Λευκή Παραμονή

 της Έλενας Παπαδοπούλου
 

Η θερμοκρασία είχε πέσει υπό του μηδενός εδώ και αρκετές μέρες και δεν έλεγε να ανέβει με τίποτα. Οι χιονονιφάδες στροβιλίζονταν στον αέρα κατά την καθοδική τους πορεία. Σαν έφταναν χαρούμενες στο έδαφος, συναντούσαν τις αδερφές και τις φίλες τους πάνω στους δρόμους της πόλης, στις οροφές των αυτοκινήτων και των σπιτιών, στα κλαδιά των δέντρων, που αγκομαχούσαν πια από το βάρος. Το χιόνι, λευκό και απάτητο, έμοιαζε με αφράτο σύννεφο που προσκαλούσε τους ανθρώπους να βγουν από τα σπίτια τους. Όμως, το τσουχτερό κρύο νικούσε στη μεταξύ τους μονομαχία και το συννεφένιο πάπλωμα περίμενε υπομονετικά τον πιο τολμηρό όλων να βρεθεί.

Η Κλειώ, έχοντας φτιάξει μια κούπα ζεστό κακάο, στεκόταν μπροστά από την τζαμαρία του σαλονιού και κοιτούσε τις νιφάδες να πέφτουν. Όταν ήταν παιδί, δε χόρταινε να βλέπει το χιονισμένο τοπίο. Τώρα, βέβαια, δεν ένιωθε το ίδιο για το λευκό που δεν επέτρεπε στη νύχτα να πέσει. Ούτε για το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα δεκάδες λαμπιόνια, που μόνο μελαγχολία και λύπη τής προκαλούσε, γιατί της θύμιζε την πικρή αλήθεια: αυτά ήταν τα πρώτα της Χριστούγεννα χωρίς εκείνον. Το κενό που κουβαλούσε μέσα της εδώ και έναν χρόνο έμοιαζε να μεγαλώνει όσο πλησίαζε ο νέος χρόνος. Δεν το άντεχε άλλο, ούτε το κενό ούτε και το βαρύ αίσθημα που της πλάκωνε την καρδιά.

Το μέτωπό της ακούμπησε τελικά το παγωμένο τζάμι και ανατρίχιασε από τη διαφορά θερμοκρασίας. Τα ρίγη στη ραχοκοκαλιά της την έκαναν να τυλίξει προστατευτικά τα χέρια της γύρω από το σώμα της. Έκλεισε τα μάτια άθελά της και αμέσως ένιωσε το δικό του άγγιγμα. Τα χέρια του, δυνατά αλλά και μαλακά, τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της και σφραγίστηκαν μαζί με τα δικά της. Το σώμα του κόλλησε πάνω στο δικό της και τον ένιωσε να την τραβά προς το μέρος του, σαν να ήθελε να ενωθούν εντελώς και να μην ξεχωρίζει πού άρχιζε το ένα κορμί και πού τελείωνε το άλλο. Η ανάσα του, ρυθμική και καυτή, χτύπησε τον λαιμό της και τα γένια του γρατζούνισαν ελαφρά τον δεξιό της ώμο.

Η Κλειώ άνοιξε τα μάτια της γεμάτη λαχτάρα να τον αντικρίσει, αλλά εκείνος είχε ήδη χαθεί. Ήταν μόνη της, αλλά τώρα το σπίτι τής φαινόταν πιο άδειο από πριν, πιο αποπνικτικό. Ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν και προσπάθησε να αποδιώξει τα δάκρυα. Μόνο ένα μοναχικό ξέφυγε και εκείνη το σκούπισε γρήγορα. Έπρεπε να φύγει από εκεί μέσα, έστω και για λίγο. Κοίταξε τελευταία φορά την τζαμαρία, τελείωσε τη σοκολάτα της, ντύθηκε ζεστά και βγήκε έξω, κλείνοντας πίσω της την εξώπορτα. Έκανε ένα διστακτικό βήμα μες στο χιόνι και ένιωσε να βουλιάζει. Όμως οι μπότες την προστάτευαν και έτσι ξεκίνησε να περπατά, αφήνοντας με κάθε της βήμα ίχνη.

«Πάλι;»

«Ακολουθώ τη συμβουλή σου. Μου είχες πει, όταν δεν μπορώ να αντέξω άλλο το βάρος, όταν νιώθω τα πάντα να μαυρίζουν, να περπατώ».

«Θα κρυώσεις!» τον άκουσε να λέει στη συνέχεια με προστατευτικό τόνο στη φωνή του.

«Δε με νοιάζει. Νιώθω κρύο. Το κρύο είναι κάτι, άρα καλύτερο από το τίποτα που νιώθω όλες τις υπόλοιπες μέρες. Γιατί σου τα λέω όλα αυτά; Δεν είσαι πραγματικά εδώ. Το μυαλό μου παίζει παιχνίδια» απάντησε πικραμένη. Το χέρι του τότε τεντώθηκε και έπιασε το δικό της. Έκπληκτη τον κοίταξε μην ξέροντας τι να υποθέσει. Πρώτα τον άκουγε και έπειτα τον ένιωθε. Στα αλήθεια αυτή τη φορά. Σίγουρα τρελαινόταν. Εκείνος κατάλαβε τη δυσπιστία της και χαμογέλασε παρηγορητικά.

«Είμαι εδώ για σένα. Δεν μπορούσα να μην είμαι μαζί σου Παραμονή Χριστουγέννων. Νόμιζες στα αλήθεια πως θα σε άφηνα μόνη;»

«Με άφησες όμως μόνη μου, Άγγελε. Κοντεύει ένας χρόνος τώρα».

«Αν είχα επιλογή, θα έμενα και το ξέρεις» υπερασπίστηκε τον εαυτό του.

«Γιατί έπρεπε να φύγεις τόσο νωρίς; Είχαμε μια ζωή να ζήσουμε, όνειρα να πραγματοποιήσουμε. Γιατί σε πήρε τόσο νωρίς;» ρώτησε έτοιμη να κλάψει. Εκείνος σταμάτησε να περπατάει και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

«Έτσι έπρεπε να γίνει, ψυχή μου. Κάποια στιγμή θα καταλάβεις, σ’ το υπόσχομαι. Μέχρι να έρθει αυτή η μέρα, και πίστεψέ με θα την κάνω να αργήσει όσο πιο πολύ γίνεται, εγώ θα σε προσέχω από εκεί πάνω. Θα σε φυλάω σε κάθε βήμα και κάθε επιλογή».

«Δεν αντέχω άλλο τη ζωή μου χωρίς εσένα. Όλα σε θυμίζουν, δεν μπορώ να ξεφύγω. Βιάστηκες. Γιατί βιάστηκες; Έπρεπε να έχουμε και άλλο χρόνο».

«Έχουμε το σήμερα. Έχουμε τούτη εδώ την Παραμονή» της είπε γλυκά κοιτώντας τη στα μάτια.

«Δε μου φτάνει» απάντησε και ξέσπασε σε λυγμούς. Εκείνος την αγκάλιασε ακόμη πιο σφιχτά.

«Ησύχασε» της ψιθύρισε και σκούπισε τα δάκρυά της με τους αντίχειρές του.«Όλα θα πάνε καλά».

«Άγγελε, κρυώνω» του είπε με τρεμουλιαστή φωνή.

«Το ξέρω, καρδιά μου, το ξέρω» απάντησε με σπασμένη φωνή. Η Κλειώ τον κοίταξε στα μάτια και τέντωσε το κορμί της για να τον φτάσει. Έπειτα του χάρισε ένα γλυκό φιλί, αφέθηκε στα χέρια του και έχασε τις αισθήσεις της.

«Γαμώτο!» φώναξε ο Άγγελος στον άδειο δρόμο. Τα χαρακτηριστικά του τεντώθηκαν και οι μύες του σφίχτηκαν γύρω από το σώμα της.

«Όχι και εκείνη» Του φώναξε και άνοιξε τα φτερά του. Με ένα σάλτο βρέθηκε στον αέρα. Δε θα επέτρεπε να γίνει αυτό. Έφτασε στο σπίτι και απέθεσε το κορμί της μαλακά στο στρώμα, σκεπάζοντάς τη σε μια προσπάθεια να τη ζεστάνει. Έκλεισε τα μάτια του και κοίταξε το άστρο της. Μέρα με τη μέρα έσβηνε… Αφού βεβαιώθηκε πως η ελπίδα δεν είχε ακόμη χαθεί, πήρε τις αποφάσεις του. Δε θα την έπαιρνε πριν ζήσει. Είχε τόσα πράγματα να προσφέρει, τόσους ανθρώπους να κάνει ευτυχισμένους, τόσα μέρη να δει. Ποιος ήταν αυτός που θα της τα στερούσε όλα αυτά;

Κάθισε δίπλα της και άκουσε την καρδιά της, που χτυπούσε σταθερά μες στο στήθος της. Έπειτα χόρτασε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Τα κόκκινα μαλλιά της, το ανοιχτόχρωμο δέρμα της, τις αξιολάτρευτες φακίδες της, τη χαριτωμένη μύτη της. Όλα τα σημαδάκια, κάθε τι πάνω της, ήταν μοναδικό. Και ακριβώς επειδή ήταν μοναδική, θα χρησιμοποιούσε τον μόνο τρόπο που ήξερε ώστε να την κρατήσει ασφαλή. Όσο και αν τον πονούσε.

Τα χέρια του έτρεμαν σαν τα ακούμπησε στους κροτάφους της. Μια τελευταία αμφιβολία πέρασε από το μυαλό του, αλλά ξεχάστηκε τόσο γρήγορα όσο είχε έρθει. Η Κλειώ ήταν πιο σημαντική από εκείνον και αυτός ήταν ο τρόπος του να της το αποδείξει. Την κοίταξε με στοργή και ένα ρίγος τον διαπέρασε. Η διαδικασία είχε ξεκινήσει και δεν υπήρχε πια γυρισμός.

«Αντίο, αγάπη μου» της ψιθύρισε κλαίγοντας, ενώ μέσα του ευχόταν το αντίο τους να μην ήταν οριστικό. Ευχόταν η καρδιά της με κάποιο τρόπο να τον θυμόταν την ύστατη ώρα και να έβρισκε τον δρόμο της πίσω σε αυτόν. Τη φίλησε στοργικά στο κούτελο, άνοιξε τα φτερά του και χάθηκε στον νυχτερινό ουρανό. Μια λάμψη είδε μόνο η όμορφη κοπέλα, πριν βυθιστεί σε ύπνολήθης. Όταν ξυπνούσε, δε θα είχε καμία ανάμνηση από τον αγαπημένο και φύλακα-άγγελό της.

Πρώτα διαλύθηκε η εικόνα του, σαν να αλλοιώθηκαν τα χαρακτηριστικά του, τα μάτια του, τα χείλη του, τα γένια του. Όλα χάθηκαν και έμεινε μόνο η φιγούρα του. Έπειτα της πήρε πίσω την ανάμνηση της φωνής του, το γέλιο, τα τρυφερά λόγια, τα σ’ αγαπώ γεμάτα νόημα, τις φωνές από τους τσακωμούς. Σειρά είχαν τα χάδια, τα αγγίγματα, οι αναμνήσεις δύο σωμάτων. Και όταν έφυγαν και αυτά, έμειναν κάτι μπερδεμένα συναισθήματα. Πόσο άδικο. Πόσο σκληρό να μην έχει πια θέση στο μυαλό της. Αγάπη, πόθος, λαχτάρα, πόνος, απελπισία και παραίτηση αθροίστηκαν και έβγαλαν μηδέν.

Το πρώτο τους ραντεβού στην παραλία έγινε ένα μπάνιο με τη φίλη της, ο γάμος τους έγινε ένα επεισόδιο κάποιας σειράς στην τηλεόραση. Το τσακισμένο σώμα του στο νοσοκομείο αντικαταστάθηκε από έναν ηλικιωμένο που είχε φροντίσει. Η κηδεία του εφιάλτης. Και η Κλειώ ξύπνησε χαρούμενη για πρώτη φορά μετά από μήνες.

Ο Άγγελος ποτέ δεν έπαψε να την κοιτάζει, να την προσέχει και να καρτερεί τη στιγμή που, ηλικιωμένη πια, η ψυχή της θα αποχωριζόταν την επίγεια φυλακή της και θα ξεκινούσε ένα νέο ταξίδι.

Το μυαλό μπορεί να σβηστεί, αλλά η καρδιά όχι.           

Θα τον έψαχνε, αυτό ήλπιζε. Και μόλις τον έβρισκε, δε θα την άφηνε ποτέ ξανά να φύγει από την αγκαλιά του.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Βιογραφικό Έλενας Παπαδοπούλου

Η Έλενα Παπαδοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και σπούδασε Aγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό πανεπιστήμιο. Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Erasmus+ φοίτησε δύο εξάμηνα στο πανεπιστήμιο του Λοτζ της Πολωνίας, στο τμήμα λογοτεχνίας. Ξεκίνησε να γράφει στην ηλικία των επτά ετών, που δημιούργησε τον δικό της φανταστικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, παρακολούθησε το σεμινάριο δημιουργικής γραφής «Scripta Manent» και σύντομα ολοκλήρωσε το πρώτο της μυθιστόρημα.

Τα τελευταία χρόνια είναι επιμελήτρια σε διάφορους εκδοτικούς, αξιολογήτρια βιβλίων, συγγραφέας και διαχειρίστρια στο λογοτεχνικό blog Moonligh Tales. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε τοπική εφημερίδα, στην οποία πλέον διατηρεί βιβλιοφιλική στήλη. Το ποίημά της «Το Ρολόι Χτυπάει Μεσάνυχτα» έχει συμπεριληφθεί στο συλλογικό έργο Once Upon a Horror Time (Moonlight Tales, 2021). Το ποίημα «Ποιος σου έκλεψε το παραμύθι» και το διήγημα «Ένας Άγγελος γεννιέται» έχουν συμπεριληφθεί στο «And they lived happily ever after?» (Moonlight Tales, 2022). Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Ένα Μόνο Γράμμα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χάρτινη Πόλη.

Όταν δεν γράφει, ασχολείται με ποικίλους δημιουργικούς τομείς, όπως ο χορός και η ζωγραφική ή διαβάζει βιβλία. Η ιδανική της μέρα περιλαμβάνει μια μεγάλη κούπα καφέ, μια πολύχρωμη κουβέρτα και ένα καλό βιβλίο.

 

 

Διαβάστε επίσης: