Lovebird

Η Ανδρεάνα Σαπρίκη γεννήθηκε στην Άρτα και είναι πτυχιούχος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Εργάζεται ως yoga instructor και παράλληλα ασχολείται  με τη συγγραφή. Είναι μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Έχει βραβευτεί δύο φορές στο London Greek Film Festival με το καλύτερο βραβείο σεναρίου μικρού μήκους. Το 2011 για την ταινία "Sleepwalker", όπου συμμετείχε στο σενάριο και το 2013 με το βραβείο καλύτερου σεναρίου για την ταινία "The promise". To 2016 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα sci-fi  (Oι τρόφιμοι).
Είναι από τους βασικούς σεναριογράφους της σειράς ντοκιμαντέρ “Από το Μικρό στο Μεγάλο”, που προβλήθηκε στο κανάλι της Βουλής (Παραγωγή  ΕΣΕ). Αυτή τη στιγμή δουλεύει πάνω στο επόμενο βιβλίο της. Το “Lovebird” είναι το τρίτο διήγημα που ανεβαίνει στη σελίδα του  Αrtscript. Προηγήθηκαν “Οι  Αγνοούμενοι” και το “Apheresis”.

Η Ανδρεάνα Σαπρίκη γεννήθηκε στην Άρτα και είναι πτυχιούχος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Εργάζεται ως yoga instructor και παράλληλα ασχολείται  με τη συγγραφή. Είναι μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Έχει βραβευτεί δύο φορές στο London Greek Film Festival με το καλύτερο βραβείο σεναρίου μικρού μήκους. Το 2011 για την ταινία "Sleepwalker", όπου συμμετείχε στο σενάριο και το 2013 με το βραβείο καλύτερου σεναρίου για την ταινία "The promise". To 2016 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα sci-fi  (Oι τρόφιμοι).

Είναι από τους βασικούς σεναριογράφους της σειράς ντοκιμαντέρ “Από το Μικρό στο Μεγάλο”, που προβλήθηκε στο κανάλι της Βουλής (Παραγωγή  ΕΣΕ). Αυτή τη στιγμή δουλεύει πάνω στο επόμενο βιβλίο της. Το “Lovebird” είναι το τρίτο διήγημα που ανεβαίνει στη σελίδα του  Αrtscript. Προηγήθηκαν “Οι  Αγνοούμενοι” και το “Apheresis”.

 

 

 

Lovebird

Άλλη μία ηλιόλουστη μέρα. Μία ακτίνα φωτός τρύπωσε μέσα από τα στόρια. Έκλεισα αμέσως τα μάτια, πώς θα μπορούσα να συνηθίσω το φως μετά από τόσο καιρό στο σκοτάδι; Στην αρχή δεν μου άρεσε το σκοτάδι. Με τον καιρό, όμως, το συνήθισα. Όλοι το συνηθίσαμε.

Τα μάτια μου πονούσαν. Εικόνες θολές. Σύρθηκα στην άκρη του κρεβατιού και προσπάθησα να σηκωθώ. Τα κόκαλά  μου ήταν σαν από γυαλί. Εύθραυστα. Έτοιμα να θρυμματιστούν σε χιλιάδες κομμάτια. Έβαλα όση δύναμη μπορούσα στα πόδια μου, πιάστηκα από το μπουντουάρ και γλίστρησα με δυσκολία στο μπάνιο.

Την επόμενη στιγμή περπατούσα στην καρδιά της πόλης. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το φως θα μου αποκάλυπτε ένα τόσο θλιβερό σκηνικό. Παντού γυαλιά, κατεστραμμένα κτήρια και άνθρωποι να κλαίνε στα συντρίμμια μιας εποχής που τέλειωσε. Είχε τελειώσει, όμως;

Άλλη μία μέρα στη δουλειά. Κατέβασα τις ξεχαρβαλωμένες τέντες του γραφείου αναζητώντας λίγη σκιά. Οι υπόλοιποι με κοίταξαν ανακουφισμένοι. Με λένε Tαλίσα και είμαι αρχιτέκτων. Η εταιρεία μου έχει αναλάβει την αναδημιουργία του Κεντρικού τομέα της Μητρόπολης. Πρέπει να γίνουν όλα σχεδόν από την αρχή. Με μεγαλύτερη σοφία. Κανένα λάθος δεν επιτρέπεται. Οι τιμωρίες θα είναι πολύ αυστηρές για όσους δεν συμμορφωθούν με τις οδηγίες του Κυβερνήτη. 

 

Δεν θυμάμαι, ακριβώς, πώς ξεκίνησε. Κανείς δε θυμάται. Χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Στην αρχή μας επέτρεπαν να βγαίνουμε για εφοδιασμό τροφίμων. Ώσπου μας το απαγόρευσαν κι αυτό. Έτσι, άρχισε η κρατική διανομή φαγητού και καύσιμων υλών. Όποιος δεν τηρούσε τους κανόνες εξαφανιζόταν. Δεν τον ξανάβλεπε ποτέ κανείς. Ο Κυβερνήτης φοβόταν την επανάσταση. Όλοι μιλούσαν για έναν αόρατο εχθρό που απειλούσε τον πλανήτη. Θα τον αφάνιζε. Στο τέλος όλοι υπακούσαμε. Οι εξαφανίσεις σταμάτησαν. 

Κι ύστερα ήρθε ο παγετός. Οι διανομείς δεν μπορούσαν να φτάσουν σε όλα τα σπίτια. Υπήρξε πανικός. Έπρεπε τώρα να αντιμετωπίσουμε το κρύο και την πείνα. Αεροπλάνα έριχναν κονσέρεβες στις ταράτσες των σπιτιών. Οχήματα έριχναν τόνους αλατιού στους δρόμους. Επικράτησε χάος. Δεν ξέρω πόσες μέρες κράτησε. Ήμουν  μαζεμένη σε μια γωνιά, κουλουριασμένη με ένα πάπλωμα, καθηλωμένη σε μια οθόνη. Εκείνος είχε φύγει. 

 

Και μια μέρα, ξαφνικά, τελείωσε. Μπορούσαμε να βγούμε πάλι έξω. Ήμασταν ελεύθεροι. Δεν ήταν, όμως, ακριβώς έτσι. Κάποιοι τρελάθηκαν και πηδούσαν από τα μπαλκόνια τους. Νόμιζαν ότι μπορούσαν να πετάξουν. Άλλοι οργανώθηκαν σε αγέλες και άρχιζαν να σπάζουν βιτρίνες μαγαζιών και να κάνουν πλιάτσικο. Άλλοι πάλι με σιδερένιους λοστούς κατέστρεφαν  αυτοκίνητα. Όχι τα ξένα. Τα δικά τους αυτοκίνητα. Ο Κυβερνήτης δεν είχε προβλέψει τι επιπλοκές θα είχε στους ανθρώπους ο εγκλεισμός. Ο έλεγχος χάθηκε. Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Δύο μέρες κράτησε ο παραλογισμός. Ώσπου εξαντλήθηκαν.

Κι ύστερα ο απολογισμός. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα ουρλιαχτά των σειρήνων. Ασθενοφόρα μάζευαν σορούς, κλούβες γεμάτες εξαγριωμένους πολίτες, φαρμακεία λεηλατημένα, αποθήκες τροφίμων άδειες. Μια βδομάδα κράτησε  η απογραφή. Ο μισός πληθυσμός της Μητρόπολης είχε αφανιστεί. Κι από όσους απόμειναν, τα δύο τρίτα διαγνώστηκαν με ψύχωση. O εγκλεισμός  αποδείχθηκε  πιο καταστροφικός από τον αόρατο εχθρό. Συλλογικό τραύμα είπαν. Ο Κυβερνήτης απέλυσε την υπάρχουσα επιστημονική ομάδα και προχώρησε στη σύσταση νέας. Αλλά, ήταν αργά. Το κακό είχε γίνει.

Ανήκω στο ένα τρίτο των ανθρώπων, που είμαστε εντάξει. Έτσι μας είπαν. Αστεία  διάγνωση. Πόσο εντάξει μπορείς να είσαι ύστερα από όλο αυτό; Κληθήκαμε να βοηθήσουμε στην οργάνωση της νέας εποχής. Εγώ σχεδιάζω κτήρια. Χωρίς μπαλκόνια. Με σίδερα στα παράθυρα. Κανείς δεν θα μπορεί να πηδήξει στο κενό. Η διαταγή είναι ξεκάθαρη. Η νέα Μητρόπολη θα προσφέρει ασφάλεια στους πολίτες. «Ασφάλεια;» αναρωτήθηκα και ένα μειδίαμα έσκασε στα χείλη μου. Φαιδροί και υποκριτές. Δεν ήμουν ακόμα σίγουρη, αν περιγελούσαν τον εαυτό τους, ή εμάς. Όλοι αυτοί οι Αφέντες δεν είχαν ιδέα. Δεν μπορεί να υπάρξει ασφάλεια.

 

Ώσπου  μια μέρα εκείνος επέστρεψε. Με περίμενε στο παρακάτω τετράγωνο. Δεν μπορώ να πω ότι ξαφνιάστηκα. Πάντα επιστρέφουν όταν περνούν τα δύσκολα. Ήρεμος. Αποφασισμένος. «Θέλω να είμαστε πάλι μαζί», είπε. Τον κοίταξα. Πώς θα μπορούσα να τον συγχωρήσω; Έφυγε στην πιο αδύναμη στιγμή μου, φοβήθηκε. Πήγε κι έμεινε μόνος για να είναι σίγουρος ότι δε θα μολυνθεί. Έτσι είναι η αγάπη; 

«Σχεδιάζω από την αρχή και ξανακτίζω μόνο κτήρια», είπα κι έφυγα, χωρίς να κοιτάξω πίσω.

 

Οι ώρες περνούσαν κι εγώ στριφογυρνούσα στο κρεβάτι μου. Πάλι δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Η ίδια φράση επαναλαμβανόταν μέσα στο κεφάλι μου. “Νέα Μητρόπολη, ίδιοι άνθρωποι’’. Αλήθεια τώρα, πιστεύουν ότι θα λειτουργήσει; Δεν αντιλαμβάνονται το λάθος; Πώς μπορεί να ανακατασκευαστεί η Μητρόπολη και να παραμείνουν οι ίδιοι Αφέντες, και να παραμείνουν οι ίδιοι άνθρωποι; Θα δεχόμουν αυτή τη θέση, αν είχα την ελευθερία επιλογής;  Δεν ξέρω.

 

Η επόμενη μέρα ήταν εφιάλτης. Καμία έμπνευση. Το χέρι μουδιασμένο, αδυνατούσε να συνεργαστεί. Συλλογικό τραύμα, έτσι είπαν. Κι, όμως, νοιάζονται μόνο για τα κτήρια. Οι ψυχές μας; Δεν  χρειάζονται ανανέωση οι ψυχές μας; Πώς μπορώ να απαλλαγώ από το θλιβερό καθήκον; Τι θα μου κάνουν; 

Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Έτσι αισθανόμουν, παγιδευμένη και ανήμπορη. Η ψυχή μου ήθελε να τρέξει, να φύγει μακριά, αλλά το σώμα φυλακισμένο, παραδομένο στην πραγματικότητα, χωρίς όνειρα. Το δεξί χέρι επέμενε στην ακαμψία, σαν να ήθελε να κάνει τη δική του επανάσταση. Και η προθεσμία πλησίαζε. Έπρεπε να παραδώσω. 

Οι συνάδελφοί μου εργάζονταν με ζέση. Προσπαθούσα να διακρίνω κάτι στο πρόσωπό τους. Να καταλάβω από πού αντλούσαν τη δύναμη που τους κρατούσε όρθιους. Τίποτα. Προσπάθησα να δουλέψω με το άλλο χέρι, αλλά δεν μπορούσα. Βλέπεις, ο σχεδιασμός απαιτεί ακρίβεια. Βγήκα να πάρω λίγο αέρα.  Από ψηλά η πόλη έμοιαζε  με ένα ζουληγμένο παιχνίδι. Αυτό ήμασταν. Τόσο στραπατσαρισμένοι, που με δυσκολία αναπνέαμε. 

Προσπάθησα για μία ακόμα φορά, να μπω στο μυαλό των ανθρώπων που έπεσαν στο κενό. Αλήθεια, νόμιζαν ότι μπορούσαν να πετάξουν; Τόσο πολύ ήθελαν να φύγουν μακριά από την πόλη; Να ξεχάσουν; Δεν τους αδικούσα. Έκλεισα τα μάτια μου και τους φαντάστηκα. Λίγες στιγμές ελευθερίας, πριν την επαφή με την πραγματικότητα του θανάτου. Πώς να ένιωσαν άραγε, εκείνες τις τελευταίες στιγμές; Να φοβήθηκαν; Και  τότε κατάλαβα  πόσο επικίνδυνα είχα πλησιάσει στην άκρη. Είχα παγώσει. Ήμουν πολύ δειλή να προχωρήσω. Και πολύ συνειδητοποιημένη για να γυρίσω πίσω. 

 

Την επόμενη στιγμή άκουσα ένα φτερούγισμα. Πριν καλά καλά καταλάβω, ένα πουλί είχε  κάτσει στον ώμο μου. Έγειρε πάνω μου, σαν να ήθελε να κοιμηθεί. “Lovebird’’, είπα ψιθυριστά και το πήρα στα δύο μου χέρια. Εκείνο δεν έφερε αντίσταση, κουλουριάστηκε κι έγειρε ξανά το κεφαλάκι του. Φαινόταν κουρασμένο. «Από πού ήρθες, πού είναι το ταίρι σου, πού βρίσκεις τροφή;» το ρώτησα σαν να περίμενα να μου απαντήσει. Ήταν πανέμορφο, με πράσινα φτερά και κόκκινο λαιμό. Παράταιρο στην γκρίζα πόλη. Παράταιρη κι εγώ. Χαμογέλασα. Αυτό το πλάσμα με κάποιο τρόπο είχε επιβιώσει. Βρέθηκε στο δρόμο μου για να μου θυμίσει κάτι σημαντικό. Μέσα σε όλη αυτή την τρέλα είχα ξεχάσει πως  υπάρχουν ακόμα χρώματα στον πλανήτη. Ήρθε για να μου δώσει ελπίδα να παλέψω για ένα ακόμα ηλιοβασίλεμα. Για ένα σύννεφο. Για ένα ουράνιο τόξο. Για τα παραμύθια που μου διάβαζαν όταν ήμουν μικρή. Έκλαψα λίγο. Είχα καιρό να κλάψω και ήταν όμορφα. Το παπαγαλάκι με κοίταξε σαν να κατάλαβε. Τρίφτηκε για λίγο στο χέρι μου κι ύστερα πέταξε μακριά.

                ΤΕΛΟΣ

 

 

Διαβάστε επίσης: