Λευκή Ορχιδέα

 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ - IT’ S A MAN’S WORLD-

 

Έκλεισε την πόρτα πίσω της και ακούμπησε επάνω. Έβγαλε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια από τα πόδια της, ακουμπώντας τα γυμνά πέλματα πάνω στα κρύα πλακάκια του δαπέδου. Με αργά βήματα πλησίασε το μπαρ με τα ποτά και έβαλε σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι δυο δάχτυλα σκοτσέζικο ουίσκι. Αφού ήπιε μια γουλιά, ακούμπησε το ποτήρι πάνω στο γυάλινο τραπέζι μπροστά από τον καναπέ. Μόλις βούλιαξε πάνω του, δεν μπόρεσε να αντισταθεί και να μην ξαπλώσει, με την κούραση που είχε ήταν πολύ πιθανόν να αποκοιμηθεί εκεί πριν προλάβει να πάει στο κρεβάτι της. Δεν της είχε συμβεί λίγες φορές, όμως τι πείραζε; Μέσα σε λίγα λεπτά είχε γυρίσει στο πλάι και με τα χέρια για προσκεφάλι είχε αποκοιμηθεί.

Από τα μπερδεμένα όνειρα της την ξύπνησε η μελωδία του κινητού της. Βρίζοντας που αναγκαζόταν να σηκωθεί από τον καναπέ, σύρθηκε ως την καρέκλα που είχε εγκαταλείψει παλτό και τσάντα και άρχισε να ψάχνει για το τηλέφωνο, που τελικά βρέθηκε μέσα σε μια τσέπη. Στην αναγνώριση της οθόνης διάβασε «mammy».

Ζαλισμένη ακόμα, επέστρεψε στον καναπέ απαντώντας στο τηλέφωνο.

«Λόρνα, για το Θεό!»

«Γεια σου μαμά!»

«Γιατί δεν απαντούσες; Σε πήρα πάνω από τρεις φορές τηλέφωνο».

«Κοιμόμουν. Έπειτα μέχρι να σηκωθώ, να βρω το…»

«Συγνώμη κορίτσι μου!»

«Δεν πειράζει». Είπε και χασμουρήθηκε. «Λοιπόν τι έγινε; Ανακηρύχτηκε πόλεμος;»

«Δεν το βλέπω να το γλιτώνουμε κι αυτό!» Μουρμούρισε η Μάγκι. «Αλλά σε πήρα για να σου υπενθυμίσω ότι αύριο έχουμε τραπέζι στους γονείς της Σεσίλια! Θα έρθεις έτσι δεν είναι;»

«Φυσικά και θα έρθω! Θα χάσω εγώ την ευκαιρία να δω τον πατέρα μου να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με έναν ισπανό εργάτη και να προσπαθούν να βρουν κοινά σημεία για να ανοίξουν συζήτηση!»

«Έλα Λόρνα, μη γίνεσαι κακιά. Έχουν τα παιδιά τους και την ευτυχία τους ως κοινό σημείο!»

«Και το νέο μέλος της οικογένειας που είναι καθοδόν». Πρόσθεσε η Λόρνα.

«Αχ ναι, το πιστεύεις ότι θα γίνω σύντομα γιαγιά!» Είπε ενθουσιασμένη η Μάγκι.

«Το έχω πιστέψει εδώ και δυο μήνες, που είδα μια Σεσίλια μέσα στην απόγνωση, κι ένα Γκράχαμ με ένα χαζό χαμόγελο από το ένα αυτί στο άλλο.»

«Είμαι σίγουρη ότι ο Γκράχαμ θα γίνει ένας εξαιρετικός πατέρας, κι η Σεσίλια ίσως να γίνει μια πολύ καλή μητέρα».

«Εγώ είμαι σίγουρη ότι θα γίνει.»

«Ναι κι εγώ.» Πρόσθεσε βιαστικά η Μάγκι. «Λοιπόν αύριο φρόντισε να έρθεις πριν από τους επισκέπτες μας! Εντάξει;»

«Θα προσπαθήσω μητέρα».

«Μη μου πεις ότι θα περάσεις και αύριο από την εταιρεία;»

«Όχι, έφερα δουλειά στο σπίτι».

«Ίδια ο πατέρας σου. Τέλος πάντων, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Καλό βράδυ αγάπη μου»

«Καληνύχτα μητέρα!» Είπε και η Λόρνα και αφού διέκοψε τη συνομιλία, ακούμπησε το τηλέφωνο στο γυάλινο τραπεζάκι. Έσκυψε στο πλάι ψάχνοντας να βρει το διακόπτη του φωτιστικού. Μόλις τον πάτησε, ένα λευκό φως έδιωξε το σκοτάδι από το καθιστικό. Πήρε το ποτήρι με το ουίσκι και ήπιε μια γερή γουλιά. Κοίταξε απέναντι, τον πίνακα που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο και που της τον είχε χαρίσει η Σεσίλια. Στον πίνακα απεικονιζόταν η Λόρνα σε νεότερη ηλικία, από κάποιες διακοπές στην Ελλάδα. Ήταν καθισμένη σε έναν βράχο και κοίταζε τα κύματα που έσκαγαν κάτω από τα πόδια της. Ήταν από μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ο Γκράχαμ, την είχε βρει στη μετακόμιση η Σεσίλια και ζήτησε να την κάνει πίνακα. Άλλο που δεν ήθελε ο Γκράχαμ, ο οποίος πάντα προσπαθούσε να ενθαρρύνει την αγαπημένη του tattooist να καταπιαστεί πιο σοβαρά με τη ζωγραφική. Αποτέλεσμα αυτός ο υπέροχος πίνακας που κρεμόταν τώρα στον τοίχο της. Η Σεσίλια είχε πάρει το θέμα μιας φωτογραφίας διαστάσεων 10 Χ 15 εκατοστών, και το είχε μεταφέρει σε έναν αρκετά μεγαλύτερο καμβά. Ήταν εκπληκτική η ομοιότητα χωρίς να της έχει διαφύγει καμία λεπτομέρεια, τόσο από το πρόσωπο και την έκφραση του έφηβου –μια φορά και έναν καιρό- μοντέλου, όσο και από το γύρω περιβάλλον. Είχε προσθέσει κάποιες δικές της πινελιές, όπως ένα δελφίνι στο βάθος δεξιά και μια μικρή βαρκούλα που την κουνούσε το κύμα, όμως το είχε κάνει με τέτοιο τρόπο που είχαν ταιριάξει στο σύνολο του πίνακα.

Φυσικά όσο και να προσπαθούσε ο Γκράχαμ να πείσει τη Σεσίλια να ασχοληθεί με τη ζωγραφική πιο επαγγελματικά, εκείνη το έκανε μόνο ερασιτεχνικά, κι όσο για τους πίνακες που ζωγράφιζε τους περισσότερους τους χάριζε. Ο αδερφός της γκρίνιαζε γι’ αυτό, αφού ήταν ο μεγαλύτερος θαυμαστής της ζωγραφικής της συντρόφου του, κι όχι άδικα! Το κορίτσι είχε πράγματι ταλέντο, όμως που να έβαζε πια και τόσους πίνακες; Οι τοίχοι του μικρού σπιτιού δεν χωρούσαν άλλους. Άλλωστε η Σεσίλια δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τα τατουάζ. Έπειτα από την επιτυχία της έκθεσης, και τις κριτικές που είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και sites, το στούντιο είχε κι αυτό ωφεληθεί, κερδίζοντας μεγάλη πελατεία. Ο ιδιοκτήτης του ανησυχώντας μη θελήσει η Σεσίλια να τον εγκαταλείψει, της πρότεινε να γίνουν συνέταιροι κι από εκείνη τη στιγμή άλλαξαν πολλά στο άλλοτε «Jimmy’s tattoo». Αρχικά το όνομα του στούντιο έγινε “Silene Tomentosa” ως φόρος τιμής στο σπάνιο λουλούδι που έγινε ο λόγος να καυγαδίζουν για μήνες η Σεσίλια με τον Γκράχαμ, πριν καταλήξουν μαζί τρελά ερωτευμένοι. Έπειτα προσέλαβαν δυο νέα παιδιά, ταλέντα όπως τα χαρακτήριζε η Σεσίλια στο τατουάζ και πλέον δούλευαν με βάρδιες. Παρά τα επιχειρηματικά ανοίγματα της καλής του, ο Γκράχαμ παρέμεινε στα δυο τατουάζ που είχε κάνει τον πρώτο χρόνο της σχέσης τους, ενώ και η Σεσίλια αποφάσισε ότι για την ώρα τουλάχιστον ούτε κι εκείνη θα πρόσθετε άλλο. Φυσικά η Λόρνα ούτε που σκεφτόταν να στιγματίσει το κορμί της με οποιαδήποτε ζωγραφιά, όσο υπέροχη και να ήταν. Μόνο τον πόνο που έπρεπε να περάσει να σκεφτόταν, δεν έμπαινε ούτε στη διαδικασία να το συζητήσει. Η Μάγκι είχε εκφράσει κάποια στιγμή τη διάθεση της να κάνει κάτι μικρό, ίσως στον αστράγαλο, αλλά τα βλέμματα που εισέπραξε από τα δυο ενήλικα παιδιά της, το κελαηδιστό γέλιο της μικρής της κόρης και το κοκκίνισμα στο πρόσωπο του άντρα της, που προειδοποιούσε για εγκεφαλικό την απέτρεψαν από το να προχωρήσει.

Σκέφτηκε με αγάπη τη μητέρα της, ίσως ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο, κι αν υπήρχαν και άλλοι, σίγουρα ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που η ίδια είχε γνωρίσει. Φρόντιζε πάντα τους ανθρώπους που αγαπούσε, και έδειχνε κατανόηση σχεδόν σε ό,τι κι αν άκουγε. Αγκάλιασε αμέσως τη Σεσίλια και φρόντισε ύστερα από το Masterpiece, να πραγματοποιηθεί η έκθεση της και σε γκαλερί της Ισπανίας. Καθησύχασε τους αγοραστές των έργων, διαβεβαιώνοντας τους ότι θα πάρουν τα έργα της ανερχόμενης Μολίνς, έπειτα και από την έκθεση στην πατρίδα της. Είχε καταλάβει ότι είχε λυπήσει τη Σεσίλια που η οικογένεια της δεν είχε δει τη δουλειά της, και εφόσον εκείνοι δεν μπορούσαν να έρθουν στο Λονδίνο, φρόντισε να στείλει την έκθεση στην Ισπανία. Και μάλιστα έστειλε μαζί και τη Σεσίλια με τον Γκράχαμ, ο οποίος ενθουσιάστηκε πολύ με την ισπανική οικογένεια της συντρόφου του.

Άραγε υπήρχε κάτι που δεν μπόρεσε να κατανοήσει η μητέρα της και να το δεχτεί; Η αλήθεια ήταν ότι υπήρχε κάτι. Κι αυτό ήταν ο γάμος του Γκράχαμ με τη Σεσίλια. Ήταν μόνο οι δυο τους και ο Κάλουμ που έπαιξε το ρόλο του κουμπάρου. Κανείς άλλος. Ναι, αυτό την είχε ενοχλήσει, όμως αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή, ο Γκράχαμ το πήρε επάνω του, και η Λόρνα ήταν βέβαιη ότι εκείνος τα είχε κάνει θάλασσα, βάζοντας πάνω απ’ όλα τις ανάγκες της Σεσίλια. Όμως ήταν σφάλμα του. Ναι, τη Μάγκι την είχε πειράξει που δεν ήταν παρούσα στο γάμο του μοναχογιού της. Καταλάβαινε που τα παιδιά δεν ήθελαν ανοιχτό γάμο, δικός τους ήταν αλλά και εκείνοι έξω, σαν οποιονδήποτε άλλο! Αλλά και πάλι δεν είπε τίποτα, αντιθέτως έριξε νερό στο κρασί του άντρα της και τώρα ήταν έτοιμοι να υποδεχτούν την οικογένεια της νύφης τους από την Ισπανία. Θα είχε ξεσηκώσει ολόκληρο το σπίτι η μητέρα της για να τους υποδεχτεί. Η Λόρνα αναρωτήθηκε πόσα εξαίσια εδέσματα θα υπήρχαν στο τραπέζι την επόμενη μέρα. Με την σκέψη και μόνο ένιωσε το στομάχι της να διαμαρτύρεται. Μόλις συνειδητοποίησε την πείνα της. Σηκώθηκε κουρασμένη και πήγε ως την κουζίνα. Μέσα σε ένα τάπερ υπήρχε το τελευταίο κομμάτι από μια τυρόπιτα. Το έφαγε με λαιμαργία συνοδεύοντας το με τις τελευταίες γουλιές από το ουίσκι της και έπειτα πήγε να ξαπλώσει στο διπλό της κρεβάτι.

«Καλά όλα αυτά Λόρνα», είπε στον εαυτό της. «Ο Γκράχαμ είναι ευτυχισμένος δίπλα στη Σεσίλια. Με εσένα όμως τι γίνεται;» Κι έτσι ξεκίνησε την ανασκόπηση της δικής της ζωής.

Από μικρό κορίτσι είχε προσκολληθεί πάνω στον πατέρα της. Ή μάλλον στη δουλεία του πατέρα της. Νέο ζευγάρι οι γονείς της, προσπαθώντας να σταθούν στα πόδια τους επαγγελματικά, έτρεχαν δεξιά αριστερά. Μην έχοντας την άνεση να αφήνουν τα παιδιά σε συγγενείς ή νταντάδες τα κουβαλούσαν μαζί τους. Όμως δεν ήταν εύκολο για τη Μάγκι μετά από τη γέννηση του Γκράχαμ να κουβαλάει δυο κουτσούβελα, και μιας και ο Γκράχαμ ως μικρότερος είχε μεγαλύτερη ανάγκη τη μητρική φροντίδα, τη Λόρνα την ανέλαβε ο πατέρας της. Φυσικά δεν την έπαιρνε κάθε μέρα μαζί του στη δουλειά, όμως από αρκετά νεαρή ηλικία εξερευνούσε τον χώρο εργασίας του και όλα εκεί της φαινόταν σαν παιχνίδι. Έπειτα, αρκετά νωρίς κατάλαβε ότι είχε κλίση στο management και να που τώρα βρισκόταν στην οικογενειακή επιχείρηση να τη διοικεί με τη βοήθεια του Γουάλι. Ήταν δύσκολος και σκληρός χώρος οι επιχειρήσεις, ένας χώρος φτιαγμένος από άντρες για άντρες, λες και το φύλο είναι αυτό που μπορεί να υποδείξει την αξία του ανθρώπου. Οι γυναίκες πέρασαν χρόνια για να μπορέσουν να παρεισφρήσουν στις επιχειρήσεις, τις χρειάζονταν σαν εργατικά χέρια φυσικά αλλά δεν τις ήθελαν στα πόδια τους να διοικούν, όμως να που τα κατάφερναν εξίσου καλά με τους άντρες και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα καλύτερα. Όμως παρά τα βήματα που είχε κάνει η ανθρωπότητα ως προς την ισότητα των φύλων, οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να αντιμετωπίζουν διάφορα, από επαγγελματική προκατάληψη μέχρι σεξουαλική παρενόχληση. Ακόμα και ο πατέρας της, μέχρι που ο Γκράχαμ εγκατέλειψε τις σπουδές του στα οικονομικά για την αγάπη του στην αρχαιολογία, μεροληπτούσε υπέρ του γιου του, όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε η Λόρνα να του αποδείξει την αξία της. Και ακόμα δεν ήξερε τι ήταν αυτό που είχε κάνει τον Γουάλι να αλλάξει τη στάση του. Μάλλον το ότι αναγκάστηκε να αποδεχτεί ότι ο γιος του είχε ακολουθήσει το δρόμο του και δεν θα τον έβλεπε στην επιχείρηση παρά μόνο ως επισκέπτη.

Λοιπόν μπορεί να ζούσε σε έναν αντρικό κόσμο, όπως λέει το γνωστό και κλασσικό πλέον τραγούδι των Residents, όμως αυτός ο αντρικός κόσμος είχε αποκτήσει  ρωγμές, κι όπου όπως όλα έδειχναν η γυναικεία παντοκρατορία τελικά θα υπερίσχυε. Άλλωστε και στην πολιτική τόσες γυναίκες έχουν αποδείξει ότι μπορούν να κάνουν την ίδια βρώμικη δουλειά με τους άντρες, εξίσου καλά.

Η Λόρνα έκανε μια τελευταία στροφή πάνω στο στρώμα της, πήρε αγκαλιά το δεύτερο μαξιλάρι και αποκοιμήθηκε.

…..

Την επόμενη μέρα βρισκόταν από νωρίς στο πατρικό της σπίτι. Η Άιλα ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της και έψαχνε να βρει κάποιον από εκείνους τους ιδιαίτερους και πολύχρωμους συνδυασμούς ρούχων που άφηναν τους πάντες με ανοικτό το στόμα. Αν και είχε μεγαλώσει και σε λίγο θα έμπαινε στην εφηβεία, επέμενε να διατηρεί το μοναδικό εκκεντρικό της στυλ. Η Λόρνα ανησυχούσε μήπως η Άιλα έπεφτε θύμα εμπαιγμού στο σχολείο της, όπου τα παιδιά γίνονται αρκετές φορές σκληρά με όποιον επιμένει να είναι διαφορετικός. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να πιάσει κουβέντα με την μικρή της αδερφή και να μιλήσει μαζί της, αλλά αποφάσισε ότι εφόσον δεν έβλεπε την Άιλα στενοχωρημένη να κλείνεται στον εαυτό της, σήμαινε ότι όλα έβαιναν καλά στη ζωή της και ότι δεν έπρεπε να την αναστατώσει με εικασίες. Στον μόνο που μίλησε ήταν ο αδερφός της. Όμως τον Γκράχαμ τον έπιασαν δυνατά γέλια, όταν του εξέφρασε τον προβληματισμό της.

«Μην ανησυχείς αδερφούλα, η μικρή έχει πολύ ισχυρό χαρακτήρα. Αν τολμήσει κάποιος να της πει το παραμικρό θα τον βάλει να καταπιεί τα νεραϊδίσια φτερά της».

«Μακάρι», μουρμούρισε η Λόρνα, ντροπιασμένη που ο Γκράχαμ είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στην Άιλα απ’ ότι η ίδια. Μα που ήταν τέλος πάντων η γυναικεία της αλληλεγγύη για τις προτιμήσεις της μικρής.

Η Άιλα λοιπόν ήταν στο δωμάτιο της, ο πατέρας της στο γραφείο του και η μητέρα της, όπως πάντα κοκέτα, με το μαλλί, τα ρούχα και το μακιγιάζ στην τρίχα, και με δεμένη μια ποδιά στη μέση να ετοιμάζει φαγητά στην κουζίνα. Η Λόρνα που ήταν με ένα κομμάτι μπαγιάτικης τυρόπιτας από την περασμένη μέρα, είχε βρει την ευκαιρία να τσιμπολογάει κι από κάτι από τα φαγητά της μητέρας της, που ήταν τοποθετημένα στο τραπέζι της κουζίνας, έτοιμα να μεταφερθούν στην τραπεζαρία.

«Λόρνα, μπορείς να σταματήσεις να βουτάς μεζέδες, λες και είσαι δέκα χρονών, και να με βοηθήσεις με το στρώσιμο του τραπεζιού; Η ώρα κοντεύει μία και όπου να ναι θα χτυπήσει το κουδούνι και θα μας βρουν απροετοίμαστους».

«Μα φυσικά», είπε η Λόρνα προσπαθώντας να καταπιεί ένα μεζέ που έβαλε βιαστικά στο στόμα της. Η Μάγκι γύρισε σοβαρή και κοίταξε τη μεγάλη της κόρη.

«Κορίτσι μου, έχεις αδυνατίσει, τρως σίγουρα καλά;»

«Ναι βρε μαμά, μην ανησυχείς. Απλά έφαγα εχθές το βράδυ τελευταία φορά και πεινάω. Και δεν έχω αδυνατίσει, είμαι στα κιλά μου».

«Ναι, λες και δεν βλέπω τα ρούχα που επιπλέουν επάνω σου».

«Απλά τα πήρα πιο μεγάλο νούμερο»

«Δουλεύεις πολύ!»

«Πάντα τόσο δούλευα».

«Έχουν πέσει πολλές ευθύνες επάνω σου».

«Αυτό ήταν που πάντα ήθελα μαμά, μην ανησυχείς».

«Πώς να μην ανησυχώ!» Είπε και της έβαλε στα χέρια μια στοίβα πορσελάνινα πιάτα να πάει να τα ακουμπήσει στο τραπέζι. Αν δεν ήθελε να τη ζαλίζει η μάνα της και να μην αρχίσει να κάνει εμφανίσεις σπίτι της για να της μαγειρεύει, έπρεπε να δείξει εγκράτεια και να περιμένει να έρθουν οι καλεσμένοι τους.

Το κουδούνι χτύπησε και το σπίτι γέμισε κόσμο. Αφού η Σεσίλια έκανε τις συστάσεις πέρασαν στο σαλόνι να καθίσουν μέχρι να ετοιμαστεί το τραπέζι. Ο πατέρας της άνοιξε τη συζήτηση με τον Ερνέστο για τα ενδιαφέροντα του, η Σεσίλια κάθισε κουρασμένη σε μια πολυθρόνα όπου στο μπράτσο της έκατσε ο Γκράχαμ, και έτριβε απαλά τον ώμο της Σεσίλια. Η Ενκάρνα με το κινητό στο χέρι αντάλλασε μηνύματα με έναν άγνωστο παραλήπτη, ενώ ο Μανουέλ με την Άιλα, έκατσαν απέναντι να ανταλλάσουν ντροπαλά βλέμματα. Της Άιλα δεν ήταν τόσο ντροπαλά βέβαια, κάτι που έφερνε σε αμηχανία το συνομήλικο της αγόρι.

«Θα μείνετε μέρες στο Λονδίνο;» Ρώτησε ο Γουάλι.

«Όχι, μεθαύριο επιστρέφουμε στην Ισπανία», απάντησε στα αγγλικά ο Ερνέστο. «Ξεκινάνε και τα σχολεία σε λίγες μέρες και πρέπει να ετοιμαστούν τα παιδιά».

«Πως σας φάνηκε το Λονδίνο;»

«Ωραία πόλη, και έχει αρκετά αρχιτεκτονικά στολίδια. Νομίζω ότι ο γιός μου ξετρελάθηκε με αυτά περισσότερο».

«Αλήθεια Μανουέλ;» Τον ρώτησε η Σεσίλια.

«Τι;» Ρώτησε εκείνος μπερδεμένος μόλις άκουσε το όνομα του.

«Ο μπαμπάς λέει ότι σου άρεσαν τα κτήρια». Τον ενημέρωσε στα ισπανικά η Σεσίλια.

«Ναι ωραία ήταν».

«Ξεχώρισες κάποιο;» Τον ρώτησε ο Γουάλι, που ήθελε να βάλει και τα παιδιά στην κουβέντα.

«Νομίζω ότι το Αββαείο του Ουεστμίνστερ, μου άρεσε περισσότερο απ’ όλα. Και μου άρεσε πολύ και το Skyline. Γενικά ήταν πολύ ωραία όλα». Απάντησε σε σπαστά αγγλικά ο Μανολίτο.

«Το βλέπω να έχετε σύντομα και δεύτερο καλλιτέχνη στην οικογένεια». Σχολίασε ο Γκράχαμ.

«Κι εγώ αυτό βλέπω».

«Μα το Αββαείο του Ουεστμίνστερ είναι γοτθικού ρυθμού, με το Skyline το γεμάτο σύγχρονους ουρανοξύστες, είναι τα δυο άκρα». Σχολίασε η Άιλα.

«Βλέπω δεν χάσατε τον χρόνο σας», τη διέκοψε ο πατέρας της για να μην έρθει σε δύσκολη θέση ο Μανουέλ, «επισκεφτήκατε αρκετά σημεία της πόλη μας».

«Σε όσα προλαβαίναμε στον χρόνο που είχαμε».

Η Λόρνα που στεκόταν όρθια στην πόρτα, αποφάσισε να πάει στην κουζίνα να δει αν η μητέρα της τη χρειαζόταν.

«Κούκλος!»

«Ποιος;» Τη ρώτησε η Μάγκι.

«Ο πατέρας της Σεσίλια. Μελαχρινός, ψηλός, γεροδεμένος κι ο μικρός φτυστή μικρογραφία του».

«Φέρε και εσύ του πατέρα σου έναν ισπανό, να χτυπήσει σειρά τα εγκεφαλικά».

«Εγώ σκεφτόμουν να φέρω έλληνα».

«Αλήθεια; Γνώρισες κάποιον;» Ρώτησε με προσδοκία η μητέρα της.

«Όχι μαμά, μην τσιμπάς. Απλά σκέφτομαι ότι θα ήταν ωραίο ένας δεύτερος έλληνας στην οικογένεια, πάντως νομίζω ότι η μικρή σου κόρη τσιμπήθηκε».

«Με κανέναν συμμαθητή της στο σχολείο;»

«Καλά βρε μαμά που ζεις; Με τον Μανολίτο, κάτι είπε το παιδί και αμέσως του πήγε κόντρα».

«Κι αυτό είναι δείγμα ότι τσιμπήθηκε;»

«Μα το είπε για να την προσέξει. Βέβαια δεν ήταν άστοχη εντελώς η παρατήρηση της, έχει βλέπεις και τον αδερφό της που της έχει εξηγήσει τα πάντα για τα κτήρια, τις γέφυρες και όλα τα υπόλοιπα αξιοθέατα του Λονδίνου. Σε λίγο αυτοί οι δύο θα κάνουν μόνο μεταξύ τους παρέα, σαν σπασικλάκια». Είπε παίρνοντας ένα πλυμένο φύλλο από μαρούλι και το έβαλε στο στόμα της. 

«Μπορείς να σταματήσεις να κοροϊδεύεις τα αδέρφια σου πίσω από την πλάτη τους, και να πας τις σαλάτες στο τραπέζι;»

«Ήρθα να σας βοηθήσω». Η φωνή της Μαρισόλ τις έκανε να στραφούν και οι δύο προς την πόρτα.     

«Δεν χρειάζεται καλή μου», αρνήθηκε ευγενικά την προσφορά της η Μάγκι. «Άλλωστε είσαι φιλοξενούμενη μας».

«Μα δε μου είναι κόπος να βάλω δυο πράγματα στο τραπέζι. Έχω συνηθίσει στη Γρανάδα να τα κάνω όλα και νιώθω περίεργα να κάθομαι και να περιμένω».

«Καλά τότε, ας είναι». Είπε και της έδωσε ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί. «Εσύ Λόρνα πάρε το δίσκο με τα ποτήρια». Καθώς η Λόρνα προπορεύτηκε, η Μαρισόλ σταμάτησε και στράφηκε πάλι προς την Μάγκι.

«Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τότε που φροντίσατε να έρθει η έκθεση της Σεσίλια στην Ισπανία».

«Μα που το θυμηθήκατε αυτό;» Είπε ανάλαφρα η Μάγκι, «Έχουν περάσει κάτι χρόνια από τότε».

«Δεν έχει σημασία, σας είμαι ευγνώμον και δεν το ξεχνάω. Ήταν πολύ σημαντικό για τον Ερνέστο και τα παιδιά. Είχαν στενοχωρηθεί πολύ που δεν είχαν καταφέρει να έρθουν να δουν τα έργα της Σεσίλια στην Αγγλία. Η Σεσίλια ήταν πάντα για τον άντρα μου κάτι ξεχωριστό, κρατούσε και τα ηνία της πρωτότοκης και ο τρόπος που χωρίστηκαν, τα χιλιόμετρα που μπήκαν ανάμεσα τους… πάντα ένιωθε ενοχή που δεν μπορούσε να είναι κοντά της. Κι ύστερα η Σεσίλια μεγαλώνοντας κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Για τα παιδιά μου ήταν περισσότερο μια ιδέα, η μεγάλη αδερφή που ζει μόνη της κάπου μακριά. Την τελευταία φορά που ήρθε δέθηκαν μαζί της, τόσο ο Μανουέλ αν και μικρότερος αλλά κυρίως η Ενκάρνα. Πλέον όταν δε με ακούει, που συνήθως δε με ακούει…»

«Είναι στην εφηβεία». Θέλησε να την παρηγορήσει η Μάγκι.

«Φυσικά κι αυτό φταίει, αλλά κάθε φορά που με δυσκολεύει μιλάω με τη Σεσίλια και εκείνη αναλαμβάνει να της μιλήσει, και ευτυχώς η Ενκάρνα την αδερφή της την ακούει».

«Τα αγαπημένα αδέρφια έχουν έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας που δεν μπορούμε να τον αφουγκραστούμε πάντα οι γονείς».

«Πράγματι, οπότε έχω τη δυνατότητα να σας ευχαριστήσω κι από κοντά για την ευκαιρία να δουν τα έργα της Σεσίλια οι δικοί μου».

«Σας παρακαλώ να μην το ξανά αναφέρετε, και εγώ γονιός είμαι και ξέρω πως είναι να χάνεις μια σημαντική στιγμή των παιδιών σου». Η Μαρισόλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και έκανε να φύγει, όμως επέστρεψε πάλι.

«Κι όσο για τον γάμο, σκέφτονται μετά τη γέννηση του παιδιού να τον επαναλάβουν σε καθολική εκκλησία. Αλλά δε θέλω να πείτε τίποτα γιατί ακόμα δεν το έχουν αποφασίσει».

«Α ναι! Ο γάμος. Τώρα εδώ που τα λέμε κι ο γάμος μια τελετή είναι, σημασία έχει πάντα το μετά. Ο έγγαμος βίος, κι υποθέτω ότι το ξέρουμε και οι δύο καλά, πως δεν είναι πάντα εύκολα σε αυτόν τα πράγματα».

«Δεν ανησυχώ για εκείνους, νομίζω ότι κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Κι ενώ κάποιος, που δεν τους γνωρίζει, θα έλεγε ότι δεν ταιριάζουν, με ένα μαγικό τρόπο αλληλοσυμπληρώνονται». 

«Αυτό είναι αλήθεια».

…..

Στο τραπέζι ο Ερνέστο έκατσε απέναντι από τη Μαρισόλ, ο Γκράχαμ απέναντι από τη Σεσίλια. Η Λόρνα απέναντι από την Ενκάρνα και η Άιλα απέναντι από τον Μανουέλ. Στις δυο κεφαλές του τραπεζιού έκατσαν οι οικοδεσπότες. Με προσπάθεια η Λόρνα κατάφερε να μη βουτήξει στα φαγητά της μητέρας της, η εβδομάδα την επόμενη μέρα ξεκινούσε και ένας Θεός ήξερε πότε θα έτρωγε ξανά κανονικά. Η διάθεση όλων ήταν καλή, με εξαίρεση του Μανουέλ. Και η Λόρνα σύντομα αντιλήφθηκε το λόγο μιας και καθόταν δίπλα στην αδερφή της, η οποία όλο και κάποια κλωτσιά έριχνε στον νεαρό φιλοξενούμενο κάτω από το τραπέζι. Η Λόρνα έβαλε το χέρι της πάνω στο πόδι της Άιλα, αγριοκοιτάζοντας την ώστε να μη συνεχίσει την απρεπή συμπεριφορά της. Ή επόμενη κίνηση της Άιλα απέναντι από το κάστρο που ονομαζόταν Μανουέλ και που είχε χαμηλωμένο το βλέμμα στο πιάτο του, ήταν να του εκσφενδονίσει δήθεν από λάθος έναν κεφτέ. Το κακόμοιρο αγόρι γύρισε και την κοίταξε με απόγνωση, ενώ οι υπόλοιποι στο τραπέζι, πλην της Μάγκι και του Γουάλι, έβαλαν τα γέλια.

«Άιλα!» Είπε η μητέρα της.

«Εγώ στο είπα!» Σχολίασε κελαηδιστά η Λόρνα.

«Τι της είπες;» Ρώτησε ενοχλημένη η Άιλα.

«Τίποτα δε μου είπε. Και εσύ φρόντισε να κάτσεις φρόνιμα».

«Μα μου έφυγε».

«Εντάξει μη σου ξαναφύγει».

«Δεν πειράζει!» Είπε ο Μανουέλ, και σαν ένας ανδαλουσιανός ιππότης, κάρφωσε με το πιρούνι του τον κεφτέ που είχε πέσει στο πιάτο του, και τον επέστρεψε στην Άιλα. Εκείνη του χαμογέλασε ξεκαρφώνοντας τον κεφτέ και κοιτώντας το νεαρό αγόρι στα μάτια, τον έβαλε στο στόμα της.

«Βλέπω νέο ειδύλλιο στην οικογένεια», μουρμούρισε ο Γκράχαμ στη Μαρισόλ, που έσπευσε να κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά. Ύστερα έσπευσε να ρίξει μια βιαστική ματιά στον πατέρα του για να καταλάβει, ότι και στην ιδέα και μόνο έβγαζε σπυράκια. 

        

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – Σκύλος με Γάτα-

 

Όταν η Λόρνα έφυγε από τα γραφεία της επιχείρησης, η νύχτα είχε απλωθεί ήδη πάνω από το Λονδίνο. Το βλέμμα της έπεσε στη φωτεινή επιγραφή του μπαρ «Σκύλος και Γάτα» και ένιωσε την επιθυμία να κεράσει ένα ποτήρι κρασί τον εαυτό της, πριν επιστρέψει στο σπίτι. Με γοργό βήμα, μιας και ο καιρός είχε κρυώσει, πέρασε βιαστικά το δρόμο και μπήκε στο μαγαζί. Η κίνηση ήταν πεσμένη, πάνω από τα μισά τραπέζια ήταν άδεια ενώ και στο μπαρ ήταν καθισμένοι μόλις δυο θαμώνες. «Καλύτερα λίγος κόσμος» σκέφτηκε και πλησίασε τον μπάρμαν που καθάριζε με ένα πανί το λουστραρισμένο ξύλο του μπαρ από τα σημάδια που άφηναν τα υγρά ποτήρια των απρόσεχτων πελατών, που θεωρούσαν τα σουβέρ απλά διαφημιστικά ποτών.

Στηρίχτηκε πάνω στο ξύλο και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει τη δουλειά του ο άντρας, που όλοι όσοι τον γνώριζαν ήξεραν πόσο ψυχαναγκαστικός ήταν με το να τελειώνει το κάθε τι που έκανε, προτού προχωρήσει σε άλλη εργασία. Με λυγισμένο το πόδι της προς τα πίσω, βρήκε το στήριγμα του σκαμπό και το ακούμπησε πάνω σε αυτό. Λίγα μέτρα μόλις δίπλα της αναγνώρισε έναν συνεργάτη από τη δουλειά. Εκείνος δεν την είχε δει, φαινόταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Τι περίεργο, ο πάντα γελαστός και πρόσχαρος γάλλος Μισέλ, που σκορπούσε χαμόγελα και φιλοφρονήσεις σε όλο το γυναικείο πληθυσμό του γραφείου και που δεν άφηνε τίποτα να τον πτοήσει, να είναι κλεισμένος στον εαυτό του. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τον χαιρετήσει, αλλά δεν ήθελε να τον διακόψει από την περισυλλογή του, άλλωστε μπορεί να υποκρινόταν ότι δεν την είχε δει. Ο μπάρμαν αφού ακούμπησε το βρεγμένο πανί κάτω από τον πάγκο, πλησίασε τη Λόρνα.

«Παρακαλώ!»

«Ένα ποτήρι λευκό κρασί». Ο μπάρμαν της σέρβιρε το κρασί και εκείνη πήρε το ποτήρι, μην ξεχνώντας το σουβέρ, και πήγε και κάθισε μόνη της σε ένα τραπέζι. Προτιμούσε την ησυχία της από το να βρεθεί κάποιος που αναζητούσε παρέα, ο οποίος θα καθόταν δίπλα της στο μπαρ προκειμένου να της πιάσει κουβέντα. Αναρωτήθηκε τι μεμπτό είχε να πιάσει κουβέντα με κάποιον θαμώνα του «Σκύλος και Γάτα», αλλά ήξερε ότι δεν της ταίριαζε αυτός ο τρόπος συναναστροφής.

Έριξε μια πλάγια ματιά στη γεροδεμένη πλάτη του Μισέλ. Να ήταν απλά κουρασμένος ή να τον βασάνιζε κάτι; Μόλις το ίδιο πρωί, όταν μπήκε στην εταιρεία τον είδε γερμένο πάνω από τον ώμο της Γκρέις, να της δείχνει κάτι χαρτιά και να συζητάνε οι δυο τους όλο χαμόγελα. Εκείνη την ώρα σκέφτηκε ότι δε φαινόταν να  υπάρχει τίποτε άλλο να τον απασχολεί από το να ρίξει την όμορφη δικηγορίνα στο κρεβάτι του. Τον πρώτο καιρό που είχε ξεκινήσει να εργάζεται στην επιχείρηση τους, η Λόρνα νόμιζε ότι τη φλέρταρε και ήταν αλήθεια ότι είχε κολακευτεί από την προσοχή του άντρα με τα δυο σαν κάστανα μάτια και τη μελαμψή επιδερμίδα που είχε έρθει από τη νότια Γαλλία να εργαστεί στις επιχειρήσεις της οικονομικής μητρόπολης της Ευρώπης. Όμως σύντομα αντιλήφθηκε ότι είχε την ίδια συμπεριφορά απέναντι σε όλες τις γυναίκες συναδέλφους του. Το φυσιολογικό θα ήταν να πληγωθεί ο εγωισμός και η ματαιοδοξία της, όμως αντιθέτως η Λόρνα δεν εκνευρίστηκε από το συμπέρασμα της. Τον συμπαθούσε, ήταν έξυπνος, ευγενικός, χαμογελαστός, υποστηρικτικός, και κάποιες φορές που οι άλλοι πνίγονταν σε μια κουταλιά νερό, εκείνος πάντα είχε να προτείνει μια λύση, που με μιας όλοι την υιοθετούσαν και έβγαιναν ασπροπρόσωποι. Ίσως, σκέφτηκε η Λόρνα, να αναρωτιόταν τι θα γινόταν αν τελικά, που όλα έδειχναν πως αυτό θα συνέβαινε, πραγματοποιούταν το Brexit. Ποια θα ήταν η θέση όλων αυτών των ανθρώπων που είχαν έρθει από την Ευρώπη να ζήσουν και να εργαστούν στη Βρετανία; Στο τέλος μοιρολατρικά αποφάσισε να αφήσει στην άκρη τόσο το καταραμένο Brexit και τα αποτελέσματα του, όσο και το τι μπορεί να απασχολούσε το συνάδελφος της.

Πίνοντας με αργές γουλιές το κρασί της, και κρατώντας για λίγο τον οίνο στο στόμα της προτού τον καταπιεί, σκέφτηκε τη συνάντηση των δύο σογιών το προηγούμενο μεσημέρι. Ο πατέρας και η μητριά της Σεσίλια ήταν πολύ συμπαθητικοί και απλοί άνθρωποι, και τα παιδιά είχαν συμπεριφερθεί ευγενικά. Ήταν κάπως συνεσταλμένα, ειδικά ο μικρός, ο οποίος μόλις είδε την αδερφή της να κατεβαίνει σαν εκκεντρική πριγκίπισσα των αμαζόνων τη σκάλα του σπιτιού, έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Και ποιος δε θα έμενε, ακόμα και η οικογένεια της εκπλησσόταν μερικές φορές από τις επιλογές της και η τελευταία ήταν μια από αυτές. Η μητέρα τους της είχε αγοράσει ένα όμορφο σετ μπλούζα φούστα με λουλούδια και η αθεόφοβη είχε προτιμήσει να βάλει ένα κορμάκι από στολή κάποιας ηρωίδας της Marvel, από κάτω ένα κολάν με ροζ πουά, μια φούστα tutu και ροζ ίσια παπούτσια και φυσικά το σύνολο συμπλήρωνε το πάντα απαραίτητο αξεσουάρ, που αυτή τη φορά είχε επιλέξει να είναι μια στέκα με λίγο μαύρο βέλο. Όλοι είχανε μείνει με ανοιχτό το στόμα μόλις έκανε την αλησμόνητη είσοδο στο καθιστικό. Ο μόνος που χαμογέλασε με συγκατάβαση ήταν ο Ερνέστο, το ίδιο και η Σεσίλια με τον Γκράχαμ, που ό,τι κι αν έκανε το μικρό τους τερατάκι εκείνοι ήταν περήφανοι. Η Μαρισόλ μετά το πρώτο πάγωμα, έδιωξε την παραξενεμένη έκφραση από το πρόσωπο της, ενώ η Μάγκι και ο Γουάλι κοκκίνισαν ολόκληροι. Τα παιδιά μετά από ένα διακριτικό σκούντημα της μητέρα τους, έκλεισαν τα στόματα τους και κοίταξαν αλλού. Αν και ο Μανουέλ έριχνε κρυφές ματιές στην αμαζόνα τους. Με την ώρα, μιας και οι γονείς της που ήταν συνηθισμένοι από τις ενδυματολογικές προτιμήσεις της κόρης τους, ξέχασαν το επεισόδιο και δε δώσανε συνέχεια.

Η ισπανική φαμίλια της Σεσίλια ήταν ανοιχτόκαρδη και ευχάριστη. Με βεβαιότητα προτιμότερη από την ιρλανδική. Η Λόρνα είχε την ατυχία να γνωρίσει τη Σάρα, μια κρύα και δεσποτική γυναίκα σε ένα άλλο τραπέζι που είχε κάνει η μητέρα της, την περίοδο που εκείνη είχε έρθει συνοδευόμενη από την οικογένεια της από το Δουβλίνο για να δουν την έκθεση της Σεσίλια. Τα παιδιά ήταν το λιγότερο ενοχλητικά και θορυβώδη και πιθανόν κάτι τέτοιο θα περίμενε να αντιμετωπίσει η καημένη η Άιλα, που την πρώτη φορά ήταν τόσο υπάκουη και φρόνιμη, που κατέληξε με μια δαγκωματιά στο χέρι από το ένα από εκείνα τα αγρίμια. Θυμήθηκε τα βουρκωμένα ματάκια της αδερφής της και ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ήταν τόσο δεσποτική η Σάρα που μόλις οι γιοι της ένιωθαν ότι δεν είχε στραμμένη την προσοχή της επάνω τους, έκαναν ένα σωρό αταξίες. Φυσικά αυτή που έγινε έξω φρενών και δεν το έκρυψε ήταν η Σεσίλια, άρπαξε και τα δυο αδέρφια της από τα μπράτσα, τι κι αν αυτά την είχαν φτάσει στο ύψος και τα έσυρε κακήν κακώς έξω από το σπίτι. Η Σάρα δεν τόλμησε να κάνει καμία παρατήρηση στην κόρη της, ενώ ο καημένος ο σύζυγος τα είχε χαμένα και ζητούσε συνέχεια συγνώμη από τον Γουάλι και τη Μάγκι. Παραδόξως ο πατέρας της φάνηκε να μένει ικανοποιημένος με την υπερβολική αντίδραση της νύφης του, ενώ ο Γκράχαμ και η ίδια παρηγορούσαν την Άιλα. Έπειτα η Σεσίλια έσυρε μέσα ξανά τα αδέρφια της και τα έβαλε να ζητήσουν συγνώμη, ύστερα αποφάσισε ότι η βραδιά έληξε εκεί και έδιωξε τους δικούς της για το ξενοδοχείο, ενώ γονάτισε μπροστά από την Άιλα και την πήρε αγκαλιά. Η Λόρνα απόρησε που ο πατέρας της δεν είπε τίποτα, μιας και στη μικρή έδειχνε πάντα την αδυναμία του και σε άλλη περίπτωση θα είχε βγει από τα ρούχα του. Την επόμενη μέρα που βρέθηκαν μόνοι τους στο γραφείο και τον ρώτησε, εκείνος αρκέστηκε να πει μόνο «Τι παραπάνω να κάνω, τα ανέλαβε όλα η Σεσίλια βγάζοντας με από τη δύσκολη θέση». «Δυναμικό κορίτσι», θέλησε να τον πειράξει η πρωτότοκη. «Όσο γι’ αυτό» απάντησε εκείνος, σπρώχνοντας τα γυαλιά πιο ψηλά στη μύτη του και σκύβοντας πάνω από τα χαρτιά του για να κρύψει ένα μικρό χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα χείλη του. Βέβαια την είχαν πληρώσει και οι δυο νεαροί αν και αυτός που την είχε δαγκώσει ήταν ο μεγάλος, ο Ιαν ήταν πιο ήσυχος και μάλλον εκείνος που δεχόταν τα βέλη του αδερφού του όλη την ώρα. Το ζήτημα δεν ξανασυζητήθηκε για να μη φέρουν σε αμηχανία τη Σεσίλια, άλλωστε είχε διευθετηθεί με τον καλύτερο αν και λιγότερο παιδαγωγικό τρόπο!

«Αυτά έχουν οι οικογένειες», σκέφτηκε ακριβώς την ώρα που έφτανε ένα ακόμα ποτήρι λευκό κρασί στο τραπέζι της. Κοίταξε απορημένη τον σερβιτόρο-μπάρμαν, έτοιμη να του πει ότι δεν είχε ζητήσει άλλο κρασί, όταν εκείνος χωρίς να της μιλήσει, στράφηκε προς το μπαρ και της έδειξε τον Μισέλ που την κοίταζε πάνω από το σκαμπό του, γυρισμένος προς την πλευρά της. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και έπειτα παίρνοντας το ποτήρι με το κρασί το σήκωσε προς την πλευρά του, πριν πιει. Εκείνος της χαμογέλασε και έμεινε να την κοιτάει. Τώρα τι έπρεπε να κάνει, μήπως να τον καλούσε στο τραπέζι της, ήταν συνεργάτες, δεν υπήρχε λόγος να παρεξηγηθεί η πρόσκληση της. Τελικά έσπρωξε την απέναντι καρέκλα με το πόδι της και του την έδειξε. Ο Μισέλ σηκώθηκε από το σκαμπό και την πλησίασε.

«Δύσκολη μέρα;» Τη ρώτησε.

«Δεν τη λες και εύκολη, αλλά έχουν υπάρξει και χειρότερες. Μη στέκεσαι, κάθισε».

«Σίγουρα θες παρέα; Σε παρακολουθώ ώρα από τον καθρέφτη απέναντι από το μπαρ και σε βλέπω να περνάς καλά μόνη σου».

«Η αλήθεια είναι ότι τα πάω εξαιρετικά καλά με τον εαυτό μου, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλω άλλους ανθρώπους γύρω μου. Εκτός κι αν σου έχω δώσει αυτή την εντύπωση τον καιρό που εργάζεσαι μαζί μας!»

«Δεν σε έχω αποκρυπτογραφήσει, για να πω την αλήθεια. Αλλά μπα κοινωνική φαίνεσαι». Σήκωσε το χέρι του προς το μπαρ για να ζητήσει ένα ακόμα ποτήρι μαρτίνι. Μόλις είδε την έκφραση του μπάρμαν, που λόξεψε το κεφάλι του και τον κοίταξε καλά καλά, ζήτησε συγνώμη από τη Λόρνα και πήγε στο μπαρ να παραλάβει ο ίδιος το ποτό του. «Ο αγαπητός φίλος δεν μπορεί να βγει δεύτερη φορά από το μπαρ του», απολογήθηκε μόλις επέστρεψε στη συνεργάτη του.

«Ναι, τον ξέρω τον τύπο. Είναι κάπως περίεργος». Συμφώνησε εκείνη χαμηλόφωνα.

«Αντικοινωνικός για ιδιοκτήτης μπαρ». Είπε σκύβοντας προς το μέρος της

«Και τι είδους όνομα είναι ‘‘Σκύλος και Γάτα’’;»

«Σαν όνομα pet shop ακούγεται».

«Σε τέτοια μπαρ θα συχνάζουν συγγραφείς που ψάχνουν ησυχία». Είπε και του έδειξε με το κεφάλι έναν μεσήλικα που έγραφε πυρετωδώς σε ένα τετράδιο.

«Και άνθρωποι που χρειάζονται λίγο χώρο πριν βγουν έξω στην κοινωνία...»

«…να σκορπάν χαμόγελα» πρόσθεσε νοερά η Λόρνα.

«Ώστε πίνεις το ποτό των πρακτόρων!» Τον πείραξε.

«Α, ναι». Είπε γελώντας. «Και που να δεις το όπλο μου», πρόσθεσε. Η Λόρνα πρώτα σάστισε και έπειτα έβαλε δυνατά γέλια. «Ωχ, συγνώμη, αυτό θα ακούστηκε κάπως ύποπτο, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου αλήθεια!» Είπε και έβαλε το χέρι μπροστά από το στόμα του, αμήχανα. Η Λόρνα συνέχισε να γελάει ενώ ο πολυγραφότατος μεσήλικας και ο μπάρμαν την κοίταζαν αποδοκιμαστικά. Τα μάτια της είχαν δακρύσει, ίσως όχι επειδή ήταν τόσο αστείο αυτό που είχε πει ο γάλλος, όσο από το ότι είχε ανάγκη να ξεσπάσει μια ένταση που κρυβόταν καιρό μέσα της.

«Αν συνεχίσεις να γελάς, ειλικρινά δε θα εμφανιστώ στην εταιρεία αύριο. Και θα στείλω την παραίτηση μου γραπτώς».

«Συγνώμη», του είπε, βάζοντας αυθόρμητα το ένα της χέρι πάνω από το δικό του ενώ με το άλλο σκούπιζε τα δάκρια από τα μάτια της. Ύστερα πήρε το χέρι της από το δικό του και το ακούμπησε στο στήθος της. «Συγνώμη», ζήτησε ξανά παίρνοντας βαθιές ανάσες, που ανάμεσα τους όλο και κάποιο γελάκι ξέφευγε.

«Quelle honte!»*  Είπε ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα και κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια του, περιμένοντας να σταματήσει και ο τελευταίος απόηχος του γέλιου της.

«Έχεις φάει;» Τη ρώτησε μόλις εκείνη κατάφερε να ηρεμίσει εντελώς.

«Κάτι έχω τσιμπήσει».

«Τι λες πάμε να σου κάνω το τραπέζι;» Τη ρώτησε. «Απ’ όταν ήρθα στο Λονδίνο τρώω συνέχεια μόνος μου και κάπου κάπου χρειάζεται και λίγη παρέα, να σπάει τη μονοτονία της μοναξιάς». Η Λόρνα φάνηκε να το σκέφτεται λίγο, θυμήθηκε τις λιχουδιές που την είχε φορτώσει η μητέρα της το προηγούμενο βράδυ που έφευγε από το σπίτι και που τώρα την περίμεναν στο ψυγείο της.

«Σου ορκίζομαι ότι δεν οπλοφορώ». Της είπε για να την πειράξει. Η Λόρνα έπνιξε ένα γέλιο και συμφώνησε να πάνε κάπου να φάνε μαζί.    

Βγαίνοντας από το μαγαζί στράφηκε προς το μέρος της.

«Δεν πιστεύω να είσαι από εκείνες που προτιμούν τα fast food».

«Μικρή ίσως, αλλά τώρα που μου λείπει το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό της μαμάς, όχι δεν τα προτιμάω».

«Εσύ δε μαγειρεύεις;»

«Ξέρω, αλλά δεν καταπιάνομαι. Όταν γυρίσω στο διαμέρισμα από τη δουλειά συνήθως φτιάχνω κάτι πρόχειρο και πέφτω αμέσως στο κρεβάτι. Εκτός φυσικά και αν με έχουν εφοδιάσει από το πατρικό μου».

«Έχεις στο μυαλό σου κάποιο μέρος που θα μπορούσαμε να πάμε; Λυπάμαι που το λέω αλλά τον καιρό που είμαι εδώ δεν έχω βρει κάτι που να καλύπτει τα γούστα μου. Ακόμα και στα γαλλικά ρεστοράν του Λονδίνου κάτι λείπει από το φαΐ».    

«Είναι που είσαι γάλλος και έχεις ευαίσθητους γευστικούς αισθητήρες». Τον πείραξε, πριν προλάβει να της απαντήσει, εκείνη τον συγκράτησε από το χέρι. «Νομίζω ξέρω ένα μαγικό μέρος που θα σου αρέσει πολύ το φαγητό του. Όμως δε θυμάμαι πως ακριβώς πάμε. Δώσε μου ένα λεπτό να στείλω ένα μήνυμα». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και τυλίχτηκε σφιχτά στο παλτό του. Η απάντηση που περίμεναν ήρθε στο λεπτό και η Λόρνα έδωσε το πρόσταγμα να ξεκινήσουν.

…..

Αφού η Λόρνα,, βάσει των οδηγιών που της είχε στείλει ο αδερφός της στο κινητό, κατάφερε να βρει σχετικά εύκολα την πάροδο, οδήγησε τον Μισέλ στο αγαπημένο μπιστρό του αδερφού της «La Coeur».

«Νομίζω θα σου αρέσει», του είπε καθώς έσπρωχνε την πόρτα για να μπουν. Σε αντίθεση με το «Σκύλος και Γάτα» το οποίο είχε τον κόσμο που αντιστοιχεί στην πρώτη εργάσιμη μέρα τις εβδομάδας, εκεί μόλις δύο τραπέζια ήταν κενά. Η Λόρνα προτίμησε εκείνο που βρισκόταν στο βάθος, δίπλα από το κουζινάκι και οδήγησε τον Μισέλ που την ακολουθούσε.

«Μυρίζει πατρίδα!» σχολίασε ο Μισέλ μόλις κάθισε.

Ένας σερβιτόρος έκανε αμέσως την εμφάνιση του, κρατώντας ένα δίσκο, με ένα μπουκάλι νερό, δύο ποτήρια και τους καταλόγους. Αμέσως τους πήρανε στα χέρια και αφιερώθηκαν στη μελέτη. Η Λόρνα έριχνε κλεφτές ματιές να δει την έκφραση του Μισέλ, όσο εκείνος διάβαζε τις επιλογές του, και πράγματι είδε ένα χαμόγελο να εμφανίζεται στα χείλη του. Είχε πετύχει διάνα, τώρα ήλπιζε να την βγάλει ασπροπρόσωπη και η Σόφι.

«Νομίζω ότι όταν θα βαριέμαι να μαγειρεύω μόνος μου θα περνάω από εδώ για να παίρνω φαγητό για το σπίτι». Είπε αφού έδωσαν την παραγγελία τους στο σερβιτόρο.

«Ώστε μαγειρεύεις;» Τον ρώτησε σχεδόν έκπληκτη η Λόρνα, που δε θυμόταν ποτέ τον πατέρα της να καταπιάνεται με τη μαγειρική.

«Γιατί τόσο έκπληκτη; Οι πιο διάσημη και καλοί μάγειρες είναι άντρες!»

«Οι καλύτερες μαγείρισσες που εγώ γνωρίζω είναι γυναίκες. Η Σόφι και η μητέρα μου!»

«Τότε θα προσπαθήσω να σε κάνω να αναθεωρήσεις».

«Μη μάθει μόνο η μάνα μου ότι θα προσπαθήσεις να τη διώξεις από την πρωτοκαθεδρία της, θα σε αντιπαθήσει!»

«Εντάξει τότε, θα προσπαθήσω να μπω στο top3 των κορυφαίων μαγείρων σου».

«Μμμμ, ίσως στο νούμερο 3». Του είπε σηκώνοντας το ποτήρι με το κρασί της για να το τσουγκρίσει με το δικό του.

«Είναι και αυτό μια νίκη». Σχολίασε.

«Νίκη, προτού δώσεις μάχη; Δε νομίζω!»   

«Θα είσαι σκληρή κριτής;»

«Έχεις δυνατούς ανταγωνιστές. Και σε λίγο θα δοκιμάσεις φαγητό από τη μία».

«Θα φροντίσω να το βρω απαίσιο». Σχολίασε αστειευόμενος ο Μισέλ.    

«Αθέμιτος ανταγωνισμός».

«Σημασία έχει η νίκη».

«Σοβαρά το πιστεύεις αυτό;»

«Στις επιχειρήσεις εργαζόμαστε, και σε αυτές δε χωράνε ανωτερότητες!»

«Η δουλειά μας χαρακτηρίζει, θεωρείς;»

«Ως ένα βαθμό ναι. Αλλά ως τον βαθμό που εμείς θα το επιτρέψουμε αυτό να συμβεί».

«Αν και είμαι μια γυναίκα καριέρας δε θέλω να χαρακτηρίζομαι από τη δουλειά, έξω από αυτή εννοώ».

«Καταλαβαίνω, όμως αν σκεφτείς ότι περνάμε τόσες πολλές ώρες μέσα στη βδομάδα στην εργασία μας, πόσο μπορεί να μας αφήσει όλο αυτό ανεπηρέαστους. Και ειδικά σε ανταγωνιστικούς τομείς όπως είναι οι επενδύσεις. Κάποιος που εργάζεται σε ένα εργοστάσιο ή σε κάποιο κατάστημα, μπορεί έξω από τη δουλειά να είναι όπως θέλει, αλλά εμείς έχουμε προγραμματιστεί να σκεφτόμαστε με συγκεκριμένο τρόπο».

«Αρνούμαι να δω τον εαυτό μου σαν προγραμματισμένη μηχανή!» Αντέδρασε η Λόρνα.

«Πολύ ευχάριστο». Της είπε δίχως ίχνος ειρωνείας.

«Δε θα προτιμούσες να μιλήσουμε για κάτι άλλο από τη δουλειά;»

«Πολύ ευχαρίστως. Λοιπόν πες μου με τι σου αρέσει να ασχολείσαι τις ελεύθερες ώρες σου;»

«Τις ελεύθερες ώρες μου» … σκέφτηκε με θλίψη. Ευτυχώς η εμφάνιση του σερβιτόρου με τα πιάτα που είχαν παραγγείλει, της έδωσε περισσότερο χρόνο να σκεφτεί. Αφού δοκίμασαν πρώτα το φαγητό τους, η Λόρνα αποφάσισε να απαντήσει.

«Μη φανταστείς ότι κάνω πολύ ιδιαίτερα πράγματα, πως για παράδειγμα κάνω επικίνδυνα σπορ».

«Και να σε έβλεπα δε θα το πίστευα».

«Τι εννοείς με αυτό;»

«Ότι φαίνεσαι πολύ ήσυχη».

«Το λες για καλό;»

«Σίγουρα δεν το λέω για κακό. Άλλωστε έτσι όπως είναι η ζωή μας δε μας περισσεύει χρόνος για χόμπι. Και είναι τυχεροί, είμαστε τυχεροί, όσοι εργαζόμαστε πάνω σε κάτι που μας αρέσει».

«Ναι, έχεις δίκιο. Λοιπόν μου αρέσει να πηγαίνω στον κινηματογράφο ή στο θέατρο! Αν και συνήθως προτιμώ να βλέπω τους δικούς μου ανθρώπους. Κι εσύ;»

«Εγώ δεν είμαι τόσο τυχερός ώστε να έχω τους δικούς μου ανθρώπους κοντά για να τους βλέπω όσο συχνά θέλω. Οπότε προσπαθώ να κάνω πράγματα που συνήθιζα στη Γαλλία. Μαγειρεύω, και κάποιες φορές που έχω διάθεση μπορεί να πάω να παίξω ποδόσφαιρό».

«Κερδίζεις τουλάχιστον;»

«Πάντα κερδίζει η ομάδα που με έχει παίκτη. Όχι να το παινευτώ, αλλά είναι η αλήθεια».

«Καλός παίκτης ή απλά τυχερός;»

«Γάλλος Μέσσι! Αλλά ναι, φέρνω και τύχη».

«Σκέφτεσαι να επιστρέψεις στη Γαλλία;»

«Το σκέφτομαι δεν το σκέφτομαι, μπορεί να υποχρεωθώ να το κάνω».

«Λόγω του Brexit!»

«Μα πως σας ήρθε αλήθεια να ψηφίσετε έξοδο από την Ε.Ε.;» Σχολίασε με τον εκνευρισμό να χρωματίζει τη φωνή του.

«Μη με ρωτάς! Πάντως το όνειρο της ενωμένης Ευρώπης δεν αποδείχτηκε και τόσο εφικτό. Δε θα σχολιάσω καν το γεγονός ότι είναι μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, αλλά τόσοι λαοί με διαφορετικές κουλτούρες, συμφέροντα, ιστορία, γλώσσα και πάει λέγοντας, αναμενόμενο να βρεθεί μπροστά σε γκρεμό. Η Ε.Ε. μοιάζει περισσότερο με τον πύργο της Βαβέλ σε ασυνεννοησία παρά με οποιαδήποτε ένωση».  

«Ας ελπίσουμε σε μη χειρότερα».

«Μια παρόμοια συζήτηση είχαν χθες ο πατέρας μου με τον πατέρα της νύφης μας που είναι από την Ισπανία. Φαίνεται ιδιαίτερα καλλιεργημένος και ενημερωμένος άνθρωπος».

«Συμβαίνει να έχουν και οι νότιες χώρες έξυπνους ανθρώπους». Είπε περιπαίχτηκα ο Μισέλ.   

«Συμφωνώ μαζί σου, άλλωστε και η μητέρα μου είναι ελληνίδα».

«Ώστε ο πατέρας σου είναι άγγλος…»

«Με σκοτσέζικες ρίζες, βαθιά ριζωμένες μέσα του, μην το ξεχνάς αυτό σε παρακαλώ…»

«Και η μητέρα σου είναι ελληνίδα. Από τη δική μου πλευρά ο πατέρας μου είναι γάλλος ενώ η μητέρα μου έχει γεννηθεί στη Γαλλία από μετανάστες που έφτασαν στη νέα τους πατρίδα από το γαλλικό Σουδάν, στην ουσία από το αφρικανικό Μάλι».

«Ώστε γι αυτό μελαχρινός!»

«Μεταξύ μας δεν είμαι μελαχρινός, μιγάς είμαι. Μέσω του έρωτα λοιπόν», συνέχισε ο Μισέλ, «οι πολιτισμοί γνωρίζονται και αναμιγνύονται. Ο εφιάλτης του κάθε ρατσιστή!»

«Απλά η απόδειξη ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσιοι βιολογικά, κάτι που δεν μπορούν να αποδεχτούν αφού καταρρίπτει τη θεωρία της ύπαρξης μιας ανώτερης άριας φυλής. Έχεις αδέρφια;»

«Ναι έχω μια αδερφή, στα είκοσι. Εσύ αν θυμάμαι έχεις δυο αδερφούς;»

«Όχι, έχω ένα αδελφό, τον Γκράχαμ, που είναι ένα χρόνο μικρότερος μου και που σύντομα θα με κάνει θεία και μια αδερφή, την Άιλα, δώδεκα χρονών».

«Δώδεκα ε;» Είπε με κάποια νοσταλγία.    

«Ναι τόσο, και είναι σκέτο φρενοκομείο, ίσως τη γνωρίσεις κάποτε αν έρθει καμιά βόλτα στην εταιρεία, αν και εκείνη προτιμάει την γκαλερί της μητέρας, είναι πιο καλλιτεχνική φύση, όπως και ο αδερφός μας».

«Μόνο εσύ από την οικογένεια βγήκες με επιχειρηματικό μυαλό!»

«Αν είχε αστοχία και σε εμένα ο πατέρας μας θα είχε πέσει να πεθάνει!»

«Ναι, τον ξέρω τον Γουάλι και μπορώ να το επιβεβαιώσω. Οπότε είσαι η εκλεκτή του πατέρα;»

«Δεν ξέρω αν είμαι η εκλεκτή του πατέρα γενικά, αλλά στην επιχείρηση του θέλω να πιστεύω ότι είμαι!»

«Για να δούμε τι κοινά έχουμε μέχρι στιγμής. Έχουμε παρόμοιες σπουδές και εργαζόμαστε στην ίδια εταιρεία. Οι γονείς μας είναι από διαφορετικές χώρες. Έχουμε και οι δύο από μια μικρότερη αδερφή».

«Ξεχνάς τον αδερφό μου».

«Βρίσκουμε τα κοινά. Τι άλλο, τι άλλο; Α ναι, μας αρέσει και στους δύο το καλό γαλλικό φαγητό! Και που θα μου πάει θα βρω και άλλα κοινά. Της είπε χαμογελώντας».

Συνέχισαν ανάλαφρα την κουβέντα τους, όταν αντιλήφθηκαν ότι η ώρα είχε περάσει και καλό θα ήταν να επιστρέψει ο καθένας στο σπίτι του. Σηκώθηκαν και αφού ο γάλλος δεν της επέτρεψε να πληρώσει, βγήκαν οι δυο τους από το μπιστρό στην ψύχρα του νυχτερινού Λονδίνου. Ο Μισέλ παραδέχτηκε ότι η Σόφι μαγείρευε πολύ καλά και ότι ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, αλλά δεν είχε σκοπό να τα παρατήσει. Θα προσπαθούσε να μπει στο top 3 καλύτερων μαγείρων της Λόρνα με σκοπό να καταλάβει την πρώτη θέση και να εκθρονίσει τη μητέρα της.

«Καιρός να σε μυήσω σε μια από τις καλύτερες κουζίνες του κόσμου».

«Γύρο έχει;» Τον ρώτησε η Λόρνα.

«Γύρο, τι γύρο;»

«Σουβλάκι. Αν δεν είχα φάει τόσο, θα μου έτρεχαν τα σάλια στην σκέψη και μόνο». Είπε πιάνοντας την κοιλιά της.

«Γύρο μπορεί να μην έχει, αλλά θα τον εντάξω».

«Χα, δεν πρόκειται να σου δώσουν τα πνευματικά δικαιώματα του γύρου οι έλληνες, μόνο πάνω από το πτώμα τους».

«Δεν εμπιστεύεσαι την ικανότητα μου να πείθω;»

«Γενικά ναι, αλλά στο συγκεκριμένο θέμα επέτρεψε μου να αμφιβάλω».

«Μπορώ να σου αποδείξω ότι είμαι καλός μάγειρας, και ότι μπορώ να ετοιμάσω φαγητό από οποιαδήποτε κουζίνα. Και μάλιστα θα το κάνω απόψε κιόλας».

«Για το Θεό, αυτό μοιάζει με απειλή με τόσο φαΐ και κρασί. Τι το ήθελα στο τέλος το γλυκό;»

«Μα ποιος μπορεί να αντισταθεί στη σοκολάτα;» Τη ρώτησε ο Μισέλ.

«Εγώ με βεβαιότητα όχι,» είπε κοιτώντας προς τα κάτω και κοκκινίζοντας ελαφρώς.

«Και ποιό θα είναι το βραβείο μου αν καταφέρω να καταλάβω την πρώτη θέση;»

«Το μίσος της μητέρας μου;»

«Κάτι πιο δελεαστικό;»

«Δεν μου πάει τίποτα στο μυαλό. Ειλικρινά».

«Θα το σκεφτώ απόψε όσο θα μαγειρεύω».

«Πεινάς κι άλλο; Θεέ μου που το βάζεις τόσο φαγητό;»

«Γι’ αύριο θα μαγειρέψω».

«Πάντως αν βαρεθείς ποτέ τις επιχειρήσεις, μπορώ να προτείνω στη μάνα μου να φτιάξετε ένα εστιατόριο και να δουλεύετε εκεί μαζί».

«Πρέπει να γνωρίσω τη μητέρα σου πρώτα, αλλά αν κρίνω από την κόρη μια χαρά θα τα πάω μαζί της».

«Καληνύχτα Μισέλ», του είπε και σήκωσε το χέρι της για να σταματήσει ένα ταξί που περνούσε. Εκείνος την έπιασε από το χέρι και τη γύρισε προς το μέρος του.

«Ε, που πας έτσι; Εμείς στη Γαλλία συνηθίζουμε να φιλιόμαστε, πριν αποχαιρετιστούμε». Και πριν προλάβει να αντιδράσει η Λόρνα ακούμπησε τρυφερά τα χείλη του στο μάγουλο της. «Bonne nuit, princesse!»**    

 

* «Τι ντροπή»

**«Καληνύχτα πριγκίπισσα».    

         

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ –Μία εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις-

 

Στον καθρέφτη του μπάνιου η Λόρνα αντιλήφθηκε για πρώτη φορά το μειδίαμα που ήταν χαραγμένο στα χείλη της. Ήταν καλή συντροφιά τελικά ο Μισέλ, μπορούσε να καταλάβει γιατί όλες στην εταιρεία έλιωναν και προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή του Γάλλου. Ήταν ευχάριστος κι έξυπνος άντρας. Θα ήταν από τα λίγα άτομα που θα στενοχωριόταν πραγματικά αν αναγκαζόταν να φύγει από την εταιρεία. Ίσως να υπήρχε κάποιο παραθυράκι ώστε να μείνει. «Σίγουρα ένας λευκός γάμος μαζί του θα βοηθούσε την κατάσταση», κορόιδεψε τον εαυτό της καθώς έπεφτε κάτω από τα σκεπάσματα της μετά από το ζεστό ντους που απόλαυσε.

Γύρισε στο πλευρό, προς την άδεια πλευρά του κρεβατιού της, και τότε η ανάμνηση ενός άλλου άντρα την έκανε να αναστενάξει. Πόσες εβδομάδες είχαν περάσει που δεν τον είχε συναντήσει; Τρεις, τέσσερις, μπορεί να είχε περάσει και πάνω από μήνας. Ο γελαστός Άλμπερτ, ο ενθουσιώδης, ο πολυάσχολος. Δυο χρόνια μπαινόβγαινε όποτε ήθελε στη ζωή της και εκείνη απλά του το επέτρεπε. Ο τρόπος που γνωρίστηκαν θύμιζε αμερικάνικο ρομάντζο. Φωτορεπόρτερ ο Άλμπερτ, είχε έρθει στην έκθεση ενός διάσημου καλλιτέχνη που γινόταν στο Masterpiece, να τραβήξει φωτογραφίες για το πρακτορείο που εργαζόταν, ώστε να αγοραστούν από τον τύπο. Η Λόρνα, αν και δε συνήθιζε λόγω φόρτου εργασίας να παραβρίσκεται στα εγκαίνια στη γκαλερί της μητέρας της, είχε ακούσει τόσα πολλά για τη δουλειά του αμφιλεγόμενου αυτού καλλιτέχνη που αποφάσισε να πάει. Έβαλε ένα στενό, γκρι, vintage φόρεμα που παλαιότερα άνηκε στη μητέρα της, ψηλοτάκουνα μαύρα πέδιλα και έκανε την εμφάνιση της.

Με τη Μάγκι να τρέχει πανικόβλητη δεξιά αριστερά, ώστε να ικανοποιεί κάθε παραξενιά του ιδιότροπου ζωγράφου, σχεδόν δε μίλησαν εκείνο το βράδυ.  Η Λόρνα κρατώντας ένα ποτήρι με σαμπάνια, πήγαινε από πίνακα σε πίνακα, παρατηρώντας τον και διαβάζοντας από τον οδηγό, που είχε προμηθευτεί από την είσοδο, τις πληροφορίες που δίνονταν σε αυτόν για το κάθε έργο. Μην προσέχοντας τον φωτογράφο, η Λόρνα στάθηκε μπροστά από τον πίνακα που ετοιμαζόταν εκείνος να κάνει λήψη, και ήταν η στιγμή που τράβηξε την προσοχή του. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Άλμπερτ έπαψε να ενδιαφέρεται για τους πίνακες και άρχισε να αποθανατίζει τη γυναίκα από το κοινό. Κάτι που σύντομα έπεσε στην αντίληψη του ζωγράφου, μιας και ο Άλμπερτ ακολουθούσε τη Λόρνα απροκάλυπτα και ίσως η ίδια να ήταν από τους λίγους μέσα στη γκαλερί που δεν το πρόσεξε.

Έτοιμος πάντα για καυγά, ο ζωγράφος, πλησίασε τον Άλμπερτ για να του κάνει παρατήρηση και για να του θυμίσει το σκοπό που βρισκόταν στην γκαλερί.

«Νεαρέ, από πού είστε εσείς;» Ο φωτογράφος που ήταν έτοιμος να τραβήξει μια ακόμα λήψη τη Λόρνα μπροστά από έναν πίνακα, κατέβασε τη φωτογραφική μηχανή από το πρόσωπο του και κοίταξε το ζωγράφο που του απευθυνόταν.

«Νεαρός ε; Δεν κρύβω ότι με κολακεύετε», σχολίασε χαμογελώντας. «Είμαι ο Άλμπερτ Όουεν από το πρακτορείο φωτογράφων “Bird’s eye view”», είπε απλώνοντας του το χέρι για χειραψία, «και είμαι εδώ για να καλύψω τα εγκαίνια της έκθεσης σας. Πολύς κόσμος!» Σχολίασε, τραβώντας το χέρι του που είχε παραμείνει άσκοπα απλωμένο προς την πλευρά του ζωγράφου που δεν καταδέχτηκε να του δώσει το δικό του, και κούνησε δήθεν με θαυμασμό το κεφάλι του πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα κολάκευε το ζωγράφο που θα τον άφηνε στην ησυχία του, αλλά δυστυχώς δεν έπεσε σε καλή μέρα του καλλιτέχνη, ανθρώπου από τη φύση του ιδιαίτερα καχύποπτου.

«Εμένα πάλι αν με ρώταγε κανείς τι δουλειά κάνετε εδώ θα έλεγα ότι καλύπτετε της κινήσεις της δεσποινίδος!»

Η Λόρνα ακούγοντας τη συζήτηση πίσω της, γύρισε και κοίταξε τους δυο άντρες.

«Μα δεν είναι εικαστικό δρώμενο;» Σχολίασε με ψεύτικη απορία ο Άλμπερτ.

«Φυσικά και όχι, τι υπονοείτε ότι όλοι όσοι βρίσκονται εδώ, φίλοι των τεχνών και των έργων μου είναι απλά κάποιο εικαστικό δρώμενο και υποκρίνονται το κοινό! Δεν έχω ανάγκη από τέτοιου είδους διαφήμιση κύριε Όουεν». Είπε λες και έφτυνε το όνομα του φωτογράφου.

«Όχι, όχι με παρεξηγήσατε! Δεν θα ισχυριζόμουν ποτέ κάτι τέτοιο, απλά επειδή είναι ντυμένη σε γκρι αποχρώσεις όπως και τα περισσότερα έργα σας, στα οποία έχετε παίξει σε ασπρόμαυρους και γκρι τόνους και επειδή είναι τόσο ιδιαίτερα όμορφη θεώρησα ότι είναι μέρος της έκθεσης». Και αγνοώντας τη δυσαρέσκεια που θα προκαλούσε στο ζωγράφο, στράφηκε προς τη Λόρνα χαμογελώντας της και κλείνοντας της το μάτι.

Από την άλλη πλευρά της αίθουσας έκανε την εμφάνιση της η Μάγκι, έχοντας διαβάσει τον εκνευρισμό στο πρόσωπο του ζωγράφου.

«Τι συμβαίνει εδώ, όλα καλά;» Ρώτησε ανήσυχη. Ο ζωγράφος αρκέστηκε να της ρίξει μια ματιά μα έστρεψε το κεφάλι του ξανά στο φωτογράφο.

«Άσε το φλερτ, και κάνε σωστά τη δουλειά σου κύριε Όουεν». Τον πρόσταξε και απομακρύνθηκε με τη Μάγκι να τον ακολουθεί, θυμίζοντας στη Λόρνα γραμματέα του Γουάλι.

«Καημένη μητέρα», σκέφτηκε, «καλύτερα να έκανες εκθέσεις σε αφανείς καλλιτέχνες και πραγματικά ταλέντα που θα σε είχαν στα όπα όπα και δε θα σε άγχωναν με τις παραξενιές τους».

Ο Άλμπερτ παρά τη σκηνή που είχε γίνει μπροστά σε ακροατήριο, δε φάνηκε να πτοείται, αντιθέτως μόλις του γύρισε την πλάτη ο ζωγράφος, ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και χαμογέλασε ξανά στη Λόρνα, η οποία ένοιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν από αμηχανία, μιας και απ’ ότι φαινόταν ή ίδια ήταν άθελα της η πέτρα του σκανδάλου. Και φυσικά εκείνος ως αντιδραστικό πνεύμα, έκανε το αντίθετο από ότι τον είχε συμβουλέψει ο ζωγράφος. Με λίγα λόγια πλησίασε τη Λόρνα και της είπε:

«Είστε η αιτία που θα κάνουν παράπονα για τη δουλειά μου στο πρακτορείο». Η Λόρνα έμεινε να τον κοιτάζει, μη βρίσκοντας να πει τίποτα. Το συγνώμη θα ήταν τουλάχιστον χαζομάρα να ξεφύγει από τα χείλη της και μιας και από τη δουλειά της είχε διδαχτεί πολλά, ήξερε ότι ήταν προτιμότερο σε ορισμένες περιπτώσεις να μένει σιωπηλή, από το να βιάζεται να μιλήσει. «Πρέπει με κάποιο τρόπο να με αποζημιώσετε! Αυτό θα ήταν το σωστό».

«Να σας αποζημιώσω! Και με ποιο τρόπο;» Είπε και στράφηκε να κοιτάξει τον πίνακα που βρισκόταν μπροστά της και αποτύπωνε κάτι περίεργες μορφές με σχήματα που αναμειγνύονταν μεταξύ τους και ανάλογα με την οπτική του θεατή θα μπορούσε κάποιος να δει ως και φτερωτό άλογο.

«Δεν ξέρω, αν για παράδειγμα μου ποζάρατε».

«Ώστε επιμένετε ότι είμαι μοντέλο;» Σχολίασε γελώντας η Λόρνα.

«Ω, ναι και να είστε σίγουρη ότι θα απογειωθεί η καριέρα σας με τη βοήθεια μου».

«Τι είδους βοήθεια;»

«Μα με μια φωτογράφηση, ή γιατί όχι με μια σειρά φωτογραφήσεων».

«Μην επιμένετε, δεν είμαι μοντέλο και ούτε που με ενδιέφερε ποτέ να γίνω. Άλλωστε σχεδόν τριάντα πια η καριέρα μου τώρα θα βρισκόταν στη δύση της».

«Ώστε υπάρχει γυναίκα που δε θα ενδιαφερόταν να γίνει μοντέλο και να τη θαυμάζουν για την ομορφιά της; Ουάου!!!»

«Υποθέτω ότι ως φωτογράφος έχετε συγκεκριμένες γνωριμίες και αυτές κατευθύνουν και τις απόψεις σας για τους ανθρώπους, ομαδοποιώντας τους σε κατηγορίες. Οι γυναίκες είμαστε ματαιόδοξες που το μόνο που μπορεί να μας απασχολεί είναι μία καριέρα ως αγγελάκια της Victotia Secret! Οι καλλιτέχνες για να κάνουν ντόρο γεμίζουν τις εκθέσεις τους με ψεύτικο κοινό. Κι οι άντρες τι; Μήπως είναι οι κουβαλητές, οι σκληρά εργαζόμενοι να υποθέσω;»

«Σε καμία περίπτωση. Ειδικά τους καλλιτέχνες τους έχω περί πολλού, και ο φίλος μας από εδώ δεν είναι καθόλου κακός ως καλλιτέχνης, όσο για άνθρωπος δε θα κρύψω ότι με δυσαρέστησε η στάση του, ήταν σχεδόν αγενής!»

«Μα τον προκαλέσατε».

«Γιατί, επειδή μου τράβηξε την προσοχή κάτι πιο όμορφο από τους πίνακες του;» Η Λόρνα κοίταξε πίσω από την πλάτη του συνομιλητή της και είδε το ζωγράφο να τους κοιτάζει ενοχλημένος.

«Νομίζω ότι θα έχετε σύντομα και δεύτερη σκηνή, αν δεν ξεκινήσετε αμέσως να βγάζετε φωτογραφίες και εξακολουθήσετε να μου μιλάτε. Έχει στραμμένη την προσοχή του επάνω σας, και ειλικρινά θα ήταν εντελώς αμήχανο να είμαι παρούσα σε έναν δεύτερο διαπληκτισμό». Σχολίασε και έκανε να απομακρυνθεί.

«Θα μπορούσατε να με αποζημιώσετε επιτρέποντας μου να σας κεράσω ένα ποτό». Της φώναξε ενώ εκείνη χανόταν ανάμεσα στο πλήθος και έφευγε από το Masterpiece, μη θέλοντας να προκαλέσει άλλους μπελάδες στη μητέρα της.

Το επόμενο πρωί που έκανε την εμφάνιση της στην εταιρεία και μπαίνοντας στο γραφείο του πατέρα της εκείνος είχε ασυνήθιστα καλή διάθεση.

«Τι συμβαίνει μπαμπά;» Εκείνος χωρίς να μιλήσει σήκωσε μια διπλωμένη εφημερίδα και της έδειξε μια φωτογραφία, όπου η Λόρνα, κρατώντας το ποτήρι με τη σαμπάνια στεκόταν μπροστά από έναν πίνακα και τον κοίταζε. Η λήψη ήταν από το προφίλ της και μόλις την είδε η Λόρνα δυσανασχέτησε.

«Δεν παίζεται ο τύπος!» Σχολίασε ενοχλημένη.

«Ποιος τύπος;» Εκείνη δεν απάντησε και ο πατέρας της συνέχισε. «Η μητέρα σου ξετρελάθηκε με αυτή τη φωτογραφία, θέλει να επικοινωνήσει μαζί του για να την τυπώσουν σε μουσαμά και να γίνεις το πρόσωπο του Masterpiece για τη φετινή σεζόν. Θα την βάλει στον τοίχο έξω από τη γκαλερί».

«Χαίρομαι που βοηθάω τους γονείς μου στα επαγγελματικά τους βήματα», σχολίασε αδιάφορα η Λόρνα.

«Έχεις φοβερή φωτογένεια». Παρατήρησε ο Γουάλι κοιτώντας τη φωτογραφία της εφημερίδας.

«Καμιά δουλειά δεν έχουμε να κάνουμε;» Τον ρώτησε η Λόρνα.

«Ω, μα εσύ θα γίνεις πιο σκληρό αφεντικό κι από τον πατέρα σου. Ακόμα δεν έχεις αναλάβει για τα καλά τα ηνία της επιχείρησης και όλοι σε τρέμουν. Έρχεται νέος συνάδελφος, σήμερα, με πολύ πλούσιο βιογραφικό και γάλλος, μη μου τον τρομάξεις και πάρει την επόμενη πτήση για Παρίσι».                

«Αν δεν αντέχει την πίεση της δουλειάς δε θα φταίω εγώ». Σχολίασε εκείνη και έφυγε πριν πάρει άλλη απάντηση. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά το βράδυ και είχε τα νεύρα της.

Το απόγευμα της επόμενη ημέρας η Λόρνα έλαβε ένα φάκελο, της τον πήγε η ίδια η Γκρέις, την οποία δεν χαιρόταν και πολύ όταν την έβλεπε. Πως είχε καταφέρει ο αδερφός της ο ψυχοπονιάρης, να της τη φορτώσει, ώστε να την βλέπει κάθε μέρα, δεν το είχε καταλάβει. Με βεβαιότητα θα της χρωστούσε χάρες για όλες τις ζωές που θα συναντιόνταν. Ήδη είχε εκμεταλλευτεί δύο φορές το αντάλλαγμα για τη χάρη να κανονίσει συνέντευξη της Γκρέις στην εταιρεία, και κάθε φορά που το χρησιμοποιούσε, ο Γκράχαμ γκρίνιαζε «Μα στην έχω ήδη ξεπληρώσει Λόρνα». –«Όχι καλέ μου, δεν κατάλαβες, μου ξεπλήρωσες τη χάρη να κανονίσω τη συνέντευξη, όχι ότι θα τη βλέπω κάθε μέρα» - «Τι σημαίνει πάλι αυτό; Ότι θα σου χρωστάω χάρη για κάθε μέρα ξεχωριστά» - «Τι έξυπνο αδερφούλη που έχω εγώ!»

«Τι είναι αυτό;» Ρώτησε τη δικηγόρο.

«Το άφησαν στη ρεσεψιόν για εσένα».     

«Ποιος;»

«Δεν ξέρω. Ίσως να είναι γράμμα από κρυφό θαυμαστή». Της είπε φτάνοντας στην πόρτα.

Περίεργη η Λόρνα, άνοιξε τον χοντρό φάκελο όπου βρήκε 18 δικές της φωτογραφίες από την έκθεση στο Masterpiece. «Δεν είχε άδικο ο ζωγράφος που γκρίνιαζε», συμπέρανε. Ανάμεσα από τις φωτογραφίες ξέφυγε και έπεσε ένα ορθογώνιο χαρτάκι πάνω στο γραφείο της. Ήταν η προσωπική κάρτα του φωτογράφου με το όνομα και τα στοιχεία του, την γύρισε από την πίσω πλευρά και διάβασε το μήνυμα του.

«Ας πιούμε μαζί ένα ποτό ή έστω έναν καφέ…»

Άφησε στην άκρη την κάρτα και τις φωτογραφίες και προσπάθησε να αφοσιωθεί στη δουλειά που είχε ακόμα να κάνει. Θα ήταν καλή ιδέα να έβγαινε με τον Άλμπερτ άραγε; Τον έφερε στη μνήμη της, ήταν λίγο ψηλότερος από εκείνη αν και μόλις που την περνούσε φορώντας η Λόρνα τα ψηλοτάκουνα πέδιλα. Τα καστανόξανθα μαλλιά του, σχημάτιζαν μια χαίτη που χάιδευαν τον αυχένα του. Ήταν αρκετά αδύνατος, σε βαθμό να ανησυχείς ότι θα τον πάρει το παραμικρό αεράκι που θα φυσούσε, και είχε πράσινα και έξυπνα μάτια, που τα πλαισίωναν ρυτίδες έκφρασης. Θυμήθηκε το πειραχτικό χαμόγελο του. Είχε μια γοητεία, αλλά σίγουρα δεν ήταν ο τύπος της. Και ποιος ήταν ο τύπος της; Δεν ήξερε να πει. Σκέφτηκε τον κοκκινομάλλη Κάλουμ και το σύντομο ειδύλλιο τους. Ήταν καλό παιδί και τον συμπαθούσε όμως αυτό που τους ένωνε ήταν ο αδερφός της, αν δεν τον είχε γνωρίσει μέσω του Γκράχαμ ούτε που θα είχε γυρίσει να τον κοιτάξει. Ο τρόπος που ντυνόταν, που συμπεριφερόταν, γενικά ήταν τα δυο άκρα, αλλά όχι αυτά που αλληλοσυμπληρώνονται.

Έπειτα μιαν άλλη σκέψη ήρθε και καρφώθηκε στο μυαλό της. Μήπως ο φωτογράφος ήταν stocker; Πως στην ευχή την είχε βρει και φρόντισε να της στείλει τις φωτογραφίες της; Μήπως ήταν κανένας άρρωστος σαν αυτούς που έβλεπε στις ταινίες, που βρίσκουν το θύμα τους και γίνονται σκιά του, με αποτέλεσμα αργά ή γρήγορα να γίνουν επικίνδυνοι! Ή πολύ απλά μπορεί να φλέρταρε. «Γιατί πρέπει πάντα να παίρνουμε το χειρότερο σενάριο», ρώτησε τον εαυτό της. Έκανε την κίνηση του σαν άντρας, κι αν έβλεπε ότι δεν είχε ανταπόκριση θα την άφηνε ήσυχη, αργά ή γρήγορα. Μήπως έπρεπε να μιλήσει με κάποιον και να του εκθέσει τους προβληματισμούς και το δίλλημα της, όμως είχε περάσει ανεπιστρεπτί ο καιρός που ζητούσε τη γνώμη τρίτων. Ήθελε να παίρνει μόνη τις αποφάσεις και την ευθύνη τους, και ειδικά όσον αφορούσε την προσωπική της ζωή. Άλλωστε και αυτοί που κάθονται και τα συζητάνε με την ώρα με φίλους και γνωστούς, στο τέλος κάνουν του κεφαλιού τους. Ας τελείωνε πρώτα με τις εκκρεμότητες της δουλειάς και ας αποφάσιζε έπειτα τι θα έκανε. Και για να ήταν ειλικρινής, δε θα της έκανε κακό να βγει με έναν τύπο, που της έδειχνε το θαυμασμό του και να του επιτρέψει να τη φλερτάρει. Είχε ανάγκες και η θηλυκή πλευρά της, η οποία τον τελευταίο καιρό είχε παραγκωνιστεί από τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις . Καθώς φαινόταν η απόφαση είχε παρθεί, όμως δε χρειαζόταν να βιαστεί και να δείξει αδημονία για μια εκ νέου συνάντηση με το φωτογράφο, μπορούσε να περιμένει μια δυο μέρες πριν επικοινωνήσει.

Την έπιασαν τα γέλια, καθώς θυμήθηκε την ανησυχία της ότι ο Άλμπερτ θα μπορούσε να είναι stocker. Ποιος; Αυτός που έδινε αξία μόνο στον εαυτό του και στις προσωπικές του ασχολίες! Κάτι που έγινε τέλεια ξεκάθαρο το βράδυ που δέχτηκε την πρόσκληση του να την κεράσει ένα ποτό.          

Την περίμενε στο μπαρ που είχαν κανονίσει να συναντηθούν. Καθισμένος σε ένα ψηλό σκαμπό, έπινε το ποτό του, και κοίταζε χαλαρά γύρω του. Η Λόρνα στάθηκε για λίγο στην πόρτα μην ξέροντας αν θα έπρεπε να κάνει αναστροφή και να φύγει ή να προχωρήσει. Ήταν ένα κορίτσι που δε δίσταζε, τι ήταν αυτό που την ανησυχούσε σε έναν άντρα που αν τον φυσούσε θα έπεφτε; Τον είδε να στρέφεται προς την μεριά της, να την κοιτάζει και να της χαμογελάει. Δεν υπήρχε ευκαιρία για πισωγύρισμα πλέον, έκανε το αποφασιστικό βήμα και τον πλησίασε. Ο Άλμπερτ σηκώθηκε από το σκαμπό, έσκυψε και τη φίλησε. Αφού έδωσε την παραγγελία της στον μπάρμαν, την πήρε και μεταφέρθηκαν σε ένα τραπεζάκι για να είναι πιο ήσυχα.

«Πως σου φάνηκαν οι φωτογραφίες;» Τη ρώτησε.

«Πολύ καλές! Αλλά πως έμαθες που εργάζομαι ώστε να τις στείλεις; «Αν θυμάμαι καλά ούτε καν συστηθήκαμε το βράδυ των εγκαινίων».

«Δεν είναι δύσκολο, αν ρωτήσεις τα σωστά πρόσωπα, να μάθεις λίγα πράγματα για την κόρη της ιδιοκτήτριας της γκαλερί».

«Ώστε ρώτησες!»

«Ναι, τα γκαρσόνια. Αλλά στάθηκα άτυχος, κανείς δεν ήξερε να μου πει τίποτα. Και πάνω που ένιωθα απογοητευμένος ότι δε θα σε συναντούσα ποτέ ξανά, διευκόλυνε τη θέση μου η ίδια η μητέρα σου η οποία ήθελε τη φωτογραφία της εφημερίδας. Ήρθε σε επαφή με το πρακτορείο την ώρα που ήμουνα παρόν και όλα πήραν το δρόμο τους».

«Ώστε η προδοσία ήρθε από μέσα», σχολίασε χαριτολογώντας η Λόρνα.

«Περίπου». Είπε κοιτώντας την στα μάτια.

«Είχες άλλα απρόοπτα στην έκθεση;»   

«Όχι, η αλήθεια είναι ότι με πήρε και ο αξιότιμος φίλος μας για να με ευχαριστήσει για την καλή δουλειά μου και να προσπαθήσει να ζητήσει συγνώμη για την αγενή συμπεριφορά του, αν και το «συγνώμη» γράδωσε κάπου στο λαιμό του και δεν αναφέρθηκε ποτέ».

«Ώστε του άρεσαν;»

«Μα είμαι επαγγελματίας, γνωρίζω πολύ καλά τη δουλειά μου. Απλά αποφάσισα να δώσω την πολυτέλεια στον εαυτό μου να απολαύσω κάτι που ήταν περισσότερο του γούστου μου, από χρώματα που αναμειγνύονται ώστε να δημιουργούν φιγούρες ανάλογα της διάθεσης του κάθε θεατή».

«Ασχολείσαι χρόνια με την κάλυψη καλλιτεχνικών δρώμενων;»

«Δεν είναι ο τομέας μου τόσο οι εκθέσεις, οι πρεμιέρες και τα κοσμικά γεγονότα. Με ενδιαφέρει περισσότερο η πολιτική και η κοινωνία να το πω απλά. Αυτά που στοιχειώνουν και επηρεάζουν την καθημερινότητα του απλού ανθρώπου και όχι αυτά που τον ξεκουράζουν, και γενικά όπου υπάρχει βία υπάρχω και εγώ. Όχι για να την προκαλώ αλλά για να την αποθανατίζω και να ενημερώνω τους αναγνώστες, έχοντας ως μότο το στερεότυπο όλων των φωτογράφων, μια εικόνα ίσον με χίλιες λέξεις».

«Και όταν λες όπου υπάρχει βία, αναφέρεσαι και σε πολέμους;»  

«Ναι, κι αυτό και άλλα πολλά, τα τελευταία δύο χρόνια πηγαινοέρχομαι στη Συρία. Αλλά για να είμαι ειλικρινής κάνω λίγο απ’ όλα, μπορώ να βρεθώ και σε κοσμικά γεγονότα, ή σε μια σκηνή εγκλήματος με κάποιον πνιγμένο μέσα στο αίμα του. Δε λέω σε τίποτα όχι. Ό,τι συμπεριλαμβάνεται στην ανθρώπινη ζωή δε θα του γυρίσω εγώ την πλάτη».

«Συλλέκτης εμπειριών, λοιπόν».

«Πολυχρησιμοποιημένη λέξη, σε βαθμό που έχει χάσει την αξία της. Ούτε καν αυτό, δε συλλέγω εμπειρίες για να τις συλλέγω, περισσότερο θα με χαρακτήριζα ως εν μέρει αντικειμενικό θεατή που μέσω του φακού δίνω την ευκαιρία στους αναγνώστες να αποκτήσουν γνώμη».

«Γνώμη κοντινή στη δική σου;»

«Όσο αντικειμενικά και να κάνεις εσύ τη δουλειά σου, πάντα η γνώμη του άλλου θα είναι υποκειμενική, ανάλογα με την ηθική, τους προβληματισμούς, την ανοιχτή σκέψη ή τη στενομυαλία και πάντα υπάρχουν τα συμφέροντα στη μέση, άμεσα ή έμμεσα».        

«Έμμεσα λέγοντας;»

«Ας πούμε τα συμφέροντας της χώρας». Σχολίασε με στόμφο. «Πάντως δεν εξαρτάται μόνο από εμένα η αντικειμενική μετάδοση των γεγονότων».

«Αλλά;»

«Ο τύπος και κυρίως οι εφημερίδες, έχουν χρησιμοποιηθεί ως μέσα προπαγάνδας, εκφράζοντας περισσότερο τις απόψεις και κατευθύνοντας την κοινή γνώμη ανάλογα με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους και όχι τόσο ενημερώνοντας. Εγώ όσο κι αν παλεύω να είμαι αντικειμενικός και ευαισθητοποιημένος δε συμβαίνει πάντα το ίδιο και με τους γραφιάδες που πατάνε πάνω στις φωτογραφίες μου για να γράψουν τις απόψεις τους».

«Οπότε αυτό που ισχυρίζεστε ότι μια εικόνα ίσον με χίλιες λέξεις, είναι εύκολο να παρερμηνευτεί».

«Ναι, σε αρκετές περιπτώσεις μια εικόνα μπορεί να αντιπροσωπεύσει χίλιες παρερμηνευμένες λέξεις. Όταν ήμουν πιο νέος και πιο ρομαντικός, είχα επικοινωνήσει με κάποιες εφημερίδες ή περιοδικά για να εκφράσω τη δυσαρέσκεια μου για όσα γράψανε οι δημοσιογράφοι, χρησιμοποιώντας τις φωτογραφίες μου, περιττό να σου πω ότι αγνοήθηκα. «Κύριε μου πληρώθηκες, μη μας ενοχλείς», ήταν η απάντηση τους. Ε, με τα χρόνια για να προστατέψω τη δουλειά και την προσωπικότητα μου, ‘‘έδωσα εντολή’’ στο πρακτορείο που εξακολουθώ να εργάζομαι, να μη δώσουν φωτογραφίες μου αν ζητηθούν από συγκεκριμένους δημοσιογράφους. Κι ευτυχώς έχω αποκτήσει όνομα και εκτίμηση οπότε αναγκάστηκαν να δεχτούν την απαίτηση μου, παρά τις αρχικές συμβουλές και γκρίνιες. Πάνω από όλα η αυτοεκτίμηση μου στα πιστεύω και στη δουλειά μου, για την οποία έχω διακινδυνέψει τη ζωή μου αρκετές φορές».  

Εκείνο το βράδυ ο Άλμπερτ, της έδωσε μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή που είχε αποκτήσει από το σύντομο φλερτ που της είχε κάνει τη βραδιά των εγκαινίων της έκθεσης. Τον είχε κρίνει μονοδιάστατα, αλλά τώρα χαιρόταν που είχε δώσει την ευκαιρία στον εαυτό της να πιούνε μαζί ένα ποτό. Φυσικά ο φωτορεπόρτερ ενδιαφέρθηκε και για τη δική της ζωή, μιας και ήθελε να μάθει πράγματα για εκείνη και να μη μονοπωλεί τη συζήτηση. Και αφού είχε καταφέρει να κερδίσει τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον της περισσότερο ως άνθρωπος παρά ως κάτι άλλο, την πρώτη εκείνη συνάντηση διαδέχτηκαν κι άλλες.

Αν τη ρωτούσαν εκείνη την περίοδο τι πίστευε για τον Άλμπερτ, θα ισχυριζόταν ότι είχαν πολλά κοινά και ένα από αυτά ήταν ότι τους χαρακτήριζε η δουλειά τους. Πλέον μπορεί να μην το παραδεχόταν ότι ήθελε να ταυτίζεται με το επάγγελμα της, μα η αλήθεια ήταν, και το γνώριζε τόσο η ίδια όσο και ο περίγυρος της, η Λόρνα ήταν μια γυναίκα καριέρας. Το ίδιο ίσχυε και για τον φωτορεπόρτερ, ο οποίος πολλές φορές μεταξύ σοβαρού και αστείου ισχυριζόταν ότι ήταν παντρεμένος με τη δουλειά του. Κι αν αυτό θα έκανε κάθε γυναίκα επιφυλακτική απέναντι στη γοητεία που ασκούσε, ίσως όχι με την πρώτη ματιά αλλά γνωρίζοντας τον καλύτερα σίγουρα σε κέρδιζε, τη Λόρνα αντιθέτως την απελευθέρωσε. Ένοιωθε ότι μιλούσαν την ίδια γλώσσα και ότι καταλαβαίνονταν και δε θα ήταν άλλος ένας που θα την κατηγορούσε που ξόδευε τόσες ώρες στην εργασία της. Κι έτσι βρέθηκαν να μοιράζονται το φαγητό τους τα βράδια, το κρεβάτι στον ύπνο και σε άλλες δραστηριότητες, να ανταλλάσουν μηνύματα κατά τη διάρκεια της μέρας, να εκφράζουν τους προβληματισμούς τους και να ακούνε τη γνώμη ο ένας του άλλου. Όμως αυτό δε χρειαζόταν να γίνεται κάθε μέρα. Αν κάποιος από τους δύο είχε πολλή δουλειά ή άλλες ασχολίες, ο άλλος του έδινε το χώρο, χωρίς να τον πιέζει να βρεθούνε με γκρίνιες ή και νάζια. Αυτή η μη ξεκάθαρη κατάσταση μεταξύ τους ίσως λοξοδρόμησε τη σχέση τους παίρνοντας περισσότερο χρόνο απ’ όσο χρειαζόταν για τον εαυτό τους, εις βάρος αυτού που πήγαινε να γεννηθεί.

Πολλές φορές η Λόρνα είχε αναρωτηθεί αν υπήρχαν και άλλες γυναίκες στη ζωή του Άλμπερτ. Ποτέ δεν τόλμησε να τον ρωτήσει καθαρά, γιατί θεωρούσε ότι δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει και ως ένα βαθμό επειδή φοβόταν μια θετική απάντηση. Αν της έλεγε πως: «ναι, βλέπω την Αμάντα, την Κάθριν και τη Λορέιν», η Λόρνα δε θα καταδεχόταν να γίνει μία ακόμα από το χαρέμι του, ανεξάρτητα πάντα από τα ονόματα των άλλων γυναικών. Και φυσικά, με την τροπή που είχε πάρει η σχέση τους, δε θα μπορούσαν να διατηρήσουν μια φιλική σχέση. Θα της έλειπε λοιπόν περισσότερο ως φίλος ο Άλμπερτ ή ως εραστής; Δεν ήξερε να πει. Αν και αναγνώριζε ότι αυτό που είχαν απείχε σε μεγάλο βαθμό από τη ρομαντική, εξιδανικευμένη σχέση που ονειρεύεται κάθε μικρό ή μεγάλο κορίτσι, όσο κι αν έχει ποτιστεί από το ρεαλισμό που επιβάλει η ζωή. Η Λόρνα ένιωθε αδύναμη απέναντι στα θέλγητρα του μυαλού και της θέλησης του. Ήταν έξυπνος, ζωηρός και έδινε χρώμα στην κάθε στιγμή που ήταν μαζί.

Δεδομένου όλων των παραπάνω κάποιος εύκολα θα χαρακτήριζε τη Λόρνα ερωτευμένη, όμως εκείνη επέμενε ότι δεν ήταν. Και μάλλον έτσι είχαν τα πράγματα, γιατί σε εκείνη δεν άρεσαν καθόλου τα ψέματα και κυρίως αυτά που λένε οι άνθρωποι στον εαυτό τους. Όμως είχε δεθεί με τον Άλμπερτ, και της έλειπε όταν περνούσαν μέρες χωρίς να τον δει, άσε που ποτέ δεν ήξερε που μπορεί να βρισκόταν. Μπορεί να έφευγε για τη Συρία και εκείνη να το αγνοούσε. Και αφού εκείνη δεν τον ρωτούσε, θεωρούσε αυτονόητο και ο Άλμπερτ ότι δεν χρειαζόταν να ξέρει ή ότι δεν την ενδιέφερε να ξέρει, οπότε δεν την ενημέρωνε. Έτσι με μεγάλα διαλλείματα, άλλοτε να βρίσκονται και άλλοτε να χάνονται, τώρα περνούσαν άλλη μια φάση εξαφάνισης, με εκείνη να ξεφυλλίζει εφημερίδες και περιοδικά που έρχονταν στην εταιρεία μήπως βρει στη λεζάντα κάποιας φωτογραφίας το όνομα του για να εντοπίσει τις συντεταγμένες πάνω στις οποίες εκείνος πατούσε.  

«Πως μπορείς να ισιώσεις κάτι που ξεκίνησε στραβά;» Ρώτησε τον εαυτό της και μετά άκουσε μια άλλη φωνούλα να τη ρωτάει «Και πόσο θες να το ισιώσεις;»

Να που θα περνούσε άλλη μια νύχτα με το να ρωτάει τον εαυτό της, τι προσδοκίες είχε από αυτό που είχε -αφήσει μισό- με τον Άλμπερτ. Αν είχε τη δύναμη να άλλαζε τα πράγματα πως θα τα έκανε;

«Δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις Λόρνα!» Μάλωσε τον εαυτό της. «Έχεις μάθει να μη στηρίζεσαι στους άλλους γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή επτά στις δέκα σε κρεμάνε. Και στην τελική αν εκείνος ήθελε κάτι περισσότερο από εσένα θα το διεκδικούσε. Έχει αποδείξει ότι δε δειλιάζει απέναντι σε κάτι αν το θέλει πολύ. Οπότε είναι καλά έτσι. Κι εσύ πρέπει να είσαι ικανοποιημένη που δεν έχεις άλλον έναν τύπο πάνω από το κεφάλι σου να γκρινιάζει για τη δουλειά σου την ώρα που ξοδεύει όλες τις ώρες του για τη δική του καριέρα. Και κοιμήσου επιτέλους γιατί αύριο έχεις δουλειά!»

Είπε και γυρίζοντας την πλάτη στην άδεια πλευρά του κρεβατιού έκλεισε τα μάτια της, φέρνοντας για μια τελευταία φορά στη μνήμη της το πειραχτικό χαμόγελο του Άλμπι, με την κάμερα κρεμασμένη στο λαιμό του.      

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ –Gourmet κουζίνα-

 

Περνώντας από τη ρεσεψιόν η Λόρνα, έριξε μια ματιά στους τίτλους από τις εφημερίδες. Ξεχώρισε δύο, που ήξερε από τον Άλμπερτ ότι είχαν δημοσιεύσει αρκετές φορές δικές του φωτογραφίες, και τις πήρε μαζί της. Κρέμασε τα πράγματα της στον καλόγερο, δίπλα από την πόρτα και πλησίασε το γραφείο της, στο οποίο βρήκε να την περιμένουν δύο τάπερ με φαγητό, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο.

Η μητέρα της θεωρώντας ότι είχε αδυνατίσει, είχε βαλθεί να την παχύνει, στέλνοντας της φαΐ στη δουλειά. Όμως εκείνο το πρωί ειδικά, η Λόρνα ένιωθε το στομάχι της δεμένο κόμπο. Παραμέρισε το σπιτικό φαγητό στην άκρη του γραφείου και άνοιξε βιαστικά τις εφημερίδες, μήπως κάποια φωτογραφία τους αποκάλυπτε τις συντεταγμένες του που βρισκόταν ο Άμλπι. «Ξέρεις», είπε στον εαυτό της «θα ήταν πιο εύκολο να του στείλεις ένα μήνυμα και να τον ρωτήσεις». Όμως ο εγωισμός της ή πιο σωστά η περηφάνια της, δεν της επέτρεπαν τέτοια κίνηση. Από την αρχή όλα ήταν πολύ ξεκάθαρα ανάμεσα τους, δεν μπορούσε τώρα να τον ενοχλεί με μηνύματα. Αλλά κυρίως, γνώριζε ότι δε θα είχε καθαρό μυαλό για δουλειά, αν περίμενε απάντηση του, που μπορεί να μην ερχότανε. Να που αργά ή γρήγορα φτάνει η ώρα να πληρώσει αυτά που κορόιδευε σε όλη της τη ζωή.

Κανένα στοιχείο δεν υπήρχε σε καμία από τις εφημερίδες. Αφού αναστέναξε, τις δίπλωσε και τις έκρυψε κάτω από χαρτιά για να μην της τραβάν την προσοχή. Έπειτα άνοιξε κάτι φακέλους και ξεκίνησε την εργασιοθεραπεία. Είσαστε θλιμμένος, αναστατωμένος, απογοητευμένος ή απλά δεν ξέρετε τι σας ενοχλεί, αφοσιωθείτε στη δουλειά και θα σας βοηθήσει να ξεχάσετε. Πόσες και πόσες έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι θλιμμένοι εργαζόμενοι διεκπεραιώνουν καλύτερα τα καθήκοντα τους από τους ευτυχείς. Να δεις που οι κυβερνήσεις που γίνονται όλο και πιο συντηρητικές με το πέρασμα των χρόνων, και δείχνουν απροκάλυπτα την προτίμηση τους στους εργοδότες, εκτός από το να καταργούν τα εργασιακά δικαιώματα, να χαμηλώνουν τους μισθούς, θα έρθει και η στιγμή που θα επιτρέπουν στα αφεντικά να επεμβαίνουν στην προσωπική ζωή των εργαζομένων και να ελέγχουν το ποσοστό της ευτυχίας ή της δυστυχίας τους!

Είχαν περάσει ώρες χωρίς η Λόρνα να έχει σηκώσει κεφάλι από τα χαρτιά, όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο πατέρας της.

«Καλημέρα κόρη μου». Της είπε χαμογελώντας. 

«Καλημέρα πατέρα». Συνήθως μπροστά στους συνεργάτες τους, η Λόρνα διατηρούσε τις τυπικότητες, προσφωνώντας τον πατέρα της με το οικογενειακό τους επίθετο, ασχέτως αν γνώριζαν όλοι στην εταιρεία τον δεσμό αίματος που τους ένωνε. Αλλά όταν ήταν οι δυο τους, αγνοούσαν τους τύπους.

«Με χρειάζεσαι τίποτα;»

«Όχι, αν σε χρειαστώ θα έρθω στο γραφείο σου. Μήπως φεύγεις;» Τον ρώτησε σηκώνοντας το κεφάλι της από τα έγγραφα, για να τον κοιτάξει. Ο Γουάλι ήταν η ψυχή της επιχείρησης. Και πώς να μην ήταν! Είχε ξεκινήσει ως απλός εργαζόμενος στην επενδυτική εταιρεία και είχε καταλήξει να την εξαγοράσει εξολοκλήρου. Όχι ότι όλα του ήρθαν με τη μία εύκολα. Πάλεψε αρκετά χρόνια μέχρι να τα καταφέρει, όμως να που με πείσμα, δουλειά, γνώσεις πάνω στο αντικείμενο του και φυσικά με την ευστροφία του, έκανε την εταιρεία δική του και δεν έμεινε μόνο εκεί, αφού όλο ανοιγόταν στον επενδυτικό χώρο, κάνοντας την όλο και πιο μεγάλη, όλο και πιο ισχυρή. Η Λόρνα εκτιμούσε και θαύμαζε τον πατέρα της. Ο Γκράχαμ, ο κατά ένα χρόνο μικρότερος αδερφός της, δε θα καταλάβαινε ποτέ πόσο κόπο και δεξιότητες πρέπει να έχεις για να τα καταφέρεις σε έναν τόσο σκληρό κόσμο όσο είναι αυτός των επιχειρήσεων. Είχε τραβήξει άλλο δρόμο και ήταν ο λόγος που είχε συγκρουστεί με τον πατέρα τους παλιότερα, μιας και ο Γουάλι πάντα τον προόριζε ως φυσικό διάδοχο του στην επιχείρηση. Ίσως ο γιος του να ψυχανεμιζόταν τον κόπο που είχε καταβάλει ο πατέρας τους να γίνει επιχειρηματίας, την ίδια ώρα που ήταν πατέρας και σύζυγος, παίζοντας και τους δύο ρόλους εξίσου καλά, όταν άλλοι συνομήλικοι του ρίχνουνε όλο τους το βάρος στην επαγγελματική τους καριέρα. Όμως ο Γουάλι, γνωρίζοντας τη Μάγκι και προειδοποιώντας τον το ένστικτο του ότι είναι η μία, δεν την άφησε να χαθεί από τη ζωή του, αντιθέτως την παντρεύτηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από την γνωριμία τους και απέκτησε παιδιά μαζί της, κάτι για το οποίο δεν μετάνιωνε. Αυτός ήταν ο Γουάλι, μπορούσε να αναλάβει πολλές προκλήσεις μαζί και να τα βγάλει πέρα!

Ο αδερφός της είχε άλλη κλίση, και εκεί ο πατέρας του έκανε λάθος με το να θυμώσει μαζί του που δε θα ακολουθούσε τη δική του πορεία. Η Λόρνα ήταν εκείνη που είχε καταλάβει ότι ο μικρότερος αδερφός της πιεζόταν με τις σπουδές του στα οικονομικά όσο καλά κι αν τα πήγαινε, εκείνη ήταν που τον έσπρωξε να ακολουθήσει σπουδές στην αρχαιολογία. Γνώριζε ότι ο καυγάς δε θα αποφευγόταν ανάμεσα σε πατέρα και γιό, αλλά δεν πίστευε ότι ο Γουάλι θα κρατούσε το πείσμα του για τόσα χρόνια, όμως και πάλι είχε μεγαλύτερη σημασία να είναι ευτυχισμένος ο αδερφός της παρά να κάνει κάτι που δε θα τον γέμιζε για να είναι ικανοποιημένος ο πατέρας τους. Άλλωστε ο Γουάλι είχε κάνει αυτό που αγαπούσε, ας άφηνε και τον Γκράχαμ να πράξει αναλόγως, μακριά από τα χνάρια τα δικά του. Όμως ο Γουάλι δεν είχε συνηθίσει να τον αμφισβητούν, έγινε ξένος με το γιο του θέλοντας να δείξει τη δυσαρέσκεια του, διατηρώντας απλώς τους τύπους αν τύχαινε να συναντηθούν. Ένα ξέσπασμα του αδερφού της θα ήταν εκείνο που θα έβαζε τελικά στη θέση του τον πατέρα τους και θα τον έκανε να δει τα πράγματα διαφορετικά. Βέβαια ο λόγος για τον καυγά μπορεί να ήταν η Σεσίλια αλλά ο εκνευρισμός του πάντα συγκρατημένου μέχρι τότε Γκράχαμ, τον έκανε να παρασύρει και να αναφέρει τα πάντα στη συζήτηση με τον πατέρα τους. Τότε ίσως να ήταν η στιγμή που έσβησε και η τελευταία σπίθα ελπίδας του Γουάλι, ότι μπορεί να επηρέαζε το γιο του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και αποφάσισε να συνεχίσει με ότι είχε στα χέρια του, δηλαδή με την ίδια, δίνοντας της περισσότερες αρμοδιότητες στην εταιρεία. Σταδιακά αποφάσισε ότι ήθελε να χαρεί την οικογενειακή του ζωή με τη γυναίκα και τη μικρή τους κόρη. Τι στην ευχή αν το αφεντικό, μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, δεν έχει το δικαίωμα να παίρνει άδεια και να λείπει όποτε επιθυμούσε, ο κόσμος δεν είχε καμία ελπίδα για πρόοδο. Αφού ένιωσε ασφαλής με τη Λόρνα να επιτηρεί πως πήγαινε η επιχείρηση αλλά και με κάποιους άλλους χρόνια συνεργάτες του, που τους εκτιμούσε και τους εμπιστευόταν, υπήρχαν μέρες που μπορεί να μην εμφανιζόταν στο γραφείο ή να πήγαινε απλά για κάποιες ώρες. Βέβαια αν υπήρχε κάποιο σπουδαίο πρότζεκτ στο οποίο έπρεπε να είναι παρόν, άφηνε τα πάντα στην άκρη για να παρευρίσκεται στην επιχείρηση του.

«Να φεύγω; Μα μόλις ήρθα!»

Η Λόρνα κούνησε το κεφάλι της και το έσκυψε πάλι πάνω από τα χαρτιά της.

«Τι βλέπω έφερες φαΐ από το σπίτι;» Τη ρώτησε κοιτώντας τα τάπερ στην άκρη του γραφείου της.

Η Λόρνα γύρισε και του έριξε μια σκωπτική ματιά.

«Καλά, πρόσεξε μόνο μη λερώσεις τα χαρτιά σου».

«Αναλόγως την ποσότητα της σάλτσας που έχει προσθέσει ο μάγειρας στο φαγητό». Σχολίασε πειρακτικά η Λόρνα για τη μαγειρική της Μάγκι. Ο Γουάλι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και έκανε να φύγει όταν τον πρόλαβε η φωνή της κόρης του. «Πες στη μαμά ευχαριστώ που με σκέφτεται».

«Εντάξει θα της το πω». Συμφώνησε και έφυγε χαμογελώντας.

…..

Έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας της και τράβηξε το στυλό από τα μαλλιά της, που τον είχε βάλει για να τα συγκρατούν, να μην πέφτουν στα μάτια της και την ενοχλούν όσο δούλευε. Από το εσωτερικό παράθυρο που έβλεπε στον διάδρομο που βρίσκονταν απέναντι τα άλλα γραφεία, είδε τον Μισέλ να περνάει με τη συντροφιά της Γκρέις. «Να δυο ευτυχισμένοι εργαζόμενοι», σκέφτηκε καθώς τίναζε τα μαλλιά της. Ο Μισέλ λες και άκουσε την σκέψη της γύρισε και την κοίταξε μέσα από το τζάμι του παραθύρου, άφησε την Γκρέις να προπορευτεί και άνοιξε την πόρτα του γραφείου της.

«Καλησπέρα Λόρνα».

«Καλησπέρα Μισέλ». Του είπε και του χάρισε ένα κουρασμένο χαμόγελο.

«Έφαγες;» Τη ρώτησε δείχνοντας της τα τάπερ που ήταν παρατημένα στην άκρη του γραφείου της, κινδυνεύοντας να πέσουν κάτω. Αφηρημένη κοίταξε και εκείνη προς τα τάπερ.

«Μπα, που να βρω χρόνο;»

«Οκ», της απάντησε κατανοώντας τη. «Θα μείνεις κι άλλο στο γραφείο;»

«Θέλω να τελειώσω κάτι τελευταίο να μη μείνει εκκρεμότητα για τη Δευτέρα και θα γυρίσω και εγώ σπίτι». Είπε αναστενάζοντας.        

«Οκ, καλό σαββατοκύριακο».

«Επίσης». Εκείνος έκλεισε την πόρτα και της σήκωσε το χέρι από το παράθυρο ως ύστατο χαιρετισμό.

Έπειτα από μισή ώρα, σηκώθηκε και μάζεψε τα πράγματα για να επιστρέψει στο διαμέρισμα της. Έβαλε και τα τάπερ σε μια τσάντα για να τα πάρει μαζί της να φάει φρέσκο σπιτικό φαγητό, άλλωστε οι προμήθειες στο ψυγείο είχαν αρχίσει να τελειώνουν.

Ανακούφιση ένιωσε όταν έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ακούμπησε την τσάντα με τα τάπερ στο τραπέζι της κουζίνας και πήγε να ετοιμαστεί. Ενθουσιασμένη που επιτέλους θα γευόταν το υπέροχο περιεχόμενο των τάπερ, κάθισε και έβγαλε το καπάκι από το πρώτο. Μόνο που αυτό δε θύμιζε σε τίποτα ελληνική κουζίνα, τι έπαθε η μητέρα της, αποφάσισε να κάνει νέες συνταγές!

Έβγαλε το ένα από τα δύο ψητά σάντουιτς που υπήρχαν μέσα στο πλαστικό δοχείο φαγητού, με το τυρί το ζαμπόν και τη μπεσαμέλ και ξεκίνησε να το τρώει. Μα αυτό ήταν πεντανόστιμο, ακόμα κι αν επρόκειτο απλά για ένα ψητό –μπαγιάτικο πλέον- σάντουιτς. Χωρίς καθυστερήσεις μόλις έφαγε το πρώτο, πέρασε και στο δεύτερο, ενώ άνοιξε με προσμονή και το δεύτερο τάπερ. Ώστε είχε και επιδόρπιο! Μια στρογγυλή αφράτη ζύμη, παρόμοια με αυτή που έχουν τα σου ή τα εκλέρ, γεμισμένη με σαντιγί.

«Τι αμαρτία είναι αυτή!» Σκέφτηκε τρώγοντας το στρογγυλό γλυκό, με κλειστά τα μάτια. Πιο απολαυστικό και από ερωτικό φιλί από λάγνο εραστή. Το μυαλό της πήγε απευθείας στον Μισέλ. Φυσικά, παρόμοια σάντουιτς είχε δοκιμάσει στο μπιστρό της Σόφι, να δεις είχαν ένα αστείο όνομα «Τραγανός κύριος» σε μετάφραση… α, ναι τα Croque-monsieur! Όσο καλή μαγείρισσα κι αν ήταν η μητέρα της, τα τελευταία χρόνια καταπιανόταν με συνταγές που γνώριζε και που δε θα της έτρωγαν χρόνο με το να κοιτάζει τις οδηγίες παρασκευής από κάποιο βιβλίο. Επιπλέον ο γάλλος συνάδελφος της, είχε αποφασίσει ότι ήθελε να της δείξει τις μαγειρικές του ικανότητες και να τη μυήσει στη γαλλική κουζίνα. Γι’ αυτό την είχε ρωτήσει αν είχε δοκιμάσει, αλλά εκείνη ήταν πεπεισμένη ότι η μητέρα της είχε στείλει φαγητό με τον πατέρα της, ο οποίος επίσης την είχε ρωτήσει αν είχε φέρει φαγητό από το σπίτι και εκείνη νόμιζε ότι την κορόιδευε.

Έψαξε το κινητό της και βρήκε τον αριθμό του, έπρεπε τουλάχιστον να τον ευχαριστήσει για τον κόπο και να του πει ότι διεκδικούσε μετάλλιο στα γευστικά της γούστα.

«Παρακαλώ;» άκουσε τη φωνή του λαχανιασμένη.

«Μισέλ; Η Λόρνα είμαι. Μήπως ενοχλώ; Συγγνώμη, θέλεις να κλείσω, να σε πάρω κάποια άλλη στιγμή;» Είπε ανήσυχη, μήπως ήταν με γυναίκα και τον διέκοπτε; Τι ντροπή να τον πήρε την ώρα που βρισκόταν σε σεξουαλικές περιπτύξεις. Αλλά και εκείνος γιατί απάντησε, η συμπεριφορά του μαρτυρούσε αναίδεια προς την πιθανή παρτενέρ του.

«Όχι, εντάξει. Γυμνάζομαι οπότε ένα διάλλειμα είναι πάντα ευπρόσδεκτο από τη σωματική κόπωση που επιβάλλω κάποιες μέρες τον εαυτό μου».

«Ώστε γυμνάζεσαι;»

«Πως αλλιώς θα διατηρώ αυτό το κορμί σε φόρμα». Αστειεύτηκε γελώντας.  

«Τι βλάκας» σκέφτηκε η Λόρνα, ενώ έφερε στο μυαλό της την εικόνα του να κάνει βάρη, με ένα στενό μπλουζάκι μούσκεμα στον ιδρώτα.

«Λοιπόν έγινε κάτι στη δουλειά;» Της διέκοψε τις φαντασιώσεις.

«Όχι, απλά ήθελα να σε ρωτήσω τα ταπεράκια με το φαγητό εσύ μου τα άφησες έτσι δεν είναι;»

«Ναι, εγώ. Σου είχα πει ότι θα μαγείρευα για να γνωρίσεις τις μαγειρικές μου ικανότητες και σαν άντρας που κρατάει το λόγο του το έκανα. Δε θα έπρεπε;» Τη ρώτησε διστακτικά.

«Όχι, δηλαδή ναι. Φυσικά δεν ήσουν υποχρεωμένος αλλά αν το ευχαριστήθηκες κανένα πρόβλημα».

«Μόνο αυτό; Τη ρώτησε. Απλά κανένα πρόβλημα;» Είδε τον τοίχο απέναντι της και σκέφτηκε να χτυπήσει το κεφάλι της πάνω του μήπως συνέρθει, αλλά μάλλον θα χειροτέρευε την κατάσταση της. Έλα Λόρνα, συγκεντρώσου, δεν είσαι δεκαέξι χρονών, άβγαλτη που μιλάς με τον ροκ σταρ που έχεις γεμίσει με αφίσες του το δωμάτιο σου. Άλλωστε αν θυμόταν καλά δεν είχε νιώσει ποτέ κάτι για τον συνεργάτη της πέρα από συμπάθεια.  

«Ήταν υπέροχο και το φαγητό και το επιδόρπιο». Είπε τελικά.

«Αλήθεια σου άρεσαν;» Τη ρώτησε.

«Πλάκα μου κάνεις; Εκτόπισες με τη μία τη Σόφι από τη δεύτερη θέση. Η οποία ξέρεις τι καλά μαγειρεύει, κι όμως ο δικός σου Croque-monsieur, ήταν πιο τραγανός και γενικά πιο νόστιμός απ’ ότι είχα φάει παλιότερα στο μπιστρό».

«Ως δίκαιος αντίπαλος, πιστεύω ότι πρέπει να δοκιμάσεις και άλλα δικά μου πιάτα πριν αποφασίσεις να μου δώσεις με τόση ευκολία το ασημένιο μετάλλιο».  

«Πόση ανωτερότητα πια;» Τον πείραξε.

«Μεγάλη, άλλωστε στοχεύω στο χρυσό μετάλλιο. Και δεν το έκρυψα».

«Όχι, δεν το έκρυψες! Οπότε θα αναλάβεις την εστίαση μου στο χώρο εργασίας; Να περιμένω νέο δοχείο φαγητού τη Δευτέρα…»

«Δεν χρειάζεται να περιμένουμε ως τη Δευτέρα, θα μπορούσαμε να συναντηθούμε μέσα στο Σαββατοκύριακο. Αν δεν έχεις κανονίσει κάτι άλλο φυσικά!»

«Δεν έχω κανονίσει κάτι». Παραδέχτηκε αν και κάπως προβληματισμένη.

«Ξέρεις», ξεκίνησε κάπως διστακτικά ο Μισέλ. «Έχω δυο χρόνια σχεδόν μόνιμος κάτοικος στο Λονδίνο και δεν έχω γνωρίσει ακόμα την πόλη. Αν έρθει κανένας φίλος από τη Γαλλία, θα αναγκαστώ να αγοράσω τουριστικό οδηγό για να τον ξεναγήσω».

«Τόσο πολύ;»

«Ξέρεις πως είναι η καθημερινότητα. Από το γραφείο επιστρέφω αμέσως σπίτι και αν έχω διάθεση το πολύ να πάω για ποδόσφαιρο».

«Ή στο γυμναστήριο». Τον πείραξε η Λόρνα.

«Ποιο γυμναστήριο;»

«Δεν είπες ότι είσαι στο γυμναστήριο;»

«Είπα ότι γυμνάζομαι. Και αυτό το κάνω σπίτι, γιατί αν μπω στο διαμέρισμα δύσκολα θα πάρω απόφαση να ξαναβγώ».

«Έχεις ολόκληρο γυμναστήριο στο σπίτι;» Τον ρώτησε με έκπληξη η Λόρνα, συνεχίζοντας να εκθέτει τον εαυτό της.

«Δεν ξέρω τι εντύπωση σου έχω δώσει», σχολίασε γελώντας, «δυο τρία όργανα έχω γιατί δεν υπάρχει και χώρος. Και συγκεκριμένα έχω διάδρομο, πάγκο για κοιλιακούς και βάρη. Αυτό είναι το γυμναστήριο μου».     

«Φτάνει, μακάρι να έκανα τα μισά». Σχολίασε η Λόρνα. «Όμως νομίζω ότι ξεφύγαμε από το θέμα μας», που δε θυμάμαι καν ποιο ήταν.

«Να μωρέ, έλεγα αν είχες διάθεση να με ξεναγήσεις σε κάνα δυο μέρη της πόλης». Η σιωπή πύκνωσε από την άλλη μεριά της γραμμής. «Θα πήγαινα μόνος μου», πρόσθεσε βιαστικά, «αλλά όσο να ’ναι, δεν είμαι από τους τύπους που έχουν ιδιαίτερη διάθεση να κυκλοφορούν μόνοι στην πόλη σαν μαγκούφηδες».

«Ναι», ψέλλισε, «καταλαβαίνω, αλλά…»

«Καλά αν δεν μπορείς δεν πειράζει!» Θέλησε να την βγάλει από τη δύσκολη θέση.

«Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα, απλά αναρωτιόμουν γιατί δεν το ζητάς από την Γκρέις;»

«Γιατί να το ζητήσω από εκείνη;» Τη ρώτησε παραξενεμένος.

«Επειδή κάνετε παρέα».

«Όχι, εκτός γραφείου».

«Ώστε όχι!»

«Διακρίνω μια έκπληξη. Μη μου πεις ότι πίστευες…»

«Τίποτα δεν πίστευα», τον διέκοψε. «Λοιπόν εντάξει, θα σε ξεναγήσω, αλλά το Λονδίνο φοβάμαι είναι μεγάλη πόλη και θα πρέπει να σου δείξω αρκετά μέρη».

«Δεν υπάρχει πρόβλημα από μεριάς μου, είμαι διαθέσιμος. Και δεν χρειάζεται να πάμε σε όλα μέσα σε μια μέρη. Το θέμα είναι να χαρούμε τη βόλτα και να μην πιεστούμε, και όταν λέω να χαρούμε τη βόλτα εννοώ και οι δύο, αν είναι να το νιώθεις ως υποχρέωση…»

«Ποτέ δεν κάνω πράγματα τον ελεύθερο χρόνο μου από υποχρέωση. Εκτός από την πόλη μου, βλέπω ότι δεν ξέρεις και εμένα!»

«Όχι δε σε ξέρω, αλλά θα ήθελα πολύ να σε μάθω! Λοιπόν πότε λες να κανονίσουμε την πρώτη μας εξόρμηση στην πόλη;»

«Πρέπει να βγάλω πρόγραμμα, δεν μπορούμε να γυρίζουμε στα κουτουρού. Τι λες να βρεθούμε την Κυριακή για αρχή και θα σκεφτώ μόλις κλείσουμε που θα σε ξεναγήσω».

«Κανένα πρόβλημα. Κυριακή λοιπόν. Καλύτερα να προλάβω να μαγειρέψω και κάτι εντυπωσιακό».

«Μα αφού θα βγούμε δε θα ήταν προτιμότερο να φάμε κάτι έξω;»

«Δεν μπορώ να διεκδικώ το χρυσό μετάλλιο με τεμπελιά και βόλτες. Εσύ θα με ξεναγείς και εγώ αναλαμβάνω να ευχαριστήσω τις γευστικές μας κάλυκες»

«Οπότε πρέπει να βρω κι ένα μέρος για να αράξουμε και να απολαύσουμε το φαγητό μας. Νομίζω ότι κάτι έχω στο νου μου».

«Όπως;»

«Θα είναι έκπληξη», είπε μη θέλοντας να παραδεχτεί ότι δεν ήταν βέβαιη ότι είχε σκεφτεί το κατάλληλο μέρος, και ότι χρειαζόταν να κάνει μια έρευνα πρώτα στο διαδίκτυο. «Θα σου στείλω μήνυμα για την ώρα και το μέρος που θα βρεθούμε την Κυριακή».

«Σύμφωνοι. Και εγώ πάω να ψάξω στα βιβλία μαγειρικής τι καλό θα ετοιμάσω για την Κυριακή. Υπάρχει κάτι που δεν τρως;»

«Νομίζω ότι τα τρώω όλα, αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη, μπορεί να υπάρχει κάτι που δε μου πάει στο μυαλό αυτή τη στιγμή».

«Καλά θα αρκεστώ σε κάτι όσο το δυνατόν πιο κλασσικό».

«Πάντως δε θα με πείραζε για επιδόρπιο να έτρωγα πάλι αυτό το στρογγυλό με τη σαντιγί».

«Το Παρίς μπρέστ εννοείς; Εντάξει, υπάρχουν αρκετές εναλλαγές για τη συνταγή του ποδηλατικού γύρου της Γαλλιάς!»

«Να υποθέσω ότι από εκεί πήρε το όνομα το γλυκό;»

«Ακριβώς, και το στρογγυλό σχήμα του συμβολίζει τη ρόδα του ποδηλάτου, αυτά όσον αφορά τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, ελπίζω να σου αρέσει η σοκολάτα!»

«Υπάρχει άνθρωπος που δεν του αρέσει η σοκολάτα;»

«Η μικρή μου αδερφή. Γενικά δεν της αρέσουν τα γλυκά».

«Τι τυχερή που είναι!»

«Τυχερή και άτυχη, μα να μην μπορεί να απολαύσει ένα σοκολατένιο παρίς μπρεστ».

«Σε παρακαλώ σταμάτα, δεν αντέχω άλλο, μέχρι να είναι έτοιμο το φαΐ θα κάνω άλλες κουβέντες μαζί σου, πειρασμέ». Το καθάριο γέλιο του ακούστηκε μέσα από το ακουστικό.

«Χαίρομαι που πετυχαίνω το σκοπό μου».

«Καληνύχτα Μισέλ».

«Bonne nuit, princesse!» *

Με μάτια που έλαμπαν και ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο της, έμεινε να κοιτάει τη συσκευή του κινητού της. Μα τι έκανε, φλέρταρε με τον γάλλο συνεργάτη; Και ό,τι είχε υποθέσει για εκείνον και την Γκρέις ήταν λάθος ή απλά έπαιζε διπλό παιχνίδι; Όμως εργάζονταν όλοι μαζί, θα ήταν παρακινδυνευμένο να της πει ψέματα. Από την άλλη είχε τις περιπέτειες της και ήξερε ότι κάποιοι άντρες το έχουν εύκολο το ψέμα. Άλλωστε μπορεί πολύ απλά να ήταν φιλικός, και να είχε πράγματι ανάγκη για παρέα χωρίς να ενδιαφέρεται για κάτι παραπάνω. «Ναι, κορόιδεψε τον εαυτό σου; Εδώ σου πρότεινε να τον ξεναγήσεις στην πόλη και όχι μόνο μια φορά». Σιγά μην είχε ανάγκη τη Λόρνα να τον ξεναγήσει στο Λονδίνο, μια χαρά τον είχε βρει τις προάλλες να πίνει μόνος του το ποτό του στο παρακμιακό μπαρ απέναντι από το γραφείο. Και έπειτα της μαγείρεψε. Για καλό και για κακό θα κράταγε μικρό καλάθι, μερικοί άντρες μόλις αντιληφθούν ενδιαφέρον από την άλλη πλευρά, ξαφνικά χάνουν το δικό τους. Θα φρόντιζε να διατηρήσει το πλάνο της συμφωνημένης ξενάγησης στο Λονδίνο και θα έβλεπε γενικά πως θα συμπεριφερόταν εκείνος. Θα άφηνε στον Μισέλ την πρωτοβουλία του κάθε βήματος. Ήταν μαζί στη δουλειά και δε θα ήθελε να διακυβευτεί η συνεργασία τους αν είχε παρεξηγήσει κάτι.

…..

Αφού βασανίστηκε στο διαδίκτυο σε ποια μέρη θα μπορούσε να πάει την Κυριακή με τον Μισέλ, τελικά αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον αδερφό της, που ήξερε την πόλη όσο κανένας άλλος από την οικογένεια τους. Φεύγοντας από το σπίτι εκτός από το να γίνει ένας ανεξάρτητος άντρας, έμαθε απ’ έξω κι ανακατωτά την πόλη.

«Αν ερχόταν κάποιος φίλος σου από το εξωτερικό στο Λονδίνο, που θα τον ξεναγούσες;» προτίμησε να του στείλει μήνυμα γιατί αν τον έπαιρνε τηλέφωνο μπορεί να τη ρωτούσε παραπάνω πράγματα, που θα αναγκαζόταν να του απαντήσει.

«Μα στο Μπιγκ Μπεν φυσικά!»

«Πολύ τετριμμένο, αλλού». Ε, δεν μπορεί να μην είχε πάει ούτε στο Μπιγκ Μπεν δυο ολόκληρα χρόνια στην Αγγλία. Είναι σαν να πας διακοπές στην Ελλάδα και να μην ανέβεις στον ιερό βράχο της Ακρόπολης. «Κάτι όχι τόσο συνηθισμένο».

«Στη μικρή Βενετία». Ήρθε αμέσως η απάντηση του.

«Κάτι όχι τόσο ρομαντικό!»

«Στο Hurry Potter στούντιο»

«Για κάποιον που έχει ενηλικιωθεί».

Το τηλέφωνο της χτύπησε. Δεν της έκανε καμία εντύπωση όταν είδε το όνομα του αδερφού της να εμφανίζεται στην οθόνη, θα τον είχε εκνευρίσει που δεν είχε αποδεχτεί καμία από τι προτάσεις του ή θα τον είχε κάνει να απορήσει με την επιμονή της.

«Αρχικά πρέπει να μου πεις, ποιον θα ξεναγήσεις;»

«Μια φίλη». Ποιος ο λόγος να λέει ψέματα δεν ήξερε, αλλά τώρα το είχε πει.

«Το Μάτι του Λονδίνου, να δει πανοραμική εικόνα και της πόλης;»

«Έχει πρόβλημα με ιλίγγους». Θέλησε να δικαιολογηθεί εκείνη. Μπορεί ο Γκράχαμ να είχε πάει στο πρώτο ραντεβού του με τη Σεσίλια στο μάτι του Λονδίνου, όμως της φαινόταν πολύ τετριμμένο να πάει κι εκείνη τον Μισέλ στο ίδιο μέρος, ακόμα κι αν ήταν φιλική συνάντηση ανάμεσα σε δυο συναδέλφους.

«Στο βρετανικό μουσείο!»

Την έπιασαν τα γέλια με την αστοχία του αδερφού της.

«Μα γιατί γελάς;»

«Μόνο εσύ θα πρότεινες το βρετανικό μουσείο».

«Κάνεις μεγάλο λάθος. Θα το πρότειναν πολλοί».

«Δε νομίζω ότι θα ενδιαφερθεί να δει εκθέματα του αρχαίου ελληνικού και αιγυπτιακού πολιτισμού».

«Τότε να τα επιστρέψουμε πίσω». 

«Από εμένα ελεύθερα. Θα χαρεί και η μαμά!»

«Στο Tower London;»

«Κάπως βελτιώνονται οι προτάσεις σου αλλά και πάλι!»

«Λόρνα, μήπως θα προτιμούσες να ξεναγήσεις αυτή τη φίλη σε μια άλλη πόλη εκτός Λονδίνου;» Της είπε φανερά εκνευρισμένος.

«Η Ενκάρνα πάντως ενθουσιάστηκε από το Glass Floor Walkaway, στην London Tower Bridge». Άκουσε τη Σεσίλια να μιλάει στο βάθος.    

«Τώρα που το λες δεν είναι κακιά ιδέα». Συμφώνησε η Λόρνα. «Και που θα μπορούσαμε να κάτσουμε να φάμε;»

«Σε κάποιο εστιατόριο;»

«Όχι, εννοώ μαγειρευτό φαΐ».

«Στο σπίτι!»  

«Σε κάποιο πάρκο», άκουσε τη Σεσίλια να φωνάζει από πίσω. «Τόσα πάρκα έχει το Λονδίνο».

«Πολύ καλή ιδέα».

«Γιατί δεν παίρνεις απευθείας τη Σεσίλια τηλέφωνο να μιλήσετε και κάνω το μεσολαβητή;»

«Γκράχαμ γιατί είσαι εκνευρισμένος;» Τον ρώτησε παραξενεμένη η αδερφή του.

«Δεν είμαι εκνευρισμένος».

«Ναι, καλά, λες και δε σε ξέρω».

«Όχι, αλήθεια, καλά είμαι. Απλά διορθώνω κάτι εργασίες».

«Συγνώμη δεν σκέφτηκα ότι έκανες δουλειά. Η Σεσίλια είναι καλά;»

«Μια χαρά, και το μωρό που φουσκώνει την κοιλιά της επίσης, αν εξαιρέσεις κάποιες περίεργες ορέξεις που έχει για διάφορα φαγητά».

«Ακόμα δε βγήκε από το αυγό του το ανιψάκι μου και σε κάνει ό,τι θέλει!»

«Τι να κάνω, σήμερα έτρεχα στη μαμά που μαγείρεψε για τη Σεσίλια, επειδή της είπα ότι χθες είχε όρεξη για μουσακά».

«Και σήμερα μια χαρά είναι ο μουσακάς πάντως». Άκουσε τη Σεσίλια να σχολιάζει.

«Σας έχει βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Άντε σε αφήνω να συνεχίσεις τη δουλειά σου. Φιλιά στη Σεσίλια», είπε και κλείνοντας το τηλέφωνο άρχισε την αναζήτηση πάρκων στο διαδίκτυο.

* «Καληνύχτα πριγκίπισσα». 

 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ – London Brest-

 

Η Λόρνα στεκόταν όρθια, με τα χέρια στηριγμένα στη μέση, πάνω από αυτό που χαρακτηρίζεται ως γραμμή του μεσημβρινού, και χωρίζει το ανατολικό από το δυτικό ημισφαίριο, ορίζοντας τις ωριαίες ζώνες των χωρών. Ο Μισέλ είχε γονατίσει πάνω στο γρασίδι, αδειάζοντας το καλάθι του πικ-νικ που κουβαλούσε μαζί του, με το φαγητό τους. Είχε απλώσει κάτω ένα μονόχρωμο μπορντό τραπεζομάντηλο για να τοποθετήσει τα σνακ. Αν και ήθελε να φτιάξει κάτι πολύ ιδιαίτερο για την πρώτη επίσημη έξοδο με τη συνεργάτιδα του, είχε καταλήξει ότι δε θα ήταν και πολύ βολικό ένα πιάτο όπως το Canard al’ orange (πάπια με πορτοκάλι). Οπότε είχε αρκεστεί σε πιο βολικές λύσεις, όπως ήταν τα αλμυρά κρουασάν, με γέμιση κασέρι ζαμπόν για φαγητό, και ένα σοκολατένιο Paris Brest, για επιδόρπιο, όπως της είχε υποσχεθεί.   

Η συνεργάτης του φαινόταν πιο ενθουσιασμένη από τον ίδιο με την ξενάγηση στην πόλη, αν και προτίμησε να μην κάνει κάποιο σχόλιο, για να μην διακινδυνέψει να χαλάσει το κλίμα. Η Λόρνα δεν έμοιαζε με τα άτομα που παρεξηγούνται εύκολα, όμως μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν εκτός εργασιακού χώρου και δεν ήθελε να κάνει κάποια αστοχία. Θυμήθηκε την ώρα που έπεσε επάνω του και χαμογέλασε με το κοκκίνισμα που απλώθηκε στο πρόσωπο της.          

Από την πλευρά της η Λόρνα, έχοντας γυρισμένη την πλάτη της στον Μισέλ,  στραμμένη με το πρόσωπο προς το τεράστιο πλοίο Cutty Shark, σκέφτηκε πόσα όμορφα μέρη είχε το Λονδίνο, τα οποία ζήτημα να είχε επισκεφτεί πάνω από μια δυο φορές, και αυτές όταν ήταν μαθήτρια στο σχολείο. Κάθε φορά που επισκέπτονταν την Ελλάδα, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ανέβουν στον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Λόγω της ελληνικής της καταγωγής από την πλευρά της μητέρας της, παραθέριζαν συχνά στην Ελλάδα, ειδικά μικρότεροι, με πρώτη στάση πάντα την Αθήνα. Όμως στο Λονδίνο δε συνέβαινε το ίδιο, με τη βεβαιότητα ότι τα αξιοθέατα ήταν πάντα στην ίδια θέση και τους περίμεναν, κατέληγαν να τα επισκέπτονται κατά κύριο λόγο οι τουρίστες.    

Η πρόταση της Σεσίλια να επισκεφτούν τη  London Tower Bridge  και να περπατήσουν στο περίφημο Glass Floor Walkaway, ήταν εξαιρετική, αν και επιφύλασσε απρόοπτα που την έκαναν να κοκκινίζει, ακόμα και τώρα που τα θυμόταν. Η ξενάγηση λοιπόν ξεκίνησε από τη γέφυρα πάνω από την γέφυρα, όπως θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, που ενώνει τους δύο πύργους και βρίσκεται 42 μέτρα πάνω από τον Τάμεση. Στο κέντρο της αντί για το κλασσικό δάπεδο, υπάρχουν τεράστια γυάλινα τετράγωνα τα οποία δίνουν τη δυνατότητα να βλέπεις κάτω. Πατούσαν στο μεσαίο από τα μεγάλα, γυάλινα τετράγωνα με τη Λόρνα να προπορεύεται μισό βήμα από τον γάλλο, όταν η ‘‘από κάτω’’ γέφυρα σηκώθηκε ώστε να επιτρέψει στα πλοία να διασχίσουν τον Τάμεση. Αφηρημένη η Λόρνα και ζώντας κατά κάποιο τρόπο σε εικονική πραγματικότητα, τραβήχτηκε πίσω για να προφυλαχτεί από την γέφυρα που ‘‘κοβόταν’’ στη μέση και τα δυο τμήματα της υψώνονταν, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στον Μισέλ, ο οποίος τη συγκράτησε να μην πέσει. Εκείνη γύρισε ζαλισμένη και τον κοίταξε, ενώ ο Μισέλ μην κάνοντας κάποιο σχόλιο, προτίμησε να της χαμογελάσει καθησυχαστικά.

«Ζαλίστηκα», μουρμούρισε και συνέχισε να περπατάει μπροστά. Ήταν και η στιγμή που θυμήθηκε το μήνυμα που της είχε στείλει ο αδερφός της, το ίδιο βράδυ που μίλησαν. «Αν η φίλη σου παιδεύεται από ιλίγγους, ίσως να μην είναι καλή ιδέα να περπατήσει στο Glass Floor Walkaway». Καθώς φαινόταν, η ίδια είχε αποκτήσει πρόβλημα με τα ύψη.

Μόλις απόλαυσαν τη θέα κάτω από τα πόδια τους, με τα αυτοκίνητα και τους πεζούς να διασχίζουν τη London Tower Bridge, τη γέφυρα να σηκώνεται και τα πλοία να διανύουν τον Τάμεση, η Λόρνα έδειξε στον Μισέλ, τις αποβάθρες της Αγ. Αικατερίνης, τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου καθώς και το μνημείο της μεγάλης πυρκαγιάς του Λονδίνου, όπου στα 1666 και για τέσσερις μέρες η πόλη καιγόταν, καταστρέφοντας το ιστορικό κέντρο του Λονδίνου και αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους άστεγους, ενώ ο αριθμός των νεκρών ποτέ δεν κατορθώθηκε να προσδιοριστεί.

Αφού είδαν ότι ήταν να δουν από το ύψος των 42 μέτρων πάνω από τον ποταμό, η Λόρνα πρότεινε να περπατήσουν και πάνω στην παραδοσιακή London Tower Bridge και ο Μισέλ συμφώνησε ενθουσιασμένος. Ο καθαρός αέρας με την αίσθηση της υγρασίας του ποταμίσιου νερού κι ο ήλιος γέμισε τις μπαταρίες τους. Αν και δε φάνηκε να ενθουσιάζεται με την ιδέα να δουν κάποια έκθεση που λάμβανε χώρα εκεί κοντά, τελικά κατέληξαν ότι θα μπορούσαν να απολαύσουν το φαγητό τους, που ήταν σε ένα καλάθι, παρατημένο στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου του Μισέλ.

Από εκεί έφυγαν οδικώς για το πάρκο του Greenwich, είχαν αρκετά πράγματα και εκεί να δουν, και δεν είχε τόσο κόσμο όσο άλλα δημοφιλή λονδρέζικα πάρκα. Αφού γύρισαν κάμποση ώρα, ο Μισέλ πρότεινε να στρώσουν το τραπεζομάντηλο και να γευματίσουν. Κουρασμένη και η Λόρνα συμφώνησε, αλλά αντί να πάρει θέση δίπλα του την ώρα που ετοίμαζε το γεύμα τους, εκείνη παρέμενε όρθια να κοιτάζει γύρω της λες και κάτι έψαχνε. Ο Μισέλ άνοιξε ένα μπουκάλι λευκό κρασί και σέρβιρε σε δυο γυάλινα ποτήρια το περιεχόμενο του.

«Λόρνα;» Είπε το όνομα της για να γυρίσει να τον κοιτάξει, προτείνοντας της το ποτήρι με το κρασί.

«Ώστε περιλαμβάνει και κρασί το γεύμα;» Είπε και γονάτισε απέναντι του.

«Τι ξεροσφύρι θα τη βγάζαμε;» Είπε και της άπλωσε το πιάτο με τα κρουασάν.  

«Μμμ ωραιότατα. Από ποιο φούρνο τα πήρες;»

«Ορίστε; Εγώ τα έφτιαξα!»

«Ναι καλά».

«Αμφισβητείς αυτό που λέω;» Είπε κοιτάζοντας την αυστηρά.

«Τώρα σοβαρά τα έφτιαξες μόνος σου;»

«Γιατί σου κάνει τόση εντύπωση;»

«Και δεν πήρες ας πούμε τη ζύμη έτοιμη από το σούπερ μάρκετ;»

«Αν ήταν να πάρω τη ζύμη από το σούπερ μάρκετ θα ήταν σαν να έκλεβα στον διαγωνισμό. Όχι δεν την πήρα».

«Άνοιξες φύλλο σαν να μου λες».

«Αυτό ακριβώς έκανα».

«Δεν ξέρω, μου φαίνεται μπελάς να ανοίξω φύλλο, πόσο μάλλον για κρουασάν, που είναι κάπως ιδιαίτερο».

«Για κάποιον που δεν ξέρει είναι δύσκολο, όχι για κάποιον όμως, που γνωρίζει τα μυστικά της γαλλικής κουζίνας».

«Αλήθεια δεν σκέφτηκες ποτέ να γίνεις σεφ;»

«Όχι, είμαι εγωιστής, θέλω να μαγειρεύω για λίγους και εκλεκτούς, όχι για όλον τον κόσμο. Να το κάνω από μεράκι και όποτε έχω όρεξη ώστε να μην έρθει η μέρα να το βαριέμαι επειδή είναι βιοποριστικό καθήκον. Στο μόνο που δεν τα πάω καλά στο θέμα κουζίνα, αποτελώντας ντροπή για την οικογένεια του πατέρα μου, είναι τα κρασιά που συνοδεύουν το κάθε φαγητό. Δεν θα με απασχολήσει τι κρασί ταιριάζει με το ψάρι για παράδειγμα, θα πιω ότι μου κάνει όρεξη. Και σε όποια θερμοκρασία έχω διάθεση, δεν πίνω ποτέ το κόκκινο κρασί ζεστό. Αλλά κανείς δε με νιώθει, όλοι στην πατρίδα υπογραμμίζουν την ασχετοσύνη μου».  

«Φτωχό μου παιδί. Νομίζω πάντως ότι αυτό θα ήταν σοβαρό πλήγμα αν έπρεπε να ετοιμάσεις ένα δείπνο. Ο πατέρας σου δηλαδή είναι σεφ»;

«Όχι, καμία σχέση, ο πατέρας μου δε γνωρίζει ούτε καν που πέφτει η κουζίνα. Υποθέτω τουλάχιστον. Αν βρεθεί σε αυτόν το χώρο του σπιτιού θα είναι είτε από ατύχημα είτε στη χειρότερη για να ξεμοναχιάσει καμία μαγείρισσα. Αν είναι νεαρή πάντα!»

«Οι γονείς σου έχουν υπηρετικό προσωπικό;»

«Όχι οι γονείς μου, ο πατέρας μου. Η μητέρα μου είναι μια εντελώς άλλη ιστορία». 

«Μου αρέσουν οι ιστορίες, αν ήθελες να με ξεναγήσεις στα οικογενειακά σου μυστικά». Είπε η Λόρνα παίρνοντας από το πιάτο ένα ακόμα κρουασάν και πίνοντας μια γουλιά κρασί.

«Ωραία, τι θα ήθελες να μάθεις;»

«Ό,τι εσύ θες να μου πεις! Δεν έχω ιδιαίτερες απαιτήσεις».

«Ο πατέρας μου, καθώς και η οικογένεια του είναι οινοπαραγωγοί, έχουν αμπέλια σε πολλά μέρη της Νότιας Γαλλίας. Παράγουν και εξάγουν σε ολόκληρο τον κόσμο, ποικιλίες κρασιών και μάλιστα κάποιων αρκετά ακριβών. Από την άλλη η μητέρα μου ήταν κόρη μεταναστών που έφτασαν στη Γαλλία από το Γαλλικό Σουδάν. Το 1959 ενώθηκε με τη Σενεγάλη και μαζί σχημάτισαν την Ομοσπονδία του Μάλι.  Μέχρι το 1960 ήταν γαλλικό προτεκτοράτο, αλλά από το 1960 πλέον είναι η ανεξάρτητη δημοκρατία του Μάλι, με ένα διάλλειμα ενός πραξικοπήματος το 2012. Βλέπεις οι φτωχές χώρες, όπως είναι οι αφρικανικές, εξαρτώνται πάντα από τα ξένα συμφέροντα, και πάντα αποτελούν ξέφραγο αμπέλι για τις μεγάλες δυνάμεις, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, και δεν είναι η ώρα να κάνουμε πολιτική ανάλυση ή ιστορική τοποθέτηση. Ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, για τα δεδομένα των συμπατριωτών του ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος, στην πραγματικότητα ήταν έξυπνος, φιλομαθής και ήξερε γραφή κι ανάγνωση. Μιλώντας σωστά τη γαλλική γλώσσα και κυρίως γνωρίζοντας να γράφει, έπιασε δουλειά σαν υπηρέτης σε έναν γάλλο στρατιωτικό που υπηρετούσε στην Αφρική. Όταν αντιλήφθηκε τις δυνατότητες του παππού μου ο στρατιωτικός του ανέθετε διάφορες δουλειές, μη ρωτήσεις τι, ούτε εγώ έμαθα ποτέ. Κάπως έτσι οι δυο άντρες απέκτησαν μια σχεδόν φιλική σχέση, όσο επιτρέπει πάντα η συνθήκη  εργοδότη - εργαζομένου. Όταν ο στρατιωτικός ανακλήθηκε να επιστρέψει στη Γαλλία, πριν ακόμα από τις 22 Σεπτεμβρίου του 1960 που το Μάλι απέκτησε την ανεξαρτησία του, του ζήτησε να τον πάρει μαζί του, δεν άντεχε νιόπαντρος να ζήσει αυτός κι η οικογένεια του στην ανέχεια που επιβάλλει στους ντόπιους η Αφρική. Ο στρατιωτικός του εξήγησε ότι δε θα του χρησίμευε κάπου στη Γαλλία, όμως βλέποντας την επιθυμία του παππού να φύγει από το Γαλλικό Σουδάν, φρόντισε να μεσολαβήσει και να ετοιμαστούν τα χαρτιά του παππού αλλά και της γιαγιάς μου και να έρθουν τελικά στη Γαλλία ως μετανάστες. Βέβαια κι εκεί δεν τα βρήκαν όλα ρόδινα, αλλά δεν τους πείραζε, ένιωθαν ότι είχαν καλύτερο μέλλον, κι αν όχι εκείνοι, σίγουρα τα παιδιά που θα έκαναν. Θεωρώντας ότι η ζωή ενός γάλλου εργάτη είναι προτιμότερη από ενός αφρικανού αγρότη έβγαλαν ρίζες και μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Η μητέρα μου ήταν το τρίτο παιδί τους, η μικρότερη κόρη και η πιο χαϊδεμένη. Έξυπνη όπως ήταν προχώρησε και στο πανεπιστήμιο. Ο παππούς είχε πάντα περί πολλού τους μορφωμένους. Στο πανεπιστήμιο γνώρισε και τον όμορφο, λευκό πατέρα μου, ο οποίος σπούδαζε χημεία και ως νέος διακατεχόταν από ένα σωρό προοδευτικές ιδέες, που ξεθωριάζουν με το πέρασμα των χρόνων και ειδικά όταν είσαι κληρονόμος μεγάλων περιουσιών. Βέβαια η μητέρα μου ήταν μια μαύρη καλλονή, τύφλα να έχουν μοντέλα όπως η Naomi Campbell. Η μητέρα μου ερωτεύτηκε, ο πατέρας μου ενθουσιάστηκε και παρά τις αντιρρήσεις των δικών του και σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι είναι ανεξάρτητος και ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει την παντρεύτηκε. Και όχι, δεν τον αποκλήρωσαν. Οι γονείς του δέχτηκαν με κόπο την απόφαση του, ανησυχώντας για το χρώμα του απόγονου τους, αλλά αποφεύγοντας τα δυσάρεστα σχόλια. Η διεφθαρμένη φύση του πατέρα μου, που όταν βλέπει γυναίκα δεν μπορεί να κρατήσει το παντελόνι στη θέση του, τα κατέστρεψε όλα, αποδεικνύοντας ότι η αγάπη δεν καταλήγει πάντα νικήτρια!» Έμεινε για λίγο σιωπηλός, αδειάζοντας το ποτήρι με το κρασί του.

«Αν δε θες, μη μου λες άλλα».

«Όχι, δε με πειράζει. Το ότι ο πρίγκιπας βγήκε βάτραχος δε σημαίνει ότι δεν έχει αίσιο τέλος η ιστορία. Η μητέρα μου γνώριζε για τις απιστίες του άντρα της, όμως τον αγαπούσε, είχε και ένα παιδί και δεν ήθελε να μεγαλώσει χωρίς την παρουσία του πατέρα του, οπότε έκανε υπομονή. Τώρα πως μπορείς να κάνεις υπομονή όταν ξέρεις ότι κάτι δεν πρόκειται να αλλάξει, προσωπικά δεν το καταλαβαίνω, μάλλον απλά κάνεις υπομονή περιμένοντας να εξαντληθεί η δεξαμενή από την οποία την αντλείς. Μέχρι τα οχτώ μου λοιπόν έζησα με την παρουσία των γονιών του πατέρα μου, να αντικαθιστούν την απουσία του πάντα απασχολημένου Ζιλιέν. Και να πω την αλήθεια  δεν έχω παράπονο. Αν και πιθανόν να προτιμούσαν έναν ξανθό, γαλανομάτη εγγονό, η γιαγιά μου, μου έδειχνε την αδυναμία της. Αλλά και ο παππούς μου χάιδευε τα μαλλιά, μου έριχνε χαϊδευτικά μπατσάκια στον αυχένα, μου μιλούσε με τις ώρες για διάφορα πράγματα μεταλαμπαδεύοντας μου τις γνώσεις του ή προσπαθώντας να το κάνει. Και η μητέρα μου δεν έχει από εκείνους κάποιο παράπονο, ήταν ευγενικοί, όπως τους υπαγόρευε η αριστοκρατική τους καταγωγή, συχνά μάλιστα της έπαιρναν και το μέρος ενάντια στις ατασθαλίες του γιου τους. Όμως ως γνήσιος, καλομαθημένος, μποέμ αριστοκράτης ο πατέρας μου σύντομα ενθουσιάστηκε από μια ξανθιά οπτασία, που είχε αναλάβει καθήκοντα γραμματέως του και Θεέ μου δε γίνεται πιο κλισέ, μόλις η μητέρα μου δεν άντεξε άλλο και ζήτησε διαζύγιο, την παντρεύτηκε. Και άκου να δεις πράγματα, οι γονείς του απογοητεύτηκαν περισσότερο με την άφιξη της ξανθιάς νύφης».

«Και η μητέρα σου;»

«Η μητέρα μου επέστρεψε στην παλιά της γειτονία στο Παρίσι, όπου ζούσαν οι γονείς της. Με τη βοήθεια του πεθερού της, κατάφερε επιτέλους να αξιοποιήσει τις σπουδές της πάνω στη νομική. Η μηνιαία διατροφή που έδινε ο πατέρας μου για μένα, δεν αγγίχτηκε, παρέμενε για χρόνια στην τράπεζα για τις σπουδές μου ακόμα κι αν ήξερε ότι δεν επρόκειτο να με αφήσουν οι παππούδες μου ξεκρέμαστο».

«Με τον πατέρα σου τι σχέσεις έχεις;»

«Ούτε καλές ούτε κακές! Βλέπεις είμαι και ο μοναδικός γιος του, νόμιμος τουλάχιστον, γιατί μπορεί να έχω διάφορα αδερφάκια διασκορπισμένα στον πλανήτη».

«Με τη μητριά σου δεν έκανε άλλα παιδιά;»

«Όχι, δεν ξέρω γιατί, δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω είναι η αλήθεια».

«Και η αδερφή σου;»

«Α, η μικρή μου αδερφούλα που την περνάω δεκατρία χρόνια, η Ματίλντε. Είναι κόρη της μητέρας μου και του παιδικού της φίλου. Επιστρέφοντας στη γειτονιά η μητέρα μου συνάντησε τους παλιούς της φίλους. Απογοητευμένη όπως ήταν από τον πατέρα μου, και προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια της, έχοντας ρίξει όλο της το βάρος στο να μεγαλώνει εμένα, δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Ο μόνος που μπόρεσε να την προσεγγίσει και αυτό επειδή ήταν φίλοι από παιδιά και κρύβοντας καλά τον έρωτα που έτρεφε από μικρός για τη μητέρα μου ήταν ο Γκαμπριέλ. Όταν δεν ήμουν στο σχολείο και η μητέρα μου έλειπε, με κράταγε ο παππούς με τη γιαγιά, οι γονείς της μητέρας μου αυτή τη φορά. Ο Γκαμπριέλ με χρησιμοποίησε ως δούρειο ίππο, έτσι του λέω όταν θέλω να τον πειράξω, αν και έχω πάψει να το κάνω, γιατί ξέρω ότι νοιάστηκε πραγματικά για εμένα, περισσότερο από τον Ζιλιέν. Με έπαιρνε για να μη μένω κλεισμένος στο σπίτι και παίζαμε σε αλάνες μπάλα ή κάναμε βόλτες. Με συμβούλευε να μην μπλέξω και γενικά μου εξηγούσε την κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο. Μη νομίζεις ότι δεν έχω πέσει κάποιες φορές θύμα λεκτικού ρατσισμού, λόγω του χρώματος της επιδερμίδας μου».

«Τι ανόητοι που είναι μερικοί άνθρωποι!» Σχολίασε εκνευρισμένη η Λόρνα.

«Αυτό δυστυχώς δεν αλλάζει. Η ανοησία κυβερνάει. Αλλά εγώ πάντα ήξερα να αντιπαρέρχομαι στις περιστάσεις και να αποφεύγω τους καυγάδες αν ήταν εφικτό. Ο Γκαμπριέλ λοιπόν στάθηκε πατέρας, με τον καιρό κέρδισε την εμπιστοσύνη της μητέρας μου. Την καρδιά της πρέπει να την είχε ήδη κερδίσει, ανομολόγητα, καιρό πριν και έτσι γίναμε οι τρεις μας οικογένεια, μέχρι που ήρθε στη ζωή μας και η Ματίλντε. Και συμπληρώσαμε το καρέ». Είπε γελώντας. «Για να καταλάβεις τι φοβερός πατριός υπήρξε, όταν αποφάσισαν με τη μητέρα μου να κάνουν μαζί παιδί, ήρθε και συζήτησε μαζί μου, δεν ήθελε να νιώθω παραγκωνισμένος. Ως έφηβος πια είχα τις δικές μου ασχολίες οπότε δε με πείραζε η παρουσία μιας μικρότερης αδερφής ή ενός μικρότερου αδερφού, που θα μπορούσε να λειτουργεί ως αντιπερισπασμός στις δικές μου εφηβικές τρέλες. Βέβαια η αδερφούλα μου, μου έκλεψε την καρδιά από την πρώτη φορά που την κράτησα αγκαλιά».

«Εφηβικές τρέλες;» Τον ρώτησε με ενδιαφέρον η Λόρνα. Τείνοντας του το ποτήρι να της το ξαναγεμίσει με λευκό κρασί.  

«Α, εσύ θες να ξεψαχνίσεις το παρελθόν μου, όμως το σωστό θα ήταν να μου πεις και εσύ κάποια πράγματα για τον εαυτό σου, πριν συνεχίσω».

«Τι θες να μάθεις;» Τον ρώτησε η Λόρνα, αφαιρώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες και φέρνοντας τα γόνατα κοντά στο στήθος της.

«Τι πληροφορίες είσαι διατεθειμένη να δώσεις χωρίς ανάκριση;»

«Σκέφτεσαι να με περάσεις από ανάκριση;» 

«Στην ανάγκη!»

«Δεν το είχα ποτέ να μιλάω από μόνη μου για τον εαυτό μου».

«Ας ξεκινήσουμε από κάτι εύκολο. Ποια είναι τα ενδιαφέροντα σου;»

«Φοβάμαι ότι τον τελευταίο καιρό με έχει ρουφήξει η δουλειά και τείνω να τα ξεχάσω».

«Γι’ αυτό κάτι θα πρέπει να κάνουμε και σύντομα… οπότε πως σου αρέσει να περνάς το χρόνο σου;»

«Μη φανταστείς ότι μου αρέσει να κάνω και πολύ ιδιαίτερα πράγματα. Θέατρο, κινηματογράφο, συναυλίες, βόλτες με φίλους. Τώρα που το σκέφτομαι θα ακούγομαι πολύ κοινότυπη».

«Όχι, ακούγεσαι φυσιολογική. Εκεί που θα ξεχωρίσεις είναι στο τι παραστάσεις βλέπεις, τι μουσική ακούς… με τον χορό πως τα πας;»

«Μάλλον σκουριασμένη».

«Εγώ νιώθω ότι απλά θες να λουφάξεις στον προγραμματισμό σου. Κι ότι αν βρεθεί κάποιος να σε σπρώξει θα καταφέρεις να ξεστρατίσεις από το πρόγραμμα σου. Το θέμα είναι, υπάρχει κάποιος στη ζωή σου να σε βγάλει από τα τετριμμένα;» Πιο καθαρά δε θα μπορούσε να γίνει η ερώτηση από την πλευρά του.

«Καθώς φαίνεται δεν υπάρχει!» Είπε κάπως μελαγχολικά, πίνοντας μια γερή γουλιά από το ποτήρι με το λευκό κρασί.

«Δε σε βλέπω βέβαιη!»

«Τι; Τι εννοείς;»

Έμεινε σιωπηλός να σκέφτεται, έπειτα ξάπλωσε στο πλευρό πριν γυρίσει ανάσκελα και βυθίσει το βλέμμα του στον γαλανό ουρανό. Τους είχε κάνει μια όμορφη μέρα, μπορεί να είχε λίγη ψύχρα, τι στην ευχή στο Λονδίνο βρίσκονταν και όχι στη Μασσαλία. Η Λόρνα ένιωσε άβολα στη σιωπή, έπειτα από την ερώτηση και το τελευταίο του σχόλιο. Τίναξε τα χέρια και το παντελόνι της από τα τρίματα της ζύμης των αλμυρών κρουασάν και κοίταξε γύρω της στο πάρκο.

«Λόρνα, γιατί με ρώτησες τις προάλλες που μιλήσαμε στο τηλέφωνο για το αν θα πείραζε τη Γκρέις αν με ξεναγούσες στην πόλη;»

«Δεν ξέρω, απλά έχω δει που κάνετε παρέα και νόμιζα ότι ήσασταν και εκτός γραφείου φίλοι… και μάλιστα στενοί».

«Με την Γκρέις;» Είπε στρέφοντας το κεφάλι του προς το μέρος της μειδιώντας.

«Ναι, με την Γκρέις. Όμορφη κοπέλα είναι».

«Υποκειμενικό είναι αυτό».

«Δε σου αρέσει δηλαδή;» Τον ρώτησε χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει ένα ίχνος ειρωνείας από τη φωνή της.

«Είναι κάπως ψυχρή».

«Μα αφού σας…»

«Τι;»

«Δεν ξέρω, είστε υπέρ του δέοντος φιλικοί μεταξύ σας».  

«Αν το πηγαίνεις εκεί που το πας, κάνεις λάθος. Η Γκρέις δεν είναι ούτε στο ελάχιστο ο τύπος μου, άλλωστε και εκείνη έχει συγκεκριμένο τύπο άντρα στο μυαλό της για σύντροφο και δε νομίζω να περιλαμβάνεται σε αυτόν ό,τι αντιπροσωπεύω».

«Δηλαδή τι τύπο θεωρείς ότι αντιπροσωπεύεις; Εγώ βλέπω έναν ανεξάρτητο άντρα, έξυπνο και πετυχημένο, κι αυτό αρκεί στη Γκρέις».

«Χωρίς να με απασχολεί δεν είμαι και σίγουρος. Αλλά θα ήθελα να μάθω ποιος είναι ο δικός σου τύπος!»

«Δε νομίζω ότι έχω συγκεκριμένο τύπο».

«Ό,τι κάτσει; Την πείραξε».

«Μη γίνεσαι βλάκας!»

«Έχεις δίκιο, συγνώμη… συνήθως κάνεις εσύ το πρώτο βήμα ή ο άλλος;»

«Έχει τύχει να έχω κάνει και εγώ το πρώτο βήμα, αν δω ότι ο άλλος χρειάζεται σπρώξιμο».

«Οπότε συνήθως κάνει ο άλλος την κίνηση;»

«Ναι, έχω κουραστεί να ακούω ότι σας ευνουχίζουμε, οπότε αν ενδιαφέρεστε εδώ είμαστε, κάντε την κίνηση σας».

«Είναι πρόκληση αυτή;» Τη ρώτησε.

«Τι γλυκό έφερες;» Ρώτησε για να αλλάξει θέμα. Είχε αρχίσει να την κάνει να νιώθει άβολα, και που να πάρει ήταν η πρώτη φορά που δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί μια αντίστοιχη κατάσταση. Αν δεν την ενδιέφερε θα τον είχε βάλει στη θέση του, αλλά εκείνη γοητευόταν από το παιχνίδι του και ήθελε να εξακριβώσει πόσο μακριά θα έφτανε. Επιθυμούσε για πρώτη φορά να είναι τα πράγματα εύκολα, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, χωρίς παρεξηγήσεις, χωρίς κρυμμένα νοήματα κάτω από τις λέξεις. Άραγε να ταίριαζε και εδώ η ρήση «too good to be true»; Όμως δεν ήταν αρκετά νωρίς για να καταλήξει αν ήταν όντως καλό αυτό που συνέβαινε; Ακόμα δεν είχε συμβεί τίποτα, μια φορά είχαν δειπνίσει τυχαία μαζί και τώρα απλά είχαν βγει ‘‘φιλικά’’ για να τον ξεναγήσει. Όμως μαζί του δεν υπήρχε χώρος ώστε να τρυπώσει στο μυαλό της ο Άλμπι. Η μορφή και τα σκούρα του μάτια έκαναν κατάληψη στη λογική της.

«Ώστε αλλαγή θέματος». Μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του, «Ας είναι!» Και σηκώθηκε για να βγάλει από το καλάθι δυο γυάλινα δοχεία με στρογγυλές σοκολατένιες πανδαισίες. «Κρατάω τις υποσχέσεις μου», είπε και της έδωσε το ένα δοχείο. «Paris Brest με σοκολάτα αντί σαντιγί!» Η Λόρνα έβγαλε το καπάκι και κοίταξε από πάνω το φρέσκο γλυκό.         

«Νομίζω ότι θα πεθάνω από λαιμαργία μόνο με τη θέα». Σχολίασε κάνοντας τον να γελάσει.

«Θα σου πρότεινα να δοκιμάσεις πρώτα, κρίμα τόσο κόπο έκανα για να το φτιάξω».

Έφαγαν το γλυκό χωρίς να μιλάνε. Άλλωστε η Λόρνα πια δεν είχε μυαλό παρά μόνο για το «Γύρο του Παρισιού».

«Ήταν τέλειο μουρμούρισε. Μάγκι η θέση σου τρίζει».

«Ποια είναι η Μάγκι;» Ρώτησε ο Μισέλ κοιτώντας την με ειλικρινή απορία.

«Μα η νούμερο ένα μαγείρισσα, η μητέρα μου!»

«Χα, νομίζεις ότι θα με ξεπετάξεις έτσι εύκολα δίνοντας μου την πρώτη θέση για να απαλλαχτείς από εμένα».

«Πίστεψε με αν μαγειρεύεις τόσο καλά, δεν έχω κανένα σκοπό να απαλλαχτώ από εσένα».

«Πολύ χαίρομαι, γιατί σκέφτομαι ολόκληρο μενού να ετοιμάσω. Στο Παρίσι μαγείρευα συχνά για την οικογένεια και τους φίλους μου, και εδώ δεν έχω κανέναν για να μαγειρέψω. Και το να μαγειρεύεις μόνο για τον εαυτό σου είναι κομματάκι βαρετό».

«Φτωχούλη μου, και βρήκες εμένα για να αντικαταστήσεις τόσο κόσμο!»

«Σημασία δεν έχει η ποσότητα αλλά η ποιότητα!» Είπε και άπλωσε το χέρι του παίρνοντας της λίγη σοκολάτα από την άκρη των χειλιών της, με μια λευκή πετσέτα.

«Λοιπόν; Τι άλλα μέρη θες να δεις από το Λονδίνο;»

«Ό,τι είσαι διατεθειμένη εσύ να μου δείξεις».

«Ωραία, τότε τι μέρη έχεις ήδη επισκεφτεί εσύ στο Λονδίνο;»

«Εμ, τα κλασσικά. Το κοινοβούλιο και το Μπιγκ Μπεν. Το βρετανικό μουσείο. Και το μουσείο κέρινων ομοιωμάτων».

«Κρίμα θα είχε πλάκα να πάμε εκεί να σε συστήσω σε διάφορες διασημότητες».

«Άμα θες ξαναπάμε. Δεν έχω πρόβλημα. Αν και…»

«Αν και;»

«Να θα προτιμούσα να με ξεναγήσεις στο νυχτερινό Λονδίνο την επόμενη φορά».

«Δε σε βλέπω για άντρα που κλείνεσαι τα βράδια μέσα στο σπίτι, με τηλεόραση και μπύρες».

«Και δίκιο έχεις, και μιας και με έβαλες στη θέση μου θα ανασκευάσω την πρόταση μου και θα πω ότι θα προτιμούσα να σε ξεναγήσω στο βραδινό Λονδίνο».

«Υπονοείς ότι δεν ξέρω να διασκεδάζω στην πόλη μου;»

«Δεν υπονοώ κάτι τέτοιο, αλλά μιας και είπες ότι τελευταία σε έχει ρουφήξει η δουλειά, είναι ευκαιρία να σου δείξω μερικά μέρη που άνοιξαν τα δύο τελευταία χρόνια και εσύ πιθανόν δε γνωρίζεις».

«Τώρα γίνεσαι θρασύς! Έλα παππού να σου δείξω τα αμπελοχώραφα σου έτσι;» Του είπε με σπαστά ελληνικά.

«Δεν κατάλαβα λέξη, τι ήταν αυτά μανδαρίνικα;»

«Ελληνικά». 

«Και σημαίνουν;»

«Ότι με προκαλείς!»

«Δε σε προκαλώ, απλά θέλω να σου δείξω τα πιο in μέρη του νυχτερινού Λονδίνου».

«Τι θράσος, συνεχίζεις έτσι; Λοιπόν ας πάμε ένα στοίχημα για το ποιος ξέρει τα πιο in μέρη, της νυχτερινής ζωής».

«Εγώ! Εσύ μικρή το πολύ να γνωρίζεις τα πιο αριστοκρατικά ρεστοράν. Θα μας πάρουν μια περιουσία για ένα γεύμα που εγώ θα το μαγείρευα καλύτερα».

Γονατιστοί είχαν ξεκινήσει να μαζεύουν τα πράγματα και να τα τοποθετούν στο καλάθι του πικνίκ, ενώ από πάνω τους ο ουρανός έπαιρνε ολοένα και πιο πολύ το χρώμα του μολυβιού. Η Λόρνα μάζεψε τα σκουπίδια από το γρασίδι για να τα πετάξει σε κάδο.

«Αποκλείεται!» Είπε κουνώντας το κεφάλι της.

«Τι πράγμα;»

«Πάμε στοίχημα ότι δεν έχεις πάρει καν μυρωδιά τη νυχτερινή λονδρέζικη ζωή στην οποία και θα σε ξεναγήσω».

«Ουφ αφού επιμένεις θα το δεχτώ, αλλά ό,τι και να μου δείξεις μη λησμονείς ότι η πατρίδα μου έχει και ένα Moulin rouge. Voulez-vous coucher avec moi ce soir?»    

«Ce soir? No!»*

Ο Μισέλ με σκυμμένο το κεφάλι, το κούνησε χαμογελώντας.

«Και όπως και να έχει από αυτό και μόνο φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν ξέρεις και τόσο καλά το Λονδίνο τη νύχτα».

Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε, τα πρόσωπα τους ήταν πολύ κοντά.

«Ανυπομονώ να μου τη δείξεις». Της είπε σοβαρός και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο.   

 

*«Θες να κοιμηθείς μαζί μου απόψε;»

«Απόψε; Όχι»

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ – ΣΚΟΤΣΕΖΙΚΟ ΝΤΟΥΣ-

 

Κάθε πρωί η Λόρνα, όταν έμπαινε στο γραφείο της έβρισκε τα καθιερωμένα πλέον δοχεία φαγητού με τις γαλλικές λιχουδιές που είχε ετοιμάσει ο Μισέλ. Αν και είχε προσπαθήσει να τον συνετίσει, λέγοντας ότι δε χρειαζόταν να της ετοιμάζει καθημερινά φαγητό, εκείνος της είχε απαντήσει σχεδόν αφοπλιστικά ότι δεν το έκανε μόνο για εκείνη, αλλά και για τον ίδιο. Διαβάζοντας την απορία στα χαρακτηριστικά της, της επανέλαβε ότι είναι βαρετό να μαγειρεύει κάποιος μόνο για τον εαυτό του. Ενώ τώρα που είχε μπει στη διαδικασία του θεμιτού ανταγωνισμού, ώστε να πάρει το χρυσό αστέρι στις γευστικές της προτιμήσεις, που αντιστοιχούσε για εκείνον ότι το αστέρι της Michelin για έναν επαγγελματία μάγειρα, είχε βρει τη διάθεση να ετοιμάζει διάφορες λιχουδιές. Τρώγοντας και ο ίδιος πιο υγιεινά, και μην εγκαταλείποντας ένα ταλέντο που υπήρχε ο κίνδυνος να τον αφήσει αν το έβαζε στον πάγο για πολύ καιρό. 

«Μα δεν είναι σαν το ποδήλατο και η μαγειρική;» Θέλησε να τον πειράξει η Λόρνα.

«Όχι, το ποδήλατο και το σεξ είναι τα μοναδικά που δεν ξεχνιούνται αν τα μάθεις».

Κάποιος που θα γνώριζε καλά τη Λόρνα, ας φέρουμε για παράδειγμα τον Γκράχαμ, δε θα θεωρούσε ποτέ ότι η αδερφή του θα ήταν το άτομο που θα νοιαζόταν για τη γνώμη των άλλων, εμποδίζοντας τον εαυτό της να κάνει αυτό που επιθυμεί. Και πράγματι ο Γκράχαμ θα είχε δίκιο, όμως για τη Λόρνα ο χώρος εργασίας αποτελούσε εξαίρεση μιας και δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα ώστε να τη σχολιάζουν οι συνεργάτες της, είτε για τη συμπεριφορά της μα κυρίως για τις προτιμήσεις και τις παρέες της. Γνώριζε ότι δεν ήταν εύκολο να αποφεύγει απόλυτα το σχολιασμό, αλλά όσο μπορούσε καλό θα ήταν να μη δίνει αφορμές, άλλωστε δεν ήταν μια απλή υπάλληλος αλλά η κόρη του αφεντικού και η φυσική διάδοχος της επιχείρησης. Αν ήταν να μιλάνε για εκείνη στην εταιρεία, θα ήθελε να είναι για την οξυδέρκεια και τις σωστές της αποφάσεις πάνω στη δουλειά. Και όχι για τις προσωπικές της επαφές με συναδέλφους. Κι ο Μισέλ από την πλευρά του συνέχιζε να συμπεριφέρεται απέναντι της όπως πάντα, αποφεύγοντας να δημιουργεί εντυπώσεις σε όσους εργάζονταν μαζί τους που κάποιες στιγμές βαριεστημένοι από τη δουλειά καταφεύγουν σε πιπεράτα κους κους για τις ζωές των άλλων. Αν κάτι ήθελε να τη ρωτήσει, που δεν αφορούσε τη δουλειά τους, δεν έψαχνε ευκαιρία να την ξεμοναχιάσει, κάνοντας μαζί της χαμηλόφωνες συζητήσεις που θα προκαλούσαν την περιέργεια του περίγυρου τους, αλλά κατέφευγε στη λύση του κινητού τηλεφώνου, στέλνοντας της γραπτά μηνύματα ρωτώντας τη διάφορα όπως για παράδειγμα πως της φάνηκε το γεύμα. Πληκτρολογώντας τα κείμενα είχε τόσο σοβαρή, σχεδόν σκυθρωπή μορφή που κανείς δε θα πίστευε ότι την ώρα που έγραφε φλέρταρε σχεδόν την υπεύθυνη μάνατζερ. Είχε τον τρόπο του στη δουλειά και ήταν κάτι παραπάνω από τυπικός μαζί της, όπως ήταν πάντα, πριν από τη συνάντηση τους εκτός γραφείου. Μόνο ο ίδιος γνώριζε πόσο τον ευχαριστούσε που εργαζόταν στον ίδιο χώρο με τη Λόρνα έχοντας ευκαιρίες να τη συναντάει μέσα στη μέρα.

Πάντως η φροντίδα από την πλευρά του γάλλου για το καθημερινό κέτερινγκ, σκεφτόταν τώρα η Λόρνα, δε θα άφηνε και πολλά περιθώρια για να μην αρχίσουν οι άλλοι τα χαζά σχόλια και τα γελάκια πίσω από τις πλάτες τους. Παρά τις αντιρρήσεις της για τα ταπεράκια που έβρισκε καθημερινά και που θεωρούσε ότι τους εξέθεταν στα μάτια των άλλων, δεν του είχε αναφέρει τίποτα περισσότερο πέρα από μια φορά, πρώτον γιατί δεν ήθελε να τον αποθαρρύνει και δεύτερον γιατί αν και δεν μαγείρευε καλύτερα από τη Μάγκι, τουλάχιστον ήταν ισάξιος της. Θα μπορούσε άραγε να ανεχτεί να μοιραστεί την ‘‘πρώτη θέση του βάθρου’’;

Το πρωί της Παρασκευής μπαίνοντας στο γραφείο της και μη βρίσκοντας το μαγειρευτό φαγητό του νέου της φίλου, ανησύχησε μήπως είχε συμβεί κάτι στον Μισέλ και δεν είχε πάει στο γραφείο. Ήταν και η στιγμή που συνειδητοποιούσε πόσο της άρεσε η παρουσία του στη δουλειά ακόμα κι αν δε βλέπονταν όλη την ώρα. Και μόνο ο ήχος του κινητού της από το μήνυμα του την ευχαριστούσε. Μη θέλοντας όμως να εκτεθεί, στέλνοντας του μήνυμα μέχρι να σιγουρευτεί αν ήταν ή όχι στο γραφείο αποφάσισε να καταπιαστεί με τη δουλειά. Ώρα ήταν τώρα να εγκαταλείψει τις ασχολίες της επειδή δεν έλαβε φαγητό – έμμεση απόδειξη ενδιαφέροντος από τον συνάδελφο της- σαν ερωτοχτυπημένη μαθήτρια γυμνασίου. Είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα της, μόλις εκείνη έδωσε στον επισκέπτη την άδεια να περάσει, ένας νεαρός όχι παραπάνω από δεκαοχτώ ετών με φανερά τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπο του και με μια ελαφριά καμπούρα, δείγμα έλλειψης αυτοπεποίθησης έκανε την εμφάνιση του, φορώντας μια λευκή μπλούζα που έγραφε «Paris Brest» - «Ο Γύρος της Γαλλίας» και άφησε πάνω στο γραφείο της μια χάρτινη σακούλα, αυτή τη φορά χωρίς καμία αναγραφή, που περιείχε δυο αλουμινένια δοχεία φαγητού μιας χρήσης. Διόλου οικολογικό μα πρακτικό.  

«Το φαγητό που παραγγείλατε», της είπε κοιτώντας τη διστακτικά στα μάτια. Αφού δέχτηκε το πουρμπουάρ που του έδωσε, την ευχαρίστησε και έφυγε ανακουφισμένος.

«Bon Appetite», έλαβε σχεδόν αμέσως το γραπτό μήνυμα από τον σεφ και μετρ του φανταστικού, γαλλικού μπιστρό.

Ώστε ήταν παμπόνηρος ο γάλλος φίλος της, σκέφτηκε. Προκειμένου να μην εκτεθούν, είχε ‘‘δημιουργήσει’’ ολόκληρη εταιρία κέτερινγκ γαλλικού φαγητού. Μόνο που είχε ξεχάσει να την ενημερώσει και ανησυχούσε άδικα ολόκληρη εβδομάδα, ενώ σε κάθε βλέμμα και χαμόγελο συναδέλφων προσπαθούσε να διαβάσει αν την περιέπαιζαν και τη σχολίαζαν πίσω από την πλάτη της για τις φροντίδες που της παρείχε ο γάλλος. Με καλή διάθεση θέλησε να τον πειράξει στέλνοντας του μήνυμα.

«Σίγουρα φτιάχνεις εσύ όλες αυτές τις νοστιμιές ή προσπαθείς να κλέψεις την πρωτιά με πονηριές;», η απάντηση του ήρθε άμεσα.

«Αν και η παρατήρηση σου είναι σχεδόν προσβλητική, μου δίνεις την ευκαιρία να σε καλέσω μια μέρα στο σπίτι και να μαγειρέψω μπροστά σου ό,τι η όρεξη σας διατάξει μεγαλειοτάτη.»

Μμμ, ιδιαίτερα διπλωμάτης ο γάλλος. Σκέφτηκε και προτίμησε να μην του απαντήσει, έτσι για να τον τσιγαρίσει σε χαμηλή φωτιά, δίνοντας προτεραιότητα στη δουλειά. Λίγα λεπτά αργότερα έλαβε δεύτερο μήνυμα από τον Μισέλ.

«Να υποθέσω ότι το βράδυ έχει ξενάγηση στο νυχτερινό Λονδίνο;» τη ρωτούσε.

«Ναι», του απάντησε απλά και επέστρεψε στα καθήκοντα της. 

Είχε καιρό να της γεμίσει τις μπαταρίες η παρουσία και μόνο ενός άντρα. Ήταν τόσο αυτάρκης και ανεξάρτητη που συχνά ξεχνούσε την ανάγκη της συναναστροφής με ανθρώπους εκτός εργασίας. Και ειδικά με κάποιον που στα μάτια του διάβαζε το θαυμασμό του για εκείνη και που τύχαινε να γοητεύει και την ίδια. Φυσικά υπήρχε ο Άλμπερτ, όμως η αραιωμένη παρουσία του στη ζωή της, δεν άφηνε περιθώρια παρεξηγήσεων για τη μορφή της σχέσης τους. Κι ενώ μέχρι πριν από λίγο καιρό τον σκεφτόταν συχνά και ένιωθε την απουσία, όχι του ίδιου του Άλμπερτ στην ουσία, αλλά αυτού που εκείνος αντιπροσώπευε, με το ενδιαφέρον του Μισέλ όλο και πιο αραιά τον έφερνε στο μυαλό της, ενώ είχε πάψει να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες και τα περιοδικά ψάχνοντας να βρει το όνομα του ώστε να προσεγγίσει τις συντεταγμένες πάνω στη γη όπου εκείνος βρισκόταν. Έτσι συμβαίνει συχνά με τα φαντάσματα, προτιμούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στη μοναξιά του άλλου, η παρουσία ενός άλλου ανθρώπου τα διώχνει.        

Σηκώθηκε από την καρέκλα της για να ξεπιαστεί λιγάκι και πήγε και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο που έβλεπε σε έναν κεντρικό δρόμο. Απέναντι βρισκόταν η παμπ «Σκύλος και Γάτα». Τι παράξενο, μια τόση δα στιγμή μπορεί να φέρει δυο ανθρώπους κοντά. Δούλευαν μαζί για πάνω από δυο χρόνια και όμως δεν αντάλλασαν παρά μόνο τα τυπικά και συζητούσαν σχεδόν αποκλειστικά για τη δουλειά. Η επιθυμία της για ένα ποτήρι κρασί στο ίδιο μπαρ που εκείνος έπινε το μαρτίνι του, τους πρόσφερε την απόλαυση της συντροφιάς, καταλήγοντας από τότε σε μια πιο προσωπική σχέση που ενώ έδινε την εικόνα της φιλικής θα ήταν ανόητη αν δεν αντιλαμβανόταν το ερωτικό ενδιαφέρον του συνεργάτη της για εκείνη. Πως ένοιωθε για το Μισέλ όμως η Λόρνα; Ήταν απλά κολακευμένη από την προσοχή του και το απροκάλυπτο φλερτ από μεριάς του, ήταν απλά η διάθεση της για την πιθανότητα μιας σχέσης μιας και είχε μείνει αρκετό καιρό μόνη της ή είχε αρχίσει να της γεννάει αισθήματα; Επέστρεψε στη θέση της και ακούμπησε την πλάτη της στη ράχη της καρέκλας. Ο Μισέλ ήταν όμορφος άντρας, γοητευτικός, έξυπνος, καλλιεργημένος, αν κάποια δεν ήταν οπισθοδρομική, θέτοντας το ευγενικά, ώστε να σταθεί στο χρώμα της επιδερμίδας του, ήταν αδύνατον να μη διακρίνει αυτά του τα γνωρίσματα. Γνωρίζοντας καλά τον εαυτό της η Λόρνα, ήξερε ότι δεν αρκούσε να νιώσει απλά κολακευμένη από την προσοχή ενός άντρα για να του δώσει χώρο στη ζωή της. Ούτε ήταν ανασφαλής σε βαθμό να δεχτεί έναν άνθρωπο μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει μια σχέση. Σε κάποια πράγματα ήταν πολύ απαιτητική κι αν δεν μπορούσε να έχει κάτι που να τη συναρπάζει και να τη γεμίζει, προτιμούσε να μην το έχει καθόλου. Ήταν άνθρωπος του «Όλα ή Τίποτα»! Όμως δεν ήταν και βέβαιη ότι ο Μισέλ της γεννούσε αισθήματα. Απολάμβανε την παρέα του, αλλά δεν γνώριζε αν αυτό ήταν το ξεκίνημα ενός έρωτα. Άλλωστε ήδη γνωρίζονταν καιρό και δεν είχε νιώσει για εκείνον παρά συμπάθεια, και η Λόρνα είχε μεγαλώσει με το παραμύθι του ακαριαίου έρωτα με την πρώτη ματιά, όπως είχαν γνωριστεί και αγαπηθεί οι γονείς της. Πάντως για ένα ήταν σίγουρη, ο Μισέλ της γεννούσε τη διάθεση να γίνεται άτακτη. Μόλις συλλογίστηκε τι του επιφύλασσε η βραδινή τους τσάρκα στο Λονδίνο, χαμογέλασε στο είδωλο της στην εν αναμονή οθόνη του υπολογιστή.

Κούνησε το ποντίκι πάνω στο γραφείο για να ανοίξει η μαυρισμένη οθόνη και άρχισε να αναζητάει το ιδανικό μέρος για μια νυχτερινή εξόρμηση στο Λονδίνο. Η Dolce Vita, όπως λένε και οι φίλοι μας οι ιταλοί, ήταν μεγάλο ζήτημα και δε θα επέτρεπε σε έναν γάλλο να της βάλει τα γυαλιά όπως είχε υπονοήσει εκείνος στο πάρκο, την ώρα που απολάμβαναν τα αλμυρά κρουασάν που είχε φτιάξει. Αφού σημείωσε δυο τρία μέρη, τα οποία θα έκαναν εντύπωση στο Μισέλ που θα τα επισκεπτόταν με τη συντροφιά μιας γυναίκας και με απώτερο σκοπό να τον φέρει σε κάπως δύσκολη θέση, αποφάσισε να αφοσιωθεί στη δουλειά της, γιατί δεν της άρεσαν οι εκκρεμότητες. Πάνω από όλα και στη διάρκεια ολόκληρης της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας δεν επέτρεπε σε ενθουσιασμούς ή απογοητεύσεις να γίνονται εμπόδιο στις εργασιακές της ευθύνες, έτσι έφτασε το απόγευμα με την ίδια να διαβάζει χαρτιά, να ανταλλάσει email, να μιλάει στο τηλέφωνο, να προετοιμάζει projects. Ο ήχος από ένα μήνυμα στο κινητό της έδωσε την ευκαιρία για ένα διάλλειμα.

«Πες μου ότι δε σκέφτεσαι η ξενάγηση στο βραδινό Λονδίνο να περιλαμβάνει τα γραφεία της εταιρείας!»

«Με τόση δουλειά, όλα είναι πιθανά» απάντησε κουρασμένα.

«Από το να ακυρωθεί λόγω φόρτου εργασίας το προτιμώ. Άλλωστε μπορεί να υπάρχει κάποια ενδιαφέρουσα ανακάλυψη σε κάποιον χώρο, που να μου αρέσει!»  

«Όπως;»

«Δεν ξέρω, εσύ είσαι η ξεναγός των ‘‘αξιοθέατων’’ του Λονδίνου»

Αν και ήξερε πολύ καλά ότι την προκαλούσε και θα ήθελε να συμμετέχει στο παιχνιδάκι του, αποφάσισε να μην το κάνει, παρά να ολοκληρώσει πριν φύγει τη δουλειά με την οποία είχε καταπιαστεί, ώστε να έχει ελεύθερο ολόκληρο το σαββατοκύριακο στη διάθεση της και να μη χρειάζεται να ασχοληθεί με τη δουλειά στο σπίτι. Και οι συζητήσεις όσο χαριτωμένες κι αν ήταν, την καθυστερούσαν.

Όταν μετά από περίπου μιάμιση ώρα έφευγε από το γραφείο της, είδε τα φώτα από το γραφείο του Μισέλ αναμμένα, πλησίασε απορημένη και κοίταξε από την μισάνοιχτη πόρτα. Ο Μισέλ όρθιος πίσω από το γραφείο, έχοντας τσαλακωμένα φύλλα χαρτί Α4, τα πέταγε στο καλάθι των αχρήστων που είχε τοποθετήσει στην άλλη άκρη του χώρου. Η Λόρνα στηρίχτηκε στην πόρτα και παρακολουθούσε τον έφηβο όπου ενθουσιαζόταν κάθε που πετύχαινε να βάλει τα τσαλακωμένα φύλλα στο καλάθι. Ύστερα από τρεις τέσσερις βολές, με πλήρη ευστοχία πόντων όταν ο Μισέλ με την άκρη του ματιού πρόσεξε τη φιγούρα της Λόρνα γύρισε και την κοίταξε. Πίεσε τα σαρκώδη χείλη του αμήχανα και προσπαθώντας να χαμογελάσει.

«Πες μου ότι δε θα ζητήσεις από την εταιρεία υπερωρίες!»

«Από τη στιγμή που πιάστηκα στα πράσα! Μπα, όχι».

«Θες να μου εξηγήσεις τι κάνεις;» Τον ρώτησε με ειλικρινή απορία. «Εκτός από το να μην εκτιμάς την ανακύκλωση!»

«Περιμένω την ξενάγηση». Απάντησε εκείνος.

Η Λόρνα κοίταξε το ρολόι της, η ώρα κόντευε εννέα «Γαμώτο» μουρμούρισε.

«Θα βρεθούμε τα μεσάνυχτα, έχω ανάγκη από ένα χαλαρωτικό μπάνιο πριν σε ξεναγήσω οπουδήποτε. Θα σου στείλω αργότερα μήνυμα να σου πω το μέρος».

«Να φέρω φαγητό;» Τη ρώτησε ενώ πήγε και πήρε το καλαθάκι για να αδειάσει το περιεχόμενο του στην ανακύκλωση έξω από το γραφείο.

«Όχι, σήμερα το μενού δεν περιλαμβάνει γαλλικό φαγητό».

«Μου ακούστηκε βρώμικο», την πείραξε. «Επειδή δε θα περιλαμβάνει gourmet γεύσεις», πρόσθεσε μόλις τον κοίταξε σοβαρή.

«Θα είναι του γούστου σου», τον διαβεβαίωσε, στρίβοντας βιαστικά ώστε να μη δει το χαμόγελο που χαρασσόταν στα χείλη της.

…..

Στις δώδεκα και επτά η Λόρνα πάρκαρε το αυτοκίνητο της απέναντι από το κλαμπ “Jack”. Φτάνοντας είδε τον Μισέλ να στέκεται έξω από το μαγαζί και να την περιμένει, ενώ αντροπαρέες πέρναγαν από δίπλα του και διάβαιναν την πόρτα του αντρικού παραδείσου. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν ήταν τελικά καλή η ιδέα της, όμως τι μπορούσε να κάνει πια, άλλωστε φημιζόταν για την τόλμη της. Βγήκε από το αυτοκίνητο και αφού ενεργοποίησε το συναγερμό, πέρασε το δρόμο για να συναντήσει τον Μισέλ. Λόγω της περίστασης είχε θεωρήσει ότι το κατάλληλο ντύσιμο θα ήταν το ανδρόγυνο στιλ. Οπότε είχε καταλήξει σε ένα σκούρο κοστούμι με σακάκι και στενό ψηλόμεσο παντελόνι. Μέσα από το σακάκι είχε προτιμήσει να φορέσει κάτι πιο θηλυκό, ένα λευκό μπλουζάκι που παρέπεμπε σε κορσέ και το οποίο έδενε στο στήθος με σκοινάκια. Τα πυρόξανθα μαλλιά της τα είχε πιάσει κότσο αν και ήξερε ότι δε θα έμενε απαρατήρητη σε ένα μέρος προορισμένο κυρίως για αντρικό κοινό.

Το βλέμμα του γοητευτικού συνοδού της, που είχε λάβει την εντολή σε μήνυμα να ντυθεί επίσημα για να μη διακινδυνεύσουν να μείνουν εκτός, έπεσε επάνω της για να το τραβήξει μακριά της και έπειτα να το επιστρέψει και πάλι σε εκείνη, όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν η γυναίκα της οποίας την άφιξη ανέμενε.

«Λόρνα!» Είπε με έκπληξη, προτού σκύψει και τη φιλήσει και στα δυο μάγουλα.

«Στην ώρα σου», σχολίασε εκείνη.

«Είχα αρχίσει να ανησυχώ ότι έγινε κάποιο λάθος στο μέρος συνάντησης. Λοιπόν που πάμε;»

«Εδώ!» Είπε και του έδειξε με ένα νεύμα του κεφαλιού την πόρτα του κλαμπ Jack που το πρώτο γράμμα του ονόματος ήταν σχεδιασμένο με τρόπο που να παραπέμπει σε στιλέτο.

«Α,  ώστε στον παλιόφιλο του Jack!» Σχολίασε εκείνος.

«Έχεις ξανάρθει;» Ρώτησε η Λόρνα.        

«Όχι, τι είναι εδώ; Κάποιο καραόκε ελπίζω, έχω μεγάλη διάθεση να τραγουδήσω απόψε».

«Το καραόκε είναι για δεκαπεντάχρονα και εγώ ηλικιακά διατηρώ double score, για να σου μιλήσω με μπασκετικούς όρους».

«Σπόντα!» Παρατήρησε μειδιώντας ο Μισέλ. «Τότε συμβαίνει κάποιου είδους performance;»

«Έχει πολύ κρύο δε βρίσκεις, δεν πάμε μέσα να ζεσταθούμε και να απολαύσουμε το σόου πίνοντας το ποτό μας;» Τον ενθάρρυνε σπρώχνοντας τον ευγενικά και απαλά προς την είσοδο. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και έκανε το μεγάλο βήμα. Μπαίνοντας στο κλαμπ κανένα σόου δεν εξελισσόταν ακόμη πάνω στην άδεια σκηνή, αντιθέτως ένας dj έπαιζε μουσική, όμως η όλη διακόσμηση δεν εμπόδισε το Μισέλ να καταλάβει περί τίνος πρόκειται.      

Ένας σερβιτόρος τους πλησίασε και τους οδήγησε σε ένα τραπέζι, όχι πολύ κοντά στην σκηνή μα ούτε και πολύ απομακρυσμένα. Αν και το κοινό ήταν κυρίως αντρικό, διασκορπισμένες σε τραπέζια ήταν και κάποιες γυναίκες.

«Το στέκι σου;» Τη ρώτησε χαμογελώντας βοηθώντας τη να βγάλει το παλτό της.

«Δε θα το έλεγα!»

«Τότε πως και…»

«Ζήτησες ξενάγηση και ως καλή ξεναγός αποφάσισα να σε πάω μια βραδινή, εκπαιδευτική εκδρομή που θα σου μείνει αξέχαστη».

Η μουσική άλλαξε σε πιο αισθησιακή και οι προβολείς έπεσαν στην σκηνή. Από έναν σωλήνα που θύμιζε αυτούς των πυροσβεστικών σταθμών, άρχισε να κατεβαίνει μια ημίγυμνη γυναίκα, όπου με απίστευτη ευκολία ανεβοκατέβαινε πάνω στο μεταλλικό κύλινδρο κάνοντας φιγούρες που προκαλούσαν τον θαυμασμό, αν και η Λόρνα κατέληξε ότι οι άντρες μάλλον ενθουσιάζονταν περισσότερο με τη γύμνια της και τα κόλπα που έκανε με το σωλήνα, που στο φαλλοκρατικό μυαλό τους θα παρέπεμπε αλλού, παρά στη δεξιοτεχνία της χορεύτριας. Μόλις το χορευτικό τελείωσε ο Μισέλ στράφηκε προς εκείνη και ανάμεσα στα χειροκροτήματα και στους αλαλαγμούς των υπολοίπων θαμώνων σχολίασε.

«Σίγουρα θα μου μείνει αξέχαστη, όχι όμως για τα χορευτικά, όσο για τη συντροφιά μου. Σίγουρα δεν είσαι λεσβία;» Τη ρώτησε κάπως απρόσμενα, την ώρα που έπινε μια γουλιά από το ποτό της, η Λόρνα πρόλαβε και κράτησε το ποτό στο στόμα της προτού το καταπιεί, ώστε απέφυγε τον πνιγμό.

«Αν ήμουν θα σε ενοχλούσε;» Τον ρώτησε τελικά.

«Όχι, απλά θα απογοητευόμουν!»

«Γιατί;»

«Γιατί δε θα είχα ελπίδες!»

«Θεωρείς ότι έχεις με όλες τις straight γυναίκες ελπίδες;»

«Πιστεύω πως ναι!» Μην έχοντας τι να απαντήσει στην κρίση αυτοπεποίθησης του Μισέλ αρκέστηκε να χαμογελάσει και να αλλάξει θέμα.

«Βρισκόμαστε στην περιοχή που έδρασε στα 1888 ο Jack ο αντεροβγάλτης, σκοτώνοντας γυναίκες του δρόμου».

«Μεγάλη προσωπικότητα». Σχολίασε ειρωνικά ο Μισέλ.

«Στην πραγματικότητα είναι ένας θρύλος όπου ακόμα και στις μέρες μας εξάπτει τη φαντασία και αποτελεί πηγή έμπνευσης για βιβλία και ταινίες προσπαθώντας οι δημιουργοί να δώσουν τη δική τους εκδοχή στην ταυτότητα του».

«Φυσικά, μιας και αν είχε συλληφθεί το πιο πιθανόν να είχε απομυθοποιηθεί και να είχε ήδη ξεχαστεί».  

«Το άγνωστο πάντα κρύβει τη γοητεία του, μπορείς να το πλάσεις όπως επιθυμείς, στα όρια της φαντασίας που σε ικανοποιεί. Να τους δώσεις υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Ενώ το γνώριμο χάνει την αίγλη του».

«Αναφέρεσαι γενικά στη ζωή ή μόνο στους θρύλους;»

«Όταν λες γενικά τι εννοείς;»

«Η άγνωστη ταυτότητα ενός εγκληματία τον κάνει θρύλο, το καταλαβαίνω, όπως για παράδειγμα τον φίλο μας τον Jack ή τον Zodiac. Όμως σε έναν άνθρωπο που έχεις κοντά σου τι θα προτιμούσες, να γνωρίζεις την κάθε πτυχή του χαρακτήρα και της ζωής του ή να σου επιφυλάσσει εκπλήξεις;»

«Σε αυτή την περίπτωση οι εκπλήξεις συνήθως που επιφυλάσσονται είναι δυσάρεστες», απάντησε με ειλικρίνεια η Λόρνα. «Ξέρω ότι από πλευράς μου θα ήθελα έναν άνθρωπο που να νιώθω άνετα μαζί του, να είμαι ειλικρινής. Να με ενθαρρύνει ουσιαστικά, να νιώθω ικανή να φωτίσω και τις πιο σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα μου, χωρίς να με κρίνει και να μην ανησυχώ ότι θα χρησιμοποιήσει εις βάρος μου αυτά που θα μάθαινε από εμένα την ίδια».

«Είσαι μια γυναίκα όλο μυστήριο». Σχολίασε ο Μισέλ.

«Είμαι μια γυναίκα όπως όλες οι άλλες. Με τα καλά και τα κακά μου, με τις ευχάριστες στιγμές και τις δυσάρεστες. Το θέμα είναι τι ζητάει ένας άντρας».

«Το θέμα είναι τι ζητάς εσύ από έναν άντρα!»

«Μα μόλις σου είπα. Οπότε ας ανακεφαλαιώσω, θα ήθελα να έχω δίπλα μου έναν άντρα διάφανο».

Ο Μισέλ πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και έστρεψε το κεφάλι του στη σκηνή όπου μια νεαρή γυναίκα χόρευε πετώντας πέπλα από πάνω της.

«Αν και στριπτιτζάδικο είναι ψαγμένο». Σχολίασε εκείνος.

«Καμπαρέ», τον διόρθωσε η Λόρνα. «Μόνο το Moulin Rouge έχει ποιοτικό χορό;»

«Όταν έρθεις στη Γαλλία, προσκεκλημένη μου, και αφού μου έκανες ξεκάθαρο ότι σου αρέσουν ανάλογα μέρη, θα σε πάω μια βραδιά στο Moulin Rouge να δεις τη διαφορά». Είπε ο Μισέλ μειδιώντας. «Ξέρεις αναρωτιόμουν για τις χορεύτριες, χορεύουν οικειοθελώς ή πρόκειται για θύματα trafficking;»

«Δε θα καταδεχόμουν ποτέ να πάω κάπου, αν δεν ήμουν σίγουρη ότι δεν υπάρχει πιθανότητα αισχρού σκλαβοπάζαρου πίσω από μια πολυτελή βιτρίνα».

«Δυστυχώς τέτοιου είδους κυκλώματα ξέρουν να κρύβονται καλά».

«Πες μου ότι δεν είσαι μυστικός αστυνομικός;» Τον πείραξε η Λόρνα.

«Μπααα, ποιος είμαι εγώ να επιβάλω το νόμο! Και πως είστε τόσο σίγουρη ότι όλα βαίνουν καλά και νόμιμα εδώ μέσα;»

«Γνωρίζω δυο από τις χορεύτριες».

«Και δύο μάλιστα. Πρέπει να παραδεχτώ ότι είσαι όλο εκπλήξεις, ευχάριστες. Αναρωτιέμαι τι άλλου είδους γνωριμίες έχεις!»

«Πολλές. Οι δυο χορεύτριες είναι πραγματικές αρτίστες! Ανεξάρτητες, λατρεύουν την έκφραση του σώματος μέσω του χορού και δεν τις ενοχλεί να δείχνουν παραπάνω δέρμα απ’ όσο απαιτείται. Ο χορός για εκείνες είναι ιερός, δε θα τολμούσαν να τον μοιάσουν αν θεωρούσαν ότι υπήρχε κάτι πρόστυχο σε αυτό που έκαναν. Τις φαντάζομαι να εργάζονται σε εργοστάσια αυτοκινήτων ή σε τράπεζες προκειμένου να μην προσβάλουν αυτό που αγαπούν και το βράδυ να πηγαίνουν να χορεύουν σε κλαμπ για την ευχαρίστηση τους. Η μία είναι γέννημα θρέμμα Λονδρέζα και η άλλη νορβηγίδα».  

«Το ότι το κοινό είναι κυρίως αντρικό δεν τις προβληματίζει;»

«Με τη λονδρέζα ήμασταν συμμαθήτριες, οπότε την είχα ρωτήσει κάτι αντίστοιχο. Η απάντηση ήταν ότι εκείνη κάνει τη δουλειά της και οι άντρες τη δική τους. Άλλωστε οι γυναίκες προτιμούν άλλα πράγματα».                  

«Αντρικό στριπτίζ ας πούμε;»      

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο απελευθερωμένες είναι οι αγγλίδες φίλε μου».

«Εσύ πόσο απελευθερωμένη είσαι;» Τη ρώτησε σηκώνοντας το ποτήρι του προς το μέρος της.

«Α, εγώ είμαι άλλο θέμα, άλλωστε στο έχω ξαναπεί, κρατάω κι από την Ελλάδα που είναι κάπως πιο συντηρητικά τα πράγματα, σε σχέση με την Αγγλία πάντα».

«Με φέρνεις εδώ; Σε αυτό το μέρος, με τους λάγνους χορούς και τις ημίγυμνες γυναίκες και ισχυρίζεσαι ότι είσαι συντηρητική. Αλήθεια Λόρνα;» 

«Είπα ότι απλά κρατάω μια ισορροπία!»

«Όπως;»

«Όπως ότι δε θα συμμετείχα σε όργιο, δε θα πήγαινα σε βραδιά γυναικών όπου επιβήτορες επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις με τις πελάτισσες εν παρουσία των υπολοίπων θαμώνων».

«Και είχα μια ελπίδα για την επόμενη φορά». Την πείραξε ο Μισέλ πριν στρέψει το βλέμμα του στη σκηνή όπου μια γυναίκα έπαιρνε το ιδιωτικό της μπάνιο, αγνοώντας τις αντρικές κραυγές, που της ζητούσαν να τρίψει συγκεκριμένα σημεία του σώματος της.

«Πάντως οξύμωρο να ονομάζουν το κλαμπ Jack στο Ηστ Εντ, όπου γυναίκες βρήκαν το θάνατο από το χέρι του αντεροβγάλτη». Παρατήρησε ο Μισέλ. 

«Είναι θρύλος!»

Όσο περνούσαν οι ώρες το πρόγραμμα γινόταν όλο και πιο προκλητικό, κι ενώ η Λόρνα άρχισε να νιώθει αμηχανία, ο Μισέλ όπως απαιτούσε η αντρική του φύση απολάμβανε, αν και συγκρατημένα λόγω της συνοδού του, το θέαμα των γυμνών χορευτριών. Η Λόρνα πλέον έβαζε στοίχημα ότι αν έρχονταν φίλοι του από τη Γαλλία, σίγουρα θα περνούσαν από το Jack, ή μπορεί να ξαναπήγαινε και με βρετανούς φίλους, γιατί να περιμένει τη συντροφιά γάλλων για έναν τέτοιο θέαμα. Έχοντας πέσει στην ίδια της την παγίδα, η Λόρνα πλέον δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί, να φύγει δεν τολμούσε, να κοιτάξει στην σκηνή ντρεπόταν, να ρίξει το βλέμμα της στους άντρες των άλλων τραπεζιών φοβόταν μη θεωρηθεί ότι τους προκαλεί, οπότε κατέληξε να κατεβάσει το κεφάλι της και να στυλώσει τα μάτια στο περιεχόμενο του ποτηριού της.

«Τι θα έλεγες να φεύγαμε;» Άκουσε τη φωνή του να τη βγάζει από τη δύσκολη θέση. 

«Δε θες…»

«Νομίζω ότι είμαστε κουρασμένοι».

«Εντάξει», απάντησε ανακουφισμένη και σηκώθηκε. Ο Μισέλ τη συνόδεψε μέχρι το αυτοκίνητο της, με τη Λόρνα να ανησυχεί για μια στιγμή μήπως ξαναμμένος από τις χορεύτριες της ριχνόταν, και με το μέρος που είχε διαλέξει για τη βραδινή τους έξοδο, θα είχε κάθε λόγο να το παρεξηγήσει. Πρώτη φορά ανάμεσα σε δεκάδες ραντεβού και εξόδους με άντρες ένιωθε ότι τα είχε κάνει όλα λάθος, σε βαθμό που άρχισε να απορεί μήπως με κάποιο τρόπο σαμπόταρε τον εαυτό της προκειμένου να επιστρέψει στη γνώριμη ασφάλεια της μοναξιάς της.  

«Ο νεαρός που φέρνει το φαγητό στο γραφείο από το γαλλικό μπιστρό…» πιάστηκε από το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό, για να πει κάτι.

«Ο Ράιαν, είναι ένα παιδί στη γειτονιά, κάνει διάφορα για χαρτζιλίκι. Έτσι τον επιστράτευσα να περνάει καθημερινά από τη δουλειά να αφήνει το φαγητό».

«Και του τύπωσες μέχρι και μπλούζα;»                

«Α, Η μπλούζα είναι δική μου, την έχω απ’ όταν έβγαζα το δικό μου χαρτζιλίκι στη Γαλλία! Ένιωσα ότι προτιμάς να κρατάς κάποια πράγματα μακριά από τα ξένα βλέμματα».

«Σε αυτό με ψυχολόγησες σωστά».

«Στα άλλα όχι;»

«Δεν ξέρω, δε μου έχεις πει σε τι άλλα συμπεράσματα έχεις καταλήξει», του είπε χαμογελώντας αν και όχι με αυτοπεποίθηση. Ένα τσουλούφι από τα πυρόξανθα μαλλιά της ξέφυγε από τον κοτσο της, εκείνος το πέρασε πίσω από το αυτί της.

«Πήγαινε σπίτι σου Λόρνα, χρειάζεσαι ξεκούραση». Εκείνη μην έχοντας τι άλλο να πει, κούνησε το κεφάλι της και μπήκε στο αυτοκίνητο της να βάλει μπρος. Εκείνος έκανε λίγα βήματα πίσω προς το πεζοδρόμιο και περίμενε να ξεκινήσει. Καθώς απομακρυνόταν τον είδε μέσα από τον καθρέφτη να σταματάει ένα ταξί.

…..

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα της η Λόρνα είχε τη βεβαιότητα ότι δε θα συνέχιζε τις εξόδους της με τον Μισέλ, ως εδώ ήταν. Μάλλον του έδωσε λάθος μήνυμα, ποια γυναίκα που ενδιαφερόταν θα πήγαινε έναν άντρα σε στριπτιτζάδικο, όσο γκλάμουρ κι αν θεωρούταν. Τι άραγε ένοιωθε για την προοπτική της απομάκρυνσης του! Ένα κενό, μόνο αυτό. Τελικά ίσως νοιαζόταν περισσότερο απ’ όσο παραδεχόταν ως τότε στον εαυτό της. Ο ήχος του κινητού της την ειδοποίησε ότι είχε μήνυμα.      

«Θα ήθελα πολύ να σε ξεναγήσω σαββατόβραδο στην πόλη σου. Τι λες θα μου το επιτρέψεις;»

Η Λόρνα χαμογέλασε, ίσως να μην είχαν χαθεί όλα.

«Γιατί όχι;» του απάντησε με την ελπίδα να μην την πάει σε μία από εκείνες τις βραδιές για γυναίκες, προκειμένου να πάρει το αίμα του πίσω.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ – ΔΥΟ ΚΙΘΑΡΕΣ

 

Ήταν διασκεδαστικό για εκείνη, να την ξεναγεί στην πόλη της κάποιος που δεν ήταν Λονδρέζος. Αν και αρχικά είχε θεωρήσει ότι θα ήταν σχεδόν υποτιμητικό να αφεθεί στα χέρια ενός γάλλου για να της συστήσει την πόλη που είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει, τελικά είχε αρχίσει να το απολαμβάνει. Το προηγούμενο βράδυ ή μάλλον πρωί, που είχε επιστρέψει από το κλαμπ “Jack” με λογότυπο το στιλέτο και είχε λάβει το μήνυμα του Μισέλ, αποφάσισε ότι είχε έρθει επιτέλους η ώρα να χαλαρώσει και ίσως και να αφεθεί. Έπρεπε να φτάσει στην κόψη του στιλέτου του “Jack” για να αντιληφθεί πόσο της άρεσε η παρέα του. Έτσι αφού κοιμήθηκε αρκετές ώρες ώστε να ξεκουραστεί και να στρώσει το δέρμα της, σηκώθηκε το μεσημέρι, απόλαυσε ένα αφρόλουτρο και ετοιμάστηκε για μια δεύτερη έξοδο με τον Μισέλ, όπου αυτή τη φορά εκείνος θα είχε το πάνω χέρι. Προτίμησε να μην έχει πολύ επιτηδευμένη εμφάνιση, φόρεσε ένα τζιν, μπότες με τακούνι, όχι ιδιαίτερα ψηλό και ένα πουλόβερ να την κρατάει ζεστή μιας και τα κρύα είχαν μπει για τα καλά.

Κάτι που δε θα περίμενε ποτέ από τον Μισέλ ήταν το πόσο καλλιεργημένος ήταν όσο αφορούσε τις τέχνες. Σκέφτηκε ότι αν τον γνώριζε η μητέρα της θα τον ενέκρινε και μάλιστα θα ήταν διατεθειμένη –ίσως- να του παραχωρήσει την πρώτη θέση στο βάθρο των γευστικών προτιμήσεων της κόρης της, μόνο και μόνο για την αγάπη του στα εικαστικά.    

«Πρέπει να παραδεχτώ ότι οι Λονδρέζοι αγαπούν την πόλη τους, δεν αφήνουν τίποτα να πάει χαμένο. Το αναγεννούν, το αναβαθμίζουν, το αναδιαμορφώνουν. Αν αυτό δεν είναι απόδειξη αγάπης για την πόλη και εκτίμηση για τη ζωή, τότε τι είναι; Δεν κοιτάνε να γκρεμίσουν ή να αφήσουν τον χρόνο να το κάνει σε κάτι που πλέον δε φαίνεται χρήσιμο, αντιθέτως το μετεμψυχώνουν. Για παράδειγμα πάρε την παλιά  βιομηχανική αποθήκη που επισκεφτήκαμε, το πως έχει μεταμορφωθεί σε gallery όπου παρουσιάζονται εκθέσεις έργων. Και όχι μόνο αυτή, αλλά και τόσες άλλες στο Shoreditch ή στο Hoxton και εδώ στο Spitalfields. Δεν υπάρχει μάταιο ξόδεμα υλικών αλλά ανακύκλωση ακόμα και στα κτήρια της πόλης, εξαιρετικό!»

Πλέον βρίσκονταν σε μια άλλη μετεμψυχωμένη, όπως τις χαρακτήριζε ο Μισέλ, βιομηχανική αποθήκη που είχε αναδιαμορφωθεί σε καφετέρια, απολαμβάνοντας οι δυο τους από ένα ζεστό ρόφημα, πριν πάνε να της κάνει το τραπέζι σε ένα εστιατόριο, για του οποίου τη φήμη είχε διαβάσει καλές κριτικές και ήθελε οπωσδήποτε να δοκιμάσει.

«Πόσο πιο ωραίο και δημιουργικό από τα κλασσικά καφέ που είναι φτιαγμένα από την αρχή ως το τέλος από μπετό. Όμως μιλάω μόνο εγώ…» διέκοψε απότομα την κουβέντα του.

«Μου αρέσει να σε ακούω». Παραδέχτηκε η Λόρνα.

«Αυτό είναι ευχάριστο».

«Δείχνεις τόσο ενθουσιασμό!», πρόσθεσε χαμογελώντας.

«Ο ενθουσιασμός είναι χαρακτηριστικό του ουσιαστικά ζωντανού ανθρώπου».

«Βλέπω διαθέτεις έντονα μετριοφροσύνη!» Τον πείραξε.

«Ποιος άντρας που θα συνοδευόταν από μια γυναίκα σαν κι εσένα θα ήταν μετριόφρων!»

«Είσαι και κόλακας».

«Όχι, δεν είμαι». Το αρνήθηκε και ήπιε μια γουλιά από το ρόφημα του. «Απλά ειλικρινής».

Κανείς από τους δυο τους δεν είχε αναφερθεί στην προηγούμενη νύχτα και στο κλαμπ “Jack”. Σαν να ήταν η πρώτη βραδιά που συναντιόνταν μέσα στη βδομάδα εκτός εργασίας. Η Λόρνα δεν ήταν σίγουρη για την εντύπωση που μπορεί να του είχε κάνει η επιλογή της, αν και ένα κομμάτι του εαυτού της απέκλειε να μην είχε ευχαριστηθεί το γυναικείο χορό. Το γεγονός βέβαια ότι ήταν μαζί της, αντί με φίλους στο “Jack”, σίγουρα θα μείωσε τον ενθουσιασμό του, αφού δε θα μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα όπως τόσοι άλλες άντρες που παρακολούθησαν το ίδιο σόου με εκείνους.

«Φοβάμαι ότι ίσως σύντομα χρειαστεί να ανοίξεις μπιστρό με το όνομα «Ο γύρος της Γαλλίας»». Πρότεινε η Λόρνα, αφού πρώτα εμπιστεύτηκε την κρίση του Μισέλ ώστε να παραγγείλει φαγητό και για τους δυο τους, στο εστιατόριο που εκείνος είχε κλείσει τραπέζι.

«Δεν κινδυνεύω να μείνω ποτέ άνεργος λοιπόν, τρέμε Σόφη!» Σχολίασε ο Μισέλ την ώρα που κοίταζε τη λίστα με τα γαλλικά κρασιά.

«Ούτε εγώ πιστεύω ότι κινδυνεύεις. Πρέπει να έχεις πολλές ικανότητες!»

«Μίλησες με πρώην μου;» Θέλησε να αστειευτεί.

«Ξεφεύγεις από το θέμα». Ο Μισέλ χαμογέλασε στη Λόρνα που με κόπο προσπαθούσε να παραμείνει σοβαρή.    

«Να υποθέσω λοιπόν ότι πήρα την πρωτιά στις γευστικές σου προτιμήσεις και μου προτείνεις να ανοίξω το μπιστρό ή μήπως σκέφτεστε», είπε και την κοίταξε συνοφρυωμένος, «ότι είμαι περιττός στην επιχείρηση οπότε δίνεις εναλλακτικές λύσεις;»

«Τίποτα από τα δύο», του απάντησε μειδιώντας η Λόρνα.

«Δεν ξέρω αν είναι μεγαλύτερη η απογοήτευση μου που δεν κατάφερα να καταχτήσω ακόμα την πολυπόθητη πρωτιά, από την ανακούφιση ότι δε με απολύεται. Οπότε ποιος ο λόγος για το μπιστρό του Μισέλ;»

«Τις προάλλες που απολάμβανα το φαγητό σου, μπήκε ο πατέρας μου στο γραφείο και δοκίμασε, οπότε μου ζήτησε την επόμενη φορά που θα παραγγείλω, να πάρω από μια μερίδα και για εκείνον».

«Ευτυχώς που δεν έρχεται καθημερινά στο γραφείο λοιπόν. Καλά δε μου είναι κόπος να αυξήσω τις μερίδες».

«Μισέλ αυτό δε γίνεται!»

«Γιατί όχι;»

«Γιατί δεν μπορείς να ετοιμάζεις φαγητό για ολόκληρη την οικογένεια μου και μάλιστα καθημερινά, ήδη είναι υπερβολή που φροντίζεις εμένα, χωρίς να έχεις κανένα λόγο».

«Μου είναι εύκολο να βρω λόγους να σε φροντίζω, απλά πρέπει να μου το επιτρέψεις».

«Και πρακτικά να το δεις», πρόσθεσε κοκκινίζοντας, «είναι τόσο καλό το φαγητό σου που σύντομα θα αποκτήσει φήμη και θα ψάχνουν όλοι στο ιντερνέτ το τηλέφωνο του μπιστρό για να παραγγείλουν».

«Αυτό θα ήταν πράγματι αστείο», σχολίασε διασκεδάζοντας ο Μισέλ. «Με χαροποιεί πάντως που βρίσκεις ότι το φαγητό μου είναι τόσο καλό».

«Ποτέ δεν το αρνήθηκα».

«Απλά της μαμάς σου είναι καλύτερο;» Θέλησε να την πειράξει.

«Μην κάνεις το λάθος να τα βάλεις με τις μαγειρικές ικανότητες της Μάγκι γιατί θα βρεις το μπελά σου», τον προειδοποίησε.    

«Ξέρω ξέρω, μάνα είναι μόνο μία!»

«Μάγκι είναι μόνο μία!»

«Εντάξει θα το δεχτώ, το φαγητό πως σου φαίνεται;»

«Πολύ νόστιμο!»

«Όχι πιο νόστιμο από το δικό μου».

«Προς Θεού αυτό θα ήταν βλασφημία!»

«Σωστή παρατήρηση».

…..

Βγήκαν από το εστιατόριο με καλή διάθεση και άρχισαν να σεργιανίζουν ανάμεσα σε λίγα, εναπομείναντα για την ώρα, ανοιχτά μαγαζάκια. Η Λόρνα σταματούσε κυρίως σε κάποια με vintage ρούχα και κοσμήματα, ενώ ο Μισέλ καθυστερούσε κυρίως μπροστά σε δισκοπωλεία με παλιά βινύλια, αν και στάθηκε και σε ένα μαγαζί με έπιπλα αντίκες. Για άλλη μια φορά η Λόρνα επιβεβαιώθηκε ότι η μητέρα της θα τον ενέκρινε. Το γραφειάκι στη σοφίτα του Masterpiece, στην ανακαίνιση που είχε κάνει ένα χρόνο νωρίτερα το είχε επιπλώσει εξολοκλήρου με αντίκες. Αν και είχε παραδεχτεί στα παιδιά της, όχι όμως και στο σύζυγο «Μπορεί να έχει γίνει κουκλίστικο, αλλά δεν είναι και τόσο πρακτικό. Φοβάμαι μήπως η καθαρίστρια ή κάποιος επισκέπτης είτε από αγαρμποσύνη είτε από ασχετοσύνη κάνει ζημιά στα έπιπλα. Ίσως πρέπει να επιστρέψω καμιά καρέκλα από την αποθήκη, όταν έρχεται κάποιος που δε φημίζεται για τη λεπτότητα και το γούστο του». 

Αφού η Λόρνα με κόπο αντιστάθηκε σε μια vintage, classic, δερμάτινη, κόκκινη τσάντα, την ώρα που ο Μισέλ αγόραζε ένα δίσκο βινυλίου του γάλλου τραγουδιστή Αζναβούρ, προχώρησαν παρακάτω όπου μια μπάντα μουσικών του δρόμου έπαιζε τη μουσική της. Η μπάντα περιλάμβανε ένα κιθαρίστα, έναν βιολιτζή και ένα τύπο με σαξόφωνο. Μπροστά στα πόδια τους είχαν γυρισμένο ανάποδα ένα παλιό τύμπανο, ώστε να ρίχνουν οι περαστικοί που εκτιμούσαν τη μουσική τους χρήματα, για να τους υποστηρίξουν. Ο Μισέλ στοιχημάτιζε ότι κάποια από τα μέλη της μπάντας, αν όχι όλα, είχαν πρωινή δουλειά, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Μιας και οι δισκογραφικές και τα Μ.Μ.Ε. προωθούν συγκεκριμένο είδος τραγουδιών και τραγουδιστών, ινδάλματα για ξελιγωμένους έφηβους, καθόλα τυποποιημένα. Τρώγοντας τους το μεράκι έπαιρναν και εκείνοι τα όργανα τους κι έβγαιναν στους δρόμους για να εκφραστούν μέσω της τέχνης τους.

«Πολύς κόσμος τους αντιλαμβάνεται σαν ζητιάνους». Σχολίασε η Λόρνα.

«Το ξέρω, η τέχνη πλέον στεγάζεται σε κλειστούς χώρους. Όμως παλιότερα και στα περισσότερα μέρη του πλανήτη, η τέχνη έβγαινε στους δρόμους. Όπως συνέβαινε με τους ραψωδούς, στην αρχαία Ελλάδα, που με την απαγγελία τους διέδιδαν από γενιά σε γενιά τα κατορθώματα των ηρώων ή τους τροβαδούρους της Δυτικής Ευρώπης τον 11ο αιώνα και τη Γαλλία, που περιπλανώμενοι τραγουδούσαν στους δρόμους τον έρωτα, καθώς και τους τρουβέρους, κάτι αντίστοιχο με τους τροβαδούρους, που τραγουδούσαν όμως τα ηρωικά κατορθώματα σε δικές τους συνθέσεις, ερχόμενοι κοντά στον λαό. Κέντρο τους η Προβηγκία.  Σκοπός της άλλωστε ήταν να εκφράζει μεγάλο μέρος του κοινού και όχι μόνο τους χορηγούς, την εύνοια των οποίων λίγοι κέρδιζαν. Ο Σαίξπηρ για παράδειγμα ή ο Μολιέρος των οποίων το ταλέντο εκτιμώ και σέβομαι είχαν την εύνοια της αυλής, όμως δεν μπορεί θα υπήρξαν και άλλοι την αντίστοιχη περίοδο με εκείνους».

«Αν σκεφτείς ότι η μόρφωση δεν ήταν για όλους μπορεί να μην είχε καλλιεργηθεί ένα ταλέντο λόγω συνθηκών». Αντέτεινε η Λόρνα.

«Σε αυτό δεν έχεις άδικο». Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα και το έριξε στο γυρισμένο τύμπανο. «Τα χρήματα είναι η ενθάρρυνση από μέρους μας και όχι η αλληλεγγύη στο βιοπορισμό», είπε στη Λόρνα. Το βλέμμα του κιθαρίστα έπεσε πάνω στο δίσκο που κρατούσε ο Μισέλ, έτσι τελειώνοντας το κομμάτι, έκανε νόημα στους συναδέλφους του για ένα διάλλειμα πλησιάζοντας τον Μισέλ.

«Μουσικός;» Τον ρώτησε.

«Δε θα το έλεγα!» Απάντησε ο Μισέλ γελώντας.

«Παίζεις κάποιος όργανο;» Ο Μισέλ με το βλέμμα του έδειξε την κιθάρα που κρατούσε στα χέρια του.

«Λοιπόν τις λες;» Τον ρώτησε ο άλλος προσφέροντας του την κιθάρα. Εκείνος κοίταξε τη Λόρνα που του χαμογελούσε ενθαρρυντικά, της έδωσε το δίσκο και πήρε στα χέρια του την κιθάρα.   

Για μια στιγμή ο Μισέλ δίστασε μην ξέροντας ποιο τραγούδι να παίξει, βλέποντας τον δίσκο στα χέρια της Λόρνα θυμήθηκε τον τσιγγάνο τραγουδιστή του οποίου η φωνή πάντα τον συγκινούσε. Ήλπιζε να μην περνάει κανένας γάλλος και τον άκουγε γιατί δε θα υπήρχε κανένα ίχνος σύγκρισης. Ο Μισέλ έπαιξε τις πρώτες νότες από το «Δυο κιθάρες», συνθέτοντας τη μελωδία και έχοντας το βλέμμα του κολλημένο στη Λόρνα άρχισε να τραγουδάει.

 

Deux tziganes sans repit – Δυο τσιγγάνες δίχως σταματημό

Grattent leur guitar – γρατσουνίζουν τις κιθάρες τους

Ranimant du fond des nuits   - Αναζωπυρώνουν βαθιά τις νύχτες

Toute ma memoire – Όλες μας τις μνήμες

 

Sans savoir que roule en moi – Δίχως να γνωρίζουν ότι κυλά σε μένα

Un flot de detresse – με ροή απόγνωσης

Font renaitre sous leurs doigts – Κάνοντας να ξαναγεννηθεί στα δάχτυλα τους

Ma folle jeunesse – η τρελή μου νεότητα

 

Jouez tsiganes, jouez poui moi – Παίξτε τσιγγάνες, παίξτε για μένα

Avec plas de flame – Με πολλή φλόγα

Afin de couvrir la voix – Για να καλύψετε τη φωνή

Qui dit a mon ame – που λέει η ψυχή μου

 

Ούτε που κατάλαβε πότε έπαιξε την τελευταία νότα, το βλέμμα του ήταν μαγνητισμένο στα καστανά, σαν ζεστή σοκολάτα μάτια της Λόρνα, που τον κοιτούσαν χαμογελαστά, ενώ η καρδιά στο στήθος του βροντοχτυπούσε. Γύρω τους το πλήθος που είχε αυξηθεί είχε σταθεί για να τον ακούσει. Ένα δυνατό χειροκρότημα ξέσπασε ξαφνιάζοντας τον και επαναφέροντας τον στην πραγματικότητα. Ο μουσικός που του είχε προσφέρει την κιθάρα του, του έπιασε το χέρι και του το έσφιξε.

«Ήσουν υπέροχος. Δεν ξέρω λέξη γαλλικά κι όμως με συγκίνησες! Ήσουν τόσο εκφραστικός. Η χρεία σου υπέροχη, το μέταλλο της φωνής σου…, δεν ξέρω τι να πω». Ο Μισέλ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και ξεκίνησε να πάει προς τη Λόρνα που τον περίμενε παράμερα. «Ε, στάσου». Μα τι ήθελε, γιατί τον εμπόδιζε, σαν τα όνειρα που είναι αδύνατον να καταφέρεις να φτάσεις εκεί για όπου ξεκίνησες. Τον κοίταξε απορημένα. Ο κιθαρίστας της μπάντας του έδειξε με το χέρι το γυρισμένο τύμπανο που ήταν γεμάτο χρήματα.

«Αυτά είναι δικά σου», του είπε.

«Όχι φίλε μου, αυτά είναι δικά σας». Αρνήθηκε ευγενικά την προσφορά του ο Μισέλ. Και χτυπώντας τον στην πλάτη πρόσθεσε. «Είστε εξαιρετικοί!»

«Μήπως θα ήθελες να έρχεσαι όποτε βρίσκεις χρόνο και να μας συναντάς σε αυτό εδώ το σημείο, παίζοντας μαζί μας;»

«Ήταν υπέροχη εμπειρία, όμως ευχαριστώ, δεν ενδιαφέρομαι».

«Κρίμα!»

Ο Μισέλ πλησίασε τη Λόρνα, της πήρε το δίσκο και χωρίς να πούνε τίποτα κράτησε το χέρι της μέσα στο δικό του, συνεχίζοντας τη βόλτα τους με μπλεγμένα δάχτυλα.

Είχαν περάσει αρκετά λεπτά που περπατούσαν χωρίς να ανταλλάσουν λέξη, το άγγιγμα των μπλεγμένων δαχτύλων τους ήταν σαν να τα έλεγε όλα, κι όμως εκείνοι απέφευγαν να ανταλλάξουν κουβέντα μεταξύ τους.

«Μελαγχολικός ο στίχος του». Σχολίασε τελικά η Λόρνα, που σαν γυναίκα της άρεσε να γεμίζει τα κενά με λόγια.

«Πράγματι, όμως δεν ήξερα ότι καταλαβαίνεις τα γαλλικά».

«Ναι, υπάρχει η αντίληψη ότι οι αγγλόφωνοι δε μιλάμε άλλη γλώσσα από τη μητρική μας».

Ο Μισέλ χαμογέλασε αποφεύγοντας να σχολιάσει την πειραγμένη της βρετανική αξιοπρέπεια.

«Τι ζούμε; Γιατί ζούμε; Ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης; Είμαστε ζωντανοί σήμερα, θα είμαστε ζωντανοί αύριο; Κι ακόμα περισσότερο μεθαύριο». Μετέφρασε στα αγγλικά μια στροφή από το τραγούδι. «Έχεις τις μαύρες σου σήμερα Μισέλ γι’ αυτό διάλεξες αυτό το τραγούδι;»

«Όχι Λόρνα, το εντελώς αντίθετο, απλά αιφνιδιάστηκα με την κιθάρα στο χέρι και προτίμησα να πω ένα τραγούδι στα γαλλικά».

«Εσύ, έχεις βρει το νόημα της ύπαρξης;»

«Ματαιόδοξο εγχείρημα. Η δική μου φιλοσοφία στηρίζεται αλλού».

«Όπως;»

«Όπως στο να περνάω καλά».

«Πως εννοείς αυτό το να περνάς καλά;»

«Εσείς οι γυναίκες ακόμα και το πιο απλό πράγμα το κάνετε πολύπλοκο!»

«Μα συνήθως διαφέρει το «περνάω καλά» το δικό μου από το «περνάω καλά» το δικό σου».

«Δηλαδή εσύ απόψε δεν περνάς καλά μαζί μου;» Τη ρώτησε κοιτάζοντας τη λοξά.

«Δεν είπα αυτό. Μια χαρά περνάω».

«Αυτό λοιπόν έχει σημασία, το ότι το «περνάω καλά» το δικό σου συμπίπτει με το «περνάω καλά» το δικό μου ή κάνω λάθος;»

«Μάλλον όχι! Υπάρχουν πράγματα που θα ήθελες να κάνεις πριν πεθάνεις;»

«Μάλλον επέλεξα λάθος τραγούδι». Συμπέρανε ο Μισέλ πριν της απαντήσει. «Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που θέλω να κάνω πριν πεθάνω, αλλά αν με ρωτάς αν έχω λίστα να σβήνω, όχι δεν έχω τέτοιο πράγμα, ούτε θα αποκτήσω. Αν για παράδειγμα νιώσω την ανάγκη ότι θέλω να αρχίσω να ταξιδεύω θα το κάνω χωρίς να το σκεφτώ πολύ».

«Δηλαδή θα εγκατέλειπες τη δουλειά σου και θα έκανες το γύρω του κόσμου;»

«Δεν εννοούσα ότι είμαι ανώριμος Λόρνα, αυθόρμητος εννοούσα ότι είμαι! Δε θα εγκατέλειπα τη δουλειά μου παρά μονάχα αν τη βαριόμουν και δεν έβρισκα τίποτα ενδιαφέρον σε αυτή. Θα μπορούσα όμως να πάρω μια άδεια διαρκείας και να ταξιδέψω. Και η δική σου λίστα τι περιλαμβάνει;» Γύρισε πάνω της την κουβέντα.

«Έχω ξεχάσει πια, δόθηκα σε τόσο μεγάλο βαθμό στη δουλειά μου που δε θυμάμαι τι άλλα πράγματα μου αρέσει να κάνω». Είπε με ουδέτερο τόνο που έκρυβε όμως απογοήτευση η Λόρνα. Ο Μισέλ στάθηκε και την κοίταξε.

«Δεν μπορεί να μη θυμάσαι ούτε ένα».

«Παλιά μου άρεσε πολύ ο χορός. Όχι σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά μου άρεσε να χορεύω».

«Αλήθεια; Σου αρέσει να κάνεις και στριπτίζ; Με μεγάλη μου χαρά θα έκανα το κοινό σου».

«Μη μου το χτυπάς». Του είπε παραπονιάρικα.     

«Τι λες να παρατήσουμε την επενδυτική εταιρεία του Γουάλι και να ταξιδέψουμε μαζί σε όλο τον κόσμο, εγώ θα παίζω κιθάρα και εσύ θα χορεύεις».

«Ναι, είναι καλή ιδέα, αν αποφασίσω να σκοτώσω τον πατέρα μου». Ο Μισέλ γέλασε δυνατά. «Ποιος άνθρωπος φεύγει ήσυχος από τη ζωή;» Τον ρώτησε απορημένη.

«Ένα σωρό υπαρξιακές ερωτήσεις γέμισε το κεφαλάκι σου με το τραγούδι του Αζναβούρ».

«Δεν φταίει το τραγούδι του Αζναβούρ, είναι ωραία όταν έχεις γεμάτο στομάχι και ένα μέρος να μένεις, να μπορείς κάπου κάπου να φιλοσοφείς για τη ζωή... και για το θάνατο».

«Και πάνω απ’ όλα είσαι ρεαλίστρια. Λοιπόν δεν ξέρω ποιος άνθρωπος φεύγει ήσυχος από τη ζωή, πιστεύω όποιος θεωρεί πως έχει κάνει το χρέος του».

«Το χρέος του σε ποιον;»

«Αυτό εξαρτάται πάντα από τον άνθρωπο. Οι ιδεαλιστές θέλουν να κάνουν το χρέος τους απέναντι στο κοινό καλό του ανθρώπου, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ας πούμε, οι σουφραζέτες, η μητέρα Τερέζα από άλλο πόστο ή ο Τσε Γκεβάρα. Ο πρώτος έβγαζε πύρινους λόγους για να ξεσηκώσει τους ανθρώπους του που είχαν υποστεί τόση ταλαιπωρία και βασανιστήρια μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της δουλείας, αλλά και αργότερα όταν δήθεν ήταν ελεύθεροι, επειδή έτυχε να έχουν άλλο χρώμα επιδερμίδας από των ισχυρών. Οι σουφραζέτες πάλεψαν να φέρουν τη γυναίκα στη θέση που της αξίζει, να αποκτήσει δικαιώματα και να μην είναι σκλάβα του εργοδότη στο εργοστάσιο και του συζύγου στο σπίτι ή το μπιμπελό ενός πλούσιου συζύγου, της έδωσαν φωνή. Η μητέρα Τερέζα περιέθαλπε τους αρρώστους και τους άπορους ο τσε Γκεβάρα πολέμησε για την ισότητα των λαών, ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την ιδεολογία του. Όλοι οι παραπάνω θεώρησαν ότι έκαναν το χρέος τους. Δε λύγισαν όταν ήρθαν αντιμέτωποι με το θάνατο, έφτασαν ως την αυτοθυσία. Δεν μπορεί να μην περίμενε ο Λούθερ Κινγκ ότι κάποια στιγμή θα τον έβρισκε σφαίρα, δε δίστασε η σουφραζέτα να σταθεί μπροστά από το άλογο του βασιλιά και να βρει το θάνατο για να διαδοθούν οι απόψεις της».

«Η Έμιλυ Ντέιβιντσον».    

«Δεν μπορεί μέσα στον πόλεμο, γυρνώντας από χώρα σε χώρα, ο Τσε Γκεβάρα προσπαθώντας να ελευθερώσει τη λατινική Αμερική από τους διάφορους δικτάτορες να μην περίμενε ότι κάποια στιγμή μπορεί να πεθάνει, κι όμως στάθηκαν εκεί! Για τους ίδιους έκαναν το χρέος τους, λατρεύονται από πλήθος κόσμου ενώ άλλοι κουνάν ειρωνικά το κεφάλι τους. Από την άλλη βέβαια ας μην πιστεύουμε σε παραμύθια, μπορεί κι ένας έμπορος όπλων ή ναρκωτικών να φεύγει γαλήνια. Όπως αντιλαμβάνεσαι είναι μεγάλη κουβέντα».

«Την γενίκευσες πολύ είναι η αλήθεια!»

«Εντάξει θα στη κάνω συγκεκριμένη, αν με ρωτάς για εμένα θα σου έλεγα ότι θα ήθελα φεύγοντας να αφήσω πίσω μου τους ανθρώπους που αγαπώ, θα ήθελα να φύγω πρώτος, ίσως όχι πρώτος από τους γονείς μου, γνωρίζοντας τι πόνο θα τους πρόσφερε ο θάνατος μου, αλλά πρώτος από φίλους, αδέρφια, μια γλυκιά σύζυγο και παιδιά».

«Ναι, νομίζω και εγώ το ίδιο θα ήθελα, όμως έτσι δε λιγοστεύουμε τη ζωή μας σε συνάρτηση με τη μοίρα των φίλων και των συγγενών μας. Τον ρώτησε με πειρακτική διάθεση».

«Γλυκιά μου μοιρολάτρισσα».

Την πήρε από το χέρι και την έφερε μπροστά του. Φέρνοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη της την κράτησε στην αγκαλιά του, διατηρώντας μια μικρή απόσταση μεταξύ τους ώστε να μπορεί να την κοιτάει στα μάτια.

«Αλλά μιας και μου έκανες αυτή την ερώτηση, θα έλεγα ότι αν ήταν να πεθάνω σε πέντε ας πούμε λεπτά, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να κάνω θα ήταν να σε φιλήσω». Είπε και την κοίταξε στα μάτια για να δει αν έχει την άδεια της, εκείνη έκλεισε τα μάτια περιμένοντας το φιλί του Μισέλ, ικανοποιημένος ένωσε τα χείλη του με τα δικά της για λίγο, πριν το φιλί τους γίνει πιο βαθύ και παθιασμένο. Χώρισαν τα χείλη τους ζαλισμένοι σαν να είχαν μεθύσει και κοιτάχτηκαν. Τα μάγουλα της Λόρνα είχαν βαφτεί με ένα κόκκινο χρώμα που γλύκαινε το πρόσωπο της.

«Νομίζω ότι αυτό θα μου άρεσε να το κάνω μέχρι να πεθάνω».

«Ποιο πράγμα».

«Μα να σε φιλάω». Της είπε και έσμιξε τα χείλη του ξανά με τα δικά της.

«Μεγάλα λόγια». Του είπε μόλις χωρίστηκαν. 

«Μπορώ να στο αποδείξω με πράξεις, αλλά όλα στην ώρα τους».

«Τόσο gentleman!»

«Αμφέβαλες στιγμή;»

Ανασήκωσε δήθεν αδιάφορα τους ώμους της.

«Δηλαδή θα προτιμούσες να ήμουν λιγότερο gentleman;»

«Όχι», απάντησε περνώντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, «αρχίζεις να μου αρέσεις όπως είσαι». Σφραγίζοντας τα λόγια της με ένα πεταχτό φιλί στα χείλη του.

«Κάτι κατάφερα λοιπόν κι εγώ».

«Απογοητευμένο σε ακούω;»

«Νόμιζα ότι σου άρεσα από καιρό».

«Μα μόλις γνωριστήκαμε».

«Γνωριζόμαστε δυο χρόνια Λόρνα!» Της είπε με παράπονο.

«Δε γνωριζόμασταν ακριβώς, απλά συναντιόμασταν στο χώρο εργασίας».

«Και δηλαδή δε σου προξένησα εξ’ αρχής έλξη;»

«Δεν το σκέφτηκα ποτέ».

«Η έλξη δεν περνάει από τα εγκεφαλικά κύτταρα Λόρνα για να κάνεις ανάλυση, είναι κάτι που το νιώθεις ή όχι».

«Εντάξει, είσαι ελκυστικός άντρας, αλλά χρειάζομαι κάτι παραπάνω από ένα ωραίο πρόσωπο και ένα καλογυμνασμένο κορμί για να με κερδίσει».

«Ό,τι και να χρειάζεσαι, εγώ το έχω». Της είπε με αυτοπεποίθηση και την τράβηξε από το χέρι για να συνεχίσουν τον περίπατο τους, ενώ ανά διαστήματα τη σταματούσε για να τη δώσει ένα ακόμα φιλί στα χείλη. Ευχαριστημένοι και οι δύο από τη γλυκιά γεύση των φιλιών τους άφησαν κατά μέρους τις υπαρξιακές συζητήσεις για τη ζωή και τον θάνατο και άρχισαν να μιλάνε για το ποια μέρη θα ήθελαν να επισκεφτούν μαζί. Ο Μισέλ την προσκάλεσε το καλοκαίρι να πάνε μαζί ως τη νότια Γαλλία ή γιατί όχι και μέχρι το Παρίσι. Θα του άρεσε πολύ να την ξεναγήσει στα δικά του αγαπημένα μέρη.

«Μήπως είναι λίγο νωρίς να κάνουμε σχέδια για το καλοκαίρι;» Τον ρώτησε διστακτικά η Λόρνα.

«Ναι, είναι. Αλλά γεμίζει το μυαλό μου με όμορφα παριζιάνικα τοπία τα οποία θα ήθελα πολύ να σου δείξω».

«Εντάξει, όλα στον καιρό τους». Τον καθησύχασε εκείνη ενώ του ζήτησε πλήρη διακριτικότητα στη δουλειά.

«Μα φυσικά, θα συνεχίσουμε σαν να μη γνωριζόμαστε». Είπε προκαλώντας της μια γκριμάτσα. «Όσον αφορά τον Ράιαν, το μικρό ντελίβερι από το ‘‘γύρο της Γαλλίας’’, θα τον δασκαλέψω να λέει ότι φέρνει φαγητό από το μπιστρό της Σόφι. Ώστε αν κάποιος θέλει να παραγγείλει τα εδέσματα μου να υπάρχει κάποιο αντίκρισμα τουλάχιστον ώστε και νηστικός να μη μείνει και να απολαύσει κάτι καλό, όχι βέβαια τόσο καλό όσο το μπιστρό του Μισέλ».

«Τόσο μεγαλόψυχος!» Τον πείραξε η Λόρνα.

«Τώρα που η Σόφι είδε την σκόνη μου και παραδέχτηκες ότι μαγειρεύω καλύτερα από εκείνη δεν έχω να μοιράσω κάτι μαζί της, μπορώ να δείξω ανωτερότητα προς την ηττημένη και να της στείλω πελατεία. Α, και μιας και το ανέφερα, τόλμησες τις προάλλες να αμφισβητήσεις την μαγειρική μου εντιμότητα, οπότε πες ποια μέρα θα έρθεις σπίτι και θα με παρακολουθήσεις να μαγειρεύω, όχι για να μην έχεις να λες».        

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ – ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ

 

Με ένα ποτήρι ανθρακούχο νερό στο χέρι, η Λόρνα τριγυρνούσε στο καθιστικό του Μισέλ, ενώ εκείνος βρισκόταν πίσω από το πάσο που χώριζε την κουζίνα από το υπόλοιπο διαμέρισμα και της μαγείρευε. Η επίπλωση στον χώρο που έβλεπε ήταν  αρκετά λυτή. Ένας καναπές, σε ανοιχτό καφέ χρώμα, στον οποίο θα μπορούσαν άνετα να ξαπλώσουν και να κοιμηθούν (ή και να κάνουν άλλα πράγματα) δυο άτομα, έτσι φαρδύς όπως ήταν. Μπροστά από αυτόν ένα γυάλινο τραπεζάκι, με δυο βιβλία ακουμπισμένα επάνω του. Στα αριστερά του καναπέ ένα πλήρες ηχοσύστημα, που περιλάμβανε πικάπ, προσθήκη για στικάκι και κάρτα μνήμης, ακόμα και κασετόφωνο, ενώ στον τοίχο υπήρχε ένα ράφι γεμάτο με δίσκους βινυλίου. Πάνω από τον καναπέ ήταν κρεμασμένη μια κορνιζαρισμένη αφίσα από τον πύργο του Άιφελ, και στα δεξιά του μια ντάνα με βιβλία.      

«Σκέφτεσαι να μετακομίσεις;» Τον ρώτησε επιστρέφοντας προς το πάσο και παίρνοντας θέση πάνω σε ένα ψηλό σκαμπό.

«Γιατί το λες αυτό;» Τη ρώτησε με στραμμένο το βλέμμα του στο φαγητό μιας και είχε φτάσει στο τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας από το μοσχαράκι Βουργουνδίας που είχε καταλήξει να φτιάξει, και δεν ήθελε να καταστραφεί ό,τι έχτιζε για ώρες, από μια στιγμή απροσεξίας. Αρχικά είχε σκεφτεί Canard al’ orange (Πάπια με πορτοκάλι) ή Foue gras, (συκώτι χήνας), αλλά είχε τη σοφή έμπνευση να ρωτήσει τη Λόρνα τι δεν της αρέσει και εκείνη του είχε απαντήσει τα πουλερικά. Οπότε απέφυγε να καταπιαστεί με κάτι που πιθανόν θα κατέληγε στον τενεκέ των αχρήστων. Αν και ήταν βέβαιος ότι με τη μαγειρική του δεινότητα θα κατάφερνε να της αλλάξει γνώμη, αποφάσισε να μην το διακινδυνέψει στην πρώτη της επίσκεψη στο σπίτι του. Μην αφήσει νηστικό το κορίτσι του. Περίεργο ακουγόταν στα αυτιά του η λέξη κορίτσι, πόσο μάλλον όταν αντιστοιχούσε στη μορφή της Λόρνα, με την τόσο σοβαρή και αυστηρή θα έλεγε κανείς, εικόνα που έδινε στη δουλειά. Όμως να που κάθε γυναίκα κρύβει μέσα της ένα κορίτσι, άλλες φορές γλυκό και υπάκουο, άλλες καπριτσιόζικο και γκρινιάρικο. Και ο Μισέλ λάτρευε να γνωρίζει το κάθε πρόσωπο της υπεύθυνης μάνατζερ. Να αναζητάει τους λόγους που έκαναν τα μάτια της να γυαλίζουν, άλλες φορές με πονηριά και άλλες από ενθουσιασμό, κι άλλες αυτούς που την έκαναν να χαμογελάει με σφιγμένα τα χείλη, η δείχνοντας τα μαργαριταρένια δόντια της.          

«Μα το καθιστικό σου είναι σχεδόν άδειο!»

«Δε θα το έλεγα! Έχω αυτά ακριβώς που χρειάζομαι. Έναν καναπέ να ξαπλώνω τα απογεύματα που γυρίζω από τη δουλειά και το πικάπ για να ακούω μουσική, το τραπέζι για να ακουμπάω το ποτήρι και το πιάτο μου, ένα καλό βιβλίο για συντροφιά όταν έχω ακεφιές και προτιμώ τη μοναξιά μου… Τι άλλο να θέλω; Είμαι ο βασιλιάς στο λιτό βασίλειο μου, χωρίς να χρειάζεται να τακτοποιώ άχρηστα πράγματα δεξιά κι αριστερά. Όπως έκανε μια ζωή δηλαδή η μητέρα μου, που προσπαθούσε να τακτοποιεί ένα σωρό πράγματα και έχανε και τις λίγες ελεύθερες ώρες που της απέμεναν από τη δουλειά, ώστε να έχει το σπίτι καθαρό και τακτοποιημένο».

«Παιδικό τραύμα λοιπόν;»

«Ίσως. Ένα σπίτι γεμάτο, με ένα σωρό πράγματα που σε αναγκάζουν να πάρεις οι διαφημίσεις και ο καταναλωτισμός και στο τέλος να κοντεύεις να βγεις εσύ από το σπίτι για να μείνουν τα αντικείμενα. Όχι προτιμώ να περιτριγυρίζομαι από έμψυχα παρά από άψυχα!»

«Έχεις κάποιο ζωάκι;»

«Μόνο χαμστεράκι θα μπορούσα να έχω. Λατρεύω τους σκύλους και κυρίως τους μεγάλους, όχι αυτά τα μικρά, υστερικά πλάσματα που όλη την ώρα γαβγίζουν σαν δαιμονισμένα, αλλά δε μου αρέσει η ιδέα ενός εγκλωβισμένου ζώου στο διαμέρισμα όσο εγώ θα βρίσκομαι στη δουλειά και θα τρέχω στις δραστηριότητες και στις λοιπές υποχρεώσεις μου. Οπότε προτίμησα τη μοναξιά!» Είπε με περίλυπο ύφος κάνοντας τη Λόρνα να μειδιάσει. «Αν είχα σπίτι με κήπο», πρόσθεσε, «οπότε να μπορεί και εκείνος να τριγυρνάει ελεύθερος, τότε ναι! Πολύ ευχαρίστως θα υιοθετούσα έναν σκύλο».

«Θα υιοθετούσες!» Επανέλαβε η Λόρνα, κάνοντας της εντύπωση η λέξη ‘‘υιοθετώ’’ αντί για ‘‘παίρνω’’ που είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται για τα ζώα.           

«Ούτε αυτή είναι η σωστή λέξη για εμένα. Όμως είναι προτιμότερη από το ‘‘παίρνω’’ ή ‘‘αγοράζω’’, αναφερόμαστε σε έμψυχα και ζωντανά. Αγόρασα ένα κιλό μοσχαράκι για να μαγειρέψω, αλλά ένα σκύλο ή μία γάτα έστω, την παίρνεις για συντροφιά».

«Δε συμπαθείς πολύ τις γάτες».

«Απλά δε μου κάνουν εντύπωση, τις προτιμώ βέβαια από τα πολύ μικρόσωμα σκυλιά, τουλάχιστον δεν κάνουν φασαρία».

«Βγάζω το συμπέρασμα από αυτά που λες, ότι είσαι ένας άντρας που προτιμάει την ησυχία του».

«Μόλις παρεξηγήθηκα!» Είπε γελώντας. «Εν μέρει θέλω την ησυχία μου, αλλά όχι κι όλες τις ώρες. Είναι ωραίο να έχεις ένα φασαριόζικο πλάσμα στη ζωή σου».

«Σε ποιον αναφέρεσαι;» Τον ρώτησε με μισόκλειστα μάτια η Λόρνα.

«Κυρίως σε φασαριόζικα πλάσματα που συνδυάζουν την πονηριά με την εξυπνάδα και είναι χαριτωμένα και γλυκά».

«Τόσα προσόντα μαζεμένα, που γυρεύεις να τα βρεις;»

«Μπορεί και να τα έχω βρει!» Της απάντησε ρίχνοντας της μια γρήγορη ματιά. «Λοιπόν πριν φάμε, αν θες μπορούμε να σε ξεναγήσω και στο υπόλοιπο άδειο σπίτι μου».

«Γλυκό δεν έχει σήμερα;» Τον ρώτησε η Λόρνα παραξενεμένη.

«Το γλυκό το έφτιαξα χθες, μόλις γύρισα».

«Α, ναι! Από ποιο ζαχαροπλαστείο το έφτιαξες;» Θέλησε να τον πειράξει.

Εκείνος χαμογελαστός βγήκε από το πάσο, κατευθύνθηκε προς το σκαμπό και με ένα απότομο αγκάλιασμα από τη μέση την κατέβασε από το κάθισμα της.

«Αυτό που με αμφισβητείς δε θα σου βγει σε καλό κοριτσάκι», της είπε πριν τη φιλήσει στο στόμα.

«Μπα τι θα μου κάνεις;» Τον ρώτησε εκείνη ετεροχρονισμένα και με κομμένη την ανάσα από το φιλί του.

«Κάποια τιμωρία θα βρω για να σε σωφρονίσω». Είπε ενώ την άφησε και απομακρύνθηκε από κοντά της.    

«Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι», μουρμούρισε ενώ ίσιωνε τα ρούχα της.

Ο Μισέλ κάνοντας ότι δεν την άκουσε πήγε και στάθηκε στην πόρτα που οδηγούσε προς τα δωμάτια.

«Μεγαλειοτάτη, θα επιθυμούσατε να περάσετε στα ιδιαίτερα και κάπως ταπεινά δωμάτια στου σπιτιού μου;»

«Θα σου κάνω τη χάρη». Είπε με βασιλικό ύφος και προχώρησε όλο περιέργεια.

Στα αριστερά του διαδρόμου υπήρχε το δωμάτιο του Μισέλ. Φαινόταν ελάχιστα πιο γεμάτο από το καθιστικό, και ίσως γι’ αυτό το ‘‘παραγέμισμα’’ να ευθυνόταν ότι ήταν πιο μικρός ο χώρος, μη δίνοντας την εντύπωση του άδειου. Στη μέση ένα υπέρδιπλο κρεβάτι, δυο κομοδίνα στα πλάγια του κρεβατιού και μια πολυθρόνα όπου πάνω της ήταν στηριγμένη η κιθάρα του.

«Παίζεις συχνά;» Τον ρώτησε δείχνοντας του το έγχορδο.

«Δε θα το έλεγα, συνήθως βρίσκεται μέσα στη θήκη της στο κάτω μέρος της ντουλάπας. Απλά την έβγαλα και την γρατσούνισα έπειτα από το βράδυ στο Spitalfields!»

«Σκέφτεσαι τελικά να συμμετέχεις στους μουσικούς του δρόμου;»  

«Ούτε καν».

«Έχεις υπέροχη φωνή! Θα μπορούσες άνετα να κάνεις καριέρα στο τραγούδι».

«Τι σημαίνει αυτό, με προτρέπεις να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική;»

«Μόνο αν το θες».

«Ποτέ δε με ενδιέφερε να ασχοληθώ επαγγελματικά, ούτε καν στην εφηβεία μου».

«Πως κι έτσι; Όλοι οι έφηβοι επιθυμούν να γίνουν τραγουδιστές ή ποδοσφαιριστές».

«Από τα δύο θα προτιμούσα ποδοσφαιριστής», παραδέχτηκε ο Μισέλ, «αλλά ποτέ δεν ήμουν σαν τα άλλα παιδιά. Το παιχνίδι το έβλεπα σαν παιχνίδι, τη μουσική σαν τέχνη, και υπάρχουν πάρα πολλοί τραγουδιστές και ποδοσφαιριστές ώστε να καλύψουν την απουσία μου. Βλέπεις σε κάποια πράγματα είμαι πρακτικός άνθρωπος, ενώ σε κάποια άλλα με τα χρόνια έχω αρχίσει να γίνομαι πολύ ρομαντικός».

«Α, ναι… και ποια είναι αυτά;» Τον ρώτησε ζωηρά η Λόρνα, αποφεύγοντας όμως να τον κοιτάξει, περιτριγυρίζοντας στο δωμάτιο του, δήθεν αδιάφορα και καταλήγοντας να σταθεί μπροστά από το παράθυρο παριστάνοντας ότι χαζεύει τους διαβάτες στο δρόμο.  

Ο Μισέλ κάθισε στην κάτω πλευρά του κρεβατιού του.

«Για παράδειγμα η θέα ενός όμορφου λουλουδιού δε με αφήνει ασυγκίνητο, ή μια μελωδία μπορεί να με κάνει να δακρύσω, ένα όμορφο χαμόγελο μπορεί να με κάνει να χαμογελάσω. Ένα έργο τέχνης, μου γεννά αισθήματα, μα κυρίως…» η παύση που ακολούθησε, έκανε τη Λόρνα να γυρίσει και να τον κοιτάξει.

«Ένας χορός σαν της Σαλώμης, όπου η χορεύτρια ελευθερώνεται από τα εφτά πέπλα της…»

«Είσαι απαράδεκτος!» Είπε και πλησιάζοντας τον στάθηκε από πάνω του και τον έσπρωξε προς τα πίσω. Εκείνος γελώντας έφερε τα χέρια του γύρω από τα πόδια της για να κρατηθεί ώστε να μην καταφέρει να τον ξαπλώσει στο κρεβάτι.

«Πότε θα μου χορέψεις;»

«Δε χορεύω!»

«Μα είπες ότι σου άρεσε ο χορός».

«Παλιά, όταν ήμουν κοριτσάκι. Αλλά όπως και εσύ ήμουν πρακτική και άφησα τους χορούς για να δουλέψω στην επιχείρηση του πατέρα μου».

«Το ένα δεν εμποδίζει το άλλο».

«Όχι, αλλά ποτέ δεν υπονοούσα τους χορούς που εννοείς εσύ».

«Και τότε γιατί με πήγες στον Τζακ;»

«Για να σε ευχαριστήσω».

«Μα για τον ίδιο λόγο θα μου χορέψεις».

«Ξέχνα το και σήκω, έχει κι άλλα δωμάτια πίσω από τις πόρτες για να μου δείξεις το σπίτι». Τον προέτρεψε αμήχανα η Λόρνα.

«Άντε εντάξει», είπε και αφέθηκε να παρασυρθεί από το χέρι της και να βρεθεί όρθιος για να την οδηγήσει στο επόμενο δωμάτιο. Προσπερνώντας το μπάνιο και τη μικρή αποθήκη που βρίσκονταν το πλυντήριο και η απλώστρα για τα ρούχα, πέρασαν στο δεύτερο υπνοδωμάτιο.

Εκεί υπήρχε ένα γραφείο πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένο ένα laptop, καθώς στο πάτωμα ήταν ακουμπισμένο ένα πολυμηχάνημα. Κατά τα άλλα κούτες κλειστές πλαισίωναν τον χώρο.

«Πότε μετακόμισες;» Τον ρώτησε η Λόρνα.

«Λίγο καιρό αφού έπιασα δουλειά». Απάντησε με ειλικρίνεια ο Μισέλ.

«Έχεις σχεδόν δύο χρόνια λοιπόν».

«Και τρεις μήνες».

«Και τα πράγματα σου είναι ακόμα μέσα σε κούτες; Δεν έχεις καταφέρει να ξεπακετάρεις ακόμα;»

«Αυτά που χρειαζόμουν είναι στη θέση τους, τα άλλα δε θεώρησα ανάγκη να τα βγάλω από τα κουτιά».

«Είσαι λίγο τεμπελάκος!»

«Δε θα το κρύψω. Βαριέμαι το συμμάζεμα. Μπορώ να τρώω ώρες στο μαγείρεμα, αλλά με τις υπόλοιπες δουλειές δεν τα πάω πολύ καλά, προτιμώ να τριγυρνάω στους δρόμους και στο σπίτι να έρχομαι να χαλαρώνω και να ξεκουραστώ».

«Το βλέπω». Είπε και ξεκίνησε να βγει από το δωμάτιο για να πάει στο καθιστικό. Στην πόρτα όμως στάθηκε. «Εκτός κι αν…» είπε και τον κοίταξε στα μάτια ερευνητικά.

«Εκτός κι αν;» Την προέτρεψε εκείνος να συνεχίσει τη φράση της.

«Εκτός κι αν ετοιμάζεσαι να φύγεις από την Αγγλία και στην ουσία πακετάρεις πράγματα…» είπε και τον κοίταξε δύσπιστα.

«Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η απόφαση της κυβέρνησης της Μεγάλης Βρετανίας τώρα με το Brexit. Όμως πίστεψε με δεν έχω κανέναν σκοπό να φύγω από μόνος μου, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες σου να με κάνεις μάγειρα σε γαλλικό ρεστοράν, τραγουδιστή και ίνδαλμα της γαλλικής νεολαίας ή ποδοσφαιριστή της εθνικής».      

«Δε θέλω να σε διώξω», είπε και πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του τρυφερά.

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια!»

«Δηλαδή με συμπαθείς λιγάκι, έστω τόσο;» Είπε και ένωσε το δείχτη με τον αντίχειρα του.

«Ίσως λίγο περισσότερο. Αν δε σε συμπαθούσα δε θα πέρναγα τόσες ώρες μαζί σου έξω από τη δουλειά, και είχα τον τρόπο να σε κρατήσω μακριά μου τις ώρες εργασίας».

«Δηλαδή τόσο καιρό που δεν κάναμε παρέα στη δουλειά ήταν επειδή δε με συμπαθούσες;»

«Ήταν επειδή δε σε ήξερα. Άλλο το ένα άλλο το άλλο».

«Αλλά ούτε έκανες κάτι να με γνωρίσεις».

«Η αλήθεια είναι ότι δε με είχες συγκινήσει!»

«Πως γίνεται; Έχω καταφέρει να συγκινήσω όλες τις γυναίκες στην επιχείρηση».

«Νομίζω ότι ακριβώς εκεί ήταν το θέμα».

«Ήθελες αποκλειστικότητες!» Της είπε πονηρά.

«Φαινόσουν κόλακας, και δε μου αρέσουν οι τύποι που όλοι την ώρα κολακεύουν. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε σε συμπαθούσα, έδειχνα μεγάλη ανοχή στις διπλωματικές σου ικανότητες».

«Ώστε με ανεχόσουν;»

«Και το έκανα με μεγάλη ευχαρίστηση. Άλλωστε και εσύ ήσουν πολύ απασχολημένος με τις διάφορες στη δουλειά και δεν πλησίαζες».

«Πλησίαζα όσο μου επέτρεπε η επιγραφή «Προσοχή σκύλος»!»

«Μισέλ ξέρεις κάτι», είπε και αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά του, «θα εισηγηθώ να απολυθείς. Αύριο κιόλας!»

«Δε με πειράζει, θα πιάσω δουλειά στο μπιστρό της Σόφι, θα έρχεσαι τουλάχιστον να τρως;» Τη ρώτησε τραβώντας την ξανά στην αγκαλιά του.

«Αν χαρακτηρίζεις τους πελάτες σου σκύλους, μάλλον δε θα έρχομαι, αλλά θα το σκεφτώ».

«Θα έρχεσαι, αλλά καλύτερα να έρχεσαι απευθείας στο σπίτι μου να τρως». Είπε φιλώντας της το χέρι.

«Μα θα σε διώξω από τη δουλειά».

«Δε με επηρεάζουν οι μικρότητες». Σχολίασε. «Θα σου έχω και γλυκό». Θέλησε να τη δελεάσει.

«Και τι γλυκό έφτιαξες για σήμερα;»

«La tarte aux pomp».

«Μηλόπιτα; Τέλεια!»

«Γιατί τόσος ενθουσιασμός;»

«Μηλόπιτα φτιάχνει και η μητέρα μου, για να δούμε αξίζεις την πρώτη θέση που με τόσο ζήλο διεκδικείς!»

«Επιτέλους ήρθε η ώρα της δικαίωσης».  

«Έχω αρχίσει να πεινάω όμως».

«Ευτυχώς ξεκίνησα τη διαδικασία πριν έρθεις. Οπότε δε θα αργήσουμε να κάτσουμε στο τραπέζι». 

«Υποτίθεται ότι θα μαγείρευες μπροστά μου!»

«Υποτίθεται ότι δε θα έκοβες βόλτες μέσα στο σπίτι και ότι θα καθόσουν να με παρακολουθείς».

Επέστρεψαν στον πάγκο της κουζίνας, με τη Λόρνα να κάθεται στο σκαμπό και τον Μισέλ να περνάει στην κουζίνα για να μαζέψει τα σκεύη και να αρχίσει να καθαρίζει την ακαταστασία.

«Σαν βομβαρδισμένη είναι η κουζίνα σου!» Σχολίασε η Λόρνα πίνοντας μια γουλιά από το ποτήρι της.

«Είναι μπελάς αυτό το φαγητό. Ελπίζω να σου αρέσει και να μην απογοητεύσω τους γευστικούς αισθητήρες σου».

«Δε νομίζω, οι μυρωδιές που φτάνουν ως εμένα, με κάνουν να πεινάω. Και για να ξέρεις, με τη θέα και μόνο ενός φαγητού που δε μου αρέσει μου κόβεται κάθε όρεξη».

«Οπότε να υποθέσω ότι είμαστε σε καλό δρόμο».

«Μάλλον!»

«Θες αντί να στέκεσαι εκεί να περάσεις μέσα από την κουζίνα και να με βοηθήσεις να μαζέψω το χάλι».

«Όχι, δε θέλω. Προτιμώ να σε βλέπω να τα κάνεις εσύ όλα».

«Είσαι καλομαθημένη!»

«Καθώς φαίνεται! Και τώρα θα περάσουμε στη θεωρητική εξέταση».

«Ποια εξέταση;»

«Της μαγειρικής, έφτιαξες ένα φαγητό, και το ξεκίνησες πριν έρθω, τώρα θέλω να μου πεις τι έκανες».

«Αλήθεια! Θα υποστώ το μαρτύριο της προφορικής εξέτασης;»

«Σε ακούω!» Επέμεινε η Λόρνα.

«Λοιπόν. Πρώτα έκοψα σε κύβους το μοσχαράκι, το οποίο πρέπει να σημειώσεις, ότι δεν πρέπει να το αγοράσεις με κόκκαλο, από το χασάπη. Αφού το στέγνωσα με χαρτί κουζίνας το άφησα στην ησυχία του, σε θερμοκρασία δωματίου. Έπειτα ετοίμασα το μπέικον, έκοψα την εξωτερική πλευρά του και έβαλα όλα τα κομμάτια του σε ένα κατσαρολάκι με ζεστό νερό για δέκα περίπου λεπτά. Αφού έβγαλα τα κομμάτια του μπέικον από το κατσαρολάκι, τα στέγνωσα και αυτά με τη σειρά τους, ξεχώρισα τις άκρες του και το έκοψα σε κομμάτια όπως είχα κάνει και με το μοσχαράκι. Στο μεταξύ ο φούρνος μου προθερμαινόταν στους 230 βαθμούς C. Σε μια κατσαρόλα σε μέτρια φωτιά, ζέστανα το λάδι να κάψει και πρόσθεσα το μπέικον μέχρι να γίνει τραγανό».

«Πόση ώρα δηλαδή;»

«Περίπου τρία με τέσσερα λεπτά. Έπειτα έβγαλα το μπέικον και το έβαλα σε μπολ.  Μόλις κάπνισε η κατσαρόλα, έβαλα τα στεγνά κομμάτια του κρέατος. Και τα σόταρα από όλες τις πλευρές, γυρνώντας τα ανά δύο λεπτά περίπου, αυτό είναι κάπως περίεργο κομμάτι στη συνταγή, γιατί χρειάζεται να σοταριστεί το κρέας σε δόσεις και όχι όλο μαζί, αλλά μιας και μαγείρεψα μόνο για σένα και εμένα δεν ταλαιπωρήθηκα πολύ».

«Χαίρομαι που το ακούω».

«Μόλις έβγαλα το κρέας το έβαλα στο μπολ μαζί με το μπέικον. Αφού τελείωσα με το κρέας, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, ήρθε η σειρά για το καρότο και το κρεμμύδι, τα οποία και σόταρα για 4 με 5 λεπτά. Αφού τα έβγαλα από την κατσαρόλα, την σκούπισα για να μην έχει λίπος και έβαλα ξανά το κρέας με το μπέικον, τα οποία πασπάλισα με αλεύρι, ανακατεύοντας. Τοποθέτησα την κατσαρόλα στον φούρνο, την άφησα τέσσερα λεπτά, ανακάτεψα, και έπειτα την άφησα άλλα τέσσερα λεπτά μέσα. Εδώ ή που θα καταφέρεις ή που θα αποτύχεις να δημιουργήσεις στο κρέας την χαρακτηριστική λεπτή κρούστα και το σωστό καφέ χρώμα του Μπουργκινιόν. Έβγαλα την κατσαρόλα από το φούρνο και χαμήλωσα τη θερμοκρασία από τους 230 στους 160 βαθμούς C. Πρόσθεσα κόκκινο κρασί και ζωμό, μόνο τόσο για να καλυφθεί το κρέας, επίσης έριξα και τους ζωμούς από το μπολ που πριν είχα το κρέας και το μπέικον, το σκόρδο, θυμάρι, τις ασοτάριστες άκρες του μπέικον, αλατοπίπερο, και κάτι ακόμα! Την πάστα ντομάτας την ανέφερα;»

«Όχι».

«Και πάστα ντομάτας λοιπόν! Αφού ξάφρισα και απέσυρα το μοσχαράκι από τη φωτιά, κάλυψα την κατσαρόλα με το καπάκι και το έβαλα στο φούρνο να σιγοβράζει για δυόμιση με τρεις ώρες περίπου. Και ήρθε η σειρά για τα κακόμοιρα κρεμμυδάκια που έχουν εκδικηθεί τόσους και τόσους μάγειρες ανά τον κόσμο, με το να χύνουν μαύρο δάκρυ κάθε φορά που τα καθαρίζουν. Σε ένα τηγάνι είχα ζεστάνει το λάδι με το βούτυρο και έριξα τα κρεμμύδια. Τα σόταρα σε μέτρια φωτιά και τα ανακάτεψα. Διαδικασία που χρειάστηκε περίπου δέκα λεπτά, αλλά αυτό θα είσαι σίγουρος ότι το πέτυχες όταν τα κρεμμύδια θα έχουν πάρει ένα χρυσό ομοιόμορφο χρώμα. Έπειτα πρόσθεσα το κρασί, το ζωμό, το μπουκέ γκαρνί, αλατοπίπερο, σκέπασα το τηγάνι και τα άφησα να σιγομαγειρεύεται για 45 λεπτά. Μόλις το υγρό εξατμίστηκε ήξερα ότι ήταν έτοιμα, καραμελωμένα εξωτερικά και τραγανά».    

«Κουράστηκα», μουρμούρισε η Λόρνα.

«Τι είπες;»

«Συνέχισε!»

«Και έπειτα ήρθαν τα μανιτάρια. Σε ένα τηγάνι έβαλα να κάψει βούτυρο, μόλις σταμάτησε να αφρίζει έριξα τα μανιτάρια. Σόταρα ανακατεύοντας μέχρι να πάρουν το καφέ χρώμα, όμως χωρίς να τα αφήσω να μαραθούν και να βράσουν. Τα απέσυρα από τη φωτιά και τα μετέφερα στο μπολ με τα κρεμμύδια. Μετά από δυόμιση ώρες στο φούρνο, έλεγξα αν το κρέας τρυπιέται με το πιρούνι, έτσι κατάλαβα ότι ήταν έτοιμο. Και έπειτα έκανα τη σάλτσα. Με ένα σουρωτήρι σούρωσα το κατσαρόλι του μπουργκινιόν, μεταφέροντας τα κομμάτια σε μπολ. Καθάρισα την κατσαρόλα και τοποθέτησα μέσα το κρέας, με το μπέικον και γύρω από αυτά τα μανιτάρια με τα κρεμμύδια. Ζέστανα το κατσαρολάκι σε χαμηλή φωτιά ενώ αφαιρούσα από την επιφάνεια το λίπος, έναν κίτρινο αφρό. Σιγόβρασα για 1με 2 λεπτά μέχρι να δέσει η σάλτσα και να μπορεί να σταθεί στο πίσω μέρος του κουταλιού».*      

«Συγνώμη, όλα αυτά τα έκανες όσο εγώ χάζευα τους δίσκους και τους τίτλους από τα βιβλία σου;»

«Εμ η αλήθεια είναι πως όχι!» Είπε σφίγγοντας δήθεν ένοχα τα χείλη του.

«Δηλαδή;»

«Βασικά αν ξεκινούσα όλη αυτή τη διαδικασία μπροστά σου, θα έπρεπε να παραγγείλουμε από τη Σόφη, και να φάμε το φαγητό που ετοιμάζω αύριο. Οπότε ξεκίνησα από εχθές το βράδυ, μόλις τελείωσα με τη μηλόπιτα, ξεκίνησα με την προετοιμασία του φαγητού». Είπε κοιτώντας την στα μάτια περιμένοντας αν θα τον ‘‘έκρινε’’ ένοχο ή θα του συγχωρούσε αυτή του τη μικρή παρασπονδία.  

«Τουλάχιστον δε θα αργήσουμε να φάμε». Σχολίασε η Λόρνα αδιάφορη για την ‘‘απατεωνιά’’ του Μισέλ. «Και όλα αυτά τα κουζινικά που είναι στοιβαγμένα στον πάγκο και στο νεροχύτη;» Τον ρώτησε απορημένη.

«Πρώτον δεν πάλευα να καθαρίσω, και δεύτερον αν όλα ήταν στην εντέλεια όταν θα ερχόσουν, θα είχες κάθε λόγο να πιστεύεις ότι είχα παραγγείλει το φαγητό και δεν το είχα ετοιμάσει μόνος μου, σε μια προσπάθεια να σε ξεγελάσω».  

«Οπότε η ακαταστασία είναι η απόδειξη ότι εσύ μαγείρεψες;»

«Κατά κάποιο τρόπο».

«Και όση ώρα ανακάτευες διάφορα πίσω από τον πάγκο, απλώς μου έριχνες στάχτη στα μάτια;»

«Όχι, δεν είχε τελειώσει ακόμα η διαδικασία του μαγειρέματος. Είχε μείνει μόλις το τελευταίο στάδιο πριν το σερβίρισμα. Το βράδυ και αφού είχε κρυώσει η κατσαρόλα την έβαλα στο ψυγείο, σήμερα λοιπόν την έβγαλα για δυο ώρες και την άφησα σε θερμοκρασία δωματίου πριν ζεστάνω το φαγητό σε πολύ σιγανή φωτιά για είκοσι λεπτά. Έπειτα κούνησα περιστρέφοντας τη σάλτσα ώστε να πάει παντού και τώρα είμαι έτοιμος να σερβίρω».  

«Είμαι σίγουρη ότι ξέρεις τι έχεις κάνει».

«Να το πάρω σαν ειρωνεία;»

«Όχι, απλά οι μυρωδιές μου έχουν σπάσει τη μύτη και έχω αρχίσει να πεινάω απελπισμένα». 

«Ωραία λοιπόν, μιας και εδώ επικρατεί το χάος αφού δε θέλησες να βάλεις ένα χεράκι να συμμαζέψουμε, θα πρότεινα να φάμε στο τραπεζάκι του καθιστικού».

«Εντάξει», είπε και σηκώθηκε με το ποτήρι στο χέρι και κατευθύνθηκε στον φαρδύ, χαμηλό καναπέ. Ο Μισέλ μην έχοντας να περιμένει βοήθεια από τη Λόρνα, αναστέναξε και πήγε και μάζεψε τα πράγματα πάνω από το γυάλινο τραπεζάκι και τα άφησε στο πάτωμα δίπλα στην ντάνα με τα βιβλία. Έπειτα αφού έφερε τα δυο πιάτα με σερβιρισμένο το φαγητό, έφερε δυο καθαρά ποτήρια με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, τη σαλάτα και τελικά κάθισε δίπλα της στον χαμηλό καναπέ. Αφού γέμισε τα ποτήρια τους με κρασί, σήκωσε το δικό του προς το δικό της.

«Στην υγειά σου Λόρνα, χαίρομαι που είσαι μαζί μου εδώ και θα απολαύσουμε αυτό το υπέροχο φαγητό που έφτιαξα για εσένα».

«Η μετριοφροσύνη ποτέ δεν έβλαψε κανέναν, άλλωστε εγώ θα κρίνω αν το φαγητό είναι υπέροχο ή όχι!» Είπε σοβαρή προσπαθώντας να συγκρατηθεί να μην ξεσπάσει σε γέλια, με την έκφραση που πήρε ο γάλλος. Έπιασε μια μπουκιά με το πιρούνι της και έβαλε ένα κομμάτι κρέας στο στόμα. Μισέλ, μπορείς να συνεχίσεις να διεκδικείς την πρώτη θέση, είναι πραγματικά υπέροχο. Του είπε και έσκυψε και του έδωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο.

«Αλήθεια σου αρέσει;»

«Είναι εξαιρετικό! Μπορείς να εξακολουθήσεις να μην είσαι μετριόφρον όσον αφορά της μαγειρικές σου ικανότητες, αλλά την επόμενη φορά που θα υπονοήσεις ότι είμαι σκύλα, ετοιμάσου να σε περιλούσω με τη σάλτσα που θα έχεις ετοιμάσει».

«Μάλιστα μεγαλειοτάτη, κατάλαβα!»

*αν θελήσετε να μαγειρέψετε Μοσχαράκι Βουργουνδίας, προτιμότερο να ψάξετε συνταγές στο ιντερνέτ ή σε βιβλία μαγειρικής και να αποφύγετε τη συγκεκριμένη, μιας και υπάρχουν κενά στην παρασκευή της, για την οικονομία του έργου.  

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ – ΛΕΥΚΗ ΟΡΧΙΔΕΑ-

 

Οι εβδομάδες περνούσαν για τη Λόρνα μέσα σε μια ερωτική μέθη αλλά και με μια κρυφή ανησυχία, που ολοένα προσπαθούσε να διώχνει από το μυαλό της! Ήταν η πρώτη φορά που η σχέση της με έναν άντρα πήγαινε τόσο καλά. Εκείνη δεν ήταν από τις γυναίκες που της άρεσε να παίζει παιχνίδια, γι’ αυτό και ποτέ δε θα χαρακτήριζε τον εαυτό της ως μοιραία γυναίκα. Αυτό βέβαια δε σήμαινε ότι οι άλλοι δεν την έβλεπαν ως ένα μοιραίο και δυναμικό πλάσμα. Μια φίλη της, η οποία σκαρφιζόταν όλων των ειδών τα κόλπα, τα περισσότερα των οποίων είχε διαβάσει σε γυναικεία περιοδικά, όπως το cosmopolitan, τη ρωτούσε πως τα κατάφερνε. Η Λόρνα την πρώτη φορά την είχε κοιτάξει με απορία, δεν είχε καταλάβει σε τι αναφέρεται. Όταν της εξήγησε τι εννοούσε, η Λόρνα έβαλε τα γέλια, τραβώντας τα βλέμματα από τους θαμώνες της καφετέριας, επάνω τους.

«Δεν έχω καμία σχέση με αυτό που με χαρακτηρίζεις».

«Ναι καλά», της είπε πειραγμένη η άλλη, που θεώρησε ότι η Λόρνα δεν ήθελε να μοιραστεί το μυστικό μαζί της.

«Αλήθεια σου λέω».

«Δε σε πιστεύω, όπου και να ρίξεις το βλέμμα σου θα μαγνητίσεις τα αντρικά βλέμματα».

«Σημασία δεν έχει για μένα ο οποιοσδήποτε, αλλά αυτός που θα ξεχωρίσει!»

«Και πως θα ξεχωρίζει;»

«Τι να σου πω, αυτό είναι θέμα γούστου, και φυσικά το πως θα σε πλησιάσει κάποιος παίζει, όσο να ’ναι, το ρόλο του».

«Δεν καταλαβαίνω».

«Κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις! Το να μην είναι αδέξιος μέσα στην υπερβολική αυτοπεποίθηση του για παράδειγμα έχει σημασία».

«Το θέμα είναι αν θα σπρώξει κατά λάθος το ποτήρι και χύσει το ποτό;»

«Φυσικά και δεν εννοώ αυτό». Είπε αποφασίζοντας να αφήσει στην άκρη τον εκνευρισμό της. Όταν οι άλλοι δεν ήθελαν να καταλάβουν ένοιωθε να κουράζεται. Είχε βαρύ ημερήσιο πρόγραμμα για να αναμασά αυτά που έλεγε. «Θα στο πω όσο πιο απλά γίνεται. Γνωρίζεις κάποιον, υπάρχει μια αμοιβαία συμπάθεια και διάθεση να γνωριστείτε. Αν είναι ο σωστός, το πράγμα θα κυλήσει από μόνο του. Δεν χρειάζονται παιχνίδια και νάζια. Όλα αυτά μπορούν να προκαλέσουν παρεξηγήσεις που να γιγαντωθούν από το τίποτα».        

«Εδώ κάνεις μεγάλο λάθος φιλενάδα», της είπε με ύφος ειδήμονα η άλλη που μέχρι πριν από λίγο ζητούσε τη συμβουλή της. «Αν δε σπρώξεις και εσύ μια κατάσταση, δε θα προχωρήσει από μόνη της».

«Φυσικά και όχι, αλλά αν θέλω να δω κάποιον δε θα περιμένω να με πάρει εκείνος. Θα του δώσω λίγο χρόνο και έπειτα θα επικοινωνήσω εγώ. Δε θα υποκριθώ την αδιάφορη, ούτε φυσικά και θα σκίσω τις φλέβες με τα δόντια μου. Και σημείωσε ότι δεν αξίζει κανείς να σκίσεις τις φλέβες σου με κανένα αιχμηρό αντικείμενο».

Η Λόρνα ήταν απόλυτα ειλικρινής όταν εξέφραζε αυτές της τις απόψεις. Πράγματι θεωρούσε ότι με τον σωστό άνθρωπο το πράγμα θα κυλούσε από μόνο του. Όταν ο άλλος είτε άντρας, είτε γυναίκα δημιουργεί μεγάλο κακό με μικροπράγματα, σημαίνει ότι είναι ‘‘δυσκοίλιος’’ και δεν αξίζει υπερπροσπάθειας. Γιατί αν αντιμετώπιζε με τόσο φιλοσοφική, ας την χαρακτηρίσουμε, διάθεση κάτι απλό, στα δύσκολα πως θα αντιδρούσε; Δεν της άρεσε το παιχνίδι, ήθελε να είναι διάφανη και να παίζει με ανοιχτά χαρτιά με τον εκάστοτε σύντροφο της, κι αν το είχε μετανιώσει έκτοτε κάποιες φορές, μιας και ο καλός της δεν είχε εκτιμήσει την ειλικρίνεια της, ερχόταν η ώρα που ανακουφιζόταν αφού συνειδητοποιούσε για άλλη μια φορά, ότι αυτός ο άντρας δεν της ταίριαζε. Αν εκείνος προτιμούσε κάποια να υποκρίνεται, εκείνη στις προσωπικές της σχέσεις προτιμούσε να είναι ο εαυτός της. Αρκετά αναγκαζόταν να καταπιέζεται στο χώρο εργασίας της με κάποιους παράξενους πελάτες. Εκεί βέβαια δεν την έπαιρναν οι νεωτεριστικές ιδέες της περί διαφάνειας, γιατί επιχείρηση είχαν και αν δε δέχονταν τους πελάτες, θα φαλίριζαν. Οπότε να τα σφιγμένα χαμόγελα που δεν έφταναν ποτέ ως τα μάτια.     

Όλη αυτή της η αντιμετώπιση περί ειλικρίνειας στα ζευγάρια, κάτι που είχε διδαχτεί από τη σχέση των γονιών της, δημιουργούσε γύρω της ένα φάσμα μοιραίας ύπαρξης, που έκανε τους άλλους να θέλγονται από την παρουσία της. Σε συνδυασμό μάλιστα με την εμφάνιση της, το δυναμισμό και την ευστροφία της, ποιος θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος; Εκείνη παρέμενε μεν ευγενική, κρατώντας σε απόσταση τους υποψήφιους μνηστήρες. Εμμένοντας πιστή στις απόψεις της και με μια μυστική βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε άντρας που να τη συμπληρώνει, όσο κι αν κάποιες φορές αφέθηκε να παραμυθιαστεί από την παρουσία κάποιου άντρα στη ζωή της, που τελικά αποδεικνυόταν ότι απλά έκλεβε χώρο από το κρεβάτι της. Όμως τι τα θες, πόσα μέλη να είναι τυχερά στον ερωτικό τομέα από την οικογένεια τους. Η μητέρα της είχε συναντήσει τον πατέρα τους, όπου από αρκετά νεαρή ηλικία αποφάσισαν ότι ήταν ο ένας για τον άλλον, και τέλος. Ο Γκράχαμ είχε βρει, στο πιο απίστευτο μέρος για εκείνον, το άλλο του μισό. Που με μια πρώτη ματιά φαίνονταν αταίριαστοι αλλά οι ίδιοι μόνο γνώριζαν πόσο καλά περνούσαν, αν και ώρες ώρες το ελληνικό ρητό του «Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε», ήταν σαν να το εμπνεύστηκαν από αυτούς τους δύο. Η Λόρνα έκρυβε μέσα της την κρυφή ελπίδα, η Άιλα να κληρονομούσε την τύχη των γονιών της και ίσως του Γκράχαμ και να έβρισκε το άλλο της μισό στη ζωή. Όσο για την ίδια, τα κατάφερνε μια χαρά και μόνη της.

Κι όμως να που ο Μισέλ, είχε αρχίσει να αποδεικνύεται κάτι πολύ κοντά σε αυτό που αναζητούσε. Εκτός που εξωτερικά ήταν ένας πολύ εμφανίσιμος άντρας και φυσικά έξυπνος, η γοητεία του δεν σταματούσε σε αυτά.  Από τη στιγμή που αποφάσισε κι η Λόρνα να αφήσει στην άκρη τον μηχανισμό του να σαμποτάρει τον εαυτό της, χαλαρώνοντας τις άμυνες της, είχε αποδειχτεί ότι συνεννοούταν σχεδόν απόλυτα μαζί του ή τουλάχιστον όσο μπορεί να συνεννοηθεί κανείς με κάποιον που έχει ξεχωριστό μυαλό και προσωπικότητα. Επικοινωνούσαν με τα βλέμματα, χωρίς να χρειάζεται να κάνουν ούτε νοήματα, ενώ όταν ήταν μόνοι, ανάλογα με τη διάθεση τους μπορεί να αντάλλασαν εντυπώσεις, να παρέμεναν σιωπηλοί απολαμβάνοντας τη μουσική ή και τη σιωπή. Και όσο για τις λίγες φορές που κινδύνεψαν να πέσουν θύματα παρεξηγήσεων, ο Μισέλ συνηθισμένος από τη μητρική του γλώσσα που θεωρείται και η γλώσσα της διπλωματίας, δεν ήταν πρόθυμος να κρύβει τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι, αλλά τα έφερνε στο προσκήνιο προκειμένου να λυθούν. Και έτσι οι δύο τους συνέχιζαν ομαλά την κοινή ζωή τους εκτός εργασιακού χώρου. Μέσα στα γραφεία της εταιρείας, κανείς δεν είχε αντιληφθεί τη μυστική τους σχέση. Αν και μια δυο φορές, είχαν συναντηθεί στο δεύτερο υπόγειο της επιχείρησης για να ανταλλάξουν φιλιά και χάδια, κάτι που είχε εξιτάρει και τους δύο σε μεγάλο βαθμό. Όμως αποφάσισαν να αφήσουν τα παιχνίδια για το σπίτι, μιας και το υπόγειο δεν ενδεικνυόταν για το πιο κατάλληλο μέρος από αδιάκριτα βλέμματα και η Λόρνα δεν ήταν μια απλή υπάλληλος.

Τις μέρες των εορτών των Χριστουγέννων, ο Μισέλ είχε πάρει άδεια για να τις περάσει στο Παρίσι με τους δικούς του. Η Λόρνα αναρωτιόταν αν θα ήταν καλή ιδέα να πάει μαζί του, αφού ένοιωθε ότι εκείνες οι μέρες θα της φαινόταν βουνό που θα έλειπε μακριά της, αλλά κατέληξε ότι μια τέτοια πρωτοβουλία ίσως να ήταν δυσάρεστη για τον Μισέλ κάνοντας τον να νιώσει ότι ήθελε να ελέγξει τις σχέσεις του στη Γαλλία. Αν ήθελε ας την προσκαλούσε εκείνος και ας μην συμπεριφερόταν σαν ξεμυαλισμένη έφηβη. Αν η σχέση τους διατηρούταν θα είχαν άλλες ευκαιρίες να πάνε μαζί στην πατρίδα του. Για την ώρα θα καθόταν και θα γιόρταζε παραδοσιακά με τους δικούς της, απολαμβάνοντας τα γεύματα στο πατρικό της. 

Ο Μισέλ θα πέταγε παραμονές Χριστουγέννων και θα επέστρεφε στο αεροδρόμιο του Λονδίνου την επόμενη της πρωτοχρονιάς. «Θα μιλάμε κάθε μέρα μέσω Skype». Της είχε υποσχεθεί, βλέποντας την απογοήτευση της. «Και για να μην κάνω γκάφα, κάλεσε με εσύ, δε θέλω να σε πάρω αν είσαι στο σπίτι με τους δικούς σου». Της έδωσε την άδεια, μιας και φανταζόταν ότι το μυαλό της πιθανόν να έτρεχε σε κάποια σχέση του στη Γαλλία, που η σύντομη επιστροφή του στα πάτρια εδάφη θα αναζωπύρωνε τον έρωτά τους. Γνώριζε όμως και ο ίδιος ότι η Λόρνα ήταν διακριτική και δε θα τον ενοχλούσε αν δεν επέλεγε εκείνος να επικοινωνήσει μαζί της. Ανήμερα τα Χριστούγεννα του έστειλε ένα μήνυμα με ευχές και αργά το βράδυ δέχτηκε την κλήση του μέσω Skype. 

Το πρόσωπο της φωτίστηκε ολόκληρο μόλις τον είδε να εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή της.

«Τι κάνεις βασίλισσα;»

«Αναβαθμίστηκα ακούω!»

«Πάντα βασίλισσα ήσουν απλά το κρατούσα κρυφό».                 

«Και κρυφό να το κρατήσεις σε παρακαλώ, αν το μάθει η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας μπορεί να κινδυνέψω σαν ηρωίδα του Σαίξπηρ».

«Έχεις διάθεση για λογοτεχνική συζήτηση βλέπω».

«Άλλες διαθέσεις έχω, αλλά είσαι μακριά!»

«Μη μου το κάνεις αυτό. Δεν το έχω σε τίποτα να εμφανιστώ στην πόρτα σου αύριο το πρωί».

«Υπέροχο χριστουγεννιάτικο δώρο! Θα το δεχτώ έστω και καθυστερημένα».

«Θα απογοητευτούν πολλοί αν φύγω, άλλωστε σε μια εβδομάδα θα είμαι πίσω στο Λονδίνο μωρό μου, και σου υπόσχομαι ότι θα αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο».

«Εντάξει, καλά. Πως πέρασες;»

«Πως πέρασες;» Ρώτησαν και οι δύο συγχρόνως. «Εσύ πρώτη».

«Ήσυχα! Ξέρεις τώρα, δοκίμασα περίπου στα δέκα φαγητά που ετοίμασε η μητέρα μου για την ημέρα και άλλα πέντε γλυκά. Νομίζω θα τη βγάλω με σόδες απόψε τη νύχτα. Πήρα και προμήθειες για το σπίτι».

«Να ανησυχήσω ότι κινδυνεύει η μαγειρική μου πρωτιά;»

«Με συγχωρείς, πότε είπα εγώ ότι έχεις κατακτήσει την πρώτη θέση».

«Μα σου μαγειρεύω τόσο καιρό…»

«Αυτό δεν είναι επιχείρημα, η Μάγκι μου μαγειρεύει σχεδόν τριάντα χρόνια!»

«Τέλος πάντων, θα το λύσω κι αυτό όταν γυρίσω».

Κουρασμένος από το ταξίδι ο Μισέλ, μετά από λίγη ακόμα συζήτηση, με δυσκολία συγκρατούσε το χασμουρητό του. Η Λόρνα τον καληνύχτισε και έπεσε και εκείνη να κοιμηθεί.

Την πρώτη εργάσιμη μέρα μετά τα Χριστούγεννα, γύρω στις δέκα, κι ενώ η Λόρνα είχε αφοσιωθεί στις υποχρεώσεις της, έκανε την εμφάνιση του στο γραφείο της ο νεαρός που είχε μισθώσει ο Μισέλ να της πηγαίνει το φαγητό. Αφού της ευχήθηκε καλές γιορτές, της άφησε το πακέτο, πήρε το φιλοδώρημα και έφυγε ικανοποιημένος για να επιστρέψει σπίτι και να συνεχίσει τον ύπνο του έπειτα από το ξεφάντωμα των γιορτών. Εκείνη άνοιξε απορημένη το πακέτο. Το γεύμα περιλάμβανε Croque-monsieur, «τραγανούς κυρίους» και το αγαπημένο της Paris-Brest με σαντιγί. Ενώ ανάμεσα στα δυο πακέτα υπήρχε και ένας σφραγισμένος φάκελος που έγραφε το όνομα της. Έσκισε το φάκελο και έβγαλε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα και ένα φύλλο χαρτί. Η κάρτα έδειχνε ένα τζάκι με αναμμένη φωτιά και μια χριστουγεννιάτικη κάλτσα καρφωμένη πάνω σε αυτό, την άνοιξε και διάβασε τις ευχές του. «Μωρό μου, σου εύχομαι τα καλύτερα. Να περάσεις όμορφα και σε συμβουλέυω να είσαι φρόνιμη, ούτε που θα το καταλάβεις πότε θα επιστρέψω να σε βάλω ξανά στην αγκαλιά μου». Η Λόρνα αναρίγησε με την μνήμη των χεριών του γύρω από το σώμα της. Έπειτα άνοιξε το διπλωμένο χαρτί.

«Σκέφτηκα να μη σε αφήσω νηστικό τις μέρες που λείπω, οπότε έχω κανονίσει με τον μικρό να περνάει από το μπιστρό της Σόφι  για τις λίγες μέρες που θα απουσιάζω και να σου φέρνει φαγητό. Μου λείπεις ήδη!»

Για άλλη μια φορά είχε σκεφτεί για εκείνη πριν από εκείνη. Και γνωρίζοντας ότι ίσως την ανησυχούσε για το αν υποψιάζονταν κάτι οι συνάδελφοι που η τροφοδοσία θα είχε σταματήσει ακριβώς τις μέρες που εκείνος απουσίαζε από το γραφείο, είχε βρει τρόπο να καλύψει το θέμα. Αν και ίσως τα πράγματα να ήταν πιο απλά. Σκέφτηκε και κοίταξε χαμογελώντας το φαγητό της Μάγκι που είχε φέρει πακεταρισμένο από το σπίτι.

Έβγαλε το κινητό από την τσάντα της και πληκτρολόγησε ένα μήνυμα.

«Καλημέρα. Μόλις έλαβα το πακέτο σου. Αλήθεια δεν ανησυχείς μήπως το φαγητό της Σόφι ανέβει στις προτιμήσεις μου;»

«Ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό. Δε νομίζω ότι υπάρχει κίνδυνος άλλος σεφ να τα καταφέρει καλύτερα από εμένα! Αναζητάω στα βιβλία συνταγών πως θα καταφέρω να ξεπεράσω τη μητέρα σου. Για έρευνα επέστρεψα στη Γαλλία, όχι για διακοπές!»

«Τι λέει το πρόγραμμα σου σήμερα;»

«Θα πάω βόλτα με τη μικρή, μου έχει λείψει, και καθώς φαίνεται κι εγώ της έχω λείψει!»

Αυτό συμβαίνει με τα μεγαλύτερα αδέρφια, σκέφτηκε η Λόρνα και χαμογέλασε, πάντα χαρακτηρίζουν τα αδέρφια τους με το επίθετο μικρός – μικρή, για να μην ξεχνάν οι άλλοι την ιεραρχία στην οικογένεια.  

«Καλά να περάσετε! Σε αφήνω γιατί βλέπω τον όγκο των χαρτιών να μεγαλώνει ολοένα πάνω στο γραφείο μου».

Μετά από αυτό, η Λόρνα δεν έλαβε κανένα άλλο μήνυμα και της έκανε εντύπωση που ο Μισέλ δεν έκλεισε τη συζήτηση έστω με ένα σύντομο κείμενο, όπως μια ευχή για μια όμορφη μέρα. Όμως ήταν στο Παρίσι και θα είχε να δει τόσο πολύ κόσμο, δε θα μπορούσε να χάνει χρόνο με το να πληκτρολογεί όλη την ώρα, όσο και να του έλειπε. Μακάρι να του έλειπε!

Το απόγευμα που επέστρεψε στο σπίτι της, αφού έφαγε από το μητρικό φαγητό κι απόλαυσε ένα ζεστό ντους, ξάπλωσε στο κρεβάτι και πήρε να διαβάσει ένα βιβλίο. Η υπόθεση είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με κεντρική ηρωίδα την μυθολογική Κίρκη, που εξορίστηκε από το παλάτι του πατέρα της του Ήλιου, όταν παραδέχτηκε ότι εκείνη ευθυνόταν για τα μάγια που είχαν αλλάξει τη Σκύλα από μια όμορφη –αν και όχι τόσο ευγενική- νύμφη, σε ένα τέρας με έξι κεφάλια. Η εξορία της αποδείχτηκε ένα βήμα προς την ελευθερία και στη τελειοποίηση των μαγικών της ικανοτήτων. Όμως το μυαλό της Λόρνα ήταν στην κλήση που περίμενε από το Παρίσι. Το βλέμμα της ξέφευγε και πήγαινε στο ανοιχτό laptop που είχε ακουμπισμένο πάνω στο κρεβάτι της. Βλέποντας την συνδεδεμένη κάποιοι γνωστοί και φίλοι προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή μαζί της, όμως εκείνη τους απέρριπτε. Δε θα τους έκανε εντύπωση που η πολυάσχολη Λόρνα δε χαλαρώνει ούτε εν μέσω εορτών. Του μόνου την κλήση που δεν απέρριψε ήταν του αδερφού της.

«Θα βγεις;» Ήταν το πρώτο πράγμα που τη ρώτησε μόλις την είδε να εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή του.

«Που να πάω; Ένα κουρέλι είμαι».

«Μου φαίνεσαι βαμμένη».

«Από το πρωί είμαι έτσι».

«Οκ, τότε.»

«Τι με ήθελες;»

«Να σου δείξω το υπερηχογράφημα του παιδιού μου! Αυτό εδώ είναι το κεφαλάκι του», είπε και της έδειξε ένα ακαθόριστο σχήμα για κάποιον που δεν είναι γυναικολόγος και δεν έχει γίνει γονιός.

«Α! Τι όμορφο!» Τον πείραξε η Λόρνα.

«Δεν είναι;»

«Σίγουρα θα είναι, και οι δυο γονείς του είναι κούκλοι».

«Έχει να πάρει και από το σόι».  

«Ο Θεός να βοηθάει να μην πάρει από το σόι της Σάρας». Είπε χαμηλόφωνα.

«Και εγώ αυτό εύχομαι!» Άκουσε τη Σεσίλια να συμφωνεί από κάπου, προφανώς, πολύ κοντά στον υπολογιστή.

«Σεσίλια!» Είπε αμήχανα η Λόρνα. Η οθόνη του υπολογιστή του Γκράχαμ άλλαξε γωνία και το πρόσωπο της Σεσίλια εμφανίστηκε.

«Γεια σου κουνιάδα. Στις ομορφιές σου σήμερα».

«Ευχαριστώ και εσύ μια κούκλα είσαι».

«Ναι, τι να σου πω, κάπως δυσκίνητη αλλά αν σκεφτείς ότι σέρνω άλλον έναν άνθρωπο μαζί μου, μια χαρά τα καταφέρνω. Το μακιγιάζ σου κρατάει υπέροχα, να μου πεις μάρκα για να πάρω τα ίδια. Αν και τώρα λόγω εγκυμοσύνης δεν πρέπει να το παρακάνω».

«Καλά, δεν το παράκανες και ποτέ». Σχολίασε ο Γκράχαμ.

«Γεγονός. Λοιπόν, τι έλεγα; Α, ναι! Παραμονές πρωτοχρονιάς αποφασίσαμε με τον Γκράχαμ να έρθετε σπίτι μας να αλλάξουμε χρόνο, αντί να μαζευτούμε ξανά στο πατρικό σας».

«Μα δε θα είναι κουραστικό για εσένα;»

«Σιγά, θα με βοηθήσει άλλωστε και ο Γκράχαμ».

«Σημείωσε ότι όλα εγώ θα τα κάνω με τις οδηγίες της».

«Και μη φανταστείς ότι θα φτιάξω δέκα φαγητά, ένα για όλους. Για επιδόρπιο λέω να φτιάξω τάρτα του Σαντιάγο, αλλά δεν έχω αποφασίσει να τη γεμίσω με αμύγδαλα ή με κρέμα;»

«Εσύ είσαι η έγκυος, ανάλογα με τι ορέξεις θα έχει το μικρό εκεί μέσα στην κοιλιά σου».

«Μου αρέσει που μου αφήνεις ελευθερίες!» Είπε χαμογελώντας, όμως αμέσως δάγκωσε τα χείλη της σκεπτική. «Τώρα για φαγητό δεν έχω αποφασίσει ακόμα».

«Μην κάνεις πολλά, θα φέρει και η μητέρα φαγητό».

«Μα αφού θα γίνει εδώ».

«Δεν έχει σημασία, η μητέρα θα φτιάξει και θα φέρει ούτως ή άλλως, οπότε ετοίμασε κάτι πρόχειρο. Την τάρτα μην ξεχάσεις και τα άλλα θα τα φροντίσει η Μάγκι».

«Οκ! Οπότε θα τα πούμε τις παραμονές».

«Ναι, ναι.» Συμφώνησε και η Λόρνα, που έβλεπε εισερχόμενη από τον Μισέλ. «Φιλιά πολλά και να προσέχετε και οι τρεις σας!»

«Γεια σου μωρό μου!» Είπε βιαστικά αφού συνδέθηκε με Παρίσι.

«Λόρνα τι ομορφιές είναι αυτές! Θα βγεις;»

«Με το μπουρνούζι;» Τον ρώτησε εκείνη γελώντας.

«Αν δεν ανοίξεις το μπουρνούζι να δω τι φοράς από μέσα δεν θα είμαι βέβαιος». Της είπε πονηρά.

«Πως πέρασες στη βόλτα με τη μικρή;» Άλλαξε θέμα. Όλα κι όλα, αν ήθελε παιχνίδια να φρόντιζε να είναι από κοντά, κι όχι να τους χωρίζουν χιλιόμετρα.

«Καλά». είπε κάπως αμήχανα.

«Θέλω να πιστεύω ότι όταν έλεγες «μικρή», εννοούσες την αδερφή σου και όχι κάποια φιλεναδίτσα!» Είπε με διάθεση να τον πειράξει, αλλά αντί για αυτού τον είδε να χαμογελάει κάπως σαστισμένος με το σχόλιο της.

«Να είσαι βέβαιη ότι με όσες έχω βγει είναι μέλη της οικογένειας μου».

«Δεν έχεις φίλες;»

«Κυρίως αντροπαρέες».

«Δεν ξέρω αν αυτό πρέπει να με καθησυχάσει».

«Τι ανησυχείς; Είμαι πιστό αγόρι εγώ, στο έχω ξαναπεί. Όταν θεωρώ ότι η σχέση τελειώνει, φεύγω. Όμως μέχρι τότε μένω πιστός».

«Κάτι είναι κι αυτό!» Σχολίασε σουφρώνοντας τα χείλη της, άραγε η δική τους σχέση θα είχε διάρκεια ;

«Τι κανόνισες για πρωτοχρονιά;»

«Οικογενειακά. Τώρα με πήρε ο αδερφός μου να πάω σπίτι του για την αλλαγή του χρόνου».

«Σίγουρα ή θα κόβεις βόλτες σε κανέναν Τζακ, για γυναίκες αυτή τη φορά;»

«Δεν μπορώ να σου δώσω τέτοιες πληροφορίες. Εσείς;»

«Κάτι λένε για το Moulin Rouge!»

«Δε μου ακούγεται άσχημη ιδέα! Καλά να περάσετε».

«Δηλαδή δε θα σε πείραζε;»

«Γιατί να με πειράξει, εγώ δεν ήμουν εκείνη που σε πήγε στον Τζακ;»

«Ναι, … εσύ ήσουν». Συμφώνησε αν και κάπως διστακτικά. «Ωραία λοιπόν. Έκλεισε. Να μην κάνω και στην παρέα μου τον δύσκολο». Σχολίασε με ανασηκωμένο το φρύδι. «Χαμόγελο είναι αυτό που διακρίνω στα χείλη σου;»

…………….

Οι μέρες των Χριστουγέννων και η αλλαγή του έτους, εκτός από μια περίοδο έντονα καταναλωτική, είναι κι αυτές που οι περισσότεροι έχουν διάθεση επαναπροσδιορισμού. Θέλουν να βρίσκονται περισσότερο με τους δικούς τους και νιώθουν ότι μόλις η ώρα πάει δώδεκα και ο προηγούμενος χρόνος κάνει φτερά, μαζί του θα πάρει και όλα τα κακά της περασμένης ζωής. Αυτό βέβαια δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση και μέχρι να φτάσει η Blue Monday, όλοι το έχουν συνειδητοποιήσει. Όμως ας επιστρέψουμε στην επόμενη μέρα από εκεί που αφήσαμε τη Λόρνα. Την ώρα που απολάμβανε τις λιχουδιές που είχε παραγγείλει για εκείνη ο Μισέλ, η πόρτα της χτύπησε και ένας άλλος νεαρός διάβηκε την πόρτα μόλις πήρε την άδεια της, κρατώντας μια μικρή γλάστρα.

«Αυτή είναι για εσάς!» Της ανακοίνωσε πριν τη ρωτήσει που θα έπρεπε να την ακουμπήσει. Η Λόρνα του έκανε χώρο πάνω στο γραφείο.

«Ποιος την στέλνει;»

«Έχει κάρτα». Της απάντησε ο νεαρός και αφού ευχαρίστησε τη Λόρνα για το φιλοδώρημα, έφυγε. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει τις λευκές ορχιδέες μέσα στη γλάστρα, να τις έστελνε κάποιος συνεργάτης ή μήπως ο Μισέλ! Τι λουλούδια στέλνουν συνήθως οι συνεργάτες, αναρωτήθηκε, με την ελπίδα να της στέλνει τη γλάστρα ο Μισέλ. Δε θα την έστελνε όμως με το νεαρό που της πήγαινε το φαγητό; Τι ανόητη σκέψη, πως θα δικαιολογούταν ο λόγος που ένα μπιστρό θα έστελνε γλάστρες μαζί με το φαγητό στους πελάτες του; Όμως τι καθόταν και παιδευόταν με αινίγματα. Ένας λευκός φάκελος ήταν ακουμπισμένος ανάμεσα στα φύλλα στη βάση της. Τον πήρε στα χέρια της και τον άνοιξε.

«Αγαπητή Λόρνα, ξέρω ότι είμαι απαράδεχτος που εξαφανίστηκα τόσο καιρό, όμως έλειπα εκτός Λονδίνου. Θέλω πολύ να σε δω. Άλμπερτ»

«Αυτός μας έλειπε». Σχολίασε η Λόρνα. «Ξέρεις κάτι Άλμπι, υπάρχουν και τα τηλέφωνα, για τις μέρες που βρίσκεσαι εκτός Λονδίνου!» Σχολίασε κρατώντας την κάρτα, πριν επιστρέψει στη δουλειά της, αδιάφορη για την επιστροφή ενός ασώτου.

Φεύγοντας από τη δουλειά θυμήθηκε ξανά τη γλάστρα με τα λευκά άνθη. Κι ενώ δεν είχε περάσει ούτε καν από το μυαλό της η ιδέα να επικοινωνήσει με τον αποστολέα της ορχιδέας, μόλις είδε εγκαταλελειμμένη σχεδόν, πάνω στο γραφείο τη γλαστρούλα, αποφάσισε να την πάρει μαζί της στο σπίτι. Μπήκε στο αυτοκίνητο της, ακούμπησε στη θέση του συνοδηγού τη γλάστρα και ξεκίνησε. Φτάνοντας στο διαμέρισμα την άφησε πάνω στην τραπεζαρία και κατευθύνθηκε στη κουζίνα για να δει με ποια από τις λιχουδιές της Μάγκι θα δειπνούσε εκείνο το βράδυ.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και η σκέψη της πέταξε μέχρι το Παρίσι, όπως κι όλες τις προηγούμενες μέρες που εκείνος έλειπε. Το πρόγραμμα του, προκειμένου να δει όσο περισσότερους φίλους και γνωστούς μπορούσε, ίσως να μην του επέτρεπε να συνδεθεί μαζί της μέσω Skype. Αν δεν ήταν κουρασμένη, μα κυρίως ανόρεχτη, θα επικοινωνούσε με κάποια φίλη της να πάνε για ένα ποτάκι. Γιορτινές μέρες ήταν, τι στην ευχή, θα μπορούσε και εκείνη να το ρίξει λίγο έξω, όμως ήταν κουρασμένη και κυρίως ανόρεχτη. Μακάρι να περνούσαν γρήγορα οι μέρες και μόλις ξυπνούσε να τον έβρισκε ξαπλωμένο πλάι της! Ευχήθηκε σιωπηλά και αποκοιμήθηκε.   

…………….

Η τραπεζαρία στο σπίτι του Γκράχαμ και της Σεσίλια, ήταν γεμάτη με φαγητά. Άλλα τα είχε φτιάξει το ζευγάρι και άλλα τα είχε φέρει η Μάγκι. Η Λόρνα γνωρίζοντας ότι θα υπήρχε πληθώρα φαγητών στο οικογενειακό ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς αποφάσισε να εμπλουτίσει την κάβα με κρασιά, άλλα από τη Γαλλία και άλλα από την Ελλάδα που βρήκε σε μια φημισμένη κάβα του Λονδίνου, και που ήταν αμπαλαρισμένα με σοκολάτες σε ένα καλάθι.

Γνώριζε ότι η νύφη της με πόνο είχε αφήσει το διαμέρισμα που νοίκιαζε, για να συγκατοικήσει με τον Γκράχαμ, αλλά ο αδερφός της αποτελούσε έναν καλό λόγο για να απαρνηθεί κάποιες από τις συνήθειες της και ότι η Σεσίλια δε θα το μετάνιωνε. Ο Γκράχαμ πάντα αποτελούσε σταθερό χαρακτήρα και όποιος τον εμπιστευόταν δεν απογοητευόταν. Όλοι οι τοίχοι του διαμερίσματος ήταν στολισμένοι με πίνακες ζωγραφισμένους από τη Σεσίλια. Η Μάγκι που το καλλιτεχνικό και συνάμα επαγγελματικό της δαιμόνιο δεν την άφηνε στιγμή σε ησυχία, άρχισε να τους κοιτάζει με ενδιαφέρον, ακουμπώντας όπως όπως τις πιατέλες με τα φαγητά πάνω στο τραπέζι. Εκτός από τα μέλη της οικογένειας, παρόντες στο τραπέζι ήταν ο Τζίμι αλλά και οι δύο νέοι υπάλληλοι του στούντιο τατουάζ, ο Τσάρλι με την κοπέλα του, ο οποίος ακόμα και μετά από τόσα χρόνια καθόταν στο στομάχι του αδερφού της, αλλά απέφευγε τα σχόλια για χάρη της Σεσίλια. Ενώ πέρασαν για λίγο και τα αδέρφια Κάλουμ και Τζέιμς για να ευχηθούν, πριν ξεχυθούν στα νυχτερινά κέντρα να διασκεδάσουν μέχρι πρωίας την άφιξη του νέου χρόνου, περνώντας την πρωτομηνιά πολύ πιθανόν με πονοκέφαλο.

«Καλά αυτοί ακόμα δε μεγάλωσαν;» Ρώτησε η Λόρνα τον αδερφό της, αφού εκείνοι χαιρέτησαν και έφυγαν.

«Νιάτα!» Σχολίασε ο αδερφός της. «Όμως εσύ είσαι εντάξει;»

«Γκράχαμ έχω κουραστεί να μου κάνεις αυτή την ερώτηση κάθε φορά που τυχαίνει να συναντιόμαστε με τον Κάλουμ. Βγήκαμε κάποιες φορές αλλά δεν προχώρησε, γιατί δεν ήταν να προχωρήσει!»

«Ναι αλλά…»

«Δεν υπάρχει αλλά, είμαι μεγάλο κορίτσι, πάψε να ανησυχείς για εμένα. Έχω βγει με δεκάδες άντρες μετά τον Κάλουμ».

«Με δεκάδες! Μήπως ως μοναδικός αδερφός σου πρέπει να ανησυχήσω; Μπα, μάλλον πρέπει να βρω χρόνο για εμάς και να τα πούμε όπως παλιά».

«Ναι, μόλις γεννηθεί το μωρό θα σου τα πω όλα, το υπόσχομαι». Σίγουρα δε θα υπήρχε χρόνος με τον ερχομό του μωρού. Η Λόρνα δε θα ένιωθε άνετα να μιλήσει για τις σχέσεις της. Όσο κι αν τα μοιραζόταν όλα κάποτε με τον αδερφό της, πλέον κάποια πράγματα τα κράταγε για τον εαυτό της. Άλλωστε υπήρχε και η θεϊκή δυσμένεια, για όσους ήταν ευτυχισμένοι, το γνώριζε από την ελληνική μυθολογία και δεν ήθελε να ταράξει τους θεούς ομολογώντας την πληρότητα της. Πλησίασε τη μητέρα της με τη Σεσίλια που στέκονταν μπροστά από έναν νέο πίνακα. Ήταν κάτι μπερδεμένο και γεμάτο με χρώματα που έδινε την εντύπωση… μωρού.

«Το υπερηχογράφημα είναι αυτό;» Ρώτησε η Λόρνα.

«Περίπου, είναι κάπως πιο χρωματιστό και χαρούμενο».

«Όπως είναι συνήθως οι γονείς που περιμένουν να έρθει το μωρό τους!» Σχολίασε χαμογελώντας η Μάγκι. «Αχ Σεσίλια, νομίζω ότι πρέπει να αρχίσουμε σύντομα να ετοιμάζουμε μια νέα έκθεση με πίνακες σου».

«Δεν είναι κακή ιδέα να αδειάσουν λίγο οι τοίχοι μου!» Συμφώνησε και η Σεσίλια, «Άλλωστε τώρα με τον ερχομό του μικρού ή της μικρής λίγα παραπάνω χρήματα θα είναι ευπρόσδεκτα».

«Ξέρετε ότι για ό,τι χρειαστείτε μπορείτε να στηριχτείτε επάνω μου», είπε ο Γουάλι, κρατώντας ένα πιάτο.

«Σόδες έχετε;» Ρώτησε η Μάγκι μόλις είδε το γεμάτο πιάτο του συζύγου της. «Πείτε κάτι στον πατέρα σας κι εσείς, δεν είναι που έχει παχύνει, είναι και για την υγεία του».

Τα συνηθισμένα σκέφτηκε η Λόρνα, καθώς απομακρυνόταν για να διαβάσει το μήνυμα που είχε έρθει στο κινητό της.       

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ –ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ-

 

Της άρεσαν τα λουλούδια, όμως απέφευγε να έχει γεμάτο το σπίτι με γλάστρες, γιατί όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, έτσι και τα φυτά έχουν τις δικές τους ανάγκες για φροντίδα και εκείνη συνήθως ξεχνούσε να κάνει και το πιο απλό, όπως να τα ποτίσει. Και έτσι τα άνθη τους μαραίνονταν! Δυστυχώς δεν ήταν από τους ανθρώπους που καθόταν με τις ώρες να χαϊδεύουν απαλά τα φύλλα τους ή να κουβεντιάζουν μαζί τους, να σκαλίζουν το χώμα και να τους ρίχνουν τόνους νερό.  Προφανώς γι’ αυτό το λόγο και ο Άλμπι είχε προτιμήσει να της πάρει μια γλάστρα με ορχιδέες παρά κάποιο άλλο λουλούδι, μιας και δε χρειαζόταν συχνή επιτήρηση.

«Η Λευκή Ορχιδέα», είχε διαβάσει σε κάποιο site στο internet η Λόρνα, «αντιπροσωπεύει την κομψότητα, την αθωότητα και την ομορφιά». Και παρακάτω διάβασε οδηγίες για τη φροντίδα της. «Δεν τους αρέσει το χώμα, η στάσιμη υγρασία ή η υπερβολική ποσότητα υγρού λιπάσματος. Απόγονοι των τροπικών δασών, οι περισσότερες ορχιδέες χρειάζονται υψηλή υγρασία αέρα αλλά δεν αντέχουν τη στάσιμη υγρασία! Οι ορχιδέες προτιμούν νερό χωρίς ασβέστιο και άλατα, π.χ. βρόχινο. Τους αρέσει να ψεκάζονται περιστασιακά τα φύλλα και τα άνθη τους».

Όσο από βρόχινο νερό στο Λονδίνο, άλλο τίποτα. Αν και σε κάποιον θα φαινόταν παιδαριώδες, εκείνη έβαλε ένα μεταλλικό ποτιστήρι στο μπαλκόνι της για να τροφοδοτείται με νερό απευθείας από την ουράνια πηγή. Ίσως σε κάποιον μη γνώστη, όπως και η ίδια άλλωστε, να φαινόταν κάπως μπελαλίδικος ο τρόπος φροντίδας των ορχιδέων, αλλά το γεγονός ότι δε χρειαζόταν συχνή προσοχή, την εφησύχαζε κάπως. Περιστασιακά θα ψέκαζε με νερό τα φύλλα και τα άνθη της, όσο για πότισμα και λίπασμα απ’ ότι είχε διαβάσει θα το αποζητούσε κάθε δύο εβδομάδες. Την είχε τοποθετήσει κοντά στο παράθυρο του καθιστικού, αν ήταν σε άλλη χώρα θα έπρεπε να αποφύγει ανατολικό ή δυτικό παράθυρο, σύμφωνα με τις συμβουλές του άρθρου στο site ενός αμερικάνικου φυτώριου, αλλά στο Λονδίνο δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, ίσως το καλοκαίρι να της άλλαζε πλευρά, μιας και ποσώς την ενδιέφερε τι έκαναν τα ουράνια σώματα πάνω από το κεφάλι της, ώστε να γνωρίζει ποια σημεία του σπιτιού βρίσκονταν στην Ανατολή και ποια στη Δύση.

«Καλή χρόνια Λόρνα, ελπίζω να έλαβες το δώρο μου, αν και μάλλον θα με ανακούφιζε να μην το είχες λάβει, γιατί η σιωπή σου επιφυλάσσει δυσμένεια στον αιώνιο θαυμαστή σου. Εύχομαι να λάβω σύντομα νέα σου. Άλμπι, σε περίπτωση που έχεις σβήσει τον αριθμό μου από το κινητό σου».

Αυτό το μήνυμα της είχε στείλει το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ο εξαφανισμένος για μήνες Άλμπερτ. Ένα μήνυμα φλύαρο και υπερβολικό, που αντικατόπτριζε σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα του αποστολέα του. Τόσα πράγματα μπλεγμένα σε λίγες γραμμές. Αποκαλούσε τον εαυτό του «Αιώνιο θαυμαστή» της αλλά στην πραγματικότητα υπήρξε απλά ένας εραστής, που όταν είχε την ευκαιρία δε θέλησε να γίνει κάτι παραπάνω. Όχι ότι του το είχε προτείνει και εκείνη, αλλά ήταν τόσο ξεκάθαρος από την αρχή, που δεν άφηνε περιθώρια γι αυτό το κάτι παραπάνω. Εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν όποτε επιθυμούσε, χωρίς να δίνει κανένα σημείο ζωής. Επέστρεφε και την έβρισκε παρούσα στις ορέξεις του, διψασμένη από την απουσία του, όμως εκείνος δε φαινόταν να νοιάζεται για το λόγο, απλώς απολάμβανε τα οφέλη. Κι αν εκείνη ήθελε το κάτι παραπάνω γιατί δεν το είχε ζητήσει; Από φόβο ίσως; Όχι, η Λόρνα δε φοβόταν την απόρριψη, μπορούσε να τη διαχειριστή, το είχε κάνει και άλλες φορές και γνώριζε ότι στην τελική δεν έφερε καμία ευθύνη για τα θέλω και τις επιθυμίες ενός άλλου ανθρώπου. Πάντα πίστευε ότι ο χρόνος ήταν εκείνος που δημιουργεί δεσμούς ή τους διαλύει, έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει, δείχνοντας το ενδιαφέρον της, κάνοντας πράγματα μαζί με τον σύντροφο της και την ίδια ώρα, σιωπηλά αξιολογούσε.

Τι είχε νιώσει όμως με το μήνυμα του Άλμπι; Έβγαιναν για δυο χρόνια, έστω κι αν υπήρχαν μεγάλα κενά χωρίς να συναντηθούν, λόγω των δικών του υποχρεώσεων, μιας και η ίδια είχε σταθερή βάση. Δεν την ενοχλούσε να κάνει υπομονή αλλά θα ήθελε να ξέρει. Αυτό κάνει άλλωστε μια σχέση να ισχύει, το να γνωρίζουν και οι δύο που βρίσκεται ο σύντροφος τους. Και να μην εξαφανίζεται χωρίς να δίνει σημάδια, αναγκάζοντας στην προκειμένη την ίδια, να τον ψάχνει μέσω τυπωμένων και αναρτημένων φωτογραφιών του σε εφημερίδες και site!

«Καλή χρονιά μωρό μου, την επόμενη φορά που θα φύγω από το Λονδίνο θα σε πάρω μαζί μου. Μέτραγα πως και πως τις μέρες να έρθω στο Παρίσι να δω τους δικούς μου και να τώρα που δεν βλέπω την ώρα να επιστρέψω στο Λονδίνο για να δω το χαμόγελο και την παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια σου. Μου λείπεις πολύ!»   

Η Λόρνα χαμογέλασε στο κινητό της. Κι εκείνης της έλειπε. Άραγε αν δεν ήταν στη μέση ο Μισέλ θα ανταποκρινόταν διαφορετικά στο κάλεσμα του Άλμπι; Πιθανόν! Όμως υπήρχε και δεν ήθελε να τον αντικαταστήσει, μπορεί μετά από καιρό, όταν θα ερχόταν η ώρα να χωρίσουν οι δρόμοι τους, να πονούσε, όμως επιθυμούσε να το ζήσει ως το τέλος. Ό,τι αξίζει πολύ, συνήθως πονάει και πολύ. Συλλογίστηκε. Σήκωσε το κεφάλι της και πρόσεξε απέναντι της, τον πατέρα με τη μητέρα της να κουβεντιάζουν οι δυο τους χαμογελώντας τρυφερά ο ένας στον άλλον. «Ποιος ξέρει ίσως και όχι», κι αποφάσισε να είναι αισιόδοξη για το νέο έτος.  

«Κι εμένα μου λείπεις μωρό μου, να είναι μια όμορφη χρονιά και για τους δυο μας, θα τα πούμε μεθαύριο»..

Ο Άλμπι θα άξιζε μια απάντηση; Αναρωτήθηκε αναστενάζοντας. Ίσως να το έκανε αργότερα, άλλωστε εκείνος είχε αποφασίσει να εξαφανιστεί, για όποιο λόγο, τόσο καιρό.

«Τι συμβαίνει κουνιάδα;» Τη ρώτησε η Σεσίλια. «Πες μου ότι δε σου στέλνουν έκτακτα μηνύματα από το γραφείο!»

«Όχι, καμία σχέση».

«Έρωτας;» Τη ρώτησε πονηρά.

«Όχι, ένας φίλος είχε εξαφανιστεί και τώρα είπε να κάνει επανεμφάνιση».

«Κι αυτό είναι κακό;» Τη ρώτησε η Σεσίλια.

«Τι να σου πω, χαίρομαι που είναι καλά…» είπε και έκοψε εκεί τη φράση της.

«Αλλά ως εκεί;»

«Αλλά ως εκεί!» Συμφώνησε.

«Οι πράξεις μας έχουν τις συνέπειες τους». Σχολίασε η Σεσίλια που κατάλαβε περισσότερα απ’ όσα της έλεγε η Λόρνα. «Και πιθανόν η συμπεριφορά του να είχε ως αποτέλεσμα αυτή την αδιαφορία από πλευράς σου».

«Κάπως έτσι!»

«Σημασία όμως έχει Λόρνα, αν εσύ είσαι καλά». Τη ρώτησε έμμεσα κοιτώντας την στα μάτια. 

«Όσο για μένα είμαι πολύ καλά». Απάντησε χαμογελώντας εκείνη.

«Τότε όλα είναι εντάξει». Της είπε πιέζοντας της το μπράτσο φιλικά.

«Μου έχει λείψει τόσο πολύ το φαγητό της Σόφι». Είπε ο Γκράχαμ πλησιάζοντας τες.

«Που κολλάει τώρα αυτό;» Ρώτησε απορημένη η Σεσίλια.

«Είπε ο πατέρας ότι η αδερφούλα μου έχει γίνει θαμώνας στο μπιστρό!»

«Εγώ;» Ρώτησε με απορία η Λόρνα.

«Δεν έρχεται φαγητό από το μπιστρό της Σόφι στη δουλειά;»

«Άλλο αυτό!»

«Όπως και να έχει απολαμβάνεις το φαγητό της».

«Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπονοείς ότι δε μαγειρεύω καλά, Γκράχαμ;» Τον ρώτησε δύσπιστα η γυναίκα του.

«Όχι μωρό μου, μαγειρεύεις υπέροχα, αλλά δε θα ήταν ωραία να τρώμε και στη Σόφι κάποιες φορές».

«Δε θα ήταν άσχημο, θα γλίτωνα το μαγείρεμα και τα πιάτα». Σχολίασε η Σεσίλια.  

«Είχα την εντύπωση πάντως, ότι είτε πας και παίρνεις το φαγητό από εκεί μόνος σου, είτε το απολαμβάνεις στο μπιστρό. Και ότι δεν το στέλνει εκείνη με delivery!»

Η Λόρνα έσμιξε τα χείλη μη γνωρίζοντας τι έπρεπε να απαντήσει στο σχόλιο του αδερφού της. Η Σεσίλια ανέλαβε να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση.

«Μπορεί να ξεκίνησε το εγχείρημα πρόσφατα, ή μπορεί να το κάνει για λίγους εξαιρετικούς πελάτες».

«Κι εγώ είμαι εξαιρετικός πελάτης». Διαβεβαίωσε ο Γκράχαμ. «Ήμουν αυτός που την ανακάλυψε πρώτος από συγγενείς και φίλους».

«Ναι μωρό μου, όμως παρήγγειλες και δε σου έστειλε;»

«Όχι!»

Η Λόρνα ακούγοντας τη συζήτηση τους, αναρωτιόταν το λόγο που έκρυβε από τον αδερφό της την σχέση της με τον Μισέλ. Από τον πατέρα της ήταν λογικό, όσο και να τον αγαπούσε ποτέ δε μοιραζόταν μαζί του τα ερωτικά της, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για συνεργάτη της επιχείρησης τους. Κάποτε με τον αδερφό της τα μοιράζονταν όλα. Ίσως κάποια στιγμή να του το έλεγε, όμως δεν ήταν η παρούσα ώρα η καταλληλότερη

………

2 Ιανουαρίου. Τέτοια ώρα ίσως να ήταν στο αεροπλάνο, δεν της είχε πει τι ώρα θα πετούσε από το αεροδρόμιο του Παρισιού για το Λονδίνο. Τι σημασία είχε, την μεθεπόμενη μέρα θα έκανε την εμφάνιση του στα γραφεία τους και θα γέμιζε το χώρο με την παρουσία, τον παριζιάνικο αέρα και τη γοητεία του. Σαν ένας λαμπερός ήλιος,, που είχε στερήσει ένα μέρος του πλανήτη από τις αχτίνες του. Η Λόρνα ήταν ένα αφώτιστο μέρος του πλανήτη όταν εκείνος έλειπε; Η ίδια όχι, αλλά η ζωή της τις μέρες που εκείνος απουσίασε με τέτοιο έμοιαζε. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί με αυτόν τρόπο τη ζωή της όταν ο Άλμπερτ έλειπε από κοντά της. Τι θα έκανε με αυτόν αλήθεια, ακόμα δεν είχε απαντήσει στο μήνυμα του. Ένα γρήγορο, τυπικό μήνυμα ίσως να τον απέτρεπε από το να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά της. Πήρε το κινητό και πληκτρολόγησε.

«Καλή χρονιά Άλμπερτ, το έλαβα το δώρο σου. Ήταν πολύ ευγενικό. Σου εύχομαι τα καλύτερα».   

Από εκεί και έπειτα δεν υπήρξε άλλη επικοινωνία. Είτε που είχε κάποια δουλειά, είτε που είχε καταλάβει ότι είχε χάσει το τρένο. Ας έπαυε όμως να παρομοιάζει τον εαυτό της με μέσα συγκοινωνίας, τις μέρες της με κρύους πλανήτες και τον Μισέλ με ήλιο. Ήταν πολύ ρομαντικές σκέψεις όλα αυτά και η Λόρνα δεν είχε εξασκηθεί σε ροζ συννεφάκια σε σχήμα καρδιάς. Άλλωστε τι είναι τα σύννεφα παρά νέφη που δεν μπορούν να κρατήσουν κάτι στέρεο επάνω τους. Και επειδή το πιο εύκολο πράγμα είναι να πέσει κανείς από τα σύννεφα, ας τα άφηνε να ταξιδεύουν στον ουρανό κι ας έκανε προσεχτικά βήματα, εδώ στη γη, πάνω στην άσφαλτο, όπως είχε συνηθίσει.

      ………

Το κουδούνι του διαμερίσματος της χτύπησε. Είχε αποκοιμηθεί για άλλη μια φορά στον καναπέ, κρατώντας ένα βιβλίο στην αγκαλιά και έχοντας το νου της να δει πότε θα συνδεθεί ο Μισέλ στο Skype, σημάδι του ότι θα είχε επιστρέψει. Ζαλισμένη σηκώθηκε, άφησε το βιβλίο και πήγε να ανοίξει. Ένας χαμογελαστός ήλιος στεκόταν απέναντι της, κρατώντας μια τσάντα με πράγματα στο ένα χέρι και μια άλλη με πακέτα. «Έφερα κάτι να φάμε», της είπε και σήκωσε τη σακούλα. Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο, και καθώς η Λόρνα συνήλθε από την ευχάριστη έκπληξη τον τράβηξε μέσα, του πήρε τις σακούλες από το χέρι, ακουμπώντας τες όπως όπως πάνω σε ένα έπιπλο, και κλείνοντας την πόρτα τον έσπρωξε και τον κόλλησε επάνω της.

Μόλις ανασηκώθηκε από πάνω του και ξάπλωσε στο πλάι, με κομμένη την ανάσα από τα φιλιά τους ο Μισέλ σχολίασε.

«Κάποιος χάρηκε πολύ που με είδε! Δεν ήξερα λέαινα ότι θα γινόμουν εγώ το δείπνο σου σήμερα!» 

«Συγνώμη, αλλά εμείς οι λέαινες δε συνηθίζουμε να ζητάμε την άδεια των θυμάτων μας!»

«Α, ναι! Θα μπορούσα να σε καταγγείλω για βιασμό;»

«Φυσικά και μπορείς, αλλά θέλω να δω πως θα δικαιολογήσεις την επίσκεψη σου στο σπίτι μου».

«Είναι κι αυτό βλέπεις», είπε χαμογελώντας. «Τι λες όμως να πάμε να φάμε και να τα πούμε λίγο».

«Λέω να φέρεις εδώ το φαγητό να φάμε στο κρεβάτι».

«Η Λέαινα έχει όρεξη να με κατασπαράξει, έχω την εντύπωση».

«Τι έξυπνο αγόρι!»

        ………

Κι ο καιρός συνέχιζε να περνάει. Όμως όσο καλά κι αν πήγαιναν τα πράγματα στη σχέση της με τον Μισέλ, ήταν φορές που η Λόρνα ένοιωθε ότι κάτι ήθελε να της πει. Η συμπεριφορά του δεν είχε αλλάξει απέναντι της, ήταν πάντα πρόθυμος εραστής, έτοιμος να της πραγματοποιήσει το κάθε καπρίτσιο, ενώ με ζήλο πάλευε να πάρει την πρώτη θέση στη μαγειρική. Μπορεί και να την είχε κερδίσει, αλλά της άρεσε να τον παιδεύει, κάτι την έκανε να πιστεύει ότι και εκείνος το προτιμούσε, άλλωστε αυτό δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι μεταξύ τους, που τους παρέπεμπε στην πρώτη τους τυχαία έξοδο. Όμως ήταν φορές που διέκρινε σκιές να περνούν από το πρόσωπο του, όταν δεν ήξερε ότι τον κοίταζε. Μόλις ένοιωθε το βλέμμα της επάνω του, έστρεφε το πρόσωπο του προς εκείνη και της χαμογελούσε. Ήταν άραγε η εντύπωση της ή κάτι συνέβαινε στον Μισέλ που δεν ήθελε να το μοιραστεί μαζί της. Όλο και συχνότερα αναρωτιόταν μήπως είχε κουραστεί και ήθελε να χωρίσουν, αλλά δεν ήξερε πώς να της το πει, ήταν βλέπεις κατά κάποιο τρόπο και αφεντικό του. Όμως όταν τα κορμιά τους σμίγανε, υπήρχε πληρότητα, ό,τι συνέβαινε δε συνέβαινε τυπικά. Ήταν και οι δυο παρόντες. Οπότε κάτι άλλο έτρεχε, που δεν είχε σχέση με τους δυο τους.

Είχε μπει ο Φεβρουάριος, όταν άκουσε να της λέει μια Παρασκευή βράδυ.

«Λόρνα, έχω κάτι να σου πω!»

«Να ανησυχήσω;»

«Όχι, όχι», της είπε χαμογελώντας καθησυχαστικά αλλά και ψεύτικα.

«Ωραία, σε ακούω!» Είπε και έκατσε, σταυρώνοντας τα χέρια και περιμένοντας να αποκαλυφθεί αυτό που τον γέμιζε με άγχος. Όμως ο ήχος από το κινητό της δεν του επέτρεψε να μιλήσει.

«Απάντησε». Της είπε.

«Σίγουρα; Η μητέρα μου είναι, μπορεί να περιμένει».

«Όχι απάντησε». Την προέτρεψε.

«Έλα μαμά,… σοβαρά! Ήρθε η ώρα. Εντάξει, ξεκινάω σε λίγο». Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

«Τι συμβαίνει;»

«Γεννάει η γυναίκα του αδερφού μου».

«Εντάξει πήγαινε».

«Μα είχες κάτι να μου πεις».

«Μπορεί να περιμένει». Της είπε χαϊδεύοντας της το μάγουλο τρυφερά.

«Σίγουρα;»

«Σίγουρα!»      

……….

Εκείνη με τους γονείς της περίμεναν στην αίθουσα αναμονής, όσο η Σεσίλια, με τον Γκράχαμ να βρίσκεται στο πλευρό της, έφερνε το παιδί τους στον κόσμο. Η μητέρα της ανήσυχη πηγαινοερχόταν, ενώ συχνά μιλούσε στο τηλέφωνο, άλλες φορές με τη Σάρα και άλλες με τον Ερνέστο, που την καλούσαν μέσα στην αγωνία για να μάθουν αν είχε γεννήσει η κόρη τους. Κουρασμένη κάποια στιγμή πήγε και κάθισε στη θέση ανάμεσα στον Γουάλι και στη μεγάλη της κόρη.

«Μου φαίνεται πιο δύσκολη η γέννα της Σεσίλια, απ’ ότι μου φάνηκαν οι δικές μου».

«Πίστεψε με», σχολίασε ο Γουάλι, «κάποια πράγματα είναι πιο δύσκολα για εκείνους που περιμένουν! Εσύ τότε ήσουν απασχολημένη, μέσα στις οδύνες για να φέρεις τα μωρά μας στον κόσμο, δεν γνωρίζεις όμως πόσο άπραγος ένοιωθα εγώ που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, να μοιραστώ τον πόνο σου μαζί μου!»

«Δεν νομίζω ότι ένα αντρικό σώμα θα άντεχε αυτούς τους πόνους, είστε το ισχυρό φύλο αγάπη μου μόνο στα λόγια».

«Αντιπαρέρχομαι της προσβολής, λόγω της κατάστασης».

«Δεν πειράζει μπαμπά, όπως και να έχει εμείς σας αγαπάμε!» Του έσφιξε το χέρι η Λόρνα, περισσότερο με πειραχτική διάθεση. Ένα σιγανό μουγκρητό ξέφυγε από τα χείλη του. «Η μικρή;»

«Στο σπίτι μιας φίλης της, πιτζάμα πάρτι».

«Ωραία το κανόνισε!»

Έπειτα από ώρες αναμονής, με τη μητέρα της να συνομιλεί ανά διαστήματα με Γρανάδα ή Δουβλίνο, την ίδια να απαντάει στα μηνύματα που της έστελνε συχνά ο Μισέλ, και τον πατέρα της να περιμένει σιωπηλός, ένας κουρασμένος αλλά συνάμα λαμπερός Γκράχαμ έκανε την εμφάνιση του στην αίθουσα αναμονής για να τους ανακοινώσει ότι ήταν και επισήμως παππούδες και θεία μιας όμορφης μικρούλας. 

«Η Σεσίλια;» Ρώτησε η Μάγκι κρατώντας το τηλέφωνο στο αυτί της, μιλώντας για μια ακόμα φορά με τον Ερνέστο.

«Κουρασμένη αλλά καλά, τη μεταφέρουν στο δωμάτιο».

«Κουρασμένος είσαι εσύ, εκείνη πρέπει να είναι κατάκοπη μιας κι έκανε και την πιο σκληρή δουλειά». Τον πείραξε η Λόρνα.

«Όπως τα λες!» Παραδέχτηκε εκείνος, χαμογελαστός. Το ίδιο βράδυ δεν την είδαν πολύ, πέρασαν απλά να της πουν ένα γεια και να της ευχηθούν, και την άφησαν να ξεκουραστεί με την υπόσχεση ότι το επόμενο πρωί θα ήταν στο μαιευτήριο από νωρίς. Εκείνη κούνησε χαμογελαστή το κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια της να κοιμηθεί. Η κόρη της ήταν ένα παχουλό μωρό που ο καθένας θα αναρωτιόταν πως είχε χωρέσει τόσο καιρό στην κοιλιά της, μιας και η Σεσίλια δε φαινόταν να είχε πάρει πολλά κιλά απ’ όταν είχε μείνει έγκυος.

Κατεβαίνοντας στο πάρκινγκ, η Λόρνα αφού χαιρέτησε τους γονείς της και τους ευχήθηκε για τον ερχομό της εγγονής τους, έφυγε για το αυτοκίνητο της. Θα έβρισκε άραγε τον Μισέλ στο σπίτι της να την περιμένει, ανυπόμονος να της ανακοινώσει αυτό που τους είχε διακόψει η γέννηση της ανιψιάς της, θα είχε πάει σπίτι του ή θα είχε ξαπλώσει και θα είχε κοιμηθεί; Από τα τρία σενάρια προτιμούσε το τελευταίο, να τον βρει στο κρεβάτι της κοιμισμένο. Ούτε να λείπει, μα ούτε και να την περιμένει να της ανακοινώσει κάτι που για να του δημιουργεί τόσο άγχος σίγουρα δε θα ήταν καλό! Περνώντας με το αμάξι μπροστά από τους γονείς της, τους είδε να στέκονται αγκαλιασμένοι έξω από το δικό τους αυτοκίνητο. Άραγε θα είχε την τύχη να γνωρίσει και εκείνη κάποιον τόσο σημαντικό στη ζωή της όπως ήταν ο ένας για τον άλλον ο Γουάλι με τη Μάγκι. Είχαν γίνει γονείς και τώρα παππούδες, είχαν μοιραστεί μαζί όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής τους και ήταν σαν να μην είχε περάσει μέρα όλα αυτά τα χρόνια, με την αγάπη τους να αυξάνεται αντί να μειώνεται και να γίνεται μια μίζερη συνήθεια. Αλήθεια πόσοι το καταφέρνουν αυτό; Αναστέναξε και οδήγησε μέχρι το διαμέρισμα της όπου βρήκε τον Μισέλ ξαπλωμένο στον καναπέ να ανασηκώνεται μόλις την άκουσε να μπαίνει στο διαμέρισμα.

«Προσπάθησα να σε περιμένω ξύπνιος αλλά αποκοιμήθηκα. Όλα καλά;»

«Ναι», του είπε χαμογελώντας, «είμαι θεία μιας ανιψιάς».

«Να σου ζήσει!» Της ευχήθηκε και σηκώθηκε για να της δώσει ένα φιλί στα χείλη. «Ο κόσμος έχει γεμίσει κορίτσια!»

«Τι να λέμε τώρα, είμαστε η δύναμη του μέλλοντος».

«Ελπίζω να τα καταφέρετε καλύτερα από εμάς! Πάμε να ξαπλώσουμε;»

«Πάμε, αλλά δεν ήθελες κάτι να μου πεις;» Είπε συγκρατώντας τον από το χέρι.

«Δεν είναι κάτι σημαντικό, στο λέω και άλλη μέρα».

«Όπως θες! Άντε πάμε να κοιμηθούμε γιατί αύριο πρέπει να πάω στο μαιευτήριο».

……………..

Το δωμάτιο της Σεσίλια ήταν γεμάτο λουλούδια, ροζ μπαλόνια και λούτρινα αρκουδάκια. –Κατάλληλα για άνω των τριών- σκέφτηκε η Λόρνα μόλις τα είδε. Η μητέρα κρατούσε το μωρό, που έπινε γάλα αχόρταγα από το στήθος της. Ο Γκράχαμ στεκόταν όρθιος, με τα χέρια στις τσέπες απολαμβάνοντας την εικόνα.

«Καλημέρα». Πριν προλάβουν να της απαντήσουν, νέες καλημέρες ακούστηκαν πίσω από την πλάτη της. Η Μάγκι και ο Γουάλλι με τη συνοδεία αυτή τη φορά της Άιλα, εισέβαλαν στο δωμάτιο.

«Τι όμορφο μωρό!» Είπε όλο ενθουσιασμό η Άιλα. «Μου μοιάζει λίγο».

«Σου μοιάζει πολύ», συμφώνησε η Σεσίλια.

«Και πως θα τη φωνάζουμε;»

«Μπέμπα!» Απάντησε ο πατέρας της που δεν του άρεσαν οι αδιακρισίες, όταν δεν τις έκανε τουλάχιστον ο ίδιος. Αν και αυτό συνέβη κάποιες φορές παλαιότερα, όταν δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι ο Γκράχαμ δεν είχε ακολουθήσει το δρόμο που του είχε χαράξει ο ίδιος και μη γνωρίζοντας τη Σεσίλια, κρίνοντας την από την εξωτερική της εμφάνιση και κυρίως από ένα τατουάζ που είχε τύχει να πάρει το μάτι του στον καρπό της, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι σχέση μπορεί να είχε ο γιος του με ένα τέτοιο πλάσμα! Σίγουρα θα προτιμούσε την Γκρέις, την ψυχρή, αλαζόνα και αυταρχική πρώην του γιου του, εκείνη ήταν στα πρότυπα του. Όμως με τον καιρό αποδέχτηκε την σχέση τους, μαζί με πολλά άλλα, και γνωρίζοντας τη Σεσίλια αναθεώρησε την άποψη του, βλέποντας και τον γιο του να είναι χαρούμενος στο πλάι της.

«Θα τη φωνάζουμε σε όλη της τη ζωή μπέμπα δηλαδή; Και καλά τώρα, όταν θα είναι είκοσι δε θα ακούγεται ωραίο». Συνέχισε η Άιλα απτόητη.

Η Σεσίλια κοίταξε τον Γκράχαμ κι εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.

«Βασικά καταλήξαμε σε ένα όνομα», είπε η Σεσίλια, «εδώ και καιρό το συζητούσαμε».

«Ε ποιο είναι;» τους ενθάρρυνε πάλι η Άιλα.

«Είναι ένα όνομα που θα σου αρέσει!» Της τράβηξε ελαφρά την κοτσίδα προς τα πίσω ο Γκράχαμ.

«Άιλα!» φώναξε με ενθουσιασμό το όνομα της.

«Τι Άιλα;»

«Άιλα θα την πείτε; Αυτό το όνομα μου αρέσει». Είπε προκαλώντας τα γέλια της ομήγυρης.

«Θα της δώσουμε το όνομα της γιαγιάς της. Μάγκι!» Είπε η Σεσίλια και στράφηκε προς την πεθερά της, που έμεινε σαν χαζή και τους κοίταζε. «Μπορούμε να τη φωνάζουμε Μαργαρίτα. Νομίζω ότι της ταιριάζει το όνομα, τι λέτε κι εσείς;»

«Είναι υπέροχο όνομα», συμφώνησε βήχοντας και ο Γουάλι.

«Ναι», μουρμούρισε και η Μάγκι, συγκινημένη, «ευχαριστώ».

«Εμείς σε ευχαριστούμε», της είπε η Σεσίλια.

«Μα δεν έχετε κανένα λόγο να με ευχαριστείτε!»

«Έχεις κάνει τόσα για εμάς».

«Είστε παιδιά μου! Κάθε γονιός…»

«Δεν φέρονται όλοι οι γονείς σαν γονείς!» Τη διέκοψε η Σεσίλια. «Όσο για το όνομα το επιλέξαμε επειδή μας άρεσε και στους δύο, κι όχι από υποχρέωση».

«Και μεσαίο όνομα φυσικά», είπε ο Γκράχαμ για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα από το συναίσθημα «Silene»

«Ονόματα από δυο λουλούδια», σχολίασε ο Γουάλι..

«Από πολλά παραπάνω, αν σκεφτεί κανείς πως το Silene, συνοδεύει πολλές ονομασίες λουλουδιών», σχολίασε η νέα μητέρα και ανέφερε ως παράδειγμα το silene coronaria καθώς και το silene vulgaris, εκτός από το ήδη γνωστό στην οικογένεια silene tomentosa, το οποίο είχε ο Γκράχαμ τατουάζ στην πλάτη, σε μια στιγμή εκδικητικής παρόρμησης της Σεσίλια, τον πρώτο καιρό που είχαν γνωριστεί.  

Μετά από αυτή την όμορφη παρένθεση του ερχομού της μικρής, η ζωή επέστρεψε στις παλιές της συνήθειες, μπορεί όχι όλων, αφού ως νέοι γονείς ο Γκράχαμ με τη Σεσίλια είχαν βουτήξει στα βαθιά με τη φροντίδα της δικής τους λευκής ορχιδέας. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ένα μωρό, από ένα αθώο και όμορφο πλασματάκι, με μεγαλύτερες πάντα απαιτήσεις από αυτές του τροπικού άνθους. Ο Μισέλ ποτέ δεν είπε στη Λόρνα αυτό που ήθελε να της ανακοινώσει τη βραδιά που η νεαρή Μάγκι πήρε απόφαση να κάνει την είσοδο της στον κόσμο, αλλά και η Λόρνα δεν τον είδε ξανά τόσο προβληματισμένο, όσο τον πρώτο καιρό που είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Τι μπορεί να είχε συμβεί εκεί που να τον είχε αναστατώσει! Αναρωτιόταν, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή της δεν τολμούσε να πιέσει την κατάσταση. Μήπως κάποια μικροαπιστία που ήθελε να της εξομολογηθεί. Μπορεί μεθυσμένος το βράδυ της πρωτοχρονιάς στο φημισμένο Moulin Rouge να έγινε κάτι με κάποια άθελα του. Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται και ήξερε ότι η βεβαιότητα μιας τέτοιας γνώσης θα μπορούσε να διαλύσει ότι είχαν χτίσει. Έτσι ‘‘βρίσκοντας’’ ξανά τον γοητευτικό Μισέλ αποφάσισε να αφεθεί και να μη νοιαστεί γιατί αντιθέτως με τα όσα πρεσβεύει ο χριστιανισμός, στον έρωτα «αμαρτία μη εξομολογούμενη, ουκ έστιν αμαρτία!»

Βέβαια άθελα της λίγο καιρό αργότερα υπέπεσε η ίδια σε μια μικρή αμαρτία, με το όνομα Άλμπι. Φεύγοντας ένα απόγευμα από τη δουλειά και με τον Μισέλ να καθυστερεί στο γραφείο αναγκασμένος να δει κάποιους πελάτες, βρήκε τον πρώην φίλο της να την περιμένει στη ρεσεψιόν. Ενθουσιασμένος με τη διόλου τυχαία συνάντηση, μόλις έκανε την εμφάνιση της στο ισόγειο του κτηρίου που στεγαζόταν η επιχείρηση, άφησε κάτω το περιοδικό που ξεφύλλιζε όση ώρα περίμενε να τη δει να  βγαίνει από την πόρτα του ασανσέρ, και την πλησίασε με τα χέρια απλωμένα έτοιμα να την κλείσουν στην αγκαλιά του. Με την επιθυμία να τον βγάλει όσο το δυνατόν πιο άμεσα από το χώρο που μπορούσε να τους δει ο οποιοσδήποτε, και να κινδυνέψει με κουτσομπολιά που μπορεί να έφταναν και στα αυτιά του Μισέλ, δέχτηκε να πάει να πιει ένα ποτό μαζί με τον ‘‘παλιόφιλο’’ τον Άλμπι.

«Ζει η ορχιδέα;» Τη ρώτησε μόλις έκατσαν πλάι πλάι στα ψηλά σκαμπό του μπαρ.

«Ζει!»

«Ώστε τη φροντίζεις! Κάτι είναι κι αυτό. Ο φίλος σου;»

«Προσπαθείς να με ψαρέψεις τώρα Άλμπερτ;»

«Καθόλου, σε έχω δει να βγαίνεις με έναν ψηλό, μελαχρινό άντρα αρκετές φορές».

Τέλεια, σκέφτηκε η Λόρνα, συνειδητοποιώντας ότι αν το είχε υποθέσει ο Άλμπερτ, τότε αυτό που εκείνοι προσπαθούσαν να κρύψουν από τους συναδέλφους τους, ήταν φως φανάρι σε όσους εργάζονταν μαζί τους στην εταιρεία. Στην ουσία ο κόσμος το είχε τούμπανο και εκείνοι κρυφό καμάρι. Τέλος πάντων ας ήταν, μικρή σημασία είχε πια. Εκτός κι αν…

«Με παρακολουθείς;»

«Όχι βέβαια! Δεν είμαι κανένας stocker. Απλά μια φορά σας είδα να πηγαίνετε μαζί μέχρι το αμάξι σου, προτίμησα να μη διακόψω με την ελπίδα ότι ο τύπος ήταν κάποιος συνάδελφος που θα μου έκανε τη χάρη να φύγει, αλλά τελικά μπήκε στο αμάξι και ανταλλάξατε και ένα φιλί. Άγγλος;»  

«Γάλλος!» Ο Άλμπερτ είχε ένα ταλέντο στο να καταφέρνει να σε κάνει να του δίνεις πληροφορίες. Με κάποιο τρόπο σε χαλάρωνε και ήταν ικανός να κάνει σχεδόν τον οποιοδήποτε να του εξομολογηθεί ακόμα και φόνο. Ήταν σαν τον φακίρη που έπαιζε μουσική στις κόμπρες. Αφού του έδωσε κάποιες πληροφορίες, έχοντας βγάλει τα συμπεράσματα του κούνησε προβληματισμένος το κεφάλι του.

«Τι συμβαίνει;» Τον ρώτησε εκείνη καχύποπτα.

«Τίποτα!»

«Το ξέρω αυτό το βλέμμα Άλμπι».

«Αλήθεια τίποτα», και συνέχισε, «οπότε αν παντρευτείτε, με όλα όσα γίνονται με το Brexit θα μείνει στη Βρετανία και δε θα αναγκαστεί να επιστρέψει στην πατρίδα του όπως τόσος κόσμος!»

Η Λόρνα ξεφύσησε γελώντας συγχυσμένη. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τον περιλούσει με το ποτό της, αν έπρεπε να τον χαστουκίσει, ή απλά αν έπρεπε να φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω της.

«Δηλαδή σαν να μου λες ότι δε με έχεις ικανή να προκαλέσω αισθήματα σε έναν άντρα».

«Πότε είπα εγώ κάτι τέτοιο! Φυσικά και σε έχω ικανή, απλά …» είπε και έκοψε εκεί την κουβέντα του, πέφτοντας στην ίδια του την παγίδα.

«Προχώρησε, μη σταματάς, ολοκλήρωσε αυτό που ήθελες να πεις!»

«Απλά κάποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν δεύτερες σκέψεις».

«Και θεωρείς ότι ο Μισέλ έχει;»

«Δεν τον ξέρω, δεν μπορώ να το πω».

«Θα σου πω εγώ. Ο Μισέλ δεν έχει κανέναν λόγο να έχει δεύτερες σκέψεις, επιπλέον δεν έχει κανένα λόγο να θέλει να αποφύγει την επιστροφή του στη Γαλλία, μένει εδώ για εμένα! Οπότε καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα λόγια σου αντικατοπτρίζουν τις δικές σου δεύτερες σκέψεις. Και ισχυρίζεσαι ότι είσαι και ανοιχτόμυαλος!» Ήταν η τελευταία της κουβέντα, πριν πάρει την τσάντα της και φύγει από το μπαρ. Μέχρι να φτάσει σπίτι της το τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια. Δεν είχε αμφιβολία ότι ο Άλμπι ήταν εκείνος που την καλούσε, όμως εκείνη πέρα από την πρώτη φορά, δεν κοίταξε άλλο την αναγνώριση στην οθόνη του κινητού της. Ό ήχος του μηνύματος την ενημέρωσε ότι άλλαξε τρόπο προσέγγισης. Παρκάροντας αναρωτήθηκε αν ήθελε να διαβάσει το μήνυμα του ή προτιμούσε να το σβήσει χωρίς να μάθει το περιεχόμενο του, όμως η περιέργεια υπερίσχυσε.

«Σου ζητάω συγνώμη, το παράκανα, εσύ σίγουρα τον ξέρεις πολύ καλύτερα και δεν έχω κανένα λόγο να αμφιβάλω για την κρίση του. Όμως είσαι σημαντική για μένα και δε θέλω να σε πληγώσουν».

«Αμετανόητος!» Μουρμούρισε κα έσβησε το μήνυμα, χωρίς να μπει στον κόπο να του απαντήσει.             

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ – ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΕΥΜΑ, ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥ-

 

Ο έρωτας από τη φύση του είναι ανασφαλής! Όσο και να μην ήθελε η Λόρνα, ο Άλμπι είχε καταφέρει να φυτέψει τον σπόρο της αμφιβολίας. Θυμωμένη με τον εαυτό της προσπαθούσε να κάνει στην άκρη τις δικές της δεύτερες σκέψεις, παρακολουθώντας έναν ήρεμο Μισέλ να ζει στο πλάι της και να συνεχίζει τις δραστηριότητες που έκανε ως τότε. Να μαγειρεύει για τους δυο τους, να γυρνάει το Λονδίνο κρατώντας την από το χέρι, γνωρίζοντας της μέρη που τις περισσότερες φορές δεν του αποκάλυπτε ότι ήδη ήξερε, ως γνήσια λονδρέζα, να πηγαίνει μια φορά την εβδομάδα να παίζει 5x5 με τους φίλους του, να εργάζεται στο γραφείο στο διάδρομο απέναντι της, στέλνοντας της ‘‘ανόητα’’ μηνύματα που την έκαναν να χαμογελάει. Όμως πλέον υπήρχε ένα αγκάθι, που είχε περισσότερο να κάνει με την στάση του γάλλου φίλου της αφού επέστρεψε από το Παρίσι και με εκείνο που θα της είχε πει, αν δεν τους είχε διακόψει η γέννηση της μικρής Μάγκι. «Μήπως τελικά ήθελε να μου ζητήσει να τον παντρευτώ και το γεγονός ότι έπρεπε να συντρέξω στον αδερφό μου, του έδωσε χρόνο να το ξανασκεφτεί και να το ματαιώσει;»

Η απάντηση που είχε δώσει στον Άλμπι, ότι ο Μισέλ δεν είχε κανένα λόγο να μη θέλει να επιστρέψει στο Παρίσι, παραμένοντας στο Λονδίνο, ήταν μια απάντηση που πίστευε, ίσως το είχε παρακάνει λέγοντας του ότι ο λόγος που έμενε ήταν η ίδια, αλλά δεν είχε σημασία. Όμως τα λόγια του φωτορεπόρτερ σε συνδυασμό με το ανείπωτο του Μισέλ, δημιουργούσαν μια πληγή στα αισθήματα της. Ίσως έπρεπε να τον ρωτήσει τι ήθελε να της πει τότε, ακόμα κι αν είχαν περάσει πάνω από τρεις μήνες, από το συμβάν.

Ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, αναζήτησε τις λέξεις, αλλά προτίμησε να αποφύγει το θέμα, μιας και την ανησυχούσε και την έκανε να πιστεύει ότι θα προτιμούσε να μη γνωρίζει αυτό το «κάτι», που τελικά είχε κρατήσει για τον εαυτό του. «Το να αποφεύγεις την αλήθεια, δεν είναι λύση». Μάλωσε τον εαυτό της αλλά και πάλι δεν άλλαξε κάτι.

«Μισέλ;»

«Μμμ;»

«Τώρα που έγινε το Brexit, τι θα κάνεις;»

 «Ας δούμε πρώτα τους όρους», είπε εκείνος αναστενάζοντας «Δεν μπορεί να φύγουμε όλοι οι μη βρετανοί υπήκοοι από τη χώρα!»

«Κι αν εσύ δεν μπορείς να μείνεις;»

«Τότε θα επιστρέψω στη Γαλλία, οπότε φρόντισε να μου δώσεις μια καλή συστατική επιστολή για να βρω μια καλή δουλειά πίσω στην πατρίδα». την πείραξε.  

«Κι εμείς;» Τον ρώτησε.

«Εδώ η απόφαση είναι δική σου Λόρνα».

«Δική μου! Τι εννοείς;»

«Αν θα έρθεις στη Γαλλία μαζί μου ή θα μείνεις στο Λονδίνο; Βλέπεις δεν πιστεύω στις σχέσεις εξ’ αποστάσεως».

«Μα δε θα είμαι πολίτης Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το Brexit!»

«Δεν έχεις ελληνική υπηκοότητα από τη πλευρά της μητέρας σου;»

«Υποθέτω πως θα έχω, δεν μπορεί, θα με δήλωσαν και στο ελληνικό ληξιαρχείο».

«Τότε το θέμα λύνετε».

«Και η επιχείρηση;»

«Είναι κάπως ανάποδο το να έχεις δική σου επιχείρηση και από αφεντικό να πας να εργαστείς αλλού. Θα αναγκαστείς να γίνεις ερωτική μετανάστρια, αν με ακολουθήσεις». Αφού δεν απάντησε στο σχόλιο του, συνέχισε. «Μην τα σκέφτεσαι αυτά μωρό μου. Οι διαδικασίες για το Brexit κυλάνε τόσο αργά, που μπορεί να με έχεις βαρεθεί μέχρι τότε και να αποτελεί ανακούφιση για σένα το να εγκαταλείψω το Λονδίνο».

Και κάπως έτσι διακόπηκε η συζήτηση, μιας και ο Μισέλ της γύρισε την πλάτη για να κοιμηθεί, εξαντλημένος από τον αγώνα ποδοσφαίρου και κυρίως από την ήττα, την οποία επιθυμούσε να ξεχάσει.

……………

Και οι μέρες συνέχισαν να κυλάνε, με τη Λόρνα να έχει πάψει να ανησυχεί για τη σχέση της με τον Γάλλο. Διαβάζοντας κάθε άρθρο για τη διαδικασία της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποτέ της δεν είχε πιστέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμα κι αν άνηκε στην πιο ισχυρή χώρα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Συνήθως θύματα τέτοιων «συνεταιρισμών» πέφτουν οι μικροί. Αν και στην Ε.Ε. καθώς όλα έδειχναν κουμάντο έκαναν κυρίως οι γερμανοί, κάτι που επηρέασε τη συνείδηση των άγγλων, που είχαν συνηθίσει να είναι τα μεγάλα αφεντικά, ακόμα κι αν επρόκειτο για εργάτες που η μοίρα τους ουσιαστικά δεν άλλαζε. Πάντα βέβαια βαραίνει και το εθνικό αίσθημα σε αντίστοιχες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να ψηφίσουν υπέρ του Brexit! Ό,τι δεν είχαν καταφέρει οι γερμανοί με τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το είχαν καταφέρει με την Ε.Ε., παρασύροντας τους μεγαλομανείς ηγέτες μικρότερων χωρών, κυρίως του ευρωπαϊκού νότου. Σε αντίθεση με τις Η.Π.Α που όταν ενώθηκαν οι πολιτείες για να αποτελέσουν την υπερδύναμη που ήταν σήμερα, ήταν απλά νέα κράτη, ευρωπαίων μεταναστών με κοινή γλώσσα, που αφού οι πρόγονοι τους είχαν πατήσει στα πτώματα των αυτοχθόνων, είχαν επιβάλει την παρουσία τους. Είχαν κοινή νοοτροπία, που για πολλούς ήταν εκείνη του τυχοδιώκτη, κοινή γλώσσα, κοινά πιστεύω κ.λ.π. κ.λ.π.. Ιστορία δεν υπήρχε πίσω τους ώστε να αποτελεί εμπόδιο σε ένα τόσο μεγαλεπήβολο σχέδιο και το αποτέλεσμα ήταν να τα έχουν καταφέρει. Όμως πόσο εύκολο ήταν κάτι τέτοιο στη γηραιά ήπειρο που αποτελούταν από λαούς με διαφορετική γλώσσα, θρησκεία, ιστορία και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα; Και τα τελευταία χρόνια με μια διάθεση εθνικισμού να ανάβει και να μη σβήνει σε πολλές χώρες.

Προσπαθούσε να κρατάει κρυφούς τους προβληματισμούς της από τον Μισέλ, αφού δεν ήθελε να ξοδεύει τις μέρες τους με αυτές τις σκέψεις, αντί να περνάνε καλά. Ίσως να μην ήταν κακή ιδέα ένας γάμος μαζί του τελικά, αν και δεν ήταν βέβαιη ότι εκείνος θα δεχόταν, και επιπλέον αυτός δεν φαινόταν καθόλου καλός λόγος για να παντρευτείς. Σκέφτηκε πως θα έπαιρνε ο πατέρας της το γάμο της με έναν άντρα διαφορετικού χρώματος. Τον συμπαθούσε τον Μισέλ, αλλά ως εργοδότης δε θα ήταν σίγουρος για το δεσμό της κόρης του με έναν εργαζόμενο της επιχείρησης του. Δυστυχώς οι θέσεις ισχύος πολλές φορές κάνουν κάποιον να αμφισβητεί τα αισθήματα και τις προθέσεις των γύρω του.

Ήταν στο γραφείο με τον πατέρα της και μοιραζόταν μαζί του το επιδόρπιο που της είχε ετοιμάσει ο Μισέλ το προηγούμενο βράδυ, εκλέρ βουτηγμένα στη σοκολάτα.

«Νομίζω ότι έχεις παχύνει!» Παρατήρησε ο Γουάλι, κοιτώντας το γλυκό που κρατούσε η κόρη του.

«Χτες ζυγίστηκα και είμαι στα ίδια κιλά!» Του απάντησε εκείνη, «Άλλωστε γυμνάζομαι!» Πρόσθεσε ενοχλημένη από το σχόλιο του. Η πόρτα του γραφείου της χτύπησε και μπήκε μέσα ο Μισέλ. Εκείνη του χάρισε ένα πιεσμένο χαμόγελο, για το λόγο της παρουσίας του πατέρα της, αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία.

«Ήρθα να σας ενημερώσω πως πρέπει να επιστρέψω στη Γαλλία».

«Συμβαίνει κάτι;» Τον ρώτησε ο Γουάλι.

«Ναι, δυστυχώς. Κάποιος δικός μου άνθρωπος είναι πολύ άρρωστος και πρέπει να επιστρέψω». Είπε κοιτώντας κυρίως τη Λόρνα και ρίχνοντας και από καμιά ματιά στον Γουάλι.

«Λυπάμαι πολύ». 

«Πότε φεύγεις;» Τον ρώτησε η Λόρνα, ανήσυχη, και ενοχλημένη με την παρουσία του πατέρα της, μιας και δεν μπορούσαν να μιλήσουν μόνοι τους.

«Το βράδυ πετάω για Παρίσι! Θα κλείσω όσες εκκρεμότητες μπορώ και θα εξηγήσω στη Ρέιτσελ τι πρέπει να κάνει».

«Ξέρεις πότε θα επιστρέψεις;» Τον ρώτησε η Λόρνα, αν και το τελευταίο που την προβλημάτιζε ήταν η επιχείρηση. Ο πατέρας της την κοίταξε απορημένος.

«Όχι, αν θελήσετε να με αντικαταστήσετε δεν υπάρχει πρόβλημα θα το καταλάβω!»

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς τώρα και γι’ αυτό Μισέλ». Τον καθησύχασε ο πατέρας της. «Θα κάνει ό,τι μπορεί η Ρέιτσελ, κι αν χρειαστεί κάτι θα τη βοηθήσουμε και εμείς! Εσύ στήριξε τον άνθρωπο σου, κι ελπίζω να μην είναι τόσο άσχημα τα πράγματα όπως σε ενημέρωσαν, και να επιστρέψεις σύντομα στην επιχείρηση». Είπε και του έδωσε το χέρι για να του το σφίξει.

«Ευχαριστώ κύριε Μακνάλι. Γεια σας δεσποινίς Λόρνα».

«Γεια σου Μισέλ». Είπε καταπίνοντας με δυσκολία η Λόρνα, προσπαθώντας να κρύψει τη στενοχώρια της. Μόλις πέρασε από την πόρτα του γραφείου της ο Μισέλ και την έκλεισε πίσω του, ο Γουάλι στράφηκε προς εκείνη.

«Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο σκληρή με τους εργαζομένους!» Σχολίασε.

«Τι ήμουν;»

«Υπάρχει ένα πρόβλημα υγείας, είναι κάτι πολύ σοβαρό, και να μείνει εδώ δεν θα μπορεί να συγκεντρωθεί για να εργαστεί».

«Γιατί, τι του είπα;»

«Αν ξέρει πότε θα επιστρέψει; Κόρη μου χαίρομαι με τον ζήλο σου για την επιχείρηση μας, αλλά κάποια πράγματα μπαίνουν πάνω από τη δουλειά! Ο Μισέλ είναι καλός συνεργάτης, αν τον πιέσουμε σε ένα θέμα που έχει να κάνει με την υγεία ενός προσφιλή του ατόμου, θα μας διαολοστείλει και δε θα επιστρέψει».

«Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου». Απάντησε εκείνη. Ο πατέρας της κούνησε το κεφάλι του και έφυγε για να πάει να ενημερωθεί κι εκείνος από τον Μισέλ, ώστε να είναι σε θέση να βοηθήσει τη Ρέιτσελ αν χρειαζόταν. Η Λόρνα παράτησε το φαγητό της, που πλέον της θύμιζε το τελευταίο γεύμα του μελλοθανάτου, άλλωστε το νέο ότι ο Μισέλ θα έφευγε, για άγνωστο χρονικό διάστημα από το Λονδίνο σε συνδυασμό με το τι θα περνούσε, την είχε χορτάσει και δε χρειαζόταν άλλο φαγητό. Το μάζεψε μήπως το φάει το βράδυ στο σπίτι, που θα επέστρεφε μόνη της.

Μετά από τρεις ώρες, ζαλισμένη από τη δουλειά και από τις σκέψεις που έπρεπε να αποκρούει για να κατορθώσει να μείνει συγκεντρωμένη στις αρμοδιότητες της, χτύπησε η πόρτα της. Σήκωσε το βλέμμα και είδε τον Μισέλ να μπαίνει, όμως αντί για το χαμογελαστό πρόσωπο του, ήταν χλωμός και σκυθρωπός.

«Ήθελε να σε χαιρετήσω πριν φύγω, να μη σου στείλω απλά ένα μήνυμα».

Η πόρτα χτύπησε και στο άνοιγμα εμφανίστηκε το αντιπαθητικό πρόσωπο της Γκρέις.

«Θα σε καλέσω εγώ». Της είπε και την έδιωξε πριν προλάβει εκείνη να ανοίξει το στόμα της. «Ποιος είναι άρρωστος Μισέλ;»

«Είναι μεγάλη ιστορία, και δεν έχω χρόνο να μπω σε λεπτομέρειες, πρέπει να περάσω από το σπίτι να μαζέψω λίγα πράγματα πριν πάω στο αεροδρόμιο».

«Δεν πρόκειται για τους γονείς ή την αδερφή σου;»

«Όχι, εκείνοι δόξα το Θεό είναι καλά! Θα είμαστε σε επαφή Λόρνα. Δεν ξέρεις πόσο ανάγκη έχω αυτή τη στιγμή να σε αγκαλιάσω». Της είπε, εκείνη σηκώθηκε από το γραφείο της μα η πόρτα άνοιξε ξανά και μπήκε ο Γουάλι.

«Εδώ είσαι Μισέλ νόμιζα ότι είχες ήδη φύγει».

«Ήρθε να με ενημερώσει», μίλησε η Λόρνα. «Και τι ώρα πετάς;»

«Στις εννέα». Σηκώθηκε από τη θέση της και του έδωσε το χέρι.

«Σου εύχομαι όλα να πάνε καλά. Κι όπως είπε και ο κύριος Μακνάλι, δε χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα όσον αφορά το Λονδίνο και τη θέση σου στην επιχείρηση. Εύχομαι να είναι περαστικά και να φύγει όλο αυτό το βάρος από τους ώμους σου».

«Σας ευχαριστώ, είστε πολύ ευγενική», είπε εκείνος σφίγγοντας της το χέρι, πριν γυρίσει και φύγει.

Από τη στιγμή που ο Μισέλ έφυγε, όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά. Όλοι ζητούσαν τη γνώμη της για το κάθε τι, μην επιτρέποντας της να τελειώνει με τις εκκρεμότητες της. Η ώρα κυλούσε και εκείνη κοίταζε όλο και πιο συχνά το ρολόι στην οθόνη του υπολογιστή της. Στο τέλος ισχυρίστηκε ότι είχε πονοκέφαλο και έφυγε από το γραφείο. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο δεν πήρε την κατεύθυνση για το σπίτι της, αλλά για το αεροδρόμιο. Μακάρι να προλάβαινε να τον δει έστω και για λίγο, πριν μπει στο αεροπλάνο. Μπορεί να επέστρεφε αλλά δεν ήξεραν για πόσο καιρό θα αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά.

Τον είδε στην ουρά που περίμενε να κάνει τσεκ ιν για την πτήση για Παρίσι. Με γοργό βήμα και έναν αναστεναγμό ανακούφισης που δεν είχε μπει ήδη στο αεροπλάνο, τον πλησίασε.

«Μισέλ!» Εκείνος στράφηκε προς τη μεριά της.

«Ήρθες;» Είπε και της χάρισε ένα κουρασμένο χαμόγελο.

«Είχα κι εγώ ανάγκη για μια τελευταία αγκαλιά». Του απάντησε.

Την έσφιξε επάνω στο μυώδες κορμί του και της ψιθύρισε.  

«Δε θα είναι η τελευταία. Θα χωριστούμε αλλά για λίγο. Φτάνει να μη με ξεχάσεις και γοητευτείς από κανέναν βρετανό φωτορεπόρτερ».

«Ξέρεις για τον Άλμπι;» Είπε καθώς τραβήχτηκε πίσω για να τον κοιτάξει.

«Όλη η εταιρεία το ήξερε». Της είπε χαϊδεύοντας την στο μάγουλο.

«Μην ανησυχείς, έχει ξεθωριάσει η μπογιά του».

«Ευτυχώς το σκούρο δεν ξεθωριάζει τόσο εύκολα». Είπε και την τράβηξε πάλι μέσα στα χέρια του.

«Έφτασε η σειρά σας», του είπε ξινά μια κυρία που στεκόταν από πίσω τους.

Κούνησε το κεφάλι του και αφήνοντας τη Λόρνα προχώρησε προς τον γκισέ. 

«Θα είμαστε σε επαφή». Της είπε πριν περάσει την είσοδο της φισούνας για να μπει στο αεροπλάνο.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και πήρε το δρόμο της επιστροφής. 

 ……………

Έπρεπε σε κάποιον να μιλήσει, αλλιώς θα έσκαγε, είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από τη μέρα που είχε φύγει ο Μισέλ. Μπορεί να μην είχαν συχνή επαφή, αλλά στα λίγα λεπτά που κατάφερναν να επικοινωνήσουν ανά μία ή ανά δύο μέρες είχε μια εικόνα του τι συνέβαινε. Στην αρχή συχνές επισκέψεις στο νοσοκομείο για να δώσει κουράγιο, στο προσφιλή αυτό άτομο, που είχε αποφύγει να της αποκαλύψει την ταυτότητα του, κι έπειτα συντετριμμένος της είπε ότι είχε γυρίσει από την κηδεία και είχε ξεσπάσει σε κλάμα, κάνοντας την καρδιά της να ραγίσει. Δεν ήταν μόνο ο πόνος του που ανέβλυζε καθαρός έστω και μέσω των τηλεφωνικών γραμμών, αλλά και ότι εκείνη αδυνατούσε να τον στηρίξει όπως χρειαζόταν, μιας και απόσταση μιλίων τους εμπόδιζε. Οι μέρες όμως συνέχιζαν να κυλάνε και εκείνος δεν επέστρεφε από τη Γαλλία ενώ και η επικοινωνία τους είχε ελαττωθεί στα απαραίτητα, κι αυτά μέσω γραπτών μηνυμάτων, που περιλάμβανε «Είμαι καλά, τρέχω με κάποια διαδικαστικά». Τουλάχιστον οι πρακτικές δουλειές θα τον κρατούσαν απασχολημένο ώστε να μη βουλιάζει στο πένθος. Από την άλλη βέβαια, για να τρέχει εκείνος για τα διαδικαστικά του θανάτου, πάει να πει ότι ήταν κάποιος πολύ κοντινός του άνθρωπος. «Μα φυσικά, πως δεν το είχε σκεφτεί, μάλλον επρόκειτο για τον πατριό του, ο οποίος τον είχε μεγαλώσει σαν γιο και είχε σταθεί στο πλάι του, καλύτερα από τον πατέρα του». Τώρα θα έπρεπε να παρηγορεί τη μητέρα και την αδερφή του. Μακάρι να μπορούσε να τον στηρίξει, αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλή ιδέα να πάει στο Παρίσι, αλλά αν την ήθελε εκεί θα της το είχε ζητήσει. Δεν ήθελε να τον κάνει να πιστέψει ότι πήγε να τον βρει, όχι καθοδηγούμενη από τα αισθήματα της αλλά για κάποιου είδους έλεγχο.

«Ναι, η πολλή σκέψη δεν κάνει και πολύ καλό στις σχέσεις», σχολίασε η Σεσίλια, κάνοντας χαρούλες στην πέντε μηνών κόρη της.

«Τι εννοείς;» Τη ρώτησε η Λόρνα, που αποφάσισε να ανοίξει την καρδιά της στη γυναίκα του αδερφού της.

«Ότι οι πολλές σκέψεις που έκανα τον πρώτο καιρό που ήμουν με τον αδερφό σου και που πιθανόν έκανε κι εκείνος για εμένα, περισσότερα εμπόδια έφερε στη σχέση μας παρά μας βοήθησε. «Και αν κάνω αυτό θα σκεφτεί το άλλο, κι αν του πω έτσι θα νομίζει αυτό». Το καλύτερο που έχει να κάνει ένα ζευγάρι είναι να συζητάει, ακόμα κι αν είναι να διαφωνήσει».

«Αυτό θα το κάνει ένα ζευγάρι όταν είναι καιρό μαζί, τον πρώτο καιρό δεν μπορείς να είσαι τόσο διάφανος».

«Σε αυτό δεν μπορώ να πω ότι έχεις άδικο! Αλλά και πάλι αν θες να πας να τον βρεις κάνε αυτό που λέει η καρδιά σου, κι αν αυτός καταλήξει σε άλλο συμπέρασμα από το εμφανές, είναι δικό του πρόβλημα και πιθανόν να έχει πράγματι κάτι να κρύψει. Και στην τελική σκέψου και το άλλο, αν αυτός ήλπιζε να πας!»

«Γιατί δε μου το ζήτησε;»

«Γιατί πρέπει μόνοι μας να κάνουμε κάποια πράγματα για τον άλλον. Έτσι έχουν μεγαλύτερη αξία. Δεν μπορείς να του ζητάς εσύ να κάνει το ένα και το άλλο για σένα. Καλό είναι, παίρνοντας πρωτοβουλίες να του δείχνεις πως νιώθεις, ότι τον σκέφτεσαι, ότι τον στηρίζεις. Εκτός κι αν…»

«Τι;»

«Εκτός κι αν δεν είσαι σίγουρη για τα αισθήματα σου, μήπως κάπου βαθιά μέσα σου υπάρχει ακόμα ζωντανή η φλόγα για τον φωτορεπόρτερ;»

«Καμία σχέση!» Είπε ήρεμα η Λόρνα. «Δε σου κρύβω ότι αν δεν είχε μπει στη ζωή μου ο Μισέλ, δε θα δίσταζα να επιτρέψω να επιστρέψει στο κρεβάτι μου ο Άλμπι, αλλά η σχέση μας ξεκινούσε και τελείωνε στα όρια του κρεβατιού».

«Δεν κουβεντιάζατε, μόνο αναστενάζατε δηλαδή;» Την πείραξε η Σεσίλια.    

«Φυσικά και μιλούσαμε, σαν όντα που έχουν ανεπτυγμένη τη γλωσσική επικοινωνία».

«Την κρατάς λίγο να της φτιάξω το γάλα της». Είπε, δίνοντας της τη μπέμπα. Η Λόρνα την κράτησε στην αγκαλιά της και της χαμογέλασε.

«Μου θυμίζει πράγματι την Άιλα όταν ήταν μωρό». Σχολίασε.

«Την πρώτη φορά που συνάντησα την αδερφή σου, δεν ξέρω αν στο έχει αναφέρει ο Γκράχαμ, ήταν στον κινηματογράφο. Είχε επιφορτιστεί της ευθύνης, σαν μεγάλος αδερφός, να την πάει να δει μια παιδική ταινία με κάτι ξωτικά για μια σχολική εργασία, αν θυμάμαι καλά, αργότερα το ίδιο απόγευμα θα γνώριζα και τον πατέρα σου…»

«Και το αίμα σου θα πάγωνε…» συμπλήρωσε η Λόρνα, «μην στέκεσαι σαν παγάκι, ξέρω τι εντύπωση δίνει ο πατέρας μου αν δεν τον ξέρει κάποιος».

«Τέλος πάντων, είχαμε ραντεβού με τον αδερφό σου, το οποίο και ακύρωσε, γιατί προτίμησε να μη μου πει την αλήθεια, θα φοβήθηκε ότι θα τον πέρναγα για πολύ φλώρο μάλλον».

«Όχι ότι δεν είναι!» Σχολίασε η Λόρνα.

«Όχι, δεν είναι!» Τον υπερασπίστηκε, ενοχλημένη η Σεσίλια. «Αφού κατάλαβε ότι πειράχτηκα από την ακύρωση της εξόδου και υποψιάστηκε ότι άκουσα κάπου στο βάθος μια γυναικεία φωνή».

«Της Άιλα;»

«Της μητέρας σας. Αποφάσισε να με καλέσει να δω την ταινία μαζί τους. Στον κινηματογράφο ήταν η πρώτη μου συνάντηση με την Άιλα, της οποίας την πρώτη εικόνα που έχω ήταν να δέρνει ένα χαρτονένιο σταντ του ξωτικού της ταινίας που θα βλέπαμε».

«Κλασσική Άιλα».

«Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Όταν σκεφτόμουν το δικό μου παιδί, το φανταζόμουν σαν την Άιλα».

«Και να που έχεις τη δική σου Άιλα τώρα! Που είναι πανέμορφη κι αν εκτός από την εμφάνιση πήρε και την τρέλα της μικρής μου αδερφής, θα σε παλαβώσει».

«Και από τη μάνα της να πήρε θα μας παλαβώσει», σχολίασε ο Γκράχαμ, που μπήκε κουβαλώντας ένα σωρό χαρτιά από το πανεπιστήμιο που δίδασκε ως βοηθός καθηγητή, με τη μεσολάβηση του Άτκινσον. Τελικά ό,τι έβαζε σκοπό ο καθηγητής του το κατάφερνε, αλλά και ο Γκράχαμ είχε αποδείξει και με το παραπάνω την αξία του, με το μεταπτυχιακό, το διδακτορικό, υποτροφίες στο εξωτερικό και με την ασταμάτητη μελέτη πάνω στην ειδικότητα του. Αφού έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της αδερφής του, χάιδεψε το κεφαλάκι της κόρης του, πήγε στη Σεσίλια και της έδωσε ένα φιλί στα χείλη. «Πως περνάνε εδώ οι γυναίκες της οικογενείας;»

«Ήσυχα».

«Θες να πάρεις την κόρη σου;» Του πρότεινε η Λόρνα, που ήξερε πως το καλύτερο του ήταν να κρατάει στην αγκαλιά του τη μικρή.

«Κάτσε να πάω να αφήσω τα πράγματα, να πλύνω και τα χέρια μου και έρχομαι να στην πάρω».

«Αν είσαι κουρασμένος …»

«Όχι, όχι… ποτέ δεν είμαι κουρασμένος για τη μικρή Μάγκι». Είπε, έχοντας ένα χαμόγελο από το ένα αυτί στο άλλο.

«Οιδιπόδειο»*, σχολίασε αστειευόμενη η Σεσίλια.

«Κάποτε μας κρατούσε αγκαλιά μια Μάγκι και τώρα κρατάμε αγκαλιά εμείς, μία».

«Η ζωή κάνει κύκλους, πάντως έτσι όπως σε βλέπω, σου πάει να είσαι μαμά». Είπε κοιτώντας την η Σεσίλια.

«Η κόρη μου δεν είναι αξεσουάρ», σχολίασε ο Γκράχαμ, μπαίνοντας και παίρνοντας το μωρό από τα χέρια της Λόρνα, και πηγαίνοντας στο καθιστικό, αφήνοντας τες μόνες να συνεχίσουν την κουβέντα τους.

«Εκεί που ήθελα να καταλήξω είναι ότι αν δεν ανοίγεις, ίσως όχι πάντα, αλλά κάποιες φορές τα χαρτιά σου, δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Αν ο Γκράχαμ δε με είχε προσκαλέσει στην ταινία με την αδερφή σας, θα είχα την αμφιβολία και μπορεί να μην ήμασταν τώρα μαζί. Και αυτή το φορά σου αναφέρω κάτι πολύ μικρό σαν παράδειγμα, γιατί τον πρώτο καιρό από παρεξήγηση σε παρεξήγηση πήγαινε η σχέση μας. Αν θες να πας, πήγαινε, αν δε θες και δεν είσαι βέβαιη, όχι για την υποδοχή αλλά επειδή δεν είσαι απόλυτα σίγουρη για το πώς αισθάνεσαι, μείνε. Αλλά να κάνεις, όχι αυτό που σε συμβουλεύω, αλλά αυτό που εσύ νοιώθεις!»

«Ναι, θα το σκεφτώ».

«Πάντως πολύ κράτησε η επαφή σου με τον Άλμπι, αν ήταν μόνο σαρκική».

«Δεν υπήρχε κάτι άλλο, και εντάξει δε θα αρνηθώ ότι πρόκειται για έξυπνο άνθρωπο, και ότι κάναμε ωραίες συζητήσεις, αλλά δεν είναι μόνο εκείνος έξυπνος. Μπορούσα να συζητάω μαζί του και ήμουν κολακευμένη από το ενδιαφέρον του, όμως ο Μισέλ είναι πολλά παραπάνω!»

«Τότε κλείσε εισιτήριο και φύγε σήμερα κιόλας».

«Αν δεν κλείσω εκκρεμότητες στη δουλειά, δεν μπορώ να φύγω, θα με σφάξει ο Γουάλι».

«Πάντως αυτό με το στριπτιτζάδικο το βρίσκω ευφυέστατο. Θα πάω κι εγώ τον Γκράχαμ όταν θα έχει τα γενέθλια του». Άλλαξε θέμα η Σεσίλια, πριν βγουν από την κουζίνα.

«Δε νομίζω να το εκτιμήσει, ούτε ο Μισέλ το εκτίμησε».

«Σιγά μην το παραδεχόταν. Πάντως θα έχει πλάκα να δω τα μάγουλα του Γκράχαμ να κοκκινίζουν».

«Υποψιάζομαι ότι ασκείς βασανιστήρια στον αδερφό μου».

«Κι αυτή τη φορά είσαι εμπνευστής και συνένοχος! Αλλά μην ανησυχείς, τα βασανιστήρια μου είναι διασκεδαστικά».

………

Την είχαν επηρεάσει όσα την είχε συμβουλέψει η Σεσίλια. Το ερχόμενο Σάββατο θα πέταγε για Παρίσι. Αν και πριν κλείσει εισιτήριο, θα προτιμούσε να ενημερώσει τον Μισέλ, θα έβλεπε από τη στάση του αν την ήθελε ή όχι εκεί. Δεν περνούσε μια περίοδο κατάλληλη για εκπλήξεις, άλλωστε και η ανακοίνωση ότι θα πήγαινε να τον συναντήσει στη Γαλλία θα αποτελούσε από μόνη της μια έκπληξη. Δυσάρεστη ή ευχάριστη, θα το έκρινε στα χαρακτηριστικά και στην απάντηση που θα της έδινε  όταν θα του μιλούσε το βράδυ μέσω Skype. Όμως τα γεγονότα θα την προλάβαιναν. Η πόρτα του γραφείου της χτύπησε και ένας κουρασμένος, καταβεβλημένος θα έλεγε κανείς Μισέλ, έκανε την εμφάνιση του. Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει, λες και έβλεπε φάντασμα, και η αλήθεια ήταν ότι με τέτοιο έμοιαζε, ό,τι είχε συμβεί στη Γαλλία τον είχε επηρεάσει.

«Γύρισες;»

«Ναι, χτες το βράδυ».

«Έχουν περάσει μέρες που δεν επικοινώνησες!»

«Ναι, συγγνώμη».

«Όχι, μη μου ζητάς συγγνώμη. Μόνο πες μου, είσαι καλά;»

«Είμαι. Τώρα που σε βλέπω είμαι». Είπε και ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.

«Μου έλειψες!»

«Και εμένα».

«Σκεφτόμουν να έρθω στο Παρίσι το Σάββατο να σε συναντήσω».

«Ευτυχώς γύρισα νωρίτερα τότε, γιατί θα συναντιόμασταν κάπου στον ουρανό, εσύ να πηγαίνεις και εγώ να επιστρέφω. Θα πάω στο γραφείο μου τώρα, θα τα πούμε αργότερα. Απλά πέρασα για να ξέρεις ότι είμαι εδώ».  

«Εντάξει!»

«Δεν έχω ετοιμάσει φαγητό για σήμερα». Είπε ενώ κοντοστάθηκε με γυρισμένη την πλάτη του προς εκείνη, έτοιμος να ανοίξει την πόρτα.      

«Δεν πειράζει! Θα παραγγείλουμε απέξω αν χρειαστεί». Θα τα πούμε μετά. 

«Έγινε».

Η Λόρνα δεν έβλεπε την ώρα να σχολάσουν για να βρεθούν μόνοι τους. Θα πήγαινε πρώτα από τη Σόφι να πάρει φαγητό και θα έφευγε για το σπίτι του, αν και δεν είχαν κανονίσει κάτι, γιατί μέσα στη μέρα δεν κατάφεραν να συναντηθούν άλλο οι δυο τους χωρίς την παρουσία τρίτου προσώπου. Και μόνο που ανέπνεε όμως, τον ίδιο αέρα με εκείνον ένιωθε αισιόδοξη. Μόλις σχόλαγε θα πήγαινε στο σπίτι του, να κάτσουν, να μιλήσουν, να της ανοίξει την καρδιά του, να τον παρηγορήσει. Όμως τα πράγματα δεν έρχονται σχεδόν ποτέ, όπως τα προγραμματίζεις.  

Στάθηκε έξω από την πόρτα του, κρατώντας για πρώτη φορά εκείνη το φαγητό, αν και δεν ήταν από προσωπικό της κόπο. Από μέσα άκουσε κάποια φασαρία, αλλά δεν έδωσε σημασία, χτύπησε την πόρτα και εκείνη άνοιξε. Μόνο που στο άνοιγμα της δεν στεκόταν ο Μισέλ, αλλά μια νεαρή, μαύρη γυναίκα, λίγο μεγαλύτερη από είκοσι ετών.

«Παρακαλώ;» Τη ρώτησε και η Λόρνα ένιωσε τη φωνή της να μη βγαίνει και τα γόνατα της να κόβονται. Ώρα ήταν να σωριαστεί κάτω.

«Συγγνώμη, είπε και ξεκίνησε να φύγει». Πριν προλάβει να κλείσει η πόρτα, άκουσε τη φωνή του Μισέλ, να ρωτάει.

«Ποιος ήταν;»

Ήθελε να ξεκινήσει να τρέχει, όμως τα  πόδια της, σε αντίθεση με την επιθυμία της δε δέχονταν την εντολή: «βάλτο στα πόδια». Ένιωθε ότι παραπατούσε σαν μεθυσμένη, αν και έδινε την εικόνα της νηφάλιας. Άκουσε τον Μισέλ να φωνάζει πίσω της.

«Λόρνα, περίμενε με!»

Στάθηκε και με ψυχρό πρόσωπο γύρισε και τον αντίκρισε. Όσο κι αν πονούσε θωρακίστηκε με τον εγωισμό της.

«Δεν είναι αυτό που νομίζω;» Τον ρώτησε όλο ειρωνεία.

«Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις!» Της απάντησε ψύχραιμος. «Είναι η αδερφή μου, η Ματίλντε».  Η Λόρνα ένιωσε να χαλαρώνει, πριν έρθει το δεύτερο χτύπημα.

«Όμως υπάρχει κάτι που δεν στο έχω πει και δεν παίρνει άλλη αναβολή». Όλο το κορμί της σφίχτηκε ξανά. «Μπορούμε να πάμε κάπου να μιλήσουμε;» 

«Όχι, πριν μου πεις τι είναι αυτό που μου έκρυψες». Απαίτησε η Λόρνα.

«Έχω μια κόρη!» Της είπε με μια αναπνοή, λες και ήταν η τελευταία.    

 

*Το οιδιπόδειο αναφέρεται στη σχέση μεταξύ του γιού και της μητέρας, στην συγκεκριμένη περίπτωση επιστημονικά ορθό είναι το σύνδρομο της Ηλέκτρας, σύμφωνα με τον Καρλ Γιούνγκ.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ –Μισέλ-

 

Περιμένοντας για το χειρότερο, δεν ήξερε πώς να υποδεχθεί την πληροφορία που μόλις είχε ακούσει!

«Έχεις κόρη;» Επανέλαβε τα λόγια του.

«Ναι! Σε παρακαλώ, πάμε κάπου να κάτσουμε, να μιλήσουμε ήσυχα και θα στα πω όλα, δε θα σου κρύψω τίποτα, και ύστερα παίρνεις τις αποφάσεις σου». Η Λόρνα τον ακολούθησε ζαλισμένη και με μοναδική επιθυμία να ξεμπλέξει το κουβάρι των σκέψεων της, άλλωστε όπως της είχε πει η Σεσίλια, μόνο μέσω της ειλικρίνειας μπορείς να καταλάβεις τον άλλον, κάτι που πάντοτε ήταν το δικό της ερωτικό μότο. Του έδειξε το αυτοκίνητο της. Αφού ξεκλείδωσε, μπήκαν στο αμάξι με εκείνη στη θέση του οδηγού και εκείνον στου συνοδηγού, αν και για πρώτη φορά δεν ένοιωθε να έχει η ίδια το τιμόνι της ζωής της.

Στην αρχή έμειναν σιωπηλοί, με τον Μισέλ να ψάχνει να βρει τις λέξεις να ξεκινήσει και με εκείνη ζαλισμένη από τα χίλια ερωτηματικά που έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο, σαν σε καραμπόλα.

«Μίλα!» Του είπε τελικά, γνωρίζοντας ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να τον ακούσει πριν ξεκινήσει με τις ερωτήσεις.

«Η ιστορία ξεκινάει πριν από δεκατρία χρόνια. Ήμουν είκοσι τριών ετών και φοιτητής. Η Αντρέ ήταν παλιά συνάδελφος της μητέρας μου, είχε φύγει από την πολυεθνική που εργάζονταν μαζί, αλλά είχαν διατηρήσει επαφή αφού τις ένωνε μια αμοιβαία εκτίμηση που είχε εξελιχθεί σε φιλία. Ήταν πολύ εντυπωσιακή γυναίκα, ερωτική, όποιος την έβλεπε του ξυπνούσε φαντασιώσεις. Πόσο μάλλον σε έναν νεαρό άντρα, που ενώ δεν ήξερε στην πραγματικότητα και πολλά, νόμιζε ότι τα γνώριζε όλα, με την αλαζονεία που χαρακτηρίζει τα νεαρά κοκόρια. Όμως ως φίλη της Ιζαμπέλ, δε μου επιτρεπόταν να εκφράσω τις επιθυμίες μου ανοιχτά, παρά να την ονειρεύομαι μονάχα! Και παρά την αλαζονεία που είχα απέναντι στις συνομήλικες μου, που θεωρούσα τον εαυτό μου δάσκαλο και ότι οι νεαρές συμφοιτήτριες ξελιγωνόταν και μόνο με ένα χαμόγελο μου, δε θεωρούσα τον εαυτό μου ικανό να τραβήξω την προσοχή της Αντρέ, που περπατούσε και όλοι γυρνούσαν και την κοίταζαν, ήταν η γυναίκα που μπορούσε να έχει όποιον ήθελε!»

«Κατάλαβα!» Μουρμούρισε η Λόρνα, που δεν ήθελε να παραδεχτεί την ενόχληση της από το θαυμασμό του για μια άλλη γυναίκα, ακόμα κι αν αυτός ανήκε στο παρελθόν.

«Οπότε το μόνο που μου έμενε, ήταν να είμαι ευγενικός μαζί της όταν τύχαινε να τη συναντάω, και χωρίς πολλές διαχυτικότητες. Όμως μια τέτοια γυναίκα ζητούσε άλλα πράγματα από αυτά που εγώ πίστευα τότε».

«Νεαρότερους άντρες». Συμπέρανε η Λόρνα.

«Όχι, ούτε κι αυτό, ένας νεαρότερος άντρας ήταν μόνο το μέσω για το σκοπό της. Και εγώ θεωρήθηκα ο καταλληλότερος».

«Lucky Boy» σκέφτηκε χωρίς να το ξεστομίσει.

«Συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Αφού όταν βρισκόμασταν στον ίδιο χώρο, και με τους δικούς μου παρόντες, δεν έδειχνε να με προσέχει. Πάντα θεωρούσα ότι αν με συναντούσε κάπου έξω από το σπίτι, δε θα με αναγνώριζε καν. Θα ήμουν κάτι σαν αέρας, άυλος, αν ποτέ πέρναγε από δίπλα μου. Όμως να που άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομα μου, εκείνη τη στιγμή ήμουν με δυο φίλους από τη σχολή, την είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο να μου κουνάει το χέρι. Δε θα σταθώ στο θαυμασμό των συμφοιτητών μου, όταν είδαν μια γυναίκα σαν την Αντρέ να με χαιρετάει. Άφησα τους φίλους μου και την πλησίασα για να της μιλήσω, όπως απαιτούν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Μόλις την έφτασα, εκείνη έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο, κάνοντας με να κοκκινίσω».          

«Ώστε εδώ περνάς τις ώρες σου!» σχολίασε κοιτώντας το κτήριο του πανεπιστημίου.

«Και εδώ! Εσείς πως είστε;»

«Μια χαρά είμαστε, αλλά να χαρείς, άσε στην άκρη τον πληθυντικό, με κάνεις να νιώθω υπερήλικη».

«Όχι δεν είσαι», σχολίασα ανόητα.

«Έχεις μάθημα τώρα;»

«Όχι, τελείωσα για σήμερα».

«Θα βγεις με τους φίλους σου;»

«Δεν ξέρω, δεν έχουμε κανονίσει κάτι», προσπαθούσα να πάρω θάρρος για να της ζητήσω να πάμε να πιούμε μαζί έναν καφέ αν επιθυμούσε. Χωρίς να έχω προσδοκία για το κάτι παραπάνω. Η Αντρέ ήταν μια γυναίκα που σε μαγνήτιζε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλοι έπεφταν θύματα της γοητείας της. Έχοντας περάσει τα χρόνια, αναρωτιέμαι αν απλά ήταν η εντύπωση που είχα τότε, λόγω της ηλικίας ίσως, αλλά και πάλι δεν ήμουν έφηβος, ήμουν ένας νέος άντρας, με τις δικές μου προσωπικές κατακτήσεις, και δεν αναφέρομαι μόνο στον ερωτικό τομέα. Και απ’ ότι μου έλεγε η μητέρα μου πρόσφατα, ακόμα και στη δουλειά όλοι ήθελαν να βρίσκονται κοντά της. Να την ακούνε να μιλάει με τη βελουδένια φωνή της, να χαμογελάει, να κινείται. Ακόμα κι όταν ήταν σιωπηλή, από τις εκφράσεις του προσώπου της ψυχανεμιζόσουν τα αισθήματα της.

«Πρέπει να υπήρξες πολύ ερωτευμένος!»

«Όχι, μπορεί να μοιάζει με έρωτα, αλλά δεν ήμουν ερωτευμένος, γοητευμένος ναι, και πρέπει να παραδεχτώ ότι την αγάπησα πολύ, αλλά δεν υπήρξα ερωτευμένος μαζί της. Όμως η Αντρέ υπήρξε για εμένα το ίδιο σημαντική όσο και η οικογένεια μου, και ναι, κατά κάποιο τρόπο έγινε οικογένεια μου».

«Συνέχισε!» Τον προέτρεψε, με μια ηρεμία που ούτε η ίδια η Λόρνα δεν ήξερε από πού αντλούσε, ώστε να καταφέρνει να ακούει από τον άνθρωπο που ήταν ερωτευμένη να εκθειάζει μια άλλη γυναίκα.

«Θα ήθελες να πάμε να σε κεράσω ένα ποτό;» άκουσα την πρόσκληση να έρχεται από το στόμα της, όταν έψαχνα να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να της το προτείνω ο ίδιος. Ήμουν τόσο ανόητος που νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά. «Ορίστε;» τη ρώτησα για να βεβαιωθώ, αλλά ήμουν τόσο έκπληκτος που πρέπει να της φάνηκε ότι το είχα πάρει πολύ αρνητικά. «Βλακεία μου, θα θες να βγεις με τους συμφοιτητές σου και εγώ σε καθυστερώ», «Όχι, όχι. Φυσικά και θα μου άρεσε να πάμε να πιούμε κάτι μαζί, άλλωστε τα παιδιά τα βλέπω κάθε μέρα, δε θα τους λείψω για μια φορά». «Σίγουρα, ή το λες από ευγένεια; Όπως θα βοηθούσες μια γιαγιά να περάσει απέναντι τον δρόμο ας πούμε αν στο ζητούσε;» είπε κοιτώντας με στα μάτια. «Σίγουρα! Δεν ξέρω τι σας έχει πει η μητέρα μου, αλλά δεν είμαι τόσο ευγενής ώστε να κάνω χάρες αν δεν προκαλούν ευχαρίστηση σε εμένα τον ίδιο πρώτα». Από πού να πάρεις και που να αφήσεις αυτή τη φράση που ξεστόμισα, όλη λάθος από την αρχή ως το τέλος. Δε θα σχολιάσω καν το γεγονός ότι ανέφερα τη μητέρα μου, υπενθυμίζοντας της άμεσα ότι είμαι ο γιος της φίλης της, επιπλέον με αυτό για την ευχαρίστηση που πρόσθεσα της έδινα να καταλάβει ότι είχα προσδοκίες για κάτι περισσότερο από ένα ποτό. Την είδα να χαμογελάει και να απαντάει «Αφού είναι έτσι, ας βάλουμε την ευχαρίστηση σου πάνω από όλα τα άλλα, ώστε να κάνεις το ψυχικό». Για να αποφύγω κι άλλη γκάφα, προτίμησα να μη μιλήσω και κουνώντας το χέρι στους συμφοιτητές μου, που είχαν στρέψει εντελώς αδιάκριτα την προσοχή τους σε εμένα και στην Αντρέ, από την απέναντι πλευρά του δρόμου, την ακολούθησα.

»Επιθυμώντας και οι δύο να απομακρυνθούμε από τα μέρη που είχε φοιτητόκοσμο και που πιθανόν θα πέφταμε πάνω σε γνωστούς μου, εκείνη για να μην καυχιέμαι εκ’ των υστέρων, εγώ κυρίως για να μη μας διακόπτουν, πήγαμε ως το αυτοκίνητο της. Οδηγούσε για πάνω από μισή ώρα, ώσπου κάποια στιγμή αναρωτήθηκα, μήπως είχε σκοπό να με απαγάγει για να ζητήσει λύτρα από τον πατέρα μου, ανυπόστατες υποψίες που περισσότερο είχαν σκοπό να διασκεδάσουν την αμηχανία μου. Εκείνη αρκετά φιλική μου έκανε ερωτήσεις για τις σπουδές και τα ενδιαφέροντα μου, ότι ρωτάς δηλαδή έναν άνθρωπο που μόλις γνωρίζεις, ώστε να βρεις κοινά θέματα συζήτησης μαζί του. Αφού καταλήξαμε να παρκάρουμε σε ένα ρεστοράν, εκείνη μου έδωσε τη δικαιολογία ότι πεινούσε πολύ και θα προτιμούσε να φάει και κάτι εκτός από το να πιει απλά ένα ποτό. Αναρωτήθηκα αν θα έφταναν τα χρήματα που είχα μαζί μου, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να της αρνηθώ. Στην περίπτωση που πλήρωνε εκείνη το γεύμα μας, θα μου έδινε την ευκαιρία να την προσκαλέσω ώστε να της ανταποδώσω το τραπέζι.

»Η Αντρέ έκανε κυρίως τις ερωτήσεις και εγώ της απαντούσα. Σαν να μην ήθελε να ανοίξει τα δικά της χαρτιά. Αν και θα το έκανε πολύ σύντομα και με απόλυτη ειλικρίνεια. «Νομίζω όμως ότι έχω γίνει αγενής», είπα κάποια στιγμή μη βρίσκοντας τίποτε άλλο ικανοποιητικό να πω για τον εαυτό μου και για να στρέψω τη συζήτηση προς εκείνη. Πλέον ήμουν βέβαιος ότι κάτι ήθελε από εμένα και ότι πιθανόν η συνάντηση μας δεν οφειλόταν σε σύμπτωση. «Όλο για εμένα μιλάμε».

«Είναι που σε βρίσκω πολύ ενδιαφέρον για την ηλικία σου».

«Θεωρούσα ότι δε με είχες προσέξει καν».

«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;»

«Δεν έχει σημασία».

«Για εμένα μπορεί να έχει!»

«Για ποιο λόγο;»

«Φαίνεσαι καλό παιδί».

«Αυτό είναι όλο;»

«Σου αρέσει η ειλικρίνεια Μισέλ;»

«Απολύτως!»

«Εσύ είσαι πάντα ειλικρινής με τα κορίτσια;»

«Με βλέπετε ως άντρα δηλαδή;»   

«Ως τι άλλο να σε βλέπω;»

«Καταλαβαίνετε τι εννοώ!»

«Ναι, καταλαβαίνω, αλλά είναι πολύ νωρίς για απόλυτη ειλικρίνεια! Ίσως έκανα λάθος. Από τη στιγμή που γνωρίζω τη μητέρα σου, αυτό πιθανόν να δημιουργήσει προβλήματα».

«Δεν ξέρω τι σκέφτεστε, αλλά ειλικρινά είμαι εχέμυθος, μπορείτε να μου μιλήσετε για ό,τι θέλετε και δε θα το μάθει κανείς». 

«Εντάξει λοιπόν, εδώ που φτάσαμε δεν βρίσκω το λόγο να μη σου μιλήσω. Υπάρχει πάντα κίνδυνος η Ιζαμπέλ να μη θελήσει να με ξαναδεί βέβαια, κάτι για το οποίο θα στενοχωρηθώ ιδιαίτερα μιας και είναι πολύ καλή μου φίλη, αλλά είτε σου μιλήσω είτε όχι, ο κίνδυνος ελλοχεύει όπως και να έχει».

«Αν μου μιλήσετε δε θα σας εκθέσω, σας το υπόσχομαι».

«Θέλω να κάνω παιδί».

«Και γιατί δεν κάνετε;»

«Θέλω να κάνω ένα παιδί μόνη μου, ένα παιδί δικό μου, που να μην ανήκει σε κανέναν άλλον, να έχω την ευθύνη του εξολοκλήρου. Να μην εξαρτάται από τον πατέρα του, να δεχτεί την αποκλειστική παρουσία μου ως γονιού στη ζωή του».

»Έγειρα την πλάτη πίσω στο κάθισμα, σταύρωσα τα χέρια μπροστά από το στήθος μου και την κοίταξα συνοφρυωμένος στα μάτια.

«Νομίζω ότι αυτό που ζητάς είναι απολύτως εγωιστικό, και δεν αναφέρομαι μόνο στον πατέρα αλλά και στο ίδιο το παιδί».

«Θα ισχυριστώ ότι έκανα εξωσωματική».

«Και γιατί δεν κάνεις εξωσωματική;»

«Ποιος σου είπε ότι δε θα κάνω;»

«Εσύ! Πρώτον είπες «Θα ισχυριστώ» και δεύτερον, δε νομίζω να με έφερες εδώ για να συζητήσουμε το πρόβλημα σου και μόνο».

«Θέλω να ξέρω τον πατέρα, εγώ, για εμένα».

«Είναι θέμα γονιδίων το θέμα δηλαδή για εσένα;»

«Όχι! Τελικά μπορεί και να είναι. Κοίτα, όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερη από ότι είσαι εσύ τώρα, αναγκάστηκα από τον σύντροφο μου, δεν έχει σημασία πως, να κάνω έκτρωση, κάτι για το οποίο μετανιώνω κάθε μέρα της ζωής μου. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δε θα εξαρτηθώ ποτέ ξανά από κανέναν άντρα. Αφοσιώθηκα στην καριέρα μου και πλέον είμαι σε θέση να χαρίσω σε κάποιον όσα έχω αποκτήσει. Η εξωσωματική μου φαίνεται ψυχρή διαδικασία, πιθανόν δεν έχω αποβάλει εντελώς το ρομαντικό κοριτσάκι που υπήρξα κάποτε, θέλω λοιπόν να απολαύσω όλη τη διαδικασία, από την αρχή ως το τέλος. Ένας άντρας στην ηλικία μου θα θελήσει να εμπλακεί, κι εγώ δε θέλω να τον έχω στα πόδια μου, ένας μικρότερος που τώρα ξεκινάει τη ζωή, την καριέρα του, θα έχει άλλα πράγματα να σκεφτεί, κι όχι ένα παιδί που είτε δε θα ήξερε την ύπαρξη του, είτε θα σκεφτόταν πιθανόν κι εκείνος να προτείνει έκτρωση σε μια συνομήλικη του σύντροφο, γιατί τα χρόνια είναι μπροστά του και δε θα θέλει να του κλέβει χρόνο το μεγάλωμα ενός παιδιού, όταν μπορεί να κάνει άλλα αργότερα».

«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;»

«Η εμπειρία».

«Νομίζω ότι μας βάζεις όλους στο ίδιο τσουβάλι».

«Πες τότε ότι δεν έγινε ποτέ αυτή η συζήτηση».

«Για τους άλλους δεν έγινε, για εμένα όμως έγινε».

«Εγώ ψάχνω κάποιον που να θελήσει…, τέλος πάντων, αλλά δε θα έχει αργότερα βλέψεις και απαιτήσεις. Αν σε ενδιαφέρει έχει καλώς, αν όχι».

«Ξέρω, δεν έγινε ποτέ αυτή η κουβέντα». Είπα και ήπια μια γερή γουλιά από το ποτό μου. «Εντάξει συμφωνώ».

»Εκείνη ανασήκωσε το φρύδι της και με κοίταξε εξεταστικά. Αναρωτήθηκα μήπως δεν αναφερόταν σε εμένα, αλλά και πάλι η συζήτηση ήταν ξεκάθαρη, δεν μπορεί να είχα παρεξηγήσει!

«Θα αναλάβω εξολοκλήρου και αποκλειστικά εγώ το παιδί, δε θα έχεις καμιά θέση στη ζωή μας».

«Το κατάλαβα».

«Ώστε το κατάλαβες!»  

«Μην ανησυχείς, το παιδί μας θα βγει έξυπνο. Αλλά έχω μια απορία. Αν το παιδί ζητήσει να γνωρίσει τον πατέρα του;»

«Μην ανησυχείς, δε θα σε εκθέσω».

«Θα ήθελα να με ενημερώσεις αν το θελήσει, και παίρνουμε τότε την απόφαση από κοινού».

«Αν και μου τα γυρίζεις…»

«Για το παιδί! Πρέπει να βάλεις το παιδί πάνω από τους εγωισμούς μας».

«Εντάξει, θα επικοινωνήσω μαζί σου, αν και μέχρι τότε πιθανόν τα πράγματα να είναι διαφορετικά στη ζωή σου και ίσως να είσαι εσύ εκείνος που δε θα θες να το γνωρίσεις».

«Ίσως», συμφώνησα «πότε ξεκινάμε;» είπα χαμογελώντας για να δεχτώ ένα επικριτικό βλέμμα που συνοδευόταν από ένα ειρωνικό χαμόγελο. 

»Η σχέση μας κράτησε περίπου για ένα μήνα, και πάντα στα κλειστά πλαίσια του διαμερίσματος της. Οι παρέες μου με είχαν χάσει, αλλά εκείνη την περίοδο ποσώς με ενδιέφερε. Αυτό που με απασχολούσε ήταν ο κορεσμός επιθυμία μου. Γνωρίζαμε και οι δύο ότι όλο αυτό που συνέβαινε είχε ημερομηνία λήξης, οπότε βιαζόμασταν να πάρουμε όσα μπορούσαμε από το παρόν. Ήταν ένας μήνας πολύ έντονος. Και μπορεί να αποφεύγαμε να βγούμε από το διαμέρισμα για να μη μας πάρει κάποιο μάτι μαζί, αλλά δεν επιδιδόμασταν μόνο στο να επιτευχθεί ο σκοπός της να μείνει έγκυος. Την εκτίμησα πολύ και ως άνθρωπο, ήταν έξυπνη, ευαίσθητη, είχε καυστικό χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Αναρωτιόμουν πολλές φορές γιατί να μην είμαι δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος από την ηλικία μου, και να έχουμε την ευκαιρία να μεγαλώσουμε μαζί αυτό το παιδί που θα γεννιόταν από την επίμονη ένωση μας. Ώσπου όπως όλα άρχισαν, όλα τελείωσαν. Την επισκέφτηκα μετά τη σχολή στο σπίτι της. Τα πάντα μαρτυρούσαν ότι η κατάσταση είχε αλλάξει. Ήταν μελαγχολική και δυσοίωνα σκεφτική, πήγα να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω, όμως τραβήχτηκε. «Ας μιλήσουμε». Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να καταλάβω ότι το τέλος είχε φτάσει. »Κάθισα και περίμενα σαν τον κατηγορούμενο την καταδικαστική απόφαση. «Νομίζω ότι όλο αυτό ήταν ένα λάθος!», προτίμησα να μη μιλήσω και να περιμένω, «δεν πιστεύω ότι λειτουργεί, ούτε θα λειτουργήσει». «Είσαι έγκυος;» την ρώτησα για να τη δω να ξαφνιάζεται, έπειτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Και; Δε θες πλέον παιδί;»

«Θέλω λίγο χρόνο να το σκεφτώ και να αναθεωρήσω αν χρειαστεί την απόφαση μου».

«Ποια απόφαση σου;»

«Αν θέλω να μεγαλώσω εντελώς μόνη μου ένα παιδί. Κι αν τελικά δε θέλω, δεν μπορώ να σε αναγκάσω να το κάνεις εσύ αυτό».

«Δε νομίζω ότι εγώ είμαι το πρόβλημα», σχολίασα ενοχλημένος, «μάλλον εσύ δε νιώθεις καλά με το να έχεις ως συνέταιρο στο μεγάλωμα του παιδιού σου, έναν αρκετά νεαρότερο πατέρα, τώρα που άλλαξες γνώμη, βλέπεις είμαι αδημιούργητος».

«Μπορεί και να είναι έτσι». Συμφώνησε. «Όπως και να έχει, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε».

«Εντάξει, όπως θες». Είπα και σηκώθηκα.

«Δε θέλω να φύγεις έτσι, δε θέλω να χωριστούμε μαλωμένοι».

«Και πως θες να χωριστούμε; Δεν ξέρω πολλούς να χώρισαν και να έμειναν φίλοι».

«Σε συμπαθώ Μισέλ, και δεν ήθελα να πληγώσω τα αισθήματα σου».

«Δεν πλήγωσες τα αισθήματα μου», της είπα σαν κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο «αλλά με υποτιμάς και αυτό ναι, με ενοχλεί ως άντρα».

«Δε σε υποτιμώ ως άντρα, αλλά….»

«Αλλά είμαι μικρός» τη διέκοψα. Και κουβέντα στην κουβέντα, προσπαθώντας εκείνη να μη χωριστούμε μαλωμένοι, καταλήξαμε για τελευταία φορά στο κρεβάτι.

»Έπειτα από εκείνη τη συνάντηση προσπαθούσα να μην σκέφτομαι ούτε εκείνη, ούτε το παιδί που καταλήξαμε τελικά να μην κάνουμε. Επέστρεψα στις παλιές μου συνήθειες, έβγαινα με συμφοιτήτριες μου, οι οποίες επιθυμούσαν όπως κι εγώ να περνάνε απλά καλά, και διαβεβαίωνα κάθε μέρα τον εαυτό μου ότι ήταν καλύτερα έτσι. Όπως και να είχε ένα παιδί είναι ένα παιδί, δεν είναι ένα ποδήλατο, κάτι άψυχο. Είναι κάτι από εσένα, κομμάτι σου, όσο και να είχα πάρει επιπόλαια την πρόταση της αρχικά, παρασυρόμενος από τον πόθο και τη φαντασίωση, δεν μπορεί να σε αφήσει παγερά αδιάφορο η παρουσία ενός δικού σου παιδιού. Η Αντρέ δεν εμφανίστηκε ξανά στο σπίτι μας, και σκέφτηκα ότι είχε τη λεπτότητα να με αποφεύγει για να μη μου θυμίζει την αποτυχία μου, που ειλικρινά, δεν ξέρω για ποιό λόγο, τότε θεωρούσα τον εαυτό μου υπεύθυνο. Άκουγα τη μητέρα μου να σχολιάζει στον Γκαμπριέλ, ότι ένοιωθε ότι η Αντρέ την απέφευγε. Εκείνος την καθησύχαζε ότι ήταν η ιδέα της και ότι κάποια στιγμή που θα έβρισκε χρόνο θα επικοινωνούσε εκείνη μαζί της. Είχαν περάσει πέντε μήνες που δεν είχα συναντήσει την Αντρέ, όταν επέστρεψε η μητέρα μου στο σπίτι όλο ενθουσιασμό. «Η Αντρέ είναι έγκυος!», ξεστόμισε λες και θα έπρεπε να αφορά την οικογένεια μας μια τέτοια είδηση, αλλά να που τελικά υπήρχε κάποιος που μπορεί το νέο να τον αφορούσε άμεσα. Έμεινα στήλη άλατος, χωρίς να μπορώ ούτε να κουνηθώ, ούτε να μιλήσω. «Είδες, που ανησυχούσες ότι η φίλη σου σε είχε ξεχάσει», σχολίασε ο πατριός στη μητέρα μου.

«Πόσο μηνών είναι;» ρώτησα κάπως απότομα, αν και μάταια προσπαθώντας να παριστάνω τον αδιάφορο. Ήθελα να απορρίψω την ιδέα ότι μπορεί το παιδί που κυοφορούσε να ήταν το δικό μου. Βαυκαλιζόμουν ότι είχε καταλήξει στην εξωσωματική ή ότι είχε βρει άλλο σύντροφο, που να ταίριαζε τελικά στα ηλικιακά της κριτήρια. 

«Δεν τη ρώτησα, αλλά έχει αρκετά φουσκωμένη κοιλίτσα, μπορεί να είναι και έξι μηνών».

»Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι το παιδί ήταν δικό μου, εκτός κι αν έβγαινε παράλληλα και με κάποιον άλλον. Όπως και να είχε δεν έπρεπε να με αφορά τι θα έκανε με το παιδί της η Αντρέ. Η επιθυμία της ήταν να γίνει μητέρα, χωρίς τη βοήθεια και τη στήριξη κάποιου άντρα και εγώ είχα συμφωνήσει σε αυτό. Έπρεπε να σεβαστώ την επιθυμία της και να μην μπλεχτώ στα πόδια της, συνεχίζοντας αμέριμνος να ζω τη ζωή μου, όπως πριν τη συναντήσω. Κι αυτό προσπάθησα να κάνω στην αρχή, αλλά στο μυαλό μου πάντα τριγυρνούσε εκείνη και το μωρό που θα ερχόταν. Τελικά και χωρίς να το έχω πάρει συνειδητά απόφαση, βρέθηκα έξω από το διαμέρισμα της. Μόλις μου άνοιξε, το ξάφνιασμα ήταν περισσότερο δικό μου μόλις την είδα στην κατάσταση της. Δεν ξέρω τι περίμενα, ότι η μητέρα μου είχε γελαστεί και ότι η Αντρέ είχε πάρει απλά κιλά ή ότι μόλις εμφανιζόμουν η εγκυμοσύνη θα εξαφανιζόταν λες και ήμουν πρωταγωνιστής σε κάποια σουρεαλιστική ταινία ή σε κάποιο όνειρο που το υποσυνείδητο παίζει παιχνίδια. Εκείνη αναστέναξε και έκανε στην άκρη για να περάσω.

«Όταν συνάντησα τη μητέρα σου φαντάστηκα ότι θα ακολουθούσε η δική σου επίσκεψη». Είπε.

«Είναι δικό μου;» Τη ρώτησα γνωρίζοντας την απάντηση.

«Είναι δικό μου, Μισέλ, τα είχαμε ξεκαθαρίσει αυτά από την αρχή».

«Ώστε είναι δικό μου», συνέχισα ζαλισμένος. «Όταν με έδιωξες το ήξερες ότι ήσουν έγκυος;»

Απέφυγε να απαντήσει καθώς και να με κοιτάξει.

«Κατάλαβα, ήσουν και προτίμησες να μου το κρύψεις για να είσαι βέβαιη ότι δε θα θελήσω να εμπλακώ!»

«Δεν πέφτω συχνά έξω, όμως με εσένα έπεσα». Είπε παραιτημένη και κάθισε σε μια καρέκλα, στηρίζοντας την πλάτη της σε ένα μαξιλάρι. «Έκανα λάθος με το να είμαι ειλικρινής μαζί σου, αλλά φοβήθηκα ότι αν δεν ήμουν μπορεί…»

«Μπορεί να πίστευα ότι είμαι ερωτευμένος και να γινόμουν τσιμπούρι».

«Ναι. Έπειτα θεώρησα ότι η ηλικία σου θα αποτελούσε εμπόδιο στο να επιθυμείς να αναλάβεις ευθύνες που δεν αναλογούσαν στα χρόνια σου. Και έτσι κατέληξα να είμαι ειλικρινής».

«Και τι σε έκανε να μου πεις ψέματα τελικά, ότι δεν ήσουν έγκυος και ότι μετάνιωσες;»   

«Η σχέση σου με τον πατέρα σου! Ένοιωσες αρκετά παραγκωνισμένος όταν ήσουν παιδί και ζούσες κοντά του, αλλά κι αργότερα. Μπορεί να βρήκες στο πρόσωπο του Γκαμπριέλ την εικόνα εν μέρει ενός πατέρα, αλλά δε θα μπορούσες να συμπεριφερθείς ανάλογα σε ένα δικό σου παιδί από τη στιγμή που θα ερχόταν στον κόσμο. Κάτι που ασυνείδητα το γνώριζες από την αρχή».

«Μπορεί να μην έχει σχέση με τον πατέρα μου, μπορεί να είμαι απλά φτιαγμένος με αυτόν τον τρόπο».

«Πιθανόν να ισχύει και αυτό, είσαι υπέροχος άνθρωπος αλλά η συμφωνία είναι άλλη».

«Η συμφωνία μπορεί να αλλάξει».

«Τι εννοείς;»

«Θέλω να συμμετέχω στο μεγάλωμα του παιδιού. Θέλω να είμαι παρόν όταν γεννηθεί, θέλω να τον συναντώ».

«Να την συναντάς!»

«Είναι κορίτσι;» Είπα χαμογελώντας.

«Έλαμψε όλο το πρόσωπο σου».

«Μπορώ να συνεισφέρω και οικονομικά».

«Δεν μπορείς, δεν έχεις…»

«Δεν το ζητώ Αντρέ, το απαιτώ».

«Μισέλ με συγκινεί το ενδιαφέρον σου, όμως… μην προσπαθείς να μπεις στη ζωή μας».

«Δε θα έχω καμία απαίτηση στη δική σου ζωή Αντρέ, αλλά στης κόρης μου θα έχω. Και μπορώ να το φτάσω στα άκρα. Δε θέλεις να το κάνουμε αυτό στο παιδί!»

»Η συζήτηση τράβηξε για ώρα, ή μάλλον πιο σωστά η διαπραγμάτευση. Τελικά καταλήξαμε ότι αν ήθελα να περνάω χρόνο με τη μικρή θα πήγαινα σπίτι της, τον πρώτο καιρό τουλάχιστον. Ήμουν και παρόν στο υπερηχογράφημα, εκεί που τα είδα όλα κυριολεκτικά, ήταν την ώρα της γέννησης της, απορώ πως κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να μη λιποθυμήσω, κάνοντας τον εαυτό μου ρεζίλι. Μόλις έλαβα μήνυμα στο κινητό από την Αντρέ ότι πήγαινε στο μαιευτήριο, άφησα στη μέση το μάθημα στη σχολή, και τον καθηγητή με τους συμφοιτητές μου με ανοιχτό το στόμα,  και έφυγα τρέχοντας για εκεί. Μέχρι τότε προτίμησα να μην πω τίποτα στους δικούς μου. Δεν ήταν κάτι που μπορούσα να το κρύβω για πάντα, από τη στιγμή που ανέλαβα τις ευθύνες μου, αλλά επειδή φοβόμουν ότι θα ξεσπούσε πανικός και ήθελα να είναι ήρεμη η Αντρέ μέχρι να γεννήσει το παιδί, το άφησα για μετά. Και δεν είχα άδικο, η μητέρα μου εξαγριώθηκε όταν της το αποκάλυψα. Ίσως να μην είχε θυμώσει αν είχα κάνει παιδί με μια συνομήλικη μου, αλλά το ότι η μητέρα ήταν η Αντρέ, αυτό δεν μπορούσε να το χωνέψει. Ανάμεσα στα άλλα σχολίασε ότι με αποπλάνησε, ότι πίσω από την πλάτη της ένα άτομο που εκτιμούσε έκανε σχέση με τον γιό της και ανέφερε μάλιστα και την ταινία η σαραντάρα και ο πρωτάρης. Ο Γκαμπριέλ ανέλαβε τα χρέη του δικηγόρου. «Ο Μισέλ δεν είναι ανήλικος για να τον αποπλανήσει, νομίζω ότι ήξερε πολύ καλά τι έκανε, ούτε πιστεύω ότι έμαθε τα μυστικά του έρωτα από την Αντρέ, όλο και κάτι θα συνείσφερε στη σχέση τους».

«Πως; Το σπέρμα του», (μα αυτό ήταν και το ζητούμενο, κάτι που προτίμησα να μην πω), «αν δεν ήταν πρωτάρης θα ήξερε να φυλάγεται».

«Και η Αντρέ δεν είναι καν σαράντα», στα λόγια υπεράσπισης του, δεχόταν αιχμηρά βλέμματα, όμως εκείνος κρυφά το διασκέδαζε, και συχνά με χτυπούσε υποστηρικτικά στην πλάτη. Δε με είχε ικανό, όπως δεν είχα κι εγώ τον εαυτό μου να καταφέρω μια γυναίκα σαν την Αντρέ. Υποθέτω πως αν δεν ήμουν ο γιος της γυναίκας του, κι ο μικρός που είχε μεγαλώσει σαν δικό του παιδί, μπορεί να με ρώταγε και λεπτομέρειες. Τελικά με τον καιρό το αποδέχτηκαν, το παιδί είχε γεννηθεί και δεν ήθελαν να το τιμωρήσουν εξαιτίας μας. Η Ιζαμπέλ με τον καιρό έκανε ειρήνη με την Αντρέ και απέκτησαν την σχέση που είχαν παλαιότερα, αν και όλοι οι υπόλοιποι πιστεύαμε ότι είχε δεχθεί τέτοιο πλήγμα που ήταν αδύνατον να γίνουν όλα όπως πρώτα, εκείνες είχαν τον δικό τους κωδικό και τα κατάφεραν. Βέβαια και η Αντρέ ως έξυπνη γυναίκα έδειξε μια σεμνότητα απέναντι στη μητέρα μου και στον καθόλα δίκαιο εκνευρισμό της».

«Μόλις σου είπα το ευχάριστο μέρος της ιστορίας». Είπε θλιμμένος ο Μισέλ.     

«Είμαι έτοιμη να ακούσω και το άσχημο». Τον προέτρεψε η Λόρνα.

«Δε θες να με ρωτήσεις κάτι;»

«Μόλις ακούσω όλα όσα έχεις να μου πεις, τότε θα σε ρωτήσω».

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΤΡΙΤΟ –Τελευταία πράξη του δράματος-

 

Το παιδί ήρθε στη ζωή μας και έφερε τα πάντα άνω κάτω, όμως με έναν όμορφο τρόπο. Τις περισσότερες ευθύνες βέβαια τις επωμίστηκε η Αντρέ, με εκείνη έμενε η μικρή, εκείνη ξύπναγε τα βράδια για να την ταΐσει, για να την πάρει αγκαλιά και να τη νανουρίσει, και ό,τι άλλο κάνουν οι μαμάδες. Από την πλευρά μου εγώ δεν ήθελα να παίζω απλά το ρόλο ενός χαρούμενου θείου, αλλά του πατέρα που είναι παρόν. Αν μπορούσα θα ήμουν μαζί τους κάθε ώρα της ημέρας, και στην αρχή αυτό έκανα, με κάθε ευκαιρία εμφανιζόμουν στην πόρτα τους. Η Αντρέ, σαν η πραγματικά ενήλικη στην οικογενειακή μας σχέση έβαλε κάποια όρια, και στην ουσία ένα πρόγραμμα στις επισκέψεις μου. Κάτι που με βοήθησε με το να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, αφού προτιμούσα το ρόλο του πατέρα, από το να διαβάζω στατιστικά και αριθμούς, αλλά και μετέπειτα να βρω δουλειά. Όμως την είδα να μεγαλώνει και είμαι ευγνώμον γι’ αυτό. Αργότερα όταν η Μισέλ ξεκίνησε τις εξόδους της, φροντίζαμε να είμαι εγώ εκείνος που την πρόσεχε, κάποιες φορές με τη συντροφιά της αδελφής μου της Ματίλντε, που πιο νεαρή σε ηλικία, λάτρευε να παίζει με μια ζωντανή κούκλα και τελικά δέθηκαν πολύ με την κόρη μου.

Έτσι κύλησε η ζωή μας, μέχρι που αποφάσισα να κάνω μια νέα επαγγελματική αρχή και να έρθω στο Λονδίνο. Βλέπεις έχω μια διάθεση επαγγελματικής επανεκκίνησης. Όταν νιώθω ότι έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος μου σε μια επιχείρηση, ψάχνω αλλού επαγγελματική στέγη. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, την εποχή που ήρθα στην Αγγλία, είχα και μια τάση ως προς την απομόνωση. Δεν ξέρω τι με είχε επηρεάσει, αλλά ήθελα να αφήσω τα πάντα πίσω μου, όχι να κόψω τους δεσμούς μου, δε θα το έκανα ποτέ αυτό στην κόρη μου, αλλά χρειαζόμουν χρόνο και χώρο για τον εαυτό μου, με μια εσωτερική ανάγκη να μου το επιβάλει. Και έτσι άρχισα να στέλνω βιογραφικά, όχι τόσο σε οικονομικούς κολοσσούς και πολυεθνικές. Ήθελα μεν μεγάλες επιχειρήσεις με ιστορία και όνομα στον κλάδο, αλλά όχι χαώδεις χώρους εργασίας. Και η δική σας επιχείρηση φάνηκε ότι ήταν ιδανική, όταν με κάλεσαν για συνέντευξη, δεν άφησα την ευκαιρία να χαθεί!

«Είχες σκοπό να επιστρέψεις στο Παρίσι;» Τον διέκοψε η Λόρνα.

«Κάποια στιγμή ναι. Θα επέστρεφα».

«Κάποια στιγμή, σύντομα προφανώς! Τα μισά σου πράγματα στο διαμέρισμα είναι πακεταρισμένα για ταξίδι. Έχεις δυο χρόνια, σχεδόν τρία στο Λονδίνο και δε βρήκες χρόνο να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους; Μάλλον ήξερες ότι η θέση τους ήταν σε ένα σπίτι στο Παρίσι!»

«Είμαι εδώ Λόρνα!»

«Για πόσο;»

«Για όσο θες εσύ».

«Συνέχισε», τον προέτρεψε για να αποφύγουν αυτή τη συζήτηση.

«Τα Χριστούγεννα που επισκέφτηκα την οικογένεια μου τα πράγματα ήταν κάπως αμήχανα, ανάμεσα σε εκείνους και σε εμένα. Βαυκαλιζόμουν ότι ήταν απλά η εντύπωση μου, και ότι ήταν δική μου ιδέα ότι κάτι μου έκρυβαν. Ότι εγώ είχα αλλάξει, επειδή θα προτιμούσα να περάσω τις μέρες μου μαζί σου στο Λονδίνο από το να είμαι κάπου αλλού χωρίς εσένα. Βέβαια θα μπορούσα να σου είχα προτείνει να έρθεις μαζί μου, αλλά δεν ήθελα να σου εμφανίσω ξαφνικά την κόρη μου, χωρίς να σου έχω μιλήσει νωρίτερα για εκείνη. Συναντήθηκα με την Αντρέ, μου φάνηκε κάπως εξαντλημένη και χλωμή, όταν όμως τη ρώτησα με καθησύχασε ότι ήταν απλώς κουρασμένη. Έστρεψε την κουβέντα της σε εμένα, πως είναι το Λονδίνο, πως είμαι εγώ εδώ, αν σκέφτομαι να επιστρέψω, της μίλησα για εσένα, και εκείνη μου χάρισε ένα από εκείνα τα σπάνια χαμόγελα της, γεμάτο κατανόηση. «Σε χάσαμε, δηλαδή, θα μείνεις για πάντα εκεί». Μόλις της είπα ότι δε σου είχα αποκαλύψει την ύπαρξη της κόρης μας, με προέτρεψε να το κάνω με την πρώτη ευκαιρία. «Ακολουθώ το παράδειγμα σου Αντρέ, δε θέλω να μπαινοβγαίνει κόσμος στη ζωή της κόρης μας, αν δεν νιώθω ότι είναι κάτι μόνιμο. Προτιμώ να μην έχει γνώση ούτε ονομάτων η μικρή, αν δεν έχω πρώτα σκοπό να της γνωρίσω κάποια ξεχωριστή». Εκείνη έβγαλε τα συμπεράσματα της και επέμεινε να σου μιλήσω. «Αν δεν της μιλήσεις, δε θα ξέρεις αν έχει τις προοπτικές να μπει στη ζωή της κόρης μας, άλλωστε σε εκείνη πρέπει πρώτα να μιλήσεις, όχι στο παιδί σου, όσο ακόμα δεν είσαι βέβαιος». Είχε δίκιο, το βράδυ που θα σου μίλαγα για εκείνη, γεννήθηκε η ανιψιά σου, πήρα σαν μήνυμα την αναβολή, ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα, και δεν το σκέφτηκα άλλο πια. Μέχρι τον περασμένο Μάη, που η μητέρα μου με ένα τηλέφωνο μου αποκάλυψε τι μου έκρυβαν. Η Αντρέ είχε καρκίνο. Είπε ο Μισέλ και έσφιξε τα μάτια του. Αφού αναστέναξε συνέχισε. «Ήταν πολύ επιθετικός και σε καλπάζουσα μορφή. Είχε κάνει ό,τι χρειαζόταν αλλά δεν την είχε βοηθήσει τίποτα. Κι έτσι έφυγα για το Παρίσι. Ούτε ένας μήνας δε μας είχε μείνει μαζί. Σε ένα νοσοκομείο να την βλέπω να σβήνει. Εκείνη χαμογελούσε και προσπαθούσε να μας δίνει κουράγιο». Ο Μισέλ έμεινε σιωπηλός να θυμάται τις τελευταίες στιγμές ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρια.

«Της μίλησες;» τον ρώτησε. Εκείνος έκανα ένα νεύμα, ενώ από μέσα του τον έτρωγαν οι τύψεις, όχι για το ψέμα που έλεγε, αλλά που δεν είχε αποφασίσει ποτέ να το κάνει, κι ας ήξερε πόσο σημαντική ήταν η Λόρνα στη ζωή του. «Είναι εντάξει με την ύπαρξη της μικρής;»

«Είναι ένα υπέροχο πλάσμα η Λόρνα, είναι γενναιόδωρη». Πίστευε την κάθε του λέξη, αν και δυστυχώς δεν της είχε μιλήσει. Δεν ήξερε πόσο επείγον ήταν, μέχρι που έμαθε για την αρρώστια της Αντρέ. Η μητέρα της κόρης του ένιωσε ανακουφισμένη.  

«Θα ταιριάζετε! Αχ Μισέλ, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που απαίτησες να γνωρίσεις την κόρη μας και να είσαι παρόν στη ζωή της! Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε η επιμονή σου, μπορεί να ήταν κόντρα στην επιθυμία μου να τη  μεγαλώσω μόνη μου, αλλά την ίδια ώρα ένιωθα ανακούφιση, ήξερα που μπορούσα να στραφώ αν υπήρχε ανάγκη. Μόλις ο γιατρός μου αποκάλυψε την ασθένεια μου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν η μικρή, μόλις ήρθε η εικόνα σου στο μυαλό μου, σαν να γαλήνεψα, ήμουν έτοιμη να υποστώ τα πάντα για να διαφύγω τον κίνδυνο χωρίς να ανησυχώ τι θα απογίνει το παιδί, στην αντίθετη περίπτωση. Το κοριτσάκι μας έχει ανάγκη τον έναν τουλάχιστον από τους γονείς του, και εσύ έχεις υπάρξει υπέροχος πατέρας. Σε ποιον άλλον να την εμπιστευτώ, καλύτερο από τον βιολογικό της πατέρα λοιπόν; Πολλοί άνθρωποι την αγαπάνε και θα τη νοιαστούν, αλλά κανένας περισσότερο από εμάς τους δύο, που ήμασταν παρόντες στον ερχομό της στον κόσμο».

«Και οι μόνοι υπεύθυνοι». Είπε εκείνος μειδιώντας για να ελαφρύνει το κλίμα, μιας και δεν μπορούσε να της δώσει πλέον κουράγιο ότι θα γινόταν καλά.

«Μόλις φύγω παρ’ την και επιστρέψτε στο Λονδίνο. Θα είναι πιο εύκολο για εκείνη να ξεχάσει σε ένα ξένο περιβάλλον που δε θα με θυμίζει τίποτα».

«Αντρέ, μην τα σκέφτεσαι αυτά, δεν πρόκειται να σε ξεχάσει, ούτε εγώ θα το επιδιώξω, ούτε εκείνη θα το θελήσει. Είσαι η μαμά της, καμία δε θα μπει στη θέση σου».

«Δε θέλω να πονάει, προσπάθησα να την προετοιμάσω».

«Σε παρακαλώ Αντρέ», είπε εκείνος, πνίγοντας έναν λυγμό, και σφίγγοντας της το χέρι. «Να είσαι σίγουρη ότι θα κάνω το καλύτερο για το παιδί μας. Αλλά δε θα προσπαθήσω να την κάνω να σε ξεχάσει». Πρόσθεσε αυστηρά.

«Σε ευχαριστώ».

Αφού κατάφερε να ηρεμίσει τον εαυτό του, με τη Λόρνα στο πλάι του να μη ξέρει πώς να αντιδράσει στο ξέσπασμα του, και ακουμπώντας απλά το χέρι της πάνω από τα δικά του, συνέχισε να μιλάει, σκουπίζοντας τα μάτια του με την γροθιά του.

«Μόλις εκείνη έφυγε, έπρεπε να επικεντρωθούμε στο παιδί. Περισσότερο το ανέλαβαν η μητέρα και η αδερφή μου, όσο εγώ έτρεχα για τα διαδικαστικά. Να πάρω τα χαρτιά από το σχολείο, να βρω σχολείο να την γράψω στο Λονδίνο, στο οποίο να διδάσκεται στη μητρική της γλώσσα και έχοντας τόσα ακόμα πράγματα να διευθετήσω. Η μητέρα της προτιμούσε να την πάρω και να έρθουμε εδώ. Νομίζω ότι δεν το έκανε μόνο για να είναι πιο εύκολο για τη μικρή να ξεχαστεί, και μπορώντας να πω ότι τη γνώριζα το έκανε για να μη μπει εμπόδιο η μικρή στη σχέση μας, και αναγκαστώ να διαλέξω. Κι έτσι επέστρεψα».

«Πως είναι η μικρή;»

«Μελαγχολική. Το μεγαλύτερο πλήγμα ήταν ο θάνατος της μητέρας της. Και δεν είναι τόσο μικρή για να την κοροϊδεύουμε ότι είναι άγγελος στον ουρανό και θα την προσέχει από εκεί ψηλά. Είναι σχεδόν δώδεκα ετών, ικανή και έξυπνη να καταλάβει τα πάντα. Μπροστά μας παριστάνει τη δυνατή, προσπαθεί να μας δώσει κουράγιο, αλλά βλέπω συχνά τα μάτια της κόκκινα από το κλάμα. Και δεν έχω τι να της πω, πώς να την παρηγορήσω. Εκτός από τη μαμά της έχασε και τους φίλους της, την πήρα από ένα οικείο περιβάλλον και την έφερα στο Λονδίνο που δεν έχει φίλους, συγγενείς. Ήρθε και η Ματίλντε μαζί μας, για λίγο καιρό, αλλά θα επιστρέψει πάλι στο Παρίσι, δε θα μείνει για πάντα εδώ, έχει τη ζωή της εκεί, τη δουλειά, τους φίλους της. Αυτή είναι η ιστορία Λόρνα, και τώρα περιμένω την απόφαση σου».

Ήταν η ώρα να αναστενάξει η Λόρνα και να φέρει τα χέρια στο πρόσωπο της.

«Μία ερώτηση μόνο έχω να σου κάνω Μισέλ».

«Σε ακούω»

«Γιατί δεν μου το είπες; Έχει περάσει αρκετός καιρός που βγαίνουμε, που είμαστε μαζί. Μήνες ολόκληρους είχες την ευκαιρία να μου το πεις και εσύ κράτησες κρυφό κάτι τόσο σημαντικό, συνήθως αυτά τα λένε από τη στιγμή που συστήνονται. «Γεια σου, είμαι ο Μισέλ και έχω μια κόρη»». Είπε βαραίνοντας τη φωνή της.

«Στην αρχή δεν το θεώρησα απαραίτητο, ήμασταν απλά συνάδελφοι, δεν υπήρχε λόγος να ξέρεις τα προσωπικά μου. Βρεθήκαμε σε ένα μπαρ, ήπιαμε ένα ποτό και αυτό ήταν όλο. Έπειτα αρχίσαμε να βγαίνουμε, μου ήταν ευχάριστη η παρέα σου και ήθελα όλο και περισσότερο, ώσπου ο καιρός κύλησε και εγώ ο ανόητος δεν είχα αποκαλύψει την πιο σημαντική πληροφορία από τη ζωή μου».

«Και έπειτα, γιατί δε μου το είπες όταν ήσουν έτοιμος να μου το πεις, όχι τη μέρα που γεννήθηκε η ανιψιά μου, αλλά την επόμενη. Είχες τόσες ευκαιρίες».

«Γιατί ήξερα ότι είχα αργήσει ήδη να το κάνω. Δεν ήξερα πώς να δικαιολογήσω την καθυστέρηση μου αυτή».

«Και τώρα που το παιδί είναι εδώ; Θα μου το έλεγες άραγε ποτέ!»

«Δεν υπήρχε χρόνος για άλλη αναβολή, αλλά δεν ήθελα να στο πω στη δουλειά. Όμως με πρόλαβες».

«Άφησες πολύ καιρό να περάσει Μισέλ».

«Στο παρελθόν, κάποιες γυναίκες προσπάθησαν να με προσεγγίσουν μέσω της κόρης μου στη Γαλλία, και μία τα είχε καταφέρει. Ήταν ευγενική, φαινόταν ότι συμπαθούσε το παιδί, όμως ο πραγματικός της χαρακτήρας απείχε πολύ από αυτό που έβγαζε προς τα έξω. Πληγώθηκε αρκετά από τη στάση της. Από τότε αποφάσισα να μην βάζω το παιδί μου σε αυτή τη διαδικασία, θα την προστάτευα όσο μπορούσα. Καταλαβαίνω την απογοήτευση και τους προβληματισμούς σου Λόρνα, αλήθεια τους καταλαβαίνω. Όποια απόφαση και να πάρεις θα τη δεχτώ, κι αν δε θες να έρχομαι στη δουλειά, αύριο το πρωί θα υποβάλω παραίτηση αν αυτό επιθυμείς».

«Είσαι των δραστικών αποφάσεων, αλλά αυτό που έπρεπε να κάνεις σου πήρε δέκα μήνες. Όχι Μισέλ, δε θέλω να φύγεις από την επιχείρηση. Ούτε θέλω να φύγεις από το Λονδίνο. Θέλω απλά χρόνο να σκεφτώ όσα μου είπες. Να αξιολογήσω τους λόγους που κράτησες κρυφή από εμένα την ύπαρξη της κόρης σου. Να κατασταλάξω ότι αυτή είναι η αλήθεια και ότι δεν έχεις για εμένα στο μυαλό σου την εικόνα της κακιάς μητριάς της χιονάτης ή της σταχτοπούτας. Νομίζω ότι έχω το δικαίωμα αυτό».

«Έχεις όσο χρόνο χρειάζεσαι Λόρνα, θα περιμένω την απόφαση σου. Και ό,τι μου ζητήσεις αυτό θα κάνω!»

«Κι αν δε σου ζητήσω τίποτα;»

«Θα παραμείνω στη γωνιά μου χωρίς να σε ενοχλώ. Έχω χάσει την εμπιστοσύνη σου, δεν μπορώ να διεκδικήσω κάτι αν εσύ δεν αποφασίσεις να μου το δώσεις από μόνη σου. Δεν βρίσκω καμιά δικαιολογία να υποστηρίξω τον εαυτό μου. Το μόνο που μου μένει πλέον να κάνω είναι να σταθώ στο παιδί μου».

«Με αυτό που μόλις είπες με προσβάλεις, Μισέλ. Δε θα σου ζητούσα ποτέ να μην σταθείς στο παιδί σου. Μπορεί να μην έχω δικό μου, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι ένα παιδί μπαίνει πάνω απ’ όλους κι απ’ όλα. Και νομίζω ότι μου δίνεις να καταλάβω το λόγο που δε μου το είπες».

«Όχι, δεν το εννοούσα έτσι».

«Δεν έχει σημασία. Μπορείς να επιστρέψεις στο σπίτι και στην οικογένεια σου, θα ανησυχούν για εσένα. Είμαστε στο αυτοκίνητο πάνω από δυο ώρες».

Ο Μισέλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και βγήκε από το αυτοκίνητο μουρμουρίζοντας απλά μια καληνύχτα. Η Λόρνα, πήρε από τα πόδια της το φαγητό που είχε αγοράσει από το μπιστρό της Σόφι για να απολαύσει το δείπνο της με τον Μισέλ, αλλά τελικά μάλλον θα κατέληγε στα σκουπίδια. Εκείνη δεν είχε καμία όρεξη να φάει, το στομάχι της είχε δεθεί σε κόμπο. Ήταν ζαλισμένη από τις αποκαλύψεις. Φυσικά και δεν την ενοχλούσε ότι ο δεσμός της είχε παιδί με μια άλλη γυναίκα, όχι ότι δε θα αποτελούσε μεγάλη αλλαγή στη μεταξύ τους σχέση, αν αποφάσιζαν να συνεχίσουν, η παρουσία της μικρής. Αλλά αν η κόρη του, της οποία το όνομα ούτε εκείνος της αποκάλυψε, ούτε εκείνη σκέφτηκε να του ζητήσει να της πει, θα τη δεχόταν. Ήταν όμως έτοιμη για αυτό τον ρόλο; «Για ποιο ρόλο Λόρνα;» ρώτησε τον εαυτό της. «Δεν είμαστε παντρεμένοι, από τη μια στιγμή στην άλλη η σχέση μας μπορεί να διαλύσει, μπορεί να είμαι βέβαιη ότι δε μου έχει κρύψει και άλλα πράγματα, και άλλα παιδιά;» Όλα ήταν ρευστά στη σχέση τους, πόσα θα ήταν διαφορετικά αν της το είχε πει νωρίτερα, τώρα δε θα χρειαζόταν να αποδεχτεί την ύπαρξη της, απλά την παρουσία της. Όμως το θέμα δεν ήταν το παιδί, το θέμα ήταν ο Μισέλ.

Όσο και να προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της, κατέληγε να ανακυκλώνει τα ίδια πράγματα. Απάντηση στο γιατί δεν έβρισκε, και όσα της είχε πει, της είχαν φανεί σαν φτηνές δικαιολογίες. Και ύστερα ήρθε και καρφώθηκε ένα τεράστιο «Αν» στο μυαλό της. «Κι αν ο Άλμπι είχε δίκιο, αν η Λόρνα ήταν ο τρόπος του Μισέλ να μείνει στο Λονδίνο. Και επιπλέον ήταν η φυσική διάδοχος της επιχείρησης. Είχε λόγους να εποφθαλμιά τη θέση της ο Μισέλ; Μπορεί να είχε μια περιουσία στη Γαλλία, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, όμως δεν μπορεί να ήταν βέβαιη ποιος λόγος τον είχε σπρώξει να αφήσει την πατρίδα του και να έρθει να εργαστεί στο Λονδίνο. Εκείνος ισχυριζόταν την επαγγελματική επανεκκίνηση, όμως πόση εμπιστοσύνη του είχε πλέον;» Εκείνο το βράδυ είχαν όλα καταρρεύσει, αν αντί για την αδερφή του έβρισκε στο διαμέρισμα του μια άλλη γυναίκα, μια νεαρή ερωμένη, μπορεί να πληγωνόταν αλλά όλα θα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό της, όμως το γεγονός ότι δεν την απατούσε ή τουλάχιστον εκείνη δε γνώριζε κάτι τέτοιο, την έκανε να μπερδεύεται και να μην ξέρει αν έπρεπε να γυρει την πλάστιγγα υπέρ ή εναντίον του Μισέλ. Του άξιζε να τον υποψιάζεται ή όχι; Ποιος θα μπορούσε να σταθεί αντικειμενικός και να της δώσει μια απάντηση. Και πόσο αυτή η απάντηση θα ήταν αυτή που θα ήθελε να ακούσει;

……………

Σκυθρωπός επέστρεψε στο διαμέρισμα του ο Μισέλ, μόλις άνοιξε την πόρτα και είδε τη μικρή καθισμένη στον καναπέ να κοιτάζει την τηλεόραση, πίεσε τον εαυτό του να της χαμογελάσει. Πέταξε δυο τρεις φορές, δήθεν αμέριμνος τα κλειδιά στον αέρα, και πήγε και τα ακούμπησε στη θήκη με τους δίσκους. Η αδερφή του στεκόταν μπροστά από τον νεροχύτη και τον κοίταζε. Εκείνος πήγε και τραβώντας μια καρέκλα από το τραπέζι κάθισε κουρασμένα.

«Η Λόρνα ήταν;» Τον ρώτησε η Ματίλντε. Ο Μισέλ αρκέστηκε σε ένα καταφατικό κούνημα του κεφαλιού του.

«Δεν της αρέσει η ιδέα…», είπε και έκοψε τη φράση για να μην καταλάβει η ανιψιά της ότι συμπεριλαμβανόταν στη συζήτηση.

«Δεν είναι αυτό το πρόβλημα της».

«Αλλά;»

«Αλλά ότι μέχρι πριν από δυο ώρες δεν ήξερε την ύπαρξη της».

Η Ματίλντε τράβηξε και εκείνη μια καρέκλα και κάθισε απέναντι από τον αδερφό της.

«Δεν της το είχες πει; Μα είχες καθησυχάσει τη μητέρα της, ότι η Λόρνα γνώριζε».

«Ακριβώς αυτό, την είχα καθησυχάσει για να μην έχει άλλο ένα πράγμα να την απασχολεί».

«Νόμιζα ότι την αγαπούσες».

«Σε ποια αναφέρεσαι;» Τη ρώτησε παραξενεμένος ο Μισέλ.

«Στη Λόρνα!»

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν την αγαπάω;»

«Ότι της το έκρυψες. Για να της το έκρυψες δεν την εμπιστεύεσαι».

«Δεν είναι αυτό. Φυσικά και έχω αισθήματα για εκείνη, μετά όμως από όσα έγιναν τότε με την Ζωρζέτ».

«Η Ζωρζέτ», μουρμούρισε ειρωνικά η Ματίλντε, αλλά πάλι αναγκάστηκε να κόψει την φράση της αφού πέρασε το πάσο η ανιψιά της και πήγε προς το ψυγείο να πάρει ένα αναψυκτικό. Αφού την είδε να κατευθύνεται προς το δωμάτιο της, γύρισε στον Μισέλ. «Πρέπει να πάψει να σε κυνηγάει μονίμως η αντίληψη ότι όλες οι γυναίκες που σε πλησιάζουν είναι νευρασθενείς σαν την πρώην σου».

«Δεν πιστεύω ότι η Λόρνα είναι νευρασθενής, απλά δε θέλω να βάζω την κόρη μου σε αυτή τη διαδικασία. Κάποια στιγμή φυσικά και θα της το έλεγα. Δεν ήξερα όμως ότι η Αντρέ ήταν ασθενής. Η Αμελή ζούσε μια προστατευμένη ζωή στο πλάι της μητέρας της, δε φανταζόμουν ότι θα την αναλάμβανα».

«Τι σημαίνει αυτό πάλι;»

«Αχ, Ματίλντε, γιατί είναι τόσο δύσκολο να καταλάβετε αυτά που εννοώ; Γιατί συνεχώς με παρεξηγείτε; Μια ζωή ήμουν καλός στο να γίνομαι κατανοητός, που δυσκολεύεστε πια; Η Αμελή, η σχέση με την μητέρα της ήταν τόσο στενή, πως θα την αντικαταστήσω, νιώθω λίγος, φοβάμαι ότι θα την απογοητεύσω».

«Μισέλ, δε σου ζήτησε κανείς να αντικαταστήσεις την Αντρέ, είστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι. Απλά στάσου στο παιδί σου».

«Προσπαθώ αλλά φοβάμαι ότι δεν αρκεί».

«Πρώτη φορά σε βλέπω ηττοπαθή, ή μάλλον όχι, δεύτερη, η πρώτη ήταν όταν έφυγες από το Παρίσι εξαιτίας της Ζωρζέτ».

«Σε παρακαλώ μη μου την αναφέρεις! Τελείωσε εκείνη η ιστορία».

«Σίγουρα, γιατί εσύ είσαι αυτός που την ανέφερες πρώτος». Ένα αυστηρό βλέμμα την έκανε να αλλάξει θέμα. «Και με την όμορφη βρετανίδα τι θα κάνεις;»

«Δε μου μένει να κάνω τίποτα. Της είπα πως είχε η ιστορία με το παιδί, της μίλησα για τη μητέρα της, τις νέες συνθήκες της ζωής μου, τώρα μένει να αποφασίσει αν θα με συγχωρέσει ή όχι κι αν θα θελήσει να συνεχίσει μαζί μου».

«Εσύ τι θες;»

«Εγώ θέλω βοήθεια!»

«Δεν καταλαβαίνω».

«Μείνε λίγο ακόμα μαζί μας στο Λονδίνο».

«Με εκμεταλλεύεσαι!»

«Αν δεν εκμεταλλευτώ την αδερφή μου ποιον θα εκμεταλλευτώ;»

«Θα δούμε, όμως αποφεύγεις την ερώτηση μου, από τη Λόρνα τι θες;»

«Τη θέλω εδώ! Μαζί μου, αλλά μπορεί να μη θέλει εκείνη, να μη μπορεί, πρέπει να το αποδεχτώ αν είναι έτσι. Και μάλλον πρέπει να βρω μια άλλη δουλειά».

«Αυτό γιατί;»

«Γιατί είναι δύσκολο να συναντιόμαστε στον ίδιο χώρο εργασίας αν πάψουμε να είμαστε μαζί».

«Α ναι, μήπως να αλλάξεις εκτός από χώρο εργασίας και χώρα ξανά, τώρα που σκέφτεσαι να πάς; Σου προτείνω Αλάσκα ή Νορβηγία. Θα έχεις και την ευκαιρία να δεις το Βόρειο Σέλλας, δεν είναι μικρό πράγμα».

«Πρέπει να αποφασίσει απερίσπαστη. Και αν έφευγα από το Λονδίνο, θα επέστρεφα στη Γαλλία. Αλλά δε θέλω να πάρω τέτοια απόφαση μέχρι να μου δώσει την τελική απάντηση, δε θέλω να σκέφτομαι ότι έφυγα χωρίς να είμαι βέβαιος για την απάντηση».

«Παλιότερα θα έδινες μάχη, θα παρέμενες στη θέση σου και θα προσπαθούσες με κάθε τρόπο να την πείσεις να σας δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Και τώρα το βάζεις έτσι εύκολα στα πόδια;»

«Δεν ξέρω τι συζητάμε αδερφούλα, χρειάζεται χρόνο, όσο με βλέπει ίσως να είναι εις βάρος μας. Είναι όλα πολύ πρόσφατα».   

«Καλά δεν πήγες και με άλλη γυναίκα».

«Ο μόνος λόγος που με δικαιολογείς είναι επειδή είσαι αδερφή μου».

«Και επειδή σε ξέρω. Και ξέρεις κάτι, και εκείνη σε ξέρει, οπότε θα σου δώσει τη δεύτερη ευκαιρία, κι αν δεν το κάνει είναι απλά μια ανόητη που δεν μπορεί να κρίνει τον άνθρωπο που έχει στο πλάι της. Και γι’ αυτό θα είναι άξια λύπησης».

«Μην αγορεύεις! Στον έρωτα τα πράγματα δεν είναι αντικειμενικά».

«Αχ αδερφούλη στις ανθρώπινες σχέσεις τα πράγματα δεν είναι αντικειμενικά».

«Όταν ένας άνθρωπος πληγώνεται, ίσως είναι δύσκολο να συγχωρέσει».

«Ας διεκδικήσει τότε».

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Μια επανεκκίνηση!»   

……………

Η μέρα ήταν πολύ δύσκολη στη δουλειά. Η Λόρνα με δυσκολία μπορούσε να συγκεντρωθεί στις αρμοδιότητες της. Από τη στιγμή που είχε μπει στη ζωή της ο Μισέλ, κουβαλώντας στις αποσκευές του ένας θεός ήξερε πόσα μυστικά ακόμα, η Λόρνα έπιανε πολλές φορές τον εαυτό της να αφαιρείται. Μάλλον θα έπρεπε να πάρει διακοπές διαρκείας ώστε να έχει όσο χρόνο χρειαζόταν να σκεφτεί. Να ατενίζει την ελληνική θάλασσα και να προσπαθεί να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Πολλές φορές θύμωνε με τον εαυτό της, το να παραπονιούνται άλλοι άνθρωποι με πραγματικά βάσανα στη ζωή ήταν αποδεχτό. Αλλά το να παραπονιέται εκείνη, η οποία διοικούσε σχεδόν μόνη της πλέον μια επιχείρηση, στο πόστο που ήθελε και να έχει και παράπονα. Σε κανέναν άνθρωπο δεν πάνε τα πάντα καλά, κάπου θα ευτυχεί και κάπου θα δυστυχεί. Περίμενε ότι κάποια στιγμή ίσως λάβαινε ένα πακέτο από εκείνον το συμπαθητικό νεαρό, αλλά προφανώς ο Μισέλ δεν είχε διάθεση να την τροφοδοτεί πλέον. Δηλαδή με λίγα λόγια θα έμενε και νηστική από εδώ και στο εξής! Θέλησε να διασκεδάσει τον εαυτό της με παιδαριώδεις σκέψεις. Αποφάσισε να πάρει άδεια για το υπόλοιπο τη μέρας, μιας και δουλειά δεν έκανε και αφού ακύρωσε τα ραντεβού της, κάλεσε τον Γκράχαμ.

«Που είσαι;» Τον ρώτησε μόλις άκουσε τη φωνή του να απαντάει στο τηλέφωνο.

«Σπίτι με τη μικρή».

«Έχεις δουλειά;»

«Διορθώνω κάτι γραπτά φοιτητών. Γιατί ρωτάς;»

«Έλεγα να πάμε μια βόλτα σαν αδέρφια και να καταλήγαμε κάπου να φάμε».

«Που είσαι;»

«Στην εταιρεία».

«Είσαι άρρωστη;»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Γιατί δε φεύγεις ποτέ από τη δουλειά, άπειρες φορές σε είχα παρακαλέσει να έρθεις μαζί μου και με την Άιλα όταν κάναμε σκασιαρχείο, αλλά εσύ πιστή στα επιχειρηματικά καθήκοντα, έμενες στο πόστο σου πλουτίζοντας την οικογένεια».

«Τώρα είμαι όμως το αφεντικό! Δικαιούμαι όσα σκασιαρχεία χρειάζομαι, και μάλιστα αναδρομικά».

«Μάλωσες με τον μπαμπά και θες να του προκαλέσεις εγκεφαλικό!» 

«Όχι, δε μάλωσα ούτε με τον μπαμπά ούτε με κανέναν άλλον. Πάντως μιας και το έθεσες, πράγματι εσύ προέτρεψες τη μικρή μας αδερφή σε εκατομμύρια σκασιαρχεία, τι παράδειγμα θα δώσεις ως πατέρας;» είπε σε μια προσπάθεια να αλλάξει θέμα.

«Α όλα κι όλα, ως πατέρας θα είμαι κέρβερος».

«Φτάνει να μην αποκαλύψουμε τα κατορθώματα σου στη μικρή, εγώ και κυρίως η Άιλα».

«Αυτό μου ακούγεται ως εκβιασμός! Εντάξει, έκλεισε η συμφωνία, θα έρθω μαζί σου στη βόλτα αλλά να κλείσεις τραπέζι για τρεις, δεν μπορώ να αφήσω τη μικρή μόνη της στο σπίτι».

Αφού συμφώνησαν ότι θα βρίσκονταν σε ένα κεντρικό πολυτελές ρεστοράν, η Λόρνα απέρριψε την πρόταση για το μπιστρό της Σόφι, είχε μπουχτίσει από τη γαλλική κουζίνα τον τελευταίο καιρό, πήρε τα πράγματα της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, μη στρέφοντας το κεφάλι της όταν πέρασε έξω από το γραφείο του Μισέλ, για να τον δει να την κοιτάζει.

Στην αρχή έτρωγε σιωπηλή, αφήνοντας τον Γκράχαμ να σχολιάζει την καθημερινότητα του και τις διακοπές που σκόπευε να κάνει με τη Σεσίλια στην ιδιαίτερη πατρίδα της. Η μικρούλα Μάγκι κρατώντας ένα κουτάλι, κουνούσε τα χέρια της πέρα δώθε θυμίζοντας στη Λόρνα μαέστρο ορχήστρας, και κάνοντας την να αναρωτιέται πότε θα της ξέφευγε το κουτάλι από το χέρι και ποιον θα χτυπούσε. Όταν ο αδερφός της σταμάτησε να μιλάει, η Λόρνα ούτε που το κατάλαβε, είχε στραμμένο το βλέμμα της στον δρόμο και κοίταζε τους περαστικούς να περιδιαβαίνουν βιαστικοί πηγαίνοντας στις υποχρεώσεις τους. Άλλοι στη δουλειά, κάποιοι να συναντήσουν φίλους και γνωστούς η ίσως τους εραστές τους. Αυτή η πόλη δε σταματούσε ποτέ. Ίσως θα έπρεπε να αποσυρθεί σε ένα χωριό της Σκότιας, να αλλάξει ρυθμούς και να ηρεμίσει. Πόσο ετών ήταν, είχε κλίσει τα τριάντα ή μήπως τα εξήντα; Πόσο κουρασμένη ένιωθε ξαφνικά; Ο αδερφός της ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό της, στράφηκε και τον κοίταξε, χαρίζοντας ένα χαμόγελο στο ανήσυχο πρόσωπο του.

«Τι συμβαίνει Λόρνα;» Εκείνη αναστέναξε. Αλήθεια τι συνέβαινε, πλέον δε θυμόταν ή μάλλον θυμόταν αλλά δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Με μικρές προτάσεις ξεκίνησε να του μιλάει για τον Μισέλ, ή μήπως πριν από τον Μισέλ έπρεπε να του αναφέρει τον Άλμπι. Όμως χωρούσε ο φωτορεπόρτερ σε μια ιστορία για έναν άντρα από μια εξωτική χώρα, γλυκό, χαμογελαστό και φωτεινό άνθρωπο, γιατί η λάμψη δεν κρύβεται στο χρώμα του δέρματος, αλλά στην προσωπικότητα του. Και τότε ποιος ο λόγος για όλα αυτά τα μυστικά, γιατί την ανάγκαζε τώρα να αμφιβάλει για τον εαυτό της, πως είχε αποκτήσει τόσο δύναμη πάνω της; Τι θα συνέβαινε από εδώ και πέρα; Το πρόβλημα ήταν όντως ότι της είχε κρατήσει μυστικό ένα τόσο σοβαρό θέμα ή μήπως δεν ήθελε να γίνει μητέρα μιας έφηβης.

Κάθε σκέψη, ξέφυγε με λέξεις από τα χείλη της, σαν να μην εξομολογούταν σε έναν άλλον άνθρωπο, αλλά περισσότερο σαν να έκανε ενδοσκόπηση. Ο Γκράχαμ την άκουγε με μεγάλη προσοχή, προσπαθώντας να κρατάει απασχολημένη και την λίγων μηνών κόρη του, για να είναι φρόνιμη και να μην ενοχλεί όσους έτρωγαν στο ρεστοράν. Μόλις τελείωσε με όσα είχε να πει, έστρεψε το βλέμμα της πάνω στον αδερφό της, τόση ώρα προτιμούσε να κοιτάζει από τη τζαμαρία έξω στο δρόμο.

«Δεν τον κατηγορώ εντελώς που δε στο είπε, ίσως πριν γεννηθεί η Μάγκι να σκεφτόμουν όπως εσύ, αλλά μπορεί να προτίμησε να κρατήσει το κάθε κομμάτι χωριστά».

«Αυτό σημαίνει ότι δε με εμπιστευόταν».

«Δε νομίζω ότι έχει να κάνει τόσο με εσένα, και με το αν σε εμπιστεύεται, όσο με το να θέλει να προστατέψει την κόρη του. Έχει ευθύνες ένα παιδί. Μεγάλωνε με τη μητέρα του, δεν ήξερε ότι θα αναγκαζόταν να μάθεις για εκείνη τόσο ξαφνικά».

«Οπότε δε με θεωρείς και εσύ άξια εμπιστοσύνης».

«Δεν είπα αυτό Λόρνα, σε καμία περίπτωση. Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι δεν πρέπει να συγχέεις τα αισθήματα που πιθανόν έχει για εσένα, με την ιδιότητα του ως πατέρα! Κάποια πράγματα θέλουμε να τα κρατάμε χωριστά, είναι διαφορετικοί κόσμοι που επιλέγουμε εμείς πότε θα έρθει η κατάλληλη ώρα να τους φέρουμε κοντά ώστε να συνυπάρξουν. Αν τώρα εσύ νιώθεις ότι δεν μπορείς να το δεχτείς και ότι σε θίγει, δεν μπορώ να σε προτρέψω να τον δεχτείς πίσω, είναι δική σου η απόφαση αυτή. Και επιπλέον πρέπει να σκεφτείς τι νιώθεις για τον φωτορεπόρτερ».

«Που κολλάει τώρα ο Άλμπερτ; Τίποτα, τίποτα δεν νιώθω για εκείνον».

«Είσαι σίγουρη;»

«Τον συμπαθώ, περάσαμε καλά, αλλά ως εκεί. Δεν έχω αισθήματα αν με ρωτάς αυτό».

«Και τότε γιατί αφήνεσαι να επηρεάζεσαι από αυτά που ισχυρίζεται;»

«Δεν ξέρω…»

«Πάντως όλα αυτά εγώ τα θεωρώ ως μια προσπάθεια να υπονομεύσει τη σχέση σου με τον Μισέλ. Ίσως δεν το αντέχει ο εγωισμός του ότι προτίμησες κάποιον άλλον, ίσως πάλι βρήκε την πόρτα κλειστή όταν θέλησε να επιστρέψει».

«Πιστεύεις ότι μπορώ να εμπιστευτώ τον Μισέλ;» επέστρεψε τη συζήτηση στο σημείο που την ενδιέφερε.

«Πιστεύω ότι πρέπει να κάνεις αυτό που σε προστάζει η καρδιά σου. Δεν ήξερα το λόγο μέχρι σήμερα αλλά όλο το προηγούμενο διάστημα είχες μια λάμψη. Οπότε κάτι έκανε καλά ο Μισέλ και ήσουν ευχαριστημένη με τη σχέση σας. Αν νοιώθεις ότι το γυαλί έχει ραγίσει, και ότι δεν μπορείς να του έχεις πλέον εμπιστοσύνη, μην τον συγχωρέσεις, αλλά αν είναι να του δώσεις δεύτερη ευκαιρία κάντο νωρίς, δεν χρειάζεται να ταλαιπωρείς τον εαυτό σου. Και σου δίνω για παράδειγμα τη σχέση μου με τη Σεσίλια, περάσαμε από χίλια κύματα εξαιτίας της ανασφάλειας και του εγωισμού μας. Δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο, κάθε στιγμή που δεν ήμουν μαζί της ένοιωθα ότι ήταν μια χαμένη στιγμή από τη ζωή μου. Αν νοιώθεις έτσι, μίλησε του και ξεκινήστε από την αρχή. Και φυσικά πρέπει πλέον να συνυπολογίζεις και την παρουσία του παιδιού στη σχέση σας».

«Σκεφτόμουν ότι η Άιλα ίσως με βοηθούσε με τη μικρή». Ο αδερφός της χαμογέλασε κοιτώντας την στα μάτια. «Τι;» Τον ρώτησε εκείνη απορημένη.

«Έχεις σκεφτεί ήδη πως θα προσεγγίσεις την κόρη του Μισέλ και πως θα την κάνεις να νοιώσει καλύτερα, γνωρίζοντας της την αδερφή μας».

«Λες δηλαδή ότι δεν είναι καλή ιδέα η Άιλα;»

«Λέω, ότι έχεις πάρει ήδη την απόφαση σου, απλά δε θες να το παραδεχτείς. Και τώρα πάμε γιατί λυπάμαι να βλέπω την κόρη μου να κοιμάται σε ένα καρεκλάκι;»      

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΤΕΤΑΡΤΟ –Απόπειρα ερωτικής επανεκκίνησης-

 

«Εμπιστεύομαι την κρίση σου Λόρνα, γιατί δεν ανήκεις στην κατηγορία των γυναικών που χρειάζονται στο πλάι τους αναγκαστικά κάποιον άντρα. Μπορείς να επιβιώσεις μόνη σου, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να είσαι μόνη σου, όταν υπάρχει κάποιος για εσένα. Και το ότι ξεχώρισες τον Μισέλ, ένα μπορεί να σημαίνει, ότι κάτι καλό έχει αυτός ο τύπος που σου ταιριάζει!»

Αυτά ήταν τα λόγια του αδερφού της, πριν χωρίσουν έξω από το ρεστοράν. Εκείνος σταμάτησε ένα ταξί για να επιστρέψει σπίτι του, κρατώντας την κοιμισμένη μπέμπα στην αγκαλιά του και εκείνη έφυγε με τα πόδια για το δικό της διαμέρισμα. Μακάρι να είχε και εκείνη την ίδια βεβαιότητα για την κρίση της, όπως είχε και ο αδερφός της! Στα επαγγελματικά γνώριζε πάντα πως έπρεπε να κινηθεί, είχε καλό ένστικτο, όπως παραδεχόταν ο πατέρας της. Τα ερωτικά από την άλλη είναι πάντα πιο πολύπλοκα, είναι στη μέση και το συναίσθημα που δε σε αφήνει να σκέφτεσαι αντικειμενικά. Όμως ήταν και που η όλη κατάσταση με τον Μισέλ έχει περιπλεχθεί με το ότι επέλεξε να της κρατήσει κάτι τόσο σημαντικό κρυφό για μεγάλο διάστημα.

«Πιστεύω ότι πρέπει να κάνεις αυτό που σε προστάζει η καρδιά σου!» Αυτό τους συμβούλευε πάντα η μητέρα τους, αυτό την είχε συμβουλέψει και ο αδερφός της μόλις λίγη ώρα πριν. Τι την πρόσταζε όμως η καρδιά της; Κοίταξε τη λευκή ορχιδέα, ακουμπισμένη πάνω σε ένα τραπεζάκι. «Άλμπερτ», μουρμούρισε. Να βρισκόταν στην Αγγλία ή μήπως σε κάποια χώρα όπου γινόταν πόλεμος ή εξεγέρσεις; Πάντα στην πρώτη γραμμή του πυρός! Τι είχε νοιώσει για εκείνον τον άντρα; Έκλεισε τα μάτια της για να σχηματίσει τη μορφή του στη μνήμη της. Δε θα αρνούταν ότι είχαν καλές στιγμές οι δυο τους, ήταν έξυπνος, γοητευτικός, είχε άποψη για όσα συνέβαιναν στον κόσμο, προσπαθώντας να είναι αντικειμενικός και κυρίως χωρίς να είναι κλεισμένος στα προσωπικά όρια της καθημερινότητας του, ως μέσος εγγλέζος. Όταν έκανε καιρό να τον δει, έψαχνε στις σελίδες των περιοδικών και των εφημερίδων για δικές του φωτογραφίες, ήταν λίγο θλιβερό αν σκεφτείς από κάποια άποψη. Όμως δεν ήξερε ποτέ που βρισκόταν. Κρατούσε τη ζωή του για τον εαυτό του, το ίδιο έκανε και η Λόρνα, κρατούσε για τον εαυτό της την προσωπική της ζωή, περισσότερο επειδή δεν είχε και κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ήταν μια γυναίκα καριέρας, αφοσιωμένη στην οικογενειακή επιχείρηση, δεν ήταν μποέμ τύπος, δεν είχε καμία καλλιτεχνική κλίση όπως είχε η μητέρα και τα αδέρφια της. Δεν είχε κάποια σπουδαία ερωτική ιστορία να αφηγηθεί για τον παρελθόν της. Είχε την οικογένεια, τους φίλους της, μα πάνω από όλα τη δουλειά της. Πόσο θα μπορούσε να τα εκτιμήσει αυτά ένας τύπος που δεν είχε ησυχία, που έφερνε τον κόσμο γύρω με μια κάμερα, αναζητώντας με κίνδυνο της ζωής του το θέμα που θα φωτογράφιζε και που με μια εικόνα θα μαρτυρούσε χίλιες πραγματικότητες σε όσους την έβλεπαν. Πόσοι όμως καταλάβαιναν αυτά που ήθελε να τους κάνει κοινωνούς ο Άλμπι;

«Είναι αξιολύπητο πως η πλειοψηφία των βρετανών, και των ανθρώπων γενικότερα δε βλέπουν αυτό που συμβαίνει αλλά αυτό που θέλουν οι ίδιοι να δουν. Όμως όσο έχω την αίσθηση ότι έστω κι ένας άνθρωπος καταλαβαίνει την ιστορία πίσω από τη φωτογραφία που τραβάω, θα συνεχίζω να παλεύω για αυτόν τον έναν αναγνώστη. Για να μπορώ να τροφοδοτώ την ευαισθησία και την αντικειμενικότητα του!»

Σε ποια κατηγορία αναγνωστών να την κατέτασσε άραγε; Και έπειτα, όταν είχε κάνει την επανεμφάνιση του στη ζωή της, για να καταλήξει να κατηγορήσει έμμεσα τον Μισέλ με υποθέσεις, δεν έκανε ό,τι ακριβώς και οι αναγνώστες που κριτίκαρε. Άραγε να ήταν του ρητού «στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται!», όμως δεν είχε εκφράσει ποτέ τέτοιου είδους αισθήματα για τη Λόρνα, τίποτε περισσότερο από θαυμασμό. Και όταν συναντήθηκαν δε στάθηκε στις στιγμές που είχαν μαζί περάσει, εκτός και αν μέσω της λευκής ορχιδέας επιθυμούσε ή ήλπιζε η Λόρνα να αντιληφθεί τη δήλωση αυτή. Και όταν κατάλαβε ότι την είχε χάσει προτίμησε να ‘‘υπονομεύσει τον εχθρό’’. Αν ο Άλμπερτ της είχε μιλήσει για αισθήματα εκείνη πως θα αντιδρούσε; Διατηρώντας τα βλέφαρα κλειστά, τα χαρακτηριστικά του φωτορεπόρτερ άλλαξαν παίρνοντας τη μορφή του Μισέλ.

…………

Μετά από την έκτακτη άδεια που έδωσε στον εαυτό της, η Λόρνα αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στη δουλειά και στις εκκρεμότητες που είχαν μαζευτεί είτε εξαιτίας της απουσίας της, είτε επειδή για κάποιο διάστημα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να αποδώσει όσο συνήθως, επειδή το μυαλό της έτρεχε στον εξαφανισμένο Μισέλ. Τώρα όμως είχε πάρει την απόφαση της και πλέον μπορούσε να επικεντρωθεί και πάλι στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις. Σε επιχειρηματικό πυρετό η Λόρνα, είχε ξεχάσει κάθε τι που την απασχολούσε. Είχαν περάσει αρκετές μέρες και δεν είχε δώσει καμία απάντηση στον Μισέλ, ούτε θετική, ούτε αρνητική. Μπορεί η καρδιά της να χτυπούσε δυνατά κάθε φορά που τύχαινε να τον συναντήσει σε κάποιον από τους διαδρόμους της εταιρείας, αλλά δεν είχαν βρεθεί οι δυο τους μόνοι ούτε για ένα λεπτό. Είχε φτάσει άλλη μια Παρασκευή και εκείνη αγωνιούσε να κλείσει όσο το δυνατών περισσότερες εκκρεμότητες. Θα χρειαζόταν οπωσδήποτε το Σάββατο της ελεύθερο και δεν ήθελε να αναγκαστεί να περνάει από το γραφείο. Η ώρα πλησίαζε επτά, όταν αποφάσισε να σηκωθεί από την καρέκλα της και να πάει να δει αν ο Μισέλ ήταν ακόμα στο γραφείο του. Θα μπορούσε να του στείλει απλά ένα μήνυμα ότι θα ήθελε να βρεθούν και να μιλήσουν, αλλά θα ήταν καλύτερα μια προσωπική πρώτη επαφή, μετά από αρκετές μέρες που είχαν να συναντηθούν κατ’ ιδίαν. Θα είχε την ευκαιρία να κρίνει κάποια πράγματα από τη στάση του, αν τον είχε απέναντι της όταν του ζητούσε να μιλήσουν.

Η πόρτα του γραφείου του ήταν ανοιχτή. Με κάποιον μιλούσε, αλλά δεν άκουγε άλλη φωνή εκτός από αυτή του Μισέλ.

«Δεν ξέρω Ματίλντε, ίσως βιάστηκα να επιστρέψω στο Λονδίνο, ίσως έπρεπε να είχα μείνει στη Γαλλία… το ξέρω, το ξέρω ότι ήταν επιθυμία και της Αντρέ να πάρω τη μικρή και να έρθουμε να ζήσουμε στο Λονδίνο, αλλά και η Αντρέ δεν είχε πάντα αλάνθαστη κρίση. Και το γνωρίζουμε και οι δυο καλά αυτό!... Έχασε τη μαμά της και την ανάγκασα να αλλάξει περιβάλλον. Είναι σε μια ξένη χώρα, χωρίς φίλους, χωρίς τους συγγενείς της, θα πάει σε ένα άλλο σχολείο με παιδιά που δε θα γνωρίζει. Πρέπει να εγκλιματιστεί σε ένα ξένο μέρος… Παρά ταύτα νομίζω ότι συμπεριφέρθηκα εντελώς εγωιστικά βάζοντας τις δικές μου ανάγκες πάνω από αυτές της μικρής. Και από ότι φαίνεται χωρίς λόγο! … Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά εμένα, εγώ φέρθηκα ανόητα, έπρεπε να μιλήσω όταν ήταν καιρός, και πλέον καταλήγω ότι η σιωπή μου ήταν άδικη και για τις δυο τους, και για εκείνη και για την κόρη μου… Φεύγεις και εσύ από Δευτέρα και ειλικρινά δεν ξέρω πως θα τα βγάλω πέρα…. Στο τέλος θα βγάλω εισιτήρια για εμένα και την Αμελή και θα σε ακολουθήσουμε στο Παρίσι».

«Μετ’ επιστροφής, ελπίζω!» Σχολίασε η Λόρνα κάνοντας την εμφάνιση της στο άνοιγμα της πόρτας. «Αν και δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να σου δώσω άλλη άδεια, έχεις λείψει αρκετό καιρό από την εργασία σου». Ο Μισέλ ξαφνιασμένος σηκώθηκε από τη θέση του.

«Ποιος είναι;» Άκουσε μια γυναικεία φωνή να ρωτάει από το τηλέφωνο.

«Πρέπει να κλείσω, θα τα πούμε μόλις γυρίσω σπίτι. Λόρνα!» Είπε κλείνοντας βιαστικά το τηλέφωνο και στρέφοντας όλη την προσοχή του επάνω της.  

«Νόμιζα ότι μου είχες πει ότι είχα όσο χρόνο χρειαζόμουν για να σκεφτώ όσα έμαθα».

«Ναι. Το είπα».

«Και τώρα μαθαίνω ότι σκέφτεσαι να επιστρέψεις στο Παρίσι».

«Απλά περνάει σαν ενδεχόμενο από το μυαλό μου, δεν έχω πάρει κάποια απόφαση».

«Δε σε έχω αφήσει να περιμένεις τόσο πολύ, ειδικά από τη στιγμή που για δυο μήνες βρισκόσουν στο Παρίσι χωρίς να ξέρω τι σου συμβαίνει. Τώρα που γνωρίζω τους λόγους σου, τους κατανοώ. Δεν είμαι μια άσπλαχνη σκύλα όπως πιθανόν με θεωρείς και που είχες την ευγένεια κάποτε να μου ανακοινώσεις».

«Ποτέ δε σε θεώρησα ούτε το ένα ούτε το άλλο».

«Τότε γιατί Μισέλ;» Είπε και κάθισε παραιτημένη στην καρέκλα απέναντι του. Εκείνος έσφιξε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι, δεν είχε τι να απαντήσει. «Δεν ξέρω αν μπορώ να σου συγχωρέσω το ότι δε μου ανάφερες την ύπαρξη της μικρής. Και δεν μπορώ γιατί δεν το κατανοώ. Όταν καταλάβω ίσως το κάνω».

«Τότε δεν πρέπει να σε απασχολεί αν τελικά θα επιστρέψω στη Γαλλία».

«Με απασχολεί, γιατί μπορεί να μην μπορώ να σε συγχωρέσω, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλω να δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία στη σχέση μας, χωρίς μυστικά αυτή τη φορά».

«Είσαι σίγουρη ότι αυτό θες, γιατί νιώθω να αμφιβάλεις».

«Δεν αμφιβάλλω για τη σχέση μας».

«Αν δε με είχες ακούσει να μιλάω στο τηλέφωνο, θα είχες πάρει την ίδια απόφαση που πήρες ή θα χρειαζόσουν κι άλλο χρόνο;» Τη ρώτησε δύσπιστα.

«Η ίδια θα ήταν. Ακόμα κι αν έφευγες θα σου έστελνα μήνυμα να γυρίσεις». Του είπε προκαλώντας του ένα χαμόγελο. «Όμως πλέον έχουμε κι ένα παιδί να σκεφτούμε και δεν μπορούμε να το πηγαινοφέρνουμε από τη μια χώρα στην άλλη. Χρειάζεται σταθερότητα και ειδικά τώρα που πρέπει να αντιμετωπίσει μια τόσο μεγάλη απώλεια». Ο Μισέλ άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της.

«Τα εννοείς αυτά Λόρνα;»

«Θεωρείς ότι είμαι από τις γυναίκες που λένε πράγματα χωρίς να τα εννοούν;»

«Όχι, όχι βέβαια». Είπε και έφερε το χέρι της στα χείλη του για να το φιλήσει.

«Μισέλ!» Άκουσαν μια γνώριμη φωνή από την πόρτα. Έστρεψαν και οι δυο τα βλέμματα τους προς εκεί για να δουν έναν έκπληκτο Γουάλι να τους κοιτάζει απορημένος.

«Μπαμπά», είπε τραβώντας το χέρι της η Λόρνα. «Εγώ πάω στο γραφείο μου». Πρόσθεσε και δεν περίμενε να ακούσει τι ήθελε ο πατέρας της τον Μισέλ. Προσπαθώντας να εργαστεί, περίμενε την επίσκεψη του Γουάλι, άραγε πως θα είχε πάρει την προφανή σχέση της με έναν συνάδελφο, εργαζόμενο της εταιρείας του. Μέχρι τώρα είχε καλή γνώμη για τον Μισέλ, άραγε θα άλλαζε αυτό. Θα της είχε θυμώσει που δεν το ήξερε; Να που και η ίδια κρατούσε μυστικά, αλλά μάλλον δε θα έπρεπε να το βάζει στην ίδια κατηγορία με εκείνο του Μισέλ. Μόλις άκουσε την πόρτα της να χτυπάει, πήρε μια βαθιά ανάσα, πριν δώσει την άδεια στον Γουάλι να περάσει. Όμως αντί εκείνου παρουσιάστηκε ο γάλλος φίλος της.

«Πες μου ότι δε σε απέλυσε;» Τον ρώτησε.

«Είναι έξυπνος άνθρωπος, δε θα το έκανε ποτέ τόσο ανοιχτά. Θα χρειαστεί κάποιες μέρες να ετοιμάσει ένα σχέδιο εναντίον μου ώστε να πέσω στα μάτια σου και να μην έχω ελπίδες να συνεχίσω μαζί σου, αφού φύγω από εδώ».

«Αστειεύεσαι;»

«Τι να κάνω;»

«Δεν ξέρεις τον Γουάλι γι’ αυτό είσαι χαλαρός».

«Δε με νοιάζει ο Γουάλι, Λόρνα, φτάνει που δίνεις εσύ δεύτερη ευκαιρία σε εμάς! Τώρα πως θα το πάρει ο Γουάλι είναι δικό του θέμα. Είσαι ενήλικη, έτσι δεν είναι; Υπεύθυνη των αποφάσεων σου».

«Νομίζω πως είμαι!» Μουρμούρισε.

«Για άλλο είμαι εγώ εδώ όμως».

«Τι συμβαίνει;»

«Πέρα από το να ζητήσω συγνώμη για την αμηχανία που μπορεί να προκάλεσα ανάμεσα σε εσένα και στον πατέρα σου, και που μπορεί να ακούσεις κατσάδα στο σπίτι που πήγες και έμπλεξες με έναν αράπη, αλλοδαπό…»

«Ο πατέρας μου δε διαχωρίζει τους ανθρώπους με αυτόν τον τρόπο».

«Τι θα έλεγες να περάσεις από το σπίτι να γνωριστείς με την Αμελή; Αυτό προαιρετικά, μόνο αν θες και νοιώθεις έτοιμη».          

 «Πως θα με δεχτεί όμως η κόρη σου;»

«Δεν ξέρω, είναι ευγενικό κορίτσι συνήθως, και στην τελική θα έρθεις απλά σαν φίλη και συνάδελφος του μπαμπά της».

«Δε νομίζω ότι είναι χαζή, θα καταλάβει ότι υπάρχει κάτι παραπάνω».

«Αυτό θέλουμε και εμείς! Περνάει δύσκολη περίοδο χωρίς τη μητέρα της, όσο και αν προσπάθησε να την προετοιμάσει η Αντρέ, ποτέ δεν είσαι πραγματικά έτοιμος για κάτι τέτοιο. Όπως και να έχει, η ζωή συνεχίζεται, και κυρίως πρέπει να συνεχιστεί για ένα κορίτσι δώδεκα ετών».

«Μήπως βάζεις πάλι τις δικές σου ανάγκες Μισέλ πάνω από του παιδιού;»

«Το σκέφτηκα Λόρνα. Δεν μπορεί να μένει εγκλωβισμένη μέσα σε ένα σπίτι μόνο με τη δική μου παρουσία μέχρι να ξεκινήσει το σχολείο το Σεπτέμβρη. Θα είναι πιο εύκολο και για εκείνη και για εμένα με την παρουσία ενός τρίτου ανθρώπου να βγαίνουμε και να κάνουμε βόλτες στο Λονδίνο, να γνωρίσει κάποια μέρη, να δει τι όμορφη πόλη είναι η πρωτεύουσα της Αγγλίας. Αλλιώς θα βουλιάξει στην απελπισία και θα προσπαθεί να ξεχαστεί με τα τηλεοπτικά προγράμματα». 

«Εντάξει, ας είναι».

«Τι θα έλεγες να περάσεις αύριο το απόγευμα από το σπίτι, αν δεν έχεις κανονίσει κάτι άλλο φυσικά. Θα ήθελε και η αδερφή μου πολύ να σε γνωρίσει πριν επιστρέψει στο Παρίσι!... Λόρνα;» Προσπάθησε να της τραβήξει την προσοχή βλέποντας την αφηρημένη.

«Δως μου δυο λεπτά να σκεφτώ κάτι». Ο Μισέλ της έδειξε την καρέκλα μπροστά από το γραφείο της και εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, επιτρέποντας του να καθίσει. «Μήπως θα ήταν προτιμότερο αντί να έρθω στο σπίτι να βρεθούμε κάπου έξω;» Τον ρώτησε.

«Στο μπιστρό της Σόφι;» Πρότεινε ο Μισέλ που είχε αρχίσει να νιώθει το στομάχι του να διαμαρτύρεται. Όλο το προηγούμενο διάστημα, από το θάνατο της μητέρας της Αμελή και μετέπειτα με την απόφαση της Λόρνα να τον βάλει για κάποιο διάστημα στο πάγο, το στομάχι του σαν να είχε δεθεί κόμπος και με το ζόρι έτρωγε. Από τη στιγμή όμως που η Λόρνα αποφάσισε να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτό που είχαν, δίνοντας του άφεση για το μυστικό του, σαν να χαλάρωσε με μιας και ο οργανισμός του ζητούσε απαραίτητα καύσιμα.

«Όχι, όχι. Θυμάσαι με ποια δικαιολογία μου ζήτησες να ξεκινήσουμε να βγαίνουμε;»

«Για να σε βλέπω». Της είπε χαμογελώντας.

«Είμαι σίγουρη ότι αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος, αλλά αυτό που ισχυρίστηκες ήταν ότι ήθελες να σε ξεναγήσω στο Λονδίνο, ώστε αν έρθουν παριζιάνοι φίλοι σου να ξέρεις σε τι μέρη να τους πας».

«Στο βρετανικό μουσείο, στο κοινοβούλιο να δούνε την αλλαγή φρουράς…»

«Εκεί δεν πήγαμε μαζί! Οπότε το προσπερνώ».

«Περπατήσαμε όμως στη γυάλινη γέφυρα πάνω από τον Τάμεση. Στο Greenwich όπου είδαμε το πλοίο με το όνομα από το ουίσκι και φυσικά να μην ξεχάσω τον Τζακ». Πρόσθεσε για να της δείξει ότι θυμόταν σε ποια μέρη είχαν πάει μαζί από δική της επιλογή.

«Ναι, είναι ανήλικη, δε θα της επιτρέψουν να μπει στον Τζακ».

«Τι εννοείς; Δε θα της επιτρέψω εγώ να μπει στον Τζακ ούτε ενήλικη!»

«Δε νομίζω ότι τότε θα σε ρωτήσει! Θα μπορούσες να τις πας όμως κάπου που θα τους αρέσει πολύ, και θα τραβήξει την προσοχή της κόρης σου. Ας πούμε στο μάτι του Λονδίνου, να δει την πόλη από ψηλά, και ύστερα θα μπορούσατε να κάνετε βόλτα κατά μήκος του Τάμεση. Και εκεί θα βρεθώ κι εγώ και θα συναντηθούμε τυχαία».

«Δεν είναι κακιά ιδέα. Θα της κάνει καλό να βγει από το σπίτι και ας δει και η αδερφή μου και τίποτε άλλο από μουσεία και αλλαγές φρουράς».

«Εκεί τις πήγες;» Τον ρώτησε δυσαρεστημένη η Λόρνα από την έλλειψη φαντασίας.

«Και στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων».

«Γιατί δεν την πήγες στο Spitalfields, θα μπορούσες να συναντήσεις την μπάντα και να τραγουδούσες μαζί τους, νομίζω ότι θα την ενθουσίαζε να ακούσει τον μπαμπά της να τραγουδάει και να έχει τέτοια αποδοχή». Ο Μισέλ την κοίταξε με έκπληξη για την ιδέα που μόλις του είχε δώσει.

«Ίσως το κάνω κάποια άλλη φορά», είπε σοβαρός και κράτησε νοερά τη σημείωση.    

«Οπότε τι λες, έχεις διάθεση αύριο για περίπατο κατά μήκος του Τάμεση;»

«Κανονίστηκε. Θα σου στείλω αργότερα τι ώρα θα πάμε ώστε να κανονίσουμε».

…………

Από τη στιγμή που ο πατέρας της δεν εμφανίστηκε στο γραφείο, προτιμώντας να μη σχολιάσει το τρυφερό τετ α τετ ανάμεσα σε εκείνη και τον Μισέλ, στο οποίο είχε γίνει μάρτυρας, αποφάσισε να μην την απασχολήσει για την ώρα. Άλλωστε δεν είχε κάνει και κάποιο έγκλημα για να ντρέπεται. Θα τον αντιμετώπιζε στην ώρα του, κι ό,τι κι αν της έλεγε ο Γουάλι θα υποστήριζε τόσο την επιλογή της όσο και τον άντρα που αγαπούσε. Εδώ ο Γκράχαμ είχε βρει το σθένος κάποια χρόνια νωρίτερα και είχε υπερασπιστεί την σχέση του με τη Σεσίλια, και με τον καιρό είχε δικαιωθεί. Το ίδιο θα έκανε και η Λόρνα που πάντα είχε καλύτερη σχέση με τον πατέρα της, απ’ ότι είχε ο αδερφός της.

Στο αυτοκίνητο και οδηγώντας προς το διαμέρισμα της κατέστρωσε ένα πιο ολοκληρωμένο σχέδιο ώστε να φανεί τυχαία η συνάντηση της με τον Μισέλ και την κόρη του, και σε αυτό θα χρειαζόταν την υποστήριξη της μικρής της αδερφής. Με κόπο κατάφερε να πείσει την Άιλα να αναβάλει τα σχέδια της για το Σάββατο και να πάνε μαζί βόλτα σαν αδερφές στον Τάμεση.

«Πρέπει να γίνει οπωσδήποτε αύριο αυτό;» Τη ρώτησε η Άιλα.

«Έχεις κανονίσει κάτι;»

«Σινεμά με τις φίλες μου. Και τι ώρα θα πρέπει να βρεθούμε;» Τελικά η Λόρνα έστειλε μήνυμα και όρισε την ώρα στον Μισέλ, μη θέλοντας να χαλάσει το πρόγραμμα της αδερφή της.   

Η Αμελή είχε ενθουσιαστεί από την πανοραμική θέα που πρόσφερε το μάτι του Λονδίνου. Άλλες φορές κοιτούσε κάτω κι άλλες ψηλά τον ουρανό. «Μπορεί να νιώθει ότι βρίσκετε κοντά στη μητέρα της, το φτωχό μου το κοριτσάκι», συλλογιζόταν και ο Μισέλ, ενώ και η Ματίλντε θαύμαζε τη θέα της πόλης μέσα από την ασφάλεια της γυάλινης κάψουλας, της τεράστιας αυτής ρόδας. Μόλις κατέβηκαν και πάτησαν πάλι γη, ξεκίνησαν την βόλτα τους, περπατώντας παράλληλα του ποταμού.

«Κάποια φορά θα κανονίσουμε να πάρουμε και ένα από τα πλοιάρια να πάμε βόλτα και να δούμε την πόλη εν πλω».

«Γιατί δεν παίρνουμε τώρα;» Ρώτησε η Αμελή. Ο Μισέλ κοίταξε την αδερφή του ζητώντας της βοήθεια, μιας και της είχε αποκαλύψει την κανονισμένη συνάντηση τους με τη Λόρνα, που επιφύλασσε παρακάτω το πρόγραμμα και μια βόλτα με πλοιάριο ή  πλωτό λεωφορείο στον Τάμεση θα ήταν εμπόδιο στο αρχικό πλάνο.  

«Νιώθω μια μικρή ανακατωσούρα, δε νομίζω να είναι φρόνιμο να μπω σε πλοιάριο», έδωσε τη δικαιολογία η Ματίλντε.

«Μήπως να επιστρέψουμε σπίτι;» ρώτησε ανήσυχη η Αμελή.

«Όχι, δεν υπάρχει λόγος να χαλάσουμε τη βόλτα μας», διαμαρτυρήθηκε η Ματίλντε, «απλά δε νομίζω ότι είμαι για να ανέβω κάπου που να κουνάει». Είπε ρίχνοντας ματιές στον αδερφό της.

«Καλά», είπε πιάνοντας το χέρι της θείας της, «αν δε νοιώθεις καλά πες να γυρίσουμε σπίτι».

«Να είσαι σίγουρη», της είπε χαϊδεύοντας της το κεφάλι.

Συνέχισαν βουβοί να περπατάνε, με τον Μισέλ να ευχαριστεί άηχα την αδερφή του ανακουφισμένος. Όταν η κόρη του, πάγωσε εκεί που βρισκόταν κοιτάζοντας ευθεία μπροστά της.

«Τι συμβαίνει;» Τη ρώτησε ο Μισέλ ανήσυχος, κοιτώντας μπροστά του για να δει ένα ποδήλατο να έρχεται απευθείας κατά πάνω τους.

«Το ουράνιο τόξο μας επιτίθεται!» Ψέλλισε η Αμελή.

«Άιιιλααααά!»

Μόλις μισό μέτρο από το σημείο που στεκόταν η Αμελή, πριν την τραβήξει στο πλάι ο Μισέλ σταμάτησε η ποδηλάτης.

«Συγνώμη, δεν πιαναν τα φρένα. Ηλίθιο ποδήλατο», είπε η Άιλα, κατεβαίνοντας από τη σέλα. «Κόντεψα να σκοτωθώ. Θαύμα είναι πως δεν έπεσα πάνω σε κανέναν άνθρωπο να τραυματιστούμε. Σε τέτοιες σκηνές μόνο η Σεσίλια τα καταφέρνει καλά και στέκεται τυχερή». Την έπιασε μια ακατάπαυστη φλυαρία που της είχε προκαλέσει η αμηχανία και η ανακούφιση της, λέγοντας μεγαλόφωνα την κάθε της σκέψη.

«Άιλα», είπε φτάνοντας δίπλα της η Λόρνα. «Είστε καλά;» Ρώτησε ανησυχώντας και αντιλαμβανόμενη μόλις εκείνη τη στιγμή, ότι η αδερφή της την έφερε με κάπως πιο εντυπωσιακό τρόπο εκεί που έπρεπε τελικά να καταλήξουν.

«Ναι, μια χαρά είμαστε». Είπε ο Μισέλ κρατώντας στην αγκαλιά του την Αμελή.

«Παραλίγο να πέσει επάνω μας και να…»! Σχολίασε εκνευρισμένη η Ματίλντε.

«Λόρνα», είπε ο Μισέλ για να βάλει φρένο στα λόγια της αδερφής του. «Δεν περίμενα ότι θα σε συναντούσα εδώ και μάλιστα με τόσο θεαματικό τρόπο». Η Ματίλντε με κάτι ολοστρόγγυλα μάτια κοίταξε την απογοητευμένη γυναίκα. Από το σοκ που της είχε προκαλέσει το παραλίγο επεισόδιο με το ποδήλατο, δεν είχε αναγνωρίσει τη γυναίκα που είχε δει για ελάχιστα έξω από την πόρτα του αδερφού της, λίγες μέρες νωρίτερα.

«Λυπάμαι Μισέλ!» Του είπε ειλικρινά.

«Νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να λυπόμαστε. Είμαστε όλοι σώοι. Έτσι δεν είναι κορίτσια;»

«Ναι», συμφώνησε η Ματίλντε. «Είμαστε καλά».

«Δεν πιάνανε τα φρένα». Σχολίασε η Άιλα κοιτώντας λυπημένη την αδερφή της.

«Θα το φτιάξουμε, αλλά μέχρι τότε δεν έχει άλλο ποδήλατο». Της είπε η Λόρνα.

«Το πήρα για να πάω πιο σύντομα στο σινεμά μετά τη βόλτα που ήθελες να κάνουμε». Σχολίασε η Άιλα που ένοιωθε ότι δεν την καταλάβαιναν όταν τους έλεγε ότι δεν ήταν εντελώς δικό της το φταίξιμο.

«Δεν πειράζει, δεν έγινε τίποτα». Μεσολάβησε ο Μισέλ, που ήθελε να ξεχαστεί το θέμα όσο το δυνατόν πιο σύντομα. «Αμελή και Ματίλντε να σας συστήσω μια συνάδελφο μου από τη δουλειά, τη Λόρνα. Λόρνα η αδελφή μου η Ματίλντε και η κόρη μου η Αμελή». Είπε και οι γυναίκες αντάλλαξαν χειραψίες. «Και εσύ είσαι;» Ρώτησε την Άιλα.

«Εγώ προφανώς είμαι η επικίνδυνη».

«Έλεος, Άιλα το θέμα έληξε». Σχολίασε κουρασμένη η Λόρνα. «Η μικρότερη αδερφή μου είναι, η Άιλα».

«Χάρηκα πολύ, είμαι ο Μισέλ», είπε κι έδωσε το χέρι του στην Άιλα που μέσα στο άγχος της να εξηγήσει, δεν είχε ακούσει το όνομα του, όταν το είχε αναφέρει νωρίτερα η Λόρνα. Η μικρή δέχτηκε τη χειραψία ρίχνοντας ύποπτες ματιές στην αδερφή της. «Τι λέτε να κάνουμε μια βόλτα μαζί;» Πρότεινε ο Μισέλ κοιτώντας πρωτίστως την κόρη του που δεν έλεγε κουβέντα. Οι δυο γυναίκες δέχτηκαν με ενθουσιασμό, η Άιλα παρατηρούσε, τραβώντας την προσοχή της αδερφής της και η Αμελή απλά δέχτηκε το προαποφασισμένο.

Αφού περπάτησαν για λίγο και οι πέντε ο ένας στο πλάι του άλλου, με την Άιλα να σπρώχνει το ποδήλατο, τα δυο κορίτσια προπορεύτηκαν, αν και η Αμελή δε φαινόταν να έχει καμία διάθεση να πιάσει οποιαδήποτε κουβέντα με την τρελή που πήγε να πέσει επάνω της. Επιπλέον είχε δει τα βλέμματα που έριχνε ο μπαμπάς της στην αδερφή του ουράνιου τόξου. Και αυτό το όνομα το «Λόρνα», είχε την αίσθηση ότι το είχε ξανακούσει να το συζητάνε. Για χαζή την περνούσαν καθώς φαίνεται! Από την πλευρά της η Άιλα, είχε μπει στο νόημα της παρουσίας της εκεί, μιας και είχε ακούσει τη συζήτηση του πατέρα με τη μητέρα της επιστρέφοντας ο πρώτος το προηγούμενο απόγευμα από το γραφείο. Ήταν προβληματισμένος με τη μεγάλη του κόρη και με τη σχέση που είχε συνάψει με έναν από τους υπαλλήλους τους. Κάποιον Μισέλ, και να που τον έβλεπε με σάρκα και οστά μπροστά της, πάντως εκείνη ενέκρινε, ήταν ωραίος άντρας και ευγενικός. Ο μόνος που δεν είχε θυμώσει μαζί της, και σχεδόν της πήρε το μέρος; Ή όχι; Δε ήταν σίγουρη! Πάντως η Λόρνα πάντα ήξερε τι έκανε, θυμόταν τον πατέρα της να επαναλαμβάνει συχνά. Γύρισε και κοίταξε την Αμελή. Πρέπει να ήταν μικρότερη από την ίδια, λιγομίλητη. Πως θα της έπιανε κουβέντα. Να την κάνει να ανοιχτεί λίγο, άλλωστε μάλλον γι’ αυτό την είχε κουβαλήσει μαζί της η Λόρνα, με κίνδυνο να χάσει την ταινία που θα πήγαινε με τις φίλες της.

«Συγνώμη για πριν, δεν είχα σκοπό να σε τραυματίσω».

«Δε με χτύπησες», μουρμούρισε η Αμελή.

«Ευτυχώς. Δεν έπιασαν τα φρένα, παρά την τελευταία στιγμή».

«Το άκουσα, το ξανάπες».

«Ναι, όταν νιώθω ότι δε με πιστεύουν, επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα».

Περπάτησαν δίχως να μιλάνε, η Αμελή γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω και κοίταξε τον πατέρα της που χαμογελούσε γλυκά στη Λόρνα. Εκνευρισμένη στράφηκε στην Άιλα που ήθελαν να της την φορτώσουν γα φίλη.

«Γιατί είσαι ντυμένη έτσι;»

«Τι εννοείς;» Τη ρώτησε η Λόρνα, και κοίταξε το λαχανί παντελόνι, την κίτρινη μπλούζα, τα κόκκινα παπούτσια της και το μωβ τζιν μπουφάν της.   

«Είσαι πολύ φανταχτερή». Σχολίασε. «Γελοία θα έλεγα». Ο Μισέλ που είχε στραμμένη την προσοχή του στις δυο τους, πήγε να μεσολαβήσει και να υποχρεώσει την κόρη του να ζητήσει συγνώμη για την αγενή συμπεριφορά της, όμως η Λόρνα πρόλαβε να του σφίξει το χέρι για να τον εμποδίσει.

«Μπορεί», απάντησε η Άιλα, «αλλά αυτή είμαι εγώ, η προσωπικότητα μου είναι πολύχρωμη κι όχι ασπρόμαυρη, και δε με νοιάζει ποια είναι η γνώμη η δική σου ή όποιου άλλου». Η Λόρνα χαμογέλασε, είχε δίκιο ο αδερφός της, η μικρή είχε τσαγανό και μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Τελικά το ότι η μητέρα τους την άφησε ελεύθερη να αναπτύξει την προσωπικότητα της, με το να επεμβαίνει μόνο όταν χρειαζόταν, επέτρεψε στην Άιλα πάντα στο τέλος να τα βγάζει πέρα.     

«Μακάρι να ήμουν κι εγώ έτσι!» Μουρμούρισε η Αμελή λυπημένη.

«Δεν είναι δύσκολο, να κάνεις αυτό που σου λέει η καρδιά σου, φτάνει βέβαια να μην κάνεις κακό στους άλλους». Πρόσθεσε με στόμφο.

«Δεν μπορείς να κάνεις πάντα αυτό που θες».

«Αυτό είναι αλήθεια!» Συμφώνησε σκεφτική η Άιλα. «Ώστε Αμελή!»

«Ναι».

«Ωραίο όνομα». Σχολίασε.

«Ευχαριστώ και το δικό σου καλό είναι».

«Ευχαριστώ. Δεν έχω καμία φίλη με αυτό το όνομα».

«Ούτε εγώ, είμαι η μοναδική που γνωρίζω που με λένε έτσι, όχι ότι δεν υπάρχουν άλλες. Σίγουρα υπάρχουν. Θες να σου πω από πού πήρα το όνομα μου;»

«Ναι, γιατί όχι;»

«Από μια ταινία. Είχε βγει μια ταινία πριν από αρκετά χρόνια, πριν γεννηθώ ακόμα, με ένα κορίτσι που το λέγανε Αμελή, και το όποιο του άρεσε να βοηθάει τους άλλους, έτσι ξεκίνησε μια εκστρατεία να βοηθήσει τους λυπημένους γείτονες της να γελάσουν. Μήπως την έχεις δει;»

«Όχι, δε νομίζω».

«Ίσως στη δανείσω να τη δεις, αν και την έχω αφήσει στο Παρίσι που έμενα πριν πεθάνει η μαμά μου».

«Λυπάμαι». Είπε η Άιλα. 

«Θα ζητήσω στη θεία μου να μου τη στείλει τώρα που θα πάει στο Παρίσι».

«Αν θες μπορούμε να κανονίσουμε να τη δούμε μαζί».

«Ναι, ίσως!»

«Θα πάω σινεμά με κάτι φίλες αν θες να έρθεις μαζί μας».

«Καλύτερα όχι, φεύγει η θεία μου μεθαύριο και θέλω να περάσω μαζί της όσες ώρες την έχω εδώ». Αρνήθηκε ευγενικά την πρόταση της.  

«Κανονίζουμε άλλη φορά».

«Κορίτσια τι λέτε να πάρουμε ένα πλοιάριο να κάνουμε βόλτα στον Τάμεση;» Πρότεινε η Ματίλντε.

«Δε ζαλίζεσαι;» Τη ρώτησε η ανιψιά της.

«Νιώθω καλύτερα».

«Δυστυχώς δεν μπορούμε», είπε η Λόρνα «η αδερφή μου πρέπει να πάει στο σινεμά με τις φίλες της».

«Κανονίζουμε να πάμε μια άλλη φορά, αν θέλουν τα κορίτσια», πρότεινε ο Μισέλ, συνεχίζοντας να περπατάει στο πλάι της.   

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΠΕΜΠΤΟ –Ο μάγος της αποδοχής-

 

Η Λόρνα ήταν προετοιμασμένη για το κήρυγμα του πατέρα της. Αρχικά το είχε καταλάβει από τη στάση της μικρής αδελφής της όταν άκουσε το όνομα του Μισέλ, και τον τρόπο με τον οποίο τον κοίταξε. Βέβαια η Άιλα στην εφηβεία πλέον έκλινε με την πλευρά της αδερφής της, λόγω του ρομαντικού τρόπου που έβλεπε η ίδια τον έρωτα, και δε δίστασε να της αποκαλύψει κάποιες πληροφορίες από τη συζήτηση που είχε ακούσει τους γονείς της να κάνουνε για την πιθανή σχέση της. Ο Μισέλ της είχε φανεί καλός, γοητευτικός και ευγενικός άντρας και αφού η αδερφή της, που κατά τη συχνή ομολογία του πατέρα τους «ήξερε πάντα το συμφέρον της», δεν ανησυχούσε για την επιλογή της. Ο πολύ μελαχρινός εκείνος άντρας, θα ήταν το μισό που τη συμπλήρωνε. Με την κόρη του Μισέλ βέβαια δεν ήταν σίγουρη αν θα κατάφερναν να τα βγάλουν οι δυο τους πέρα, όμως όπως σε όλα τα ρομαντικά μυθιστορήματα, τα οποία συχνά έκρυβε η Άιλα κάτω από τα σχολικά της βιβλία, οι δυσκολίες έρχονται για να δυναμώσουν την αγάπη.

Ο Γουάλι ήταν καθισμένος άνετα στην πολυθρόνα του πίνοντας τον καφέ του. Όλοι παρέμεναν σιωπηλοί, απολαμβάνοντας στιγμές οικογενειακής γαλήνης, που με βεβαιότητα σε λίγο θα κατέστρεφε ο πατέρας τους. Μόλις ο Γκράχαμ με τη Σεσίλία και το μωρό αποχώρησαν για το σπίτι τους, ο Γουάλι ζήτησε από τη Λόρνα να μείνει πίσω και να μη βιαστεί να φύγει. Εκτός κι αν είχε κανονίσει κάτι, εκείνη παραδέχτηκε ότι είχε ελεύθερο το απόγευμα και έμεινε. Φυσικά μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε προτιμήσει να μην κάνει κουβέντα, αφού γνώριζε ότι η κόρη του θα έβρισκε σύμμαχους στα πρόσωπα του γιου και της νύφης του. Μακάρι να μπορούσε για λίγο να διώξει και τη Μάγκι. Πάντα όταν ήταν μόνος με τη Λόρνα συνεννοούνταν καλύτερα!

«Είστε καιρό με τον Μισέλ;» Δεν μπήκε στον κόπο να τη ρωτήσει αν ήταν μαζί, το θεωρούσε βέβαιο μετά το τρυφερό τετ α τετ, στο οποίο ο ίδιος είχε υπάρξει μάρτυρας.       

«Αρκετό!» Απάντησε ήρεμα εκείνη.

«Πως και δεν μας είχες πει τίποτα μέχρι τώρα;»

«Δευ υπήρχε λόγος, άλλωστε δε συνηθίζω να μιλάω για τα προσωπικά μου».

Σκέφτηκε να σχολιάσει ότι δεν μιλάει μαζί τους για τα προσωπικά της, αλλά ούτε και ο Γουάλι επιθυμούσε λεπτομέρειες.

«Θεωρώ ότι είναι αξιοπρεπέστατος άντρας ο Μισέλ, βέβαια δεν τον γνωρίζω παρά μόνο επαγγελματικά. Όμως έχω σχηματίσει πολύ καλή εικόνα για εκείνον και υποθέτω ότι δεν απέχει πολύ η επαγγελματική του εικόνα από την προσωπική».

«Όχι, δεν απέχει». Συμφώνησε και η Λόρνα, προσπαθώντας να μη δείξει έκπληξη από την αποδοχή του πατέρα της στο πρόσωπο του συντρόφου της.

«Όμως Λόρνα…», είπε παριστάνοντας ότι διστάζει να συνεχίσει. Φυσικά κάπου θα έμπαινε και ένα «όμως», ένα «αλλά» που θα τα χαλούσε όλα. Είδε τη μητέρα της να γυρίζει και να κοιτάζει εκνευρισμένη τον άντρα της, αλλά η Λόρνα ήθελε να ακούσει αυτό το κάτι που θα ακολουθούσε το «Όμως» του πατέρα της. Πως θα σκεφτόταν να την αποτρέψει από το να συνεχίσει τη σχέση τους!

«Τι πατέρα;» Τον προέτρεψε εκείνη.

«Είσαι σίγουρη ότι έχεις τη διάθεση να αναλάβεις την ευθύνη ενός παιδιού στην προεφηβεία; Πολλές φορές είναι δύσκολο να τα βγάλεις πέρα με τα δικά σου παιδιά, χάνεις την υπομονή σου, αλλά με ένα παιδί που δεν το γέννησες εσύ δεν έχεις δικαίωμα να χάσεις την υπομονή σου».

«Αυτό είναι συμβουλή πατέρα;» Τον ρώτησε εκείνη.

«Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι, γιατί να αναλάβεις ευθύνες που δε σου αναλογούν;» Για μια στιγμή η Λόρνα είχε αναρωτηθεί μήπως ο Γουάλι θεωρούσε τόσο σημαντικό τον Μισέλ για την επιχείρηση, που φοβόταν ότι αν χαλούσε ο δεσμός τους ή η κόρη του δε φερόταν με ευγένεια στη μικρή Αμελή, εκείνος έφευγε και η εταιρεία χρεοκοπούσε. Αλλά αν κάποιος γνώριζε, ότι πρώτα στον κόσμο των οικονομικών ισχύει το «ουδείς αναντικατάστατος» αυτός ήταν ο Γουάλι, με την τελευταία του φράση έβαζε τα πράγματα σε μια σειρά. Ή μάλλον επέστρεφαν εκεί που η Λόρνα τα γνώριζε.

«Νομίζω ότι δε σου πέφτει λόγος», σχολίασε η Μάγκι ενοχλημένη από την παρεμβατική στάση του συζύγου της. «Είμαι σίγουρη ότι η Λόρνα θα βρει τη λύση με την κόρη του Μισέλ, και ότι εκείνος θα τις βοηθήσει να αποκτήσουν μια σχέση που θα κυλάει ομαλά».

«Έχει δίκιο ο πατέρας», διέκοψε την μητέρα της η Λόρνα, προς μεγάλη έκπληξη των γονιών της. «Ίσως είναι ευθύνες που δε μου αναλογούν, μόλις χθες γνώρισα την κόρη του και δεν είμαι σίγουρη αν θα με δεχτεί. Έχει πολλά πράγματα να διαχειριστεί αυτή τη στιγμή, και μια γυναίκα στη ζωή του πατέρα της πιθανόν να μην είναι το καλύτερο. Όμως νομίζω ότι αξίζει να παλέψω ανεξάρτητα με την έκβαση του αποτελέσματος».

«Μπορεί να πληγωθείς;»

«Τα πάντα έχουν το ρίσκο τους πατέρα, και ότι το πρωί σηκωνόμαστε από το κρεβάτι μας και αυτό είναι ένα ρίσκο που παίρνουμε καθημερινά. Οι επιχειρήσεις έχουν ρίσκο και οι σχέσεις έχουν και αυτές το δικό τους. Όμως θεωρώ ότι αξίζει, τόσο για τον Μισέλ και αυτά που έχουμε ζήσει μαζί όλον αυτό τον καιρό, αλλά και για την ίδια την Αμελή. Θέλω να τη γνωρίσω, να τη βοηθήσω αν νιώσει ότι έχει την ανάγκη μου. Αλλά κυρίως για εμένα! Δε με έχεις μάθει να το βάζω κάτω, αν δε θεωρώ ότι υπάρχει σοβαρός λόγος, και μπορεί να υπάρχουν εμπόδια ή να θεωρούμε εμείς την κόρη του και την ιεραρχική μου θέση στη δουλειά προβλήματα, αλλά δε νομίζω ότι είναι άξια να με αναγκάσουν να παραιτηθώ από τη σχέση μας».

«Καλώς τότε, μπορείς να κάνεις όπως νιώθεις». Είπε σαν να ήταν ικανοποιημένος με την απάντηση της. «Αλλά ο δρόμος δε θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα;»

«Ροδοπέταλα!» Μουρμούρισε η Λόρνα. Ποιος δρόμος είναι στρωμένος με ροδοπέταλα; Συλλογίστηκε. Από πολλές απόψεις ήταν ευνοημένη στη ζωή της. Ο Γουάλι είχε ετοιμάσει μια επιχείρηση, παίρνοντας όλο το βάρος των πρώτων βημάτων επάνω του, όταν η ίδια και ο αδερφός της ήταν ακόμα μικρά παιδιά. Εκείνη έπρεπε απλά να διατηρήσει το όλο οικοδόμημα. Για όλους στον χώρο εργασίας της ήταν η κόρη του αφεντικού, κι όμως είχε πασχίσει περισσότερο από τον καθένα εκεί μέσα να δείξει την αξία της. Ο πατέρας της πολλές φορές θεωρούσε αυτονόητη την προσφορά της, και σίγουρα ένας άλλος εργαζόμενος στη θέση της δε θα έφτανε ποτέ στην κορυφή της πυραμίδας, όπως η ίδια ως η φυσική διάδοχος. Όμως από την άλλη αν δεν ήταν η κόρη του Γουάλι ίσως να πάσχιζε λιγότερο μέσα στην επιχείρηση. Δεν γκρίνιαζε ούτε για τα οφέλη, ούτε για την προσπάθεια της, πλέον ήταν κάτι φυσικό, η καριέρα της είχε γίνει δεύτερη φύση, ή μάλλον για να ακριβολογούμε πρώτη για μεγάλα διαστήματα της ζωής της. Ήταν ικανοποιημένη με τα όσα είχε, όμως θεωρούσε και την προσφορά της ανάλογη. Πόσες καλύτερες ζωές θα μπορούσε να έχει από αυτή; Ίσως αν άνηκε στη βασιλική οικογένεια να ήταν μια κάποιου είδους προαγωγή, αλλά δεν είχε ποτέ τέτοιες βλέψεις, δεν ερωτεύτηκε πρίγκιπες, δεν ήθελε να ζήσει σε παλάτια, δεν λάτρευε τις κοινωνικές εκδηλώσεις αν και υποχρεούταν συχνά να παραβρίσκεται, δε ζαλιζόταν από τη λάμψη, όμως γνώριζε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ζούνε σε χειρότερες συνθήκες από την ίδια. Ακόμα και εξαιρώντας περιπτώσεις που αφορούν ακραία φτώχια, σε χώρες με μειωμένα ανθρώπινα δικαιώματα σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, που θύματα έπεφταν οι γυναίκες περισσότερο απ’ ότι οι άντρες, ακόμα και στο ίδιο το Λονδίνο και τη Δύση υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν στους δρόμους, ζητιανεύοντας για τα προς το ζην. Επιπλέον πόσοι άλλοι αναγκάζονταν να κάνουν δουλειές οι οποίες δεν τους ταίριαζαν, για να μπορούν να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους και πόσο άγχος είχαν τόσοι άνθρωποι για να μη χάσουν μια δουλειά που στην πραγματικότητα δεν επιθυμούσαν και συχνά ήταν κακοπληρωμένη. 

Αφού έμεινε για λίγη ακόμα ώρα μαζί με τους γονείς και τη μικρότερη αδερφή της, που αντάλλασε μηνύματα στο κινητό της, χαζογελώντας μόλις λάβαινε την απάντηση, η Λόρνα σηκώθηκε για να επιστρέψει στο διαμέρισμα της. Η Μάγκι φεύγοντας η κόρη της, πήρε τις κούπες που ήταν παρατημένες πάνω σε διάφορα έπιπλα του καθιστικού για να τις πάει στην κουζίνα. Ο Γουάλι σκεπτικός γύρισε προς την Άιλα.

«Ο γιος μου, μου έφερε μια ισπανίδα με τατουάζ, η μεγάλη μου έφερε έναν μιγά από τις γαλλικές αποικίες. Από εσένα στερνοπούλι μου άραγε τι πρέπει να περιμένω;»

«Κι εσύ έφερες στην οικογένεια σου μια ελληνίδα», σχολίασε η Μάγκι μπαίνοντας από την πόρτα, και κάνοντας εμφανές ότι είχε ακούσει το παράλογο παράπονο του συζύγου της.

«Δεν είναι το ίδιο!» Διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Γουάλι.

«Μπα, γιατί όχι;»

«Γιατί… όπως και να το δεις η Δύση χρωστάει τα πάντα στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Όπως λέει ο Περικλής στον Επιτάφιο ‘‘Εμείς (…) την πόλη μας την κρατούμε ανοικτή σε όλους (…) και δεν διώχνουμε ποτέ κανένα για να τον εμποδίσουμε να μάθει ή να ιδεί κάτι’’*. Ήσασταν οι Προμηθεīς που μας δώσατε την πολιτισμική φωτιά».

 «Και γι’ αυτό το λόγο ο λαός μου τιμωρείται επί αιώνες με το να βρίσκεται καρφωμένος πάνω σε ένα βράχο, με ένα αετό να του τρώει τα σωθικά!» Σχολίασε η Μάγκι. «Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας τώρα».

«Τότε ποιο είναι;» Ρώτησε ο Γουάλι που θα προτιμούσε μια πολιτική συζήτηση με τη γυναίκα του, ρίχνοντας όλη την ευθύνη στους νεοέλληνες, κι όχι άδικα, που με τις επιλογές τους έσπρωχναν συχνά τη μοίρα τους στο γκρεμό, από το να μαλώσουν για τις επιλογές των παιδιών τους.

«Γουάλι ειλικρινά, δε θες να είναι ευτυχισμένα τα παιδιά μας, ήσυχα με τις επιλογές τους;»

«Φυσικά και θέλω, πως είναι δυνατόν να το ρωτάς;»

«Τότε γιατί όλες αυτές οι επικρίσεις; Ο Γκράχαμ είναι ευτυχισμένος με τη Σεσίλια, μπορεί να μην αποτελεί το δικό σου πρότυπο για την ιδανική γυναίκα όμως αποτελεί για εκείνον την ιδανική σύντροφο».

«Φυσικά, δε λέει κανείς το αντίθετο!»

«Δε νιώθω να το έχεις δεχτεί».

«Απλά δεν ταιριάζει με τα προσωπικά μου γούστα, αλλά φυσικά και το έχω δεχτεί».

«Το καλό που σου θέλω. Και κοίτα να μη συνεχίσεις να προσπαθείς να συνετίσεις τη Λόρνα όσον αφορά τη σχέση της με τον άντρα που επέλεξε».

«Μην ανησυχείς, δε θα το κάνω! Αν δεν τη λυγίσουν οι δυσκολίες που πιθανόν να αντιμετωπίσουν, τότε θα είναι καλή επιλογή ο Μισέλ».

«Πολλές φορές με εκπλήσσει που είσαι τόσο ανεκτικός με τη Λόρνα ενώ με τον Γκράχαμ δεν ήσουν ποτέ!» Παραδέχτηκε η Μάγκι, κρύβοντας και ένα παράπονο από την πλευρά του μοναχογιού της.

«Μην γκρινιάζεις Μάγκι, έχω αποδεχτεί τις αποφάσεις του γιου μας, το ξέρεις, άσε όμως και τον γέρο παράξενο να γκρινιάζει κάπου κάπου στα κρυφά, μόνο καλό του κάνει και δεν ενοχλεί κανέναν. Όσο για τη Λόρνα, πάντα εμπιστευόμουν την κρίση της».

«Ας είναι, αλλά φρόντισε όταν γκρινιάζεις να το κάνεις τόσο κρυφά που να μη σε ακούμε ούτε εγώ, ούτε και η Άιλα!» Είπε και πήρε δυο ακόμα ποτήρια για να τα πάει στην κουζίνα.

«Πφφφ». Ξεφύσησε ενοχλημένος ο Γουάλι.      

«Μην ανησυχείς μπαμπά», τον παρηγόρησε η Άιλα για την κατσάδα που μόλις είχε εισπράξει από τη μαμά της, και που συχνά και η ίδια έπεφτε θύμα της, «εγώ θα φροντίσω να σου φέρω έναν άντρα που να σου μοιάζει».

«Έλα εδώ να σε αγκαλιάσω, είσαι η τελευταία μου ελπίδα!» Πριν προλάβει η Άιλα να δεχτεί την αγκαλιά του πατέρα της, η Μάγκι όρμησε στο καθιστικό, κρατώντας ακόμα τα δυο ποτήρια στο χέρι.

«Σταμάτα να το κάνεις αυτό, μη βάζεις την κόρη σου σε καλούπια, θα γίνει δυστυχισμένη δεν το καταλαβαίνεις; Άσ’ την να αποφασίσει ελεύθερη όταν έρθει η ώρα».

«Μα μόνη της το πρότεινε». Διαμαρτυρήθηκε εκείνος σηκώνοντας τα χέρια του απηυδισμένος. Ο ήχος από το μήνυμα που έλαβε στο messenger η Άιλα ήχησε και εκείνη βιάστηκε να διαβάσει την απάντηση του Μανολίτο.

……………

Όσο διστακτική και αν ήταν η Λόρνα με το να περνάει συχνά από το σπίτι του Μισέλ, εκείνος επέμενε. Έπρεπε να τη συνηθίσει η μικρή και να την αποδεχτεί. «Και αν δεν το κάνει, δεν μπορείς με το ζόρι να αποδεχτείς κάποιον στην προσωπική σου ζωή;», προσπαθούσε να του εξηγήσει. «Όλα είναι θέμα συνήθειας, καταλαβαίνω ότι της λείπει η μητέρα της, ότι είναι φορές που θέλει όλη την προσοχή μου στραμμένη επάνω της, όμως είχα μια ζωή πριν έρθει ο κόσμος μας άνω κάτω, και δεν έχω σκοπό να την απαρνηθώ. Και πριν βιαστείς να σχολιάσεις ότι φέρομαι εγωιστικά θα σου εξηγήσω ότι είμαι πρόθυμος να απαρνηθώ τα πάντα για το καλό της κόρης μου, όμως όχι ό,τι μπορεί να κάνει και στους δυο μας καλό. Και εσύ Λόρνα κάνεις και στους δυο μας καλό», διστακτικά η Λόρνα εξέφραζε την εντύπωση της ότι δε θα είχε την ίδια άποψη μαζί του και η Αμελή. «Μήπως τελικά είχε δίκιο ο πατέρας της», διερωτόταν και κάποιες φορές εξέφραζε τις αμφιβολίες της στη Σεσίλια που ήταν πιο αντικειμενική από τον Γκράχαμ. Εκείνος ως ο αδερφός της που είχαν μεγαλώσει μαζί, έβλεπε την εξιδανικευμένη εικόνα που είχε για εκείνη και που στην ανάγκη θα τη στρίμωχνε και στα μυαλά των υπολοίπων.

«Δεν ξέρω αν αξίζει όλη αυτή η προσπάθεια, φοβάμαι όχι την ήττα, αλλά ότι θα πληγωθούμε όλοι μας στο τέλος».

«Λίγη παραπάνω εμπιστοσύνη στον εαυτό σου δε βλάπτει Λόρνα. Με τόση ανασφάλεια στο τέλος δε θα τα καταφέρετε σίγουρα. Όμως είναι κρίμα!»

«Δεν ξέρω, νιώθω ότι δεν πατάω σε στέρεο έδαφος, ότι πατάω πάνω σε σύννεφα και ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσω και η προσγείωση θα είναι άτσαλη και επίπονη».

«Λογικό ως ένα βαθμό, αλλά τις προάλλες που σας συνάντησα τυχαία στον δρόμο, πρόσεξα τον τρόπο που σε κοιτάει, στο βλέμμα του μόνο αγάπη διαβάζω. Δεν υποκρίνεται Λόρνα, οπότε βγες από το καβούκι σου και πάψε να είσαι ηττοπαθής γιατί αν δεν τα καταφέρετε θα θυμώσω, όπως θυμώνω με τις αισθηματικές σαχλαμάρες που με βάζει να παρακολουθώ ο αδερφός σου κάποιες φορές και που προσπαθώντας να είναι πιο ρεαλιστικές στο τέλος καταλήγουν να χωρίζουν τα ζευγάρια».

«Κι αν!»

«Κι αν;»

«Αν θέλει να εκμεταλλευτεί τη θέση μου στη εταιρεία;»

«Νομίζω ότι έχεις σπάσει κάθε κοντέρ μέτρησης ανασφάλειας. Σήκω πάνω», της είπε προστακτικά τραβώντας την από το χέρι και οδηγώντας την στον καθρέφτη. «Κοίτα τον εαυτό σου. Συνειδητοποιείς πόσο όμορφη είσαι; Επιπλέον είσαι γλυκιά, έξυπνη…»

«Ναι, μόνο που οι άντρες προτιμούν τις χαζές».

«Στην αρχή μπορεί, έχει τη γοητεία του να είναι χαζός ο άλλος και να φαντάζεις στα μάτια του ευφυής, όμως σκέψου ότι η βλακεία αργά ή γρήγορα κουράζει, να μην μπορεί ο άνθρωπος σου να σε καταλάβει. Οπότε πάψε να αναμασάς τις ασυναρτησίες που προσπαθούν διάφοροι να βάλουν στο κεφάλι σου και εμπιστέψου τον, νομίζω ότι το δικαιούται. Άλλωστε αν ήταν έτσι θα το είχες καταλάβει». Και με τα λόγια της νύφης της η Λόρνα έπαιρνε λίγο θάρρος, μέχρι να ξαναμείνει μόνη της και να αρχίσει η αμφιβολία και η ανασφάλεια να κερδίζει έδαφος. Ώσπου μια μέρα στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη όπως είχε κάνει και με τη Σεσίλια.

«Σοβαρά Λόρνα, δε σε αναγνωρίσω», είπε στον εαυτό της, «ποτέ ως τώρα δεν ήσουν έτσι. Αξίζεις την αγάπη του και το ξέρεις, όπως και εκείνος αξίζει την εμπιστοσύνη σου. Η περίοδος των αμφιβολιών έλαβε τέλος». Είπε και παίρνοντας τα πράγματα της αποφάσισε να επισκεφτεί το διαμέρισμα που έμενε ο Μισέλ με την κόρη του.

Στην πόρτα την υποδέχτηκε η Αμελή κοιτώντας την κουρασμένη, μέσα στην εβδομάδα είχαν δειπνήσει μαζί τουλάχιστον δυο φορές.

«Γεια σου Ζωρζέτ», της είπε και γυρίζοντας την πλάτη της, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή για να περάσει η Λόρνα, έφυγε για το δωμάτιο της, μη δίνοντας σημασία στον πατέρα της που την κοίταζε μουδιασμένος να περνάει από δίπλα του.

«Ζωρζέτ!» Επανέλαβε η Λόρνα. «Ποια είναι η Ζωρζέτ;» Ρώτησε απορημένη τον Μισέλ, δίχως ίχνος εκνευρισμού.

«Μια παλιά φίλη!» Ομολόγησε ο Μισέλ.

«Όταν λες παλιά φίλη, εννοείς παλιά σχέση;»

«Ναι!» Είπε κοιτώντας κάτω.

«Πόσο παλιά;» Ρώτησε η Λόρνα.

«Όταν ήμουν στη Γαλλία τη γνώρισα και χωρίσαμε πριν έρθω ακόμα στο Λονδίνο».

«Δεν πιστεύω να έχεις και με εκείνη κανένα παιδί;» Τον ρώτησε χαριτολογώντας, καθώς τεντώθηκε για να του δώσει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

«Όχι, απ’ όσο γνωρίζω τουλάχιστον δεν έχω άλλα παιδιά από την Αμελή».

«Διπλωματική απάντηση που πρέπει να με βάλει σε σκέψεις». Είπε ανάλαφρα θέλοντας να τον πειράξει και πιέζοντας τον εαυτό της να μην παρασυρθεί πάλι από τις αμφιβολίες που είχαν αρχίσει να ροκανίζουν την σχέση τους.  

«Αρκετά καλοδιάθετη είσαι σήμερα».

«Μου φτιάχνει τη διάθεση ο καιρός. Τι θα έλεγες να πάμε τα κορίτσια μια βόλτα αύριο που είναι Σάββατο;»

«Τι έχεις κατά νου;»

«Νομίζω κάτι που θα τους αρέσει. Στο Hurry Potter studio, στο Watford!»

«Καλή ιδέα μου ακούγεται, η αδερφή σου θα μπορεί;»

«Για τον πρίγκιπα Hurry ίσως να μην μπορούσε, αλλά για τον Potter θα μπορέσει».

«Πριν πόσα χρόνια, γιατί η Άιλα είναι δεκατεσσάρων».

«Είναι δεκατρία αλλά και δεκατεσσάρων να ήταν τι θα σήμαινε αυτό;»

«Μήπως νιώθει μεγάλη για τον Hurry Potter;»

«Κανένας δεν είναι αρκετά μεγάλος για τον Hurry Potter!»

«Αν είναι έτσι να φωνάξω την Αμελή να της το ανακοινώσεις».

«Δεν της το λες εσύ καλύτερα;»

«Όχι, δικιά σου πρόταση είναι. Αμελή!» Σκυθρωπό το νεαρό κορίτσι εμφανίστηκε στην πόρτα. Χωρίς να αρθρώσει λέξη, περίμενε να ακούσει τι την ήθελαν. «Η Λόρνα είχε μια πολύ ωραία ιδέα. Λόρνα;» Την προέτρεψε ο Μισέλ, που την είδε να διστάζει μπροστά στην αδιάφορη έκφραση της κόρης του, που με σταυρωμένα χέρια την κοιτούσε. 

«Έλεγα αν ήθελες, να πηγαίναμε αύριο και με την αδερφή μου στο Hurry Potter studio!»

«Τι λες;» Τη ρώτησε και ο Μισέλ.

«Tu n’ est pas ma maman! Toi, tu ne peux pas proposer ou je vais et ce que je fais» **

«Ne sois pas impolie, Amelie».***  «Όταν είναι άλλοι άνθρωποι μπροστά που δεν είναι γάλλοι θα μιλάς αγγλικά, γλώσσα την οποία κατέχεις άριστα. Και τώρα ζήτα συγγνώμη!»

 «Δεν χρειάζεται Μισέλ».

«Χρειάζεται, πρέπει να μάθει τρόπους».

«Όχι ειλικρινά, μην το συνεχίζεις», του είπε αγγίζοντας του ελαφρώς το χέρι και τραβώντας το απότομα, βλέποντας την Αμελή να ακολουθεί την κίνηση της με το βλέμμα. «Φυσικά Αμελή και δεν είμαι η μαμά σου».

«Θα ντρεπόταν…»

«Σταμάτα Μισέλ», πρόλαβε και τον έκοψε η Λόρνα. «Δεν είμαι η μητέρα σου και κανείς δεν έχει σκοπό να την αντικαταστήσει». Συνέχισε ήρεμα. «Μπορεί να μην έχω κόρη, αλλά έχω μια μητέρα που με αγαπάει και το ίδιο εγώ εκείνη, με φρόντιζε όταν ήμουν μικρή και προσπαθεί να το κάνει ακόμα και τώρα που μεγάλωσα, έχω συνείδηση λοιπόν της σχέσης που μπορεί να ενώνει μια μητέρα με την κόρη της. Και ότι αυτός ο δεσμός είναι αναντικατάστατος. Όμως δε θεωρώ ότι είναι κακό να προσπαθώ να γίνω φίλη σου, μπορεί να έχουμε μια διαφορά ηλικίας, όμως έχω αδερφή μόλις λίγο μεγαλύτερη από εσένα και τα πάμε καλά, δεν ξέρω για ποιο λόγο εσύ θεωρείς εμπόδιο την ηλικία ώστε να κάνουμε παρέα».    

«Δε θες να κάνεις μαζί μου παρέα αλλά με τον μπαμπά μου». Είπε εκείνη ενοχλημένη.

«Τον μπαμπά σου τον γνωρίζω εδώ και αρκετά χρόνια, για ποιο λόγο δεν μπορούμε να συνεχίσουμε τη φιλία μας από τη στιγμή που ήρθες εσύ να μείνεις μαζί του. Εγώ δεν έχω κάποιο πρόβλημα με εσένα, αν τώρα εσύ έχεις… το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το δεχτούμε». Είπε γυρνώντας στον Μισέλ.

«Νομίζω ότι μετράει και η δική μου γνώμη». Είπε ενοχλημένος ο Μισέλ.

«Θα έρθει και η Άιλα;» Ρώτησε δειλά αλλά παραμένοντας με μούτρα η Αμελή.

«Θες να την πάρεις τηλέφωνο η ίδια να την προσκαλέσεις;» Η μικρή ανασήκωσε τους ώμους της. Η Λόρνα πάτησε το όνομα της Άιλα που εμφανίστηκε στο κινητό της και έδωσε το κινητό στην Αμελή. Γυρνώντας τους την πλάτη με το κινητό δια χείρας και μιλώντας με τη νέα της φιλενάδα, εξαφανίστηκε στα μέσα δωμάτια.

«Ευχαριστώ που με διέκοψες».

«Πάνω στο θυμό μας λέμε πράγματα για τα οποία μετανιώνουμε, αλλά δε χρειάζεται να πληγωθεί περισσότερο».

«Πάω μέσα, είναι ικανή να κλείσει το τηλέφωνο και να κάνει φύλλο και φτερό το κινητό σου για να βρει μηνύματα μας. Μην την βλέπεις αγγελούδι είναι πονηρή».

«Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις!»

Βρήκε την κόρη του να κάθετε στο κρεβάτι και να κρατάει στα χέρια της το κινητό της Λόρνα, όμως δεν έψαχνε κάτι, απλά ήταν αφηρημένη και φαινόταν πολύ λυπημένη.

«Δεν μπορεί η Άιλα;» Τη ρώτησε.

«Όχι μπορεί, θα πάμε αύριο», είπε και σηκώθηκε για να επιστρέψει το τηλέφωνο στην κάτοχο του, μόλις έφτασε μπροστά του, στάθηκε και έστρεψε το κεφάλι της προς εκείνον, καρφώνοντας τον με το βλέμμα. Ήταν τόσο μικροσκοπική. Πόσο έμοιαζε με τη μητέρα της, τα χαρακτηριστικά της, το έντονο βλέμμα της, μόλις εκείνη την ώρα το συνειδητοποιούσε ο Μισέλ.

«Ξέρεις κάτι Μισέλ, δεν είσαι σε θέση να ξέρεις πως θα ένοιωθε ή όχι η μητέρα μου για εμένα. Το ότι είναι νεκρή δε σου δίνει το δικαίωμα αυτό!» Είπε και αφήνοντας τον σαστισμένο, έφυγε για να δώσει το κινητό στη Λόρνα. Ο Μισέλ την περίμενε στο δωμάτιο της.

«Έχεις δίκιο, συγγνώμη». Της ζήτησε, όμως η Αμελή δεν του απάντησε. Μόλις βγήκε από το δωμάτιο, άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω του. Μπήκε στο καθιστικό αναστενάζοντας. Βλέποντας τη Λόρνα ένιωσε ανακούφιση απλά και μόνο με την παρουσία της. «Νομίζω ότι τα έκανα θάλασσα!» Παραδέχτηκε.

…………

Τα κορίτσια περπατούσαν μπροστά κρατώντας η μία το χέρι της άλλης, ενώ ο Μισέλ με τη Λόρνα τις ακολουθούσαν. Η Αμελή είχε καλύτερη διάθεση από το προηγούμενο βράδυ, αν και έφτιαξε κυρίως από τη στιγμή που συναντήθηκε με την Άιλα. Η τελευταία λατρεύοντας τα θέματα, φορούσε μπέρτα και μεγάλα γυαλιά στα μάτια, παρόμοια με του Hurry Potter, ενώ στο κεφάλι φορούσε καπέλο μάγισσας έχοντας κρύψει μέσα σε αυτό τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά της. Η Αμελή ενθουσιάστηκε με την αμφίεση της Άιλα, ο Μισέλ στην αρχή ξαφνιάστηκε και μετά χαμογέλασε με συγκατάβαση για την δημιουργική φύση της αδερφής της καλής του, ενώ η Λόρνα ανασήκωσε τους ώμους της. Δεν υπήρχε άτομο να πείσει τη μικρή να κάνει ή να μην κάνει κάτι που επιθυμούσε.

Φωτογραφήθηκαν έξω από το στούντιο, περπάτησαν στις αίθουσες, ανακάτεψαν τα μαγικά ξόρκια στις κατσαρόλες και διάβασαν τις ετικέτες από τα υλικά που βρίσκονταν στα βάζα. Περπάτησαν στους δρόμους και περιδιάβηκαν τις αίθουσες διδασκαλίας της ακαδημία μάγων. Χάζεψαν τα ραβδιά με την κρυφή ευχή να είχαν ένα για να πραγματοποιούν τα όνειρα τους. Διάβασαν τις ευχές από τα βιβλία για επιτυχημένα μάγια και ένοιωσαν για λίγο και οι ίδιοι μάγοι, στον κόσμο του Hurry Potter που κρύβει τη δική του γοητεία για μεγάλα και μικρά παιδιά, που επιθυμούν το καλό να αγωνίζεται και να κερδίσει πάντοτε το κακό.   

«Σε αυτά τα βιβλία βρήκες το ξόρκι και είμαι τρελός από έρωτα για εσένα;» Τη ρώτησε ο Μισέλ σιγά για να μην τον ακούσουν τα κορίτσια.

«Τρελός είσαι από τη φύση σου καλέ μου!» Του είπε η Λόρνα, σφίγγοντας του το χέρι. Αφού επέτρεψαν στα κορίτσια να προπορευτούν αρκετά, έχοντας τες πάντα υπό την επίβλεψη τους και μην χάνοντας τες από τα μάτια τους, ο Μισέλ στράφηκε στη Λόρνα.

«Σκέφτομαι να στείλω την Αμελή να περάσει λίγες εβδομάδες στο Παρίσι με τους δικούς μου. Νομίζω ότι θα της κάνει καλό να γυρίσει για λίγο στη Γαλλία, κοντά σε οικεία πρόσωπα, και να επιστρέψει πριν ξεκινήσουν τα σχολεία. Έπειτα θα έχει και εκείνη τις ασχολίες της και δε θα μένει κλεισμένη στο διαμέρισμα όσο θα είμαι εγώ στο γραφείο. Μπορεί να γνωρίσει και κάποιους συμμαθητές της και να αποκτήσει τους δικούς της φίλους, δεν πρέπει να νιώθει υποχρεωμένη η Άιλα να είναι συνέχεια με την κόρη μου».

«Νομίζω ότι η Άιλα δεν έχει πρόβλημα να κάνει παρέα με την Αμελή. Έδεσαν οι δυο τους», είπε και του έδειξε με το βλέμμα τα δύο κορίτσια που είχαν σταθεί και κάτι έλεγαν γελώντας. «Αν πιστεύεις ότι θα της κάνει καλό να πάει στη Γαλλία, φυσικά και να τη στείλεις, αλλά ρώτα την πριν το κάνεις, μη νιώσει ότι θέλεις να την διώξεις! Καλύτερα να συζητάτε και να παίρνετε από κοινού κάποιες αποφάσεις, να καταλάβει και εκείνη ότι μετράς τη γνώμη της».

«Δεν μπορώ να ρωτάω για τα πάντα τη γνώμη της, είναι μόλις δώδεκα, δεν ξέρει πάντα ποιο είναι το καλό της».

«Φαίνεται προσγειωμένο παιδί, δε νομίζω ότι θα ξεφύγει, αλλά ναι, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φανείς λίγο πιο αυστηρός. Αλλά συνήθως με συζήτηση καταφέρνεις περισσότερα απ’ ότι με διαταγές! Και η Αμελή φαίνεται ότι ακούει».

«Άκουγε, τώρα τελευταία η υπακοή δεν είναι το δυνατό της σημείο».

«Νομίζω ότι απλά περνάει μια φάση. Ας είμαστε ειλικρινείς Μισέλ, πιο δύσκολα απ’ όλους πέρασε η Αμελή με την ασθένεια και το θάνατο της μητέρας της. Εκείνη ζούσε μαζί της, εκείνη τη φρόντιζε, όσο και να ήταν σημαντική για εσένα, που το καταλαβαίνω και το δέχομαι, δεν είναι το ίδιο πλήγμα όπως για την Αμελή. Δεν έχει προσαρμοστεί ακόμα από αυτό το γεγονός που τη σημάδεψε, μαζί με όλα τα άλλα που πρέπει να βάλει σε μια σειρά. Και από πάνω της ζητάμε να αποδεχτεί τόσο σύντομα μια άλλη γυναίκα στη ζωή σου. Ποιο παιδί θα το έκανε αυτό;»

«Δεν έχεις άδικο, όμως ειλικρινά ποια άλλη γυναίκα θα είχε τόση κατανόηση απέναντι σε εμένα και στην κόρη μου!» Σχολίασε σκύβοντας προς το μέρος της.        

«Νομίζω πολλές, είστε αξιαγάπητοι. Αλλά μαζέψου γιατί μας κοιτάνε τα κορίτσια».

Μόλις βγήκανε από το Hurry Potter studio ο Μισέλ ρώτησε τις τρεις νεαρές γυναίκες που τον συνόδευαν, αν θα ήθελαν να πάνε όλοι μαζί στο πάρκο να συνεχίσουν τη μέρα τους. Είχε ετοιμάσει και κρουασάν με διαφορετική γέμιση για να φάνε όλοι τους μέχρι σκασμού. Η Αμελή με την Άιλα ενθουσιάστηκαν που θα είχαν περισσότερες ώρες μαζί και η Λόρνα αρκέστηκε στο να κουνήσει το κεφάλι της, χαμογελώντας. Ήταν ένας εξαιρετικός πατέρας, συλλογίστηκε, ο άντρας που κάθε γυναίκα θα ήθελε να έχουν τα παιδιά της για πατέρα! Όμως συνήθως οι άντρες που έχουν ήδη παιδιά δε θέλουν να κάνουν άλλα για να μη νιώσουν παραμελημένα αυτά που έχουν ήδη. «Ωχ όχι!», μα που βρισκόταν επιτέλους ο Hurry Potter ώστε με ένα μαγικό ξόρκι να διώξει μακριά της κάθε κακιά σκέψη και να τη βοηθήσει να περάσει όμορφα, εκείνη την ηλιόλουστη μέρα του Ιουλίου, αντί να δίνει συνέχεια τροφή για σκέψη, με πικρή γεύση στον εαυτό της;      

 

*Απόσπασμα του Περικλή από τον Περικλέους Επιτάφιο 39.1, το οποίο αναφέρεται στη σύγκριση που κάνει μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης.

 ** «Δεν είσαι η μαμά μου. Μη μου προτείνεις που θα πάω και τι θα κάνω!»

***«Μην είσαι αγενής, Αμελή».

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΕΚΤΟ –Στιγμές οικογενειακής γαλήνης-

 

Είχαν περάσει όμορφα αυτές τις δύο εβδομάδες στη Σκωτία οι δυο τους. Αν και αρχικά είχε άλλα σχέδια για την περίοδο των διακοπών της, αποφάσισε να μην απομακρυνθούν από τη Βρετανία. Οι γονείς της με την Άιλα είχαν φύγει για κάποιο ελληνικό νησί, ο Γκράχαμ με την οικογένεια του ήταν στην Ισπανία, και εκείνη κατέληξε να μείνει κοντά στη βάση της, στην περίπτωση που προέκυπτε κάποια ανάγκη να μπορεί να επιστρέψει στο Λονδίνο άμεσα.

Ο Μισέλ που είχε περάσει ένα διάστημα λόγω της Αντρέ στο Παρίσι, είχε αποφύγει να εκμεταλλευτεί τότε την ετήσια άδεια του, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να ξεκλέψει λίγες μέρες να πάνε κάπου με τη Λόρνα οι δυο τους. Άλλωστε μπορούσε να περάσει κάποιους μήνες στην αεργία χωρίς να ανησυχεί για τα οικονομικά του. Πριν την είδηση για την κατάσταση της υγείας της μητέρας της κόρης του, σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να προσκαλέσει τη Λόρνα να πάνε μαζί στο Παρίσι να γνωρίσει την οικογένεια του, μέχρι τότε θα είχε τακτοποιήσει και το θέμα της μικρής, ενημερώνοντας τη Λόρνα για την ύπαρξη της. Όμως τελικά είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Και ενώ αγαπούσε την πατρίδα του ένοιωθε ξαφνικά, λόγω των τελευταίων συμβάντων, κουρασμένος από το Παρίσι, με τις άσχημες, τελευταίες του αναμνήσεις, και ήθελε να πάρει απόσταση για κάποιο διάστημα από τη χώρα που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Ίσως αν ένοιωθε καλύτερα, και η Λόρνα δεν είχε μετανιώσει που έβγαινε μαζί του, να έπαιρνε τις δυο γυναίκες της ζωής του και να πήγαινε στην πόλη του φωτός μαζί τους τα Χριστούγεννα.

Άραγε θα έπρεπε να μελαγχολήσει αναρωτιόταν η Λόρνα. Είχαν περάσει τόσο καλά που η επιστροφή στη ρουτίνα τη φόβιζε. Πλέον δε θα ήταν μόνο εκείνη και ο Μισέλ, αλλά και η Αμελή, που πιθανόν θα έβαζε εμπόδια στη σχέση τους, και που η Λόρνα αναγνώριζε ότι είχε περισσότερα δικαιώματα πάνω στον Μισέλ απ’ ότι η ίδια, όσο ερωτευμένη και να ήταν μαζί του. Δεν ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα στη σχέση κόρης πατέρα, και θα ήταν πρόθυμη να απομακρυνθεί από κοντά του, αν έβλεπε ότι δεν μπορούσε να αποκτήσει κώδικα επικοινωνίας με τη μικρή. Αν δεν υπήρχε μια υγιής σχέση ανάμεσα στις δυο τους, όλες οι προσπάθειες θα  έπεφταν στο κενό. Αν και δεν ήταν άνθρωπος που το έβαζε κάτω η Λόρνα, αυτή τη φορά ήταν έτοιμη να παραδοθεί και κάτι μέσα της της έλεγε ότι αργά ή γρήγορα αυτή θα ήταν η κατάληξη. Το είχε συζητήσει με τον Μισέλ, αλλά εκείνος δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Επέμενε ότι η Αμελή είχε αρχίσει να την αποδέχεται και ότι απλά ήταν πληγωμένη από τη δική του συμπεριφορά. Αυτές τις δυο εβδομάδες, χωρίς να έχουν τη δουλειά και άλλα θέματα να τους απασχολούν, έμειναν απερίσπαστοι στη σχέση τους και είχαν την ευκαιρία να ανοιχτούν και να μιλήσουν όπως δεν το είχαν κάνει ποτέ άλλοτε μέσα στο διάστημα που έβγαιναν. Κι έτσι η Λόρνα έμαθε και την ιστορία της Ζωρζέτ.

«Αποφασίσαμε να μείνουμε μαζί. Μάλλον δική της ήταν η απόφαση και εγώ απλά την ακολούθησα, ήξερε να χειραγωγεί. Φυσικό επακόλουθο ήταν να γνωριστεί με την Αμελή. Ευγενική και γλυκιά, κάνοντας της δώρα, κέρδισε σύντομα την εμπιστοσύνη της. Μόνο που όλη αυτή η καλή συμπεριφορά και τα δώρα, στερέωναν το ψεύτικο προσωπείο που έκρυβε τον πραγματικό της χαρακτήρα. Κάποια στιγμή η σχέση μας είχε φτάσει σε κορεσμό, και ο λόγος ήταν η συμπεριφορά της. Προσπαθούσε να με ελέγχει, να μου επιβάλει τις επιθυμίες της, να μου κρατάει μούτρα αν δεν πραγματοποιούσα τα καπρίτσια της. Στην αρχή δεχόμουν την όλη κατάσταση, προτιμούσα να κάνω αυτό που ήθελε από το να ανέχομαι τα μούτρα και την γκρίνια της, όμως κάποια στιγμή, και χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ερέθισμα, από την ήδη συμπεριφορά της δηλαδή, ένοιωσα ότι ήμουν υπερβολικά πειθήνιος και ότι δεν ήθελα να συνεχιστεί με αυτόν τον τρόπο η ζωή μου. Σταδιακά ξεκίνησαν οι καυγάδες και το να αποφεύγω να επιστρέψω νωρίς στο σπίτι, και η Ζωρζέτ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το μεγάλο όπλο εναντίον μου, την ίδια μου την κόρη. Άρχισε να μιλάει στην οχτάχρονη Αμελή εναντίον μου, να της λέει πράγματα που δεν είχαν σχέση  με την πραγματικότητα, να παραπονιέται και να την κάνει να αμφιβάλει για το ποιος ήταν ο μπαμπάς της. Ευτυχώς για καλή μου τύχη, εκείνη μίλησε με τη μητέρα της, η Αντρέ πάντα παρατηρούσε τις διακυμάνσεις στην ψυχολογία της Αμελή, και το παιδί γινόταν μελαγχολικό τις μέρες που ερχόταν στο σπίτι να μείνει μαζί μας. Όχι με μεγάλη δυσκολία την έπεισε να της πει τι συνέβαινε και η Αμελή επανέλαβε όσα της είχε πει η Ζωρζέτ. Πόσο ευγνώμον πρέπει να είμαι στην Αντρέ, αν δεν της είχε μιλήσει, αν δεν της είχε εξηγήσει θα είχα χάσει την εμπιστοσύνη της κόρης μου, αν η Αμελή ακόμα με αγαπάει και με εμπιστεύεται το οφείλω στη μητέρα της. Η Αντρέ δε δίστασε να με ενημερώσει για το ό,τι συνέβαινε πίσω από την πλάτη μου και εκεί η Ζωρζέτ έδωσε σωστή παράσταση. Στην αρχή ισχυρίστηκε ότι όλα αυτά ήταν ψέματα της μικρής, έπειτα ότι η Αντρέ ζήλευε αυτό που είχαμε και ήθελε να μας χωρίσει. Όσο πιο ήρεμα μπορούσα, της είπα ότι αυτό που είχαμε δεν ήταν να το ζηλεύει κανείς και της ανακοίνωση ότι χωρίζαμε. Αν και της απαγόρεψα κάθε σχέση με την Αμελή εκείνη προσπάθησε να την προσεγγίσει, όμως είχαμε το νου μας και την αποτρέψαμε. Ήταν και η ηλικία που μας επέτρεπε να βρισκόμαστε συνέχεια κοντά της, χωρίς να νιώθει ότι την πνίγουμε. Ενημερώσαμε τους δασκάλους να μην επιτρέψουν σε κανέναν που μπορεί να ζητούσε να τη συναντήσει να το κάνει, χωρίς να μας τηλεφωνήσουν πρώτα για να δώσουμε άδεια, διακριτικά πάντα για να μην πληγωθεί η μικρή και αρχίσει να αμφιβάλει. Σε μια τέτοια  επίσκεψη της Ζωρζέτ στο σχολείο, αντί για την Αμελή παρουσιάστηκα εγώ, που υποχρεώθηκα να αφήσω ένα επαγγελματικό ραντεβού στη μέση. Αφού την απείλησα ότι θα πάρω ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της, την απέτρεψα από κάθε αντίστοιχη προσπάθεια. Το πάλευε μέχρι το βαθμό που μπορούσε, αλλά δεν είχε ξεπεράσει τα όρια, αν απειλούταν η ελευθερία της, έκανε πίσω. Και έτσι έπειτα από μήνες απαλλάχτηκε η ζωή μας από την παρουσία της Ζωρζέτ. Σε αυτό συνέβαλε και η νέα της σχέση. Είχε με κάποιον άλλον να ασχοληθεί και μας ξέχασε. Έχοντας ανάγκη να πάρω αποστάσεις από την όλη ιστορία, που υπεύθυνος ήμουν εγώ που είχα φέρει σε επαφή το παιδί μου με τη Ζωρζέτ, ένοιωσα ότι ήθελα να απομονωθώ και έτσι πήρα την απόφαση να έρθω στο Λονδίνο».

«Νόμιζα ότι σου άρεσαν οι επαγγελματικές προκλήσεις!» σχολίασε η Λόρνα, θυμίζοντας του αυτό που της είχε πει κάποιους μήνες νωρίτερα.

«Ισχύει και σε μεγάλο βαθμό, όμως ποτέ μέχρι τότε δεν είχα φύγει από τη Γαλλία».

«Οπότε έχεις σκοπό να επιστρέψεις στο Παρίσι». δεν ήταν ερώτηση, ήταν συμπέρασμα.

«Πριν από ένα χρόνο είχα αρχίσει να το σκέφτομαι, αλλά τώρα Λόρνα, θα μείνω όσο μου το επιτρέψεις εσύ».

«Είσαι σίγουρος Μισέλ; Γιατί μπορεί να σε κρατήσω στο Λονδίνο για πολύ πολύ καιρό, ίσως το πάντα να κρύβει μια υπερβολή, όχι ότι το αποκλείω σαν πιθανότητα, αλλά μπορεί να χρειαστεί καιρός να περάσει για να σε αφήσω ελεύθερο».

«Είμαι σύμφωνος, ακόμα και με τη μικρή πιθανότητα του πάντα».

«Είναι τόσο εύκολα τα λόγια!» σχολίασε η Λόρνα.

«Συνήθως αποφεύγω να λέω λόγια, οπότε οι λέξεις, όπως θα ειρωνευόταν και ο Σαίξπηρ «Λέξεις, λέξεις, λέξεις» πηγάζουν από μέσα μου κι από αυτά που νιώθω!»

«Ο καιρός θα το δείξει, δανέ πρίγκιπα!» τον πείραξε η Λόρνα.

«Μάλλον σε αφρικανό πρίγκιπα μοιάζω», σχολίασε εκείνος. «Σε δανό; Σε καμία περίπτωση». 

«Μοιάζεις με πρίγκιπα της σαμπάνιας και των εκλεπτυσμένων γεύσεων!»

«Μου λες ότι ανέβηκα στο βάθρο του πρωταθλητή των γευστικών σου προτιμήσεων;»

«Καμία σχέση, πως το έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;»

…………

Έτρεμε τη μέρα της επιστροφής της Αμελή. Ένοιωθε ότι με την άφιξη της θα ξεκινούσε η αντίστροφη μέτρηση της σχέσης τους, αντίθετα ο Μισέλ έδειχνε σίγουρος ότι όλα θα διορθώνονταν. Προσπαθούσε να αντλήσει λίγη από τη δική του βεβαιότητα, χωρίς να εκφράζει τη δυσπιστία της, αρκετά προβλήματα είχαν ήδη πατέρας και κόρη για να μπαίνει ανάμεσα τους κι εκείνη με τις ανησυχίες της, άλλωστε είχε αποφασίσει ότι δε θα πάλευε ενάντια στις επιθυμίες της Αμελή. Ο Μισέλ έφυγε νωρίτερα από τη δουλειά για να πάει να πάρει από το αεροδρόμιο την κόρη του, της είχε ζητήσει μόλις σχολούσε να περνούσε από το σπίτι. Θα είχε μαγειρέψει να φάνε όλοι μαζί. «Καλύτερα όχι, Μισέλ, είναι προτιμότερο να έχετε χρόνο οι δυο σας, τον χρειάζεστε, άλλωστε θα είναι άβολο να είμαι παρούσα όλη την ώρα». Αρνήθηκε ευγενικά εκείνη. «Γιατί παραδίδεις τα όπλα Λόρνα;» τη ρώτησε μα δε στάθηκε να ακούσει την απάντηση. Το απόγευμα, κι ενώ ήταν ακόμα στη δουλειά, χτύπησε το κινητό της, την καλούσε η αδερφή της. «Θα έρθεις να με πάρεις να πάμε στο Μισέλ;» τη ρώτησε ξαφνιάζοντας την. «Στο Μισέλ;» επανέλαβε λες και δεν καταλάβαινε σε ποιον αναφερόταν. «Ναι, γύρισε η Αμελή και με πήρε τηλέφωνο να πάω να δούμε εκείνη την ταινία, μην πω στον μπαμπά τώρα να με πάει, δε θα ενθουσιαστεί με την ιδέα». Η αλήθεια ήταν ότι ο Γουάλι δε θα ενθουσιαζόταν. «Είναι αργά, και εγώ έχω ακόμα δουλειά, μήπως να το αφήνατε για άλλη μέρα;» «Τι αργά, η ώρα είναι έξι και αύριο είναι Σάββατο». «Δεν ξέρω Άιλα, η Αμελή μόλις γύρισε θα πρέπει να ξεκουραστεί!» «Μα εκείνη με κάλεσε και εγώ της είπα ότι θα πάω, έλα μη μας το χαλάς». «Καλά θα σε πάω και θα έρθω να σε πάρω». «Μαλώσατε με τον Μισέλ;» «Όχι!» «Τότε τι πρόβλημα υπάρχει;» «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα!» «Μα κάνεις σαν να μη θες να τον δεις!» «Έχω δουλειά Άιλα!» «Και αύριο μέρα είναι, ή μάλλον όχι και η Δευτέρα μέρα είναι, άντε τελείωνε, περιμένω μήνες να δω την ταινία κι ας είναι του περασμένου αιώνα. Δηλαδή θα είναι ασπρόμαυρη;», αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα. «Μη λες βλακείες Άιλα, έγχρωμη είναι, δεν είναι τόσο παλιά. Καλά ετοιμάσου θα περάσω να σε πάρω».

Μόλις μπήκανε στο διαμέρισμα βρήκανε την Αμελή καθισμένη στο πάτωμα, μπροστά από τον φαρδύ καναπέ, να κρατάει το κοντρόλ στα χέρια της. Αφού κούνησε το χέρι της στην Λόρνα, περίμενε να καθίσει στο πλάι της η Άιλα για να βάλει την ταινία να προβληθεί. Ο Μισέλ της χαμογέλασε από την κουζίνα και η Λόρνα πήγε να δεν τι κάνει.

«Δεν τελείωσες με τη μαγειρική;» Τον ρώτησε, δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί περισσότερο στον αέρα παρά στα χείλη, προκαλώντας του έναν μικρό εκνευρισμό.

«Ναι, έφτιαξα Μπουγιαμπέσα και τώρα ετοιμάζω Paris Brest με σοκολατένια γέμιση για τα κορίτσια. Το στομάχι σου είναι αυτό που κάνει φασαρία;» Τη ρώτησε γελώντας.

«Με τέτοιες μυρωδιές;»

«Έφαγες τίποτα;»

«Τσίμπησα κάτι πρόχειρα».

«Τότε να βάλω να φάμε».

«Μα τα κορίτσια βλέπουν την ταινία!»

«Η Αμελή έχει φάει ήδη, εγώ είπα να σε περιμένω να φάμε μαζί! Άιλα έχεις φάει;» Τη ρώτησε ο Μισέλ.

«Ναι, έφτιαξε η μαμά μουσακά».

«Και εγώ που ήμουν;» Ρώτησε η Λόρνα που επιθύμησε ένα κομμάτι σπιτικό μουσακά.

«Στη δουλειά προφανώς». Σχολίασε η Άιλα.

«Μη μιλάς, χάνουμε την ταινία», γκρίνιαξε η Αμελή.

«Μα ακόμα πέφτουν οι τίτλοι».

«Το καταλάβαμε Λόρνα, η μαμά σου μαγειρεύει καλύτερα από εμένα». Την πείραξε «Τώρα να σου βάλω να φας να μου κάνεις παρέα;» 

«Πεινάω τόσο που θα δεχτώ την προσφορά σου», του είπε για να δεχτεί ένα ενοχλημένο βλέμμα που της προκάλεσε γέλια. Μόλις ολοκλήρωσαν το γεύμα τους, ο Μισέλ έβαλε σε ένα πιάτο τη σοκολατένια εκδοχή του Paris-Brest και πήγε και το άφησε πάνω στο γυάλινο τραπέζι, μπροστά από τα δυο κορίτσια, όμως εκείνα ήταν τόσο αφοσιωμένα στη ταινία, που δεν έδωσαν σημασία στη νόστιμη λιχουδιά που τους άφησε πάνω στο τραπέζι. Ο Μισέλ με τη Λόρνα κάθισαν πάνω στον καναπέ για να δουν ένα μέρος της ταινίας, ενώ απολάμβαναν τα δικά τους σοκολατένια γλυκά, που είχε φροντίσει να ξεχωρίσει από εκείνα των κοριτσιών.

«Και να φανταστείς», σχολίασε ο Μισέλ, «τα έβαλα σε διαφορετικά πιάτα για να προλάβουμε να φάμε και εμείς κάτι, αλλά μάλλον τα κορίτσια δε θα προλάβαιναν ούτε ψίχουλο εξαιτίας μας».

«Σουτ μπαμπά!» Του είπε η Αμελή που την ενοχλούσε. Εκείνος κοιτώντας τη Λόρνα έκανε ένα μορφασμό, ενώ έσκυψε στο αυτί της και της είπε σιγά.

«Έλεγα αύριο να πάμε στο Spitalfields, μήπως βρούμε και εκείνη τη μπάντα και μου επιτρέψουν να τραγουδήσω μαζί τους».

«Πολύ ωραία ιδέα!» Τον ενθάρρυνε.

«Θα έρθεις;» Εκείνη του έκανε ένα νόημα και σηκώθηκε να πάει στο δωμάτιο του, έχοντας τον Μισέλ να την ακολουθεί.

«Μήπως πρέπει να πάτε οι δυο σας, μόνοι;» Εξέφρασε τη δυσπιστία της.

«Πήραμε σήμερα το πλοιάριο και κάναμε βόλτα στον Τάμεση, οι δυο μας. Μιλήσαμε και είμαστε εντάξει. Θα έχουμε πολλές ευκαιρίες να είμαστε οι δυο μας Λόρνα, μην ανησυχείς. Έλα μαζί μας αύριο, σου πάει η καρδιά να χάσεις μια από τις σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις μου;»

«Η αλήθεια είναι πως όχι, αλλά νομίζω ότι πρέπει να αποτραβηχτώ. Δεν μπορώ να είμαι μονίμως παρούσα στη ζωή της. Εμείς βλεπόμαστε στη δουλειά».

«Δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις. Και εντάξει έχεις δίκιο, αλλά αύριο έλα μαζί μας και θα φτιάξουμε έπειτα πρόγραμμα επισκέψεων, αφού το θεωρείς τόσο σημαντικό. Άλλωστε νιώθω ότι και η κόρη μου είναι καλύτερα από τη στιγμή που σε γνώρισε παρά το προηγούμενο διάστημα, έχει και την παρέα της Άιλα».

«Εντάξει, θα έρθω είπα, αλλά είναι σημαντικό να της δώσω χώρο και χρόνο, μόνο έτσι θα κερδίσω την εμπιστοσύνη της. Ειδικά έπειτα από την εμπειρία με τη Ζωρζέτ. Δεν πρέπει να νιώσει ότι απειλείται».

«Σύμφωνοι! Έχεις δίκιο, όμως και σήμερα εκείνη ζήτησε να έρθεις. Μάλιστα ρώτησε για εσένα».

«Θα ρώτησε από περιέργεια που δε με είδε κολλημένη δίπλα σου, όπως την έχουμε συνηθίσει. Και δε ζήτησε να έρθω, την αδερφή μου ήθελε να δει, μην τα βλέπουμε όπως μας συμφέρει».

«Θα δεις με τον καιρό ότι έχω δίκιο. Άντε πάμε τώρα μέσα, χάσαμε όλη την προβολή».

Μόλις τελείωσε η ταινία, τα δύο κορίτσια άρχισαν να συζητάνε για την υπόθεση ενθουσιασμένα, ενώ ρίχτηκαν με τα μούτρα στο πιάτο με τα γλυκίσματα. Η Άιλα, έδωσε στην Αμελή ένα μικρό ενθύμιο που έχει πάρει για εκείνη από την Ελλάδα, και αντιστοίχως η Αμελή έδωσε στην Άιλα αλλά και προς μεγάλη έκπληξη της Λόρνα και στην ίδια, από ένα δωράκι που τους είχε φέρει από το Παρίσι. Ένα κάδρο με τον πύργο του Άιφελ για τη Λόρνα και μια γυάλινη σφαίρα που είχε μέσα τον πύργο σύμβολο του Παρισίου για την Άιλα, για να το βάλει στο γραφείο της. Το πουλόβερ που είχε πάρει η Λόρνα για να την Αμελή από τη Σκωτία και μια εσάρπα είχε προτιμήσει να τα δώσει στον Μισέλ. Οι δυο αδερφές καληνύχτισαν και έφυγαν με διαφορετικά αισθήματα από το σπίτι του Μισέλ και της Αμελή. Η μεν Άιλα ενθουσιασμένη τόσο με την ταινία όσο και με την παρέα της νέας αν και μικρότερης παριζιάνας φίλης της και φυσικά με τη φιλοξενία του πατέρα της, η δε Λόρνα, παραξενεμένη με την ευνοϊκή στάση της μικρής. Άραγε να είχε δίκιο ο Μισέλ και να την είχε αποδεχτεί; Σε ποια γαλλίδα νεράιδα το όφειλε αυτό, ίσως η Ματίλντε να είχε συζητήσει με την ανιψιά της και να είχε βοηθήσει στην αλλαγή της στάσης της μικρής απέναντι της.          

…………

Φτάνοντας στο πατρικό της η Λόρνα, αποφάσισε να μπει να χαιρετήσει τους γονείς της. Μπορεί τον πατέρα της να τον είχε συναντήσει στο γραφείο μετά την επιστροφή τους από την Ελλάδα, όπου είχε σχολιάσει όλες τις παραξενιές στη συμπεριφοράς της οικογένειας της Μάγκι, αλλά τη μητέρα της δεν είχε καταφέρει να τη συναντήσει ακόμα, μιας και με την επιστροφή τους είχε πέσει με τα μούτρα να ετοιμάζει την φθινοπωρινή έκθεση στο Masterpiece.

Της προκάλεσε έκπληξη που στο σπίτι βρήκε τη Σεσίλια να κάθεται στη μεγάλη τραπεζαρία μαζί με τη Μάγκι. Κοίταξε γύρω της για να δει τον αδερφό της ή την ανιψιά της, όταν πρόσεξε ότι πάνω στο τραπέζι υπήρχε πλήθος φωτογραφείων από τους πίνακες της Σεσίλια.

«Θα κάνεις νέα έκθεση;» Τη ρώτησε και τόλμησε να πάρει μια φωτογραφεία ενός πίνακα που απεικόνιζε ένα γυναικείο προφίλ, για να την κοιτάξει.

«Ναι, πρέπει να αδειάσω κανέναν τοίχο από το σπίτι!» Σχολίασε η Σεσίλια.  

«Λόρνα, μην ανακατεύεις τις φωτογραφίες», γκρίνιαξε η Μάγκι και εκείνη υπακούοντας, την επέστρεψε στη θέση της. «Πως περάσατε στου Μισέλ;»

«Καλά! Είδαμε μια ταινία και φάγαμε κάτι σοκολατένιες λιχουδιές που είχε φτιάξει ο Μισέλ». Πρόλαβε να απαντήσει η Άιλα. Η Μάγκι έβγαλε τα γυαλιά της και κοίταξε τη μεγάλη της κόρη.

«Ξέρει να φτιάχνει γλυκά ο Μισέλ;» Ρώτησε.

«Γνωρίζει τη γαλλική κουζίνα πολύ καλά».

«Ευχάριστο». Είπε και έστρεψε την προσοχή της πάλι στις φωτογραφίες πάνω στην τραπεζαρία. Το έβλεπε η Λόρνα, έτσι όπως πήγαινε θα ξεκινούσε μαγειρικός ανταγωνισμός ανάμεσα τους. Ο ένας παίχτης ήταν έτοιμος από καιρό, να που ετοιμαζόταν να δεχτεί την πρόκληση και η δεύτερη παίχτρια. Αφού κάθισε λίγο μαζί τους, παρακολουθώντας τη δουλειά τους, αποφάσισε να φύγει για το σπίτι της, ήταν κουρασμένη και το πρωί έπρεπε να περάσει από το γραφείο αν ήθελε να έχει ελεύθερο το απόγευμα για περίπατο στο Spitalfields. Ρώτησε τη Σεσίλια αν θα ήθελε να την πετάξει στο σπίτι και εκείνη δέχτηκε, ήταν ώρα να επιστρέψει στην κόρη και στον άντρα της, φοβόταν ότι ήταν ικανοί οι δυο τους να κατεδαφίσουν το σπίτι χωρίς την επίβλεψη ενός ενήλικα.

«Δεν ξέρω ειλικρινά ποιο είναι το βρέφος από τους δύο!»

«Προφανώς και οι δύο».

«Και να φανταστείς ότι η Μάγκι είναι μόλις λίγων μηνών. Κανονικά θα έπρεπε να περνάει τις ώρες της στην κούνια κοιμισμένη και ήσυχη. Όταν αρχίσει να περπατάει ειλικρινά περιμένω ανατίναξη ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου».

«Είναι ευτυχισμένοι». Είπε χαμογελώντας η Λόρνα, σκεπτόμενη τον πάντα σοβαρό Γκράχαμ να γίνεται ζαβολιάρικο αγόρι.

«Είμαστε ευτυχισμένοι! Αν και πολλές φορές λόγω της δικής μου εμπειρίας που μεγάλωσα με την απουσία ενός γονιού, ανησυχώ πως θα είναι τα χρόνια που θα έρθουν. Όταν εκφράζω τη φοβία, μήπως ξεμυαλιστεί με καμιά φοιτήτρια του από το Πανεπιστήμιο, η απάντηση του αδερφού σου είναι, «που θα βρω το κουράγιο να μπλέξω από την αρχή, με αυτά που πέρασα εξαιτίας σου τον πρώτο καιρό». Σαν να λέμε θα μείνει μαζί μου όχι από αγάπη αλλά για να μην ταλαιπωρηθεί από έναν νέο έρωτα».

«Δεν έχεις να ανησυχείς για τον Γκράχαμ, είναι σταθερός χαρακτήρας. Και πιστός άντρας, δε ξεμυαλίζεται εύκολα. Και δε θα χάλαγε αυτό που έχει για τίποτα στον κόσμο αν τον κάλυπτε και εσύ τον καλύπτεις».

«Εσείς, πως τα πάτε με τον Μισέλ;»

«Καλά».

«Το λες σαν να μην το πιστεύεις».

«Ξέρεις τώρα, οι καθιερωμένες ανασφάλειες των ερωτευμένων».

«Θες να μου πεις».

«Τίποτα, χαζομάρες!» Έμεινε για λίγο αμίλητη, ήξερε πως η Σεσίλια περίμενε να ακούσει και να τη συμβουλέψει, όπως θα έκανε μια αδερφή. «Απλά σκέφτομαι ότι οι άντρες που έχουν ήδη παιδί με άλλη γυναίκα, συνήθως δε θέλουν να κάνουν με τη νέα τους σύντροφο».

«Έχει εκφράσει κάτι τέτοιο ο Μισέλ;»

«Όχι, αλλά οι περισσότεροι αυτό ισχυρίζονται, και ξέρω ότι είναι βλακεία που μπαίνω σε αυτή τη λογική, γιατί μέχρι πρόσφατα ούτε εγώ σκεφτόμουν τα παιδιά παρά μόνο ως ένα μακρινό πλάνο, όμως θα ήθελα να ξέρω μέχρι που μπορώ να επενδύσω σε αυτόν τον άνθρωπο».

«Για αρχή, οι άντρες είναι όλο θεωρίες, που αργά ή γρήγορα τις αρνούνται από μόνοι τους. Τώρα σημασία έχει αυτό το πλάνο πόσο κοντά ή μακριά το τοποθετείς και κυρίως τι θέλεις αυτή τη στιγμή. Δε σε έχουν πάρει τα χρόνια Λόρνα, αλλά αν νιώθεις ότι πρέπει να το συζητήσετε, κάντο. Σε ευχαριστώ που με έφερες. Θες να ανέβεις πάνω;»

«Λέω να πάω σπίτι, έχω να περάσω από το γραφείο το πρωί. Καλό βράδυ».

  …………

Περπατούσαν στο Spitalfields. Όπως και την προηγούμενη φορά που είχαν πάει οι δυο τους στην περιοχή, πρώτα επισκέφτηκαν μια έκθεση ζωγραφικής σε ένα παλιό εργοστάσιο που είχε μετατραπεί σε ατελιέ, εκεί βρήκε ευκαιρία και η Λόρνα να προσκαλέσει τον Μισέλ και την κόρη του στην έκθεση ζωγραφικής που θα έκανε η Σεσίλια στο Masterpiece. Έπειτα ήπιαν από ένα ζεστό ρόφημα σε ένα καφέ, δείπνησαν σε εστιατόριο και απόλαυσαν τον περίπατο τους στους δρόμους με τα μαγαζάκια. Ώσπου άκουσαν τις κιθάρες της μπάντας, ο Μισέλ χαμογέλασε στη Λόρνα, και ευχήθηκε κρυφά να είναι η ίδια μπάντα με αυτή που είχαν συναντήσει κάποιους μήνες νωρίτερα. Παρασέρνοντας τις δυο γυναίκες του, κατευθύνθηκαν προς τη μελωδία. Στάθηκαν και άκουσαν το τραγούδι. Μόλις ο τραγουδιστής του γκρουπ τον αναγνώρισε τον πλησίασε και του έδωσε το χέρι του.

«Είχαμε καιρό να σε συναντήσουμε. Χάθηκες!»

«Ναι, πολλά ταξίδια». Σχολίασε ο Μισέλ.

«Έχεις κάθε δικαιολογία τότε. Κυρίες μου», είπε και έκανε μια υπόκλιση προς το μέρος της Λόρνα και της Αμελή. «Τι λες θα μας τραγουδήσεις;»

«Ε ναι, γιατί όχι;» Είπε και πήρε την κιθάρα που του πρόσφερε ο φίλος από το γκρουπ.

«Ωχ όχι», είπε η Αμελή. «Ρεζίλι θα γίνουμε αν αρχίσει να τραγουδάει πάλι τσιγγάνικα».

Οι νότες από το τραγούδι δεν φάνηκαν γνωστές ούτε στη Λόρνα, ούτε στην Αμελή. Με τη ζεστή και μελωδική φωνή του, ο Μισέλ άρχισε να ντύνει τη μουσική με στίχους. Μιλούσε για το πώς είχε έρθει και είχε αλλάξει τη ζωή του ένα κορίτσι, που είχε γίνει το παν για εκείνον, ότι θα ήταν πάντα στο πλευρό του και ότι δε θα το αρνούταν για κανέναν λόγο. Στη δεύτερη στροφή ανάφερε ότι το κορίτσι είχε περάσει άσχημα, όμως μαζί θα μπορούσαν να ξεπεράσουν όλα τα δύσκολα και της ζητούσε συγνώμη για όλες τις φορές που την είχε πληγώσει άθελα του και ότι την αγαπούσε αυτή τη μοναδική γυναίκα που είχε γίνει η κόρη του. Η Λόρνα είχε καταλάβει από την αρχή ότι οι στίχοι αφορούσαν την Αμελή και του είχε χαμογελάσει ενθαρρυντικά. Η Αμελή από την πλευρά της είχε παρεξηγήσει ότι το τραγούδι αναφερόταν στη Λόρνα, και μόνο όταν άκουσε τη λέξη «κόρη» στους στίχους, κατάλαβε ότι τελικά ο πατέρας της το είχε γράψει και το είχε συνθέσει για εκείνη. Μόλις τελείωσε με την ερμηνεία, με το κοινό για άλλη μια φορά να χειροκροτεί ενθουσιασμένο και να επευφημεί τον τραγουδιστή, έχοντας γεμίσει το τύμπανο του γκρουπ με χρήματα, εκείνος επέστρεψε την κιθάρα και πλησιάζοντας την Αμελή άνοιξε τα χέρια στην κόρη του για να μπει στην αγκαλιά του, δίνοντας της ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού.

«Σε ευχαριστώ μπαμπά για το τραγούδι, ήταν πολύ ωραίο, το πιο όμορφο δώρο που μου έχεις κάνει. Λυπάμαι αν και εγώ σε στενοχωρώ κάποιες φορές».

«Δε με στενοχωρείς», ο τραγουδιστής πριν ξεκινήσουν να φύγουν οι τρεις τους, τον πρόλαβε και του έδειξε το τύμπανο γεμάτο με τα λεφτά.

«Είναι δικά σου φίλε».

«Όχι δεν είναι!» Αρνήθηκε πάλι ο Μισέλ.            

«Μα όταν τραγούδησες εσύ…»

«Εγώ το είδα γεμάτο πριν πάρω την κιθάρα σου, και τα λίγα που έριξαν για εμένα, κρατήστε τα σαν νοίκι που μου δανείσατε την κιθάρα!» Είπε και κρατώντας αγκαλιά την Αμελή και από το χέρι την Λόρνα απομακρύνθηκαν.

«Κρίμα να μη θέλει να μπει στο γκρουπ με τέτοια φωνή». Σχολίασε κάποιος από τη μπάντα.

«Κρίμα που δεν κάνει καριέρα με τέτοια φωνή!» Σχολίασε ο τραγουδιστής.

«Έχω γράψει και για εσένα ένα», ψιθύρισε στο αυτί της Λόρνα, «θα στο τραγουδήσω όταν θα είμαστε μόνοι». 

…………

«Στον μπαμπά μου τον ποπ σταρ», ευχήθηκε σηκώνοντας το ποτήρι με το γάλα η Αμελή, κάνοντας τους να γελάσουν. «Πάω να ξαπλώσω τώρα», είπε δίνοντας ένα φιλί στον Μισέλ, «Λόρνα αν θες, μπορείς να μείνεις να κοιμηθείς εδώ. Καληνύχτα». Είπε πριν εξαφανιστεί στο δωμάτιο της. Η Λόρνα κοίταξε ξαφνιασμένη τον Μισέλ.

«Στο είπα ότι έχει αναθεωρήσει και ότι δεν είναι πλέον αρνητική στη σχέση μας».

«Νιώθω και εγώ ότι αφήνει μια χαραμάδα ανοιχτή, αλλά έχουμε δρόμο ακόμα να διανύσουμε».

«Μικρή μου Λόρνα», της είπε δίνοντας της ένα φιλί στα χείλη, «πότε δεν έχουμε να διανύσουμε δρόμο με τους ανθρώπους που αγαπάμε; Αυτό μάλιστα πρέπει και να προσδοκούμε, μακρινούς δρόμους, αλλιώς το τέλος είναι κοντά. Τι λες τώρα, πάμε μέσα να σου διαβάσω τους στίχους από το δικό σου τραγούδι;»

«Όχι σήμερα. Θέλω να ακούσω το τραγούδι μου ολοκληρωμένο, και με τη μελωδία».

…………

Μπαίνοντας στο Masterpiece, κρατώντας την ο Μισέλ από το χέρι, είδε πολλά γνωστά πρόσωπα. Η Σεσίλια στη δεύτερη έκθεση της, στεκόταν δίπλα στη Μάγκι, φορώντας ένα μακρύ φόρεμα σε λαδί χρώμα. Ο Γκράχαμ θαύμαζε τους πίνακες κρατώντας την κόρη του στην αγκαλιά, ενώ στο πλάι του ήταν η Άιλα, που μόλις την είδε η Αμελή, άφησε το χέρι της και κατευθύνθηκε προς τη φιλενάδα της.

«Τα πηγαίνουν καλά οι δυο τους, αν και τώρα που ξεκίνησαν τα σχολεία δεν έχουν την άνεση να συναντιούνται όπως πριν». Σχολίασε ο Μισέλ.

«Αλήθεια πως τα πηγαίνει η Αμελή στο γαλλικό κολέγιο;»

«Γκρινιάζει λίγο, της λείπουν οι φίλοι της και το παλιό της σχολείο, όμως νομίζω ότι έχει ξεκινήσει ήδη να προσαρμόζεται». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Κάλουμ που συζητούσε με τον Τσάρλι. Φυσικά, ο πρώτος ως κολλητός φίλος του Γκράχαμ και ο δεύτερος ως φίλος της Σεσίλια, δεν μπορούσαν να απουσιάζουν από την έκθεση, αν και όσον αφορούσε τον Τσάρλι, η Λόρνα δεν ήταν βέβαιη ότι ο αδερφός της είχε απαλλαγεί πλήρως από την παράλογη ζήλεια του. Ο πατέρας της μόλις τους είδε κατευθύνθηκε προς εκείνους, ανταλλάσοντας μια δυνατή χειραψία με τον Μισέλ και φιλώντας την κόρη του. Οι δυο άντρες συζητούσαν όταν η Λόρνα πρόσεξε τον Άλμπερτ να κρατάει τη φωτογραφική του και να τραβάει φωτογραφίες τους πίνακες καθώς και τον κόσμο που παρευρισκόταν στα εγκαίνια της έκθεσης. «Τέλεια» από τη μία ένα παλιό φλερτ της, από την άλλη ο πρώην φίλος της, αν μπορούσε να τον χαρακτηρίσει ως τέτοιον, και εκείνη παρούσα με τη συνοδεία του συντρόφου της, πιο άβολη δεν μπορούσε να γίνει η κατάσταση. Ο Κάλουμ αρκέστηκε στο να ανταλλάξει μαζί της ένα νεύμα από μακριά. Προφανώς σεβάστηκε την παρουσία του Μισέλ, άλλωστε η δική τους ιστορία άνηκε στο μακρινό παρελθόν, όμως δεν έκανε το ίδιο και ο Άλμπερτ. Μόλις πρόσεξε ότι στεκόταν μόνη της, μπροστά από τον πίνακα με το γυναικείο προφίλ, που η φωτογραφία του της είχε τραβήξει την προσοχή, πριν από κάποιες εβδομάδες στο πατρικό της, με τον πατέρα της και τον Μισέλ να έχουν απομακρυνθεί πίνοντας το ποτό τους, πήγε και στάθηκε δίπλα της.

«Βλέπω ολοκληρώθηκε η οικογενειακή ευτυχία». Σχολίασε.

«Τι εννοείς;» Τον ρώτησε κοιτώντας τον κατάματα.

«Ότι απέκτησες και κόρη».

«Πράγματι», παραδέχτηκε η Λόρνα.

«Αν ήξερα ότι ζητούσες την ασφάλεια μιας μόνιμης σχέσης δε θα είχα διστάσει να σε παντρευτώ από την πρώτη στιγμή. Αλλά με εμένα ήταν αλλιώς, δε μου έδωσες ποτέ την εντύπωση αυτή».

«Παίρνουμε και δίνουμε ότι μας ζητείται και ότι μας προσφέρεται. Ανάλογα με την περίπτωση. Και τώρα με συγχωρείς», είπε και απομακρύνθηκε πλησιάζοντας τον Μισέλ, που στεκόταν γυρισμένος με την πλάτη σε εκείνη, θαυμάζοντας έναν πίνακα με μικρά παιδιά, κάπως απεριποίητα που κοιτούσαν χαμογελαστά το φακό.

«Είναι πρόσφυγες, η Σεσίλια τους γνωρίζει μέσω του εθελοντισμού σε ένα εστιατόριο που έχει αναλάβει τη σίτιση τους».

«Ωραίος πίνακας! Σκέφτομαι να τον αγοράσω».

«Μισέλ δεν είσαι υποχρεωμένος να αγοράσεις κάτι επειδή η έκθεση είναι συγγενή μου».

«Δε θα εξαγόραζα ποτέ την εκτίμηση ενός συγγενή σου, όμως είναι πολύ όμορφος, τα χρώματα, τα πρόσωπα των παιδιών που δεν έχουν χάσει την ελπίδα τους και είναι έτοιμα να ξεκινήσουν από μια νέα αφετηρία. Και μην ξεχνάς ότι και οι παππούδες μου ήταν μετανάστες».      

«Αν είναι έτσι». Είπε σηκώνοντας τους ώμους της.

«Μήπως προτιμάς να στολίζει άλλος πίνακας τον τοίχο στο καθιστικό του σπιτιού μας;» Είπε κοιτώντας την στα μάτια. 

«Του σπιτιού μας!» Επανέλαβε εκείνη.

«Απλά σκεφτόμουν ότι ούτως ή άλλως σπίτι μου μένεις τον περισσότερο καιρό, γιατί να μην αποφεύγουμε αυτά τα πέρα δώθε. Και πριν βιαστείς, μίλησα με την Αμελή και είναι σύμφωνη. Λοιπόν;»

 

Fin…(?)

 

 

Διαβάστε επίσης: