ΜΑ ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ???

 

της Σίας Στεφανοπούλου

 

Κεφάλαιο Πρώτο

Καλοκαιράκι, είχα καθίσει σε ένα καφέ, είχα παραγγείλει μια παγωμένη γρανίτα λεμόνι και εκτός από το γκαρσόνι με τη δροσιστική παραγγελία περίμενα και τη φίλη μου τη Νέλη, η οποία είχε καθυστερήσει για άλλη μια φορά στην πρόβα της. Φορούσα ένα γαλάζιο φόρεμα, μαντήλι στα μαλλιά και καπέλο για να δίνω την εντύπωση της τουρίστριας, ξέρω τι σκέφτεστε, ότι δεν είναι ό,τι καλύτερο να δίνω την εντύπωση του ξένου, αφού ο κάθε ελληναράς επιχειρηματίας θα σκεφτεί κάθε τρόπο ώστε να εκμεταλλευτεί την ‘‘άγνοια’’ μου για να κερδίσει παραπάνω τάλαρα από τη χαζή τουρίστρια που ήρθε στον τόπο του να γευτεί τον ήλιο και τον πολιτισμό του, δηλαδή των αρχαίων κι όχι τόσο των νέων που στο πιο απλό πράγμα δείχνουν το πόσο απολίτιστοι είναι. Όπως για παράδειγμα, με το να πετάν τα σκουπίδια τους στον δρόμο, όταν δίπλα τους, ένα βήμα μόλις μακριά τους, βρίσκεται ο κάδος. Όμως όχι, πως θα αποδείξουν ότι είναι έλληνες και αντιδραστικοί, τελικά η αντίδραση του έλληνα ξεκινάει και σταματάει στο ότι δε θα καταδεχτεί να πετάξει ποτέ του τα σκουπίδια σε κάδο. Άλλωστε τι τους έχουμε τους οδοκαθαριστές, θα σκεφτεί κάποιος, κι εφόσον είναι δημόσιοι υπάλληλοι και ένας ολόκληρος λαός είναι θυμωμένος με τους δημοσίους υπαλλήλους, αφού ο ίδιος δεν κατάφερε να κερδίσει μια θέση στο «αραλίκι» για κάποιους, συνεχίζουμε να τιμωρούμε τους δρόμους γεμίζοντας τους με σκουπίδια.

Όμως ας επιστρέψω στο θέμα μου, είχα φορέσει το γαλάζιο φόρεμα, και ασορτί κοσμήματα, γιατί ταίριαζαν με το χρώμα των ματιών μου. Από παιδί ακόμα η μητέρα μου με έντυνε σε όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου, κι έτσι με τα χρόνια πέρασε στο ασυνείδητο μου και παρά την προσπάθεια που έκανα μια εποχή με το να φοράω κόκκινα, τελικά επέστρεψα στο γαλάζιο και άφησα τα κόκκινα για τη Νέλη. Γιατί, αναρωτιέστε; Μα γιατί η μαμά ξέρει καλύτερα! Είδα από μακριά τη Νέλη να έρχεται προς το μέρος μου, φορούσε τζιν παντελόνι που κόλλαγε πάνω της και με έκανε αυτόματα να ιδρώσω, νιώθοντας τη ζέστη που θα ταλαιπωρούσε το κορμί της, από πάνω φορούσε ένα κόκκινο φανελάκι, και στα χέρια όπως πάντα κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο ψάχνοντας κάτι. Πάντα κάτι ψάχνει αυτό το κορίτσι, αλλά αν το βρει, εμένα να με … !

-Άστο αυτό τώρα; Της είπα μόλις κάθισε.

-Ναι. Μουρμούρισε αφηρημένα και συνέχισε να ψάχνει.

-Πήρα μια συσκευασμένη πρέζα ζάχαρη από αυτές που βρίσκονταν επάνω στο τραπέζι μας για όλους αυτούς που προσπαθούν να γλυκάνουν τη ζωή τους με σκευάσματα και της την πέταξα για να της τραβήξω την προσοχή από το βιβλίο.

-Μισό λεπτό! Παραπονέθηκε εκείνη, όμως όχι, με είχε στήσει για πάνω από μισή ώρα, έσκυψα και της έκλεισα το βιβλίο, παίρνοντας το προς την πλευρά μου.

-Κανένα μισό λεπτό, είπα και την κοίταξα προειδοποιητικά.

-Εντάξει, καλά… συμφώνησε εκείνη. Αφού ήρθε το γκαρσόνι και έδωσε την παραγγελία της, ξεκινήσαμε να λέμε τα νέα μας –που εδώ που τα λέμε ήταν τα συνηθισμένα. Εγώ στάθηκα στα οικογενειακά μου ενώ εκείνη στα επαγγελματικά – καλλιτεχνικά της. Μιλήσαμε και για την γκρίνια των δικών μας, κυρίως των μανάδων μας, είχαμε την τύχη οι πατεράδες μας να είναι κάπως πιο διακριτικοί, κάπως, όχι εντελώς. Η δικιά μου γκρίνιαζε γιατί δε συμφωνούσε με τη διαπαιδαγώγηση στο θέμα της κόρης μου, η δικιά της επειδή δεν είχε παντρευτεί ακόμα και εκείνη ήθελε διακαώς εγγόνια «Καν τα τώρα που είμαι νέα και θα μπορώ να στα φυλάω»! παρακαλούσε η μητέρα της φίλης μου. «Και να σε κάνω γιαγιά στο άνθος της ηλικίας σου;» σχολίαζε η Νέλη και ύστερα από λίγο ξεκινούσε ο καυγάς.

-Πάντα για το ίδιο θέμα! Σχολίασε η Νέλη.

-Δεν της κάνεις ένα να της το δώσει να το μεγαλώσει.

-Έχω αρχίσει να το σκέφτομαι, αλλά μετά κάτι θα βρει να με ζαλίζει. Άλλωστε δεν είναι εύκολο το θέμα πατέρας, πρέπει να είναι κάποιος κατάλληλος και το έχω πάρει απόφαση ότι για μένα δεν υπάρχει αυτό το είδος.

-Είναι που έχεις βάλει ψηλά τον πήχη!

-Όταν τον ρίξω θα αρχίσω να συμβιβάζομαι και δε μου αρέσει καθόλου η ιδέα, μάλιστα με αγχώνει.

-Βέβαια, εδώ που τα λέμε ο πρώην σου δεν ήταν και τίποτα ιδιαίτερο.

-Καθόλου, όμως είχε αυτό το γαμημένο το κάτι, το οποίο δεν μπορώ να βρω αλλού!

-Ακόμα! Μήπως όμως κι εσύ κυκλοφορείς σαν τυφλή ρε παιδάκι μου, σε έβλεπα που ερχόσουν και σε λυπόταν η ψυχή μου, με το κεφάλι χωμένο σε ένα βιβλίο, πως θα το βρεις αυτό το κάτι αν είσαι τόσο προσκολλημένη στα βιβλία σου;

-Μα αυτό το κάτι δεν έχει σχέση με την εμφάνιση, αλλά με τον τρόπο που θα σε προσεγγίσει. Και οι περισσότεροι… είπε και συνέχισε τη φράση της με ένα κούνημα του χεριού.

Δυο λεπτά την άφησα για να πάω τουαλέτα και την βρήκα να ξεφυλλίζει πάλι τι βιβλίο.

-Μα τι ψάχνεις τέλος πάντων; Τη ρώτησα για να πνίξω την παρόρμηση να της πάρω το βιβλίο και να αρχίσω να τη βαράω.      

-Τίποτα.

-Τι τίποτα;

-Να μωρέ, ψάχνω να βρω τι πιστεύουν οι άλλοι χαρακτήρες του έργου για τον χαρακτήρα που θα ενσαρκώσω στην παράσταση.

-Περιμένεις να σου πουν οι άλλοι χαρακτήρες για το δικό σου;

-Φυσικά. Από το τι πιστεύουν οι άλλοι, μαζί με το πώς δρα στο έργο ο χαρακτήρας που θα υποδυθώ, θα έχω μια σφαιρική άποψη για το ποιος είναι, θα τον γνωρίσω καλύτερα και γνωρίζοντας τον καλύτερα, θα τον αποδώσω πιο ολοκληρωμένα.

Μου έκανε εντύπωση αυτό που είπε η Νέλη, όμως κλείνοντας εκείνη το βιβλίο και αλλάζοντας θέμα το άφησα να ξεχαστεί, αν και για να εκφραστώ σωστότερα το αποθήκευσα σε κάποιο φάκελο του σκληρού δίσκου του μυαλού μου για να το επαναφέρω αργότερα.  

«Από το τι πιστεύουν οι άλλοι χαρακτήρες του έργου μπορώ να καταλάβω το δικό μου!» Αυτό άραγε συνέβαινε αποκλειστικά και μόνο στο θέατρο ή και στην πραγματική ζωή. Σιγά μην έχω ανάγκη να μου πουν οι άλλοι τι γνώμη έχουν για μένα για να μάθω ποια είμαι, σκέφτηκα ενοχλημένη. «Γιατί ενοχλείσαι; Μήπως πιστεύεις ότι δεν έχουν και την καλύτερη γνώμη για σένα;» είπε μια εσωτερική φωνή μέσα στο μυαλό μου, που είχε πάντα σκοπό να με εκνευρίζει. «Σκασίλα μου τι πιστεύουν οι άλλοι, σημαία έχει ποια πραγματικά είμαι και αυτό το ξέρω μόνο εγώ!» απάντησα συγχυσμένη, σε ένα εσωτερικό διάλογο που κάποιοι από εσάς θα με έστελναν με τη μία να επισκεφτώ ψυχίατρο. «Ποια είσαι;» συνέχισε η φωνή. Δεν θα την ανεχόμουν άλλο, σηκώθηκα και πήρα ένα μπλοκ και άρχισα να σημειώνω τα προτερήματα μου, μειονεκτήματα δεν βρήκα, κι αν κάποια ήταν, εγώ τα έβαλα κι εκείνα στα προτερήματα. Για αρχή ήμουνα έξυπνη, δυναμική, εργατική, ευαίσθητη (τουλάχιστον τις μισές φορές) και καλή (όταν τουλάχιστον δεν προσβαλλόταν η νοημοσύνη μου) τι σημαίνει αυτό; Όταν κάποιος προσπαθεί να σας ρίξει στο φιλότιμο, προς όφελος του, αλλά μαζί σας δεν πιάνει γιατί στην ουσία δεν ποντάρει στο φιλότιμο αλλά στην ανθρώπινη βλακεία και τη δήθεν ευαισθησία. Ήμουν κοινωνική (με όσους ήθελα) ειλικρινής (αυτό η μάνα μου θα το έβαζε στα μειονεκτήματα, γιατί όπως υποστηρίζει το παρακάνω με την υπερεκτιμημένη ειλικρίνεια). Δεν προσπαθώ να τη φέρω στον άλλο. Αγαπάω το παιδί μου και το σύζυγο μου, και θυσιάζομαι για το πρώτο, για τον δεύτερο ας θυσιαστεί η μάνα του, ζει η πεθερούλα μου, να τη φιλάει ο Θεός. Ειρωνική, (κάπου κάπου, όταν με έφερναν στα όρια μου). Στηρίζω τους φίλους μου, όταν με χρειάζονται.

Και κάπου εκεί διέκοψα τη λίστα γιατί άκουσα τον άντρα μου που με αναζητούσε στο κρεβάτι, μέσα στον ύπνο του, έκλεισα το μπλοκ, το φύλαξα στο συρτάρι του κομοδίνου και έσβησα το πορτατίφ. Ξάπλωσα ικανοποιημένη συμφωνώντας απόλυτα με τη λίστα. «Όμως αυτή τη λίστα την έγραψες εσύ, δε σημαίνει ότι είσαι εσύ» άκουσα την ενοχλητική φωνή μέσα στο μυαλό μου, και έχωσα το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι.

-Να θυμηθώ να συμπληρώσω και Ψυχοπαθής… μουρμούρισα πριν με πάρει ο ύπνος, ενώ ένιωθα τα χέρια του άντρα μου να με παίρνουν αγκαλιά και να με τραβούν πιο κοντά στο κορμί του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Ο ήλιος έμπαινε από την ανοιχτή κουρτίνα, ενώ το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό. Σηκώθηκα από το κρεβάτι ενώ άκουσα το σύζυγο μου να με ρωτάει αν θα του φτιάξω καφέ. «Μμμ» συμφώνησα με ένα μουγκρητό, μην έχοντας διάθεση να μιλήσω. Κρατούσα το ποτήρι του κάτω από την φραπεδιέρα, όταν τον άκουσα να μπαίνει πρώτος στο μπάνιο. «Τον μισώ όταν το κάνει αυτό!»

Καθόταν απέναντι μου και διάβαζε την εφημερίδα του, εγώ άπλωνα μέλι σε μια φρυγανιά. Οι χτεσινοβραδινές μου ανησυχίες επέστρεψαν, του έριξα μια ματιά και άρχισα να αναρωτιέμαι τι γνώμη να είχε το στεφάνι μου για εμένα. Δεν μπορεί, καλή θα ήταν, με είχε διαλέξει ανάμεσα σε κάποια δισεκατομμύρια γυναίκες που υπήρχαν στον κόσμο και το καλύτερο δε με είχε χωρίσει ακόμα. Ε! δεν μπορεί, κάτι θα μου έβρισκε, εκτός από το να θέλει να κρατήσει ενωμένη την οικογένεια για να μεγαλώσει η κόρη μας και με τους δυο γονείς της. Πήγα να δαγκώσω μια μπουκιά από τη φρυγανιά όταν σκέφτηκα να του την προσφέρω. Έτσι για να τον δωροδοκήσω, το παραδέχομαι, άλλωστε το ανέφερα νωρίτερα, είμαι ειλικρινής, ακόμα κι όταν πονάει.

-Θες μια φρυγανιά με μέλι;

-Μμμ, τι; είπε και κατέβασε την αθλητική του εφημερίδα για να με κοιτάξει. Όλοι οι άντρες το πρωί διαβάζουν τις μετοχές ή τις πολιτικές εξελίξεις, ο δικός μου διαβάζει αθλητικά. Υπάρχουν και χειρότερα πάντα, τα κουτσομπολιά για παράδειγμα, ένα είδος άντρα που δε θα καταδεχόμουνα, τον κουτσομπόλη.  

-Ρώτησα αν θες τη φρυγανιά με το μέλι;

-Έχει και βούτυρο;

-Όχι, αλλά μπορώ να προσθέσω αν θέλεις! Δίπλωσε την εφημερίδα, την ακούμπησε στο σκαμπό δίπλα του και με κοίταξε.

-Όλα καλά μωρό μου;

-Φυσικά! Γιατί ρωτάς; Είπα ενώ ήδη πασάλειβα τη φρυγανιά με το μέλι, και με βούτυρο.

-Πολλές περιποιήσεις!

-Υπονοείς ότι δε σε περιποιούμαι συχνά; Τον ρώτησα με γυναικείο σκέρτσο.

-Πως; Απλά όχι…

-Όχι…;

-Έχεις να μου αλείψεις φέτα με μέλι και βούτυρο από τον πρώτο καιρό των ερώτων μας. Να υποθέσω ότι θέλεις κάτι;

-Να μην υποθέσεις τίποτα! Απάντησα και ανάγκασα τα χείλη μου να σχηματίσουν ένα χαμόγελο… ήθελα να ακούσω καλά πράγματα και αν δεν μου τα έλεγε ο άνθρωπος που πλάγιαζα κάθε βράδυ πλάι του, δε θα μου τα έλεγε κανείς!

-Μήπως έχεις κάνει κάτι, τότε;

-Σαν τι;

-Αγόρασες ένα πολύ ακριβό φόρεμα, για παράδειγμα από την κοινή μας πιστωτική κάρτα;

-Όχι, φόρεμα.

-Αλλά; Με ρώτησε και τον είδα να σμίγει τα φρύδια του.

-Σετ σέξι εσώρουχα! Τα φρύδια με μιας ξέσμιξαν, και τον είδα να κουνάει το κεφάλι του με έγκριση και με ένα ελαφρύ σούφρωμα στα χείλη.

-Τι χρώμα;

-Μα κόκκινα φυσικά, ταύρε μου! είπα για να κερδίσω λίγη ακόμα εύνοια.

-Το παιδί που είναι;

-Το παιδί κοιμάται, γιατί είναι καλοκαίρι και ξέχνα το δε θα τα δεις τώρα, έχουμε και οι δύο δουλειά. Δε θέλω να τα χαραμίσω.

-Το βράδυ τότε!

Χαμογέλασα όμως δεν το συνέχισα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχα ήδη κόκκινα εσώρουχα τα οποία μπορεί να μη θυμόταν εκείνος, (πολύ πιθανό, έτσι όπως βιάζεται να με ξεγυμνώσει κάθε φορά) και ύστερα ένιωσα τη γυναικεία μου αυταρέσκεια να ικανοποιείται που έβαζε στην άκρη την αθλητική εφημερίδα για να με φαντασιωθεί, πρωί στην κουζίνα, με μια στοίβα άπλυτα πιάτα, στο νεροχύτη, ως φόντο στο ρομαντικό ντεκόρ της φαντασίωσης του. «Προχώρα», προέτρεψα τον εαυτό μου, «Μα γιατί να χαλάσω αυτή την όμορφη ατμόσφαιρα», «Φοβάσαι!» ξεπήδησε η αντιπαθητική φωνή από το μυαλού μου.   

-Να σε ρωτήσω κάτι αγάπη μου;

-Μα φυσικά μωρό μου.

-Τι γνώμη έχεις για μένα;

-Πάνω σε ποιο θέμα;

-Γενικά, τι πιστεύεις για μένα!

-Τι να σου πω, δεν ξέρω!

-Δεν ξέρεις τι γνώμη έχεις για μένα;

-Όχι, δεν ξέρω τι να σου πω…

-Την αλήθεια φυσικά! Ακούμπησε το πηγούνι πάνω στο χέρι του, και έξυσε το κεφάλι του σκεφτικός.

-Πρέπει να μου το ορίσεις! Τι γνώμη έχω για σένα ως μητέρα, ως σύζυγο, ως ερωμένη;

-Ας ξεκινήσουμε από εκεί αν σου είναι πιο εύκολο.

-Θεωρώ ότι είσαι εξαιρετική μητέρα, αν και όσο μεγαλώνει η κόρη μας έχεις αρχίσει να θυμίζεις τη μάνα σου.

«Έλα τώρα»! σκέφτηκα μα πρόλαβα και δαγκώθηκα για να μην τον διακόψω.

-Σαν ερωμένη είσαι το κάτι άλλο.

-Και σαν σύζυγος;

-Μια χαρά. Είπε και σήκωσε πάλι την εφημερίδα.

Η κίνηση του και μόνο μου άναψε λαμπάκια, εσώρουχα δε θα έβλεπε σε κόκκινη απόχρωση, αλλά λαμπάκια να αναβοσβήνουν. Του κατέβασα με μια κίνηση την εφημερίδα προς τα κάτω.

-Κάτι άφησες στη μέση. Λέγε.

-Καλή είσαι!

-Σκέτο;

-Συνήθως είσαι πολύ καλή.

-Παύλο;

-Εντάξει. Είσαι εξαιρετική… όταν δεν γκρινιάζεις!

-Γκρινιάζω εγώ;

-Όσο να ναι…

-Γκρινιάζω εγώ;

-Κάποιες φορές.

-Πότε γκρίνιαξα;

-Τελευταία φορά; Γιατί όλες δε τις θυμάμαι. Αλλά μια χαρά τις θυμόταν γιατί μου απαρίθμησε αρκετές φορές που μια απλή κουβέντα μου εκείνος την είχε θεωρήσει γκρίνια, ενώ απλά ήταν παρατήρηση. Με το ύφος που το κάνεις δε μένει στην παρατήρηση, άσε που φοβάμαι ότι θα με βάλεις τιμωρία στη γωνία στη στάση του πελαργού.

-Υπερβολές. Απλά εσείς οι άντρες έχετε το κακό συνήθειο μια απλή κουβέντα μας, η οποία 99,9% είναι και σωστή, να την ονομάζεται γκρίνια.

-Παίζει. Ξέρεις, όταν εσείς γκρινιάζετε εμείς βάζουμε τον αυτόματο!

-Γιατί είστε γαϊδούρια!

-Πάλι το κάνεις!

-Και εσύ το μεγαλύτερο.

-Με χαροποιεί που με βγάζεις αληθινό.

-Και στην τελική κάθε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της, γκρινιάζει.

-Στα λόγια μου έρχεσαι. Επίσης, πολλές φορές δεν ακούς, λες τα δικά σου και δεν ακούς τι σου λέει ο άλλος!

-Τι εννοείς πάλι με αυτό;

-Ότι δε βάζεις φρένο, απλά στους καυγάδες θες να πεις τα δικά σου. Και τώρα πρέπει να φύγω γιατί άργησα. Είπε και βγήκε από την κουζίνα.

-Και εσύ το βάζεις στα πόδια… και που είσαι μωρό μου; Τον είδα να εμφανίζεται στην πόρτα της κουζίνας. Ξέχνα τα κόκκινα εσώρουχα για το βράδυ.

-Είσαι και εκδικητική.

-Μόλις μου είπες κάτι καινούργιο. Τον ειρωνεύτηκα και άρχισα να αλείφω μια φρυγανιά με μέλι, για την πάρτη μου.

Μου έστειλε ένα φιλί από εκεί που στεκόταν και έφυγε. Εγώ επέστρεψα στο δωμάτιο να ντυθώ και να φύγω για τη δική μου δουλειά. Όταν θυμήθηκα το μπλοκ. Το πήρα και έγραψα το όνομα του Παύλου στην αρχή της σελίδας. Εξαιρετική μάνα, -αν και θυμίζω τη μητέρα μου- / το κάτι άλλο σαν ερωμένη / μια χαρά σαν σύζυγος , (η σιωπή του πρέπει να υποδηλώνει και δυο τρομάρες)  και αυτό σε λόγια μεταφράστηκε 1. Σε γκρινιάρα, 2.  Δεν ακούω τι μου λέει, 3. Πράγματα τα οποία δεν είπε για να μην ξεκινήσει η σφαγή του Δράμαλη.

Άραγε έπρεπε να τον πιέσω να πει κι άλλα ή ήταν αρκετά αυτά που μου είχε πει. Το κινητό μου με ενημέρωσε ότι είχα μήνυμα, ήταν από τον Παύλο, το άνοιξα και το διάβασα, «Όμως ότι και να είσαι, δε σε αλλάζω με καμία άλλη. Σε αγαπώ!» Σίγουρα τα κόκκινα εσώρουχα είχε στο μυαλό του, σκέφτηκα και χαμογέλασα πάρα ταύτα ικανοποιημένη από τα λόγια του συζύγου μου. Η απόφαση είχε παρθεί, ούτως ή άλλως αν επέμενα στο τέλος θα μαλώναμε, κι ακόμα κι αν είχα όλο το δίκιο με το μέρος μου, εγώ θα φαινόμουν η φταίχτρα. Οπότε καιρός να αναζητήσω την γνώμη κάποιου άλλου.

Πάντως για τα εσώρουχα δεν το διαπραγματευόμουνα. Δεν είχε ερωτικά κόλπα το βράδυ, δε θα τον επιβράβευα κιόλας για το γκρινιάρα που με χρέωσε.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

 

Το ίδιο βράδυ όπως ήταν αναμενόμενο ο Παύλος περίμενε να με δει με τα κόκκινα εσώρουχα, όμως η μέρα μου είχε ξεκινήσει άσχημα και συνεχίστηκε ακόμα χειρότερα στη δουλειά. Του είπα ότι δεν είχα αντοχές για ερωτικά παιχνίδια και θα το αφήναμε για κάποιο άλλο βράδυ.

-Φρόντισε μόνο να μην έχεις πονοκέφαλο είσαι αδιάθετη. «Αυτά είναι», σκέφτηκα! Πόσες φορές είχα αρνηθεί τα συζυγικά μου καθήκοντα; Ελάχιστες, κι όμως τώρα μου το χτύπαγε επειδή είχα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου το πρωί με την κουβέντα μας. Έσβησε το φως και μου γύρισε την πλάτη, ενώ τον άκουσα μέσα στο σκοτάδι να μουρμουρίζει. Ελπίζω να πρόσθεσες στη λίστα ότι είσαι και εκδικητική.

-Μου το είπες και το πρωί, οπότε ναι, θα το πρόσθεσα λογικά. Αγκαλιά δεν έχει;

-Όχι, είπε το πεισματάρικο μωρό μου, όμως λίγο αργότερα ένιωσα τα χέρια του να κυκλώνουν το κορμί μου. Και ευτυχώς γιατί με άλλο τρόπο δεν μπορώ να κοιμηθώ. Όχι ότι μένουμε όλη τη νύχτα αγκαλιασμένοι αλλά είναι ωραίο να έχεις την αίσθηση του ανθρώπου που αγαπάς!

Το επόμενο πρωί αποφάσισα ότι έπρεπε να πάρω εκείνο το σετ κόκκινων εσωρούχων που του είχα υποσχεθεί. Πήρα τηλέφωνο την παιδική μου φίλη ώστε να κανονίσουμε να πάμε μια βόλτα στα μαγαζιά και να τα πούμε ύστερα με καφεδάκι. Καταλήξαμε στο μαγαζί εσωρούχων και αναρωτήθηκα αν έπαιρνα αντί για ένα  δύο σετ, (γιατί ως γνωστόν ένα ίσον κανένα) περισσότερα σέξι εσώρουχα, ο Παύλος θα το εκτιμούσε ή θα του κοβόταν η οποιαδήποτε όρεξη όταν έβλεπε το χρέος στην κάρτα μας;

Τελικά κατέληξα σε ένα ολόσωμο, σε χρώμα βυσσινί και σε ένα σετ εσώρουχα, με κόκκινο στρίφωμα αλλά στην ουσία μαύρη διαφάνεια. Ω! σίγουρα θα του άρεσαν και αν δεν άρεσαν σε εκείνον, θα άρεσαν σε κάποιον άλλον. Η φιλενάδα μου ενώ είχε πει ότι δεν ήθελε να αγοράσει εσώρουχα, τελικά πήρε πέντε σετ. Τα δύο μάλιστα ακριβώς ίδια με τα δικά μου, δε με πείραζε, φτάνει να μην τα δει ο ίδιος άνθρωπος, γιατί αν το μάθαινα θα ήταν και το τελευταίο που θα έβλεπε. Και όχι δε μου είχε δώσει δικαιώματα ο αγαπημένος μου, όμως μου είχε δώσει δικαιώματα η φίλη μου, όταν απροκάλυπτα όταν ήμασταν δεκαέξι χρονών φλέρταρε με το αγόρι που ξενυχτούσα για χάρη του, και μάλιστα μπροστά στα μάτια μου. Παλιές ιστορίες θα σκέφτεστε και εγώ αυτό σκέφτηκα, τότε! 

Και τι συνοδεύει πάντα τα ψώνια δυο φιλενάδων, μα φυσικά καφές και κουτσομπολιό. Καθίσαμε, φορτώσαμε τις τσάντες με τα ψώνια στις καρέκλες απέναντι μας, -φυσικά και δεν είχαμε αρκεστεί απλά και μόνο στα εσώρουχα- και παραγγείλαμε το καφεδάκι μας. Στην αρχή η κουβέντα μας ήταν αναίμακτη, αφού αρκεστήκαμε να κουτσομπολεύουμε απλά κοινούς μας γνωστούς, γιατί με αυτά που έλεγαν τα στόματα μας, κανείς δε θα υποψιαζόταν ότι ήταν ποτέ δυνατόν να αναφερόμαστε σε φίλους.

-Με την τελευταία της εγκυμοσύνη δεν μπορείς να φανταστείς πως έγινε. Σαν μπουλντόζα. Άσε που της προστέθηκαν χρόνια! Δέκα χρόνια μεγαλύτερη μας φαίνεται, τουλάχιστον. Καλά δεν τον βλέπω για πολύ τον Κυριάκο. Τέτοιος άντρας σύντομα θα της τα φορέσει.

-Δεν είναι ωραίο να λέμε τέτοια πράγματα, άλλωστε ο Κυριάκος την αγαπάει.

-Και τα αδέρφια του τα αγαπάει, έτσι θα αγαπάει πλέον και τη σύζυγο του. Όχι όμως ότι θα τον ελκύει πλέον και σεξουαλικά. 

Αυτά έλεγε και ενώ η Άντα φλυαρούσε, ξαφνικά με τόσες κακίες άρχισα να αναρωτιέμαι τι γνώμη είχε για μένα η κολλητή μου, κι αν ποτέ θα είχε το θάρρος να τα πει στα μούτρα μου! Μήπως έπρεπε απλά να ρωτήσω κάποιον κοινό μας φίλο! Όμως όχι, δε θα ήταν άσχημο να ακούσω μια γνώμη από εκείνη, έστω κι αν ήταν συγκαλυμμένη, τι στην ευχή, θεωρούσα έξυπνο τον εαυτό μου, θα αντιλαμβανόμουνα σίγουρα που ξεκινούσε η φιλοφρόνηση και τελείωνε η πραγματική της άποψη, όμως δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη γι αυτό που ερχόταν.

-Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, και θέλω να μου πεις την αλήθεια! Ξεκίνησα τον πρόλογο μου. Εκείνη με κοίταξε καχύποπτα και φέρνοντας το καλαμάκι στα βαμμένα κόκκινα χείλη της, ήπιε μια γερή γουλιά από τον καφέ της πριν με ρωτήσει τι ήταν αυτό που με απασχολούσε.

-Τίποτα ιδιαίτερο! Απλά ήθελα να σε ρωτήσω τη γνώμη έχεις για μένα;

-Όταν λες τι γνώμη έχω για σένα τι εννοείς; Σαν γκόμενα.

-Φυσικά και όχι, από ότι θυμάμαι δεν είχα σχέση ποτέ μαζί σου, οπότε πως θα ξέρεις πως είμαι σαν ερωμένη, είπα να δώσω μια πιο καλαίσθητη λέξη στην έννοια.

-Α! Γιατί εντάξει, δεν είσαι άσχημη σαν γκόμενα, έχεις αυτά τα μάτια που ζαλίζουν τους άντρες, χρώμα και σχήμα αλλά εντάξει δεν είναι και να το παίρνεις βέβαια επάνω σου. Πήγα να τη διακόψω όμως το μετάνιωσα, ίσως είχε ενδιαφέρον η γνώμη της και θα έβλεπα και πόσο ζηλιάρα ήταν. (εδώ μπορώ να φάω κόκκινη κάρτα, μιας και έπρεπε να με αφορά μόνο το τι γνώμη είχαν οι άλλοι για εμένα και όχι να κάνω έρευνα μέσω αυτών που μου έλεγαν για τους δικούς τους χαρακτήρες, όμως θες δε θες είναι αναπόφευκτο). Εκείνη την ταινία με την Μέρλην Μονρόε «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» τη γνωρίζεις, ε λοιπόν σε πληροφορώ ότι είναι η ωμή πραγματικότητα. Ή νομίζεις ότι η Βουγιουκλάκη θα είχε κάνει καριέρα ως καστανή; (συνέχιζε να παραμιλάει, η κολλητή μου να την πω;) επίσης πρέπει να έχεις στο νου σου ότι τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρό μπουκαλάκι. (φαντάζομαι ότι μέχρι στιγμή σας έχω δώσει τουλάχιστον δυο στοιχεία για την εμφάνιση της, ξανθιά, όχι φυσική … και κοντούλα. 1.55 το πολύ).

-Άντα, τη διέκοψα από τον εγωκεντρισμό της, αφού εκείνη την ώρα με ενδιέφερε αποκλειστικά και μόνο ο δικός μου εγωκεντρισμός. Δε θέλω να μου πεις αν θα προτιμούσες εμένα ή εσένα αν ήσουν άντρας, αυτό έγινε ξεκάθαρο, ούτε αν θα τα έφτιαχνες μαζί μου, αν ήμουνα λεσβία, γιατί δεν είμαι…

-Ούτε εγώ!

-Θέλω να μου πεις τι πιστεύεις για το χαρακτήρα μου.

-Θα σου πω, κάτσε να σκεφτώ, είπε και ρούφηξε άλλη μια γερή γουλιά καφέ από το καλαμάκι. Λοιπόν θεωρώ ότι είσαι εγωίστρια.

-Γιατί το πιστεύεις αυτό;

-Εδώ είναι το θέμα, δεν το πιστεύω απλά, είσαι. Επίσης νομίζεις ότι ξέρεις τα πάντα. (πυρηνική φυσική ποτέ δεν υποστήριξα ότι ήξερα ή ότι καταλάβαινα). Και κάτσε να βρω μια ευγενική λέξη… τη βρήκα, είσαι κάπως ξιπασμένη. Και γουστάρεις να επιδεικνύεσαι. (Σκληρή η αλήθεια). Στήλη άλατος είχα μείνει με αυτά που άκουγα, νόμιζα ότι μιλούσε ακόμα για κάποια άλλη κοινή μας γνωστή και όχι για εμένα που στεκόμουν απέναντι της. Νομίζεις ότι έχεις την ιδανική οικογένεια και ότι βγήκες από ταινία αμερικάνικου σινεμά. Τέλειος σύζυγος, τέλεια κόρη. Αγία οικογένεια με λίγα λόγια.

-Αν έχεις διαπιστώσει αυτά που λες, γιατί με κάνεις ακόμα παρέα;

-Προφανώς από συνήθεια. Μεγαλώσαμε σχεδόν μαζί, δεν μπορώ να σε βγάλω από τη ζωή μου.

-Την παροιμία που λέει Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι την γνωρίζεις;

-Τι υπονοείς;

-Απλά διερωτώμαι μήπως μου μοιάζεις για να ανέχεσαι τόσα ελαττώματα!

-Αυτό ακριβώς εννοούσα με το εγωίστρια. Πρέπει να έχεις πάντα την τελευταία κουβέντα.

-Άντα, έχω κάνει κάτι που μπορεί να σε έχει ενοχλήσει;

Ξαφνικά ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

-Εσύ θεωρείς ότι είσαι ικανή να κάνεις οτιδήποτε που θα μπορούσε να με ενοχλήσει; Πόσο μεγάλη ιδέα έχεις στα αλήθεια για τον εαυτό σου;

-Εσένα δηλαδή δε σε ενοχλεί τίποτα;

Όχι, και ξέρεις γιατί, γιατί γνωρίζω ποια είμαι και δεν έχω ανάγκη επιβεβαίωσης από κανέναν. Και τώρα μπορώ να προσθέσω ότι είσαι και αξιολύπητη. Φυσικά και είσαι, μέχρι χτες, παρά τα παραπάνω θεωρούσα ότι δεν είχες ανάγκη για την γνώμη τρίτων, όμως τι συμβαίνει, δε σε ικανοποιεί ο άντρας σου πια και γυρεύεις να βρεις την απάντηση από έμμεσες ερωτήσεις στους φίλους σου, έχεις κάποιου είδους κρίση, ηλικιακή, οικογενειακή, οικονομική! Γιατί χρειάζεσαι επιβεβαίωση φιλενάδα;

-Απλά ρώτησα!

-Ναι, αλλά γιατί;

-Γιατί έτσι.

-Μπορείς να με εμπιστευτείς.

-Δε συμβαίνει κάτι, αλήθεια!

-Κατάλαβα, πρόσθεσε στη λίστα σου και κρυψίνους. Πάντως δε θέλω να μου κρατήσεις κακία για αυτά που σου είπα, και επίσης δε θέλω επ’ ουδενί να χαλάσει η σχέση μας γι αυτό! Άλλωστε όλη την ευθύνη τη φέρνεις αποκλειστικά εσύ. Αν ήθελες να ακούσεις άλλα δεν έπρεπε να μου ζητήσεις να είμαι ειλικρινής. Τι λες πάμε τώρα; Είπε και έβγαλε ένα ποσό να πληρώσει.

-Άσε δικά μου, της είπα και πλήρωσα το γκαρσόνι.

-Επίσης πρόσθεσε ότι σου αρέσει να κάνεις επίδειξη. Ή μήπως το ξαναείπα.

-Όχι, μην ανησυχείς θα το προσθέσω, και στην κορυφή της σελίδας θα γράψω με κεφαλαία γράμματα ΑΝΤΑ.

-Τέλεια. Δεν πιστεύω τώρα που στα είπα να υπάρξει κάποια παρεξήγηση ανάμεσα μας;

-Όχι καλή μου μην ανησυχείς.

-Γιατί υπάρχει και αυτή η άποψη που ισχυρίζεται ότι τον ευεργέτη μας τον φθονούμε!

-Ευεργέτης;

-Φυσικά, δε σε βοήθησα καθόλου με την εσωτερική σου αναζήτηση.

-Εσωτερικά δε νομίζω, εξωτερικά πάντως αρκετά.

-Σωστά, αυτή την εντύπωση δίνεις.

Όπως υποσχέθηκα έτσι και έκανα, γύρισα στη πίσω σελίδα από αυτή που είχα γράψει την άποψη που είχε για μένα ο σύζυγος μου και έγραψα τη γνώμη της παιδικής μου «φίλης». Να ήμουνα πράγματι όλα αυτά. Έβαλα ένα ένα τα επίθετα κάτω και τα έψαξα. Νομίζω ότι τα ξέρω όλα; (ίσως) Ξιπασμένη; (μπα δε νομίζω). Επιδειξιομανής; (τι να πω, λες να ήμουν;). Νομίζω ότι έχω την τέλεια οικογένεια, (αφού έχω έναν εκπληκτικό σύζυγο και ένα εξαιρετικό παιδί στην εφηβεία, με όλες τις αναταράξεις αυτής της ηλικίας). Εγωίστρια; (απλά περήφανη) Και ήθελα να έχω την τελευταία λέξη (μια άλλη έννοια για το έξυπνη και ετοιμόλογη). Αξιολύπητη που ζητάω την ξένη γνώμη (απλά απορία, όμως όχι ότι χαίρομαι όταν ακούω αυτές τις κουβέντες). Ο σύζυγος μου με ικανοποιούσε; (ναι, οικογενειακά πάντα και χωρίς ιδιαίτερη φαντασία, αλλά το οικογενειακό συνήθως είναι και υγιεινό). Μάλιστα ότι έχω διάθεση για επίδειξη το ανέφερε δυο φορές. Αυτό ήταν το ευχαριστώ για το κέρασμα. Να θυμηθώ την επόμενη φορά να την αφήσω να πληρώσει εκείνη. Ίσως τελικά δεν έβγαινε πουθενά αυτή η αναζήτηση για το τι πίστευαν οι άλλοι για μένα, αν συνέχιζαν έτσι βροχή τα «καλά λόγια» θα πάθαινα κατάθλιψη. Άλλωστε η Νέλη δε μου είχε πει ότι οι ήρωες των θεατρικών έργων πάνε και ρωτάνε μόνοι τους, τους άλλους, φαντάσου τι θα λένε πίσω από την πλάτη μου αν λένε αυτά μπροστά στα μούτρα μου. Η Άντα αναμφίβολα δε θα έλεγε χειρότερα, αυτό απλά θα ήταν αδύνατο. Ίσως έπρεπε να το διακόψω, όμως τώρα που είχα μπει στο χορό θα χόρευα. Άλλωστε η γνώμη του Παύλου δεν ήταν και τόσο άθλια. Κακοδιάθετη έκρυψα τα κόκκινα εσώρουχα, όμως όταν σκέφτηκα ότι είχε αγοράσει και η Άντα ένα ίδιο σετ άλλαξα γνώμη. Πήγα στο μπάνιο και έκανα ένα αφρόλουτρο με αρωματικά έλαια. Και μιας και το παιδί θα έλειπε στους παππούδες του, είχε πάει από εκεί να τους ξαφρίσει με το χαρτζιλίκι που της έδιναν κάθε φορά, φόρεσα τα εσώρουχα, μαζί και ζαρτιέρες και πήγα στο κρεβάτι να περιμένω το σύζυγο μου. Έπρεπε να προσθέσω κάπου πόντους και από την Άντα διαφαινόταν ότι δεν υπήρχε περίπτωση, όμως στην τελική ποιος με ενδιέφερε περισσότερο.  

 

 

Κεφάλαιο Τέταρτο

 

Το ίδιο εκείνο βράδυ κι ενώ ο Παύλος είχε πέσει βαρύς δίπλα μου και είχε αποκοιμηθεί, πήρα μια απόφαση που θα έβαζε σε τάξη την έρευνα μου. Δεν μπορούσα να ρωτάω στην τύχη ανθρώπους, όποιον τύχαινε δηλαδή να βρίσκεται απέναντι μου. Έπρεπε να φτιάξω μια λίστα και να την ακολουθήσω, η οποία δε θα έπρεπε να είναι υπερβολικά μεγάλη. Δεν χρειαζόταν να χάσω το μπούσουλα, ρωτώντας τον κάθε άσχετο που συναντούσα, ούτε όμως έπρεπε να μεροληπτήσω υπέρ μου, ρωτώντας ανθρώπους που υπέθετα ότι θα είχαν μόνο θετικά να πουν για εμένα (αν και κρίνοντας από την «κολλητή» και το σύζυγο μου δύσκολα θα βρισκόταν κάποιος που θα είχε να πει μόνο καλά για την προσωπικότητα μου). Κάτι άλλο που έπρεπε να λάβω υπόψη μου πριν γράψω τη λίστα ήταν ότι έπρεπε να καλύπτει όλους τους ρόλους που αναγκαζόμουν να παίξω στην καθημερινότητα μου.

Το επόμενο πρωί και αφού έφυγα για το γραφείο, σταμάτησα σε ένα μικρό χαρτοπωλείο για να αγοράσω ένα μπλοκ, στο χοντρό του εξώφυλλο είχε τον πύργο του Άιφελ, το προτίμησα μιας και στη Γαλλία είχα περάσει κάποιες από τις ομορφότερες ημέρες της ζωής μου, όταν ήμουνα νιόπαντρη και είχαμε πάει με τον Παύλο ταξίδι του μέλιτος. Έχω την υποψία επίσης ότι εκεί έγινε και η σύλληψη της κόρης μου. Ανέβηκα στο γραφείο, όπου ένα σωρό δουλειές περίμεναν από εμένα να τις τακτοποιήσω, όμως πρώτα θα έγραφα τη λίστα μου. Τι στην ευχή προϊσταμένη ήμουνα αν δεν μπορούσα να ξεκλέψω λίγο χρόνο; Μου ήταν αρκετό να αμφιβάλλω για την αξία της θέσης μου από τη στιγμή που μοιραζόμουν το γραφείο μου με άλλον υπάλληλο του εκδοτικού. Να δεις που μας ‘λεγαν σε όλους το ίδιο ψέμα για να το παίρνουμε προσωπικά και να είμαστε πιο αποδοτικοί. Στην πρώτη σελίδα έγραψα με καλλιγραφικά γράμματα, τα οποία δεν έβγαζε να διαβάσει κανένας άλλος έξω από εμένα, «Απόπειρα Προσανατολισμού Αυτογνωσίας».

Στη δεύτερη σελίδα έγραψα το όνομα του Παύλου κι από κάτω της Άντας, δεν κατέγραψα τη γνώμη τους για μένα, εκτός ότι είχε χαραχτεί για τα καλά στο μυαλό και στην καρδιά μου, θα τα αντέγραφα όλα όταν θα επέστρεφα στο σπίτι από το πρόχειρο εκείνο τετράδιο. Αυτό το μπλοκ θα γινόταν ένα ενθύμιο για μένα το οποίο μπορεί να κληρονομούσε η κόρη και οι απόγονοι μου, αν φυσικά βρισκόταν κάποιος άνθρωπος να πει καλά πράγματα για μένα ή τουλάχιστον αν τα καλά ισορροπούσαν με τα άσχημα.

Ποιους όμως έπρεπε να ρωτήσω, εκτός από αυτούς που θεωρούσα ότι ίσως με γνώριζαν καλύτερα από τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως ποιοι ήταν αυτοί. Επίσης αν δεν ήθελα να μεροληπτώ όπως ανέφερα παραπάνω έπρεπε να ρωτήσω και κάποιους που ίσως η συμπεριφορά μου τους είχε πληγώσει. Και σίγουρα ήξερα τουλάχιστον έναν τέτοιον άνθρωπο. Βέβαια μπορεί απλά να ήθελα να πιστέψω ότι υπήρξα μοιραία στη ζωή κάποιου άλλου. Όπως και να είχε πρόσθεσα το όνομα του. Είχε περάσει μισή ώρα, τα χαρτιά παρέμεναν παρατημένα πάνω στο γραφείο μου και εγώ διάβαζα τα ονόματα της λίστας και όμως ένιωθα ότι κάτι ξέχναγα. Ότι η λίστα δεν ήταν ολοκληρωμένη. «Αν θες να έχει νόημα αυτό που ονομάζεις απόπειρα προσανατολισμού πρέπει να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο». Ακούστηκε εκείνη η εκνευριστική εσωτερική φωνή, που σε άλλους υπάρχει για να τους ενθαρρύνει και σε άλλους για να τους σπάει τα νεύρα και να τους δυσκολεύει τη ζωή. Έπρεπε όμως να αναγνωρίσω στον εαυτό μου ότι ήμουνα τουλάχιστον ακριβοδίκαιη, μπορεί να με εκνεύριζε η φωνή της συνείδησης μου, όμως δεν έκανα ότι δεν την άκουγα. Οπότε πρόσθεσα βιαστικά τρία ονόματα στη λίστα.

-Όλα καλά; Άκουσα τη φωνή της συναδέλφου απέναντι.

-Ναι, γιατί ρωτάς;

-Απλά φαίνεσαι πολύ απορροφημένη, μπήκα είπα καλημέρα και ούτε που με κοίταξες, επιπλέον κάθε τόσο αναστενάζεις.

-Αλήθεια; Δεν το πρόσεξα.

-Αν χρειαστείς κάποια βοήθεια πάντως πες μου.

-Έχεις από μόνη σου αρκετή δουλειά, δε θέλω να σε φορτώνω.

-Ότι έχω, έχω, όμως αν μπορώ να σε βοηθήσω.

-Ευχαριστώ… της είπα και της χαμογέλασα, άφησα στην άκρη το μπλοκ με σκοπό να το βάλω διακριτικά κάποια στιγμή στην τσάντα μου και καταπιάστηκα με τα χαρτιά που ήταν παρατημένα στο γραφείο μου. Η ώρα κόντευε μία και δεν είχα σηκώσει κεφάλι, ενώ το μπλοκ είχε ξεχαστεί στην άκρη και ακόμα δεν είχε τοποθετηθεί στην τσάντα μου.

-Θες να σου βάλω καφέ; Με ρώτησε η Χριστίνα, που μετά από τόσες ώρες δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα.

-Γαλλικό μέσα στο κατακαλόκαιρο; Θα σκάσω.

-Με ή χωρίς καφέ, σταμάτα και εσύ δυο λεπτά τη δουλειά καημένη. Δε χάθηκε και ο κόσμος να μείνει και κάτι για αύριο.

-Έχω πολλή δουλειά.

-Μέχρι το τέλος του οχτάωρου δε θα έχεις τι να κάνεις.

-Πίστεψε με πάντα προκύπτει κάτι.

-Νομίζεις ότι δεν το ξέρω. Όμως εντάξει δε θα πεθάνουμε κιόλας αν πάει κάτι λίγο πίσω.

Γύρισα πίσω στην καρέκλα μου και τεντώθηκα, δεν είχε άδικο η συνάδελφος μου, κανονικά δικαιούμουν είκοσι λεπτά διάλειμμα το οποίο έκανα σπάνια, βέβαια είχα χάσει μισή ώρα το πρωί αναζητώντας άτομα για τη λίστα μου και τη σωστή μέθοδο για να λειτουργήσει αυτή η «απόπειρα» όπως θα την αποκαλούσα συχνά πυκνά στον εαυτό μου. Αλλά και εκείνη τη μισή ώρα την είχα ξεπληρώσει με απλήρωτες υπερωρίες πάρα πολλές φορές και ακόμα και εκείνη τη μέρα το ίδιο θα έκανα αν δεν είχα τακτοποιήσει τα πάντα, αφήνοντας τις λιγότερες δυνατό εκκρεμότητες για την επόμενη.  

-Είσαι κομματάκι εργασιομανής πάντως, σχολίασε η συνάδελφος που μοιραζόμασταν το γραφείο.

-Βρίσκεις; Τη ρώτησα και τσούλησα προς τα πίσω την καρέκλα του γραφείου μου.

-Γιατί εσύ έχεις αντίθετη γνώμη;

-Να σου πω, στην πραγματικότητα δεν έχω καμία γνώμη, απλά μπαίνω εδώ μέσα το πρωί και ξέρω ότι είμαι υποχρεωμένη να διευθετήσω κάποια πράγματα κι απλά αυτό κάνω. Μη νομίζεις ότι αν με ρωτούσε κάποιος τι θα προτιμούσα να είμαι εδώ ή με την οικογένεια μου, θα διάλεγα να είμαι εδώ. Όμως θα έπρεπε να με διαβεβαιώσει αυτός ο κάποιος ότι όταν θα περνάω τον χρόνο μου διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα, μαγειρεύοντας για την οικογένεια μου κάποια ιδιαίτερα φαγητά ή σερφάροντας στο ίντερνετ θα είχα και έναν εξίσου καλό μισθό. Και εδώ που τα λέμε είναι πολύ δύσκολες εποχές.

-Αλλά εδώ που είσαι μπορείς να μη δουλεύεις τόσο σκληρά και τις οχτώ ώρες, μόνο για τουαλέτα σηκώνεσαι. Τόσο πολύ φοβάσαι μη χάσεις τη δουλειά σου;

-Να σου πω δε φοβάμαι μη χάσω τη δουλειά μου, ξέρω την αξία μου, όμως πως αλλιώς θα περάσουν οι οχτώ ώρες αν κάθομαι και χαζεύω, θα βαρεθώ.

-Δε λέω να το φτάσεις και ως εκεί. Όμως το διάλλειμα σου…

-Θα αναγκαστώ να καθίσω μετά τη λήξη του ωραρίου, οπότε προτιμώ να τρώω δουλεύοντας.

-Μάλλον είσαι πολύ της υποχρέωσης.

-Ίσως, τι να σου πω.

-Ας σε αφήσω τότε να συνεχίσεις. Πέρασε λίγη ώρα που αμίλητες συνεχίζαμε τη δουλεία μας, για να καταλάβω ότι τελικά ίσως και να έβρισκα ευχαρίστηση που έκανα όσα έκανα και ήμουνα χρήσιμη στον εκδοτικό. Η Χριστίνα θα με θεωρούσε δίχως άλλο θύμα ή βλαμμένη, και κάτι με έσπρωχνε να τη ρωτήσω την γνώμη της. Έσυρα το μπλοκ της απόπειρας προς το μέρος μου και ανέτρεξα στη λίστα που είχα γράψει, πουθενά δεν κατέγραφα την ιδιότητα συνάδελφος, περνούσα μέσα σε εκείνο το γραφείο πάνω από σαράντα ώρες την εβδομάδα, συναντούσα εκείνο το κορίτσι περισσότερο από ότι συναντούσα (ξύπνια τουλάχιστον) το σύζυγο μου και όμως δεν την είχα προσθέσει στη λίστα, πήρα το μολύβι (έγραφα με μολύβι με πονηριά προσθαφαίρεσης, ώστε αν θεωρούσα ότι κάποιος μπορεί να μη μου έκανε να έχω τη δυνατότητα να τον αντικαταστήσω, αν και τελικά με τη φωνή μέσα στο μυαλό μου να μου υπενθυμίζει ποιος ήταν ο δρόμος της αρετής, θα έμενα πιστή στη λίστα μου μέχρι το τέλος), και πρόσθεσα στο τέλος της λίστας την ιδιότητα του συναδέλφου. Και ποιος συνάδελφος με γνώριζε καλύτερα από αυτόν που μοιραζόμουν μαζί του το γραφείο, άσε που είχε ξεκινήσει μόνη της την κουβέντα, οπότε θα ήταν εύκολο να το συνεχίσω από εκεί που το αφήσαμε.

-Χριστίνα να σε ρωτήσω κάτι;

-Φυσικά, τι είναι; Είπε και έκανε να σηκωθεί.

-Όχι, μη σηκώνεσαι, δεν έχει σχέση με τη δουλειά. Απλά ήθελα να σε ρωτήσω τι γνώμη έχεις για μένα; Από την έκφραση που πήρε κατάλαβα ότι την ξάφνιασε η ερώτηση μου. 

-Τι εννοείς;

-Τι πιστεύεις για μένα;

-Πάνω σε ποιο πράγμα;

-Για την προσωπικότητα μου;    

-Τι να σου πω, μια χαρά σε βλέπω.

-Δεν έχει κόψει το χρώμα μου δηλαδή;

-Ορίστε;

-Τι ορίστε; Σε ρώτησα τι πιστεύεις για μένα και εννοώ συγκεκριμένα όχι γενικά.

-Μα σου είπα πριν.

-Μην ανησυχείς, δε σε ρωτάω ως προϊσταμένη, σε ρωτάω ως συνάδελφος που γνωριζόμαστε χρόνια.

-Μέσα από τη δουλειά σε ξέρω, έξω δε δίνεις και πολλές ευκαιρίες για παρέες.

«Έχω και μια οικογένεια που πρέπει να φροντίσω, λυπάμαι που δεν έχω χρόνο». Σκέφτηκα ενοχλημένη που υπονοούσε ότι είμαι και ακοινώνητη, όλα μπορούσα να τα ακούσω αλλά αυτό δε θα το ανεχόμουν.

-Ωραία, πες μου τι έχεις αντιληφθεί από εδώ μέσα, που συνεργαζόμαστε.

-Την αλήθεια;

«Εντάξει δε θα με πείραζε να με κολακέψεις και λιγάκι»

-Φυσικά την αλήθεια.

-Εντάξει, ελπίζω να μην παρεξηγηθείς…

«Ωχ»

-… άλλωστε αυτά που θα πω έχουν σχέση με τη δουλειά και μόνο, όπως είπα και πριν …

-Προχώρα, δε θα παρεξηγηθώ.

-Κοίτα, γενικά θεωρώ ότι είσαι πολύ εντάξει και έχεις καλύψει καταστάσεις για να μην την ακούσουν οι συνάδελφοι σου από τα μεγάλα αφεντικά. Όμως να μωρέ, θεωρώ ότι είσαι κάπως αυταρχική, πάνω στη δουλειά πάντα.

-Δηλαδή;

-Να μωρέ, εννοώ ότι ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γίνει κάτι και αυτός είναι ο δικός σου.

-Ώστε έτσι…

-Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν έχεις δίκιο τις περισσότερες φορές.

-Απλά δεν είμαι εναλλακτική…

-Εδώ που τα λέμε στις επιχειρήσεις ο κύριος στόχος τους είναι τα χρήματα πως μπορείς να είσαι εναλλακτική. Πρέπει να προσέχεις να μην ξοδέψεις παραπάνω… δεν είναι εποχές για γκρίνιες και να σε θεωρήσουν σπάταλη χωρίς λόγο.

-Κατάλαβα Χριστίνα μην ανησυχείς…

-Μπα δεν ανησυχώ.

«Κακώς»!

-Αυτό που θέλω να πω είναι ότι…

«Είχε κι άλλα να πει, δεν είχε τελειώσει;»

-… ότι δεν μπορείς να κάνεις ομαδικό παιχνίδι. Πρέπει να δουλεύεις μόνη σου και το κάνεις εξαιρετικά αυτό, αλλά είμαστε μια ομάδα και πρέπει να μπορούμε να συνεργαζόμαστε.

-Αν χρειαστεί…

-Φυσικά, αν χρειαστεί… Πάντως για να λέμε και του στραβού το δίκιο, μέσα στη δουλειά είναι φυσικό να δημιουργούνται προστριβές, πάνω στην πίεση για να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό, και εσύ τις χειρίζεσαι πολύ καλά.

-Οκ, Χριστίνα, ευχαριστώ που απάντησες στην ερώτηση μου, ας συνεχίσουμε να δουλεύουμε τώρα.   

-Παρακαλώ, ας συνεχίσουμε…

Άφησα λίγο να περάσει η ώρα και της έδωσα την πληροφορία.

-Δεν ξέρω αν έμαθες… κάτι συζητάνε για μείωση προσωπικού, με ρώτησαν την γνώμη μου, ποια άτομα θεωρώ περισσότερο χρήσιμα στον εκδοτικό.

Το βράδυ στη λίστα των παρατηρήσεων της Χριστίνας πρόσθεσα όπως και στη λίστα του συζύγου μου, τη λέξη εκδικητική, μόνο που αυτή τη φορά ήταν δική  μου η διαπίστωση! :-)  Τη φανταζόμουν να στριφογυρίζει στο κρεβάτι της και να προσπαθεί να επαναφέρει στη μνήμη της, όσα μου είχε πει, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά και αναρωτώμενη τι θα μπορούσε να με είχε πειράξει. Πάντως τη Δευτέρα που θα επέστρεφα στη δουλειά έπρεπε να της πω ότι δε θα γίνονταν απολύσεις ώστε να πάψει να ανησυχεί, όμως της χρειαζόταν να ταραχτεί λιγάκι. Άσε που η δικιά μου θέση λόγω της κατάστασης και του μισθού μου κινδύνευε περισσότερο απ’ ότι της Χριστίνας. 

 

 

Κεφάλαιο Πέμπτο

 

Τελικά αν κάποιος μπορεί να σου τρίψει τη γνώμη που έχει για εσένα στα μούτρα, θα το κάνει με περίσσια ευχαρίστηση. Αυτό αντιλαμβανόμουν από αυτά που διάβαζα στο μπλοκάκι με τον πύργο του Άιφελ. Εξαιρώντας το σύζυγο μου, ο οποίος γνώριζε ότι η οργή θα έπεφτε επάνω του και θα επηρεαζόταν πιο άμεσα από κάτι αρνητικό που μπορεί να έλεγε, και ο οποίος στο τέλος, όχι με ιδιαίτερη πίεση με χαρακτήρισε ως γκρινιάρα «αν είναι ποτέ δυνατόν», τόσο η Άντα όσο και η Χριστίνα είπανε τα χειρότερα. Μάλλον τα χειρότερα τα είπε η Άντα. Η Χριστίνα ίσως έλεγε την αλήθεια, τουλάχιστον για αυτό που εκείνη πίστευε ότι ήμουν, και που ως προϊσταμένη ήμουν υποχρεωμένη να υποδύομαι. Βέβαια το είχε παρακάνει με την ειλικρίνεια και ας της το είχα ζητήσει. Εκείνες τις δυο μέρες αποφάσισα να χαλαρώσω από την έρευνα μου, αλλά τελικά ένιωθα ότι το εγχείρημα μου με έτρωγε, αναρωτώμενη τι γνώμη μπορεί να είχε τελικά για εμένα το κάθε πρόσωπο που είχε μπει στη λίστα.

Έπρεπε ο επόμενος που θα ρωτούσα να μου έδινε μια τονωτική ένεση ώστε να νιώσω ότι υπήρχε κάποιος που έβλεπε καλά πράγματα σε εμένα, που δεν τα είχε φθείρει η καθημερινότητα. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι αυτός από τον ξάδερφό μου το Μάκη, με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί και αγαπιόμασταν σαν αδέρφια. Τον πήρα τηλέφωνο και κανόνισα να βρεθούμε το επόμενο απόγευμα οι δυο μας για καφεδάκι. Ο Παύλος είχε κανονίσει με τους φίλους του να δει Euro, -ποδόσφαιρο εννοώ, αυτό που κέρδισε η Πορτογαλία μέσα στη Γαλλία!- Η μικρή θα έβγαινε με τις φίλες της για καφέ, οπότε είχα ένα απόγευμα δικό μου, αν μπορούσε και ο Μάκης. Και φυσικά μπορούσε.

-Σαν τα χιόνια, ακριβοθώρητη μας έχεις γίνει τώρα τελευταία. Ήταν η πρώτη του φράση μόλις συναντηθήκαμε.

-Ενώ εσύ! Του απάντησα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, διότι ως γνωστόν η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα.

Βρήκαμε ένα άδειο τραπέζι και καθίσαμε, παραγγείλαμε εγώ έναν καφέ και εκείνος μια μπύρα και ξεκινήσαμε να ανταλλάσουμε τα νέα μας. Φυσικά εγώ πλέον ως μια παντρεμένη γυναίκα με παιδί, αρκέστηκα να του πω λίγα πράγματα για τη δουλειά μου, ενώ συγκρατήθηκα για να μην αρχίσω όπως κάνει κάθε μητέρα που σέβεται τον εαυτό της να αναφέρω τα επιτεύγματα της κόρης μου, που πλέον είχε μεγαλώσει, δεν ήταν παιδί και μου είχε απαγορέψει να μιλάω για εκείνη. Μόνο τα τυπικά είχα το δικαίωμα να αναφέρω. Ότι είναι καλά και ότι ήταν μια καλή μαθήτρια, ευτυχώς ήταν γιατί αν δεν ήταν, πάλι ότι ήταν εξαιρετική θα ισχυριζόμουν. Ο Μάκης πάλι αναγκάστηκε να μου πει για τις κατακτήσεις του, αφού κάθε λίγο χτύπαγε το τηλέφωνο του και από κάποια άλλη που του έκλεινε ραντεβού. Από το ύφος του φαινόταν ότι πρόκειται για γυναικοδουλειές. 

Όσο εκείνος γκομένιζε εγώ επέστρεφα στο παρελθόν μας και θυμόμουν τα καλοκαίρια που περάσαμε μαζί στο χωριό με τον παππού και τη γιαγιά όταν μας άφηναν εκεί οι γονείς μας για διακοπές. Οι γονείς μας δεν είχαν ποτέ τρεις μήνες στη διάθεση τους και έτσι εμείς μόλις έκλειναν τα σχολεία για καλοκαίρι, μια εβδομάδα αργότερα βρισκόμασταν στο χωριό. Και ευτυχώς ερχόταν ο Μάκης αλλιώς θα έπληττα μόνη μου με τους παππούδες, το ίδιο πιστεύω ότι ίσχυε και για τον ξάδερφο μου.

Ο παππούς κάθε μεσημέρι ήθελε να πάρει τη μεσημεριανή του σιέστα και ήμασταν υποχρεωμένοι να την πάρουμε και εμείς. Αλλά έλα που ξυπνούσαμε μεσημέρι και όταν ξυπνάς στη μία κομματάκι δύσκολο να ξανακοιμηθείς μετά το φαγητό, το οποίο τρώγαμε στις δύο, όταν στην Αθήνα γευματίζαμε ύστερα από τις τέσσερις που είχε επιστρέψει όλη η οικογένεια στο οχυρό. Όταν ήμασταν μικρά αναγκαζόμασταν να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι και να ταλαιπωρηθούμε ξαπλωμένοι και σιωπηλοί μέχρι να ακούσουμε τον παππού να νίβετε στην αυλή. Όμως μόλις ο Μάκης πάτησε τα 11 κι ενώ εγώ ήμουν εννέα, βρήκε τρόπο ο ξάδερφος μου να το σκάμε και να επιστρέφουμε λίγη ώρα πριν ξυπνήσει ο παππούς στο σπίτι για να ‘‘σηκωθούμε’’ και να μείνουμε ξύπνιοι μέχρι αργά το βράδυ.

Πιο μικρά πηγαίναμε και περνάγαμε το μεσημέρι στο ρέμα. Εκεί ο ξάδερφος μου, και με την προτροπή τη δική του και εγώ, παρά τη σιχαμάρα μου, πιάναμε μουρμουρίτσες (νεογνά βατραχιών) τα σκοτώναμε και ύστερα τα κηδεύαμε με όλη –όση τουλάχιστον γνωρίζαμε- την ιεροτελεστία της κηδείας. Τους φτιάχναμε σταυρούς, ενώ πρώτα τους είχαμε δώσει το όνομα κάποιου αντιπαθητικού συγχωριανού και ύστερα τα σκεπάζαμε με χώμα στους μικρούς τάφους που είχαμε σκάψει για εκείνα, μάλιστα κάποιες φορές παριστάναμε ότι κλαίγαμε γοερά το χαμό του πριν μας πιάσουν νευρικά γέλια.

Ο Μάκης για μένα ήταν ένα αγαπητό πλάσμα με το οποίο είχα μοιραστεί όμορφες αναμνήσεις, χωρίς να χρειάζεται να μοιράζομαι κάτι περισσότερο. Την αγάπη των γονιών μας ή τα παιχνίδια μου, που ήμουν υποχρεωμένη να μοιράζομαι με την αδερφή μου, που ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερη και που ευτυχώς η μητέρα μου για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να αποχωριστεί αφήνοντας τη στα χέρια της πεθεράς της τους καλοκαιρινούς μήνες. Όταν έρχονταν οι γονείς μας στο χωριό είχαμε την άδεια τους να φεύγουμε το μεσημέρι, και ευτυχώς η μητέρα κρατούσε πάντα πίσω τη μικρή γιατί ειλικρινά ώρες ώρες μου γεννούσε τη διάθεση να έχει τη μοίρα από τις μουρμουρίτσες, με τις απαιτήσεις που είχε το ανεπιθύμητο. Φυσικά αυτά ίσχυαν όσο ήμασταν μικρά, όμως αργότερα θα έχετε την ευκαιρία να ακούσετε και τη δικιά της άποψη για τον χαρακτήρα μου.

-Ωραία περνούσαμε, σχολίασε ο Μάκης. Μπορεί να μην παίρναμε μαζί μας πολλά πράγματα κι άλλωστε και να παίρναμε στο τέλος θα τα βαριόμασταν και θα τα παρατούσαμε, όμως βρίσκαμε πάντα τον τρόπο να εφεύρουμε ένα δικό μας παιχνίδι.

-Έτσι είναι Μάκη, τα παιδιά δε χρειάζονται πολλά, αυτή είναι μια ψευδαίσθηση των μεγάλων που θέλουν να προσφέρουν τα πάντα στα σπλάχνα τους. Τα παιδιά θέλουν αγάπη, ένα πιάτο φαΐ και ένα κρεβάτι και βρίσκουν μόνα τους τον τρόπο να αποδράσουν μέσω των παιχνιδιών τους.

-Δεν έχεις άδικο. Όμως τι γίνεται με το αργότερα, όταν στον εργασιακό στίβο πρέπει να έχει ένα σωρό εφόδια, τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες, μεταπτυχιακά, διδακτορικά και τα φορτώνουμε και με ένα σωρό άλλες δραστηριότητες, χορό, πιάνο, μπαλέτο, αθλητισμό… χόμπι.

-Και ξέρεις κάτι, σε πολλές επιχειρήσεις όλες αυτές οι γνώσεις είναι περιττές, δεν έχουν αρχικά καμία σχέση με εξαγωγές εισαγωγές για να απαιτούν από τους υπαλλήλους τους τέτοια εφόδια. Κι όμως ζητάν από το παιδί που μπορεί να τον έχουν αποκλειστικά για τις αποστολές δεμάτων μέσα στην πόλη, άντε να αναλαμβάνει να πληρώνει λογαριασμούς και να τακτοποιεί εκκρεμότητες με το δημόσιο πρώτα για παράδειγμα να μιλάει γερμανικά και ύστερα να έχει δίπλωμα μηχανής ή αυτοκινήτου.

-Και για ποιο λόγο αυτή η απαίτηση;

-Μα για να τους δείξει το πόσο δραστήριος ήταν σε νεαρή ηλικία και να νιώσουν εμπιστοσύνη. Ειδικά τώρα με την κρίση ούτε που ξέρουν τι ζητάνε οι περισσότεροι και κυρίως για ποιο λόγο το ζητάνε.

Αναστενάξαμε και οι δύο μαζί για τα χάλια που είχε προξενήσει η οικονομική κρίση καθώς και οι αγύρτες οι πολιτικοί μας, στο εργασιακό καθεστώς, και βιαστήκαμε να αλλάξουμε θέμα. Μου είπε για τις τελευταίες τους κατακτήσεις ενώ εγώ περίμενα την κατάλληλη στιγμή για να τον ρωτήσω αυτό που με απασχολούσε, και που όσο κι αν ακούγεται εγωκεντρικό, αφορούσε εμένα.

-Μάκη, να σε ρωτήσω κάτι. Τον ρώτησα αφού μας είχε διακόψει ένα ακόμα τηλεφώνημα από γυναίκα.

-Φυσικά. Τι είναι;

-Να απλώς ήθελα να μάθω ποια είναι η γνώμη σου για μένα; Έξυσε το πιγούνι του απορημένος και με κοίταξε.

-Είναι κάποιου είδους ερώτηση παγίδα;

-Γιατί το λες αυτό;

-Να επειδή απ’ όταν ήμασταν παιδιά, έβαζες σε εμένα και τη μικρή κάποιου είδους αινίγματα στα οποία έπρεπε να δώσουμε μόνο τη σωστή απάντηση και που συνήθως αφορούσαν εσένα. 

-Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεσαι;

-Ότι πάντα σου άρεσε να είσαι το κέντρο της παρέας και ήθελες να έχεις τους ακόλουθους σου.

-Μήπως απλά με είχες παρεξηγήσει! Ρώτησα περιμένοντας να ακούσω κι από εκείνον ένα ακόμη καθόλου κολακευτικό σχόλιο.

-Κάθε άλλο. Στην πραγματικότητα ήσουνα το κέντρο της παρέας και όχι μόνο μεταξύ μας, εννοώ στα ξαδέρφια, αλλά εννοώ και όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και με άλλα παιδιά στο χωριό. Ήσουνα κάπως σνομπ βέβαια…

-Μα δε ρωτάω για τότε! Αντέδρασα.

-Μα ποιος σου είπε ότι αλλάζουνε οι άνθρωποι ξαδέρφη, ό,τι ήσουνα τότε το ίδιο θα είσαι και τώρα. Άλλωστε το να είσαι σνομπ δεν το θεωρώ αποκλειστικά ως κακό, απλά πίστευα ότι ήσουν επιλεκτική, δεν ήθελες να χάνεις το χρόνο σου με τον καθένα. Αν δεν είχες να πεις κάτι με κάποιον δε χρειαζόταν να ανοίξεις κουβέντα μόνο και μόνο για να δείξεις καλή διαγωγή, δε σε ένοιαζε. Δεν καθόσουν να υπακούσεις γελοίους κανόνες ευγένειας. Κάποιος σου έκανε ή όχι. Και δεν εννοώ ότι ασχολιόσουν με όποιον μπορούσε να σου φανεί χρήσιμος, όχι το κάθε άλλο, ασχολιόσουν με όποιον θεωρούσες ότι άξιζε τον κόπο σαν χαρακτήρας. Κι όταν δεν υπήρχε κανένας δε σε πείραζε να μείνεις και μόνη σου.

-Δεν το είχα καταλάβει.

-Μα αν καταλαβαίναμε τι ήμασταν θα δεχόμασταν αλλαγές και το γνήσιο μοντέλο δε διορθώνεται…

-…είναι απλά τέλειο!!! Συμπλήρωσα τη φράση του.

-Καταλαβαινόμαστε. Λοιπόν με μια φράση θα σου πω τι πίστευα για εσένα και τι εξακολουθώ να πιστεύω. Είσαι σαν εμένα!

-Κι αυτό τι μπορεί να σημαίνει.

-Δεν ξέρω… εσύ τι πιστεύεις για εμένα.

-Το κλασσικό κόλπο της ερωταπάντησης. Για να αποφύγεις να δώσεις απάντηση, την επιστρέφεις σαν ερώτηση…

-Επίσης μπορεί απλά να προσπαθώ να εκμαιεύσω κάποια πληροφορία από ή για εσένα!

-Δηλαδή;

-Δηλαδή πόσο συντηρητική μπορεί να έχεις γίνει τώρα που ζεις την οικογενειακή ευτυχία.

-Πας να με μπερδέψεις, οπότε δε θα σου απαντήσω…

-Υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο ότι λέγοντας σου ότι μου μοιάζεις, μπορεί ασυνείδητα να προσπαθώ να καλυτερέψω την γνώμη σου για μένα.

-Το εννοούσες όμως όταν έλεγες ότι πιστεύεις ότι είμαι σαν εσένα ή να μη λάβω υπόψη μου την άποψη σου;

Τα περίμενα πιο απλά τα πράγματα στη συνάντηση με το Μάκη. Περίμενα μια απάντηση ντόμπρα και ευθεία. Τι έπρεπε όμως να σκεφτώ όταν έλεγε ότι θεωρούσε ότι είμαι σαν εκείνον, με διαβεβαίωσε ότι το εννοούσε και ότι κάπου μάλλον έφταιγε το DNA μας. Σίγουρα δε λες ποτέ σε κάποιον ότι είναι σαν εσένα αν δε σου αρέσει. Οπότε έπρεπε σε πρώτη φάση να πάρω την απάντηση του ως θετική και για την ώρα ήταν η καλύτερη που είχα λάβει, όμως αυτό δε με βοηθούσε και πολύ, έπρεπε να αναρωτηθώ άραγε ποια ήταν η γνώμη η δικιά μου για εκείνον. Κι αν ναι, έπρεπε να κρατήσω σημειώσεις; (Τι ψυχαναγκασμός κι αυτός). Οπότε έχουμε και λέμε, ο Μάκης ήταν κάπως ανάλαφρος στην προσωπική του ζωή, τι εννοώ με αυτό, ότι δεν έβλεπε τις γυναίκες σοβαρά τις άλλαζε σαν τα πουκάμισα, από την άλλη εγώ ήμουνα παντρεμένη, όμως αυτό δε σήμαινε ότι έβλεπα τους άντρες πιο σοβαρά, με εξαίρεση τον Παύλο φυσικά, με τον οποίο είχαμε μια κόρη. Το άλλο χαρακτηριστικό του Μάκη ήταν έξω καρδιά και το σπουδαιότερο, ότι ξεγλιστρούσε εύκολα σαν χέλι. Όπως είχε ξεγλιστρήσει και από εμένα.

Αυτό το τελευταίο με ανησυχούσε κάπως, ξεγλιστρούσα και εγώ τόσο εύκολα οπότε ορθώς με θεωρούσε σαν κι εκείνον; Ή απλά θέλησε να ξεγλιστρήσει εκείνος από εμένα οπότε δεν μπορούσα να θεωρώ την άποψη του φερέγγυα. Έγραψα σε αγκύλη με ερωτηματικά το όνομα του και τα δυο τρία σχόλια που έκανε. Ενώ βασανίστηκα για ώρα με το ερώτημα που είχα θέσει στον εαυτό μου. Και τελικά κατέληξα πως πράγματι ξεγλιστρούσα κι εγώ, μέχρι τότε τουλάχιστον, εύκολα. Έκανα νοερά τη σημείωση στο μυαλό μου να βγάλω από την αγκύλη το όνομα του και να αφαιρέσω τα ερωτηματικά. Πράγματι ήμουνα σαν εκείνον και σίγουρα το είχε πει για καλό, γνωρίζοντας με.   

-Ή απλά έτσι σε βολεύει να πιστεύεις; (γκρρρρρρρρ)      

 

 

Κεφάλαιο Έκτο

 

Εφόσον είχα αντιληφθεί ότι η όλη αναζήτηση του χαρακτήρα μου μέσα από τις γνώμες των άλλων είχε αρχίσει να γίνεται εμμονή, αποφάσισα να βάλω φρένο στην έρευνα μου. Γνωρίζοντας όμως καλά τον εαυτό μου, ήξερα ότι μόνο με έναν τρόπο θα έβρισκα ηρεμία και θα ησύχαζα από όλο αυτό, τελειώνοντας μια ώρα αρχύτερα με την όλη διαδικασία. Στη λίστα μου είχα καταγράψει δέκα ανθρώπους, είχαν απαντήσει μόλις οι τέσσερις, έπρεπε να συνεχίσω με τους άλλος έξι για να τελειώσω. Ένας μήνα δουλειά θα σκεφτεί κάποιος! Όμως δεν ήταν τόσο εύκολο, Με κάποιους δεν ήταν τόσο απλό να έρθω σε επαφή μαζί τους, δεν είχα τη βεβαιότητα ότι θα ήθελαν να με συναντήσουν.

Εδώ ο κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα σκεφτόταν να ξεκινήσει με τα άτομα που ήταν πιο εύκολο να έρθει σε επαφή μαζί τους και να αφήσει τους άλλους για το τέλος. Όμως όχι εγώ, κι αφού ο Λάμπης είχε καταχωρηθεί στη θέση νούμερο 5 (στην πραγματικότητα 4, αλλά είχε μπει σφήνα η μίνι συνέντευξη και τα καλά λόγια της συναδέλφου μου), έπρεπε να είναι ο επόμενος που θα μιλούσα μαζί του. Μανιώδης όπως είμαι με τις λίστες κατέληξα ότι έπρεπε να έρθω σε επαφή μαζί του πριν πάω στον επόμενο, ο οποίος όπως έριξα μια ματιά ήταν αρκετά εύκολος στόχος.

Είχα τρεις επιλογές…

α. τον παίρνω τηλέφωνο;

β. του στέλνω μήνυμα;

γ. του πιάνω κουβέντα στο messenger;

το θετικό που είχε η τρίτη επιλογή σε σχέση με τις άλλες δύο, ήταν ότι μπορούσα να κάνω μια αναγνωριστική συζήτηση μαζί του, ενώ το τηλέφωνο και το μήνυμα ήταν πιο άμεσα και θα μαρτυρούσαν ότι καιγόμουν να τον δω, άσε που μπορεί να το παρεξηγούσε. Οπότε φυσικά και επέλεξα την επιλογή (γ) για τον σκοπό μου. 

Μόλις είδα το πράσινο μπροστά από το όνομα του που σηματοδοτούσε ότι ο πρώην μου ήταν online δεν έχασα την ευκαιρία να του μιλήσω ώστε να τον προσεγγίσω.

-Γεια σου Λάμπη, τι κάνεις; Πέρασαν αρκετά λεπτά χωρίς να έχει απαντήσει και άρχισα να σκέφτομαι ότι μάλλον έπρεπε να περάσω στην επόμενη της λίστας, όταν άκουσα τον «παφλασμό» στο ηχείο του κινητού μου και διάβασα την απάντηση.

-Γεια σου!

Δεν ξεκινάμε καλά σκέφτηκα, με τόσο κοφτές απαντήσεις δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να του πω να βρεθούμε. Όμως έκανα μια ακόμα προσπάθεια…

-Όλα καλά;

-Καλά εσύ; Ήρθε η απάντηση του αμέσως αυτή τη φορά.

-Μια χαρά!

-Ο άντρας σου; Το παιδί σου; Πρώτη φορά ρωτούσε για τον Παύλο.

-Καλά κι εκείνοι. Ευχαριστώ.

-Πάντα καλά!

«Με δούλευε»!

-Εσύ; Εντάξει;

-Φυσικά!

«Ωραία τα είπαμε»…

-Χαίρομαι για σένα! Απάντησα μην βρίσκοντας τι άλλο να πω.

-Περίεργο!

-Ποιο πράγμα;

-Που χαίρεσαι για μένα.

-Γιατί το λες αυτό;

-Ξέρω εγώ, Ελλάδα είμαστε…

«Εγώ σίγουρα, για εσένα δεν είμαι σίγουρη ότι ανήκεις στο ίδιο σύμπαν»…

-Και τι σημαίνει αυτό; Τον ρώτησα τελικά.

-Ότι οι σκανδιναβοί έχουν περισσότερο την ικανότητα να χαίρονται για τους πρώην τους.

-Αν είχαμε χωρίσει χθες… έχουν περάσει πλέον πάνω από 17 χρόνια. Οπότε ο καιρός μας δίνει τη δυνατότητα να χαιρόμαστε.

-Δε μου κρατάς κακία δηλαδή που σε χώρισα!

«Ορίστε, μα τι έλεγε, αφού εγώ τον είχα χωρίσει» …

-Έχουν περάσει πολλά χρόνια, δε θυμάμαι λεπτομέρειες. Απάντησα όσο πιο διπλωματικά μπορούσα.

 

 

Με τον Λάμπη είχαμε ζήσει μια θυελλώδη σχέση στα όρια της παραφροσύνης, και αν δεν είχε μπει στη μέση ο Παύλος και εγώ δεν ξέρω πως θα είχαμε καταλήξει. Στην πραγματικότητα σχεδόν κάθε φορά που βρισκόμασταν μαζί, τις 95 φορές –τουλάχιστον- στις εκατό, βγάζαμε μαχαίρια ο ένας ενάντια στον άλλον. Το τι καυγάδες ρίχναμε δε λέγεται, ο πρώτος ήταν λίγα λεπτά μετά το πρώτο φιλί που ανταλλάξαμε και εσείς τώρα θα αναρωτιέστε πως τελικά καταφέραμε να συνυπάρξουμε για πάνω από ένα χρόνο ζευγάρι. Ήταν που δε μέναμε στο ίδιο σπίτι και ότι ήμασταν αρκετά μικροί ώστε να μας αρκεί για εκείνη την ώρα το καλό σεξ που κάναμε. Πρέπει να παραδεχτώ ότι το κρεβάτι ήταν το δυνατό του σημείο κι έτσι συνεχίσαμε να πορευόμαστε μέχρι που γνώρισα το σύζυγο μου, που φυσικά τότε δεν πίστευα ότι θα γινόταν ο σύζυγος μου, δεν είχα το ρομαντισμό άλλων κοριτσιών, όμως όλα μετά ήρθαν πολύ γρήγορα. Ας επιστρέψουμε πίσω στο Λάμπη, με τον εφηβικό μου έρωτα τσακωνόμασταν σχεδόν καθημερινά, από κοντά, από το τηλέφωνο, από τις βεράντες μας αν ήταν δυνατόν, στον ξύπνιο, στον ύπνο μου, με έφερνε στο σημείο να σκέφτομαι πως θα του την πω για να αποδείξω ότι ήμουν πιο έξυπνη από εκείνον και να βρεθώ από πάνω, αν και στο κρεβάτι τις περισσότερες φορές με άφηνε από πάνω όταν δε δοκιμάζαμε στάσεις που έβρισκε στο κάμα σούτρα. Νομίζω ότι ο λόγος που διαφωνούσαμε σε όλα ήταν επειδή εκείνος με ήθελε του χεριού του και εγώ ως γνήσιο πνεύμα αντίδρασης (αντιλογίας) δεν μπορούσα να κάνω αυτά που εκείνος ήθελε, δε δεχόμουν για κανένα λόγο να ενστερνιστώ τις δικές του απόψεις κι ακόμα κι αν κάπου συμφωνούσαμε, κατέληγα να αμφιβάλω για την γνώμη μου και να ψάχνω να βρω που είχε το λάκκο η φάβα. Αποτέλεσμα όλης αυτής της καθημερινής διαμάχης μαζί του ήταν να κουραστώ, οπότε μπαίνοντας στη ζωή μου κάποιος άλλος, στην προκειμένη ο Παύλος ήταν αναμενόμενο να πιαστώ πάνω του ώστε να απαγκιστρωθώ από τον άλλον. Ποτέ δε θα περίμενα ότι θα βρισκόμουν παντρεμένη με τον Παύλο, πόσο μάλλον τόσο ερωτευμένη. Όμως να που συνέβη.

Φυσικά ο Λάμπης φύσαγε και δεν κρύωνε που του είχε αρπάξει το κορίτσι ένας άλλος, και μάλιστα φλώρος όπως χαρακτήριζε τον Παύλο. Όταν έφτασε στα αυτιά μου η όχι και τόσο καλή κατάσταση του Λάμπη μετά το χωρισμό μας, θεώρησα ότι ήταν απλά ο εγωισμός του που τον έκαιγε, όμως κάποιοι από τους κοινούς μας φίλους επιμένανε ότι ο Λάμπης μπορεί να ήτανε ότι ήτανε (ένα ψυχωτικό κάθαρμα), όμως εμένα με είχε αγαπήσει.

Τι περίμενα λοιπόν να μου πει ο πρώην μου, με τον οποίο είχαμε σχέση όταν ήμασταν ακόμα έφηβοι. Πως πίστευα ότι μπορεί να με ξέρει και να τον θεωρώ άξιο να εκφράσει και γνώμη για τον χαρακτήρα μου; Τον είχα προσθέσει στη λίστα επειδή δεν υπήρχε κάποιος άλλος… ήλπιζα ότι λόγω νοσταλγίας θα έλεγε δυο κουβέντες για μένα καλές ή τον είχε υποδείξει ο σαδισμός μου σαν αυτοτιμωρία; Ήταν απλά η διάθεση μου για μια σφαιρική άποψη για το πρόσωπο μου ή μια δικαιολογία να τον συναντήσω ύστερα από πολλά χρόνια και να αναλογιστώ πως θα ήμουν αν δεν είχα καταλήξει με τον Παύλο αλλά με εκείνον; Καλά δεν ήθελε και πολύ σκέψη, χωρισμένη, μαχαιρωμένη ή στη φυλακή.

Τον είδα να κάθετε και να διαβάζει μια εφημερίδα, καπνίζοντας το τσιγάρο του. Σταμάτησα και αναρωτήθηκα τι περίμενα να μου πει εκείνος ο «σατράπης», και τότε συνειδητοποίησα τι ήθελα να ακούσω. «Είσαι ανυπότακτη»! Ναι! Αυτό περίμενα να ακούσω και αυτό έπρεπε να μου πει. Γιατί απλά αυτό ήμουνα. «Είσαι γελασμένη», άκουσα την ενοχλητική φωνή του μυαλού μου να με περιγελά και χωρίς δισταγμό συμφώνησα μαζί της.

Είπα απλά ένα ξερό «γεια» και κάθισα απέναντι του σε θέση μάχης, όπως έκανα όλον εκείνο τον καιρό που υπάρξαμε ζευγάρι.

-Καλώς την, απάντησε και δίπλωσε την εφημερίδα. Μείναμε για λίγο να κοιταζόμαστε σιωπηλοί, όχι όμως λόγω της νοσταλγίας για τα περασμένα, μάλλον ήταν σαν να αναμετρούσαμε ο καθένας τον αντίπαλο που είχε απέναντι του. Ένα αχνό μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του.

-Τι συμβαίνει; Τον ρώτησα προκλητικά.

-Αυτό εγώ πρέπει να το ρωτήσω. Σχολίασε. Εσύ ήσουν εκείνη που ζήτησε τη συνάντηση.

-… , μην βρίσκοντας κάτι να πω κοίταξα τις γόβες μου που είχαν λερωθεί από τη λάσπη των αθηναϊκών δρόμων.

-Φιγουρίνι από περιοδικό είσαι! Σχολίασε.

-Ευχαριστώ. Είπα ξερά.

-Τι έκανες το κορίτσι που γνώρισα πριν από τόσα χρόνια;

-Το διέταξα να μεγαλώσει. Του απάντησα σχεδόν πικρόχολα χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

-Γιατί είσαι τόσο αμυντική απέναντι μου;

-Αμυντική; Πως σου ήρθε αυτό πάλι. Είπα και γέλασα αν και περισσότερο ξεφύσησα.

-Ο τρόπος σου αυτό μαρτυράει, αλλά τέλος πάντων. Πρέπει πάντως να χαλαρώσεις, δεν υπάρχει λόγος να έχεις αυτό το ύφος. Ήθελες να δεις ένα παλιό φίλο μετά από χρόνια και αποφάσισα να σου κάνω τη χάρη. Λοιπόν τι συμβαίνει; Πότε βγαίνει το διαζύγιο;

-Το ποιο; Τον ρώτησα ξαφνιασμένη, προσπαθώντας να καταλάβω από πού έβγαλε το συμπέρασμα.

-Δηλαδή δε χωρίζεις;

-Απ’ όσο ξέρω όχι! Γι αυτό νόμισες ότι σε κάλεσα. Για να κλαφτώ;

-Δεν βρήκα άλλον προφανή λόγο, και δε σου κρύβω ότι θα μου άρεσε ο ιππότης που σε έσωσε από μένα να αποδειχτεί κούφια κολοκύθα με το πέρασμα του χρόνου.

-Πφφφ, με τον Παύλο τα πάμε πολύ καλά.

-Αφού το λες εσύ! Είπε και έκανε να βγάλει ένα τσιγάρο ακόμα από το πακέτο.

-Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω το ύφος σου, με αμφισβητείς;

-Εγώ; Φυσικά και όχι, για ποιο λόγο άλλωστε. Όμως μπορούσα να διακρίνω καθαρά την ειρωνεία στη φωνή του.

-Αφού το κάνεις, σε βλέπω.

-Και τι ανάγκη έχεις τη γνώμη μου, αν όλα πάνε καλά στη ζωή και στο γάμο σου;

-Δε ζήτησα την γνώμη σου! Αλλά μιας και το ανέφερες θα ήθελα να την ακούσω. Είπα με την ελπίδα να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα και να επιστρέψω στην οικογενειακή μου εστία.

-Φυσικά και θες να την ακούσεις! Αφού εσύ δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα!

-Συνέχισε τον προέτρεψα αντί να αμυνθώ, άλλωστε ο σκοπός που είχα πάει εκεί ήταν για να μάθω την γνώμη του, έτσι δεν είναι, οπότε ήμουνα υποχρεωμένη να ακούσω ένα σωρό αηδίες και ήμουν βέβαιη ότι θα ήταν σαν να γύρναγα το χρόνο πίσω όταν ζευγάρι προσπαθούσε να με πείσει ότι εγώ δεν ξέρω, γιατί ήμουν μικρότερη (λίγους μήνες), εκείνος ήταν πιο έξυπνος, πιο ψαγμένος και γενικά πιο …

-Τι ακριβώς θες να μάθεις;

-Ας ξεκινήσουμε με την γνώμη σου για εμένα (κι ας τελειώσουμε και με αυτό).

-Εύκολο!

-Φυσικά εύκολο, δεν είναι μαθηματική εξίσωση είναι κάτι υποκειμενικό.

-Είσαι φλύαρη!

-Ευχαριστώ.

-Ρωτάς κάτι, όμως θέλεις να πάρεις την απάντηση που γουστάρεις, άλλα δεν είναι πάντα έτσι, η ζωή είναι σκληρή…

Άτιμη τύχη χρόνια τώρα… (μου ήρθε στο μυαλό το παλιό ρεμπέτικο)

-Συνέχισε. Τον προέτρεψα.

-Είσαι εγωίστρια. Ισχυρογνώμον. Απαίδευτη. Δεν ξέρεις που σου πάνε τα τέσσερα και όμως θέλεις να περνάει μόνο το δικό σου, δεν ακούς αυτά που σε συμβουλεύουν αυτοί που σε αγαπάν, και όταν σε παρά στριμώξουν είσαι δειλή και το βάζεις στα πόδια.

-Με κολακεύεις! Ακόμα σε πονάει ο χωρισμός, έχουν περάσει τόσα χρόνια.

-Πράγματι, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Όμως δε με χώρισες εσύ, εγώ μην αντέχοντας σε άλλο, σε έσπρωξα στην αγκαλιά άλλου.

-Γιατί δε με χώριζες απλά;

-Θα ήταν σαν να έχανα το στοίχημα!

-Ποιο στοίχημα;

-Ότι μπορώ να σε κάνω άνθρωπο. Και τώρα αφού άκουσες αυτά που είχα να σου πω, μπορώ να φύγω… μη με ξαναενοχλήσεις σε παρακαλώ.

-Έχεις το λόγο μου! του απάντησα σοκαρισμένη. Όταν χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο με έπιασαν τα γέλια… ποτέ δεν περίμενα ότι θα άκουγα χειρότερα λόγια από της Άντας κι όμως να… έπρεπε να τους δώσω σημασία άραγε ή μήπως όχι; Όμως τι συνέβαινε όταν κάτι δε με συνέφερε δε θα το έπαιρνα στα σοβαρά. Έπρεπε τουλάχιστον να το καταγράψω, άλλωστε από μια πλευρά είχε ενδιαφέρον η άποψη του. Συνέχισα να χαζογελάω όταν πρόσεξα ότι είχα τραβήξει την προσοχή από  κάποιους θαμώνες του καφέ. «Και τρελή» κατέληξα ότι θα με χαρακτήριζαν όλοι αυτοί αν μπορούσα να διάβαζα τη σκέψη τους. Αφού πλήρωσα το λογαριασμό, σηκώθηκα για να φύγω. «Καλά να πάθεις» μουρμούρισα στον εαυτό μου, με μια πικρή ικανοποίηση.    

 

 

Κεφάλαιο Έβδομο

 

Από μικροί μαθαίνουμε να μοιραζόμαστε, / τα γλυκά και τα παιχνίδια με τα αδέρφια μας. / Μάθε πλέον να μοιράζεσαι / πρώτη λέξη που μαθαίνουμε…

Είναι το τραγούδι που όταν ακούω, έρχεται στο μυαλό μου η κατά τέσσερα χρόνια μικρότερη αδερφή μου. Ως μεγαλύτερο παιδί είχα πάντα την ιδέα, μέχρι τα τρεισήμισι χρόνια μου τουλάχιστον ότι την οικογενειακή ευτυχία μας τη συμπληρώναμε η μαμά, ο μπαμπάς κι εγώ, μέχρι που οι γονείς μου αποφάσισαν, ότι όσο πιο πολλοί τόσο μεγαλύτερη ευτυχία. Η μαμά ξεκίνησε να φουσκώνει και εμένα άρχισαν να μου μιλάνε για αδερφάκι, κάτι που με άφηνε παγερά αδιάφορη και δε δεχόμουν να το καταλάβω. Και όσο περνούσε ο καιρός η μαμά όλο και φούσκωνε και κράταγε τη μέση της. Έχοντας την εντύπωση ότι το αδερφάκι θα το παίρναμε από pet shop, δεν αντιλαμβανόμουν όλο αυτό το φούσκωμα, μέχρι που έγινε η αποκρουστική ανακάλυψη για το παιδικό μου μυαλό. Η μαμά δεν είχε παχύνει επειδή έτρωγε πολύ φαγητό, αλλά επειδή εκεί μέσα μεγάλωνε το αδερφάκι μου. «Μα πως είχε πάει και είχε χωθεί εκεί μέσα;» ρώτησα και είδα πονηρά χαμόγελα να ανταλλάσουν η μαμά με τον μπαμπά.   

-Και εγώ εκεί μέσα ήμουνα; Ρώτησα τρομοκρατημένη δείχνοντας τη αποκρουστικά φουσκωμένη κοιλιά της μητέρας μου.

-Όχι, εσένα σε έφερε ο πελαργός! Είπε ο πατέρας μου και ξεφύσησα ανακουφισμένη. Η μητέρα μου τον αγριοκοίταξε.

-Φυσικά και εσύ ήσουν εκεί μέσα.

-Αφού σε έφερε πρώτα ο πελαργός. Πρόσθεσε ο πατέρας μου, που δεν ήθελε να πιαστεί να ψεύδεται στα παιδικά μου μάτια.

-Το ότι τον βάφτισες πελαργό, ειλικρινά με ξεπερνά.

-Γιατί όχι, πουλί το ένα πουλί το άλλο.

Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να καταφέρω να αποκωδικοποιήσω το διάλογο αυτόν των γονιών μου. 

-Εγώ πάντως δε θυμάμαι ούτε να μπήκα ούτε να βγήκα από εκεί μέσα. Είπα ψευδίζοντας.

-Θα ήταν περίεργο.

-Ήσουν μικρούλα. Απάντησε η μητέρα μου ρίχνοντας άγρια βλέμματα στον πατέρα μου.

Η συζήτηση σταμάτησε εκεί, αν και το παιδικό μου μυαλό ήταν γεμάτο απορίες. Όλοι με κανακεύανε, παππούδες, γιαγιάδες, θείοι, θείες, μεγαλύτερα ξαδέρφια και μου μιλούσανε για τον ερχομό του νέου μέλους της οικογενείας όπως θα μίλαγαν σε κάποιον μεγάλο, επειδή κέρδισε το τζακ ποτ. Εγώ απλώς τους κοίταζα ανέκφραστη και λίγο αργότερα αποχωρούσα πηγαίνοντας να παίξω μόνη με τα παιχνίδια μου στο δωμάτιο. Άλλωστε για την ώρα το μόνο που έβλεπα για αδερφάκι ήταν το φούσκωμα της κοιλιάς της μητέρας μου. Ενώ όταν μια φορά με έβαλαν να ακουμπήσω το χέρι μου στην κοιλιά της μητέρας και ένιωσα το σάλεμα του, φρίκαρα τόσο που έβλεπα εφιάλτες.

-Πρέπει να πάμε το παιδί σε ψυχολόγο. Δε φαίνεται να δέχεται τον ερχομό του νέου μωρού.

-Υπερβολές. Όταν γεννηθεί το αδελφάκι της και θα έχει κάποια να παίξουν θα τα ξεχάσει όλα. Απλά δεν μπορεί να το καταλάβει.

-Είναι πανέξυπνη η κόρη μας, πιάνει πουλιά στον αέρα.

-Εκτός από πελαργούς, ευτυχώς, γιατί είναι μικρή…

-Στην ουσία δε δέχεται να το καταλάβει και αυτό με προβληματίζει.

Αυτές υποψιάζομαι ήταν οι συζητήσεις των γονιών μου όταν μένανε μόνοι τους. Τελικά μιας και την εποχή εκείνη οι παιδοψυχολόγοι ήταν περισσότερο ταμπού από λύση και δεν υπήρχαν τόσα περιοδικά που να ενημερώνουν τους γονείς για την ευαίσθητη ψυχολογία των παιδιών και αντιθέτως με τους παροντικούς χρόνους που οι ψυχολόγοι χαρακτηρίζονται trendy και για το παραμικρό ζητάμε την γνώμη τους με άφησαν στην «τύχη» μου, να πρέπει μόνη μου να αντιμετωπίσω τον ερχομό μιας μικρότερης αδερφής ή αδερφού. Τελικά ένα βράδυ κι ενώ κοιμόμουν ξύπνησα από μια κραυγή της μητέρας μου, και τώρα πείτε μου, μπορούσα τεσσάρων μόλις ετών να συμπαθήσω αυτό το πλάσμα που προκαλούσε πόνο στη μητέρα μου.

Στο σπίτι ήρθε να μείνει η γιαγιά μου μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς μου, τη μαμά δεν την έβλεπα καθόλου, ενώ ο μπαμπάς ερχόταν πάντα βιαστικός ή πολύ αργά για να τον καταλάβω. Είχαν περάσει τρεις μέρες από το βράδυ που ξύπνησα από τη φωνή της μητέρας μου, όταν εκείνη επέστρεψε σπίτι μας, χαμογελαστή και γλυκιά, κρατώντας ένα κουβάρι «ρούχα», αυτό θέλησα να πιστέψω τότε ότι ήταν, και όχι το πολυσυζητημένο αδερφάκι μου. Κάθισε σε μια καρέκλα και με φώναξε κοντά της για να μου δείξει το μωράκι! Ήταν το πιο άσχημο πλάσμα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου, ένα μαδημένο κοτόπουλο, με κλειστά μάτια και ροζ χέρια.

-Αυτό είναι για σένα. Είπε ο πατέρας μου και μου έδωσε ένα πακέτο τυλιγμένο.

-Στο έφερε δώρο η μικρή σου αδερφή. Πρόσθεσε η μητέρα μου, που πάντα συμπλήρωνε ότι εκείνος ξέχναγε να πει.

Το πήρα με τη μεγαλύτερη αδιαφορία που μπορεί να δείξει ποτέ παιδί για δώρο και μάλιστα για παιχνίδι. Όπως αρέσει στη μητέρα μου να σχολιάζει, κοίταξα καχύποπτα το τυλιγμένο πακέτο και το τυλιγμένο μωρό και έσκισα το χαρτί, από μέσα «ξεπήδησε» ένας ροζ λούτρινος λαγός, ήταν το δεύτερο πιο ενοχλητικό πλάσμα που έβλεπα στη ζωή μου ύστερα από την αδερφή μου.

Απογοητευμένη τόσο από την αδερφή μου όσο και από το δώρο της, επέστρεψα στο δωμάτιο μου και έκρυψα το ροζ κούνελο μέσα στην ντουλάπα μου πίσω από κάποια στρωσίδια. Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα με τίποτα να συνηθίσω την παρουσία της, ένα μωρό να κλαίει νύχτα μέρα, οι γονείς μου να την κανακεύουν, να στέκονται πάνω από την κούνια της να την κοιτάνε με λατρεία ενώ εμένα να με διατάζουν να κάνω ησυχία για να μην ξυπνήσω το μωρό… ύστερα που μεγάλωσε κάπως και μπορούσε να μένει ξύπνια για τρεις ώρες συνεχόμενες είχα άλλα προβλήματα, αφού ζητούσε να παίζει με τα παιχνίδια μου και όταν δεν της τα έδινα εκείνη έβαζε τις στριγκλιές, με αποτέλεσμα να μαλώνουν εμένα αφού ήμουν «μεγάλη πια» και έπρεπε να κάνω τα χατίρια στη μικρότερη, φυσικά όταν δε με βλέπανε οι γονείς και οι μεγάλοι της κατάφερνα και από καμιά τσιμπιά. Έτσι αγάπησα τα καλοκαίρια που πήγαινα στο χωριό και έμενα με τους παππούδες και τη συντροφιά του Μάκη. Περνώντας τα χρόνια η σχέση μας γινόταν πιο ανεχτική, εκείνη στη γωνιά της και εγώ στη δική μου.

…ώσπου…

Ήταν δεκατεσσάρων ετών ενώ εγώ κόντευα τα δεκαοχτώ, όταν ένα βράδυ θέλησε να ζητήσει τη γνώμη μου. Για ποιο θέμα; Μα φυσικά για αγόρια, η ηλικία για την ερωτική αφύπνιση κάθε εφήβου. (Μίλησα απλά για αφύπνιση, αν είσαι έφηβος μην πετάξεις τα εσώρουχα σου στον αέρα και ξεκινήσεις να ψάχνεις για ερωτικό σύντροφο εδώ και τώρα, άσε να ωριμάσει το πράγμα μέσα σου, ώστε να είσαι πράγματι έτοιμος και να μην κάνεις κάτι απλά επειδή το κάνουν κι όλοι οι άλλοι, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΘΕΣ ΕΣΥ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΩΣΤΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΓΧΟΣ, δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα σε κανέναν, πρέπει απλά να το χαρείς, το σεξ και τη γνωριμία με το σώμα το δικό σου και του συντρόφου σου).

Το ότι ζήτησε την γνώμη μου με έκανε να νιώσω μεγάλη, ή μάλλον για να μην παίζω με τις λέξεις, σπουδαία! Και ότι παρά τη δύστροπη συμπεριφορά μου απέναντι της, την εγωιστική πολλές φορές, υπολόγιζε τη γνώμη μου. Έτσι η σχέση μας ομαλοποιήθηκε και προς μεγάλη έκπληξη των γονιών μας αρχίσαμε να τα πηγαίνουμε καλά. Εκείνη μου έλεγε τα μυστικά της, που τα φυλούσα καλύτερα από τα δικά μου και εγώ προσπαθούσα να τη συμβουλέψω όσο καλύτερα μπορούσα.

Αυτή η πρώτη εξομολόγηση και αδερφική ανακωχή με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η αδερφή μου ήταν η μεγαλύτερη σταθερά που μπορούσα να έχω στη ζωή μου! Που όσες φίλες και να αποκτούσα και που συχνά μάλωνα μαζί τους και κόβαμε κάθε σχέση, αδερφή είχα μόνο μία και παρά την αρχική κακή εντύπωση που μου είχε κάνει, όταν έκανε την αλησμόνητη είσοδο της στη ζωή μου, στην αγκαλιά της μητέρας μας, δε θα την άλλαζα με τίποτα!

Καθόταν απέναντι μου και χάζευε δεξιά και αριστερά, εκείνο το ασχημόπαπο που με την πάροδο του χρόνου είχε μεταμορφωθεί σε έναν όμορφο καστανό κύκνο. Γύρισε και με κοίταξε και μου χαμογέλασε με την παιδική αφέλεια, τεχνητή όπως επιμένω να πιστεύω, που την έκανε να μοιάζει χαριτωμένη.

-Τα νέα σου! Τη ρώτησα.

-Όπως τα ξέρεις! Εσείς;

-Μια χαρά.

-Η ανιψιά μου;

-Η ανιψιά σου λόγω εφηβείας έχει σκοπό να με στείλει στο φρενοκομείο ή στο νεκροταφείο. Σχολίασα κουρασμένη με τις διαφωνίες που είχα καθημερινά με τη Νεφέλη.

-Λες και εσύ ήσουν καλύτερη στην ηλικία της. Είπε και γέλασε ενώ γέμισε το ποτήρι της με το υπόλοιπο περιεχόμενο από το μπουκάλι της μπύρας.

-Έτσι πιστεύεις!

-Έτσι πιστεύω; Εσύ δηλαδή έχεις αντίθετη γνώμη, την είχες τρελάνει την καημένη τη μαμά.

-Θεωρείς τα καμώματα της Νεφέλης ως τιμωρία για όσα έκανα εγώ στη μητέρα;

-Στην πραγματικότητα πιστεύω ότι τα καμώματα της Νεφέλης είναι τα καμώματα μιας δύσκολης κόρης σε μια δύσκολη μητέρα.

-Αυτή τη γνώμη έχεις για την αδερφή σου;

-Όχι γενικά, αυτή τη γνώμη έχω για την αδερφή μου στο θέμα της διαπαιδαγώγησης του παιδιού της!

-Είμαι δηλαδή αυστηρή!

-Απλά θες να γίνονται όλα με τον τρόπο σου. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι να γίνει κάτι σωστά.

-Ώστε είμαι αυταρχική;

-Δεν ξέρω! Αν έτσι λέγεται αυτό που περιέγραψα… τότε είσαι.

-Τι άλλο;

-Άσε με να σκεφτώ. Α ναι, δε θες να πειράζουν τα πράγματα σου, πρέπει να υπάρχουν όλα εκεί που τα άφησες, να μην ενοχληθούν γιατί αλλιώς μπορεί να γίνει ο Γ΄ παγκόσμιος πόλεμος.

-Δεν ήξερα ότι είμαι τόσο δυναμική! Ωραία δεν είναι να μεταφράζεις όπως σε βολεύει αυτά που ακούς;

-Πράγματι είσαι… και ενώ έσκυψε μου είπε πιο σιγά, έτσι μας συμβούλεψε ο γιατρός να σου λέμε, πρόσθεσε και έβαλε τα γέλια. Σμίγοντας τα χείλη μου όπως τότε που ήμουνα παιδί πήρα ένα πατατάκι από το μπολάκι που συνόδευε τη μπύρα της και της το πέταξα. Το πήρε από το παντελόνι της και σχολίασε.

-Bbq, τα αγαπημένα μου.

-Ώστε έτσι σας είπε ο γιατρός! Μόνο καλά λόγια έχεις να πεις για την αδερφή σου.

-Η αδερφή μου ξέρει ότι την αγαπάω, είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της. Και το να σε κολακεύω δεν είναι δείγμα αγάπης!

-Αλλά;

-Η κολακεία κρύβει υστεροβουλία, κολακεύω κάποιον γιατί θέλω να κερδίσω κάτι από εκείνον.

-Οπότε αποφάσισες να μου υποδείξεις τα άσχημα του χαρακτήρα μου. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα συνέχιζα το θέμα, όμως χάρη της έρευνας μου… καταλαβαίνεται.

-Είσαι γλυκιά, έξυπνη και ενδιαφέρεσαι. Κάποιος ξέρει ότι μπορεί να σε εμπιστευτεί, δε θα του πεις λόγια του αέρα, θα στύψεις το μυαλό σου να βρεις λύση ακόμα και εκεί που μπορεί να μην υπάρχει.

-Τα πιστεύεις αυτά που λες;

-Φυσικά, ειδικά αν μου χαρίσεις τα σκουλαρίκια που φοράς… είπε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Μην αγχώνεσαι, δε μου αρέσουν τόσο χτυπητά κοσμήματα, προτιμώ τα πιο μινιόν. Όμως βρε αδερφούλα μου, μασάς εύκολα κι εσύ, έπρεπε να δεις τη φάτσα που πήρες όταν στα ζήτησα.

-Δεν ήταν για τα σκουλαρίκια. Σχολίασα ντροπιασμένη.

-Το ξέρω, περισσότερο αναρωτήθηκες αν ίσχυαν τα καλά μου λόγια, μπήκες απευθείας στη διαδικασία αμφιβολίας για τα χαρίσματα σου. Γιατί όμως αυτομαστιγώνεσαι; Πάντα θαύμαζα την ιδιότητα σου να μη σε νοιάζει το τι πιστεύουν οι άλλοι για σένα και να πορεύεσαι με τον τρόπο που θεωρείς εσύ σωστό.

-Πίστεψε με, σύντομα θα επιστρέψω στον παλιό, καλό εαυτό μου.

-Και τι κρίση είναι αυτή που περνάς;

-Υποκριτική!

-Υποκριτική;

-Καλλιτεχνικά υποκριτική. Θα σου εξηγήσω κάποια στιγμή.

-Αδημονώ… ή μήπως δεν πρέπει;!!!      

 

 

Κεφάλαιο Όγδοο

 

Πόσοι από εσάς πιστεύουν στη φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα με την προϋπόθεση ότι και οι δύο είναι ετεροφυλόφιλοι... φαντάζομαι ήδη κάποιους από εσάς να χαμογελάν ειρωνικά και να αναρωτιούνται για ποιο λόγο να είσαι φίλος ή φίλη με κάποιον του αντίθετου φύλλου! Κάποιοι θα σκέφτονται ότι αν ο άλλος δεν είναι όμορφος ή τουλάχιστον στα δικά τους πρότυπα ομορφιάς μπορεί να κάνεις κάποια εξαίρεση. (Φυσικά ο άλλος ή η άλλη μπορεί να τρέφουν αισθήματα για εσάς! -καθόλου εγωιστικό-) οπότε καταλήγουμε πάλι στο ίδιο συμπέρασμα, φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ.

Κι όμως μπορεί να είναι σπάνιο σαν φαινόμενο, αλλά όχι αδύνατο. Με το Θεόφιλο γνωριζόμαστε όλη μας τη ζωή. Ξεκινήσαμε μαζί από το νήπιο και φτάσαμε ως την τρίτη λυκείου, όχι απλοί συμμαθητές αλλά διπλανοί στο ίδιο θρανίο. Στο γυμνάσιο όλοι μας θεωρούσαν ζευγάρι, αφού σχεδόν ήμασταν αχώριστοι, εμείς φυσικά το αρνούμασταν και αντικρίζαμε τη δυσπιστία στο βλέμμα τους. Ο Θεόφιλος ήταν ωραίο αγόρι και αρκετά δημοφιλής στα κορίτσια που ξεροστάλιαζαν για ένα του βλέμμα ... η πρώτη του σχέση μάλιστα ήταν φίλη μου και εγώ ήμουν εκείνη που είχα μεσολαβήσει για το "προξενιό". Στα διαλείμματα από τα μαθήματα τους έβλεπα να φιλιούνται και να φασώνονται κάτι που με άφηνε παγερά αδιάφορη, ή μάλλον για να είμαι πιο ακριβής, ικανοποιημένη που δυο φίλοι μου ήταν μαζί και περνούσαν ευχαρίστα παρέα. Κι όμως ήμουν ο "λόγος" που εκείνοι οι δύο χώρισαν. Μη βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα. Ο Θεόφιλος με την Κατερίνα χώρισαν επειδή ζήλευε την σχέση μας και δεν πίστευε ότι εμείς οι δύο, ήμασταν απλά φίλοι! Τον έβαλε μάλιστα να επιλέξει, χωρίς λόγο ανάμεσα σε εμένα και εκείνη, όμως το φιλαράκι μου δε γούσταρε εκβιασμούς και έτσι ήρθε πρώτος ο εγωισμός του. Θυμάμαι μάλιστα και το σχόλιο του όταν τον ρώτησα «Γιατί δεν ήταν πλέον ζευγάρι»;

-Δεν ήθελε εμένα!

-Αλλά; τον ρώτησα με παιδιάστικη αφέλεια.

-Ζήλευε την σχέση μας! ήθελε να μας χωρίσει.

-Πως να μας χωρίσει, αφού δεν είμαστε μαζί;

-Ξεκόλλα και εσύ πια με τις βλακείες του σχολείου και των συμμαθητών μας! Ήθελε να χαλάσει τη φιλία μας! Κατάλαβες τώρα;

-Κατάλαβα. απάντησα και το θέμα έληξε εκεί!

Φυσικά ως έφηβοι, θέλαμε δε θέλαμε επηρεαζόμασταν και εμείς από τα σχόλια των άλλων που αν και μας είχαν συνηθίσει μαζί, επιμένανε να πιστεύουν στα δικά τους. Έτσι στην πρώτη λυκείου αρχίσαμε άθελα μας να αναρωτιόμαστε αν μπορούσαμε τώρα που μεγαλώναμε να είμαστε απλά φίλοι. Αν όντως δεν υπήρχε κάποια ερωτική υπόνοια καλά κρυμμένη πίσω από την παιδική μας φιλία. Έτσι ένα βράδυ, ύστερα από μια εκδήλωση της τρίτης λυκείου σε ένα τελειωμένο κλαμπ,  ελληνάδικο, που οι τελειόφοιτοι έκαναν εκδήλωση για να συγκεντρώσουν χρήματα για την πενθήμερη εκδρομή τους, με προορισμό, που αλλού τη Ρόδο, την ώρα που με συνόδευε στο σπίτι μου, -ήταν και ιππότης-  κουβέντα στην κουβέντα πιάσαμε και αυτό το θέμα.

-Πιστεύουν ότι είμαστε ζευγάρι!

-Πράγματι. απάντησε απλά ο Θεόφιλος, χωρίς να προσθέσει το σχόλιο που έκανε ολοένα για τη στενοκεφαλιά τους.

-Σε δυο χρόνια που θα τελειώσουμε το σχολείο ίσως μας ξεχάσουν...

-Μπα το πιο πιθανό είναι ότι θα μας συναντάνε και θα μας ρωτάνε πόσα παιδιά έχουμε κάνει.

-Πιθανό κι αυτό! Περπατήσαμε για λίγο ακόμα σιωπηλοί.

-Ίσως πρέπει να αλλάξουμε θρανία.

-Δε θα τους κάνω αυτή τη χάρη... σιγά μη πάρω "διαζύγιο" για να πειστούν ένα τσούρμο ανόητοι.

-Είσαι απλά στενοκέφαλος ή τρέχει τίποτε άλλο; τόλμησα να ρωτήσω.

-Σαν τι άλλο; ρώτησε και σταμάτησε για να με κοιτάξει...

Ανασήκωσα απλά τους ώμους μου.

-Δεν ξέρω!

-Αυτό μου τη δίνει… είπε και πριν προλάβω να ρωτήσω τι, έπιασε το κεφάλι μου και μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα. (κανονικό για εσάς που αναρωτιέστε) δεν κράτησε πάνω από λίγα δευτερόλεπτα, όταν τραβηχτήκαμε ταυτόχρονα και απότομα και γυρίσαμε την πλάτη ο ένας στον άλλο.

Πως ένιωσα, μια λέξη μπορεί να το περιγράψει. ΑΗΔΙΑ. Ήταν σα να φίλαγα τον αδερφό μου. Τώρα κάποιοι θα σχολιάσουν ότι είχα αδελφή, όμως ο Θεόφιλος ήταν για μένα αδερφός.

-Λοιπόν; με ρώτησε εκνευρισμένος γι αυτό που μόλις είχε αναγκαστεί να κάνει.

-Σε καμία περίπτωση, είμαστε απλά φίλοι!

-Χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε!

-Είμαστε δυο καλοί φίλοι!

-Έτσι μπράβο είπε και πέρασε το χέρι του ατσούμπαλα πάνω από τον ώμο μου, όπως μόνο ένα αρσενικό μπορεί να κάνει. Και έτσι η σχέση μας πορεύτηκε τόσα χρόνια μετά όπως τότε που σχεδόν βρέφη παίζαμε στο νηπιαγωγείο χωρίς υποψία ερωτισμού ανάμεσα μας!

Χρόνια αργότερα μου εκμυστηρεύτηκε ότι την ίδια περίοδο λόγω των συμμαθητών μας είχε και ο ίδιος αμφιβολίες για την σχέση μας και ότι με φίλησε γιατί ήθελε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν έτρεχε κάτι περισσότερο μεταξύ μας. Δεν τον ρώτησα πως ένιωσε, το θεωρούσα δεδομένο, έτσι όπως βιάστηκε να τραβηχτεί από κοντά μου.

-Καλύτερα άλλωστε έτσι, ήμασταν μικροί αν παρασερνόμασταν σε αυτή τη σαχλαμάρα που μας έβαλε η ξένη λογική το μόνο που θα είχαμε καταφέρει θα ήταν να χαλάσει η φιλία μας! είπε και μου χάρισε ένα χαμόγελο που περισσότερο με γέμισε ερωτηματικά παρά μου επιβεβαίωσε την άποψη του αυτή.

 

 

Όταν έναν άνθρωπο τον γνωρίζεις απ’ όταν θυμάσαι τον εαυτό σου και τον κρατάς στη ζωή σου, δεν μπορείς να μην τον ρωτήσεις τι γνώμη έχει για σένα. Είχε έρθει σπίτι μας να δει την αναδεχτή του, μιας και είχε βαφτίσει τη Νεφέλη, η μικρή αφού κάθισε για λίγο μαζί μας, έφυγε να πάει να συναντήσει τις φίλες της, όσο για τον Παύλο υποχρεωτικές υπερωρίες. Κι έτσι μείναμε οι δυο μας να τα λέμε όπως παλιά!

-Πως είναι η ζωή στην Ολλανδία;

-Τι να σου πω! Καλά!

-Σκέτο καλά; Πες καμιά λεπτομέρεια!

-Καπνίζουμε τουλίπες! Είπε και μου χάρισε το αιώνια πειραχτικό χαμόγελο του!

-Καλοπερνάτε! 

-Εδώ;

-Εδώ τρώμε ολημερίς τα σκατά των πολιτικών μας, και της παγκόσμιας οικονομίας!

-Αυτό συμβαίνει παντού...

-Εμείς το παρακάνουμε... και μυαλό δε βάζουμε! ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του... Δεν έχεις συνηθίσει ακόμα τη ζωή στο εξωτερικό;...

-Όσα και να λένε αδερφούλα, προτιμώ τη ζωή στο εσωτερικό! (Συνηθίζαμε να αποκαλούμε ο ένας τον άλλο αδερφό, μετά το άτυχο περιστατικό του φιλιού που είχαμε συνειδητοποιήσει ότι η σχέση μας θα παρέμενε στα στενά όρια της φιλίας και μεταξύ μας δεν μπορούσε να υπάρξει κάτι άλλο διότι απλά θα ήταν αιμομιξία)... Βέβαια δεν πρέπει να έχω παράπονο, τόσο άθλια που είναι τα πράγματα στην πατρίδα (εδώ έχω να συμπληρώσω ότι πριν φύγει από την Ελλάδα, προτιμούσε τη λέξη χώρα, όταν άκουγα τη λέξη πατρίδα από το στόμα του, έφτανε νοερά στα αφτιά μου η φωνή του Καζαντζίδη και φανταζόμουν το Θεόφιλο σε ασπρόμαυρο φιλμ να γεμίζει το ποτήρι του κρασί από ένα τσίγκινο καραφάκι)... άλλωστε από το να ζεις στην Ελλάδα ως επαίτης καλύτερα να ζεις στο εξωτερικό με αξιοπρέπεια!

-Φυσικά... συμφώνησα μαζί του.

-Θυμάμαι ακόμα το συναίσθημα που είχα όταν με απέλυσαν από τη δουλειά! Ήξερα ότι ήταν απλά αποτέλεσμα της κρίσης και όμως ένιωθα απλά άχρηστος και ότι εγώ έφταιγα...

-Σαχλαμάρες...

-Τότε δε μου είχες πει αυτό, απλά κάθισες και με άκουσες.

-Είχες την ανάγκη να μιλήσεις... δεν μπορούσα να σε αποπάρω, δε συμφωνούσα με αυτά που έλεγες αλλά ήξερα ότι δε μιλούσες με τη λογική, εξέφραζες τα συναισθήματα σου, την πικρία σου, την άθλια αίσθηση ότι δεν ήσουν ικανός και γι αυτό έχασες τη δουλειά σου... έπρεπε να σε αφήσω να τα πεις, μόνο εξωτερικεύοντας όσα είχες να πεις θα καταλάβαινες ότι δεν ίσχυε ... μετά σου εξήγησα ότι έκανες λάθος....

-Πάντα με άκουγες... ήσουν εκεί όταν σε χρειαζόμουν...

-Και εσύ ήσουν εκεί όταν σε χρειαζόμουν...

-Μόνο που δε μου τα έλεγες όλα, ήσουν λίγο κρυψίνους...

-Όταν ήξερα ότι σκόπευα να κάνω μαλακία και ότι δε θα ήσουν σύμφωνος, ότι θα με συμβούλευες να μην το κάνω... αλλά εγώ έπρεπε οπωσδήποτε να το κάνω...

-Η αλήθεια είναι ότι έκανες πάντα του κεφαλιού σου, ακόμα κι όταν ήταν να το φας...

-Τι άλλο; τον ενθάρρυνα πονηρά για να μην του κάνω ευθεία την ερώτηση που έκανα σε όλους τον τελευταίο καιρό.

-Τι άλλο; με ρώτησε και εκείνος μπερδεμένος από την ερώτηση...

-Τι άλλο έκανα;

-Βασικά πάντα μπερδευόσουν και μου προκαλούσες ανησυχία αλλά στο τέλος την έβγαζες λάδι και εδώ που τα λέμε ήταν παράξενο με τον χαρακτήρα σου.

-Τι ακριβώς εννοείς με τον χαρακτήρα μου;

-Εννοώ ότι στην ουσία δεν υπάρχει ίχνος μέσα σου από αυτό που λέμε διπλωματία... Μπορεί να υπήρχε κάποιος ο οποίος θα σε διευκόλυνε κι εκεί που άλλοι θα κάνανε κωλοτούμπες για χάρη του, εσύ δε θα πιεζόσουν να υποκριθείς ότι τον συμπαθείς, μάλιστα θα του έφτυνες την αδιαφορία σου απροκάλυπτα στα μούτρα... και ας έβγαινες ζημιωμένη...

-Τόσο πολύ;

-Μμμμμ επίσης πάντα ήσουν αντικειμενική, αν δε θεωρούσες σωστό ένα φίλο σου σε κάτι, θα του το έλεγες και ξέρεις δεν είναι πολλοί αυτοί που μπορεί να το ανεχτούν αυτό!

-Πρώτη και καλύτερη εγώ η ίδια... σχολίασα

-Ίσως... αν και θεωρώ ότι στο "τέλος της μέρας" πάντα με τον έναν ή άλλο τρόπο κάνεις την αυτοκριτική σου!  

-Αν σε ρώταγε κάποιος να με χαρακτηρίσεις με μια λέξη...

-Αυτός ο κάποιος είναι υποθετικός ή είσαι εσύ;

-Υποθετικός...

-Βασικά θα έλεγα σε αυτόν τον κάποιο, ότι αν και κορίτσι ήσουν ντόμπρα σαν άντρας!

-Ήμουν;

-Είσαι!!!

Νομίζω ότι θα συμφωνήσετε αλλά μέχρι στιγμής ήταν ο πιο ωραίος χαρακτηρισμός που είχα ακούσει ... βέβαια εδώ που τα λέμε δεν είχα να παινευτώ και για πολλά καλά λόγια... όμως η άποψη του Θεόφιλου αντάμειβε την έρευνα αποκάλυψης του χαρακτήρα μου δια μέσω τρίτων... (κάθε λίγο ονόμαζα κι αλλιώς το εγχείρημα μου)...

Εκείνο το βράδυ, μόλις επέστρεψε ο Παύλος ήμουν πολύ γλυκιά μαζί του σε βαθμό να με κοιτάει με απορία και στο τέλος να με ρωτήσει.

-Πες το!

-Τι πράγμα; τον ρώτησα με απορία...

-Τι έκανες;

-Τι εννοείς τι έκανα;

-Δεν ξέ-ρω... είπε δειλά. Με κοίταξε για λίγο σκεφτικός και ξαναρώτησε...

-Πες το!

-Τι να πω πάλι;

-Τι θες;

-Σου ζήτησα κάτι χριστιανέ μου; τον ρώτησα ενοχλημένη...

-Όχι ακόμα...

-...αλλά;

-Αλλά έτσι είσαι συνήθως όταν θες κάτι ή όταν έχεις κάνει ζαβολιά;

-Δηλαδή συμπεριφέρομαι σαν θηλυκό;

-Αν δε συμπεριφερόσουν σαν θηλυκό για ποιό λόγο να σε παντρευόμουν;

-Σε όλες τις περιπτώσεις;

-Τι σημαίνει πάλι αυτό;

-Αν χρειαστεί είμαι ντόμπρα απέναντι σου;

-Δεν ξέρω... ελπίζω πως είσαι αλλά πως το θέτεις;

-Σου έχω πει σε κάποια περίπτωση που δεν έχει σχέση με εμένα και εσένα ότι ήσουν λάθος;

-Όχι δε θυμάμαι...

"Ίσως απλά να μην ήταν λάθος, θέλησα να δικαιολογηθώ στον εαυτό μου"

-Αν και θεωρώ ότι είσαι περισσότερο σύμμαχος παρά κριτής! Σχολίασε λίγα λεπτά αργότερα... μόλις είχε καταρρίψει την άποψη του Θεόφιλου.

Μάλλον ήμουν ακόμα τυφλωμένη από έρωτα δικαιολόγησα τον εαυτό μου και προτιμούσα να θεωρώ ότι είχε πάντα δίκιο ο σύντροφος μου...

-Δε λέω, συνέχισε, δεν μπορούμε να έχουμε πάντα δίκιο αλλά  στον άνθρωπο μας έχουμε την ανάγκη να βλέπουμε το σύμμαχο όχι τον κριτή...

- Κι αν είμαστε λάθος δεν πρέπει να μας βοηθήσει να το δούμε;

-Μα μωρό μου, ποιος άνθρωπος δεν ξέρει ότι είναι λάθος παρά την επιμονή του ότι υποστηρίζει το σωστό!

-Ίσως δεν έχεις άδικο, συμφώνησα απογοητευμένη...

 

 

Κεφάλαιο Ένατο

 

Πολλά μπορώ να ανεχτώ... και ότι (μπορεί να) είμαι γκρινιάρα, και αυταρχική και δε θυμάμαι πόσα μου έχουν καταλογίσει όσοι μέχρι στιγμής εξέφρασαν την γνώμη τους για μένα... ένα όμως χαρακτηρισμό δεν πρόκειται να τον ανεχτώ, αυτόν της κακής μάνας! Τι μπορείς να κάνεις όμως όταν το ίδιο σου το παιδί σε θεωρεί κάθε άλλο παρά καλό γονιό.

-Και ποιον θεωρείς εσύ καλό γονιό; τη ρώτησα με ανασηκωμένο φρύδι και κάπως τραχιά για να λέμε την αλήθεια.

-Αυτόν που έχει κατανόηση.

-Είσαι δεκατριών χρονών Νεφέλη, τι κατανόηση ακριβώς γυρεύεις;

- Λίγη παραπάνω ελευθερία δε βλάπτει...

-Λίγη παραπάνω ελευθερία από αυτή που σου δίνουμε εγώ και ο πατέρας σου θα φτάσει στο επίπεδο του μπάτε σκύλοι αλέστε... σε ποια ανόητα, δαιμονισμένα βιβλία κάνε τη ζωή σου καλύτερη, διάβαζε αυτές τις αηδίες η μικρή... έπρεπε να αρχίσω να τσεκάρω τις σελίδες που επισκεπτόταν στο ίντερνετ...

-Το ότι με υποχρεώνεις να σε πάρω τηλέφωνο αν καθυστερήσω δύο λεπτά δεν είναι τόσο αντιπροσωπευτικό του φιλελεύθερου χαρακτήρα σου, ξέρεις!

-Όχι, δεν ξέρω...

-Με ενοχλεί που δε μου δείχνεις εμπιστοσύνη.

-Δεν είναι ότι δε δείχνω σε εσένα εμπιστοσύνη! Θέλησα να δικαιολογηθώ, όμως ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, δε θέλουν όλοι το καλό σου μωρό μου.

-Ούτε όλος ο κόσμος θέλει το κακό μου όμως... και δεν είμαι χαζή, μπορώ να καταλάβω ποιός θέλει το καλό μου ή όχι...

-Δε σε είπα χαζή... όμως ο λύκος φοράει προβιά αρνιού όταν θέλει να βλάψει.

Εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη της όταν άκουσε αυτή τη φράση, το ύφος που πήρε το βλέμμα της όταν με κοίταξε, μεταφράζονταν σε μία και μοναδική λέξη, τη λέξη που κανείς γονιός δε θέλει να ακούσει ποτέ από τα χείλη του παιδιού και όμως είναι τόσο αναπόφευκτη σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής του παιδιού. "Είσαι εντελώς μαλακισμένη" αυτό διάβασα στο ύφος της μοναχοκόρης μου, πριν διαβάσει την απογοήτευση στο πρόσωπο μου και μιλήσει.  

-Τώρα μιλάς σαν να είμαι πέντε ετών... σχολίασε.

Μα μόλις χθες ήσουν πέντε ετών, έτρεχες στην αγκαλιά μου όταν έπεφτες και χτύπαγες, σχολίασα σιωπηλά. Και μόλις προχθές σε νανούριζα στην αγκαλιά μου, τρεφόσουν από το στήθος μου, πότε μεγάλωσες και απαιτείς περισσότερη ανεξαρτησία… (και ύστερα ο ειρμός της σκέψης μου με οδήγησε αλλού) Αλλά σήμερα είσαι μόλις δεκατριών οπότε θα περιμένεις τουλάχιστον μέχρι "αύριο" για περισσότερες ελευθερίες... είπα πάλι σιωπηλά με το σθένος της μάνας που δε δέχεται να μεγαλώσει το παιδί της!

-Αφού δεν είσαι πέντε λοιπόν, συμπεριφέρσου ανάλογα.

-Τι σημαίνει πάλι αυτό;

-Ότι φέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδάκι... επιπλέον ως μεγάλη γυναίκα, -εδώ ίσως την ειρωνεύτηκα λίγο περισσότερο απ ότι χρειαζόταν, αλλά μόλις είχε ξεκινήσει εμφύλια διαμάχη γενεών και δεν μπορούσα να είμαι μαλακιά- πρέπει να ξέρεις ότι οι μεγάλοι έχουν υποχρεώσεις και για την ώρα η υποχρέωση σου είναι το σχολείο.

-Είναι καλοκαίρι!

-Αν κρίνω όμως από τους βαθμούς σου πέρσι που υπήρξε κατολίσθηση...

-Είναι κάπως φορτωμένο το πρόγραμμα μου. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

-Πράγματι, συμφώνησα. Όμως πας σε όποιες δραστηριότητες εσύ ζήτησες, δε σου επιβάλαμε τίποτα.

-Τα αγγλικά δεν τα ζήτησα εγώ.

-Δεν πιστεύω να θες να σταματήσεις τα αγγλικά πριν δώσεις το χαρτί! Άλλωστε να ξέρεις, ότι αν δεν έχεις τις απαιτούμενες επιδώσεις, εφόσον εγώ πληρώνω τα ωδεία και τις σχολές σύγχρονου χορού που πας και ραπάρεις χορεύοντας, από εκεί θα ξεκινήσουν οι περικοπές.

-Δεν είμαι υπάλληλος σου για να με απειλείς!

-Δεν απειλώ ποτέ τους υπάλληλος μου (εκτός από τους υφισταμένους μου, βλέπε Χριστίνα) αλλά όσο είσαι κάτω από τη στέγη μου και πληρώνω για σένα θα κάνεις αυτό που πρέπει!

-Μπα και τι πρέπει;

-Να είσαι επιμελής!

-Ξέρεις κάτι μητέρα, είσαι υποχρεωμένη να πληρώνεις για μένα, εσύ ήθελες να κάνεις παιδί, δε σου ζήτησα εγώ να με γεννήσεις!

-Ακριβώς και επειδή ήθελα παιδί πρότυπο θα γίνεις αυτό που θέλω εγώ...

-Αυτό δεν είναι στο χέρι σου, το πως θα σου βγει το παιδί είναι κάτι σαν τζακ πότ!

Σίγουρα αυτό το κορίτσι θα γινόταν δικηγόρος, δεν το πιστεύεται και εσείς από τις απαντήσεις που έδινε. Από τη μία θύμωνα που μου πήγαινε κόντρα και από την άλλη θαύμαζα το πόσο ετοιμόλογη ήταν, σταθερή στις απόψεις της και χωρίς να καταφεύγει σε παιδιακίστικες γαλιφιές και συμπεριφορές!

Παρά τα όσα μου έχουν καταλογίσει, μου αρέσει να είμαι δίκαιη και αντικειμενική ακόμα και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Και στο παραπάνω απόσπασμα που παρέθεσα  στο κριτικό σας πνεύμα από μια συζήτηση που είχα με την κόρη μου δε θα μπορούσα να χαρακτηριστώ και ως μάνα πρότυπο... άνετα κάποιος θα μπορούσε να με χαρακτηρίσει πιο αυταρχική πεθαίνεις, απόλυτη, στριμμένη και καταπιεστική. Δε θα προσπαθήσω να σας αποδείξω το αντίθετο, ως ένα σημείο μπορεί να είμαι τα παραπάνω αλλά τα περισσότερα μου τα γεννούσε η στάση της κόρης μου με τα όσα μου καταλόγιζε. Κάποιος θα αντιπαραθέσει ότι η εφηβεία είναι υπεύθυνη για τέτοιου είδους συγκρούσεις με τα παιδιά και συνήθως είναι σχεδόν καθημερινές. Ο λόγος αντίλογος δεν παύει ποτέ, ότι είναι μια φάση που πρέπει να δεχτούμε και να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε το παιδί να την περάσει ομαλά μιας και χτίζει ακόμα χαρακτήρα και είναι πολύ πιο δύσκολα για εκείνο από ότι για το γονιό. Το παιδί θα αμφισβητήσει και κάποιες φορές θα προσβάλει το γονιό, και φυσικά όλοι περάσαμε από αυτή τη φάση και πρέπει να δείξουμε κατανόηση.

-Είσαι ίδια η γιαγιά. Την άκουσα να με κατηγορεί.

-Αλήθεια; συνέχισα να την ειρωνεύομαι... ύστερα έφυγε και η επόμενη απάντηση της ήταν η πόρτα του δωματίου της να κλείνει με πάταγο και ύστερα να κλειδώνει.

-Ειλικρινά δεν ξέρω ποια από τις δυο σας περνάει εφηβεία. Σχολίασε ο Παύλος που παρακολουθούσε σιωπηλός τη συζήτηση μας, πράος σαν το μικρό βούδα παριστάνοντας όπως πάντα τον καλό μπάτσο που όμως δεν μπορεί να βοηθήσει τον κρατούμενο, γιατί πολύ απλά ο κακός μπάτσος, δηλαδή εγώ, ήμουν και το αφεντικό.

Πήγα και κάθισα απέναντι του και τον κοίταξα.

-Είμαι ίδια η μάνα μου; τον ρώτησα σοκαρισμένη, αν και είχα από μόνη μου αντιληφθεί κάποιες ομοιότητες.

-Μια χαρά DNA έχει η μάνα σου, θα μείνεις αγέραστη.

-Ώχου βρε Παύλο! Είπα και σηκώθηκα.

-Αγάπη μου, αυτό που με ρώτησες τις προάλλες...

-Ποιο πράγμα;

-Για το αν έχεις υπάρξει απέναντι μου επικριτική...

-Δε σε ρώτησα ποτέ τέτοιο πράγμα, σε ρώτησα απλά αν έχω υπάρξει αντικειμενική απέναντι σου, αν θεώρησα ότι σε κάποια περίσταση ήσουν λάθος!

-Έστω!

-...

-Ε λοιπόν, έχεις υπάρξει... δύο φορές μέχρι στιγμής, μία τότε που διαφώνησα με έναν συνάδελφο και μία με τον αδερφό μου...

-Πρέπει να είσαι ικανοποιημένος με τον εαυτό σου λοιπόν!

-Γιατί το λες αυτό;

-Γιατί υπήρξες άδικος μόνο δυο φορές στη ζωή σου...

-Για να το λες εσύ, είπε πειραχτικά χωρίς όμως κανένα ίχνος ειρωνείας και μου έστειλε ένα φιλί. Αυτός ήταν ο Παύλος, μπορεί να έλεγε ό,τι ήθελε χωρίς όμως κανένα ίχνος ειρωνείας σε αντίθεση με εμένα που όπως συχνά σχολίαζε η μητέρα μου, η φωνή μου ‘‘έσταζε μελί’’, κοινώς δηλητήριο.

Επιστρέφοντας την επόμενη μέρα από τη δουλειά βρήκα τη Νεφέλη αραχτή στον καναπέ με ανοιχτή τηλεόραση και το κινητό ανά χείρας να ανταλλάσει μηνύματα με τους φίλους της. Άφησα τα πράγματα και κάθισα σε έναν καναπέ απέναντι από την κόρη μου, εκείνη έκανε ότι δε μου έδινε σημασία αλλά διάβαζα στις ενοχλημένες εκφράσεις που έπαιρνε τη δυσαρέσκεια της.        

-Ώστε με θεωρείς κακή μάνα!

-Δε σε θεωρώ κακή μάνα! Απάντησε χωρίς να σηκώσει όμως το βλέμμα της.

-Αλλά;

-...

-Δε με θεωρείς όμως ούτε και καλή!

-Θεωρώ ότι είσαι καλή με τον τρόπο σου.

-Που όμως εσένα δε σε καλύπτει!

-Είσαι πολύ αυστηρή...

-Από ποια άποψη;

-Είσαι πολύ απαιτητική και νιώθω ότι σε απογοητεύω.

-Αγάπη μου δε με απογοητεύεις...

-Και τότε γιατί σχολιάζεις με κάθε ευκαιρία τους βαθμούς μου;

-Μπορείς να τα πας καλύτερα και το ξέρουμε και οι δύο...

-Μπορεί και να μην μπορώ, λυπάμαι που δεν έχω τις δικές σου άριστες επιδώσεις...

-Ξέρω ότι θα μετανιώσω γι αυτό που θα πω, αλλά και εγώ είχα αδυναμία σε ένα μάθημα...

Η παραδοχή μου τράβηξε την προσοχή της κόρης μου.

-Αλήθεια, σε ποιο;

-Στη χημεία!

-Έτσι εξηγείται που παντρεύτηκες με τον μπαμπά, σχολίασε μειδιώντας.

-Τι σημαίνει αυτό; τη ρώτησα ξαφνιασμένη.

Ανασήκωσε τους ώμους της με το μειδίαμα κολλημένο στα χείλη της ακόμα.

-Και μετά λες ότι εγώ μοιάζω στη γιαγιά... σχολίασα πειραγμένη, με τον μπαμπά σου αλληλοσυμπληρωνόμαστε... και επιπλέον το θέμα μας ήταν άλλο.

-Μμμμ, ναι αν είσαι καλή μάνα.

-Οπότε καλή δεν είμαι, κακή δεν είμαι να υποθέσω ότι είμαι μέτρια!

-Ε!!

-Μένω μετεξεταστέα να υποθέσω...

-Βρε μαμά, γιατί θες να κάνουμε αυτή την κουβέντα, αφού ούτως ή άλλως τα δικά σου θα συνεχίσεις...

-Θέλω να ξέρω...

-Λοιπόν θες να γίνεται το δικό σου, κι όταν δε γίνεται κρατάς μούτρα ... γιατί πιστεύεις ότι μόνο εσύ έχεις δίκιο και μπορεί να έχεις και δίκιο όμως δεν χρειάζεται να γίνετε πάντοτε το δικό σου... γιατί αυτό σε ενοχλεί, όχι αν έχεις δίκιο αλλά επειδή δεν ακολουθήθηκαν οι οδηγίες σου. Και το κάνεις σε όλα, από το πιο σπουδαίο ως το πιο ασήμαντο... από τους βαθμούς μου που θα πέσουν ως το πως θα κουρευτώ...

-Μα είσαι μόλις δεκατριών.

-Και αυτό τι σημαίνει, ότι δεν μπορώ να έχω προσωπική γνώμη; Και στην τελική δε λέω να μη με συμβουλεύεις, λέω ότι δε γίνεται να κάνω μόνο αυτό που θες. Ξέρω ότι γίνεσαι θυσία αλλά μην ζητάς αντίτιμο να γίνω εσύ, δεν μπορώ να γίνω εσύ... και ξέρω ότι θα θυμώσεις αλλά εσύ με ρώτησες... και ναι σε κάποια πράγματα αφού με ρωτάς μένεις μετεξεταστέα...

-Δεν μπορώ να σε αφήσω να κάνεις του κεφαλιού σου... και ούτε θέλω να γίνεις εγώ... θέλω να γίνεις ευτυχισμένη... ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για σένα... όμως δεν μπορώ να σε αφήνω στα 13 να τρέχεις από κλαμπ σε κλαμπ και να κάνεις πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου και στον χαρακτήρα σου επειδή το κάνουν όλοι οι άλλοι.

-Μα αυτό είναι που με θυμώνει, ότι δε μου έχεις εμπιστοσύνη...

-Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης...

-Ναι, είναι θέμα λύκου με προβιά προβάτου...

-Μη με ειρωνεύεσαι...

-Αφού δεν καταλαβαίνεις!

-Νεφέλη, άκουσα την ήρεμη φωνή του Παύλου να έρχεται από την πόρτα, και η μάνα σου να σου επιτρέψει περισσότερες ελευθερίες, όπως εσύ ονομάζεις το να κόβεις όλη την ώρα βόλτα με τις φίλες σου και το να χαζεύεις αντί να διαβάζεις δε θα σου τις επιτρέψω εγώ...  

-Αυτό το ότι κάνετε πάντα κόμμα εναντίον μου, μου τη δίνει στα νεύρα... είπε και έκανε να σηκωθεί.

-Κάθισε κάτω. Είπε έντονα ξαφνιάζοντας μας και τις δύο. Η Νεφέλη κάθισε και σταύρωσε τα χέρια της. Είχα σκοπό να σε βάλω φροντιστήριο να προετοιμαστείς για το πτυχίο των αγγλικών και η μάνα σου προτίμησε να σε αφήσει να ξεκουραστείς το καλοκαίρι... και μπορεί εκείνη να φαίνεται η σκληρή, αλλά έχει την πλήρη υποστήριξη μου και όταν μεγαλώσεις θα το καταλάβεις, το ότι οι γονείς της φίλης σου χώρισαν και της κάνουν και οι δύο το κάθε τρελό χατίρι δε σημαίνει ότι εμείς σου φερόμαστε σκληρά...

-Ναι,  καλά...μπορώ να πάω στο δωμάτιο μου;...

-Να πας και να κάνεις επανάληψη στα αγγλικά.

-Τώρα σοβαρά θα με βάλεις τιμωρία;

-Δεν είναι τιμωρία...

-Όχι καθόλου... είπε και έφυγε...

Αφού ακούσαμε την πόρτα να κλείνει γύρισε και μου χαμογέλασε πονηρά.

-Αυτό αγάπη μου σημαίνει είμαι σύμμαχος.

-Μπα! Σχολίασα και σηκώθηκα για να τον πάρω αγκαλιά.

-Ξέρεις θυμήθηκα και άλλη φορά που ήσουν παραπάνω αντικειμενική από ότι χρειαζόταν ...

-Και;

-Τίποτα απλά αυτό...

-Δηλαδή ήμουν άδικη τώρα με την κόρη σου;

-Πως καταφέρνει και γίνετε αποκλειστικά κόρη μου στις κακές στιγμές της!

-Έλα ντε; Πάντως θα ανταμειφθείς για την αδικία που έκανες στο παιδί, το βράδυ ιδιαιτέρως...

-Μα δεν την αδίκησα...

-Αυτό να το θυμάσαι... είπα και διέκοψα την κουβέντα μου για να τον φιλήσω. Να το θυμάσαι όταν θα θεωρείς ότι υπήρξα πιο αντικειμενική απ' ότι έπρεπε...

 

 

Κεφάλαιο Δέκατο

 

Φορούσα ένα ζευγάρι ψηλές, διχτυωτές κάλτσες, μαύρες, που κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το πόδι μου. Το ζευγάρι κόκκινες γόβες με τακούνι στιλέτο, και το ολόσωμο εσώρουχο που είχα αγοράσει όταν πήγα για ψώνια  με την Άντα. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, γυμνός, σκεπασμένος με ένα λευκό σεντόνι, στο σημείο της στύσης του το σεντόνι ανασηκωνόταν, θυμίζοντας μου τις αυτοσχέδιες σκηνές που για να τις στήσουν, καρφώνουν ένα παλούκι στο έδαφος για να στηρίζει το σεντόνι.  

Στο χέρι μου κρατούσα ένα κόκκινο καμτσίκι, και το χτύπαγα ελαφρά στο μπούτι μου, ενώ άλλες φορές άγγιζα με τη διχαλωτή του γλώσσα τη σχισμή του στήθους μου. Το βλέμμα του ήταν προκλητικό, τόσο που ήθελα να του καταφέρω χτύπημα στο πρόσωπο με το καμτσίκι και να του αφήσω ανεξίτηλο σημάδι, όπως είχε καταφέρει εκείνος σε εμένα όταν ήμασταν δεκαέξι ετών και φλέρταρε με τη φίλη μου, αντί για εμένα. Όχι δεν ήταν ότι τον αγαπούσα, όμως ήταν απωθημένο και με τα απωθημένα δεν παίζεις, βγάζουν ρίζες μέσα σου και δεν μπορείς εύκολα να τους αντισταθείς,

Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν το τακούνι στιλέτο αντιπροσώπευε αυτό που ισχυριζόταν το όνομα του κι αν θα μπορούσα να του το καρφώσω στην καρδιά, ώστε να τελειώσω μια για πάντα μαζί του. Είχα διαβάσει κάποτε σε ένα βιβλίο ότι όλοι οι άνθρωποι, ή σχεδόν όλοι, σκέφτονται ότι δολοφονούν κάποιον, συνήθως κοντινό τους, και δεν κρύβω ότι ήταν φορές που είχα σκεφτεί να σπρώξω την Άντα στο δρόμο, ώστε να την πατήσει αμάξι, ή να καρφώσω ένα κουζινομάχαιρο στην πλάτη της αδερφής μου, δεν ξέρω τι μπορεί να λέει αυτό σε εσάς για τον χαρακτήρα μου, αλλά προτού με κρίνετε, αναρωτηθείτε μήπως έχετε κάπου κάπου κάνει και εσείς αντίστοιχες σκέψεις για κάποιον.     

Αυτό συνέβαινε σε εμένα όταν βρισκόμουν με τον Κώστα, ύστερα σκεφτόμουν πως θα ένιωθε η Άντα, αν με έβλεπε να πλαγιάζω με τον πρώην της, αν μπορούσε να ακούσει τα προστυχόλογα που μου μουρμούριζε στο αυτί όταν κάναμε έρωτα, αν και έρωτα έκανα με τον άντρα μου, με τον Κωστή ήταν απλά η πράξη, ξεγυμνωμένη από αισθήματα και άκρως απολαυστική. Μη με ρωτήσετε για ενοχές, αν δεν υποψιαζόμουν ότι ο Παύλος φλέρταρε με συνάδελφο του, ο Κωστής θα έμενε για πάντα απωθημένο, βέβαια από απλή υποψία για φλερτ, μέχρι το επαναλαμβανόμενο κέρατο που του φορούσα με τον Κωστή το τελευταίο διάστημα, υπάρχει μεγάλη απόσταση, όμως με αναζωογονούσε και έπαιρνα και την πολλαπλή εκδίκηση μου.

-Έλα! Τον άκουσα να μου λέει λιγωμένος. Τον πλησίασα αργά και ακουμπώντας το καμτσίκι πάνω στο σώμα του κατέβασα το σεντόνι από το κορμί του, αφήνοντας τον χωρίς κάλυμμα. Ύστερα γονάτισα ακουμπώντας την γάμπα μου πάνω στο στέρνο του, εκείνος χάιδεψε το πόδι μου, ενώ σούφρωνε τα χείλη του και ανασήκωνε το κεφάλι του προσπαθώντας να με αγγίξει.

-Τι είμαι; τον ρώτησα.

-Τι είσαι; επανέλαβε...

-Εσύ θα μου πεις.

-Ξέρω εγώ;! Το βρήκα... του έκανα ένα νεύμα με το κεφάλι.

-Πουτανάκι! Μια γερή καμτσικιά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην του αφήσει σημάδι έπεσε στο πρόσωπο του. Όλα κι όλα, σε αυτό το παιχνίδι ήμασταν ισότιμοι, δε θα του επέτρεπα να με προσβάλει εξαιτίας των φαλλοκρατικών αντιλήψεων του. Άλλωστε είχα μεγάλα ποσοστά φεμινισμού μέσα μου που αντιδρούσαν αυτόματα.

-Τρελή; με ξαναρώτησε.

-Ξαναδοκίμασε! Το χέρι του πηγαινοερχόταν πάνω κάτω στη γάμπα μου, ενώ το μυαλό του προσπαθούσε να στροφάρει.

-Κάβλα,  είπε στο τέλος και εγώ ικανοποιημένη πέρασα το δεξί μου πόδι δίπλα στο πλευρό του και ανέβασα και το αριστερό πάνω στο κρεβάτι ώστε να βολευτώ επάνω του.

-Και τι άλλο;

-Ηφαίστειο!

-Αχα!

-Σε βλέπω και χύνω. Έσκυψα ώστε να έχει καλύτερη θέα στο στήθος μου.

-Οπότε τελείωσες, δεν χρειάζονται άλλα παιχνίδια, να πάω να ντυθώ...

-Με εσένα δεν τελειώνω ποτέ!

-Ψεύτη!!!

Το γοητευτικό του χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του ενώ με κράτησε πιο γερά, ανησυχώντας μη φύγω στα αλήθεια!

......... ........... ............ ............... ............. ................ .............. .............. ............... .............

Αν και φανατική αντικαπνίστρια πάντα μου άρεσε να μοιράζομαι το τσιγάρο που άναβε ο Κωστής μετά την πράξη. Ήταν μια συνήθεια κόντρα σε αυτές που είχα στην καθώς πρέπει ζωή μου. Στο μυαλό μου ήρθε η λέξη που μου πέταξε στα μούτρα όταν τον ρώτησα τι ήμουν και αναρωτήθηκα, ήταν απλά μια λέξη πάνω στο ερωτικό παιχνίδι ή την εννοούσε; Και εδώ που τα λέγαμε ίσως να μην είχε άδικο, του είχα δώσει μόνη μου κάθε δικαίωμα να σκέφτεται έτσι, από την άλλη βέβαια όταν ένας άντρας απατάει τη σύντροφο του, θεωρείται λόγω κοινωνικών συμβάσεων απολύτως φυσιολογικό και καμιά ερωμένη δε θα τον χαρακτηρίσει τσουλάκι κοκ. Γύρισα μπρούμυτα και στηρίχθηκα στους αγκώνες μου, εκείνος κατέβαζε τον καπνό και κοίταζε το ταβάνι, πήρε το τσιγάρο από τα χείλη του και το ακούμπησε στα δικά μου, τράβηξα μια τζούρα και γύρισα στο πλάι να φυσήξω τον καπνό...

-Λοιπόν;

-Τι πράγμα;

-Τι γνώμη έχεις για μένα;

-Σαν τι γνώμη να έχω δηλαδή;

-Βρίσκεσαι μαζί μου τον τελευταίο καιρό αρκετά συχνά, δεν μπορεί θα έχεις κάποια γνώμη για μένα.

-Απλά περνάω καλά!

-Δηλαδή με βλέπεις απλά σαν αντικείμενο; Έβγαλε ένα ακόμα τσιγάρο από το πακέτο, το πέρασε ανάμεσα από τα σαρκώδη χείλη του και το άναψε.

-Ωραίο αντικείμενο! Είπε και γύρισε να μου χαμογελάσει, η σοβαρή μου έκφραση όμως τον απέτρεψε. Γιατί κάνεις αυτές τις ερωτήσεις;

-Από περιέργεια.

-Σε πείραξε που σε είπα πριν πουτανάκι;

-Δεν ξέρω, το εννοούσες;

-Δε νομίζω...

-Δε νομίζεις;

-Κοίτα στην πραγματικότητα ως Κωστής δεν πιστεύω ότι επειδή είσαι παντρεμένη γυναίκα δεν έχεις δικαίωμα να ψάξεις να καλυφτείς από κάποιον άλλο άντρα έξω από το γάμο σου, αλλά από την άλλη θέλει δε θέλει κάποιος, έτσι όπως είναι δομημένη η κοινωνία περνάει στο ασυνείδητο του.

-Δηλαδή σα να λέμε, ασυνείδητα με θεωρείς πόρνη, συνειδητά μια απελευθερωμένη γυναίκα που διεκδικώ τα δικαιώματα μου στη σαρκική απόλαυση!

-Το εξέφρασες πολύ σωστά!

-Και τι άλλο;

-Τι τι άλλο; με το τσιγκέλι θα του τα έβγαζα....

-Τι άλλα πράγματα πιστεύεις για μένα;

-Γιατί τόσες ερωτήσεις;

-Απλά θέλω να ξέρω.... σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε το τζιν του ενώ το εσώρουχο του ήταν παρατημένο πάνω σε μια καρέκλα!

-Μόνο μη μου πεις ότι νοιάζεσαι περισσότερο απ' ότι επιτρέπεται;

-Δηλαδή;

-Δηλαδή καλά περνάμε αλλά δεν ψάχνω κάτι περισσότερο...και στην τελική τι θα κάνεις, θα παρατήσεις τον Παύλο και την κόρη σου για μένα, για κάτι τόσο αβέβαιο; Άγγιξα με τα δάχτυλα μου τα χείλη του απαλά για να τον κάνω να σταματήσει να μιλάει.

-Κωστή ηρέμισε, δε θα παρατήσω τον Παύλο για κανέναν πόσο μάλλον για σένα;

-Σίγουρα;

-Σίγουρα! Τον Παύλο τον αγαπώ, ό,τι συμβαίνει ανάμεσα μας είναι μια έξω-οικογενειακή δραστηριότητα... δεν έχει σχέση με το τι νιώθω για το σύζυγο μου... οπότε απλά πες μου τι σκέφτεσαι για μένα.

-Δε μιλάμε για αισθήματα δηλαδή;

-Σε καμία περίπτωση.

-Κοίτα, είπε και έβγαλε το τζιν του, αφήνοντας τον λευκό του κώλο εκτεθειμένο στα μάτια μου, πριν φορέσει το εσώρουχο του, είσαι ωραίο τυπάκι και σε γουστάρω... γενικά είσαι ξηγημένη... –προσωπικά δεν είχα στο μυαλό μου, να μου απευθύνεται σα να ήμουν ο κολλητός του- και περνάω ωραία μαζί σου, όμως αν και σε πρώτη φάση φαίνεσαι χαμηλοβλεπούσα είσαι σιγανό ποταμάκι και επικίνδυνο!

-Τι σημαίνει αυτό για σένα;

-Έχω την αίσθηση ότι ενώ μπορεί να φαίνεσαι γλυκούλα και καλοπροαίρετη είσαι πολύ δυναμική, εύκολα θα μπορούσες να ευνουχίσεις κάποιον άντρα και να τον έχεις του χεριού σου...

-Θεωρείς ότι έχω ευνουχίσει τον Παύλο.

-Μπα όχι, τον Παύλο επειδή τον αγαπάς, όπως ισχυρίζεσαι, και επειδή δε θα μπορούσες να έχεις πλάι σου έναν ευνουχισμένο άντρα, έχεις κρατήσει τις ισορροπίες μαζί του, όσο σου επιτρέπει ο δυναμισμός σου τουλάχιστον, γιατί στο βάθος και εκείνος ξέρει ποιος είναι το αφεντικό...

-Γι αυτό προτίμησες τότε την Άντα; τόλμησα να τον ρωτήσω και η απάντηση του ήταν ένα δυνατό γέλιο...

-Ήξερα ότι οφείλω το καλό κρεβάτι που κάνω μαζί σου στην πρώην μου, κλασσικός γυναικείος ανταγωνισμός! Δεν προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη, δε με ενδιέφερε και ίσως να είχε δίκιο ως ένα βαθμό. Για το θέμα του ανταγωνισμού, όσο για το καλό κρεβάτι απλά αφού έκανα την απιστία στον άνθρωπο που αγαπούσα, και κατά τη θρησκεία έπαιρνα την αμαρτία, τουλάχιστον να αξίζει...

-Την Άντα την προτίμησα γιατί είχε μεγάλα βυζιά!

-Τώρα σοβαρά;

-Μα τι νομίζεις ότι ενδιαφέρει έναν άντρα γύρω στα δεκαοχτώ!

-Δηλαδή σα να λέμε έχασα με διαφορά στήθους;

-Κατά κάποιον τρόπο! Εντάξει ήταν και πιο ξεπεταγμένη, εσύ φοβόμουν ότι θα σε φιλούσα και θα ονειρευόσουν εκκλησίες και γάμους.

-Υπερβολές, είπα ενοχλημένη...

-Ίσως, αλλά γενικά τα έπαιρνες όλα πιο σοβαρά,, ενώ η Άντα ήθελε να περνάει καλά άσε που με τα ρούχα που φορούσε υποσχόταν ότι θα έδινε και θα έκανε πολλά... εσύ στα μισά θα μου έλεγες όχι, ακόμα και τώρα με τους δικούς σου όρους σε πηδάω...

-Οπότε μήπως εγώ σε πηδάω; δυσανασχέτησε η φεμινιστική πλευρά του χαρακτήρα μου!

-Αυτό ακριβώς εννοούσα πριν που έλεγα ότι είσαι ικανή να ευνουχίσεις άντρα!

Σήκωσα απλά τα χέρια ψηλά.

-Σε κάλυψα;

-Αν δεν έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;

-Νομίζω πως όχι, τώρα θες να πάμε ένα δεύτερο γύρω και να κρατάω εγώ το καμτσίκι;

-Όχι καλέ μου, το καμτσίκι είναι το σκήπτρο της Βασίλισσας! Σχολίασα.

-Απλά φοβάσαι που θα βρεθεί, ενώ η Άντα δε θα δίσταζε ούτε στιγμή!

-Αφού ήταν τόσο βολική, τον ρώτησα με ειλικρινή απορία, γιατί χωρίσατε;

-Γι αυτό ακριβώς, παρά ήταν βολική, δε βλάπτει να πεις και κανένα όχι όποτε να αναγκάσεις τον άλλο να διεκδικήσει... τα έδινε όλα πριν τα ζητήσω.

-Μάλιστα...

-Καλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να λες μόνο όχι! Εσύ είσαι στην αντίθετη πλευρά... πάντως αν έκανα τότε το λάθος να μπλέξω μαζί σου, μπορεί και να την πάταγα... του χαμογέλασα γιατί ήξερα ότι τα λόγια του ήταν απλή κολακεία για να με κάνει να νιώσω ξεχωριστή... όμως αυτό το ξεχωριστή το κατάφερνα μόνη μου!!!   (ή μάλλον πιο σωστά με τη βοήθεια του Παύλου).

....... ....... ....... ........ ......... ......... ........ ........... ......... ........ .......... ......

Τρίτο τσιγάρο για εκείνον, δεύτερο για εμένα. Χορτασμένοι ακουμπούσαμε χαλαρά την πλάτη μας στο κεφαλάρι του κρεβατιού.

-Έμαθες ποιος χώρισε;

-Όχι.

-Ο πρώην σου, ο Λάμπης...

-Πάλι;

-Αχα!

.......................................................................................................................................

Επέστρεψα σπίτι, ήμουνα μόνη, η κατά τα άλλα καταπιεσμένη κόρη μου πάλι έκανε βόλτες με τις φίλες της στη γειτονιά. Ο Παύλος στη δουλειά, ή στο κρεβάτι με τη συνάδελφο, φώναξε η ενοχλητική φωνή από το μυαλό μου. Άρχισα να γρυλίζω αλλά έδιωξα την κακή σκέψη. Δουλειά ο καλός μου σκίζεται στη δουλειά για να μη μας λείψει τίποτα, "αν είναι με τη συνάδελφο, και αυτό δουλειά θεωρείται" κι αν εσύ σκίζεσαι ότι τον αγαπάς και όμως συναντιέσαι με τον Κωστή τότε και εκείνος έχει το ίδιο δικαίωμα... -Όχι είναι δικός μου- αφού τίναξα το κεφάλι μου πήγα να πάρω το μπλοκ να γράψω τις εντυπώσεις του Κωστή...

Ουπς πως θα έγραφα γι αυτόν, χωρίς να βάλω σε σκέψεις τον Παύλο. Αν έπεφτε στα χέρια του το μπλοκ και αν τα έγραφα κωδικοποιημένα πάλι δε θα υποψιαζόταν; Επίσης χαρακτηρισμούς όπως κάβλα, ηφαίστειο και πουτανάκι έπρεπε να τους παραβλέψω, ή εκείνο για την απελευθερωμένη γυναίκα... όμως ο χαρακτηρισμός απελευθερωμένη και πουτανάκι ήταν αρκετά κατατοπιστικοί για την γνώμη του. Όμως άξιζε τον κόπο να το ριψοκινδυνέψω να το βρει ο Παύλος και να τον γεμίσω με ένα σωρό ψεύτικες δικαιολογίες... μια φυσιολογική γυναίκα σίγουρα θα παρέβλεπε τους χαρακτηρισμούς αυτούς, όμως εγώ τι θα έκανα, μιας και απολύτως φυσιολογική δε με έλεγες!!! Ή αυτό τουλάχιστον αντιλαμβανόμουν από όσα είχαν πει οι άλλοι για μένα...

Στην κορυφή της σελίδας έγραψα με καλλιγραφικά το όνομα του Κωστής. Από κάτω έγραψα τους γενικότερους χαρακτηρισμούς του, οι οποίοι δεν προσέδιδαν κάποιο υπονοούμενο, φυσικά δεν έμεινα σε αυτούς, το υπερβολικά αθώο πονηρεύει, απέφυγα τους επιφανειακούς χαρακτηρισμούς του για το μέγεθος του στήθους της φιλενάδας μου ή την κολακεία του, όμως τρωγόμουν με τους χαρακτηρισμούς "πουτανάκι" + "απελευθερωμένη" τελικά στη διπλανή σελίδα κωδικοποίησα τις λέξεις με τον ποιο απλό τρόπο, αντί για κάθε γράμμα η αντιστοιχία του στον αριθμό, στο τέλος τράβηξα μια γραμμή και έκανα την πρόσθεση...για παν ενδεχόμενο να φαίνεται σαν μια αριθμητική πράξη, που έγινε πρόχειρα εκεί που γράφτηκαν οι αριθμοί.  Γύρισα στην τελευταία σελίδα το μπλοκ και πρόσθεσα τη λέξη ψυχαναγκασμός κάτω από τη λέξη εκδικητική, ήταν οι προσωπικές μου διαπιστώσεις. Κλείνοντας το μπλοκ, τα φύλλα του θύμισαν βεντάλια, το βλέμμα μου έπεσε στο όνομα του Λάμπη. Άραγε οι χαρακτηρισμοί που με στόλισε εκείνη τη μέρα να αντιπροσώπευαν εμένα ή τη σύζυγο που χώρισε, ή ανάμεικτα, σε κάθε περίπτωση έπρεπε να τους σφετεριστώ και να θεωρήσω ότι απευθυνόταν σε εμένα...  (ακόμα κι αν ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του ‘‘έργου’’ δεν είχε αυτό που λέμε σώας τα φρένα).

 

 

Κεφάλαιο Ενδέκατο

 

Βρισκόμουν μόλις μία "συνέντευξη" πριν το τέλος της έρευνας μου, "ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΗΡΩΙΔΑ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ" τι γνώμη θα είχανε οι άλλοι για μένα. Είχαν ερωτηθεί αρκετοί μέχρι στιγμής και είχα προσπαθήσει να καλύψω όλο το φάσμα των ανθρώπων που με γνώριζαν, ώστε να έχω μια σφαιρική άποψη για να δημιουργηθεί ένας χαρακτήρας που θα μου ταίριαζε και θα μπορούσε να είμαι εγώ! (Δεν σας κρύβω ότι είχα αρχίσει να σκέφτομαι το ενδεχόμενο να γράψω θεατρικό έργο, αν και το αποτέλεσμα των συνεντεύξεων δε με οδηγούσε σε καλά συμπεράσματα, αντιθέτως χώλαινε και με σύγχυζε). Κάποιοι είχαν στάξει δηλητήριο ενώ κάποιοι άλλοι με θεωρούσαν ντόμπρα, για ποιο λόγο όμως συνέβαινε αυτό; Άραγε συμπεριφερόμουν διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο, φορώντας μάσκες μην επιτρέποντας τους να δουν ποια ήμουν πραγματικά, σε άλλες περιπτώσεις γλυκιά και ευγενική και σε άλλες σκληρή και ανελέητη, κάποια που δεν έπαιζε ομαδικό παιχνίδι αλλά συμπεριφερόταν αυταρχικά!

Ποιος όμως θα μπορούσε να δώσει το ακριβές σκίτσο του χαρακτήρα μου, αν όχι οι γονείς μου. Καταλαβαίνοντας ότι το εγχείρημα μου θα ήταν δύσκολο ώστε να μου δώσει ακριβή αποτελέσματα άφησα τη μητέρα και τον πατέρα μου για το τέλος. Και για να είμαι εντελώς ειλικρινής, αφού έχω να παινεύομαι για την ειλικρίνεια μου, ήλπιζα ότι σαν γνήσιοι γονείς θα έβλεπαν μόνο τα καλά του παιδιού τους ή ότι δε θα τόνιζαν τουλάχιστον τα άσχημα.

Ο πατέρας μου είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει την ομορφιά, η μητέρα μου είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει την καθαριότητα και τη νοικοκυροσύνη. Φτάνοντας στο πατρικό μου βρήκα τον πατέρα μου στον κήπο με ένα καβουράκι στο κεφάλι και το σκαλιστήρι στο χέρι  να σκαλίζει το χώμα, θαύμασα το επίγειο ουράνιο τόξο που δημιουργούσαν τα πολύχρωμα λουλούδια του στον κήπο και προσπάθησα να αποτυπώσω την εικόνα του στη μνήμη μου. Αφού γονάτισα δίπλα του, τον αγκάλιασα και του έδωσα ένα φιλί.

-Μπα, μπα, μπα, πως από  δω; Θυμήθηκες τους γονείς σου;

Δεν αρχίζαμε καλά! Ώρα είναι να ακούσω ότι τους παραμελώ!

-Πιο συχνά βλέπουμε τη Νεφέλη από εσένα... συνέχισε ο γερογκρινιάρης.

-Η Νεφέλη έχει διακοπές, εγώ έχω δουλειά, σπίτι και οικογένεια!

-Δηλαδή εμείς δεν είμαστε οικογένεια σου πια;

-Που είναι η μαμά; ρώτησα γιατί αυτή η συζήτηση δε θα έβγαζε πουθενά.

-Μέσα, κάνει γενική!

-Πάλι; Τον περασμένο μήνα δεν έκανε;

-Τον προπερασμένο. Με διόρθωσε... σηκώθηκα από δίπλα του, τίναξα από τα γόνατα μου το χώμα και προχώρησα προς τις ανοιχτές πόρτες του σπιτιού, οι  κουρτίνες που τις φύσαγε ο αέρας ανέμιζαν θυμίζοντας μου μαντήλια που με χαιρετούσαν. Μήπως ήταν μια προειδοποίηση να το βάλω στα πόδια;

Στάθηκα διστακτική κάποια στιγμή, ύστερα αναστέναξα και ωθώντας νοερά τον εαυτό μου μπήκα στο σπίτι, τα έπιπλα στο σαλόνι ήταν σχεδόν όλα μετακομισμένα στο κέντρο του δωματίου, οι τοίχοι λαμποκοπούσαν από καθαριότητα και η μάνα μου βρισκόταν σκαρφαλωμένη πάνω στην σκάλα, με μια λεκάνη με νερό ακουμπισμένη στο πιο ψηλό σκαλί, ενώ έντονα μύριζε χλωρίνη. Εχθρός της σκόνης, αν οι Ghostbusters ήταν Dustbusters θα έβαζα στοίχημα ότι η μητέρα μου θα είχε αποτελέσει πηγή έμπνευσης.

-Βρε μαμά, βρε μαμά, τη μάλωσα, τι κάνεις εκεί πάνω, θα πέσεις και θα χτυπήσεις αν σε πιάσει πάλι ο ίλιγγος!

-Και τι να κάνω, να αφήσω τη βρωμιά να με φάει; Τουλάχιστον αν έρθει κανείς άνθρωπος για να μου πει το τελευταίο αντίο να βρει το σπίτι καθαρό.

-Άρχισες πάλι τα μακάβρια; Σχολίασα ενώ αναρωτήθηκα τι θα μας ζητούσε να γράφει πάνω η ταφόπλακα της, «Στην αγαπημένη σύζυγο, μητέρα, γιαγιά... που πολύ εμίσησε τη σκόνη». Τίναξα το κεφάλι μου για  να αποτινάξω τις σκέψεις, αφού η μητέρα είχε κατέβει από την σκάλα και θαύμαζε τον πεντακάθαρο τοίχο της.

-Μου μείνανε οι άλλοι τρεις, αλλά αξίζει τον κόπο. Σχολίασε και εγώ κοίταξα τους άλλους τοίχους περιμένοντας να διακρίνω κάποιο σημάδι, να είναι κάπως πιο σκούροι αλλά τελικά δεν έβλεπα καμία διαφορά από αυτόν που η μητέρα μου υποστήριζε ως τον μόλις πλυμένο. Τώρα σοβαρά ήταν καλή ιδέα να ρωτήσω τους γονείς μου ποια ήταν η γνώμη τους για το πρόσωπο μου. Η μία θα με έβγαζε βρώμικη και ο άλλος ότι τους παραμελώ, όταν την  περασμένη εβδομάδα ήμουν πάλι στο πατρικό. κοίταξα σκεφτική τους τοίχους και αναρωτήθηκα πως δεν είχαν λιώσει από το τρίψιμο ακόμα!

-Θα κάτσεις να φάμε; ρώτησε η μητέρα μου.

-Όχι, ήρθα να πιούμε έναν καφέ!

-Φυσικά! άκουσα τη φωνή του πατέρα μου να σχολιάζει, που χρόνος για τους γέρους γονείς σου!

-Γέρος είσαι και φαίνεσαι, του φώναξε η μητέρα μου, που μπορεί να είχαν φάει τα χέρια της οι χλωρίνες όμως ήταν αρκετά κοκέτα. Πάω να βράσω τα καφεδάκια μας, δε θες γαλλικό!

-Α πα πα, δε θέλω ξέπλυμα καφέ!

-Σωστά είπε και γέλασε ικανοποιημένη.

Ενώ η μητέρα μου ετοίμαζε τους καφέδες το μάτι μου έπεσε στη φοντανιέρα μέσα στο σύνθετο, θυμήθηκα τότε που ήμουν μικρή και εξαφάνιζα τα σοκολατάκια. Δεν ξέρω αν το έχω αναφέρει αλλά έχω μια αδυναμία στη σοκολάτα και περισσότερο στα σοκολατάκια, η μητέρα μου είχε απηυδήσει μαζί μου και με την αδερφή μου φυσικά, αλλά ως μεγαλύτερη πάντα εγώ ξεκινούσα τις επαναστάσεις. Με το που εμφανίζονταν λοιπόν στο κατώφλι του σπιτιού μας σοκολατάκια ήταν ζήτημα από μία ως τριών ημερών, από τη στιγμή που θα τα έπαιρνα είδηση, να τα εξαφανίσω! Η μητέρα μου έβρισκε συνέχεια καινούργιες κρυψώνες για να τα σώσει από τα χέρια και τον ουρανίσκο μου. Όμως για εμένα, πέρα από τη γευστική απόλαυση, ήταν θέμα τιμής πλέον να τα βρω και να τα κατασπαράξω... οπότε ξεκινούσε ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού για εμένα, με τρόπαιο τα ίδια τα σοκολατάκια.... αυτό δε σταμάτησε μέχρι που μεγάλη πλέον παντρεύτηκα τον Παυλο και πήγα να ζήσω μαζί του. Σύζυγος πλέον και όχι κόρη, κυρία του δικού μου νοικοκυριού ελάττωσα κατά πολύ τη λαιμαργία για τα σοκολατάκια, γιατί όπως ήταν και το μότο της μητέρας μου, "θα έρθει κανένας άνθρωπος και ούτε ένα σοκολατάκι δε θα έχουμε να τον κεράσουμε!"

Πλησίασα το σύνθετο, άνοιξα την πόρτα του και πήρα ένα με χρυσαφί περιτύλιγμα. Κοίταξα τη γυναίκα που μειδιούσε στο χαρτί, της χαμογέλασα κι εγώ και έγδυσα την σοκολατένια απόλαυση πριν τη βάλω ολόκληρη στο στόμα μου, όπως έκανα κάποια χρόνια πριν.

-Λιχούδα, άκουσα τη μητέρα μου να με αποκαλεί πίσω από την πλάτη μου και με κόπο κατάφερα να μην πνιγώ, ενώ από τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν δάκρια από το στιγμιαίο κάψιμο του λαιμού μου.

-Για τους επισκέπτες δεν τα έχεις; τη ρώτησα βήχοντας.

-Και πάντα ετοιμόλογη! Ήθελα να ήξερα πότε θα χορτάσεις και δε θα θες να βλέπεις ούτε ζωγραφιστό σοκολατάκι.

-Και εγώ θα ήθελα να το ξέρω αυτό! 

-Άντε έλα στην κουζίνα να πιούμε τον καφέ μας, γιατί το σαλόνι δεν ενδείκνυται για την ώρα.

Κάτσαμε η μία απέναντι στην άλλη και αρχίσαμε να ανταλλάσουμε τα νέα μας, ύστερα από λίγο μπήκε στην κουζίνα και ο πατέρας μου.

-Δεν πιστεύω να μου γέμισες το χώρο με χώματα!

-Όχι, άλλαξα στην αποθήκη ρούχα πριν διαβώ το βασίλειο σου. Την πείραξε εκείνος, ενώ εγώ αναρωτιόμουν που ήταν το πρόβλημα, αφού θα της έδινε τη δικαιολογία να καταπιαστεί με την αγαπημένη της δραστηριότητα, την καθαριότητα, από την αρχή!

-Αν είναι έτσι, κάτσε! Ο πατέρας μου πήρε μια καρέκλα και κάθισε.

-Ο Παύλος καλά;

-Μια χαρά!

-Χρόνια και ζαμάνια... πες του.

-Σταμάτα με την γκρίνια σου πια, τον μάλωσε η μητέρα. Ενώ εγώ έψαχνα τις λέξεις για να τους ρωτήσω αυτό που ήθελα, χωρίς να αρχίσουν εκείνοι τις ερωτήσεις για ποιο λόγο ρωτάω. Και η επιφοίτηση ήρθε, όμως έπρεπε πρώτα να τελειώσουμε τον καφέ. Μέχρι τότε άφησα τη μάνα μου να κελαηδά σαν καρδερίνα, για τα παράδοξα που συνέβαιναν στον κόσμο και κυρίως στην οικογένεια μας.

-Της πήρε τα παιδιά το καταλαβαίνεις; Τα παιδιά πάνε πάντα με τη μάνα και κυρίως όταν είναι μικρά, εκτός κι αν δεν τα θέλει η μάνα, σαν την προκομμένη, την πρώην γυναίκα του θείου σου, που παράτησε άντρα και παιδιά για να ζήσει τη μεγάλη ζωή, και τώρα που πέρασαν τα χρόνια και έχασε την ομορφιά της, την εκμεταλλεύεται ο ένας κι ο άλλος, γιατί βλέπεις η κυρία νόμιζε ότι θα έμενε για πάντα νέα. Και ο φτωχός, ο κουνιάδος μου την είχε στα ώπα ώπα, είμαι σίγουρη ότι ακόμα την αγαπάει και αν του κλαιγόταν λίγο θα τη δεχόταν πίσω, αλλά βλέπεις είναι και ψωροπερήφανη η κυρία!

Και η συζήτηση πήγαινε λέγοντας, εγώ δε μιλούσα απλά άκουγα και απολάμβανα τον καφέ που είχε βράσει η μητέρα μου! Αφού έκανε μια παύση κοίταξα το φλιτζάνι του καφέ και είδε ότι είχε αδειάσει...

-Βρε μαμά, ωραίος ο καφές αλλά κομματάκι πικρός...

-Τι πικρός παιδί μου, πετιμέζι στον έκανα, τρεις κουταλιές ζάχαρη του έβαλα. Αλλά κατάλαβα θες κι άλλο σοκολατάκι... είπε και κούνησε γελαστή το κεφάλι της πάνω κάτω. Σηκώθηκε και πήγε να μου φέρει ολόκληρη τη φοντανιέρα.

-Άντε λιχούδα φάε όσα θες!

Με τη λαχτάρα παιδιού άπλωσα το χέρι μου στη φοντανιέρα και πήρα μια ακόμα απολαυστική σοκολατένια μπουκιά. Την ξετύλιξα και την έβαλα ολόκληρη στο στόμα μου παρατηρώντας τους, που με κοιτούσαν με λατρεία.

-Δεν άλλαξες καθόλου από παιδί. Λιχούδα και λαίμαργη! Μόλις είχαν "πέσει στην παγίδα μου".

-Αλήθεια; Πιστεύεται ότι είμαι λαίμαργη; Ο Παύλος με θεωρεί ανορεξικιά!

-Τόσα ξέρει ο Παύλος τόσα λέει, σχολίασε ο πατέρας μου για τον γαμπρό του. Ούτε πεθερά με νύφη δεν κρύβουν τέτοια αγάπη μεταξύ τους!

-Αλήθεια πείτε μου κάποια πράγματα για τον χαρακτήρα μου να δω πόσο συμπίπτει η γνώμη σας με του Παύλου.

-Σαν τι δηλαδή; ρώτησε η μάνα μου...

-Εγώ θα σας πω;

-Θα σου πω εγώ, που είμαι μάνα σου και σε ξέρω 9 μήνες περισσότερους από τον πατέρα σου, ο πατέρας μου κούνησε ειρωνικά το κεφάλι του για αυτή την εγωιστική τάση της μητέρας μου να μετράει και τους εννέα μήνες της εγκυμοσύνης.

-Ο λόγος στην κυρία κουκουβάγια είπα και γελάσαμε, που θυμήθηκα την φράση που όταν ήμουνα παιδί την επαναλάμβανε συχνά "Η κουκουβάγια το κουκουβαγιόπουλο..."

-Είσαι καλό παιδί και φιλότιμο!

"Τι γλυκό!"

-...αλλά είσαι και λίγο εγωίστρια, δηλαδή όχι λίγο...

-και πεισματάρα, πρόσθεσε ο πατέρας μου.

"Να σαι καλά μπαμπά"

-Είσαι και κάπως επιπόλαια, συνέχισε ο πατέρας μου.

-Εγώ μιλάω τώρα, σχολίασε ενοχλημένη η μητέρα μου που την είχε διακόψει ο πατέρας. Και αγενής... (Ο Θεόφιλος θα το έλεγε ντομπροσύνη) πολλές φορές μας είχες ντροπιάσει...

-Λες και έχεις μαλώσει με την ευγένεια αν κάποιος δε σου κάνει κέφι. Μίλησε πάλι ο πατέρας.

-Και αυστηρή. Έχεις πολύ υψηλά κριτήρια...

-Μακάρι να είχες και στον άντρα τόσο υψηλά κριτήρια... σχολίασε ο πατέρας μου για να κεραυνοβοληθεί από το βλέμμα της μητέρας μου! Ενώ εγώ έκανα ότι δεν άκουσα.

-Είσαι και ισχυρογνώμον, και λάθος να ξέρεις ότι κάνεις, πρέπει να περάσει το δικό σου.

-Και λίγο σαδίστρια... μαύρη ζωή πέρασε στο πλάι σου η αδερφή σου όταν ήσασταν μικρές!

-Τα δικά σου δικά σου, αλλά και τα δικά της δικά σου...

-Η αλήθεια είναι ότι δε σου αρέσει να μοιράζεσαι....

"Τους είχε πει κανείς ότι ήθελα να εστιάσουν μόνο στα άσχημα;"!!!

-Κάτι θετικό; ρώτησα μαγκωμένα.

-Μα είσαι ένα εξαιρετικό πλάσμα!

-Που ακριβώς;

-Μην αμφιβάλεις ότι είσαι καταπληκτική!

-Μην επιτρέψεις σε κανέναν να σε κάνει να πιστέψεις ότι δεν είσαι αξιαγάπητη.

-Χαίρομαι που το ακούω, είπα και χαμογέλασα για να μην τους στενοχωρήσω...

Έμεινα για λίγη ώρα ακόμα μαζί τους και σηκώθηκα να φύγω.

-Να μας θυμάσαι πιο συχνά! Είπε ο πατέρας μου όταν σηκώθηκε να με φιλήσει.

-Φυσικά μπαμπά! Είπα και βγήκα από την κουζίνα, ήμουν στην εξώπορτα όταν άκουσα τη μητέρα μου να λέει στον πατέρα μου.

-Την στενοχώρησες!

-Εγώ; απόρησε εκείνος.

-Τι το ήθελες το σχόλιο για τον Παύλο...

-Πιο σχόλιο;

-Έλα μη σου πω καμιά κουβέντα... το σχόλιο ότι δεν ήταν αυστηρή στην επιλογή άντρα, δεν καταλαβαίνεις ότι μειώνεις και την κόρη σου με αυτό σου το σχόλιο.

-Καθόλου δε τη μείωσα, ίσα ίσα που εννοούσα ότι μπορούσε να είχε τον καλύτερο γιατί είναι η καλύτερη.

-Όπως και να έχει είναι ο άντρας της! Και πατέρας της εγγονής σου... και ύστερα λες ότι εκείνη είναι αγενής!

-Αυτό εσύ το είπες! Διαμαρτυρήθηκε...

-Και εσύ συμφώνησες...

Βγήκα από το σπίτι μην αντέχοντας να ακούσω έναν ακόμα ανόητο καυγά τους για το τίποτα, άλλωστε εκείνη την ώρα το τελευταίο που με απασχολούσε ήταν η γνώμη του πατέρα μου για τον Παύλο, την γνώριζα ήδη, αλλά είχα βαρεθεί να μαλώνω μαζί του γι αυτό το θέμα,  αν και πάντα στο τέλος  θα μου έβρισκε δίκιο,  την επόμενη φορά που θα συναντιόμασταν, θα  εξακολουθούσε τα ίδια... Τελικά ίσως να είχαν δίκιο για το επίθετο "εγωίστρια" για την ώρα με ενδιέφεραν μόνο τα αρνητικά αποτελέσματα της έρευνας!

 

 

Κεφαλαίο Δωδέκατο -φινάλε-

 

Έφυγα από το σπίτι των γονιών μου αρκετά προβληματισμένη, η έρευνα μου είχε ολοκληρωθεί, μα είχε επιτυχή αποτελέσματα; Κι όταν λέω επιτυχή δεν εννοώ ευχάριστα, αλλά ειλικρινή... Στα έργα υπέθετα, δεν πήγαινε ο ήρωας να ζητήσει τη γνώμη των άλλων για το πρόσωπο του, όπως είχα κάνει εγώ, βέβαια κανείς δε μου είχε χαριστεί, ίσως μάλιστα να είχα ακούσει περισσότερα άσχημα από καλά! Κάποιοι είχαν προσπαθήσει να μου τα παρουσιάσουν ως θετικά, για παράδειγμα η υφισταμένη μου στη δουλειά ή ο σύζυγος μου, αλλά κάποιοι άλλοι όπως η "αδερφική" μου φίλη και ο πρώτος μου έρωτας με πέρασαν από κόσκινο. Και οι γονείς μου; Με αγαπούσαν αλλά δεν ήταν κολακευτικά τα σχόλια τους για το πρόσωπο μου, ίσως να ευθυνόταν ως ένα βαθμό η προτίμηση τους στην αδερφή μου, ήταν πάντα πιο ήσυχη και πιο εύκολο παιδί από εμένα. Από την άλλη ο Κωστής, ο Θεόφιλος και η αδερφή μου ήταν πιο θετικοί απέναντι μου, τη Νεφέλη δεν τη μετράω καν, όταν περάσει την εφηβεία τα ξαναλέω ένα χεράκι μαζί της.

Το δεύτερο ερώτημα που έθεσα στον εαυτό μου, ήταν πόσοι από αυτούς θα "συμπεριλαμβάνονταν στο δικό μου θεατρικό" αρχικά θα έπρεπε να καταλήξω τι είδους θεατρικό έργο θα έγραφα... ΤΟ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΛΕΕΙ ΤΟ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ! Επαναλάμβανε συχνά η Νέλη. Οπότε αν ήθελα να γράψω ένα οικογενειακό δράμα σαν τον Πατέρα του Στριντμπεργκ (πάντα είχα μεγάλες βλέψεις για τον εαυτό μου) έπρεπε να συμπεριλάβω τα "καλά" λόγια των γονιών μου «Ευχαριστώ μαμά και μπαμπά!» του συζύγου μου, της αδερφής μου, του ξάδερφου μου. Καλά, καλά και της κόρης μου!

 Αν ήθελα να γράψω ένα ερωτικό έργο θα έπρεπε να συμπεριλάβω την γνώμη του Λάμπη, του Κωστή και του συζύγου μου φυσικά! Και επειδή όπως τα λατινοαμερικάνικα σήριαλ πάντα υπάρχει το αντίπαλο δέος της ηρωίδας θα έβαζα και την Άντα να παίξει τη ζηλόφθονη εχθρό μου, που ήθελε να με κάνει να υποφέρω. Ομολογώ ότι με βολεύει να παίξει η Άντα την κακιά. Θα δικαιολογούνταν πιο εύκολα και τα κακά της λόγια!

Αν ήταν μια ταινία καριέρας με ένα σκάνδαλο σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, θα έπαιζε η γνώμη της Χριστίνας ... μόνο; Αν και ήταν αρκετά κατατοπιστική για να χτίσω έναν χαρακτήρα που να αντιπροσωπεύει γυναίκα καριέρας! Ίσως να συμπεριλάμβανα και του Παύλου καθώς και της Νεφέλης, για να δείξω τη γυναίκα πίσω από τη δουλειά! (Τώρα τα έπιασα τα λεφτά μου)!

Και ο Θεόφιλος; Σε τι έργο θα μπορούσε να συμπεριληφθεί! Κάπου που θα του άξιζε να είναι πρωταγωνιστής και όχι μπαλαντέρ για να συμπληρώνει τη γνώμη των άλλων. Σε μια ταινία, ύμνο προς τη φιλία ή σε μια βιογραφική ταινία...

Μπήκα με το αυτοκίνητο μου στην πυλωτή της πολυκατοικίας, με αυτές τις ανόητες σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, αφού σίγουρα δε θα έγραφα ποτέ αυτό το κείμενο που έλεγα στον εαυτό μου. Είχα πολλές υποχρεώσεις για να σπαταλάω χρόνο σε θεατρικά ή κινηματογραφικά κείμενα και όταν μου έμενε ελεύθερος χρόνος προτιμούσα να κάνω άλλα πράγματα, και το αγαπημένο μου ήταν να κοιμάμαι ή να πηγαίνω για ψώνια και καφέ με τις φίλες μου, (όχι κατά ανάγκη την Άντα, έχω και άλλες) να είμαι αναγνώστρια βιβλίων ή να βλέπω ταινίες... Όχι, φυσικά και δε θα έγραφα... απλά όταν έχεις πιο συγκεκριμένο σκοπό, αναγκάζεις πιο εύκολα τον εαυτό σου να κάνει την έρευνα. Πάρκαρα και βγήκα από το αυτοκίνητο, πήγα στο πορτ παγκάζ να πάρω τρεις σακούλες με ψώνια που είχα κάνει από το σούπερ μάρκετ, όταν είδα την τρελή γειτόνισσα που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα να ταΐζει τις γάτες και να παραμιλάει. Για μια στιγμή ένιωσα την παρόρμηση να ξαναμπώ στο αμάξι και να φύγω, να κάνω κύκλους στο τετράγωνα μέχρι να ξεκουμπιστεί και να ανέβει στο διαμέρισμα της.

-Ένα πράγμα δε με έχει χαρακτηρίσει κανείς, σκέφτηκα, δειλή! Έτσι παριστάνοντας ότι δεν την είχα δει, έκλεισα το πορτ παγκάζ και κατευθύνθηκα προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Άκουσα την άχαρη φωνή της να μιλάει στο φανταστικό φίλο του μυαλού της για άλλη μια φορά, μουρμουριστά. Όταν το μουρμουρητό έγινε επιθετική φωνή που απευθύνθηκε  προς εμένα...

-Ώστε εδώ είστε!

Πίεσα τα χείλη μου να σχηματίσουν κάτι που θύμιζε χαμόγελο, και ύστερα οι γονείς μου με χαρακτήριζαν αγενή...

-Τι κάνετε κυρία Αγγελική;

-Τον κακό μου τον καιρό κάνω.

-Για να το λέτε εσείς! Είπα μην αντέχοντας άλλο, αλλά ούτως ή άλλως εκείνη ήθελε να πει τα δικά της και δε με είχε ακούσει.

-Γιατί πάρκαρες το αμάξι στην πυλωτή;

-Και που να το παρκάρω; Τη ρώτησα με ειλικρινή απορία.

-Δεν ξέρω, στην πλάτη σου, όχι πάντως στην πυλωτή...

-Γιατί όχι; ρώτησα η ανόητη προσπαθώντας να συνεννοηθώ με του τρελού τη λογική.

-Γιατί εδώ κατοικούν οι γάτες.

-Ποιες γάτες; Οι αδέσποτες;

-Τι σημαίνει αδέσποτος, όταν εσύ βγαίνεις από το σπίτι σου για να πας να κάνεις τις δουλειές σου είσαι αδέσποτη... παραδεχτείτε το, το παρατράβαγε.

-Δηλαδή οι γάτες μένουν στην πυλωτή μας και γυρνάνε στο δρόμο για να πάρουν τον αέρα τους;

-Ακριβώς!

-Συμβόλαια έχουν; Η διαχειρίστρια το ξέρει; Πληρώνουν νοίκι ή είναι δικό τους, η κυβέρνηση το ξέρει; ΕΝΦΙΑ πλήρωσαν για το περασμένο χρόνο ή ανήκουν στο κίνημα Δεν Πληρώνω; Τα κοινόχρηστα τα καταβάλουν κανονικά;

-Ορίστε;

-Τι ορίστε, σας έκανα μια σειρά ερωτήσεων και περιμένω τις απαντήσεις.

-Νομίζω ότι πάτε να με μπερδέψετε...

-Καθόλου, ήταν πολύ συγκεκριμένα τα ερωτήματα μου, θέλετε να τα πάρουμε από την αρχή κι ένα ένα; Για αρχή θέλω να δω το συμβόλαιο ότι οι γάτες πράγματι δικαιούνται να κατοικούν στην πυλωτή.

-Το συμβόλαιο της πολυκατοικίας, μιας και το θέσατε δε γράφει ότι η πυλωτή είναι μπάτε σκύλοι αλέστε.

-Γράφει τότε κάπου ότι είναι μπάτε γάτες αλέστε;

Νομίζω ότι δικαιούμουν το βραβείο τρέλας, όχι γι αυτά που έλεγα αλλά για το γεγονός ότι προσπαθούσα να συνεννοηθώ με την παλαβή.

-Όχι, αλλά δε λέει και πουθενά ότι μπορούν να παρκάρουν εδώ ...

-Απ ότι βλέπω δεν είναι μόνο το δικό μου αυτοκίνητο παρκαρισμένο αλλά άλλα τρία, μόλις αδειάσει θα βγάλω και εγώ το δικό μου.

-Θα σου στείλω εξώδικο, ο αδερφός μου είναι εισαγγελέας στον  Άρειο Πάγο.

"Γι αυτό και εσύ είσαι ακόμα έξω"

-Και στον Άρειο πάγο ασχολούνται με κουτάβια και γατιά αντί για τα σκάνδαλα των πολιτικών! Γι αυτό δεν πρόκειται να πάμε μπροστά ποτέ! Σχολίασα και χωρίς περαιτέρω διάθεση άνοιξα την εξώπορτα και ανέβηκα στο διαμέρισμα μου.

Μπαίνοντας σπίτι μου, προσπάθησα να παραμείνω ψύχραιμη, δε θα επέτρεπα σε μια που θα έπρεπε να κατοικεί σε φρενοκομείο να μου σπάσει τα νεύρα. Ήρεμα και σαν να μην είχε συμβεί ποτέ η προηγούμενη συζήτηση ξεκίνησα να βάζω τα πράγματα από το σούπερ μάρκετ στα ντουλάπια τους, όταν χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος μου.

Έχει γούστο να υπάρχουν πράγματι συμβόλαια που να νομιμοποιούν ως κατοικία των αδέσποτων την πυλωτή της πολυκατοικίας μας και να πρέπει να παρκάρω το αμάξι έξω... «Σύνερθε» πρόσταξα τον εαυτό μου «και ετοιμάσου να προσθέσεις τον χαρακτηρισμό βίαιη».

Με αποφασιστικό βήμα πήγα ως την πόρτα και την άνοιξα όταν απέναντι μου βρέθηκε αντί για την παλαβή με τις γάτες, ένας άλλος γείτονας που έμενε στον πρώτο όροφο. Ανακουφισμένη του χαμογέλασα, όμως δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω αν ήθελε ζάχαρη ή κάτι άλλο, όταν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει.

-Άκουσα την κουβέντα που είχατε με τη γειτόνισσα μας...

(Τέλεια, μόνο που εγώ δε ζητούσα ούτε συμμάχους, ούτε άλλους αντίδικους) Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά για να συνεχίσει, όταν τον είδα να γίνεται με μιας κόκκινος από εκνευρισμό.

-Είστε απαράδεκτη!

-Ορίστε, ήρθατε στο σπίτι μου για να με προσβάλετε;

-Αφού με προσβάλατε εσείς πρώτα, ενώ ήμουν στο δικό μου.

-Δε θυμάμαι να χτύπησα ποτέ την πόρτα σας.

-Βρισκόμουν στο μπαλκόνι μου και έπινα τον καφέ μου, όταν σας άκουσα να καυγαδίζετε...

-Δεν καυγάδισα ποτέ...

-Και να με προσβάλετε!

-Γιατί κύριε μου, είσαστε γάτος;

-Δεν αναφέρομαι στη σαχλή συζήτηση για το αν στην πυλωτή πρέπει να παρκάρουμε τα αμάξια μας ή όχι!

(Φυσικά, αφού πάρκαρε και το δικό του)

-Αλλά;

-Αυτό το άλλο που είπατε!

-Ποιο άλλο;

-Για τον Άρειο πάγο και τα κλεμμένα!

-Και τι σχέση έχετε εσείς; Μη μου πείτε ότι είστε πολιτικός.

-Όχι δεν είμαι πολιτικός;

-Δουλεύεται σε κάποιο υπουργείο;

-Ούτε!

-Τότε τι πρόβλημα υπάρχει δεν καταλαβαίνω...

-Ότι είμαι άξιος!

-Με γεια σας και χαρά σας!

-Και θα φύγω από αυτήν τη χώρα, γιατί εγώ είμαι άξιος!

-Καλό ταξίδι!

-Και εσείς να μείνετε εδώ να ψοφήσετε!!!

-Δεν έχω κάτι να προσθέσω σε αυτό....

-Α! δεν έχετε, που πριν από ένα τέταρτο με προσβάλατε και θέλατε να με πάτε στον Άρειο πάγο να με δικάσουν ως κλέφτη...

-Πότε έγιναν όλα αυτά; και στην τελική εγώ σχολίασα για τα κλεμμένα των πολιτικών... εσείς...  Κάτι άστραψε στο μυαλό μου...(μίζες)... τι δουλειά κάνετε;...

-Από εδώ και στο εξής θα μιλάτε με το δικηγόρο μου! Αλλά εγώ είμαι άξιος και σαν άξιος θα φύγω από τα περιορισμένα σύνορα αυτής της χώρας των μετρίων και εσείς θα μείνετε εδώ να ψοφήσετε... Ποταποί... είπε, ενώ μαζί με τις εκνευρισμένες λέξεις, που εξαπόλυε από το στόμα του έφευγαν και σάλια που έπεφταν στο πρόσωπο μου, πριν μου γυρίσει την πλάτη και αποχωρήσει!

Τέλεια! μέσα σε ένα τέταρτο είχα δεχτεί δυο απειλές για μήνυση... άραγε έμενα σε πολυκατοικία τρελών, έφταιγε η οικονομική κρίση ή είχε τα χάλια της η ελληνική κοινωνία και απλά στα χρόνια της ευημερίας δεν το είχαμε καταλάβει...   

Ζαλισμένη από τις συζητήσεις με τους τρελούς, είχα μείνει στήλη άλατος να κοιτάω την πόρτα του απέναντι διαμερίσματος. Έκλεισα τη δικιά μου και πήγα στο μπάνιο να πλύνω το "κατάπτυστο" πρόσωπο μου από τα νεύρα του γείτονα, ύστερα επέστρεψα στο καθιστικό και κάθισα στο διθέσιο καναπέ. Να είχε άραγε πανσέληνο, αναρωτήθηκα όπως αφελέστατα ισχυριζόταν η Χριστίνα στη δουλειά και από την αυθυποβολή της πήγαιναν όλα χάλια όταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο, ακόμα και τη μέρα! Τι άλλο μου επιφύλασσε η μέρα άραγε, αυτοί οι δύο ήταν επικίνδυνοι, μήπως έπρεπε να πάρω την οικογένεια μου και να εξαφανιστώ για να τους σώσω... και σε ποια πολυκατοικία δεν υπήρχε τρελός.... θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς μου, "καλύτερα κακή χρονιά, παρά κακός γείτονας, η χρονιά θα περάσει, ο γείτονας θα μείνει!" (Εκτός κι αν τον πάρει η κακή χρονιά και γίνει και η χρονιά καλή και ο γείτονας καλός αφού οι νεκροί δικαιώνονται)....

Άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα, ο Παύλος με τη Νεφέλη μπήκανε στο σπίτι, η κόρη μου με ένα μουρμουριστό γεια που ούτε η ίδια δεν άκουσε καλά καλά αποχώρησε για το δωμάτιο της, ενώ ο Παύλος ήρθε και κάθισε δίπλα μου περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.

-Γιατί αυτά τα μούτρα;

-Είμαι κουρασμένη!

-Φυσικό δουλεύεις πολύ μωρό μου, όλα έχουν πέσει επάνω σου.

-Πέρασα και από τους γονείς μου!

-Γι αυτό είσαι έτσι! Με στόλισε πάλι ο πεθερούλης μου;

-Όχι, αυτή τη φορά στόλισε εμένα!

-Α όλα κι όλα, όταν λέει για μένα δε με πειράζει, αλλά αν ενοχλεί το κορίτσι μου με πειράζει. Αναζήτησα τα χείλη του για να ανταλλάξουμε ένα φιλί, βυθιστήκαμε σε αυτό μέχρι που ακούσαμε την περιφρονητική φωνή της κόρης μας να σχολιάζει.

-Αηδία!

-Ακριβώς, συμφώνησε ο πατέρας της, γι αυτό εσύ δε θα κάνεις τέτοια πράγματα! Σύμφωνοι; Ανασήκωσε το φρύδι της, σε μια έκφραση που όλοι συμφωνούσαν ότι τους θύμιζε εμένα και έφυγε χωρίς να απαντήσει στον πατέρα της!

-Φοβάμαι ότι θα τα κάνει! Σχολίασε ο Παύλος!

-Όταν γευτεί τη γλύκα σίγουρα! Επιβεβαίωσα.

-Έτσι έ; Μαγείρεψες; ή να πάω να μαγειρέψω την σπεσιαλιτέ μου που όλοι και όλες έχουν να λένε!

-Μακαρόνια σκέτα;

-Όχι, λέω να παραγγείλω πίτσα!

-Μάλιστα, κάτι μου λέει ότι αυτή ήταν ιδέα της κόρης σου.

-Και δικής σου κόρης! ώρα είναι να με κατηγορήσεις ότι την έκανα με άλλη γυναίκα!

-Σε σώζει το γεγονός ότι μου μοιάζει...

Μου χαμογέλασε και έκανε να φύγει!

-Α τώρα που το θυμήθηκα, συνάντησα τον από κάτω μας. Μου έκανε παράπονο...

-Τι παράπονο; ρώτησα προσπαθώντας να ακουστώ ψύχραιμη!

-Κάνουμε λέει φασαρία, να τραβάμε πιο σιγά τις καρέκλες...

-Αυτός που μετακομίζει στις έξι το πρωί έπιπλα σέρνοντας τα και ενοχλεί ολόκληρη πολυκατοικία ενοχλείται όταν τραβάμε τις καρέκλες;

-Φαίνεται ότι θέλει την αποκλειστικότητα στην ηχορύπανση! Σχολίασε μειδιώντας και με άφησε μόνη μου για να παραγγείλει πίτσες, ενώ εγώ κυριολεκτικά έβγαζα καπνούς από τα αυτιά... ύστερα αναρωτήθηκα, άξιζε να τα καταγράψω κι αυτά στο μπλοκάκι;

 

 
ΤΕΛΟΣ
 
Εις το επανιδείν... 
 
Διαβάστε επίσης: