μαλλιά του, το μάτι του ταξίδεψε πίσω του κι έπεσε στο στρωμένο κρεβάτι του και συγκεκριμένα στο κεφαλάρι. Στο άδειο τώρα πια κεφαλάρι, αφού το κασκόλ του, είχε κάνει φτερά!!

 

Τις δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν, μέχρι εκείνο το βροχερό απόγευμα, ο Γκράχαμ, δεν είχε κάνει καμία κίνηση να βρει τη Σεσίλια. Εντάξει, είχε πάρει κάτι δικό του κι αυτό, μπορεί να σήμαινε δύο πράγματα. Μα δε διακινδύνευε να επιλέξει ποιο από τα δύο, από φόβο μήπως παρερμηνεύσει τα σημάδια.

Η μία εκδοχή, ήταν ότι η Σεσίλια τον προκαλούσε. Ότι παίρνοντας το κασκόλ του, ουσιαστικά του δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος, για να την αναζητήσει ξανά. Αλλά πάλι, αν το γεγονός ότι πέρασαν τη νύχτα μαζί, δεν ήταν λόγος για να ξαναβρεθούν, θα ήταν ένα κασκόλ; Απορία που τον οδηγούσε στην δεύτερη εκδοχή, ότι η κοπέλα πήρε το κασκόλ, επειδή απλά το χρειαζόταν.

Προσπαθούσε και πάλι, να μαντέψει τι θα του έλεγαν οι φίλοι του, καθώς για μία ακόμη φορά δεν τους αποκάλυψε τα όσα είχαν συμβεί. Πίστευε ότι δε θα τον καταλάβαιναν. Ο Κάλουμ, θα γελούσε και θα τον αποκαλούσε τουλάχιστον ηλίθιο, που τόσο καιρό δεν είχε κάνει κίνηση. Ο Σμιτ, θα τον κοιτούσε σκεφτικός, ζυγίζοντας την κατάσταση και ο Τζέιμς, λογικά θα ανασήκωνε απλά τους ώμους, αφού από τη μια οι συμβουλές δεν ήταν το στοιχείο του και από την άλλη, η φιλία του με τον Τσάρλι, θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Κουρασμένος από το να κάνει υποθέσεις για λογαριασμό των άλλων, κράτησε το στόμα του κλειστό κι άφησε τα πράγματα στην τύχη τους.

Δεν του έμενε κάτι άλλο, από το να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Ο καθηγητής Άτκινσον για πρώτη φορά στα χρονικά, τον συνεχάρη για την απόδοση του, αν και ο Γκράχαμ πίστευε, ότι μια αύξηση θα ήταν προτιμότερη. Οι στοίβες των γραπτών που διόρθωνε, πήγαιναν κι ερχόντουσαν και μάλιστα ο καθηγητής τελευταία, του είχε αναθέσει να οργανώσει μία σειρά μαθημάτων για ένα ολόκληρο έτος, με θέμα τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Μάλιστα άφησε να εννοηθεί, ότι αν τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα, θα του έδινε ξανά αυτή την «ευκαιρία». Με το ζόρι κρατήθηκε να μην του πει, τι να έκανε με την ευκαιρία αυτή.

Σαν επιστέγασμα όλης αυτής της δουλειάς, είχε να προχωρά και τη δική του εργασία, αφού βρισκόταν σε πολύ καλό δρόμο, για να την αφήσει να πάρει ξανά την κάτω βόλτα.

Τις ώρες που δε δούλευε, ή δεν παρακολουθούσε τα μαθήματα του, που φυσικά συνέχιζαν κανονικά σύμφωνα με το πρόγραμμα, έβγαινε με τους φίλους του δείχνοντας μια πρωτοφανή ενέργεια που ο Κάλουμ, δε δίστασε να σχολιάσει.

«Έλα πες την αλήθεια! Κάτι έχεις πάρει!». Ο Γκράχαμ σαν απάντηση, είχε γελάσει και θεώρησε πως η φάπα που έριξε ο Σμιτ στον Κάλουμ, ήταν αρκετή τιμωρία.

Αυτό που συνέβαινε αλήθεια, ήταν πως είχε βρεθεί στην ίδια θέση, όπως τότε, μετά το βράδυ στο Element, που είχε δει τη Σεσίλια με τον Τσάρλι. Έμοιαζε να είναι σε ένα σταυροδρόμι, όπου όλες οι πλευρές, πήγαιναν προς το άγνωστο.

Η νέα του μανία να είναι μονίμως σε κίνηση, του έφερε κι ένα καλό, αφού μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεση του στην Άιλα. Μία μέρα που δεν είχε μαθήματα και είχε ήδη δουλέψει πόσες ώρες από το πρωί, οι φίλοι του τον κρέμασαν τελευταία στιγμή πριν το μεσημεριανό αντί να βουλιάξει στη μοναξιά του, τηλεφώνησε στη μητέρα του και της είπε πως θα πήγαινε να πάρει εκείνος τη μικρή από το σχολείο.

Η Άιλα ενθουσιάστηκε που τον είδε να την περιμένει και έτρεξε κοντά του, μοιάζοντας με ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, όχι μόνο λόγω της καλής της διάθεσης, αλλά και λόγω του κραυγαλέου συνδυασμού ρούχων, που είχε επιλέξει.

Πήγαν για φαγητό και στη συνέχεια την πήγε στο μουσείο, όπως ακριβώς της είχε τάξει. Πίστευε ότι δε θα κατάφερναν να το γυρίσουν όλο. Κάτι η τάση της αδερφής του να χάνει τη συγκέντρωση της, κάτι το ότι ήταν τόσο μικροκαμωμένη, ήταν βέβαιος πως ή θα κουραζόταν, ή θα βαριόταν πολύ σύντομα.

Παρόλα αυτά, γύρισαν ένα μεγάλο κομμάτι του κι αναγκάστηκαν να φύγουν, μόνο και μόνο επειδή το μουσείο έκλεινε το απόγευμα. Σε όλη τη διάρκεια της ξενάγησης τους, η μικρή τον άκουγε προσεκτικά και ο Γκράχαμ, εντυπωσιάστηκε από τις ερωτήσεις που του έκανε. Εκείνος, προσπαθούσε να απλουστεύσει όσα της εξηγούσε, μα οι απορίες της, του αποδείκνυαν ότι καταλάβαινε πολλά περισσότερα από όσα της ανέφερε. Του φάνηκε αρκετά παράξενο, δεδομένου ότι στην ηλικία της, η Λόρνα, ασχολιόταν μονάχα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που έφερνε σε εκείνον, ο πατέρας τους.

Η βόλτα τους όμως δεν τελείωσε εκεί. Με ένα τηλεφώνημα και μπόλικη καλή τύχη, η Λόρνα ήταν ελεύθερη και έτσι τους συνάντησε για παγωτό και ύστερα, γύρισαν όλοι μαζί στο πατρικό τους, για ένα οικογενειακό δείπνο. Οικογενειακό, σε γενικές γραμμές βέβαια, καθώς ο Γουάλι, ισχυρίστηκε πως ήταν πολύ απασχολημένος στην εταιρεία και πως θα αργούσε να επιστρέψει. Τα δύο αδέρφια, έφυγαν προτού γυρίσει εκείνος, όμως του Γκράχαμ, δεν του ξέφυγε η έκφραση της Λόρνα, όταν άκουσε τη μητέρα τους να δικαιολογεί την απουσία του πατέρα τους. Έμοιαζε να ξέρει κάτι, που δεν έλεγε. Ο ίδιος πάλι, ελάχιστα ενοχλήθηκε.

Εκείνο το απόγευμα, έβρεχε καταρρακτωδώς και θα ήταν απόλυτα συνηθισμένο, αν δεν είχε αποφασίσει, πως έπρεπε να ασχοληθεί με το πλύσιμο των ρούχων του. Ένα από τα μειονεκτήματα της ανεξαρτησίας του, ήταν ότι έπρεπε να ασχολείται και με το καθάρισμα και γενικά, με ότι κάνει τoν άνθρωπο του 21ου αιώνα, να ξεχωρίζει από τους ανθρώπους  των σπηλαίων.

Φυσικά, με τα χρόνια είχε συνηθίσει και το ότι ήταν τακτικός και προσεκτικός από παιδί, ήταν μεγάλος σύμμαχος. Μια ματιά στον κοιτώνα του Κάλουμ ή του Τζέιμς, αρκούσε για να πειστεί κανείς, πως εκείνος ζούσε σε ένα αστραφτερό παλάτι.

Τώρα ευτυχώς, είχε τελειώσει με τα περισσότερα. Το δωμάτιο του, ήταν πεντακάθαρο και συγυρισμένο. Με την ευκαιρία αυτή, είχε βάλει σε τάξη και τις σημειώσεις του. Το μόνο που έμενε, ήταν η μπουγάδα.

Πήγε στο μπάνιο και στο καλάθι με τα άπλυτα κι άρχισε να μεταφέρει τα ρούχα που ήταν για πλύσιμο, σε μία λεκάνη. Αν ήταν τυχερός, δε θα είχε κόσμο στα πλυντήρια του πανεπιστημίου, αλλιώς θα έπρεπε να πάει  σε κάποιο κοντινό καθαριστήριο, όπου όλο και κάποιο πλυντήριο θα ήταν διαθέσιμο.

Σκάλιζε και ξεχώριζε τα ρούχα, ώσπου έφτασε στον πάτο του καλαθιού. Κι εκεί, τυλιγμένο σαν κουβάρι, βρισκόταν το ανθρακί πουλόβερ του. Εκείνο που του είχε πάρει η Γκρέις. Εκείνο που ήταν λερωμένο με καφέ. Εκείνο που φορούσε όταν γνώρισε τη Σεσίλια.

«Για δες…», μονολόγησε.

Άφησε τη λεκάνη κάτω και πήρε στα χέρια του το πουλόβερ. Το ξεδίπλωσε και το κράτησε από τους ώμους, μπροστά του. Το μπροστινό του μέρος, ήταν όλο στολισμένο με έναν τεράστιο λεκέ  από καφέ.

Όσο η Γκρέις ήταν στη ζωή του, φορούσε συχνά αυτό το ρούχο, αν και δεν του άρεσε καθόλου. Για να την ευχαριστεί, για να δείχνει ότι τη σκέφτεται, για να μην ακούει τη γκρίνια της και στο τέλος πια, από συνήθεια. Όμως από τη μέρα  που η Σεσίλια έπεσε πάνω του, το είχε πετάξει στα άπλυτα και δεν το είχε αναζητήσει ξανά, ούτε καν για να το πλύνει. Ήταν λες και με την μετωπική τους σύγκρουση, η Σεσίλια κατάφερε να βγάλει την Γκρέις από το τοπίο, ακόμα και μέσα από αυτό το πουλόβερ.

Η Γκρέις δεν υπήρχε πια γι’ αυτόν. Είχε σταματήσει να τον ενοχλεί με μηνύματα και κλήσεις στο κινητό του. Είχε φροντίσει εκείνος γι’ αυτό. Αγανακτισμένος από την επιμονή της, της έστειλε κι εκείνος ένα γραπτό μήνυμα, που πιο συνοπτικό και περιεκτικό, δε θα μπορούσε να είναι.

Μη με ξαναενοχλήσεις…

Ήξερε πως δεν ήταν και τόσο σωστό. Πως έπρεπε να τη δει από κοντά και να της εξηγήσει ότι είχαν τελειώσει οριστικά, αλλά δεν είχε κουράγιο για τις γκρίνιες της και τον επιθετικό της τόνο κι όλα αυτά, που τους είχαν οδηγήσει ως εδώ. Ήταν όμως, το μόνο που μπορούσε να κάνει για εκείνη.

Όσο για τη Σεσίλια… Ούτε εκείνη υπήρχε στη ζωή του. Σωματικά τουλάχιστον, γιατί ψυχικά είχε γίνει η σκιά του. Μια σκιά που τον ακολουθούσε στο πανεπιστήμιο, στη βιβλιοθήκη, στα μπαρ με τους φίλους του, στο σπίτι των γονιών του, το βράδυ στην πισίνα και πίσω πάλι στο δωμάτιο του.

Όσο και να προσπαθούσε να μην τη σκέφτεται, εκείνη επέστρεφε, έστω και για μια στιγμή, που ήταν αρκετή να τον αποσυντονίσει για το υπόλοιπο της μέρας του. Όσο και να της είχε θυμώσει, έβρισκε πάντα τον τρόπο, να του τα ανατρέπει όλα. Αν είχε φτάσει στο σημείο να του τη θυμίζει και η μπουγάδα του, τότε έπρεπε να δράσει. Ακόμα κι αν ήταν η τελευταία φορά, ακόμα κι αν τον έδιωχνε γελώντας, ακόμα κι αν όλα ήταν στη φαντασία του.

Σκέφτηκε να πετάξει το πουλόβερ στα σκουπίδια, τελικά το άφησε πάνω στο κρεβάτι, φόρεσε τα μποτάκια του και ένα πρόχειρο τζάκετ και βγήκε έξω στη βροχή.

 

Στεκόταν στο πεζοδρόμιο, έξω από το στούντιο κοιτάζοντας μέσα, μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο. Τα μαλλιά του έπεφταν σε τσουλούφια μπροστά στα μάτια του, όσο και να τα έδιωχνε και τουρτούριζε από το κρύο. Είχε φανεί εξαιρετικά έξυπνος, φεύγοντας άρον άρον, με ότι φορούσε ήδη και χωρίς ομπρέλα. Το τζάκετ του, ήταν λες και συγκρατούσε όλο το νερό που έπεφτε πάνω του και από όσο ήξερε, τα κοντομάνικα μπλουζάκια ή τα τζιν, δεν είναι γνωστά για τις ιδιότητες τους απέναντι στο κρύο και την υγρασία.

Μέσα στο στούντιο, δεν είχε πολύ κόσμο. Στην υποδοχή, βρισκόταν ο Τζιμ, αν θυμόταν σωστά το όνομα του, ενώ στον προθάλαμο, ήταν τρία ακόμα άτομα. Ο Γκράχαμ, είχε μάτια μόνο για τη μικρή, κλειστή πόρτα στο βάθος. Μια πόρτα που την είχε διαβεί πάμπολλες φορές το τελευταίο διάστημα και που έπρεπε να βρει το κουράγιο να περάσει άλλη μία.

Είχε φτάσει ως εδώ, έτσι; Είχε κάνει τόσο δρόμο μέσα στη βροχή και τώρα που του έμεναν μόλις λίγα μέτρα, δίσταζε. Δεν είχε ιδέα τι να της πει. Δεν είχε ιδέα πώς να της πει, ότι κι αν ήταν αυτό που είχε να της πει.

Ξάφνου, η μικρή πόρτα στο βάθος άνοιξε και βγήκε ένας νεαρός, που δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρονών. Χαμογελούσε και πλησίασε έναν άλλο νεαρό, που κοιτούσε τα σχέδια στους τοίχους. Τον χτύπησε στην πλάτη και εκείνος γύρισε.

Ο Γκράχαμ χάζευε σαν υπνωτισμένος τα δύο παιδιά που συζητούσαν, μέχρι που ένα από τα άλλα δύο άτομα, μία κοπέλα με κοντό, μπλε μαλλί, κινήθηκε προς την υποδοχή για να μιλήσει στον Τζιμ.

Ή τώρα ή ποτέ…

Κοίταξε τα χέρια του, που έτρεμαν από το κρύο και τη νευρικότητα. Ύστερα, σήκωσε το βλέμμα του στο ασαφές είδωλο του, στο βρεγμένο τζάμι. Έμοιαζε με πνιγμένο!

Χριστέ μου! Είμαι σαν την Andie Mac Dowell σε εκείνη την ταινία…

Ξεφύσησε και την επόμενη στιγμή, έμπαινε στο στούντιο προχωρώντας ολοταχώς, προς τη μικρή πόρτα. Η κοπέλα με το μπλε μαλλί, που προφανώς περίμενε τη σειρά της για να περάσει, πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως ο Γκράχαμ, την πρόλαβε σηκώνοντας το χέρι και δείχνοντας της το δείκτη του.

«Θα πάρει μόνο ένα λεπτό, στο υπόσχομαι!». Πίσω της ο Τζιμ, κούνησε το κεφάλι του στην χαρακτηριστική κίνηση του «Τελείωνε».

Ο Γκράχαμ κατένευσε και μπήκε στο δωμάτιο που εργαζόταν η Σεσίλια. Ήταν εκεί. Ήταν εκεί και τον κοιτούσε σαν στήλη άλατος. Φορούσε ένα μακρύ πουλόβερ του οποίου τα μανίκια είχε μαζέψει ψηλά, κολάν και αρβυλάκια με τα κορδόνια χαλαρά δεμένα. Η πράσινη πινελιά στο πλάι του δωματίου, του δήλωνε πως το σμαραγδένιο της παλτό, κρεμόταν στην κρεμάστρα.

«Εεε, γεια!», της είπε.

Η έκπληξη δεν είχε φύγει από το πρόσωπο της, όταν βρήκε τελικά τη μιλιά της. «Γεια. Το ξέρεις ότι είσαι μούσκεμα;»

«Ναι ξέρω, δείχνω σαν να ήρθα κολυμπώντας, δεν φαντάζεσαι τι χαμός γίνεται  έξω». Βλάκα, δεν ήρθες να της πεις για τον καιρό. Η Σεσίλια, συνέχισε να τον κοιτάζει και η μόνη της κίνηση, ήταν να στερεώσει μια τούφα των μαλλιών της, πίσω από το αυτί της. Το αυτί που έκρυβε το τατουάζ της.

«Κοίτα, ήρθα γιατί… γιατί…, Να πάρει», βλαστήμησε και οι ώμοι του, έπεσαν με παραίτηση.

«Αν ήρθες για το τατουάζ, πρέπει να περιμένεις, νομίζω πριν από σένα είναι η Εβίτα», του είπε σαν να ήθελε να τον ξεκολλήσει.

«Η Εβίτα;»

«Ναι, μια κοπέλα έξω, με μπλε μαλλί. Δεν νομίζω να έφυγε…», είπε κάνοντας μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι, σαν να μπορούσε να δει έξω.

«Τι; Όχι… όχι. Δεν ήρθα γι αυτό». Αν και θα ήταν η τέλεια δικαιολογία για να τη δεις, ηλίθιε. Πως γίνεται να ξέχασες το τατουάζ;

Δίστασε μερικά δευτερόλεπτα ακόμα, όμως του φάνηκαν ατελείωτα. Βλέποντας το απορημένο βλέμμα της Σεσίλια και το ότι όπου να ναι η Εβίτα, θα μπούκαρε μέσα εξαγριωμένη, αφού της πήρε τη σειρά, ήταν μεγάλη ανάγκη να ξεστομίσει κάτι. Οτιδήποτε.

«Πήρες το κασκόλ μου», ξεφούρνισε τελικά.

Η κοπέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να είχε δεχτεί, ένα απαλό, ξαφνικό χαστούκι, ωστόσο κατάφερε να χαμογελάσει. «Α ναι, έπρεπε όμως να μου τηλεφωνήσεις  ότι θα περάσεις να το πάρεις. Δεν το έχω μαζί μου σήμ…»

«Δεν με νοιάζει για το κασκόλ», την έκοψε.

«Μα, μόλις μου είπες ότι ήρθες γι’ αυτό»

«Ναι! Όχι επειδή το θέλω πίσω. Θέλω να μάθω γιατί το πήρες»

Η ερώτηση την αιφνιδίασε και φάνηκε. Αλλά για πολύ λίγο. Το ανέμελο ύφος της, επανήλθε αμέσως. «Μήπως επειδή έκανε κρύο, εκείνο το πρωινό;», του είπε ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Γι’ αυτό μόνο;»

«Για τι άλλο;»

«Ωραία, εντάξει! Άλλη ερώτηση! Γιατί έφυγες;», ρώτησε με μία ένταση, που δήλωνε ότι ήθελε επιτέλους μία πραγματική απάντηση, όμως ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, τους έκανε να τιναχτούν. Η Σεσίλια, μόλις πήρε τα μάτια της από εκεί, τον κοίταξε θαρρετά.

«Και τι έπρεπε να κάνω; Δε συνηθίζω να παίρνω πρωινό με παρέα κι άλλωστε, είχα μια πρωινή υποχρέωση που δεν αναβαλλόταν», απάντησε με τη γνωστή της επιθετικότητα, που προφανώς είχε αφυπνιστεί πια. Του γύρισε την πλάτη και πήγε προς τα εργαλεία της.

Η στάση της, του έδωσε νέο κουράγιο, κάνοντας τον να ξεπεράσει το γεγονός ότι είχε σχηματιστεί μία λιμνούλα τριγύρω του από τα νερά που έσταζαν κι ότι τα παπούτσια του, έτριζαν κάθε φορά που μετατόπιζε το βάρος του, από το ένα πόδι στο άλλο.

«Οκ, το καταλαβαίνω αυτό. Γιατί όμως εξαφανίστηκες τις επόμενες, δύο βδομάδες;», είχε υψώσει τον τόνο της φωνής του, για να ακούγεται πάνω από το θόρυβο που έκανε η Σεσίλια ανακατεύοντας τον εξοπλισμό της. «Δε θα σου ζητήσω το λόγο που δεν μπήκες στον κόπο, να αφήσεις ένα σημείωμα έστω. Αλλά αν εκείνο το βράδυ ήταν απλώς ένα βράδυ, θέλω να το ξέρω. Αυτό, μπορείς να μου το πεις;»

Την άκουσε να ξεφυσά και την είδε να γυρνάει προς το μέρος του ξανά, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της, σαν να βρισκόταν σε άμυνα. Δεν ήταν πια επιθετική η έκφραση της. Έμοιαζε περισσότερο με το κορίτσι, που έφαγαν μαζί στο γαλλικό μπιστρό. Πήγε να ανοίξει το στόμα της, όμως άλλο ένα δυνατό χτύπημα της πόρτας και οι τσιρίδες της Εβίτα «Τελειώνετε εκεί μέσα», τη σταμάτησαν.

Ο Γκράχαμ, έκλεισε τα μάτια παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και όταν τα άνοιξε, μίλησε εκείνος ξανά. «Στο είπα κι εκείνο το βράδυ. Αν θες τα ξεχνάμε όλα. Τα αφήνουμε όλα πίσω και συνεχίζουμε τις ζωές μας, όπως πριν καν γνωριστούμε. Αν όχι, μπορούμε να δοκιμάσουμε πάλι. Υπόσχομαι όχι άλλες γέφυρες. Αλλά θα πρέπει να διαλέξεις εσύ, αυτή τη φορά. Θα σου άφηνα χρόνο μέχρι να σχολάσεις, αλλά έξω βρέχει καταρρακτωδώς και δεν ξέρω αν έχεις δοκιμάσει το καφέ απέναντι, μα είναι πραγματικά απαίσιο».

«Είναι», συμφώνησε εκείνη με μια φωνή, που μόλις ακούστηκε.

Ο Γκράχαμ της χαμογέλασε και μάζεψε τα μαλλιά από το μέτωπο του. Τα χτυπήματα στην πόρτα, ήταν τώρα συνεχόμενα και στη φωνή της κοπέλας με τα μπλε μαλλιά, είχε προστεθεί κι αυτή του Τζιμ, που μάταια προσπαθούσε να την ηρεμίσει. Ο Γκράχαμ, τους αγνόησε.

 «Οπότε… Τι λες;»

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΠΕΜΠΤΟ 

–El Poema-

 

Η Σεσίλια μόλις έφτασε στο διαμέρισμα της πήγε απευθείας στο δωμάτιο και έπεσε ξερή στο κρεβάτι, μένοντας με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάει το ταβάνι. Αν και στην πραγματικότητα δεν έβλεπε τίποτα, αφού στο διαμέρισμα επικρατούσε το σκοτάδι και δεν έκανε κανένα κόπο να ανάψει το φώς.

Τι ήταν πάλι αυτό, πήγε να τη βρει στο χώρο της δουλειάς της, και ούτε λίγο ούτε πολύ, αν είχε καταλάβει καλά τουλάχιστον, της ζητούσε το λόγο που τον παράτησε μόνο του ενώ κοιμόταν. Και τι σήμαινε η ερώτηση που της έκανε πριν μπουκάρει η Εβίτα εξαγριωμένη στο εργαστήρι της για να διεκδικήσει τη σειρά προτεραιότητας. Πως το είχε θέσει;

«Οπότε… Τι λες;»

Τι έλεγε για ποιο πράγμα; Είχε καταλάβει καλά ή βαυκαλιζόταν με το να πιστεύει αυτό που ήθελε. Έφερε τη σκηνή στο μυαλό της ξανά, εκείνος να της χαμογελάει, ενώ έκανε στην άκρη τα βρεγμένα μαλλιά του από το μέτωπο, τα εξαγριωμένα χτυπήματα στην πόρτα από την Εβίτα, και ύστερα η ερώτηση, στην οποία εκείνη δεν πρόλαβε να απαντήσει αφού το κορίτσι με το μαλλί από τη γαλλική ταινία «Η ζωή της Αντέλ» είχε μπουκάρει μέσα και χωρίς πολλούς προλόγους, κοιτάζοντάς τους πήγε και πήρε θέση για να της κάνει το τατουάζ, κοιτώντας προκλητικά τον Γκράχαμ και λέγοντας του «Το ένα σου λεπτό πέρασε προ πολλού». Υπό άλλες συνθήκες θα γούσταρε πολύ τη συμπεριφορά της, όμως εκείνη την ώρα της προκάλεσε αμηχανία. Ο Γκράχαμ από την πλευρά του, έριξε μια αδιάφορη ματιά στην Εβίτα και στρέφοντας πάλι ολόκληρη την προσοχή του στην ίδια συνέχισε.

«Το ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, όμως πες μου απλά ένα ναι…» και ύστερα πιο χαμηλόφωνα, σαν να έχανε το κουράγιο του συνέχισε τη φράση του «ή ένα όχι».

«Όπως είπες κι εσύ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, θα τα πούμε μετά, πήγαινε στο σπίτι σου, είσαι μούσκεμα, θα κρυώσεις.»

«Κατάλαβα», τον άκουσε να μουρμουρίζει, «τουλάχιστον νοιάζεσαι για την υγεία μου, κάτι είναι κι αυτό!» είπε και χωρίς να συνεχίσει τη φράση του της γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Και τώρα τι θα γινόταν, μόλις είχε κλωτσήσει μια ευκαιρία, σιγά μην πήγαινε να την βρει ξανά. Είχε ανεχτεί για πολύ καιρό τα καπρίτσια της, καυγάδες, λάθος τατουάζ, και ένα σωρό άλλα που τα ξέχναγε ή που προτιμούσε να τα ξεχνάει. «Πάντως γίνεται πολύ γοητευτικός όταν θυμώνει», σκέφτηκε και αναστέναξε. Ανασηκώθηκε δημιουργώντας με το σώμα της γέφυρα, ώστε να τραβήξει από την πίσω τσέπη του παντελονιού το κινητό της για να δει την ώρα.

2:30 π.μ. 

Δύο εβδομάδες θεωρούσε ότι το κολεγιόπαιδο απλά είχε πάρει αυτό που ήθελε και προσπαθούσε να τον σπρώξει στο πίσω μέρος του μυαλού της. Και τώρα που είχε κάνει επανεμφάνιση, πως θα έπρεπε να αντιδράσει; Του είχε πει ότι θα μιλούσαν μετά, οπότε ήταν δική της η κίνηση, όμως η ώρα ήταν 2 και… πάτησε το πλαϊνό κουμπί του κινητού της, …και 35, ήταν αργά, τι έπρεπε να κάνει, να τον πάρει τηλέφωνο; Καλύτερα θα ήταν να τον συναντήσει από κοντά, να της εξηγήσει τι εννοούσε με εκείνο το  «Οπότε… Τι λες;», ήταν όμως αργά, αν κοιμόταν. «Κι αν περιμένει;» αναρωτήθηκε… θα ήταν καλύτερο να τον ξυπνούσε αν κοιμόταν, τουλάχιστον εκείνος θα το είχε προκαλέσει. Ενώ αν περίμενε… είναι τόσο βασανιστικό να περιμένεις να έρθει κάτι που δεν έρχεται…

Βέβαια δεν αγωνιούσε τόσο για την αναμονή του Γκράχαμ, όσο για τη δική της που ήταν πλέον αβάστακτη, ειδικά μετά την αποψινή του εμφάνιση στη δουλειά της. Δυο βδομάδες που είχε αποχωρίσει από τον κοιτώνα του στην εστία, τον ονειρευόταν κάθε βράδυ. Αναρωτήθηκε που είχε το κασκόλ του, μόλις το πρωί της είχε φανεί ότι το είχε δει κρεμασμένο στην καρέκλα που βρισκόταν στο πλάι του κρεβατιού.

«Αν είναι κρεμασμένο στην καρέκλα θα πάω να τον συναντήσω, ότι ώρα και να είναι, αν δεν είναι εκεί θα κάτσω στα αυγά μου» είπε και τεντώθηκε για να νιώσει στα δάχτυλα της το ύφασμα του.

«Yes» μουρμούρισε και πετάχτηκε όρθια. Πέρασε το κασκόλ στο λαιμό, έβαλε το παλτό της και ξεκίνησε για την πόρτα του διαμερίσματος, όταν θυμήθηκε ότι της έλειπε κάτι. Επέστρεψε στο δωμάτιο, πήρε το κόκκινο κραγιόν, που είχε διασωθεί εξαιτίας της αμέλειας του Τζίμη να πετάξει τα σκουπίδια, έβαλε και λίγο άρωμα πίσω από το κάθε αυτί και κατέβηκε τη σκάλα.

Κοίταξε για τρίτη φορά, την ώρα στο κινητό της, τρεις και πέντε, το μετρό ήταν κλειστό. Να πάρει ταξί ή ήταν προτιμότερο να πάει με το ποδήλατο της, ώστε να τη φυσήξει ο κρύος αέρας, η βροχή είχε σταματήσει από ώρα. Αν όμως πήγαινε με το ποδήλατο, εκτός του ότι κινδύνευε να κρυώσει, μπορεί να έβλεπε το όχημα της ο Τσάρλι και να το αναγνώριζε, μιας και ήταν εκείνος που της το είχε επιδιορθώσει μετά τη σύγκρουση της με το Γκράχαμ. Δεν χρειαζόταν τέτοιους μπελάδες, ούτε κουτσομπο­λιά, άσε που ήταν πολλά τα χιλιόμετρα, αν χρειαζόταν να επιστρέψει πίσω την ίδια νύχτα. Βλέπεις είναι στριφνοί κάποιοι οδηγοί ταξί και κάνουν μούτρα όταν πρέπει να βάλουν στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου τους κάτι που έχει όγκο.

Ô

 

Στεκόταν έξω από την πόρτα του δωματίου του και όμως δεν έπαιρνε απόφαση να  χτυπήσει. Κάθε φορά που σήκωνε το χέρι της, το κατέβαζε κάτω, έκανε σύσκεψη με τον εαυτό της αν έπρεπε τελικά να χτυπήσει μιας και είχε φτάσει ως το κατώφλι του ή να σηκωθεί να φύγει. Δεύτερη ερώτηση που έθετε στον εαυτό της ήταν τι θα έπρεπε να του πει αν ήταν στο δωμάτιο και της άνοιγε. Τον άκουσε από μέσα να φτερνίζεται. Ακούμπησε το κεφάλι της στην πόρτα και χαμογέλασε. Ολόκληρο κρύωμα είχε αρπάξει για χάρη της και εκείνη δεν έκανε το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Τελικά αφού ‘‘αυτομαστιγώθηκε’’ για έλλειψη θάρρους και κατέληξε ότι δεν αναγνώριζε τον εαυτό της, μιας και μέχρι τότε τουλάχιστον, ήταν τόσο αποφασιστική, χτύπησε την πόρτα. Την αμέσως επόμενη στιγμή ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια, όμως αν ο Γκράχαμ άνοιγε και την έβλεπε να τρέχει σαν κυνηγημένη, θα την πέρναγε τουλάχιστον για χαζή. «Κουράγιο, μπορεί να κοιμάται και να μην ανοίξει τελικά, οπότε θα φύγεις σαν κυρία»!

Όμως παρά την επιθυμία της η πόρτα να μείνει κλειστή, εκείνη άνοιξε και ξαφνικά ο Γκράχαμ βρέθηκε να στέκεται απέναντι της. Ο τρόπος που την κοίταξε, πρόδωσε ότι δεν την περίμενε.

«Σου έφερα το κασκόλ σου, συγνώμη για την ώρα».

«Πέρνα μέσα», της είπε και έκανε στην άκρη. «Πήρες τηλέφωνο;» τη ρώτησε ενώ κοίταξε τη συσκευή του. Δεν ξεκινούσαν καθόλου καλά. Περισσότερο έμοιαζε να είναι δυσάρεστη η έκπληξη της παρουσίας της εκεί, παρά κάτι που ο ίδιος θα επιθυμούσε.

«Όχι, δε σε πήρα τηλέφωνο. Λυπάμαι» είπε και η φωνή της ακούστηκε σκληρή και ενοχλημένη. «Απλά επέστρεψα στο σπίτι από τη δουλειά, είδα το κασκόλ σου και σκέφτηκα ότι το ήθελες, και είπα να στο φέρω. Και ναι είμαι των αυθόρμητων αποφάσεων και στο έφερα στις τέσσερις τα ξημερώματα».

«Εντάξει», είπε και σήκωσε τα χέρια του αμυντικά «Δεν χρειάζεται να φωνάζεις. Όσο για το κασκόλ, στο ξαναείπα, δε με νοιάζει που το πήρες.»   

«Τότε;» τον ρώτησε μουτρωμένη.

«Απλά μου έκανε εντύπωση που το πήρες!»

«Έκανε κρύο!» είπε και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της.

«Μου το ξαναείπες αυτό! Όμως εγώ δεν ήρθα να ζητήσω το κασκόλ, άλλο πράγμα ήρθα να ζητήσω…»

«Τι;» τον ρώτησε συνοφρυωμένη.

«Γιατί με βάζεις να το επαναλαμβάνω;» είπε ενοχλημένος. «Νόμιζα ότι ήμουν σαφής στο εργαστήρι»!

«Ήμασταν στη δουλειά κι απ’ έξω χτυπούσε εξαγριωμένα την πόρτα η Εβίτα τραβώντας μου την προσοχή, οπότε το μόνο που άκουσα ήταν κάτι για γέφυρες».

Ο Γκράχαμ αναστέναξε και έκανε ένα μορφασμό.

«Στην πραγματικότητα είπα ‘‘όχι άλλες γέφυρες’’ και …»

Όση ώρα εκείνος μιλούσε ή προσπαθούσε να το κάνει, η Σεσίλια χάζευε τα χείλη του, οπότε αποφάσισε να μην αντισταθεί άλλο στην επιθυμία της και όρμησε κατά πάνω του, κλείνοντας του το στόμα με ένα φιλί. Ο Γκράχαμ αφέθηκε στην επίθεση της, όμως όταν τον έσπρωξε να πέσει στο κρεβάτι εκείνος αντιστάθηκε.

«Λυπάμαι» της είπε, ενώ εκείνη έψαχνε να ενώσει ξανά τα χείλη της με τα δικά του. Τα μάτια της άνοιξαν αυτόματα και τον κοίταξε απορημένη και κάπως εκνευρισμένη.

«Τι σημαίνει αυτό πάλι;» είπε ενώ τραβήχτηκε προς τα πίσω.

«Ότι σου έκανα μια ερώτηση και ότι μέχρι να μου δώσεις μια απάντηση, δεν έχω σκοπό να σε αφήσω να με παρασύρεις και να με εκμεταλλευτείς!»

«Τώρα νομίζω ότι μου κάνεις πλάκα!» εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά ενώ φτερνίστηκε.

«Όχι, δε σου κάνω…»

«Δηλαδή μου λες ότι για να σε “εκμεταλλευτώ” πρέπει να σου δώσω την απάντηση που περιμένεις ή σου κάνει οποιαδήποτε απάντηση!» είπε και τον μέτρησε με το βλέμμα.

«Φυσικά και πρέπει να δώσεις την απάντηση που επιθυμώ».

«Και να σου πω ψέματα, απλά και μόνο για να “εκμεταλλευτώ” τα θέλγητρα σου» τον ρώτησε ειρωνικά.

«Δεν ξέρω, ελπίζω απλά να είσαι έντιμη»

«Ποιος θα το έλεγε ότι θα άλλαζαν έτσι οι ρόλοι… »

«Οπότε… Τι λες;»

«Άσε με να το σκεφτώ…» είπε και κάθισε στο κρεβάτι ξεκουμπώνοντας το παλτό της, ύστερα έβγαλε το κασκόλ, το οποίο εκείνος της πήρε από το χέρι.

«Για λόγους ασφαλείας, δε θέλω να ξαναβρεθώ δεμένος» η Σεσίλια κοίταξε δίπλα για να προσέξει ότι το κερί έλειπε από το κομοδίνο, ενώ ο Γκράχαμ που ακολούθησε το βλέμμα της και διάβασε τη σκέψη της, πρόσθεσε,

«Όλα τα σύνεργα μαρτυρίου έχουν απομακρυνθεί από τα εμφανή σημεία του δωματίου!»

«Τα πέταξες;» τον ρώτησε ενώ άφησε να φανεί η απογοήτευση στη φωνή της.

«Τέτοια ενθύμια θηλυκή μου κόμισσα Ντε Σαντ; Φυσικά και όχι!»

Αφαίρεσε το πουλόβερ της και το πέταξε στο πάτωμα, μένοντας με ένα φανελάκι που τσίτωνε πάνω στο σώμα της, διαγράφοντας την καμπύλη του στήθους της. Τον είδε να ξεροκαταπίνει, ενώ άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά του παντελονιού της, στάθηκε όρθια πάνω στο κρεβάτι για να το βγάλει. Είδε το μήλο του Αδάμ να ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό του, μετρώντας τις νίκες της. Αδύναμα στη λαγνεία ανδρικά πλάσματα, σκέφτηκε μένοντας με τα εσώρουχα της.

«Το σκέφτηκες;» τη ρώτησε, τραβώντας με κόπο το βλέμμα του από το ημίγυμνο κορμί, στο πρόσωπο της.

«Δεν ξέρω, δεν μπορώ να μην πω ότι δε με δελεάζει η πρόταση σου, όμως πάλι…» Ο Γκράχαμ έμεινε να την κοιτάζει με ύφος που την έκανε να ανησυχήσει, αφού άκουσε νοερά να της λέει «ντύσου», οπότε βιάστηκε να τελειώσει την φράση της, κερδίζοντας την παρτίδα και για τους δυο τους.

«Καλά, ας είναι…» πρόσεξε την ανακούφιση να απλώνεται στο πρόσωπο του. Γυρίζοντας της την πλάτη του, πήγε μέχρι την πόρτα και την κλείδωσε τραβώντας το κλειδί.

«Αυτό που κάνεις, καταλαβαίνεις ότι είναι ανατριχιαστικό;» Τον ρώτησε ανήσυχα.

«Απλά θέλω όταν ξυπνήσω να σε βρω δίπλα μου».

«Δεν είναι καλύτερο να με βρεις επειδή θα είναι επιλογή μου και όχι επειδή με κρατάς δέσμια!» Ο Γκράχαμ την κοίταξε για λίγο αναποφάσιστος, ύστερα πήγε στην πόρτα και επέστρεψε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Αφού τακτοποίησε το θέμα, με μεγάλα βήματα έφτασε κοντά της και ξάπλωσε δίπλα της αφαιρώντας της το φανελάκι, ορμώντας κυριολεκτικά στο στήθος της ενώ εκείνη προσπαθούσε να αφαιρέσει τα δικά του ρούχα.

Ô

 

Είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του, ενώ εκείνος χάιδευε το γυμνό μπράτσο της.

«Τι απέγινε τελικά το κερί με άρωμα βανίλια;» τον ρώτησε νυσταγμένα.

«Σου είπα και πριν πως τα σύνεργα του βασανισμού μου, απομακρύνθηκαν για παν ενδεχόμενο»

«Ξέρεις είμαι πολύ ευφάνταστη!»

«Μικρή μου αφέντρα, πρέπει να μάθεις ότι δε μου αρέσουν τα βασανιστήρια»!

«Σημασία έχει τι αρέσει σε μένα»! είπε και χασμουρήθηκε ενώ ο Γκράχαμ φτερνίστηκε. «Είχες δεν είχε κρύωσες» είπε και ακούμπησε τα χείλη της στο μέτωπο του, για να μετρήσει τη θερμοκρασία του. «Δροσερός είσαι».

«Εγώ νιώθω ότι καίω ολόκληρος», σχολίασε ενώ τράβηξε τα σκεπάσματα πριν την πάρει στην αγκαλιά του.  

 

Ô

 

Ένιωσε το χέρι του να την χαϊδεύει στην πλάτη, άνοιξε δειλά το ένα της μάτι για να προσέξει ότι έμπαινε από το παράθυρο το αχνό φως ενός κρυμμένου από τα σύννεφα ήλιου. Τα δάχτυλα του έτρεχαν πάνω στο μελάνι από το τατουάζ του ποιήματος. Με βραχνιασμένη από τον ύπνο φωνή, άρχισε να του απαγγέλει το ποίημα στα ισπανικά.

Si pudieran volver atrás los años,

buscaría  a tí todavía,

montaría un barco con velas

y así de simple me saldría al mar abierto!

 

De los estrechos de Gibraltar comenzaría,

Con los Viκingos y los piratas no pelearía

Para llegar pronto al destino,

Para volver a ver a tí Cecilia*

 

«Ξέρεις Ισπανικά;» τον ρώτησε μόλις τελείωσε το ποίημα.  

«Ούτε λέξη!»

«Θες να στο μεταφράσω;»

«Μόνο αν θες εσύ!»

«Οι άλλοι το απαιτούσαν!» του είπε, κοιτώντας τον με μισόκλειστα μάτια.

«Δεν είμαι οι άλλοι, και δε θέλω να ακούω για εκείνους.»

«Δεν ήταν τίποτε σημαντικοί.»

«Εγώ είμαι;»

Η Σεσίλια για να αποφύγει την απάντηση γύρισε ανάσκελα και με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, απήγγειλε το ποίημα, αυτή τη φορά στα αγγλικά για να το καταλάβει εκείνος.

Αν ήτανε να γύρναγαν τα χρόνια,

Εσένανε θα γύρευα ακόμα.

Θα έκανα καράβι με πανιά

Κι απλά θα μπάρκαρα για τα ανοιχτά!

 

Απ ’τα στενά του Γιβραλτάρ θα ξεκινούσα,

Με Βίκινγκς και κουρσάρους δε θα πολεμούσα

Για να ’ρθω εγκαίρως στον προορισμό

Εσένανε Σεσίλια για να ξαναδώ!*

 

«Ωραίο είναι, όμως είναι δυνατόν να μην πολεμήσεις για την αγάπη σου;»

«Ποια είδους αγάπη σε αναγκάζει να πολεμήσεις»

«Δε σε αναγκάζει η αγάπη, σε αναγκάζει ο ίδιος σου ο εαυτός να το κάνεις, ώστε να μην κινδυνέψει αυτό που αγαπάς»

«Κι αν χαθείς εσύ την ώρα που δίνεις τις μάχες, νομίζεις ότι αυτό ή αυτός που αγαπάς θα είναι ευτυχισμένος και ικανοποιημένος;» Ο Γκράχαμ αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του, «άλλωστε υπάρχει λόγος που δε θα πολεμούσε, για να βρεθεί όσο το δυνατόν συντομότερα κοντά της».

«Δηλαδή κοντά σου!»

«Κάπως έτσι, όμως όπως έλεγε και ο θλιμμένος Δανός πρίγκιπας, λόγια, λόγια, λόγια…»

«Δεν ήρθε να σε βρει;»

«Μάλλον όχι!»

«Κι αυτός που το έγραψε, ήταν σημαντικός για σένα;»

«Σημαντικός κι αναντικατάστατος!»

«Μμμ» ήταν το μόνο σχόλιο που έκανε ενώ κοίταζε το σεντόνι που τους σκέπαζε.

«Ο πατέρας μου!» το βλέμμα του αποχωρίστηκε το σεντόνι για να επιστρέψει στο κοριτσίστικο πρόσωπο της.

«Μίλησε μου γι αυτόν!»

«Τώρα, σοβαρά;» ο Γκράχαμ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

«Και τι θες να σου πω;»

«Δεν ξέρω, κάτι που θα με βοηθήσω να καταλάβω την κόρη του»

«Μήπως θες να σου μιλήσω για μένα καλύτερα;»

«Πολύ θα το ήθελα αλλά κάτι μου λέει ότι δε θα το κάνεις!»

«Οπότε ας αρκεστούμε στον πατέρα μου. Το ποίημα το έγραψε όταν ήμουνα 8 χρονών και η μητέρα μου με πήρε από την Ισπανία που ζούσαμε με εκείνον, για να πάμε στο Δουβλίνο, που είναι ο τόπος καταγωγής της… Μου το είχε στείλει μέσα σε ένα γράμμα του. Αυτά όσον αφορά το ποίημα. Τώρα ο πατέρας μου, είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει να γράφει στίχους, αγαπάει το κόκκινο κρασί, και τις γυναίκες».

«Και η κόρη;»

«Η κόρη; Είναι μια παλαβή που όταν θυμώνει και θεωρεί ότι κάποιος την κορόιδεψε, τον εκδικείται με το να του χτυπήσει λάθος τατουάζ.»

«Κάτι έχω καταλάβει!» είπε μειδιώντας.

«Γκράχαμ;»

«Τι;»

«Ειλικρινά πιστεύεις ότι όλο αυτό θα δουλέψει;»

«Ποιο όλο αυτό;» Η Σεσίλια του έδειξε εκείνον και τον εαυτό της.

«Πες το, μη φοβάσαι, οι λέξεις δε δαγκώνουν»

«Καμιά φορά δαγκώνουν»

«Πες το Σεσίλια!»

«Εμείς οι δυο, πιστεύεις ότι θα λειτουργήσει;»

«Δεν ξέρω, λογικά …» είπε και σταμάτησε σαν να έψαχνε να βρει τα λόγια  «Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, αν μας ’βαζαν στα στοιχήματα και κάποιος πόνταρε υπέρ μας θα του έλεγα ότι είναι μάταιο και ότι θα χάσει τα λεφτά του, από την άλλη την ίδια ώρα εγώ θα πόνταρα ότι το σχήμα Σεσίλια – Γκράχαμ θα λειτουργήσει»

«Και έτσι θα έχανες τα λεφτά σου.»

«Όχι, απλά θα κέρδιζα τα διπλά! Έτσι λειτουργούν τα στοιχήματα, όσο λιγότεροι  ποντάρουν σε κάτι, όταν εκείνο νικήσει, βγάζουν περισσότερα χρήματα!»

«Δε μου λες, εσύ αρχαιολογία δε σπουδάζεις;»

«Κάτι τέτοιο! Και ούτε με τον τζόγο ασχολούμαι, βλέπω τράπουλα και με πιάνει τρέμουλο, βαριέμαι απελπιστικά…»

«Οπότε πιστεύεις ότι… τι;»

«Δεν ξέρω, απλά έτσι νιώθω και θέλω να το ζήσω, και πιστεύω ότι αξίζει… κι αν σκεφτείς ότι πριν από λίγο καιρό βλέπαμε ο ένας τον άλλον και βγάζαμε σπυράκια κι ότι τώρα είμαστε εδώ μαζί και μιλάμε…»

«… για τζόγο»

«Πριν από κάποιο καιρό ούτε γι’ αυτό θα μιλούσαμε!»

«Καλά, όμως πρέπει να βάλω κάποιους όρους!»

«Να τους ακούσω;»

«Το κρεβάτι σου είναι άβολο και η φάση εστία δε μου πάει, ίσως πρέπει να βρούμε άλλο χώρο…»

«Το κρεβάτι μου είναι ιδανικό για να στριμωχνόμαστε», είπε κλείνοντας της το μάτι «κι όταν λες άλλο χώρο;»

 

Ô

 

Τι παράξενα και πρωτόγνωρα που ήταν όλα αυτά για τη Σεσίλια. Τα σκεφτόταν στο ταξί που την επέστρεφε σπίτι της και δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Δηλαδή τώρα τι; Είχε σχέση με εκείνον τον τύπο, τον πολύ καθώς πρέπει, που σπούδαζε και ήταν και από καλή οικογένεια; Δεν ταίριαζαν όλα αυτά σε εκείνη κι όμως με έναν περίεργο τρόπο ένιωθε πως της ταίριαζε ο Γκράχαμ. Αρχικά ήταν η πρώτη φορά που μετάφρασε το ποίημα της σε κάποιον, μάλλον ο τρόπος του, εκείνο το «μόνο αν θες εσύ!» όταν τον ρώτησε αν ήθελε να του το μεταφράσει, την έπεισε. «Ανάθεμα τον, ήξερε να παίρνει αυτό που ήθελε». Και το άλλο που το έβαζε; Τον προσκάλεσε να πάει στο σπίτι της, πρώτη φορά στα χρονικά καλούσε κάποιον που δεν ήταν απλός φίλος, στο οχυρό της. «Αδιαμφισβήτητα ο τύπος ήταν επικίνδυνος»… «πρέπει να προσέξεις Σεσίλια» άρχισαν να κουδουνίζουν καμπανάκια συναγερμού μέσα στο κεφάλι της. Βέβαια ίσως ο λόγος που του είπε να βρίσκονται σπίτι της να μην ήταν τόσο αθώος όσο ήθελε να πιστεύει, αφού θα την έφερνε σε αμηχανία αν συναντούσε για δεύτερη φορά τον Τσάρλι στην εστία και μάλιστα να είναι μαζί της ο Γκράχαμ. Ή απλά αυτό ήταν μια δικαιολογία που έλεγε στον εαυτό της για να μην παραδεχτεί ότι είχε εισχωρήσει για τα καλά στη ζωή της ο «Ιντιάνα Τζόουνς»;

Χάιδεψε το κασκόλ που φορούσε. Όταν ετοιμαζόταν να φύγει κι αφού είχε φορέσει το παλτό, εκείνος το πέρασε γύρω από το λαιμό της, και της ζήτησε να το κρατήσει. «Μου αρέσει να σε βλέπω να το φοράς» της είπε ενώ τη φιλούσε στα χείλη… δε θα έλεγε όχι σε έναν τρίτο γύρω μέσα σε λίγες ώρες, όμως εκείνος έπρεπε να πάει στο μάθημα του. Πάντως για φλώρος και παιδί των γραμμάτων και των «καθώς πρέπει τεχνών» τα πήγαινε πολύ καλά στο συγκεκριμένο τομέα, τουλάχιστον αυτή τη φορά τα είχε πάει πολύ καλύτερα από την πρώτη τους φορά, βέβαια τότε τον είχε τρομοκρατήσει. Τύφλα να είχε ο ναυτικός. Καθώς ήρθε στο μυαλό της ο Χάρολντ, τον έδιωξε βιαστικά από την σκέψη της και επέστρεψε νοερά στην εστία όπου ίσως ο Γκράχαμ να μην είχε φύγει ακόμα.

«Κι ο Τσάρλι;» ρώτησε τον εαυτό της. Όταν ο Γκράχαμ ήταν στο μπάνιο εκείνη έστειλε ένα μήνυμα στον Τσάρλι για να δει αν βρίσκεται στην εστία ή έλειπε στη σχολή. Αμέσως σχεδόν έλαβε απάντηση ότι ήταν σε μάθημα και ότι θα την έπαιρνε όταν σχόλαγε. Στον Γκράχαμ που άκουσε τον ήχο από το μήνυμα στο κινητό της, απάντησε ότι ήταν ο Τζίμη και ότι κάτι τη ρωτούσε για τη δουλειά. Αν τα ήξερε όλα αυτά ο Γκράχαμ θα έχανε την πίστη του για το στοίχημα που θα έβαζε υπέρ τους και θα άρχιζε να νιώθει ότι θα ‘‘χάσει τα χρήματα του’’.

Ψέματα χωρίς ουσιαστικό λόγο! Τι ήθελε τώρα και έμπλεκε τον Τσάρλι, απλά φίλοι ήταν, ούτε καν φίλοι, απλά βοηθούσαν εθελοντικά και οι δύο στο εστιατόρια του έλληνα, τους πρόσφυγες… «Μόνο αυτό;» ρώτησε τον εαυτό της, και κοίταξε θλιμμένα έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, όταν άρχισε να χτυπάει το κινητό της, κοίταξε την οθόνη με την ελπίδα να δει το όνομα του Γκράχαμ να αναβοσβήνει, όμως αντί γι’ αυτό είδε το όνομα του Τσάρλι!    

 

*Ευχαριστούμε τον Ε.Φ.Β. για το ποίημα της Σεσίλια / και τη Βίβιαν Διαμαντή για τη μετάφραση του στα ισπανικά. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΕΚΤΟ

- Όταν φοβάσαι το κακό…

 

Ήταν εμφανές πως, σαν χώρος, ήταν μεγαλύτερος από το δικό του. Σίγουρα, το διαμέρισμα της Σεσίλια, ήταν πολύ πιο άνετο, από το δωμάτιο του στην εστία. Και φυσικά, τώρα που το κοίταζε καθώς στηριζόταν στην κάσα της πόρτας της κρεβατοκάμαρας της, το κρεβάτι της, τους χωρούσε καλύτερα, αν και δεν πρόλαβαν να φτάσουν εκεί.

Την περίμενε να τελειώσει την απογευματινή της βάρδια όπως είχαν κανονίσει και περπάτησαν μέχρι το σπίτι της. Ο αρχικός του όμως ενθουσιασμός, για το ότι θα έβλεπε επιτέλους το κρησφύγετο της, σύντομα ξεχάστηκε κι έτσι, είχε αρχίσει να της βγάζει το παλτό, από τα σκαλιά ακόμα, ενώ εκείνη πάλευε να ξεκουμπώσει το μπουφάν του. Ούτε που κατάλαβε πως μπόρεσε και ξεκλείδωσε την πόρτα της όσο τη φιλούσε και ήταν απορίας άξιο, το πως έφτασαν στον πλησιέστερο καναπέ μέσα στα σκοτάδια, χωρίς να σκουντουφλήσουν πάνω σε κάτι.

Τώρα, η Σεσίλια βρισκόταν στο μπάνιο και μιας και τον είχε προειδοποιήσει, πως οι επισκέψεις στο στενό της ντους δεν είναι ευπρόσδεκτες,ο Γκράχαμ, φόρεσε πρόχειρα το τζιν του και βρήκε την ευκαιρία να εξερευνήσει λίγο το μέρος.

Είχε ξεκινήσει από τη μικρή της κουζίνα, ψάχνοντας τα ντουλάπια για να βρει ποτήρι. Μόλις ξεδίψασε, είδε πως το τραπέζι της, είχε μία καρέκλα, ενώ στην πιατοθήκη της είχαν στεγνώσει εδώ και ώρες, ένα βαθύ πιάτο, ένα ποτήρι κι ένα κουτάλι. Το κατσαρολάκι στο μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας, περιείχε ακόμα λίγο από το μεσημεριανό της. Σηκώνοντας λίγο το καπάκι, δεν αναγνώρισε το φαγητό, ωστόσο, έπρεπε να παραδεχτεί ότι μύριζε υπέροχα.

Όταν έφτασε στο κατώφλι του δωματίου της, στάθηκε εκεί κι άναψε απλά το φως, χωρίς να κάνει βήμα να μπει μέσα. Το άρωμα της, πλανιόταν στο χώρο ποτίζοντας τους τοίχους και τα υφάσματα. Του φάνηκε περίεργο να κοιτάζει το χώρο που έμενε η Σεσίλια, που ξεκουραζόταν, που κοιμόταν. Μερικά ρούχα της, ήταν πεταμένα στο πάτωμα και άλλα στο κρεβάτι. Χαμογέλασε στη σκέψη, του δικού του ψυχαναγκαστικού τρόπου να διπλώνει τα ρούχα και να τα τακτοποιεί.

Τα ετερώνυμα…

Πάτησε ξανά τον διακόπτη, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι και επέστρεψε στο σαλόνι, αφήνοντας αναμμένο μόνο το φως του διαδρόμου, έτσι για ατμόσφαιρα. Εκεί, δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο. Τα λιγοστά της έπιπλα αποτελούσαν, ένας μεγάλος καναπές, που ο Γκράχαμ είχε ήδη «γνωρίσει», ένα χαμηλό τραπεζάκι που πάνω του βρίσκονταν λευκά φύλλα χαρτιού, μαζί με κάμποσα κραγιόνια και μολύβια και δύο πολυθρόνες, εκ των οποίων η μία, βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο. Και ναι, εκεί στάθηκε λίγο παραπάνω. Στα μεγάλα παράθυρα, που έφταναν σχεδόν ως το ταβάνι.

Δεν είχαν κουρτίνα και ενώ κάποιος θα σκεφτόταν, πόσο άβολο θα ήταν να κυκλοφορείς τη νύχτα μέσα, με αναμμένο το φως, σαν να έπαιζες ακούσια σε μία ζωντανή παράσταση με όλους τους προβολείς πάνω σου, ο Γκράχαμ, σκέφτηκε πως τα λιγοστά ηλιόλουστα πρωινά του Λονδίνου, το φως θα έμπαινε πλούσιο και ζεστό. Ήταν απολύτως σίγουρος πως και η Σεσίλια, γι’ αυτό είχε επιλέξει το συγκεκριμένο διαμέρισμα και πως γι’ αυτό κρατούσε τα παράθυρα γυμνά, τη στιγμή που οποιοσδήποτε άλλος, θα έψαχνε χίλιους τρόπους να τα σκεπάσει, επιζητώντας όσο το δυνατόν περισσότερη απομόνωση της προσωπικής του ζωής.

Αυτή την ώρα πάντως, ο δρόμος μπροστά, ήταν άδειος κι ο Γκράχαμ βολεύτηκε στην πολυθρόνα, χαζεύοντας έξω τα δέντρα που τον χαιρετούσαν, κουνώντας τα κλαδιά τους στο βραδινό άνεμο.

Κάποια στιγμή τεντώθηκε για να ξεπιαστεί και μια σκοτεινή γωνία, στην απέναντι μεριά του σαλονιού, τράβηξε την προσοχή  του. Σηκώθηκε και πήγε κοντά, για να δει τι ήταν ο μακρόστενος όγκος που ακουμπούσε στον τοίχο, ερμητικά σκεπασμένος με ένα σεντόνι. Το τράβηξε προσεκτικά και κάγχασε στον εαυτό του. Πως γίνεται να μην κατάλαβε τι ήταν; Εκείνος ειδικά, έπρεπε να αναγνωρίζει το σουλούπι ενός καμβά, ακόμα και αν ήταν θαμμένος κάτω από όλα τα σεντόνια του κόσμου.

Κοίταξε τριγύρω και είδε πως στους τοίχους δεν υπήρχε κάποιος πίνακας. Αναρωτήθηκε γιατί τα μόνα έργα τέχνης στο σπίτι, βρίσκονταν παρατημένα σε αυτή τη γωνιά.  Μέτρησε τέσσερις πίνακες και αφού ξεχώρισε τον πρώτο, τον έπιασε από τις πλαϊνές πλευρές του και τον σήκωσε στο ύψος των ματιών του.

Δεν ήξερε αν έφταιγε αυτό που έβλεπε, ή αν τον επηρέασε το γεγονός πως ο καλλιτέχνης του πίνακα, ήταν το κορίτσι που είχε στην αγκαλιά του πριν λίγη ώρα, πάντως το θέαμα τον άφηνε άφωνο. Μπροστά του, αντίκριζε έναν πανέμορφο κήπο, που θα ταίριαζε μονάχα στο ανατολίτικο ανάκτορο, που ξεχώριζε στο βάθος.

Θέλοντας να περιεργαστεί καλύτερα τον πίνακα, έτρεξε στον διακόπτη δίπλα στην πόρτα και άναψε το φως, αδιαφορώντας για το ποιος μπορεί να τον έβλεπε απέξω και για να έχει όσο το δυνατόν καλύτερη ορατότητα, άναψε ακόμα κι ένα μεγάλο φωτιστικό δαπέδου που μόλις είχε δει. Ύστερα κάθισε από κάτω του, με τον καμβά στην ποδιά του.

Ήταν σίγουρος πως ο πίνακας άνηκε στη Σεσίλια. Θα το καταλάβαινε ανάμεσα σε δεκάδες άλλους. Τα χρώματα ήταν ολοζώντανα και οι λεπτομέρειες επίσης. Διέκρινε τα σημεία που η Σεσίλια είχε μπλέξει τα χρώματα και τα σημεία που άφηνε την κάθε απόχρωση να φανεί πιο έντονα ή πιο απαλά, ανάλογα με το πώς θα έπεφτε το φυσικό φως, αν το τοπίο ήταν ζωντανό. Και ήταν ζωντανό. Ήταν τέλειο. Έμοιαζε βγαλμένο από τις Χίλιες και μία νύχτες και τα παραμύθια της Σεχραζάντ.

«Είναι η Αλάμπρα!»

Η φωνή της Σεσίλια, τον έκανε να αναπηδήσει ελαφρά. Στεκόταν στο άνοιγμα του διαδρόμου, τυλιγμένη με μια χνουδωτή πετσέτα που της έφτανε μέχρι λίγο πάνω από τα γόνατα και κρατώντας μία μικρότερη την οποία έτριβε με δύναμη στα μαλλιά της, για να τα στεγνώσει. Δεν φάνηκε να την πειράζει που ψαχούλευε τα πράγματα της σαν σχολιαρόπαιδο, έτσι κι ο Γκράχαμ, δε δίστασε να συνεχίσει τη συζήτηση, για να μάθει περισσότερα.

«Η Αλάμπρα; Είναι στην Ισπανία σωστά;»

Η Σεσίλια τον πλησίασε και κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Και συγκεκριμένα στην Γρανάδα»

«Εκεί όπου γεννήθηκες. Είναι υπέροχο. Το μέρος, ο πίνακας..»

«Μμμ.. και που να το δεις από κοντά», συμπλήρωσε η Σεσίλια με μια νότα νοσταλγίας.

«Μπορώ να δω και τους άλλους;»

«Αφού ξεκίνησες, δεν βλέπω το λόγο να σταματήσεις», τον ενθάρρυνε κλείνοντας του το μάτι, ενώ συνέχιζε να τρίβει τα μαλλιά της με την πετσέτα.

Ο Γκράχαμ σηκώθηκε και άφησε τον πίνακα που κρατούσε δίπλα στους άλλους, παίρνοντας τον επόμενο καμβά. Αυτή τη φορά, το θέμα δεν ήταν κάποιο ισπανικό τοπίο, αλλά ένας μουσικός ζωγραφισμένος με μαλακό μολύβι. Ήταν καθισμένος ανακούρκουδα, με το κεφάλι σκυφτό, τα μάτια του κλειστά και τα μαλλιά του δεμένα σε μία χαλαρή κοτσίδα στη βάση του αυχένα. Είχε γείρει πάνω από μία κιθάρα και τα δάχτυλα του ακουμπούσαν τις χορδές. Μπροστά του, ένα καπέλο ήταν ακουμπισμένο ανάποδα, με το άνοιγμα προς τα πάνω.

«Να σου συστήσω τον Πέδρο», είπε η Σεσίλια με ένα χαμόγελο.

«Συμπατριώτης;»

«Αχα! Τον συνάντησα μία μέρα στο μετρό όπου έπαιζε κι ύστερα τον έβλεπα συχνά εκεί, μέχρι που κάποια στιγμή, μου είπε ότι επιστρέφει στην Ισπανία. Δεν τον ξανάδα από τότε. Έπαιζε την καλύτερη ισπανική κιθάρα που έχεις ακούσει ποτέ σου», του εξήγησε.

Ο Γκράχαμ κοίταξε το πρόσωπο του μουσικού. Δεν ήταν πολύ μεγάλος, μα έμοιαζε να έχει περάσει αρκετά στη ζωή του και η Σεσίλια, είχε καταφέρει να το αποδώσει. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει τις χορδές να πάλλονται.

Άφησε κι αυτόν τον καμβά και προχώρησε στον τρίτο, ο οποίος άνετα θα μπορούσε να είναι κρεμασμένος στο δωμάτιο της μικρής του αδερφής. Επρόκειτο για ένα πρελούδιο χρωμάτων, που στροβιλίζονταν αέναα, μοιάζοντας σε κάτι ανάμεσα σε πυροτέχνημα και ουράνιο τόξο πιασμένο σε κυκλώνα. Κοίταξε την Σεσίλια ελαφρώς απορημένος κι εκείνη σαν απάντηση, ανασήκωσε τους ώμους, προσθέτοντας, «Μάλλον ήμουν χαρούμενη εκείνη τη μέρα».

Είχε μείνει μόνο ένας πίνακας κι ο Γκράχαμ, δεν έπεσε έξω όταν θεώρησε πως θα ήταν κι αυτός εξίσου καλός. Ήταν μάλιστα τόσο καλός, ώστε όταν είχε προσέξει όλα όσα ήθελε στο ερωτευμένο ζευγάρι, που αγκαλιαζόταν με πάθος και που καθώς είχε ζωγραφιστεί με θερμά χρώματα, έμοιαζε να φλέγεται, γύρισε ξανά προς το μέρος της και ρώτησε σχεδόν αγανακτισμένα.

«Γιατί τους έχεις σκεπασμένους; Είναι υπέροχοι. Θα έπρεπε να βρίσκονται σε κάποια γκαλερί, ή έστω, κρεμασμένοι στους τοίχους σου»

Η Σεσίλια, είχε καθίσει στο μπράτσο της μίας πολυθρόνας όσο εκείνος χάζευε τη δουλειά της, μα τώρα σηκώθηκε, άφησε την πετσέτα που κρατούσε στο τραπέζι και τον πλησίασε. Πήρε τον πίνακα από τα χέρια του Γκράχαμ κι εκείνος κάθισε στη θέση της.

«Ήταν σε γκαλερί. Φτιάχτηκαν για γκαλερί. Βασικά, όχι ακριβώς για αυτή, μα για μία έκθεση που είχα λάβει μέρος», του απάντησε σοβαρά και άφησε τον καμβά μαζί με τους άλλους τρεις.

«Και τι έγινε;», την ενθάρρυνε ο Γκράχαμ.

«Τίποτα! Η έκθεση τελείωσε και οι πίνακες επέστρεψαν σε μένα. Έτσι κι αλλιώς, βρέθηκα εκεί, εντελώς κατά τύχη. Ένας από τους συμμετέχοντες, έχασε όλους τους πίνακες του, όταν πλημμύρισε το υπόγειο ατελιέ του κι εγώ, ήμουν η επόμενη στη σειρά των επιλαχόντων»

«Τύχη ή μοίρα;»

«Όπως και να έχει, δεν το κυνήγησα άλλο. Είχα ήδη βρει τη δουλειά στο στούντιο του Τζίμη και όλα ήταν καλά. Άλλωστε, προτιμώ να ζωγραφίζω στο ανθρώπινο σώμα»

«Μμμ, το ξέρω!», είπε ο Γκράχαμ κάνοντας τη να γελάσει. «Έχεις πραγματικό ταλέντο πάντως», συνέχισε.

Η Σεσίλια σκέπασε ξανά τους πίνακες με το σεντόνι, γύρισε κοντά του και πέρασε τα χέρια της στο λαιμό του. Ο Γκράχαμ, την τράβηξε να καθίσει στην αγκαλιά του νιώθοντας το δέρμα της, να ακουμπά δροσερό πάνω στο δικό του.

«Μήπως είσαι λίγο προκατειλημμένος;», τον ρώτησε παιχνιδιάρικα.

«Κάθε άλλο», είπε με σιγουριά εκείνος, με την ανάσα της να του χαϊδεύει το πρόσωπο και τη μυρωδιά της, να μπλέκεται με αυτή του αφρόλουτρου της. «Το πρόσεξα από την πρώτη στιγμή, θυμάσαι;»

Η Σεσίλια τον φίλησε κι ο Γκράχαμ σηκώθηκε, έχοντας τα πόδια της τυλιγμένα γύρω του. Κρατώντας τη από τη μέση, προχώρησε στο διάδρομο κι από εκεί, στο σκοτεινό δωμάτιο της.

«Καιρός να δούμε αν όντως, μας χωράει καλύτερα το κρεβάτι σου», της είπε ελευθερώνοντας τη από την χνουδωτή πετσέτα της, που έπεσε αθόρυβα στο πάτωμα όσο η Σεσίλια, τον φιλούσε ξανά.

 

 

Χρόνος! Ο μεγαλύτερος εχθρός των ερωτευμένων! Όταν είναι μαζί, κυλάει σαν νερό κι όταν χωρίζουν, είναι λες και κάθε δευτερόλεπτο του, διαρκεί διπλά και τριπλά. Τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στον Γκράχαμ.

Είχε να τη δει δύο μέρες. Χάρη στο δικό του επιβαρυμένο πρόγραμμα και τις δικές της νυχτερινές βάρδιες, είχαν περάσει δύο ολόκληρες μέρες από την τελευταία φορά που βρέθηκαν. Και μόνο η αναμονή της αποψινής τους συνάντησης, ήταν αρκετή να του πάρει το μυαλό. Αποτέλεσμα; Εδώ και τρεις ώρες περίπου, διάβαζε, έγραφε κι έσβηνε την ίδια πρόταση από την εργασία του, ξανά και ξανά, έχοντας κάνει φυσικά, μηδαμινή πρόοδο.

Στο τέλος, δεν άντεξε και κατέβασε την οθόνη. Ίσιωσε τις σημειώσεις, τακτοποίησε βιαστικά, όλο το χαρτομάνι στο γραφείο του και σηκώθηκε. Πήρε το κινητό του και έπεσε βαρύς στο κρεβάτι. Όλη μέρα, το τηλέφωνο του ήταν σιωπηλό και εκνευριστικά ήσυχο. Τώρα, το κρατούσε σφιχτά και το κοιτούσε τόσο επίμονα, λες και περίμενε πως η Σεσίλια θα τον καλούσε, επηρεασμένη από τη δύναμη της σκέψης του.

Μα αυτό, ήταν αδύνατον. Αν η Σεσίλια είχε χρόνο, θα είχε επικοινωνήσει μαζί του σίγουρα. Έτσι κανόνισαν το προηγούμενο βράδυ, όσο αντάλλασαν μερικά βιαστικά μηνύματα, την ώρα που εκείνος είχε γυρίσει σπίτι μετά το τέλος των απογευματινών του σεμιναρίων και διόρθωνε τις εργασίες των φοιτητών του Άτκινσον, ενώ εκείνη, είχε ήδη ξεκινήσει το βραδινό της ωράριο.

Θα σου τηλεφωνήσω αύριο το απόγευμα!, του είχε γράψει.

Το απόγευμα είχε σχεδόν έρθει και η Σεσίλια, σύντομα θα σχολούσε. Χαμογέλασε και ξεκίνησε να διαβάζει τα προηγούμενα μηνύματα τους, για να περάσει η ώρα.

Πες μου κάτι, μόνο η δική μου μέρα πάει χάλια, ή είναι γενικό το σημερινό φαινόμενο;

Πλάκα μου κάνεις; Μόλις χτύπησα έναν Ευχούλη σε ένα γλουτό, το χάλια δεν μπορεί να περιγράψει αυτή τη μέρα!

Ευχούλη;

Ναι, ξέρεις αυτά τα μικρά τελώνια με το όρθιο χρωματιστό μαλλί; Λαχανί. Η κοπέλα ήθελε το μαλλί του λαχανί!

Χαχαχαχα, ναι κατάλαβα! Κάνε κουράγιο, δεν μπορεί θα περάσει!

Θα αργήσει πάντως, έξω περιμένουν 3 δικοί μου πελάτες. Να φανταστώ πνίγεσαι κι εσύ;

Ναι η στοίβα με τις εργασίες που πρέπει να δω, δεν λέει να μικρύνει. Άλλα έχω κάτι να με κρατάει. Σκέφτομαι πως αύριο, θα ξαναβρεθούμε σε αυτό το υπέροχων διαστάσεων κρεβάτι σου…

Α, ώστε το έχουμε δεδομένο τώρα;

Νόμιζα ότι το προτιμάς και ξέρεις πια, πως δεν μου πάει η καρδιά να σου χαλάσω χατίρι…

Ήρωα μου :Ρ … Αυτό είναι, ή μήπως ο Ίντι μέσα σου, θέλει να ψάξει και για άλλους θησαυρούς;

Ει! Είπες ότι δεν σε ενόχλησε!

Σε πειράζω χαζέ!

Ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα, τον διέκοψε και δεν ολοκλήρωσε την συζήτηση που διάβαζε. Πριν σηκωθεί, κοίταξε ξανά το ρολόι συνοφρυωμένος. Δεν ήταν δυνατόν να έχει απορροφηθεί για τόση πολύ ώρα, ώστε να προλάβει εκείνη να σχολάσει και να έρθει μέχρι εδώ.

Έφτασε απορημένος ως την πόρτα του και όταν επιτέλους την άνοιξε, η απογοήτευση του που δεν έβλεπε τη Σεσίλια, πρέπει να ήταν τόσο εμφανής, που δικαιολογούσε απόλυτα τις κουβέντες της μητέρα του.

«Γεια σου! Μη χαίρεσαι τόσο, που μας βλέπεις»

Ο Γκράχαμ τίναξε το κεφάλι του έχοντας χωνέψει πια, πως στη πόρτα του στέκονταν η μητέρα του, κρατώντας από το χέρι μια κατσουφιασμένη Άιλα. «Τι; Όχι… φυσικά και χαίρομαι. Απλά ξαφνιάστηκα!», δικαιολογήθηκε και αφού έδωσε ένα γρήγορο φιλί στη μητέρα του, ανακάθισε στα γόνατα και κοίταξε την αδερφή του.

«Ποιος σε στεναχώρησε πάλι, μικρό μου τερατάκι; τη ρώτησε. Η μικρή, σαν απάντηση σούφρωσε τα χείλη της και σταύρωσε μπροστά της τα χέρια. Εκείνος, σηκώθηκε χαμογελώντας και τις άφησε να περάσουν μέσα. Η Άιλα, αφού προχώρησε νευριασμένα προς το κρεβάτι του, κάθισε, διατηρώντας την πόζα της.

Ο Γκράχαμ στράφηκε προς τη μητέρα του και εκείνη του έκανε μια γκριμάτσα εξουθένωσης. «Υποτίθεται ότι θα πηγαίναμε σινεμά, μα όλα έχουν πάει τόσο στραβά σήμερα. Το μόνο καλό, ήταν ότι σε βρήκαμε σπίτι», του είπε τρίβοντας το μέτωπο της. «Μήπως έχεις ένα παυσίπονο;»

«Ναι, μισό λεπτό»

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχει γίνει στη Masterpiece. Θυμάσαι τον Μπλέικ Φάιν;», συνέχισε η Μάγκι, όσο ο Γκράχαμ, της έβαζε ένα ποτήρι νερό, για να πιει το παυσίπονο που της έδωσε.

«Α ναι. Θυμάμαι ότι ήσουν ενθουσιασμένη με τα γλυπτά του»

«Ναι αυτός. Κι όσο ενθουσιασμένη ήμουν με τη δουλειά του, τόσο αφόρητη έβρισκα την προσωπικότητα του. Ο γελοίος! Με παράτησε!! Το πιστεύεις; Με παράτησε», του ξεφούρνισε με φωνή που ανέβαινε σε οκτάβες. Ξεφύσησε αγανακτισμένη και κατέβαζε το παυσίπονο με το νερό μονοκοπανιά.

«Έτσι στα καλά καθούμενα; Πότε ήταν η έκθεση του;»

«Θα τον φιλοξενούσαμε όλο το μήνα κι αυτός ο άθλιος, λίγες μέρες πριν τα εγκαίνια, μου δήλωσε πως βρήκε άλλη στέγη για την τέχνη του. Ακούς; Ο απαίσιος, ο… ο»

Ήταν φανερό πως από το μυαλό της, περνούσαν ένα εκατομμύριο επίθετα, που περιέγραφαν άψογα τον Μπλέικ Φάιν, όμως ο Γκράχαμ είδε τη μητέρα του, να ρίχνει νευρικές ματιές στην Άιλα, που καθόταν ακόμα σιωπηλή στο κρεβάτι. Σίγουρα κανένα από αυτά τα επίθετα, δεν ήταν σωστά για τα αυτιά της.

«Και τώρα;», ρώτησε.

«Τώρα, πρέπει να παρακαλέσω την καλλιτέχνη του επόμενου μήνα, να καλύψει το κενό. Ευτυχώς τα έργα της είναι έτοιμα, αλλά είναι τόσο αναπάντεχο όλο αυτό, που δεν ξέρω αν θα δεχτεί. Πρέπει να προσέξω πως θα το χειριστώ και φυσικά πρέπει να γίνει σήμερα!»

«Κατάλαβα. Και είστε εδώ επειδή…;», είπε ο Γκράχαμ κοιτώντας την ερωτηματικά.

«Είμαστε εδώ, για να μας σώσεις! Εμένα δηλαδή. Μπορείς να πας σινεμά με την Άιλα;»

Η ερώτηση της Μάγκι, έπεσε σαν κανονιά ανάμεσα τους. Πρέπει να πέρασαν γύρω στα δύο δευτερόλεπτα πριν απαντήσει, όμως σε εκείνον φάνηκαν απείρως περισσότερα. Πως στο καλό θα ξέφευγε από αυτό;

«Κοίτα μαμά, αν ήταν οποιαδήποτε άλλη μέρα…»

«Δεν είναι απλά ένα σινεμά, γι’ αυτό στο ζητάω. Είναι για το σχολείο της. Υποτίθεται ότι πρέπει να παρακολουθήσουν μία ταινία και στη συνέχεια, να γράψουν μία εργασία γι’ αυτή. Θα την παρουσιάσει στην τάξη μεθαύριο και χρειάζεται το αυριανό απόγευμα για να τη γράψει», τον διέκοψε η Μάγκι.

Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, μα η μητέρα του τον έκοψε ξανά. «Να ξέρεις πως ζήτησα κι από τη Λόρνα να την πάει, αλλά είχα ξεχάσει πως σήμερα θα πετούσε για μία επαγγελματική συνάντηση στο Εδιμβούργο. Ήταν ήδη στο αεροδρόμιο»

Εκείνη τη στιγμή η Άιλα, πρόσθεσε ένα θλιμμένο ρουθούνισμα στη συζήτηση κι ο Γκράχαμ, έκανε ότι μπορούσε για να το αγνοήσει. «Σίγουρα ο μπαμπάς, θα μπορούσε…»

«Προετοιμάζει το υλικό για τη συνάντηση της Λόρνα. Πρέπει να της το στείλει με μέιλ απόψε, αν θέλουν να είναι προετοιμασμένη στο ραντεβού της με τον πελάτη»

Τα νεύρα του για τον πατέρα του, που έβαζε και πάλι τη δουλειά πάνω από την οικογένεια, τον πείσμωσαν, αλλά πριν προλάβει να αρνηθεί οριστικά, παρά τις ατυχίες της μητέρας του, εκείνη του πρόβαλε ένα λόγο που όσο και να ήθελε, δεν μπορούσε να παραβλέψει. «Η Άιλα περίμενε πως και πως την προβολή αυτή» και πρόσθεσε πιο σιγά, για να την ακούσει μόνο εκείνος, «Μεταξύ μας, δε νομίζω ότι έχει ενθουσιαστεί ξανά  έτσι, για κάποια εργασία της».

Ο Γκράχαμ αναστέναξε και γύρισε προς τη μεριά της μικρής. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε δύο κοτσιδάκια ψηλά, στο πλάι του κεφαλιού της και πάνω από το μπουφάν της, φορούσε ένα ζευγάρι νεραϊδίσια φτερά. Έτσι όπως είχε κρεμάσει το σώμα της απογοητευμένα, έμοιαζαν κι αυτά πεσμένα κι άψυχα. Χαμένη υπόθεση. Είχε ήδη νικηθεί. Ήλπιζε μόνο, αυτή η θυσία του, να μετρούσε κάπου στο κάρμα του για την επόμενη ζωή.

«Καλά, εντάξει… Θα την πάω εγώ…», κατέληξε νικημένος. Στη στιγμή, η Άιλα πετάχτηκε από τη θέση της και ήρθε τσιρίζοντας κοντά του. Τον αγκάλιασε εκεί που έφτανε και ο Γκράχαμ, έσκυψε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Πίσω της έβλεπε τα φτερά της να ανεμίζουν χαρούμενα. «Μμμ, η γάτα σου έφερε πίσω τη γλώσσα;»

Η μικρή του χάρισε ένα πλατύ, καρτουνίστικο χαμόγελο και τον φίλησε στο μάγουλο. «Ευχαριστώωω! Η Λούσι, είδε χθες την ταινία και όλη μέρα σήμερα, μιλούσε γι’ αυτή. Κι ο Τόμπι, είπε πως θα πάει αύριο, αλλά τον πρόλαβα ε;»

«Ω ναι! Ο Τόμπι, δε θα ξέρει από πού του ήρθε»

Η Μάγκι χαμογέλασε και σαν να μπορούσε να καταλάβει τη μάχη που μαινόταν μέσα του, έσπευσε να τον ανακουφίσει, «Τουλάχιστον, δεν χρειάζεται να φέρεις εσύ την Άιλα σπίτι. Θα περάσω να την πάρω εγώ από το σινεμά, θα βρίσκομαι κοντά. Όποια κι αν είναι τα σχέδια σου, θα μετακινηθούν μερικές ώρες μόνο, ε;»

Ο Γκράχαμ σκέφτηκε αυτό που είπε η Μάγκι. Είχε δίκιο. Δεν είχε καταστραφεί εντελώς, η βραδιά του. Απλά θα καθυστερούσε λίγο παραπάνω. Μόλις η μητέρα του έπαιρνε την Άιλα, εκείνος μπορούσε να φύγει κατευθείαν για να δει τη Σεσίλια. Μόνο που έπρεπε να βρει μια καλή δικαιολογία. Το ενδεχόμενο να της πει, ότι θα έπρεπε να παρακολουθήσει μια παιδική ταινία, δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα, παρόλο που ήταν η αλήθεια.

Σαν παιχνίδι της μοίρας, χτύπησε το κινητό του. Μήπως τελικά, αυτό με την σκέψη έπιανε; Πάντως δε θα μπορούσε να ανακαλύψει τις υπερφυσικές του δυνάμεις, σε χειρότερη στιγμή. Τρία ζευγάρια μάτια, κοιτούσαν τώρα την οθόνη του κινητού του, στην οποία αναβόσβηνε ένα όνομα. Σεσίλια.

«Δεν θα το σηκώσεις;», ρώτησε η Μάγκι.

«Σεεεσιιι, σεσιιι, σεσιιλ…», άρχισε να διαβάζει η Άιλα και πριν προλάβει να τελειώσει, την άφησε να σταθεί στα πόδια της και άρπαξε το κινητό του. Έκανε νόημα στη μητέρα του και πήγε να μιλήσει στο μπάνιο.

«Γεια!». Ακούστηκε μαγκωμένος ή έφταιγε η ένοχη συνείδηση του;

«Γεια σου! Δεν ξέρω για σένα, αλλά μόλις σχόλασα, είμαι εξουθενωμένη και πεινάω σαν λύκος. Τι θα έλεγες να πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι έξω;», του απάντησε η Σεσίλια, με έναν ανάλαφρο και γλυκό τόνο, που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την αναβολή του ραντεβού τους.

«Θα έλεγα πως είναι φοβερή ιδέα, αλλά…»

«Ωχ, δεν μου αρέσει αυτό το, αλλά», τον έκοψε μισογελώντας.

«Κι έχεις απόλυτο δίκιο, αλλά μήπως θα μπορούσαμε να βρεθούμε αργότερα; Μου έτυχε κάτι και δυστυχώς δεν μπορώ να το αναβάλω»

«Εεε ναι, εντάξει. Έχει να κάνει με τη δουλειά σου;»

«Ναι! Πρέπει να τελειώσω κάτι…»

«Γκράχαμ; Δεν έχω πολύ χρόνο, θα πρέπει να φύγω», η φωνή της μητέρας του, αν και ακούστηκε πνιχτή πέρα από την κλειστή πόρτα, διέλυσε τον ειρμό του και σίγουρα, έφτασε μέχρι το μικρόφωνο του τηλεφώνου του.

Έσφιξε το σαγόνι του και προσπάθησε να καλύψει την αμήχανη σιωπή. «Οπότε κανονίστηκε; Θα τα πούμε πιο βράδυ;»

«Ξέρεις κάτι; Καλύτερα όχι. Όπως σου είπα, είμαι πτώμα και θα είσαι κι εσύ πιο άνετος με τη δουλειά σου. Θα φάω κάτι πρόχειρο και θα πέσω για ύπνο νωρίς. Κανονίζουμε άλλη μέρα», η φωνή της άλλαξε χρώμα κι ενώ ο Γκράχαμ, ήθελε να τα παρατήσει όλα και να τρέξει να τη βρει, το μόνο που έκανε ήταν να συμφωνήσει αποκαρδιωμένος. Τερμάτισε την κλήση τους και επέστρεψε στο δωμάτιο, όπου η μητέρα του, στεκόταν δίπλα στην πόρτα, κοιτώντας το ρολόι της ενώ η Άιλα, είχε καθίσει στην καρέκλα του γραφείου του.

«Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να βιαστώ»

Ο Γκράχαμ ένευσε καταφατικά. Η Μάγκι, πλησίασε την κόρη της κι αφού άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της, την προειδοποίησε, πως θα έπρεπε να δείξει τον καλύτερο της εαυτό. Ύστερα ήρθε στον Γκράχαμ, που έγειρε ελαφρά για να τον φτάσει. Τον φίλησε και του είπε:

«Σε ευχαριστώ πολύ, να ξέρεις με σώζεις»

«Πάντα στη διάθεση σας, για ό,τι χρειαστείτε!», της απάντησε ανόρεχτα κάνοντας κι έναν ψεύτικο, στρατιωτικό χαιρετισμό.

«Χα! Δεν ξέρω! Μήπως μπορείς να μου βρεις έναν τρόπο να καλύψω τα κενά που θα προκύψουν στις εκθέσεις της γκαλερί, τους επόμενους μήνες από την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του Μπλέικ Φάιν; Όχι; Τότε μου αρκεί το σημερινό», κατέληξε η Μάγκι γελώντας, όταν ο Γκράχαμ την κοίταξε με ένα ύφος που σχεδόν ζητούσε έλεος. Τους χαιρέτησε ξανά κι αφού έδωσαν ραντεβού για το τέλος της ταινίας, έφυγε, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

«Λοιπόν, είσαι έτοιμη για το σινεμά μας;», είπε ο Γκράχαμ στην Άιλα χτυπώντας τις παλάμες του στα πόδια του.

«Δε θες να πάμε σινεμά», διαπίστωσε με σοβαρότητα η μικρή, παρόλο το στραφτάλισμα των φτερών της, στο φως του δωματίου.

Ο Γκράχαμ την κοίταξε και συνειδητοποίησε πόσο ενοχλημένος πρέπει να έδειχνε. Όμως, μιας και η αδερφή του δεν έφταιγε σε κάτι για το ντόμινο των συγκυριών που έφεραν καινούργια ψύχρα στη σχέση του με τη Σεσίλια, αποφάσισε να αλλάξει διάθεση. Τουλάχιστον, ας περνούσε εκείνη καλά.

«Όχι τερατάκι  μου, δεν είναι αυτό. Συγνώμη που ήμουν κατσούφης. Απλά ήθελα να δω κάποια που μου έλειψε πολύ και τελικά, δε θα τα καταφέρω σήμερα»

«Φίλη σου;»

«Ναι, φίλη μου»

«Κι εγώ ήθελα να δω την ταινία με τη Λούσι, αλλά δεν μπορούσε να με πάει η μαμά. Εσένα η φίλη σου, δεν μπορεί να έρθει σινεμά;», τον ρώτησε αθώα.

Εκείνος την παρατήρησε σκεφτικός. Έσμιξε τα φρύδια του, ενώ αναλογιζόταν το ενδεχόμενο κι όλες τις παραμέτρους. Ναι, θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο δύσκολη η κατάσταση, από την άλλη όμως…

«Λες;»

 

 

Περίμεναν στην αίθουσα αναμονής του κινηματογράφου. Ο Γκράχαμ κουβαλώντας τα μπουφάν τους κι ένα τεράστιο κουβά με ποπ κόρν και η Άιλα, κρατώντας ένα μιλκσέικ, που γέμιζε την αγκαλιά της.

«Να πάω να δω τα ξωτικά;»

«Εντάξει, όμως άσε εδώ το μιλκσέικ σου, αλλιώς θα γίνεις χάλια. Και μην απομακρυνθείς, να σε βλέπω», της είπε ο Γκράχαμ και πήγαν στον πλησιέστερο πάγκο, βρίσκοντας ένα μικρό κενό για να αφήσουν τα πράγματα τους. Μόλις η Άιλα του έδωσε το XL ποτήρι της, έτρεξε στις ψηλές χάρτινες φιγούρες που στέκονταν σε μια γωνία, αναπαριστώντας τα ξωτικά των οποίων τις περιπέτειες, είχαν έρθει να παρακολουθήσουν.

Κάθε τόσο ο Γκράχαμ άφηνε το βλέμμα του να τρέξει από την αδερφή του, στην κυλιόμενη σκάλα που ανέβαινε από τον κάτω όροφο και την είσοδο του κινηματογράφου. Άραγε θα έρθει;

Στο τηλέφωνο δεν της είχε εξηγήσει. Είχε χαρεί και μόνο που απάντησε στην κλήση του και δεν ήθελε να σκέφτεται, τι μπορεί να είχε υποθέσει μετά τις υπεκφυγές του. Όμως της ζήτησε να τον εμπιστευτεί. Όπως την πρώτη φορά που βγήκαν. Η Σεσίλια του απάντησε πως δεν ήταν σίγουρη κι έτσι τον είχε αφήσει μονάχα να ελπίζει πως θα έρθει να τον συναντήσει.

Η ώρα περνούσε κι εκείνος είχε αρχίσει να γίνεται και πάλι νευρικός, όταν ένα τέταρτο πριν την έναρξη της προβολής, την ξεχώρισε μέσα στο πλήθος που ανέβαινε τις σκάλες. Κόκκινο με σμαραγδί. Ο αγαπημένος του συνδυασμός. Τον εντόπισε και όταν της έδειξε, πως δεν μπορούσε να μετακινηθεί με τα πράγματα που είχε, ήρθε εκείνη κοντά του.

«Ήρθες..», της είπε χαζά, χωρίς να κάνει άλλη κίνηση να την χαιρετίσει πιο θερμά. Έπρεπε πρώτα να ελέγξει το επίπεδο του θυμού της.

Η Σεσίλια κοίταξε τριγύρω τον κόσμο και στο τέλος, σταμάτησε στο πρόσωπο του. «Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ. Είπες πως είχες δουλειά»

«Ναι και νομίζω πως κατάλαβες ότι προσπαθούσα να δικαιολογηθώ»

Η κοπέλα στένεψε τα μάτια της και συνέχισε να τον κοιτά. «Και είμαι σίγουρος πως άκουσες και μια άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο»

«Κι αν την άκουσα; Δεν φάνηκες να θες να μου εξηγήσεις…»

«Μα γι’ αυτό είμαστε εδώ. Κοίτα εκεί. Βλέπεις αυτό το κοριτσάκι με τα φτερά νεράιδας; Με τα ξανθοκόκκινα κοτσιδάκια;», της είπε δείχνοντας την Άιλα που εκείνη την ώρα, δοκίμαζε πόσο δυνατά μπορούσε να κλωτσήσει το χάρτινο ξωτικό που στεκόταν μπροστά της.

Η Σεσίλια κατένευσε. «Μη μου πεις μόνο πως η φωνή ήταν δική της. Είναι λίγο μικρή. Και είσαι πολύ τυχερός που παράλληλα, δείχνει λίγο μεγάλη για να είναι κόρη σου»

Ο Γκράχαμ γέλασε. «Όχι η φωνή δεν ήταν δική της και σίγουρα, δεν είναι κόρη μου. Η φωνή ήταν της μητέρας μου και η μικρή, είναι αδερφή μου»

«Χμμ, μαζί της είχες πάει στο Μάτι του Λονδίνου;», θυμήθηκε η Σεσίλια.

«Όχι εκείνη είναι η Λόρνα. Είναι ένα χρόνο μεγαλύτερη μου. Η Άιλα είναι το μικρό μου τερατάκι και σήμερα, μαζί με κάτι αναποδιές που έτυχαν στη δουλειά της μητέρας μου, έκαναν το πρόγραμμα άνω κάτω»

«Θα μπορούσες να μου το πεις. Δεν ήταν ανάγκη να προσπαθήσεις να πεις ψέματα»

«Έχεις δίκιο, απλά ήλπιζα να γλυτώσω την ατάκα: Πρέπει να πάω σινεμά με την εννιάχρονη αδερφή μου»

Η Σεσίλια γέλασε και ο Γκράχαμ, ανέπνευσε ξανά. Την πλησίασε και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Λοιπόν;», είπε δείχνοντας τα τρία τους εισιτήρια.«Θα τη γνωρίσεις, ή προτιμάς να το σκάσεις όσο είναι καιρός; Σε λίγο η ταινία ξεκινάει και μην πεις ότι δε σε προειδοποίησα. Είναι κινούμενα σχέδια»

Η κοπέλα κοίταξε την Άιλα από μακριά, ζυγίζοντας τη με το βλέμμα. Ύστερα στράφηκε προς τον Γκράχαμ και με σίγουρη φωνή του είπε, «Θα μείνω»

Ανακουφισμένος, ο Γκράχαμ φώναξε την αδερφή του, που τον άκουσε και προσέχοντας πως δεν ήταν μόνος, ήρθε χοροπηδώντας κοντά τους, κάνοντας τα φτερά της να ανοιγοκλείνουν με ρυθμό. Τα κοτσιδάκια της, είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν και μόνο όταν τους έφτασε, πρόσεξε πως φορούσε ένα πράσινο μπλουζάκι με μια στάμπα του Scoobydoo, που αν θυμόταν καλά, άνηκε κάποτε στον ίδιο.

Η μικρή χαμογελούσε στη Σεσίλια, που ενώ φαινόταν κάπως επιφυλακτική, όταν ο Γκράχαμ τις σύστησε και η Άιλα της πρόσφερε ευγενικά το μικρό της χέρι, εκείνη το έκλεισε στο ελάχιστα μεγαλύτερο δικό της, παρατηρώντας ταυτόχρονα το εκκεντρικό ντύσιμο της. «Μου αρέσει», του ψιθύρισε ανασηκώνοντας το φρύδι της, όταν η Άιλα ζήτησε το μιλκσέικ της και παίρνοντας τα υπόλοιπα πράγματα τους, ξεκίνησαν προς την αίθουσα όλοι μαζί.

Όσο κι αν προσπάθησε να μιλήσει λίγο με τη Σεσίλια κατά τη διάρκεια της ταινίας, δεν τα κατάφερε και πολύ. Εκτός του ότι εκείνος κατέληξε να κρατάει την Άιλα στην αγκαλιά του, γιατί δεν έβλεπε καλά από το δικό της κάθισμα, η κοπέλα είχε αναλάβει να στηρίζει τον μεγάλο κουβά του ποπκορν, για να μπορούν να τρώνε και να δίνει πότε πότε, στην μικρή, να πιει μερικές γουλιές από το μιλκσέικ της. Δε φάνηκε όμως να δυσανασχετεί. Αντίθετα, ένα ήρεμο χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στα χείλη της. Ευτυχώς, τα μπουφάν τους και τα νεραϊδίσια φτερά της Άιλα, βρίσκονταν στο κενό κάθισμα δίπλα στη Σεσίλια, για να μην τους ενοχλούν.

Από το λίγο που πρόσεξε την ταινία, κατάλαβε το νόημα της εργασίας που είχε η αδερφή του, όμως και πάλι, αναρωτιόταν τι απέγινε το παλιό καλό θέμα για εκθέσεις, που είχε μεγαλώσει γενιές και γενιές : Πως πέρασα το Σαββατοκύριακο…

Βγήκαν από την αίθουσα μιάμιση ώρα αργότερα και ο Γκράχαμ δε θα μπορούσε να χαίρεται παραπάνω γι’ αυτό. Επιτέλους το βράδυ απλωνόταν ελεύθερο μπροστά του. Η μικρή, συζητούσε με τη Σεσίλια για τα ξωτικά όσο προχωρούσαν προς την έξοδο κι εκείνος έψαχνε τριγύρω για τη μητέρα του. Δεν ήθελε να χρειαστεί να γνωρίσει τη Σεσίλια. Ήταν βέβαιος πως η κοπέλα, δε θα ένιωθε άνετα και μετά από όλα όσα έγιναν σήμερα, ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν. Άλλωστε και ο ίδιος δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια σκηνικά. Θα προσπαθούσε λοιπόν, να περάσει απαρατήρητη η παρουσία της.

Η χαρά που είχε, γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος, όταν φτάνοντας στο πεζοδρόμιο, είδε ένα γνωστό αμάξι παρκαρισμένο δίπλα σε ένα παρκόμετρο και τον πατέρα του όρθιο, ντυμένο με το ακριβό του κοστούμι και το μακρύ του παλτό, να στηρίζεται στην πόρτα του οδηγού. Φυσικά! Όταν φοβάσαι το κακό, συμβαίνει το χειρότερο, σκέφτηκε νευριασμένα.

Ο Γκράχαμ σταμάτησε να περπατά, το ίδιο και τα δύο κορίτσια. Η Άιλα που σχεδόν σκουντούφλησε πάνω στον αδερφό της, είδε τον Γουάλι και έτρεξε κοντά του. Εκείνος την έπιασε αμέσως και τη σήκωσε στα χέρια.

«Συγνώμη για λίγο», είπε ο Γκράχαμ στη Σεσίλια και πλησίασε τον πατέρα του λέγοντας, «Νόμιζα θα ερχόταν η μαμά να την πάρει».

Ο Γουάλι κούνησε ελαφρά το κεφάλι σαν σε άρνηση. «Δεν έχει ξεμπλέξει ακόμα με το ραντεβού της και μου ζήτησε να περάσω εγώ. Είναι πρόβλημα;», ρώτησε ενώ το βλέμμα του ξέφυγε για λίγο πίσω από το Γκράχαμ, στη Σεσίλια, που στεκόταν μονάχη της, κοιτώντας μηχανικά τα παπούτσια της.

«Καθόλου», απάντησε ξερά ο Γκράχαμ.

Ο Γουάλι κατέβασε την Άιλα και άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου. Η μικρή, πριν μπει μέσα, ήρθε στον Γκράχαμ που κατέβηκε στο ύψος της και της είπε, «Περιμένω να πάρεις άριστα στην εργασία σου, έτσι; Και να βάλεις τα γυαλιά σε αυτόν, τον Τόμπι!»

Η μικρή χαχάνισε και του έσκασε ένα φιλί. Κούνησε το χέρι της στη Σεσίλια και πέρασε στο πίσω κάθισμα.

«Λοιπόν, σε ευχαριστούμε για την εξυπηρέτηση», είπε ο Γουάλι ανεβάζοντας την πίεση του Γκράχαμ και πριν προλάβει να μπει κι εκείνος στο αμάξι, η φωνή της Σεσίλια τον σταμάτησε.

«Μια στιγμή!»

Ο Γκράχαμ γύρισε σχεδόν σοκαρισμένος, μα μόλις την είδε κατάλαβε. Κρατούσε στα χέρια της τα φτερά που η Άιλα, είχε βγάλει όσο έβλεπαν την ταινία. Έφτασε κοντά στους δύο άντρες και με μια κίνηση που ο Γκράχαμ κατάλαβε ότι έκρυβε όλη τη νευρικότητα του πλανήτη, έδωσε τα φτερά στον πατέρα του.

Τα μάτια του Γουάλι, κατέβηκαν αυτόματα στο χέρι της και το ανασηκωμένο μανίκι του παλτού της, που άφηνε ακάλυπτο τον καρπό. Δεν σχολίασε κάτι, όμως η ματιά του, τα έλεγε όλα. Αργά, σαν να φοβόταν πως η αγριεμένη τίγρης, που η Σεσίλια είχε χτυπήσει σε τατουάζ σε εκείνο το σημείο, επρόκειτο να του επιτεθεί, ο Γουάλι πήρε τα φτερά και κοίταξε πρώτα το γιο του και ύστερα την κοπέλα.

«Ευχαριστώ!». Ίσως η έκφραση του Γκράχαμ που σχεδόν τον προκαλούσε να πει κάτι, ή ίσως το στυλ της Σεσίλια, αποθάρρυνε τον Γουάλι από το να προβεί στις απαραίτητες συστάσεις κι έτσι, κούνησε απλά το κεφάλι σε χαιρετισμό και άνοιξε την πόρτα. Έσπρωξε τα φτερά στο πίσω κάθισμα στην Άιλα, που τα έπιασε και αφού τα φόρεσε, βάλθηκε να τους χαιρετάει κολλημένη στο παράθυρο.

Ο Γκράχαμ έβλεπε τις επόμενες κινήσεις σαν σεκάνς ταινίας. Η πόρτα κλείνει. Το αμάξι παίρνει μπροστά. Ανταποδίδει το χαιρετισμό της μικρής. Το αμάξι ξεκινά. Το αμάξι χάνεται. Ένα ζευγάρι στέκει στο πεζοδρόμιο, καθώς πίσω τους, ξεχύνεται κόσμος από τον κινηματογράφο.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», είπε ο Γκράχαμ όταν βρήκε επιτέλους τη μιλιά του.

Η Σεσίλια τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Τι νομίζω δηλαδή;»

«Ότι προσπαθώ να σε κάνω να με εκθέσεις, με σκοπό να με αποκαταστήσεις», προσπάθησε να αστειευτεί με την κατάσταση.

«Πάλι καλά! Δεν είμαι τέτοιο κορίτσι εγώ», γέλασε εκείνη.

«Όχι δεν είσαι», της είπε και ύστερα άφησε τη ζεστασιά του φιλιού της, να  διαχυθεί  σε κάθε κύτταρο του κορμιού του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ 

–Χριστούγεννα ήρθαν πάλι–

 

-Δεν είναι κι άσχημο! Άκουσε από δίπλα της τον Γκράχαμ να λέει, ενώ εκείνη χάζευε τα λαμπάκια που αναβόσβηναν πάνω στο κατάλευκο χριστουγεννιάτικο δέντρο που την είχε πείσει να αγοράσουν. Το δέντρο έδινε την εικόνα ότι το είχαν στολίσει δυο παιδιά –με πολλή φαντασία- έτσι όπως ήταν φορτωμένο με ένα σωρό στολίδια που δεν είχαν σχέση το ένα με το άλλο. Αντιθέτως με το δέντρο των παιδικών της χρόνων, του οποίου τη διακόσμηση αναλάμβανε η Σάρα εξ ολοκλήρου. Ένα δέντρο πράσινο στολισμένο αποκλειστικά με κόκκινες και χρυσαφί μπάλες.

-Και τώρα το αστέρι που οδήγησε τους μάγους στη Βηθλεέμ και στον μικρό Ιησού. Είπε και άπλωσε το χέρι για να της το δώσει.

-Βάλτο εσύ! Του είπε η Σεσίλια και έκανε να φύγει. Πρόλαβε και την άρπαξε από το χέρι τραβώντας την απαλά κοντά του.

-Η οικοδέσποινα πρέπει να το βάλει! Εκείνη ξεφύσησε θεατρινίστικα, πήρε το αστέρι που της έδινε το τελώνιο που της είχε κάνει μάγια, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι αφού μέχρι δέντρο την είχε καταφέρει να πάρει, και αφού σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, το έβαλε στην κορυφή.

-Καλά Χριστούγεννα μωρό μου, της είπε και τη φίλησε στο στόμα.

-Καλά Χριστούγεννα! Είπε και ανάγκασε τον εαυτό της να χαμογελάσει! Πρόσεξε που την κοίταξε συνοφρυωμένος, όμως τελικά κατάπιε κάθε απορία που μπορεί να είχε και την τράβηξε μαζί του στον καναπέ!

-Τι θα κάνεις αύριο;

-Δεν ξέρω, δεν έχω κανονίσει κάτι. Το μόνο που θα σπάσει τη ρουτίνα μου, είναι ότι κάποια στιγμή θα με πάρει η μητέρα μου να ανταλλάξουμε ευχές. Από τα τηλεφωνήματα της Σάρας γνωρίζω ότι είναι κάποια γιορτή ή επέτειος! Εσύ;

-Μπα όχι, συνήθως ενημερώνομαι από το ημερολόγιο για γιορτές και επετείους. Της απάντησε χαμογελαστός.

-Εννοώ τι θα κάνεις αύριο, χαζούλη;

-Χαζούλη; Πρώτη φορά με αποκαλούν έτσι, συνήθως όταν κάποιος θέλει να με βρίσει το κάνει με πιο σκληρές λέξεις! Είπε και έβαλε τα γέλια, με την έκφραση που πήρε το πρόσωπο της.

-Έχεις όρεξη μου φαίνεται σήμερα!

-Δεν μπορείς να φανταστείς πόση, της είπε λάγνα πριν σφραγίσει τα χείλη της με τα δικά του. Αφού τα χείλη τους χώρισαν, πρόσθεσε. Αύριο θα πάω στην οικογένεια μου, θέλει η Άιλα να περάσουμε όλοι μαζί αυτή τη μέρα και ποτέ δε χαλάμε το χατίρι στο μικρό μας τερατάκι. Όμως σήμερα, λέω να μείνω να περάσω μαζί σου τις παραμονές. Αν θες φυσικά να μπλέκομαι στα πόδια σου!

-Θα το πάρω ως υπονοούμενο, είπε και αφού σηκώθηκε από την αγκαλιά του, που την είχε βάλει να καθίσει, τον τράβηξε μαζί της στο δωμάτιο.

 

 

Ξύπνησε και τον βρήκε στο πλάι της να κοιμάται. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και έστρεψε το βλέμμα της στο όμορφο πρόσωπο του. Άλλη μια νύχτα θυελλώδους έρωτα. Αυτά πίστευε ότι μόνο στα βιβλία υπήρχαν και μάλιστα σε περιπτώσεις απαγορευμένου έρωτα. Όταν δεν ξέρεις αν θα έχεις ξανά στο πλάι σου αυτό το κορμί που σε βασανίζει και συγχρόνως σε λυτρώνει. Όμως μήπως κι εκείνη ήταν σίγουρη ότι θα τον έχει για πολύ κοντά της, κάποια μέρα ένας από τους δύο μπορεί να ξύπναγε από το όνειρο κι ό,τι με κόπο είχαν χτίσει, να γκρεμιζόταν. Όλες οι σχέσεις με το πέρασμα του χρόνου διαβρώνονται, και η ίδια ως παιδί χωρισμένων γονιών το γνώριζε καλύτερα από όλους. Ο χωρισμός των γονιών της, η απόφαση που πήρε κάποτε η Σάρα και ο Ερνέστο επηρέασε τη δική της ζωή. Φτάνοντας σε μια ηλικία υποσχέθηκε στον εαυτό της να μην πάρει ποτέ κανένας άλλος απόφαση σε ό,τι την αφορούσε, να μη στηρίζεται σε κανέναν γιατί οι ισορροπίες είναι ρευστές και μεταβλητές. Κι ενώ όλα τα κορίτσια, οι συμμαθήτριες στο σχολείο της, ονειρεύονταν αγόρια και έρωτα εκείνη είχε απογυμνώσει την πράξη από κάθε συναίσθημα. Εξαιρώντας τον Έντι, ο οποίος όμως ξαφνικά ένιωσε ο ίδιος ευάλωτος και άρχισε να την πιέζει, γεννώντας στην ίδια την αποστροφή αλλά και την πεποίθηση ότι δεν πρέπει να στηρίζεται πάνω σε κανέναν άλλον, μα και κανένας άλλος πάνω στην ίδια. Για πάνω από εφτά χρόνια, είχε ζήσει ακολουθώντας πιστά την πεποίθηση της, μέχρι που εκείνο το μεσημέρι έπεσε με το ποδήλατο της επάνω του. Ένα ατύχημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η γνωριμία τους, και μια σειρά παρεξηγήσεων η συνέχεια. Όμως μήπως και ο έρωτας ατύχημα δεν είναι. Μάλλον για να είναι πιο ακριβής, ένα δυστύχημα, με την απογοήτευση που αργά ή γρήγορα θα έρθει. «Ίσως κάποιοι να τα καταφέρνουν»! θέλησε το πιο ερωτευμένο κομμάτι του εαυτού της να σκεφτεί αισιόδοξα. Η ίδια πάντως, δεν ήξερε κανέναν που να τα έχει καταφέρει.

Θυμήθηκε το λευκό χριστουγεννιάτικο δέντρο που βρισκόταν στολισμένο στο καθιστικό της. Απ’ όταν είχε μετακομίσει από το σπίτι της μητέρας της, δε νοιάστηκε ποτέ να στολίσει δέντρο. Δεν τη συγκινούσαν οι γιορτές, περισσότερο της δημιουργούσαν θλίψη, όχι όμως την καθιερωμένη θλίψη, της προσδοκίας ότι η συγκεκριμένη μέρα πρέπει να είναι ιδιαίτερη, λες και το έγραφε κάποιο καταστατικό. Της προκαλούσε τη θλίψη των όσων χάθηκαν. Στην πίστη που είχε στη μαμά και στον μπαμπά της όταν ήταν παιδί στη Γρανάδα. Στην αγάπη της στις γιορτές, στην ανάμνηση της να προσπαθεί να μείνει ξάγρυπνη τη νύχτα της 6ης Ιανουαρίου για να δει τους μάγους με τα δώρα που θα της ’φερναν αυτό που επιθυμούσε. Και όμως τελικά αποκοιμιόταν και ο Ερνέστο την έπαιρνε αγκαλιά για να την πάει στο κρεβατάκι της στον πάνω όροφο τους σπιτιού τους. Την απογοήτευση του επόμενου πρωινού που τελικά δεν είχε καταφέρει να τη στήσει στους μάγους για να τους δει από κοντά, να τριγυρνάν μέσα στο σπίτι της. Τα παρηγορητικά λόγια του πατέρα της ότι θα προσπαθούσε ξανά την επόμενη χρονιά, καθώς και το πόσο γρήγορα της έφευγε η απογοήτευση όταν έπαιρνε το δώρο της και  ασχολούταν με αυτό. Φυσικά ο Άγιος της άφηνε και τα Χριστούγεννα ένα συμβολικό δώρο κάτω από το δέντρο, αλλά το καλό το έφερναν οι τρεις μάγοι. Ύστερα όμως έφυγε για το Δουβλίνο. Οι γιορτές των Χριστουγέννων δε θα ήταν ποτέ ξανά οι ίδιες και το κατάλαβε από τα πρώτα που πέρναγε στην κρύα πόλη του βορά. Παιδί ακόμα αναρωτιόταν τι γύρευε εκείνη εκεί, ήθελε να γυρίσει στην Ισπανία, μα η Σάρα ούτε να το ακούσει. Μετά η μητέρα της γνώρισε το Mark με τον οποίο απέκτησε ακόμα δυο παιδιά, η Σεσίλια πλέον ήταν έφηβη. Βυθισμένη στην απάθεια και τη μελαγχολία, δεν την ένοιαζαν γιορτές και Χριστούγεννα, αυτά ήταν για τα αδέρφια της που ήταν παιδιά, εκείνη είχε μεγαλώσει. Θυμήθηκε τη ζωή της στην Ισπανία, εκείνο το γελαστό κοριτσάκι με τα μακριά μαλλιά που ήταν πιασμένα σε κοτσιδάκια. Πλέον ήταν κάτι μακρινό και άγνωστο, σαν να μην υπήρξε ποτέ η ίδια εκείνο το παιδί. Σαν να ήταν κάποιο άλλο. Περισσότερο ταίριαζε με εκείνο το μελαγχολικό κορίτσι στα χρόνια που έζησε στο Δουβλίνο, μόνο που τώρα η μελαγχολία της είχε μετατραπεί σε τσαμπουκά! Γι’ αυτό και είχε τραβήξει τόσα εκείνο το αγόρι που κοιμόταν τώρα στο πλάι της, η αθεόφοβη μέχρι και άλλα ντ’ άλλων τατουάζ του είχε χτυπήσει! Συγκράτησε το γέλιο της για να μην τον ξυπνήσει, όμως καθώς τρανταζόταν το σώμα της, εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Πρώτα το αριστερό, σαν να ήθελε να ανιχνεύσει πρώτα τι συμβαίνει και ύστερα το δεξί!

-Καλημέρα. Της είπε βραχνά.

-Καλημέρα, του είπε εκείνη, γελώντας ακόμα.

-Τι συμβαίνει; Μου έκανες κάτι; Τη ρώτησε παραξενεμένος από τα γέλια και την τόσο καλή της διάθεση.

-Ένα λάθος τατουάζ στην πλάτη! Του απάντησε.

-Καλά αυτό είναι παλιό, το ξέρω, τίποτα καινούργιο;

-Σαν να λέμε, δε σου φτάνει!

-Απλά το έχω συνηθίσει. Πες μου μόνο ότι δε με έβαψες με τα καλλυντικά σου! Τη ρώτησε προκαλώντας της δυνατά γέλια. Όταν κατάφερε να ηρεμίσει τον καθησύχασε.

-Όχι αγάπη μου, δε σου έκανα τίποτε άλλο. Απλά θυμήθηκα το τατουάζ και με έπιασαν τα γέλια.

-Πολύ ωραία, είπε και γύρισε στο πλάι ενώ εκείνη τραβήχτηκε από πάνω του για να ξαπλώσει στο μαξιλάρι της. Έπρεπε να δεις τι γέλια έκανα εγώ το επόμενο βράδυ που το είδα. Αν σε είχα μπροστά μου!!!...

-Τι θα με έκανες; Τον προκάλεσε η Σεσίλια!

-Κάτσε να σου δείξω!

 

 

-Σοβαρά αυτό θα μου έκανες; Τον ρώτησε όταν τραβήχτηκε από πάνω της!

-Τότε; Μάλλον θα σου έδινα ένα χέρι ξύλο.

-Πότε θα έρθεις να στο φτιάξω; Ή προτιμάς να πας σε άλλον;

-Το πιο ασφαλές θα ήταν να εμπιστευτώ άλλον, όμως εφόσον εσύ έκανες τη ζημιά, εσύ πρέπει και να τη διορθώσεις. Αλλά να είσαι σίγουρη ότι θα έρθω απολύτως νηφάλιος, θα έχω φροντίσει να μην έχω πιει ούτε σταγόνα νερό εκείνη τη μέρα.

-Πάντως από καλλιτεχνικής άποψης, είναι ωραίο!

-Ναι, παραδέχτηκε, ενώ ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και κοίταξε τη γυμνή πλάτη του στον καθρέφτη!

-Επιπλέον είναι κάτι ουδέτερο. Είναι έτσι το σχέδιο που δεν παραπέμπει σε κάτι θηλυπρεπές. Άσε που πιστεύω ότι είναι αρρενωπό.

-Είναι επειδή το βλέπεις πάνω μου. Είπε και της έκλεισε το μάτι. Κάθε φορά που το έκανε αυτό, εκείνη ζαλιζόταν από έρωτα, ίσως ήταν ένα μυστικό, μαγικό ξόρκι να την κρατάει αιχμάλωτη στον έρωτα του. Αλλιώς δεν μπορούσε να το εξηγήσει, λες και μπορεί κάποιος να εξηγήσει τον έρωτα!

-Τι λες, πάμε να δούμε αν έχει φέρει δώρα ο Άγιος Βασίλης και για εμάς;

-Δεν είμαστε λίγο μεγάλοι για δώρα;

-Όχι, καθόλου, φτάνει να μη μας έχει φέρει παιχνίδια, τρενάκια πάνω σε ράγες για μένα και την ντουλάπα της Barbie για σένα.

-Ο Θεός να φυλάξει! Πάντως αν είναι έτσι, τουλάχιστον ελπίζω να έχει φέρει σε εμένα το τρενάκι. Είπε η Σεσίλια και σηκώθηκε από το κρεβάτι καθώς την τράβηξε από το χέρι ο Γκράχαμ.

-Δε με πειράζει, πολύ θα μου άρεσε να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα της Barbie  μου. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, εσύ δεν ήσουν και πολύ καλό κορίτσι την προηγούμενη χρονιά, αλλά μεσολάβησα εγώ στον Άγιο και μπορεί να έφερε και σε εσένα κάτι.

-Α! εσύ έχεις μεγάλες γνωριμίες, τον πείραξε η Σεσίλια.

-Μεγάλες και σπουδαίες. Της επιβεβαίωσε ο όμορφος, γυμνός, έλληνας Θεός!

-Έχω την εντύπωση ότι το δικό μου δώρο, το έφερε απευθείας στο κρεβάτι. Σχολίασε η Σεσίλια ρίχνοντας μια ματιά στα οπίσθια του. Μέσα από τον καθρέφτη πρόσεξε ένα μικρό αυτάρεσκο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπο του, προκαλώντας και στην ίδια ένα ελαφρύ μειδίαμα.

Δυο πακέτα βρίσκονταν κάτω από το λευκό δέντρο, που τα φωτάκια του αναβόσβηναν όλο το βράδυ! Είδε το πακέτο που είχε αφήσει εκείνη κάποια στιγμή το βράδυ για το Γκράχαμ. Αν και της είχε φανεί εντελώς χαζό αυτό που έκανε, είχε καταλήξει ότι εφόσον ο καλός της επέμενε να στολίσουν δέντρο, τότε θα ήθελε να κρατήσουν όλο το εθιμοτυπικό των εορτών ακόμα και στα δώρα. Όμως το άλλο, το πιο χοντρό, δε θυμόταν να βρισκόταν εκεί, την ώρα που είχε αφήσει το δικό της πακέτο.

Στράφηκε και τον κοίταξε ερωτηματικά, ενώ εκείνος γονάτιζε μπροστά από το δέντρο.

-Αυτό γράφει το όνομα σου είπε και της έδωσε το βαρύ πακέτο. Αυτό πάλι δε γράφει τίποτα. Είπε κοιτώντας το άλλο.

-Έχει ψύχρα, πάω να ντυθώ, είπε και έτρεξε στο δωμάτιο της. Μόλις που είχε φορέσει τα εσώρουχα της και είχε χωθεί ολόκληρη στην ντουλάπα για να βρει κάτι ζεστό να βάλει, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει.

-Σεσίλια, τι τρέχει;

-Τίποτα δεν τρέχει!

-Σεσίλια! Εκείνη αναστέναξε.

-Θα σου φανεί χαζό, δεν είναι κάτι…

-Μου αρέσουν τα χαζά, πες μου, την παρότρυνε.

-Δεν ξέρω, το δέντρο, τα δώρα όλα αυτά έχουν κάτι παιδικό, αθώο, δε μου πάει να στέκομαι γυμνή μπροστά από το δέντρο. Τον είδε να σκάει ένα χαμόγελο. Έλα μη γελάς, είπε, και παίρνοντας το μαξιλάρι από το κρεβάτι του το πέταξε.

-Δεν περίμενα ότι ήσουν τόσο πουριτανή!

-Δεν είμαι πουριτανή. Απλά, δεν ξέρω…

-Δεν πειράζει μωρό μου, αφού νιώθεις έτσι, είπε και έσκυψε να βρει που είχε καταλήξει το εσώρουχο του, όταν το προηγούμενο βράδυ η Σεσίλια, με κάθε άλλο παρά από παιδική αθωότητα, σκόρπαγε τα ρούχα τους σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.

-Εντάξει τώρα; Νιώθεις καλύτερα; Είπε και την κοίταξε που φορούσε ένα τζιν παντελόνι, μπότες και ένα πουλόβερ.

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και επέστρεψαν στο καθιστικό να πάρουν τα δώρα τους.

-Πάντως το γυμνό σώμα δεν έχει κάτι το πρόστυχο, πρέπει να ξεπεράσεις αυτές τις προκαταλήψεις.

-Γκράχαμ… σε παρακαλώ. Μην το συνεχίζεις. Και από την άλλη δες το αλλιώς, η θρησκεία μας γέμισε ενοχές για το σώμα μας, και το δέντρο με τη φάτνη είναι ένα θρησκευτικό σύμβολο.

-Έχεις δίκιο. Συγκατένευσε εκείνος. Τι λες τώρα που ντυθήκαμε να δούμε επιτέλους τα καλούδια που μας έφερε ο άγιος;

-Άνοιξε το δικό σου πρώτα. Είπε και του πρόσφερε το πιο μαζεμένο πακέτο.

Ο Γκράχαμ με μια κίνηση έσκισε το χαρτί περιτυλίγματος και έβγαλε από μέσα ένα λαδί κασκόλ και μια κορνίζα με ένα σκίτσο. Κοίταξε τη ζωγραφιά και αναγνώρισε τον εαυτό του, αμέριμνο να ατενίζει και εκείνος δεν ήξερε τι.

-Ποιος είναι αυτός ο τύπος; Γύρισε και τη ρώτησε πειραχτικά. Εκείνη σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και τον κοίταξε με ανασηκωμένο το αριστερό φρύδι, της έδωσε ένα αστραπιαίο φιλί στο μάγουλο και ξεδίπλωσε το άλλο του δώρο. Ωραίο κασκόλ, είπε και το έβαλε γύρω από το λαιμό του.

-Το άλλο κατασχέθηκε οπότε θα σου λείπει ένα.

-Το άλλο στο χάρισα γιατί σου πηγαίνει! Άντε άνοιξε τώρα το δικό σου! Την παρότρυνε. Πήρε το βαρύ πακέτο στα χέρια της, και με προσεχτικές κινήσεις ξεκολλούσε το σελοτέιπ από το χαρτί.

-Ευτυχώς που εμένα δε με ξεγυμνώνεις τόσο προσεχτικά, γιατί θα είχα ανατιναχθεί μέχρι να τελειώσεις!

-Τώρα που το λες, θα το δοκιμάσω κάποια φορά, ανυπόμονε! Είπε χαμογελώντας. Από μέσα έβγαλε ένα πακέτο μπογιές, δυο πινέλα, ένα μπλοκάκι με εξώφυλλο ένα εξωτικό μέρος, τρεις ραπιντογράφους και ένα βιβλίο Ιστορία της τέχνης!

-Τι είναι όλα αυτά, θα έδωσες ένα σωρό λεφτά.

-Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Το βιβλίο έχει κάρτα αλλαγής, μπορεί να το έχεις, αν και από μια σύντομη έρευνα στη βιβλιοθήκη σου δεν το είδα.

-Ώστε με κατασκόπευσες; Είπε μειδιώντας.

-Φυσικά!

-Και τα υπόλοιπα τι είναι, βασικά ξέρω τι είναι αλλά για ποιο λόγο τα πινέλα και οι μπογιές;

-Για να ζωγραφίσεις!

-Μα ζωγραφίζω!

-Το ξέρω. Όμως πρέπει να παραδεχτείς ότι με τα τατουάζ, θες δε θες σχεδιάζεις αυτό που θέλει ο πελάτης.

-Όχι όλες τις φορές, είπε εκείνη για να τον πειράξει.

-Μην στέκεσαι στις εξαιρέσεις. Σκέψου τη φορά που αναγκάστηκες να ζωγραφίσεις σε έναν γλουτό έναν ευχούλη.

-Με λαχανί μαλλί… Μα γιατί μου θυμίζεις τις μαύρες μέρες της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας! Σχολίασε ευδιάθετα.

-Σεσίλια, οι πίνακες σου είναι εξαιρετικοί γιατί να μην το προσπαθήσεις;

-Γιατί δε με ενδιαφέρει ίσως!

-Αν δε σε ενδιέφερε δε θα είχες κάνει ούτε εκείνους!

-Τέλος πάντων, θα τα κρατήσω, όμως δεν μπορώ να σου το υποσχεθώ. Επίσης να ξέρεις ότι αν ζωγραφίσω θα το κάνω ερασιτεχνικά. Μόνο και εφόσον έχω διάθεση!

-Σύμφωνοι… άλλωστε δε στα πήρα για να σε αναγκάσω, απλά για να σε προσανατολίσω σε κάτι που μιλάει ασυνείδητα μέσα σου αλλά δε θες να ακούσεις!

-Ποιος το είπε αυτό;

-Οι πίνακες σου!

 

 

Μόλις έφυγε ο Γκράχαμ η Σεσίλια προσπάθησε να καταπιαστεί με ένα σωρό πράγματα μα δεν είχε καμία όρεξη για τίποτα πέρα από το να σκέφτεται εκείνον, “…and when you go you leave me breathless and alone. You leave me breathless when you close the door and feels just like you took the air around of the room with you.” Πρώτη φορά που ένιωθε τόσο τον Dan Wilson κι εκείνους τους γλυκανάλατους στίχους του, όπως θα τους χαρακτήριζε μόλις λίγο καιρό νωρίτερα.

Αφού έφτιαξε μια ομελέτα, αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να κάνει. Κοίτα που πάντα περνούσε καλά στη μοναξιά της, και που τώρα την ενοχλούσε. Φυσικά όχι λόγω των Χριστουγέν­νων, δεν είχε απαίτηση να έχει κάποιον μαζί της επειδή ήταν γιορτή, απλά τη χαλούσε που εξαιτίας της γιορτής ήταν μόνη της. Σε άλλη περίπτωση θα ήταν στη δουλειά ή θα ήταν μαζί με τον Γκράχαμ στην κρεβατοκάμαρα. Πήρε τα δώρα που της είχε φέρει εκείνος. Χάζεψε λίγο τις μπογιές, όμως δεν της έκανε όρεξη να καταπιαστεί με πίνακες επειδή απλά και μόνο το αγόρι της πίστευε ότι είχε ταλέντο. Ίσως κάποτε ζωγράφιζε κάτι για εκείνον. Μόνο αν είχε κέφι όμως, ανάγκασε τον ερωτευμένο εαυτό της να υποσχεθεί, άλλωστε αν δεν είχε όρεξη ήξερε όσο κανένας άλλος ότι θα ζωγράφιζε μια βλακεία. Στο τέλος παράτησε μπογιές, μπλοκ και τα υπόλοιπα είδη ζωγραφικής και πήρε το βιβλίο με την Ιστορία της τέχνης για να διαβάσει. Μην έχοντας μυαλό όμως στα γράμματα, απλά το ξεφύλλισε χαζεύοντας τους πίνακες. Μα που να ανταγωνιστεί εκείνη τους ζωγράφους που είχαν περάσει ανά τους αιώνες. Η ίδια ήταν απλά μια ταπεινή ζωγράφος σωμάτων. Τίποτα περισσότερο.

Σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο και άρχισε να χαζεύει τα φωτάκια του δέντρου. Τώρα εκείνος θα ήταν με την οικογένεια του, έτσι είχε θελήσει η Άιλα, και είχε κάθε δικαίωμα να θέλει κοντά της τον αδερφό της στις γιορτές. Πάντα πίστευε ότι τα παιδιά, της τη ’διναν στα νεύρα, αλλά να που είχε βρει κάποιο που της άρεσε. Άραγε αν έκανε παιδί με τον Γκράχαμ θα έμοιαζε στη μικρή αδερφή του! Πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η σκέψη της, έφριξε με τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτή η σχέση ήταν παροδική, όλα στη ζωή είναι παροδικά, κάποτε θα επέστρεφε στη ρουτίνα της και δε θα μπορούσε να τη βγάλει από αυτή κανένας Γκράχαμ. Ποτέ δεν είχε θελήσει παιδιά, όταν οι άλλες παίζανε με τις κούκλες εκείνη κλεινόταν στο δωμάτιο της και σχεδίαζε, όχι τη ζωή, το χαρτί. Από πού κι ως που τώρα ονειρευόταν πως θα ήταν το παιδί τους. Δεν είχε αντοχές για άλλα δράματα, δεν ήθελε να φέρει στον κόσμο ένα παιδί που θα κουβαλάει τη δικιά της αποτυχία και του οποιοδήποτε πατέρα, όπως κουβαλούσε και εκείνη τόσα χρόνια την αποτυχία για το γάμο των γονιών της, αφού δεν είχε καταφέρει να τους κρατήσει  μαζί.

Για να μπορέσει να προχωρήσει, είχε πάψει να ενδιαφέρεται για κάθε τι που αγαπούσε στην Ισπανία, και ένα από αυτά ήταν η ιεροτελεστία των Χριστουγέννων. Ευτυχισμένες οικογένειες γύρω από το εορταστικό τραπέζι ή κάτω από το δέντρο να ανταλλάσουν δώρα. Ήταν λάθος τελικά που τον είχε ακούσει και είχε φέρει εκείνο το λευκό θηρίο σπίτι της. Και μιας και έλειπε εκείνος ας έβγαζε από την πρίζα τουλάχιστον τα φωτάκια. Στεκόταν δίπλα στο δέντρο σκεφτική, πριν στερήσει το φως από τα φωτάκια, όταν κατέληξε ότι θα της άρεσε αν η κόρη της έμοιαζε στην Άιλα, δεν πρόλαβε να θυμώσει στον εαυτό της, όταν άκουσε το κουδούνι της να χτυπάει. «Δεν είχε αντέξει άλλο μακριά της και είχε γυρίσει», κρίμα θα είχε στενοχωρήσει το κοριτσάκι, όμως δε βαριέσαι, δεν μπορείς να τους έχεις όλους ικανοποιημένους. Πάτησε το κουδούνι για να ανοίξει η εξώπορτα της πολυκατοικίας και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του διαμερίσματος, όχι δεν έπρεπε να τον περιμένει ακριβώς από πίσω, ώστε να του μαρτυρήσει την αδημονία της.

Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε και εκείνη πήγε να την ανοίξει. Όμως στο άνοιγμα δεν ήταν εκείνος, αλλά η μάνα της, με τον δεύτερο σύζυγο και τα παιδιά τους.

-Περίμενες κανέναν; Είπε και της έδωσε δύο φιλιά σταυρωτά, λίγο στο μάγουλο λίγο στον αέρα.

-Όχι, απάντησε εκείνη ενώ τα αδέρφια της μπούκαραν κυριολεκτικά σαν χούλιγκαν στο διαμέρισμα της.

-Γεια σου αδερφή! Σφύριξε ο μεγάλος.

-Γεια σου και σένα! Απάντησε και θυμήθηκε για ποιο λόγο απεχθανόταν τα παιδιά. Τουλάχιστον η Άιλα όσο ζωηρή κι αν φαινόταν, ήρθε χαμογελαστή να τη χαιρετήσει, άσχετο αν νωρίτερα είχε φάει της χρονιάς του, το χάρτινο σταντ του ξωτικού.

-Γεια, της είπε και ο μικρός και ακολούθησε τον αδερφό του.

-Να ρωτάς πριν ανοίξεις. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να είναι, δε ζούμε και σε κανέναν κόσμο αγγελικά πλασμένο. Παρατήρησε η μητέρα της.

Γύρισε και κοίταξε τα αδέρφια της που σπρώχνονταν, ενώ είχαν καθίσει στον καναπέ, και βιάστηκε να συμφωνήσει με τη μητέρα της.

-Αυτά είναι για το ψυγείο! Είπε ο Μαρκ μπαίνοντας τελευταίος στο σπίτι.

-Ευχαριστώ είπε εκείνη και με τη δικαιολογία των γλυκών κατέφυγε στην κουζίνα, για να βρει λίγο οξυγόνο μετά την ξαφνική, οικογενειακή έφοδο.

 

 

Καθόταν στο καθιστικό της με τη μητέρα, τον πατριό και τα δυο αδέρφια της σχεδόν αμίλητη. Η μητέρα σχολίαζε το σπιτάκι της, ο Μαρκ φαινόταν ότι αδημονούσε όσο και η ίδια η Σεσίλια πότε θα φύγουν από αυτό το κλειστοφοβικό διαμέρισμα, ενώ τα αδέρφια της κατάφερναν ύπουλα αγκωνιές το ένα στα πλευρά του άλλου. Ποιος από τους δυο Κάιν θα κέρδιζε τη μάχη άραγε. Η Σάρα έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα στα αγόρια της και εκείνα, φαινομενικά τουλάχιστον, ηρέμισαν. Ο μικρός σηκώθηκε για να χαζέψει τα στολίδια του δέντρου ενώ ο άλλος απλώθηκε φαρδύς πλατύς στον διθέσιο καναπέ που μόλις πριν λίγες ώρες η ίδια καθόταν στην αγκαλιά του Γκράχαμ. Παράξενο πάντως που τα αδέρφια της συμπεριφέρονταν σαν δυο άγριοι των σπηλαίων του Βορρά. Μάλλον μιλούσαν οι ρίζες μέσα τους, περισσότερο από τις γαλουχήσεις της Σάρας και τους στρατιωτικούς της νόμους.

-Δεν περίμενα ότι στολίζεις δέντρο. Μικρή δεν έδειχνες να σου αρέσουν τα Χριστούγεννα.

-Στο Δουβλίνο δε μου άρεσαν, στη Γρανάδα να σου θυμίσω ότι τα λάτρευα.

-Δε το θυμάμαι, φαίνεται ότι σε επηρέαζε η παρουσία του πατέρα σου, η αιώνια ερωτική σχέση ανάμεσα στην κόρη και στον πατέρα. Ηλέκτρα θα έπρεπε να σε είχα βαφτίσει.

-Ηλέκτρα;

-Στην ελληνική δραματουργία μια κόρη που σκοτώνει τη μητέρα της καθώς και τον εραστή της που ήταν οι φονιάδες του πατέρα της.

-Πράγματι έτσι έπρεπε να με βαφτίσεις! Σχολίασε ενοχλημένη η Σεσίλια.

-Μη βιάζεσαι να ταυτιστείς κορίτσι μου, ο φόρος αίματος στην οικογένεια ερχόταν από πιο παλιά, βλέπεις ο Αγαμέμνονας δεν ήταν και κανένας αθώος. Όμως τι να κάθομαι να σου λέω τώρα, ίσως θα ήταν προτιμότερο για σένα εκτός από τα εικαστικά να έχεις μάθει και πέντε πράγματα παραπάνω, θα σου διεύρυνε τους ορίζοντες. Η Σεσίλια θυμήθηκε την τρίαινα που είχε χαράξει στο μπράτσο του Χάρολντ, που την είχε εμπνευστεί από το Ποσειδώνα. Πόσα πράγματα δεν ήξερε η μάνα της για εκείνη, και όλα αυτά επειδή απλά ήθελε πάντα να την κριτικάρει αρνητικά. Στην ουσία δεν είχε νοιαστεί ποτέ να μάθει και πολλά για την κόρη της! Απ’ όταν έφυγε από το σπίτι της για να πάει στο Λονδίνο να ακολουθήσει το δρόμο της και άφησε τη Σάρα με την άλλη οικογένεια της, κατάλαβε ότι όλα εκείνα τα χρόνια την έβλεπαν απλά σαν παρείσακτη. Σαν μια υποχρέωση που έπρεπε να αναλάβουν, τους άρεσε ή όχι. Όμως γιατί δεν την είχαν αφήσει να επιστρέψει στην Ισπανία, ο πατέρας της με χαρά θα αναλάμβανε την κηδεμονία της. Αυτά σκεφτόταν η Σεσίλια, ενώ η Σάρα συνέχιζε τις παρατηρήσεις, όταν ο από μηχανής Θεός, με ανθρώπινη μορφή της χτυπούσε το κουδούνι. Η Σεσίλια, ευγνώμον που θα διέκοπτε κάποιος το λογύδριο της μητέρας της, σηκώθηκε να ανοίξει. Μπροστά της στεκόταν ο Γκράχαμ και της χαμογελούσε, φορώντας ένα αγιοβασιλιάτικο κόκκινο σκουφάκι. «Κλισέ» σκέφτηκε αλλά του χαμογέλασε.

-Τι δε μου πάει; Αν όχι, θα ισχυριστώ ότι μου το επέβαλε η Άιλα… Αχ μωρό μου, δεν άντεξα άλλο μακριά σου, είπε και έκανε μια κίνηση για να τη φιλήσει, όταν πρόσεξε να εμφανίζεται πίσω από την πλάτη της κοπέλας του, μια ψηλή γυναίκα, αδύνατη και με όλα τα χαρακτηριστικά των γυναικών των βόρειων χωρών.

-Σεσίλια, δε θα μας συστήσεις; Άκουσε τη Σάρα πίσω από την πλάτη της. Αφού έκανε έναν εκνευρισμένο μορφασμό, που αφορούσε τη μητέρα της και είχε αποδέκτη τον Γκράχαμ, μίλησε.

-Η μητέρα μου, ήρθε στο Λονδίνο οικογενειακώς και είπε να περάσει να με επισκεφτεί.

-Να μας συστήσεις είπα κορίτσι μου, όχι να αιτιολογήσεις για ποιο λόγο βρίσκομαι στο διαμέρισμα της κόρης μου. Απηυδισμένη η Σεσίλια, εξακολούθησε να κοιτάζει το αγόρι της. Ο Γκράχαμ μεσολάβησε για να διευκολύνει την κατάσταση, αφού έβλεπε στα χαρακτηριστικά της Σεσίλια την απόγνωση που της είχε προκαλέσει αυτή η επίσκεψη. Μπορούσε εύκολα να φανταστεί τι θα είχε μεσολαβήσει όση ώρα είχε λείψει. Κάτι του έλεγε ότι η μητέρα της καλής του, είχε την ιδιοσυγκρασία και την κριτική διάθεση του πατέρα του.

-Γκράχαμ, φίλος της κόρης σας!

-Κάνε στην άκρη κορίτσι μου, να περάσει ο φίλος σου! Παρατημένη η Σεσίλια έκανε στην άκρη, το σώμα της είχε μαζέψει και φαινόταν ακόμα πιο μικρή. Τον είδε να κάθετε στο διθέσιο καναπέ δίπλα στο μεγάλο της αδερφό, και ανησύχησε μήπως ο μικρός, συνηθισμένος από την ύπουλη συμπεριφορά του, του ρίξει αγκωνιά στα πλευρά. Ευγενικός όπως ήταν ο Γκράχαμ θα καθόταν μια χαρά να τις φάει από τον Howard, χωρίς να βγάλει λέξη. Όμως δεν ήταν σωστό να τον κακοποιεί ολόκληρη η οικογένεια, μόνο εκείνη είχε αυτό το δικαίωμα. Του έριξε ένα δυσανάγνωστο βλέμμα που έκρυβε κίνδυνο, όμως εκείνος αν και αντιλήφθηκε τη ματιά της, δεν κατάλαβε τι ήθελε να του πει.

-Λοιπόν, με τι ασχολείσαι Γκράχαμ; Μη μου πεις και εσύ με τα τατουάζ;

-Όχι, δεν έχω τόσο καλλιτεχνική φύση όσο η κόρη σας! Στην πραγματικότητα είμαι φοιτητής, τελειώνω το διδακτορικό μου στην αρχαιολογία.

-Αρχαιολόγος! Θαύμασε ο Mark. Και τι σας ενδιαφέρει περισσότερο;

-Ίσως, λίγο περισσότερο, τα αρχαία ελληνικά αγάλματα!

-Φυσικά.

-Παράξενο, πριν από λίγο συζητούσαμε με την κόρη μου για την αρχαία, ελληνική δραματουργία.

-Στην πραγματικότητα μου έκανες μάθημα! Σχολίασε η Σεσίλια.

-Δεν είναι κακό να ενημερώνεσαι και για άλλα πράγματα εκτός από την τέχνη σου, κορίτσι μου. Και ύστερα στρέφοντας την προσοχή της πάλι στον Γκράχαμ. Και πως αποφάσισες να πάρεις αυτή την κατεύθυνση;

-Είχα ξεκινήσει να σπουδάζω οικονομικά, αλλά ένα ταξίδι στην πατρίδα της μητέρας μου, μου άλλαξε προσανατολισμό.

-Ώστε είστε έλληνας;

-Μισός. Ο άλλος μισός είμαι άγγλος με σκοτσέζικες ρίζες.

-Πολυεθνικός! Σχολίασε χαριτολογώντας ο Mark.

-Κάπως έτσι! Η Σεσίλια πρόσεξε τη μάνα της να κοιτάζει εξεταστικά τον Γκράχαμ, και ξαφνικά υποψιάστηκε τι σκεφτόταν. Όταν εκείνη νέο κορίτσι, σε κάποιες διακοπές της στην Ισπανία, είχε ερωτευτεί το μελαμψό από τον ήλιο, Ερνέστο. Ο Γκράχαμ δεν έμοιαζε στον πατέρα της, σκέφτηκε και τον κοίταξε και εκείνη διερευνητικά. Όχι σίγουρα δεν έμοιαζε, όμως είχε έντονο πάνω του, όπως και ο πατέρας της, το στοιχείο της μεσογείου, που βρέχει τη γη τους. Και όπως όλα έδειχναν μόνο ένα τέτοιον άντρα θα μπορούσε να ερωτευτεί. Αν δεν ήταν Ισπανός, θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι Έλληνας ή Ιταλός, το λιγότερο Γάλλος του Νότου, όμως τη ζάλιζαν τα γαλλικά, ένιωθε ότι οι γάλλοι ήταν μόνιμα με μπουκωμένη μύτη.

Πρόσεξε το μικρό της αδερφό τον Ίαν, να ξεκολλάει επιτέλους από το δέντρο και να πλησιάζει τον καναπέ όπου καθόταν ο Γκράχαμ με τον Χάουαρντ. Στη γωνία που έμενε κενή ανάμεσα στο μπράτσο του καναπέ και του Γκράχαμ πήγε και γραδώθηκε το μικροσκοπικό της αδερφάκι. Πως αλλιώς, αν καθόταν δίπλα στον αδερφό τους, θα τον ξέκανε στις αγκωνιές πάλι. Ο Γκράχαμ κοίταξε τον μικρό και έκανε λίγο πιο μέσα για να βολευτεί καλύτερα, εκείνος τον κοίταξε και του χαμογέλασε. «Ουφ», τουλάχιστον ο Ίαν την είχε βγάλει κάπως ασπροπρόσωπη γιατί η άλλη οικογένεια…, η μητέρα της με τον πατριό της, είχαν επιδοθεί σε κανονική ανάκριση, όσο για τον μεγάλο αδερφό, δεν είχε καν λόγια. Άκουσε το κινητό της να χτυπάει από το δωμάτιο, απρόθυμη σηκώθηκε μιας και όλα τα κεφάλια είχαν στραφεί προς το μέρος της, δεν ήθελε να αφήσει μόνο του τον Γκράχαμ με τους ανακριτές των ΕΣ.ΕΣ., όμως έπρεπε να απαντήσει. 

-Παρακαλώ! Ήταν η πρώτη της λέξη, μιας και πάνω στη βιασύνη της δεν ενδιαφέρθηκε να δει στην αναγνώριση, ποιος την καλούσε.

-Χρόνια Πολλά Σεσίλια, Καλά Χριστούγεννα.

-Χρόνια Πολλά Τσάρλι, τι κάνεις;

-Καλά εσύ;

-Ας τα λέμε καλά!

-Τι συμβαίνει, ανόρεχτη σε ακούω, φταίει απλά η μελαγχολία των Χριστουγέννων ή και κάτι άλλο;

«Η μελαγχολία που μου προκαλεί η οικογένεια μου φταίει αλλά τέλος πάντων», σκέφτηκε χωρίς όμως να δώσει αυτή την απάντηση στο φιλαράκι της.

-Καμία μελαγχολία των Χριστουγέννων, αν με είχες πάρει δυο ώρες νωρίτερα θα με άκουγες μια χαρά, απλά έχω επισκέψεις…

-Δεν ακούγεσαι και πολύ ενθουσιασμένη.

-Προφανώς και δεν είμαι! Τέλος πάντων, εσύ, όλα καλά;

-Ναι, τώρα γύρισα από το εστιατόριο που δώσαμε φαγητό στους πρόσφυγες.

Χτύπησε το μέτωπο της με θόρυβο, αν δεν την είχε παλαβώσει εντελώς ο έρωτας, θα είχε κάνει την καλή της πράξη και έτσι η μητέρα της δε θα την έβρισκε σπίτι. Έτσι το πιο πιθανό να είχαν αρκεστεί στο συνηθισμένο εορταστικό τηλεφώνημα.

-Θα είχε πολύ δουλειά ε;

-Ναι, βλέπεις λόγω της ημέρας λείπανε πολλοί στις οικογένειες τους.

-Όμως εσύ στρατιώτης στο καθήκον! Θέλησε να του αστειευτεί.

-Σεσίλια! Άκουσε τη μητέρα της να τη φωνάζει και σκέφτηκε ότι η ευχάριστη παρένθεση είχε πάρει τέλος.

-Πρέπει να σε κλείσω, με φωνάζουν.

-Ναι, φυσικά. Και πάλι χρόνια πολλά.

-Επίσης! Απάντησε και πάτησε το κουμπί για να τερματίσει την κλήση. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε προς στιγμή αν θα της ταίριαζε το όνομα της Ηλέκτρας. Μπα, πολύ δράμα, δεν της ταίριαζε…

Επέστρεψε στο μικρό της καθιστικό, όπου πέντε άνθρωποι στέκονταν όρθιοι. Ο Γκράχαμ σε ρόλο οικοδεσπότη τους χαιρετούσε. «Πολύ θάρρος πήραμε» σκέφτηκε και προχώρησε.

-Σεσίλια, αγάπη μου φεύγουμε. Την ενημέρωσε η μάνα της και εκείνη έμεινε να την κοιτάζει απορημένη. Τους συνόδεψε μέχρι την πόρτα, ενώ ο Γκράχαμ έμεινε στο καθιστικό και βολεύτηκε στον καναπέ. Ο πατριός της με τους γιούς του προπορεύτηκαν όμως η Σάρα έμεινε πιο πίσω.

-Μπράβο Σεσίλια, πολύ καλή επιλογή.

-Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς; Της είπε η κόρη της ενοχλημένη.

-Φυσικά και καταλαβαίνεις. Της απάντησε η Σάρα κι αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε, ακολούθησε τον άντρα και τα παιδιά της.

Η Σεσίλια έκλεισε την πόρτα και αναστέναξε ανακουφισμένη. Κατευθύνθηκε προς τον καναπέ αλλά στα μισά άλλαξε γνώμη και κάθισε σε μια καρέκλα. Ο άντρας, της χαμογελούσε χωρίς να λέει τίποτα.

-Γκράχαμ, νομίζω ότι πρέπει να καθυστερήσεις να έρθεις στο στούντιο για να διορθώσω το τατού.

-Γιατί; Τη ρώτησε απορημένος.

-Διότι η μάνα μου σε εγκρίνει!

-Και αυτό τι σημαίνει;

-Ότι πιθανό το Silene Tomentosa να μη μετατραπεί σε φοίνικα αλλά στην καλύτερη σε ευχούλη με λαχανί μαλλιά. Στην καλύτερη περίπτωση, γιατί τη χειρότερη δεν την αναφέρω…  

 

 

Κεφάλαιο ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ

- “it’s too good to be true”

 

Όχι πως ήταν προληπτικός, αλλά γενικά προσπαθούσε να μην υπεραναλύει την κατάσταση. Άλλωστε, μετά από τα μάλλον επεισοδιακά Χριστούγεννα, είχε ακολουθήσει μια ήσυχη παραμονή πρωτοχρονιάς, παρά το ότι είχε αναγκαστεί να πει ψέματα σε οικογένεια και φίλους, για να μπορεί να την περάσει με τη Σεσίλια, χωρίς πολλές ερωτήσεις. Έτσι στη μητέρα του είπε πως θα περνούσε την αλλαγή του χρόνου με τους κολλητούς του και στους φίλους του, πως φέτος θα γιόρταζε οικογενειακά.

Ήταν από τις πιο όμορφες παραμονές πρωτοχρονιάς που είχε περάσει ποτέ του, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων των πρώτων χρόνων της φοιτητικής του ζωής, όταν τα πάρτι ξεκινούσαν τη μία χρονιά και τελείωναν την επόμενη. Δεν είχαν κάνει κάτι το ιδιαίτερο, όμως ήταν μαζί κι αυτό μετρούσε περισσότερο από όλα. Μια μικρή βόλτα στο κατάμεστο κέντρο κι ύστερα, υποδέχτηκαν το νέο έτος στο δωμάτιο του Γκράχαμ στην εστία, παρακολουθώντας τα πυροτεχνήματα να κάνουν τη νύχτα μέρα, με την Σεσίλια να κομπάζει παιχνιδιάρικα πως το δικό της δέντρο, ήταν πολύ καλύτερο από των μικρών διαστάσεων έλατο, που στόλιζε εκείνος κάθε χρόνο για το καλό.

Μόνο του παράπονο, ήταν το πως ο καιρός, δεν του έκανε το χατίρι. Σαν ενήλικας, προσποιούνταν ότι ο μόνος λόγος για να απολαύσει ένα χιονισμένο τοπίο, ήταν όταν βρισκόταν με τη μικρή του αδερφή στο πάρκο, φτιάχνοντας αγγέλους με τα χέρια και τα πόδια τους, ξαπλωμένοι στο αφράτο χιόνι. Η αλήθεια ήταν όμως, πως λάτρευε το φρέσκο χιόνι και ειδικά την περίοδο των γιορτών. Κάθε χρόνο παρακαλούσε για λευκά Χριστούγεννα κι απογοητευόταν όταν ο ουρανός παρέμενε πεισματικά μολυβένιος. Δυστυχώς, φέτος ήταν μία από αυτές τις χρονιές, όπου το μόνο που έπεφτε από ψηλά ήταν ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο.

Κατά τα άλλα, όλα πήγαιναν κάτι παραπάνω από καλά. Η σχέση του, γιατί μπορούσε πλέον να λέει αυτή τη λέξη άφοβα, κυλούσε ήρεμα και η δουλειά του, είχε αραιώσει αρκετό καιρό πριν τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο σταματήσουν για τις γιορτές. Αφού ο κος Άτκινσον είχε προγραμματίσει ένα ταξίδι στη Γαλλία και κάπου ανάμεσα στις προετοιμασίες του, αποφάσισε να αφήσει και τον Γκράχαμ ήσυχο να δουλέψει την εργασία του, την οποία ολοκλήρωσε και παρέδωσε εντός της προθεσμίας του. Τώρα περίμενε τα αποτελέσματα, αν και πρώτη φορά ένιωθε τόσο μεγάλη σιγουριά.

Οι φίλοι του, τον έβλεπαν σίγουρα λιγότερο και αν και πολλές φορές είχαν κάνει νύξεις πως κάτι τους κρύβει, δεν του δημιούργησαν σκηνές. Είχε υποσχεθεί όμως στον εαυτό του πως η μέρα που θα τους τα έλεγε όλα και θα γνώριζαν και επίσημα την κοπέλα του, πλησίαζε. Πάντως εκείνοι από τη μεριά τους, φρόντιζαν να αξιοποιούν το λιγοστό χρόνο που περνούσαν μαζί, διασκεδάζοντας και ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο τη διάθεση του Γκράχαμ, που μετά από πολύ, πολύ καιρό περνούσε υπέροχα. Μέχρι και το ότι χρειάστηκε να δει αρκετές φορές τον πατέρα του λόγω των γιορτών, δεν κατάφερε να του χαλάσει το κέφι, παρόλο που ο Γουάλι, έμοιαζε λίγο παραπάνω σκυθρωπός από το συνηθισμένο, σίγουρα λόγω της συνάντησης του με τη Σεσίλια.

Ανανεωμένος και διανύοντας μία από τις καλύτερες περιόδους που θυμόταν στη ζωή του, φρόντιζε να αγνοεί εκείνη τη μικρή ενόχληση που ένιωθε και που του θύμιζε πως το motto “it’s too good to be true” ήταν ένα από τα αγαπημένα του. Συνέχιζε να απολαμβάνει την κάθε στιγμή ό,τι κι αν έκανε. Όπως τώρα, που καθόταν απέναντι από τη Σεσίλια στο «La Coeur» και την άκουγε να απαριθμεί μερικά από τα κατά τη γνώμη της, αμέτρητα ελαττώματα της μητέρας της. Η συζήτηση τους πάντως, είχε ξεκινήσει από το ότι την περίοδο των γιορτών, η δουλειά στο στούντιο είχε πέσει αρκετά.

«Σου λέω, δεν την αντέχω!», άστραψε η Σεσίλια, προκαλώντας μερικά αγανακτισμένα βλέμματα από τους πελάτες στα διπλανά τραπέζια. Σαν να κατάλαβε πως είχε ανεβάσει το volume της φωνής της, κοίταξε γύρω της νευρικά και μαζεύτηκε στο κάθισμα, σαν μικρό κοριτσάκι, που το έπιασαν να κάνει αταξίες.

Έπιασε ξανά το πιρούνι της κι άρχισε να σκαλίζει το φαγητό της μουρμουρίζοντας στα ισπανικά. Ο Γκράχαμ, λάτρευε τους κελαρυστούς ήχους που έβγαιναν από το στόμα της και τον τρόπο, που σχεδόν τραγουδούσε τις λέξεις, αν και ήξερε πως οι περισσότερες θα ήταν βρισιές.

«Πρέπει να μάθω ισπανικά», την αιφνιδίασε. Η Σεσίλια σήκωσε το βλέμμα της από το πιάτο και τον κοίταξε απορημένη. «Καταλαβαίνω πότε βρίζεις από το ύφος σου. Θέλω όμως να καταλαβαίνω και τι λες, ειδικά αν είναι να το λες για μένα»

Η Σεσίλια του χαμογέλασε στραβά και του έβγαλε τη γλώσσα. «Οι βρισιές είναι ίδιες, σε όλες τις γλώσσες. Αλλά αν αυτό είναι που σε απασχολεί, υπόσχομαι να σε βρίζω μόνο στα αγγλικά».

«Εντάξει! Κι εγώ υπόσχομαι να μη σε βρίσω ποτέ στα ελληνικά»

«Ουάου! Ξέρεις να βρίζεις στα ελληνικά;»

«Φυσικά και ξέρω!», της είπε προσβεβλημένος.

«Βασικά εκπλήσσομαι που ξέρεις να βρίζεις γενικά. Δεν σε έχω ακούσει ποτέ. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είχες βρίσει ούτε καν εμένα, όταν ανακάλυψες το τατουάζ. Για άγγλος, έχεις πολύ καθαρό στόμα»

«Πάλι αυτό το θέμα με τους άγγλους; Έχεις πολλά στερεότυπα το ξέρεις;», της είπε κουνώντας της το δείκτη του.

«Εγώ; Έχω εγώ, στερεότυπα;», του είπε βάζοντας σοκαρισμένη το χέρι στο στήθος έχοντας μια κωμικά, έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο της, που χαλούσε μόνο από την προσπάθεια της να μη γελάσει.

«Ναι, ναι και μη γελάς. Έχεις. Αλλιώς τι υποτίθεται ότι είναι αυτό το πράγμα με τους ισπανούς και τους άγγλους και τον αέρα της Μεσογείου;»

Η Σεσίλια ανασήκωσε τον ένα της ώμο. «Είναι απλά γούστο. Τι το κακό έχει; Θεωρώ τους άγγλους λίγο άχρωμους και ξενέρωτους σε σχέση με άλλους λαούς»

Τώρα ήταν σειρά του Γκράχαμ να σοκαριστεί. «Άχρωμους και ξενέρωτους; Άχρωμοι και ξενέρωτοι ο Σαίξπηρ, ο Λόρδος Μπάιρον και ο Ντίκενς; Άχρωμη και ξενέρωτη η Τζέιν Όστεν και η Έμιλι Μπροντέ;»

«Αυτές, ήταν γυναίκες», τον διέκοψε η Σεσίλια.

«Να το πάλι! Στε-ρε-ό-τυ-πα και στο κάτω-κάτω, είμαι κι εγώ άγγλος», επέμενε ο Γκράχαμ και δέχτηκε καταπρόσωπο μία χαρτοπετσέτα, που η Σεσίλια είχε τυλίξει σε μπαλάκι. Φαινόταν να το διασκεδάζει.

«Εντάξει λοιπόν! Υπόσχομαι να το σκεφτώ και ίσως, ίσως αναθεωρήσω. Αλλά σταμάτα να το λες, γιατί το επόμενο που θα σου πετάξω, θα είναι το περιεχόμενο του πιάτου μου και είναι κρίμα, δεν έχω φάει νοστιμότερο φαγητό»

«Ναι, για τόλμα! Η Σοφί θα σε κατασπαράξει», της απάντησε γελώντας, κάνοντας παράλληλα νόημα στην ιδιοκτήτρια του «La Coeur», πως όλα στο τραπέζι τους, ήταν υπέροχα.

«Λες να το κάνει επειδή θα απαξιώσω το φαγητό της, ή επειδή προφανώς είσαι η μεγάλη της αδυναμία;», ρώτησε η Σεσίλια βάζοντας μια μεγάλη μπουκιά, από το κοκκινιστό κοτόπουλο στο στόμα της.

«Το δεύτερο. Οι γυναίκες αυτής της ηλικίας, με βρίσκουν εξαιρετικά συμπαθητικό. Είναι η σούπερ δύναμη μου».

«Α, μα τότε κρίμα, για τη φτωχή μητέρα μου! Δεν είχε καμία τύχη απέναντι σου».

«Ακριβώς! Και παρεμπιπτόντως, αν και ξέρω πως ίσως δε με αφορά, νομίζω πως την αδικείς λίγο», σχολίασε ο Γκράχαμ όσο πιο ανώδυνα μπορούσε. Η Σεσίλια όμως δεν φάνηκε να καλοδέχεται την παρατήρηση του. Χωρίς να απαντήσει, πήρε το ποτήρι της και κατέβασε μια γενναία γουλιά από το κρασί της. Ύστερα τον κοίταξε σκεφτική και ήπιε λίγο ακόμα, πριν το αφήσει και τον ρωτήσει.

«Πως κι έτσι;»

«Οκ, το έπιασα! Φύτρωσα σε ξένο χωράφι, απλά…»

«Όχι πες μου, θέλω τη γνώμη σου».

«Σίγουρα;», ρώτησε ο Γκράχαμ σμίγοντας τα φρύδια του.

«Ναι, σίγουρα!», κατένευσε η Σεσίλια και σταύρωσε τα χέρια της, μπροστά της.

«Νομίζω ότι νοιάζεται για σένα. Ήρθε να σε δει σωστά; Αυτό σημαίνει πως η ζωή σου, δεν της είναι αδιάφορη. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι δεν τα πηγαίνετε πάντα καλά, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που μάνα με κόρη έχουν κάποιες διαφωνίες. Το σημαντικό είναι, να βρίσκεται η μία στη ζωή της άλλης και η μητέρα σου τουλάχιστον, προσπαθεί», της είπε με μία ανάσα.

«Σκέφτεσαι να αφήσεις την αρχαιολογία, για την ψυχολογία Ίντι;»

Ο Γκράχαμ την κοίταξε. Ευτυχώς, του χαμογελούσε. «Σε καμία περίπτωση. Απλά έκανα νοερά κάποιες συγκρίσεις».

«Συγκρίσεις;»

«Ναι, εσένα με τη μητέρα σου κι εμένα με τον πατέρα μου».

Η Σεσίλια κούνησε το κεφάλι της, δείχνοντας ότι καταλάβαινε. Δεν είχαν σχολιάσει καθόλου την παρουσία του πατέρα του έξω από το σινεμά, ούτε και την ομολογουμένως αποτυχημένη τους συνάντηση, όμως ο Γκράχαμ ήξερε πως η κοπέλα είχε παρατηρήσει την ψυχρότητα που επικρατούσε. Πως θα μπορούσε να την αγνοήσει άλλωστε; Έμοιαζε με φλεγόμενη δάδα, σε σκοτεινό δωμάτιο.

«Ούτε κι εσείς τα πάτε καλά;», τον ρώτησε τελικά.

«Μμμ, κοίτα να δεις. Για να τα πας καλά με τον πατέρα μου, θα πρέπει να μην του πηγαίνεις κόντρα σε τίποτα κι όταν λέω σε τίποτα, το εννοώ. Δυστυχώς, ενώ υπήρξα υποδειγματικός σε όλη μου τη ζωή, υπήρξε ένα σημείο που τα χάλασε όλα. Δε μου το συγχώρεσε ποτέ και δε νομίζω ότι πρόκειται»

«Το ότι άφησες τα οικονομικά;», μάντεψε η κοπέλα.

«Το ότι άφησα τα οικονομικά», επιβεβαίωσε εκείνος και αφού ήπιε μονορούφι όσο κρασί είχε το ποτήρι του, το ξαναγέμισε και πρότεινε το μπουκάλι στη Σεσίλια, που αρνήθηκε.

«Σε στεναχωρεί όμως. Η κατάσταση εννοώ», συνέχισε εκείνη.

«Τώρα πια, σίγουρα λιγότερο, από ότι στις αρχές. Κι αν με ρωτήσεις σε ένα χρόνο από τώρα, μπορεί και καθόλου».

«Δεν το πιστεύω αυτό για σένα. Δείχνεις δεμένος με την οικογένεια σου. Αν κρίνω δηλαδή από το γεγονός ότι η Άιλα, σε κάνει ότι θέλει».

Ο Γκράχαμ άφησε ένα μικρό γέλιο. «Η Άιλα κάνει τους πάντες ότι θέλει. Είναι η δική της σούπερ δύναμη. Όμως ναι, είμαι δεμένος με την μητέρα μου και τις αδερφές μου. Ο πατέρας μου, είναι άλλη ιστορία»

«Εκείνος χάνει!», του είπε η Σεσίλια κλείνοντας του το μάτι.

Ο Γκράχαμ της χαμογέλασε. «Λοιπόν, τι θα κάνουμε σήμερα; Έχεις το ρεπό σου αύριο κι εγώ προς το παρόν, δεν έχω εκκρεμότητες. Μήπως έχεις διάθεση για λίγο ξενύχτι;»

«Τι έχεις στο μυαλό σου, Ίντι;»

«Τίποτα πονηρό αυτή τη φορά. Έλεγα να βγαίναμε λίγο».

Η Σεσίλια ξεφύσησε απογοητευμένα και ο Γκράχαμ γέλασε. Πήρε το πιρούνι της, τσίμπησε λίγο από το κοτόπουλο της και κράτησε το χέρι του μετέωρο μπροστά της. «Εντάξει, δεν χρειάζεται να μείνουμε έξω και μέχρι το πρωί».

«Τώρα μιλάς σωστά», του είπε και έσκυψε για να πάρει την μπουκιά που της πρόσφερε. «Και που λες να πάμε;», συνέχισε όταν κατάπιε.

«Τι θα έλεγες να πηγαίναμε στο Element;», πρότεινε ο Γκράχαμ.

«Στο Element;»

«Ναι, είναι το κλαμπ που συχνάζουμε με τους φίλους μου. Είχαμε βρεθεί εκεί μια φορά, θυμάσαι;», θέλησε να της θυμίσει ο Γκράχαμ, αποφεύγοντας επίτηδες να αναφέρει τη δική της παρέα. «Είναι ευκαιρία να γνωρίσεις και λίγο καλύτερα τα παιδιά. Και να μάθουν και για εμάς», συνέχισε αδιάφορα.

«Για εμάς; Δεν ξέρουν;», απόρησε η Σεσίλια.

«Ναι με όλα όσα έγιναν, δεν μπόρεσαν τους εξηγήσω και πολλά. Πρακτικά δεν ξέρουν τίποτα από το τατουάζ και μετά. Και πρακτικά δεν ξέρουν καν, την αλήθεια για το τατουάζ», παραδέχτηκε.

Η Σεσίλια τον κοίταξε με δυσπιστία και τελικά, έσκασε στα γέλια. Ο Γκράχαμ, την άφησε να ξεσπάσει και όταν ηρέμισε κάπως, κοίταξε το ελαφρώς κοκκινισμένο πρόσωπο της. «Εντάξει παραδέξου ότι το διασκεδάζεις παραπάνω από όσο θα έπρεπε».

«Λίγο…».

«Θα έπρεπε να θυμώσω το ξέρεις; Δεν μπορείς να φανταστείς τι δούλεμα θα φάω», μούτρωσε στα ψέματα ο Γκράχαμ.

Η Σεσίλια σηκώθηκε από τη θέση της και γλιστρώντας νωχελικά, ήρθε από τη δική του μεριά. Τον έσπρωξε ελαφρά προς τα πίσω, στην καρέκλα του και κάθισε στην αγκαλιά του. «Γλυκέ μου Ίντι, πόσο υπέφερες και πόσο θα υποφέρεις ακόμα. Μήπως θα προτιμούσες αντί για το κλαμπ, να λάβεις λίγη παρηγοριά;»

Ο Γκράχαμ ένιωσε το φιλί της στο πλάι του λαιμού του, στο μάγουλο του, μέχρι που συνέχισε στο λοβό του αυτιού του. Ένιωσε την θερμοκρασία στο χώρο να ανεβαίνει και με μία αυτοσυγκράτηση που πήγαζε καθαρά από το γεγονός, ότι είχαν στραφεί καταπάνω τους κάμποσα ζευγάρια μάτια τριγύρω, έπιασε το πηγούνι της και την κοίταξε. «Προσπαθείς να αποφύγεις τους φίλους μου;», ρώτησε.

Η Σεσίλια κάγχασε. «Όχι βέβαια. Απλά δε θέλω να έρθεις σε δύσκολη θέση. Φυσικά και θέλω να πάμε»

Ο Γκράχαμ, ερεύνησε σκεφτικός το πρόσωπο της. Στο τέλος της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Έκλεισε τότε. Το βράδυ έχουμε ραντεβού στο Element. Αλλά να σου πω, αυτό με την παρηγοριά, μπορούμε απλά να το πάμε για αργότερα, έτσι;»

 

 

«Πλάκα κάνεις! Χα χα χα χα, δεν το πιστεύω, χα χα χα! Ένα λουλουδάκι λέει», κατάφερε να ξεστομίσει ο Κάλουμ, κάπου ανάμεσα στα βροντερά του γέλια.

Βρισκόντουσαν πάνω από μία ώρα στο Element. Ο Σμιτ και ο Κάλουμ, είχαν πιάσει από ένα σκαμπό στο μπαρ, ενώ ο Γκράχαμ στεκόταν όρθιος με το ποτό στο χέρι, δίπλα στη Σεσίλια που καθόταν σταυροπόδι σε ένα τρίτο.

Ο Κάλουμ, τραμπάλισε κάμποσες φορές στο κάθισμα του καθώς γελούσε με τον τρόπο που γνωρίστηκε το ζευγάρι και ειδικά με το σκηνικό του «λάθος» τατουάζ. Ο Γκράχαμ έβλεπε τα δύο πόδια του σκαμπό, πότε να σηκώνονται στον αέρα και πότε να κοπανάνε στο έδαφος, αλλά ήξερε πως αν κάποια στιγμή σηκώνονταν για να μην ακουμπήσουν ξανά κάτω, εκείνος δε θα έκανε κίνηση για να σώσει την κατάσταση. Είχε αφήσει τη Σεσίλια να γεμίσει διάφορα κενά στην ιστορία και τώρα τα γέλια του φίλου του, τον έκαναν να βγάζει καπνούς από τα αυτιά.

«Θα σταματήσεις επιτέλους να γελάς; Να, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτα, τόσο καιρό»

«Όχι δε θα σταματήσω, μέχρι να πάψει να μου φαίνεται αστείο. Δηλαδή ποτέ», τον κορόιδεψε ο Κάλουμ καθώς στηριζόταν στον ώμο του Σμιτ για να μην πέσει.

Ο Γκράχαμ του απάντησε με μια γκριμάτσα και στράφηκε στον Σμιτ. «Εσύ δε θα πεις τίποτα;»

Ο φίλος του τον κοίταξε, κουνώντας κυκλικά το μπουκάλι της μπύρας του. «Μόνο ότι στα έλεγα! Τίποτα καλό δεν βγαίνει όταν κάνεις τατουάζ μεθυσμένος, χωρίς παρεξήγηση!», είπε κοιτώντας τη Σεσίλια.

«Καμία! Ως επαγγελματίας του χώρου οφείλω να συμφωνήσω», είπε εκείνη με ένα χαμόγελο.

«Α, τώρα συμφωνείς, ε;», αγανάκτησε ο Γκράχαμ, προκαλώντας νέα κύματα γέλιου σε όλη την παρέα. Στο τέλος γέλασε κι εκείνος, αφήνοντας ένα φιλί στον γυμνό ώμο της Σεσίλια.

«Κι αναρωτιόμουν γιατί σε έπιασαν οι ντροπές σου και κρυβόσουν! Σεσίλια, είσαι επισήμως ο αγαπημένος μου άνθρωπος για τη νέα χρόνια! Νομίζω δεν έχω ξαναγελάσει τόσο»

«Όχι Κάλουμ, μπορώ να το επιβεβαιώσω κι εγώ! Δεν έχεις ξαναγελάσει τόσο», γκρίνιαξε  ο Γκράχαμ.

«Στην υγειά της Σεσίλια λοιπόν!», συνέχισε ο φίλος του αγνοώντας τον Γκράχαμ, τσουγκρίζοντας τα ποτά όλων και ύστερα, πίνοντας μια γουλιά έριξε μια ματιά προς την είσοδο. «Μα καλά, που είναι επιτέλους;»

Ο Σμιτ ακολούθησε το βλέμμα του φίλου του, μέχρι την πόρτα και κούνησε το κεφάλι του. «Έχεις δίκιο, έπρεπε να έχει έρθει, σε λίγο ξεκινάνε»

Ο Γκράχαμ, γύρισε να κοιτάξει την πίστα, όπου μια μπάντα ετοιμαζόταν για το live show της. Συγκεκριμένα η μπάντα αυτή, ήταν μία από τις αγαπημένες του Τζέιμς και δεν έχανε ποτέ εμφάνιση τους. Σήμερα όμως, είχε αργήσει πολύ περισσότερο από τις συνηθισμένες του καθυστερήσεις. Τις περισσότερες φορές που βρισκόταν στο Element κάποιο από τα αγαπημένα του συγκροτήματα, φρόντιζε να είναι εδώ από τις πρόβες κιόλας και μάλιστα, ανάγκαζε και τους υπόλοιπους να έρθουν νωρίτερα.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε η Σεσίλια στο αυτί του.

Ο Γκράχαμ την κοίταξε πριν απαντήσει. Χάρηκε που την είδε χαλαρή, να απολαμβάνει τη βραδιά. Όταν της πρότεινε να βγούνε με τους φίλους του, του φάνηκε πως δίσταζε. Αλλά τελικά τα βρήκε μια χαρά με τον Κάλουμ και συζήτησε ευχάριστα με τον Σμιτ. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν τους συμπάθησε, μα τουλάχιστον δεν βαριόταν, όπως είχε φοβηθεί εκείνος. «Για τον Τζέιμς λέμε. Τον αδερφό του Κάλουμ. Ήταν να έρθει απόψε, αλλά μάλλον κάτι θα έτυχε. Αλλιώς δε θα έχανε το συγκεκριμένο βράδυ»

«Τον Τζέιμς», επανέλαβε η κοπέλα και ήπιε μια γρήγορη γουλιά από το ποτό της.

«Α ναι, ξέχασα. Μάλλον τον ξέρεις ήδη. Είναι πελάτης στο στούντιο, σωστά;», της είπε ανέμελα, αν και στην ουσία απλά χοροπηδούσε γύρω από το θέμα του Τσάρλι, προσπαθώντας να μην γκρεμοτσακιστεί θίγοντας το.

«Μπορεί, αν και πρέπει να είναι πελάτης του Τζίμη», εξήγησε κατανεύοντας και χωρίς κανένα σημάδι ταραχής. Ή ήταν πολύ καλή ηθοποιός, ή όντως ο φίλος του Τζέιμς δεν ήταν κάτι παραπάνω από αυτό ακριβώς, φίλος του Τζέιμς. Όμως είχαν βγει για να διασκεδάσουν, δεν ήταν ώρα να προχωρήσει σε αυτό το δρόμο.

Της χαμογέλασε και στράφηκε προς την άλλη μεριά, όπου μόλις είχαν κάνει την εμφάνιση τους ο Τζέιμς και για κακή του τύχη, ο Τσάρλι. Με έναν μικρό αναστεναγμό, θυμήθηκε ένα γνωμικό από το νησί της μητέρας του, που κάτι έλεγε για μεγάλες κουβέντες.

Δίπλα του η Σεσίλια, δεν πρόσεξε τους δύο νεοφερμένους και είχε πιάσει πάλι κουβέντα με τον Σμιτ. Όμως, όταν τα δύο παιδιά τους πλησίασαν και χαιρέτησαν, ο Γκράχαμ, πρόσεξε πως ο Τσάρλι έδειχνε έκπληκτος από την παρουσία της Σεσίλια στο μαγαζί.

«Μα καλά που είσαι τόση ώρα, κοντεύουν να αρχίσουν», είπε ο Κάλουμ στον αδερφό του προσφέροντας του μία μπύρα.

«Ναι το ξέρω, αλλά ο Τσάρλι είχε δουλειά κι άργησε να τελειώσει. Ευτυχώς τους πρόλαβα, πάω να πω ένα γεια και επιστρέφω», απάντησε ο Τζέιμς και έφυγε προς την μπάντα που είχε αρχίσει να δοκιμάζει μερικές νότες.

«Τσάρλι, τα παιδιά τα ξέρεις. Ο Σμιτ, ο Γκράχαμ κι από δω… μια στιγμή», διέκοψε ο Κάλουμ τις συστάσεις, σαν να είχε μόλις ανακαλέσει μία ανάμνηση από το βαθύ παρελθόν, συνειδητοποιώντας παράλληλα ότι έκανε γκάφα. «Τη Σεσίλια την ξέρεις».

«Ναι, ναι γνωριζόμαστε», επιβεβαίωσε ο Τσάρλι κοιτώντας τη Σεσίλια πάνω από το ποτήρι του. Εκείνη δεν απάντησε, αρκέστηκε στο να χαμογελάσει στον Κάλουμ, για να τον καθησυχάσει πως δεν υπήρχε πρόβλημα στην όλη σκηνή.

Ο Γκράχαμ, είχε αποφασίσει στα δευτερόλεπτα ανάμεσα στη χειραψία του με τον Τζέιμς και τον Τσάρλι όταν ήρθαν, πως δε θα άφηνε να φανεί πόσο άβολα ένιωθε, ούτε πόσο τον έτρωγε η παρουσία του Τσάρλι τόσο κοντά στη κοπέλα του. Και κυρίως, δε θα άφηνε τη Σεσίλια να καταλάβει ότι ζήλευε. Στο κάτω, κάτω της είχε εμπιστοσύνη.

Η φωνή του Σμιτ, τον έβγαλε από τις σκέψεις του και τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. «Και από πού γνωρίζεστε;», ρώτησε έχοντας προφανώς ξεχάσει την προηγούμενη συνάντηση τους, στο ίδιο μέρος. Ο Κάλουμ, προσπάθησε να τον σκουντήξει στα πλευρά απαρατήρητος, μα ο Γκράχαμ, ήξερε τους φίλους του πολύ καλά για να του ξεφύγει οποιαδήποτε λεπτομέρεια.

«Ε μεγάλη ιστορία…», είπε αινιγματικά ο Τσάρλι, κρατώντας σταθερό το βλέμμα του στη μόνη κοπέλα στη συντροφιά.

Η Σεσίλια όμως, δεν άφησε το μικρό υπονοούμενο να πέσει κάτω. Έπιασε το μπράτσο του Γκράχαμ, που τόση ώρα απέφευγε να την αγγίξει, ώστε να μην το θεωρήσει σαν κάποια προσπάθεια να οριοθετήσει το έδαφος του μπροστά στο καινούργιο πρόσωπο και κοιτώντας επιτέλους τον Τσάρλι, είπε αεράτα. «Όχι και τόσο».

Ο Γκράχαμ έσφιξε το χέρι που κρατούσε το μπράτσο του και έκανε νόημα στο μπάρμαν, για ένα γύρο ακόμα από τα ποτά τους. Η επιστροφή του Τζέιμς στην παρέα και ο χαιρετισμός της μπάντας στο μικρόφωνο, τους έκανε όλους να στραφούν προς την πίστα. Το πρόγραμμα ξεκίνησε και για κάμποση ώρα, το μόνο που έκανε ο Γκράχαμ, ήταν να κοιτάζει το συγκρότημα, απολαμβάνοντας τη μουσική και να πίνει το ποτό του.

Δύο τρεις φορές γύρισε προς τη Σεσίλια, που καθισμένη ακόμα στο σκαμπό της, λικνιζόταν από τη μέση και πάνω, στο ρυθμό της μουσικής. Ήταν όμορφη στο μισοσκόταδο. Ήλπιζε μόνο να μην το έβλεπε και ο Τσάρλι αυτό.

Όταν τελείωσε το live, το κοινό είχε μείνει ενθουσιασμένο. Τελικά ο Τζέιμς έχει γούστο στις μπάντες, σκέφτηκε ο Γκράχαμ. Η προηγούμενη μουσική από το στερεοφωνικό του μπαρ, επανήλθε και ξεκίνησαν και πάλι οι συζητήσεις ανάμεσα στις παρέες.

«Λοιπόν, που πάμε τώρα;», πέταξε ο Κάλουμ, παρασυρμένος από τη ζωηράδα της μουσικής.

«Τι εννοείς; Που να πάμε δηλαδή;», ρώτησε ο Σμιτ.

«Ε εδώ, τελείωσε το καλό, δε θα πάμε να συνεχίσουμε σε κανένα κλαμπ;»

«Δεν πας καλά. Εγώ έπρεπε ήδη να την έχω κάνει»

«Ωωωω μωρέεε. Το περιμένει το παιδάκι η Ελίζ του και θα το μαλώσει;», κορόιδεψε ο Κάλουμ με φωνή μωρού.

«Τουλάχιστον, εμένα με περιμένει κάποια. Εσένα μοναχικό κούτσουρο; Ποια σε περιμένει;», αντέδρασε ο Σμιτ.

«Ποια;;;; Ποιες  να λες. Με περιμένει όλος ο ελεύθερος, θηλυκός πληθυσμός του Λονδίνου. Γι’ αυτό σου λέω. Που θα πάμε;»

«Εγώ σπίτι μου, εσύ τρελέ, όπου σε βγάλει ο δρόμος σου», γέλασε ο Σμιτ και αφού τους χαιρέτησε όλους, έδωσε μια σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Κάλουμ και πήρε το δρόμο προς την έξοδο, βγάζοντας παράλληλα το κινητό από την τσέπη του και φέρνοντας το στο αυτί του.

«Ωραία, έφυγε ο ξενέρωτος; Εσείς τι λέτε;», είπε ο Κάλουμ με την ίδια ανυπομονησία.

«Εγώ ψήνομαι για συνέχεια», απάντησε ο Τζέιμς και κοιτώντας τον Τσάρλι συνέχισε, «εσύ τι λες; Μπορούμε να πάμε στο Black Shade».

«Ναι αμέ, μέσα! Θα ξετρελαθείς εκεί, φίλε μου», είπε ο Τσάρλι στον Κάλουμ.

«Τέλεια! Τέτοιο πνεύμα θέλω! Εσείς πιτσουνάκια;»

Τρία βλέμματα έπεσαν πάνω στον Γκράχαμ, που γύρισε αυτόματα στη Σεσίλια, προσευχόμενος να θέλει να γυρίσουν σπίτι. Εντάξει όσο παρακολουθούσαν το συγκρότημα, μα δε θα κατέληγε να κερνάει και ποτά τον Τσάρλι.

«Εγώ νομίζω δε θα αντέξω να συνεχίσω. Είμαι λίγο κουρασμένη», είπε η Σεσίλια πνίγοντας ένα χασμουρητό.

«Ουπς! Η κυρία μίλησε Γκράχαμ. Έκλεισε παιδιά, οι 3 singles του Λονδίνου, σε νέες περιπέτειες», είπε ο Κάλουμ και κατέβασε το υπόλοιπο ποτό του, κατεβαίνοντας επιτέλους από το πολύπαθο σκαμπό.

«Δεν είναι ανάγκη να επιστρέψεις κι εσύ», επενέβη η Σεσίλια, «μπορώ να γυρίσω μόνη»

«Δεν υπάρχει περίπτωση», είπε ο Γκράχαμ. «Μαζί ήρθαμε, μαζί φεύγουμε! Άγραφος κανόνας»

Η Σεσίλια συμφώνησε με ένα γνέψιμο και φόρεσε το παλτό της. Έδωσε το χέρι της στον Κάλουμ, με την υπόσχεση να κανονίσουν να ξαναβρεθούν, μιας και είχε μπόλικες, αστείες ιστορίες από τη δουλειά της και ύστερα πέρασε στον Τζέιμς και τον Τσάρλι.

Ο Γκράχαμ έκανε το ίδιο, αν και έσφιξε λίγο παραπάνω από το κανονικό το χέρι του Τσάρλι κι αφού τυλίχτηκε κι αυτός με το κασκόλ του, βγήκε από το Element με τη Σεσίλια να του κρατάει το χέρι.

Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά, όμως ο αέρας ήταν ασυνήθιστα ξηρός. Το χέρι της Σεσίλια κρατούσε ζεστό το δικό του, έτσι που τα δάχτυλα τους έμπλεκαν μεταξύ τους. Προχώρησαν αρκετά μένοντας σιωπηλοί, μέχρι που ο Γκράχαμ την είδε να χασμουριέται ξανά.

«Αλήθεια είσαι κουρασμένη», διαπίστωσε.

«Φυσικά και είμαι. Το είπα, δεν το είπα;», του απάντησε εκείνη τρίβοντας τα μάτια της.

«Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήθελες απλά να ξεφύγεις από τη συνέχεια της βραδιάς»

«Και γιατί να το κάνω αυτό;»

«Δηλαδή, πέρασες καλά σήμερα;», τη ρώτησε σταματώντας το περπάτημα για να την κοιτάξει.

«Εννοείται. Ο Κάλουμ, είναι πραγματικά ανεκτίμητος», γέλασε ανάλαφρα, «κι ο Σμιτ, πολύ συμπαθητικός»

«Και..», ξεκίνησε ο Γκράχαμ.

«Και είχες δίκιο, ήξερα τον Τζέιμς, δεν μιλήσαμε βέβαια πολύ για να τον γνωρίσω καλύτερα», τον διέκοψε η Σεσίλια.

«Μια άλλη φορά..»

«Χμ, μια άλλη φορά», συμφώνησε εκείνη και σάρωσε με το βλέμμα της το δρόμο. «Ξέρεις λέω να πάρω ταξί, κάνει κρύο και νυστάζω τόσο πολύ»

«Ναι, καλή ιδέα. Εγώ θα περπατήσω», είπε ο Γκράχαμ νιώθοντας ένα κύμα απογοήτευσης. Υποτίθεται πως είχαν άλλο πλάνο, μα τελικά, ίσως η έξοδος τους να μην είχε τόση επιτυχία όση ήθελε, άρα το να επιμείνει, θα ήταν εντελώς άσκοπο. Βλάκα Τσάρλι, τα χάλασες όλα, είπε μέσα του και σήκωσε το χέρι του να σταματήσει το ταξί, που μόλις είχε στρίψει στο δρόμο τους.

Άνοιξε την πόρτα και έκανε στο πλάι, για να περάσει η Σεσίλια. Εκείνη αρχικά, έβαλε το ένα πόδι μέσα, μα άλλαξε γνώμη. Βγήκε και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, ψάχνοντας τα χείλη του.

Ο Γκράχαμ ανταπέδωσε το αποχαιρετιστήριο φιλί της και την αγκάλιασε σφιχτά. Όταν το πρόσωπο της τραβήχτηκε από το δικό του μερικά εκατοστά, δεν την άφησε από το αγκάλιασμα του. «Σεσίλια; Είμαστε εντάξει, έτσι;»

«Ναι Ίντι, είμαστε μια χαρά», τον ησύχασε.

Μπήκε στο ταξί και ο Γκράχαμ, της έκλεισε την πόρτα. Την είδε να μιλάει στον οδηγό, λέγοντας του προφανώς τον προορισμό της και μετά ξαναγύρισε προς το παράθυρο και τον κοίταζε, μέχρι που τον έχασε από το οπτικό της πεδίο.

Εκείνος όμως, παρακολούθησε την πορεία του αυτοκινήτου μέχρι το τέλος του δρόμου. Με το που έστριψε στην γωνία, μία χιονονιφάδα χόρεψε μπροστά του, αλλάζοντας χρώματα στο νυχτερινό φως. Μέχρι να ξεκινήσει για την εστία, τα μαλλιά και οι ώμοι του, είχαν πασπαλιστεί με φρέσκο, αφράτο χιόνι. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΝΑΤΟ 

–ΤΣΑΡΛΙ-

 

Τριγυρνούσε πάνω κάτω στο διαμέρισμα της προσπαθώντας να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο. Έβγαλε ρούχα και παπούτσια και κυκλοφορούσε με τα εσώρουχα ενώ τα φώτα ήταν αναμμένα. Το βλέμμα της έπεσε στα ακάλυπτα από κουρτίνες παράθυρα, ώρα ήταν να προσφέρει θέαμα στους ενοίκους της απέναντι πολυκατοικίας. Έσκυψε και άναψε το φωτιστικό δαπέδου ενώ έσβησε το διακόπτη ρεύματος. Με το χαμηλό φωτισμό σκόνταψε πάνω σε κάτι, γονάτισε για να παρακάμψει το εμπόδιο και αντιλήφθηκε ότι ήταν ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες, μαύρες γόβες. Πριν περάσει ο Γκράχαμ να την πάρει για να πάνε στο Elements είχε αναρωτηθεί αν έπρεπε να φορέσει εκείνες ώστε να πλησιάσει κάπως στο ύψος του εγγλέζου της. –Όχι, το ελληνικό γονίδιο σε εκείνον υπερτερεί, γι’ αυτό είναι και τόσο όμορφος και ασ’ τον να λέει όσο θέλει για στερεότυπα- σκέφτηκε και χαμογέλασε. Τελικά κατέληξε ότι οι γόβες ήταν πολύ κουραστικές ώστε να πάει σε ένα club που μπορεί λόγω των ημερών να μην βρει ούτε σκαμπό να κάτσει… τελικά ως γνήσιος gentleman ο Γκράχαμ κατάφερε να της βρει ένα σκαμπό ενώ ο ίδιος έμεινε όρθιος στο πλάι της.

Το μυαλό της γλίστρησε από τον Γκράχαμ στον Τσάρλι. Τι να εννοούσε άραγε με εκείνο το «είναι μεγάλη ιστορία». Έσβησε το φωτιστικό και ψηλαφίζοντας ό,τι έβρισκε μπροστά της έφτασε στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Νοερά ταξίδεψε λίγο πίσω στο χρόνο, όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκε το Elements αλλά εκείνη τη φορά στο πλευρό του Τσάρλι. «Ήταν κάτι αθώο» μουρμούρισε πεισμωμένα στον εαυτό της. «Αθώο στην αρχή τουλάχιστον, γιατί στη συνέχεια τα πράγματα γίνανε κάπως περίπλοκα».

-Αρκετά δεν ήπιες… έφερε στη μνήμη της τη φωνή του Τσάρλι να τη ρωτάει.

-Μα για να διασκεδάσουμε δε βγήκαμε;

-Να διασκεδάσουμε, όχι να μεθύσουμε…

-Μη γίνεσαι βαρετός. Ας κάνουμε μια πρόποση, είπε η Σεσίλια και σήκωσε το ποτήρι της. Ο Τσάρλι μιμήθηκε την κίνηση της.

-Fuck the politicians all around the world!

-Fuck them!!! Είπε και ο Τσάρλι και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους!

Τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ο λόγος που έπινε ήταν ο Γκράχαμ. Αρχικά επειδή τον συνάντησε και στη συνέχεια επειδή εκείνος έφυγε λίγα λεπτά ύστερα από τη σύντομη κουβέντα τους…

-Νιώθεις καλά; Τη ρώτησε ο Τσάρλι.

-Ναι.

-Δε ζαλίζεσαι δηλαδή;

-Τσάρλι μη γίνεσαι σπαστικός… είμαι γερό ποτήρι… έχω γονίδιο!

-Ποιον; Τον Χέμινγουεϊ;

-Όχι, τον Τζέιμς Τζόις!!! Μην ξεχνάς την Ιρλανδική μου καταγωγή… είπε και του χάρισε ένα χαμόγελο.

-Τότε γιατί τρεκλίζεις;

-Αυτό λες; Θα σου αποκαλύψω τι με βασανίζει… εκείνος με ένα κούνημα του κεφαλιού του τη ρώτησε «τι»;

-Τα τακούνια, είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορείς να με υποβάλεις!

-Και υποβλήθηκες σε αυτό το μαρτύριο για μένα;

-Στην πραγματικότητα, για μένα υποβλήθηκα. Ήθελα να δω πως μοιάζω σαν γυναίκα.

-Είσαι πανέμορφη… ούτως ή άλλως είσαι, όμως απόψε είσαι εκθαμβωτική… έκλεψες όλα τα βλέμματα. Όλοι θα με ζήλεψαν που συνόδευα τέτοια γυναίκα!

-Υπερβολές! Είπε χαμηλόφωνα και συνέχισαν το δρόμο τους για λίγο σιωπηλοί.

-Μήπως θες να πάρουμε ταξί;

-Φτάσαμε σχεδόν. Με μια απροσδόκητη κίνηση ο Τσάρλι την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη σήκωσε στα χέρια.

-Τότε είμαι πρόθυμος να σε κουβαλήσω στα χέρια μέχρι να φτάσουμε.

-Δε θα στο πρότεινα!

-Μπα; Γιατί όχι; Πούπουλο είσαι! Είπε και προχώρησε.

-Δηλαδή δε θα με αφήσεις κάτω;

-Όχι, είσαι καταδικασμένη να σε κουβαλήσω. Πλησίασε τα χείλη του κοντά στο πρόσωπο της. Η Σεσίλια κοίταξε μπροστά νιώθοντας την καυτή ανάσα του στο λαιμό της. Ύστερα ακούμπησε τη μύτη του.

-Με γαργαλάς! Σχολίασε αμήχανα.

-Ωραίο άρωμα! Από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο ακούστηκε κάποια κοριτσίστικη φωνή να του λέει.

-Άσ’ την κάτω!

-Αν είναι στο χέρι μου δε θα την αφήσω ποτέ! Απάντησε στο κορίτσι από το αυτοκίνητο. Φτάνοντας έξω από την πολυκατοικία της ο Τσάρλι την άφησε να πατήσει στα πόδια της.

-Ευχαριστώ… του είπε και τον κοίταξε κάπως σαστισμένα, ενώ δεχόταν τη δεύτερη επίθεση από πλευράς του, όταν τη στρίμωξε στον τοίχο και σφράγισε με το στόμα του το δικό της!

«Και εσύ τι έκανες;» ρώτησε τον εαυτό της, ξαπλωμένη στην ησυχία και στο σκοτάδι του δωματίου της «ανταποκρίθηκες και μάλιστα ευχαριστήθηκες και το φιλί και την αγκαλιά και τα χέρια του, που ταξίδευαν στο κορμί σου…»

-Να ανέβω πάνω; Τη ρώτησε λαχανιασμένος, ενώ ακουμπούσε το μέτωπο του πάνω στο δικό της, και το χέρι του αγκάλιαζε τρυφερά τη μέση της.

-Καλύτερα όχι! Και με ένα βιαστικό πεταχτό φιλί στα χείλη, έτρεξε, ξεκλείδωσε την εξώπορτα και ανέβηκε στο διαμέρισμα της.

«Παραδέξου το Σεσίλια, μια χαρά σου άρεσαν όλα, τα επιθυμούσες και τα λαχταρούσες κι αν δεν είχες την εμμονή με το άβατο σου, θα του είχες επιτρέψει να ανέβει στο διαμέρισμα σου, να τον γευτείς και να σε γευτεί. Να χαϊδέψεις το τατουάζ που εσύ έχεις χαράξει στο μπράτσο του. Κι εδώ που τα λέμε με τον Τσάρλι ταιριάζεις περισσότερο από ότι με τον καθώς πρέπει Γκράχαμ»! κούνησε το κεφάλι της δεξιά αριστερά πάνω στο μαξιλάρι, διαφωνώντας με τον εαυτό της.

Τον Γκράχαμ τον είχε βάλει στο δωμάτιο της, τον είχε αφήσει να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Μάλιστα τις προάλλες του είχε επιτρέψει να μπει μαζί της στο μπάνιο, κάτω από το ζεστό νερό, αν και τον τσουρούφλισε από την υψηλή θερμοκρασία του. Ακόμα και αν η δικαιολογία της ήταν ότι δεν ήθελε να τους δει μαζί ο Τσάρλι για να μην πληγωθεί, στην πραγματικότητα το έκανε γιατί ήθελε να το κάνει. Ήθελε να του ανοίξει την πόρτα της και ήταν υπέροχα αν και ήδη γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα πληγωνόταν… όχι επειδή θα έφταιγε κάποιος αλλά επειδή είναι αναπόφευκτο.

Μπορεί εκ πρώτης όψεως να τον θεώρησε φλώρο και να λειτούργησε ως άλλος σχολικός νταής, που προσπαθεί να κάνει τη ζωή του ήρεμου αγοριού κόλαση. Όμως με κάθε δική του αντίδραση στη συμπεριφορά της, εκείνος πάντα την κέρδιζε. Ακόμα κι όταν πήγε έξω φρενών στο εργαστήρι για να τη ρωτήσει «Γιατί;». Όταν της άρπαξε τις είκοσι λίρες, όταν της επέστρεψε το μπλοκ, που άλλος στη θέση του θα το είχε κάψει, για να της εξηγήσει ότι ήταν απλά θύμα των συγκυριών. Όταν της ζήτησε να βγουν και της μιλούσε για την αρχιτεκτονική της κάθε ανόητης γέφυρας της Αγγλίας, του κόσμου. Όταν τον απειλούσε ότι θα στάξει το κερί επάνω του. Όταν εμφανίστηκε μούσκεμα από τη βροχή μπροστά της προσπαθώντας να αγνοήσει τις κραυγές της Εβίτα, ενώ δεν έβρισκε τις λέξεις για να εκφραστεί. Όταν έπειτα κοιμήθηκε στην εστία στην αγκαλιά του, όταν την έσυρε στον κινηματογράφο να δει μια ταινία κινουμένων σχεδίων με τη μικρή του αδερφή, όταν γνώρισε τη μητέρα και την οικογένεια της και τόσα άλλα που θα την έπαιρνε το πρωί να τα θυμηθεί όλα. Μέσα σε τόσο λίγο καιρό, τόσα πολλά…

Ο Τσάρλι ήταν φίλος της, μπορεί αν δεν υπήρχε ο Γκράχαμ να έμπλεκε μαζί του από καπρίτσιο, αλλά θα ήταν καταδικασμένο. Θα χαλούσαν τη φιλία τους για το κρεβάτι. Ως φίλοι ήταν λογικό να τους αρέσουν τα ίδια πράγματα, όπως το να είναι φανατικοί των τατουάζ, να είναι και οι δύο αντιδραστικοί, να έχουν κοινές απόψεις και ενδιαφέροντα. Όμως ο έρωτας είναι κάτι άλλο και για την ώρα το αντιπροσώπευε ο Γκράχαμ!

Όμως, γιατί εκείνη την ώρα δεν ήταν μαζί της και την άφηνε μόνη της ξαπλωμένη να αναρωτιέται για τον Τσάρλι. Γιατί δε διεκδίκησε να πάει μαζί της στο διαμέρισμα της. Που να ήταν τώρα και τι να έκανε; Πήρε το κινητό της! Τι πείραζε να συμπεριφερθεί  ανόητα μια φορά, σαν ερωτευμένη. Άλλωστε ήταν, δεν ήταν; Πληκτρολόγησε γρήγορα το κείμενο και το έστειλε πριν το σκεφτεί περισσότερο και το σβήσει!

«Μου λείπεις»!

Σχεδόν αμέσως έλαβε την απάντηση «Και εμένα! Δεν κοιμάσαι;»

«Πώς να κοιμηθώ μόνη μου;»

Άκουσε την ειδοποίηση από το κινητό της ότι έλαβε νέο μήνυμα.

«Να έρθω;»

«Αν υποσχεθείς ότι θα είσαι φρόνιμος!»

«Θα είμαι… όσο φρόνιμος μου επιτρέψεις εσύ να είμαι! Έρχομαι!!!»

«Διπλωματική απάντηση!»     

Ô

 

Ήταν ανακούφιση για εκείνη όταν το επόμενο πρωί άνοιξε τα μάτια της και τον είδε στο πλάι της να κοιμάται! Κανονικά θα έπρεπε να την ενοχλεί που της είχε γίνει τόσο απαραίτητος, όμως παραδόξως δε συνέβαινε και δεν άφησε περιθώρια στον εαυτό της εκείνο το πρωινό να το σκεφτεί. Ίσως είχε αρχίσει να μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο. Όπως η κάμπια που γίνεται πεταλούδα. Πόσες μέρες ζωής είχε η πεταλούδα άραγε, αναρωτήθηκε μελαγχολικά. Με τα πολύχρωμα φτερά της πεταλούδας η σκέψη της πέταξε πάλι πίσω στον Τσάρλι. Ήταν βλακεία της που δεν του το είχε πει. Δεν είχε λόγο να του το κρατήσει κρυφό! Τώρα εκείνος τι θα πίστευε; Τι σημασία είχε, ό,τι έγινε έγινε. «Ποτέ μην κλαις πάνω από το χυμένο γάλα». Κάποια στιγμή θα του μιλούσε, ήρεμα και απλά όπως μιλάς σε ένα φίλο. Δε χρειαζόταν να δίνει την εντύπωση ότι του εξηγεί, ότι του απολογείται. Δεν έπρεπε να τον κάνει να πιστέψει ότι ένιωθε άσχημα απέναντι του, γιατί μετά μπορεί να έβαζε και άλλα πράγματα με το μυαλό του…

-Τι σκέφτεσαι όμορφη και έχεις αυτό το ύφος; Άκουσε τη φωνή του Γκράχαμ στο πλάι της. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της.

-Σκεφτόμουν, ότι αν και είναι διασκεδαστικό να σε πειράζουν οι φίλοι σου εξαιτίας μου, τελικά δε μου αρέσει και πολύ να συμβαίνει!

-Το θεωρείς αποκλειστικά δικό σου δικαίωμα;

-Ακριβώς! Πότε θα έρθεις να μεταμορφώσω το λουλουδάκι σε ένα μεγαλοπρεπή φοίνικα που αναγεννιέται;

-Δεν ξέρω!

-Τι δεν ξέρεις;

-Δεν ξέρω αν θέλω να το αλλάξω, άλλωστε όταν ήθελα να μου φτιάξουν το τατουάζ του φοίνικα, σκεφτόμουν περισσότερο το συμβολισμό του και ήθελα να γίνει στα γενέθλια μου, οπότε τώρα πρέπει να περιμένουμε λίγους μήνες…

Η Σεσίλια ανασηκώθηκε και τον κοίταξε καχύποπτα.

-Μη μου πεις Ίντι;…

-Τι;

-Μη μου πεις ότι δε μου έχεις εμπιστοσύνη!

-Όχι, καμία σχέση! Για ποιο λόγο άλλωστε; Άουτς! Αναφώνησε καθώς δέχτηκε μια γροθιά στο μπράτσο.

-Τότε τρέμεις από το φόβο σου για να μη σε πονέσω!

-Αυτό το είχα ξεχάσει εντελώς!

-Σου υπόσχομαι ότι θα σου βάλω κρέμα αναισθησίας στο σημείο!

-Πιάνει;

-Τσου, δηλαδή πιάνει, αλλά λίγο…

-Τώρα με έπεισες!

-Θα σε ποτίσω. Τι προτιμάτε ουίσκι, κρασί ή βότκα;

-Μπα και την προηγούμενη φορά μια χαρά τον ένιωσα τον πόνο, επιπλέον δε θέλω να βρεθώ με ένα λαγό να τρέχει στην πλάτη μου…

-Λαγό;

-Λαγό, τέτοιος ταχυδακτυλουργός που είσαι, ο φοίνικας μετατράπηκε σε λουλούδι, το λουλούδι μπορεί να μετατραπεί σε λαγό…

-Κι αν σου ορκιστώ, είπε και έδεσε δυο δάχτυλα μεταξύ τους…

-Τότε άσε με να το σκεφτώ…

-Μέχρι τα γενέθλια σου; Ανασήκωσε τους ώμους του. Πάντως δεν χρειάζεται η αναγέννηση να γίνεται μόνο την ημέρα των γενεθλίων σου, αν και απ’ ότι έχω καταλάβει για σένα είναι κάτι σαν παράδοση. Όμως ας θες να ακούσεις τη γνώμη μου, κάθε μέρα είναι μια καλή ευκαιρία για να αναγεννιέται κανείς!

-Οπότε μου προτείνεις να έρθω;

-Ανεπιφύλακτα.

-Καλά θα το σκεφτώ. Και τώρα αυτό που μου είχες τάξει…

Ô

 

Στην κουζίνα η Σεσίλια έφτιαχνε τάρτα του Σαντιάγκο σε συνταγή δική της παραλλαγής, (αμύγδαλο και μπόλικη σαντιγί), ενώ έριχνε κλεφτές ματιές στον Γκράχαμ που καθισμένος στο τραπέζι, στο οποίο εκείνη συνήθως έκανε τα σχέδια της, διόρθωνε κάποια γραπτά που του είχε φορτώσει κάποιος αντιπαθητικός καθηγητής Άτκινσον. (Σίγουρα θα ήταν απαίσιος τύπος, με τους μορφασμούς που έπαιρνε ο Γκράχαμ κάθε φορά που αναφερόταν σε εκείνον). Ο ήχος από το κινητό της, που ήταν παρατημένο στο τραπέζι που δούλευε το αγόρι της, διέκοψε τις σκέψεις της, έκανε να βγει από την κουζίνα καθώς ο Γκράχαμ έμπαινε κρατώντας το στο χέρι του.

-Κάποιος Τσάρλι σε καλεί! Της είπε και αφού της έδωσε το κινητό επέστρεψε στο μέσα δωμάτιο για να συνεχίσει το διόρθωμα. Όταν η Σεσίλια μετά από μια σύντομη συζήτηση έκλεισε το τηλέφωνο πήγε στο Γκράχαμ. Αφηρημένος εκείνος πλέον δε διόρθωνε γραπτά αλλά κοίταζε σκεπτικός τον τοίχο απέναντι του.

-Τελείωσες; Τον ρώτησε.

-Όχι. Η Σεσίλια κάθισε στα γόνατα του και πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους του.

-Τι συμβαίνει;

-Τίποτα!

-Τότε γιατί αυτά τα μούτρα;

-Δεν έχω μούτρα!

-Κι αυτά τι είναι; Είπε και τον φίλησε τρυφερά δίπλα από τα χείλη.

-Απλά αναρωτιόμουνα.

-Ναι;

-Τότε που συναντήσαμε τους φίλους μου…

-Μμμ!

-Δε φάνηκε και πολύ χαρούμενος ο φίλος του Τζέιμς όταν μας είδε μαζί.

-Γιατί κάποιος πρέπει να είναι χαρούμενος επειδή δυο άσχετοι είναι ζευγάρι;

-Έλα μη με κοροϊδεύεις! Εννοώ ότι φάνηκε ενοχλημένος. Και τι σήμαινε εκείνο το ότι είναι μεγάλη ιστορία η γνωριμία σας.

-Βλακείες. Τίποτα σημαντικό. Ο Τσάρλι ήρθε στο μαγαζί και του έκανα ένα τατουάζ, μιλήσαμε για το φιλανθρωπικό έργο που παίρνει μέρος και ξεκίνησα να συμμετέχω, και έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα και γίναμε φιλαράκια.

-Δεν τρέχει κάτι δηλαδή;

-Γκράχαμ!!! Αν έτρεχε κάτι με εκείνον δε θα ήσουν εσύ εδώ τώρα.

-Και δεν έτρεξε ούτε παλιότερα;

-Αν και αυτό δε θα είχε καμία σημασία…

-Πως δε θα είχε σημασία;

-Δηλαδή θες να μου πεις ότι πρέπει να σου κάνω σκηνή που βρήκα τη φωτογραφία με την πρώην σου στο δωμάτιο σου την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα;

-Εγώ απλά ξέχασα εκεί την κορνίζα…

-Πόσα χρόνια όμως ήσασταν ζευγάρι;

-Τέσσερα.

-Τέσσερα χρόνια όμως είναι τέσσερα χρόνια, αν σε δω μαζί της πρέπει να κάνω τι;

-Τίποτα. Με την Γκρέις είχε τελειώσει πριν χωρίσουμε καλά καλά… αλλά εσύ τότε, γι’ αυτό έφυγες;

-Όχι, θα έφευγα ούτως ή άλλως!

-Και γιατί σκάλιζες τα πράγματα μου;

-Δεν τα σκάλιζα, τυχαία.

-Ήταν κάτω από τρία χοντρά βιβλία!

(Δυο, τον διόρθωσε νοερά η Σεσίλια, το πιο χοντρό το είχε προσθέσει εκείνη).

-Απλά κοίταζα τους τίτλους των βιβλίων.

-Και η κορνίζα δεν είχε τίτλο…

-Γκράχαμ, αρχίζεις να με νευριάζεις, είπε και σηκώθηκε απότομα από τα γόνατα του. Αν θες πίστεψε το, αν δε θες μην το πιστεύεις, με τον Τσάρλι δεν υπήρξε ποτέ κάτι, οκ; Και επέστρεψε στην κουζίνα για να παρακολουθήσει τη διαδικασία ψησίματος της τάρτας.   

 

Ô

 

Καθόταν βαριεστημένη στο εργαστήρι της. Με τα χέρια στήριζε το κεφάλι της, ενώ η πόρτα του εργαστηρίου της ήταν ανοιχτή, ώστε αν ερχόταν κάποιος να περάσει απευθείας μέσα και να την αποδεσμεύσει από την ανία.

-Γεια σου! Άκουσε τη φωνή του. Σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε το παιχνιδιάρικο βλέμμα και το πειραχτικό χαμόγελο που τώρα τελευταία υιοθετούσε όλο και πιο συχνά ο Γκράχαμ. Σίγουρα είχε καταλάβει ότι τώρα η Σεσίλια είχε γίνει το θύμα του, ήταν όλα μέρος του σχεδίου του για τη δική του εκδίκηση, σκέφτηκε, ακόμα και ο έρωτας του, όμως δεν την ένοιαξε, ας ήταν, ίσως άξιζε τον κόπο τελικά.

-Ήρθες;

-Ναι, με έπεισαν τα λόγια σου, ότι την κάθε μέρα πρέπει να τη βλέπουμε ως ευκαιρία αναγέννησης. Μου ακούστηκε κάπως σαν το άδραξε τη μέρα!  

-Μόνο που έχουν περάσει κάποιοι μήνες που στο είπα!

-Τι υπερβολική που είσαι! Μόλις κάτι εβδομάδες…

-Οι οποίες πλησιάζουν να συμπληρώσουν και δεύτερο μήνα! Είπε και σηκώθηκε από τη θέση της για να τον πλησιάσει. Πως φαίνεται πάντως ότι σου αρέσει ο κινηματογράφος! Είπε και ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φτάσει και να του δώσει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

-Μόνο αυτές που γυρίστηκαν πριν γεννηθώ ή ήμουνα πολύ μικρός. Τι λες πάμε μετά να δούμε το Grease;

-Το σχέδιο το έφερες;

-Πως δεν το έφερα, είπε και το έβγαλε από την τσέπη του για να της το δώσει. Ύστερα έβγαλε το μπουφάν και το κρέμασε ενώ άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Η Σεσίλια αφηρημένη αντί να κοιτάζει το σχέδιο, κοίταζε τον Γκράχαμ να γδύνεται. 

-Αν είναι να σου κάνω στριπτίζ περιμένω πάλι ένα χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών. Είπε ο Γκράχαμ κρεμώντας το πουκάμισο δίπλα στο μπουφάν του, και μένοντας με το φανελάκι κάθισε στην καρέκλα του μαρτυρίου.

-Χα! Αυτή τη φορά δεν την πατάω. Αν δεν τα βγάλεις όλα δε σου δίνω τίποτα! Σχολίασε και κοκκινίζοντας γύρισε το βλέμμα της στο σχέδιο. Γκράχαμ έφερες λάθος σχέδιο.

-Για να δω… όχι το σωστό έφερα.

-Εδώ είναι ο φοίνικας, όχι…

-Μα το φοίνικα θέλω να μου κάνεις!

-Και το άλλο πως θα καλυφτεί; Τον ρώτησε μπερδεμένη. Το θέλεις πιο μεγάλο για να καλύπτει το Silene;

-Όχι, λέω το metosa, να το κρατήσω ακέραιο.

-Silene Tomentosa!

-Αυτό, λέω να το κρατήσω.

-Και θα έχεις δύο τατουάζ; Τον ρώτησε κοιτάζοντας τον ύποπτα.

-Ναι!

-Θα μοιάζεις πολύ σκληρό αγόρι! Σχολίασε πειραχτικά. Και που θες να στο χτυπήσω; Στο γλουτό μήπως;

-Μην ελπίζεις πως θα σε αφήσω να με αγγίξεις με το εργαλείο σου, σε σημείο που δεν μπορώ να ελέγξω. Δε θέλω μέσα σε λίγο καιρό να μοιάζω με τύπο που καβαλάει Harley Davidson, επειδή εσύ θα ζωγραφίσεις μια ονειροπαγίδα επάνω μου ή ένα δέντρο από το οποίο θα πετάνε πουλιά, ενώ εγώ θα έρχομαι συνέχεια εδώ για το φοίνικα.

-Βλέπω το ξεφυλλίσαμε το μπλοκάκι. Και που θες να σε αγγίξω με το εργαλείο μου;

-Σε σημείο ακίνδυνο. Στην εσωτερική πλευρά του μπράτσου.

-Θα είναι λίγο άβολο μιας και θα μας πάρει χρόνο αλλά αφού το αποφάσισες. Θες να σου βάλω αναισθητική κρέμα;

-Το σωστό θα ήταν να φανώ παλικάρι μπροστά στο κορίτσι μου, και να αποδείξω ότι αντέχω τον πόνο…

-Δεν είσαι υποχρεωμένος να σου αρέσει ο πόνος μωρό μου. Αν μπορείς να τον αποφύγεις γιατί να τον υποστείς; Άλλωστε ούτε εμένα μου αρέσει να πονάω!

-Ούτε λίγο; Τη ρώτησε πειραχτικά.

-Idiota!

-Με έβρισες;

-Δεν υπάρχει ιδιαίτερη διαφορά από την ισπανική στην αγγλική λέξη. Πάντως το κορίτσι σου δε θέλει να σε βλέπει να βασανίζεσαι χωρίς λόγο.

-Τότε βάλε και μάλιστα διπλή ποσότητα αν γίνεται!

Η Σεσίλια άπλωσε την κρέμα στην περιοχή που θα έκανε το τατουάζ.

-Μωρό μου να σε ρωτήσω κάτι, τον άκουσε να τη ρωτάει ενώ εκείνη έψαχνε τα μελάνια από τα χρώματα που θα χρησιμοποιούσε.

-Τι;

-Έχεις κλειδιά από το μαγαζί να φανταστώ.

-Ναι έχω, θες να το ληστέψουμε;

-Όχι, απλά σκεφτόμουν…

-Ωωωχ.

-Αφού δε μίλησα ακόμα!

-Φοβάμαι αυτό που έρχεται!

-Σε τόσο πόνο με έχεις υποβάλει, δε θα ήταν ωραία μια φορά να εκμεταλλευτούμε  διαφορετικά τον χώρο και αυτή την καρέκλα…

-Σήκωσε το χέρι σου, είπε και τον ακούμπησε με τη βελόνα, τον είδε να σφίγγει τα δόντια του. Ξέρεις κάτι έχεις αρχίσει να με ψήνεις, αλλά σήμερα προηγείται το τατουάζ, δε θα μου ξεφύγεις τόσο εύκολα.

-Δεν ήταν αυτός σκοπός μου, είπε με σφιγμένα δόντια. 

 

 

Κεφάλαιο Εικοστό

 ‘‘Γονική Παρέμβαση’’

 

Το να βρίσκεται στο μετρό με την Άιλα, ήταν κάθε φορά μία νέα εμπειρία. Διαφορετική από ότι να είναι με κάποιον που δεν μπαίνει συχνά στο μετρό, ή με κάποιον που δεν έχει ξαναμπεί ποτέ του, ή ακόμα κι από το να συνοδεύει έναν εξωγήινο, που δεν ξέρει καν τι είναι ένας υπόγειος σιδηρόδρομος.

Ο Γκράχαμ όμως, πάντα το διασκέδαζε. Αν εξαιρούσε το γεγονός, πως σε κάθε στάση έπρεπε να τραβάει την Άιλα από το πίσω μέρος του γιακά του μπουφάν της, για να ξαναβάλει το κεφάλι της μέσα, είχε πολύ πλάκα να την παρατηρεί.

Η μικρή, ήταν συνηθισμένη να πηγαινοέρχεται με το σχολικό της και τις υπόλοιπες ώρες, οι μεταφορές γίνονταν είτε με το αμάξι του πατέρα τους, είτε της μητέρας τους. Σπάνια της δινόταν η ευκαιρία να κυκλοφορήσει με τα μέσα κι αυτός που την είχε μυήσει στη «μαγεία» τους, ήταν φυσικά, ο Γκράχαμ.

Τώρα, την έβλεπε να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τον κόσμο γύρω της, κουνώντας το κεφάλι της δεξιά και αριστερά, σαν να βρισκόταν στο κοινό, ενός αγώνα τένις. Σίγουρα η ποικιλία των εθνικοτήτων της έκανε εντύπωση, όπως επίσης και το πλήθος του κόσμου, που μπαινοέβγαινε με βιάση όταν άνοιγαν οι πόρτες. Είχε συνηθίσει την ταχύτητα του συρμού, αν και την πρώτη φορά που είχε μπει στο μετρό, ο Γκράχαμ έπρεπε να επιστρατεύσει όλη του τη φαντασία μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, για να την κάνει να σταματήσει να κλαίει. Ο θόρυβος την είχε τρομοκρατήσει. Πάντως αυτό το κομμάτι, δεν την ενοχλούσε πια.

«Τώρα;», τον ρώτησε ανυπόμονα.

«Όχι ακόμα, έχουμε άλλες δύο στάσεις», της απάντησε εκείνος ήρεμα.

Επέστρεφαν στο πατρικό τους, έχοντας περάσει όλο το σαββατιάτικο πρωινό τους στην εστία. Η μητέρα τους, έχοντας καταφέρει αυτό που ήθελε σε εκείνο το επαγγελματικό της ραντεβού, είχε περισσότερη δουλειά παρά ποτέ και αναγκαζόταν να περνά στην Masterpiece ακόμα και τα Σάββατα, τουλάχιστον μέχρι το μεσημέρι. Μέρες σαν κι αυτή, η Άιλα, έμενε με τον Γουάλι, όμως σήμερα έπρεπε να δουλέψει στο γραφείο με τη Λόρνα κι έτσι ο Γκράχαμ, ανέλαβε και πάλι το ρόλο του, ως μεγάλος αδερφός.

Η Μάγκι του υποσχέθηκε σε αντάλλαγμα, ένα από τα υπέροχα ελληνικά γεύματα τους όταν επέστρεφε το μεσημέρι. Εκείνος όμως, την ενημέρωσε πως θα γυρνούσαν αργότερα, προς το απόγευμα. Ήταν μια συγκαλυμμένη προσπάθεια να την αφήσει να ξεκουραστεί, ύστερα από τις τόσες ώρες πίεσης, που περνούσε καθημερινά.

Μετά από άλλες δύο απόπειρες της Άιλα να αποκεφαλιστεί καθώς κλείνουν οι πόρτες, την έπιασε από το χέρι και βγήκαν από το βαγόνι τους. Μπλέχτηκαν με τον κόσμο κι ο Γκράχαμ, ένιωθε το μικρό χεράκι της αδερφής του να τον κρατάει σφιχτά.

Ανέβηκαν τις κυλιόμενες σκάλες και συνέχισαν με τα πόδια προς το σπίτι. Είχε μέρες να χιονίσει και ευτυχώς, η θερμοκρασία είχε ανέβει μερικές μονάδες. Έτσι προχωρούσαν χωρίς να τουρτουρίζουν, αν και η Άιλα δεν υπήρχε περίπτωση να κρυώσει. Αντί να περπατάει, χοροπηδούσε ως συνήθως δίπλα στον Γκράχαμ, κρατώντας το χέρι του και κάνοντας τα φωτάκια που ήταν ενσωματωμένα στα αθλητικά της παπούτσια, να αναβοσβήνουν σε κάθε της σάλτο.

«Κάποια είναι πολύ χαρούμενη, ή μου φαίνεται; Πέρασες καλά σήμερα;», τη ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Ναι, πολύ! Η Σεσίλια είναι πολύ καλή και είδες πόσο ωραία ζωγραφίζει;», αποκρίθηκε η μικρή λαχανιασμένα.

«Αλήθεια; Δεν το πρόσεξα», της είπε και γέλασε καθώς θυμόταν το σκηνικό.

Αν πριν μήνες, του έλεγε κάποιος, πως θα είχε κάνει ως τώρα δύο τατουάζ και πως όχι μόνο, θα είχε σχέση με την κοπέλα που τα σχεδίασε αλλά κι ότι μετά από όλα όσα είχαν συμβεί, εκείνη θα ανυπομονούσε να περάσει χρόνο με τη μικρή του αδερφή, ε, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει, ήταν πως αυτός ο κάποιος είναι θεότρελος. Κι όμως είχε συμβεί.

Η Σεσίλια είχε το πρωινό της ελεύθερο, όμως ο Γκράχαμ, της είχε ήδη εξηγήσει πως θα έπρεπε να προσέχει την Άιλα για αρκετές ώρες. Οι τσιρίδες της μικρής, όταν κατάλαβε με ποια μιλούσε στο τηλέφωνο, σχεδόν τον ξεκούφαναν, όμως από το ηχείο της συσκευής του ακουγόταν ένα ήρεμο και γλυκό γέλιο. Κι αντί η συνομιλία τους να τερματιστεί εκεί, η κοπέλα προσφέρθηκε να περάσει από την εστία για να τους δει και να ρίξει μια ματιά, στο φρέσκο-χτυπημένο τατουάζ.

Έκρυψε την έκπληξη του και κλείνοντας το τηλέφωνο, περίμενε πότε θα ξαναχτυπήσει και θα την ακούσει να του λέει κάποια δικαιολογία για να ακυρώσει την επίσκεψη της. Όμως αυτό, δε χτύπησε ποτέ.

Αντίθετα, καμιά ώρα αργότερα, χτύπησε η πόρτα του. Όταν την άνοιξε, βρήκε απέξω τη Σεσίλια να γέρνει από το βάρος των δύο τσαντών που κρατούσε και ενός πακέτου που ήταν χωμένο κάτω από τη μασχάλη της.

Της πήρε τα πράγματα και μόλις που πρόλαβε να κάνει στην άκρη για να την αφήσει να μπει, όταν η Άιλα έτρεξε να την αγκαλιάσει. Τα δύο κορίτσια προχώρησαν μέσα, πιασμένα χέρι χέρι, αφήνοντας τον Γκράχαμ, άφωνο στην πόρτα, με τα δώρα στην αγκαλιά του. Γιατί φυσικά, επρόκειτο για δώρα.

Οι δύο τσάντες, περιείχαν όλων των λογιών τους μαρκαδόρους και τα κραγιόν μέσα σε περιποιημένες κασετίνες, άλλα σε παστέλ αποχρώσεις και άλλα, σε χρώματα που σχεδόν φωσφόριζαν και τα οποία η Άιλα ξετρελάθηκε όταν τα είδε, ενώ το πακέτο είχε μέσα τρία καινούργια χοντρά μπλοκ. Ένα με κενές σελίδες και άλλα δύο, με σχέδια που επέτρεπαν στα παιδιά να τα χρωματίσουν όπως ήθελαν.

Η Άιλα βούτηξε ένα που είχε μέσα ζωγραφισμένες νεράιδες και στρώθηκε στο πάτωμα, τραβώντας δίπλα της τη Σεσίλια, που επίτηδες απέφευγε το βλέμμα του Γκράχαμ, γιατί είχε σίγουρα αντιληφθεί πως θα της τα έψελνε, επειδή ξόδεψε τόσα χρήματα για τη μικρή.

Είχαν απορροφηθεί τόσο με το να διαλέγουν ποιο χρώμα ταίριαζε περισσότερο σε κάθε σχέδιο, που τον ξέχασαν κι εκείνος απλά τις χάζευε χαμογελώντας. Τελικά, η Άιλα, σήκωσε το βλέμμα της από τις ζωγραφιές της και όταν τον είδε να κάθεται με σταυρωμένα χέρια, του έδωσε το άλλο μπλοκ, που είχε μέσα σχέδια από ζωάκια στο δάσος. Αράδιασε στην ποδιά του και μερικά από τα χρώματα και επέστρεψε δίπλα στη Σεσίλια, που κρατιόταν να μη γελάσει.

Μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει, ο Γκράχαμ, άνοιξε το μπλοκ και ξεκίνησε να χρωματίζει το πρώτο σχέδιο. Η Άιλα, κάθε τόσο του έλεγε ποιο χρώμα να χρησιμοποιήσει και τον μάλωνε όταν έβγαινε από το περίγραμμα. Όταν τελείωσε τελικά τη ζωγραφική, του είπε με σφιγμένα χείλη ότι ήταν ωραία, και δείχνοντας τη νεράιδα που ζωγράφιζε με τη Σεσίλια, συνέχισε λέγοντας, ότι μπορούσε και καλύτερα.

Ο Γκράχαμ της έβγαλε τη γλώσσα και πριν προλάβει η μικρή να απαντήσει, η Σεσίλια την έβαλε και πάλι δίπλα της, ανοίγοντας το λευκό μπλοκ. Ξεκίνησε να σχεδιάζει και σαν να της έκανε κάτι κλικ, η Άιλα μαγεύτηκε και έμεινε σιωπηλή όση ώρα το χέρι της Σεσίλια πηγαινοερχόταν πάνω στο χαρτί. Όταν αργότερα πρόσθεσε και χρώμα, ο Γκράχαμ της έκλεινε κάθε τόσο το στόμα, αλλά η μικρή, δεν του έδινε σημασία και το ξανάνοιγε με κάθε νέα προσθήκη.

Όλες οι δημιουργίες τους και όλα τα πράγματα, βρίσκονταν τώρα στο χέρι του Γκράχαμ, στριμωγμένα σε μία μεγαλύτερη σακούλα, για να μπορεί να κρατά από την άλλη μεριά την Άιλα. Της πρότεινε να τα αφήσει στην εστία, για να έχει κάτι να ασχολείται όταν έρχεται, αλλά εκείνη αρνήθηκε να αφήσει πίσω της τέτοιους θησαυρούς.

«Και για πες μου, ποια ζωγραφιά σου άρεσε περισσότερο;», θέλησε να μάθει ο Γκράχαμ, όταν τελείωσε η μικρή του αναπόληση.

Τα μάτια της μικρής, άνοιξαν διάπλατα αστράφτοντας με ενθουσιασμό και σταμάτησε αμέσως τα πηδηματάκια, κοκαλώνοντας στο σημείο που στεκόταν, σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός. Ο Γκράχαμ δεν το παρατήρησε αμέσως και συνέχισε να περπατά, μέχρι που ένιωσε το αδύναμο τράβηγμα της χούφτας της. Στάθηκε και την κοίταξε.

«Εκείνη με τα φτερά!!», είπε η μικρή υπνωτισμένη.

«Ποια;», ρώτησε ο Γκράχαμ κάνοντας τον ανήξερο.

«Εκείνη με την κοπέλα που καθρεφτιζόταν στο νερό; Με τα μεγάλα φτερά και μακριά μαλλιά;», επέμενε η Άιλα.

«Δεν τη θυμάμαι…», ξεκίνησε να λέει ο Γκράχαμ, μα η Άιλα έσμιξε τα φρύδια της σημάδι ότι τον είχε καταλάβει, οπότε έσπευσε να διορθώσει. «Εντάξει, εντάξει νομίζω κατάλαβα. Ώστε αυτή ήταν η αγαπημένη σου;»

«Ναι αυτή. Θα πω στη μαμά να την κρεμάσουμε στο δωμάτιο μου. Θα αρέσει και στη Λούσι». Κούνησε το κεφάλι της και ξεκίνησε πάλι να προχωράει με τα πόδια της να θυμίζουν φλας αυτοκινήτου. «Εσένα ποια σου άρεσε;»

«Μμμ, για να σκεφτώ. Τι λες για εκείνη με το κοκκινομάλλικο κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια και το πιο γλυκό μουτράκι του κόσμου;». Η Άιλα του χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο όταν κατάλαβε πως ο Γκράχαμ, μιλούσε για το πορτρέτο που της είχε κάνει η Σεσίλια.

Συνέχισαν να μιλάνε για τη ζωγραφική τους όσο προχωρούσαν και για όλα τα πράγματα που είχε πάρει η Σεσίλια όταν η Άιλα, πέταξε μία ερώτηση σαν εκείνες που πετούν όλα τα παιδιά και που μοιάζουν με βόμβες μεγατόνων στα κεφάλια των ενηλίκων.

«Γκράχαμ, εσύ αγαπάς τη Σεσίλια;»

Ήταν η σειρά του να κοκαλώσει, μόνο που στη δική του περίπτωση, ήταν τόσο απότομο το τράβηγμα, που η μικρή παραλίγο να βρεθεί στο πεζοδρόμιο με τα μούτρα. Ευτυχώς ο Γκράχαμ, μπόρεσε να την σταθεροποιήσει.

«Πως σου ήρθε αυτό;», τη ρώτησε καθώς της ίσιωνε το μπουφάν από όπου την είχε γραπώσει για να τη συγκρατήσει.

«Τη φίλησες».

 Ο Γκράχαμ ξεροκατάπιε. Δεν ήταν ούτε κατά διάνοια προετοιμασμένος να συζητήσει για μελισσούλες και πεταλουδίτσες με την εννιάχρονη αδερφή του. «Ε, και; Είναι φίλη μου», προσπάθησε να ξεγλιστρήσει.

«Ναι αλλά τη φίλησες όπως φιλάει η μαμά τον μπαμπά. Άρα…;»

«Άρα τι;»

«Άρα την αγαπάς», κατέληξε θριαμβευτικά η Άιλα.

«Δε μου λες; Μήπως είσαι πολύ μικρή για να ασχολείσαι με τα θέματα των άλλων; Η Σεσίλια είναι φίλη μου και τέλος», της πέταξε και άρχισε να προχωράει πιο γρήγορα. Με το που έφτασαν έξω από το σπίτι τους, ανάσανε. Κλότσησε μαλακά την αυλόπορτα και έσπρωξε πρώτη μέσα την Άιλα. Έφτασαν στην εξώπορτα και σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει το κουδούνι, μα δίστασε. Κοίταξε την αδερφή του  δίπλα του, που τον παρατηρούσε καρτερικά. «Να σου πω, τσιμουδιά στους γονείς μας για τη Σεσίλια, εντάξει;»

Η Άιλα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Γιατί;»

«Γιατί το λέω εγώ. Εκτός αν δε θες να ξανάρθεις να τη δεις», δοκίμασε να την απειλήσει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε, ήταν να την ψαρεύει ο πατέρας τους.

Η μικρή ανασήκωσε τα φρύδια της και πέρασε τα δαχτυλάκια της από τα χείλη της, δείχνοντας του, πως το στόμα της ήταν σφραγισμένο.

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι καταφατικά και χτύπησε το κουδούνι.

«Δεν έχεις κλειδιά; Πάντα χτυπάς το κουδούνι, αλλά έχεις κλειδιά ε; Παλιά είχες».

«Άιλα, μόλις υποσχέθηκες κάτι. Για κάνε μια πρόβα να σε δω», της απάντησε βαριεστημένα.

Η πόρτα άνοιξε επιτέλους, από μία νεαρή γυναίκα, που θα μπορούσε να είναι μια ματιά στο μέλλον της Άιλα. Είχε τα ίδια σγουρά, πυρόξανθα μαλλιά, κουρεμένα κοντά, θυμίζοντας κάτι από τη Μέγκ Ράιαν στην Πόλη των Αγγέλων και τα ίδια καστανά μάτια. Είχε κι εκείνη το λευκό δέρμα του πατέρα τους, μα αν προσπερνούσε κανείς την εξωτερική εμφάνιση και την εργασιομανία που χαρακτήριζε και τους δύο, η Λόρνα δεν έμοιαζε σε τίποτα άλλο με το Γουάλι.

Μόλις είδε τον Γκράχαμ, το χαμόγελο της έφτασε μέχρι το ύψος των ματιών της. Η στενή ως το γόνατο, ψηλόμεση φούστα και το μεσάτο σακάκι της τη δυσκόλεψαν, μα έσκυψε να αγκαλιάσει την Άιλα και ύστερα τη σήκωσε στα λεπτά της χέρια, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στον αδερφό της.

«Κλείνεις;», του είπε εύθυμα προχωρώντας προς τα μέσα, με τον ήχο από τα τακούνια της, μία να πνίγεται από το παχύ χαλί και μία να αντηχεί στο μεγάλο σπίτι.

«Δεν ήξερα ότι θα είσαι εδώ».

Ο Γκράχαμ πέρασε το κατώφλι του σπιτιού και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Άφησε την τσάντα που κρατούσε στο χολ και αφού κρέμασε το παλτό του στην κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα, ακολούθησε τις αδερφές του που προπορεύονταν, στο σαλόνι.

«Τελειώσαμε νωρίς και είπα να περάσω», του εξήγησε η Λόρνα καθώς καθόταν στον καναπέ και έπιανε την κουβέντα με την Άιλα.

Κάθισε απέναντι τους σε μία πολυθρόνα και τακτοποιούσε το πουκάμισο του που έδειχνε σαν να μην είχε σιδερωθεί ποτέ, όταν μπήκε η μητέρα τους, φορώντας ποδιά πάνω από ένα επαγγελματικό ταγιέρ, ένα γάντι φούρνου στο ένα χέρι και τα μαλλιά, άτακτα μαζεμένα στην κορφή του κεφαλιού της και στερεωμένα με ένα στυλό.

«Αχ, ήρθατε κιόλας; Δεν είναι έτοιμο το φαγητό», είπε ένοχα η Μάγκι.

Ο Γκράχαμ γέλασε τόσο με την εμφάνιση της, όσο και με το ύφος της. «Μαμά υποτίθεται ότι θα ερχόμασταν απόγευμα, για να ξεκουραστείς, όχι για να ετοιμάσεις το δείπνο για έναν στρατό»

«Α, μα δεν έφτιαξα πολλά πράγματα. Δύο, τρία πιάτα, έτσι για να έχουμε επιλογές»

«Μμμ, κατάλαβα. Πάντως μυρίζουν υπέροχα! Στη δουλειά όλα καλά;»

Η Μάγκι έκανε μια στραβή γκριμάτσα με το στόμα της και κούνησε το χέρι που φορούσε το γάντι του φούρνου. «Έτσι κι έτσι. Θα μπορούσε να είναι καλύτερα, μα θα μπορούσε επίσης, να είναι πολύ… πολύ χειρότερα κι έτσι δεν παραπονιέμαι»

«Με τον Φάιν τι έγινε;»

«Δεν τα έμαθες; Χάλια πήγε η έκθεση του. Τον έθαψαν όλοι οι κριτικοί λόγω της συμπεριφοράς του στα εγκαίνια. Τελικά, μάλλον καλό έκανε που έφυγε από μας. Ωχ!! Ο σολομός μυρίζει έτσι; Επιστρέφω», είπε και εξαφανίστηκε σαν κυνηγημένη, προς την κουζίνα.

Ο Γκράχαμ σούφρωσε τη μύτη του, πιάνοντας στον αέρα τη νεοφερμένη μυρωδιά του μάλλον, άτυχου σολομού και γύρισε στα κορίτσια, που χασκογελούσαν ακόμα καθισμένα στον καναπέ. «Τι λέτε εσείς εκεί;»

«Λέμε ότι θα ανεβούμε πάνω, γιατί η Άιλα επιμένει ότι έχει ένα καινούργιο στέμμα που θα μου πηγαίνει πολύ», απάντησε γελώντας η Λόρνα και η Άιλα συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι της.

«Α, όσο γι’ αυτό είμαι σίγουρος!»

Σηκώθηκαν μαζί και η Άιλα έκανε να τρέξει προς τη σκάλα για τον πάνω όροφο, αλλά τελικά κοντοστάθηκε. «Γκράχαμ που είναι τα πράγματα;»

«Ανέβα, θα στα φέρω εγώ», της απάντησε.

«Καλά, αλλά μην αργήσεις».

«Όχι μωρό μου, δεν θα αργήσει καθόλου. Άλλωστε, έχω κι εγώ περιέργεια να δω τι ζωγραφίσατε με τη Σεσίλια», είπε η Λόρνα με μια παιχνιδιάρικη νότα στη βαθιά φωνή της.

Τα μάτια του Γκράχαμ γούρλωσαν και το κεφάλι του, στράφηκε αυτόματα προς την μικρή του αδερφή, που κοιτούσε τα παπούτσια της λες και τα παρακαλούσε να την κάνουν αόρατη.

«Αυτό ήταν που δε θα έλεγες τίποτα;» τη ρώτησε ο Γκράχαμ.

«Είπες να μην πω τίποτα στη μαμά και στον μπαμπά. Όχι στη Λόρνα»

«Αν σε πιάσω στα χέρια μου, μικρό τερατάκι…», γρύλισε ψεύτικα ο Γκράχαμ και πετάχτηκε από τη θέση του. Η Άιλα που νόμιζε ότι θα την κυνηγήσει, στρίγκλισε και άρχισε να τρέχει προς τη σκάλα, για να κρυφτεί στο δωμάτιο της.

«Έχουμε ξεχάσει να διδάξουμε διακριτικότητα σε αυτό το παιδί»

«Όπως το είπες. Παιδί. Πάντως μην ανησυχείς, δε θα πει τίποτα στους γονείς μας. Και σε μένα δεν είπε πολλά. Μόνο για τη ζωγραφική. Εσύ από την άλλη πλευρά, θα μου τα πεις όλα, μετά το φαγητό», τον προειδοποίησε η Λόρνα.

«Ω, έλα τώρα!»

«Δεν ακούω κουβέντα. Πρέπει να αξιολογήσω άμεσα αυτή τη, Σεσίλια. Πρέπει να βεβαιωθώ ότι δεν πρόκειται για κάποιο μοντέλο Γκρέις 2»

Ο Γκράχαμ ξεφύσησε θυμωμένα. «Καμία σχέση».

«Τότε θα είναι υπέροχη. Λοιπόν, πηγαίνω επάνω για το στέμμα μου. Φέρε τα πράγματα της και μην ξεχνάς έχουμε συνάντηση μετά το φαγητό. Οι δυο μας αδερφούλη»

«Καλά, καλά. Πήγαινε κι έρχομαι».

Έμεινε για λίγα λεπτά όρθιος, στη μέση του σαλονιού, σκεφτόμενος τι θα ήταν προτιμότερο. Να περάσει την ανάκριση της Λόρνα και να τελειώνει μια και καλή, ή να αρνηθεί να της πει το οτιδήποτε και να την αφήσει να τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις, για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Εκτιμούσε τη γνώμη της, γιατί ήξερε πως ότι έλεγε, το έλεγε πάντα με ενδιαφέρον και αγάπη, μα δεν είχε ανάγκη από κανέναν να ψυχαναλύσει τη σχέση του αυτή τη στιγμή. Από την άλλη, ίσως ήταν προτιμότερο να γνωριστούν οι δυο τους. Ήταν σίγουρος πως θα τα πήγαιναν πολύ καλά, η Λόρνα θα συμπαθούσε οποιαδήποτε κοπέλα δεν ήταν η Γκρέις, μα η σχέση του με τη Σεσίλια, μετρούσε τόσο λίγο διάστημα ζωής και είχαν ήδη δει πολλά ο ένας από την οικογένεια του άλλου. Μήπως ήταν υπερβολή;

Ένιωσε στριμωγμένος, αλλά αποφάσισε να αφήσει το ζήτημα και να το σκεφτεί καλύτερα, αργότερα. Αναστέναξε και βγαίνοντας στο χολ, πήρε την τσάντα με τα πράγματα της Άιλα κι ανέβηκε δύο δύο, τα σκαλιά μέχρι τον πάνω όροφο.

Καθώς προχωρούσε μπροστά από κλειστές πόρτες, μια φωνή που φώναξε το όνομα του τον σταμάτησε. Γύρισε προς την πόρτα από όπου ακούστηκε ο πατέρας του και πρόσεξε πως ήταν στερεωμένη, μα ανοιχτή. Τη χτύπησε ελαφρά και όταν ο Γουάλι του είπε να περάσει την έσπρωξε για να μπει.

«Με φώναξες;», θέλησε να βεβαιωθεί. Ο πατέρας του, καθόταν στο γραφείο του, με τα γυαλιά που φορούσε όταν δούλευε, να ακουμπούν την άκρη της μύτης του και τα μανίκια από το πουκάμισο του μαζεμένα στους αγκώνες. Το σκούρο σακάκι του κρεμόταν στην πλάτη της καρέκλας του.

«Ναι, πέρασε, κάθισε», του πρότεινε ο Γουάλι δείχνοντας μια θέση μπροστά του.

Ο Γκράχαμ αν και διστακτικός υπάκουσε, σαρώνοντας στα γρήγορα το χώρο. Ήταν όπως ακριβώς τον θυμόταν την τελευταία φορά που είχε μπει πριν έξι περίπου χρόνια. Τα πάντα ήταν επενδυμένα με σκούρο ξύλο και η μυρωδιά, του ξύπνησε αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, όταν ερχόταν να κρυφτεί από τη Λόρνα και να εξερευνήσει προσεκτικά τους θησαυρούς του πατέρα του.

Για κάποιο λόγο αγαπούσε ιδιαίτερα τους πίνακες που βρίσκονταν σε αυτόν το χώρο και όλα τα λεπτεπίλεπτα μπιμπελό που ήταν τοποθετημένα στο άψογα συγυρισμένο γραφείο. Μικρά αγαλματίδια στη βιβλιοθήκη, χρηστικά αντικείμενα, αντίκες, που ενώ η τεχνολογία σίγουρα τα είχε αντικαταστήσει με εκατοντάδες νεότερες εκδόσεις, ο πατέρας του προτιμούσε αυτά που έκρυβαν ιστορία και πολιτισμό, μία περίτεχνη μικρογραφία του λίκνου του Νεύτωνα και το μεγάλο, ρολόι εκκρεμές που έπιανε ολόκληρη τη γωνία του δωματίου.

Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα, έκαναν το γραφείο του Γουάλι έναν από τους χώρους που αγαπούσε σαν παιδί, μα μετά τους ομηρικούς καυγάδες που είχε μοιραστεί με τον πατέρα του εδώ μέσα, του προκαλούσε μόνο νευρικότητα και ανησυχία. Ήταν λες και το σώμα του, θυμόταν όλα τα συναισθήματα που είχε ζήσει περιτριγυρισμένο σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους και αντί να τα αποβάλει, τα κρατούσε κλεισμένα και οχυρωνόταν πίσω από αυτά, σε περίπτωση που ξαναδεχόταν επίθεση.

Κάπως έτσι αισθανόταν και τώρα, σαν να βρισκόταν σε κατάσταση άμυνας, καθισμένος στην καρέκλα, χτυπούσε ανάλαφρα τα δάχτυλα του στο μπράτσο της, κοιτώντας ένα σημείο δίπλα από το κεφάλι του πατέρα του, περιμένοντας να κάνει εκείνος την αρχή της συζήτησης τους. Άλλωστε εκείνος τον είχε φωνάξει.

Ο Γουάλι έκλεισε τον φουσκωμένο από έγγραφα, φάκελο που είχε μπροστά του, έβγαλε τα γυαλιά του και αφού έτριψε για λίγο τα μάτια του, όπως έκανε και ο Γκράχαμ μετά από ώρες δουλειάς, κοίταξε τον γιο του.

«Ήθελα να μιλήσουμε», του είπε με μια ψυχρή γαλήνη.

«Να μιλήσουμε; Για τι πράγμα;»

«Για σένα, για… για το πώς περνάς. Για τη ζωή σου γενικά», συνέχισε ο Γουάλι μοιάζοντας να ψάχνει τα λόγια του.

Ένα κουδουνάκι ήχησε στο κεφάλι του Γκράχαμ. Ένα κουδουνάκι που ο ήχος του ολοένα και δυνάμωνε, ξυπνώντας όλα του τα εγκεφαλικά κύτταρα για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο κίνδυνο. «Δεν καταλαβαίνω, γιατί έτσι ξαφνικά σου προκαλεί τόσο ενδιαφέρον η ζωή μου;»

Ο Γουάλι εισέπνευσε, σαν να πάσχιζε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. «Πάντα μαθαίνω για τη ζωή σου. Σε περίπτωση που το ξεχνάς, είσαι ακόμη ο γιος μου».

«Το θυμάμαι πολύ καλύτερα από σένα νομίζω…»

«Κοίτα… Δε θέλω αυτή η συζήτηση να είναι ένας ακόμα καυγάς, οπότε θα μπω κατευθείαν στο θέμα», τον έκοψε ο Γουάλι κι όταν ο Γκράχαμ δεν είπε κάτι ως απάντηση, δοκίμασε να συνεχίσει. «Η μητέρα σου λέει ότι τα πας πολύ καλά στη σχολή σου κι ότι οικονομικά, είσαι πλέον ανεξάρτητος. Χαίρομαι για σένα. Μπορεί να μη συμφωνώ με την επιλογή σου, όμως δε θα ήθελα να σε δω να αποτυγχάνεις ξανά».

«Δεν απέτυχα»

«Ορίστε;». Η φωνή του Γουάλι, ήταν ένα κράμα δυσπιστίας και ειρωνείας. Ή μπορεί έτσι να ακουγόταν στον Γκράχαμ, μιας και δεν περίμενε να ακούσει κάποιο θετικό σχόλιο από τον πατέρα του. Όμως για την ώρα, αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν ένας πατέρας που τον αμφισβητούσε. Ξανά.

«Είπα ότι δεν απέτυχα. Πρακτικά το μόνο που έκανα, ήταν να αλλάξω κατεύθυνση. Και για κάποιον τρελό λόγο, είναι αυτό που δεν μπορείς να δεχτείς. Ότι δεν ακολουθώ την ίδια πορεία με σένα»

Ούτε που κατάλαβε πως ξέφυγαν τα λόγια από το στόμα του, μα το ευχαριστήθηκε όταν είδε πόσο επηρέασαν την παγωμένη στάση του πατέρα του. Το πρόσωπο του άρχισε να αποκτά επιτέλους χρώμα.

«Προφανώς, δεν έγινα σαφής Γκράχαμ, σου είπα πως δε θέλω να τσακωθούμε. Ας μην επιστρέψουμε λοιπόν στο θέμα της επιλογής της σχολή σου. Βλέπω πως είναι ακόμα κάτι, για το οποίο διαφωνούμε κάθετα».

«Ωραία, τότε τι στο καλό είναι αυτό, για το οποίο θες πραγματικά να μιλήσουμε;»

«Η νεαρή που ήταν μαζί σου, εκείνο το βράδυ στο σινεμά…»

Όχι, όχι δεν το ακούω αυτό, σκέφτηκε ο Γκράχαμ και πάλεψε να ακούσει την υπόλοιπη πρόταση του πατέρα του.

«να, η Λόρνα με πληροφόρησε πως δεν έχεις πλέον σχέση με την Γκρέις, που ομολογώ αν και δεν την είχα γνωρίσει ποτέ, πρέπει να ήταν μια εξαιρετική νέα, με στόχους και μέλλον. Θα ήθελα να μάθω αν εκείνο το κορίτσι στο σινεμά, είναι η αντικαταστάτρια της.»

«Και τι, με αυτό;», ρώτησε ο Γκράχαμ σφίγγοντας τα δόντια του. Ο Γουάλι έσπρωξε το κάθισμα του προς τα πίσω και σηκώθηκε. Προχώρησε και άρχισε να βηματίζει στο χώρο πίσω από τη καρέκλα, όπου καθόταν ο γιος του σιγοβράζοντας από θυμό.

«Ξέρω ότι δεν έχουμε κάνει ποτέ ανάλογες συζητήσεις, μα νομίζω πως ίσως το νεαρό της ηλικίας σου, δε σου δείχνει πως έχεις κάνει ένα μεγάλο λάθος».

«Λάθος…»

«Ναι! Αν και είμαι σίγουρος ότι η κοπέλα είναι εξαιρετικός άνθρωπος αφού επέλεξες να τη συναναστρέφεσαι, μα θέλω να αναλογιστείς το μέλλον που μπορείτε να έχετε μαζί».

«Κι αν δε με νοιάζει;»

«Δε σε νοιάζει;», επανέλαβε ο Γουάλι και σταμάτησε να περπατά κοιτάζοντας την πλάτη του Γκράχαμ.

«Ναι, λέω αν δε με νοιάζει το μέλλον που μπορεί να έχουμε μαζί, ή το μέλλον γενικά, ή ακόμα και η γνώμη σου γι’ αυτό το θέμα και για οποιοδήποτε άλλο με αφορά», είπε ο Γκράχαμ και σηκώθηκε κι αυτός, γυρνώντας για να βλέπει επιτέλους κατάματα τον πατέρα του.

«Βλέπω ήδη σε έχει επηρεάσει αρνητικά».

«Νόμιζα πως πίστευες πως ήταν εξαιρετική».

«Και μόνο μια ματιά, αρκεί για να καταλάβει κανείς, πως δεν έχεις δουλειά μαζί της. Το σουλούπι της, το τατουάζ, το γεγονός ότι δεν έκανε καμιά προσπάθεια να συστηθεί, έστω από ευγένεια», του ξεφούρνισε ο Γουάλι και ο Γκράχαμ, ένιωσε την πίεση του να ανεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

«Η εμφάνιση της; Απίστευτο… Σε ενόχλησε η εμφάνιση της;». Είχε σχεδόν σοκαριστεί.

«Δε λέω αυτό… Πες μου όμως, τι δουλειά κάνει;»

«Είναι tattooist. Εργάζεται σε ένα στούντιο που κάνει τατουάζ», ομολόγησε ο Γκράχαμ προκλητικά.

«Χα! Μάλιστα… και νομίζεις ότι η κοπέλα αυτή σου ταιριάζει καλύτερα από μια δικηγόρο με μέλλον, όπως ήταν η Γκρέις;»

«Η Γκρέις δε μου ταίριαζε, γιατί ήταν μια μέγαιρα. Ήταν καταπιεστική, φορτική και σχεδόν τυραννική», ξεφούρνισε για πρώτη φορά, σε κάποιον άλλο, από ότι στον ίδιο του τον εαυτό. «Είχε την εντύπωση πως είχε κάποια ιδιαίτερη αξίωση στη ζωή μου, επειδή ήταν η κοπέλα μου, εντύπωση που έχεις κι εσύ επειδή είσαι πατέρας μου»

«Πρόσεχε πως μιλάς…»

«Όχι. Αυτή τη φορά όχι. Δε θα το αφήσω να περάσει έτσι». Είχε φουντώσει για τα καλά και τα χέρια του, σφιγμένα σε γροθιές, έτρεμαν στην προσπάθεια του να συγκρατηθεί, μα ήταν σαν να έβλεπε συσσωρευμένα παράπονα ετών, στριμωγμένα στην έξοδο ταχείας διαφυγής. «Δεν έχεις δικαίωμα να μου λες με ποια θα βγαίνω ή τι θα κάνω στη ζωή μου, τη στιγμή που ακόμα κι αν δεν το παραδέχεσαι τα πηγαίνω εξαιρετικά καλά. Τελείωσα τη σχολή μου με επαίνους και το master μου με υψηλότατη βαθμολογία. Είμαι στην τελική ευθεία για το διδακτορικό μου και είμαι σίγουρος ότι έχω ακολουθήσει τη σωστή πορεία για να κάνω αυτό που αγαπώ, όμως όχι, τίποτα από όλα αυτά δε σου είναι αρκετό, γιατί δεν είναι μέσα σε αυτά που είχες σχεδιάσει για μένα».

«Δεν ξέρεις τι λες, δεν ξέρεις τι σου γίνεται, είσαι σχεδόν 25 χρονών…»

«Είμαι 25 χρονών και δεν μπορείς να χωνέψεις, ότι δεν είμαι σαν εσένα. Ότι κάποια στιγμή, ένιωσα πιο δυνατός από το άβουλο πλάσμα που ήμουν και ξεκίνησα ξανά τη ζωή μου κι αυτή την φορά, όπως την ήθελα εγώ κι όχι όπως την είχαν προγραμματίσει άλλοι».

Ο Γουάλι πέρασε το χέρι του μέσα από τα ξανθοκόκκινα μαλλιά του. Είχαν αρχίσει εδώ και καιρό να γκριζάρουν τόπους τόπους. Η αναπνοή του είχε γίνει πιο γρήγορη και ο Γκράχαμ καταλάβαινε ότι μπροστά του στεκόταν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, μα δε φοβήθηκε. Είχε ένα ακριβώς ίδιο μέσα του.

«Όλα αυτά είναι πολύ ωραία στη θεωρία Γκράχαμ, αλλά είχες στρωμένο ένα δρόμο μπροστά σου. Ένα δρόμο εύκολο, γιατί εγώ τον έκανα έτσι, με χρόνια δουλειάς κι εσύ, φρόντισες να τα πετάξεις όλα και μαζί πέταξες και την οικογένεια σου».

«Είσαι ο μόνος που το βλέπεις έτσι. Οι υπόλοιποι σε αυτό το σπίτι με στήριξαν και πάντα θα με στηρίζουν. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ για εκείνες. Είναι κάτι, που εσύ ξεχνάς να κάνεις φαίνεται», τον κατηγόρησε.

«Τι καινούργιες ανοησίες, είναι αυτές τώρα;», απόρησε ο Γουάλι χωρίς να μπορεί να κρύψει την έκπληξη του.

«Για τη Λόρνα μιλάω. Μη νομίζεις ότι δεν βλέπω πόσο την δοκιμάζεις»

«Δεν είναι αυτό το θέμα μας…»

«Κι όμως είναι. Αν εκτιμούσες την δουλειά της, το πόσο σκληρά εργάζεται, όχι μόνο για να σε εντυπωσιάσει, ή για να κερδίσει τη θέση που της αξίζει, αλλά επειδή της αρέσει, τότε τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα για όλους. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αποδεχτείς, πως δεν είναι ο γιος σου αυτός που θα σε διαδεχτεί στην πολυαγαπημένη σου εταιρεία, αλλά η πιο ικανή και πιο κατάλληλη για τη δουλειά κόρη σου. Δοκίμασε να το σκεφτείς αυτό και θα δεις, πως όλα θα ταιριάξουν μια χαρά», ξέσπασε ο Γκράχαμ ξέροντας πως οι φωνές τους θα ακούγονταν πια σε όλο το σπίτι.

«Το θέμα της Λόρνα είναι κάτι που αφορά εκείνη και μένα, δεν έχεις λόγο σε αυτό».

«Η Λόρνα είναι ενήλικη, ίσως έχεις δίκιο, μα σε προειδοποιώ, δεν θα σε αφήσω να κάνεις τα ίδια και στην Άιλα. Κι ένας τυφλός θα καταλάβαινε, ότι είναι διαφορετική από τα μέτρα σου κι από τα μέτρα πολλών. Το βλέπω, πως τώρα που είναι μικρή προσπερνάς τις συνήθειες της, θεωρώντας τες παιδικές εκκεντρικότητες και μπορεί να είναι, αλλά σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, δε θα σε αφήσω να της στερήσεις τα όνειρα της, ή να δοκιμάσεις να την αλλάξεις».

«Έχεις ξεφύγει Γκράχαμ. Δεν ξέρω με τι κόσμο έχεις μπλέξει…» ξεκίνησε ο Γουάλι με στενεμένα μάτια, όμως ο Γκράχαμ, δεν τον άφησε να συνεχίσει.

«Με κάνει ευτυχισμένο. Το κορίτσι που είδες στο σινεμά. Με τα τατουάζ και τη μονόχνοτη συμπεριφορά της. Έτσι όπως ακριβώς είναι, με κάνει ευτυχισμένο»!

«Μάλιστα, τότε δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση. Είσαι χαμένη υπόθεση…». Η πόρτα που άνοιξε με φόρα διέκοψε ξανά τον Γουάλι. Η Μάγκι εισέβαλε και στάθηκε, κοιτώντας τους σοκαρισμένη. Το πληγωμένο της βλέμμα πέρασε από τον Γκράχαμ, στο σύζυγο της και έμεινε εκεί, ώσπου άρχισε να αλλάζει.

«Η Άιλα σε φώναζε Γκράχαμ. Κάτι λέει για χρώματα και μπλοκ ζωγραφικής», είπε τελικά, κοιτώντας τον Γουάλι, με απορία ανάμεικτη με θυμό.

«Ναι, είναι αυτά εκεί», απάντησε ο Γκράχαμ με όση ηρεμία μπόρεσε να ανακτήσει στη φωνή του και έδειξε την τσάντα που είχε παρατήσει δίπλα στην πόρτα όταν μπήκε. «Εγώ να πηγαίνω», συνέχισε και έκανε να προσπεράσει τη Μάγκι.

«Δεν θα μείνεις για φαγητό; Σε παρακαλώ, μείνε», τον σταμάτησε η μητέρα του παίρνοντας τα μάτια της από τον Γουάλι που επέστρεφε πίσω από το γραφείο του.

«Όχι μαμά, καλύτερα όχι», της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο. «Πες στα κορίτσια ότι έπρεπε να φύγω».

«Μείνε. Η μητέρα σου στο ζητάει. Και η Λόρνα, ήρθε σήμερα εδώ, γιατί ήθελε να σε δει», είπε αδιάφορα ο Γουάλι.

«Η μητέρα μου και η αδερφή μου, σε λίγο θα προσθέσουν ένα κι ένα τα γεγονότα και θα καταλάβουν ότι ήταν αδύνατο να μείνω απόψε. Εσύ; Αναρωτιέμαι αν εσύ θα καταλάβεις ποτέ κάτι», απάντησε ξερά και βγήκε από το γραφείο χωρίς να κοιτάξει ξανά πίσω του. Κατέβηκε, πήρε το παλτό του και χωρίς να το φορέσει, βγήκε στην αυλή. Ούτε που κατάλαβε πόσο είχε πέσει η θερμοκρασία. Ο ίδιος μέσα του, έκαιγε σαν λάβα.

 

 

Είχε ήδη κατεβάσει δύο παυσίπονα, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πονοκέφαλος του ήταν πολύ επίμονος. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το μυαλό του, του έλεγε να ηρεμίσει, να προσπαθήσει να χαλαρώσει, μα το σώμα του ήταν σε εγρήγορση. Ήταν λες και βρισκόταν στην πρίζα. Το να κόβει βόλτες μέσα στο δωμάτιο του, δε βοηθούσε καθόλου.

Η μέρα του είχε ξεκινήσει τόσο όμορφα, πως έγινε και πήγαν όλα τόσο στραβά; Μα δεν υπήρχε λόγος απορίας, ο πατέρας του είχε φροντίσει να τα διαλύσει όλα μέσα σε λίγα λεπτά. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε τολμήσει να ανακατευτεί ξανά στη ζωή του και μάλιστα στα προσωπικά του, λες και ήταν έφηβος.

Τουλάχιστον αυτή τη φορά ο Γκράχαμ, ένιωθε ότι είχε κάνει αυτό που έπρεπε. Μπορεί να στεναχώρησε τη μητέρα του με όσα τον άκουσε να λέει, κάτι που σίγουρα δεν ήθελε, αλλά δε θα δεχόταν κανενός είδους κριτική γι’ αυτό το θέμα. Όχι μετά από αυτό που παραδέχτηκε. Το ότι η Σεσίλια τον έκανε ευτυχισμένο.

Το καταλάβαινε τώρα πιο πολύ από ποτέ. Μετά από τους καυγάδες, τους τσακωμούς και τις παρεξηγήσεις, όσα είχαν μοιραστεί ήταν τόσο όμορφα και δυνατά που μόνο χαμόγελο του έφερναν καθώς τα θυμόταν, αν και έπρεπε να παραδεχτεί ότι ακόμα και τα αρχικά δυσάρεστα σκηνικά τώρα πια, του φαίνονταν αστεία.

Η νευρικότητα του δεν είχε κατευναστεί ακόμα και δεν μπορούσε να πάρει κι άλλο χάπι για τον πονοκέφαλο. Κάπως έπρεπε να αποσυμπιεστεί όλη αυτή η ένταση. Μήπως να πήγαινε σε κάποιον από τους φίλους του; Όχι, δεν ήθελε να χρειαστεί να συζητήσει τα όσα έγιναν. Το μάτι του, έπεσε στη μισάνοιχτη ντουλάπα του και το λουρί του αθλητικού του σάκου που κρεμόταν προς τα έξω. Αυτό ήταν, αυτό χρειαζόταν. Λίγη άσκηση ήταν ότι πρέπει.

Μέσα σε λίγα λεπτά είχε παραχώσει στο σάκο τα απαραίτητα, φόρεσε μια φόρμα, ένα πουλόβερ και τα αθλητικά του και ξεκίνησε για την πισίνα. Μέχρι να βγει στο δρόμο είχε φορέσει το μπουφάν του, κλείνοντας το ερμητικά και βάζοντας τα χέρια στην τσέπη, άφησε τα πόδια του να βρουν μονάχα τους το δρόμο, όσο η σκέψη του ταξίδευε.

Θυμήθηκε την ερώτηση της Άιλα, για τον αν αγαπάει τη Σεσίλια. Για εκείνη ήταν μια απλή ερώτηση, μα για τον Γκράχαμ, ήταν κάτι σαν σεξπηρικό δίλλημα. Ήξερε πως το σώμα του ανταποκρινόταν σε κάθε της άγγιγμα, σε κάθε της χάδι. Ήξερε πως το μυαλό του θόλωνε όταν τη φιλούσε. Ήξερε πως η καρδιά του αναπηδούσε όταν άκουγε τη φωνή της και πως λάτρευε το χαμόγελο της. Και ήξερε πως μπορούσε να την παρακολουθεί να ζωγραφίζει για ώρες, γιατί εκείνες τις στιγμές ορκιζόταν ότι γύρω της, σχηματιζόταν ένα φως, που την σκέπαζε σαν πέπλο. Κάτι τέτοιες στιγμές, ευχόταν να ήξερε κι εκείνος να ζωγραφίσει. Σίγουρα ήταν ένα θέαμα που άξιζε να αποτυπωθεί.

Κι αφού ήξερε όλα αυτά, γιατί δεν μπόρεσε να απαντήσει; Μπόρεσε να την υπερασπιστεί στον πατέρα του με αρκετή για τα δεδομένα του θέρμη, αλλά αυτή η μικρή ερώτηση θα έμενε μετέωρη;

Δεν ήθελε να συγχέει τον ενθουσιασμό, με τα αληθινά συναισθήματα. Κάπως έτσι είχε μείνει φυλακισμένος στην προηγούμενη σχέση του, για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μπέρδεψε τον θαυμασμό με τον έρωτα. Όμως τώρα το καταλάβαινε καλύτερα. Δεν ερωτεύτηκε ποτέ την Γκρέις. Εντυπωσιάστηκε αλλά δεν ερωτεύτηκε. Κι ύστερα από κάποιο διάστημα σχέσης, πέρασε στη συντροφικότητα, στη συνήθεια και το χειρότερο από όλα στο βόλεμα.

Η Σεσίλια όμως δεν τον εντυπωσίασε. Τον εκνεύρισε, τον έκανε να ντραπεί, να θυμώσει, να μετανιώσει, να τη συγχωρήσει, να λαχταρά να τη δει και το κυριότερο… να τη θέλει. Τον είχε κερδίσει.

Σταμάτησε και άλλαξε αμέσως διαδρομή. Δεν ήθελε να κολυμπήσει παρόλο που είχε τόσο καιρό. Δεν ήθελε να μιλήσει στους φίλους του, παρόλο που ήταν εκεί για αυτόν όταν τους χρειαζόταν. Ήθελε απλά να τη δει. Να την αγγίξει και να τη φιλήσει. Μόνο έτσι θα τα ξεχνούσε όλα.

Το πρωί, λίγο πριν αποχαιρετιστούν, του είπε πως είχε τη βραδινή βάρδια και πως νωρίτερα, είχε να κάνει κάτι, αν και δε θυμόταν τι. Ίσως λοιπόν προλάβαινε να τη δει πριν ξεκινήσει να δουλεύει. Ακόμα κι αυτός, ο περιορισμένος χρόνος μαζί της, ήταν το καλύτερο φάρμακο.

Υπολόγισε ότι μέχρι να φτάσει στο στούντιο, θα ερχόταν και η Σεσίλια και δεν είχε άδικο. Με το που έφτασε στη γωνία του δρόμου, την είδε από μακριά. Στεκόταν μπροστά στην είσοδο, με την τσάντα της περασμένη στην πλάτη της και τα χέρια της να στηρίζουν το ποδήλατο της από το τιμόνι. Μιλούσε σε κάποιον.

Ήταν ένας άντρας που φορούσε μπουφάν και σκούφο. Από την απόσταση που βρισκόταν δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του. Κάποιος πελάτης θα είναι, σκέφτηκε ανέμελα και συνέχισε να πλησιάζει, όταν τους πρόσεξε λίγο καλύτερα.

Γελούσαν. Η Σεσίλια συμφωνούσε με κάτι που της είπε κι εκείνος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, αν και ανάμεσα τους βρισκόταν το ποδήλατο της. Ο άντρας άπλωσε το χέρι του και πήρε ένα τσουλούφι από τα μαλλιά της και το στερέωσε στο αυτί της. Εκείνη δεν τον εμπόδισε. Ξαναγελούσαν. Ο άνδρας έβγαλε τότε τον σκούφο του και όπως μετακινήθηκε, ο Γκράχαμ μπόρεσε να δει ποιος ήταν.

Η καρδιά του βούλιαξε και συνειδητοποίησε ότι μάλλον δεν έπρεπε να αλλάξει τα σχέδια του. Ήταν λάθος να έρθει εδώ και τώρα έπρεπε οπωσδήποτε να εκτονωθεί κάπως. Έστω κολυμπώντας. Γύρισε την πλάτη του στο ζευγάρι και έσφιξε τα δόντια του. Η Σεσίλια δεν τον είχε ανάγκη. Ήταν με τον Τσάρλι.    

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ 

- Απουσίες -

 

Από το βράδυ που ο Τσάρλι είχε μάθει για τη σχέση της με τον Γκράχαμ, η Σεσίλια ένιωθε ότι την απέφευγε. Αναγνωρίζοντας το μερίδιο των ευθυνών της, μιας και δεν έπρεπε να του είχε δώσει ελπίδες, είχε αποδεχτεί την τυπική συμπεριφορά του απέναντι της. Από την πλευρά της απέφευγε να τον ενοχλεί, όμως όταν της απεύθυνε εκείνος το λόγο, ήταν ευγενική και συμπεριφερόταν σαν να μην έτρεχε τίποτα.

Είχε ξεκλειδώσει το ποδήλατο της, όταν ένιωσε κάποιον δίπλα της, γύρισε ξαφνιασμένη και είδε τον Τσάρλι.

-Σε τρόμαξα, σου ζητώ συγνώμη! Βιάστηκε να της πει.

-Δεν πειράζει, απλά κακό προηγούμενο.

-Μιλάς για το περιστατικό με την τσάντα και το κλεφτρόνι.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και στάθηκε περιμένοντας.

-Που θα πας τώρα; Συνέχισε την κουβέντα ο Τσάρλι.

-Γραμμή στο στούντιο, πρώτη φορά καθυστερήσαμε τόσο…

-Άργησε η τροφοδοσία. Κάθε φορά καθυστερεί και περισσότερο.

-Τι συμβαίνει;

-Ό,τι συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, από τη μία προκαλεί πολέμους και από την άλλη βλέπει σαν παρείσακτους αυτούς που τρέχουν να σωθούν. Δε βοηθάνε πολλοί πλέον τον έλληνα και όσο να ’ναι, παρά τις καλές του διαθέσεις είναι και αυτός επιχειρηματίας, δεν μπορεί να αναλάβει εξολοκλήρου την τροφοδοσία των προσφύγων. Στο τέλος θα γίνει πιο φτωχός από τους μετανάστες και πίστεψε με, το τελευταίο πράγμα που θέλει να γίνει ένας πλούσιος είναι φτωχός.

-Δεν έχεις άδικο, σχολίασε σκεφτική, ενώ μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι είχαν ξεκινήσει να περπατάνε ο ένας πλάι στον άλλο, εκείνη τσουλώντας το ποδήλατο της και εκείνος με τα χέρια του στις τσέπες.

-Από εδώ είναι ο δρόμος σου; Τον ρώτησε ξαφνιασμένη.

-Λέω να κάνω μια βόλτα, βαριέμαι να κλειστώ στην εστία και να το ρίξω στο διάβασμα ή στο διαλογισμό! … Έχει γλυκάνει κάπως ο καιρός, δε νομίζεις;

-Ναι, κοντεύει να μπει η άνοιξη, αν και ξέρεις τη γνώμη μου για τον καιρό της πατρίδας σου.

-Και για τους άντρες της πατρίδας μου νόμιζα ότι ήξερα τη γνώμη σου, αλλά με διέψευσες! Η Σεσίλια μη βρίσκοντας κάτι ευγενικό να απαντήσει, προτίμησε να μείνει σιωπηλή στο σχόλιο του Τσάρλι για τη σχέση της με τον Γκράχαμ, κι ας μην του έπεφτε λόγος. Το γεγονός ότι τον συμπαθούσε, και ότι ευθυνόταν και η ίδια για την πίκρα και το θιγμένο εγωισμό του, την ανάγκασαν να συγκρατηθεί, κάτι εντελώς παράδοξο για τον χαρακτήρα της.

-Είστε μαζί;

-Με τον Γκράχαμ, ναι!

-Ποτέ δε θα μπορούσα να σε φανταστώ με έναν τύπο σαν εκείνον.

-Ούτε εγώ! Όμως δεν επιλέγεις πάντα και ως γνωστόν ο έρωτας είναι κακός σύμβουλος.

-Είσαι ερωτευμένη μαζί του!

-Μμμμ, έτσι νομίζω. Και για την ιστορία ο Γκράχαμ κατάγεται από την Ελλάδα, και όχι από μια μακρινή γιαγιά, αλλά από τη μητέρα του. Το μισό του αίμα είναι ελληνικό. 

-Μα φυσικά, εσύ ισπανίδα, εκείνος έλληνας, έχετε πολλά να σας ενώνουν, παιδιά του νότου.

-Κατά το 50% κατά το υπόλοιπο 50% ανήκουμε στο βορρά.

-Ο πολιτισμός συνδυασμένος με τη χαρά.

-Όταν λες πολιτισμός; Αναφέρεσαι στη βόρεια πλευρά του εαυτού μας!

-Φυσικά.

-Να σου υπενθυμίσω ότι το μουσείο σας είναι γεμάτο με την πολιτισμική κληρονομιά των ελλήνων και των αιγυπτίων, αλήθεια τι αγγλικό βρίσκεται στις προθήκες του βρετανικού μουσείου;

Ο Τσάρλι γύρισε ξαφνιασμένος και την κοίταξε.

-Δεν ξέρω, της απάντησε στο τέλος χαμογελαστός, γιατί δεν πάμε μαζί μια μέρα να ψάξουμε;

-Είδες, με αναγκάζεις να γίνομαι κακιά.

-Είσαι χαριτωμένη όταν γίνεσαι κακιά, είπε και της πέρασε ένα κόκκινο τσουλούφι πίσω από το αυτί. Η Σεσίλια πίεσε τα χείλη της για να σχηματίσουν κάτι που θύμιζε χαμόγελο. Πλέον είχαν φτάσει έξω από το στούντιο.

-Έκανες μεγάλη βόλτα! Σχολίασε η Σεσίλια αμήχανα ενώ στράφηκε και κοίταξε την πρόσοψη του μαγαζιού.

-Είχα καλή παρέα, οπότε δεν πειράζει.

-Πρέπει να μπω.

-Σεσίλια, είπε και της έπιασε το χέρι. Θα περιμένω.

Βιαστικά έσκυψε και κλείδωσε το ποδήλατο και χώθηκε στην ασφάλεια του μικρού στούντιο, χωρίς να απαντήσει στις τελευταίες λέξεις του Τσάρλι.

«Τι ανόητη»! μουρμούρισε εκνευρισμένη στον εαυτό της. Έπρεπε να του ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να την περιμένει, ότι δεν είχε σχέση με τον Γκράχαμ αλλά με την ίδια, και ότι αν ο Γκράχαμ αποδεικνυόταν κάλπικος, εκείνη θα κλεινόταν στο μοναστήρι. «Υπερβολές». Σχολίασε πάλι στον εαυτό της, «Στο μοναστήρι πρέπει να είσαι εγκρατής, ούτε σοκολάτες, ούτε σεξ»! Όχι, δε θα κλεινόταν στο μοναστήρι. Τι βλακείες σκεφτόταν, είπε και πήρε το κινητό να στείλει μήνυμα στον «έλληνα» της! Θυμήθηκε τη συζήτηση που είχαν κάνει για τα στερεότυπα, κρίμα που κανείς τους ποτέ δε θα μπορούσε να πείσει τον άλλον, όμως να που ταίριαζαν και σέβονταν τη διαφορετικότητα τους.

«Μωρό μου, μου έλειψες κιόλας. Ήταν πολύ κουραστική μέρα στο εστιατόριο του έλληνα, πήγα για καμιά ώρα και τελικά κατέληξα να είμαι εκεί σχεδόν ως τα τώρα. Εσύ έφυγες από τους δικούς σου; Ανυπομονώ να σε δω!»

Πολλές πληροφορίες, παρατήρησε και έσβησε το μήνυμα. Αν ήταν στους γονείς του,  ας μην ήταν αναγκασμένος να διαβάσει ολόκληρο έπος σε μήνυμα. Μόνο μια μικρή υπενθύμιση ότι κάπου εκεί έξω υπήρχε εκείνη και τον στήριζε. Έτσι να γνωρίζει απλά ότι έχει ένα σύμμαχο, αν αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει τον δύστροπο πατέρα του. Τον σκέφτηκε και ρίγησε, ένα βλέμμα της είχε ρίξει και την έκανε να νιώθει τη διάθεση να το βάλει στα πόδια. Κι ήταν απλά μια ξένη, φαντάσου πως θα είναι για τον Γκράχαμ που ήταν γιος του και επιπλέον δεν είχε κάνει αυτό που ο πατέρας απαιτούσε. Αν η ίδια ήταν κόρη του και ήταν αναγκασμένη να τον αντιμετωπίζει σε κάθε οικογενειακή εστίαση, θα επιθυμούσε να γίνεται τόσο μικροσκοπική ώστε να μη φαίνεται. Τη Σάρα την είχε αντιμετωπίσει, όμως της φαινόταν πιο εύκολος αντίπαλος, με τον άγγλο δε θα την είχε βγάλει τόσο καθαρή. Άκουσε την εξώπορτα που άνοιξε, σε λιγότερο από μισό λεπτό θα είχε πελάτη, σκέφτηκε και βιάστηκε να πληκτρολογήσει το μήνυμα της.

«Μου λείπεις!»

Ô

 

Μόλις ξύπνησε το επόμενο πρωινό, πήρε το κινητό της να δει αν είχε έρθει κάποιο μήνυμα από τον Γκράχαμ. Με απογοήτευση αντιλήφθηκε ότι ούτε μήνυμα υπήρχε, ούτε κάποια αναπάντητη από το αγόρι της. Μάλλον θα έμεινε στο πατρικό του, σκέφτηκε. Ή μπορεί να έφυγε και να ξέχασε το κινητό του εκεί, και να μην είδε το μήνυμα της ή πάλι μπορεί να τον είχε φορτώσει με γραπτά εκείνος ο αντιπαθητικός καθηγητής που ήταν βοηθός του, και που τις μισές φορές η Σεσίλια ξεχνούσε το όνομα του. Όπως και να είχε, αργά ή γρήγορα θα επικοινωνούσε εκείνος. Αφού σιωπηλά ευχήθηκε να το κάνει γρήγορα, πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της και πήγε στο μπάνιο να ετοιμαστεί. Μπορεί να πέρναγε από το σπίτι της, μόλις ξεμπέρδευε με αυτό που τον κρατούσε μακριά της. Αφού αναζωογονήθηκε με ένα καυτό μπάνιο, έφτιαξε μια κούπα με ζεστό κακάο και πήγε στο καθιστικό της, που τις περισσότερες ώρες χρησίμευε ως γραφείο και καλλιτεχνικό ατελιέ.

Οι πίνακες που είχε ξετυλίξει ο Ίντι πριν από αρκετό καιρό για να τους δει, βρίσκονταν στη γωνιά τους, όμως το σεντόνι δεν ήταν τόσο σωστά τακτοποιημένο. Το έβλεπε καιρό και ήταν μια δουλειά που θα της έπαιρνε πέντε λεπτά το πολύ, όμως ποτέ δεν αποφάσιζε να την κάνει. Πήρε αγκαλιά τους πίνακες και τους έβαλε πάνω στον καναπέ, ξετύλιξε το σεντόνι για να το φτιάξει από την αρχή, όταν μπροστά της έκανε την εμφάνιση της η Αλάμπρα. Η νοσταλγία τσίμπησε την καρδιά της, πόσα χρόνια είχε να πάει στην Ισπανία. Με τον πατέρα και με τα αδέρφια της μιλούσε συχνά στο τηλέφωνο αν και τώρα τελευταία θα μπορούσαν να την κατηγορήσουν ότι τους είχε παραμελήσει. Ίσως όταν θα ερχόταν το καλοκαίρι και τελείωνε και ο Γκράχαμ με τις πανεπιστημιακές του υποχρεώσεις να τον έπαιρνε να πάνε διακοπές στην πατρίδα της, στη Μαδρίτη, ή μήπως στη Βαρκελώνη ή στη Βαλένθια που έχουν και θάλασσα; Θα περνούσαν και λίγες μέρες να δουν την οικογένεια της. Βέβαια είχαν καιρό μέχρι να έρθει το καλοκαίρι. Η ίδια θα προτιμούσε Ιούνιο, που δε γίνεται τόσο χαμός από τουρίστες, όμως με τα πανεπιστήμια να έχουν εξεταστική τον πρώτο μήνα του καλοκαιριού, μάλλον θα μεταφέρονταν οι διακοπές τους τον Ιούλιο.

Άφησε τους πίνακες πάνω στον καναπέ, χωρίς να τους τυλίξει και πήγε στο τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου από το σπίτι στη Γρανάδα, και με ένα χαμόγελο στα χείλη περίμενε να ακούσει τη φωνή του πατέρα της.

-Ναι, ακούστηκε η νεανική φωνή της αδερφής της. Θα ήταν ολόκληρη δεσποινίδα πια.

-Ενκάρνα!

-Ποιος είναι;

-Η αδερφή σου!

-Σεσίλια! Είπε με ευχάριστη έκπληξη. Που είσαι;

-Που αλλού, στο παγωμένο Λονδίνο.

-Γιατί δεν κατεβαίνεις προς τα νότια; Της είπε πειραχτικά. Άκουσε τη φωνή του πατέρα τους να ρωτάει την αδερφή της ποιος είναι, και ύστερα να τραβάει το ακουστικό από την Ενκάρνα, ενώ εκείνη άρχισε τη γκρίνια.

-Σεσίλια, κορίτσι μου!

-Ερνέστο!

-Για να με λες με το όνομα μου τα πράγματα είναι καλά, εκτός κι αν μου είσαι θυμωμένη. Τη ρώτησε διερευνητικά.

-Δε σου είμαι θυμωμένη! Τον καθησύχασε.

-Πάντως μικρή τουλάχιστον, είχες αυτή την ιδιαιτερότητα, όταν θύμωνες δεν ήθελες να υπενθυμίζεις τους δεσμούς αίματος, κι άρχιζες να μας αποκαλείς με τα μικρά μας ονόματα, και εμένα και τη μητέρα σου.

-Είναι η αλήθεια ότι με τη Σάρα είμαι αιώνια θυμωμένη.

-Δε θα έπρεπε, έκανε το καλύτερο για να σε μεγαλώσει και να σε κάνει αυτόν τον καταπληκτικό άνθρωπο που έγινες.

-Δεν προσπάθησε πολύ, ούτως ή άλλως θα γινόμουν καταπληκτικός άνθρωπος, μην ξεχνάς τα γονίδια. Είπε για να τον ακούσει να γελάει, αλλά αμέσως συνέχισε, εκφράζοντας μια χρόνια απορία της. Αλλά αδυνατώ να καταλάβω γιατί της παίρνεις συνέχεια το μέρος!

-Γιατί μου χάρισε εσένα! Και  πρόσθεσε χαμηλώνοντας τη φωνή, προφανώς για να μην τον ακούσει η Μαρισόλ. Άλλωστε η μητέρα σου υπήρξε ο μεγάλος μου έρωτας, Σέσιλη. Και όταν κάποιος έχει υπάρξει στη ζωή σου και τον αγάπησες όπως εγώ τη μητέρα σου, δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται, πάντα θα τρέφω όμορφα συναισθήματα για τη Σάρα.

-Ακόμα κι αν χωρίσατε, κι αν με πήρε μακριά σου;

-Αν σε άφηνε σε εμένα θα ήμουν ευτυχής, όμως από την πλευρά της δε θα ήταν σωστό να αφήσει το παιδί της πίσω, οπότε την εκτιμώ που φέρθηκε όπως κάθε σωστή μητέρα.      

-Θα προτιμούσα να με είχε αφήσει σε εσένα.

-Το λες τώρα. Αν σε είχε αφήσει θα είχες την αντίθετη γνώμη.

Η Σεσίλια αναστέναξε, αναγνωρίζοντας το σωστό στα λόγια του πατέρα της.

-Όμως ας τα αφήσουμε πια αυτά. Εσύ πότε θα έρθεις να μας δεις;

-Δεν ξέρω μπαμπά! Ελπίζω το καλοκαίρι!

-Γιατί δεν μας επισκέπτεσαι για τις γιορτές του Πάσχα, που είναι πιο σύντομα και έρχεσαι και το καλοκαίρι. Και μην ανησυχείς για τα εισιτήρια, θα στα βάλω εγώ.

-Δε θέλω να σου πω ψέματα, ελπίζω να καταφέρω να έρθω το καλοκαίρι, αλλά ακόμα δεν έχω κάνει κανένα σχέδιο.

-Δεν ξέρω τα πλάνα και τα σχέδια σου, αλλά αφού είπες ότι θα έρθεις το καλοκαίρι εγώ θα σε περιμένω. Και τα αδέρφια σου φυσικά. Α! στάσου, μισό λεπτό, μην κλήσεις, θέλει να σου μιλήσει και ο Μανολίτο.   

 

Ô

 

Αφού μίλησε με όλη την οικογένεια, ακόμα και με τη μητριά της με την οποία διατηρούσαν μια πολύ καλή σχέση, -ίσως η καλή σχέση οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν έμεναν μαζί, ώστε να παραγνωριστούν, όπως σχολίαζε η Σάρα- επέστρεψε για να καταπιαστεί με το τύλιγμα των πινάκων. Πριν τους σκεπάσει και τους εξαφανίσει για πολύ καιρό από τα μάτια της, αποφάσισε να τους ρίξει μια ματιά σαν αποχαιρετισμό. Είδε τον Πέδρο, να παίζει την κιθάρα του. Τον πολύχρωμο, σχεδόν παιδικό πίνακα της, με τα χρώματα να στροβιλίζονται και το ζευγάρι να ανταλλάσει ένα φλογερό φιλί και να παίρνει φωτιά από το ίδιο του το πάθος. «Angel» μουρμούρισε το όνομα του  παιδικού της έρωτα. Και γύρισε πίσω στα χρόνια, όταν πνιγμένοι από το κλάμα και αγκαλιασμένοι που θα αποχωρίζονταν, όταν την έπαιρνε η μητέρα της από τη Γρανάδα, είχαν δώσει όρκο. Όταν θα μεγάλωναν θα συναντιόνταν ξανά και θα ήταν για πάντα μαζί. Τελικά τον είχε συναντήσει κάποιες φορές όταν πήγε να επισκεφτεί τον πατέρα της και την οικογένεια του, όμως η σχέση τους ήταν κάπως τυπική. Η Σεσίλια από το ευχάριστο πλάσμα που ήταν όταν ζούσε στην Ισπανία, είχε μετατραπεί σε μια ψυχρή, βόρεια γυναίκα, που έπρεπε να κρατάει τους τύπους και τις αποστάσεις. «Τι σαχλαμάρες» σκέφτηκε, με τον Άνχελ γνωριζόμασταν μια ζωή. Κι όμως τον είχε αναγκάσει να της φέρεται και εκείνος τυπικά αφού δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί στην παιδική του φίλη, η οποία είχε μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που εκείνος γνώριζε. Κι όμως χρόνια αργότερα, όταν στάθηκε μπροστά στον καμβά να ζωγραφίσει τον πίνακα, δε σκεφτόταν κανέναν από τους εραστές της. Κανένας δεν είχε αποδειχτεί ικανός μέχρι τότε, να της εμπνεύσει έναν τόσο ερωτικό πίνακα, ούτε καν ο Έντγκαρντ που ήταν ο πρώτος άντρας που έκανε μαζί του έρωτα. Μόνο κάτι άπιαστο, κάτι χαμένο θα μπορούσε να την οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα, κάτι που έπρεπε να γίνει και δε συνέβη ποτέ. Με την εικόνα του Άνχελ στο μυαλό της, ή μάλλον πιο σωστά με αυτό που πίστευε ότι θα μπορούσε να είναι ο Άνχελ για εκείνη, ζωγράφισε δυο κορμιά να ενώνονται σε ένα φιλί και να μοιάζουν ότι πήραν φωτιά.

«Κι ο Γκράχαμ»; Ρώτησε μια φωνή μέσα στο μυαλό της. «Ο Γκράχαμ θα ήταν ικανός να σε κάνει να ζωγραφίσεις κάτι τέτοιο»;

-Ο Γκράχαμ! Είπε δυνατά το όνομα του. Ο Γκράχαμ είχε αρχίσει να τη μετατρέπει ξανά σε εκείνο το χαρούμενο κορίτσι που ήταν πριν φύγει από την Ισπανία, λόγω ηλικίας βέβαια είχε περισσότερες ανασφάλειες από ότι τότε, που για όλα φρόντιζαν η μαμά και ο μπαμπάς. Κάθε βράδυ ρωτούσε τον εαυτό της τι θα απογίνει όταν τελειώσει όλη αυτή η τρέλα του έρωτα. Κρίμα πάντως να μην μπορεί ο Τσάρλι να αρκεστεί στο ρόλο του φίλου, να έχει και εκείνη κάποιον να μιλήσει! Όλα αυτά τα χρόνια είχε κλειστεί τόσο στον εαυτό της, που δεν είχε αποκτήσει φίλους άξιους εμπιστοσύνης, είχε γνωστούς, άτομα να κάνει παρέα, όμως μόνο αυτό. Και ο Τσάρλι ταίριαζε για το ρόλο του φίλου, μόνο που ήταν τόσο ανόητη που τα χάλασε όλα με εκείνο το φιλί. Τώρα εκείνος δε θα μπορούσε να τη δει ποτέ απλά σαν φίλη, αν του ’δινε θάρρος, με την ελπίδα να φτιάξει η σχέση τους, ο Τσάρλι θα περίμενε να μπει στη θέση του Γκράχαμ. Δεν μπορούσε να καταλάβει το αυτονόητο, κανένας δεν μπορεί να μπει στη θέση του άλλου. Μόνο οι επιχειρήσεις που στηρίζονται σε μαθηματικές έννοιες και έχουν ως σκοπό το κέρδος, μπορούν να υποστηρίζουν το «κανείς αναντικατάστατος», είναι κάτι τόσο φτηνό και επιφανειακό. Όταν έχεις να κάνεις με αισθήματα, κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτό που είσαι και αυτό που νιώθεις. Και έτσι έμενε μόνη, να κάνει φιλολογικές συζητήσεις συνομιλητή και ακροατή τον εαυτό της, χωρίς να έχει κάποιον να εξωτερικεύσει τους προβληματισμούς της.

«Απλά ζήσ’ το»! Συμβούλεψε στο τέλος τον εαυτό της, και αφού τύλιξε προσεχτικά τους πίνακες, τους επέστρεψε στη θέση τους. Με όλες αυτές τις σκέψεις και το ότι αντίκρισε τους πίνακες, της γεννήθηκε η διάθεση να ζωγραφίσει αντί να σκιτσάρει. Ώρα ήταν άλλωστε να χρησιμοποιήσει τα δώρα του Γκράχαμ. Δίπλα στην κουζίνα υπήρχε ένας μικρός αποθηκευτικός χώρος, εκεί είχε καταχωνιασμένα το καβαλέτο της και δυο αχρησιμοποίητους καμβάδες. Ύστερα έβαλε ένα παλιό πουκάμισο για να μη λερώσει τα ρούχα της με μπογιές και γέμισε το τραπέζι της με τα χρώματα που είχε βρει κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πήρε την παλέτα, τα πινέλα, ένα ποτήρι με νερό και κάθισε να αναμετρηθεί με το λευκό καμβά.

Το μυαλό της έμενε κενό, όταν στα χείλη της για άγνωστο λόγο έφτασαν οι στίχοι από το ποίημα που της είχε γράψει ο πατέρας της και υπήρχε ανεξίτηλο στην πλάτη και στην καρδιά της.

 

Si pudieran volver atrás los años,

Αν ήτανε να γύρναγαν τα χρόνια,

buscaría  a tí todavía,

Εσένανε θα γύρευα ακόμα.

montaría un barco con velas

Θα έκανα καράβι με πανιά

y así de simple me saldría al mar abierto!

Κι απλά θα μπάρκαρα για τα ανοιχτά!

 

Μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε βρει το θέμα του πίνακα της, χαμογέλασε. Θα την καθοδηγούσε το ποίημα του πατέρα της. Μια θάλασσα άγρια, και ένα καράβι να προσπαθεί να ταξιδέψει μέσα σε αυτή. Πειρατές να το κυνηγάνε, φουρτούνες να ξεσπάνε, όμως το πείσμα του καπετάνιου θα ήταν αυτό που θα κατάφερνε να ολοκληρώσει το ταξίδι και να συναντήσει την αγαπημένη του, κόρη, γυναίκα, δεν είχε σημασία, άλλωστε δε θα φαινόταν σε αυτόν τον πίνακα. Ετοίμασε τα χρώματα που θα χρησιμοποιούσε, ενώ πρώτα σχεδίασε απαλά τα περιγράμματα.

 

Ô

 

Το φως από το παράθυρο έμπαινε πλέον λιγοστό μέσα στο χώρο της, ούτε που είχε καταλάβει πότε νύχτωσε. Άναψε το φωτιστικό και κοίταξε την αγριεμένη θάλασσα, είχε πολύ δουλειά ακόμα ο πίνακας όμως δεν την ανάγκαζε κανένας να βιαστεί. Οι ώρες είχαν περάσει και ούτε το κινητό της είχε χτυπήσει, ούτε είχε βάλει τίποτα στο στόμα της. Το στομάχι της είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Δε θα ήταν κακή ιδέα να παράγγελνε απ’ έξω, βαριόταν να καταπιαστεί με μαγειρέματα. Πρώτα όμως θα έπαιρνε τηλέφωνο τον Γκράχαμ, η σιωπή του ήταν ανησυχητική. Να του είχε συμβεί κάτι; Πήρε το κινητό της, και βρήκε την τελευταία κλήση, πάτησε το κουμπί και περίμενε. Μετά από εφτά επαναλαμβανόμενα χτυπήματα η κλήση της απορρίφτηκε. Κοίταξε με απορία το κινητό και ξανακάλεσε.

-Ναι; Άκουσε τη φωνή του Γκράχαμ να απαντάει στη δεύτερη κλήση της.

-Μωρό μου που εξαφανίστηκες; Τον ρώτησε ανακουφισμένη που τον άκουγε.

-Στην εστία είμαι. Απάντησε.

-Και; Τον ρώτησε εκείνη.

-Και διορθώνω γραπτά!

Κοίταξε τον πίνακα της και ετοιμάστηκε να του το πει, όμως καλύτερα να τον έβλεπε από μόνος του. Θα ήταν μεγαλύτερη ικανοποίηση που την είχε πείσει να πιάσει ξανά πινέλο και μπογιές, όταν θα τον έβλεπε απροειδοποίητα.

-Έχεις πολλά ακόμα;

-Αρκετά!

-Δε θα έρθεις;

-Δε θα προλάβω να τα διορθώσω και θα έχω γκρίνια από τον Άτκινσον και δεν μπορώ να το ανεχτώ.

-Καταλαβαίνω. Απάντησε απογοητευμένη η Σεσίλια.

-Έφαγα και όλη τη μέρα χθες στο πατρικό μου και δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, συνέχισε ο Γκράχαμ.

-Ώστε ήσουν με τους δικούς σου χθες όσο εμένα μου έλειπες! Του είπε πειραχτικά.

-Δε νομίζω ότι θα σου έλειψα και πολύ! Τον άκουσε να της λέει.

-Τι εννοείς; Τον ρώτησε παραξενεμένη από το ύφος του.

-Ότι τη μισή μέρα την περάσαμε μαζί και ύστερα έπρεπε να πας στη δουλειά. Πρόσθεσε βιαστικά.

-Ενδιάμεσα πήγα και από το εστιατόριο για να βοηθήσω στο σερβίρισμα, όμως λειτουργούσα μηχανικά, αφού το μυαλό μου ήταν σε εσένα. Είμαι τυχερή που δεν χτύπησα λάθος σχέδιο σε κανέναν τεράστιο τύπο, γιατί τώρα θα βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Τον άκουσε να γελάει και χαλάρωσε.

-Εδώ που τα λέμε θα σου χρειαζόταν ένα χεράκι ξύλο!

-Γιατί δεν έρχεσαι να μου το δώσεις; Τον προκάλεσε χαριτωμένα.

-Θα στο δώσω σε ανύποπτη στιγμή. Της απάντησε στο ίδιο ύφος.

-Είδες και τον πατέρα σου χθες;

-Ωχ, ναι.

-Σου είπε κάτι;

-Πότε ο πατέρας μου αντέχει να μην πει κάτι. Τέλος πάντων Σεσίλια, με περιμένει μια στοίβα χαρτιά που πρέπει να διορθώσω, πρέπει να σε κλείσω.

-Να είσαι σίγουρος ότι τη ζηλεύω αυτή τη στοίβα με τα χαρτιά! Αλλά αφού δεν μπορώ να σε πείσω να έρθεις, σε αφήνω να κάνεις τη δουλειά σου. Καληνύχτα.

-Καληνύχτα.

Πυρ και μανία έγινε η Σεσίλια με τον πατέρα του Γκράχαμ, τι κακό και αυτό με τους γονείς να μην καταλαβαίνουν τις ανάγκες των παιδιών τους. Άλλωστε ο Γκράχαμ ήταν πλέον ενήλικος, πάλευε μόνος του και τα κατάφερνε πολύ καλά, το ποτάμι δε γύριζε πίσω. Και αφού αυτό τον έκανε ευτυχισμένο, καιρός ήταν, ύστερα από πέντε χρόνια που είχε αλλάξει κατεύθυνση να το πάρει και εκείνος απόφαση και να μην κάνει ενοχλητικά σχόλια. Ένιωσε τη διάθεση να πάει εκείνη να τον επισκεφτεί, όμως το μετάνιωσε. Μπορεί να ήταν δικαιολογία το ότι είχε να διορθώσει, μπορεί να ήθελε απλά να μείνει μόνος του. Πόσες φορές δεν το είχε νιώσει και η ίδια, και για να είναι ειλικρινής πριν τον Γκράχαμ, συνέχεια μόνη της ήταν. Έδινε όσο χρόνο ήθελε στον εαυτό της να σκεφτεί και να κάνει αυτό που της άρεσε. Τη στενοχωρούσε το γεγονός που δεν την ήθελε κοντά του να μιλήσουν και να της πει ό,τι τον στενοχωρούσε, όμως ήταν προφανές από το ότι δεν απάντησε στο μήνυμα της, από το ότι καθυστέρησε να απαντήσει στο τηλεφώνημα της, αλλά και από το ύφος που είχε στη συνομιλία τους, ότι ήθελε να απομονωθεί και να ηρεμίσει μόνος του. Έπρεπε και εκείνη να το σεβαστεί και να του δώσει το χρόνο που ζητούσε, δεν έπρεπε να γίνει καταπιεστική, επειδή η ίδια πίστευε ότι ήξερε καλύτερα τι μπορεί εκείνος να χρειαζόταν. Όχι, θα έμενε στο διαμέρισμα της, θα πήγαινε πρώτα να πάρει φαγητό και ύστερα μπορεί να συνέχιζε τον πίνακα, είχε διάθεση να δημιουργήσει. «Που ξέρεις!» μπορεί να συνέβη όλο αυτό ώστε να έχει χρόνο να ζωγραφίσει. Αυτό της έλειπε τώρα, να αρχίσει να πιστεύει και στη μοίρα. Πάντως θα ήταν ωραία αν ο Γκράχαμ έβλεπε τον πίνακα ολοκληρωμένο όταν θα αποφάσιζε να βγει από το καβούκι του.

 

Ô

 

Ξημερώματα κοιμήθηκε και σχεδόν απόγευμα ξύπνησε, ο πίνακας ήταν σχεδόν έτοιμος αν και ήθελε κάποιες λεπτομέρειες ακόμα. Η θάλασσα ήταν αρκετά φουρτουνιασμένη, ο ουρανός γκρίζος αν και προς την κατεύθυνση που πήγαινε η βαρκούλα υπήρχε μια υποψία φωτός. Στο κέντρο προς τα δεξιά, υπήρχε η βάρκα με το όνομα Milagros, μιας και μόνο από θαύμα, με τόσα δεινά, θα κατάφερνε να φτάσει στον προορισμό της, ενώ στα αριστερά φαινόταν η πλώρη ενός μεγάλου πειρατικού καραβιού, και ένα χέρι, που κρατούσε σπαθί και έδειχνε προς την κατεύθυνση της βάρκας. Πήρε μια κούπα γεμάτη καφέ και κοίταξε τον πίνακα της. Δεν μπορούσε να καταλήξει αν της άρεσε ή όχι. Θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κάποιος παιδικό, λόγω του θέματος; Δεν ήξερε να πει, στο τέλος εγκατέλειψε την προσπάθεια, θα τον έκρινε ο Γκράχαμ, μόλις τον έβλεπε. Εκείνη μόνο έπρεπε να βάλει τις λεπτομέρειες που θεωρούσε απαραίτητες.    

 

Ô

 

Είχε περάσει και η Τρίτη και ο Γκράχαμ δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της. Η Σεσίλια περνούσε τη μέρα της στο σπίτι προσπαθώντας να βελτιώσει τον πίνακα, ο οποίος είχε αρχίσει να της αρέσει. Άλλωστε η σκοτείνια της θάλασσας και του ουρανού έκρυβαν κάτι απειλητικό και απαισιόδοξο που δεν ταιριάζει σε παιδικές ζωγραφιές. Τις υπόλοιπες ώρες τις περνούσε στη δουλειά να σχεδιάζει τατουάζ, αφήνοντας έκπληκτους και ευχαριστημένους τους πελάτες. Ενώ ανά τακτά διαστήματα τσέκαρε το κινητό της για να δει αν έχει λάβει κάποιο μήνυμα από τον Γκράχαμ. Την Τετάρτη είχε αποφασίσει ότι ο Γκράχαμ το είχε παρακάνει, μπορεί να είχε πρόβλημα με τον πατέρα του και με όποια και όσα μέλη της οικογένειας του ήθελε, όμως δεν έπρεπε να φέρεται σε εκείνη λες και ευθυνόταν η ίδια για τις μαύρες στιγμές που περνούσε και να την αναγκάζει να ζει με την απουσία του για τόσες μέρες. Και το χειρότερο να μην την έχει πάρει ούτε ένα τηλέφωνο, να μην της έχει στείλει ούτε ένα μήνυμα όλο αυτό το διάστημα. Δεν μπορούσε να ζει με την αβεβαιότητα λόγω του κυκλοθυμικού χαρακτήρα του. Μόλις τελείωνε η βάρδια θα έφευγε για την εστία. Τρεις μέρες ήταν υπεραρκετές να ξεπεράσει την κακή συμπεριφορά του πατέρα του, ειδικά από την στιγμή που δεν ήταν κάτι καινούργιο.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν χτυπούσε την πόρτα του δωμάτιο του στην εστία. Άκουσε τη φωνή του από μέσα να φωνάζει, «μισό λεπτό» και ύστερα τα βήματα του.

-Σεσίλια! Είπε με έκπληξη όταν την είδε μπροστά του.

-Δε θα μου πεις να περάσω; Είπε και η φωνή της έφτασε στα αυτιά της πιο ειρωνική απ’ ότι θα ήθελε! Ο Γκράχαμ χωρίς να πει κάτι, αρκέστηκε να κάνει στην άκρη για να την αφήσει να μπει.

-Τι κάνεις εδώ; Τη ρώτησε.

-Βλέπω χαίρεσαι που με βλέπεις. Έριξε μια ματιά στο γραφείο του και είδε δυο στοίβες με χαρτιά, προφανώς κάποια θα ήταν διορθωμένα. Αφού μαλάκωσε μόλις διαπίστωσε ότι της είχε πει την αλήθεια στο τηλέφωνο, συνέχισε. Ήρθα να σε δω.

-Εμένα ήρθες να δεις; Χαστούκι τα λόγια του, δεν ήξερε αν έπρεπε να την ξαφνιάσει το ειρωνικό του ύφος ή οι λέξεις.

-Εσένα! Ποιόν άλλον;

-Δεν ξέρω, είναι κι άλλοι εδώ!

-Φυσικά ολόκληρη κωμόπολη είστε, έχεις να μου προτείνεις κανέναν καλό να πάω; Απάντησε στο ίδιο ύφος. Τον είδε να τα χάνει, και να σκύβει το κεφάλι του.

-Όχι πιο καλό από εμένα! Της είπε πιο χαλαρός, κάνοντας και την ίδια να ηρεμίσει.

-Γιατί είσαι τσιτωμένος Γκράχαμ, τι συνέβη;

-Τίποτα, πολλή δουλειά!

-Αυτό δε δικαιολογεί να μην επικοινωνείς ούτε με μηνύματα! Περίμενε να απαντήσει όμως τίποτα. Τέλος πάντων, συνέχισε, αντιλαμβάνομαι ότι είμαι περιττή και ξέρω πότε ενοχλώ. Είπε ενώ ένιωσε το κάψιμο στα βλέφαρα της, όμως όχι, δε θα του έκανε τη χάρη να τη δει να κλαίει, όχι μπροστά του. Ψυχρή προχώρησε προς την πόρτα, όταν ένιωσε να την αγκαλιάζει από πίσω.

-Δε θέλω να φύγεις.

-Δεν ήθελες όμως και να έρθω. σχολίασε και γύρισε να τον κοιτάξει.

-Είναι που… μου αποσπάς την προσοχή!

-Συγνώμη. Ζήτησε ενώ ένα δάκρυ, χωρίς άδεια, είχε ξεφύγει ήδη από τα μάτια της.

-Μη ζητάς συγνώμη, είπε και της σκούπισε το δάκρυ που κύλαγε. Μπορείς να μείνεις εδώ, δε σου υπόσχομαι ότι θα σου δώσω σημασία μιας και έχω όλα εκείνα τα χαρτιά να διορθώσω, όμως είναι ωραίο να σε νιώθω κοντά μου.

-Και τι θα κάνω; Του είπε μουτρωμένη, λες και ήταν μικρό κοριτσάκι.

-Θα σου δώσω ένα μπλοκ ζωγραφικής να ζωγραφίσεις. Της είπε πειραχτικά.

-Βλαμμένο. Τον μάλωσε και τον χτύπησε στον ώμο, έχω το δικό μου.

-Ξέρεις, έχετε περισσότερα κοινά με την Άιλα από ότι νόμιζα, αν και όταν εκείνη κλαίει δίνει ρεσιτάλ.

-Εγώ δεν κλαίω. Του είπε θυμωμένη η Σεσίλια.

-Όχι;

-Όχι, κι αφού το σκέφτηκε για λίγο, απλά ενυδατώνω τα μάτια μου!

-Σοβαρά; Είναι η πιο… ειλικρινά δεν ξέρω πώς να τη χαρακτηρίσω, δικαιολογία που έχω ακούσει ποτέ.

-Δεν ξέρεις πώς να τη χαρακτηρίσεις, γιατί πρόκειται για την αλήθεια και όχι για δικαιολογία.

-Καλά, της είπε, όμως τώρα πρέπει να επιστρέψω στο γραφείο μου, γιατί δε βλέπω με ποιον άλλο τρόπο μπορούν να διορθωθούν τα γραπτά.

-Γιατί δε βάζεις σε όλους άριστα; Ρώτησε πονηρά η Σεσίλια.

-Γιατί δεν είναι υπεύθυνο! Η Σεσίλια ανασήκωσε απλά τους ώμους της και πήγε στην τουαλέτα να πλύνει στο πρόσωπο της. Μόλις βγήκε ο Γκράχαμ ήταν ήδη στρωμένος στο γραφείο, με αναμμένο το φωτιστικό και με έναν κόκκινο στυλό αξιολογούσε ένα γραπτό. Η Σεσίλια πήγε και κάθισε στο κρεβάτι του, πήρε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα μπλοκ. Ύστερα άναψε το κερί που είχε φέρει η ίδια και στο χαμηλό φως της φλόγας του κεριού άρχισε να σκιτσάρει με το μολύβι της. Σταματούσε συχνά να ρίξει ματιές στον Γκράχαμ για να αποδώσει τη φιγούρα του στο χαρτί. Ενώ το άρωμα της βανίλιας από το κερί είχε γεμίσει το μικρό τους χώρο. Ο Γκράχαμ γύρισε και την κοίταξε, εκείνη του χαμογέλασε και συνέχισε να σκιτσάρει με το μολύβι της.

-Σε ενοχλώ; Μπορώ να σταματήσω.

-Όχι, το αντίθετο, με ησυχάζει που είσαι εδώ και ακούω το μολύβι σου.

-Γιατί δε μου είπες να έρθω τόσες μέρες αφού δεν μπορούσες να έρθεις εσύ;

-Είχα πολλή δουλειά, θα βαριόσουν.

-Μπορεί και όχι. Άντε συνέχισε τη δουλειά σου, δε θέλω να με κατηγορείς αύριο ότι φταίω που δεν ήσουν υπεύθυνος με τα γραπτά των φοιτητών.  

Μόλις τελείωσε το σκίτσο του άντρα που με γυρτή την πλάτη, ήταν αφοσιωμένος σε μια εργασία, με το πρόσωπο του γυρισμένο προφίλ, ώστε να του ρίχνει τις σκιές του το χαμηλό φως της λάμπας, η Σεσίλια έβαλε το μολύβι μέσα στο μπλοκ και το ακούμπησε πάνω στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι. Ξάπλωσε στο πλάι και έμεινε να χαζεύει την πλάτη του. Μετά από την ένταση που είχε περάσει λόγω της απουσίας του και με τη μυρωδιά του κεριού, χαλάρωσε και αποκοιμήθηκε.

Μέσα στον ύπνο της ένιωσε τα χέρια του να την αγκαλιάζουν και να την τραβάνε προς τη μεριά του, μισάνοιξε τα μάτια της, όμως γύρω τους είχε απλωθεί το σκοτάδι. Ακουμπισμένη στο στήθος του, χαμογέλασε και αφέθηκε να βυθιστεί ξανά σε όμορφα όνειρα με έντονη την παρουσία του Γκράχαμ, ενώ στα ρουθούνια της αναμειγνυόταν η μυρωδιά του κορμιού του με της βανίλιας.

 

 Ô

 

Το πρωί ξύπνησε μέσα στην αγκαλιά του, γύρισε και τον κοίταξε.

-Καλημέρα! Της είπε.

-Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, του απάντησε. Τι ώρα είναι;

-Ώρα να σηκωθώ να ετοιμαστώ, σε λιγότερο από μία ώρα έχω μάθημα και νωρίτερα πρέπει να παραδώσω και τις διορθωμένες εργασίες στον καθηγητή Άτκινσον.

-Μισώ να ακούω το όνομα του, ειδικά τόσο νωρίς! Οπότε πρέπει να σηκωθώ κι εγώ;

-Δε χρειάζεται! Μπορείς να μείνεις εδώ να κοιμηθείς, θα σου αφήσω το κλειδί του δωματίου, για να κλειδώσεις πριν φύγεις και εγώ αργότερα θα περάσω να πάρω το άλλο από τον Κόλουμ.

Τον άκουγε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο. Όταν έμενε σπίτι της δεν έκανε τόση φασαρία πριν φύγει, σοφό που προτιμούσε να μένουν εκεί συνήθως αντί για το μικρό δωμάτιο της εστίας. Έφτασε ως την πόρτα, όμως επέστρεψε, της ξεσκέπασε το κεφάλι που το είχε καλύψει με το πάπλωμα και τη φίλησε.

-Τι ώρα θα έρθεις;

-Στις δύο περίπου! Θα σε βρω εδώ;

-Δεν ξέρω, μάλλον όχι! Όμως μπορούμε να κανονίσουμε το βράδυ κάτι.

-Γιατί όχι, θα μιλήσουμε αργότερα. Όνειρα γλυκά μωρό μου.

 

Ô

 

Όταν άνοιξε τα μάτια της, το ρολόι στο κινητό της έδειχνε ότι η ώρα ήταν μία παρά τέταρτο. Πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της και πήγε απευθείας στο μπάνιο. Είχε τέσσερις ώρες μέχρι να πιάσει δουλειά, σε μία ώρα θα επέστρεφε και ο Γκράχαμ, δε θα ήταν άσχημα να τρώγανε κάτι μαζί στο δωμάτιο του. Κοίταξε γύρω της το χώρο, υπήρχε μόλις μία καρέκλα, βολικό για να τρώει μόνο ένα άτομο στο γραφείο του, δουλεύοντας. Αυτά τα δωμάτια στις φοιτητικές εστίες, τόσο από θέμα χώρου όσο και από επίπλωση ευνοούσαν τη μοναξιά και την απομόνωση. Το βλέμμα της έπεσε στο λουρί της τσάντας της που ήταν δεμένο ένα μαντήλι που κάποιες φορές το έριχνε στους ώμους της σαν σάλι. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο χώρος ήταν τόσο καθαρός όσο και το εργαστήρι της. Το έλυσε και το έστρωσε στο πάτωμα, θα πεταγόταν μέχρι το μπιστρό, που την είχε πάει στο πρώτο τους ραντεβού να αγοράσει φαγητό για να φάνε στο δωμάτιο του, θα είχαν περίπου δύο ώρες στη διάθεση τους μέχρι να πρέπει να φύγει. Πήρε τη τσάντα της, και τα κλειδιά που ήταν ακουμπισμένα πάνω στο κομοδίνο, έφτασε ως την πόρτα και έριξε μια ματιά στο χώρο. Το μαντήλι της ήταν απλωμένο στο πάτωμα, με το κερί στο κέντρο του, περιμένοντας το φαγητό και τον καλεσμένο της, ενώ πάνω στο κομοδίνο ήταν το μπλοκ που είχε σκιτσάρει τον Γκράχαμ το περασμένο βράδυ. «Θα το πάρω μετά», σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα.

Στο μπιστρό η ιδιοκτήτρια τη θυμήθηκε και τη ρώτησε για τον Γκράχαμ, ενώ περιποιήθηκε ιδιαίτερα τις μερίδες τους. –Αναμφίβολα μια ακόμη θαυμάστρια του ‘‘κατεργάρη’’-, σκέφτηκε η Σεσίλια με την ικανοποίηση της τυχερής που απολαμβάνει τα οφέλη μιας σχέσης με ένα τόσο αξιαγάπητο αγόρι. Ύστερα σταμάτησε σε μια κάβα, που ήταν στο δρόμο της και πήρε Σαγκριά, έπρεπε να συνοδέψουν με κάτι καλό το φαγητό τους. Ικανοποιημένη με την ιδέα του γεύματος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Είχε πλησιάσει στην πανεπιστημιούπολη, όταν το θέαμα που αντίκρισε έκανε την καρδιά της να χτυπήσει άτακτα και το αίμα της να παγώσει από την απογοήτευση. Ο Γκράχαμ μιλούσε με ένα κορίτσι, και συγκεκριμένα με το κορίτσι της φωτογραφίας. Φυσικά, είχε επιστρέψει στην πρώην του και απλά δεν ήξερε πώς να της το πει, αναμενόμενο για ένα αγόρι σαν αυτόν. Οπότε είχε προτιμήσει να μην απαντάει στις κλήσεις της και απλά το περασμένο βράδυ που την είδε αιφνιδιαστικά μπροστά του -πρόσθεσε ότι ήταν και θρασύδειλος- προτίμησε να την αφήσει να μοιραστεί μαζί του το κρεβάτι από το να το τελειώνει. Δεν είναι να απορείς που δεν την είχε ξυπνήσει μόλις τελείωσε με τις διορθώσεις για να κάνουν έρωτα. Πιθανόν έφταιγε και εκείνο το ηλίθιο δάκρυ που είχε φύγει από τα μάτια της. Πόσο αξιολύπητη θα του είχε φανεί Θεέ μου! Είχε καταφέρει αυτό που ήθελε, από τη μία ένα προσωπικό στοίχημα και από την άλλη να γεμίσει το χρόνο του όσο έκανε διακοπές από το κορίτσι της φωτογραφίας. Κόκκινη από θυμό, προχώρησε αποφασίστηκα προς το μέρος του. Σε ένα παγκάκι στο πεζοδρόμιο καθόταν ένα ζευγαράκι αγκαλιασμένο και συζητούσε, μόλις εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε ότι κρατούσε το φαγητό που είχε πάρει για το γεύμα τους. Περνώντας από το παγκάκι, ακούμπησε τις σακούλες δίπλα στο ζευγάρι.

-Κερασμένα, μουρμούρισε, και συνέχισε την πορεία της προς την καταστροφή. Είδε τον Γκράχαμ, λίγα βήματα πριν φτάσει κοντά τους να την κοιτάζει, ύστερα να στρέφει το βλέμμα του πάλι στην ξανθιά καλλονή και σαν μόλις εκείνη την ώρα να έχει συνειδητοποιήσει ότι την είχε δει, να επιστρέφει τα μάτια του επάνω της. Δεν μπόρεσε να διαβάσει τα αισθήματα του, άλλωστε μέσα της δεν υπήρχε χώρος παρά μόνο για τη δική της απογοήτευση.

-Βλέπω ότι τα ξαναβρήκατε, χαίρομαι για εσάς!

-Σεσίλια!

Άπλωσε το χέρι της και του έδωσε το κλειδί.

-Δε θα χρειαστεί να περάσεις από τον Κόλουμ να πάρεις το κλειδί σου. Σου το δίνω εγώ. Είπε και στρίβοντας ξεκίνησε με γοργό βήμα να φύγει.

-Ποια είναι αυτή; Άκουσε το κορίτσι να ρωτάει.

-Το διάλειμμα, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Σεσίλια, χωρίς να τους ρίξει δεύτερη ματιά.

 

 

Κεφάλαιο Εικοστό Δεύτερο

  

Όταν το παρόν, συναντά το παρελθόν

 

Η πλάτη της Σεσίλια ξεμάκραινε κι ο Γκράχαμ, ένιωθε μια αόρατη δύναμη να κρατά τα πόδια του κολλημένα στο έδαφος. Είχε μουδιάσει ολόκληρος και το μόνο που παρατήρησε, ήταν το βήμα της, ταχύ, νευρικό, σαν να πάσχιζε απεγνωσμένα να φύγει μακριά του. Κι αυτό έκανε.

Ένα διστακτικό σφίξιμο στο μπράτσο του, τον έκανε να τιναχτεί. «Γκράχαμ; Λυπάμαι…», άκουσε την απαλή φωνή της Γκρέις. Γύρισε να την κοιτάξει και κάτι στο βλέμμα της, του φάνηκε ειλικρινές. Σαν να νοιαζόταν πραγματικά για εκείνον. Πέρσι, θα έδινε τα πάντα για να δει κάτι τέτοιο στα μάτια της. Τώρα αισθανόταν ένα σφίξιμο στο στομάχι του, σαν να είχε χάσει κάτι. Κάτι σημαντικό και ουσιώδες. Κάτι που χωρίς αυτό, δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ξαναγύρισε προς την άλλη μεριά, όπου μια κόκκινη πινελιά, έστριβε σε έναν παράδρομο και χανόταν. Και μαζί της, σαν να χάθηκε όλο το χρώμα από το τοπίο.

Έσπρωξε απαλά το χέρι της Γκρέις κι άρχισε να τρέχει. Δεν άργησε να στρίψει κι αυτός στον ίδιο παράδρομο και σαρώνοντας με το βλέμμα, μπόρεσε να την εντοπίσει χωρίς να επιβραδύνει καθόλου. Την έφτασε κι άπλωσε το χέρι του να τη σταματήσει.

«Άφησε με!», του φώναξε όταν τη γύρισε προς το μέρος του.

«Όχι. Πρέπει να μιλήσουμε!», της απάντησε κρατώντας τη σφιχτά, καθώς εκείνη πάλευε για να ξεφύγει από το κράτημα του.

«Μπα! Τώρα θες να μιλήσεις; Τόσες μέρες είχες εξαφανιστεί… Δεν έχουμε να πούμε τίποτα, άφησε με».

«Θα σε αφήσω μόνο αν ηρεμίσεις και με ακούσεις».

Η Σεσίλια, τον ζύγισε με βλέμμα πύρινο και παρόλο που σταμάτησε να χτυπιέται μέσα στα χέρια του, συνέχιζε να τραβιέται μακριά του. «Δεν έχω να ακούσω τίποτα. Δε με ενδιαφέρει να ακούσω τίποτα».

«Ωραία τότε θα ακούσω εγώ. Τι ήταν αυτά που είπες;»

«Τι δεν κατάλαβες ακριβώς; Πήγαινε πίσω στη φίλη σου να σου εξηγήσει. Είμαι σίγουρη ότι εκείνη, κατάλαβε μια χαρά».

Ο Γκράχαμ οπισθοχώρησε και την άφησε. «Πες μου κάτι. Θεωρείς πως είμαι τόσο άξεστος ή απλά ηλίθιος;»

Η κοπέλα δε μίλησε, μόνο στένεψε τα μάτια της κι έτσι ο Γκράχαμ συνέχισε. «Ειλικρινά πιστεύεις ότι είμαι τόσο ηλίθιος ώστε να φέρω μια άλλη στο δωμάτιο μου, τη στιγμή που ξέρω ότι είσαι εκεί, ή ότι είμαι τόσο αναίσθητος ώστε να μη με νοιάζει;»

«Σου είχα πει, ότι μάλλον δε θα είμαι εκεί», του θύμισε θριαμβευτικά.

«Α, λύθηκε το μυστήριο. Με θεωρείς τόσο ηλίθιο λοιπόν, ώστε να το ρισκάρω»

«Θες να μου πεις ότι ήταν περαστική;», κάγχασε η Σεσίλια.

«Δεν έχω ιδέα, δεν πρόλαβε να μου πει καν τι ήθελε, ή το πως βρέθηκε εκεί».

«Ωωωω, λυπάμαι τόσο για την διακοπήηη…», του πέταξε με ψεύτικα λυπημένη φωνή, που κατέληξε σε αγανακτισμένο ρουθούνισμα. «Υποτιμάς τη νοημοσύνη μου, Γκράχαμ».

«Κι εσύ υπερτιμάς τις ικανότητες μου για διπλή ζωή. Δεν έχω μυστικά Σεσίλια. Το ίδιο πίστευα και για σένα», κατέληξε κουρασμένα.

«Τι θες να πεις;»

«Σε είδα»

Η Σεσίλια μόρφασε απορημένη. «Με είδες;»

«Ναι, με τον Τσάρλι, έξω από το στούντιο», της εξήγησε.

«Και λοιπόν;», τον ρώτησε με ύφος που δήλωνε πως πραγματικά δεν καταλάβαινε που ήταν το παράξενο. «Ήμαστε στα γεύματα για τους άπορους και γυρίσαμε μαζί μέχρι εκεί.»

«Είπες πως δεν τρέχει κάτι με εκείνον.»

«Και το λέω ακόμα. Τι κάνεις τώρα; Με κατηγορείς για κάτι, ή προσπαθείς να γυρίσεις τα δεδομένα;»

«Δεν γυρίζω τίποτα. Σου λέω τι είδα.»

«Και τι ήταν αυτό που είδες; Μήπως έγινες  μάρτυρας κάποιας παράφορης ερωτικής σκηνής που δε θυμάμαι;», του φώναξε σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά της.

«Όχι, ούτε κι εσύ όμως. Και να  που είμαστε εδώ, να με κατηγορείς». Όσο και να προσπαθούσε να παραμείνει ανέκφραστος, ένιωθε πως η φωνή του έβγαινε θλιβερή και παραπονιάρα. Δεν ήξερε αν η Σεσίλια ξεχώριζε πόσο τον πονούσαν τα λόγια της, ή το γεγονός ότι την είδε με τον Τσάρλι.

«Εσύ όχι; Μόλις μου πέταξες καταπρόσωπο, ότι με είδες με κάποιον άλλο. Οπότε τι ήταν όλο αυτό; Εκδίκηση;»

«Όλο αυτό ήταν τυχαίο. Αυτό σου εξηγώ τόση ώρα, μα δε με ακούς. Και δε σε κατηγορώ. Ούτε όταν σε είδα σε κατηγόρησα. Σου άφησα χώρο να σκεφτείς…»

«Γι’ αυτό χάθηκες; Απίστευτο, αντί να κάθεσαι στις σκιές και να με παρακολουθείς, έπρεπε να μου μιλήσεις…»

«Σωστά, έπρεπε να εισβάλω σαν σίφουνας στην σκηνή, πετώντας κατηγορίες και στους δυο σας και μετά να κάνω μια δραματική έξοδο», τη διέκοψε ανεβαίνοντας στην κλίμακα ντεσιμπέλ. Είχε αρχίσει να εξαντλείται η υπομονή του, όμως η Σεσίλια δε φάνηκε να το προσέχει.

«Ναι ενώ το να μένεις απαθής και να πλάθεις σενάρια με το μυαλό σου, είναι σαφώς καλύτερη λύση», τον ειρωνεύτηκε.

«Απαθής… Αυτό πιστεύεις; Πως δε με νοιάζει; Ο Τσάρλι σε περιτριγυρίζει πολύ προτού ήμαστε μαζί…»

«Γιατί είμαστε φίλοι… ΦΙΛΟΙ… ΦΙ-ΛΟΙ, τι άλλο να πω πια;»

«Ίσως από τη μεριά σου, όμως έχω δει πως σε κοιτάει Σεσίλια και αυτά τα βλέμματα δεν είναι καθόλου μα καθόλου, φιλικά.»

«Το θέμα είναι, τι κάνω εγώ. Εγώ κι εσύ. Σε βόλεψε να σκέφτεσαι έτσι; Έδωσες στον εαυτό σου την καλύτερη δικαιολογία για να επιστρέψεις στην πρώην σου.»

«Αρκετά με την Γκρέις. Η τελευταία φορά που την είδα, ήταν πολύ πριν τη μέρα που έπεσες πάνω μου. Ήξερα ήδη ότι θέλω να τελειώνει αυτή η σχέση, πόσο μάλλον τώρα. Κι αν είχες δει έστω για μια στιγμή αυτό που πίστευα ότι υπήρχε ανάμεσα μας, θα καταλάβαινες πως σου λέω την αλήθεια.»

Η Σεσίλια σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Έμοιαζε βουρκωμένη μα ο θυμός της, δεν την άφηνε να ξεσπάσει κι ο Γκράχαμ, μπορούσε να αισθανθεί την αύρα της πιο θερμή από τον αέρα τριγύρω. Της ανταπέδωσε το βλέμμα ηττημένος.

«Υπήρχε; Δεν υπάρχει πια;», τόλμησε την ερώτηση η Σεσίλια.

«Εσύ θα μου πεις. Χτες όταν σε είδα στην πόρτα μου, αποφάσισα να μη σου πω τίποτα άλλο, μου έφτανε που ήρθες. Σήμερα όμως, βλέπω πως δε με εμπιστεύεσαι»

Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια και έφερε την παλάμη του χεριού της στο κούτελο. Σίγουρα αυτή η ένταση, τους είχε προκαλέσει τον ίδιο πονοκέφαλο.

«Σε είδα μαζί της και δεν.. δεν ξέρω. Απογοητεύτηκα», ομολόγησε και οι ώμοι της χαλάρωσαν.

«Και τώρα που σου εξήγησα;»

«Τώρα πρέπει να αναπνεύσω. Είναι πολλά».

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι του. Την καταλάβαινε απόλυτα. «Εντάξει. Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω.»

«Ναι, αυτό θα ήταν τέλειο. Πρέπει, ναι πρέπει να πηγαίνω», του είπε απαλά. Κοίταξε το ρολόι της ανήσυχα και στο τέλος, έβαλε τα χέρια στις τσέπες.

«Καταλαβαίνω. Να περιμένω τηλεφώνημα σου; Ή μήπως να σε πάρω εγώ…», πρότεινε δειλά ο Γκράχαμ.

«Θα δείξει, ας μη το ζορίσουμε», τον σταμάτησε με μια προσπάθεια χαμόγελου.

Άπλωσε το χέρι του γυρεύοντας να την αγγίξει φευγαλέα, όπως συνήθιζε, όμως δεν έγινε έτσι. Το χέρι του δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Έπεσε άνευρο στο πλάι, καθώς η Σεσίλια, του γυρνούσε την πλάτη για δεύτερη φορά.

 

Επέστρεφε στην εστία, όταν συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει κάτι. Ή μάλλον κάποια. Η Γκρέις δεν είχε φύγει. Τον περίμενε στηριγμένη σε ένα φανοστάτη, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος και πειράζοντας με τη μύτη της μπότας της, ένα πεσμένο φύλλο.

Δεν ήθελε και πολύ για να γυρίσει από εκεί που είχε έρθει και να περιμένει μέχρι η Γκρέις να βαρεθεί και να φύγει, αλλά τα λόγια της Σεσίλια περνούσαν σαν διαφημιστικό μήνυμα από μπροστά του. Απαθής. Όσο εξαντλημένος κι αν ένιωθε αυτή τη στιγμή για να δώσει μία δεύτερη μάχη, κάπου μέσα του τον έτρωγε η περιέργεια. Τι γύρευε η περήφανη Γκρέις στα σκαλοπάτια του;

Πήρε μια βαθιά ανάσα και την πλησίασε. Η κοπέλα με το που άκουσε το βήμα του να πλησιάζει πήρε το βλέμμα της από κάτω και ίσιωσε το κορμί της απέναντι του.

«Λυπάμαι πολύ Γκράχαμ, δεν ήθελα να προκαλέσω σκηνή», έσπευσε να δικαιολογηθεί. Η φωνή της δεν είχε τη συνηθισμένη της χροιά. Δεν είχε εκείνο το αγέρωχο και ατρόμητο χρώμα, που ενώ τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους θαύμαζε, τον τελευταίο καιρό της σχέσης τους, ήταν αυτό που τον έκανε να θέλει να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο. Τώρα ακουγόταν για κάποιο λόγο αλλαγμένη. Εύθραυστη και εξασθενημένη.

Την πρόσεξε καλύτερα. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και ξεχώριζαν στο χλωμό της πρόσωπο. Είχε κλάψει και μάλιστα όχι πριν από πολύ ώρα. «Δεν έφταιγες εσύ, ήταν κακό timing. Όμως δεν καταλαβαίνω… Τι κάνεις εδώ Γκρέις;»

«Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενες να δεις στην πόρτα σου ε;», γέλασε αδύναμα.

«Προτελευταίος. Η Βασίλισσα θα ήταν μεγαλύτερη έκπληξη»

Η Γκρέις κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας. «Έχεις δίκιο και στην πραγματικότητα, ούτε κι εγώ ξέρω γιατί είμαι εδώ. Απλά, ήθελα να σε δω»

«Αυτό μόνο;», επέμεινε ο Γκράχαμ.

«Ναι… δηλαδή όχι. Κοίτα, δεν ξέρω πώς… φφφφ… Συγνώμη.»

«Σου είπα ότι δεν έφταιγες εσύ, αλλά δεν μπορείς να έρχεσαι έτσι…»

«Όχι για τώρα, σου ζητώ συγνώμη για μας».

Ο Γκράχαμ ανασήκωσε το πρόσωπο του. Δεν μπορεί να είχε μόλις ακούσει αυτά τα λόγια από το στόμα της. Όχι από τη Γκρέις. «Τι σου συνέβη;»

«Χα, από πού να αρχίσω; Έχασα τη δουλειά  μου, η πρακτική μου έμεινε στη μέση, έχω χάσει όλους μου τους φίλους, αν δε βρω σύντομα νέο γραφείο θα πρέπει να γυρίσω στους γονείς μου και… και πλήγωσα εσένα», είπε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.

Άνοιξε την τσάντα που κρεμόταν στο πλάι του γοφού του και της πρόσφερε ένα χαρτομάντιλο. Ύστερα, της έδειξε με το βλέμμα τα σκαλιά της εστίας. Η Γκρέις σκούπισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα για να συγκρατήσει προφανώς ένα νέο χείμαρρο δακρύων και τον ακολούθησε. Κάθισε δίπλα του και έβαλε τα χέρια της στις τσέπες του αμάνικου μπουφάν της, κοιτώντας το πεζοδρόμιο απέναντι.

«Θες να τα πάρεις από την αρχή;», την προέτρεψε ο Γκράχαμ. Κάτι μέσα του, δεν τον άφησε να τη διώξει. Στο κάτω κάτω, είχαν περάσει πόσα χρόνια μαζί και τώρα ήταν σαν μια φίλη που απλά, είχε ανάγκη να μιλήσει.

«Με απέλυσαν. Με έδιωξαν από το γραφείο που έκανα την άσκηση μου», ξεκίνησε διστακτικά.

«Μα γιατί; Εντάξει μπορεί να μην έχω σχέση με τον κλάδο, αλλά ξέρω πως είσαι καλή στη δουλειά σου», απόρησε εκείνος.

«Δεν έφταιγε η απόδοση μου. Έγιναν… τα έκανα μούσκεμα Γκράχαμ». Αναστέναξε και έκρυψε το πρόσωπο της στις παλάμες της. Λυπόταν που την έβλεπε έτσι, θλιμμένη και σε αδιέξοδο. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και τον έσφιξε, ενθαρρύνοντας την να συνεχίσει να μιλάει. Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή και στο τέλος ανακάθισε.

«Το αφεντικό μου κι εγώ, είχαμε σχέση».

Ο Γκράχαμ τράβηξε το χέρι του και την κοίταξε εμβρόντητος. «Ουάου! Εντάξει αυτό, δεν το περίμενα».

Σκούπισε τα μάτια της με την αναστροφή του χεριού της και τον κοίταξε. «Δε με είχες για τόσο φιλόδοξη; Ούτε εγώ».

«Γκρέις πόσο καιρό…;», ξεκίνησε μα σταμάτησε. Δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε να ακούσει την απάντηση, όμως ίσως έπρεπε να μάθει πόσο βλάκας είχε φανεί σε αυτή τη σχέση.

«Όχι με παρεξήγησες. Δεν έγινε τίποτα όσο ήμαστε μαζί, στο ορκίζομαι. Με φλέρταρε, ναι και εντάξει, μπορεί να τον ενθάρρυνα για να είναι καλός μαζί μου, αλλά δε θα στο έκανα ποτέ αυτό, αλήθεια. Απλά όταν χωρίσαμε, ξαφνικά έγινε εύκολο και δεν υπήρχε κάτι να με κρατά. Πρέπει να με πιστέψεις», του είπε αναστατωμένη αρπάζοντας τον από το χέρι, όσο ο Γκράχαμ, ερευνούσε τις εκφράσεις της συλλογισμένος. «Με πιστεύεις έτσι;»

Κατένευσε. Σίγουρα δεν είχε διαφορά πια, μα την πίστευε. Η Γκρέις ηρέμισε και βλέποντας πως τον κρατούσε ακόμα, μαζεύτηκε κοκκινίζοντας από ντροπή. Ο Γκράχαμ, προσποιήθηκε ότι δεν το πρόσεξε.

«Και τι πήγε στραβά; Όχι ότι δεν μπορώ να φανταστώ τουλάχιστον δέκα τρόπους με τους οποίους κάτι τέτοιο θα στράβωνε», τη ρώτησε.

«Το έμαθε η γυναίκα του», μουρμούρισε. Κι όταν ο Γκράχαμ δεν είπε κάτι, εκείνη συνέχισε να μιλάει και αυτή τη φορά, δεν κόμπιασε και δε σταμάτησε έως ότου τα είπε όλα.

Πως το αφεντικό της την πολιορκούσε μέχρι που εκείνη ενέδωσε, πως η γυναίκα του το έμαθε ύστερα από ένα δικό της λάθος μήνυμα και πως την επόμενη μέρα, βρέθηκε χωρίς δουλειά και χωρίς καμία αποζημίωση. Στο μεσοδιάστημα, είχε χαθεί από τους φίλους της, μοιράζοντας το χρόνο της στη δουλειά και το μυστικό της κι έτσι τώρα, ντρεπόταν να επικοινωνήσει μαζί τους. Είχε μείνει μόνη.

«Και όπως σου είπα, αν δε βρω σύντομα νέα δουλειά, θα αναγκαστώ να επιστρέψω στο πατρικό μου. Ο λογαριασμός μου έχει σχεδόν αδειάσει», ολοκλήρωσε με έναν πνιχτό αναστεναγμό.

Ο Γκράχαμ έμεινε σιωπηλός, κάτι που η Γκρέις έσπευσε να σχολιάσει. «Δεν έχεις να πεις κάτι; Ότι καλά να πάθω, τι περίμενα με αυτή τη συμπεριφορά κι άλλα τέτοια;»

«Μπααα, θα ήταν σαν να σε χτυπάω όσο είσαι πεσμένη κάτω», της απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του.

«Δεν καταλαβαίνω πως το κάνεις αυτό;»

«Ποιο;», απόρησε.

«Πως μου συγχωρείς τα πάντα. Μετά από όλα αυτά, σκέφτηκα πολύ. Δε σου φέρθηκα σωστά και είναι το μόνο για το οποίο μετανιώνω τόσο και το μόνο που θα έδινα τα πάντα, τα πάντα για να αλλάξω».

«Δε στα συγχώρεσα όλα Γκρέις, αλλιώς μπορεί να ήμαστε ακόμα μαζί. Άλλωστε έχω κι εγώ μερίδιο ευθύνης. Θα μπορούσα να είχα προσπαθήσει παραπάνω για εμάς.»

«Ήσουν πληγωμένος. Είχα γίνει ανυπόφορη», παραδέχτηκε.

Μισογέλασε. «Μπορεί, αλλά  το ότι χωρίσαμε δε σημαίνει ότι θέλω το κακό σου. Θέλω να είσαι καλά, χαρούμενη κι ευτυχισμένη, ό,τι κι αν κάνεις», της είπε με ειλικρίνεια.

«Θα με συγχωρήσεις ποτέ; Θα μπορέσεις να κρατήσεις μόνο τα καλά; Γιατί είχαμε και καλά, σωστά;»

Κοίταξε το γεμάτο ελπίδα πρόσωπο της και για λίγο θυμήθηκε τι τον είχε κάνει να την ερωτευτεί. Τα γκρίζα μάτια, τα ξανθά μαλλιά που έπεφταν κυματιστά γύρω από τα όμορφα χαρακτηριστικά της. Κι όμως αργότερα ήρθαν κι άλλα. Γελούσαν και περνούσαν καλά. Διασκέδαζαν και ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα όσο ήταν μαζί.

Μπορεί ύστερα να ήρθαν και δυσάρεστα, όμως σίγουρα άξιζε να κρατήσει τα καλά. Ήταν περισσότερα κι η κοπέλα που καθόταν δίπλα του αυτή τη στιγμή, έδειχνε ένας άλλος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που ήθελε να βοηθήσει.

«Ναι Γκρέις, μπορώ να το κάνω. Είχαμε όντως και καλές στιγμές», της είπε τελικά, ακούγοντας την να εισπνέει με ανακούφιση. «Και τώρα που το σκέφτομαι,  μπορώ να κάνω και κάτι παραπάνω».

Η Γκρέις έσμιξε τα φρύδια της απορημένη κι εκείνος συνέχισε. «Το βέβαιο είναι ότι χρειάζεσαι δουλειά. Ας ξεκινήσουμε από αυτό λοιπόν. Μπορώ να μιλήσω στη Λόρνα. Ίσως υπάρχει κάτι στο νομικό τμήμα της εταιρίας.»

«Α, όχι Γκράχαμ, δεν μπορώ να στο ζητήσω αυτό.»

«Δε μου το ζητάς, προσφέρομαι.»

«Μα η Λόρνα με σιχαίνεται.»

«Ε, κι εσύ δεν τρελαίνεσαι», της γύρισε και εκείνη του έριξε ένα ένοχο βλέμμα. «Ευκαιρία  να κάνετε μια καινούργια αρχή.»

«Μην την πιέσεις όμως, κάποια πράγματα απλώς δεν φτιάχνουν.»

«Μην ανησυχείς γι’ αυτό. Όσο για τους φίλους σου… Πρέπει να τους πλησιάσεις εσύ».

«Το ξέρω απλά…»

«Φοβάσαι τι θα αντιμετωπίσεις;», δοκίμασε να μαντέψει.

Η Γκρέις έμπλεκε τα δάχτυλα της και κούνησε το κεφάλι παρακολουθώντας τα. «Στο είπα, τα έκανα μούσκεμα»

«Αν είναι όντως φίλοι σου, θα δεχτούν τη συγνώμη σου, αν όχι, θα δεχτείς εσύ το γεγονός πως πρέπει να προχωρήσεις».

Η κοπέλα συμφώνησε με ένα νεύμα και αφού έμεινε για λίγο σκεφτική, έδωσε μια μικρή ώθηση με τα χέρια της στηριγμένα στο σκαλοπάτι και σηκώθηκε. «Ξόδεψα αρκετό από το χρόνο σου».

«Πάντα έχω χρόνο για φίλους».

Ένα γλυκό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της. Έδειχνε ξαφνικά, πιο ανάλαφρη και χαλαρή. «Μου αρέσει αυτό. Να είμαι φίλη σου».

«Έκλεισε λοιπόν», της χαμογέλασε και της έδωσε το χέρι του. Η Γκρέις το έσφιξε με θέρμη και κάτι πήγε να πει, μα δίστασε.

«Πες το.»

«Η κοπέλα πριν…»

Η καρδιά του Γκράχαμ βούλιαξε και το σφίξιμο στο στομάχι του επανήλθε πιο δυνατό. Όσο ασχολιόταν με τα προβλήματα της Γκρέις, είχε βάλει σε αναμονή το θέμα με τη Σεσίλια. Όμως για πόσο;

«Δεν πήγε καλά η συνέχεια ε;»

«Μάλλον όχι…», παραδέχτηκε.

«Θα τα βρείτε», συνέχισε η Γκρέις.

«Λες;»

«Πες το ένστικτο, αλλά ό,τι και να έγινε, μου φάνηκε ότι σας νοιάζει και τους δύο πάρα πολύ, για να το αφήσετε να χαθεί», του απάντησε βαθυστόχαστα, κλείνοντας του το μάτι.

 

Δέκα γύροι στην πισίνα, δεκαπέντε, είκοσι. Ο Γκράχαμ αναδύθηκε και ακούμπησε στη μία άκρη της, αναπνέοντας γρήγορα. Πως είχαν αλλάξει πάλι όλα τόσο γρήγορα. Ήταν λες και το σύμπαν έπαιζε μαζί του.

Τη μια στιγμή, έβλεπε τη Σεσίλια έξω από το στούντιο με τον Τσάρλι, νιώθοντας την εικόνα, σαν μαχαιριά στην πλάτη, την επόμενη η Σεσίλια ήταν στην πόρτα του κι ύστερα στην αγκαλιά του. Ήταν και πάλι ευτυχισμένος. Είχε διαλέξει εκείνον. Και τώρα; Τώρα εκείνη πίστευε πως την είχε απατήσει με την Γκρέις, η οποία γύρισε για να ζητήσει συγνώμη. Όλα ήταν τόσο, μα τόσο μπερδεμένα.

Έτριψε τα μάτια του και ξανάπεσε ανάσκελα στην πισίνα. Αφέθηκε να βουλιάξει και έμεινε για λίγο ακίνητος, με το σώμα του ελεύθερο στην ησυχία κάτω από το νερό. Εκεί τίποτα δεν τον έφτανε. Τα πνευμόνια του παραπονέθηκαν και βγήκε στην επιφάνεια. Χρειαζόταν άλλους είκοσι γύρους.

Όταν τελείωσε, πήγε στα αποδυτήρια για ένα ζεστό ντους. Την ώρα που έβαζε το μπουφάν του, άκουσε βήματα στο διάδρομο και σύντομα, ένα κεφάλι πρόβαλε στην πόρτα.

«Α εσύ είσαι Γκράχαμ; Νόμιζα ότι είχες φύγει και δεν είχε κόσμο εδώ κάτω», είπε χαρούμενα ο Μπέρνι. Προφανώς ήταν ήσυχη βραδιά και ο φύλακας είχε ήδη βαρεθεί στη βάρδια του.

«Ναι Μπέρνι, αλλά φεύγω κι εγώ».

«Κρίμα, ήλπιζα σε λίγη κουβεντούλα», του είπε απογοητευμένα.

«Λυπάμαι, αλήθεια αλλά… αλλά πρέπει να πάω κάπου», δικαιολογήθηκε.

«Κανένα πρόβλημα φίλε. Κι εγώ στη θέση σου, σε αυτό το κάπου θα πήγαινα», γέλασε δυνατά ο φύλακας και τον χαιρέτησε, συνεχίζοντας τον έλεγχο του γυμναστηρίου.

Γύρισε πίσω, πιο χάλια από όσο έφυγε. Το υπονοούμενο του Μπέρνι για την προσωπική του ζωή, τον τσίγκλησε παραπάνω από όσο υπολόγιζε. Σαν να του θύμιζε πως μπορεί μερικές μέρες πριν να είχε να γυρίσει σε κάποιον, απόψε όμως, γύρισε σε ένα άδειο δωμάτιο με ένα μαντήλι στρωμένο στο πάτωμα και ένα κερί, να τον περιμένουν απλά και μόνο για να του πετάξουν κατάμουτρα τη μοναξιά του.

Μάζεψε τα πράγματα από κάτω, ενώ αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που ετοίμασε η Σεσίλια μα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και τα έριξε σε κουβάρι πάνω στο κρεβάτι του. Όταν μπήκε προηγουμένως δεν έβλεπε μπροστά του. Παράτησε την τσάντα του, πήρε στα τυφλά το σάκο γυμναστικής του και έφυγε βολίδα για την πισίνα.

Έφτιαξε καφέ παρότι ήταν βράδυ και κάθισε στο γραφείο του. Ήπιε μερικές γουλιές καταλαβαίνοντας πως τον είχε κάνει πιο δυνατό από ότι συνήθως και το μετάνιωσε. Ίσως έπρεπε να πέσει για ύπνο κι όταν ξυπνούσε όλα αυτά να μην είχαν συμβεί. Έτσι μαγικά, σαν ένα κακό όνειρο.

Άφησε το φλιτζάνι του στην άκρη και πήρε την ταχυδρομική του τσάντα. Ανοίγοντας το κάλυμμα της, ένας χοντρός, καφέ φάκελος ξεχώρισε. Αυτός που του είχε παραδώσει ο Άτκινσον. Είχε χαρεί τόσο με τα νέα του αφεντικού του και ανυπομονούσε να γυρίσει στην εστία, παρακαλώντας να βρίσκεται η Σεσίλια ακόμα εκεί για να της τα πει, αλλά με τα όσα έγιναν στη συνέχεια, είχε ξεχάσει τη συζήτηση που εκτυλίχθηκε στο γραφείο του καθηγητή. Δεν είχε νόημα πια, μπορούσε να περιμένει.

Πήρε το κινητό του, να ελέγξει αν είχε κάποιο μήνυμα όσο έλειπε. Προτίμησε να μην το πάρει μαζί του, δεν ήθελε να τον ενοχλήσει κανείς. Είχε τέσσερις κλήσεις. Οι δύο ήταν από τους φίλους του, τον Κάλουμ και τον Σμιτ. Τους είχε στείλει ο ίδιος μήνυμα βγαίνοντας από το πανεπιστήμιο και τους είχε υποσχεθεί ποτό. Έπρεπε να τους πάρει να το ακυρώσει. Θα το έπαιζε άρρωστος.

Η τρίτη κλήση ήταν από τη Λόρνα, που τον ζάλιζε σχεδόν καθημερινά από την ημέρα που έφυγε σε έξαλλη κατάσταση από το πατρικό του. Εκείνος αναγκαζόταν να απαντάει όταν τον καλούσε για να αποφύγει κάποια απρόσμενη επίσκεψη της, όμως φρόντιζε να την κλείνει γρήγορα και χωρίς πολλά πολλά. Βέβαια, μετά τις υποσχέσεις που έδωσε στην πρώην κοπέλα του, δε θα γλύτωνε την ανάκριση τρίτου βαθμού, αλλά άξιζε τον κόπο, αν ήταν να σταθεί και πάλι στα πόδια της η Γκρέις.

Η τελευταία κλήση ήταν αυτή που τον παραξένεψε περισσότερο. Δεν ήταν από τη Σεσίλια όπως ήλπιζε, αφού ήξερε πως όταν του έλεγε πως χρειαζόταν χρόνο, δεν εννοούσε ότι μέχρι να δει εκείνος μια ταινία μήκους Μπεν Χουρ, θα της είχαν περάσει τα νεύρα. Ήταν από τη μητέρα του.

Είχε να τη δει, ή να της μιλήσει από το ίδιο εκείνο βράδυ που είχε δει τη Λόρνα, αλλά σε αντίθεση με την αδερφή του, η μητέρα του προτίμησε να τον αφήσει ήσυχο κι εκείνος την ευγνωμονούσε γι’ αυτό. Δεν υπήρχε περίπτωση να επαναλάβει τη συζήτηση που είχε με τον πατέρα του και που τον έφερε στα όρια του, αν κι η Μάγκι είχε πάρει μια γεύση, μπαίνοντας απροειδοποίητα στο γραφείο. Σκόπευε να την πάρει κάποια στιγμή να τη βεβαιώσει πως παρόλα όσα είπε ο Γουάλι, ήξερε πως εκείνη δεν συμμεριζόταν τη γνώμη του, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτό. Θα καταλάβαινε ότι κάτι του συνέβαινε και θα στεναχωριόταν περισσότερο.

Γιατί όμως τον κάλεσε τελικά; Μήπως υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος; Πάνω που προετοίμαζε τον εαυτό του για να της τηλεφωνήσει και να μάθει, παρατήρησε πως είχε μήνυμα στον τηλεφωνητή του.

Πληκτρολόγησε μια σειρά από νούμερα και στο αυτί του, έφτασε η φωνή της μητέρας του.

«Γεια σου γλυκέ μου, ελπίζω να μην ενοχλώ. Η Λόρνα μου είπε ότι έχετε μιλήσει, άρα υποθέτω ότι είσαι καλά; Τηλεφώνησε μου σύντομα σε παρακαλώ. Θέλω να σε ακούσω και να σου ζητήσω μια χάρη που αφορά στη Masterpiece. Είδα κάποια σχέδια σε ένα από τα μπλοκ της Άιλα και παρά το ότι της έχω τάξει τα πάντα, δε μου λέει ποιανού είναι. Αναρωτιόμουν αν υπάρχει κι άλλο δείγμα αυτής της δουλειάς και ποιος είναι ο καλλιτέχνης. Θα σου εξηγήσω. Σε φιλώ»

Ο Γκράχαμ ξεφύσησε εφησυχασμένος και έτριψε το μέτωπο του. Γύρισε προς το κρεβάτι του και είδε το κουβαριασμένο μαντήλι της Σεσίλια. Μόλις χτες, όσο εκείνος διόρθωνε γραπτά, εκείνη καθόταν ήσυχη και σχεδίαζε. Πόσο ζεστά ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Θα μπορούσε να σταματήσει το χρόνο και να την κοιτάζει για πάντα. Τη Σεσίλια του κι όχι το στρωμένο κρεβάτι που έβλεπε τώρα.

Μήπως είχε δίκιο τελικά; Μήπως είχε κάνει  μεγάλο λάθος που δεν της μίλησε το βράδυ που την είδε με τον Τσάρλι; Κι όμως εκείνη τη στιγμή, του φάνηκε η λογικότερη λύση. Γύρισε πληγωμένος την πλάτη του και περίμενε να έρθει εκείνη σε αυτόν. Ήθελε να είναι ευτυχισμένη και αν η Σεσίλια διάλεγε κάποιον άλλο, δεν μπορούσε να την εμποδίσει.

Όμως δεν έβλεπε πως η διαφορετική αντίδραση του, θα άλλαζε τον σημερινό καυγά. Η Γκρέις θα βρισκόταν και πάλι στην πόρτα του και η Σεσίλια, θα πίστευε και πάλι το χειρότερο για εκείνον. Ίσως όμως αν είχε μιλήσει, να της είχε χαρίσει μια παραπάνω απόδειξη του πόσο την ήθελε. Του πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της. Γιατί το ήξερε πια. Δεν της το είχε πει ακόμα, αλλά το ήξερε.

Κι αν η μέχρι τώρα συμπεριφορά του δεν την είχε κάνει να το καταλάβει, τότε έπρεπε να της το πει. Αυτό θα κάνω, σκέφτηκε και μια μικρή φωτίτσα άναψε μέσα του. Όταν είναι έτοιμη, αυτό θα κάνω.

Η ματιά του έπεσε στο κομοδίνο του και στο μπλοκ της Σεσίλια που βρισκόταν εκεί ακουμπισμένο βιαστικά, σαν να περίμενε κάποιον να έρθει να το πάρει. Το κράτησε στα χέρια του και το φυλλομέτρησε. Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του και το επόμενο πράγμα που σκέφτηκε ήταν τα τελευταία λόγια της Γκρέις, νωρίτερα το απόγευμα.

Έσφιξε το μπλοκ πάνω του και ευχήθηκε με όλη του τη δύναμη, να έβγαιναν αληθινά.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟΤΡΙΤΟ

–Ρόδι-

 

Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει θλίψη ή θυμό. Όλα είχαν τελειώσει, εκείνος τα είχε τελειώσει, ίσως να μην έφταιγε τελικά το κορίτσι της φωτογραφίας, τουλάχιστον αυτό είχε ισχυριστεί ο Γκράχαμ, αν και ή ίδια είχε επιφυλάξεις για το ρόλο του κοριτσιού, όμως με βεβαιότητα έφταιγε ο Γκράχαμ. Ευθυνόταν που έφτιαχνε σενάρια με το μυαλό του, που τα θεωρούσε δεδομένα και ύστερα έπαιρνε αποστάσεις από εκείνη. Ευθυνόταν επειδή έδινε χώρο στην Γκρέις να εμφανίζεται μπροστά του όποτε το επιθυμούσε. Ευθυνόταν που ενώ την είχε δει με τον Τσάρλι, δεν της είχε μιλήσει ώστε να της δώσει την ευκαιρία να του εξηγήσει. Θα μπορούσε να βρει άπειρους λόγους για να του ρίξει ευθύνες όμως δεν είχε κανένα νόημα πλέον, είχε τελειώσει και έπρεπε να το πάρει απόφαση.  

Τον είχε αφήσει να πιστεύει ότι είχε δεχτεί την πρόταση του να δώσουν χρόνο στον εαυτό τους, σώζοντας το δεσμό τους, όμως εκείνη ήξερε ότι το ποτάμι δε γύριζε πίσω. Η σχέση τους είχε μια μεγάλη ραγισματιά πλέον και από εκεί πάντα θα εισέβαλαν ‘‘μικρόβια’’ που στο τέλος θα τους χώριζαν. Η σχέση τους ήταν ασθενική. Ήταν μάταιο να κάνουν οποιαδήποτε προσπάθεια, αυτή θα ήταν η κατάληξη τους, γιατί να το κουράζουν. Ας συνέβαινε τώρα που ήταν νωρίς, ίσως συνειδητοποιούσε και ο Γκράχαμ ότι ενδιαφερόταν ακόμα για την άλλη και να έσμιγε πάλι μαζί της, «Κάνουν τόσο ταιριαστό ζευγάρι, άλλωστε». Σκέφτηκε ειρωνικά. Ένιωσε τη ζήλια να φουντώνει μέσα της. Ώστε θα της τον χάριζε χωρίς καμία προσπάθεια; Δεν ήθελε να σμίξει με την Γκρέις, δεν ήθελε να σμίξει με καμία, ήθελε να υποφέρει για όλη του τη ζωή, αυτό θα του άξιζε. Δεν την ενδιέφερε φυσικά η επαγγελματική του σταδιοδρο­μία, μπορούσε να εξισορροπεί μια αποτυχημένη ερωτική ζωή με μια πετυχημένη καριέρα. Αλλά ως εκεί. Η ζήλεια την έκανε να νιώσει ζωντανή, σκούπισε τα δάκρια από τα μάτια της, και ξεκίνησε να κατευθύνεται προς το στούντιο. Είχε πάνω από μία ώρα που γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους, δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι της, εκεί όλα θα της τον θύμιζαν, καλύτερα να επέστρεφε το βράδυ κουρασμένη.

Πάντως ήταν πολύ αξιαγάπητος για να μείνει μόνος του μια ζωή, σκέφτηκε μελαγχολικά και με μιας τα μάτια της γέμισαν πάλι με δάκρια. Είχε δει πως τον κοίταζαν οι γυναίκες. Δεν πειράζει, θα το πλήρωνε μέσω του πατέρα του. Σκέφτηκε σε μια προσπάθεια να νιώσει καλύτερα. Έφτασε στο στούντιο και πήγε απευθείας στο εργαστήρι της. Όπου και αν γύριζε το βλέμμα, τον έβλεπε μπροστά της. Υπέροχα, δε θα έβρισκε πουθενά ησυχία.

 

Ô

 

Δεν κατάλαβε πως έβγαλε το ωράριο της στη δουλειά. Προσπαθούσε να παγώσει τα αισθήματα της, να αποστασιοποιηθεί από αυτό που είχε συμβεί το απόγευμα, όμως ήταν φορές που ένιωθε τα χέρια της να τρέμουν. Είχε κάνει και κάποια μικρά λάθη αλλά με επιδεξιότητα και λόγω εμπειρίας κατάφερε να τα καλύψει.

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα, μόλις έκλεισε την πόρτα και άναψε το φως είδε απέναντι της τον πίνακα που είχε ζωγραφίσει τις προηγούμενες μέρες. Τελικά ποτέ δε θα τον έβλεπε ο Γκράχαμ. Πήγε στο δωμάτιο και άνοιξε τη ντουλάπα, έβγαλε ένα σεντόνι και επέστρεψε στο καθιστικό για να σκεπάσει με αυτό τον πίνακα, δεν ήθελε να τον βλέπει, της θύμιζε και αυτός τον… βλάκα. Μπορεί βέβαια να μην την είχε εμπνεύσει όσον αφορούσε το θέμα, όμως την είχε προτρέψει να ζωγραφίσει ξανά, με τις μπογιές που της είχε κάνει δώρο. Ίσως του τον έστελνε, με ένα σημείωμα να μην την ξαναενοχλήσει. Η ίδια δεν τον ήθελε, μπορούσε άνετα να του τον παραχωρήσει. Φυσικά θα ήταν κάπως διφορούμενο το νόημα, από τη μία να του λέει τελειώσαμε και την ίδια στιγμή να του δωρίζει κάτι για το οποίο είχε εξαντλήσει ώρες δουλειάς. Ίσως να τον πέταγε στα σκουπίδια, όμως εκείνη την ώρα δεν είχε αντοχές να βγει άλλο από το διαμέρισμα της. Με έναν αναστεναγμό κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, αν και δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της τόσες ώρες, άνοιξε ανόρεχτα το ψυγείο για να το κλείσει αμέσως και να πάει να πέσει τελικά στο κρεβάτι όπως ήταν.

«Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω» θυμήθηκε τα λόγια του. Δυστυχώς είχαν κάνει πολλά βήματα πίσω και είχαν χάσει το δρόμο. Δεν της είχε εμπιστοσύνη, στην τελική ίσως να μην ήταν άξια εμπιστοσύνης. Ούτε η ίδια ήταν βέβαιη, ότι αν ήταν στη θέση κάποιου άλλου, θα εμπιστευόταν τη Σεσίλια. Φυσικά και η ίδια γνώριζε ότι ήταν υπερβολικά ευθύς σαν άνθρωπος, κάτι που ξένιζε τους άλλους συχνά. Αλλά δεν ήξερε τι εικόνα έδινε. Δεν την ένοιαζε καν. Αναγνώριζε ότι φαινόταν απόμακρη και ίσως εγωκεντρική. Αλλά και οι άλλοι συνήθως δεν της έδιναν την ευκαιρία. Και εκείνη δεν νοιαζόταν να ζητήσει το ενδιαφέρον κανενός. Από χρόνια είχε αποδείξει ότι μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της, δεν χρειαζόταν κανέναν, ούτε γονείς, ούτε αδέρφια, ούτε φίλους ή εραστές. Όχι ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι που την είχαν κερδίσει, λίγοι βέβαια, όμως γι αυτό το λόγο είχαν και ιδιαίτερη αξία για την ίδια. Ο ουαλός για παράδειγμα, που παρά τα ελαττώματα του, το ότι καθυστερούσε να φτιάξει τις βλάβες που είχε το μαγαζί του, την ενοχλούσε, αφού επωμιζόταν η ίδια τόσο το κρύο όσο και το βάρος που αυξανόταν λόγω του συνήθως χαλασμένου ρολού της βιτρίνας. Όμως τον εκτιμούσε ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο που της επέτρεπε τις ελευθερίες της και δεν την έλεγχε, φυσικά και η ίδια είχε αποδείξει την αξία της. Επίσης εκτιμούσε τον Τσάρλι, μπορεί να μην τον έβλεπε ερωτικά, αλλά θα μπορούσε να κερδίσει τον αποκλειστικό ρόλο του φίλου στη ζωή της. Τη Μαρισόλ τη σύζυγο του πατέρα της, για τα αδέρφια της δεν ήξερε να πει, φυσικά τους ένωνε ο πιο σπουδαίος δεσμός αίματος, όμως δεν είχε μεγαλώσει μαζί τους, δεν ήξερε πως την έβλεπαν. Για την αδερφή της την Ενκάρνα είχε νιώσει ζήλεια όταν μικρή επισκεπτόταν κάποιες φορές τον πατέρα της. Είχε κάνει κατοχή στο δωμάτιο και στα πράγματα της, όμως μεγαλώνοντας αυτό είχε πάψει να την απασχολεί. Ακόμα και τον Μαρκ, τον άντρα της μητέρας της εκτιμούσε. Μπορεί να μην το έδειχνε, είχε χτίσει τείχη ανάμεσα τους από όταν ήταν στην εφηβεία, και δεν ήξερε πως έπρεπε να του δείξει τη συμπάθεια της, δεδομένου ότι ήταν και ο ίδιος τυπικός σαν άνθρωπος, έτσι αρκούταν στο να είναι απλά ευγενική μαζί του. Πάντως όσο κι αν η μητέρα της την κατηγορούσε για αχάριστη, εκείνη του αναγνώριζε ότι την είχε μεγαλώσει και ότι αν ήταν λίγο πιο ανοιχτή απέναντι του θα της έδειχνε την αγάπη και την τρυφερότητα που έδειχνε στους γιους του. Όμως πάραυτα δεν άφηνε να φανεί ότι την ξεχώριζε από τον Ian και τον Howard.

Στο θέμα των σχέσεων τα πράγματα ήταν κάπως πιο περίπλοκα. Δυο σχέσεις είχε κάνει, η μία στα δεκαέξι με τον Έντι και η δεύτερη τώρα με τον Γκράχαμ. Στο μεσοδιάστημα είχε μόνο εραστές. Οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί άμαθη σε σοβαρές, ερωτικές καταστάσεις, όμως αυτό δε σήμαινε τίποτα, ήξερε να αναγνωρίζει τα αισθήματα της. Και αυτή τη στιγμή ένιωθε πόνο και δεν της άρεσε να νιώθει έτσι! Ίσως γι’ αυτό να είχε κάνει και τη ζωή του Γκράχαμ κόλαση τον πρώτο καιρό που γνωρίστηκαν, ένιωθε αυτό που ερχόταν και προσπαθούσε να το αποτρέψει. Ποιος νοήμον άνθρωπος μπορούσε να βάλει με το μυαλό του ότι ο Γκράχαμ θα ήταν ποτέ ικανός να είναι συνεργός σε συμμορία που άρπαζε τσάντες, και ότι θα ήταν τόσο χαζός να εμφανιστεί με το σχέδιο από το μπλοκ και να επιμένει να του κάνει το τατουάζ, το θύμα του.

-Δυο φορές Γκράχαμ, απάντησε στην ερώτηση που της είχε κάνει πριν από λίγες ώρες. Δυο φορές τουλάχιστον σε έχω θεωρήσει ηλίθιο! Μία όταν ήρθες να σου χτυπήσω το τατουάζ ενώ μου είχες κλέψει δήθεν το μπλοκ και μία σήμερα που έφερες την άλλη, ενώ εγώ βρισκόμουν στο δωμάτιο σου. Αναγνώριζε ότι είχε ευθύνη για όλα όσα είχαν συμβεί, ίσως μικρή, τη μεγαλύτερη την έχει ο Γκράχαμ, σκέφτηκε εγωιστικά. Όμως αυτό δεν άλλαζε, δεν της άρεσε να πονάει και αυτή η σχέση τη γέμιζε συνέχεια με αμφιβολίες, ανασφάλεια και πλέον πόνο. Τα αισθήματα της για εκείνον έπρεπε να τα θάψει στο πιο σκοτεινό και βαθύ μέρος της καρδιάς και του μυαλού της για να πάψει να πονά.

Έπρεπε να κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να τον ξεχάσει, έπρεπε να πάρει αποστάσεις από εκείνον και από την σχέση τους. Πως όμως θα το κατάφερνε, όταν όπου και αν έστρεφε το βλέμμα της τον έβλεπε. Δεν είχε σκοπό φυσικά να αλλάξει πόλη, δουλειά και σπίτι εξαιτίας του. Ποτέ δε θα υποχωρούσε τόσο εύκολα από ότι είχε χτίσει. Με τον καιρό θα περνούσε και θα ένιωθε καλύτερα, «Όμως μέχρι τότε;», ρώτησε τον εαυτό της.

«Εγώ θα είμαι πάντοτε εδώ για σένα» θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της, όταν μικρό κοριτσάκι την πήρε η μητέρα της από τη Γρανάδα. Ξαφνικά ξέσπασε σε λυγμούς, δεν ήξερε γιατί έκλαιγε, προφανώς θα είχε πολλούς λόγους που όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να μην τους δίνει σημασία, όμως να που εξαιτίας του Γκράχαμ είχαν βγει στην επιφάνεια και την έπνιγαν.

Μόλις τελείωσε με το θρήνο, είχε αποφασίσει ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση της. Κατέβασε το σακβουαγιάζ από το πατάρι, και άρχισε να το γεμίζει με πράγματα. Η Ισπανία είναι πιο ζεστή χώρα από την Αγγλία, δε χρειαζόταν να πάρει πολύ βαριά ρούχα. Μόλις τελείωσε με την τακτοποίηση των πραγμάτων, ξάπλωσε και ανακουφισμένη από το κλάμα και την απόφαση της, αποκοιμήθηκε αμέσως.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωί μόλις ξύπνησε, ήρθε στη μνήμη της η προηγούμενη μέρα και ο σχεδόν χωρισμός της με το Γκράχαμ. Δεν είχε χρόνο όμως για άλλους θρήνους, τον έσπρωξε στη πίσω μεριά του μυαλού της και έψαξε στο κινητό της για τις πτήσεις από το αεροδρόμιο του Λονδίνου προς Μαδρίτη. Χωρίς να το σκεφτεί έκλεισε θέση στην πρώτη πρωινή πτήση της επόμενης ημέρας. Έπρεπε φυσικά να ενημερώσει τον Τζίμη, όμως τρία χρόνια δεν είχε πάρει ποτέ άδεια, οπότε εκτός που την είχε ανάγκη, τη δικαιούταν. Άρχισε να πηγαινοέρχεται πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο κάνοντας πρόβες, δεν ήξερε αν θα ήθελε να της τη δώσει, επιπλέον δεν μπορούσε να λείψει μόνο για δέκα ημέρες, χρειαζόταν τουλάχιστον δεκαπέντε. Θα ζητούσε ένα μήνα, και αν ένιωθε στο μεταξύ καλύτερα θα επέστρεφε. Τόσο καιρό, δεν ήταν βέβαιη ότι θα ήταν πρόθυμος να της τον παραχωρήσει. Δεν πειράζει ας την απέλυε. Θα της έδινε περισσότερο χρόνο να ξεκουραστεί, ύστερα θα επέστρεφε ανανεωμένη και θα έψαχνε για άλλη δουλειά, ήξερε ότι είχε ιδιαίτερο ταλέντο και είχαν υπάρξει περίοδοι που της είχαν κάνει πρόταση κάποιοι άλλοι tattooists να δουλέψει μαζί τους. Στην ανάγκη έμενε στην Ισπανία, ίσως όχι στη Γρανάδα, όσο κι αν αγαπούσε τον πατέρα της, είχε ξεσυνηθίσει τη γονική επίβλεψη και γνώριζε καλά πως είναι οι μπαμπάδες παγκοσμίως και κυρίως οι λατίνοι με τις κόρες τους. Μάλλον θα κοίταζε στη Μαδρίτη ή στη Βαρκελώνη, μήπως στη Βαλένθια. Να που τελικά δε θα άλλαζε απλώς πόλη, αλλά χώρα. Βέβαια μόνο στην περίπτωση που της έλεγε ο ουαλός ότι δεν μπορούσε να της δώσει τόση άδεια μαζεμένη, αλλιώς μόλις ένιωθε κάπως καλύτερα θα επέστρεφε πίσω στο Λονδίνο και στη ρουτίνα της.

Όταν το απόγευμα πήγε στη δουλειά, ζήτησε από τον Τζίμη να μιλήσουν. Εκείνος την κοίταξε καχύποπτα αλλά προτίμησε να τελειώσει πρώτα με το τατουάζ του πελάτη και να αφήσει τις συζητήσεις για αργότερα. Τα ασταμάτητα ραντεβού δεν τους έδωσαν ενδιάμεσα χρόνο. Καθώς ο Τζίμη τελείωσε πρώτος, την περίμενε για να μάθει τι είχε να του πει. Στην αρχή σκέφτηκε ότι μπορεί να ευθυνόταν η χαλασμένη θέρμανση, όμως πλέον είχε μπει η άνοιξη, οι θερμοκρασίες δεν είναι τόσο χαμηλές, ή να ήταν το ρολό, θα το έφτιαχνε την επόμενη μέρα θα της το υποσχόταν, και δε θα έπρεπε να το αναβάλει άλλο. Όμως το ύφος της μαρτυρούσε ότι ήταν κάτι πιο σοβαρό και δεδομένου ότι την προηγούμενη μέρα είχε προσέξει ότι ήταν χάλια, το μυαλό του πήγαινε στο κακό. Λες να ήθελε να παραιτηθεί. Άκουσε το μηχάνημα των τατουάζ να σταματάει, κουβέντες από μέσα και ύστερα να ανοίγει η πόρτα και να βγαίνει η Σεσίλια.

-Ωραία χαίρομαι που δεν έφυγες, του είπε ανακουφισμένη.

-Είπες ότι ήθελες να μιλήσουμε. Σχολίασε απλά ο ουαλός.

-Ναι, θέλω να φύγω. Του είπε απότομα.

-Υποβάλεις παραίτηση; Τη ρώτησε έκπληκτος, έτσι απότομα που του το είχε ανακοινώσει.

-Όχι, χίλια συγνώμη, δεν εννοούσα ότι θέλω να φύγω από τη δουλειά, εννοώ ότι χρειάζομαι άδεια και μάλιστα αρκετή.

-Α! είπε φανερά ανακουφισμένος εκείνος. Πόση άδεια θες;

-Τουλάχιστον ένα μήνα.

-Α! ξαναείπε εκείνος. Φαίνεσαι αποφασισμένη.

-Ναι, χρειάζομαι διακοπές οπωσδήποτε. Τρία χρόνια δεν έχω λείψει ούτε μέρα.

-Ναι, μην ανησυχείς! Είπε εκείνος ήρεμος που δε θα έχανε την υπάλληλο του. Από το δωμάτιο βγήκε ένα χαμογελαστός πελάτης, διακόπτοντας την κουβέντα τους. Αφού χαιρέτησε, έφυγε.

-Και από πότε θα λείψεις;

-Από αύριο!

-Τόσο σύντομα! Αρκέστηκε να σχολιάσει.

-Συγνώμη είναι πολύ σημαντικό για εμένα.

-Θα πάτε κάπου ταξιδάκι, μαζί; Τη ρώτησε και της έκλεισε πειραχτικά το μάτι.

-Με ποιον; Τον ρώτησε απορημένη.

-Με τον Τσάρλι;

-Με τον Τσάρλι είμαστε απλώς φίλοι. Απάντησε εκνευρισμένη η Σεσίλια. Μα τι στην ευχή έκανε τους πάντες να νομίζουν ότι είναι με τον Τσάρλι!

-Ε, τότε με τον άλλο, τον όμορφο.

-Τον όμορφο;

-Ψηλός, με σώμα αθλητή, σκούρα μαλλιά, καστανοπράσινα μάτια…

-Όχι Τζίμη, δε θα πάω κάπου μαζί του.

-Και τότε;

-Πφφφφ. Θα πάω στην Ισπανία, να δω τον πατέρα μου και την οικογένεια του! Ικανοποιημένος;

-Καλά τότε, να περάσεις καλά και μην αργήσεις μέρα παραπάνω από μήνα, αποφάσισε να παραστήσει το σκληρό αφεντικό. Καληνύχτα. Είπε και βγήκε ανακουφισμένος στο κρύο.

-Κουτσομπόλη. Μουρμούρισε η Σεσίλια, και πήγε να ετοιμάσει το εργαστήρι της πριν φύγει.

 

Ô

 

Με την προσδοκία του ταξιδιού κατάφερε να αποφεύγει κάπως να σκέφτεται όλη την ώρα το Γκράχαμ. Άλλωστε είχε καιρό να δει τον πατέρα της και την οικογένεια του. Τα αδέρφια της θα είχαν μεγαλώσει αρκετά από τότε που είχε να τα δει, αναρωτιόταν πως θα τους φαίνονταν η απροσδόκητη επίσκεψη της. Ο Ερνέστο σίγουρα θα χαιρόταν. Απ’ όταν είχε ενηλικιωθεί προσπαθούσε να την πείσει να πάει να ζήσει στην Ισπανία και συγκεκριμένα στη Γρανάδα. Αυτό σχεδίαζε και εκείνη όσο ζούσε με τη μητέρα και τον πατριό της, όμως μόλις ενηλικιώθηκε και μπορούσε να αποφασίσει μόνη για το μέλλον της, προτίμησε την πλήρη ανεξαρτησία. Πήγε στο Λονδίνο, τελειοποιήθηκε στο σχέδιο και σύντομα έπιασε δουλειά ως tattooist. Δεν είχε έλεγχο από κανέναν, παρά μόνο τη γκρίνια από τη μητέρα της μέσω τηλεφώνου, αν και έβαζε στοίχημα ότι την προτιμούσε στην Αγγλία από ότι θα την προτιμούσε στην Ισπανία. Και παράπονα από τον πατέρα της, πάλι μέσω τηλεφώνου.

Μόλις έφτασε στο αεροδρόμιο και είδε τα μαγαζιά με τα σουβενίρ, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πάρει τίποτα για τα αδέρφια της από το Λονδίνο. Κοίταξε την ώρα στο κινητό της, η διάθεση της να απομακρυνθεί από την πόλη που ζούσε εκείνος, της είχε γεννήσει τη διάθεση να φύγει μια ώρα αρχύτερα. Αναστέναξε και πλησίασε να χαζέψει τις βιτρίνες, βέβαιη ότι θα πλήρωνε ακριβά αυτή της την παράλειψη, αφού τα καταστήματα στα αεροδρόμια φημίζονται για το καπέλο που βάζουν στις τιμές των προϊόντων τους. Τελικά κατέληξε να πάρει ένα μπρελόκ ρολόι για την αδερφή της, στα δεκατρία της θα το προτιμούσε από κούκλες ή λούτρινα αρκουδάκια. Στη Μαρισόλ, πήρε μια τσάντα από ένα κατάστημα με γυναικεία και στον αδερφό της ένα πουλόβερ. Πάντα της άρεσε να κάνει δώρα, όμως δυστυχώς έτσι όπως ήταν μοναχική δεν είχε συχνά την ευκαιρία. Είχε χαρεί πολύ όταν είχε πάρει το κασκόλ στο αγόρι της και ακόμα περισσότερο τα μπλοκ ζωγραφικής και τις μπογιές στην αδερφή του. Όμως να που τώρα δεν είχε τον ίδιο ενθουσιασμό, και δεν ήταν τόσο που πλήρωνε σχεδόν τα διπλά για μια τσάντα ή ένα μπρελόκ, αλλά ο λόγος που έφευγε εσπευσμένα από την Αγγλία για να πάει στους δικούς της. «Υπάρχουν και χειρότερα» σκέφτηκε και ήλπισε να τους άρεσαν τουλάχιστον τα δώρα τους.   

Καθισμένη σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο, χάζευε κάποια συννεφάκια που ταξίδευαν πλάι της στον ουρανό και ένιωσε έναν ψεύτικο ενθουσιασμό για το ταξίδι της. Επιστροφή στην χώρα που γεννήθηκε, επαναλάμβανε στον εαυτό της, αλλά το ότι απομακρυνόταν τόσα χιλιόμετρα μακριά από τον Γκράχαμ, της χάλαγε τον ενθουσιασμό· κι ας ήταν ο βασικός λόγος που είχε φύγει από το Λονδίνο, το να τον ξεχάσει. «Δε θα είναι τόσο εύκολο», σκέφτηκε μελαγχολικά. «Τον κουβαλάς στο μυαλό σου, Σεσίλια» ίσως ήταν μάταιο που έκανε όλον εκείνον τον κόπο, όμως ήταν βέβαιη ότι στην Αγγλία θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Μπορεί εκείνος να μην την πλησίαζε, επειδή θα ήταν απασχολημένος με την Γκρέις ή επειδή μπορεί να ήταν δειλός και με βεβαιότητα επειδή ήταν βλάκας, αλλά κάθε τι θα της τον θύμιζε. Όταν θα επέστρεφε ύστερα από ένα μήνα, ίσως να είχε ξεθωριάσει κάπως το ίχνος του από τα μέρη που εκείνη ήταν υποχρεωμένη να ζει και να κινείται. Ίσως κάποτε να συναντιόνταν τυχαία και να αντάλλασαν ένα νεύμα και ένα χαμόγελο από μακριά. Όταν εκείνη θα είχε επιστρέψει στις επιπόλαιες και ανώδυνες σχέσεις και εκείνος θα ήταν με την Γκρέις ή με κάποια άλλη τέλεια γυναίκα, που θα έμοιαζε με το κορίτσι της φωτογραφίας.     

Ύστερα από δυόμιση ώρες που είχε διαρκέσει το ταξίδι της από το ψυχρό Λονδίνο ως την κάπως πιο ζεστή Μαδρίτη, αφού αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο έφυγε γραμμή για το σιδηροδρομικό σταθμό. Σε μια ώρα θα έφευγε το τρένο για Γρανάδα, μην έχοντας τι να κάνει και μην έχοντας διάθεση να γυρίζει στη Μαδρίτη κουβαλώντας τις αποσκευές της κάθισε και περίμενε. «Τι να έκανε άραγε εκείνη την στιγμή ο Γκράχαμ», να ήταν στη σχολή του, να διόρθωνε γραπτά για τον Άτκινσον, ή να ήταν απασχολημένος με την Γκρέις. Η ίδια να πέρναγε καθόλου από την σκέψη του; «Όχι», προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό της, «Δε σε σκέφτεται, και καλό θα είναι να μην τον σκέφτεσαι ούτε εσύ». Δίπλα της είχε έρθει και είχε κάτσει ένα ζευγάρι, δεν καταλάβαινε τι έλεγαν μιας και μιλούσαν μια εντελώς άγνωστη γλώσσα σε εκείνη. Μέχρι που άκουσε τη λέξη που της μαρτύρησε την εθνικότητα του ζευγαριού. Δεν κατάλαβε αν αναφέρονταν σε κάποιον από τους επιβάτες που πηγαινοέρχονταν ή αν μάλωναν μεταξύ τους, αφού το ύφος τους ήταν τουλάχιστον μελιστάλαχτο, αλλά ξεχώρισε ανάμεσα στις άγνωστες λέξεις το «Μαλάκας». Ο Γκράχαμ (πάλι ο Γκράχαμ) της είχε πει, ότι ήταν μια λέξη που χρησιμοποιεί στην καθημερινότητα του ο έλληνας και όχι αποκλειστικά ως βρισιά αλλά και ως προσφώνηση.

-Συγνώμη, άκουσε το αγόρι να τη ρωτάει δίπλα της στα αγγλικά, τι ώρα φεύγει το τρένο για Γρανάδα; Εκείνη τον κοίταξε εκνευρισμένη και το αγόρι μαζεύτηκε ενώ το κορίτσι αναμετρήθηκε μαζί της με το βλέμμα. Ήταν σαν να της έλεγε «Χαλάρωσε κοπελιά, δε σε βρίσαμε κιόλας, μια πληροφορία σου ζητήσαμε».       

-Δεν προσπαθείς να τη ρωτήσεις στα ισπανικά καλύτερα, οι ισπανοί δε μιλάνε αγγλικά, του είπε το κορίτσι.

-Σε δέκα λεπτά, απάντησε η Σεσίλια, που δεν είχε καταλάβει τι είχε πει η νεαρή, όμως φαντάστηκε ότι θα τη σχολίαζε. Εντελώς αγενής, «σαν και εσένα» θύμισε στον εαυτό της. Αφού τους χαμογέλασε σε μια προσπάθεια να φανεί ευγενική σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το τρένο.

-Είστε ελληνίδα; Άκουσε να τη ρωτάει στα αγγλικά το αγόρι.

-Όχι. Ισπανίδα. Απάντησε η Σεσίλια και συνέχισε να προχωράει.

-Θα μπορούσατε να είστε ελληνίδα. Σχολίασε εκείνος.

-Γκραθιας, άκουσε το κορίτσι να της λέει και στοιχημάτιζε ότι θα ήταν η μόνη λέξη που γνώριζε στα ισπανικά.

-Ντε ναδα! Απάντησε η Σέσιλη, και μπήκε στο τρένο ξεκινώντας να ψάχνει τη θέση της στο βαγόνι.

 

Ô

 

Πέντε ώρες διήρκησε το ταξίδι από την πρωτεύουσα της Ισπανίας ως την Ανδαλουσιανή πόλη. Από τη θέση της, πλάι στο παράθυρο, έβλεπε τα τοπία να εναλλάσσονται. Απέναντι της είχε καθίσει το ζευγάρι. Αδιαφορώντας για τους γύρω τους αντάλλασαν παθιασμένα φιλιά, προκαλώντας σχόλια και μορφασμούς από άλλους επιβάτες του τρένου. Η Σεσίλια δεν ενοχλήθηκε από το υπερβολικό πάθος που έδειχναν οι δυο νέοι που κάθονταν απέναντι, είχε δει αντίστοιχες σκηνές και στο Λονδίνο. Ο έρωτας γεννάει σε όλες τις χώρες τις ίδιες συμπεριφορές, και εκείνη έδειχνε κατανόηση, όμως να που ένιωθε και ζήλεια. Δεν της προκαλούσαν μονοδιάστατα την επιθυμία να είναι απλά με κάποιον, ήθελε να είναι με τον Γκράχαμ, έτσι ακριβώς και ας προκαλούσαν σχόλια του τύπου «σπίτι δεν έχετε» και ενοχλημένους μορφασμούς. Όμως εκείνη είχε επιστρέψει στην Ισπανία και με τον Γκράχαμ τους χώριζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα, άλλωστε εκείνη την ώρα μπορεί να παρηγορούταν στην αγκαλιά της Γκρέις. Παραδόξως δε θύμωσε, όμως ένιωσε απέραντη θλίψη να κυκλώνει την καρδιά της.

«Τελείωσε Σεσίλη, το ήξερες ότι θα συμβεί, ώρα να το ξεπεράσεις, αλλιώς τι κάνεις εδώ»!

Το κορίτσι απέναντι της, είχε ακουμπήσει την πλάτη της πάνω στο στήθος του αγοριού και χάζευε από το παράθυρο τα τοπία, εκείνος ακουμπούσε τα χείλη του στην κορυφή του κεφαλιού της και αν δεν της έδινε φιλιά, της μουρμούριζε στο αυτί, προκαλώντας της χαμόγελα.

Ύστερα από πέντε ώρες ταξίδι, βγήκε ανακουφισμένη από το τρένο, θα χρειαζόταν ταξί για να πάει στο πατρικό της, όμως είχε διάθεση να περπατήσει. Χρειαζόταν οπωσδήποτε να αναπνεύσει καθαρό αέρα, ενώ ήλπιζε ότι ο περίπατος μέσα στην πόλη θα της έφτιαχνε το κέφι.

Χαρούμενοι άνθρωποι περιδιάβαιναν παντού, κρίμα που δεν ήταν και η ίδια μία από αυτούς. Φυσικά δεν έφταιγε αποκλειστικά ο χωρισμός της με τον Γκράχαμ, πάντα ήταν πολύ σοβαρή και μαζεμένη, έδειχνε αυστηρή και σίγουρη αν και συχνά είχε αμφιβολίες. Στάθηκε για λίγο κάτω από το άγαλμα του Χριστόφορου Κολόμβου, αφού επέτρεψε σε έναν αναστεναγμό να ξεφύγει από μέσα της, συνέχισε το δρόμο της.

 

Ô

 

Όταν είδε την αυλόπορτα του πατρικού της ένιωσε να συγκινείται, άνετα μπορούσε να βάλει τα κλάματα εκείνη τη στιγμή και οι λόγοι θα ήταν περισσότεροι από ένας. Την έσπρωξε και μπήκε στο μικρό κήπο, τα φυτά ήταν περιποιημένα, λουλούδια είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους, ενώ τα δέντρα ήταν όμορφα κλαδεμένα. Κοίταξε το ψηλό πεύκο που τα κλαδιά του έφταναν μέχρι το παράθυρο του άλλοτε δωματίου της, σε ένα από τα κλαδιά του κρεμόταν μια αυτοσχέδια κούνια. Προχώρησε και ανέβηκε τα τέσσερα σκαλάκια που οδηγούσαν στην είσοδο, πάτησε το κουδούνι και περίμενε. Άκουσε βήματα και η πόρτα άνοιξε για να εμφανιστεί μπροστά της η μικρογραφία του πατέρα της.

-Εσύ θα είσαι ο Μανολίτο!

-Ναι, της απάντησε σοβαρά και εσύ ποια είσαι;

-Η Σεσίλια.

-Ποιος είναι; Άκουσε να φωνάζουν μέσα από το σπίτι.

-Η αδερφή μου.

-Τώρα θα τα ακούσετε δεσποινίς μου, άκουσε τη γνώριμη φωνή του πατέρα της, έχετε καθυστερήσει…, μόλις εμφανίστηκε στο χωλ διέκοψε τη φράση στη μέση. Σεσίλια!

-Μπαμπά! Άκουσε μια φωνή πίσω της. Ξαφνιασμένη γύρισε να κοιτάξει, περιμένοντας να δει τον εαυτό της σε νεότερη ηλικία. Το κορίτσι αν και της έμοιαζε, είχε καστανά μαλλιά και αρκετά μακρύτερα από τα δικά της. Τα χείλη της ήταν βαμμένα στο χρώμα του αίματος.  

Ένα άγριο βλέμμα εκτοξεύτηκε πίσω από τη Σεσίλια, που την τρόμαξε, να που επιβεβαιωνόταν ότι είχε πράξει σωστά όταν είχε φύγει για Λονδίνο. Ύστερα ο πατέρας κατευθύνθηκε προς την πόρτα και η Σεσίλια περίμενε να φάει χαστούκι. Μπορεί να ήταν σουρεαλιστικό, αλλά όπως είχε βρεθεί στη μέση μιας σκηνής που ήταν έτοιμη να εξελιχθεί δεν ήξερε τι να περιμένει, άλλωστε όπως είχε πει ο ισπανός είχε αργήσει. Τελικά οι γονείς είναι πανταχού παρόν, κατέληξε αφού όντως είχε καθυστερήσει προτιμώντας να διανύσει την απόσταση, διόλου ευκαταφρόνητη, με τα πόδια από το σιδηροδρομικό σταθμό ως το σπίτι. Όμως αντί γι’ αυτό, ο πατέρας της την έκλεισε στην αγκαλιά του και τη γέμισε με φιλιά, η Σεσίλια, συγχυσμένη από όλα τα γεγονότα των τελευταίων ημερών άργησε να αντιδράσει λίγο.

-Πέρνα μέσα κορίτσι μου, της είπε και την κράτησε από το χέρι. Ενώ δε λησμόνησε να ρίξει ένα ακόμα άγριο βλέμμα στη μικρή ή οποία στεκόταν ακόμα έξω από το σπίτι!

 

Ô

 

Χάρη στη καλή διάθεση του Ερνέστο, η Ενκάρνα είχε γλιτώσει την κατσάδα που ετοιμαζόταν να της ρίξει, πριν δει τη Σεσίλια. Όμως δε λησμονούσε να ρίχνει άγριες ματιές στη μικρή ανά διαστήματα για να καταλάβει ότι δε θα περνούσε έτσι η καθυστέρηση της. Η Σεσίλια μετάφραζε τα βλέμματα του ισπανού ως «Έχε χάρη» ή «Πήρες απλά παράταση», η Ενκάρνα από την πλευρά της κι ενώ στην αρχή προσπαθούσε να αποφεύγει να κοιτάξει τον πατέρα της, λίγο αργότερα ενθουσιασμένη και εκείνη από την επίσκεψη της Σεσίλια και εφόσον είχε γλιτώσει την κατσάδα, έστω για την ώρα, έγινε πιο ομιλητική. Η Μαρισόλ τους κάλεσε να πάνε στην κουζίνα, που ήταν πάντα πιο ζεστά από ότι το καθιστικό για να δειπνήσουν, -un cushinillo asado con ensalada,- ένα γουρουνάκι του γάλακτος στο φούρνο με τη συνοδεία σαλάτας, τους περίμενε στα πιάτα τους.

Η Μαρισόλ ήταν εξαιρετική μαγείρισσα, και ένιωθε ιδιαίτερη ικανοποίηση όταν της έκαναν φιλοφρονήσεις για τα φαγητά που ετοίμαζε. Όμως εκείνο το βράδυ ήταν διπλή η ικανοποίηση της, που είχε ετοιμάσει ένα καλό φαγητό για να υποδεχτούν τη Σεσίλια, της οποίας την επίσκεψη δεν γνώριζαν. Ο πατέρας της δεν είχε σταματήσει να τη βομβαρδίζει με ερωτήσεις, για τη δουλειά, για το Λονδίνο, για τους φίλους της, προσπαθώντας να μαντέψει αν μέσα στους φίλους υπήρχε και κάποιος που τον ξεχώριζε. Η Σεσίλια ένιωθε άβολα με την ανάκριση που την είχε υποβάλει ο Ερνέστο, ο οποίος ήθελε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα από την καθημερινότητα της μεγάλης του κόρης. Έκανε μια γρήγορη σάρωση μέσα στο μυαλό της που αφορούσε τις ασχολίες της και με ανακούφιση κατέληξε ότι μπορεί να τον ενδιέφερε να ακούσει για τον εθελοντισμό της όσον αφορούσε τους πρόσφυγες. Και πράγματι είχε πετύχει διάνα.

-Είναι δραματική η κατάσταση, σχολίασε ο Ερνέστο. Από τη μία η κρίση που ταλανίζει την Ευρώπη και κυρίως τους νότιους λαούς και από την άλλη όλοι αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι που τρέχουν να σωθούν από τον πόλεμο.

-Τι λύση υπάρχει; Αναρωτήθηκε η Σεσίλια.

-Να σταματήσει ο πόλεμος, όμως είναι πολλά τα συμφέροντα, πετρέλαια, άσκηση εξουσίας, ότι πρέπει να πουληθούν τα όπλα. Οι ισχυροί έχουν στήσει τη σκακιέρα τους στη Συρία και παίζουν τα παιχνίδια τους. Και αν το σκεφτείς σε βάθος, όχι μόνο στη Συρία, οι έλληνες μπορεί να μην έχουν πόλεμο, όμως τους έχει ασκηθεί οικονομικός πόλεμος, όπως και στην Πορτογαλία, ίσως είναι και οι δυο πιο εκμεταλλευόμενες χώρες από έναν ισχυρό Βορρά, όχι ότι πάμε καλύτερα εμείς οι ισπανοί ή οι γείτονες μας οι ιταλοί.

-Οπότε από την πλευρά μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, σχολίασε η Μαρισόλ προκειμένου να αλλάξουν θέμα συζήτησης, όμως αυτό πυροδότησε τον Ερνέστο ακόμα περισσότερο.

-Αν ήμασταν ενωμένοι θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά, όμως όπως πάντα λειτουργεί το διαίρει και βασίλευε. Οπότε τουλάχιστον καλό θα ήταν να μην είμαστε καχύποπτοι και αρνητικοί απέναντι στους μετανάστες και στους πρόσφυγες. Και όπου μπορούμε να βοηθάμε.

-Ακριβώς αυτά λέει και ο Τσάρλι. Σχολίασε αφηρημένα η Σεσίλια.

-Ποιος είναι ο Τσάρλι;

-Ένας φίλος μου, άγγλος, είχε έρθει να του κάνω τατουάζ και έτσι με παρέσυρε στον εθελοντισμό.

-Τον συμπαθώ ήδη αυτόν τον Τσάρλι, είπε ο πατέρας της και πρόσθεσε, ακόμα κι αν είναι άγγλος! Ας πιούμε στην υγεία του λοιπόν, είπε σηκώνοντας το ποτήρι του στον αέρα, κοιτώντας τη Σεσίλια. Εκείνη αρκέστηκε να πιεί λίγο από το κρασί της στην υγεία του άγγλου φίλου της, έχοντας στο μυαλό της, ότι ίσως ο Τσάρλι είχε άθελα του μέρος της ευθύνης, που βρισκόταν εκεί αντί στην αγκαλιά του Γκράχαμ.

-Σεσίλια, λέω εσύ να κοιμηθείς… δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της όταν τη διέκοψε η Ενκάρνα.

-Με τη Σεσίλια θα κοιμηθούμε μαζί, στο δωμάτιο μας. Το ότι η μικρή αναγνώριζε ότι το δωμάτιο που είχε περάσει ολόκληρη την ως τότε ζωή της, κάποτε άνηκε στην αδερφής της, της δημιούργησε έκπληξη και ένα ευχάριστο αίσθημα αποδοχής, αφού δεν την έβλεπε απλά ως κάποια που τύχαινε να συγγενεύουν λόγω του πατέρα τους, αλλά ως ενεργό μέλος της οικογένειας τους.

-Μαζί μου θα κοιμηθεί. Αντέδρασε η μικρογραφία του πατέρα της.

-Μπα… τον ειρωνεύτηκε η Ενκάρνα,

-Εγώ την είδα πρώτος! Πρόσθεσε  με την ελπίδα να είναι εκείνος που θα μοιραστεί το δωμάτιο του με τη Σέσιλη.

-Τι σχέση έχει αυτό; Ρώτησε η Ενκάρνα.

-Μανολίτο, τα κορίτσια είναι προτιμότερο να κοιμηθούνε μαζί.

-Τα αδέρφια σου σε διεκδικούν. Σχολίασε γελώντας ο Ερνέστο.

-Άλλωστε είναι εξουθενωμένη από το ταξίδι, αν τη βάλουμε να κοιμηθεί μαζί σου, θα γυρίσει στο Λονδίνο με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Και μόνο που άκουγε λέξεις που της υπενθύμιζαν τον Γκράχαμ, τι κι αν εκεί μπορεί να είχε χτίσει μια ζωή πριν από αυτόν, ένιωθε τη καρδιά της να γεμίζει ραγισματιές.

Ο δεκάχρονος Μανολίτο, σταύρωσε τα χέρια του και μούτρωσε. Αυτή η φατσούλα, την έκανε να αποτραβήξει λίγο το μυαλό της από εκείνον. Ίσως να ήταν το ίδιο χαριτωμένος με την Άιλα. (fuck)!  

 

Ô

 

Την επόμενη μέρα μόλις ξύπνησε αντιλήφθηκε ότι είχε πάει ήδη μεσημέρι. Στο σπίτι επικρατούσε υπερβολική ησυχία, τα αδέρφια της έλειπαν στο σχολείο, ενώ ο πατέρας και η μητριά της στις δουλειές τους. Το προηγούμενο βράδυ παρά την κούραση λόγω του ταξιδιού, και του κακού ύπνου που είχε κάνει τα δύο βράδια πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο, άργησε τελικά να αποκοιμηθεί. Την περισσότερη ώρα σκεφτόταν τον Γκράχαμ και αναρωτιόταν τι μπορεί να έκανε και αν τη σκεφτόταν. Προσπαθούσε να βγάλει ένα συμπέρασμα από όλα όσα είχαν συμβεί, αν και δεν ήταν αυτός ο σκοπός της απομάκρυνσης της από το Λονδίνο. Και πάνω που κατέληγε ότι ήταν ειλικρινής όταν της έλεγε ότι δεν έτρεχε τίποτα με τη Γκρέις και ότι όταν έδινε περιθώριο χρόνου το έκανε με την ελπίδα να σώσει την σχέση τους, την αμέσως επόμενη στιγμή βεβαίωνε τον εαυτό της ότι απλά ήταν μπερδεμένος και ότι ποτέ δεν είχε πάψει να θέλει την πρώην του. Απλά ήταν δειλός και χρειαζόταν χρόνο να το συνειδητοποιήσει. «Θα την άφηνε όμως και θα έτρεχε στο κατόπι μου»; ρωτούσε τον εαυτό της ύστερα, μια ερώτηση που προτιμούσε να αφήνει αναπάντητη, αφού φοβόταν ότι αν την απαντούσε θα έπαιρνε το επόμενο αεροπλάνο για να επιστρέψει κοντά του, για να φάει τα μούτρα της λίγο καιρό αργότερα.    

Έπρεπε να κάνει κάτι για να ξεχαστεί, σηκώθηκε από το κρεβάτι και δίπλωσε τα σκεπάσματα της, ύστερα πλησίασε το παράθυρο και άνοιξε το πατζούρι για να ξεχυθεί ο ήλιος μέσα στο δωμάτιο. Στηρίχτηκε στο περβάζι και κοίταξε τον κήπο της, το μικρό της παράδεισο όπως τον θεωρούσε όταν ήταν παιδί. Είδε το ψηλό δέντρο που κάποια κλαδιά έφταναν ως το παράθυρο της, σε ένα από αυτά υπήρχε μια φωλιά με μικρά πουλάκια μέσα. «Να ένα θέμα να ζωγραφίσεις», σκέφτηκε ενθουσιασμένη. Αφού ετοιμάστηκε, κατέβηκε στον πρώτο όροφο. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα ενώ στο φούρνο σιγομαγειρευόταν ένα φαγητό, που μύριζε υπέροχα. Μην έχοντας με τι να απασχοληθεί, βγήκε στον κήπο και πλησίασε την κούνια, κάθισε πάνω στη σανίδα που είχε αντικαταστήσει τη σαμπρέλα και λικνίστηκε ελαφρά. Θυμήθηκε τα παιδικά της χρόνια με τον Άνχελ. Όταν δεν την έσπρωχνε η μαμά ή ο μπαμπάς, ο Άνχελ έπαιρνε αυτό το ρόλο και προσπαθούσε να τη σπρώξει με τόση δύναμη ώστε να καταφέρει να φτάσει πιο ψηλά από ότι την έσπρωχναν οι άλλοι. Μια φορά τον είχε κατσαδιάσει μάλιστα ο μπαμπάς της, ότι με την απροσεξία του θα μπορούσε να χτυπήσουν. Αν και προσπάθησε να μην το δείξει, ο παιδικός - ανδρικός του εγωισμός είχε πληγωθεί. Θυμόταν τα παιχνίδια τους και τους καυγάδες, κι όταν τον έδιωχναν οι δικοί της επειδή ήταν αργά και θα έπρεπε να πάει στο σπίτι του. Την επόμενη μέρα πάντα της έλεγε, ότι όταν θα ήταν μεγάλος και οι δικοί της θα τον έδιωχναν, εκείνος θα πήγαινε ως την πόρτα, θα τη βρόνταγε για να νομίσουν ότι έφυγε και ύστερα θα σκαρφάλωνε από το δέντρο ως το δωμάτιο της για να κάτσουν κι άλλο μαζί.

-Και τι θα κάνουμε; Τον ρώταγε απορημένη η Σεσίλια.

-Θα παίζουμε!

-Μα θα είμαστε μεγάλοι, οι μεγάλοι δεν παίζουν.

-Εμείς δε θα είμαστε βαρετοί. Θα παίζουμε, αλλιώς μπορεί … να μιλάμε.

-Και τι θα λέμε τόσες ώρες;

-Θα καθόμαστε και θα κοιταζόμαστε.

-Τι νόημα έχει αυτό;

-Τέλος πάντων, θα κάνουμε πράγματα που κάνουν οι μεγάλοι, ικανοποιημένη;

Άραγε ποια θα ήταν η σχέση τους αν δεν την είχε πάρει η Σάρα να φύγουν. Θα είχε διατηρηθεί η φιλία τους ή θα είχε βαρεθεί να κάνει παρέα μαζί της επειδή ήταν κορίτσι. Θα μπορούσε να διατηρηθεί ο αδερφικός δεσμός ανάμεσα τους που ευνοούσε η παιδική ηλικία ή θα είχε μετατραπεί σε κάτι άλλο, αντιπάθεια ή έρωτα. Έξω από τα κάγκελα του κήπου της τράβηξε την προσοχή η παρουσία ενός άντρα. Είχε το ανάστημα του Γκράχαμ, τον είδε να επιστρέφει και να φτάνει ως την πόρτα, και ύστερα να μπαίνει μέσα στον κήπο. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, είχε καταφέρει να την βρει, είχε τρέξει πίσω της για άλλη μια φορά, μπορούσε να τον αμφισβητεί ακόμα; Τα μάτια της είχαν βουρκώσει από την προσμονή.

-Σες, άκουσε να την καλεί η αντρική μορφή. Μόνο ένας την προσφωνούσε με αυτό το χαϊδευτικό, όλη τους τη ζωή.

-Άνχελ!   

 

Ô

 

Έτοιμη να βγει εκείνο το βράδυ με τον Άνχελ, σταμάτησε στο καθιστικό μπροστά από τον πατέρα της που διάβαζε μια εφημερίδα και τον ρώτησε πειραχτικά.

-Τι ώρα πρέπει να είμαι πίσω, για να μη βρω κλειδωμένη την πόρτα; Έτοιμος ήταν να της απαντήσει, αλλά τον απέτρεψε ένα αυστηρό βλέμμα που του έριξε η σύζυγος του.

-Ό,τι ώρα θέλεις, είσαι μεγάλη, είπε κοιτώντας την Ενκάρνα για να δει αν καταλάβαινε τη διαφορά.

-Κάθε λέξη του μπαμπά σου, πρέπει να αποτελεί μάθημα για κάποιον, της είπε χαμηλόφωνα η Μαρισόλ καθώς τη βοηθούσε να φορέσει το παλτό της. Αν και άνοιξη, είχε ψύχρα το βράδυ. Βγήκε στον δρόμο όπου βρήκε τον Άνχελ να την περιμένει. Φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο που έκανε υπέροχη αντίθεση με το σκούρο δέρμα του και τζιν παντελόνι.

-Καλησπέρα, τη χαιρέτησε και έσκυψε να τη φιλήσει. Λοιπόν θες να πάμε κάπου συγκεκριμένα;

-Ναι! Ο Άνχελ φάνηκε να ξαφνιάζεται, ίσως είχε και εκείνος κάτι στο μυαλό του για να περάσουν τη βραδιά τους. Θα προτιμούσα απλά να περπατήσουμε, δε θέλω να κλειστώ σε κάποιο μπαρ ή κλαμπ ή οπουδήποτε. Που θα τραγουδάν ερωτικά, λυπητερά τραγούδια που θα καρφώνονται σαν μαχαίρια στην καρδιά μου, συνέχισε νοερά την κουβέντα της.

-Υπάρχουν οι πλατείες, με πλανόδιους μουσικούς που κάνουν συναυλίες, τι λες;

-Όχι Άνχελ, δε θέλω να σταθώ σε ένα μέρος, θέλω να περπατήσω, να δω σαν περιηγητής την πόλη τη νύχτα, σαν περαστικός, χωρίς να παραμείνω κάπου πάνω από λίγα λεπτά.

-Όπως θες! Είπε και άρχισε να περπατάει στο πλάι της. Μπορούμε να κανονίσουμε να επισκεφτούμε κάποια μέρη της πόλης, το σπίτι του Λόρκα, ή την Αλάμπρα, την Πλάθα Νουέβα… μόνο να είναι μέρα, τουλάχιστον για τα δύο πρώτα.

-Από την Πλάθα Νουέβα πέρασα μόλις ερχόμουν από το σιδηροδρομικό σταθμό.

-Έκανες τόσο κύκλο μόνο και μόνο για να δεις το άγαλμα του Κολόμβου;

-Κυρίως! Απάντησε και χαμογέλασε.

Της άρεσε να περπατάει στο πλάι του, η διαφορά του ύψους που είχαν, την έκανε να έχει την ψευδαίσθηση ότι ήταν με τον άλλον, είχε απαγορέψει να λέει το όνομα του έστω και στον εαυτό της, αφού δεν είχε κανέναν άλλον να μιλήσει για εκείνον. Ψηλός με πλάτες, που τις είχε κάνει η σκληρή δουλειά και όχι η κολύμβηση, όμως πιο μελαχρινός στο δέρμα, με σκούρα μαλλιά και μαύρα μάτια και δυο χείλη σαρκώδη που ανοιγόκλειναν σχεδόν ασταμάτητα, αφού η Σεσίλια προτιμούσε να ακούει και να μαθαίνει πως ήταν η ζωή του σχεδόν δεκαεφτά χρόνια αφού είχαν χωριστεί. Όταν εκείνος αμήχανος σταματούσε να μιλάει, εκείνη τον ρώταγε κάτι για να τον προτρέψει να συνεχίσει.

-Εσύ; Την πρόλαβε κάποια στιγμή πριν του κάνει άλλη ερώτηση.

-Τι;

-Δεν είπες τίποτα για εσένα, ξέρω τα βασικά από τον πατέρα σου.

-Και ποια είναι αυτά τα βασικά;

-Ότι είσαι καθηγήτρια πανεπιστημίου και ότι διδάσκεις αγγλική φιλολογία στο Κέιμπριτζ.

-Πως; Σοβαρά έχει πει τέτοιο πράγμα!

-Μην ανησυχείς δεν τον πίστεψα, ξέρω από τους δικούς μου ότι οι γονείς τα παραφουσκώνουν.

-Από εδώ και πέρα θα μιλάει μόνο με το δικηγόρο μου. Είπε έκπληκτη μην μπορώντας να πιστέψει αυτά που φημολογούνταν από τον πατέρα της για τη ζωή της.

Ο Άνχελ μην αντέχοντας άλλο, είχε καθίσει σε ένα παγκάκι και είχε βάλει τα γέλια.

-Καλά δεν είπε ότι έκανες και φόνο.

-Θα ήταν προτιμότερο. Αν τουλάχιστον πρόσθετε ότι με είχαν προκαλέσει.

-Πιθανό να είναι πιο κοντά στο χαρακτήρα σου! Την πείραξε. Ηρέμισε, δεν είπε τίποτα τέτοιο, αστειευόμουν. Όμως προφανώς θες να διατηρείς το μυστήριο στη ζωή σου.

-Γιατί το λες αυτό;

-Γιατί τόση ώρα μιλάω μόνο εγώ, εσύ έντεχνα αποφεύγεις να έρθει η συζήτηση σε εσένα.

-Μπορεί να μην έχω κάνει τίποτα σημαντικό στη ζωή μου. Απάντησε θλιμμένα.

-Αυτό δεν το πιστεύω, κοιτώντας τα μάτια σου κανείς μπορεί να αντιληφθεί πόσο αποφασιστική και δυναμική είσαι. Γύρισε και τον κοίταξε, το βλέμμα της στάθηκε λίγο περισσότερο στα χείλη του, ένιωθε σαν να της έλεγαν «φίλησε με, μόνο έτσι θα τον ξεχάσεις», στο μυαλό της ήρθε ο πίνακας που είχε ζωγραφίσει πριν από χρόνια. Πως την τελευταία φορά που τον είχε κοιτάξει συνειδητοποίησε ότι ο εμπνευστής του ήταν ο παιδικός της φίλος και ίσως ο παιδικός της έρωτας και εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν κολλήσει τα χείλη της στα δικά του, αναρωτήθηκε αν με ένα φιλί ο Άνχελ,  ήταν ικανός να κάνει μια γυναίκα να πάρει φωτιά.

 

 

 

Κεφάλαιο Εικοστό Τέταρτο

-Στιγμές παρακμής-

 

Είναι εκπληκτικό το πώς λειτουργεί το ανθρώπινο μυαλό. Το πώς χειρίζεται για παράδειγμα τις αναμνήσεις. Σαν να βρίσκεσαι μπροστά σε μία ταινιοθήκη, όπου το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να πατήσεις το play και να… μπροστά σου παίζεται η σκηνή.

Κι ο Γκράχαμ, έκανε το ίδιο πράγμα, ξανά και ξανά. Πατούσε play, παρατηρούσε, μετά pause και στο τέλος rewind, για να γυρίσει και πάλι στο ίδιο ακριβώς σημείο. Ήταν ένας τρόπος να περνάει η μέρα του, χωρίς να νιώθει αυτό το κάψιμο στο λαιμό και το ρυθμικό χτύπημα στα μηνίγγια του.

Ο καθηγητής Άτκινσον καθόταν στο γραφείο του εκείνη την ημέρα, σκυμμένος πάνω από ένα σωρό χαρτιά, που δε θυμόταν να του έχει τακτοποιήσει εκείνος. Ο Γκράχαμ, προνόησε να χτυπήσει ελαφρά την ανοιχτή πόρτα για να αναγγείλει την παρουσία του, παρόλο που το ίδιο το αφεντικό του, είχε ζητήσει να συναντηθούν.

Ο Άτκινσον ανάβλεψε και χωρίς να τον καλωσορίσει, του έδειξε τον μικρό καναπέ κάτω από το παράθυρο, ενώ επέστρεφε στα έγγραφα του. Μπήκε και κάθισε αμίλητος, περιμένοντας να τελειώσει ο καθηγητής τη δουλειά του, για να του πει για ποιο λόγο τον είχε καλέσει.

Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής, μέχρι που ο καθηγητής έσπρωξε στην άκρη του γραφείου του τη στοίβα, έπιασε από την άκρη του γραφείου του έναν καφέ φάκελο και τον κούνησε στη μεριά του Γκράχαμ.

Εκείνος τον κοίταξε απορημένος μέχρι που ο Άτκινσον άνοιξε επιτέλους το στόμα του για να δώσει τις εξηγήσεις που όφειλε.

«Αυτό, είναι για σένα. Από τον μεσιέ Μπονέ».

Αν και αναγνώρισε το όνομα, ο Γκράχαμ έσμιξε τα φρύδια του σχηματίζοντας μια γκριμάτσα απορίας.

«Ο καθηγητής από το γαλλικό πανεπιστήμιο του οποίου τη διάλεξη είχες παρακολουθήσει πέρσι. Θυμάσαι»;

«Ναι φυσικά και θυμάμαι, όμως δεν καταλαβαίνω… Ο καθηγητής Μπονέ… περί τίνος πρόκειται»; είπε και σηκώθηκε να πάρει το φάκελο.

«Δες και μόνος σου, αν και ο καθηγητής, επικοινώνησε μαζί μου πρώτα, οπότε έχω ενημερωθεί για το θέμα. Θέλησε να μάθει, αν μπορώ να σε αποχωριστώ», συνέχισε ανόρεχτα ο Άτκινσον.

Ο Γκράχαμ τίναξε το κεφάλι του, κοιτώντας αποσβολωμένος το αφεντικό του. «Να με αποχωριστείτε»;

«Ναι, ο Μπονέ φάνηκε να εντυπωσιάζεται από τη συζήτηση σας στη διάλεξη και είχε ζητήσει να δει την εργασία σου. Του την έστειλα λίγο μετά τη βαθμολόγηση της και το αποτέλεσμα βρίσκεται στα χέρια σου. Προτείνει μια ολιγόμηνη μαθητεία στο πανεπιστήμιο του, με το μεγαλύτερο κομμάτι της να περιλαμβάνει κάτι σαν πρακτική, σε μουσεία της χώρας. Όλα τα έξοδα θα είναι καλυμμένα».

«Γίνεται αυτό»;

«Όταν είσαι ο Μπονέ, όλα γίνονται».

Άνοιξε απρόσεχτα τον φάκελο και έπιασε από το εσωτερικό του μία επιστολή. Ήταν γραμμένη σε φιλικό τόνο και σε άψογα ορθογραφημένα αγγλικά. Ο καθηγητής Μπονέ, αφού μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για την εργασία του, κατέληγε στην πρόσκληση που μόλις είχε αναφέρει ο Άτκινσον. Του εξηγούσε εν συντομία τη διαδικασία και τον συμβούλευε πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση, να μελετήσει το υλικό που του εσώκλειε μαζί με την επιστολή. Ψηλάφισε το φάκελο και από το πάχος του, κατάλαβε πως ήταν μπόλικα τα στοιχεία που έπρεπε να δει. Έβαλε ξανά μέσα την επιστολή και κράτησε τον φάκελο κάτω από τη μασχάλη του.

«Λοιπόν»; ακούστηκε ανεξιχνίαστη η φωνή του Άτκινσον. Ο Γκράχαμ πάντα πίστευε, ότι τον ήξερε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο συνάδελφο ή φοιτητή του. Ήξερε ποιον συμπαθούσε και ποιον δε χώνευε, καταλάβαινε πότε είχε όρεξη να ασχοληθεί με τους σπουδαστές του και πότε ακόμα κι η ωριαία διδασκαλία τους, τον έκανε να μοιάζει με θηρίο στο κλουβί. Γενικά, μπορούσε να διαβάσει τις διαθέσεις του.

Τώρα όμως, έβλεπε μπροστά του ένα κενό πρόσωπο. Προσπαθούσε να αντιληφθεί τι κρυβόταν πίσω από το βλέμμα του, όμως τίποτα. Να ήταν άραγε θυμωμένος με αυτή την εξέλιξη; Μπορεί να μην το παραδεχόταν, όμως αν εκείνος αποφάσιζε να φύγει, ο καθηγητής, θα  έμενε ξεκρέμαστος για αρκετό διάστημα πριν το θερινό διάλειμμα. Ή ίσως ήταν περήφανος; Στο κάτω κάτω, ο Γκράχαμ ήταν και μαθητής του κι αυτή ήταν μια ευκαιρία, που δε χτυπούσε την πόρτα του καθενός.

Έσφιξε τα χείλη του από νευρικότητα και απάντησε με χαμηλή φωνή. «Υποθέτω ότι μπορώ να το σκεφτώ, σωστά»;

«Θα το θεωρούσα τουλάχιστον ανησυχητικό, αν δεν το έκανες. Μην επαναπαυθείς όμως. Προτάσεις σαν κι αυτές, δεν εμφανίζονται καθημερινά και δεν περιμένουν…»

«Εσείς… εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου»; τόλμησε να ρωτήσει.

Ο Άτκινσον τον κοίταξε ερευνητικά, τρίβοντας το σαγόνι του. «Το σίγουρο είναι ότι στη Γαλλία, με τον Μπονέ, θα έχεις ανεξάντλητη θεματολογία και μια πληθώρα πηγών για τη διατριβή σου, οπότε στη θέση σου… ναι, στη θέση σου θα έψαχνα ήδη για εισιτήριο».

Αφήνοντας τα λόγια του να αιωρούνται ανάμεσα τους, ο καθηγητής έφερε και πάλι μπροστά του αυτά, που ο Γκράχαμ αναγνώρισε ως εργασίες φοιτητών και επέστρεψε στην προηγούμενη σιωπή του, δίνοντας τέλος στη συνάντηση τους. Ίσως και να μην τον είχε και τόση ανάγκη τελικά.

Ο Γκράχαμ ξερόβηξε και γύρισε την πλάτη του προχωρώντας προς τη πόρτα που είχε κλείσει μπαίνοντας. Έπιασε το πόμολο και το γύρισε…

Pause.

Rewind.

Και πάλι το πρόσωπο του Άτκινσον στο γραφείο του. Εκείνος όμως, δε βρισκόταν εκεί. Αντίθετα, ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τα μάτια κλειστά. Δεν μπορούσε να μετρήσει πόσες φορές είχε σκεφτεί τη συγκεκριμένη σκηνή. Ούτε πόσες φορές είχε διαβάσει την επιστολή του Μπονέ, μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί πως δεν το είχε ονειρευτεί. Και πάλι όμως, δυσκολευόταν να το πιστέψει.

Είχε απλώσει όλο το υλικό πάνω στο γραφείο του και το είχε οργανώσει, χωρίς να το επεξεργαστεί ουσιαστικά. Κάθε φυλλάδιο που έπιανε, του φαινόταν ίδιο με το προηγούμενο και μόνο το γράμμα και τα λόγια του καθηγητή, τον έκαναν να βγαίνει για λίγο από το λήθαργο στον οποίο είχε βυθιστεί όλες τις προηγούμενες μέρες. Αλλά ακόμα κι αυτά, την περισσότερη ώρα τα έβαζε στην άκρη.

Γιατί εκεί που σκεφτόταν τη συνάντηση του με τον Άτκινσον, ορμούσε στο μυαλό του η Σεσίλια. Οργισμένη, με βλέμμα που κατηγορούσε όπως εκείνη τη μέρα κι έτσι όλα τα άλλα, απλά έσβηναν. Παλιότερα, όποια δυσκολία και να συναντούσε την ξεπερνούσε με εργασιοθεραπεία ή μένοντας διαρκώς σε κίνηση. Αλλά όχι τώρα. Τώρα είχε περάσει στην απέναντι μεριά.

Όσο περνούσαν οι μέρες, ένιωθε όλο και πιο πληγωμένος. Πως γίνεται να τον έχει για τόσο απαίσιο άνθρωπο; Εντάξει, υποτίθεται ότι οι απιστίες σε ζευγάρια της ηλικίας τους είναι πολύ συχνό φαινόμενο, αλλά στις περιπτώσεις αυτές, συνήθως κάτι δεν κολλάει από την αρχή. Για εκείνους, τα πάντα ταίριαζαν και ενώνονταν λες και είχαν φτιαχτεί για να είναι μαζί. Ακόμα και οι διαφορές τους, συμπλήρωναν η μία την άλλη και ναι, είχαν πολλές διαφορές.

Αυτό όμως που τον πλήγωνε περισσότερο, ήταν η σιγή της. Από σεβασμό για τον χώρο και τον χρόνο που είχε ζητήσει, δεν την είχε ενοχλήσει όμως ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτή η απόσταση. Το είχε νιώσει  και ο ίδιος με την Γκρέις.

Ανασηκώθηκε στους αγκώνες και μένοντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του γύρεψε το μπουκάλι της βότκας, που είχε αγοράσει το προηγούμενο βράδυ. Ευτυχώς το είχε αφήσει δίπλα του, δεν ήξερε αν είχε κουράγιο να το ψάχνει στο δωμάτιο. Το σήκωσε και με το που το υγρό ακούμπησε στα χείλη του, παρατήρησε το λιγοστό φως που χωρούσε ανάμεσα από τις γρίλιες του παραθύρου του. Πρέπει να είχε ασυνήθιστα καλή μέρα.

Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Ήταν δέκα το πρωί. Πολύ νωρίς για να αρχίσει να πίνει και μάλιστα, μόλις μισή ώρα μετά το ξύπνημα του. Είχε ενημερώσει τον Άτκινσον ότι δε θα πήγαινε στη σχόλη για λίγο καιρό, κάνοντας έρευνα για το γαλλικό πανεπιστήμιο κι έτσι δεν είχε υποχρεώσεις. Τα μαθήματα του, μπορούσαν και χωρίς αυτόν.

Τα βλέφαρα του βάρυναν και αφέθηκε να πέσει και πάλι στα σκεπάσματα του, ενώ ο βαρύς γδούπος του μπουκαλιού που συναντούσε το πάτωμα, δεν έφτασε ποτέ στα αυτιά του. Είχε ήδη αποκοιμηθεί.

 

Κάπου το είχε ξαναζήσει αυτό. Αυτός ο ήχος κάτι του θύμιζε. Άνοιξε με κόπο τα μάτια του και βεβαιώθηκε. Χτυπούσε το κινητό του και μάλιστα ακουγόταν κοντά, τόσο μα τόσο εκνευριστικά κοντά. Για την ακρίβεια, δίπλα στο μαξιλάρι του.

Βιάστηκε να το πιάσει στα χέρια του παρακάμπτοντας το μούδιασμα του, νομίζοντας πως η Σεσίλια είχε αποφασίσει να επικοινωνήσει επιτέλους μαζί του, όμως όταν είδε να αναβοσβήνει στην οθόνη του το νούμερο της μητέρας του, η απογοήτευση του έφτανε τα όρια της απελπισίας.

Έτριψε τα μάτια και αποδέχτηκε την κλήση. «Ναι»; απάντησε βραχνός.

«Σε ξύπνησα; Είναι οχτώ η ώρα. Τι συμβαίνει, είσαι άρρωστος»; ακούστηκε ανήσυχη η Μάγκι.

«Ναι, μάλλον κάπου θα την άρπαξα», της είπε ανακουφισμένος που δεν χρειάστηκε να βρει εκείνος μια δικαιολογία, για το ότι πέρασε όλη τη μέρα στο κρεβάτι.

«Σου έχω πει ότι αυτή η συνήθεια σου να πηγαίνεις για κολύμπι μες τη νύχτα, θα σε αρρωστήσει σίγουρα. Εντάξει, κλείσε κι έρχομαι από εκεί».

«Όχι, όχι μαμά, σε παρακαλώ, δε χρειάζεται. Άσε που άμα κολλήσεις εσύ, μετά θα κολλήσει και  η μικρή και πάει λέγοντας. Δεν είναι τίποτα άλλωστε. Με ήθελες κάτι»;

«Μα δεν μπορώ να σε σκέφτομαι αβοήθητο και μόνο», επέμενε εκείνη.

Και που να ήξερες πόσο δίκιο έχεις. Αυτό είμαι. Μόνος, σκέφτηκε ο Γκράχαμ.

«Ειλικρινά, είμαι μια χαρά. Πες μου τι έγινε».

«Καλά, όμως θα σε παίρνω τηλέφωνο να ξέρεις. Τι ήθελα να πω τώρα; Ααα, ναι. Πήγα στη γκαλερί το μπλοκ που μου έφερες. Ξετρελάθηκαν όλοι».

Η μνήμη του ανασάλεψε. Την επομένη του καυγά του με τη Σεσίλια, είχε κάνει τη διαδρομή μέχρι το πατρικό του, για να παραδώσει στη μητέρα του το μπλοκ της, ώστε να δει κι άλλο δείγμα δουλειάς της. Της το έδωσε στην πόρτα, εξηγώντας πως άνηκε σε μία φίλη κι έφυγε. Δεν άντεχε να αντιμετωπίσει και τον πατέρα του μετά από όλα αυτά.

«Χαίρομαι πολύ. Και τώρα, τι θα γίνει»; θέλησε να μάθει.

«Πρέπει να επικοινωνήσουμε μαζί της, για μία πρόταση που έχουμε. Αν δεχτεί, θα προχωρήσουμε σε έκθεση. Τι λες; Θα ενδιαφέρεται»; τον ρώτησε με ελπίδα.

Δοκίμασε να καθίσει στο κρεβάτι του, αν και το κεφάλι του τον πέθαινε στον πόνο. Με το που ακούμπησε τα πόδια του κάτω, διαπίστωσε πως το πάτωμα ήταν υγρό. Κοίταξε και είδε πως το μπουκάλι της βότκας είχε αδειάσει σχεδόν, μπροστά στο κρεβάτι του. Πάλι καλά που δεν είχε σπάσει.

«Να πάρει….», βλαστήμησε.

«Γκράχαμ; Τι έγινε»;

«Εεε, τίποτα, τίποτα. Κάτι έριξα».

«Δεν μου απάντησες. Θα ενδιαφέρεται η κοπέλα για κάτι τέτοιο»;

«Νομίζω πως ναι», της απάντησε αβέβαια, μιας και αυτή τη στιγμή, το μόνο πράγμα που γνώριζε πως ενδιαφέρει τη Σεσίλια, ήταν να βρίσκεται μακριά του.

«Ωραία, θα την ειδοποιήσεις πως θέλω να της μιλήσω»;

«…»

«Γκράχαμ»;

«Ναι, θα το κάνω», είπε τελικά.

«Τέλεια! Ενημέρωσε με μόλις έχεις νέα, εντάξει»; Ακουγόταν τόσο ενθουσιασμένη που δεν του πήγαινε καρδιά να της πει ότι μάλλον, θα αργούσε πολύ να έχει νέα. «Όσο για το κρύωμα σου, πίνε πολλά υγρά και μείνε στα ζεστά, εντάξει; Σίγουρα δεν θες να έρθω»; συνέχισε η Μάγκι ως γνήσια, ελληνίδα μητέρα, γεμάτη ενοχές που βρίσκεται μακριά από το βλαστάρι της σε στιγμή ανάγκης.

Ο Γκράχαμ μισογέλασε. «Σου είπα, είμαι μια χαρά. Θα σε πάρω όταν έχω νέα».

«Εντάξει καλέ μου. Σε φιλώ. Περαστικά σου».

Πάτησε το κουμπί τερματισμού και άφησε το κινητό στο μαξιλάρι του, κρύβοντας το πρόσωπο του στις χούφτες του, ενώ τα πόδια του ήταν ακόμα βουτηγμένα στη βότκα. Η μυρωδιά του οινοπνεύματος που χτύπησε τη μύτη, του προκάλεσε αναγούλα. Σηκώθηκε απότομα για να προλάβει να πάει στο μπάνιο, μα ένιωσε το δωμάτιο να γυρίζει και έτσι στάθηκε για λίγο, μέχρι να ισορροπήσει. Ύστερα με αργά βήματα, σύρθηκε ως το μπάνιο, όπου ένας άγνωστος τον κοιτούσε από τον καθρέφτη.

Ήταν κομμένος και αξύριστος. Το δέρμα του έμοιαζε να έχει πάρει μια σταχτιά απόχρωση ενώ τα μαλλιά του, έδειχναν χάλια. Χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα ντους, μα έτσι που ζαλιζόταν, θα ήταν σαν να προκαλούσε την τύχη του. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο του, όσο κρύο το άντεχε, χωρίς να χρησιμοποιήσει πετσέτα για να το στεγνώσει.

Με τις σταγόνες να στάζουν πάνω στα ρούχα του, επέστρεψε στο δωμάτιο και έφτασε μέχρι την καρέκλα του γραφείου του. Ήθελε να μαζέψει το περιεχόμενο του μπουκαλιού που είχε χυθεί, αλλά δεν είχε δυνάμεις κι έτσι αρκέστηκε στο να σκύψει και να το σηκώσει απλά. Είχε κάμποσο ακόμα μέσα. Το βάρος του κεφαλιού του μετατοπίστηκε με την κίνηση αυτή κι όταν σηκώθηκε, αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σε καρουζέλ. Πίεσε τους κροτάφους του κι έμεινε να κοιτάζει τα φυλλάδια που ήταν αραδιασμένα μπροστά του, χωρίς να τα βλέπει πραγματικά.

Και τώρα τι;

Αυτή η ερώτηση χόρευε θολή, στο ύψος των ματιών του και δυστυχώς, δεν ένιωθε το μυαλό του αρκετά καθαρό, ώστε να την απαντήσει. Η μητέρα του, έδωσε την τέλεια δικαιολογία για να τηλεφωνήσει στη Σεσίλια, όμως το μικρό εκείνο κομμάτι του εγκεφάλου που παρέμενε νηφάλιο, του έλεγε πως αυτό ίσως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα.

Η μυρωδιά της βότκας συνέχιζε να τον ενοχλεί κι έτσι έκανε το μόνο πράγμα που εκείνη τη στιγμή, του φάνηκε λογικό και μέσα στο πλαίσιο των δυνάμεων του. Σηκώθηκε κουρασμένα και με κινήσεις που θύμιζαν βραδύποδα, έβαλε να φτιάξει καφέ στην καφετιέρα. Ήλπιζε το άρωμα του να κάλυπτε αυτό του αλκοόλ και στοιχημάτιζε, πως ένα φλιτζάνι θα ήταν ένα κι ένα για το πονοκέφαλο του.

Μόλις το φωτάκι στην καφετιέρα έσβησε, γέμισε μέχρι επάνω μια κούπα που έμοιαζε περισσότερο με κουβά και παίρνοντας κοντά του μερικά παυσίπονα, κάθισε στο κρεβάτι του. Κατάπιε δύο χάπια με μερικές γουλιές καφέ  και κράτησε το φλιτζάνι κάτω από τη μύτη του μένοντας έτσι για μερικά λεπτά, μέχρι που ο συνδυασμός παρακεταμόλης και καφεΐνης λειτούργησε κι άρχισε πάλι, να σκέφτεται τη Σεσίλια.

Έπρεπε να της μιλήσει. Όχι για την έκθεση, όχι για την Γαλλία, όχι για την Γκρέις ή τον Τσάρλι. Έπρεπε να της πει τι αισθάνεται. Να τη δει, να ακούσει τη φωνή της και να νιώσει το άγγιγμα της, να χαλαρώσει με τον καθησυχαστικό ήχο που έκανε το μολύβι της όταν ζωγράφιζε και να ζεσταθεί με τη θέρμη από το δικό της κορμί.

Θα το έκανε λοιπόν. Θα πήγαινε να τη δει. Αυτό δεν έκανε πάντα; Πήγαινε κοντά της ό,τι τρελό κι αν είχε συμβεί μεταξύ τους. Την κυνήγησε όσο τίποτα άλλο στη ζωή του και έδειξε περισσότερη επιμονή από ποτέ. Αυτό έπρεπε να κάνει και τώρα. Μια ακόμη φορά, παρόλο που ίσως και να ήταν η τελευταία.

Τι μέρα ήταν όμως; Που θα την έβρισκε; Άφησε την κούπα του στο κομοδίνο και δοκίμασε να μετρήσει τις μέρες. Κάπου στη μέση τα έχανε. Δεν μπορούσε να υπολογίσει αν θα ήταν στο στούντιο τέτοια ώρα, ή αν θα ήταν σπίτι, ή αν είχε το ρεπό της οπότε και το πιθανότερο θα ήταν, να μην την έβρισκε ούτε εκεί.

Φυσικά, το να πάρει την ίδια τηλέφωνο για να μάθει θα ήταν εντελώς ανόητο. Η ιστορία του είχε διδάξει πως η Σεσίλια, ήταν μεν παρορμητική, αλλά ήταν πιο επιδεκτική στο να ακούσει όταν αιφνιδιαζόταν από την παρουσία του. Υπήρχε όμως κι άλλος τρόπος να μάθει.

Έπιασε το κινητό του και άρχισε να ψάχνει στον τηλεφωνικό του κατάλογο, το νούμερο του στούντιο. Λογικά θα το σήκωνε ο Τζίμη, όμως είχε οργανώσει το σχέδιο του.

Αν του έλεγε ότι η Σεσίλια βρισκόταν εκεί, θα πήγαινε στο τέλος της βάρδιας της. Σε περίπτωση που είχε ήδη ολοκληρώσει το ωράριο της, θα περνούσε από το σπίτι της κι αν του έλεγε πως είχε ρεπό, θα έπρεπε να περιμένει. Τις κενές της μέρες, εκείνη συνήθιζε να πηγαίνει να βοηθήσει στα γεύματα των προσφύγων, όμως δεν μπορούσε να εμφανιστεί εκεί. Θα προκαλούσε τον δικαιολογημένο της θυμό και δεν ήταν κάτι που ήθελε.

Δεν άργησε να βρει αυτό που γύρευε. Ο καφές είχε κάνει άριστη δουλειά και έβλεπε πλέον πιο καθαρά, μόνο που το άδειο του στομάχι άρχισε να παραπονιέται. Αν όμως όλα πήγαιναν καλά, σε λίγες ώρες θα το αποζημίωνε με ένα χορταστικό γεύμα στο La Coeur. Μια κρεμμυδόσουπα της Σοφί, θα ήταν βάλσαμο.

Με έναν αναστεναγμό, κάλεσε το στούντιο και περίμενε. Μερικά χτυπήματα αργότερα, ακούστηκε η εύθυμη φωνή του Τζίμη. «Παρακαλώ»;

Ο Γκράχαμ κόλλησε. Μήπως έκανε λάθος; «Παρακαλώ»; επανέλαβε ο Τζίμη στο ακουστικό. «Τι στο καλό; Πάλι πρόβλημα έχει η γραμμή»; Μερικά απανωτά μπιπ, του έδωσαν να καταλάβει πως ο Τζίμη, πατούσε άσκοπα πλήκτρα προσπαθώντας να βελτιώσει τη σύνδεση.

«Με ακούτε; Με συγχωρείτε, εεε λέω, με ακούτε»; είπε σε μια ξαφνική παρόρμηση. Ας ήταν όλα λάθος, δεν τον ένοιαζε πια.

«Έλα φιλαράκι σε ακούω. Κάτι γίνεται πάλι με το τηλέφωνο μας».

Η προσφώνηση τον τρόμαξε. Προφανώς το αφεντικό της Σεσίλια, ήθελε να είναι φιλικό, αλλά δεν υπήρχε πιθανότητα να τον είχε αναγνωρίσει. Εκτός του ότι δεν είχαν μιλήσει ποτέ στο τηλέφωνο, είχαν βρεθεί ελάχιστες φορές και είχαν κουβεντιάσει ακόμα λιγότερες. Βρήκε ξανά την ψυχραιμία του και απάντησε φυσικά.

«Ναι κάτι κατάλαβα. Ε, μπορώ να κάνω μία ερώτηση»;

«Χα! Όσες θες»! συνέχισε ευχάριστα ο Τζίμη.

«Σκοπεύω να κάνω ένα tattoo, αλλά θέλω να το αναλάβει μια συγκεκριμένη κοπέλα. Είχα ξαναπεράσει και το είχαμε συζητήσει και μου είπε αν είναι να κλείσω ραντεβού», είπε ο Γκράχαμ, ακολουθώντας το σενάριο που είχε σκαρφιστεί.

«Τη Σεσίλια λες».

«Ναι, νομίζω έτσι τη λένε. Μια κοκκινομάλλα».

«Η Σεσίλια είναι ναι, δεν έχουμε άλλη κοπέλα εδώ. Ατύχησες όμως φιλαράκι».

«Δεν είναι εκεί; Δεν πειράζει, μπορώ να ξανακαλέσω. Πότε είναι η επόμενη βάρδια της»;

«Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν ξέρω», του ξεφούρνισε λυπημένα ο Τζίμη.

«Εννοείτε πως δε δουλεύει πια εκεί»; Ανακάθισε ταραγμένος. Τι μπορεί να είχε μεσολαβήσει ώστε να αφήσει τη δουλειά της στο στούντιο; Λάτρευε εκείνο το μέρος κι ας είχε να κάνει με την τρέλα του καθενός επί καθημερινής βάσεως. Χάρη σε μια τέτοια τρέλα βρέθηκαν ξανά.

«Εννοώ πως ζήτησε άδεια μακράς διάρκειας. Δεν ξέρω πότε θα γυρίσει, αν κι εδώ που τα λέμε εγώ δε θα γυρνούσα καν…»

«Να γυρίσει; Να γυρίσει από πού;», ρώτησε με αγωνία μακαρίζοντας τον φλύαρο χαρακτήρα του Τζίμη και την ευκολία με την οποία του έδινε της πληροφορίες που χρειαζόταν.

«Από Ισπανία! Πες μου έναν λογικό άνθρωπο που θα γυρνούσε από ένα τέτοιο μέρος; Ξέρεις κανέναν, χα χα χα; Γι’ αυτό σου λέω…»

Ξαφνικά ένιωσε σαν χαρακτήρας κινουμένων σχεδίων, με το χαρακτηριστικό συννεφάκι να βρέχει μόνο για εκείνον και να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα. Αν δοκίμαζε δηλαδή να κάνει κάποιο βήμα, γιατί τώρα είχε μαρμαρώσει.

Έφυγε…

«Φίλε είσαι εκεί; Μήπως θες να περάσεις κάποια στιγμή να μιλήσεις και με μένα για το σχέδιο και να το αναλάβω εγώ, ή κάποιο από τα άλλα παιδιά; Η Σεσίλια είναι κορυφή, αλλά έχω κι άλλα διαμαντάκια εδώ…»

Το μόνο που άκουγε ο Γκράχαμ ήταν ένα μουρμουρητό, αλλά κατά ένα μαγικό τρόπο απάντησε μηχανικά ένα, «Ευχαριστώ θα ξαναπάρω», κι έκλεισε.

Δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει τα λόγια του Τζίμη. Η Σεσίλια είχε φύγει ένας  Θεός ήξερε για πόσο καιρό και δεν μπήκε καν στον κόπο να του το πει. Έστω να του στείλει ένα μήνυμα. Και πότε να έγινε αυτό; Εκείνος τόσες μέρες νόμιζε ότι έμενε μακριά της για καλό. Για να την αφήσει να σκεφτεί, να ηρεμίσει και γιατί όχι, να της λείψει. Εκείνη όμως είχε φύγει, βάζοντας κάμποσα μίλια ανάμεσα τους.

Μια πληγωμένη οργή φούντωσε μέσα του και το χέρι του, σαν να είχε δική του βούληση, εκσφενδόνισε το κινητό του στον απέναντι τοίχο για να καταλήξει σε κομμάτια στο πάτωμα. Ήθελε να κάνει το ίδιο και με τα υπόλοιπα πράγματα του. Να σκίσει το γράμμα του Μπονέ, να κάψει τα φυλλάδια από το γαλλικό πανεπιστήμιο, να σπάσει όλα τα έπιπλα με τα ίδια του τα χέρια, αλλά με το που σηκώθηκε όρθιος συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ήρωας σε κάποια ταινία. Ό,τι κι αν κατέστρεφε για να ξεσπάσει δε θα επέστρεφε στην προηγούμενη κατάσταση του και ήδη το διαλυμένο κινητό του, ήταν μεγάλη απώλεια.

Το ότι έσφιγγε λοιπόν τις γροθιές του, μπήγοντας τα νύχια του στις χούφτες του θα έπρεπε να είναι αρκετό. Δεν ήταν όμως. Το μισοάδειο μπουκάλι της βότκας τον χαιρέτησε από το κομοδίνο του. Δε θα του έφτανε, ωστόσο ο καφές και ο θυμός του, του είχαν προσφέρει μια πρωτόγνωρη ενέργεια. Θα πήγαινε να πάρει άλλο.

«Άλλωστε είναι μόλις εννιά», μονολόγησε. «Είναι μια καλή ώρα, για να αρχίσει να πίνει κανείς».

 

 

«Γκράχαμ; Γκράχαμ…. ΓΚΡΑΧΑΜ»;

«Ξέρω ότι είσαι μέσα… Άνοιξε μου»!

«Γκράχαμ είπα, άνοιξε μου. Φφφφφφ θα περιμένω εδώ έξω, μέχρι να μου ανοίξεις, να το ξέρεις».

«Εντάξει, ξέρεις κάτι; Βαρέθηκα. ΑΝ ΔΕ ΜΟΥ ΑΝΟΙΞΕΙΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, ΤΟ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΤΗΝ ΠΟΡ…. Ώπα, ώπα άκυρο! Κλείσε πάλι. Τι μπόχα είναι αυτή»; είπε ο Κάλουμ κρατώντας τη μύτη του.

Ο Γκράχαμ στεκόταν στο κατώφλι του δωματίου του μπροστά στον κολλητό του που τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και με τα κόκκινα μαλλιά του όρθια, σαν να είχε περάσει από μέσα τους τα δάχτυλα του άπειρες φορές. Τον άκουγε εδώ και ώρα που χτυπούσε, όμως μέχρι να καταφέρει να βάλει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και να φτάσει από το μπάνιο ως την πόρτα του, πήρε κάμποσο.

«Τι χάλια είναι αυτά»; συνέχισε και τον προσπέρασε μπαίνοντας στο δωμάτιο. Πήγε κατευθείαν προς το παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα αφήνοντας να μπει στο χώρο φως και καθαρός αέρας.

Η ξαφνική εναλλαγή, άφησε τον Γκράχαμ προσωρινά τυφλό. Έκλεισε απαλά την πόρτα και στηρίχθηκε με την πλάτη πάνω της. «Τι κάνεις εδώ»; τον ρώτησε.

«Τι κάνω εδώ; Τι κάνω εδώ, ρωτάει! Το ξέρεις ότι σε ψάχνει το μισό Λονδίνο»; αγανάκτησε ο φίλος του.

«Γιατί τι έγινε»;

«Η μητέρα σου σε παίρνει τηλέφωνο από χθες το πρωί και δε σε βρίσκει, το ίδιο και η Λόρνα. Με πήρε σήμερα το πρωί, αλλά ήμουν στο μάθημα και όταν βγήκα, είδα τις κλήσεις της. Την πήρα πίσω και της υποσχέθηκα, ότι θα περάσω να δω αν ζεις», εξήγησε ο Κάλουμ με μια ανάσα.

«Σε πήρε η μητέρα μου τηλέφωνο; Εντάξει, θα πρέπει να ανησύχησε πολύ».

«Η Λόρνα με πήρε».

«Ουάου! Ακόμα χειρότερα τότε», παραδέχτηκε ο Γκράχαμ και με αργά βήματα πήγε προς το κρεβάτι του, όπου και κάθισε βαρύς, αφού κουκουλώθηκε με την κουβέρτα του. Ένιωθε το κρύο πολύ έντονο λόγω της αδυναμίας του.

«Θα μου πεις τι έγινε»;

«Δεν βλέπεις»;

«Βλέπω ότι έχεις τα χάλια σου! Το δωμάτιο σου είναι τρις χειρότερο από το δικό μου κι αυτό πραγματικά λέει κάτι, άσε που έχεις να εμφανιστείς στη σχολή σχεδόν δυο βδομάδες. Και γιατί στα κομμάτια δεν απαντάς στο κινητό σου;»

Αντί για απάντηση, ο Γκράχαμ έκανε ένα νεύμα προς το πάτωμα και τα θρύψαλα  που κάποτε, ήταν το κινητό του.

«Μμμ, δεν είσαι άρρωστος έτσι»;

«Κοίτα τις τελευταίες ώρες είμαι κάτι παραπάνω από άρρωστος. Το χτεσινό βράδυ κι όλο το πρωί, τα έβγαλα μπροστά στη λεκάνη...»

«Μπροστά στη λεκάνη, πως γίνεται … όχι άσε, δε θέλω λεπτομέρειες», βιάστηκε να ανακαλέσει ο Κάλουμ.

«Το στομάχι μου Κάλουμ, το στομάχι μου. Έχει διαλυθεί».

«Α, ναι και μόλις ανακάλυψα το λόγο», συμφώνησε εκείνος καθώς περιεργαζόταν ένα από τα μπουκάλια που είχε αγοράσει ο Γκράχαμ δύο νύχτες πριν.

«Ω ναι, αυτά, κάτι παυσίπονα… α και καφές».

«Το λες και σκληροπυρηνικό συνδυασμό. Για πες λοιπόν, τι έγινε και προσπάθησες να ανατινάξεις το στομάχι σου σαν ηλίθιος, μα τι κολλάει εδώ»;

Ο Κάλουμ είχε σταθεί δίπλα στο κρεβάτι κι έκανε μερικές δρασκελιές κατά μήκος του. Τα παπούτσια του έβγαζαν έναν ήχο, σαν να αφαιρούσε κανείς μια χαρτοταινία κι ο Γκράχαμ κατάλαβε αμέσως το γιατί. «Μου χύθηκε το μισό μπουκάλι. Θα στέγνωσε».

«Ούτε να μεθύσεις δεν ξέρεις. Και πραγματικά, αφού σε χαλάει τόσο, τι το θες; Τη μία χτυπάς τατουάζ με λουλουδάκια και τώρα κόντεψες να χρειαστείς πλύση στομάχου. Μην το αφήσεις να τριτώσει».

«Έφυγε», πέταξε ο Γκράχαμ ξεψυχισμένα. Η αναφορά στο τατουάζ τον χτύπησε εκεί που πονούσε και ο φίλος του το κατάλαβε, γιατί δεν έκανε άλλο σχόλιο. Άφησε το μπουκάλι που κρατούσε και κάθισε ήσυχα δίπλα του.

Για λίγο δεν έλεγαν κάτι, μέχρι που ο Γκράχαμ δεν άντεξε άλλο και θέλοντας να βγάλει όλη την πίκρα που ένιωθε, άρχισε να εξηγεί όσο πιο σύντομα μπορούσε, τι είχε μεσολαβήσει όλες αυτές τις μέρες.

«Μάλιστα…», είπε ο Κάλουμ όταν ο Γκράχαμ τελείωσε την αφήγηση του. «Και λες ότι δε συμβαίνει τίποτα με την Γκρέις;»

«Πας καλά κι εσύ; Μετά από όλα όσα πέρασα, είναι δυνατόν; Αν και έδειχνε να έχει αλλάξει πολύ, δεν είναι πια τίποτα όπως παλιά. Το μόνο που έκανα, είναι να της υποσχεθώ να τη βοηθήσω με το θέμα της δουλειάς και τελικά, είναι και το μόνο καλό που συνέβη αυτές τις μέρες».

«Μίλησες στη Λόρνα;»

«Ναι, αν και δεν της είπα το λόγο που έμεινε χωρίς δουλειά. Προς μεγάλη μου έκπληξη όμως, υποσχέθηκε ότι θα της κλείσει τουλάχιστον μια συνέντευξη κι ότι δε θα δοκιμάσει να τη σαμποτάρει. Η Γκρέις μου έστειλε μήνυμα κάποια στιγμή πριν μέρες και μου είπε ότι θα ξεκινούσε σύντομα».

«Μιλάμε για ταχύτητα. Τι της υποσχέθηκες σε αντάλλαγμα»; Ο Κάλουμ τον κοίταξε όλο νόημα, ξέροντας πολύ καλά πόσο αντίθετη ήταν η αδερφή του στη σχέση του με την Γκρέις.

«Τίποτα καλό. Είπε ότι θα της χρωστάω χάρη κι ότι κάποτε, θα επιστρέψει για να εισπράξει».

«Δυσοίωνο! Εντάξει, ομολογώ πως τα μπλέξατε λιγάκι πάλι, όμως δες τη θετική πλευρά. Η πρόταση του Μπονέ, δεν είναι λίγο έτσι; Άλλοι θα σκότωναν για κάτι τέτοιο», είπε δείχνοντας με μια μεγαλόπρεπη χειρονομία τον εαυτό του.

«Το ξέρω και ειλικρινά, ξέρω πως θα έπρεπε να είναι το μόνο που με απασχολεί, μα δεν καταλαβαίνω τι έχω πάθει. Ξεκινάω να το σκεφτώ και καταλήγω να σκέφτομαι άλλα».

«Τη Σεσίλια. Χμμ, έχω ακούσει πως το λένε κατακέφαλη κουτουλιά», προσπάθησε να αστειευτεί ο Κάλουμ.

«Τι θα κάνω»; τον ρώτησε με την απόγνωση να χρωματίζει ελαφρά τη φωνή του.

«Μπάνιο».

Ο Γκράχαμ ανασήκωσε τα φρύδια και ο Κάλουμ συνέχισε. «Δεν μπορείς να φανταστείς, πόσο βρωμάς».

Σήκωσε το χέρι του και το έφερε κοντά στη μύτη του. Ο κολλητός του, είχε δίκιο.

«Προχώρα και σε παρακαλώ ξυρίσου, μοιάζεις με ναυαγό. Εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτό το χάος, χωρίς να υποσχεθώ και πολλά», του είπε κοιτώντας το δωμάτιο τριγύρω με τα χέρια στη μέση. «Να φανταστώ δεν έχεις φάει τίποτα, έτσι»;

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε.

«Κρεμμυδόσουπα της Σοφί;», μάντεψε εύστοχα ο Κάλουμ, κερδίζοντας ένα ανακουφισμένο βλέμμα του Γκράχαμ. «Θα πάω να σου πάρω μετά. Προς το παρόν, θα στείλω μήνυμα στη Λόρνα να την ενημερώσω πως πέρα από την έλλειψη προσωπικής υγιεινής είσαι μια χαρά, θα μαζέψω και θα περιμένω μη και σκοτωθείς όσο μεταμορφώνεσαι ξανά σε άνθρωπο».

Ο Γκράχαμ πλημμύρισε ευγνωμοσύνη για τον κολλητό του και σηκώθηκε. Ήξερε πόσο κόντρα στο χαρακτήρα του Κάλουμ ήταν να το παίζει μαμά, πόσο μάλλον να κάνει αγγαρείες κι όμως, το έκανε για να τον βοηθήσει. Κι ο ίδιος τώρα που είχε κάποιον εδώ να μοιραστεί τη στεναχώρια του, ένιωθε καλύτερα και το γεγονός πως δεν ήταν πλέον μονάχος του, βουλιάζοντας στη μιζέρια αναπτέρωσε λιγάκι το ηθικό του. Αισθάνθηκε λίγο από το κέφι του να επιστρέφει και θέλησε να πειράξει τον Κάλουμ που είχε ήδη ξεκινήσει να μαζεύει τα άπλυτα του. «Θα έρθεις να μου τρίψεις και την πλάτη»;

«Μόνο αν στερέωνα το σφουγγάρι σου σε κοντάρι και φίλε, δεν υπάρχει σε ολόκληρο τον πλανήτη, κοντάρι αρκετά μακρύ για να γίνει αυτό».

«Ωωω έλα τώρα, πριν μία ώρα ήθελες να σπάσεις την πόρτα  μου από την ανησυχία».

«Μμμ, ίσως έπρεπε απλά να σηκωθώ και να φύγω λοιπόν»;

«Όχι, αλλά θα μπορούσες για παράδειγμα, να είχες χρησιμοποιήσει τα δεύτερα κλειδιά που σου έχω δώσει».

«Γκράχαμ όταν βρεθείς στη θέση μου, μπορείς να είσαι τέρας λογικής και ψυχραιμίας. Εγώ όταν με παίρνει η αδερφή του κολλητού μου λέγοντας μου ότι μπορεί κάτι να έχει συμβεί δε σχεδιάζω στρατηγικές αντιμετώπισης», γκρίνιαξε ο Κάλουμ και πέταξε τα άπλυτα στο κρεβάτι. Ύστερα μάζεψε τις τέσσερις γωνιές από το σεντόνι και κάνοντας τα μπόγο τα άφησε στο πάτωμα. «Που έχεις καθαρά;»

Ο Γκράχαμ του έδειξε με το χέρι ένα συρτάρι και έξυσε το κεφάλι του με απορία. «Που βρήκε η Λόρνα το τηλέφωνο σου»;

Η ερώτηση έκανε και τον Κάλουμ να σταματήσει για λίγο το στρώσιμο του κρεβατιού. Κοιτάχτηκαν και είπαν με μια φωνή. «Η Γκρέις».

«Αν όντως συνεργάστηκαν οι δύο τους, να δεις ότι αυτό που λένε ότι πλησιάζει το τέλος του κόσμου, ίσως και να είναι αλήθεια».

«Σίγουρα! Ας με βρει τουλάχιστον καθαρό», συμφώνησε ο Γκράχαμ και πήγε στο μπάνιο. Μπήκε στην ντουζιέρα κι άνοιξε το ζεστό νερό αφήνοντας το να τον ανακουφίσει. Μια ανάμνηση σαν σπίθα εμφανίστηκε μπροστά του. Το πρόσωπο της Σεσίλια, θαμπό από τους ατμούς, στο δικό της μπάνιο. Εκείνος δεν άντεχε το τόσο καυτό νερό, όμως όταν ήταν μαζί της δεν τον ένοιαζε που τσουρουφλιζόταν.

Και πριν προλάβει να βουτήξει και πάλι στην κατάθλιψη του χωρισμένου, η αγριοφωνάρα του Κάλουμ που τραγουδούσε Nirvana, έφτασε στα αυτιά του μέσα από το θόρυβο του νερού, κάνοντας τον να γελάσει δυνατά για πρώτη φορά, εδώ και μέρες.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟΠΕΜΠΤΟ 

–Το κόκκινο Φρούριο-

 

Η Σεσίλια τραβήχτηκε απότομα μακριά από τον Άνχελ, εκείνος άνοιξε τα μάτια του ξαφνιασμένος που το φιλί τους είχε διακοπεί τόσο απότομα. Να ήταν εκεί γύρω μήπως ο Ερνέστο και να τους παρακολουθούσε, αναρωτήθηκε. Έριξε μια ματιά στη Σεσίλια που κοιτούσε το έδαφος και ύστερα γύρω του να εξακριβώσει αν υπήρχε κάποιος άλλος κοντά τους. Ο ποταμός Rio Darro κυλούσε λίγα μέτρα πιο δίπλα, ενώ μπροστά τους ξεκινούσε ένας δρόμος ανάμεσα σε μεσαιωνικά σπίτια. Από πάνω στεκόταν το μεγαλοπρεπές, αραβικό ανάκτορο. Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα του και να τη ρωτήσει τι συμβαίνει, όταν έφτασε σαν μουρμουρητό στα αυτιά του η φωνή της να του ζητάει συγνώμη, καθώς κουνούσε το κεφάλι της σαν να είχε συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο.

-Συγνώμη. Την άκουσε τώρα να του λέει με καθαρή φωνή και δυνατά, ενώ σήκωνε το κεφάλι της για να συναντήσει το βλέμμα της το δικό του.

-Τι συμβαίνει Σεσίλια; Τη ρώτησε περισσότερο επειδή ενδιαφερόταν να μάθει παρά επειδή είχε θυμώσει για τη διακοπή, αν και θα ήθελε να απολαύσει λίγο ακόμα το φιλί τους.

-Συγνώμη Άχνελ, απλά κράτα ότι δεν έπρεπε να γίνει, και με γρήγορο βήμα έκανε να τον προσπεράσει για να φύγει μακριά του. Εκείνος πρόλαβε και τη συγκράτησε από το μπράτσο.

-Ηρέμισε, δε συνέβη τίποτα, χαλάρωσε. Αν θες μπορούμε να κάνουμε ότι δε συνέβη ποτέ. Άλλωστε μισό φιλί δεν μπορεί να λογαριαστεί και για κάτι. Δε θες να συνεχίσουμε τη βόλτα μας, έχει πολύ όμορφη βραδιά.

-Δεν ξέρω, νομίζω ότι τη χάλασα.

-Να μη νομίζεις τίποτα, εγώ λέω να περιηγηθώ στο δρόμο del Darro, είπε και προχώρησε λίγα βήματα. Λοιπόν τι λες θα μου κάνεις παρέα; Αν και με χαλασμένη διάθεση η Σεσίλια τον έφτασε και άρχισε να προχωράει στο πλάι του.

Μάταιος κόπος το ταξίδι της στην Ισπανία, σκεφτόταν η Σεσίλια ενώ προχωρούσαν. Είχε κάποιες μέρες που προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι περνούσε όμορφα και ότι ένιωθε καλύτερα, όμως στην πραγματικότητα παρέμενε το ίδιο χάλια όπως όταν ήταν στο Λονδίνο αμέσως μετά το χωρισμό τους, που αποφάσισαν να βαφτίσουν διάλειμμα και χρόνο. Τελικά ο χωρισμός μπορεί να πάρει πολλά ονόματα προκειμέ­νου να έχει την ψευδαίσθηση κάποιος ότι δεν έχει έρθει το τελεσίδικο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το θάνατο. Κάποιοι το λένε επουράνια ζωή, κάποιοι άλλοι πιστεύ­ουν στη μετεμψύχωση και όλοι όταν χάνουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο αποφεύγουμε να πούμε το ρήμα «πέθανε» και προτιμούμε το «έφυγε», λες και αλλάζει το νόημα. «Έφυγε», σύμφωνοι, όμως που πήγε; Κι όλα αυτά για να νιώθουν καλύτερα οι ζωντανοί και να γίνεται κάπως πιο ανάλαφρη η ματαιότητα στην καρδιά τους.

Μάταια λοιπόν και εκείνη προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι θα πετύχαινε το σκοπό της για τον οποίο είχε ταξιδέψει τόσα χιλιόμετρα μακριά του. Κι ενώ ήταν στιγμές που ένιωθε ότι είχε επιστρέψει εκεί που άνηκε, η καρδιά της την ενημέρωνε ότι ένιωθε άδεια. Ο Άνχελ δίπλα της κοίταζε τα σπίτια με ενδιαφέρον λες και ήταν αυτός που μόλις είχε επιστρέψει από το εξωτερικό. «Ώρα είναι να αρχίσει να με ρωτάει για την αρχιτεκτονική και τα αξιοθέατα», σκέφτηκε και την έπιασε νευρικό γέλιο.

-Τι συμβαίνει; Τη ρώτησε ξαφνιασμένος.

-Τίποτα, συγνώμη είπε, με τα μάτια της γεμάτα δάκρια.

-Τώρα κλαις ή γελάς;

Κούνησε το κεφάλι της.

-Ειλικρινά δεν ξέρω! Είπε και ρούφηξε τη μύτη της.

-Θες να καθίσουμε για λίγο, να ηρεμίσεις;

-Δεν ξέρω πόσο θα μου πάρει να ηρεμίσω, οπότε ας περπατήσουμε καλύτερα. Συνέχισαν για λίγο σιωπηλοί, όταν αποφάσισε να μιλήσει η Σεσίλια, νιώθοντας ότι χρωστούσε μια εξήγηση στον Άνχελ.

-Συγνώμη Άνχελ για πριν!

-Για πότε μιλάς;

-Πριν που σε φίλησα, δεν έπρεπε.

-Θα έπρεπε να μου ζητάς συγνώμη που διέκοψες το φιλί και όχι που το άρχισες, της είπε ήρεμα και προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος. Η Σεσίλια δε βρήκε κάτι να απαντήσει. Υποθέτω ότι στην προσπάθεια να ξεχάσεις κάποιον άλλον, αποφάσισες να με φιλήσεις, συνέχισε ο Άνχελ.

-Τόσο πολύ φαίνεται;

-Την τελευταία μισή ώρα αρκετά. Όμως Σεσίλια, λυπάμαι που το λέω, αλλά το να προσπαθείς να ξεχάσεις κάποιον φιλώντας άλλους, είναι κάπως επιπόλαιο και παιδιάστικο. Είπε και σταμάτησε για να κόψει ένα λουλούδι από ένα παρτέρι και να της το προσφέρει.

-Το ξέρω. Του απάντησε παίρνοντας το λουλούδι που της έδωσε. Μου είσαι θυμωμένος;

-Σε νοιάζει;

-Πίστεψε με, για λίγους ανθρώπους με νοιάζει και είσαι ένας από αυτούς.

-Και να θέλω δεν μπορώ να σου είμαι θυμωμένος. Είμαστε φίλοι από παιδιά, αν και εύκολα θα μπορούσα να σου ήμουν θυμωμένος, όμως για άλλα πράγματα. Όπως για το ότι όσες φορές είχες έρθει στην πόλη, ήσουν απόμακρη, σχεδόν με σνόμπαρες.

-Δεν είναι ακριβώς έτσι! Εκείνος άνοιξε το στόμα του να μιλήσει όμως η Σεσίλια τον πρόλαβε. Ξέρω πως έτσι φαινόταν, όμως μου είχε στοιχήσει πολύ τότε που σας είχα αποχωριστεί. Εσένα, τον μπαμπά, τη Γρανάδα, κάθε φορά που ερχόμουν ήταν για να φύγω κι όταν οι μέρες είναι μετρημένες περνάνε τόσο γρήγορα. Προσπαθούσα να κρατάω αποστάσεις για να μη νιώθω διπλά άσχημα όταν θα έφευγα, ήταν μια προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου ότι δε με νοιάζει.

-Και το ίδιο προφανώς κάνεις και τώρα.

-Τι εννοείς;

-Προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι δε σε νοιάζει και όμως είσαι πληγωμένη εξαιτίας κάποιου και αναρωτιέμαι αν αξίζει.

-Αν άξιζε δε θα ήμουν εδώ, αλλά εκεί μαζί του. Όμως θες δε θες, υποφέρεις και δεν μπορείς να το ελέγξεις, έτσι απλά προσπαθώ.

-Θες να μου μιλήσεις λίγο παραπάνω γι’ αυτόν τον τύπο;

-Όχι. Δε θέλω να μιλάω για εκείνον.

-Καλά θα μου πεις τότε τι είναι αυτό που σε έλκει σε έναν άντρα;

-Δεν ξέρω, είπε και συνοφρυώθηκε, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, υποθέτω ότι δεν ακολουθώ συγκεκριμένο τύπο, μάλλον είναι θέμα χημείας.

-Και εμένα…, αν δεν ήταν ο άλλος θα μπορούσες να με δεις διαφορετικά;

-Ω Γκράχαμ…

-Άνχελ!

-Ορίστε;

-Με λένε Άνχελ κι όχι Γκράχαμ. Να υποθέσω ότι δεν είσαι αρκετά νηφάλια για να απαντήσεις στην ερώτηση μου.

-Και εγώ αυτό υποθέτω.

-Ξέρεις κάτι, χρειάζεσαι ένα φίλο, και εγώ είμαι εδώ, μου έχουνε πει πολλά κορίτσια ότι έχω καλό αυτί, μπορώ να ακούω τα παράπονα τους για ώρες.

-Χαίρομαι που έχεις τόση κατανόηση.

-Επίσης μου έχουν πει ότι φιλάω υπέροχα.

-Τα ίδια κορίτσια;

-Όχι πάντα, μόνο όταν χρειάζονται παραπάνω παρηγοριά ή άλλου είδους. Η Σεσίλια δεν μπόρεσε να αντισταθεί και να μην του δώσει μια αδύναμη γροθιά στο μπράτσο.

-Καλώς όρισες πίσω φιλαράκι, της είπε και την έκλεισε στην αγκαλιά του πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει, όπως έκανε κι όταν ήταν παιδιά.    

 

Ô

 

Μετά από το βράδυ που είχε βγει με τον παιδικό της φίλο, η Σεσίλια είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να αφήσει κατά μέρος την κοινωνική ζωή στην Ισπανία. Είχε αποκρούσει με κάποια δικαιολογία πολλές προτάσεις του Άνχελ, όμως δεν κατάφερε να αντισταθεί σε μια επίσκεψη μαζί του στην Αλάμπρα. Η θέα του κόκκινου φρούριου ήταν σύντροφος των παιδικών της χρόνων και αρκετά συχνά όταν ήταν μικρή συσχέτιζε την πόλη της με το μαυριτανικό παλάτι, βγαλμένο από το «Χίλιες και μια νύχτες». Λόγω μιας μικρής απουσίας από την πόλη, του παιδικού της φίλου, δεν είχαν καταφέρει να το επισκεφτούν ακόμη. Όταν το ανέφερε, της πρότεινε ο πατέρας της να πάνε μαζί, όμως λόγω του ότι το είχε υποσχεθεί δεν ήθελε να αθετήσει την υπόσχεση της, κάνοντας μάλιστα τον Άνχελ να νομίζει ότι τον απέφευγε, έτσι αποφάσισε να τον  περιμένει να επιστρέψει. Όταν είδε τα αδέρφια της να κάνουν μούτρα επειδή ήθελαν να οργανώσουν μια εκδρομή, παρέα με τη Σεσίλια και η Αλάμπρα ήταν το κατάλληλο μέρος, τους υποσχέθηκε πως οπωσδήποτε θα τους έπαιρναν μαζί τους, όταν θα το επισκέπτονταν. Δεν πρόλαβε να εκφράσει την επιθυμία ο πατέρας τους ότι θα του άρεσε να τους συνοδέψει, μιας και είχε χρόνια να το επισκεφτεί, όταν η Ενκάρνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και συμφώνησε μαζί της και ο Μανολίτο, προτείνοντας ότι μπορούσε να πάρει τη μαμά του οποιαδήποτε μέρα να το επισκεφτούν.

-Τα παιδιά μας ζητάνε την ανεξαρτησία τους. Σχολίασε η Μαρισόλ χαμογελώντας.

-Τα παιδιά μας ζητάνε ένα γερό μάθημα, απάντησε ο Ερνέστο, κερδίζοντας την επικριτική ματιά της μικρής του κόρης, το μούτρωμα του γιού του, και τα κρυφά χαμόγελα της Σεσίλια και της Μαρισόλ. 

Για να περνάει τις ώρες της στο σπίτι, όσο οι δικοί της έλειπαν, είχε πάρει ένα μπλοκ και έκανε σκίτσα, σύντομα το πρώτο μπλοκ είχε γεμίσει και αναγκάστηκε να ζητήσει να της δανείσει ο αδερφός της το δικό του μέχρι την επόμενη μέρα που θα αγόραζε. Ο Μανουέλ αδιάφορος για τη ζωγραφική της το παραχώρησε με το σχόλιο να μην την απασχολεί, εκείνη γέλασε με το ύφος που είχε μιλήσει, προσπαθώντας να υποδυθεί τον μεγάλο και ο μικρός την κοίταξε παραξενεμένος, αφού ειλικρινά δεν είχε καταλάβει το λόγο που της είχε προκαλέσει τα γέλια. Στο τέλος αποφάσισε να σχολιάσει ότι όταν γελούσε γινόταν ακόμα πιο όμορφη από ότι ήδη ήταν. Η Σεσίλια, νιώθοντας παράξενα με το σχόλιο του αδερφού της και μην έχοντας την ποτέ απασχολήσει αν ήταν ή όχι εμφανίσιμη, σοβαρεύτηκε και κατέβηκε στο καθιστικό που ο πατέρας της με τη Μαρισόλ χάζευαν τηλεόραση. Ο Ερνέστο είχε περασμένο το χέρι του γύρω από τους ώμους της γυναίκας του και την κρατούσε αγκαλιά. Ασυνήθιστη με αυτή την εικόνα, σε ένα ζευγάρι που κανείς τους δεν ήταν 15 ή 25 ετών, άνοιξε το μπλοκ του αδερφού της και άρχισε να τους σκιτσάρει.

Εκείνοι τα είχαν καταφέρει, ήταν δεκατέσσερα χρόνια μαζί κι όμως η τρυφερότητα που ένιωθε ο ένας για τον άλλο και η αγάπη τους ήταν εμφανή σε κάθε κουβέντα τους, σε κάθε ματιά που αντάλλασαν μεταξύ τους ή ακόμα και όταν κοίταγαν τα παιδιά τους. Ανεξάρτητα αν θα έπαιρναν το μέρος, στις παλαβές κάποιες φορές απαιτήσεις της Ενκάρνα, που από τα δεκατρία της απαιτούσε ανεξαρτησία παραπάνω από όσο χρειαζόταν σε αυτή την ηλικία. Είχαν περάσει δεκατέσσερα χρόνια και έδειχναν μια ηρεμία η οποία δε θα μπορούσε επουδενί να την μπερδέψει κανείς με ανία, με λίγα λόγια ήταν ευτυχισμένοι. Αναρωτήθηκε κάποια στιγμή, την ώρα που τράβαγε τις γραμμές για να αποτυπώσει το μπράτσο του πατέρα της περασμένο γύρω από τους ώμους της γυναίκας του, αν ζήλευε αυτή την εικόνα. Και η αλήθεια ήταν ότι δεν ένιωθε ζήλεια, αλλά ανακούφιση που κάποιοι μπορούσαν να τα καταφέρουν και παρά το πέρασμα των χρόνων να μην φθαρούν τα αισθήματα τους, αλλά αντιθέτως να διατηρηθούν και να είναι μαζί ακόμα καλύτερα απ’ ότι την πρώτη εποχή της σχέσης τους.

Εκείνη με τον Γκράχαμ είχαν χάσει το στοίχημα τους. Επανέλαβε για άλλη μια φορά στον εαυτό της από τη στιγμή που είχε μπει στο αεροπλάνο. Ίσως να μην είχαν προσπαθήσει πολύ, ίσως να μην είχαν καλό συγχρονισμό. Εκείνος είχε βγει από μια μακροχρόνια σχέση, και παρά τα όσα της είχε πει, ότι ήταν σίγουρος ότι δεν ήθελε να είναι με την Γκρέις καιρό πριν γνωρίσει εκείνη, η Σεσίλια δεν ήταν βέβαιη ότι είχε ξεπεράσει την πρώην του.

-Μπου, άκουσε κάποιον στο αυτί της ενώ την έπιανε από τη μέση. Μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της αφηρημένης Σεσίλια, ενώ η Ενκάρνα πίσω της ξέσπαγε στα γέλια.

-Τι έγινε; Άκουσε τη Μαρισόλ να ρωτάει.

-Τρόμαξα την Σεσίλια, είπε γελώντας.

-Ενκάρνα, άκουσε αυστηρή τη φωνή της μητέρας της, πρέπει να σταματήσεις αυτό το αστείο, είναι τουλάχιστον ενοχλητικό. Η Σεσίλια, έχοντας ακουμπήσει το χέρι στο στήθος της, προσπαθούσε να επαναφέρει την αναπνοή της σε κανονικό ρυθμό.

-Είναι ξεκαρδιστικό! Απάντησε η Ενκάρνα και πήγε χαμογελώντας να καθίσει σε μια πολυθρόνα.

-Ενκάρνα, είπε και ο Ερνέστο. Ζήτησε τουλάχιστον συγνώμη από την αδερφή σου.

-Γιατί να ζητήσω συγνώμη, αφού μόλις βρω την ευκαιρία δε θα μπορέσω να αντισταθώ και θα το ξανακάνω.

-Δεσποινίς μου, θα τα ακούσετε για την αγένεια σας. Μίλησε σοβαρά η Μαρισόλ.

-Μην τη μαλώνετε και δε θα τα ξανακαταφέρει, με βρήκε απορροφημένη, σας κρυφοκοίταζα καθώς έφτιαχνα ένα σκίτσο από την εικόνα που δημιουργούσατε, σχολίασε η Σεσίλια, και πήγε και στάθηκε μπροστά τους, χαμογελώντας ντροπαλά, γυρίζοντας τους το μπλοκ για να δουν τη ζωγραφιά της. Η Μαρισόλ πήρε το μπλοκ στα χέρια της.

-Τι όμορφο σχέδιο! Σχολίασε και κοίταξε την κόρη του συζύγου της με λαμπερά μάτια.

-Αν θες μπορώ να στο χαρίσω, της είπε η Σεσίλια, μόνο θα ήθελα να το βγάλω μια φωτοτυπία για να το βάλω στο διαμέρισμα μου, μπορεί να παίρνω ένα μάθημα από αυτό!

-Τι μάθημα; Τη ρώτησε ο πατέρας της παραξενεμένος.

-Ότι δεν φθείρει τα πάντα ο χρόνος, είπε και ανάγκασε για άλλη μια φορά τις τελευταίες μέρες, τον εαυτό της να χαμογελάσει.

 

Ô

 

Λίγη ώρα αργότερα, κι ενώ η Σεσίλια πρόσθετε σκιές στο σκίτσο του αγαπημένου ζευγαριού, κατέβηκε από το δωμάτιο του και ο αδερφός της να καθίσει μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Βαριεστημένος από τις ειδήσεις που παρακολουθούσε ο πατέρας του, ζήτησε από την αδερφή του να δει τα σκίτσα που είχε ζωγραφίσει.

-Πήγαινε στο δωμάτιο και πάρε το μπλοκ που είναι πάνω στο κρεβάτι να το δεις. Του πρότεινε. Μισή ώρα αργότερα κατέβαινε τρέχοντας την σκάλα με ενθουσιασμό φωνάζοντας το όνομα της Σεσίλια.

-Τι έπαθες παιδί μου; Τον ρώτησε ο πατέρας του, εκνευρισμένος που δεν μπορούσε να ακούσει το δημοσιογράφο από τις φωνές του μικρού. Εκείνος αδιαφορώντας πήγε κατευθείαν στη Σεσίλια.

-Θα μου κάνεις κι εμένα τατουάζ;

Η Σεσίλια πρόσεξε το άγριο βλέμμα που έριξε ο ισπανός στο γιό του.

-Πρέπει να μεγαλώσεις. Απάντησε η Σεσίλια για να φέρει την ειρήνη στο σπίτι.

-Γιατί; Είπε με παράπονο ο μικρός, κάνεις τόσο όμορφα σχέδια.

-Επειδή τώρα είσαι στην ανάπτυξη και ένα τατουάζ θα αλλοιωθεί καθώς μεγαλώνεις. Ποιο όμως σχέδιο σου άρεσε τόσο πολύ; Ο Ερνέστο που είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τις ειδήσεις, άκουγε την κουβέντα των παιδιών του.

-Όλα, δεν ξέρω ποιο να διαλέξω.

-Πιο πολύ;

-Νομίζω εκείνο με τις χορδές και τα πλήκτρα που αιωρούνται.

-Ω, είσαι και ιδιαίτερος πελάτης! Είπε, χαϊδεύοντας του το κεφάλι.

-Αν και ποιητής, αγάπη μου, δεν μπορείς να αναγνωρίσεις την τέχνη σε όλα τα είδη.

-Την αναγνωρίζω, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Ερνέστο, απλά τα τατουάζ…

-Δεν είναι τέχνη; Τον ρώτησε ήσυχα η Σεσίλια μη σηκώνοντας το κεφάλι της από το σχέδιο που έφτιαχνε.

-Δεν είπα αυτό!

-Αλλά;

-Είναι κάπως…

-Δυσκολοχώνευτο για ηλικιωμένους. Τον πείραξε η Μαρισόλ, προκαλώντας τα γέλια των παιδιών και μια γκριμάτσα στον Ερνέστο.

-Είναι κάτι που μπορεί με το πέρασμα του χρόνου να το μετανιώσεις.

-Με το πέρασμα του χρόνου μπορείς να μετανιώσεις για πολλά πράγματα, για άλλα που έκανες και για άλλα που μπορεί να μην έκανες. Συμφωνώ πάντως μαζί σου, πριν κάνει κάποιος τατουάζ καλό να είναι βέβαιος, ακόμα κι αν αποφασίσει κάποια στιγμή να απαλλαγεί από αυτό, θα μείνουν σημάδια στο δέρμα του. Επίσης δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον καθένα, οι βελόνες πρέπει να είναι αποστειρωμένες και να βγουν εκείνη την ώρα από τα σακουλάκια…

-Όταν λες βελόνες; Ρώτησε τρομοκρατημένος ο Μανουέλ.

-Με βελόνες γίνεται το τατουάζ, πως νόμιζες ότι γίνεται με μαρκαδόρους; Τον πείραξε η Ενκάρνα. Αν είναι να σου κάνω εγώ ένα.

-Και φυσικά, πήρε αφορμή να συνεχίσει η Σεσίλια, καλό θα ήταν να σου κάνει το τατουάζ κάποιος που σχεδιάζει καλά και όχι κάποιος που σχεδιάζει σαν την Ενκάρνα. Η μικρή σούφρωσε τη μύτη και της έβγαλε τη γλώσσα.

-Αναρωτιόμουν αν έχεις πάρει κάτι από τον χαρακτήρα του πατέρα σου, σχολίασε η Μαρισόλ.

-Και έχω πάρει; Ρώτησε η Σεσίλια μειδιώντας.

-Φυσικά. Κάποιες φορές όταν μιλάς στα αδέρφια σου, μου τον θυμίζεις πολύ, αυτά που λέτε τόσο εσύ όσο και εκείνος είναι διδακτικά.

-Και είναι κακό; Ρώτησε η Σεσίλια.

-Φυσικά και είναι κακό σχολίασε η Ενκάρνα που ξετύλιγε για να φάει ένα σοκολατάκι.

-Όχι βέβαια, καλό είναι να μαθαίνουν κάποια πράγματα από πρώτο χέρι, και εσύ μικρή σταμάτα να τρως σοκολατάκια.

 

Ô

 

-Ώστε θα έχω την τιμή να πάω οικογενειακή εκδρομή στο κόκκινο φρούριο, με ολόκληρη την οικογένεια Μολίνς. Σχολίασε έκπληκτος μόλις είδε τη Σεσίλια με τα αδέρφια της να στέκονται μπροστά του, ο καθένας με διαφορετική έκφραση στο πρόσωπο. Ο Μανουέλ χαμογελώντας, η Ενκάρνα ανυπομονώντας να φύγουν και η Σεσίλια ανασηκώνοντας τους ώμους της και σχηματίζοντας με τα χείλη της τη λέξη συγνώμη. 

-Ναι, άκουσε τη φωνή του Ερνέστο να λέει, βγαίνοντας από το σπίτι μαζί με τη Μαρισόλ. Σκεφτήκαμε να σου φορτώσουμε τα τέκνα μας για να περάσουμε λίγες ώρες ησυχίας μόνοι μας στο σπίτι.

-Δε θέλω να φανταστώ τι θα κάνουν μόνοι τους στο σπίτι. Ψιθύρισε η Ενκάρνα στη Σεσίλια, κάνοντας τη μεγάλη της αδερφή να κοκκινίσει. Από τις πρώτες μέρες διαμονής της με την οικογένεια του πατέρα της, η Σεσίλια είχε αντιληφθεί ότι η κατά έντεκα χρόνια μικρότερη αδερφή της, ήταν από τους λίγους ανθρώπους που είχαν την ικανότητα να την κάνουν να κοκκινίζει. Η Μαρισόλ έριξε μια άγρια ματιά στη μικρή περισσότερο από ένστικτο παρά επειδή άκουσε τι είπε, ενώ ο Ερνέστο συνέχισε να μιλάει στον Άνχελ.

-Θα στο χρωστάμε Άνχελ, και θέλω να ξέρεις ότι αν οποιοδήποτε από τα παιδιά μου δεν είναι φρόνιμο έχεις την άδεια να το πάρεις από το αυτί και να το φέρεις πίσω στο σπίτι.

-Ακόμα και τη Σεσίλια; Ρώτησε αυθόρμητα εκείνος.

-Αν δεν είναι φρόνιμη φυσικά. είπε ο Ερνέστο, προκαλώντας το γέλιο στο Μανουέλ, και ένα μορφασμό αποδοκιμασίας στη μεγάλη του κόρη.

-Άντε πάμε. Γκρίνιαξε η Ενκάρνα και ξεκίνησε πρώτη.

 

Ô

 

Από τη στιγμή που πέρναγαν -La Torre de la Justicia-, τον πύργο της δικαιοσύνης, που είναι η αρχική είσοδος της Αλάμπρας, ένιωσαν ότι έκαναν την είσοδο τους σε παραμύθι. Από όπου και να περνούσαν, όσες φορές κι αν είχαν επισκεφτεί το Μαυριτανικό ανάκτορο και φρούριο που το 1492 πέρασε στα χέρια του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, ένιωθαν δέος. Η Σεσίλια ένιωθε και συγκινημένη που ήταν εκεί, στην πόλη που είχε γεννηθεί, με τη συντροφιά των αδερφών της και του παιδικού της φίλου, φυσικά η απουσία του Γκράχαμ και το τέλος της σχέση τους στιγμάτιζε κάπως τον όλο ενθουσιασμό της. Προσπάθησε να αποβάλει το αίσθημα της απογοήτευσης που δε θα επισκεπτόταν ποτέ αυτό το μαγικό μέρος με τον Γκράχαμ, και συνέχισε να θαυμάζει την τεχνοτροπία και τους χώρους από όπου περνούσαν.

Ένιωθε εκστασιασμένη από την ομορφιά και την τεχνοτροπία, ενός μέρους που συνδύαζε την ισλαμική αρχιτεκτονική με την τελευταία σημαντική περίοδο της Ανδαλουσιανής τέχνης. Το φρούριο (Alcazaba), κτισμένο στην απόκρημνη πλευρά που τερματίζει στα βορειοδυτικά, περιλάμβανε επιβλητικά εξωτερικά τείχη, πύργους και προμαχώνες. Ο πύργος της, ( Torre de la Vela- πύργος του ιστίου), ήταν ύψους 25 μέτρων. Ενώ υπήρχε ένας μεταγενέστερος πύργος του 18ου αιώνα με την καμπάνα του, που αναστηλώθηκε το 1881, ύστερα από τις ζημιές που προκάλεσε το χτύπημα ενός κεραυνού. Αφού πέρασαν το φρούριο, έφτασαν στην καθαυτή Αλάμπρα, που ήταν το παλάτι των μαυριτανών βασιλιάδων και ύστερα την Αλάμπρα Άλτα, για τους αξιωματικούς και τους αυλικούς.

Περνώντας την πύλη των ροδίων (Puerta de las Granadas), άκουσε την αδερφή της να της λέει «Φαντάσου όλο αυτό το μαγικό μέρος να ανήκει σε εσένα». Πόσοι δε θα το είχαν σκεφτεί αυτό μπαίνοντας στο κόκκινο φρούριο, που συνδύαζε σε ιστορία, τεχνοτροπία και διακόσμηση πολλές περιόδους. Αλλάζοντας κάθε φορά χέρια, οι νέοι κάτοχοι του το έφερναν πιο πολύ στα γούστα τους, μέχρι το 1984, όπου η Αλάμπρα αναγνωρίστηκε ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.

Από την στήλη του Καρόλου έφτασαν στην πύλη της δικαιοσύνης, (Puerta Judiciaria). Χαραγμένο στην εξωτερική πλευρά πάνω από την πύλη ήταν το χέρι της Φατιμά (mano de Fátima), με τα δάχτυλα τεντωμένα για να φυλάει την αίθουσα που οι μαυριτανοί χρησιμοποιούσαν ανεπίσημα ως δικαστήριο, από το κακό μάτι. Αντίστοιχα στην εσωτερική πλευρά βρισκόταν χαραγμένο ένα κλειδί, που συμβόλιζε την εξουσία. Όμως πέρα από τα χαρακτικά το σχήμα πετάλου της αίθουσας που καλυπτόταν από ένα τετράγωνο πύργο ήταν ικανό να κάνει τους τουρίστες να θαυμάσουν την πύλη της δικαιοσύνης.   

-Torre del Vino (ο πύργος του Κρασιού), αυτό θα ήταν το αγαπημένο του μπαμπά, σχολίασε η Ενκάρνα και προχώρησε μαζί με τους υπόλοιπους προς το βασιλικό σύμπλεγμα που αποτελούταν από τρία τμήματα το Μεχουάρ (Mexuar), το Σεράλλο (Serallo) και το Χαρέμι (Harem). Αναμενόμενο ήταν ότι το Χαρέμι, που περιλάμβανε τα διαμερίσματα των συζύγων και των ερωμένων των αράβων μοναρχών να γινόταν το αγαπημένο της Εκνάρνα. Με τα λουτρά του ανοιχτά στα στοιχεία της φύσης για να υπάρχει φως και αέρας. Το παράδοξο ήταν ότι το χαρέμι κοσμούνταν από παραστάσεις ανθρώπινων μορφών, κάτι που ο ισλαμικός νόμος απαγόρευε από πάντα.

Όταν βγήκαν στο αίθριο της ευλογίας (Patio de la Alberca) σταμάτησαν να θαυμάσουν τη λίμνη, σύμβολο δύναμης, που λειτουργικά χρησίμευε για να δροσίζει το παλάτι. Το αίθριο των Μύρτων, το άλλο όνομα του αίθριου είχε πλάτος 22 μέτρα και μήκος 42, στο κέντρο του υπήρχε μια μικρή λίμνη, περιτριγυρισμένη με μυρτιές που το δάπεδο της ήταν μαρμάρινο.

Η μεγαλύτερη αίθουσα, η Αίθουσα των Πρεσβευτών, (Salón de los Embajadores ) ήταν εκείνη που περιλάμβανε το θρόνο του σουλτάνου τοποθετημένο απέναντι από την είσοδο, με μήκος 12 μέτρα, ενώ στο κέντρο ο θόλος είχε ύψος 23 μέτρα. Η διακόσμηση της ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, τόσο που η Σεσίλια σταμάτησε για να σκιτσάρει σε ένα μικρό μπλοκάκι που είχε μαζί της, προσπαθώντας να αποφύγει τις ματιές των ξεναγών. Δεν ήταν σίγουρη ότι επιτρεπόταν και δεν ήθελε να ρωτήσει γιατί δεν ήθελε να διακινδυνεύσει αρνητική απάντηση. Τα πλακάκια του δαπέδου 1,2 μέτρα επί 1,2 μέτρα, με τα χρώματα να εναλλάσσονται διαδοχικά. Αυτό όμως που της είχε τραβήξει περισσότερο την προσοχή δεν ήταν τα χρώματα αλλά οι ροδέλες οβάλ σχήματος με επιγραφές, διακοσμημένες με λουλούδια και φύλλα. Τρία παράθυρα σε κάθε πρόσοψη, συνολικά εννέα και με ένα ταβάνι διακοσμημένο με σχήματα που αναπαριστούσαν αστέρια, κορώνες και κύκλους, σε τρία χρώματα, λευκό, μπλε και χρυσό. Με γυψομαρμάρινα έργα πολλά εξ’ αυτών αρχαία οικόσημα, ήταν διακοσμημένοι και οι τοίχοι. Η αίθουσα των πρεσβευτών είχε ιδιαίτερη σημασία για τον ισπανικό λαό, αφού σε αυτή είχε πάρει την άδεια ο Κολόμβος από το βασιλιά Φερδινάνδο και τη βασίλισσα Ισαβέλλα να φύγει για το Νέο κόσμο.  

-Θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα, σχολίαζε η μικρή της αδερφή σε κάθε αίθουσα που έμπαιναν. Τον αδερφό της δεν είχε καταφέρει ακόμα να τον συνεπάρει η σπάνια και πολυεθνική τέχνη του κόκκινου φρουρίου. Λόγω της ηλικίας θα προτιμούσε να είχε παραμείνει σπίτι και να βλέπει τηλεόραση από το να περνάει τη μία αίθουσα μετά την άλλη, επιπλέον είχε αρχίσει να κουράζεται, μέχρι που η αίθουσα των λεόντων (Patio de los Leones), κατάφερε να κλέψει την καρδιά του δεκάχρονου Μανουέλ. Ένα μακρόστενο αίθριο μήκους 35 μέτρων, η μια του πλευρά στηριζόταν πάνω σε 124 λευκές μαρμάρινες κολώνες. Σε κάθε του πλευρά υπήρχε και ένα κιόσκι με περίτεχνα διακοσμημένους τοίχους και ελαφρά θολωτή οροφή. Κίτρινα και μπλε πλακάκια κάλυπταν τους τοίχους ενάμιση μέτρου από το δάπεδο των διαδρόμων που ήταν στρωμένο με χρωματιστές πλάκες. Στο κέντρο του αίθριου βρισκόταν το σιντριβάνι των Λεόντων, δώδεκα μαρμάρινα λευκά λιοντάρια, σχεδιασμένα όχι με γλυπτική ακρίβεια αλλά ως έμβλημα δύναμης και θάρρους στήριζαν μια αλαβάστρινη λεκάνη.     

-Έλα, φώναξε η Ενκάρνα στο μικρό της αδερφό να ξεκολλήσει από το σιντριβάνι των λεόντων και να προχωρήσει.

-Ο θρύλος λέει, άκουσαν την ξεναγό να εξηγεί σε ένα γκρουπ τουριστών, ότι σε αυτή την αίθουσα που βρισκόμαστε τώρα, ο πατέρας του Μπαομπντίλ, του τελευταίου βασιλιά της Γρανάδας κάλεσε τους αρχηγούς της οικογένειας Αμπενθερράχες σε δείπνο – παγίδα και τους έσφαξε. Από το όνομα αυτής της οικογένειας η αίθουσα πήρε και το όνομα της. Sala de los Abencerrajes.

-Βάζω στοίχημα ότι αυτοί οι Αμπενθερράχες, θα προτιμούσαν η σάλα να μην είχε το όνομα τους και να μην είχαν σφαχτεί. Άκουσε έναν τουρίστα να σχολιάζει.

-Η οροφή είναι διακοσμημένη με μπλε, καφέ, κόκκινο και χρυσό, ενώ οι κολώνες που τη στηρίζουν σχηματίζουν αψίδες. Εξηγούσε τη διακόσμηση η ξεναγός. Η αίθουσα των δύο αδερφών (Sala de las dos Hermanas), είναι αυτή που βρίσκεται απέναντι και η οποία πήρε το όνομα της από τις δυο λευκές μαρμάρινες πλάκες που είναι τοποθετημένες στο δάπεδο. Οι διαστάσεις τους είναι 50 επί 22 εκατοστά και δεν έχουν ίχνος ψεγάδι. Ένα ακόμα σιντριβάνι υπάρχει στη μέση της αίθουσας, ενώ η οροφή της ένας κυψελοειδής θόλος με περίπου 5000 μικρές κυψέλες, διαφορετικές μεταξύ τους, είναι ένα εξαίρετο δείγμα της αποκαλούμενης «επικάλυψης με σταλαγμίτες» των Μαυριτανών.   

-Έχουμε πολύ ακόμα; Άκουσε να τη ρωτάει ο Μανουέλ δίπλα της.

-Δεν έπρεπε να τον πάρουμε μαζί μας, σχολίασε η Ενκάρνα, σας το είπα.

Παρά την γκρίνια του μικρού συνέχισαν την περιήγηση τους στην Αλάμπρα. Είδαν το αίθριο του συμβουλίου, το βεστιάριο της βασίλισσας και το αίθριο του βεστιάριου. Τα λουτρά, τις κρεβατοκάμαρες και τα θερινά διαμερίσματα της άνω Αλάμπρα, ένα λαβύρινθο και θολωτούς τάφους. Το παλάτι της Χινεραλίφε, μια έπαυλη από τα τέλη του 13ου αιώνα. Οι κήποι της, έδωσαν μια μικρή εικόνα στη Σεσίλια πως θα ήταν ο κήπος της Εδέμ αν υπήρχε, περίφραξη από θάμνους, σιντριβάνια και σπήλαια και δρόμοι με κυπαρίσσια, διατηρούσαν τον αυθεντικό Μαυριτανικό χαρακτήρα. Επιπλέον η έπαυλη των μαρτύρων, για τους χιλιάδες χριστιανούς σκλάβους που εξαναγκάστηκαν να κτίσουν την Αλάμπρα ενώ τις ώρες που δεν εργάζονταν, κρατούνταν σε υπόγεια κελιά φυλακισμένοι. Οι άλικοι πύργοι (Torres Bermejas), με υπόγειες δεξαμενές και στάβλους. 

 

Ô

 

Η Σαμπίγκα, ο δασώδης λόφος που χτίστηκε η Αλάμπρα βρίσκεται 150 μέτρα ψηλότερα από το επίπεδο της πόλης. Το να στέκεται και να βλέπει κάποιος από εκεί τη Γρανάδα, προκαλεί την ίδια ευχαρίστηση όπως το να βλέπει κανείς το ίδιο το μαυριτανικό φρούριο. Κάτι που δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε καν το Μανολίτο, που μετά από λίγη ώρα από την είσοδο τους στην Αλάμπρα είχε ξεκινήσει την γκρίνια από την ανυπομονησία να γυρίσουν στο σπίτι.

-Ξέρετε το θρύλο με τον αναστεναγμό του Μαυριτανού; Τους ρώτησε ο Άνχελ. Η Σεσίλια τον κοίταξε απορημένη και έτσι ο Άχνελ συνέχισε. Όταν ο τελευταίος Μαυριτανός βασιλιάς της Γρανάδας, Μποαμπδίλ, αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη στο Φερδινάνδο και στην Ισαβέλλα, ο ίδιος με την οικογένεια του εξορίστηκαν. Φεύγοντας σταμάτησαν σε ένα ψηλό σημείο και κοίταξαν για τελευταία φορά την Αλάμπρα, το κόκκινο φρούριο τους, Η μητέρα του στράφηκε στο γιο της και του είπε να κλάψει σαν γυναίκα για όσα δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί σαν άντρας.

-Ξέρουμε σε ποιο σημείο σταμάτησε; Τον ρώτησε η Σεσίλια.

-Ξέρω τα πάντα για την πόλη μου, σχολίασε περήφανα ο Άνχελ.

-Ξιπασμένε. Τον πείραξε η Σεσίλια.

-Θες να σε πάω ή όχι; Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της ενώ ο Μανολίτο δίπλα της, έλεγε «Ωχ, όχι άλλο», φτάνοντας στο λόφο ακόμα και τα αδέρφια της εντυπωσιάστηκαν από τη θέα της Αλάμπρας αλλά και ολόκληρης της πόλης τους.

-Ελ Σουσπίρο ντελ Μόρο (Ο Αναστεναγμός του Μαυριτανού). Αυτό το όνομα πήρε αυτό το σημείο της πόλης.

-Μπορώ να κατανοήσω τη θλίψη του. Παραδέχτηκε η Σεσίλια.

-Ας το υπερασπιζόταν σαν άντρας. Σχολίασε αυστηρά η Ενκάρνα, ενώ ο Μανολίτο χάζευε τη θέα, κι ο Άχνελ τη Σεσίλια.

 

Ô

 

Ολόκληρη την επόμενη εβδομάδα την πέρασε στο Ελ Σουσπίρο ντελ Μόρο. Αφού προμηθεύτηκε τα κατάλληλα σύνεργα, μπογιές, καμβά, παλέτα για τα χρώματα και πινέλα ανέβηκε στο λόφο που ο Μαυριτανός βασιλιάς αποχαιρέτησε το κόσμημα του στέμματος. Αφού πρώτα στεκόταν και θαύμαζε για λίγο τη θέα, ξεκινούσε την απεικόνιση της πόλης που είχε γεννηθεί, πάνω στον καμβά. Δεν ήταν όμως η μόνη και αυτό αν και δεν ήταν κάτι που την παραξένευε, την ενοχλούσε. Σχεδίαζε την Γρανάδα και αναρωτιόταν πως μπορούσε να δώσει ένα διαφορετικό τόνο, από εκατοντάδες άλλους πίνακες που είχαν ζωγραφιστεί από το ίδιο σημείο με το ίδιο θέμα. «Τι ματαιόδοξη» σκεφτόταν για τον εαυτό της «και να φανταστείς ότι πάντα ισχυριζόμουν ότι δε με ενδιέφερε η ζωγραφική αλλά το σχέδιο και τα τατουάζ».

Ο πίνακας της πλέον ήταν έτοιμος. Ο όμορφος ανοιξιάτικος καιρός καθώς και το ότι πλησίαζε το Πάσχα προέτρεπαν την επίσκεψη στον αναστεναγμό του Μαυριτανού, σε όλο και περισσότερο κόσμο. Είχε έρθει η ώρα όμως να αποχαιρετήσει και η ίδια, αν όχι ακόμα τη Γρανάδα, τουλάχιστον το λόφο. Μάζεψε τα σύνεργα και τον πίνακα και στάθηκε να απολαύσει για μια τελευταία φορά την πανοραμική θέα που της προσέφερε το μέρος. Η Γρανάδα απλωνόταν κάτω από το αραβικό παλάτι και όποιος στεκόταν στο Ελ Σουσπίρο ντελ Μόρο, απολάμβανε την ευκαιρία να θαυμάσει σε όλο της το μεγαλείο τη θέα. Χωρίς να το καταλάβει ένας βαθύς αναστεναγμός ξεγλίστρησε από μέσα της. Κάπως έτσι θα είχε νιώσει και ο τελευταίος μαυριτανός βασιλιάς, σκέφτηκε. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της και άρχισε να κατεβαίνει το λόφο βιαστικά. Έφτασε στο σπίτι και μπήκε στο ίντερνετ αναζητώντας τη παραδοσιακή φορεσιά των μαυριτανών βασιλιάδων.

Σε μια κόλα χαρτί σχεδίασε πρόχειρα τη θέα της πόλης, αντιγράφοντας από τον πίνακα. Η καμπουριασμένη πλάτη ενός άντρα που στηριζόταν σε ένα πεζούλι και κοίταγε προς τα κάτω, ήταν η κεντρική φιγούρα του πίνακα. Γυρισμένος με την πλάτη στο θεατή δε θα μπορούσε κάποιος να καταλάβει από την έκφραση του προσώπου του, την ένταση και τη δυστυχία του ανθρώπου, που ήταν υποχρεωμένος να αποχωριστεί αυτό που για γενιές ολόκληρες άνηκε στο λαό του και που ο ίδιος δεν είχε σταθεί ικανός να υπερασπιστεί και να διατηρήσει. Το όνομα του θα ήταν συνώνυμο της αποτυχίας για τις επόμενες γενιές του λαού του. Όλο αυτό το φορτίο θα έπρεπε να φανεί ότι βαραίνει τους ώμους του άντρα που παρέδωσε το κόκκινο φρούριο στους Ισπανούς βασιλείς, για να ξεκινήσει μία νέα περίοδος βασιλείας στον τόπο που θεωρούσε δικό του.

Να χαζεύει το σχέδιο της τη βρήκε η Μαρισόλ όταν επέστρεψε. Η απογοήτευση από το βασιλιά ήταν λες και είχε περάσει ολόκληρη στη Σεσίλια. Πλέον αντιλαμβανόταν ότι είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Πόσο ακόμα θα έμενε στην Ισπανία, σύντομα θα έπρεπε να επιστρέψει στο Λονδίνο και η φαινομενική της ηρεμία θα λάβαινε τέλος. Δεν ήξερε αν θα ξαναέβλεπε τον Γκράχαμ και έπρεπε να παραδεχτεί ότι αυτό που επιθυμούσε πάνω από όλα ήταν να τον συναντήσει. Δεν ήξερε αν είχε κάτι να της πει, αλλά ούτε κι αν η ίδια θα του μιλούσε. Μπορεί να είχε συμβεί αυτό που φοβόταν και εκείνος να είχε επιστρέψει στη Γκρέις. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι, όμως αυτό το σενάριο της προκαλούσε απόγνωση.

-Σεσίλια; Την επανέφερε στο παρόν η φωνή της Μαρισόλ. Είσαι καλά;

-Ναι, μια χαρά, βιάστηκε εκείνη να απαντήσει.

-Σίγουρα;

-Ναι.

-Μου επιτρέπεις; Τη ρώτησε και τραβώντας μια καρέκλα κάθισε απέναντι της. Έψαχνα μέρες μια ευκαιρία να μιλήσουμε οι δυο μας, όμως πάντα κάποιος άλλος ήταν μπροστά.

-Συμβαίνει κάτι; Τη ρώτησε ανήσυχα η Σεσίλια.

-Δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις!

-Τι εννοείς;

-Δεν ξέρω πώς να στο πω, φοβάμαι λίγο είναι η αλήθεια, μπορεί να μη μου επιτρέπεις τόσο θάρρος.

-Ειλικρινά δε σε καταλαβαίνω.

-Νιώθω ότι είσαι κάπως, πώς να το πω…

-Απόμακρη; Ρώτησε μειδιώντας η Σεσίλια.

-Όχι, όχι τουλάχιστον σε αυτή σου την επίσκεψη. Παλιά θα μπορούσα να σε χαρακτηρίσω σοβαρή σε βαθμό να φαίνεσαι απόμακρη. Αυτή τη φορά όμως είσαι θλιμμένη. Σεσίλια μπορείς να μου μιλήσεις, και να είσαι σίγουρη ότι δε θα πω τίποτα στον πατέρα και στα αδέρφια σου, ό,τι μου πεις θα μείνει μεταξύ μας.

-Τι να σου πω Μαρισόλ, και πώς να δικαιολογήσω τον εαυτό μου.

-Ό,τι θες πες μου, εγώ θα σε ακούσω.

-Είναι δύσκολο να παραδεχτείς σε κάποιον ότι τα έχεις κάνει σκατά, ούτε στον εαυτό μου δεν το έχω παραδεχτεί ακόμα.

……………………………………………………………………………

Είχε περάσει ώρα που η Σεσίλια μιλούσε, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές τα ίδια από την ανάγκη της και μόνο να μιλήσει σε κάποιον και η Μαρισόλ, σιωπηλή την άκουγε με προσοχή.

-Αυτά! Είπε στο τέλος σκουπίζοντας τα μάτια της.

-Για αρχή θα συμφωνήσω ότι τα έχεις κάνει λίγο σαλάτα.

-Στο λάθος τατουάζ αναφέρεσαι;

-Όχι, αυτό το κομμάτι της διήγησης το διασκέδασα. Είπε και χαμογέλασε. Από τη στιγμή μάλιστα που και ο ίδιος το κατανόησε και στο συγχώρεσε. Άσε που δεν άλλαξε το τατουάζ με το νέο που του πρότεινες, αντιθέτως προκειμένου να το διατηρήσει, αναγκάστηκε να κάνει και δεύτερο τατουάζ… Και έτσι όπως τον περιέγραψες δε μου φαίνεται ο τύπος που οδηγάει Harley, έχοντας χτυπημένα τατουάζ σε ολόκληρο το σώμα του.  Με βεβαιότητα αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα ούτε για εκείνον, παρά μια όμορφη ανάμνηση για το πώς τελικά ήρθατε κοντά εσείς οι δύο. Όμως δεν μπορώ να τον κατακρίνω που δε σου μίλησε τότε που σε είδε με τον άλλον, φοβήθηκε όπως φοβήθηκες και εσύ και το έβαλες στα πόδια με το να έρθεις στην Ισπανία, χωρίς να του το πεις τουλάχιστον. Φαντάζεσαι πόσο θα έχει ανησυχήσει αν σε έχει ψάξει και δε σε έχει βρει.

-Δε θα με έχει ψάξει, έχει την Γκρέις να…

-Δεν τα πιστεύεις αυτά που λες, δε θα είχε αφήσει την Γκρέις για να τρέξει πίσω σου, αν νοιαζόταν για εκείνη όπως ισχυρίζεσαι. Αλλά ας υποθέσουμε ότι ένιωσε άσχημα που τους είδες μαζί χωρίς πρώτα να σου έχει μιλήσει, όμως τότε δε θα επέμενε για τη σχέση σας. Τουλάχιστον αυτό κατάλαβα εγώ από αυτά που μου εξιστόρησες, και επιπλέον πιστεύω ότι το χρόνο δεν τον ζήτησε για εκείνον, ώστε να δει τι θα κάνει με εσένα και την Γκρέις, απλά τον προσέφερε σε εσένα, ώστε να σκεφτείς και να βάλεις την σχέση σας πάνω από τον εγωισμό σου.

-Δεν είμαι εγωίστρια!

-Μπορεί να μην είσαι, όμως με τον Γκράχαμ ήσουν.

-Εγώ πήγα και τον βρήκα στο δωμάτιο του όταν εκείνος μου είχε κόψει το καλημέρα επειδή νόμιζε ότι εγώ ήμουν με τον Τσάρλι.

-Ήθελε το χρόνο του. Με το να τον επισκεφτείς του απέδειξες ότι δεν είχε να φοβάται τίποτα, κανέναν Τσάρλι. Όμως αν θέλει να σε κάνει να νιώσεις ασφάλεια και να σου αποδείξει ότι δεν έχεις να φοβάσαι τη Γκρέις, που θα μπορέσει να σε βρει όταν δεν ξέρει καν που βρίσκεσαι; Η απάντηση της Σεσίλια ήταν ένας αναστεναγμός.

-Αν τον αγαπάς, διεκδίκησε τον, μόνο τότε θα ξέρεις αν άξιζε τον κόπο και ότι δεν άφησες κάτι καλό να χαθεί από τη ζωή σου, από φόβο. Και να θυμάσαι, δεν είναι αυτός που φεύγει πάντα ο πιο δυνατός! 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟΕΚΤΟ 

Προσπάθεια επαναφοράς

 

Ένιωθε τους μυς του να δουλεύουν, να πηγαίνουν κόντρα στη δύναμη του νερού. Η ανάσα του ήταν πιο γρήγορη, όμως δεν είχε κουραστεί ακόμα. Υπολόγιζε πως πηγαινοερχόταν στην πισίνα για τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Είχε μέλλον μπροστά του.

Μέρες τώρα, είχε επιστρέψει στο κανονικό του πρόγραμμα. Στο προ Σεσίλια πρόγραμμα. Σχολή, εστία, κολυμβητήριο, εστία. Μετά τη σαρωτική επέμβαση του Κάλουμ, πέταξε ότι ποτό υπήρχε στον κοιτώνα του και μετά από ένα δωδεκάωρο καθαρού ύπνου και χάρη στην κρεμμυδόσουπα της Σοφί, που και νεκρό ανέσταινε, είχε επανέλθει. Σωματικά τουλάχιστον.

Ψυχολογικά, υπήρχαν ακόμα στιγμές που ένιωθε ένα κύμα απογοήτευσης να τον περιτριγυρίζει, κάνοντας τον να ασφυκτιά χειρότερα από ότι αν έμενε στον πάτο της πισίνας, αλλά κι αυτό ακόμα είχε περιοριστεί χάρη στους φίλους του. Πρώτα ο Κάλουμ και μετά ο Σμιτ, ο οποίος ενημερώθηκε αμέσως για την κατάσταση, δεν τον άφηναν στιγμή μόνο του.

Επέμεναν να πηγαίνουν σε όλα τα μαθήματα και εργαστήρια, ενώ με την πρόφαση ότι χρειαζόντουσαν βοήθεια στις εργασίες τους, τον έσερναν μαζί ακόμα και στη βιβλιοθήκη ή το αναγνωστήριο. Στην εστία, είχε πάντα κάποιον από τους δύο μαζί του ενώ τα απογεύματα, φρόντιζαν να τον κρατούν απασχολημένο με την έρευνα για την πρόταση του Μπονέ, την οποία επιτέλους είχε πάρει σοβαρά.

Είχε διαβάσει όλο το υλικό που του είχε στείλει ο Γάλλος καθηγητής, ενώ η πλοήγηση του στο διαδίκτυο, τον είχε εφοδιάσει με αρκετές ακόμα πληροφορίες, τις οποίες συζητούσε με τους κολλητούς του κατά τη διάρκεια των γρήγορων γευμάτων τους στο “La Coeur”. Το μπιστρό είχε προσωρινά αντικαταστήσει τις εξόδους τους στο Element, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί ο Γκράχαμ μακριά από το αλκοόλ και φυσικά τον Τσάρλι.

Ειδικά γι’ αυτό το τελευταίο, ο Γκράχαμ πίστευε πως είχε βάλει το χεράκι του κι ο Τζέιμς, αν και πραγματικά, δεν καταλάβαινε τι νόμιζαν οι φίλοι του πως θα γίνει. Μήπως με το που αντίκριζε τον Τσάρλι, θα του πετούσε το γάντι προκαλώντας τον σε μονομαχία ή μήπως θα του ριχνόταν για μια μάχη σώμα με σώμα σαν αμερικάνικη ταινία; Στο κάτω κάτω, δεν του έφταιγε και τόσο για τα χάλια του. Κάτι που ζήτησε από το Κάλουμ να μάθει όταν βγήκε από τη «σπηλιά» του, ήταν αν  η Σεσίλια είχε φύγει χωρίς τον Τσάρλι για την Ισπανία κι έτσι ήταν τελικά, οπότε μάλλον βρίσκονταν στην ίδια μοίρα.

Στην αρχή, τα παιδιά θεώρησαν πως το “La Coeur” ήταν πολύ κακή ιδέα, αφού η Σεσίλια είχε κάνει κι από εκεί το πέρασμα της, όμως ο Γκράχαμ άσκησε βέτο. Πρώτον, ήταν ένα από τα αγαπημένα του μέρη πριν τη γνωρίσει και δεύτερον, δεν ήταν ήρωας σε σαπουνόπερα ώστε με το που δει το τραπέζι και τη θέση της πρώην κοπέλας του, να λιποθυμήσει από τη συγκίνηση. Έτσι μετά από δυο τρεις άγριες ματιές στους κολλητούς του, που είχαν ακόμα τις επιφυλάξεις τους, πήγαν για την καθιερωμένη τους μπαγκέτα.

Η αλήθεια ήταν πως εκείνη την πρώτη φορά, λίγο έλειψε η βόλτα τους να καταλήξει σε φιάσκο όταν η Σοφί, αφού εντόπισε τον Γκράχαμ και την παρέα του, τους πλησίασε με χαμόγελα και παράπονα πως τους είχε χάσει κι άρχισε να τον ρωτά για την κοκκινομάλλα φιλενάδα του. Όσο εκείνος την κοιτούσε και της εξηγούσε με σταθερή φωνή, ότι η Σεσίλια έλειπε στο εξωτερικό, ένιωθε τα χέρια του Κάλουμ να πηγαινοέρχονται πίσω από την πλάτη του, δημιουργώντας μικρά ρεύματα λόγω των νευρικών κινήσεων, στην προσπάθεια του να την «κόψει». Η Σοφί, δεν άργησε να καταλάβει και με ένα ανεπαίσθητο νεύμα προς τον Κάλουμ, που ακόμα κι ο Γκράχαμ που στεκόταν μπροστά της δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει, άλλαξε θέμα και τους πρόσφερε ένα από τα καλύτερα της τραπέζια, ενώ στο τέλος του χορταστικού τους σνακ, έστειλε χαιρετώντας τους από το μπαρ, ένα τεράστιο προφιτερόλ που ήταν και η σπεσιαλιτέ της.

Οι τρείς τους, έπεσαν σαν τα αγρίμια πάνω του και το κατασπάραξαν στο λεπτό, συζητώντας παράλληλα για τη Γαλλία, αφήνοντας το θέμα της Σεσίλια να ξεχαστεί αν κι ο Γκράχαμ, αισθανόταν την υπερένταση του Κάλουμ και του Σμιτ, όπως και την υπερπροσπάθεια τους να τροφοδοτούν τη συζήτηση συνεχώς.

Οι επόμενες φορές ήταν καλύτερες και σίγουρα καλύτερα, ήταν τα κεράσματα της ιδιοκτήτριας, που ήταν λες  και πάσχιζε να απαλύνει την ερωτική απογοήτευση του Γκράχαμ μπουκώνοντας τον με λιχουδιές. Οι φίλοι του πάντως, δεν παραπονιόντουσαν καθόλου σε σχέση με αυτό το κομμάτι.

Τον πρώτο καιρό, είχε εκτιμήσει τόσο πολύ την στάση της παρέας του. Μέχρι που άρχισε να κουράζεται. Εκτός του ότι είχαν εξαντλήσει πια το θέμα της πρότασης για τη Γαλλία, με τη μόνη λεπτομέρεια να είναι ότι δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα δεχόταν, είχαν εξαντλήσει και τα θέματα των υπόλοιπων. Με το να είναι όλη μέρα μαζί, ουσιαστικά είχαν ξεμείνει από νέα. Η ανάγκη του για λίγη μοναξιά, ήταν πιο επιτακτική από ποτέ.

Έτσι ένα απόγευμα, δήλωσε στους φίλους του πως δε θα τους ακολουθούσε στην καθιερωμένη τους βόλτα, αλλά θα πήγαινε να κάνει μερικούς γύρους στην πισίνα. Ο Κάλουμ και ο Σμιτ, αμέσως προσφέρθηκαν να τον συνοδέψουν και παρά το ότι ο Γκράχαμ πρόβαλε επιχειρήματα για να τους δώσει να καταλάβουν πως ήθελε  να μείνει μόνος, χωρίς να τους πει κατάμουτρα πως κόντευε να τρελαθεί από την τόση υποστήριξη, τελικά έγινε το δικό τους.

Γρήγορα όμως, όλοι τους κατάλαβαν πως ο χώρος της πισίνας ήταν ένα μέρος στο οποίο μόνο ο Γκράχαμ είχε να κάνει κάτι που του άρεσε πραγματικά. Όση ώρα εκείνος κολυμπούσε, ο Σμιτ μπαινόβγαινε στο νερό για να απαντάει στα μηνύματα της Ελίζ και ο Κάλουμ, που βαριόταν κάθε είδους σωματικής άσκησης, απλά ισορροπούσε στην επιφάνεια του νερού, χρησιμοποιώντας το στόμα του ή τα χέρια του για να εκτοξεύει νερό στον Γκράχαμ, που περνούσε κάθε τόσο από δίπλα του.

Δε χρειάστηκε δεύτερη φορά για να πειστούν πως ο Γκράχαμ, είχε πια επανέλθει. Μετά από τη μάλλον τραγική κατάληξη εκείνου του απογεύματος, οι δύο φίλοι του τον άφηναν στην ησυχία του όταν τους έλεγε πως θα πήγαινε για κολύμπι κι έτσι τα πράγματα, ξανάγιναν φυσιολογικά για όλους.

Το σημερινό βράδυ, ήταν ένα από εκείνα που είχε αφιερώσει στον εαυτό του. Υποτίθεται ότι ερχόταν εδώ για να χαλαρώσει και να μη σκέφτεται, όμως όσο και να κούραζε τον εαυτό του, πάντα η Σεσίλια έβρισκε τρόπο να τρυπώνει στο μυαλό του κι εκείνος το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να προσπαθεί να καλύψει τα συναισθήματα του με οποιαδήποτε άλλη σκέψη, αφού όσο και να κλωθογύριζε τα όσα είχαν συμβεί, δεν έβρισκε ουσιαστική λύση.

Ένας από τους λόγους που προτιμούσε να έρχεται αργά στο γυμναστήριο, ήταν επειδή σπάνια χρησιμοποιούσε κανείς το χώρο της πισίνας τέτοιες ώρες, γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξη του, όταν κάποια στιγμή που γύρισε το πρόσωπο του για να πάρει ανάσα, πρόσεξε την οικεία, μα θολή φιγούρα ενός ατόμου να πλησιάζει.

Σήκωσε το κεφάλι του βγάζοντας παράλληλα τα γυαλιά που φορούσε. Κοίταξε ξανά τη φιγούρα, την οποία πλέον, έβλεπε ολοκάθαρα. Η Λόρνα πλησίαζε την άκρη της πισίνας από τη μεριά του βατήρα, φορώντας τζιν παντελόνι και μακό μπλούζα. Στο ένα της χέρι κρατούσε μια απλή τσάντα και την καμπαρτίνα της, ενώ στο άλλο ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες. Ο Γκράχαμ κοίταξε τα πόδια της παραξενεμένος. Ήταν ξυπόλητη και το μόνο που χώριζε το γυμνό δέρμα των πελμάτων της από το να ακουμπά το κρύο πλακάκι, ήταν τα πλαστικά προστατευτικά σακουλάκια που παραχωρούσε το γυμναστήριο σε όσους κατέβαιναν στην πισίνα.

«Μη με κοιτάς έτσι! Τα τακούνια  μου θα τα ξέσκιζαν. Είναι τόσο λεπτά», απάντησε η Λόρνα στο απορημένο του βλέμμα δείχνοντας μία τα παπούτσια της και μία τα σακουλάκια στα πόδια της.

«Και φαντάζομαι ότι οι γόβες είναι το καταλληλότερο υπόδημα όταν επισκέπτεται κανείς ένα γυμναστήριο σωστά;»

«Είναι, όταν έχεις στυλ!». Παράτησε τα πράγματα της δίπλα στο βατήρα, όπου και ο Γκράχαμ ακουμπούσε την πετσέτα του, έλεγξε αν υπήρχαν νερά και ανέβηκε πάνω του προσεκτικά. Χωρίς να προχωρήσει πολύ, κάθισε έχοντας τα πόδια της να κρέμονται από τις δύο πλευρές του. Όσο και να τέντωνε τις άκρες των δαχτύλων της, δεν μπορούσε να ακουμπήσει το νερό. Ο Γκράχαμ κολύμπησε προς το μέρος της.

«Όχι ότι δε χαίρομαι που σε βλέπω, αλλά τι στο καλό κάνεις εδώ; Θα έπαιρνα όρκο ότι δεν είχες ιδέα σε ποιο γυμναστήριο έρχομαι», της είπε όταν έφτασε κοντά της.

«Δε θα βγεις από εκεί να μιλήσουμε»;

«Όχι, προτιμώ το ζεστό νερό. Στο θέμα μας, τι κάνεις εδώ»; επέμενε ο Γκράχαμ.

«Φφφ καλά πια, πως κάνεις έτσι; Ήρθα να σε δω»!

«Εδώ»;

Η Λόρνα αγνόησε τη γκριμάτσα του αδερφού της και βολεύτηκε καλύτερα στο βατήρα χαζεύοντας γύρω της το χώρο και τα παιχνιδίσματα του νερού με το φως, που στόλιζαν παράξενα τους τοίχους.

«Ναι, γιατί όχι; Μια χαρά είναι εδώ», του απάντησε αδιάφορα κι όταν ο Γκράχαμ ανασήκωσε τα φρύδια του περιμένοντας, η Λόρνα αναστέναξε και συνέχισε. «Εντάξει σε έπαιρνα και ήταν κλειστό κι είχα να σου μιλήσω από χτες. Ε, πήρα τον Κάλουμ κι είπε ότι θα είσαι εδώ. Ήρθα να δω αν είσαι όντως εδώ».

«Μάλιστα! Αυτό θα έχουμε τώρα δηλαδή; Κάθε φορά που θα μου τελειώνει η μπαταρία, θα παίρνεις τους φίλους μου τηλέφωνο για να ρωτήσεις που είμαι»; της είπε νευριασμένα.

«Ανησύχησα πολύ», παραπονέθηκε δαγκώνοντας τα χείλη της.

Μιας και σπάνια έβλεπε την μεγάλη του αδερφή με αυτό το ύφος, ο Γκράχαμ προτίμησε να μην επιμείνει άλλο. «Είμαι μια χαρά Λόρνα, αλήθεια», της είπε τελικά και φτάνοντας στην άκρη της πισίνας, ακούμπησε τα χέρια του στα πλακάκια και στηρίζοντας το βάρος του εκεί, βγήκε από το νερό ραντίζοντας τα πάντα με χοντρές σταγόνες.

«Ει, έκανες χάλια την τσάντα μου», του γκρίνιαξε και με το που γύρισε να τον κοιτάξει, το σαγόνι της έπεσε από την έκπληξη. « Τι είναι αυτό; Πότε το έκανες»;

Ο Γκράχαμ κοίταξε το σώμα του και κατάλαβε πως η Λόρνα, μιλούσε για το τατουάζ του φοίνικα στο μπράτσο του. Που να δει και την πλάτη μου, σκέφτηκε και δοκίμασε να αλλάξει θέμα.

«Νόμιζα ήθελες να βγω για να μιλήσουμε. Εδώ είμαι λοιπόν».

Ο Γκράχαμ πήρε την πετσέτα του προσέχοντας να μην γυρίσει την πλάτη του προς το μέρος της και την έριξε πάνω του, κρύβοντας το τατουάζ με το όνομα της Σεσίλια γραμμένο στα πέταλα του Silene Tomentosa, που επιτέλους είχε μάθει να προφέρει. Σκούπισε το πρόσωπο του με τη μία της άκρη, προσπαθώντας να μη δείχνει νευρικός.

«Αν είναι να έχεις αυτό το ύφος, καλύτερα να φύγω. Τουλάχιστον, επιβεβαίωσα ότι ζεις».

«Καμιά φορά, μπερδεύομαι ξέρεις… Δεν μπορώ να καταλάβω αν αντιγράφει η Άιλα εσένα, ή εσύ την Άιλα», γέλασε ο Γκράχαμ με το δραματικό ύφος της αδερφής του. Τελικά του χαμογέλασε κι εκείνη και κατέβηκε από το βατήρα για να τον πλησιάσει. Του έδειξε ένα σημείο στο χείλος της πισίνας και κάθισε κάτω, διπλώνοντας τα πόδια της μπροστά της, με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατα της. Ο Γκράχαμ, κάθισε δίπλα της με την πετσέτα στους ώμους, βουτώντας τα πόδια του στο νερό. «Θες να μάθεις τι έγινε. Γι’ αυτό ήρθες».

Δεν ήταν ερώτηση, η Λόρνα όμως έγνεψε. «Όχι ότι δεν το περίμενα… Τέλος πάντων, τα πράγματα έχουν ως εξής. Θυμάσαι εκείνη την κοπέλα που έβλεπα; Εκείνη που σου ανέφερε η Άιλα… εεε να, χωρίσαμε και μάλλον δεν το χειρίστηκα πολύ καλά το θέμα».

«Γαμώτο… πάνω που είχα αρχίσει να τη συμπαθώ. Τι σου έκανε»;

«Τίποτα, ήταν μια παρεξήγηση και τι εννοείς είχες αρχίσει να τη συμπαθείς; Ούτε καν την είχες δει».

«Τη συμπάθησε η Άιλα, είχε περάσει ένα ισχυρό τεστ. Κι άλλωστε μετά την Γκρέις…», του εξήγησε με ανασηκωμένα φρύδια.

«Πως τα πάει αλήθεια;»

Η Λόρνα ρουθούνισε άκεφα. «Καλά υποθέτω. Έχει κερδίσει τους πάντες στο γραφείο και έχω την εντύπωση πως ο πατέρας μας, ίσως και να θέλει να την υιοθετήσει. Ο μόνος λόγος που θα το επέτρεπα να ξέρεις, θα ήταν επειδή έτσι θα γλύτωνες μια για πάντα από τα νύχια της».

«Ναι, αλλά ζήτησες τη βοήθεια της, άρα μάλλον έχεις αρχίσει να αλλάζεις γνώμη…»

«Εντάξει, εντάξει είναι πολύ καλή στη δουλειά της και προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα, μπλα μπλα, μπλα». Έκανε μια παύση και σαν να μην της φαινόταν κάτι σωστό συμπλήρωσε, «Τις προάλλες, χειρίστηκε έναν πελάτη κι έσωσε την εταιρία από ένα ανώφελο δικαστήριο. Και ίσως να εκτιμώ το ότι ενδιαφέρθηκε όταν της είπα πως σε ψάχνουμε και το ότι βοήθησε». Η Λόρνα τον κοίταξε που με κόπο συγκρατούσε ένα χαμόγελο και ξέσπασε. «Αυτό δε σημαίνει πως θέλω να σε περιτριγυρίζει, οπότε πάμε πάλι στην Σεσίλια. Ακούω τι έγινε»!

Δεν είχε φανταστεί πόσο θα τον πονούσε να τα ξαναθυμηθεί όλα. Και πιο πολύ, πόσο θα τον πονούσε να ξαναζήσει εκείνη τη στιγμή του καυγά τους και το σκοτεινό διάστημα που ακολούθησε μετά. Δεν τα είπε όλα στη Λόρνα κι αυτό, ήταν κάτι που δεν είχε ξανακάνει, μιας και η μεγάλη του αδερφή, υπήρξε κάτι σαν εξομολόγος του από την παιδική τους ακόμα ηλικία, είτε επειδή ήξερε πως θα έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει, είτε επειδή δεν μπορούσε να ξεφύγει από την επιμονή της. Μα τώρα, δεν ήταν πια παιδιά και εκείνος, ήταν διαφορετικός. Χρειαζόταν μεν τη στήριξη της, αλλά δεν είχε νόημα να της εξηγήσει πόσο ευτυχισμένος υπήρξε με τη Σεσίλια. Δεν θα καταλάβαινε πόσο χαρούμενος ήταν κοντά της.

Περιορίστηκε στον τσακωμό τους και στην όλη παρεξήγηση, τονίζοντας ξανά και ξανά, πως η Γκρέις, δεν έφταιγε σε τίποτα, μέχρι που κατέληξε να της πει πως η Σεσίλια είχε φύγει χωρίς να πει ούτε κουβέντα, οπότε και εισέπραξε ένα κούνημα του κεφαλιού της και ένα ζεστό χάδι στη ράχη του χεριού του. Με μια τσιμπιά ενοχής, αισθάνθηκε πως ο μόνος λόγος που της έλεγε τι είχε συμβεί, ήταν για να δικαιολογηθεί για την μετέπειτα κατρακύλα του, αλλά η Λόρνα του κράτησε το χέρι και τον κοίταξε με συμπόνια.

«Την αγαπάς ε»;

Τα γράμματα του ονόματος της στην πλάτη του, τον έτσουξαν σαν ανοιχτές πληγές. «Ίσως το παραδέχομαι για πρώτη φορά στον εαυτό μου, μα νομίζω πως δεν έχει σημασία πια τι αισθάνομαι».

Η κοπέλα, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά αυτή τη φορά και οι πυρόξανθες μπούκλες της, χοροπήδησαν σαν μικρά ελατήρια. «Είναι το μόνο που έχει σημασία. Και τώρα τι θα κάνεις; Έχεις αποφασίσει»; τον ρώτησε.

«Τι μπορώ να κάνω; Έφυγε και δεν ξέρω το πότε θα ξαναγυρίσει ή αν θα ξαναγυρίσει και πραγματικά ακόμα κι αν γυρνούσε τελικά αύριο ή και τώρα, δεν ξέρω πως θα μπορούσε να σωθεί η κατάσταση. Το γυαλί ράγισε δε λένε;»

«Αν το θέλετε κι οι δύο, όλα φτιάχνουν αλλά Γκράχαμ, δεν εννοούσα αυτό όταν σε ρώτησα τι θα κάνεις. Εννοούσα τι θα κάνεις για σένα»;

«Δεν καταλαβαίνω», απόρησε.

«Το είπες και μόνος σου! Δεν ξέρεις αν θα γυρίσει η Σεσίλια. Τι θα κάνεις λοιπόν; Δεν μπορείς να την περιμένεις για πάντα, σωστά; Έχεις επιλογή όμως… μπορείς να προχωρήσεις. Κοίτα, ο Κάλουμ μου είπε για τη Γαλλία…»

«Ο Κάλουμ έχει πολύ μεγάλο στόμα και αν τον πιάσω στα χέρια μου…», γρύλισε ο Γκράχαμ, όμως η Λόρνα τον διέκοψε.

«Είναι φίλος σου και έκανε αυτό που νόμιζε καλύτερο. Επίσης στο συγκεκριμένο θέμα έχει απόλυτο δίκιο, θα είναι τρομερή βλακεία αν αφήσεις αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη».

«Ναι μπορώ να τον φανταστώ να το λέει αυτό», μουρμούρισε.

«Λοιπόν»; τον ρώτησε σπρώχνοντας ένα υγρό τσουλούφι από το μέτωπο του.

«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα».

«Μιλάμε για το μέλλον σου Γκράχαμ. Σου θυμίζω πόσο έχεις παλέψει για τη σχολή σου, για το πτυχίο σου και τώρα που είσαι στο τσακ να πραγματοποιήσεις τα όνειρα σου, μου λες ότι διστάζεις να τα ακολουθήσεις; Γιατί; Για έναν έρωτα που δεν πήγε όπως ήθελες»; Η Λόρνα είχε ισιώσει το σώμα της και είχε ανεβάσει τον τόνο της φωνής της, κάνοντας τον Γκράχαμ να μετανιώσει που της είχε μιλήσει. Όταν είδε πως δεν της απαντούσε, χαλάρωσε κάπως, χωρίς όμως να χάσει το ύφος της δασκάλας που μαλώνει το μαθητή της. «Πρέπει να πας. Πρέπει να σκεφτείς την καριέρα σου και πόσο θα σε βοηθήσει όλο αυτό».

Η σιωπή του Γκράχαμ, γέμισε εκκωφαντικά την παύση της αδερφής του, μα ήταν προφανές, πως η Λόρνα δεν είχε πει όσα ήθελε. «Το να κάθεσαι εδώ και να κλαις τη μοίρα σου για μια κοπέλα, δεν είναι του χαρακτήρα σου, ξέρεις. Δεν σου ταιριάζει. Πήγες κόντρα στον Γουάλι, έστειλες την Γκρέις από κει που ήρθε και τώρα που πρέπει να είσαι πιο μάχιμος από ποτέ, τώρα έχεις ενδοιασμούς; Σκέψου Γκράχαμ, σε παρακαλώ σκέψου λογικά».

«Λες να μην τα ξέρω όλα αυτά; Λες να μην τα σκέφτομαι ξανά και ξανά; Όλη μέρα, κάθε μέρα», εξερράγη ο Γκράχαμ και σηκώθηκε όρθιος, ξεκινώντας να βηματίζει πέρα δώθε, με τα νερά να στάζουν από τα πόδια του στο πάτωμα. «Ξέρω πολύ καλά, ποιο είναι το καλύτερο για το μέλλον μου και ξέρω πως οποιοσδήποτε άλλος, θα είχε ήδη φύγει για τη Γαλλία. Μα είμαι ακόμα μουδιασμένος. Τα έχω όλα μπερδεμένα στο κεφάλι μου και εκεί που λέω ότι βρήκα την άκρη, καταλήγω πάλι πίσω, στην αρχή».

«Είναι πιο απλό από όσο πιστεύεις. Αν δεν είχες τσακωθεί με τη Σεσίλια, αν εκείνη δεν είχε φύγει και βρισκόταν εδώ μαζί σου, θες να μου πεις πως θα σκεφτόσουν να αγνοήσεις αυτή την πρόταση, απλά και μόνο για να είσαι μαζί της; Πιστεύω πως όχι κι αν εκείνη αξίζει όσο λες, πιστεύω πως θα σου έλεγε το ίδιο πράγμα. Μην αφήσεις τα συναισθήματα μια στιγμής, να καθορίσουν ολόκληρη τη ζωή σου. Δεν έχεις τίποτα άλλο να σκεφτείς. Από αύριο ξεκινάς να ετοιμάζεσαι», του είπε σοβαρά η Λόρνα καθώς σηκωνόταν κι εκείνη. Ο Γκράχαμ την κοιτούσε αποσβολωμένος, προσπαθώντας να χωνέψει τα τελευταία της λόγια και το πόσο του θύμιζαν κάποιον άλλον.

«Δεν μπορεί να το λες εσύ αυτό. Εσύ πάντα προσπαθούσες να με καταλάβεις».

«Ναι, μα τώρα δεν μπορώ».

«Δε θες… δε θες να καταλάβεις. Όπως κι εκείνος. Κάνεις ακριβώς, ότι κι εκείνος», είπε με πίκρα ο Γκράχαμ και παρακολούθησε το χρώμα να φεύγει από το πρόσωπο της αδερφής του. Της γύρισε την πλάτη και έκανε να φύγει για τα αποδυτήρια, μα την άκουσε να τον φωνάζει πριν βγει ακόμα από το δωμάτιο. Σταμάτησε κι εκείνη τον πρόλαβε στην πόρτα.

«Γκράχαμ!! Περίμενε! Έχεις δίκιο. Συγνώμη Γκράχαμ, δεν έπρεπε να σε πιέσω, ούτε να σου μιλήσω έτσι».

Γύρισε προς το μέρος της κι έδειχνε έτοιμη να κλάψει. Κάτι στο βλέμμα της, που πριν θύμιζε τόσο τον απόμακρο, επικριτικό και επαγγελματία Γουάλι, τώρα έμοιαζε περισσότερο με το ζεστό σοκολατί χρώμα, που έβλεπε στα πάντα γελαστά μάτια της Άιλα. Ήταν ξανά η αδερφή του. Η μεγάλη του αδερφή, που μέχρι να την περάσει στο ύψος, τον κυνηγούσε γύρω από τα έπιπλα του σπιτιού και του έπαιρνε τα παιχνίδια όποτε της χαλούσε χατίρι. Η αδερφή που τον βοήθησε να διορθώσει τη λανθασμένη επιλογή της σχολής του και τον κερνούσε γεύματα τον πρώτο καιρό που έφυγε από το σπίτι και μέχρι να βρει δουλειά. Πώς να της κρατήσει κακία;

Τον πλησίασε διστακτικά κι ύστερα τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Γκράχαμ ξεπέρασε το αρχικό σοκ κι ανταπέδωσε την αγκαλιά της, δοκιμάζοντας να αστειευτεί για να αποφορτιστεί η σκηνή. «Κάποια αύριο θα με κατηγορεί για τα κατεστραμμένα ρούχα της».

«Δε με νοιάζει», του είπε αφήνοντας τον και σκουπίζοντας τα βουρκωμένα μάτια της. «Δεν έπρεπε να τα πω αυτά, δεν ξέρω τι με έπιασε, αλλά δεν μπορώ να σε βλέπω να φτάνεις τόσο κοντά στο στόχο σου και να παραδίδεις τα όπλα».

«Δεν είναι έτσι Λόρνα, δεν τα παρατάω. Απλά θέλω το χρόνο μου. Δε θέλω  να πάρω μια απόφαση απλά επειδή πρέπει, ή επειδή αυτό θα έκανε κάποιος άλλος, ή επειδή αυτό είναι το σωστό και το λογικό».

«Μάλλον δεν έχει νόημα να πω κάτι άλλο ε»; τον ρώτησε αντιλαμβανόμενη την ήττα της.

«Μάλλον όχι», επανέλαβε εκείνος, τσιμπώντας τη μύτη της για να την πειράξει.

Του χαμογέλασε επιτέλους και πήγε να πάρει τα πράγματα της. Γλίστρησε λίγο στα νερά που είχε σκορπίσει στο διάβα του ο Γκράχαμ, μα ευτυχώς ισορρόπησε, αφήνοντας παράλληλα  μια βλαστήμια και όταν γύρισε ξανά κοντά του, το ύφος της ήταν παιχνιδιάρικο. «Έχω ένα ακόμα χαρτί ξέρεις...»

«Ωχ, τι πάλι»; τόλμησε να ρωτήσει.

«Μου χρωστάς αδερφούλη, θυμάσαι»;

«Αλήθεια τώρα; Θα χρησιμοποιήσεις τη χάρη που σου χρωστάω, γι’ αυτό; Θες να με ξεφορτωθείς περισσότερο από όσο νόμιζα», γέλασε όταν θυμήθηκε για την υπόσχεση του να της χρωστάει, όταν της ζήτησε να βοηθήσει την Γκρέις.

«Χμμ, όχι λες»; τον κοίταξε σκεφτική για μερικά δευτερόλεπτα, σαν να ζύγιζε στο μυαλό της τα υπέρ και τα κατά μιας κατάστασης. «Μπα, έχεις δίκιο. Πιστεύω σε σένα Γκράχαμ. Πάρε το χρόνο σου και θα κάνεις το σωστό, όπως και να χει. Την κρατάω την χάρη για κάποια άλλη φορά».

«Κάτι μου λέει ότι έκανα χαζομάρα ε»;

Ανασήκωσε τους ώμους της και του έδωσε τα παπούτσια της, για να μπορέσει να φορέσει τη καμπαρτίνα της. «Τι λες, πάμε να τσιμπήσουμε τίποτα; Υπόσχομαι να μην πω τίποτα άλλο για τη Γαλλία», πρότεινε καθώς έπαιρνε πίσω τις γόβες της.

Ο Γκράχαμ συμφώνησε και της είπε να περιμένει στην υποδοχή του πάνω ορόφου, μέχρι να ετοιμαστεί. Αφού έκανε ένα γρήγορο ντους και ντύθηκε, πήρε τον σάκο του κι ανέβηκε πάνω. Η αδερφή του, τον περίμενε καθισμένη σε έναν δερμάτινο καναπέ, έχοντας βγάλει τα σακουλάκια από τα πόδια και φορώντας πλέον τα παπούτσια της. Ο Γκράχαμ χαιρέτησε τον Μπέρνι, που μόλις ξεκινούσε τη βραδινή του βάρδια και πιάνοντας αγκαζέ τη Λόρνα, βγήκαν στο δρόμο.

Μερικά μέτρα παραπέρα, ο ήχος από ένα κινητό διέκοψε τη συζήτηση τους κι ο Γκράχαμ ασυναίσθητα έψαξε για το δικό του, μα θυμήθηκε πως δεν είχε μπαταρία κι έτσι κοντοστάθηκε, ώσπου η Λόρνα να βρει το δικό της στην τσάντα της.

«Α, μήνυμα από τον Κάλουμ», τον ενημέρωσε. «Με ρωτάει αν είσαι καλά, ή αν πνίγηκες».

«Σαν να μου φαίνεται ότι υπάρχει λίγη παραπάνω επικοινωνία μεταξύ σας από ότι πρέπει»; ρώτησε ο Γκράχαμ όλο νόημα, όσο εκείνη πληκτρολογούσε την απάντηση της. Με το  που αντιλήφθηκε τι ήθελε να της πει, τίναξε το κεφάλι της και τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της.

«Τι; Πλάκα κάνεις έτσι; Έχεις δει πως ντύνεται»; Ο Γκράχαμ με τα χέρια στις τσέπες του τζιν έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, χαμογελώντας της κοροϊδευτικά. Το σχόλιο του, άξιζε τον κόπο μόνο και μόνο, για να δει την έκφραση της Λόρνα και παρά τα εκνευρισμένα της σκουντήματα, ήταν σίγουρος πως αν δε βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο, θα ξεκινούσε να τον κυνηγάει μέχρι να τον κάνει να πει «Παραδίνομαι».

 

Έριξε μια ματιά τριγύρω. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα. Τα λιγοστά του έπιπλα είχαν καλυφθεί και τα απαραίτητα για τους μήνες που θα έλειπε, βρίσκονταν στις βαλίτσες του.

Όλα όσα είχε σημειώσει στη λίστα του, είχαν εκτελεστεί με τη σειρά. Ενημέρωσε τον καθηγητή Άτκινσον πως θα δεχόταν με χαρά την πρόταση του Μπονέ, συγκέντρωσε όλα τα αναγκαία έγγραφα για να μπορέσει να δικαιολογήσει την απουσία του από τη σχολή κι αφού έλαβε την ευλογία του αφεντικού του, κοντολογίς μια απλή χειραψία που ομολογουμένως τον ξάφνιασε, καθώς δεν ήταν συνηθισμένος σε κανενός είδους αβρότητες, πέρασε στο επόμενο στάδιο.

Φρόντισε να μάθουν οι φίλοι και η οικογένεια του τα σχέδια του, αφήνοντας άφωνη τη μητέρα του που δεν είχε ιδέα και προκαλώντας αναστεναγμούς ανακούφισης στους υπόλοιπους. Στο τέλος, το μόνο που είχε μείνει πια, ήταν να προετοιμαστεί ο ίδιος.

Καθάρισε σχολαστικά το δωμάτιο του και μια βδομάδα πριν την αναχώρηση του, άνοιξε στο πάτωμα τρεις βαλίτσες κι άρχισε να στοιβάζει μέσα τους τα υπάρχοντα του. Σύντομα, συνειδητοποίησε πως δε θα του ήταν εύκολο να μαζέψει τα πράγματα του για το ταξίδι και την παραμονή του σε μια ξένη χώρα.

Αρχικά, ήταν χαρούμενος που επιτέλους είχε πάρει μια απόφαση και ο νέος του στόχος, του έδωσε μια διαφορετική ενέργεια, μα όταν έπεσε στα χέρια του το μαντήλι που είχε ξεχάσει η Σεσίλια στο δωμάτιο του, τα παράτησε όλα όπως ήταν και βγήκε μια βόλτα για να ηρεμίσει. Γύρισε ώρες αργότερα κι αφού άνοιξε μια χάρτινη κούτα, το έριξε στον πάτο της με σκοπό να μην το σκεφτεί ξανά, τουλάχιστον όχι μέχρι να ολοκληρώσει τις ετοιμασίες του.

Βρήκε κι άλλα αντικείμενα που έκρυβαν αναμνήσεις. Άλλες έφερναν μικρά χαμόγελα στα χείλη του κι άλλες, τον έκαναν να θέλει να κάνει μια ολοκληρωτική διαγραφή μνήμης.

Ενθύμια από τη σχέση του με την Γκρέις, μικρά δωράκια, κάποια ρούχα που του είχε αγοράσει, ή και παλιές τους φωτογραφίες όπως εκείνη που είχε σε κορνίζα, τώρα βρίσκονταν σε μια κούτα κάτω από το κρεβάτι του. Δεν ήθελε να τα πετάξει, ήταν άλλωστε μεγάλο κομμάτι της ζωής του και τώρα πια, που τη θεωρούσε μια καλή φίλη, δεν του φαινόταν σωστό να ξεφορτωθεί οτιδήποτε είχε αγγίξει σαν να ήταν κάτι μιαρό, όμως δε θα άντεχε να τα συναντάει καθημερινά όταν γύριζε. Ήλπιζε ότι αυτό το ταξίδι, ήταν κάτι παραπάνω από μια επαγγελματική ευκαιρία. Ήταν μια ανάσα ζωής, σε κάποιον που πνιγόταν κι όλα αυτά που είχε συγκεντρώσει και κρύψει, ήταν σαν τα βαρίδια που τόσο καιρό, τον πήγαιναν προς τον πάτο.

Σε μια διαφορετική κούτα και παρέα με το μαντήλι της Σεσίλια, βρίσκονταν άλλα αντικείμενα, όπως το κερί με το άρωμα βανίλιας που τόσο της άρεσε, το μαλακό μπλουζάκι που φορούσε όταν περνούσαν τη νύχτα στην εστία. Το ξεχασμένο κασκόλ του που της είχε παραχωρήσει, και που αν και πάντα εκείνος το τύλιγε γύρω από το δικό της λαιμό όταν έβγαιναν, κάποιο ζεστό βράδυ στις αρχές του Μάρτη είχε παραμείνει στο δωμάτιο του. Το λαστιχάκι από τα μαλλιά της, έχοντας με αυτό τυλιγμένο το νέο σχέδιο που είχε φτιάξει μόνο για εκείνον, και φυσικά, το σκίτσο που τα προκάλεσε όλα.

Ο φοίνικας, αναπαυόταν πάνω από το πουλόβερ –που παρά τρίχα είχε γλιτώσει από τον κάδο των αχρήστων- το οποίο φορούσε τη μέρα που τη γνώρισε και που παρά το ότι ήταν δώρο της Γκρέις, η Σεσίλια το είχε κατακτήσει δικαιωματικά. Είχε κοιτάξει τη σκισμένη σελίδα του μπλοκ, για πολύ ώρα πριν μπορέσει να την αποχωριστεί, μα δεν ήταν στ’ αλήθεια αποχωρισμός. Ακόμα κι αν δεν άνοιγε ποτέ ξανά αυτή την κούτα, ή ακόμα κι αν δεν έβλεπε ποτέ ξανά τη Σεσίλια, θα την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Τον είχε σημαδέψει όχι μόνο συναισθηματικά, αλλά κυρίως σωματικά.

Δε θα αφαιρούσε κανένα από τα τατουάζ του, ό,τι και να γινόταν. Ήταν πλέον κομμάτι του. Ο Κάλουμ κι ο Τζέιμς, σε μια τους επίσκεψη για να τον βοηθήσουν, είχαν αφήσει να εννοηθεί, ότι ίσως αν τα ξεφορτωνόταν να ήταν καλύτερα, όμως ο Γκράχαμ διαφώνησε κάθετα και δεν άφησε τον Τζέιμς, ούτε καν να προφέρει το όνομα της ειδικού που είχε ήδη βρει κι έτσι, δεν το συζήτησαν ποτέ ξανά.

Αντίθετα ο Κάλουμ, βρήκε πάλι τον τρόπο να του φτιάξει το κέφι, κοροϊδεύοντας τον για τις κούτες με τα πράγματα που είχε ξεχωρίσει, λέγοντας του, ότι αν συνέχιζε έτσι με τις σχέσεις του, σύντομα θα μπορούσε να ανοίξει το δικό του σύγχρονο μουσείο αποτυχημένων ερωτικών δεσμών και ότι η αρχαιολογία, θα έτρωγε τη σκόνη του.  Ο Γκράχαμ γέλασε με το αστείο του, αλλά ευχήθηκε μέσα του αυτό να μην πραγματοποιηθεί ποτέ.

Κοίταξε το ρολόι του χεριού του και υπολόγισε, ότι σύντομα έπρεπε να φύγει για το αεροδρόμιο. Η αδερφή του είχε προσφερθεί να τον πάει, μα ο Γκράχαμ προτίμησε να χαιρετήσει εκείνη, τη μητέρα του και την Άιλα την προηγούμενη μέρα και να αποφύγει τους δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς στο αεροδρόμιο.

Συναντήθηκαν στο κλασσικό πια, “La Coeur” και γευμάτισαν εκεί. Η μητέρα του, που έμαθε τα σχέδια του κάπως πιο αργά, αφού είχε βάλει την Λόρνα να ορκιστεί πως δε θα της έλεγε κάτι πριν οριστικοποιηθούν οι διαδικασίες, προσπαθούσε να δείχνει χαρούμενη που ο μονάκριβος γιος της θα πραγματοποιούσε τα όνειρα του και παράλληλα, να κρύψει το πόσο ανησυχούσε για εκείνον και το πόσο θα της έλειπε.

«Μαμά, έτσι κι αλλιώς δε με βλέπεις κάθε μέρα, ούτε μιλάμε και τόσο συχνά», της θύμισε ο Γκράχαμ για να την κάνει να νιώσει καλύτερα, όμως η Μάγκι κούνησε θλιμμένα το κεφάλι της.

«Θα είσαι σε άλλη χώρα, είναι διαφορετικό».

«Υπόσχομαι να μη χαθώ».

«Το καλό που σου θέλω», τον μάλωσε εκείνη με ένα χαμόγελο.

Το παράδοξο της υπόθεσης, ήταν η αντίδραση της μικρής του αδερφής, που όσο μιλούσαν κατά τη διάρκεια του γεύματος, δεν έδειχνε να δίνει σημασία στο ότι θα έκανε μήνες να δει τον αδερφό της. Το λαχταριστό παγωτό, αποχαιρετιστήριο κέρασμα της Σοφί που ενθουσιάστηκε όταν γνώρισε την οικογένεια του Γκράχαμ, της είχε τραβήξει την προσοχή χάρη στα 4 χρώματα του, τα κατακόκκινα κερασάκια και τις χρωματιστές ομπρελίτσες που το στόλιζαν.

Όταν όμως ήρθε η ώρα να χωρίσουν και η Άιλα τον ρώτησε πότε θα ερχόταν να την πάρει να πάνε βόλτα, κατάλαβε πως η μικρή, δεν είχε αντιληφθεί διόλου την κατάσταση. Τα κλάματα της όταν της εξήγησε πως για λίγο καιρό θα έλειπε, πρέπει να ακούστηκαν σε όλο το Λονδίνο και για πρώτη φορά ο Γκράχαμ, στεναχωρήθηκε πραγματικά που έφευγε.

Έμειναν εκεί στο δρόμο, έξω από το μπιστρό για κάμποση ώρα, μέχρι η Άιλα να ηρεμίσει, για  να μπορέσει ο Γκράχαμ να της μιλήσει και να την καθησυχάσει.

«Θα μιλάμε κάθε μέρα και θα λες στη μαμά να σε βάζει στον υπολογιστή για να μπορείς να με βλέπεις και να σε βλέπω κι εγώ», ξεκίνησε να της λέει, αλλά η μικρή κρεμάστηκε από το λαιμό του, έτσι όπως είχε σκύψει κοντά της για να είναι στο ίδιο ύψος. «Θα σου φέρω και δώρα όταν γυρίσω. Πολλά πολλά. Αμέτρητα»

«Γκράχαμ, μην τη δωροδοκείς, πρέπει να ….», επενέβη  η Μάγκι, αλλά μόλις είδε πως την κοίταζαν τα μεγάλα της παιδιά, σταμάτησε.

«Και θα γυρίσεις»; ρώτησε δειλά η Άιλα, κάνοντας πίσω να τον κοιτάξει.

«Αυτό φοβάσαι; Πως δε θα ξαναγυρίσω»;

Το κοριτσάκι έγνεψε και ο Γκράχαμ είδε τα χειλάκια της να τρέμουν, σημάδι πως ένα νέο κύμα δακρύων ήταν έτοιμο να ξεσπάσει. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και έβαλε τα γέλια. «Και πως θα μείνω εγώ, μακριά από το μικρό μου τερατάκι»;

Ένα συνεσταλμένο χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπο της Άιλα κι ο Γκράχαμ τη φίλησε στο μάγουλο και τη στριφογύρισε, μέχρι που τα γέλια της τον ξεκούφαναν.

Όταν τελικά χώρισαν, σκεφτόταν πως όλο το μεσημέρι τους εκτυλίχθηκε καλά. Αν εξαιρούσε κανείς τη στιγμή που η Μάγκι, σαν να ήταν κάτι εντελώς φυσιολογικό, αναφέρθηκε στις προσπάθειες του προσωπικού της γκαλερί να έρθει σε επαφή με τη φίλη του, που ακόμα έλειπε στο εξωτερικό. Ο Γκράχαμ, έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στη Λόρνα τρώγοντας δύο, δύο τις μπουκιές του, όμως εκείνη αφηρημένη κοίταζε έξω από τη τζαμαρία του μπιστρό και δεν έδειχνε να έχει προσέξει τα λόγια της μητέρας τους. Κατά τα άλλα ήταν ένα αναίμακτο γεύμα, κυρίως χάρη στην απουσία του Γουάλι.

Η αλήθεια ήταν, πως δε θα τον πείραζε αν βρισκόταν κι εκείνος εκεί, αλλά σίγουρα δε θα ήταν πάλι ο γιος, αυτός που θα έκανε το πρώτο βήμα κι ο Γκράχαμ, ήξερε πολύ καλά τον πατέρα του για να ελπίζει ότι θα έκανε κάποια εμφάνιση έκπληξη όλο χαμόγελα και συγκίνηση. Κάτι που ανέφερε η Λόρνα ωστόσο, τον έκανε να πιστεύει πως ίσως και να υπάρχει ελπίδα να συνεννοηθούν οι δυο τους, κάποτε.

Πάνω στη συζήτηση για το πρόγραμμα στο οποίο θα συμμετείχε και καθώς ανέφερε λεπτομέρειες στη μητέρα του πιο πολύ, αφού η Λόρνα τα είχε ακούσει ήδη δύο και τρεις φορές, η κουβέντα έφτασε στο οικονομικό κομμάτι. Είχε ήδη αρνηθεί πολλές φορές τη χρηματική βοήθεια της αδερφής του για το ταξίδι, λέγοντας της πως ότι δεν κάλυπτε η υποτροφία του, ήταν απόλυτα ικανός να το φροντίσει ο ίδιος κι εκείνη φάνηκε να το δέχεται, μέχρι που του πέταξε ότι θα μπορούσε να ζητήσει και τη βοήθεια του πατέρα τους.

Ο Γκράχαμ κόντεψε να πνιγεί με το νερό του και απόρησε που η ματιά που της έριξε δεν την άφησε ένα σωρό από στάχτες στην θέση που καθόταν. Εκείνη έβαλε τα χέρια της μπροστά, σαν σε άμυνα και έσπευσε να δικαιολογηθεί.

«Κάτι έχει πάθει τελευταία και είναι πιο συζητήσιμος, αλήθεια τώρα. Τουλάχιστον μαζί μου. Φαίνεται να με ακούει και να συμφωνεί πιο συχνά από ότι παλαιότερα, αν και δεν ξέρω γιατί».

Η Μάγκι κοίταξε φευγαλέα το γιο της και συνέχισε να κόβει σε μπουκιές το φαγητό της Άιλα, όμως ήταν αρκετό για να καταλάβει ο Γκράχαμ, ότι εκείνη ήξερε. Χάρηκε που είχε βγει και κάτι καλό από την τελευταία διαφωνία με τον πατέρα του.

«Γι’ αυτό σου λέω, θα μπορούσα να του μιλήσω. Ήδη όταν του είπα τι θα κάνεις, έδειξε ενδιαφέρον και με ρωτούσε διάφορα. Είμαι σίγουρη ότι θα σου έδινε ευχαρίστως τα χρήματα…»

«Όχι Λόρνα», τη διέκοψε εκείνος με φωνή που δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις.

Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα, τον έβγαλαν από τις σκέψεις του και ελέγχοντας ξανά πόσο χρόνο είχε, πήγε να ανοίξει. Ο Κάλουμ βρισκόταν στον κατώφλι του, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

«Τι; Νόμιζες πως θα πήγαινες ασυνόδευτος στο αεροδρόμιο», του είπε απαντώντας στην απορημένη του έκφραση.

«Κάτι τέτοιο! Δε σας είπα χτες το βράδυ στο κλαμπ ότι θα πάρω ταξί»;

«Ναι και μην ανησυχείς, δεν απέκτησα αμάξι τις τελευταίες ώρες. Με ταξί θα πας και πάλι, απλά είπα να έρθω μαζί σου. Ο Σμιτ δεν μπορούσε, αλλά συμφώνησε πως ένας από τους δυο μας, έπρεπε να έρθει».

Ο Κάλουμ έσπρωξε λίγο την πόρτα, έριξε μια ματιά στο χώρο σαν να έκανε έλεγχο για τελευταίες εκκρεμότητες και πήρε μία από τις βαλίτσες του σε κάθε χέρι. «Λοιπόν; Έτοιμος; Το ταξί σου είναι από κάτω, μας περιμένει».

Ο Γκράχαμ αναστέναξε και έγνεψε. Έπιασε τα κλειδιά του και έκλεισε το παράθυρο βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Προσεκτικά, έφτασε κοντά στην τελευταία τεράστια βαλίτσα του, που περιείχε και τα πιο σημαντικά αντικείμενα, όπως τον φορητό υπολογιστή του και έκανε νόημα στον Κάλουμ να βγει πρώτος για να κλειδώσει.

«Κάλουμ, η Λόρνα σε έστειλε»; ρώτησε καθώς κουβαλούσε τη βαλίτσα στο διάδρομο.

«Τι; Όχι φυσικά»!

«Ούτε ήρθες για να φανείς εξυπηρετικός στα μάτια της ε»;

«Φίλε, άσε τις βλακείες σε παρακαλώ, θα χάσεις την πτήση σου», του απάντησε αφύσικα γρήγορα ο Κάλουμ. «Και πες μου, πόσο ηλίθιος θα έπρεπε να είναι κάποιος, για να κάνει κάτι ευγενικό, απλά και μόνο για να το μάθει μια κοπέλα και να τον συμπαθήσει…»

Ο Γκράχαμ στάθηκε για λίγο, χαζεύοντας τον Κάλουμ, που κατέβαινε τις σκάλες τραμπαλίζοντας από το βάρος των αποσκευών του. Στο μυαλό του, ήρθε η τελευταία χάρη που ζήτησε από τη μητέρα του.

«Μην της πεις τίποτα σε παρακαλώ. Όταν γυρίσει κι όταν τη βρεις, μην της πεις για μένα».

«Μα γιατί; Φίλη σου δεν είναι»;

«Είναι πολύ περήφανη. Μπορεί να σου αρνηθεί, μόνο και μόνο επειδή είσαι μητέρα  μου».

«Καλά, μείνε ήσυχος δε θα πω τίποτα».

«Σε ευχαριστώ».

Τράβηξε δυνατά την πόρτα, μέχρι που έκλεισε και την κλείδωσε. Έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη του σακακιού του και πήρε ξανά τη βαλίτσα του. «Τουλάχιστον δεν είμαι ηλίθιος», μονολόγησε με ένα καγχασμό, πριν ξεκινήσει κι εκείνος να κατεβαίνει τα σκαλιά.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ 

–La Semana Santa-

 

«Αν τον αγαπάς, διεκδίκησε τον, μόνο τότε θα ξέρεις αν άξιζε τον κόπο»! Τα λόγια της Μαρισόλ γύρναγαν στο μυαλό της Σεσίλια, και την έκαναν να αμφισβητεί την απόφαση της να φύγει από το Λονδίνο. Κι αν εκείνος την είχε αναζητήσει και δεν την είχε βρει, τι θα είχε σκεφτεί, η συμπεριφορά της ήταν αρκετή για να τον ρίξει στην αγκαλιά της Γκρέις; (Αν ήθελε την Γκρέις, φυσικά, αλλά ποιος της είπε ότι την ήθελε). Ύστερα θυμήθηκε την απόπειρα της να τον πάρει τηλέφωνο, να του πει ότι είχε πάει στην Ισπανία και ότι όταν θα επέστρεφε θα μιλούσαν, (λίγο καθυστερημένα το σκέφτηκε). Το τηλέφωνο του ήταν απενεργοποιημένο και η κλήση της προωθήθηκε στο τηλεφωνητή του. Το έκλεισε χωρίς να αφήσει κάποιο μήνυμα, δεν της άρεσε να μιλάει σε ‘‘μηχανήματα’’.

Ίσως έπρεπε να επισπεύσει το ταξίδι της επιστροφής, ήθελε τόσο να τον δει, να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα μεταξύ τους, όμως κάτι την κράταγε στην Ισπανία, λες και είχε ρίξει άγκυρα και δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από εκεί. Επιπλέον είχε μπει η μεγάλη εβδομάδα, θα ήταν κάπως άκομψο να εγκαταλείψει την οικογένεια της λίγο πριν από το Πάσχα. Τα αδέρφια της έδειχναν τόσο ενθουσιασμένα που θα περνούσαν μαζί αυτές τις μέρες. Η ιεροτελεστία της εβδομάδας των μαρτυρίων είναι σημαντική για τους πιστούς σε ολόκληρη την Ισπανία, και γιορτάζεται με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουν οι ισπανοί και κυρίως οι ανδαλουσιανοί. Από κοριτσάκι είχε να παρακολουθήσει τη λιτανεία που πραγματοποιούταν κάθε Μεγάλη Πέμπτη.

Ξαφνικά ένιωσε ότι δεν την ενδιέφεραν καθόλου τα έθιμα της πατρίδας της και το μόνο που ήθελε ήταν να δει το πρόσωπο του Γκράχαμ. Να τον κοιτάξει στα μάτια και χωρίς να πούνε λέξη να δώσουν σιωπηλά εξηγήσεις, άλλωστε όταν άνοιγαν το στόμα τους για να μιλήσουν, περισσότερο μπερδεύονταν τα πράγματα παρά λύνονταν. Και ύστερα από αυτό να κουρνιάσει στην αγκαλιά του και να μην βγει ποτέ από εκεί μέσα. Όμως μόλις αντίκρισε τον πατέρα και τα αδέρφια της, ένιωσε ότι δεν ήθελε να τους απογοητεύσει, μόνο η Μαρισόλ θα καταλάβαινε για ποιο λόγο ήθελε να φύγει. Αφού ξεφύσησε απογοητευμένη, μαζεύτηκε σαν κουβάρι στην πολυθρόνα και αποφάσισε να μείνει μαζί τους μέχρι να περάσει και η Κυριακή του Πάσχα, και ύστερα θα επέστρεφε πίσω σε εκείνον και ό,τι ήθελε ας γίνει.

-Τι έπαθες εσύ; Τη ρώτησε η αδερφή της.

-Τίποτα κάτι σκεφτόμουν!

-Μπα, τι είναι αυτό που σε κάνει να αναστενάζεις όταν το σκέφτεσαι; Τη ρώτησε ο πατέρας της.

-Εγώ ξέρω, πετάχτηκε η Ενκάρνα. Ο Άνχελ!

-Σταμάτα να λες βλακείες, τη μάλωσε η μητέρα της.

-Με τον Άνχελ είμαστε απλώς φίλοι! Σχολίασε αδιάφορα η Σεσίλια.

-Αυτός το ξέρει; Τη ρώτησε η αδερφή της που συνέχιζε να της κάνει καζούρα. Γιατί τον έχω δει πως σε κοιτάζει.

-Κακό μπελά θα βρούμε με αυτή εδώ. Μουρμούρισε ο Ερνέστο που ενοχλούταν από τα σχόλια της μικρής του κόρης.

-Γιατί, επειδή κόβει το μάτι μου;

-Επειδή ακόμα δε βγήκες από το αυγό σου και κάνει τέτοιες κουβέντες.

Η Ενκάρνα μουτρωμένη σταύρωσε τα χέρια της και γύρισε μπροστά να δει τηλεόραση, ενώ η Σεσίλια βυθισμένη στις σκέψεις της, δεν έδωσε σημασία στο μικρό, οικογενειακό επεισόδιο που είχε διαδραματιστεί. Αντιθέτως αναρωτιόταν τι να έκανε εκείνη τη στιγμή ο Γκράχαμ και για ποιο λόγο είχε το αναθεματισμένο κινητό του κλειστό τόσες μέρες.

 

Ô

 

Κάθε μέρα της μεγάλης εβδομάδας που περνούσε και εκείνη παρέμενε μακριά από το Λονδίνο και τον Γκράχαμ πειθόταν ότι βίωνε τη δική της εβδομάδα των παθών. Σχεδόν δε συμμετείχε σε αυτά που λέγονταν και ήταν μονίμως αφηρημένη προκαλώντας την απορία του πατέρα της. Κι ενώ εξωτερικά έδινε την εντύπωση ότι ήταν ήρεμη, εσωτερικά ήταν έτοιμη να εκραγεί εξαιτίας της αδημονίας της. «Χειρότερα από ότι όταν είχα έρθει», σκεφτόταν και κατέληξε ότι αφού είχε μείνει για χάρη τους, έπρεπε να δείξει ανάλογη χαρά και ενθουσιασμό που θα περνούσαν μαζί αυτές τις μέρες.

Το βράδυ της μεγάλης Τετάρτης πήγε να παρακολουθήσει μαζί με την οικογένεια της την πομπή "Cristo de Los Gitanos" όπου οι αθίγγανοι πέρναγαν μπροστά από τον Καθεδρικό ναό για να  καταλήξουν στο Albacin. Όμως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με το Madruga, έθιμο της μεγάλης Πέμπτης όπου λάβαινε χώρα σε ολόκληρη την Ισπανία. Ιερές εικόνες και φιγούρες, στολισμένες από τα μέλη των αδελφοτήτων, ήταν τοποθετημένες πάνω σε άρματα. Κάτω από την ξύλινη εξέδρα των αρμάτων υπήρχαν οι Ναζωραίοι, ντυμένοι με τις μοβ στολές και τις κουκούλες τους, που έσερναν τα άρματα στους δρόμους των χωριών και των πόλεων, και οι οποίοι σχεδόν δε φαίνονταν.

-Ολόκληρη μέρα να κουβαλάς τόσο βάρος! Σχολίασε η Ενκάρνα, η Σεσίλια γύρισε και κοίταξε την αδερφή της που είχε περασμένο το χέρι της μέσα από το δικό της μπράτσο. Με ένα μαντήλι φορεμένο στα μαλλιά έδινε την εικόνα μια μεγαλύτερης γυναίκας, ίσως ευθυνόταν και το κατακόκκινο κραγιόν που είχε βάψει τα χείλη. Πώς μπορούσε να εξηγήσει στη μικρή ότι δε χρειαζόταν να βιάζεται τόσο να μεγαλώσει.

-Ξέρεις τι θα γίνουν αυτά τα λιωμένα κεριά; Την άκουσε να τη ρωτάει.

-Θα χρησιμέψουν για να φτιάξουν τα κεριά για τις τούρτες των γενεθλίων.

-Α! ξέρεις! Σχολίασε η αδερφή της.

-Δεν είμαι τουρίστρια Ενκάρνα, Ισπανίδα είμαι κι εγώ. Σχολίασε η Σεσίλια.         

-Είπα μήπως το είχες ξεχάσει!

 

Ô

 

-Μα τι στην ευχή, όλοι οι Λονδρέζοι αποφάσισαν αυτό το Πάσχα να το περάσουν στην Ισπανία. Σχολίασε εκνευρισμένη η Σεσίλια και πέταξε το κινητό της πάνω στο κρεβάτι.

-Τι συμβαίνει; Τη ρώτησε η Μαρισόλ που έτυχε να περνάει έξω από το δωμάτιο των κοριτσιών.

-Δεν βρήκα εισιτήριο επιστροφής για το Λονδίνο, πριν από την Πέμπτη. Απάντησε και κάθισε στο κρεβάτι. Η Ενκάρνα που ήταν σκεπασμένη με το πάπλωμα μέχρι το κεφάλι, το κατέβασε και την κοίταξε.

-Θα φύγεις;

-Πρέπει να επιστρέψω, αν δε θέλω να μείνω άνεργη. Σχολίασε μαλακώνοντας τον τόνο της.

-Μα γιατί; Ήταν τόσο ωραία που έμενες εδώ!

-Δε θα έμενα για πάντα εδώ, Ενκάρνα.

-Γιατί όχι;

-Έχω τη ζωή μου στο Λονδίνο.

-Και εμείς; Και ο Άνχελ;

-Βρε κακό μπελά που βρήκαμε με τον Άνχελ, σχολίασε η Μαρισόλ, και βγήκε από το δωμάτιο να αφήσει τα κορίτσια μόνα τους.

-Αδερφούλα, το ότι θα γυρίσω στην Αγγλία δε σημαίνει ότι δε σας αγαπάω και δε θα σας σκέφτομαι, όμως εκεί είναι η ζωή μου.

-Η ζωή σου είναι εκεί που είσαι εσύ, αν μείνεις εδώ θα είναι εδώ η ζωή σου! Γιατί πρέπει να επιστρέψεις στο Λονδίνο; Έχει τόσο κρύο εκεί και θα είσαι μόνη σου, χωρίς εμάς.

-Δε θα είμαι και εντελώς μόνη, έχω φίλους, τη δουλειά μου… Τον Γκράχαμ, ελπίζω!

-Και εμάς, δε μας σκέφτεσαι, κοίτα πόσο χαρούμενος είναι ο μπαμπάς όλον αυτό τον καιρό που είσαι μαζί μας, ακόμα και ο Μανουέλ είναι πιο φρόνιμος, κι ο Άνχελ, σε κοιτάει και λάμπει ολόκληρος.

-Θα ξανάρθω.

-Δε σε θέλω επισκέπτη Σεσίλια, σε θέλω εδώ! Είπε και θυμωμένη της γύρισε την πλάτη σκεπάζοντας το κεφάλι της πάλι με το πάπλωμα.

-Θα έρθεις και εσύ στο Λονδίνο! Προσπάθησε να την καλοπιάσει η Σεσίλια, θα βάλω εγώ τα εισιτήρια σου.

-Εγώ ζω εδώ, δε θέλω να πάω σε κανένα Λονδίνο. Είπε κάτω από τα σκεπάσματα. Λυπημένη η Σεσίλια γύρισε το κεφάλι της προς την πόρτα που είδε τη Μαρισόλ να της κάνει νόημα να αφήσει τη μικρή μόνη.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν μελαγχολικά. Η διάθεση της Σεσίλια να το βάλει στα πόδια για να συναντήσει τον Γκράχαμ, είχε επισκιαστεί από τη κακή διάθεση της Ενκάρνα και του Μανουέλ, ο οποίος ως μικρότερος παραδειγματιζόταν από τη  συμπεριφορά της αδερφής του και τη μιμούταν. Η Μαρισόλ και ο Ερνέστο προσπαθούσαν να ελαφρύνουν κάπως το κλίμα για τη Σεσίλια, που ήταν στενοχωρημένη με την τροπή που είχε πάρει η απόφαση της αναχώρησης της. Όμως τα παιδιά δεν το ’καναν εύκολο. Τελικά ο Ερνέστο πρότεινε στη Σεσίλια να πάει μια βόλτα με τον Άνχελ προκειμένου να μιλήσει με τα αδέρφια της.

-Μαζί σου έχουν πεισμώσει! Ό,τι και να τους πεις δε θα σε ακούσουν, εμένα πάλι θα υποχρεωθούν να το κάνουν.

-Μην τα μαλώσεις.

-Δε θα τα μαλώσω, αλλά μου κάνει εντύπωση η συμπεριφορά τους. Πάντα τους μίλαγα για σένα και σε είχαν στο μυαλό και στην καρδιά τους σαν τη μεγάλη τους αδερφή, κι ας μη σε γνώριζαν καλά. Αλλά και πάλι ότι θα έκαναν τέτοια επεισόδια την ώρα της αποχώρησης σου…   

-Έχουμε καλά παιδιά Ερνέστο και την αγαπάνε. Ξέρεις πως δένονται εύκολα.

Με μισή καρδιά ακολούθησε τον Άνχελ στη βόλτα τους, καθώς το μυαλό της ήταν στο σπίτι και στη συζήτηση που θα υποχρέωνε ο Ερνέστο τα αδέρφια της.

Όταν έφυγα την πρώτη φορά άφησα πίσω μου τον πατέρα και τον Άνχελ, τώρα αφήνω περισσότερους. Σκέφτηκε λυπημένη, ύστερα όμως ήρθε στο μυαλό της η μορφή του Γκράχαμ να την αναστατώσει. Μήπως ήταν χαμένο το παιχνίδι, μήπως έπρεπε να παραμείνει και να φέρει τη ζωή της στην Ισπανία, όπως της είχε προτείνει να κάνει η Ενκάρνα.

«Είσαι δειλή», άκουσε να την κατηγορεί ο εαυτός της «Δειλή και φοβητσιάρα, προκειμένου να μην χάσεις, αποφασίζεις να μην κατέβεις στον αγώνα και αυτή είναι η πραγματική σου ήττα». Ο κόσμος να χαλούσε έπρεπε να επιστρέψει στο Λονδίνο και να βρει το κουράγιο να διεκδικήσει το Γκράχαμ, όσες συγνώμες κι αν υποχρεούταν να ζητήσει, όσες δικαιολογίες κι αν ήταν υποχρεωμένη να πει.

 

 Ô

 

Την ώρα που επέστρεψε όλοι είχαν πέσει στα κρεβάτια τους. Μόνο η Μαρισόλ όταν την άκουσε να επιστρέφει σηκώθηκε για να της πει ότι τα παιδιά είχαν καταλάβει αλλά και πάλι ήταν λυπημένα.

«Μήπως θα ήταν προτιμότερο να είναι θυμωμένα»; Αναρωτήθηκε αλλά δεν είπε κάτι.

Η αδερφή της καθόταν στο κρεβάτι και την κοίταζε που τακτοποιούσε τα ρούχα της στο σακβουαγιάζ. Η Σεσίλια σιωπηλή προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της, στο τέλος παραιτήθηκε, δεν είχε νόημα, άλλωστε ήταν κάτι που μπορούσε να την απασχολήσει στο ταξίδι της. Πέντε ώρες με το τρένο μέχρι τη Μαδρίτη, δυο ώρες αναμονής στο αεροδρόμιο και άλλες δυόμιση με το αεροπλάνο μέχρι το Λονδίνο, είχε άπειρο χρόνο να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, αν και θα προτιμούσε να μην έχει και αυτό το δίλημμα τώρα. Αφού τελείωσε με το πακετάρισμα, κάθισε στο πλάι της αδερφής της και της πήρε τα χέρια μέσα στα δικά της. Η μικρή έσφιξε τα χείλη σε μια προσπάθεια να συγκρατηθεί.

-Γιατί δε μένεις; Θα σου δώσω τα χαρτζιλίκια μου για τα έξοδα του εισιτηρίου.

-Να κρατήσεις το χαρτζιλίκι σου, θα σου χρειαστεί όταν θα έρθεις να με επισκεφτείς στο Λονδίνο.

-Η Γρανάδα είναι πιο ωραία! Είπε πεισμωμένη.

-Αδιαμφισβήτητα… Αδερφούλα, της είπε αφού άφησε λίγες στιγμές να περάσουν. Θέλω να ξέρεις ότι είσαι ένα πολύ όμορφο κορίτσι, μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις, απόλαυσε τα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής σου.

-Θα ήταν ανέμελα αν δεν υπήρχε το σχολείο. Είπε πεισμωμένη και προσπαθώντας να τραβήξει τη συζήτηση αλλού.

-Αν δεν υπήρχε το σχολείο, πίστεψε με θα ήταν πιο σκούρα τα πράγματα. Όμως αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση.

Από τα μάγουλα της Ενκάρνα είχαν αρχίσει να τρέχουν πάλι δάκρυα.

-Γιατί δε μένεις; Ρώτησε για πολλοστή φορά.

-Πίστεψε με, αν έμενα θα γινόμουν τόσο ανυπόφορη όσο είναι και ο μπαμπάς μας.

-Το υποψιάζομαι. Είπε και γέλασαν.

Στην πόρτα στεκόταν ήσυχα ο Μανουέλ και τις παρακολουθούσε, μην τολμώντας να μπει μέσα. Η Σεσίλια του έκανε νόημα να τις πλησιάσει και εκείνος πήγε και χώθηκε στην αγκαλιά της αδερφής του.

-Σεσίλιααααα, φεύγουμε, φώναξε ο πατέρας της από την σκάλα.

Αφού φίλησε τα αδέρφια της, σήκωσε το σακβουαγιάζ και κατέβηκε. Στον κήπο την περίμενε ο Άνχελ ο οποίος μιλούσε με τη Μαρισόλ. Μόλις την είδε της χαμογέλασε και την πλησίασε.

-Φεύγεις;

-Πρέπει! Χωρίς άλλη κουβέντα την πήρε στην αγκαλιά του, έσκυψε λίγο και της ψιθύρισε στο αυτί.

«Πήγαινε να τον ξεπεράσεις, και γύρνα πίσω σε εμένα».

Αμήχανη ανταπέδωσε τα αποχαιρετιστήρια φιλιά που της έδωσε και μπήκε στο αμάξι για να την πάει ο πατέρας της στο σιδηροδρομικό σταθμό, να πάρει το τρένο για Μαδρίτη.  

 

Ô

 

Έξω από το παράθυρο στέκονταν ο πατέρας και ο Μανουέλ που της κούναγαν το χέρι. Μόλις το τρένο ξεκίνησε η Σεσίλια ύψωσε και το δικό της και έστριψε το κεφάλι προς τα πίσω για να διατηρήσει λίγο ακόμα την εικόνα τους. Το τρένο επιτάχυνε και εκείνη κάθισε στη θέση της. Είχαν γίνει τόσα πολλά μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Η αντιφατική έχθρα της με τον Γκράχαμ, η σχέση της και ο έρωτας τους, ύστερα οι παρεξηγήσεις και το διάλλειμα, «Κάνε Θεέ μου να πιστεύει ακόμα ότι είμαστε σε διάλλειμα». Ύστερα η φυγή της στην Ισπανία και η συγκατοίκηση με την οικογένεια του πατέρα της. Η αγάπη και η αποδοχή που της έδειξαν τα αδέρφια της, όλα αυτά την πλημμύριζαν με έντονα και σχεδόν άγνωστα αισθήματα, πρώτη φορά ερωτεύτηκε με τόση δύναμη αλλά και πρώτη φορά ένιωσε ότι άνηκε πραγματικά κάπου. Μέχρι πριν λίγους μήνες ήταν μόνη της, τα έκανε όλα μόνη της και δεν την ένοιαζε η γνώμη κανενός. Οι δικοί της άνθρωποι ήταν απλά αδιάφορα πρόσωπα σκορπισμένα κάπου στον πλανήτη γη. Και να που τώρα είχε αρχίσει να νοιάζεται για ό,τι μέχρι τότε αδιαφορούσε και αυτό το δρόμο της τον είχε δείξει πρώτα ο Γκράχαμ και έπειτα τα αδέρφια, ο πατέρας της, ακόμα και η Μαρισόλ που κάθισε μαζί της σαν φίλη, την άκουσε και τη συμβούλεψε.

Μακάρι να μπορούσε να κλείσει το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα σε εκείνη και τον Γκράχαμ, πόσο θα ήθελε να κάτσει μαζί του και να του μιλήσει για τη δική της οικογένεια. Θα ενδιαφερόταν όμως να την ακούσει, θα χαιρόταν για εκείνη ή τα είχε καταστρέψει όλα με την απόσταση που έβαλε ανάμεσα τους; Αν όχι θα του μίλαγε για κάθε μέρα που πέρασε εκεί, για κάθε άνθρωπο δικό της που συνάντησε.

-Ακόμα και για τον Άνχελ; Ένας δυνατός αναστεναγμός ξέφυγε από μέσα της, κάνοντας τον κύριο που καθόταν απέναντι να γυρίσει να την κοιτάξει. Ίσως τελικά να μην έπρεπε να του τα πει και όλα.

Δεν είχε καταλάβει πως είχε καταφέρει να την παρασύρει ο παιδικός της φίλος σε εκείνο το παιχνίδι, και κυρίως γιατί εκείνη το είχε δεχτεί. Νεανικό απωθημένο, κατέληξε, ίσως γι’ αυτό να τον απέφευγε στις σύντομες επισκέψεις της στη Γρανάδα. Τον φοβόταν όπως είχε φοβηθεί τον Γκράχαμ στην αρχή, αλλά δεν είχε δικαιολογία να του κάνει τη ζωή κόλαση, οπότε αποφάσισε να τον αποφεύγει για το καλό όλων τους.

-Έχει ψύχρα, έφερε στην μνήμη της τα λόγια του. Μήπως από το να περπατάμε άσκοπα να πάμε σπίτι μου να κάτσουμε να έχουμε και ησυχία. Λυπημένη όπως ήταν με τη στεναχώρια που η ίδια είχε προκαλέσει άθελα της στα αδέρφια της δεν είχε και εκείνη διάθεση για περιπάτους, οπότε συμφώνησε. Κάθισαν μόνοι τους στην γκαρσονιέρα του, της έκανε εντύπωση που η κυρία Φρανσέσκα του είχε επιτρέψει να μετακομίσει μόνος του. Ήταν πάντοτε υπερπροστατευτική με ιδιαίτερη αδυναμία στο βλαστάρι της σε βαθμό καταπίεσης.

-Μη νομίζεις ότι ήταν και πολύ εύκολο να φύγω από το σπίτι, στην αρχή είχα δράματα και κλάματα. Ακόμα και αν η γκαρσονιέρα απέχει μόλις λίγα τετράγωνα από το πατρικό μου. Ύστερα αφού είδε ότι δεν έπιαναν τα κλάματα και εγώ είχα μετακομίσει, σχεδόν δε μου μίλαγε και όταν πήγαινα στο σπίτι, πήγαινε και κλειδωνόταν στο δωμάτιο της. Ευτυχώς με υποστήριζε ο πατέρας μου, ως άντρας καταλάβαινε την ανάγκη μου να απογαλακτιστώ και να ανεξαρτητοποιηθώ.

Ύστερα μίλησαν για τα αδέρφια της. Ο Άνχελ σχολίασε ότι καταλάβαινε που της έκαναν μούτρα, την είχαν δει σε ολόκληρη τη ζωή τους ελάχιστες φορές και τώρα που είχαν την ευκαιρία να τη γνωρίσουν την αγάπησαν και δεν ήθελαν να τη βλέπουν όπως και άλλοτε, μια φορά στο τόσο.

-Ναι, Άνχελ, όμως πρέπει να φύγω! Του απάντησε εκείνη που ένιωσε να την κατηγορεί ακόμα και εκείνος.

-Θα πας να τον βρεις έτσι;

-Ποιον;

-Ξέρεις ποιον; Η Σεσίλια αποφάσισε να μην απαντήσει, ήπιε λίγο από το κρασί της και κοίταξε αλλού. Ο Άνχελ πήγε και κάθισε δίπλα της στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη του στον καναπέ. Υπάρχουν κι άλλοι άντρες ξέρεις που θα έδιναν τα πάντα για σένα και εκτιμούν αυτό που είσαι περισσότερο από αυτόν τον άγγλο βλάκα. Η Σεσίλια γύρισε απότομα το κεφάλι της για να του πει ότι εκείνη έφταιγε για όλα και ότι εκείνη δεν τον είχε εκτιμήσει όπως του άξιζε, και επίσης ότι το θέμα της δεν ήταν αν θα μπορούσε να βρει άντρα, εύκολα βρίσκεις έναν οποιονδήποτε άντρα όταν είσαι απελπισμένη, το θέμα της ήταν ότι ήθελε να είναι με τον συγκεκριμένο ‘‘Άγγλο βλάκα’’. Όμως δεν πρόλαβε να πει τίποτα, το πρόσωπο του όπως στράφηκε ήταν τόσο κοντά στο δικό της που της έφραξε το στόμα με ένα φιλί. Αμήχανα και ανόητα ανταποκρίθηκε στο φιλί για λίγο, μέχρι που τον έσπρωξε μαλακά προς τα πίσω.

-Άνχελ, ξέρεις ότι αγαπάω έναν άλλον άντρα. Ότι υποφέρω για εκείνον όλον αυτό τον καιρό που είμαι μακριά του και ότι η μόνη παρηγοριά μου ήταν η αγάπη που πήρα από την οικογένεια μου, μια αγάπη που μέχρι τώρα ήταν αμφίβολη καθώς πίστευα ότι απλά θα ανέχονταν την παρουσία μου.  Κι όμως το ενδιαφέρον τους δεν είναι αρκετό να με κρατήσει κοντά τους επειδή αγαπώ τον Γκράχαμ και είμαι έτοιμη να γυρίσω στην Αγγλία να φάω τα μούτρα μου για χάρη του. Δε στο έκρυψα! Εσύ λοιπόν αυτός θες να είσαι για μένα, μια νύχτα;

-Από καμία! Της απάντησε και η ειλικρίνεια του την άφησε άφωνη.   

 

Ô

 

Το αεροπλάνο πια πετούσε πάνω από την Αγγλία και εκείνη κοιτώντας από το παράθυρο συνέχιζε τις σκέψεις της. Θυμήθηκε το χέρι του να χαϊδεύει και να προσπαθεί να διαβάσει τους στίχους από το ποίημα του πατέρα της. Το άγγιγμα του πάνω στο τατουάζ της ορχιδέας. Το φιλί του πίσω από το αυτί της εκεί που η λέξη ΓΡΑΝΑΔΑ ήταν γραμμένη. Το χέρι του να κρατάει τον καρπό της εκεί που η τίγρη «ξέσκιζε τη σάρκα της για να βγει έξω» και πως φτερούγιζε η καρδιά της σαν την πεταλούδα που είχε στον αστράγαλο κάθε φορά που την άγγιζε, κάθε φορά που την κοίταγε.

-Λόγω τιμής Γκράχαμ, αν βρω στο πλάι σου τη Γκρέις, θα επιστρέψω στη Γρανάδα και θα κάνω με τον Άνχελ ό,τι δεν έκανα χθες!

 

Ô

 

«Για δες», σκέφτηκε, «πριν από ένα μήνα έφυγα με σκοπό να τον ξεχάσω και τώρα επέστρεψα με σκοπό να είμαι μαζί του. Στο πρώτο ταξίδι δεν επιτεύχθηκε η επιθυμία μου, ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά θα πετύχω το νέο στόχο μου»!   

Έχοντας περασμένο το σακβουαγιάζ στον ώμο βγήκε από το αεροδρόμιο στους δρόμους της πρωτεύουσας. Στάθηκε λίγο και κοίταξε γύρω της, ένιωθε ότι της είχε λείψει αυτή η γκρίζα πόλη. Πρώτη φορά το Λονδίνο της φάνηκε όμορφο.

Έφτασε στο σπίτι της, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο διαμέρισμα της, ο πίνακας ήταν κρυμμένος κάτω από το σεντόνι, τον ξεσκέπασε και χαμογέλασε. Από εδώ και στο εξής οι μέρες τους θα είχαν μόνο ήλιο, ακόμα κι αν έξω δε σταμάταγε να βρέχει, φτάνει να ήταν και πάλι μαζί. Ήταν αργά αλλά εκείνη είχε υπερένταση, δεν ήθελε να ξαπλώσει, ήθελε να τρέξει κοντά του. Όμως μετά την παρατεταμένη απουσία της δε θα ήταν φρόνιμο να τον επισκεφτεί στην εστία όπως την προηγούμενη φορά. Αφού έκανε ένα καυτό μπάνιο, πήγε να ξαπλώσει. Είχε περάσει μια ώρα και εκείνη στριφογύριζε. Μη βρίσκοντας κανένα λόγο να μένει άλλο στο κρεβάτι αποφάσισε να σηκωθεί και να κάνει κάτι δημιουργικό.

Πήρε τον πίνακα από το καβαλέτο και τοποθέτησε πάνω του τον καθαρό καμβά.

-Ήρθε η ώρα να αποκτήσεις ταυτότητα! Είπε στον καμβά η Σεσίλια, λες και μιλούσε σε άνθρωπο. Οι μπογιές που της είχε φέρει εκείνος και τα πινέλα ήταν παρατημένη πάνω στο τραπέζι, αφού τα καθάρισε με λευκή μπογιά, άρχισε να συνδυάζει τα χρώματα για να βρει τη σωστή απόχρωση για το βασικό χρώμα που θα είχε ο πίνακας της. Ώχρα, στο χρώμα του δερματίνου.

Πέρασε απαλά με μολύβι τα περιγράμματα, κοίταξε για λίγο το αποτέλεσμα και ικανοποιημένη συνέχισε. Είχε φτάσει πρωί όταν έγραψε στον πίνακα κάτω δεξιά με μαύρη μπογιά τον τίτλο του έργου «Ίντι». Έκανε λίγο πίσω για να δει το αποτέλεσμα. Ένας άντρας με το καπέλο χαμηλωμένο στο πρόσωπο, επιτρέποντας σε κάποιον να βλέπει μόνο τις γωνίες του, φορώντας δερμάτινο σακάκι και παντελόνι, μαύρα γάντια και κρατώντας στο χέρι του ένα μαστίγιο που χαμηλά έκανε μια περίεργη καμπύλη και μετατρεπόταν σε φίδι που κοίταζε στα μάτια αυτόν που παρατηρούσε τον πίνακα, βγάζοντας του κοροϊδευτικά τη διχαλωτή του γλώσσα.    

-Ναι, τώρα σίγουρα απέκτησες ταυτότητα, σχολίασε και νυσταγμένη πήγε και ξάπλωσε κάτω από τα σκεπάσματα της.

 

 Ô

 

Ξύπνησε λίγες ώρες αργότερα, έξω είχε αρχίσει πάλι να νυχτώνει. Ξαφνικά ένιωσε να αναπολεί τις καλοκαιρινές μέρες στη Γρανάδα. Όμως στη Γρανάδα δεν υπήρχε ο Γκράχαμ. Είχε επιστρέψει για εκείνον, ήταν ώρα να τον συναντήσει. Να τον έπαιρνε τηλέφωνο; Κι αν το είχε πάλι κλειστό; Όμως δεν ήθελε απλά να τον ακούσει, ήθελε να τον δει. Κι αν ήταν με τη Γκρέις πως θα αντιδρούσε; Θα ήταν ωραία αν την ξεμάλλιαζε; Δεν ήξερε αν θα έπαιρνε καλά ο Γκράχαμ τέτοια συμπεριφορά, οπότε ας μη λειτουργούσε σαν βάρβαρη. «Πάνω απ’ όλα αξιοπρέπεια»! Τι είχε γίνει το «Πάνω απ’ όλα ο Γκράχαμ», που σκεφτόταν από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να επιστρέψει; Με αξιοπρέπεια θα ήταν πιο πιθανό να τον κερδίσει από το να συμπεριφερθεί σαν γυναικούλα. Βέβαια δε θα την πείραζε καθόλου να βιαιοπραγήσει ενάντια στην Γκρέις, αν ήταν και πάλι μαζί με τον Γκράχαμ, να έχει τουλάχιστον τη χαρά αυτή.

-Δεν είναι το πρόβλημα η Γκρέις, αν θέλει εκείνη σημαίνει ότι δεν την ξεπέρασε και ότι εγώ δε υπήρξα ποτέ κάτι το ξεχωριστό για εκείνον.  

Αφού το στριφογύρισε στο μυαλό της αποφάσισε να πάει στην εστία. Η ώρα ήταν περασμένη, οι παραδώσεις θα είχαν ολοκληρωθεί, οπότε λογικά θα είχε επιστρέψει φορτωμένος με μια στοίβα χαρτιά του Άτκινσον. Αλλά ακόμα κι αν δεν έβρισκε τον ίδιο, όλο και κάποιο φίλο του θα συναντούσε που θα ήξερε να της πει που βρίσκεται.

 

     Ô

 

Στάθηκε έξω από την πόρτα του δωματίου του αναποφάσιστη, ίσως είχε κάνει βλακεία που είχε επιστρέψει, ίσως έπρεπε να είχε μείνει στην Ισπανία, προσπαθώντας να χτίσει εκεί τη ζωή της. Όμως τελικά επέστρεψες! Την ενθάρρυνε η εσωτερική φωνούλα, δίνοντας της το θάρρος που της έλειπε. Ξαφνικά ένιωσε σαν να είχε ζήσει αυτή τη στιγμή ξανά και ξανά. Και δεν έκανε λάθος, είχε σταθεί έξω από την πόρτα του στην εστία τόσες φορές. Όταν εκείνος πήγε και τη συνάντησε στο στούντιο, μούσκεμα από τη βροχή, για να της πει ότι ήθελε να προσπαθήσουν κι εκείνη ύστερα του ανταπέδωσε τη συνάντηση στο δωμάτιο του στην εστία. Κι ακόμα όταν την είχε δει με τον Τσάρλι και είχε παρερμηνεύσει τη στάση της. Τότε η ίδια δεν ήξερε γιατί την απέφευγε, όμως της έλειπε πολύ και πήγε με σκοπό να τον συναντήσει. Και τις δύο φορές δεν την περίμενε και τις δύο φορές τη δέχτηκε στην αγκαλιά του. Με βεβαιότητα ούτε αυτή τη φορά θα την περίμενε, αλλά το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν αμφίβολο. Σήκωσε αποφασίστηκα το χέρι της και χτύπησε την πόρτα, περίμενε λίγο μα δεν πήρε καμία απάντηση, ξαναχτύπησε δυνατά αλλά πάλι δεν της απάντησε κανείς. «Θα λείπει», σκέφτηκε και ξεκίνησε να φύγει, απογοητευμένη που δεν τον είχε βρει. Θα πήγαινε πάλι την επόμενη και τη μεθεπόμενη και όσες φορές χρειαζόταν μέχρι να τον βρει και να μιλήσουν.      

 

Ô

 

Μπαίνοντας στο εργαστήρι της στο στούντιο των τατουάζ, ένιωσε ότι θα πάθαινε εγκεφαλικό. Όλα εκεί μέσα ήταν άνω κάτω, η ακαταστασία που βασίλευε την έβαλε σε υποψίες ότι τους είχαν διαρρήξει, ή μήπως κάποιος πελάτης δεν είχε ικανοποιηθεί και επέστρεψε να τους τιμωρήσει για το ατυχές αποτέλεσμα. Η πόρτα του στούντιο άνοιξε και άκουσε τον Τζίμη να φωνάζει από την είσοδο αν ήταν κανείς εκεί. Εκείνη βγήκε αναστατωμένη έξω από το εργαστήρι της.

-Τζίμη, τι συμβαίνει εδώ, μας διέρρηξαν; Ακούγοντας τα νέα ο Τζίμη την ακολούθησε πάλι μέσα.

-Χμμ, δεν ξέρω, λείπει κάτι;

-Δεν έψαξα να δω αν λείπει κάτι, όμως βλέπω το χάος και αυτό μου φτάνει για να καταλάβω ότι κάποιος βάρβαρος τα έκανε όλα εδώ μέσα γης μαδιάμ!

-Αυτό εννοείς;

-Λίγο σου φαίνεται!

-Εγώ τα βλέπω όλα φυσιολογικά.

-Τώρα σοβαρά σου φαίνονται εδώ μέσα όλα φυσιολογικά;

-Γιατί όχι; Είπε και έτριψε το σαγόνι του αμήχανος.

-Ποιόν άφησες να δουλέψει στο εργαστήρι μου και τα έχει κάνει όλα άνω κάτω Τζίμη;

-Εεεεεεεεε;

-Εεεεεεεεε!

-Δεν προλάβαινα να κάνω τα πάντα μόνος μου Σέσιλη. Χρειαζόμουν βοήθεια.

-Το καταλαβαίνω και δε με ενοχλεί καθόλου αυτό, όμως αυτός ο κάποιος δεν γνωρίζει από βασικούς κανόνες υγιεινής;  Ο χώρος πρέπει να είναι αποστειρωμένος σαν χειρουργείο, δεν μπορούμε να βάζουμε σε κίνδυνο τους πελάτες μας, αν πάθει κάποιος μόλυνση θα μας το κλείσουν.

-Έχεις δίκιο. Όμως πελάγωσα χωρίς εσένα.

-Δεν χρειάζεται να δικαιολόγησε, του είπε πιο ήρεμα η κοπέλα.

-Δεν κράτησε για πολύ, αρκετοί πελάτες θέλανε εσένα, σε κάποιους ούτε εγώ δεν έκανα να φανταστείς. Οπότε του έδινα τους καινούργιους, οι οποίοι δε σε γνώριζαν και δεν είχαν απαιτήσεις και έτσι κράταγα τους παλιούς.

-Ελπίζω να μην ήταν και τα σχέδια του το ίδιο ακατάστατα, γιατί ειλικρινά οι άνθρωποι δε θα θελήσουν να ξανακάνουν τατουάζ κι αν κανένας φίλος τους το αποφασίσει, δε θα έρθει εδώ. Η καλύτερη διαφήμιση είναι η ίδιοι οι πελάτες μας.

-Εμένα μου λες!

-Πως ήταν λοιπόν; Ρώτησε και άρχισε να τακτοποιεί το χώρο και να καθαρίζει.

-Σίγουρα έχει χέρι, όμως χρειάζεται εξάσκηση.

-Σε χαρτί, όχι πάνω σε ανθρώπους!

-Μην είσαι άδικη, ξέρεις ότι έχει μια ‘‘μικρή’’ διαφορά.

-Ας γίνει σκιτσογράφος τότε. Οι άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να κυκλοφορούν με μουτζούρες στα μέλη τους. Αν ήταν έτσι θα βάζανε τα πεντάχρονα παιδιά τους να τους κάνουν τα τατουάζ και δε θα μας πλήρωναν.

-…

-Και βάζω στοίχημα ότι τα πεντάχρονα θα ήταν πιο επιμελή με την καθαριότητα και την απολύμανση. Μα για όνομα του Θεού Τζίμη, που τον βρήκες τον τύπο; Στο δρόμο να κατεβάζει αλκοόλ, είπε και σήκωσε ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι που ήταν κάτω από το γραφείο και του το έδειξε.

-Όχι, όμως γι’ αυτό τον έδιωξα. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

-Και φαντάζομαι με την καλοσύνη σου θα του έδωσες και συστατική επιστολή! Να δω ποιος κακομοίρης θα πληρώσει την καλή σου πράξη.  

-Όχι, του είπα ότι έχει καλό χέρι, και πρέπει να εξασκηθεί. Όμως η συνεργάτης μου επέστρεφε οπότε δεν υπήρχε χώρος για εκείνον εδώ. Έτσι του έδωσα το κίνητρο να ασχοληθεί με κάτι και να αφήσει το αλκοόλ.

-Και σίγουρα αυτός σε άκουσε! Σχολίασε η Σεσίλια με αδιευκρίνιστο τόνο.

-Ωχ Σεσίλια, τι καλά που ήρθες, είπε και την αγκάλιασε, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου έλειψες. Αμήχανα εκείνη τον χτύπησε στην πλάτη, όπως χτυπάει μια μαμά το μωρό της για να ρευτεί.

-Κι εγώ χαίρομαι που γύρισα.

-Πως πέρασες;

-Πολύ καλά, όμως σε λίγο θα αρχίσουν να έρχονται οι πελάτες και εγώ πρέπει να διορθώσω το χάος που προκάλεσε ο αντικαταστάτης μου.

-Ναι, αλλά θα μου τα πεις όλα.

-Κάποια στιγμή. Απάντησε ευγενικά προσπαθώντας να καταλάβει από πού αντλούσε τόσο ενθουσιασμό ο Τζίμη. Προφανώς που δε θα έκανε μόνος του όλη τη δουλειά.          

 

Ô

 

Ένιωσε ότι της είχε κάνει καλό η δουλειά. Πρώτον την κρατούσε απασχολημένη από τις αντιφατικές σκέψεις που είχε για την επερχόμενη συνάντηση της με τον Γκράχαμ και για τα αποτελέσματα που μπορεί να είχε για το μέλλον της σχέσης τους. Επίσης η δουλειά της, σπάνιο για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, ήταν κάτι που την ικανοποιούσε και της γέμιζε τις μπαταρίες.

Έφτασε στην εστία και πήγε απευθείας μέχρι το δωμάτιο του, χτύπησε την πόρτα και περίμενε, τίποτα. Ξαναχτύπησε αυτή τη φορά ανυπόμονα όμως από μέσα δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος. Μήπως του είχε συμβεί κάτι, δεν μπορεί να έλειπε δεύτερο βράδυ στη σειρά. Αποκλείεται εκείνος ο αντιπαθητικός ο Άτκινσον να μην τον είχε φορτώσει με ένα σωρό εργασίες και γραπτά για διόρθωμα. Αν του είχε συμβεί κάτι, αν είχε συμβεί κάτι σε κάποιον δικό του, τόσο που είχε απομακρυνθεί δε θα μπορούσε να είναι ενήμερη. Γύρισε την πλάτη στην πόρτα όταν είδε έναν ψηλό άντρα να την κοιτάζει με περιέργεια. Αυτός θα ήξερε, σκέφτηκε και προχώρησε αποφασιστικά προς το μέρος του.

-Γεια! Του είπε.

-Γεια. Της απάντησε, ψάχνεις κάποιον;

-Ναι, «σαΐνι μου ψάχνω» είμαι φίλη του Γκράχαμ και…

-Δεν ξέρεις τίποτα; Τη διέκοψε. Η Σεσίλια ένιωσε την καρδιά της να θέλει να βγει από το στήθος της από το τρελό χτυποκάρδι.

-Όχι, τι να ξέρω; Είπε και δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να μάθει. Αν το έβαζε στα πόδια πριν προλάβει να της απαντήσει, θα την περνούσε για τρελή; Όμως δεν την πείραζε, φτάνει να μη μάθαινε ότι εκείνος είχε πάθει κάτι. Τώρα Σεσίλια!... αν θες να τον προλάβεις πριν ξεστομίσει αυτό που έχει να πει, τώρα ξεκίνα να τρέχεις, τη διέταξε ο εαυτός της, όμως τα πόδια της ήταν σαν να είχαν κολλήσει στο δάπεδο και εκείνη δεν μπορούσε να κινηθεί.

-Πήγε στη Γαλλία!

«Για διακοπές»; ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό, η καρδιά της είχε σταματήσει να χτυπάει σαν τρελή, όμως η ζήλια την έκανε να τα βλέπει όλα θολά σε μια απόχρωση του κόκκινου. Εκείνη ανησυχούσε και εκείνος είχε φύγει για διακοπές στη Γαλλία· ώρα ήταν να της πει ότι είχε πάρει μαζί του και την ξενέρωτη την Γκρέις.

-Στη Γαλλία! Είπε ψυχρά έχοντας ανακτήσει την ψυχραιμία της.

-Ναι, για σπουδές!

-Για σπουδές; Ξαναρώτησε και ένιωσε ενοχλημένη από τη διάθεση της να παριστάνει τον παπαγάλο και να επαναλαμβάνει αυτά που ήδη είχε ακούσει.

-Ναι, τον κάλεσε ένας γάλλος, καθηγητής πανεπιστημίου να φοιτήσει λίγους μήνες κοντά του.

-Α ώστε έτσι! Σχολίασε παριστάνοντας την αδιάφορη, πολύ ωραία λοιπόν, ευχαριστώ για τις πληροφορίες. Καλό σου βράδυ.

-Μπορεί να μιλήσουμε στο τηλέφωνο, είμαστε φίλοι, θέλεις να του πω κάτι;

-Όχι, τίποτα, δεν χρειάζεται να του πείς το οτιδήποτε, και πάλι ευχαριστώ, καλό βράδυ.

-Καλό βράδυ. Της είπε και εκείνος

Στο διάδρομο είδε να εμφανίζεται ο φίλος του Τσάρλι, ο Τζέιμη. Έσκυψε το κεφάλι της και επιτάχυνε το βήμα, δεν ήθελε να τη δει και να έχει και τον Τσάρλι πάνω από το κεφάλι της. Θα του μιλούσε όταν εκείνη ήθελε κι εφόσον είχε διάθεση.

-Τι γίνετε Σμίτ; Άκουσε το φίλο του Τσάρλι να χαιρετάει τον φοιτητή που μέχρι πριν από λίγο συνομιλούσε. Μα φυσικά, ο ψηλός ήταν φίλος του Γκράχαμ, είχαν βγει μετά τις γιορτές, όταν εκείνος επέμενε να τη γνωρίσει στους φίλους του, γιατί άραγε; Αμφίβολο αν η επίσκεψη της στην εστία έμενε άγνωστη στο Γκράχαμ. Όλο και κάποιος θα τον ενημέρωνε. 

 

  Ô

 

«Μην είσαι εγωίστρια», μάλωσε τον εαυτό της, σε μια ακόμα σιωπηλή συνομιλία μαζί του. «Άλλωστε εκείνος πήγε για σπουδές στη Γαλλία, δεν μπορούσε να αφήσει το επαγγελματικό του μέλλον για τα καπρίτσια σου, αλλά και να ήθελε να εγκαταλείψει τα πάντα, κάτι το οποίο θα ήταν τουλάχιστον άδικο για εκείνον, δεν ήξερε που βρισκόσουν».

Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε αφού στην αρχή έβριζε τον εαυτό της που είχε επιστρέψει για χάρη του στο Λονδίνο και που ακόμα χειρότερα είχε εκτεθεί και είχε πάει στην εστία. Τουλάχιστον είχε βρει τι δικαιολογία θα χρησιμοποιούσε αν επικοινωνούσε μαζί της, «Ήθελα απλά να πάρω τα πράγματα που είχα αφήσει στο δωμάτιο σου, είχες το τηλέφωνο σου κλειστό και είπα να περάσω μήπως και ήμουν πιο τυχερή και σε έβρισκα».

Πότε να είχε μάθει για την υποτροφία στο εξωτερικό, πριν εκείνη φύγει για την Ισπανία, ή αφού; Η Γκρέις να το ήξερε, μήπως είχε πάει και εκείνη μαζί του; «Τι βασανίζεσαι, παρ’ το απόφαση ότι τελείωσε, δεν έχεις να αγωνιάς πια, θα συνεχίσεις να κάνεις τη ζωή που έκανες πριν τον γνωρίσεις». Κομματάκι δύσκολο να επιστρέψει σε εκείνον τον τρόπο ζωής, τώρα γνώριζε πως είναι να έχεις κάποιον να σε νοιάζεται και να είναι αμοιβαία τα αισθήματα σου για εκείνον. Δεν ήθελε απλά να πλαγιάζει με κάποιον και ύστερα να επιστρέφει σπίτι της για να κοιμηθεί μόνη της. Αλλά ούτε και ήθελε να τον αντικαταστήσει. Όμως δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που δυστυχούσε στα ερωτικά. Μόνο να περάσει ο καιρός να συνηθίσει και όλα θα γίνονταν όπως παλιά, όπως ήταν πριν τον γνωρίσει.

Πάντως δεν έπρεπε να τον κατηγορεί που έφυγε για τη Γαλλία, εκείνη ήταν η πρώτη που το έσκασε και μάλιστα με σκοπό να τον ξεχάσει. Ίσως τελικά με τη δική του φυγή κατάφερνε να επιτευχθεί ο αρχικός της σκοπός.

Άκουσε το τηλέφωνο της να χτυπάει. Αδιάφορα το πήρε στα χέρια της ενώ κοιτούσε λυπημένη από το παράθυρο το δρόμο κάτω από το σπίτι της και έβλεπε τους πεζούς και τα αμάξια να πηγαινοέρχονται.

-Παρακαλώ; Απάντησε στο τηλέφωνο ενώ συνειδητοποιούσε πόσο άδειο της φαινόταν το Λονδίνο.

 

 

Κεφάλαιο Εικοστό Όγδοο 

 –Αφίξεις-

 

Έχει μια γλυκιά ανησυχία η επιστροφή. Ένα αίσθημα περίεργο, παρόλο που γυρνάει κανείς σε γνώριμα μέρη, ή ακόμα και σπίτι του. Ο Γκράχαμ, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πότε είχε περισσότερο άγχος, πριν μήνες που έφευγε για τη Γαλλία και το άγνωστο, ή τώρα που επέστρεφε στο Λονδίνο;

Το μόνο που καταλάβαινε, ήταν η αγωνία που στριφογυρνούσε στο στομάχι του όσο πλησίαζε η ώρα που θα προσγειωνόταν. Ο μόνος που είχε ενημερώσει ήταν ο Κάλουμ, κι αυτό χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία, μιας και ήθελε να κάνει έκπληξη στους δικούς του, όμως κάτι μέσα του παρακαλούσε να μην το είχε αφήσει έτσι και να τον περίμενε κάποιος για να τον υποδεχτεί.

Κανείς όμως δεν τον περίμενε κι αφού στάθηκε για λίγο στην αίθουσα αφίξεων χαζεύοντας τον κόσμο να ανταμώνει και να αγκαλιάζεται, με τα χαμόγελα ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τους, άρχισε να σπρώχνει το καρότσι με τις βαλίτσες του προς την έξοδο.

Στη διαδρομή προς την εστία, καθισμένος στην πίσω θέση ενός ταξί παρατηρούσε από το παράθυρο τους δρόμους, τα κτίρια, τους ανθρώπους, σαν να τα έβλεπε μέσα από τα μάτια ενός άλλου. Του ήταν όλα τόσο γνώριμα κι όμως του έμοιαζαν τόσο απόμακρα μετά από τόσο καιρό στο εξωτερικό.

Είχε μείνει στη Γαλλία παραπάνω από όσο υπολόγιζε. Όταν έληξε το πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχε, ο καθηγητής Μπονέ, με τον οποίο συνεργάστηκε εξαιρετικά σε σημείο να περνάει αρκετά σαββατοκύριακα σε μια εξοχική κατοικία σε έναν αμπελώνα που του άνηκε, του πρότεινε να μείνει κι άλλο και να εργαστεί κοντά του. Ο Γκράχαμ, δε χρειάστηκε παραπάνω από δύο δευτερόλεπτα για να δεχτεί.

Όμως οι βδομάδες περνούσαν και οι υποχρεώσεις του πίσω στο Λονδίνο, άρχισαν να τον πιέζουν. Όσο η σχολή του βρισκόταν σε καλοκαιρινές διακοπές, δεν υπήρχε πρόβλημα, όμως τώρα το εξάμηνο είχε ξεκινήσει και εκείνος, ήταν στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση των σπουδών του, έτσι δεν είχε άλλη επιλογή από το να μαζέψει ξανά τα πράγματα του και να κλείσει το εισιτήριο της επιστροφής.

Στην αρχή, δεν ήθελε να το κάνει. Είχε συνηθίσει τη ζωή του πια. Το μικρό του σοφιστικέ διαμέρισμα, τη δουλειά του στο μουσείο, την παρακολούθηση των σεμιναρίων, τις βόλτες στην πόλη που ζούσε, τη νυχτερινή ζωή και φυσικά τους ανθρώπους.

Γνώρισε πολύ κόσμο χάρη στις διασυνδέσεις του προσωρινού αφεντικού του και φυσικά, στους χώρους του πανεπιστημίου και του μουσείου. Με κάποιους ήρθε πιο κοντά κι έτσι δεν του έλειψαν οι νυχτερινές εξορμήσεις, ούτε κλείστηκε στους τέσσερις τοίχους διαβάζοντας, όπως νόμιζε ότι θα κάνει όταν πρωτοέφτασε στη Γαλλία.

Αντίθετα, έμαθε όλα τα δρομάκια και τις λεωφόρους, όλα τα μικρά ρεστοράν και τα κλαμπ και φυσικά, κάθε αξιοθέατο ιστορικό και μη. Δοκίμασε νέες γεύσεις και εκπαιδεύτηκε στο να εκτιμά το καλό κρασί, αν και είχε ήδη μια εμπειρία χάρη στην οικονομική, μα ποιοτική κάβα του “La Coeur”.

Άργησε λίγο να συνηθίσει τους ανθρώπους, τους τόσο διαφορετικούς από τους λονδρέζους, που εντάξει δεν τους λες και τους πιο εγκάρδιους ανθρώπους του κόσμου, όταν όμως είσαι και ο ίδιος λονδρέζος, το πράγμα αλλάζει κάπως. Παρόλα αυτά, συνήθισε τα πρωτόκολλα τους και σύντομα ο φούρναρης, ήξερε το όνομα του και η μικρή που πουλούσε λουλούδια στο γωνιακό μαγαζάκι του δρόμου του, του κρατούσε πάντα ένα φρέσκο μπουκετάκι από το λουλούδι που ξεχώρισε την πρώτη φορά που πέρασε από εκεί κι αυτό γιατί το άνθος, του θύμισε ένα άλλο, που όσο και να θελε πια, δεν μπορούσε να ξεχάσει.

Και προσπάθησε να ξεχάσει. Είχε άλλωστε πολλές ευκαιρίες γι’ αυτό, μα κάτι μέσα του διαμαρτυρόταν και τον εμπόδιζε αφήνοντας την ανάμνηση της Σεσίλια, σαν τοίχο μπροστά του κάθε φορά που έλεγε πως θα δοκιμάσει.

Δοκίμασε με τη Βιβιέν, την Ορελί, τη Μαέ και δύο τρεις άλλες που δεν τις είδε περισσότερο από μία νύχτα, όμως καμιά δεν μπορούσε να τον συγκινήσει. Διαπίστωσε ξαφνιασμένος, ότι ο ίδιος ήταν πιο χαλαρός με το αντίθετο φύλο, φλερτάροντας με χαρακτηριστική άνεση, τόσο που πίστευε ότι θα είχε ανέβει τουλάχιστον δύο σκαλιά στην εκτίμηση του Κάλουμ και για κάποιον ανεξήγητο λόγο, έβρισκε συνήθως ανταπόκριση.

Ήταν λόγω της ξαφνικής του αυτοπεποίθησης, ή ίσως της εμφάνισης του, δεν μπορούσε να ξέρει. Ο Κάλουμ πάντως, του είπε με βεβαιότητα πως «Οι γυναίκες τρελαίνονται με τη βρετανική προφορά φίλε, εκμεταλλεύσου το», ενώ παράλληλα θυμόταν τα λόγια της Σεσίλια για το μεσογειακό του αίμα.

Εκείνος πάλι, δεν είχε ιδιαίτερες προτιμήσεις. Η Βιβιέν ήταν κατάξανθη, η Ορελί είχε ένα γλυκό καραμελένιο χρώμα στα μακριά μαλλιά της, ενώ η Μαέ είχε αφρικανικές ρίζες. Μονάχα όταν έβλεπε κοκκινομάλλες φρόντιζε να εξαφανίζεται από το χώρο και να τις βγάζει από το οπτικό του πεδίο, πασχίζοντας να συνεχίσει τη διασκέδαση του, χωρίς να αρχίσει να πίνει το ένα ποτό πίσω από το άλλο.

Μπορεί να βρισκόταν σε μια περίοδο απελευθέρωσης, όμως κακά τα ψέματα σαν άνθρωπος δεν είχε αλλάξει και πολύ και το να περάσει από το κρεβάτι όποιας γαλλίδας τον γλυκοκοίταζε, δεν ήταν στους στόχους του, έτσι πίεσε τον εαυτό του να δεθεί. Κάτι πήγε να καταφέρει με την Ορελί, αφού έβγαιναν για παραπάνω από δύο μήνες, όμως ένα βράδυ που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της μπρούμυτα και με την πλάτη του γυμνή, εκείνη πέρασε τα δάχτυλα της απαλά πάνω από το τατουάζ του. Ο Γκράχαμ τινάχτηκε και ανταπέδωσε το απορημένο βλέμμα της.

«Ποια είναι;», τον ρώτησε. Αντί για απάντηση, εκείνος σηκώθηκε, φόρεσε βιαστικά τα ρούχα του και έφυγε σαν σίφουνας, λέγοντας της πως θα της τηλεφωνούσε. Την επόμενη, όντως της τηλεφώνησε για να της πει πως χάνει το χρόνο της μαζί του και πως της άξιζε κάτι καλύτερο και γενικά, όλα τα κλισέ που του ήρθαν στο μυαλό, μόνο και μόνο για να αποφύγει να της πει την αλήθεια. Πως ήταν ερωτευμένος με άλλη.

Μένοντας όμως στη Γαλλία, επιβίωνε μακριά από το φάντασμα της σχέσης τους. Τι λόγο είχε λοιπόν να θέλει να γυρίσει πίσω; Γιατί να γυρίσει σε ένα μέρος που φώναζε το όνομα της, που ανέδιδε το άρωμα της και που όπου και να κοίταζε έβλεπε τη μορφή της;

Όλα αυτά όμως δεν είχαν πια σημασία. Οι υποχρεώσεις του ήταν πραγματικές και ο Γκράχαμ είχε πια επιστρέψει στο Λονδίνο και στο δωμάτιο του στην εστία. Με τις αποσκευές του να πιάνουν όλο το μικρό χώρο, τεντώθηκε πάνω από το σκεπασμένο με σεντόνι, γραφείο για να ανοίξει το παράθυρο του και να διώξει αυτή τη μυρωδιά της κλεισούρας, μα το μετάνιωσε. Είχε πολλά να κάνει ώστε να γίνει πάλι το μέρος κατοικήσιμο αλλά είχε άλλες προτεραιότητες.

Προηγείτο κάτι άλλο. Κάτι που αποτελούσε και έναν από τους λίγους λόγους, που άξιζε να γυρίσει από τη Γαλλία. Κοίταξε το ρολόι του και σούφρωσε τα χείλη του σκεφτικός, υπολογίζοντας που βρισκόταν ο καθένας στο περίπου. Ήταν Κυριακή απόγευμα. Άνοιξε στα γρήγορα τη μεγαλύτερη από τις βαλίτσες του και ξέθαψε από τον σωρό των ρούχων του δύο τσάντες. Τις κράτησε στο χέρι του και πιάνοντας τα κλειδιά του, βγήκε από το δωμάτιο κλειδώνοντας πίσω του.

Καθώς περνούσε το κατώφλι της εστίας, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του και χαμογέλασε θλιμμένα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.

 

«Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω!». Η Λόρνα, τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα και  την έκπληξη να είναι ακόμα αποτυπωμένη στο πρόσωπο της, ενώ κάθε τόσο, χτυπούσε τον ώμο του παιχνιδιάρικα με τη κλειστή της γροθιά. «Δεν το πιστεύω ότι δε μου είπες πως θα γυρίσεις. Έπρεπε να το πεις και να έρθουμε να σε πάρουμε».

Ο Γκράχαμ της χαμογέλασε όσο χάζευε την Άιλα, που καθόταν στο πάτωμα του σαλονιού τους ανάμεσα στους καναπέδες, με αραδιασμένα γύρω της όλα τα μικρά δωράκια που της είχε φέρει, όπως ακριβώς της υποσχέθηκε.

Δεν ήταν κάτι το φοβερό, τα περισσότερα ήταν από το gift shop του μουσείου, κάρτες με κάποια από τα εκθέματα και δύο διδακτικά παιχνίδια που υποτίθεται ότι είχαν σκοπό να μυήσουν τα παιδιά στις τέχνες, όμως η μικρή είχε ξετρελαθεί, ειδικά με τις κάρτες. Επίτηδες ο Γκράχαμ είχε επιλέξει αυτές, που απεικόνιζαν πίνακες ζωγραφικής με έντονα χρώματα, που ήξερε πως ήταν τα αγαπημένα της. Τώρα τις είχε βάλει στη σειρά και κάθε τόσο αναποδογύριζε κάποια, διαβάζοντας δυνατά τις πληροφορίες από πίσω, κάνοντας κάθε τόσο κάποιο σαρδάμ, όμως η μητέρα τους ήταν εκεί για να τη διορθώσει.

Στην αρχή βλέποντας τις τσάντες, ετοιμάστηκε να τον κατσαδιάσει όμως όταν είδε το περιεχόμενο, του χάρισε ένα επιδοκιμαστικό βλέμμα και βοήθησε τη μικρή της κόρη να ανοίξει τις συσκευασίες, όσο η Λόρνα του έκανε ερωτήσεις με ρυθμό πολυβόλου. Τα δικά τους δώρα, τα φύλαξαν για αργότερα.

«Και για πες, γύρισες για τα καλά; Ή μήπως θα ξαναφύγεις; Πως και σε άφησε ο Μπονέ να γυρίσεις; Με τη δουλειά εκεί, όλα καλά; Κι εδώ, με τη σχολή σου; Ω Θεέ μου, δεν το πιστεύω ότι δε μου είπες ότι θα έρθεις!»

«Λόρνα, ηρέμισε σε παρακαλώ και θα στα πω όλα. Μπορείς να μου κάνεις όμως τις ερωτήσεις μία, μία;»

«Μου έλειψες μικρέ μου αδερφούλη και να ξέρεις, νομίζω μου αρέσει η αλλαγή», του είπε αναφερόμενη στα μαλλιά του, που είχαν μακρύνει κάπως το τελευταίο διάστημα και χάρη στην επιτυχία στο γαλλικό ωραίο φύλλο, είχε αποφασίσει να τα διατηρεί έτσι. Ύστερα, τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και τον τράβηξε απότομα, για να του σκάσει ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο.

«Είχα πάρει και λίγο χρώμα από τα σαββατοκύριακα στους αμπελώνες, μα έχω ήδη αρχίσει να το χάνω», της είπε κι αντιστάθηκε στον πειρασμό να την τσιγκλήσει όπως όταν ήταν μικροί, που σκούπιζε το μάγουλο του μετά από κάθε της φιλί. Της χαμογέλασε ξανά. Του είχε λείψει πολύ. Όλοι του είχαν λείψει, γι’ αυτό και θέλησε να τους κάνει έκπληξη με την ξαφνική εμφάνιση του.

Όμως κι εκείνος είχε εκπλαγεί και έκανε ότι μπορούσε για να το κρύψει, αφού κάποια πράγματα που πίστευε πως δε θα αλλάξουν ποτέ, έδειχναν τώρα εντελώς διαφορετικά στο πατρικό του.

Φυσικά δεν του φάνηκε διαφορετική η μητέρα του, που από την ώρα που τον είδε να στέκεται στην πόρτα της, τον κοίταζε σαν να μην τον χόρταινε, ούτε η Άιλα, που σήκωσε τον κόσμο με τα ξεφωνητά της, κατεβαίνοντας τρέχοντας από τον πάνω όροφο μέχρι την αγκαλιά του, κοστίζοντας του σίγουρα το δεξί του τύμπανο.

Δεν του φάνηκε διαφορετική, ούτε καν η Λόρνα, παρόλο που τον είχε φιλήσει ίσαμε είκοσι φορές και την είχε πιάσει τέτοια λογοδιάρροια κι αγωνία να μάθει νέα του, που αν δεν είχε τόσο καιρό να τη δει, θα τον είχε σίγουρα εκνευρίσει.

Αυτός όμως που του φαινόταν άλλος άνθρωπος, ήταν ο πατέρας του. Όλο τον καιρό που έλειπε, η μεγάλη του αδερφή φρόντιζε να τον ενημερώνει για τις εξελίξεις στο σπίτι τους και στην εταιρία, ανακατεύοντας μέσα στις διηγήσεις της και σχόλια για την αλλαγή που παρουσίαζε ο Γουάλι. Ο Γκράχαμ πάντως, παρέμενε επιφυλακτικός και τα θεωρούσε όλα υπερβολές της Λόρνα.

Ωστόσο, ένιωσε το σαγόνι του να πέφτει από το αναπάντεχο της σκηνής, όταν μπαίνοντας στο σαλόνι τους, ο Γουάλι ήρθε να τον καλωσορίσει χαμογελαστός και ύστερα, αφού κάθισε μαζί τους χωρίς να προφασιστεί τον κλασσικό φόρτο εργασίας, έδειξε ενδιαφέρον για την δουλειά του στη Γαλλία, για τις κινήσεις που ήθελε να κάνει μετά τις σπουδές του, καθώς και τις συμβουλές του Μπονέ, κοινώς για όλα όσα μέχρι τώρα μοιραζόταν μονάχα με τη μητέρα και την αδερφή του.

Η όλη συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα κι ο Γκράχαμ, αν κι ένα μικρό κομμάτι του ήθελε να κρατήσει μούτρα σαν πεισματάρικο παιδί, τελικά αποφάσισε να δείξει καλή θέληση και έδειξε το ανάλογο ενδιαφέρον για την εταιρία και την πρόοδο της. Μπορεί να μην κατάλαβε ούτε λέξη από όσα του είπαν ο πατέρας και η αδερφή του, τουλάχιστον όμως, θύμιζαν για πρώτη φορά εδώ και καιρό οικογένεια.

Το αποκορύφωμα δε, ήταν όταν η Άιλα άνοιξε επιτέλους τα δώρα της και στράφηκε στον Γουάλι για να του τα δείξει. Εκείνος έδειξε ενθουσιασμό πεντάχρονου και δεν δίστασε να καθίσει κάτω μαζί της για να τα περιεργαστεί. Μάλιστα εκεί βρισκόταν τώρα. Μαζί της, καθισμένος ανακούρκουδα στο χαλί και με τα μανίκια του ακριβού του πουκάμισου μαζεμένα στους αγκώνες.

«Πω, πω! Ευτυχώς που έφτιαξα παραπάνω φαγητό», πετάχτηκε η Μάγκι τρίβοντας το στομάχι της ευχαριστημένη από το δείπνο που ετοίμασε και είχαν ήδη απολαύσει. «Θα έμενες νηστικός, να ξέρεις».

«Κανείς δε μένει νηστικός σε αυτό το σπίτι. Ό,τι και να γίνει», είπε η Λόρνα με μια γκριμάτσα κι ο Γκράχαμ, συμφώνησε γελώντας. «Που να έβλεπες τις προάλλες, που ήρθαν κάποιοι συνάδελφοι της από την γκαλερί. Τους τραπέζωσε στο άψε σβήσε».

«Σιγά το τραπέζωμα! Δουλεύουν άλλωστε τόσο σκληρά τελευταία. Είμαστε όλοι στο τρέξιμο με την έκθεση της άλλης βδομάδας».

«Α, εκείνης της Ισπανίδας ε; Πως πάνε αλήθεια οι ετοιμασίες»; ρώτησε η Λόρνα αδιάφορα, κάνοντας τον Γκράχαμ να πάρει επιτέλους τα μάτια του από το θέαμα του πατέρα του που έπαιζε με την Άιλα.

Δεν άκουσε τη συνέχεια. Ήταν σαν να χάθηκε ο ήχος από το δωμάτιο, ενώ ταυτόχρονα έπεφτε σε κενό αέρος. Έβλεπε τα χείλη της μητέρας του να κουνιούνται και την Λόρνα να κουνάει το κεφάλι της αντιδρώντας σε αυτά που άκουγε, μα εκείνος δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο. Ξεροκατάπιε και ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα.

Είχε μήνες να μάθει νέα της. Δεν άφηνε κανέναν να του μιλήσει για εκείνη όσο ήταν στη Γαλλία και κυρίως τη Μάγκι, που του είχε πει κάποια στιγμή, ότι κατάφερε επιτέλους ένας από τους συνεργάτες της να έρθει σε επικοινωνία μαζί της. Η μητέρα του, μετά από μια δύο φορές που ξεκίνησε να του λέει τι συνέβαινε στην γκαλερί κι ο Γκράχαμ της άλλαξε απότομα κουβέντα, σταμάτησε να αναφέρει το θέμα γενικά, χωρίς να κάνει περεταίρω ερωτήσεις. Άραγε είχε καταλάβει; Αν έκρινε από τις πλάγιες ματιές που του έριχνε τόση ώρα που μιλούσε στη Λόρνα, είχε καταλάβει πολύ περισσότερα από όσα ήθελε ο ίδιος.

«Α μάλιστα! Πολύ ενδιαφέρον», άκουσε να λέει η Λόρνα όταν επέστρεψε ο ήχος στα αυτιά του.

«Ναι, ναι! Γενικά, πιστεύουμε πολύ σε εκείνη και έχω την αίσθηση, πως τα έργα της θα έχουν μεγάλη απήχηση».

«Εχμ, νομίζω πως πρέπει να πηγαίνω», διέκοψε ο Γκράχαμ και πετάχτηκε από τον καναπέ, τραβώντας τα βλέμματα όλων.

«Μα μόλις κάτσαμε να τα πούμε πιο άνετα. Θα φύγεις κιόλας»; απόρησε η Μάγκι ενώ σηκωνόταν κι εκείνη.

«Ναι συγνώμη, αλλά δεν ξεκουράστηκα καθόλου από το ταξίδι και το δωμάτιο μου στην εστία, είναι χάλια».

«Γιατί δε μένεις εδώ»; πρότεινε ο Γουάλι από το πάτωμα κοιτώντας τον.

«Αχ ναι, μείνε, θα μείνω κι εγώ! Μπορούμε να δούμε κανένα θρίλερ με ζεστή σοκολάτα»! πρότεινε η Λόρνα με ενθουσιασμό.

«Εεε, όχι καλύτερα. Εννοώ, ευχαριστώ, αλλά δεν έχει νόημα να καθυστερώ κάτι που θα πρέπει να κάνω, έτσι κι αλλιώς. Πρέπει να τελειώσω το ξεπακετάρισμα πριν ξεκινήσουν οι υποχρεώσεις  μου».

«Όπως νομίζεις, πάντως, αν αλλάξεις γνώμη, εμείς θα είμαστε επάνω να συνεχίσουμε το παιχνίδι μας, σωστά»; συνέχισε κοιτώντας την Άιλα, που ξανάβαλε όλα τα παιχνίδια της στην τσάντα τους και στάθηκε όρθια, μέχρι να σηκωθεί κι ο πατέρας της.

Πλησίασε τον Γκράχαμ, περιμένοντας τον να σκύψει για να τον φιλήσει και αμέσως έτρεξε πάλι στον Γουάλι, που της έδειξε την πλάτη του. Η μικρή ανέβηκε στον καναπέ για να τον φτάσει και με ένα ανάλαφρο πηδηματάκι, σκαρφάλωσε και πιάστηκε πάνω του, τυλίγοντας τα πόδια της στη μέση του. «Φύγαμε! Καληνύχτα, λοιπόν»! είπε σε ανάλαφρο τόνο και έφυγε καλπάζοντας, με την Άιλα στην πλάτη του να κρατιέται σφιχτά από τους ώμους του, γελώντας δυνατά και την τσάντα να ανεμίζει στον μικροσκοπικό της αγκώνα.

Οι τρεις τους, είχαν μείνει να κοιτάζουν τη σκάλα, μέχρι που τους έχασαν από τα μάτια τους και ήταν η Λόρνα που έσπασε τη σιωπή. «Στο είπα ότι άλλαξε».

«Δε νομίζω ότι άλλαξε Λόρνα. Εδώ μιλάμε για απαγωγή από εξωγήινους και ανταλλαγή με άλλο όν, που προσομοιώνει άψογα την οικογενειακή ευτυχία», διαπίστωσε ο Γκράχαμ, προκαλώντας τα γέλια της αδερφής του.

«Ελάτε τώρα, τι αηδίες είναι αυτές…», ξεκίνησε να τους μαλώνει η Μάγκι, όμως τη διέκοψε το χαρούμενο κουδούνισμα ενός κινητού.

Η Λόρνα τινάχτηκε σαν να ζεματίστηκε. «Ωχ, δικό μου είναι! Εμείς θα τα πούμε μικρέ», του είπε με νόημα κι εκείνος της κούνησε το χέρι, όσο έτρεχε να προλάβει την κλήση της.

«Να σε συνοδεύσω ως την πόρτα», του χαμογέλασε η Μάγκι κι ενώ ο Γκράχαμ βιαζόταν να φύγει, τώρα που έμεινε μόνος με την μητέρα του, ένιωσε ξαφνικά την επιθυμία να τρέξει στον επάνω όροφο και να συντροφεύσει τον πατέρα του και την Άιλα στο παιχνίδι τους.

Μουδιασμένος έγνεψε και ξεκίνησε για την εξώπορτα με τη Μάγκι στο κατόπι του. Έφτασε στην έξοδο και έπιασε το πόμολο διστακτικά. Γύρισε προς το μέρος της και πριν προλάβει να την καληνυχτίσει, μίλησε εκείνη πρώτη.

«Εσύ θα έρθεις»;

«Που να έρθω»; απόρησε.

«Στην έκθεση της φίλης σου. Μη μου πεις ότι δεν κατάλαβες ότι μιλούσαμε για εκείνη».

«Ναι, δηλαδή όχι. Δηλαδή ναι, το κατάλαβα, αλλά όχι, δε θα έρθω», μπουρδούκλωσε τα λόγια του ο Γκράχαμ από αμηχανία.

«Κρίμα, είναι σπουδαία η δουλειά της και από το λίγο που την έχω δει, φαίνεται καλό κορίτσι».

«Στριμμένο είναι», μουρμούρισε πριν προλάβει να συγκρατηθεί.

«Χμμμ, δε θα το έλεγα», είπε η Μάγκι σκεφτική. «Μάλλον θλιμμένη μου φαίνεται».

Σήκωσε το βλέμμα του στη μητέρα του και ευχήθηκε να μη διάβαζε τόσα πολλά στο δικό της. Ήθελε να της πει πως κι εκείνος, ήταν εξίσου θλιμμένος, πως δεν έφταιγε για αυτά που είχαν γίνει, πως η Γαλλία, ήταν ένα φιάσκο κι ας του είχε ανοίξει τόσες πόρτες στα επαγγελματικά του, μα δεν είχε νόημα. Με την Σεσίλια είχαν τελειώσει. Είχαν προχωρήσει και οι δύο. Και χαιρόταν γι’ αυτό, που πήγαινε καλά.

Καμάρωσε όταν άκουσε τη γνώμη της μητέρας του για τους πίνακες της. Πίστευε στη Σεσίλια και στο ταλέντο της, από την αρχή. Πριν καν τη γνωρίσει. Το ταλέντο της τους έφερε κοντά και ανεξάρτητα από όσα συνέβησαν στο μεταξύ, ήθελε το καλύτερο για εκείνη. Ήθελε να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα όνειρα της, ακόμα κι αν αυτός, δεν ήταν κομμάτι τους.

«Σκέψου το, εγώ πάντως θα σου στείλω πρόσκληση. Να προσέχεις καλέ μου», του είπε αφήνοντας ένα χάδι στο μάγουλο του.

 

«Πλάκα μου κάνεις!!! Του είπες αλήθεια, τέτοιο πράγμα; Φίλε εντάξει, δεν ξέρω τι σου συνέβη στη Γαλλία, αλλά ό,τι και να ναι, το θέλω κι εγώ! Αύριο κλείνω εισιτήρια»! Τα τρία αγόρια περπατούσαν σκασμένα στα γέλια με τα τελευταία λόγια του Κάλουμ, προς άγνωστη κατεύθυνση.

Ο Σμιτ και ο Κάλουμ, τον συνάντησαν μετά το ραντεβού του με τον Άτκινσον, που τον καλωσόρισε συγκρατημένα δίνοντας του πίσω την παλιά του δουλειά, ενώ σύμφωνα με τις οδηγίες του καθηγητή Μπονέ, που η επιρροή του δε γνώριζε σύνορα τελικά, όταν τελείωνε επιτέλους το διδακτορικό του, ο Άτκινσον θα φρόντιζε να μιλήσει στα κατάλληλα άτομα ώστε να προσλάβουν τον Γκράχαμ ως βοηθό καθηγητή.

Στο τέλος της συνάντησης και μιας και δεν τον είχαν δει καθόλου από όταν είχε επιστρέψει, τους βρήκε να τον περιμένουν στα σκαλιά του πανεπιστημίου και τώρα τους έλεγε κάποια από τα νέα του, όμως η στιχομυθία του με το πρώην αφεντικό του είχε κάποια προτεραιότητα.

«Το είπα και δεν ξέρω γιατί δεν το είχα κάνει τόσο καιρό. Στο κάτω κάτω, δε νομίζω ότι έγινε και κάτι φοβερό. Δεν είπα ότι δε θα εργαστώ! Είπα ότι σήμερα έχω κανονίσει και ότι αύριο πρωί πρωί, θα είμαι εκεί, για να αναλάβω και πάλι τα καθήκοντα μου! Άδικο είχα»;

«Όχι φυσικά, αλλά δεν τον είχες συνηθίσει σε τέτοιες καινοτόμες συμπεριφορές. Σίγουρα θα του ήρθε κεραμίδα»! διαπίστωσε ο Σμιτ.

«Όπως και να έχει, είναι καλό να μην τον θεωρεί δεδομένο. Και μάλιστα μετά τη Γαλλία. Εδώ κοτζάμ Μπονέ και τον είχε στα ώπα, ώπα. Άκου εκεί σαββατοκύριακα στους αμπελώνες και στις εξοχές»

Ο Γκράχαμ έκλεισε το μάτι του στον Κάλουμ. «Και που να έβλεπες τα πάρτι του. Κρασί, φαγητό, ωραίες παρέες…»

«Ότι τώρα εσύ πήγες εκεί, για δουλειά και για να ολοκληρώσεις τις σπουδές σου ε; Μάλιστα, άμα σε θέλει η τύχη σου τελικά. Αλίμονο σε μας»! αγανάκτησε ο Κάλουμ.

«Μην ανησυχείς φίλε μου κι αν γίνουν όσα μου έχουν υποσχεθεί, κάτι θα κάνουμε και για σένα. Προς το παρόν με περιμένει δουλειά και μη νομίζεις ότι όλα όσα έκανα εκεί, ήταν μόνο να δοκιμάζω κρασιά και τυριά. Δούλεψα σκληρά για να κερδίσω την εμπιστοσύνη του Μπονέ».

«Δεν το αμφισβητεί κανείς αυτό, για πες όμως καμιά λεπτομέρεια», τον προέτρεψε ο Σμιτ καθώς διέσχιζαν το δρόμο, πριν ανάψει ξανά το φανάρι.

Ούτε που κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα και ούτε μπορούσαν να υπολογίσουν την απόσταση που είχαν διανύσει. Σίγουρα είχαν κάνει ένα μεγάλο κύκλο στην πόλη, μα δε σταμάτησαν παρά μόνο για να πάρουν μερικές μπύρες και να συνεχίσουν τη βόλτα τους. Ο Γκράχαμ τους έλεγε διάφορα κομμάτια από την παραμονή του στο εξωτερικό, με τους δύο φίλους του να πετάγονται ανά διαστήματα, όταν δεν μπορούσαν με τίποτα να αφήσουν κάποιο από τα λόγια του ασχολίαστο.

Κάπως έτσι, έφτασε η κουβέντα στο ζήτημα που έκαιγε περισσότερο τον Κάλουμ. Τις γυναίκες. Τελικά είχε απόλυτα δίκιο για την αντίδραση του και ο φίλος του δήλωσε αμέσως υπερήφανος, όταν άκουσε κάποιες από τις νυχτερινές του περιπέτειες.

«Επιτέλους κύλησε λίγο ζεστό αίμα στις φλέβες σου. Πλέον μπορώ  να παραδεχτώ ότι είσαι κολλητός μου! Εύγε»! του είπε με επίσημο ύφος και αμέσως ο Σμιτ του έριξε μια μικρή καρπαζιά στον αυχένα. «Ότι; Κι εσύ δεν ανησυχούσες ότι θα πάθει κατάθλιψη μόνος του σε μια ξένη χώρα; Θα έπρεπε να χαίρεσαι μαζί μου. Κοίτα τον πως γύρισε! Ανανεωμένος και έτοιμος για όλα».

Ο Σμιτ κοίταξε τον Κάλουμ κόκκινος από θυμό ή από ντροπή, ο Γκράχαμ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Φαίνεται πως πάνω στη χαρά του, ο Κάλουμ είχε ανοίξει και πάλι το στόμα του, προδίδοντας τις συζητήσεις που έκαναν οι δύο φίλοι μεταξύ τους, όμως δεν πειράχτηκε. Τον νοιάζονταν κι ανησυχούσαν και μετά τα χάλια του τον τελευταίο καιρό πριν φύγει, πως μπορούσε να τους κατηγορήσει γι’ αυτό; Στην αντίθετη περίπτωση κι ο ίδιος θα ανησυχούσε.

«Μη σε νοιάζει! Ξέρω τι εννοεί…», τον καθησύχασε.

«Φυσικά και ξέρεις. Τέλος, θα αρχίσουμε να βγαίνουμε πάλι και ποιος μας πιάνει. Να ξέρεις, θα είσαι το δόλωμα μας. Ποια μπορεί να αντισταθεί στο συνδυασμό του γαλλικού φλερτ και βρετανικής προφοράς»; συνέχισε αισιόδοξα ο Κάλουμ.

«Εεεε στο Λονδίνο είμαστε Κάλουμ. Όλοι έχουν βρετανική προφορά», παρατήρησε εύστοχα ο Σμιτ.

«Ε; Ναι. Ένα δίκιο το έχεις, αλλά και πάλι. Δες τον! Σφύζει από αυτοπεποίθηση».

Ο Γκράχαμ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελο του και κοίταξε το είδωλο του στην τζαμαρία ενός μαγαζιού. Το μόνο που έβλεπε, ήταν ο συνηθισμένος εαυτός του και όσο και να του έλεγε ο Κάλουμ πως έδειχνε άνετος και σίγουρος, εκείνος ήξερε μέσα του πως δεν είχε αλλάξει και τόσο. Μπορεί να είχε λίγη παραπάνω βεβαιότητα για την αξία του στο θέμα της δουλειάς, όμως κατά τα άλλα, είχε επιστρέψει στην ρουτίνα του και ο παλιός του εαυτός, δε θα αργούσε να πάρει ξανά τη θέση που του είχε κλέψει εκείνος ο τύπος που κυκλοφορούσε σαν ζεν πρεμιέ στα γαλλικά σοκάκια.

Πάνω που ετοιμαζόταν να το πει αυτό στους φίλους του, πρόσεξε το εσωτερικό του μαγαζιού και τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Ένα γνώριμο πρόσωπο του ανταπέδωσε το κοίταγμα και τον χαιρέτησε χαρούμενα. Σήκωσε σαν ρομπότ το χέρι του και το κούνησε ελαφρά.

Οι φίλοι του τον κοίταξαν απορημένοι, όμως εκείνος δεν τους έβλεπε. Ήταν μπλεγμένος σε ένα τσουνάμι αναμνήσεων, το οποίο απειλούσε να τα σαρώσει όλα. Τα ζούσε όλα ξανά μέσα σε δευτερόλεπτα κι αφορμή, ήταν μονάχα το πρόσωπο της Λιάν.

Τον τηλεφωνικό τσακωμό του με την Γκρέις, την αίσθηση του ζεστού καφέ μέσα στο χάρτινο κύπελλο, τη σφοδρή σύγκρουση με το ποδήλατο, το μικροκαμωμένο σώμα ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο, τις σπίθες στα μάτια της.

Με την κουβέντα, δε συνειδητοποίησε που τους είχαν φέρει τα βήματα τους. Βρίσκονταν έξω από το καφέ, που συνάντησε την Σεσίλια. Είχε τόσο καιρό να έρθει εδώ, ίσως από εκείνη τη μέρα. Κάτι η εργασία του και η δουλειά, κάτι που το σπίτι της βρισκόταν σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, όπως και τα περισσότερα μέρη που σύχναζε, είχε ξεχάσει πως κάποτε ήταν συχνός πελάτης εδώ. Τόσο που η Λιάν ήξερε πως έπαιρνε τον καφέ του και ξεκινούσε να τον ετοιμάζει, από όταν τον έβλεπε να στρίβει στη γωνία.

Η κοπέλα προσπέρασε μερικά άτομα και βγήκε στο πεζοδρόμιο που στέκονταν τα τρία αγόρια. Χαιρέτησε τον Γκράχαμ και έγνεψε χαμογελαστή στους άλλους δύο, μα δεν πρόλαβαν να πουν πολλά. Ο υπεύθυνος τη φώναξε, μιας και στο ταμείο είχε μαζευτεί πελατεία.

«Μέχρι τι ώρα πίνει ο κόσμος καφέ; Κοντεύει 9», είπε ο Κάλουμ ακολουθώντας με τα μάτια τη Λιάν, που επέστρεφε στο πόστο της.

«Ο καθένας με τα γούστα του. Συμφωνείς; Γκράχαμ; Γκράχαμ»! Ξαφνιασμένος από τη φωνή του Σμιτ, γύρισε αργά προς το μέρος του, προκαλώντας νέα ερωτηματικά. «Από πού ξέρεις την κοπέλα»;

«Ερχόμουν εδώ παλιά. Θυμάστε που σας έλεγα ότι ευχαριστιέμαι τον καφέ από ένα συγκεκριμένο μαγαζί; Ε, αυτό είναι», απάντησε κοιτώντας ξανά τη βιτρίνα μπροστά του.

«Θες να πεις πως εδώ είναι που… να, που τη γνώρισες»; ρώτησε διστακτικά ο Κάλουμ.

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και επιτέλους, κατάφερε να ξεκολλήσει τον εαυτό του από το σημείο που στεκόταν. Άρχισε να περπατά γρήγορα και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ένιωσε την παρουσία των φίλων του πίσω του, να τον ακολουθούν.

«Είσαι καλά»; θέλησε να μάθει ο Σμιτ.

«Ναι, μια χαρά», απάντησε ψυχρά.

«Όχι, δεν είσαι. Θες να το συζητήσουμε; Ρε φίλε, σταμάτα να τρέχεις και κάτσε να μιλήσεις σαν άνθρωπος. Νόμιζα τα είχες αφήσει πίσω σου αυτά»! του φώναξε ο Κάλουμ.

Σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μέρος τους. «Τίποτα δεν έχω αφήσει πίσω. Έφυγα πριν τόσους μήνες και δεν είχα τίποτα να με κρατά. Με είχε ήδη εγκαταλείψει, χωρίς καμία εξήγηση κι έτσι δεν άφησα τίποτα απολύτως. Όλα είχαν τελειώσει».

«Τότε, γιατί κάνεις έτσι»;

«Γιατί; Γιατί… άστο Κάλουμ, απλά ξέχασε το», του είπε με παραίτηση.

«Σε έψαχνε». Γύρισε προς το μέρος του Σμιτ, που τον κοιτούσε με ύφος που θύμιζε κουτάβι που είχε κάνει ζημιά.

«Ποιος με έψαχνε»;

«Εκείνη, τη Σεσίλια εννοώ, σε έψαχνε»!

«Πότε;»

«Λίγο καιρό μετά, αφού έφυγες. Την βρήκα έξω από την πόρτα του δωματίου σου στην εστία».

«Καλά και τώρα του το λες»; νευρίασε ο Κάλουμ.

«Τι εννοείς; Είχαμε πει ότι θα του κάνει καλό η απόσταση και να μην προσπαθήσουμε να μάθουμε νέα της. Ότι θα ήταν καλύτερα να την ξεχάσει», δικαιολογήθηκε ο Σμιτ.

«Ναι βρε βλάκα, το είπαμε αυτό, όταν νομίζαμε πως είχε φύγει και δεν την ένοιαζε για τον Γκράχαμ. Αφού ήρθε μέχρι την εστία όμως, προφανώς κάτι είχε να του πει».

«Μα τη ρώτησα, αν ήθελε να του μεταφέρω κάτι, της είπα ότι θα μιλήσω μαζί του αλλά μου είπε ότι δεν είχε κάποιο μήνυμα για εκείνον».

«Και τι έκανε»; ρώτησε βραχνά ο Γκράχαμ.

«Τίποτα, όταν της είπα ότι είχες φύγει για τη Γαλλία, έφυγε σαν κυνηγημένη. Δεν πρόλαβα να της πω καν, ότι θα γυρνούσες το καλοκαίρι. Άλλο που έμεινες παραπάνω».

«Σμιτ, είσαι τόσο τυχερός που έχεις την Ελίζ, πραγματικά. Κράτα τη φίλε πάση θυσία, γιατί η βλακεία σου δεν έχει όρια. Τι θα κάνεις τώρα»; ρώτησε ο Κάλουμ γυρνώντας προς το μέρος του Γκράχαμ.

Μια μικρή μικρή φλόγα άναψε μέσα του, τον ζέστανε όμως από άκρη σε άκρη. Ήταν σαν να έβγαινε στον ήλιο, μετά από μήνες στον πάγο.

«Νομίζω πως ξέρω ακριβώς, τι πρέπει να κάνω». Τα δύο αγόρια τον κοιτούσαν περιμένοντας τη συνέχεια κι ο Γκράχαμ για πρώτη φορά, ένιωσε λίγη από τη σιγουριά που του έλεγαν όλοι ότι έβλεπαν πάνω του, από τότε που επέστρεψε. «Θα πάω σε μια έκθεση ζωγραφικής»!

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ

–Η κοκκινομάλλα γύρισε-

 

Τριγυρνούσε μέσα στην αίθουσα της γκαλερί, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν όπως έπρεπε για τα εγκαίνια της έκθεσης, που θα γινόταν εκείνο το απόγευμα. Ο κάθε πίνακας έπρεπε να έχει μια συγκεκριμένη θέση, της είχε πει η Μάγκι, ακόμα κι αν δεν υπήρχε αλληλουχία στις ιστορίες τους. Μπορεί να το έκανε ερασιτεχνικά, όπως της άρεσε να επαναλαμβάνει, και σε κάθε έναν από αυτούς να είχε παρασυρθεί ανάλογα από τη διάθεση που είχε τη στιγμή που τον είχε δημιουργήσει, αλλά και πάλι ένα έμπειρο μάτι μπορούσε να τους ξεχωρίσει και να τους ‘‘ομαδοποιήσει’’ ανάλογα με το θέμα τους.

Ο πίνακας που θα καλωσόριζε το κοινό που θα επισκεπτόταν τη “Masterpiece”  για την έκθεση της Σεσίλια ήταν «Ο αναστεναγμός του Μαυριτανού» ενώ δίπλα του υπήρχε ο πίνακας της Αλάμπρα. Σε εκείνη τη θεματική ομάδα υπήρχε και ο «Ίντι», που ήταν ο πρώτος που είχε φτιάξει ύστερα από την επιστροφή της στην πρωτεύουσα της Αγγλίας. Σε δυο άλλους τοίχους υπήρχαν πίνακες που τα θέματα τους ήταν πιο ρεαλιστικά, όπως ο μουσικός του δρόμου Πέδρο, που έπαιζε την κιθάρα του, ο Ερνέστο που κρατούσε στην αγκαλιά τη Μαρισόλ, οι δυο νέοι που φιλιόνταν και παίρνανε φωτιά. Επίσης υπήρχε η ράχη ενός νέου που έγραφε κάτι, μπροστά από ένα ανοιχτό παράθυρο με ένα ολόγιομο φεγγάρι που γέμιζε με το φως του το δωμάτιο. Αυτός ο πίνακας ήταν αφιερωμένος στο Λόρκα και η πανσέληνος υποδήλωνε -σε κάποιον γνώστη των έργων του ισπανού ποιητή- ότι έγραφε το Ματωμένο Γάμο, ίσως το πιο γνωστό έργο του ανά τον κόσμο. Βέβαια ο τρόπος που ήταν σκυμμένος ο νέος πάνω στα χαρτιά του, ήταν εμπνευσμένος από τον τρόπο που έσκυβε ο Γκράχαμ, μήνες πολλούς πριν, πάνω από τα διαγωνίσματα των φοιτητών του Άτκινσον, για να τα διορθώσει. Το σκίτσο που είχε ζωγραφίσει πρόχειρα εκείνο το βράδυ, το τελευταίο που ήταν μαζί στο δωμάτιο του, το είχε χάσει μαζί με τον ίδιο τον Γκράχαμ. Άραγε να είχε φυλάξει το μπλοκ της ή να το είχε πετάξει. Αναρωτήθηκε λυπημένη και προχώρησε σε άλλον πίνακα.

Το καράβι που ανεμοδερνόταν και το κυνηγούσαν οι πειρατές υπήρχε δίπλα σε έναν άλλον πίνακα, εμπνευσμένο από το «Ματωμένο Γάμο», δυο άντρες πάλευαν για την τιμή και την αγάπη που είχαν για την ίδια γυναίκα. Το φεγγάρι σε δεύτερο πλάνο είχε την αέρινη μορφή της γυναίκας. Δεν φαινόταν καθαρά το πρόσωπο της, άλλωστε δεν ήταν αυτός ο σκοπός της, όμως με δυο τρεις θολές πινελιές έδινε την αίσθηση της.

Τέλος υπήρχε ο πίνακας που συνδύαζε το Silene Tomentosa με το φοίνικα που είναι έτοιμος να πετάξει. Ακριβώς όπως τον είχε σχεδιάσει και τον είχε δείξει στον Γκράχαμ, θέλοντας να επανορθώσει τη γκάφα της, που του είχε φτιάξει πάνω στο κορμί άλλα ντ’ άλλα. Μειδίασε με την ανάμνηση, αλλά ήταν κάτι που της έφερε πόνο μαζί με νοσταλγία. Δίπλα του υπήρχε το πρελούδιο χρωμάτων που στροβιλίζονταν αέναα.

-Όλα είναι έτοιμα. Συλλογίστηκε, όμως δεν ένιωθε ικανοποιημένη, κανένας δικός της δε θα ήταν εκεί, να δει την έκθεση της. Και κυρίως δε θα ήταν ο Γκράχαμ. Αυτός που τόσο επέμενε ότι έπρεπε να συνεχίσει να ζωγραφίζει και σε κάθε ευκαιρία, της το υπενθύμιζε.

Η θύμηση της επέστρεψε μήνες πριν, όταν είχε γυρίσει στην Αγγλία και είχε μάθει ότι εκείνος έλειπε. Είχε περάσει τόσος καιρός και δεν είχε δώσει κανένα σημάδι ζωής, άραγε δεν του είχε αναφέρει ο φίλος του στο τηλέφωνο την επίσκεψη της στην εστία ή απλά δεν τον ένοιαζε. Πάντως με την Γκρέις δεν ήταν, την είχε δει στο δρόμο κάποια στιγμή και ήταν βέβαιη πως ήταν το κορίτσι της φωτογραφίας, πως δε θα ήταν άλλωστε, αφού είχε γίνει ο εφιάλτης της. Αδιάφορη άκουσε εκείνο το βράδυ την πρόταση για την έκθεση. Το μόνο που ήθελε ήταν να την αφήσουν να επιστρέψει στη μιζέρια και στις σκέψεις της. Ούτε δύναμη να ρωτήσει το αυτονόητο δεν είχε. Πως γνώριζαν ότι ζωγραφίζει… απάντησε μόνο ότι δεν την πετύχαιναν σε καλή στιγμή κι αυτό επειδή δεν επιθυμούσε να ακουστεί αγενής. Ήλπιζε όμως ότι δε θα την ενοχλούσαν ξανά και ότι θα καταλάβαιναν από τη φράση της ότι δεν ενδιαφερόταν. Το είχε θεωρήσει δεδομένο σε βαθμό να το ξεχάσει. Αποκλείεται άνθρωποι που έρχονται καθημερινά σε επαφή με ενθουσιώδεις καλλιτέχνες, που θα σκότωναν τη μάνα τους για μια έκθεση σε γκαλερί, να τους απαντούσαν τόσο αδιάφορα. Με βεβαιότητα δε θα την καλούσαν πίσω, άλλωστε η Σεσίλια δεν ήταν ούτε ο Πικάσο ούτε ο Νταλί. Ήταν απλά ένα κοριτσάκι που έκανε τατουάζ και που είχε συμμετάσχει ως χάρη, άλλη μια φορά σε ομαδική έκθεση.      

Σε αντίθεση βέβαια με τον Σμιτ, ο Τζέιμς ανέφερε στον Τσάρλι ότι η κοκκινομάλλα είχε επιστρέψει στο Λονδίνο. Δεν είχαν περάσει ούτε δυο μέρες από την επίσκεψη της στην εστία και ο Τσάρλι έκανε την εμφάνιση του στο στούντιο. Είχε βγει στην υποδοχή για να επιτρέψει στον πελάτη να ντυθεί με την ησυχία του, όταν είδε ότι ο Τσάρλι βρισκόταν εκεί και πηγαινοερχόταν πάνω κάτω νευρικά στον περιορισμένο χώρο.  Κοιτάχτηκαν στα μάτια χωρίς να μιλήσουν, κάποιος μορφασμός πρέπει να της είχε ξεφύγει γιατί είδε τον Τσάρλι να παίρνει μια έκφραση απογοήτευσης. Δεν ήταν ότι του ήταν θυμωμένη, απλά ήθελε για λίγο την ησυχία της και δεν ήθελε να συναναστρέφεται άτομα που της θύμιζαν εκείνον. Της ήταν αρκετό που το σπίτι ακόμα και η δουλειά της ήταν γεμάτα από αναμνήσεις δικές του. Σε καμία περίπτωση δε θα επέτρεπε σε άλλον εραστή της να μπει στο διαμέρισμα της. Ο πελάτης βγήκε και σηκώνοντας το χέρι προς χαιρετισμό αποχώρησε.

-Θέλεις να κάνεις τατουάζ; Τον ρώτησε μην βρίσκοντας τι άλλο να του πει.

-Όχι, ήθελα να σε δω.

-Εδώ είναι η δουλειά μου, δε δέχομαι επισκέψεις. Του απάντησε ψυχρά.

-Μου είσαι θυμωμένη, το ξέρω. Όμως πες μου γιατί!

-Δε σου είμαι θυμωμένη! Απάντησε αδιάφορα και έκανε να μπει στο εργαστήρι της. Μα γιατί δεν υπήρχε κανένας νέος εκεί έξω που να έχει την επιθυμία να χαράξει πάνω του κάτι, έστω και ένα ευχούλη με λαδί μαλλί, ώστε να της δώσει τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να απαλλαγεί από τον Τσάρλι!

Χωρίς πρόσκληση την ακολούθησε στο εργαστήρι της και χωρίς να το περιμένει κάθισε πάνω στην καρέκλα των μαρτυρίων, όπως ονόμαζαν με τον Τζίμη τη θέση που ξάπλωναν οι πελάτες για να τους κάνουν τα τατουάζ.

-Δεν είπες ότι, δε θες τατουάζ; Τον ρώτησε.

-Προκειμένου να σου μιλήσω είμαι πρόθυμος να ζωγραφιστώ από την κορυφή ως τα νύχια.

-Προκάλεσε με και δε θα έχω κανέναν ενδοιασμό. Του απάντησε έντονα.

-Που ήσουν όλον αυτό τον καιρό; Τη ρώτησε προσπαθώντας να μη φανούν τα αισθήματα και η απογοήτευση του.

-Στην Ισπανία, στην οικογένεια μου.

-Είναι όλοι καλά; Τη ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον.

-Ναι, όλοι είναι καλά.           

-Γιατί έφυγες χωρίς να πεις ούτε μια κουβέντα;

-Δε νομίζω ότι όφειλα να πω σε κανέναν τίποτα.

-Νόμιζα ότι είμαστε φίλοι.

-Κι εγώ έτσι νόμιζα. Απάντησε ήρεμα, το βάρος που είχαν οι λέξεις της παρά τη φαινομενική νηνεμία της, πλήγωναν όλο και περισσότερο τον Τσάρλι, όμως δεν το έβαζε κάτω.

-Χωρίσατε! Έκανε στο τέλος τη διαπίστωση.

-Χωρίσαμε! Απάντησε και εκείνη.

-Το είχα καταλάβει.

-Επειδή έφυγα; Τον ειρωνεύτηκε η Σεσίλια.

-Επειδή έβλεπα πόσο χάλια ήταν. Γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη. Ναι, Σεσίλια, όταν έφυγες εκείνος είχε εξαφανιστεί γιατί ήταν κλεισμένος στο δωμάτιο του και δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο, το έμαθα από τον Τζέιμς. Του είχαν κάνει μάλιστα μια πρόταση να πάει στη Γάλλια με υποτροφία, σύμφωνα με τον Τζέιμς όλοι οι φίλοι του ανησυχούσαν ότι θα άφηνε αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη, επειδή δεν είχε το σθένος να το παλέψει, εξαιτίας της απουσίας σου. Τελικά κατάφεραν και τον έπεισαν να φύγει.

-Άλλος θα ήταν ο λόγος! Σχολίασε παριστάνοντας την αδιάφορη η Σεσίλια, αλλά στην πραγματικότητα είχε αναστατωθεί.

-Όχι, είναι βέβαιο. Ο Κάλουμ και ο Σμιτ ανησυχούσαν πολύ για εκείνον, κουβέντια­ζαν μπροστά στο Τζέιμς. Αν δεν ήταν ο Τζέιμς η πηγή μου, ούτε εγώ θα το πίστευα.

-Μεγάλη κουτσομπόλα ο Τζέιμς, σχολίασε η Σεσίλια.

-Πράγματι.

-Αυτός σου είπε ότι γύρισα;

-Ποιος άλλος;

-Και τώρα γιατί μου τα λες αυτά;

-Δεν ξέρω. Μάλλον για να εξευμενίσω το θυμό σου. Όμως γιατί πήρες τόσο στραβά το ενδιαφέρον μου; Η Σεσίλια προτίμησε να μην του απαντήσει, απλά κάθισε στην καρέκλα πίσω από το γραφείο.

-Ήταν λάθος μου, δεν έπρεπε να σου εκφράσω το ενδιαφέρον μου, την τράβηξε από τις σκέψεις της. Ήσουν σε σχέση και έπρεπε να το είχα σεβαστεί. Όμως εκείνο το βράδυ που είχαμε βγει και που φιληθήκαμε όταν σε γύρισα σπίτι, της είπε, νόμιζα ότι κάτι υπήρχε ανάμεσα μας και ότι αν δεν ήσουν μπερδεμένη, ώστε να μπλέξεις μαζί του, θα ήμασταν μαζί. Επίσης το ότι δε μου είχες πει για την σχέση σας με αποπροσανατόλισε. Σκέφτηκα ότι αν σου μιλούσα μπορεί να με έβλεπες αλλιώς, όπως εγώ ήθελα. Ω, Θεέ μου τι κάνω, ούτε εγώ ξέρω γιατί στα λέω όλα αυτά.

-Τσάρλι, ήταν λάθος μου που φιληθήκαμε. Είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα που είχαν περάσει χωρίς κανείς τους να μιλάει. Δεν ήθελα να επιτρέψω στον εαυτό μου να αναγνωρίσει τα αισθήματα που έτρεφα για τον Γκράχαμ. Ακόμα και στα δικά μου μάτια, φαινόμασταν αταίριαστοι, όμως τα αισθήματα είναι κάτι άλλο. Δεν ήξερα πώς να σου πω για εκείνον και εμένα, ένιωθα παράξενα, αν προτιμάς ένιωθα ένοχη που σου επέτρεψα να με φιλήσεις, σε μετρούσα για φίλο μου και ξέρεις δεν κάνω και πολύ εύκολα φιλίες. Γι’ αυτό δε σου μίλησα και όχι για να το κρατήσω κρυφό επειδή είχα βλέψεις για σένα. Πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη, άλλωστε τώρα ό,τι έγινε, έγινε και αυτό δεν αλλάζει.

-Τι εννοείς όταν λες ό,τι έγινε, έγινε;

-Η σχέση μου με τον Γκράχαμ, από δικό μου λάθος ήταν εύθραυστη. Οι ανασφάλειες μου υπερίσχυσαν. Όμως και εκείνος παρεξήγησε κάποια πράγματα. Εκείνο το απόγευμα που μου εκδήλωσες τα αισθήματα σου, είχε έρθει να με βρει και μας είδε. Το παρεξήγησε και δε μου μίλησε, κάτι παρόμοιο συνέβη λίγο καιρό αργότερα, όταν τον πέτυχα στο δρόμο να μιλάει με την πρώην του, φυσικά εγώ μίλησα και είπα πράγματα παραπάνω απ’ ότι έπρεπε, ειδικά όταν μου αποκάλυψε για ποιο λόγο άρχισε να απομακρύνεται από μένα. Θυμωμένη, πληγωμένη και μπερδεμένη αποφάσισα να φύγω και τώρα που γύρισα συνειδητοποιώντας ότι θέλω να είμαι μαζί του, εκείνος έχει φύγει και προφανώς με έχει ξεχάσει κιόλας.

-Σεσίλια, λυπάμαι, λυπάμαι τόσο πολύ.

Μην βρίσκοντας τι άλλο να πει απλά κούνησε το κεφάλι της και ανασήκωσε τους ώμους της. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και μπήκε μέσα ο Τζίμη.

-Βρε τα πιτσουνάκια μου! Είπε πειρακτικά και ύστερα συνέχισε παριστάνοντας το θυμωμένο και απευθυνόμενος στον Τσάρλι. Κανόνισε να μου την ξανανευριάσεις και να μου τη στείλεις πάλι για διακοπές στη Μάλαγα ή στη Μαγιόρκα. Ο Τσάρλι σηκώθηκε από τη θέση του και ξεκίνησε να πηγαίνει προς την πόρτα, αφήνοντας απορημένο και κάπως απογοητευμένο τον Τζίμη που ο νεαρός δεν είχε πιάσει το αστείο του. Ο Τσάρλι φτάνοντας δίπλα στο μεγαλόσωμο άντρα, ακούμπησε το χέρι στον ώμο του, λέγοντας του.

-Δεν ήμουν εγώ ο λόγος που έφυγε. Και χωρίς άλλη κουβέντα, βγήκε από το μαγαζί. 

-Έκανα γκάφα; Τη ρώτησε ο Τζίμη.

-Όχι… εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και βγήκε να επιστρέψει στο διπλανό δωμάτιο. Όλες τις γκάφες εγώ τις έκανα. Συνέχισε τη φράση της η Σεσίλια, μόλις έμεινε μόνη.

 

Ô

 

Τελικά με τον Τσάρλι δε δυσκολεύτηκαν να βρουν ξανά σημείο επαφής και να εξακολουθήσουν να κάνουν παρέα, άλλωστε πλέον ήταν ξεκάθαρο και για τους δύο ότι η σχέση τους θα παρέμενε φιλική. Στην αρχή ήταν κάπως αμήχανα, αλλά αναγκάζονταν να βρίσκονται στο εστιατόριο του έλληνα για να προσφέρουν φαγητό στους πρόσφυγες. Ο Τσάρλι βέβαια -πιο υπεύθυνος και φιλάνθρωπος- πήγαινε πιο συχνά απ’ ότι η Σεσίλια, που προτιμούσε τη θαλπωρή τους σπιτιού της. 

-Αυτό είναι δυστυχία, προσπαθούσε να της εξηγήσει. Να γίνεται πόλεμος στην χώρα σου, να χάνεις φίλους και συγγενείς, να φεύγεις να γλιτώσεις και να ζητάς άσυλο από χώρα σε χώρα, και οι περισσότεροι να σε αντιμετωπίζουν λόγω της δυστυχίας και της φτώχιας σου με απαξίωση. Να προσπαθείς να σώσεις τα παιδιά σου και να σε εκμεταλλεύονται με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο οι λαθρέμποροι. Να πνίγεσαι στο Μεσόγειο, να σε κλωτσάνε στα σύνορα και να σου βάζουν τρικλοποδιές και να μην ξέρεις τι θα σου ξημερώσει η επόμενη μέρα.

Με αυτά στο μυαλό, προσπαθούσε να ξεχάσει την προσωπική της απογοήτευση, αλλά και ο πραγματικός έρωτας δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται εύκολα. Επίσης ένιωθε άσχημα που είχε προκαλέσει τόσο πόνο σε εκείνον αλλά και στον εαυτό της με το να απομακρυνθεί από το Λονδίνο αντί να συναντηθεί πρώτα μαζί του για να συζητήσουν. Ίσως αν βάζανε τους εγωισμούς τους στην άκρη να τα είχαν καταφέρει. «Ίσως αν είχα βάλει τον εγωισμό μου στην άκρη να τα είχαμε καταφέρει». Διόρθωνε συχνά τον εαυτό της, κι ας έφερνε και εκείνος μερίδιο ευθύνης.

 

Ô

 

Η Σεσίλια βρισκόταν σκυμμένη πάνω από μια γυναίκα, ζωγραφίζοντας της στην πλάτη ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, ενώ είχε την οδηγία κάτω από το λουλούδι να γράψει το όνομα GARY. Όταν της ζητούσαν τέτοιου είδους τατουάζ, ένιωθε την ανάγκη να καρφώσει το μηχάνημα των τατουάζ απευθείας στην καρδιά της τόσο πόνο της προκαλούσαν, «Λίγη φαντασία δε βλάπτει»! Η γυναίκα είχε περάσει τα σαράντα, όλα πάνω της το μαρτυρούσαν. Τα ξανθά οξυζεναρισμένα μαλλιά της, το πόδι της χήνας δίπλα από τα μάτια της, το ταλαιπωρημένο από τα ξενύχτια δέρμα της, με βεβαιότητα στα νιάτα της θα ήταν πιστή ακόλουθος κάποιου group. Όμως ακόμα και στην περίπτωση που δε θα φαινόταν η ηλικία της, όταν άκουσε το σχέδιο του τατουάζ που ήθελε να καταδικάσει για πάντα την ωμοπλάτη της να φέρει, θα καταλάβαινε σε ποια ηλικιακή ομάδα άνηκε. Άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός για τη ματαιότητα του σχεδίου που ήταν υποχρεωμένη να φτιάξει. Ήταν από τις στιγμές που θα προτιμούσε να δουλεύει σε εργοστάσιο και να είναι για παράδειγμα ηλεκτροσυγκολλητής, αφού κάποιοι από αυτούς που έφταναν ως το στούντιο που δούλευε, την καταδίκαζαν να είναι κάθε άλλο παρά δημιουργική. Υποχρεώνοντας την κάποιες ώρες απλά να διεκπεραιώνει μια εργασία. Για τη ματαιότητα του έρωτα δεν είχε να σχολιάσει τίποτα, όμως έβλεπε ότι η γυναίκα ήταν μια καταδικασμένη ψυχή να ερωτεύεται άντρες με ευκολία και να τους δίνεται κάθε φορά «για πάντα», ενώ εκείνοι δε θα την έπαιρναν ποτέ στα σοβαρά.

Κάθισε στο γραφείο της και αποφάσισε να κάνει κάτι πιο δημιουργικό, όσο της επιτρεπόταν τουλάχιστον, από αυτό που της είχε ζητήσει η πελάτισσα. Τελικά το αντρικό όνομα δεν γράφτηκε κάτω από το τριαντάφυλλο, αλλά κάθε ένα από τα τέσσερα γράμματα αποτελούσε ένα πέταλο του λουλουδιού. Με την ελπίδα να αφήσει ικανοποιημένη την πελάτισσα και να μην είναι κολλημένη στο στερεότυπο που πάσαραν άλλα στούντιο τατουάζ, την πλησίασε και της το έδειξε, άλλωστε αν κάτι στράβωνε με τον «GARY» σκέφτηκε ειρωνικά, τα γράμματα με ευκολία θα μπορούσαν να μετατραπούν σε απλά πέταλα. Ευχήθηκε μόνο να μην μετατρέπονταν σε άλλο όνομα. Είδε την απορημένη έκφρασή της γυναίκας. Στην παραμικρή άστοχη παρατήρηση θα τη φόρτωνε στον Τζίμη. Ήταν πιο ειδικός στο να κάνει υπομονή με τους πελάτες που ήθελαν κλισέ σχέδια, όπως λουλουδάκια και ραγισμένες καρδιές. Τελικά ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα που η πελάτισσα μελετούσε το σχέδιο και με το μάτι της Σεσίλια να έχει αρχίσει να γυαλίζει, χαμογέλασε και δέχτηκε να της φτιάξει το εναλλακτικό μοτίβο.

Λίγη ώρα αργότερα κι ενώ είχε καταπιαστεί με το να φτιάχνει τριανταφυλλένια πέταλα άρχισε να χτυπάει το κινητό της. Η Σεσίλια το αγνόησε και συνέχισε να ‘‘ζωγραφίζει’’. Αφού πέρασε περίπου ένα τέταρτο, το κινητό της άρχισε πάλι να χτυπάει επίμονα.

-Για το Θεό απάντησε, δεν μπορώ να το ακούω. Την προέτρεψε η γυναίκα.

Προφανώς στην πελάτισσα δεν άρεσαν οι Ιρλανδοί U2, σημείωσε στο μυαλό της. Μόλις επέστρεφε στη θέση της θα την έκανε οπωσδήποτε να πονέσει. Πάντως η γυναίκα είχε άγνοια κινδύνου. Φυσικά και είχε, το ότι είχε ζητήσει από μόνη της να την χαράξουν ένα αντρικό όνομα, αυτό τα έλεγε όλα. 

-Παρακαλώ; Απάντησε στην κλήση.

-Καλησπέρα, η κυρία Μολίνς;

-Η ίδια.

-Είχαμε μιλήσει ξανά μαζί σας πριν από μια εβδομάδα. Προτίμησε να μην κάνει κάποιο σχόλιο και να περιμένει. Σας τηλεφωνώ από μια γκαλερί.

-Και;

-Θα ενδιαφερόμασταν να συνεργαστούμε μαζί σας.

-Τι εννοείτε όταν λέτε να συνεργαστείτε μαζί μου. Θέλετε κάποιο τατουάζ;

«Η αφεντικίνα μου προκειμένου να σας κλείσει για έκθεση είναι ικανή να κάνει μέχρι και τατουάζ». Ήταν η σκέψη της νεαρής που μιλούσε μαζί της στο τηλέφωνο, «Και εγώ εδώ που τα λέμε, τόσο που έχω βασανιστεί να σας βρω».

-Γνωρίζουμε ότι βιοποριστικά ασχολείστε με τα τατουάζ.

«Βιοποριστικά»!

-Όμως γνωρίζουμε ότι επίσης ζωγραφίζεται πίνακες!

-Μόνο ερασιτεχνικά. Απάντησε η Σεσίλια και έριξε μια ματιά στη γυναίκα να δει αν αδημονούσε να επιστρέψει κοντά της, όμως εκείνη χαλαρή κοίταζε δεξιά και αριστερά το χώρο. Αλλά μια στιγμή, πως το γνωρίζεται αυτό; Ρώτησε την τηλεφωνική συνομιλήτρια της.

-Έχουμε δει έργα σας!

-Αλήθεια που; Τη ρώτησε παραξενεμένη και κάπως έντονα η Σεσίλια, κάνοντας το κορίτσι από την άλλη πλευρά της γραμμής να κομπιάσει και να μην απαντήσει αμέσως.

-Πριν κάποια χρόνια σε μια έκθεση.

-Μάλιστα, και;

-Η εργοδότης μου βρήκε ενδιαφέρουσα τη δουλειά σας και θα ήθελε να μιλήσετε.

-Και καλά γιατί δεν επικοινώνησε τότε μαζί μου;

-Τώρα κατάφερε να βρει στοιχεία επικοινωνίας.

-Μμμμμ, … Και πάλι δε νομίζω ότι ενδιαφέρομαι.

-Κοιτάξτε, δεν είστε υποχρεωμένη για κανένα λόγο να κάνετε έκθεση, όμως δεν παρουσιάζονται κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες στους καλλιτέχνες. Γιατί δε θέλετε να περάσετε από εδώ, να μιλήσετε με την ίδια την κυρία Μάγκι. Κι αν σας ενδιαφέρει η πρόταση, να σας παραχωρήσει το χώρο. Δε νομίζω να έχετε να χάσετε κάτι.

-Όπως σας ξαναείπα σχεδιάζω ερασιτεχνικά, για την ευχαρίστηση μου, οπότε με αυτή την πρόταση δε νομίζω να κερδίσω και κάτι.

-Μα γιατί είστε τόσο αρνητική; Δε προσπαθώ να σας δώσω δάνειο ή να σας πουλήσω πιστωτική κάρτα ή σεντόνια. Τη ρώτησε απηυδισμένη και μαζί απογοητευμένη η κοπέλα στο τηλέφωνο.  

-Πες μου κάτι; Είσαι καινούργια στη δουλειά;

-Μάλιστα.

-Εντάξει θα έρθω. Αλλά να ξέρεις, η απάντηση μου θα είναι όχι. Αφού η νεαρή υπάλληλος της γκαλερί της έκλεισε ραντεβού για να συζητήσει με την κυρία Μάγκι, η Σεσίλια απενεργοποίησε το κινητό της, φόρεσε ένα νέο ζευγάρι γάντια μια χρήσης και επέστρεψε στην πελάτισσα που την περίμενε. Εκείνη θέλοντας να πάρει λίγη ακόμα παράταση το διάλλειμα, που έκανε από το μαρτύριο του τατουάζ, τη ρώτησε.

-Ζωγραφίζεις;

-Ερασιτεχνικά! Απάντησε και περίμενε με αδημονία να γυρίσει στη σωστή θέση η γυναίκα για να συνεχίσει τη δουλειά της.

-Μα απ’ ότι άκουσα έχεις συμμετάσχει και σε έκθεση.

-Ναι, μόνο που συμμετείχα επειδή καταστράφηκαν κάποια έργα και έπρεπε να τακτοποιηθεί άμεσα το θέμα. Με ρώτησαν, είχα κάποια κομμάτια μισό-έτοιμα, τα ολοκλήρωσα και τα παραχώρησα.

-Και το άστρο σου έλαμψε! Της απάντησε και χαμογέλασε. Η Σεσίλια έσφιξε τα χείλη σε μια γκριμάτσα χαμόγελου. Μα καλά δεν το βλέπεις;

-Τι πράγμα να δω; Τη ρώτησε και σταύρωσε τα χέρια μπροστά από το στήθος σε αμυντική στάση.

-Ότι όλα τα γεγονότα ήταν αλληλένδετοι κρίκοι μιας αλυσίδας ώστε να φτάσει η στιγμή να κάνεις τη δική σου έκθεση.

-Η αλήθεια είναι ότι δεν το βλέπω! Απάντησε η Σεσίλια.

-Μα σκέψου το, πριν από κάποια χρόνια συμμετείχες σε μία έκθεση λόγω ενός ατυχήματος. Κάποιοι άνθρωποι είδαν τα έργα σου και τα ξεχώρισαν και σου προσφέρουν το χώρο τους για να κάνεις ατομική έκθεση.

-Με τέσσερις πίνακες δεν μπορείς να κάνεις ατομική έκθεση!

-Μόνο τόσους έχεις;

-Και δεύτερον, απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση της γυναίκας, οι γκαλερί δεν χαρίζουν χώρους, δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα. Θα θέλουν χρήματα από μένα για να τον νοικιάσω ώστε να εκθέσουν τα έργα μου.

-Δεν ξέρω τι λες εσύ, εγώ πάντως βλέπω μια σπάνια ευκαιρία που πρέπει να την εκμεταλλευτείς!

-Συνεχίζουμε; Τη ρώτησε η Σεσίλια και σήκωσε το εργαλείο των τατουάζ για να της υπενθυμίσει για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί.   

 

Ô

 

Το αρχικό ΌΧΙ, της Σεσίλια, δεν μετατράπηκε με ευκολία σε ΝΑΙ. Έπρεπε πολλοί να επέμβουν για να την πείσουν ότι έπρεπε να αρπάξει την ευκαιρία που της δινόταν, τουλάχιστον ας πήγαινε να μιλήσει με την υπεύθυνη. Κανονικά δεν είχε σκοπό να πει κουβέντα σε κανέναν, βγαίνοντας από το εργαστήρι της εκείνο το απόγευμα μαζί με την πελάτισσα. Ο Τζίμη ήταν στην υποδοχή, η γυναίκα της ευχήθηκε κάθε επιτυχία στην έκθεση της κι ενώ είχε διαβεί το κατώφλι της εξόδου, ξαναμπήκε για να τη διαβεβαιώσει ότι είχε ένστικτο και ότι η ίδια έφερνε γούρι. Η Σεσίλια κούνησε υπομονετικά το κεφάλι καταφατικά ενώ αναρωτιόταν πως δεν είχε καταφέρει να φέρει γούρι στον ίδιο της τον εαυτό αφού ήταν τόσο γουρλού. Ο Τζίμη που τίποτα τον τελευταίο καιρό δεν άφηνε να πέσει κάτω τη ρώτησε σε ποια έκθεση αναφερόταν η γυναίκα. Εκείνη απάντησε με αερολογίες αλλά λόγω έλλειψης πελατών, εκείνος επέμεινε να του πει περισσότερες λεπτομέρειες ακολουθώντας την στο εργαστήρι της και παίρνοντας θέση στην καρέκλα των μαρτυρίων. Αποτέλεσμα να το μάθει από αυτόν και ο Τσάρλι, που μπήκε αμέσως στην ομάδα των οπαδών της έκθεσης της. Μόνο ένας έλειπε για να την πάει σηκωτή να κάνει την έκθεση. Ο Γκράχαμ! Όμως είχε ξεχάσει, εκείνος πια βρισκόταν στη Γαλλία και δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για το τι θα έκανε στη ζωή της.      

 

Ô

 

-Είστε τόσο ίδιοι. είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Τσάρλι με απογοήτευση.

-Δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεσαι!

-Αναφέρομαι στο ότι όπως κι εκείνος κόντεψε να κλωτσήσει μια τόσο σπουδαία ευκαιρία έτσι κι εσύ τώρα.

-Μην αρχίζεις!

-Κι όμως θα αρχίσω. Όπως οι φίλοι του δεν άφησαν τους κόπους του να πάνε χαμένοι έτσι κι εγώ τώρα δε θα αφήσω τους δικούς σου κόπους να πάνε στράφι.

-Είναι διαφορετικό! Απάντησε απλά.

-Γιατί;

-Ώρες ώρες νιώθω σαν να μιλάω σε τετράχρονο, ούτε η Άιλα δε δυσκολεύεται να καταλάβει κάτι όσο εσύ.

-Ποια είναι η Άιλα;

-Μια οχτάχρονη, μπορεί και εννιάχρονη. Τέλος πάντων, είπε και τίναξε το κεφάλι της δεξιά αριστερά για να διώξει τις σκέψεις της. Εκείνος σπουδάζει αρχαιολογία, είναι σημαντική για την εξέλιξη του μια υποτροφία. Εγώ είμαι επαγγελματίας tattooist, δε με ενδιαφέρει να γίνω ζωγράφος, δε θα με ωφελήσει πουθενά μια έκθεση.

-Α όχι;

-Όχι! Είπε και βούτηξε το κουτάλι μέσα στο παγωτό της. 

-Σου αρέσει να ζωγραφίζεις.

-Σαν χόμπι! Μόνο.

-Αυτός άρπαξε μια ευκαιρία προκειμένου να σε ξεχάσει. Είπε για να την πεισμώσει, άρπαξε την και εσύ ως εργασιοθεραπεία.

-Μπορείς να γίνεις πολύ επίμονος!

-Μπορώ! Λίγες φορές έχω παραιτηθεί πριν φτάσω στον στόχο μου. Είπε και πρόσθεσε βιαστικά. Και έχω και κάτι άλλο να σου προτείνω.

-Φοβάμαι το τι θα ακούσω.

-Για πότε είναι η έκθεση;

-Αρχές φθινοπώρου. Μου δίνουν μια μικρή παράταση αν τη ζητήσω εγκαίρως, μιας και θα πρέπει να εργαστώ για να φτιάξω τους πίνακες, αυτοί που έχω είναι ελάχιστοι.  

-Θα έχει γυρίσει!

-Και!

-Σου είναι λίγο να μάθει ότι η αγαπημένη του…

-… η πρώην αγαπημένη του…

-Έστω… κάνει έκθεση ζωγραφικής; Αν μη τι άλλο θα τον τσιτώσει.

-Είσαι σίγουρα straight;

-Γιατί αμφιβάλεις;

-Ξέρω εγώ, θεωρούσα ότι μόνο οι γυναίκες σκεφτόμαστε με παρόμοιο τρόπο.

-Όλοι οι ερωτευμένοι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο.

-Τέλος πάντων! Και πάλι δεν είμαστε δεκαπέντε χρονών να κάνουμε κάτι με σκοπό να τσιτώσουμε τον πρώην.   

 

Ô

 

Μπορεί να έκανε τη δύσκολη η Σεσίλια αλλά στην πραγματικότητα με το πες πες είχε αρχίσει να πείθεται. Ακόμα και να μην τσίτωνε ο Γκράχαμ, όπως της υποσχόταν ο Τσάρλι, αν μάθαινε ότι έκανε έκθεση μπορεί να πήγαινε να επισκεφτεί τη γκαλερί. Στην περίπτωση πάλι που δεν ενδιαφερόταν, θα πίστευε ότι συνέχιζε τη ζωή της χωρίς να νοιάζεται. Αλλά αν ήταν, λίγο έξυπνος, μπορεί να καταλάβαινε το μήνυμα αυτής της έκθεσης. Είχε αδράξει την ευκαιρία επειδή εκείνος κάποτε είχε επιμείνει, επίσης αν πήγαινε και έβλεπε τα έργα δεν μπορεί να μην καταλάβαινε βλέποντας το έργο «Ίντι», ότι όταν το σχεδίαζε τον είχε ακόμα στο μυαλό της. Το ίδιο βράδυ κάθισε και ζωγράφισε σε έναν καμβά το συνδυασμό των δύο τατουάζ του. Εκείνο που ο ίδιος είχε επιλέξει μαζί με εκείνο που του είχε κάνει εξαιτίας μιας παρεξήγησης. Μια πράξη που θα έπρεπε να της είχε στοιχήσει τουλάχιστον τη δουλειά της και τελικά την είχε μάθει πως είναι να ερωτεύεσαι. Θυμήθηκε τα λόγια της πελάτισσας, όταν της είπε ότι όλα όσα είχαν συμβεί ήταν οι αλληλένδετοι κρίκοι μιας αλυσίδας ώστε να κάνει ατομική έκθεση. Όλα τα σωστά και τα λάθη που μπορεί να είχε κάνει, όλες οι αποφάσεις καθώς και κάποιες αναβολές την είχαν οδηγήσει σε αυτό το σημείο. Το κλέψιμο της τσάντας της, το ατύχημα με το ποδήλατο, ο καυγάς τους, το ότι εκείνος έπειτα βρήκε το πεταμένο της μπλοκ και έφτασε ως το στούντιο που εργαζόταν η ίδια για να το κάνει. Και έπειτα το εσκεμμένο της λάθος για να τον τιμωρήσει, οι μετέπειτα καυγάδες τους, ήταν αυτά που τους έφεραν κοντά και έζησαν έστω για λίγους μήνες μαζί.

«Και τι σημασία είχε», σκέφτηκε απογοητευμένη «αφού τώρα είμαι μόνη μου και παλεύω να τον ξεχάσω». Βέβαια γι’ αυτό ευθυνόταν μια άλλη αλληλένδετη αλυσίδα από παρεξηγήσεις και σφάλματα ώστε να τους έχει χωριστά. Το επόμενο κιόλας πρωί πήρε τηλέφωνο τη Μάγκι για να της πει ότι δεχόταν την πρόταση.

Όπως της είχε προτείνει ο Τσάρλι, τις ώρες που δεν ήταν στο στούντιο, έκανε εργασιοθεραπεία ζωγραφίζοντας στο σπίτι. Είχε φρόντισε να της στείλει και ο πατέρας της κάποιους πίνακες που είχε αφήσει στη Γρανάδα και κάπως έτσι έφτασε η μέρα που το κοινό θα έβλεπε δεκαέξι δικούς της πίνακες στη γκαλερί «Masterpiece».     

 

Ô

 

Δεν είχε καταλάβει πόση ώρα είχε περάσει που στεκόταν μπροστά από τον ίδιο πίνακα, συγκεκριμένα μπροστά από το συνδυασμό του φοίνικα με το σπάνιο ισπανικό λουλούδι. Όταν ένιωσε δυο χέρια να την αγγίζουν ελαφρά στους ώμους γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένη πίσω της, για να δει τη Μάγκι να της χαμογελάει.

-Πρέπει να είναι πολύ σημαντικός αυτός ο πίνακας για σένα. Στέκεσαι ώρα και τον κοιτάς!

-Ήμουν αφηρημένη. Απάντησε η Σεσίλια, θέλοντας να μην αναφερθεί στον πραγματικό λόγο που είχε μείνει καθηλωμένη μπροστά από το συγκεκριμένο έργο της.

-Έχεις αγχωθεί;

Η Σεσίλια κούνησε το κεφάλι της με έναν απροσδιόριστο τρόπο που κανείς δε θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν όντως ήταν αγχωμένη ή όχι. Στην πραγματικότητα ήταν κάπως νευρική, όχι όμως για την έκθεση κάθε αυτού, αλλά για το αν θα είχε την ευκαιρία να συναντήσει τον Γκράχαμ. Τη στενοχωρούσε το γεγονός ότι τόσους μήνες μετά δεν είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή μαζί της.

-Όλα θα πάνε καλά, να είσαι βέβαιη, της είπε και της έσφιξε το μπράτσο. Η Σεσίλια κούνησε και εκείνη καταφατικά το κεφάλι. Ύστερα βγήκανε μαζί στο δρόμο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μένουνε στη γκαλερί, τα πάντα ήταν στη θέση τους. Έπρεπε για λίγες ώρες να αδειάσουν το κεφάλι τους από την έκθεση, ώστε να κρατήσουν δυνάμεις για το απόγευμα που η Masterpiece θα γέμιζε με κόσμο. Αφού σήκωσε το χέρι της, έτρεξε να μπει βιαστικά σε ένα ταξί που περνούσε. Η Σεσίλια θυμήθηκε τη μέρα που για πρώτη φορά είχε πάει στη γκαλερί, έτοιμη να πει το μεγάλο ΟΧΙ, στην επίμονη υπεύθυνη που ήθελε ντε και καλά να της κάνει έκθεση. Περίμενε να συναντήσει κάποια ψυχρή βορειοευρωπαία, αυστηρή και στρυφνή που έπαιρνε τα πάντα στα σοβαρά και περισσότερο απ’ όλα την τέχνη. Αντί γι’ αυτό συνάντησε μια γυναίκα ακριβώς το αντίθετο. Ζεστή, ομιλητική που σε κέρδιζε με ένα χαμόγελο. Τα χαρακτηριστικά της για κάποιο περίεργο λόγο της φάνηκαν οικεία, αλλά ήταν βέβαιη ότι δεν την είχε ξαναδεί. Ίσως όμως να την είχε συναντήσει στην ομαδική έκθεση που είχε συμμετάσχει.

Η γκαλερί ήταν ένας ενιαίος χώρος στο ισόγειο, πίσω από ένα μικρό τοίχο υπήρχαν οι τουαλέτες και μια ξύλινη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο ο οποίος ήταν το ένα τέταρτο από την γκαλερί, μιας και επρόκειτο για σοφίτα. Αν και τα πράγματα που υπήρχαν στο γραφείο ήταν λίγα, ήταν τόσο μικρός ο χώρος που φαίνονταν πολλά. Μια μικρή βιβλιοθήκη σε έναν πλαϊνό τοίχο με βιβλία για την τέχνη. Εικαστικά, ρεύματα ζωγραφικής, σύγχρονοι καλλιτέχνες και προγράμματα. Ένα γραφείο με μια καρέκλα από πίσω και άλλη μια μπροστά από αυτό. Στον τοίχο που ήταν σχεδόν πάνω του κολλητό το γραφείο, κάποτε υπήρχε ένα κάδρο, που ένας θεός ξέρει τι μπορεί να απεικόνιζε, όμως είχε αφήσει το ίχνος του, μαζί με το καρφάκι από το οποίο κάποτε κρεμόταν. Στην οροφή υπήρχε ένα πλαϊνό παράθυρο από το οποίο έμπαινε ο ήλιος.

-Ένας πολύ καλός μου φίλος είναι αρχιτέκτονας. Έτσι παίρνοντας το χώρο με βοήθησε να διαμορφώσω τη μικρή αποθήκη σε γραφείο.

-Όμορφα είναι εδώ. Είπε η Σεσίλια για να πει κάτι, ενώ αναρωτήθηκε αν τελικά δεχόταν την πρόταση να κάνει μια έκθεση στο χώρο, θα μπορούσε να ζητήσει να μείνει ένα βράδυ για να ζωγραφίσει τον ουρανό όπως μπορεί να φαινόταν από το παράθυρο της οροφής. Τελικά με την απορία έμεινε, δε ζήτησε ποτέ τη σοφίτα-γραφείο αλλά λόγω αυτού, εμπνεύστηκε τελικά τον πίνακα με την πανσέληνο του Λόρκα.

Τα πράγματα ήταν πιο απλά απ’ όσο πίστευε η Σεσίλια. Η Μάγκι παραδέχτηκε ότι της άρεσε πολύ ότι είχε δει από εκείνη, αν και με μαεστρία είχε αποφύγει να της πει ποιο έργο της είχε ξεχωρίσει. Όμως μιλούσε με πραγματικό ενθουσιασμό για τη δουλειά της, χωρίς όμως να αναφέρεται σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Επειδή προτιμούσε να είναι ειλικρινής με τους ανθρώπους που αποφάσιζε να συνεργαστεί, εξήγησε στη Σεσίλια πως είχε η όλη κατάσταση για τη γκαλερί, αναφέροντας της κάτι που είχε συμβεί τον περασμένο χειμώνα. Είχε καταφέρει να καλύψει ένα κενό που είχε προκαλέσει ένας ασυνείδητος, ασυνεπής, αναξιόπιστος και αχαρακτήριστος καλλιτέχνης όμως και πάλι είχε δημιουργηθεί μια τρύπα στο πρόγραμμα εξαιτίας του εν λόγω κυρίου. Μιας και οι εκθέσεις πρέπει να κλείνονται καιρό νωρίτερα αν η Σεσίλια δε δεχόταν τελικά, υπήρχε κίνδυνος το Masterpiece να αναγκαστεί να μείνει κλειστό για κάποιο διάστημα.

-Και τι σημασία έχει να κάνει κάποιος ερασιτέχνης έκθεση;

-Σε καμία περίπτωση δε σε θεωρώ ερασιτέχνη, της απάντησε κάπως αυστηρά η Μάγκι. Έχω δει δείγμα της δουλειά σου και μπορώ να ξεχωρίσω το ταλέντο. Ξέρεις πόσοι νέοι που παρακαλούν να κάνουν έκθεση και χρυσοπληρώνουν τις γκαλερί θα εύχονταν να έχουν το χέρι σου! Ακόμα και να μην υπήρχε κενό στο πρόγραμμα της γκαλερί, λόγω αυτού του άξεστου συνεργάτη, είχα σκοπό να σου παραχωρήσω το χώρο για να εκθέσεις τα έργα σου. Και θα το είχα κάνει νωρίτερα αν είχαμε καταφέρει να σε βρούμε. Έχουν κάνει και άλλα άτομα εδώ την πρώτη τους έκθεση.    

-Όλα καλά αυτά που λέτε, αλλά με τέσσερα έργα που έχουν συμμετάσχει ήδη σε έκθεση, δεν ξέρω πόσο μπορώ να σας φανώ χρήσιμη. Με την υπόσχεση ότι θα το σκεφτεί, άφησε λίγο τις μέρες να κυλήσουν ενώ ο Τζίμη με τον Τσάρλι την πίεζαν ακούραστα να δεχτεί. Τελικά χωρίς να είναι βέβαιη για την πραγματική αξία του έργου της, και ανησυχώντας για το ενδεχόμενο ότι η Μάγκι είτε υπερέβαλε, είτε είχε μπερδευτεί με κάποιου άλλου, από τη συλλογική έκθεση, καλλιτέχνη τα έργα, την πήρε τηλέφωνο για να της πει ότι το είχε σκεφτεί. Μη θέλοντας όμως να έρθει καμιά τους σε δύσκολη θέση αργότερα αν είχε γίνει κάποια παρανόηση, την κάλεσε στο σπίτι της για να δει τους πίνακες, μιας και δεν είχε φωτογραφίες τους να της δείξει. Εκείνη με χαρά την επισκέφτηκε και βλέποντας κάθε πίνακα, έμενε ενθουσιασμένη από το αποτέλεσμα.

-Μα είναι υπέροχος. Αναφώνησε βλέποντας το παλάτι της Αλάμπρα. «Η ταλαίπωρη» είχε σκεφτεί τότε η Σεσίλια, «προκειμένου να μη μείνει η γκαλερί χωρίς έκθεση συμπεριφέρεται λες και βλέπει έργα του Νταλί». Όταν όμως τους είδε κρεμασμένους στους τοίχους της γκαλερί, ακόμα και η ίδια η Σεσίλια αναγνώρισε την καλή δουλειά της.

 

Ô

 

Όσο καιρό δούλευε πάνω στους πίνακες και έχοντας ένα σκοπό κατάφερνε να αποδιώχνει κάπως από το μυαλό της τον Γκράχαμ. Όμως μόλις είχε ολοκληρωθεί η δική της εργασία και τα έργα της ήταν έτοιμα να εκτεθούν, το μυαλό της είχε κολλήσει πάλι στα περασμένα και στο αν εκείνος θα έκανε τελικά την εμφάνιση του.

Η συγκίνηση ήταν μεγάλη όταν της έδωσε τις προσκλήσεις η Μάγκι. Τις πήρε στα χέρια της και τις κοιτούσε, όπως θα κοίταζε κάποια άλλη τις προσκλήσεις του γάμου της με τον αγαπημένο της. Στον πρώτο που έδωσε ήταν ο Τζίμη, άλλωστε ήταν και ο πρώτος που είδε. Δεύτερος είχε σειρά ο Τσάρλι, τον οποίο και ξάφνιασε όταν του είπε ότι μπορούσε να έρθει με το κορίτσι του. Εκείνος την κοίταξε έκπληκτος και τη ρώτησε για ποιο πράγμα μιλούσε.

-Σας είδα! Του είπε και του έκλεισε το μάτι χαμογελαστή. Το ότι εκείνος είχε αρχίσει να βγαίνει με μια άλλη κοπέλα, είχε κάνει παραδόξως τη Σεσίλια να χαλαρώσει. Ενώ κάποια άλλη στη θέση της μπορεί να σκεφτόταν ότι μόλις είχε χάσει την καβάτζα της, εκείνη ανακουφίστηκε αφού επιτέλους ήταν ξεκάθαρο και για τους δύο ποια ήταν η σχέση ανάμεσα τους. Στις οικογένειες της μητέρας και του πατέρα της, τους έστειλε τις προσκλήσεις με το ταχυδρομείο. Και η μόνη που της είχε μείνει ήταν η πρόσκληση του Γκράχαμ, δεν ήξερε αν έπρεπε να πάει να τη ρίξει κάτω από την πόρτα στο δωμάτιο του στην εστία ή όχι.

 

Ô

 

Κάθε λίγο η Μάγκι τη φώναζε για να τη συστήσει. Εκείνη κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνια χαμογελούσε και δεχόταν ευγενικά τα σχόλια που της έκαναν. Ενώ μόλις κατάφερνε, επέστρεφε στον Τζίμη και στον Τσάρλι που είχε κάνει τελικά την εμφάνιση του με το κορίτσι του, για να τους παραπονεθεί, πόσο την κούραζαν τα τακούνια και το φουστάνι.

-Ξέρω, θα προτιμούσες να φοράς αρβύλες με λυτά κορδόνια, μπλουζάκι παραλλαγής και τζιν φαρδύ παντελόνι.

-Τα ρούχα παραλλαγής έχουν βγει από καιρό από τη μόδα. Σχολίασε η Μπλανς.

Δεν πρόλαβε να απαντήσει, όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει με ενθουσιασμό το όνομα της και να χιμάει επάνω της με ένα ακροβατικό σάλτο. Αιφνιδιασμένη η Σεσίλια σήκωσε το πλάσμα του παραμυθιού στην αγκαλιά της.

-Dios mio! Άιλα!

-Σεσίλια!

-Τι γυρεύεις εσύ εδώ;

-Μα η γκαλερί είναι δικιά μου! Της απάντησε με μια απλότητα που τη σόκαρε.

-Ώστε η κυρία Μάγκι είναι υπάλληλος σου;

-Μαμά μου, το ίδιο κάνει! Είπε προκαλώντας τα γέλια στους υπόλοιπους της παρέας.

Η Σεσίλια αναστέναξε ενώ άφησε κάτω τη μικρή.

-Δε χαίρεσαι;

-Χαίρομαι. Είπε προσπαθώντας να επεξεργαστεί τις πληροφορίες.

-Κι εγώ χαίρομαι, αν και έχω κι άλλο λόγο. Γύρισε ο αδερφός μου από τη Γαλλία, επιτέλους! Και μου έφερε κι ένα σωρό δώρα από εκεί!

Το βλέμμα του Τσάρλι στράφηκε ανήσυχο επάνω της.

 

 

Κεφάλαιο Τριακοστό

Η Αναγέννηση

 

Είχε σαρώσει με το βλέμμα, όλο το χώρο της έκθεσης και δεν την έβλεπε πουθενά. Τη μία στιγμή, ήταν δίπλα του και χάζευαν κάποιους πίνακες μαζί, σχολιάζοντας και την επόμενη στιγμή, συνειδητοποίησε ότι μιλούσε μόνος του.

Η αλήθεια είναι, ότι είχε κόσμο. Πολύ περισσότερο από όσο περίμενε, όμως πως γίνεται να χάσεις ολόκληρο παιδί, ντυμένο με μαυροκόκκινο πουά σαν πασχαλίτσα, μέσα σε μερικά τετραγωνικά; Δεν ανησυχούσε φυσικά. Στην είσοδο υπήρχε φύλακας, τον οποίο ήξεραν χρόνια και δε θα άφηνε κανέναν να φύγει με την Άιλα, πόσο μάλλον μόνη της, όμως έτσι κι αλλιώς, τι πιθανότητες υπήρχαν να βρίσκεται ανάμεσα τους κάποιος επίδοξος απαγωγέας;

Οι άνθρωποι εδώ, καλοντυμένοι και χαμογελαστοί, λίγο νοιάζονταν για ένα πιτσιρίκι που κρυβόταν από το μεγάλο του αδερφό. Κρατούσαν το ποτό τους στα χέρια και άλλαζαν παρέες κάθε τόσο, ενώ κοντοστέκονταν καμιά φορά, για να προσέξουν κάποιο από τα έργα. Η απαλή κλασσική μουσική πλανιόταν στο χώρο και σε συνδυασμό με το χαμηλό φωτισμό, που έσπαγε κατά τόπους όταν επρόκειτο να αναδειχθεί κάποιο από τα εκθέματα, δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα.

Είχε χάσει και τους γονείς του εδώ και ώρα. Είχε προλάβει να τους δει ελάχιστα όταν έφτασε, όμως για εκείνους ήταν απόλυτα λογικό, είχαν να υποδεχτούν και να συντροφεύσουν όλο αυτό το πλήθος που είχε έρθει να θαυμάσει τα έργα της Σεσίλια.

Η έκθεση της… Πόσο περίεργο του φαινόταν. Ακόμα πιο περίεργο κι από το γεγονός ότι ο Γουάλι, είχε δεχτεί να συνοδεύσει τη μητέρα του στη συγκεκριμένη βραδιά, όμως ο Γκράχαμ, αμφέβαλλε αν είχε καταλάβει ο πατέρας του σε ποια έκθεση είχε συμφωνήσει να έρθει.

Ο ίδιος πάλι, ήξερε κι είχε απόλυτη επίγνωση του τι είχε κάνει. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και σε κάθε γωνία που έστριβε, περίμενε να τη δει μπροστά του, όμως ακόμα δεν την είχε εντοπίσει. Φοβόταν και λαχταρούσε την ίδια στιγμή αυτή τη συνάντηση, μα μέσα του είχε ξυπνήσει ήδη μια μικρή αμφιβολία για το αν έπρεπε να βρίσκεται εδώ. Στο κάτω κάτω, ήταν η δική της βραδιά και η παρουσία του εκεί πιθανόν να ήταν το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόταν και ίσως να της χαλούσε τη διάθεση.

Από τότε που έμαθε όμως πως τον είχε ψάξει όταν επέστρεψε από την Ισπανία, δεν κρατιόταν. Επιστράτευσε όλη του την αυτοσυγκράτηση για να μην τρέξει εκείνη τη στιγμή να τη βρει και τα είχε καταφέρει, αν και δεν ήξερε αν έφταιγε η σταθερότητα του χαρακτήρα του ή ο τρόμος που ένιωθε στη σκέψη πως μπορεί όλο αυτό, να ήταν κάτι τυχαίο και η Σεσίλια, να βρέθηκε στην εστία απλά και μόνο, για να παραλάβει τα πράγματα της. Αυτά που ακόμα φυλούσε σε κούτα, κάτω από το κρεβάτι του.

Ήξερε την γκαλερί σαν το πατρικό του. Είχε περάσει ώρες εδώ μέσα, ως παιδί και ως ενήλικας, αλλά τώρα βλέποντας τους πίνακες της Σεσίλια εκτεθειμένους στο κοινό, κατάλληλα φωτισμένους και με τα σωστά χρώματα στους τοίχους πίσω τους, ένιωθε το μέρος ολοκαίνουργιο και σαν λάτρης της τέχνης, δεν μπορούσε παρά να την εξερευνήσει από την αρχή.

Είχε ήδη δει κάποια από τα εκθέματα με την Άιλα, η οποία σχολίαζε τα χρώματα με τον συνηθισμένο της ενθουσιασμό. Τώρα όμως που στεκόταν μόνος μπροστά τους, έβλεπε και τόσα άλλα.

Κάποιους από τους πίνακες τους ήξερε ήδη από εκείνο το βράδυ στο σπίτι της Σεσίλια και μερικοί, ήταν ξεκάθαρο πως είχαν δημιουργηθεί μετά το χωρισμό τους. Και σε κάθε έναν από αυτούς, μπορούσε να τη φανταστεί να στέκεται μπροστά από το καβαλέτο της, πασαλειμμένη με μπογιές και τα ρούχα της κατεστραμμένα από τους λεκέδες τους. Έβλεπε τις τούφες των μαλλιών της στερεωμένες πίσω από το αυτί της καθώς δούλευε, την αποφασιστικότητα στα μάτια της, τη σιγουριά στις κινήσεις των χεριών της. Με κάποιο παράξενο τρόπο, ένιωθε τόσο κοντά της κοιτώντας τους πίνακες της, σαν να ήταν εκεί στη γέννηση τους κι ας έλειπε τόσα χιλιόμετρα μακριά.

Το φυλλάδιο που κρατούσε, τον ενημέρωνε για τους τίτλους των έργων που θα έβλεπαν απόψε οι καλεσμένοι κι εκείνος, τα είχε πάρει με τη σειρά. Βρήκε εξαιρετικά ενδιαφέρον τον πίνακα υποδοχής και αναγνώρισε την Αλάμπρα καθώς προχώρησε. Εξήγησε στην Άιλα, ποιο ήταν αυτό το μέρος και συνέχισαν, μέχρι τον πίνακα που είχε το όνομα του χαϊδευτικού του. Ένιωσε ένα ρεύμα ικανοποίησης όταν είδε τον τίτλο γραμμένο στο φυλλάδιο, σαν να του θύμιζε πως είχε βάλει κι εκείνος το χεράκι του για τη δημιουργία του, όμως εξανεμίστηκε όταν είδε τον πίνακα.

Σίγουρα δεν ήταν γι’ αυτόν. Ο τύπος στον πίνακα, ήταν εντελώς διαφορετικός από εκείνον. Έδειχνε σκοτεινός και επικίνδυνος, γεμάτος μυστικά. Εκτός αν έτσι τον έβλεπε η Σεσίλια, πράγμα διόλου πιθανό μιας και δε θυμόταν να είχε υπάρξει ποτέ του αινιγματικός ή μυστήριος. Του ξέφυγε ένα γέλιο όταν θυμήθηκε την πρώτη φορά που βρέθηκαν οι δύο τους στο δωμάτιο του στην εστία και στο μονό του κρεβάτι. Ήταν νευρικός και αγχωμένος. Όχι, δεν μπορούσε με τίποτα να είναι εκείνος η πηγή έμπνευσης για αυτόν τον άντρα.

Με την Άιλα είδαν δύο τρεις πίνακες ακόμα και κάπου στο σημείο που βρισκόταν ο πίνακας του ζευγαριού που θυμόταν σκεπασμένο στο σαλόνι της Σεσίλια σαν να μην είχε αξία, την έχασε. Αφού είχε κάνει τη μικρή του έρευνα στην γκαλερί, αποφάσισε να συνεχίσει να την ψάχνει και να την κατσαδιάσει, όταν τελικά την έβρισκε. Στο μεταξύ, ίσως συναντούσε και τη Σεσίλια, όμως όσο και να έστυβε το μυαλό του, δεν μπορούσε να αποφασίσει, αν ήθελε να κατσαδιάσει κι εκείνη επίσης ή να την κλείσει στην αγκαλιά του, να την πνίξει στα φιλιά και να μην την αφήσει ποτέ ξανά να του φύγει.

Το επόμενο θέαμα, τον κράτησε μαγνητισμένο για αρκετή ώρα. Κάτι του θύμιζε ο σκυμμένος συγγραφέας, κάπως τον υπνώτιζε το ολοστρόγγυλο φεγγάρι, είχε κάτι το οικείο η όλη εικόνα, μα δεν μπορούσε να βρει τι είναι. Και πάλι όμως, είχε θαυμάσει το ταλέντο της. Το πόσο φυσικό έδειχνε το αποτέλεσμα, σχεδόν μπορούσε να δει την πλάτη του άντρα να κουνιέται στον ρυθμό της αναπνοής του.

Προχώρησε κι άλλο, με βήμα αργό, μέχρι που ο επόμενος τίτλος στη λίστα με τα έργα, τον έκανε να χάσει έναν από τους κτύπους της καρδιάς του.

Silene tomentosa! Ήταν σίγουρος πως μονάχα δύο άνθρωποι εδώ πέρα ήξεραν αυτό το όνομα κι ο Γκράχαμ, ήταν ο ένας. Κι όταν βρέθηκε τελικά μπροστά του, ήξερε και κάτι ακόμα. Πως αυτός ο πίνακας, του άνηκε.

Έβλεπε το λουλούδι που είχε ζωγραφισμένο στην πλάτη του, μπλεγμένο με το φοίνικα του χεριού του. Σαν να ήταν δύο ασυνδύαστα κομμάτια πάζλ, που πάσχιζαν οπωσδήποτε να  ταιριάξουν, ακριβώς όπως ο Γκράχαμ με τη Σεσίλια.

Με κάποιο περίεργο τρόπο όμως, στα μάτια του έμοιαζαν άρρηκτα συνδεδεμένα. Σαν να έδινε το ένα πνοή στο άλλο, σαν να μην μπορούσε να τα φανταστεί χωριστά. Ένιωσε ένα κάψιμο στο λαιμό του, πλημμυρισμένος για μία ακόμη φορά με αναμνήσεις, καθώς σκεφτόταν τι να σήμαινε άραγε αυτός ο πίνακας για τη ζωγράφο του. Είχε την ίδια σημασία; Ή μήπως ήταν απλά ένα πετυχημένο έργο που ήθελε να δείξει στον κόσμο.

«Δεν ήξερα αν έπρεπε να είναι εδώ, όμως τώρα που σε βλέπω δίπλα του, τελικά δεν έκανα λάθος»!

Γύρισε αργά και ξέχασε να πάρει ανάσα. Στεκόταν μπροστά του, πιο όμορφη από ποτέ, κοιτώντας τον με βλέμμα ερευνητικό και θα έπαιρνε όρκο, πως το ίδιο ύφος είχε κι εκείνος. Σαν να έψαχναν ο ένας στον άλλο σημάδια θυμού, ή μετάνοιας. Σαν να μετρούσαν με το βλέμμα πόσο φιλικοί ή τυπικοί έπρεπε να είναι.

Δεν υπήρχε περίπτωση να ξεχάσει ποτέ τη μορφή της, όμως δεν την είχε ξαναδεί έτσι. Με μακρύ, στενό φόρεμα που τόνιζε τη σιλουέτα της και τακούνια, ρούχα που φαίνονταν ακριβά και τόσο ξένα από τα απλά, που συνήθιζε να φορά και που ποτέ της δεν γκρίνιαζε όταν κουρελιάζονταν, ή τσαλακώνονταν πάνω στην βιασύνη τους να βρεθούν αγκαλιασμένοι. Όπως και να ήταν όμως, ό,τι και να φορούσε, του φαινόταν πανέμορφη.

«Καλησπέρα», της είπε κοινότυπα, αν και πραγματικά, τι θα μπορούσε να της πει από όλα αυτά που είχε σκεφτεί, όταν βρίσκονταν ανάμεσα σε τόσο κόσμο;

«Έχω κάτι δικό σου»!

 Ο Γκράχαμ ξεροκατάπιε και στένεψε τα μάτια του απορημένος, μέχρι που η Σεσίλια τράβηξε από πίσω της ένα λεπτό χεράκι, που κατέληγε στη μικρή του αδερφή.

«Άιλα! Σε έψαχνα παντού»! της είπε σαστισμένος.

«Όχι, χάζευες τους πίνακες, σε κοιτούσαμε πόση ώρα», του απάντησε με ειλικρίνεια. Ο Γκράχαμ ξερόβηξε αμήχανος και κοίταξε τη Σεσίλια, που προσπαθούσε και εκείνη να κρύψει την σύγχυση της από την αποκάλυψη της μικρής.

«Σε ευχαριστώ που την έφερες, δεν ήταν ανάγκη. Σήμερα είναι η βραδιά σου, δεν πρέπει να ασχολείσαι με babysitting».

«Δεν ήταν πρόβλημα, άλλωστε χάρηκα που την είδα», του απάντησε ευγενικά.

«Δεν είμαι μωρό»! πετάχτηκε πεισμωμένα η Άιλα, τρίβοντας τα μάτια της νυσταγμένη.

Με μια γκριμάτσα εκνευρισμού, γύρισε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας για τους γονείς του. Τελικά, εντόπισε την μητέρα του κάπου κοντά στην είσοδο και στράφηκε ξανά στη μικρή.

«Η μαμά είναι εκεί. Τη βλέπεις»; της έδειξε με το χέρι.

«Θέλω να μείνω με τη Σεσίλια», επέμενε εκείνη με κόκκινα μάτια.

«Άιλα, έφυγες. Τώρα».

Η μικρή κατέβασε τα μούτρα της και με το κεφάλι σκυφτό, κατευθύνθηκε προς τη μητέρα τους. Την ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι να την φτάσει και ύστερα, στράφηκε ξανά στη Σεσίλια, που έβλεπε κι εκείνη την Άιλα χαμογελώντας ελαφρά. Όταν κατάλαβε πως την κοιτούσε, γύρισε προς το μέρος του, σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος.

Ήταν φοβερό το πώς ενώ γύρω τους υπήρχε φασαρία και φωνές, η σιωπή ανάμεσα τους έκανε περισσότερο θόρυβο. Στο τέλος μίλησε εκείνος, μα ακούστηκε και πάλι τυπικός.

«Συγχαρητήρια, όλα είναι υπέροχα απόψε».

«Σε ευχαριστώ, αν και αισθάνομαι ότι δεν είναι τόσο αποτέλεσμα της δικής μου δουλειάς. Μάλλον, θα πρέπει να συγχαρείς τους ειδικούς».

«Οι ειδικοί δεν ζωγράφισαν τους πίνακες».

«Ναι, μπορεί, αλλά τους ανέδειξαν και οργάνωσαν την έκθεση. Πραγματικά, δούλεψαν πολύ σκληρά. Ειδικά, η μητέρα σου», του είπε τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις.

«Α, ναι!», της είπε κουνώντας το κεφάλι του. «Γνωριστήκατε…»

«Βασικά όχι, μόλις έμαθα από την Άιλα, ότι η Μάγκι είναι μητέρα σου».

«Και σε πειράζει»; τόλμησε να ρωτήσει.

«Αν σημαίνει πως όλο αυτό είναι στημένο, ναι, θα με πείραζε πολύ». Το αναγνώριζε αυτό το ηχόχρωμα. Αυτό τον τόνο στη φωνή της, που προμήνυε καταιγίδες. Όμως καταλάβαινε πως έδειχνε περισσότερο την ανασφάλεια της για την τέχνη της, παρά την αποστροφή του ενδεχομένου να δεχθεί βοήθεια από εκείνον. Και δεν είχε κανέναν λόγο να νιώθει ανασφάλεια για το ταλέντο της.

«Μην ανησυχείς. Η μητέρα μου σε ανακάλυψε στις ζωγραφιές της Άιλα, όχι εξαιτίας μου. Το μόνο που της ζήτησα, ήταν να μη σου πει τι σχέση έχουμε. Κάτι μου έλεγε, πως δε θα δεχόσουν να γίνει αυτή η έκθεση αν ήξερες ποια πραγματικά ήταν».

Άφησε τα χέρια της να πέσουν και άλλαξε έκφραση σε μια στιγμή, σαν να κατάλαβε πως δεν είχε λόγο να είναι πλέον επιθετική, πως το όνειρο της που έγινε πραγματικότητα, δεν ήταν παιχνίδι στα χέρια κάποιου κακομαθημένου αρχαιολόγου. Τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε ο Γκράχαμ και πιστεύοντας πως βρήκε μια ρωγμή στο τείχος της, έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.

«Πως πέρασες στην πατρίδα σου;»

«Ήσυχα», του απάντησε ύστερα από ένα δευτερόλεπτο που τον κοίταξε σκεφτική και καθόλου ξαφνιασμένη από το ότι γνώριζε πως έλειπε στην Ισπανία. «Ήταν ακριβώς ότι χρειαζόμουν. Εσύ; Έμαθα πως ήσουν στη Γαλλία».

Φυσικά, ούτε κι εκείνος έδειξε έκπληξη από το ότι ήταν ενημερωμένη για την απουσία του. «Ναι, για δουλειά παύλα σπουδές. Ήταν … διαφορετικά».

«Πράγματι δείχνεις διαφορετικός».

«Μόνο μη μου πεις ότι ψήλωσα», θέλησε να αστειευτεί.

Κέρδισε ένα της χαμόγελο, από εκείνα τα τόσο ακριβοθώρητα, ενώ η κοπέλα σήκωσε το ένα της πόδι ελαφρώς, δείχνοντας του το παπούτσι της και το ψηλό τους τακούνι. «Εγώ πάντως…»

Γέλασε κι εκείνος σιγανά και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Να προσπαθήσει να της μιλήσει ή μήπως  να την αφήσει να χαρεί την βραδιά της; Πριν προλάβει να ζυγίσει τα πράγματα λίγο παραπάνω στο μυαλό του, τα λόγια ξέφυγαν από το στόμα του.

«Γιατί έφυγες έτσι»; Από την αντίδραση της, μάλλον ήταν τα λάθος λόγια, αλλά αυτή η ερώτηση, τον έκαιγε εδώ και μήνες.

Η Σεσίλια, αναδεύτηκε νευρική και τύλιξε ξανά τα χέρια της γύρω της, σαν να κρύωνε. Τα λεπτά της μπράτσα σφίχτηκαν καθώς του ανταπέδιδε θαρραλέα το βλέμμα.

«Σου είπα, ήταν αυτό που χρειαζόμουν».

«Κι όταν γύρισες; Γιατί ήρθες στην εστία; Τι χρειαζόσουν τότε»;

Συνέχισε να τον κοιτά και πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν παιδί που παίρνει φόρα κι ετοιμάζεται να ομολογήσει τι πραγματικά συνέβη στο σπασμένο βάζο της γιαγιάς. Και πάνω που ο Γκράχαμ σκέφτηκε ότι επιτέλους θα άκουγε αυτό που επιθυμούσε τόσους μήνες, την είδε να εκπνέει, να κλείνει τα μάτια και να τα ξανανοίγει για να κάνει πραγματικότητα τον μεγαλύτερο του φόβο.

«Τα πράγματα μου… είχα αφήσει κάποια πράγματα».

Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του κι ένα μούδιασμα απλώθηκε στα άκρα του.  Το μόνο που ήθελε τώρα να κάνει, ήταν να χτυπήσει τα δάχτυλα του και να ξαναβρεθεί στο δωμάτιο του ή μάλλον όχι εκεί, ακόμα πιο μακριά, στη Γαλλία, στο εξοχικό του Μπονέ, με τον λαμπερό ήλιο και τους ατελείωτους αμπελώνες. Εκεί που είχε ξεχάσει, που είχε αφήσει τις πληγές του να επουλωθούν. Παρόλα αυτά, έπρεπε να φανεί ψύχραιμος και πάνω από όλα ευγενής.

«Ναι, φυσικά. Τα έχω συγκεντρώσει, θα στα επιστρέψω κάποια στιγμή. Ίσως τα δώσω στη μητέρα μου τώρα που θα έχετε πιο συχνή επαφή».

«Εγώ… δεν… Ναι, είναι καλύτερα έτσι», ξεφύσησε η Σεσίλια διώχνοντας ένα τσουλούφι από τα μέτωπο της.

«Ωραία λοιπόν, να σε αφήσω στους καλεσμένους σου. Και πάλι συγχαρητήρια. Όλοι σου οι πίνακες είναι θαυμάσιοι Σεσίλια, αλήθεια. Σου εύχομαι κάθε επιτυχία».

Έκανε μεταβολή για να φύγει, απογοητευμένος όσο ποτέ κι έχοντας μετανιώσει γύρω στις χίλιες φορές που ήρθε, ενώ μέσα του βλαστημούσε το Σμιτ, που δεν κράτησε για λίγο ακόμα το μυστικό του. Όμως η φωνή της, σαν ψίθυρος στο σκοτάδι, τον αιφνιδίασε για δεύτερη φορά απόψε.

«Κι εσύ έφυγες»!

Δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Μα πως μπορούσε και να της εξηγήσει όλες τις αιτίες που τον έκαναν να φύγει. Σίγουρα ο Γκράχαμ που έφυγε για τη Γαλλία αισθανόταν πως είχε όλο το δίκιο του κόσμου με το μέρος του με το να φύγει χωρίς να σκεφτεί κανέναν, όμως εκείνος που στεκόταν τώρα μπροστά της, ο διαφορετικός όπως τον χαρακτήρισε, ήξερε πως πάντα φταίνε και οι δύο όταν διαλύεται μια σχέση. Το παράπονο στη χροιά της, του έδωσε να καταλάβει πως ίσως και να μην είχε όλα τα χαρτιά της τράπουλας μπροστά του, πως ίσως δεν τα ήξερε όλα. Άλλωστε είχαν επιτρέψει σε τόσους και τόσα να μπουν ανάμεσα τους, έτσι το ποιος άφησε ποιον, δεν είχε πλέον τόση σημασία.

«Δεν ήταν διαγωνισμός ξέρεις, όμως πράγματι έφυγα. Μου έγινε μια πρόταση που δεν μπορούσα να αρνηθώ», της είπε γυρνώντας να τη δει.

«Άρα, δε θα άλλαζε κάτι, αν δεν είχα φύγει τελικά».

Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να της απαντήσει, κατά τη διάρκεια των οποίων έπιασε στο πίσω μέρος της αίθουσας, μια οικεία φιγούρα να φεύγει, έχοντας αγκαζέ μία άγνωστη. Ο Τσάρλι βρισκόταν εδώ φυσικά. Δεν ένιωθε ζήλεια πια. Ίσως λόγω της δικής του συνάντησης με την Γκρέις και της διαπίστωσης, πως αφού εκείνος μπορούσε να είναι απλά φίλος μαζί της, τότε και η Σεσίλια είχε το ανάλογο δικαίωμα.

«Δε θα το μάθουμε ποτέ», αποκρίθηκε συνειδητοποιώντας εκείνη τη στιγμή την αλήθεια των λόγων του και η Σεσίλια, του χαμογέλασε θλιμμένα. «Τις προάλλες βρέθηκα έξω από το καφέ που γνωριστήκαμε…., θυμάσαι»;

«Φυσικά, δεν έπεσα πάνω σου με το ποδήλατο μου, σε τσουρούφλισα με τον ίδιο σου τον καφέ και σε κατηγόρησα ότι βοήθησες τον κλέφτη μου να ξεφύγει»;

«Χμ, έτσι έγινε; Μου διαφεύγουν οι λεπτομέρειες». Γέλασαν και οι δύο με την σκηνή και ήταν η Σεσίλια που τον πλησίασε τώρα. Έβλεπε πιο καθαρά το κοκκίνισμα στα μάγουλα της, τη λάμψη στα μάτια της, μύριζε το άρωμα της.

«Είχα μια πρόσκληση για σένα. Ήθελα να τα δεις όλα αυτά, παρόλο που… παρά τα όσα έγιναν τέλος πάντων… Δεν ήξερα όμως αν θα ερχόσουν και δίστασα», παραδέχτηκε.

«Κακώς, δε θα το έχανα για τίποτα στον κόσμο»

Τα μάτια της έλαμψαν, καθώς το πρόσωπο της λούστηκε στο φως από έναν προβολέα που είχε στηθεί κατάλληλα, ώστε να τονίζει τον πίνακα με το φοίνικα και με ένα μόνο πέταλο από το λουλούδι της πατρίδας της. Ήθελε να της προτείνει να φύγουν, ξέροντας πως η μητέρα του θα τον σκότωνε αν απομάκρυνε την καλλιτέχνη από την έκθεση της, μα λίγο τον ένοιαζε. Πριν τα χείλη του ανοίξουν καν, ένας από τους υπαλλήλους της γκαλερί, την πλησίασε από πίσω κρατώντας ένα τεράστιο ντοσιέ στην αγκαλιά του.

«Δεσποινίς, με συγχωρείτε για την διακοπή, όμως σας ζητούν».

Η Σεσίλια έγνεψε καταφατικά και παίρνοντας βαθιά ανάσα, έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Τον κοίταζε αβέβαια, μέχρι που τελικά αποφάσισε να ακολουθήσει τον υπάλληλο, αφήνοντας τον μόνο, έναν καλεσμένο μέσα σε τόσους άλλους.

Δεν ήξερε ποιον ήθελε να χτυπήσει πιο πολύ, τον εαυτό του που δε μίλησε ή εκείνον τον υπάλληλο. Ξεφύσησε νευριασμένα και έβγαλε το κινητό από το σακάκι του. Κινούνταν φουρκισμένος προς την έξοδο, όταν του απάντησε ο Κάλουμ, από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Που είσαι;», ρώτησε ο Γκράχαμ.

«Α, σε ένα καινούργιο. Θα έρθεις; Να σου στείλω διεύθυνση»;

«Ναι! Παρήγγειλε μου και ποτό».

«Γκράχαμ! Γκράχαμ, φεύγεις»; Η Μάγκι με μικρά, γρήγορα βήματα λόγω του στενού της φορέματος, τον πρόλαβε κυριολεκτικά στην πόρτα και με το κινητό, ακόμα κολλημένο στο αυτί του.

«Ναι, αν δε σε πειράζει. Με περιμένουν, αλλά είναι πολύ πετυχημένη η έκθεση, συγχαρητήρια σε όλους σας…»

«Όχι δεν κατάλαβες… δε σε θέλω γι’ αυτό», του είπε δείχνοντας με τα μάτια στο βάθος, την Άιλα που κοιμόταν σε μια καρέκλα, με το μάγουλο ακουμπισμένο στον τοίχο, την πλεξούδα της λυμένη και το στόμα ανοιχτό. Η Μάγκι του χαμογέλασε στραβά, παρακαλώντας τον με τα μάτια.

Ο Γκράχαμ στριφογύρισε τα δικά του και απευθυνόμενος στο μικρόφωνο της συσκευής του και τον Κάλουμ που περίμενε απόκριση, είπε βαριεστημένα. «Άκυρο».

 

Πολεμούσε για αρκετή ώρα να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά μέσα στα σκοτάδια και με την Άιλα να κοιμάται στην αγκαλιά του. Είχε γύρει το κεφάλι της στον ώμο του και κοιμόταν σε όλη τη διαδρομή με το ταξί από την γκαλερί, ως το σπίτι και δεν ήθελε να την ξυπνήσει.

Κάποια στιγμή και μετά από πολλές δοκιμές, τα κατάφερε επιτέλους και η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο. Μπήκε και την έσπρωξε με το πόδι του, για να κλείσει όσο πιο ήσυχα γινόταν και προχώρησε στο σκοτεινό χολ.

Άφησε προσεκτικά τα δεύτερα κλειδιά που φυλούσε η μητέρα του στο γραφείο της, τα οποία αναγνώρισε ως τα παλιά δικά του, από το χαρακτηριστικό μπρελόκ σε σχήμα πίνακα που αποτύπωνε ένα από τα σχέδια του Ντα Βίντσι. Όταν το μέταλλο ακούμπησε το ψηλό, στρογγυλό τραπεζάκι στο κέντρο του χολ, όσο και να προσπάθησε για το αντίθετο, ο ήχος που βγήκε ακούστηκε σαν γρατζούνισμα και η σιωπή διαλύθηκε για λίγο.

Την άκουσε πριν βάλει το πόδι του στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας που οδηγούσε στον πάνω όροφο και στο δωμάτιο της αδερφής του.

«Μαμά;… ήρθατε κιόλας; Μαμά;»

«Σσσς», ψιθύρισε ο Γκράχαμ και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, όπου βρήκε τη Λόρνα, μισοξαπλωμένη στον έναν καναπέ, σκεπασμένη με το παλτό της κι έχοντας ανάψει το μικρό πορτατίφ που βρισκόταν στη μία του άκρη. Τα μαλλιά της ήταν λίγο πατικωμένα από τη μία πλευρά, σαν να είχε μόλις σηκώσει το κεφάλι της από κάποιο μαξιλάρι πράγμα που ίσχυε αν έκρινε από την ανασηκωμένη της φιγούρα. «Εγώ είμαι… έφερα την Άιλα»

«Είπα κι εγώ. Δεν άντεξε ε»; τον ρώτησε κι εκείνη σιγανά.

Ο Γκράχαμ ανασήκωσε τα φρύδια του σε άρνηση και της έκανε νόημα πως θα την πήγαινε πάνω.

«Όχι, όχι, βάλε την στον άλλο καναπέ. Μην ξυπνήσει μόνη της στα σκοτάδια και τρομάξει».

Συμφώνησε βουβά και ακούμπησε απαλά τη μικρή στον καναπέ απέναντι από τη Λόρνα. Εκείνη του έκανε νόημα να του δώσει το πανωφόρι της για να τη σκεπάσει, αλλά εκείνος της κούνησε το χέρι και έφυγε στα γρήγορα για τον πάνω όροφο.

Επέστρεψε λίγο αργότερα, κρατώντας δύο κουβερτάκια, ένα για την κάθε μία τους. Έδωσε το ένα στη Λόρνα και με το άλλο, που ήταν φούξια με λευκές μαργαρίτες, σκέπασε την Άιλα. Ύστερα κάθισε σε μία από τις πολυθρόνες, χωρίς να βγάλει το σακάκι του και στήριξε τους αγκώνες, στα γόνατα του.

«Τι κάνεις εδώ»; τη ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Ήμουν στην εταιρία γιατί είχε προκύψει ένα πρόβλημα. Χρειαζόμουν κάτι έγγραφα από το γραφείο του μπαμπά και τον πήρα τηλέφωνο στη διαδρομή για να τον ρωτήσω που θα τα βρω, αλλά τελικά μου είπε ότι θα έρθει να τα δούμε μαζί».

«Α, γι’ αυτό τον έχασα κάποια στιγμή. Έφυγε».

«Δεν ξέρω αν κάθισε καθόλου στην έκθεση. Ήταν νωρίς όταν τον πήρα και όταν έφτασε εδώ, μου είπε να μείνω και θα το φρόντιζε εκείνος. Μάλλον πρόσεξε ότι είμαι άυπνη».

Έτσι εξηγείται γιατί τον έχασα. Από τη μια καλύτερα, σκέφτηκε, γλυτώσαμε αναπάντεχες συναντήσεις.

«Άυπνη; Γιατί»;

«Τι να σου λέω, θέμα με πελάτη του εξωτερικού. Ούτε ξέρω τι ώρα έφυγα χθες από το γραφείο ή τι ώρα έφτασα το πρωί. Γι’ αυτό και ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ, αλλά με πήρε ο ύπνος για τα καλά μέχρι που ήρθες. Εσείς, πως τα περάσατε»; θέλησε να μάθει πνίγοντας ένα χασμουρητό, καθώς βολευόταν ξανά στο μαξιλάρι του καναπέ.

«Όπως τα θυμάσαι, από τις εκατό προηγούμενες εκθέσεις στη γκαλερί. Είχε επιτυχία πάντως η καλλιτέχνης», της απάντησε δήθεν αδιάφορα.

«Μμμ, εσένα σου άρεσε»;

«Ναι».

«Άρα ήταν καλή».

Το ημίφως στο σαλόνι τον βόλευε απίστευτα, μιας κι έκρυβε τις εκφράσεις του, όμως δε μιλούσε στον οποιοδήποτε. Κάποτε θα το μάθαινε έτσι κι αλλιώς. Την κοίταξε που ανοιγόκλεινε τα μάτια της νυσταγμένη. «Η Σεσίλια ήταν».

«Μμμ», μουρμούρισε. «Τι»; πετάχτηκε όταν συνειδητοποίησε τι της είπε και ύψωσε για λίγο τη φωνή της, κάνοντας την Άιλα να αναδευτεί, αλλά χωρίς να ξυπνήσει ευτυχώς.

«Μη φωνάζεις, δεν είπα δα και κάτι τόσο τρομερό».

«Φυσικά και είναι κάτι τρομερό. Μα βέβαια…, έπρεπε να το έχω καταλάβει. Πόσο χαζή μπορώ να είμαι…. Πολύ λιγότερο από σένα, βέβαια». Η νύστα της είχε εμφανέστατα εξαφανιστεί. Μιλούσε και πάλι σιγά, μα δεν ήταν πια ξαπλωμένη. Καθόταν στην άκρη του καθίσματος της και τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, λες και κάποιος της είχε κάνει ένεση καφεΐνης.

«Μην αρχίσεις το κήρυγμα σε παρακαλώ, δεν είναι αυτό που σκέφτεσαι».

«Και τι είναι τότε, αν όχι μια προσπάθεια σου για επανασύνδεση»;

«Αν θυμάσαι καλά, αυτό ξεκίνησε πριν φύγω για Γαλλία. Δεν είχα καμία ελπίδα ότι θα γύριζε από Ισπανία, πόσο μάλλον να είμαστε ξανά μαζί», της εξήγησε το κατά τη γνώμη του, απόλυτα προφανές. «Απλώς βοηθούσα μια φίλη».

«Σαν πολλές φίλες δεν έχεις βοηθήσει τώρα τελευταία»; του είπε κλίνοντας το κεφάλι της στο πλάι και κάνοντας μερικές της μπούκλες να χοροπηδήσουν.

Ξεφύσησε απογοητευμένα και ακούμπησε με δύναμη την πλάτη του προς τα πίσω, τεντώνοντας τα πόδια μπροστά. Κοιτούσε την απέναντι σκοτεινή γωνιά, όπου το φως δεν έφτανε και το έπιπλο, ήταν ένας απλός μαύρος όγκος. «Τα έχω κάνει σαλάτα ε»;

«Φοβάμαι πως, ναι».

«Ήθελα απλά να είναι χαρούμενη. Έπρεπε να τη δεις σήμερα, Λόρνα. Έλαμπε! Μέχρι που με είδε βέβαια, μετά μάλλον συννέφιασε», είπε σκεφτικός.

«Δεν χάρηκε που σε είδε; Μετά από τόσο καιρό…»

«Όχι, χάρηκε. Δηλαδή έτσι νομίζω…. Φφφφ δεν ξέρω, μας διέκοψε κι ένας βλάκας. Δεν ξέρω που θα κατέληγε η κουβέντα μας».

«Τελικά μου αρέσει».

Γύρισε έκπληκτος προς τη μεριά της. Εκείνη αγνόησε το ύφος του και ξάπλωσε ξανά φτιάχνοντας την κουβέρτα της, ώστε να είναι εντελώς σκεπασμένη. Ύστερα τον κοίταξε. «Μου αρέσει για σένα εννοώ. Σε κάνει πιο μάχιμο και μου αρέσει να σε βλέπω έτσι».

«Ε, δε νομίζω ότι είναι ακριβής η λέξη που χρησιμοποίησες, μάλλον είμαι στην τσίτα συνέχεια, αλλά εκτιμώ τη γνώμη σου».

«Πρέπει να την ξαναδείς, Γκράχαμ. Να ξαναπροσπαθήσεις. Αυτό το κορίτσι είναι για σένα κι αν δεν το έχεις καταλάβει εσύ ακόμα, γιατί όλοι οι άλλοι γύρω σου το ξέρουν εδώ και καιρό, τότε θα σου αξίζει αν τη χάσεις».

«Τώρα εσύ με ποιανού το μέρος είσαι και τι εννοείς, όλοι γύρω μου»;

«Εγώ, η μαμά που στάνταρ θα τα έχει καταλάβει όλα και συνέχισε με την έκθεση παρόλα αυτά, οι φίλοι σου…»

Ο Γκράχαμ ανασήκωσε το ένα του φρύδι, αν και ήξερε ότι η Λόρνα δεν μπορούσε να το διακρίνει.

«Τον Κάλουμ εννοείς; Μιλήσατε για μένα και για τη Σεσίλια»; θέλησε να μάθει με ένα τσίμπημα ενόχλησης.

«Ναι… ανάμεσα και σε άλλα θέματα».

Κάτι στον τρόπο που μίλησε για το φίλο του, τον έβαλε σε σκέψεις. Θυμήθηκε πως εκείνος και η αδερφή του, είχαν λίγη περισσότερη επικοινωνία πριν φύγει για τη Γαλλία και πως έδειχναν να τα πηγαίνουν καλά. Αμέσως μετά όμως, θυμήθηκε και την ανυπομονησία του Κάλουμ να βγουν βράδυ με τους κλασσικούς σκοπούς του. Όσο χύμα και να ήταν σαν άνθρωπος, δεν υπήρχε περίπτωση να βγαίνει με τη Λόρνα και να συζητά μαζί του για γυναίκες. Πράγμα που σήμαινε…

«Δεν τα βρήκατε ε»;

«Όχι», του απάντησε μονότονα, με τα μάτια στο ταβάνι.

«Αν αυτός ο βλάκας έκανε κάτι που δεν έπρεπε Λόρνα, πες το και…», ξεκίνησε να της λέει, όμως η αδερφή του τον διέκοψε με ένα ήσυχο γέλιο.

«Αν πλήγωσε την αθώα μου καρδούλα εννοείς; Απλά δεν ταιριάζαμε Γκράχαμ. Συμβαίνει. Είναι καλό παιδί, όμως παραείμαστε διαφορετικοί», του είπε και καταλάβαινε από την φωνή της ότι χαμογελούσε.

«Νόμιζα ότι δεν έχει σημασία».

«Όταν δύο άνθρωποι θέλουν πραγματικά να είναι μαζί, όχι δεν έχει. Δες τη μαμά και τον μπαμπά. Είναι τόσα χρόνια μαζί κι όμως, είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα».

Δεν ήξερε τι να απαντήσει στα τελευταία της λόγια. Η αλήθεια ήταν αυτή, πως είχε μεγαλώσει δίπλα σε ένα παράδειγμα του, τα ετερώνυμα έλκονται. Τότε γιατί εκείνος δεν μπορούσε να εφαρμόσει τον κανόνα;

Έμειναν σιωπηλοί για αρκετή ώρα, ώσπου στην ήρεμη ρυθμική ανάσα της Άιλα που κοιμόταν του καλού καιρού, χωρίς καν να έχει πάρει χαμπάρι τη μεταφορά της από την γκαλερί στο σπίτι, προστέθηκε κι αυτή της Λόρνα που νικήθηκε επιτέλους από την κούραση της.

Ο Γκράχαμ σηκώθηκε και έσβησε το πορτατίφ, για να μην τις ενοχλεί. Κοίταξε την ώρα στο κινητό του. Η μητέρα του θα αργούσε κι άλλο, ενώ ο πατέρας του σίγουρα θα ξημερωνόταν στην εταιρία. Μπορούσε όμως να φύγει και να πάει να βρει τον Κάλουμ που του είχε στείλει ένα σωρό μηνύματα, για το πόσο καλά περνούσε κι ότι έχανε που δεν ήταν εκεί. Η Άιλα είχε τη Λόρνα κι όσο για εκείνη, χρειαζόταν τον ύπνο στον οποίο είχε βυθιστεί.

Όμως η διάθεση του είχε εξανεμιστεί. Θα προτιμούσε χίλιες φορές να βρισκόταν με την Σεσίλια στο πιο ταπεινό δωμάτιο του κόσμου, παρά να ξεφαντώνει στα πιο in club του Λονδίνου.

Έβαλε το κινητό πίσω στην τσέπη του και κάθισε ξανά στην πολυθρόνα του. Έβγαλε το σακάκι του για να το χρησιμοποιήσει σαν σκέπασμα και προσπάθησε να τακτοποιήσει το κεφάλι τους στην ψηλή πλάτη της πολυθρόνας του, όμως δεν ήταν η άβολη στάση που τον κρατούσε ξύπνιο.

Δεν υπήρχε περίπτωση να βρει τη λύση απόψε κι αν συνέχιζε να ψαχουλεύει τόσο την λεπτομέρεια, ίσως να μην την έβρισκε και ποτέ. Μάλλον η Λόρνα είχε δίκιο, του άξιζε να χάσει τη Σεσίλια. Να χάσει αυτό που είχαν και το κομμάτι του εαυτού του που αναδυόταν δίπλα της. Δεν ήθελε όμως κι αυτό, ήταν κάτι που το ένιωθε παντού μέσα του.

Κι εκείνη; Τι να ένιωθε εκείνη; Θυμήθηκε τη λάμψη των ματιών της απόψε, το ρόδισμα στα μάγουλα της όταν τον πλησίασε, που δεν είχε να κάνει με το άψογο μακιγιάζ της. Τέλος θυμήθηκε τον πίνακα. Τον φοίνικα του φλεγόμενο, με τα φτερά του να γίνονται ένα με τα πέταλα από το λουλούδι της.

Και με αυτή την εικόνα στο μυαλό του, αφέθηκε στη χαλάρωση της ήσυχης νύχτας και σύντομα, σε έναν ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

–Αυλαία-

 

Μόλις έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος, πήγε και κατέρρευσε σε μια πολυθρόνα. Ένιωθε ότι σήκωνε όλο το βάρος του κόσμου στις πλάτες της. Πέταξε τις ψηλοτάκουνες γόβες και έμεινε με τα πόδια της γυμνά να ακουμπάνε στο κρύο πάτωμα. Ξαφνικά ήταν τόσο μόνη, κανείς από τους δικούς της δεν είχε καταφέρει να βρεθεί στα εγκαίνια της έκθεσης της. Η Σάρα της είχε υποσχεθεί ότι θα την επισκεπτόταν, όμως ήταν αδύνατο να παρευρίσκεται στα εγκαίνια. Όσο για την οικογένεια του πατέρα της, το οικονομικό ήταν ένας παράγοντας αποτρεπτικός. Τον άκουσε τόσο λυπημένο στο τηλέφωνο όταν πήρε να της εξηγήσει, που δεν μπορούσε να του κρατήσει κακία, αντιθέτως τον καθησύχασε και του είπε ότι καταλάβαινε.

Κανονικά θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένη· αυτό δεν πάλευε άλλωστε σχεδόν σε ολόκληρη τη ζωή της; Να είναι μόνη και ανεξάρτητη, μακριά από γονείς που θα την έλεγχαν και θα της έλεγαν τι ήταν καλό να κάνει και τι όχι; Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο τραπεζάκι που υπήρχε η μη απεσταλμένη πρόσκληση του Γκράχαμ.

Ποιος θα της το έλεγε, ότι η Μάγκι ήταν η μητέρα του. Γνωρίζοντας πλέον την αλήθεια μπορούσε να κολλήσει κάποια κομμάτια που της είχαν κάνει μεν εντύπωση, ό­μως βυθισμένη στον καλλιτεχνικό της οίστρο και στην ερωτική της απογοήτευση, δεν τους είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Όπως το ότι ενώ η γκαλερίστα θαύμαζε τη δουλειά της, όπως ισχυριζόταν, δεν μπορούσε να της πει τι ακριβώς της άρεσε και ποιον πί­να­­­­κα είχε ξεχωρίσει από τη συλλογική έκθεση στην οποία είχε συμμετάσχει. Επίσης όταν η Σεσίλια, είχε καλέσει τη Μάγκι στο διαμέρισμα της για να της δείξει τους πίνακες, ώστε να αποφευχθεί κάποια παρεξήγηση αν η γυναίκα είχε μπερδέψει τα έργα της με άλλου καλλιτέχνη, εκείνη δεν είχε αναγνωρίσει τους τέσσερις της έκθεσης, αντιθέτως αντιδρούσε σαν να τους έβλεπε πρώτη φορά. Πλέον η Σεσίλια γνώριζε, ότι πράγματι δεν τους είχε ξαναδεί. Και ήταν και άλλες μικρολεπτομέρειες που τώρα έφερνε στο μυαλό της και έβγαζαν νόημα.

Δεν ήξερε πως έπρεπε να πάρει όλη αυτή την ιστορία με την έκθεση. Ο Γκράχαμ ποτέ δεν της είχε αναφέρει ότι η μητέρα του είχε γκαλερί. Ούτε καν στο πρώτο τους ραντεβού που αντάλλασαν γενικές πληροφορίες για τις ζωές τους, μη βρίσκοντας θέματα να συζητήσουν. Αντιθέτως είχαν μιλήσει αρκετά για την κριτική στάση που είχε ο πατέρας του απέναντι στις σπουδές του, καθώς και για την γενικότερη συμπεριφορά του τύπου απέναντι στα παιδιά του. Όταν την κάλεσαν από τη γκαλερί για να της κάνουν πρόταση για μια προσωπική έκθεση ζωγραφικής, δε θα μπορούσε ποτέ να το υποψιαστεί. Αν είχε αναφέρει το οτιδήποτε ο Γκράχαμ, έστω και μια φορά, έτσι όπως ρούφαγε εκείνη το κάθε τι που έκανε, το κάθε τι που έλεγε, θα είχε καταλάβει. Μπορεί βέβαια να της είχαν ακουστεί παράξενα όλα αυτά για την προηγούμενη έκθεση που της είχαν αναφέρει, όμως η Σεσίλια ανυποψίαστη δεν μπόρεσε να φανταστεί ποιος βρισκόταν κρυμμένος πίσω από την έκθεση της. Δεν έπρεπε να είχε παρασυρθεί, ειδικά από την στιγμή που δεν πίστευε σε ευκαιρίες δοσμένες από την τύχη. Πάντα ήταν της λογικής ότι 1+1=2. Και τώρα ένιωθε τουλάχιστον ανόητη που δεν πέρασε έστω σαν υποψία από το μυαλό της ότι μπορεί να ήταν μπλεγμένος κάποιος γνωστός της, πίσω από όλο αυτό. Όμως λίγο το ότι την παρέσυραν ο Τσάρλι και ο Τζίμη, λίγο το ότι είχε ανάγκη να κρατάει απασχολημένο το μυαλό της και κυρίως με την ελπίδα ότι θα ξανασυναντούσε τον Γκράχαμ αν τύχαινε να το μάθει, πείστηκε να δεχτεί και ως ένα σημείο ίσως χειραγωγήθηκε.    

Προφανώς και θα είχε βάλει το χεράκι του να γίνει η έκθεση της, μπορεί πριν ακόμα μαλώσουν και φύγει εκείνη για τη Γρανάδα, ίσως γι’ αυτό να της είχε κρύψει την πληροφορία ότι η μητέρα του είχε γκαλερί. Έπειτα όλα δρομολογήθηκαν και δε θα μπορούσε να κάνει πίσω, ζητώντας από τη μητέρα του να μην πραγματοποιηθεί στη Masterpiece η έκθεση της πρώην κοπέλας του. «Τίποτα δεν είχε δρομολογηθεί», διέκοψε τον προηγούμενο συλλογισμό της, αν υπολόγιζε τον καιρό που εκείνη έλειψε στην Ισπανία και η Μάγκι δεν μπορούσε να τη βρει. Ο Γκράχαμ βέβαια ως gentleman δε θα ήθελε να ζητήσει από τη μητέρα του ως δεύτερη χάρη τη ματαίωση, ειδικά όταν εκείνη ταλαιπωρήθηκε τόσο για να τη βρει. Μπορεί να ήλπιζε απλά ότι δε θα επέστρεφε από την Ισπανία και έτσι η χάρη που είχε ζητήσει θα ματαιωνόταν χωρίς τη μεσολάβηση του.  

Ίσως έπρεπε να μιλήσει με τη Μάγκι, να της ζητήσει κάποιες εξηγήσεις. Όμως δεν είχε νόημα, εκείνη θα επέμενε ότι δεν έκανε καμία χάρη στο γιο της και ότι η δουλειά της πράγματι άξιζε, ενώ η Σεσίλια θα έμενε πάντα με την αμφιβολία. Ίσως έπρεπε απλά να ζητήσει να κλείσουν την έκθεση. Και το πιο σοφό θα ήταν να έπαυε να είναι πα­ρορμητική και να αφήσει τα πράγματα όπως είχαν. Δεν χρειαζόταν να δείξει για άλλη μια φορά το πόσο εγωίστρια ήταν. Δε θα ξαναπήγαινε στην γκαλερί, δε θα δεχόταν να κάνει ποτέ ξανά έκθεση και μόλις της επέστρεφαν τους πίνακες θα τους έκανε δωρεά σε κάποιο ίδρυμα. Θα χάριζε κι έναν στον έλληνα με το εστιατόριο, όχι ότι τον γνώριζε προσωπικά. Ίσως έδινε και ένα στη Μπρουκ για να της δείξει πόσο ‘‘αφοσι­ω­μένη’’ ήταν σε εκείνη και στην τυραννία της, καθώς γάβγιζε πάνω από το δικό της κεφάλι και των υπόλοιπων εθελοντών που βοηθούσαν, ετοιμάζοντας το φαγητό των προ­σφύγων. Μάλλον άξιζε να κάνει ένα νέο πίνακα, με την Μπρουκ σκαρφαλωμένη πάνω σε ένα τραπέζι, φορώντας ρούχα παραλλαγής. Με ένα κράνος, που θα μπορούσε να είναι κάποιο σκεύος, όπως μια κατσαρόλα για παράδειγμα που να μη στέκεται καλά στο κεφάλι της και το οποίο να πέφτει στο πρόσωπο καλύπτοντας τα μισά από τα χαρακτη­ρι­στικά της, ενώ κρατώντας στα χέρια μια κουτάλα να δίνει εντολές στους ‘‘φαντάρους’’ της.

Το κινητό της την ειδοποίησε ότι είχε μήνυμα, το πήρε στα χέρια της και με κρυφή ελπίδα κοίταξε να δει ποιος της έγραφε μέσα στη νύχτα. «Είσαι καλά;» Αποστολέας: Τσάρλι. «Όλα καλά» του απάντησε για να μην της στείλει και άλλα μηνύματα εκφράζοντας την ανησυχία του, ήδη της είχε κάνει δυο κλήσεις, τις οποίες και είχε αποφύγει να απαντήσει, τελικά αυτό το παιδί ήταν αδιόρθωτο.

Πόση ώρα αλήθεια είχε σκοπό να στριφογυρίζει διάφορα στο κεφάλι της ώστε να  αποφεύγει το θέμα που την πονούσε. Δεν πρόλαβε να κάνει την ερώτηση στον εαυτό της και δάκρια κύλησαν από τα μάτια της.       

«Τα πράγματα μου… είχα αφήσει κάποια πράγματα». Είχε σκοτώσει και την τελευταία πιθανότητα να είναι μαζί. Όμως ύστερα από τόσους μήνες πόσο πιθανό ήταν να θέλει κι εκείνος να είναι μαζί; Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε ανάμεσα στα αναφιλητά της, τουλάχιστον είχε σώσει την αξιοπρέπεια της. Με τα δάκρυα να κυλάν ασταμάτητα στα μάγουλα της επανέλαβε στη μνήμη της, τη συζήτηση που είχαν κάνει οι δυο τους για λίγα λεπτά στη γκαλερί.

Τον έβλεπε ξανά να κινείται μέσα στο χώρο της έκθεσης και να στέκεται για ώρα μπροστά από τον κάθε πίνακα. Τι να σκεφτόταν άραγε όταν τους έβλεπε, να θεωρούσε ότι είχε ανακαλύψει κάποιο ταλέντο. Ποσώς την ενδιέφερε κάτι τέτοιο, ήθελε να σκέφτεται πως ήταν όταν ήταν μαζί και όχι το ταλέντο της. Όταν στάθηκε απέναντι από τον «ΙΝΤΙ», της φάνηκε σαν να κούνησε το κεφάλι του ανεπαίσθητα, όμως αυτό μπορεί να ήταν μια δική της εντύπωση. Βλέποντας άλλωστε τον Γκράχαμ μπροστά από τον πίνακα ΙΝΤΙ, σε καμία περίπτωση δε θα σκεφτόταν κάποιος ότι ο εμπνευστής του ήταν εκείνος ο ευγενικός και καλλιεργημένος νέος. Φυσικά σχεδόν όλοι της οι πίνακες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν εμπνευσμένοι από εκείνον.

Της φάνηκε κάπως αμήχανος όταν του μίλησε και κάπως απότομος όταν έστειλε την Άιλα στη Μάγκι. «Η Μάγκι μητέρα του Γκράχαμ και της Άιλα», είπε δυνατά προσπα­θώ­ντας να το συνειδητοποιήσει. Αφού αναμάσησε τις ίδιες σκέψεις, σαν ένα είδος αλεξικέραυνου, για να αποφύγει τις άλλες που έπεφταν στην καρδιά της και τη μαύριζαν, επέστρεψε τελικά στο θέμα του Γκράχαμ.

Σιχαινόταν να κάνει τόση ανάλυση στην κάθε λέξη που είχαν ανταλλάξει. Όταν άκουγε συμμαθήτριες της να το κάνουν ήθελε να τις ταρακουνήσει, φωνάζοντας τους στο πρόσωπο «Δεν εννοούσε τίποτα περισσότερο από αυτό που είπε. Οι άντρες δεν έχουν σχεδόν καθόλου μυαλό και ότι έχουν μέσα στο κεφάλι τους είναι απασχολημένο με το ποδόσφαιρο και τα πορνοπεριοδικά, δεν είναι δυνατό να δίνουν τόση σημασία σε κάθε τι που λένε». Αυτά γλίτωνε όσο καιρό άλλαζε απλά κρεβάτι, δεν την ένοιαζε τι μπορεί να σκεφτόταν ο Χάρολντ, ας σκεφτόταν ό,τι ήθελε. Όμως με τον Γκράχαμ ήταν όλα διαφορετικά. Δεν είχαν ζήσει πολύ μαζί και όμως ήταν σαν να είχε γεννήσει πράγματα μέσα της, που ποτέ κανείς πριν, δεν είχε καταφέρει.

Γιατί όμως την είχε ρωτήσει το λόγο που είχε φύγει, νοιαζόταν ακόμα ή απλά ήθελε να λύσει μια από καιρό απορία του. Και έπειτα τη ρώτησε γιατί τον έψαχνε. Οπότε γνώριζε για την επίσκεψη της στην εστία και όμως είχε αποφασίσει να αδιαφορήσει, αποφεύγοντας να επιχειρήσει μια επαφή μαζί της. Τελικά ίσως ήταν η καλύτερη απάντηση που μπορούσε να του δώσει, η τέλεια δικαιολογία, τα πράγματα της, τα οποία προσφέρθηκε να της τα επιστρέψει μέσω της μητέρας του. Τι μπορεί να χρειαζό­ταν ένα μπλοκ και ένα μαντήλι, ας τα κρατούσε για ενθύμιο γιατί αν της τα επέστρεφε, μα το Θεό θα τα πέταγε.

Όμως εκείνος ήταν που είχε αναφέρει το καφέ έξω από το οποίο είχαν βρεθεί. Φυσικά δεν του είχε κάνει κανείς λοβοτομή ώστε να μη θυμάται. Όμως αυτή η ανάμνηση από την άτυχη στιγμή της γνωριμίας τους, τους επέτρεψε να γελάσουν μαζί με τις κοινές μνήμες. Κι ύστερα ο τρόπος που είπε ότι δε θα έχανε με τίποτα την έκθεση της, δεν μπορεί να ήταν απλά μια φιλοφρόνηση, φαινόταν στον τρόπο που την κοίταζε, που έλαμπαν τα μάτια του όταν της το έλεγε. Και ύστερα τα χείλη του έτοιμα να σχημα­τί­σουν μια λέξη πριν τους διακόψει ο υπάλληλος της Μάγκι. Προσπάθησε να τε­λει­ώ­σει όσο το δυνατόν γρηγορότερα με την υποχρέωση και να επιστρέψει σε εκείνον, να τον ρωτήσει αν ήθελε να βρεθούν κάποια  στιγμή οι δυο τους, χωρίς όλη αυτή τη φασαρία. Υπό άλλες συνθήκες θα του ζητούσε να φύγουν μαζί την ίδια στιγμή, όμως δεν ήθελε να κρεμάσει τη Μάγκι, όχι επειδή θα ήταν αντιεπαγγελματικό, αλλά επειδή την είχε συμπαθήσει. Όμως το μόνο που αντί­κρι­σε ήταν η πλάτη του να απομακρύνεται και το χέρι του να κρατάει στο αυτί του το κινητό. Είχε κάνει την υποχρέωση του και έφευγε, είχε δώσει το παρόν στην έκθεση της γκαλερί της μητέρας του, δεν χρειαζόταν να είναι άλλο εκεί. Αυτό είχε ισο­πε­δώ­σει κάθε κουβέντα που είχε προηγηθεί. Δεν έτρεξε να τον προφτάσει μα ούτε και έμεινε να τον βλέπει να απομακρύνεται, το τελευταίο πράγμα που είδε από εκείνον ή­ταν να μιλάει στη μητέρα του, όταν αποφάσισε να του γυρίσει και τη δική της πλάτη.

Ίσως είχε δίκιο ο Άνχελ, το Λονδίνο και οι εγγλέζοι δεν ήταν για μια ‘‘θερμή’’ γυναίκα του νότου. Ίσως έπρεπε να το πάρει απόφαση και να εγκαταλείψει ό,τι είχε χτίσει, να επιστρέψει εκεί που άνηκε, εκεί που πάντα ήθελε να ζει. Όμως όχι! Κανένας δε θα την έδιωχνε, θα έφευγε όταν εκείνη το ήθελε και όχι επειδή κάποιος της ράγισε την καρδιά.

 

Ô

 

Ξύπνησε από το αρρωστιάρικο φως που έμπαινε στο δωμάτιο. Ο ύπνος της ήταν λίγος και ελαφρύς. Σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να πει ότι είχε ξεκουραστεί, αντιθέτως ένοιωθε σαν να μην είχε κλείσει μάτι ολόκληρη τη νύχτα. Αλλά και πάλι δεν ήθελε να μείνει στο κρεβάτι. Τι μπορούσε όμως να κάνει; Σκέφτηκε τις επιλογές της και δεν την ικανοποίησε καμία. Ούτε κατά διάνοια να κάτσει να ζωγραφίσει ή να σκιτσάρει στο μπλοκ της. Να βγει με τον Τσάρλι και την κοπέλα του, θα ήταν μεγάλο σφάλμα και όχι για έναν μόνο λόγο. Εκτός του ότι ήταν ένα ζευγάρι στα ξεκινήματα, οπότε ήταν στα μέλια, η ίδια ήταν τόσο κακόκεφη, που θα χάλαγε και τη δική τους διάθεση. Άσε που θα κλιμακωνόταν η ανησυχία του πάντα ευγενικού φίλου της και δε θα έπαυε να την ενοχλεί με συχνά μηνύματα και κλήσεις για να ανακαλύψει τη διάθεση της, όταν δε θα ήταν μαζί. Μόνο ένα άτομο μπορούσε να της φτιάξει τη διάθεση αλλά βρισκόταν μακριά. Σκέφτηκε για άλλη μια φορά τη συμβουλή της αδερφής της: «Η ζωή σου είναι όπου είσαι εσύ»! Όμως δεν ήταν έτσι ακριβώς, η ζωή της αιωρούταν κάπου στο κενό. Όχι βέβαια κυριολεκτικά! Μπορεί το κορμί της να βρισκόταν σε ένα διαμέρισμα σε μια γκρίζα πόλη, ή κάποιους μήνες νωρίτερα στη Γρανάδα, αλλά το μυαλό της ταξίδευε στο παρελθόν και αγκάλιαζε νοερά το κορμί του Γκράχαμ. «Σταμάτα να κλαίγεσαι» ούρλιαξε σχεδόν στον εαυτό της «τελείωσε, παρ’ το απόφαση και ενεργοποιήσου». Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ετοιμάζεται. Αφού φόρεσε ένα μαύρο τζιν παντελόνι, μαύρα αθλητικά παπούτσια, ένα λευκό φανελάκι και μια κόκκινη ζακέτα με λευκό γιακά, άρπαξε τα κλειδιά και το κινητό της και κατέβηκε τη σκάλα.

Είχε κάνει αρκετή ώρα ποδήλατο γυρνώντας στους δρόμους και πάλι δεν της έφτανε, ένιωθε ότι ήθελε να έρθει σε επαφή με κόσμο ώστε να είναι απασχολημένη έστω και με σαχλό-κουβέντες. «Η δουλειά βοηθάει τους θλιμμένους ανθρώπους», θυμήθηκε μια έρευνα που είχε ακούσει κάποτε στο ράδιο. Ωραία λοιπόν, ας πήγαινε στο στούντιο. Μπορούσε να χτυπήσει σε κάνα δυο πελάτες τατουάζ και να διασκεδάσει κρυφά με τις εκφράσεις πόνου που εκείνοι θα έπαιρναν όσο η ίδια ακουμπούσε πάνω στο δέρμα τους τη βελόνα. Αφού έδεσε το ποδήλατο με τη χοντρή αλυσίδα έξω από το μαγαζί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

-Καλώς το ταλέντο του ΤΖΙΜΗ TATTOU!  

-Γεια σου Τζίμη!

-Καλώς τον Βαν Γκογκ του εργαστηρίου μου!

-Ώστε με θεωρείς σχιζοφρενή! Ίσως και να έχεις δίκιο!

-Κατάλαβα, προτιμάς τον Πικάσο ή τον Νταλί, λόγω καταγωγής!

-Κόψε κάτι!

-Και λίγα λέω!

-Αντί να την ψωνίσω εγώ, την ψώνισες εσύ;

-Δεν είναι και λίγο να έχω εδώ να δουλεύει δίπλα μου κάποια που χθες έκανε προσωπική έκθεση σε γκαλερί. Είπε και κοίταξε με νόημα τον πελάτη που καθόταν στον καναπέ και είχε στρέψει την προσοχή του από το άλμπουμ με τα σχέδια των τατουάζ, στη Σεσίλια.

-Σιγά το πράγμα! Σχολίασε ενοχλημένη.

-Και σαν γνήσια καλλιτέχνης, είσαι και σεμνή.

-Κόψε την πλάκα, είπε και μπήκε στο εργαστήρι της.

Ο Τζίμη δε δίστασε να την ακολουθήσει.

-Τι κάνεις όμως εδώ, γιατί δεν απολαμβάνεις τις δάφνες του θριάμβου σου!

-Τζίμη, σταμάτα αυτό το αστείο.

-Αν και δεν είναι αστείο, τι γυρεύεις εδώ, σου είχα δώσει ρεπό αν θυμάμαι καλά!

-Είχα ανάγκη να δουλέψω!

-Πες μου μόνο ότι δεν πήρες κακές κριτικές στην έκθεση και είσαι τόσο κακόκεφη.

-Δε με νοιάζουν οι κριτικές, δε νομίζω ότι θα ενδιαφερθεί κανείς για τη δουλειά μου!

-Είσαι τρελή, εγώ μόνο καλά λόγια άκουσα χθες να λένε για τα έργα σου.

-Αν άκουγες άσχημα θα μου το έλεγες;

-Θα στο σέρβιρα προσεχτικά.

-Υπάρχει κανένας πελάτης για μένα; Αποφάσισε να αλλάξει κουβέντα.

-Υπάρχει ένας έξω, αν θες στον πασάρω.

-Υπέροχα, στειλ’ τον μου μέσα σε πέντε λεπτά! Ο Τζίμη έκανε να φύγει, όμως φτάνοντας στην πόρτα σταμάτησε και γύρισε πάλι προς το μέρος της.

-Τι συμβαίνει; Τον ρώτησε εκείνη σοβαρή.

-Να σκεφτόμουν ότι, τώρα που είσαι μια αναγνωρισμένη καλλιτέχνης, μήπως θα έπρεπε να πληρώνουν οι πελάτες παραπάνω χρήματα. Η Σεσίλια ανασήκωσε το φρύδι της και σούφρωσε τα χείλη. Εδώ που τα λέμε δεν είναι το ίδιο να σου χτυπάει τατού ο οποιοσδήποτε tattooist και το ίδιο ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης με δυο εκθέσεις στο βιογραφικό του. Επί του παρόντος, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν κι άλλες. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτείς, το ίδιο είναι να σου χτυπάει τατουάζ η σκέτη Σεσίλια και το ίδιο η Σεσίλια Μολίνς

-Και το ίδιο να σου χτυπάει η Φρίντα Κάλο; Τον ειρωνεύτηκε.

-Η Φρίντα είναι νεκρή, θα ανατρίχιαζε τους πελάτες μας εκτός κι αν πρόκειται για νεκρόφιλους, οπότε θα ανατρίχιαζα εγώ!

-Πες μου κάτι Τζίμη, είσαι σίγουρα ουαλός ή μήπως είσαι σκοτσέζος!

-Είμαι ουαλός! Απάντησε σταθερά.

-Εγώ θα πόνταρα στο δεύτερο. Και μη διανοηθείς να πάρεις περισσότερα χρήματα.

-Μισά μισά!

-Όχι!      

-Και σαν γνήσια καλλιτέχνης, θα πεθάνεις στην ψάθα! Είπε αποχωρώντας από το εργαστήρι της, παριστάνοντας το σοβαρό.

 

Ô

 

Τελειώνοντας με το τατουάζ του πελάτη κάθισε μόνη της στο εργαστήρι, με ανοιχτή την πόρτα μήπως και κάποιος άλλος περνούσε το κατώφλι του μαγαζιού για να τον ανα­λάβει. Ο Τζίμη στο διπλανό χώρο είχε ξεκινήσει ένα χρονοβόρο και πολύπλοκο τα­τουάζ και εκείνη για άλλη μια φορά είχε μείνει μόνη της. Είχε απαντήσει σε δυο μη­­νύ­ματα που της είχε στείλει ο Τσάρλι, ρωτώντας την πως είχε πάει η συνάντηση με τον Γκράχαμ, στο πρώτο του απάντησε «Τυπικά» και όταν εκείνος ρώτησε πως ένοι­ωθε, του απάντησε απλά, να μην ανησυχεί, είχαν περάσει άλλωστε τόσοι μή­νες… Το κινητό της άρχισε να χτυπάει στη μελωδία των U2. Κοίταξε την οθόνη και μό­­­λις είδε το όνομα της Μάγκι να αναβοσβήνει έμεινε να το κοιτάει μην μπορώντας να πάρει απόφαση αν θα απαντούσε ή όχι. Ήταν σίγουρη ότι ο Γκράχαμ είχε δώσει τα πράγματα της στη μητέρα του για να της τα παραδώσει. Η τελευταία ευκαιρία που είχαν να συναντηθούν μόνοι τους, χωρίς την ενόχληση του περίγυρου για να μι­λή­­σουν, είχε πάει χαμένη, την είχε πετάξει εκείνος στα σκουπίδια. Η μουσική στα­μά­­τησε και το όνομα έσβησε από την οθόνη, προκαλώντας ανακούφιση στη Σε­σί­λια, όμως σχεδόν αμέσως άρχισε να χτυπάει ξανά με την ένδειξη του ονόματος της μη­τέρας του στην οθόνη. Είχε έρθει η ώρα να το πάρει απόφαση, να κόψει κάθε κλω­στή που την ένωνε με εκείνον, να σβήσει κάθε μικρή ελπίδα ότι θα τον ξανα­συ­να­ντούσε.

-Ναι;

-Σεσίλια, κορίτσι μου, μήπως ενοχλώ; Άκουσε τη φωνή της Μάγκι.

-Όχι. Προτίμησε να απαντήσει μονολεκτικά η Σεσίλια.

-Είμαι πολύ ενθουσιασμένη! Της είπε.

(Γιατί επειδή θα μου δώσεις τα πράγματα μου πίσω.)! «Συγκεντρώσου», επανέφερε τον εαυτό της. Δεν ήταν ποτέ δυνατό να δείχνει τόσο ενθουσιασμό ένας άνθρωπος επειδή θα μπει στη μέση ενός χωρισμού.

-Τι συνέβη; Τη ρώτησε προσπαθώντας να βάλει φρένο στη φαντασία της που είχε αρχίσει να καλπάζει.

-Έγραψαν κριτικές για την έκθεση σου ήδη σε κάποια site, γράφουν τα καλύτερα. Ή σχεδόν, πρόσθεσε.

-Σχεδόν;

-Δεν πήρες κακή κριτική, μη σε απασχολεί. Απλά κάποιοι έγραψαν τόσο καλά, ώστε οι υπόλοιπες να μη φαίνονται τόσο καλές, χωρίς να είναι κακές!

-Με λίγα λόγια είναι αδιάφορες!

-Υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που έχουν χτίσει το όνομα και την καριέρα τους με αρνητικές κριτικές. Δεν είναι εύκολο να αποδεχτούν το καλό, ακόμα και όταν το βλέπουν μπροστά στα μάτια τους. Αποδέχονται ως καλούς ζωγράφους μόνο τους αναγνωρισμένους.

-Δηλαδή μόνο όσους έχουν πεθάνει.

-Περίπου, όμως ακόμα και αυτοί έχουν σχολιάσει ότι είσαι πολλά υποσχόμενη.

-Σε αυτό πέφτουν έξω!

-Εγώ πιστεύω ότι έχουν δίκιο. Τα χρώματα, οι φόρμες, οι σκιές… είναι τόσο παραστατικά τα έργα σου.

-Όμως δεν έχω να προτείνω κάτι καινούργιο.

-Μη δίνεις σημασία! Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση.

-Είναι παράδοξο να ζητάμε τόσα πολλά από την τέχνη, όταν στη φύση όλα επαναλαμβάνονται. Σχολίασε η Σεσίλια, αλλά όχι λυπημένη.

-Είναι και κάτι άλλο… πρόσθεσε διστακτικά η Μάγκι.

-Φυσικά! απάντησε η Σεσίλια, περιμένοντας να ακούσει ότι την περίμενε ένα πακέτο στη γκαλερί από τον Γκράχαμ για να της το παραδώσει.

-Κάποιοι ζήτησαν να αγοράσουν δύο από τους πίνακες σου!

-Αλήθεια! Ποιους;

-Τον αναστεναγμό του Μαυριτανού και το Silene Tomentosa με τον φοίνικα.

-Και;

-Ήθελα να σε ρωτήσω πρώτα, μου είχες πει ότι δεν πουλιούνται όλοι οι πίνακες και δεν ήξερα αν αυτοί οι δύο ήταν από αυτούς που ήθελες να κρατήσεις.

Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ήθελε να της πει ότι δεν πουλιούνται, ότι ήταν σαν να ξεχώριζαν μια μάνα από τα παιδιά της. Όμως ύστερα θυμήθηκε ότι έπρεπε να κόψει και την τελευταία κλωστή που την κράταγε ενωμένη με τον Γκράχαμ. Έπρεπε να  κό­ψει πρώτη το νήμα. Άλλωστε ο χωρισμός είναι σαν ένας αγώνας δρόμου για το ποιος θα ξεχάσει πρώτα, ποιος θα αρνηθεί πρώτος τον άλλον και θα προχωρήσει κι ενώ τόσο καιρό πήγαινε περπατώντας, τώρα ένιωθε την ανάγκη να τρέξει προς το τέρ­­μα και να λυτρωθεί από τον πόνο. Να επιστρέψει στους Χάρολντ του προηγού­με­νου καιρού και να τους ευγνωμονεί που δεν της ζητούσαν περισσότερα από αυτά που ήθελε και μπορούσε να δώσει. Να ξαπλώνει στα πολυχρησιμοποιημένα σεντόνια των ξενο­δο­χείων και να επιστρέφει στο σπίτι της για ύπνο, μόνη και χωρίς αισθηματικές έγνοιες.

-Ξέρεις κάτι Μάγκι! Όλοι οι πίνακες πουλιούνται, εκτός από τους πρώτους που ήταν στην συλλογική έκθεση, όλοι οι άλλοι είναι προς πώληση!

-Είσαι σίγουρη; Νόμιζα ότι αυτόν τον πίνακα, με το λουλούδι, τον ξεχώριζες για κάποιο λόγο.

-Δεν υπάρχει αυτός ο λόγος πια.

-Αν είναι έτσι…  θα φροντίσω να πάρω ένα καλό ποσό από αυτόν.

-Θέλεις να μου πεις κάτι άλλο; Ρώτησε κάπως απότομα και αμέσως πρόσθεσε. Είμαι στη δουλειά…

-Όχι, αυτά ήταν μόνο, αν είναι κάτι θα σε πάρω τηλέφωνο να σε ενημερώσω.

-Ωραία, καλό απόγευμα.

-Και σε εσένα κορίτσι μου.

 

Ô

 

Κλείνοντας η Μάγκι έμεινε σιωπηλή να κοιτάζει το τηλέφωνο. Ύστερα πλησίασε την κόρη της, που στεκόταν μπροστά από το Silene tomentosa που μεταμορφωνόταν σε ένα μεγαλοπρεπή φοίνικα που έπαιρνε φωτιά.

-Τον πουλάει; Τη ρώτησε η Λόρνα.

-Όχι!

-Κρίμα και ήθελα να τον κάνω δώρο στον Γκράχαμ, πλησιάζουν τα γενέθλια του!

-Γιατί αυτόν; Τη ρώτησε η Μάγκι!

-Γιατί του άρεσε!

-Α! του άρεσε.

-Ναι, τον ξεχώρισε, είπε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, έχοντας το βλέμμα κολλημένο στον πίνακα.

-Θέλει να το σκεφτεί, είπε, άλλωστε η έκθεση θα κρατήσει τρεις μήνες, ο πίνακας δεν μπορεί να μεταφερθεί αν δεν τελειώσει η έκθεση.

-Το ξέρω αυτό μαμά, μην ανησυχείς, δε θα απαιτούσα το δικαίωμα ιδιοκτησίας μου προτού τελειώσει η έκθεση αφήνοντας τον τοίχο γυμνό.

-Και πως θα τον έδινες στον αδερφό σου;

-Θα τον έφερνα εδώ και θα του τον έδειχνα. Αλλά μάλλον θα πρέπει να αρκεστώ σε κάτι άλλο, καμία ξυριστική μηχανή ή κάποιο πουλόβερ.

-Καλό θα ήταν.

-Κρίμα, πάντως αν αποφασίσει να τον πουλήσει, μην τον δώσεις σε άλλον.

-Όχι, δε θα τον δώσω. Είπε κοιτώντας και εκείνη τον πίνακα.

-Θα μπορούσα να του τον κάνω δώρο τα Χριστούγεννα.

-Αν αποφασίσει τελικά να τον πουλήσει.

-Ξέρεις κάτι, ούτε εγώ πιστεύω ότι θα τον δώσει.

 

Ô

 

Η Σεσίλια έβγαινε από το στούντιο, την ώρα που ένας πελάτης έμπαινε. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο σε κλειστό χώρο. Το ότι εκείνη τη στιγμή η Μάγκι πουλούσε τον πίνακα που ‘‘αποτύπωνε’’ τα δύο τατουάζ που η ίδια είχε χτυπήσει στο Γκράχαμ της προκαλούσε αμέτρητο πόνο. Μετανιωμένη ήθελε να την πάρει πίσω και να της πει ότι είχε αλλάξει γνώμη, όμως δεν τολμούσε να το κάνει, θα ερχόταν η στιγμή που θα ξεπερνούσε την απώλεια, άλλωστε απλά ένας πίνακας ήταν. Ξεκλείδωσε το λουκέτο και τράβηξε την αλυσίδα από το ποδήλατο. Ύστερα την πέρασε γύρω από το λαιμό της και ανέβηκε στο όχημα.

Λίγα μόλις μέτρα είχε κάνει και ο αέρας που την είχε χτυπήσει στο πρόσωπο, την έκανε να συνέρθει κάπως από την ένταση. Τα είχε βάλει με τον εαυτό της, ήταν λάθος όλο αυτό που είχε γίνει με την έκθεση, δεν έπρεπε ποτέ να δεχτεί, άλλωστε δεν ήταν κάτι που την ενδιέφερε ποτέ ιδιαίτερα. Όμως είχε αφεθεί να παρασυρθεί από τα λόγια των φίλων της, από τον καλλιτεχνικό της ναρκισσισμό μα πάνω απ’ όλα από το φάντασμα του Γκράχαμ. Με την ελπίδα και μόνο ότι εκείνος θα πήγαινε στην έκθεση, και πράγματι είχε πάει, όμως τίποτα πλέον δεν ήταν όπως πριν, τίποτα δεν μπορούσε να γίνει όπως ήταν πριν.

Ούτε που είχε καταλάβει πως είχε βρεθεί στο Μάτι του Λονδίνου. Από τη φορά που είχαν πάει μαζί, δεν είχε περάσει ξανά από εκείνο το σημείο. Ούτε όσο ήταν ζευγάρι, ούτε όμως κι όταν επέστρεψε στην γκρίζα πόλη. Αν είχε πάει με βεβαιότητα θα το είχε ζωγραφίσει. Με τις αναμνήσεις να καρφώνονται σαν μαχαίρια μέσα της, γύρισε την πλάτη της και ξεκίνησε βιαστικά, θέλοντας να απομακρυνθεί από κάθε τι που της τον θύμιζε.

 

Αφού είχε διανύσει αρκετά χιλιόμετρα κάνοντας βιαστικά και απρόσεχτα πετάλι, αποφάσισε να μειώσει κάπως την ταχύτητα, επιπλέον είχε σχεδόν εξαντλήσει τον εαυτό της. Δεν την κυνηγούσε κανείς, ή μάλλον πιο σωστά δεν την κυνηγούσε κανείς που θα μπορούσε να αποφύγει, αφού ο εχθρός υπήρχε μέσα στο μυαλό της, και ήταν οι ευθύνες που έριχνε στον εαυτό της για τη μη αναστρέψιμη κατάσταση με τη διάλυση της σχέσης τους. «Θα μου περάσει» σκέφτηκε στο τέλος και αποφάσισε να επιβραδύνει. Άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο, δεν ήξερε γιατί το έκανε αλλά ένα προαίσθημα της επέβαλε να κοιτάει δεξιά και αριστερά τους ανθρώπους που περπατούσαν γύρω της. Ένας καμπουριαστός νέος, που πήγαινε σαν να κρύωνε της τράβηξε την προσοχή, σταμάτησε το πετάλι και πάτησε με το ένα της πόδι στη γη για να κρατήσει ισορροπία, ενώ συνέχιζε να κοιτάζει τον άντρα. Λίγα μέτρα μακριά από τον άντρα με το βρώμικο πέτσινο μπουφάν υπήρχε μια γιαγιά με ένα μικρό παιδάκι που την κρατούσε από το φουστάνι. Η γιαγιά είχε βγάλει το πορτοφόλι της και πλήρωνε τον άντρα που της πρόσφερε ένα χωνάκι με μια ροζ μπάλα και ένα ακόμα με μια λευκή και μια καφέ.

«Φράουλα», «Σοκολάτα - βανίλια», σκέφτηκε λες και αποκωδικοποιούσε μέσω των γεύσεων του παγωτού τα μελλούμενα, στην πραγματικότητα συμπέραινε απλά τα γευστικά γούστα γιαγιάς και εγγονού. Η ηλικιωμένη γυναίκα, έβαζε βιαστικά το πορτοφόλι στην τσάντα της κι αμέσως μετά πρόσφερε το ένα χωνάκι, με τη διπλή μπάλα στον μικρό που κοίταζε με προσμονή και λαχτάρα, μία τη γιαγιά και μία το λαχταριστό παγωτό. Ο άντρας πέρασε βιαστικά από δίπλα τους και σχεδόν έπεσε πάνω στη γυναίκα, στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα ζητώντας συγνώμη και ξεκίνησε. Η Σεσίλια ανέβασε και το άλλο πόδι στο πετάλι και ξεκίνησε να πηγαίνει καταπάνω στον άντρα, εκείνος σαν να προαισθάνθηκε τον κίνδυνο γύρισε και την κοίταξε. Χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να τρέχει, όμως αυτή τη φορά δε θα τα κατάφερνε, η Σεσίλια ήταν αποφασισμένη να προλάβει τον τύπο. Μπορεί να μην ήταν ο ίδιος που την είχε σπρώξει και την είχε κλέψει, αλλά ήταν απαίσιο και απαράδεκτο να κλέβει μια γιαγιά που βγήκε βόλτα με το εγγόνι της.

Έκανε πιο γρήγορα ποδήλατο και είχε πλησιάσει αρκετά τον τύπο ο οποίος έσπρωχνε τους διαβάτες από μπροστά του. Ριψοκίνδυνο και ανόητο θα χαρακτήριζε την επόμενη μέρα αυτό που έκανε όμως τελικά αποδείχτηκε και αποτελεσματικό. Χωρίς να το σκεφτεί έπεσε πάνω του με το ποδήλατο της. Και οι δύο βρέθηκαν ξαπλω­μένοι στο έδαφος, κι ανάμεσα τους το ποδήλατο με την μπροστινή του ρόδα στον αέρα να κά­νει γύρους. «Πάει το ποδήλατο», σκέφτηκε όμως το επόμενο δευτερόλεπτο στεκόταν όρθια.

-Το πορτοφόλι!

-Ποιο πορτοφόλι; Τη ρώτησε ο άντρας προσπαθώντας να υποκριθεί τον ανήξερο αλλά στα μάτια του φαινόταν ότι καταλάβαινε ακριβώς τι του έλεγε.

-Το πορτοφόλι της κυρίας που της το ψάρεψες μέσα από την τσάντα. Σε είδα, μην κάνεις τον ανήξερο.

-Δεν ξέρω τι μου λες! Κόσμος από το ασυνήθιστο του περιστατικού που είχε εξελιχθεί μπροστά στα μάτια του, πήγαινε πιο κοντά τους να ακούσει τι προηγούμενο είχε το κορίτσι με τον αλλόκοτο τύπο.

Αποφασιστικά έβγαλε την αλυσίδα από το λαιμό της.

-Ξέρεις κάτι, είμαι τρελή και επικίνδυνη, ειδικά με την αδικία, δεν το έχω σε τίποτα λοιπόν να αρχίσω να σε χτυπάω με την αλυσίδα. Δώσε μου το πορτοφόλι.

-Βοήθεια, ψέλλισε δειλά ο άντρας, αυτή θέλει να με σκοτώσει.

-Το πορτοφόλι! Του είπε και του άπλωσε το χέρι.

-Δεν ξέρω τι λες. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε γύρω για να βρει έναν αστυνομικό, ενώ την ίδια ώρα τον πάτησε στο πόδι για να μην μπορεί να κουνηθεί από το έδαφος. 

-Έρχεται αστυνομικός!

-Άσε με και θα στο δώσω, της ζήτησε ενώ είχαν αρχίσει να τρέχουν δάκρια στα μάτια του από τον πόνο.

-Πρώτα το πορτοφόλι. Είπε εκείνη, ο τύπος αναγκάστηκε να βγάλει αυτό που του ζητούσε από την τσέπη του και να της το δώσει.

-Αν σε ξαναδώ την έβαψες. Του είπε και σήκωσε το ποδήλατο της από κάτω. Ύστερα έψαξε με το βλέμμα της τη γιαγιά που την είδε αμέριμνη να παρακολουθεί την σκηνή μαζί με τον εγγονό της και κάτι να του λέει. Η Σεσίλια πλησίασε τη γυναίκα κι εκείνη τρομαγμένη αποτραβήχτηκε προς τα πίσω, κρατώντας από το χέρι το παιδί. Αφού αναστέναξε και σχεδόν την αγριοκοίταξε της επέστρεψε το πορτοφόλι. Η γυναίκα την κοίταξε έκπληκτη, όμως πριν το πάρει άνοι­ξε την τσάντα της για να κάνει τη διαπίστωση ότι το πορτοφόλι που της έδινε το κοκκινο­μά­λ­λικο κορίτσι, που πριν από λίγο το θεωρούσε θεόμουρλο, ήταν πράγματι δικό της.

-Ευχαριστώ. Είπε και έκανε να βγάλει λεφτά να της δώσει.

Η Σεσίλια κούνησε αρνητικά το χέρι της.

-Δε θέλω.

-Και το ποδήλατο;

-Έχω ένα φίλο που έχει τρέλα με τα ποδήλατα, ελπίζω να μου το ξαναφτιάξει. Αφού αντάλλαξαν λίγα ακόμα λόγια και καθώς το πλήθος είχε διαλυθεί η Σεσίλια στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Μόλις τον είδε νόμισε ότι απλά τον είχε φανταστεί, στην καλύτερη περίπτωση ήταν κάποιος που του έμοιαζε. Είχε σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, γερμένο ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά και ένα ελαφρύ μειδίαμα είχε σχηματιστεί στα χείλη του. Κοίταξε πίσω από τον τύπο που έμοιαζε στον Γκράχαμ. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα  της και πάλι στο αγόρι για να δει αν το όραμα εξακολουθούσε ή είχε εξαφανιστεί. Όμως ο σωσίας του Γκράχαμ παρέμενε στη θέση του να την κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο. Τον πλησίασε αργά σέρνοντας και το τραυματισμένο της ποδή­λα­το, με τη ρόδα του να έχει μια ελαφριά κλίση προς τα αριστερά. Τελικά και αυτή τη φορά αναγκάστηκε να το σηκώσει μόνο στην πίσω για να μπορεί να το κινεί με ευκολία.

-Γεια σου! Του είπε δειλά.

-Γεια σου Σεσίλια.

Ώστε αυτός ήταν.

-Είσαι ώρα εδώ; Τον ρώτησε ντροπιασμένη.   

-Αν εννοείς ότι παρακολούθησα το κυνηγητό που έκανες σε ένα ‘‘φουκαρά’’ πορτοφολά, ναι είμαι κάποια ώρα. Ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν. Ελπίζω το ότι παραβρέθηκα τυχαία στον τόπο του εγκλήματος να μη θεωρηθεί ότι είμαι συνεργός του δράστη.

-Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Και είναι πολύ ύποπτο το ότι είσαι πάλι κοντά με έναν τύπο που κλέβει πορτοφόλια. Σχολίασε δήθεν σκεφτική, σήκωσε το κεφάλι της και τον είδε να χαμογελάει. Ένιωσε ότι η καρδιά της, έτσι γρήγορα και δυνατά που χτύπαγε, θα την πρόδιδε στον Γκράχαμ. Μήπως είσαι ο κλεπταποδόχος;

-Στην πραγματικότητα είμαι αυτός που έχει οργανώσει τη συμμορία και έχει εκπαιδεύσει τους διάφορους επίδοξους κλέφτες.

-Αυτόν δεν πρέπει πάντως να τον πάρεις.

-Όχι κόπηκε. Όμως εσύ Σεσίλια τι κάνεις; Έχεις βάλει σκοπό να προστατεύσεις το άστυ; 

 

 

Κεφάλαιο Τριακοστό Δεύτερο  

-Όλα «τελειώνουν» εδώ.-

 

Ήταν νωρίς το απόγευμα και ανεξάρτητα από την κούραση του, είχε απίστευτη ενέργεια για να μείνει κλεισμένος στο δωμάτιο του. Μπορούσε να πάει για λίγη ώρα στο γυμναστήριο και την πισίνα, αλλά δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν. Ήθελε απλά να περπατήσει και να ξεμουδιάσει. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε.

Ο καιρός είχε αλλάξει. Είχε λατρέψει τον ήλιο και το γλυκό αεράκι στις εξοχές της Γαλλίας, όμως τώρα βρισκόταν σπίτι και εδώ, ο αέρας είχε γίνει πια πιο υγρός και η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά. Ευτυχώς, πριν φύγει από την εστία είχε ελέγξει τον καιρό και είχε μεριμνήσει φορώντας το χοντρό του σακάκι. Τώρα μπορούσε να απολαύσει τον περίπατο του, χωρίς να τρέμει όπως οι άνθρωποι που τον προσπερνούσαν, βιαστικοί να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στον προορισμό τους.

Πόσο καιρό είχε να το κάνει αυτό; Να βγει για μια βόλτα μόνος του, χωρίς να πηγαίνει κάπου συγκεκριμένα. Συνήθως ήταν στο τρέξιμο από το πανεπιστήμιο στην εστία και πάλι πίσω, ή προς την πισίνα, ή με τους φίλους για βόλτα σε κάποιο από τα στέκια τους. Τώρα όμως, μπορούσε να βαδίζει με όποιον ρυθμό ήθελε, προς όποια κατεύθυνση του έκανε κέφι.

Η μέρα του ήταν κομματάκι δύσκολη και το περπάτημα του έκανε καλό. Έδιωχνε την ένταση από μέσα του, σαν ένα αντίδοτο που καταπολεμά δηλητήριο. Η πίεση στη δουλειά, δεν ήταν κάτι καινούργιο, όμως ο συνδυασμός της με αυτήν για την τελευταία του χρονιά στο διδακτορικό, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να συνηθίσει ακόμα. Θα συνήθιζε όμως, ήταν αποφασισμένος γι’ αυτό.

Ο Άτκινσον, γνωρίζοντας πλέον τις δυνατότητες του Γκράχαμ και τις φιλοδοξίες του, είχε παρουσιάσει μία νέα πλευρά του και τον είχε μπερδέψει τόσο με τη συμπεριφορά του, που ήταν σαν να τον γνώριζε ξανά από την αρχή. Φυσικά, δεν είχε μειώσει στο ελάχιστο τον φόρτο των καθηκόντων του, βοηθώντας τον έτσι να έχει παραπάνω χρόνο για μελέτη, ίσα ίσα, είχε ακόμα πιο πολλά να κάνει από τότε που έφυγε από την προστασία του Μπονέ, ωστόσο ο καθηγητής, του πρόσφερε  μια δυνατότητα που θα του φαινόταν περισσότερο χρήσιμη από το να έχει κολλημένη τη μύτη του μέσα στα βιβλία.

Ζητούσε από τον Γκράχαμ να οργανώσουν τις διαλέξεις του. Σχεδίαζαν μαζί τα μαθήματα, την ύλη και γενικά, μελετούσαν για διάφορα άρθρα και έρευνες του, με αποτέλεσμα ως φοιτητής, ο Γκράχαμ, να έχει ανεβάσει κατά πολύ το επίπεδο του. Κι ακόμα είχαν δρόμο μπροστά τους, όμως δεν ανησυχούσε. Μπορεί ο Άτκινσον να μην είχε αλλάξει ως προς την αντιμετώπιση απέναντι του, σε κοινωνικό επίπεδο, όμως παρέμενε μέχρι και σήμερα αγέλαστος και λιγομίλητος, αλλά τώρα, έδειχνε έναν πρωτόγνωρο σεβασμό για τις απόψεις του Γκράχαμ και προς έκπληξη του, ήθελε και τη γνώμη του. Δεν είχε λοιπόν κανένα λόγο να παραπονιέται για την πίεση που του ασκούσε, αντίθετα ένιωθε απίστευτα ευγνώμων.

Κι όσο για τις σπουδές του, ο αυξημένος όγκος των εργασιών του, ήταν κάτι αναμενόμενο, μα χάρη στην καθημερινή σχεδόν συναναστροφή με τον Άτκινσον, ήταν σαν να έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και κάθε ώρα που περνούσε μαζί του, μετρούσε για διπλή στην μελέτη του.

Μετά από μια τέτοια ακαδημαϊκή χρονιά, δε θα έχει να φοβηθεί τίποτα. Ήξερε πως και μόνο η μαθητεία του δίπλα στον Άτκινσον και τον Μπονέ, έστρωνε μπροστά του ένα μονοπάτι δύσκολο, μα πολυπόθητο. Τώρα αν έμπαινε και το όνομα του, έστω σαν βοηθού, σε κάποια από τις έρευνες που δημοσιεύονταν, προφανώς και σαν γεγονός θα ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενο.

Το ίδιο αναπάντεχα καλά, έδειχναν και τα πράγματα στο πατρικό του και την οικογένεια του. Η μητέρα του, ήταν τρισευτυχισμένη με την έκβαση της έκθεσης της Σεσίλια, μάλιστα σκεφτόταν να δώσει παράταση φιλοξενώντας κι άλλο τους πίνακες της κι ας είχε κλείσει ήδη τους καλλιτέχνες για τους επόμενους μήνες, βρισκόμενη για πρώτη φορά μπροστά από τον προγραμματισμό της. Ο χώρος την έκθεσης, ήταν πλέον περιζήτητος.

Είχε κι άλλους λόγους βέβαια για να είναι χαρούμενη. Ο Γκράχαμ, τους επισκεπτόταν πιο συχνά τώρα που οι σχέσεις του με τον πατέρα του είχαν αποκατασταθεί και η οικογένεια περνούσε αρκετό χρόνο μαζεμένη. Εντάξει, δε θα περίμενε κανείς να τους δει να περνάνε χρόνο οι δυο τους μόνοι, όμως ήταν γεγονός, πως πλέον μπορούσαν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο και να ολοκληρώσουν ένα δείπνο χωρίς να τσακωθούν και ίσως, να ανταλλάξουν και μερικά ευγενικά σχόλια. Σύμφωνα με τα δεδομένα, η Μάγκι θεωρούσε την παρούσα κατάσταση, την αρχή για μια μεγάλη περίοδο ειρήνης κι ο Γκράχαμ, δεν μπήκε ποτέ στην διαδικασία να της πει το αντίθετο, αφού κι εκείνος πίστευε πως τα χειρότερα είχαν περάσει.

Δεν υπήρχε πια εκείνο το ψυχρό κλίμα ανάμεσα τους κι έτσι, οι συγκρούσεις ήταν πλέον παρελθόν. Σίγουρα τα όσα είχαν ειπωθεί κι από τις δύο πλευρές, όλα αυτά τα χρόνια, θα έκαναν άλλο τόσο να ξεχαστούν, όμως ο ορίζοντας φαινόταν καθαρός από νέες συγκρούσεις.

Εξάλλου, για τον Γκράχαμ ήταν αρκετό να βλέπει τον Γουάλι αλλαγμένο απέναντι στα κορίτσια και λίγο τον ένοιαζε η γνώμη του για τη δική του επαγγελματική πορεία, η οποία όσο και να προσπαθούσε να τη δει με άλλη ματιά, θα χρειαζόταν μάλλον χειρουργική επέμβαση για να το καταφέρει. Τουλάχιστον όμως, ο πατέρας του προσπαθούσε κι εκείνος, αναγνώριζε πως δεν το έκανε μόνο για τους τύπους, ούτε για το χατίρι της γυναίκας του. Ειδικά αυτό το τελευταίο, είχε ξεκαθαριστεί από τη μητέρα του.

«Τι νομίζεις δηλαδή, πως τον έβαλα τιμωρία να σας μιλάει καλύτερα, λες κι είναι η Άιλα;»

«Όχι εντάξει, αλλά πραγματικά μιλάμε για στροφή 180ο. Πως γίνεται;»

«Δεν ξέρω και δε θα κάτσω  να το ψάξω. Αυτό που με νοιάζει είναι πως επιτέλους έχουμε την ησυχία που χρειαζόμαστε σαν οικογένεια.»

«Σίγουρα, αλλά έλεγα… να… μήπως είπες κάτι εσύ;»

«Λες δηλαδή, ότι τόσα χρόνια που τσακώνεστε σαν πεντάχρονα, δεν έκανα προσπάθειες να σας τα βρω και θυμήθηκα να επέμβω το βράδυ του καυγά σας; Αυτό λες;»

«Όχι, όχι, ούτε αυτό λέω…»

«Τότε μην πεις τίποτα άλλο, απλώς αποδέξου την κατάσταση κι απόλαυσε την!»       

Σπάνια έπαιρνε η Μάγκι εκείνο το τελεσίδικο ύφος, που κανένας δεν μπορούσε να προσπεράσει κι έτσι ο Γκράχαμ, έκανε αυτό ακριβώς που του πρότεινε. Είχε αποδεχτεί τη νέα πλευρά του πατέρα του κι απολάμβανε το χαμόγελο της Λόρνα, όταν του έλεγε για τη δουλειά της και τα γέλια της Άιλα, όταν τους έβλεπε να παίζουν στο πάτωμα του δωματίου της.

Η μικρή δεν είχε δείξει ποτέ σημάδια ότι είχε καταλάβει τι γινόταν με τους «μεγάλους», όμως ο Γκράχαμ, πίστευε ότι τα παιδιά αισθάνονται παραπάνω πράγματα από όσα αφήνουν να φανούν κι έτσι τώρα, βλέποντας την χαρούμενη είχε ησυχάσει. Η φαντασία της συνέχιζε να καλπάζει και δεν είχε χάσει τίποτα από την αθωότητα και την ανεμελιά της. Εκείνος, ήταν ακόμα ο αγαπημένος της μεγάλος αδελφός κι εκείνη, το μικρό τερατάκι της οικογένειας.

Η δική του μεγάλη αδελφή πάντως, βρισκόταν κι εκείνη σε μια νέα εποχή. Η αλλαγή του πατέρα τους, την είχε φέρει σε μια νέα θέση στην οικογενειακή επιχείρηση, με περισσότερα καθήκοντα, τα οποία η Λόρνα είχε αναλάβει με χαρακτηριστική άνεση. Γνήσια κόρη του πατέρα της, έδειξε αμέσως την κλίση της στο καινούργιο αντικείμενο και το πάθος για τη δουλειά της. Ο Γουάλι, δεν παραδέχτηκε ποτέ το λάθος του που την κρατούσε τόσα χρόνια περιορισμένη και δεν την άφηνε να δείξει τα όσα μπορούσε πραγματικά να κάνει, όμως από τη στιγμή που αποφάσισε την προαγωγή της, της είχε αφήσει άπλετο χώρο να κινηθεί, μένοντας στα μετόπισθεν και επεμβαίνοντας μόνο όποτε τον χρειαζόταν, πράγμα που του επέτρεπε κι εκείνου, να έχει επιτέλους ενδιαφέροντα και χόμπι, το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν να πηγαίνει με την Άιλα για παγωτό, ή στο πάρκο, ή στο σινεμά.

Όλα αυτά, του φαίνονταν σαν τις τελευταίες σκηνές μια κινηματογραφικής ταινίας, όπου «όλοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα», όμως τι γινόταν με εκείνον; Προφανώς και κάποια κομμάτια της ζωής του είχαν μπει επιτέλους στη θέση τους, όμως ένα από αυτά ίσως το πιο σημαντικό, όσο και να του άλλαζε μεριά, πάντα κάπου σφήνωνε και κλωτσούσε. Είχε όνομα αυτό το κομμάτι. Το ίδιο όνομα με αυτό που σχημάτιζαν τα γράμματα στα πέταλα του τατουάζ του. Σεσίλια.

Δεν ήξερε αν θα δοκίμαζε να επικοινωνήσει μαζί της, άλλωστε μόλις το προηγούμενο βράδυ είχαν γίνει τα εγκαίνια της έκθεσης. Τι μπορούσε να περιμένει στην περίπτωση που πήγαινε να τη βρει; Το μόνο βέβαιο ήταν πως με κάτι τέτοια είχαν φτάσει ως εδώ. Με αμφιβολίες, δυσπιστίες, με δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Είχε σκεφτεί χίλιες προφάσεις για να την πάρει έστω ένα τηλέφωνο, μα τις είχε απορρίψει όλες.

Θα μπορούσε να τα αφήσει όλα στην τύχη. Αυτή δεν ήταν άλλωστε που τους είχε φέρει κοντά; Όμως πια, θεωρούσε πως η τύχη τους είχε ξοδευτεί, την είχαν φτάσει στα όρια της με τα πείσματα τους και καμία μοίρα και κανένα κάρμα δεν θα τους έδενε και πάλι, χωρίς τη δική τους προσπάθεια.

Πράγμα, που τον έφερνε ξανά, στο ίδιο σημείο. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Το σίγουρο ήταν, πως η Λόρνα είχε δίκιο, αν την έχανε τελικά, θα έφταιγε και τότε η μοναξιά του, θα ήταν το μοναδικό του έπαθλο σε αυτή του την εσωτερική μάχη.

Ο αέρας φύσηξε σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τις σκέψεις του κι ο Γκράχαμ, έχωσε ακόμα πιο βαθιά τα χέρια στις τσέπες του. Ένα ζευγάρι τον προσπέρασε χαμογελαστό και σφιχταγκαλιασμένο κι εκείνος βάλθηκε να κοιτάζει κάτω το πεζοδρόμιο, που σιγά σιγά γέμιζε από τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα.

Πλέον το να ζητά συμβουλές ήταν εντελώς ανούσιο. Οι φίλοι του είχαν εκφραστεί εδώ και καιρό για το θέμα και δεν ήθελε να καταντήσει γραφικός, έτσι δεν αναφερόταν στη Σεσίλια και εκείνοι όμως, τον άφησαν να αποφασίσει μόνος του.

Ο Σμιτ και ο Κάλουμ καταλάβαιναν τους προβληματισμούς του, όμως η ζωή συνεχίζεται. Ειδικά από τη στιγμή που οι δυο φίλοι του είχαν ολοκληρώσει και το δεύτερο έτος του διδακτορικού τους με επιτυχία, όσο εκείνος βρισκόταν στη Γαλλία με υποτροφία και πλέον είχαν μπει στη ζώνη του ‘‘λυκόφωτος’’ προκειμένου να βρουν δουλειά. Σε μια ζώνη που θα έμπαινε και ο ίδιος όταν ύστερα από λίγους μήνες θα ολοκλήρωνε και τον κύκλο του διδακτορικού του. Βέβαια μπορεί ο Γκράχαμ να είχε τη στήριξη του Άτκινσον. Ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζε.    

Ωστόσο ο Σμιτ, αποζημιωνόταν από τη σχέση του με την Ελίζ, που τελικά είχε πιο γερές βάσεις από όσο νόμιζαν οι υπόλοιποι, αφού τώρα πια έμεναν μαζί κι όσο για τον Κάλουμ, εκείνος το μόνο που ήθελε εκείνη την περίοδο, ήταν να είναι ελεύθερος σκοπευτής. Έτσι του έλεγε πάντως, προτείνοντας του συνεχώς, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, να γίνουν ένα αχτύπητο δίδυμο που θα σάρωνε το νυχτερινό Λονδίνο, πράγμα για το οποίο ο Γκράχαμ, αμφέβαλλε.

Δεν ανέφερε κανένας τους τη Λόρνα κι ανάμεσα στους δύο φίλους, αυτή η απόπειρα σχέσης, παρέμενε απλά αυτό. Απόπειρα. Ο Γκράχαμ σε μερικές στιγμές που άφηνε το μυαλό του να παίξει με την ιδέα αυτή, έπεφτε σε αντιφάσεις. Το να είναι σε σχέση δύο αγαπημένα του πρόσωπα θα ήταν σίγουρα όμορφο, όμως όχι τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα κατέληγε σίγουρα να χάσει κάποιον από τους δυο, οπότε ήταν καλύτερα για όλους που έδειξαν τόση ωριμότητα ώστε να σταματήσουν, πριν περιπλεχθούν οι καταστάσεις περισσότερο. Κάποια μέρα θα τα θυμόντουσαν όλα αυτά και θα γελούσαν.

Ο Τζέιμς παρέμενε φευγάτος. Ήταν απορίας άξιο πως κατάφερνε να είναι συνεπής στις σπουδές του και παράλληλα να ξενυχτά κάθε βράδυ πότε από εδώ, πότε από εκεί, σε αναζήτηση μουσικών σκηνών και μπαρ, όπου η μουσική έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο από ότι η κάβα. Συνήθως έσερνε μαζί του και τον Τσάρλι, πράγμα που σήμαινε ότι ο Γκράχαμ, τον είχε ανεχτεί αρκετές φορές, χωρίς όμως να μοιραστούν κάτι παραπάνω από έναν τυπικό χαιρετισμό, αλλά όχι τόσο συχνά όσο θα πίστευε κανείς. Το βράδυ στην έκθεση της Σεσίλια κατάλαβε. Ζητήματα καρδιάς, λοιπόν.

Εκτός από τον Τσάρλι όμως, είχε δει και την Γκρέις μια δύο φορές σε ένα από τα μπαράκια τους, η οποία συνέχιζε να εργάζεται στην εταιρία του πατέρα του, έχοντας γίνει πια απαραίτητη. Από ότι καταλάβαινε από τα λεγόμενα και των δύο, η Λόρνα και η Γκρέις απέφευγαν η μία την άλλη όταν δεν ήταν αναγκαία η ταυτόχρονη παρουσία τους, όμως συνεργάζονταν άψογα όταν έπρεπε. Ήταν άλλωστε τόσο επαγγελματίες και οι δύο, που ο Γκράχαμ, δεν περίμενε κάτι λιγότερο από καμία τους.

Το πρώτο βράδυ που την πέτυχε, η κοπέλα είχε την διακριτικότητα να τον χαιρετήσει απλά και να συνεχίσει με την παρέα της τη διασκέδαση της ενώ τις επόμενες φορές, αντάλλαξε και μερικά λόγια μαζί του, αλλά και με τον Κάλουμ και τον Σμιτ, οι οποίοι έδειξαν ενδιαφέρον γι’ αυτή τη νέα-παλιά Γκρέις, τόσο, ώστε ο Κάλουμ παραδέχτηκε ότι ίσως και να κατάφερνε να τη συναναστραφεί, ειδικά όταν συνοδευόταν από τις καινούργιες φιλενάδες της.

Είχε παρατηρήσει κι εκείνος πως η Γκρέις, απαλλαγμένη από το βραχνά της ανεύρεσης εργασίας και την πιθανότητα να επιστρέψει στο πατρικό της, θύμιζε και πάλι τη φοιτήτρια που είχε γνωρίσει. Κεφάτη και έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο και φυσικά, μαγνητίζοντας τα βλέμματα όλων στο χώρο. Ίσως η δουλειά στην εταιρία, να της έκανε περισσότερο καλό απ’ όσο θα φανταζόταν ο ίδιος ποτέ. Του άρεσε που την έβλεπε έτσι κι ας του είχε προκαλέσει τόσα προβλήματα με τη συμπεριφορά της. Το είχε πει παλιότερα και θα το επαναλάμβανε. Είχαν αφήσει και οι δύο πίσω τα παλιά κι ήταν καιρός να προχωρήσουν και μάλιστα, αν έκρινε από την αντίδραση του αντρικού πληθυσμού στο πέρασμα της, δε θα αργούσε και πολύ.

Έπρεπε να είναι ειλικρινής όμως. Δεν είχε ξεμπερδέψει εντελώς με τον παρελθόν και στην τελική δεν ήθελε. Όχι, το παρελθόν του που είχε να κάνει με τη Σεσίλια, δε θα το αποχωριζόταν ποτέ.

Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που την είδε για πρώτη φορά., σχεδόν χρόνος. Ήταν τόσο ζωντανή η ανάμνηση όμως, που του έμοιαζε σαν να ήταν μόλις χθες. Θυμόταν το βράδυ που έκανε το τατουάζ ζαλισμένος από το ποτό, τη μέρα που έκανε το δεύτερο, όταν ήδη ήταν πια μαζί. Και τι δε θα έδινε για να γυρνούσε ξανά σε εκείνες τις στιγμές, για να μπορέσει να τα κάνει όλα αλλιώς, να τα διορθώσει όλα και να μην χρειαστεί να πληγωθεί τόσο. Για να μην πληγωθεί κι εκείνη τόσο. Δεν είχε όμως ουσία να σκέφτεται έτσι.

Ένα χρόνο πριν ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως είχε πάθει κάποιου είδους μετάλλαξη, όμως ωρίμασε. Ο χωρισμός του από την Γκρέις, η δουλειά του, οι σπουδές του, η Γαλλία κι η σχέση του με την Σεσίλια όλα αυτά είχαν λαξεύσει μία νέα πτυχή του που πλέον ήταν αναπόσπαστη.

Στάθηκε για λίγο εκεί όπου βρισκόταν και κοίταξε γύρω του. Η κίνηση στο δρόμο συνεχιζόταν κι εκείνος δεν μπορούσε να περιπλανιέται άλλο. Είναι συχνό φαινόμενο στους ανθρώπους τα πόδια βρίσκουν μόνα τους το που πρέπει να πάνε, λες κι ακολουθούν μια πυξίδα με σημείο αναφοράς κάποια κρυφή ανάγκη. Προφανώς, αυτή η στιγμή ήταν μια τέτοια περίπτωση, καθώς είχε μια ξαφνική επιθυμία για τόνωση και αφύπνιση, που σήμαινε μονάχα ένα πράγμα. Καφές.

Με μια γρήγορη ματιά, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν ένα τετράγωνο πίσω από το αγαπημένο του καφέ κι ήταν σαν να μύριζε ήδη τον ζεστό, αρωματικό καφέ της Λιάν. Θα πήγαινε λοιπόν να πάρει μια γερή δόση κι ίσως να καθόταν και λίγο εκεί, αφού σήμερα, είχε τόσο μελοδραματικά πνιγεί στις αναμνήσεις του.

Τάχυνε το βήμα του έχοντας πλέον στόχο και λίγο αργότερα, έστριβε στη γωνία του μαγαζιού. Τράβηξε το βλέμμα του από το σημείο που είχε σωριαστεί η Σεσίλια εκείνη την πρώτη μέρα και κοίταξε μέσα στο μαγαζί, που γινόταν πανζουρλισμός μπροστά στα ταμεία. Οι υπάλληλοι, μαζί και η Λιάν, έτρεχαν πέρα δώθε πανικόβλητοι και τα καθίσματα ήταν όλα γεμάτα. Τελικά μάλλον θα έπρεπε να πάρει τον καφέ του στο χέρι, αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα, το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να περιμένει λίγο να μειωθεί το πλήθος.

Ακούμπησε σε ένα φανοστάτη με τον ώμο του κι έβγαλε το κινητό του χωρίς συγκεκριμένο λόγο, έτσι απλά για να δίνει την εντύπωση ότι κάποιον περίμενε. Δεν πέρασαν παρά λίγα δευτερόλεπτα, όταν βαρέθηκε να κοιτάζει δίχως νόημα τα παλιά μηνύματα του κι άρχισε να χαζεύει γύρω του.

Δεν ήξερε αν άκουσε πρώτα τη φασαρία, ή είδε τις έντονες αντιδράσεις του κόσμου τριγύρω, μα η προσοχή του αποσπάστηκε από μία φιγούρα που έτρεχε προς την κατεύθυνση του, σκορπώντας τον πανικό στους περαστικούς καθώς την καταδίωκε μία κινούμενη κόκκινη ρουκέτα, η οποία τελικά την πέτυχε ρίχνοντας τη φαρδιά πλατιά στο πεζοδρόμιο, χωρίς όμως να τη γλυτώσει και η ίδια. Βρέθηκε κι αυτή ξαπλωμένη για ελάχιστες στιγμές μονάχα, γιατί την επόμενη στιγμή στεκόταν όρθια από πάνω του.

«Το πορτοφόλι», την άκουσε να του λέει επιτακτικά.

«Ποιο πορτοφόλι;», απάντησε ο άντρας από το έδαφος.

«Το πορτοφόλι που ψάρεψες μέσα από την τσάντα της κυρίας. Σε είδα, μην κάνεις τον ανήξερο».

«Δεν ξέρω τι μου λες!»

Ο Γκράχαμ χαμογέλασε χωρίς να μπορέσει να συγκρατηθεί και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος της σκηνής, που εκτυλισσόταν μπροστά από την καφετέρια. Έσπρωξε μερικούς περίεργους που όπως κι ο ίδιος, είχαν σταθεί και περίμεναν να δουν την κατάληξη του καυγά.

«Πρώτα το πορτοφόλι», επανέλαβε εκείνη κι όταν ο άντρας έκανε αυτό που του έλεγε με τρεμάμενο χέρι, συνέχισε. «Αν σε ξαναδώ την έβαψες».

Τώρα που ήταν πιο κοντά, την άκουγε ολοκάθαρα. Τελικά μάλλον δεν ήταν ο καφές αυτό που είχε ανάγκη και ίσως, του είχε απομείνει ακόμα λίγη τύχη. Μα πως μπόρεσε να μην την αναγνωρίσει από την αρχή; Μπορεί να μη φορούσε το σμαραγδί παλτό της, άλλωστε δεν έκανε ακόμη τόσο κρύο. Κι ίσως ήταν κάπως περίεργο μιας και ποτέ δεν της άρεσε να κρυώνει, προτιμούσε τη ζέστη, το ζεματιστό νερό και το καυτό τσάι.

Την ακολούθησε με τα μάτια, καθώς έσερνε μαζί της για δεύτερη φορά το κατεστραμμένο της ποδήλατο, για να επιστρέψει το πορτοφόλι στην ιδιοκτήτρια του, που τα τόσο γουρλωμένα από την έκπληξη μάτια της, την έκαναν να μοιάζει με καρτούν.

Τα όλο φλόγες μαλλιά της, σαν τον φοίνικα που είχε σχεδιάσει τόσους μήνες πριν, είχαν μακρύνει. Δεν το είχε προσέξει το βράδυ της έκθεσης, αφού τα είχε μαζεμένα, όμως της πήγαιναν κι έδειχναν τόσο έντονα, που έκαναν καθετί τριγύρω, να φαίνεται ασπρόμαυρο. Αφού μίλησε για λίγο στο θύμα του άτυχου κλέφτη, γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τη δική του.

Σήκωσε τα μάτια της πάνω του, όπως προχωρούσε και πάγωσε. Το χαμόγελο του όμως μάλλον την ενθάρρυνε, αφού τελικά τον πλησίασε κι άλλο.

«Γεια», του είπε δειλά.

«Γεια σου Σεσίλια». Πόσο του είχε λείψει, πόσο είχε επιθυμήσει να την κοιτάζει απλά, όπως τώρα.

«Είσαι ώρα εδώ»;

«Εννοείς αν παρακολούθησα το κυνηγητό που έκανες σε ένα “φουκαρά” πορτοφολά, ναι, είμαι κάποια ώρα εδώ», της απάντησε βλέποντας τα μάγουλα της να ροδίζουν. Θέλησε να την πειράξει αφού ήξερε πόσο ετοιμόλογη ήταν και πως παλιά του απαντούσε με το ίδιο πειρακτικό ύφος. Ήταν το παιχνίδι τους κάποτε, άραγε θυμόταν; «Ελπίζω το ότι παραβρέθηκα τυχαία στον τόπο του εγκλήματος, να μη θεωρηθεί ότι είμαι συνεργός του δράστη»;

«Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Και είναι πολύ ύποπτο το ότι είσαι πάλι κοντά με έναν τύπο που κλέβει πορτοφόλια», συνέχισε κι εκείνη προσποιούμενη τη σκεφτική. «Μήπως είσαι ο κλεπταποδόχος»;

Τελικά θυμόταν. «Στην πραγματικότητα είμαι αυτός που έχει οργανώσει τη συμμορία και έχει εκπαιδεύσει τους διάφορους επίδοξους κλέφτες».

«Αυτόν δεν πρέπει πάντως να τον πάρεις».

«Όχι κόπηκε. Όμως εσύ Σεσίλια, τι κάνεις; Έχεις βάλει σκοπό να προστατεύσεις το άστυ»;

Την είδε να πιέζει τα χείλη της και να ανασηκώνει τους ώμους της. «Αντέδρασα ενστικτωδώς, αυτό είναι όλο».

«Θα μπορούσες να τραυματιστείς», της είπε με πραγματικό ενδιαφέρον. «Αλήθεια, μήπως χτύπησες»;

Κατέβασε το πρόσωπο της και κοίταξε τα πόδια της, ύστερα τον κορμό της και στο τέλος τον ίδιο. «Δεν νομίζω. Μάλλον τη μεγαλύτερη ζημιά την έπαθε το ποδήλατο».

Ο Γκράχαμ το κοίταξε στα γρήγορα και έγνεψε. «Νομίζω πως αν το επισκευάσεις, δεν θα αντέξει τρίτο χτύπημα».

«Το ξέρω, κάποια πράγματα όταν χαλάσουν, δεν παίρνουν επισκευή».

Ο κόσμος που είχε μαζευτεί, όσο η Σεσίλια λειτουργούσε σαν τον σερίφη της περιοχής, είχε πια διαλυθεί. Τώρα άνθρωποι τους προσπερνούσαν χωρίς να τους δίνουν σημασία. Σαν να μην είχε γίνει τίποτα, σαν να ήταν δύο νέοι που μιλούσαν έξω από μία καφετέρια. Ο Γκράχαμ, την κοίταξε και προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει τα τελευταία της λόγια. «Να πάρει, πότε θα μιλήσουμε ανοιχτά;»  σκέφτηκε.

«Σε ευχαριστώ που ήρθες στην έκθεση», του είπε με μια ανάσα αιφνιδιάζοντας τον. Ήταν σαν να βιαζόταν να το βγάλει από μέσα της. «Χάρηκα που σε είδα εκεί. Δεν πρόλαβα να στο πω».

«Εγώ πάντως, σου είπα πως δεν θα το έχανα για τίποτα στον κόσμο. Και το εννοούσα».

«Ναι το ξέρω αυτό. Πάντα εννοείς αυτά που λες».

«Ειδικά όταν μιλάω μαζί σου», η καρδιά του κόντευε να βγει από το στήθος του έτσι που χτυπούσε και δεν άντεχε άλλο την αναμονή. Την είχε μπροστά του επιτέλους μετά από τόσο καιρό, έξω από ένα πολυσύχναστο καφέ, μα ποιος λογάριαζε ποιος τους κοιτούσε, ή όχι. Αν ήταν σίγουρος ότι αισθανόταν κι εκείνη ότι κι αυτός, θα την φίλαγε μπροστά σε όλους τους, χωρίς να νοιάζεται για κανέναν.

«Εγώ πάλι, δεν εννοώ πάντα αυτό που λέω», του είπε αινιγματικά.

«Τι θέλεις να πεις»; τη ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια του.

«Ας πούμε, για παράδειγμα το βράδυ της έκθεσης…, με ρώτησες γιατί ήρθα στην εστία».

Ο Γκράχαμ κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος στην ανάμνηση της απάντησης της. «Είχες αφήσει κάποια πράγματα».

«Να βλέπεις… Δεν το εννοούσα αυτό. Δεν ήρθα ως εκεί για μικροαντικείμενα και βλακείες, που ούτε καν θυμάμαι τι ήταν».

«Τότε, γιατί»; ρώτησε ανυπόμονα και με τις ελπίδες του αναπτερωμένες.

«Νομίζω… δεν ξέρω, δηλαδή μου είναι δύσκολο να το πω…»

Μέσα του ούρλιαζε περιμένοντας την απάντηση της όμως συγκρατήθηκε. Δεν ήθελε να την τρομάξει δοκιμάζοντας να την πιέσει. Ήταν ικανή να ανέβει στο σαραβαλιασμένο ποδήλατο με τη χαλασμένη ρόδα και να φύγει προς άγνωστη κατεύθυνση. Συνέχισε όμως να την παρακολουθεί. Την είδε να κοιτάζει αλλού, να σβήνει με το πόδι της ένα φανταστικό αποτσίγαρο, να τον ξανακοιτάει που την περιμένει. Στο τέλος πήρε μια κοφτή ανάσα και μίλησε.

«Να νομίζω, δηλαδή… δε νομίζω μόνο, το εννοώ… να στην Ισπανία, κατάλαβα ότι σ’ αγαπώ».

Καμπάνες; Άκουγε καμπάνες; Μήπως το Big Ben χτυπούσε ακριβώς; Όχι, ήταν πυροτεχνήματα. Ούτε, ήταν τυμπανοκρουσίες και η φιλαρμονική. Ούτε, ήταν μονάχα το τραγούδι της καρδιάς του.

«Viva Hispania», μουρμούρισε.

«Τι πράγμα;», τον ρώτησε απορημένη και με λίγη αγωνία, κλίνοντας το κεφάλι της, σημάδι ότι δεν άκουσε λέξη.

«Κι εγώ σ’ αγαπώ», της απάντησε πιο δυνατά ώστε να τον ακούσει και χωρίς να περιμένει άλλο, έπιασε το τιμόνι του ποδηλάτου της και το ελευθέρωσε από το κράτημα της, αφήνοντας το να πέσει κάτω, με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Άπλωσε το χέρι του στο πρόσωπο της, τραβώντας την και πλησιάζοντας την ταυτόχρονα και τη φίλησε όπως ήθελε να κάνει εδώ και αιώνες, όπως του φάνηκε το διάστημα από την τελευταία φορά που την είχε φιλήσει.

Πόσο να κράτησε εκείνο το φιλί; Πόση ώρα αντέχει ο άνθρωπος χωρίς ανάσα. Με κόπο άφησε τα χείλη της και την κοίταξε. Έδειχνε ζαλισμένη, μα τα καστανά της μάτια τον κοιτούσαν σταθερά.

«Όσο δεν φαντάζεσαι…», συμπλήρωσε και την ξαναφίλησε.

Αυτή τη φορά τον άφησε εκείνη πρώτη, μα δεν έφυγε από το αγκάλιασμα του.

«Λυπάμαι», του είπε θλιμμένα. «Για όλα. Τελικά μάλλον τα μπερδέψαμε λίγο τα πράγματα ε»;

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Νομίζω πως η σωστή λέξη που περιγράφει την κατάσταση μας είναι χάος».

Του γέλασε αξιολάτρευτα κι άγγιξε την ανάστροφη του χεριού του, που χάιδευε ακόμα το μάγουλο της. «Και τώρα τι κάνουμε»;

«Μμμμ…», έκανε σκεφτικά εκείνος. «Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια μεγάααλη κουβέντα για όλα τα περασμένα και να δώσουμε αληθινές εξηγήσεις ο ένας στον άλλο και να αναλύσουμε τα μύρια όσα πήγαν στραβά με εμάς», ξεκίνησε να της λέει, βλέποντας παράλληλα τα μάτια της να στενεύουν και νιώθοντας το κεφάλι της να κουνιέται αρνητικά, μα δεν πρόλαβε να του πει κάτι, γιατί εκείνος συνέχισε, «Ή μπορούμε να το πάμε πάλι από την αρχή. Σαν να γνωριστήκαμε μόλις, σαν να ξεκινάμε τώρα».

Η απάντηση της δεν ήρθε αμέσως. Άκουγε τη ρυθμική ανάσα της, τόσο κοντά βρίσκονταν τα πρόσωπα τους, έβλεπε τις σκέψεις να περνούν από το βλέμμα της μέχρι που του χαμογέλασε. «Προτιμώ το δεύτερο».

Χαμογέλασε και φίλησε την άκρη της μύτης της. «Τέλεια! Μήπως να ξανασυστηθούμε ή υπερβολή»; αστειεύτηκε.

«Ε, καλύτερα να μην το πάμε από τόσο αρχή. Άλλωστε, μου αρέσει να λέω την ιστορία για το πώς γνωριστήκαμε».

«Στην πραγματικότητα λατρεύεις το σημείο που μου χτύπησες λάθος τατουάζ. Παραδέξου το»!

«Όχι, το αγαπημένο μου σημείο είναι όταν μου επέστρεψες το μπλοκ μου, σε εκείνο το μικρό στενό κοντά στο στούντιο. Τόσο θυμωμένος κι όμως τόσο…»

«Φλώρος»; δοκίμασε.

«Γλυκός», τον διόρθωσε.

«Ουάου, αν σου φάνηκα γλυκός εκείνη τη μέρα, τότε πραγματικά είσαι ερωτευμένη».

Κούνησε το κεφάλι κι άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη του. Το πιο γλυκό φιλί που είχε γευτεί ποτέ του.

«Ξέρεις κάτι, είσαι από τις λίγες γυναίκες που δυσκολεύονται να πουν αυτή τη λέξη… Σ’ αγαπώ», της είπε κοιτώντας τη στα μάτια.

«Στο είπα, είναι ίσως επειδή την εννοώ…»

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι αναστέναξε, ξέροντας πως αν την φίλαγε ξανά, όπως ήθελε να κάνει, ίσως να μην σταματούσε ποτέ πια. «Και τι θα κάνω εγώ, με αυτό το κορίτσι που λέει πως με αγαπά»;

Η Σεσίλια χαμογέλασε και πρότεινε. «Μήπως να το πας μια βόλτα; Μακριά από γέφυρες όμως»!

Γέλασε κι εκείνος καθώς θυμόταν εκείνη τους την περιπλάνηση και σήκωσε τα μάτια του, κοιτώντας πάνω από το κεφάλι της, στο εσωτερικό του καφέ απέναντι του. Ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει και υπήρχαν μερικές κενές θέσεις στους πάγκους της τζαμαρίας. Κατέβασε ξανά τα μάτια του στα δικά της.

«Έχεις δίκιο, τι θα έλεγες για ένα καφέ; Ξέρω ένα τέλειο μέρος».

«Ανυπομονώ», του απάντησε και εκείνος της έπιασε τρυφερά το χέρι μπλέκοντας τα δάχτυλα του στα δικά της. Η Σεσίλια γύρισε να κοιτάξει το ποδήλατο της και στράφηκε ξανά προς το μέρος του, ανασηκώνοντας τους ώμους της, στην χαρακτηριστική κίνηση του «Τι να γίνει»;

Ο Γκράχαμ της χαμογέλασε. Το άφησαν πεσμένο στο σημείο που βρισκόταν, άλλωστε στην κατάσταση που ήταν, ποιος θα σκεφτόταν να το πάρει;

Προχώρησαν προς το μαγαζί και φτάνοντας στην είσοδο, ο Γκράχαμ άνοιξε την γυάλινη πόρτα και την κράτησε ανοιχτή για τη Σεσίλια. «Κυρία μου, μετά από εσάς», της είπε με σοβαρή φωνή, ενώ τα μάτια του γελούσαν. Εκείνη, κάνοντας του μια μικρή, χαριτωμένη υπόκλιση, μπήκε πρώτη στο μαγαζί, χωρίς να της ξεφύγει στιγμή το χέρι του. Κι εκείνος, ακολουθώντας την στο εσωτερικό, την άφησε να τον παρασύρει.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης: