Κυπαρισσένιοι

Μαίρης Β.
 

Χελιδόνι

 

Πήρε να ανεβαίνει το λόφο με κουρασμένο βήμα. Ένα λευκό καπέλο με μαύρη κορδέλα έκρυβε τα μαύρα μαλλιά του και τους γκρίζους κροτάφους του. Με κόπο έφτασε στο παλιό μνήμα, κάθισε στο πεζούλι και έψαξε για ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τις σταγόνες που είχαν εμφανιστεί στο μέτωπο του. Είχε την πλάτη του στραμμένη προς τον σταυρό, που έγραφε το όνομα της. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξε το κυπαρίσσι που έριχνε την σκιά επάνω του. Μια τεράστια αράχνη είχε στήσει τον ιστό της στο κορμό του δέντρου, καραδοκώντας απρόσεκτες πεταλούδες και μύγες, ξελογιασμένες από τον καλό καιρό, να πέσουν επάνω του τηρώντας τον κύκλο της τροφικής αλυσίδας.  

Ο μεσήλικας άθελα του θυμήθηκε το οικογενειακό δέντρο που τους είχαν βάλει ως εργασία από το σχολείο, όταν πήγαινε στο δημοτικό. Κλαδιά και παρακλάδια. Ο δάσκαλος είχε ζητήσει να περιλαμβάνει μόνο παππούδες, γονείς και παιδιά. Όμως εκείνος πήγε πιο πίσω, οι προαπαππούδες απλώνανε τα κλαδιά τους στο μέλλον (σε ένα μέλλον που πια ήταν παρελθόν) και εκείνα έπειτα άπλωναν τα δικά τους κλαδιά. Η τρίτη σειρά αποτελούταν από θείους και γονείς. Και έπειτα τα κλαδιά αναρριχήθηκαν πάνω σε άλλα κλαριά και άπλωσαν τα δικά τους κλαράκια, τα ξαδέρφια του και κάτω από τα ονόματα των γονιών του το δικό του όνομα, να δηλώνει την παντοκρατορία, μα συνάμα και τη μοναξιά του.

 Μια μοναξιά που ως παιδί δεν αναγνώριζε. Δεν είχε να μοιράζεται την προσοχή των γονιών του, ή τα παιχνίδια του. Μεγάλωνε ως μοναχοπαίδι και είχε όλα τα οφέλη που έχει ένα μοναχοπαίδι. Στο σχολείο άκουγε τα άλλα παιδιά που είχαν αδέρφια, πόσους μπελάδες τους δημιουργούσαν και όλο παραπονιόνταν για καυγάδες που είχαν στο σπίτι, πως τα μικρότερα συνήθως τους έπαιρναν τα πράγματα τους και έπειτα οι γονείς τους τα μάλωναν κι από πάνω, παίρνοντας το μέρος των μικρότερων. Μόνος είχε την ησυχία του, όλο το δωμάτιο δικό του, κανείς να μην πειράζει τα πράγματα του, να μην καυγαδίζει, να μη μοιράζεται τη μαμά και τον μπαμπά του. Ήταν ο βασιλιάς του σπιτιού και η μοναρχία του δεν απειλούταν από κανέναν.    

Κόντευε τα δέκα όταν οι γονείς του τον φώναξαν για να του ανακοινώσουν κάτι. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από τον μεγάλο καναπέ που ήταν καθισμένοι οι γονείς του πλάι πλάι και τον κοίταζαν χαμογελαστοί. Εκείνος με ένα παιχνίδι στο χέρι ξάπλωσε στην πλάτη της πολυθρόνας και περίμενε ν’ ακούσει αυτό που είχαν να του ανακοινώσουν οι γονείς του για να επιστρέψει στο δωμάτιο του και να συνεχίσει το παιχνίδι του με τα playmobil που καβάλα στα άλογα και στις καμήλες τους κυνηγούσαν κάποιους επικίνδυνους ληστές στη άγρια δύση.

«Έχουμε να σου ανακοινώσουμε κάτι πολύ σημαντικό» ξεκίνησε η μητέρα του. Ξαφνικά το αίμα του πάγωσε, το μυαλό του πήγε σε έναν συμμαθητή του που οι γονείς του πρόσφατα είχαν πάρει διαζύγιο. Ο πατέρας του είχε φύγει από το σπίτι και εκείνος τον έβλεπε κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο, μεγαλώνοντας με τη μαμά και τη γιαγιά του. Η μητέρα του πλέον δούλευε περισσότερο και συνήθως μέχρι να γυρίσει εκείνος είχε κοιμηθεί.

«Τίποτα καλό δεν μπορείς να περιμένεις όταν οι φάτσες των γονιών σου είναι τόσο σοβαρές!» Είχε διαπιστώσει παρά το νεαρό της ηλικίας του.

Περίμενε τους γονείς του να του πουν το χειρότερο, όμως αντ’ αυτού είπε η μητέρα του: «Θα αποκτήσεις αδερφάκι».

«Και εσύ θα είσαι ο μεγάλος αδερφός» πρόσθεσε ο πατέρας, μόλις είδε το συνοφρυωμένο ύφος που είχε πάρει το πρόσωπο του δεκάχρονου γιου του.

«Ποιος σας το είπε;» ρώτησε εκείνος. Αν και είχε αποφύγει το χειρότερο σενάριο, το να αποκτήσει ένα φασαριόζικο μωρό με το οποίο θα μοιραζόταν ό,τι μέχρι τότε απολάμβανε μόνος του, δεν ήταν ιδέα που τον ενθουσίαζε!

«Τι ποιος μας το είπε;» γέλασε αμήχανα η μητέρα του που ένιωσε ανήσυχη για το αν είχε έρθει η ώρα να εξηγήσει στον γιο της πως γίνονται τα μωρά; Ή ήταν προτιμότερο να παραμείνει στην εκδοχή με τις μελισσούλες και τους πελαργούς!

«Ο γιατρός», απάντησε ο πατέρας που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.

«Ο παιδίατρος μου;» επέμενε εκείνος «Αφού θα κάνετε παιδί μόνο ο παιδίατρος μπορεί να σας το έχει πει».

«Το θέμα» συνέχισε ο πατέρας του «δεν είναι ποιος μας το είπε αλλά ότι θα αποκτήσεις αδερφάκι και δε θα μεγαλώνεις μόνος σου».

«Μα εγώ έχω ήδη μεγαλώσει».

«Ποιος τη χάρη του τότε, θα έχει τρεις μεγάλους να το προσέχουν» επενέβη η μητέρα του.

Κοίταξε τους σταυρούς γύρω του, όμως αρνούταν να στρέψει το βλέμμα του προς το σταυρό που έγραφε το όνομα της αδερφής του. Μια ζωή φυγόπονος, τι τα θες! Όλα τα άσχημα νέα όταν τα υποψιαζόταν έφευγε μακριά. Δεν ήθελε να ξέρει. Προτιμούσε να βαυκαλίζεται όμως ποτέ να κάνει την υπόνοια βεβαιότητα. Ωστόσο δεν μπορούσε να αποφεύγει για πάντα τα άσχημα νέα, αργά ή γρήγορα τα πληροφορούταν και αναγκαζόταν να τα δεχτεί, μαζί με όλα τα επακόλουθα τους.

Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά στο κυπαρίσσι. Οι μαρμάρινοι σταυροί και η ησυχία που απλωνόταν στο νεκροταφείο το έκαναν πολύ θλιβερό. Κάθε όνομα συμβόλιζε και έναν άνθρωπο που ήρθε στη ζωή, αγαπήθηκε, μπορεί να μισήθηκε και τελικά λησμονήθηκε. Και όταν πεθαίνουμε τι γινόμαστε, τι άλλο από λίπασμα, ακολουθώντας και εμείς τη διαδικασία της τροφικής αλυσίδας. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί το θάνατο και οι θρησκείες είναι το αποτέλεσμα αυτής της άρνησης, γιατί μόνο σε αυτές υπάρχει η υπόσχεση για μεταθανάτια ζωή. Ο βουδισμός διδάσκει τη μετεμψύχωση, η επιστροφή σε τούτον τον κόσμο με μια άλλη μορφή, όχι αναγκαστικά ανθρώπινη. Ο ίδιος όταν ήταν μικρός είχε σκεφτεί για πρώτη φορά ότι τα φύλλα του κυπαρισσιού ήταν οι ψυχές των κατοίκων του νεκροταφείου. Κρέμονται στο δέντρο και από ψηλά κοιτούν τους επισκέπτες. Και εν μέρει η σκέψη του δεν ήταν λανθασμένη, τα νεκρά αυτά σώματα είχαν θρέψει τα δέντρα με τις ουσίες τους. Αν και μάλλον η δικιά του ιδέα είχε γεννηθεί από τα χριστουγεννιάτικα έλατα με τα στολίδια τους και όχι από το μάθημα της βιολογίας.

Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και παρέσυρε ένα φύλλο από κάποιο δέντρο. Εκείνο άρχισε να αιωρείται ως που κατέληξε στην ποδιά του άντρα. Εκείνος το πήρε στο χέρι του και κοίταξε το πράσινο χρώμα του, αν και στις άκρες του είχε αρχίσει να κιτρινίζει. Ένας λυγμός ανέβηκε ως το λαιμό του. Παραμένοντας με γυρισμένη την πλάτη, ξεκίνησε να μιλάει σε έναν αόρατο ακροατή.        

«Ήρθες στην οικογένεια μας, πάνω που θεωρούσα δεδομένη την παντοκρατορία μου στη ζωή των γονιών μας. Ήσουν ένα ήσυχο και όμορφο μωρό. Προετοιμαζόμουν να υποδεχτώ έναν εχθρό στο σπίτι μας  και τελικά σταδιακά έγινες ο πιο σημαντικός σύμμαχος μου.  Μας χώριζαν χρόνια, όμως για σένα δεν έκανε διαφορά έτσι κάποια στιγμή έπαψε να κάνει και για μένα. Προσπαθούσα να σε διώχνω από κοντά μου όμως εσύ ερχόσουν πάντα στο πλάι μου, περπατώντας χοροπηδητά σαν κοτσύφι. Έκανες ότι δεν καταλάβαινες τη δυσανασχέτη­ση μου, κοιτώντας με απορημένη και με εμένα όταν είχα αποδεχτεί πλέον την ήττα μου, να προσπαθώ να κρύψω ένα χαμόγελο. Σου επέτρεπα να παίζεις με τα παιχνίδια μου, όταν βαριόσουν τα δικά σου. Μοιραζόμασταν τις λιχουδιές, σε άφηνα να ρίχνεις στο πιάτο μου τα φαγητά που δε σου άρεσαν για να μη σε μαλώνει η μαμά που δεν έτρωγες και «θα έμενες για πάντα μισή μερίδα άνθρωπος». Σε άφηνα να τσιμπάς από τις τηγανιτές πατάτες που ήταν στο πιάτο μου και μια φορά δεν είπα τίποτα όταν άρπαξες δυο κεφτέδες για να μοιραστείς τον ένα με ένα γατί. Δεν ήθελα να μαλώνω μαζί σου, ήξερα ότι κέρδιζες, όχι στην εύνοια των γονιών μας, αλλά στη δική μου καρδιά. Ήμουν ο γίγαντας στο παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ και ήσουν το σταυρωμένο παιδί που μαλάκωσε την καρδιά του εγωιστή. Μόνο που τότε δεν γνώριζα ότι θα ‘‘σταυρωνόσουν’’.

Έγινες ο άνθρωπος που του εκμυστηρευόμουν τις ανησυχίες μου, ήσουν πάντα παρούσα να με ακούσεις. Οι συμβουλές σου τις περισσότερες φορές ήταν ανόητες, βασίζονταν στη ρομαντική καρδιά ενός παιδιού που στο μυαλό του το καλό πάντα νικάει. Όμως σε είδα να μεγαλώνεις, να ωριμάζεις, να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι με απίστευτη ευκολία. Κάθε τι που σου έτρωγε ενέργεια το άφηνες στο παρελθόν, το εκδικούσουν με τη λησμονιά. Δεν αναμασούσες τα αρνητικά, προχωρούσες παρακάτω, χαρίζοντας την αδιαφορία σου σε κάθε τι ανάξιο. Αυτή ήταν η μοναδική, μαγική σου δύναμη. Για τους φίλους ήσουν φίλη, για του εχθρούς αδιάφορη. Μαζί σου μεγάλωνα κι εγώ, τι κι αν πλέον θεωρούμουν ήδη μεγάλος. Πάσχιζα να σου μοιάσω αλλά ήδη κουβαλούσα ένα σωρό βαρίδια που με τραβούσαν στο βυθό και δε με άφηναν να αναδυθώ στον αφρό. Όταν με κάτι δε συμφωνούσες  αρκούσε ένα σου βλέμμα για να μου δώσεις να καταλάβω ότι ήμουν λάθος. Δεν σπαταλούσες τις λέξεις, εκείνες ήταν ιερές για σένα. Ήσουν το πιο σιωπηλό πλάσμα που συνάντησα ποτέ, που κατάφερνε να φλυαρεί με τις εκφράσεις και τις χειρονομίες και χωρίς να χρειάζονται λεκτικές επεξηγήσεις.

Μεγαλώνοντας κατάλαβες ότι ο κόσμος δεν ήταν αγγελικά πλασμένος, πόσο μάλλον δίκαιος με τους αδύναμους. Θα έλεγε κανείς πως αυτή η γνώση θα έκανε τον ρομαντισμό σου να πέσει από  μέσα σου σαν κιτρινισμένο φύλλο το φθινόπωρο, όμως όχι. Τον τύλιξες σαν μανδύα γύρω σου ή πιο σωστά θα έλεγε κανείς ότι τον έβαλες σαν πανοπλία. Έτοιμη να δώσεις μάχες, να ομορφύνεις τον κόσμο, να τον κάνεις μια σταλιά υποφερτό, δικαιότερο, αλλά όχι με λόγια μα με πράξεις.   

Και ύστερα ήρθε το ατύχημα, και τότε ήταν που σε είδα να μαραζώνεις. Καθόμουν στην καρέκλα πλάι στο κρεβάτι σου, και σε κοίταζα να παρακολουθείς τα χελιδόνια που πέταγαν συλλέγοντας υλικό να φτιάξουν τις φωλιές τους. Από σεβασμό δεν ξέσπαγα σε λυγμούς, δεν επέτρεπα τα δάκρια να μου χαρακώσουν τα μάγουλα. Ήξερα ότι θα κοίταζες να με ηρεμίσεις, να με παρηγορήσεις, λες κι εγώ ήμουν ο ανήμπορος, ο αδικημένος. Παρατηρούσα τη φλόγα να αργοσβήνει από τα καστανά σου μάτια. Χαμογελούσες, μου χάιδευες το χέρι και έστρεφες το βλέμμα σου προς το παράθυρο.

Θυμήθηκα που όταν ήσουν παιδί σε είχα ρωτήσει «Τι θα ήθελες να γίνεις;» Έκανα τη συνηθισμένη, καταραμένη ερώτηση, που επαναλαμβάνεται στα παιδιά και θέλει να τα βάλει σε επαγγελματικά καλούπια. Όμως ήρθε μια απάντηση απρόσμενη.

«Χελιδόνι»! μου είχες απαντήσει, «χελιδόνι να ήθελα να γίνω».

«Γιατί όχι αετός», σε ρώτησα «γιατί όχι καρδερίνα; Μιας και θα σου άρεσε να πετάς γιατί να μη είσαι αετός, που είναι δυνατός, γιατί όχι καρδερίνα που κελαηδεί γλυκά» προσπάθησα να σε δελεάσω για να αρνηθείς τα χελιδόνια και να συμφωνήσεις με τη δική μου γνώμη. «Γιατί να θες να γίνεις ένα τόσο μικρό και αδύναμο πουλί;»

«Έχει δύναμη» απάντησες και μου έδειξες το κεφάλι σου «και κελαηδεί για τα καλοκαίρια».

Πάντα προτιμούσες τα καλοκαίρια από τους χειμώνες. Με τον όμορφο καιρό, με τις βόλτες και τα παγωτά, με τα βιβλία που ήθελες εσύ να διαβάζεις και όχι αυτά που σε υποχρέωνε ο δάσκαλος. Με τα καρπούζια, με τα ροδάκινα. Με τα έντομα μόνο δεν τα πήγαινες καλά, αλλά και πάλι το προτιμούσες από τον χειμώνα. Ίσως γιατί συμμεριζόσουν τη χαρά της θεάς Δήμητρας για την επιστροφή της Περσεφόνης στον πάνω κόσμο. Σε παρακολουθούσα να μαραίνεσαι πάνω στο κρεβάτι, ήξερα ότι σε έχανα και ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτε γι’ αυτό, για να σε κρατήσω κοντά μου. Ήσουνα αποφασισμένη και η φλόγα είχε ανάψει πάλι στα μάτια σου, κανείς δεν μπορούσε να σε μεταπείσει, αυτό που θα ήθελες αυτό και θα γινόταν. Κι εγώ πλέον γνώριζα ότι η Περσεφόνη μου ετοιμαζόταν για το ταξίδι της στον κάτω κόσμο, βυθίζοντας με σε μόνιμο χειμώνα, αφού δε θα επέστρεφε ξανά στη γη να ανθίσουν τα λουλούδια, να καρποφορήσουν τα δέντρα.   

Όταν οι γονείς μας μου είχαν ανακοινώσει τον ερχομό σου, δε με είχαν προετοιμάσει γι αυτό το ενδεχόμενο. Ότι θα ήσουν ένα δώρο που κάποια στιγμή θα το έχανα. Με κατέκτησες, ήσουν ένα πλάσμα που χρειαζόσουν προστασία και εγώ θα στην πρόσφερα, μόνο που εγώ τελικά ήμουν εκείνος που επωφελήθηκε από τον ερχομό σου, που χρειαζόμουν την προστασία σου!

Ένα χελιδόνι, έκανε μια χαμηλή πτήση, πέρασε δίπλα από το κορμί του άντρα, έκανε δυο τρεις κύκλους γύρω του, κυνηγώντας έντομα, πριν ανέβει ψηλότερα στον ουρανό. Έμεινε να το χαζεύει για λίγη ώρα, μέχρι που χάθηκε, ενώ ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Στράφηκε προς το σταυρό.

«Οι ανιψιές σου μεγαλώνουν, τους λείπεις και όλο για σένα με ρωτάνε, θέλουν να μάθουν πράγματα για τη θεία τους. Η μικρή όσο μεγαλώνει σου μοιάζει όλο και περισσότερο. Έχει το χαμόγελο και το βλέμμα σου, περπατάει πηδώντας σαν κοτσύφι και προτιμάει να μην σκορπάει τα λόγια της».

Πλησίασε τον σταυρό και χάιδεψε τα σκαλισμένα γράμματα που σχημάτιζαν  το όνομα.

«Μου λείπεις, καλή αντάμωση αδερφούλα».                        

     

 
 

Αετός

 

Κρατώντας μια ανθοδέσμη με λευκά κρίνα προχώρησε ανάμεσα στα μνήματα. Κάποια μνημεία ήταν ιδιαίτερα φροντισμένα. Οι αχτίδες του ήλιου περνούσαν ανάμεσα από τα κυπαρίσσια κάνοντας τα μάρμαρα να γυαλίζουν μετά τη βροχή της προηγούμενης νύχτας. Οι περισσότεροι όμως τάφοι ήταν παραμελημένοι, αγριόχορτα ξεπετάγονταν μέσα από το χώμα, που ένας Θεός γνώριζε που είχαν τη ρίζα τους ενώ ακόμα και κάποιοι σταυροί ήταν σπασμένοι ή πεσμένοι στο χώμα. Στάθηκε μπροστά σε ένα μνήμα όπου το στόλιζε το άγαλμα ενός στρουμπουλού και κάπως βρωμερού αγγέλου. Ακόμα και αυτός είχε ξεχαστεί, κοίταξε την ηλικία που αναγραφόταν πάνω στο σταυρό και είδε ότι άνηκε σε ένα πεντάχρονο παιδί. Το είχαν λησμονήσει άραγε ή ήταν αφόρητο στους γονείς να το επισκέπτονται; Μπορεί να είχαν κάνει άλλα παιδιά, όμως ποτέ ένας γονιός δεν ξεχνάει το χαμένο σπλάχνο του όσα κι αν αποκτήσει.

Έστρεψε το κεφάλι της προς τα πάνω, στο λόφο που είχε παραχωρηθεί στην ενορία της εκκλησίας για να κάνει το νεκροταφείο του χωριού. Υπήρχαν αρκετά αγάλματα και διάφορες προσφορές στους νεκρούς. Το μυαλό της ακολούθησε άλλα μονοπάτια. «Ποιος ήταν πραγματικά ο λόγος για αυτά τα αγάλματα, του Χριστού, των αγγέλων, των περιστεριών, οι κορνίζες με τα ποιηματάκια και τα όμορφα λογάκια αφιερωμένα σε έναν νεκρό τα οποία θα διαβαστούν από τους περίεργους διαβάτες όμως ποτέ από τον ίδιο τον αποδέχτη; Είναι δώρα στα αγαπημένα πρόσωπα ή είναι ένα είδος κεκαλυμμένης ματαιοδοξίας! Ένας τρόπος να κατευνάσουμε τον πόνο μας με την ψευδαίσθηση ότι το πνεύμα του αγαπημένου μας βρίσκετε κάπου εκεί κοντά και τα παρακολουθεί όλα, καθησυχάζοντας και το δικό μας πνεύμα ότι όταν έρθει η δική μας ώρα να σκεπαστούμε από χώμα δε θα έχουν τελειώσει τα πάντα ή τα κάνουμε απλά για να τα βλέπουν οι περαστικοί διαλαλώντας τους με αυτόν τον τρόπο την αγάπη μας και τον αβάσταχτο πόνο»;

Κοίταξε τα λουλούδια που κρατούσε στην αγκαλιά της, τα μαύρα της ρούχα έρχονταν σε απόλυτη αντίθεση με το λευκό τους χρώμα. Και τότε αναρωτήθηκε «Μήπως και τα λουλούδια δεν είναι μια μάταιη προσφορά για τον νεκρό αγαπημένο»; Τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω και συνέχισε την πορεία της για να βρει εκείνον του γονιού της.

Είχαν περάσει τόσα χρόνια που είχε να έρθει στον τόπο της. Οι υποχρεώσεις την κρατούσαν μακριά, «οι υποχρεώσεις πάντα σε κρατάνε μακριά»! Όλα στην περιοχή της είχαν φανεί διαφορετικά, όχι μόνο στο χωριό αλλά και στη χώρα.

Το σπασμένο στις γωνίες τζάμι χτυπούσε ρυθμικά πάνω στο μάρμαρο του εικονοστασιού, καθώς φυσούσε ο αέρας, δίνοντας στο νεκροταφείο την αίσθηση του απόκοσμου. Ώρα ήταν να απλωθεί και να καλύψει το μέρος και ομίχλη, θα ήταν ένα κι ένα σκηνικό για ταινία τρόμου. Η ικανότητα της να κάνει την κάθε σκέψη εικόνα, συλλογίστηκε σχεδόν ενοχλημένη ήταν η ευλογία και η κατάρα της. Τι ήταν άραγε από τα δύο περισσότερο; Θυμήθηκε τον εαυτό της παιδί, ξαπλωμένο στο γρασίδι με τα χέρια της προσκεφάλι να κοιτάζει τα σύννεφα και να πλάθει με το νου της ρευστά ζωάκια που με το παραμικρό φύσημα του αέρα, άλλαζε η μορφή τους. Να θαυμάζει τα χρώματα που έπαιρνε ο ουρανός ανάλογα με το πώς άλλαζε θέση ο ήλιος. Και φυσικά τα βράδια με μια πλάση πλούσια σε αστέρια. Τότε ήταν σαν να ένωνε με γραμμές τις τελείες για να δημιουργήσει σχέδια όπως λαχταρούσε η καρδιά της. Ακόμα και στο σχολείο έπιανε θέση σε κάθε τάξη στο τελευταίο θρανίο στη σειρά δίπλα στα παράθυρα, ακούγοντας το δάσκαλο να μιλάει ενώ εκείνη χάζευε τον ορίζοντα μακριά από τις κλειστές αίθουσες διδασκαλίας.

Ένιωθε παντού και πάντοτε διαφορετική, σαν να ήταν ξένο σώμα ακόμα και μέσα στην οικογένεια της. Βαριόταν να καταπιάνεται με τις δουλειές τους σπιτιού, να βοηθάει τη μάνα της να συμμαζέψει και να μαγειρέψει. Φρόντιζε να έχει τακτοποιημένα πάντοτε τα δικά της πράγματα για να αποφεύγει την παραπάνω γκρίνια αλλά ως εκεί έφτανε η βοήθεια της. Ευτυχώς υπήρχε και η μικρότερη της αδερφή η οποία τρελαινόταν να παριστάνει το κουταβάκι της μαμάς και να την ακολουθεί από πίσω βοηθώντας την σε όλες τις δουλειές. Όμως η ίδια είχε τον πατέρα της, που την καταλάβαινε, την ενθάρρυνε και την προέτρεπε να προοδεύσει.

«Δεν είσαι για εδώ εσύ. Όμως αν δεν τελειώσεις το σχολείο δε θα μπορέσεις να πας πουθενά. Μελέτησε γλυκιά μου και θα σε σπρώξω εγώ να πετάξεις μακριά». Τα μάτια της με αυτή την ανάμνηση από τον πατέρα της γέμισαν με δάκρια. Η όραση της είχε θολώσει, είχε σταθεί μπροστά από έναν τάφο αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει το όνομα, που ωστόσο ήξερε ότι δεν ήταν του πατέρα της. Σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης τα μάτια της κι άρχισε να ψάχνει για τον σταυρό με το αγαπημένο όνομα του πατέρα, του μοναδικού ανθρώπου που την ένιωσε ποτέ.

Θυμήθηκε τον εφιάλτη της που για νύχτες επαναλαμβανόταν σαν ενοχλητική επωδός. Εκείνη εναγωνίως να ψάχνει το μνήμα του πατέρα της και να μην το βρίσκει. Στο όνειρο της ένιωθε την ενοχή που τον είχε ξεχάσει, ήταν μια κακιά κόρη που είχε αδιαφορήσει για τους γονείς της, τόσο όταν ήταν ζωντανοί όσο και όταν έφυγαν. Αφοσιωμένη στην καριέρα και στον εαυτό της φεύγοντας από την πατρίδα δε γύρισε ούτε να κοιτάξει πίσω, την ενδιέφερε μόνο το μπροστά και η πρόοδος της. Ο τόπος της δεν προσφερόταν γι’ αυτά που ήθελε εκείνη να κάνει, αυτά που της επέβαλε η κλίση της. Μόλις τελείωσε με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έφυγε για την Αθήνα, για μια πόλη με τα σπίτια τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο χωρίς κήπους και μεγάλες αυλές. Όταν άνοιξε την μπαλκονόπορτα της μικρής της γκαρσονιέρας για να βγει σε μια μικροσκοπική βεράντα και να δει τους γκρίζους τοίχους της απέναντι πολυκατοικίας να στέκονται τόσο κοντά της αναρωτήθηκε πως είναι ποτέ δυνατόν να θεωρείται η Αθήνα πόλη που διευρύνονται οι ορίζοντες σου. Αν έμενες στον πρώτο όροφο ούτε ουρανό δε σου επέτρεπαν τα γύρω κτίσματα να δεις, στην καλύτερη των περιπτώσεων να έβλεπες κάποιον άνθρωπο να βγαίνει στο μπαλκόνι του για λίγο και ύστερα να τον καταπίνει το εσωτερικό του σπιτιού.

Η αφοσίωση στις σπουδές της και η επιθυμία της να δικαιώσει τους γονείς της που την στήριζαν και την εμπιστεύονταν στέλνοντας την να πραγματοποιήσει τα όνειρα της στην Αθήνα, δεν της άφηναν πολύ ελεύθερο χρόνο να στέκεται στη βεράντα. Οι δάσκαλοι της στη σχολή ήταν πολύ ικανοποιημένοι μαζί της. Είχαν καιρό να συναντήσουν ένα πραγματικό ταλέντο, ικανό να συλλάβει το κάθε αντικείμενο έμψυχο ή άψυχο τη σωστή στιγμή χωρίς να επεξεργαστεί περαιτέρω τις φωτογραφίες της μέσω προγραμμάτων, παρά μόνο σπάνια και στο ελάχιστο. Όμως για εκείνη δεν ήταν αρκετό το να την ενθαρρύνουν και να την κολακεύουν. Αντιλαμβανόταν το ταλέντο της χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας ούτε καν εγωκεντρισμού, άλλωστε αυτό ήταν που της έδειχνε το δρόμο της, ήταν μια Σειρήνα που την καλούσε, η μοίρα που την έσπρωχνε. Όμως ήταν, να… που οι φωτογραφίες είναι στάσιμες ενώ τα σύννεφα στον ουρανό ταξιδεύουν. Τα χρώματα μαγεύουν, τα αστέρια πέφτουν. Της έλειπε η κίνηση της ζωής. Δεν της αρκούσε το στιγμιότυπο, έτσι λίγα χρόνια αργότερα απομακρύνθηκε πολλά περισσότερα μίλια από τους δικούς της προκειμένου να βρει τις εικόνες που ταξιδεύουν για να ταξιδέψει μαζί τους. Και αλήθεια τα κατάφερε!

Πηγαινοερχόταν αφηρημένη ανάμεσα στα μνήματα κάνοντας μια νοερή ανασκόπηση. Κάποια στιγμή σταμάτησε κουρασμένη, ήταν όταν συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει ώρα που είχε πάψει να κοιτάει για τα ονόματα πάνω στους σταυρούς. Κοίταξε το όνομα και την ηλικία στην πλάκα του τάφου στον οποίο βρέθηκε μπροστά. Έπειτα κοίταξε τους διπλανούς όταν πρόσεξε έναν σταυρό στην πίσω σειρά διαγώνια από εκεί που στεκόταν η ίδια. Επιτέλους τον είχε βρει.

Με αργά βήματα πλησίασε το μνήμα του πατέρα της. Ακούμπησε την ανθοδέσμη, με τα κατσιασμένα πλέον κρίνα έτσι όπως για ώρα τα έσφιγγε στην αγκαλιά της, πάνω στο χώμα και γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι. Άνοιξε τα γυάλινα προστατευτικά και πήρε το λάδι για να ανάψει το καντήλι, επέστρεψε τα πάντα στη θέση τους και στράφηκε να κοιτάξει την ξεθωριασμένη φωτογραφία του πατέρα της, ήταν μία από εκείνες που του είχε τραβήξει η ίδια στις πρώτες της διακοπές στο πατρικό της σπίτι. Χάιδεψε τα χαραγμένα γράμματα πάνω στο μάρμαρο.

«Γεια σου πατέρα, πέρασε καιρός που δεν σε έχω επισκεφτεί. Αν και ξέρω ότι κάπου κοντά μου είσαι όπου κι αν βρίσκομαι. Δεν είναι ανόητο αλήθεια; Πάντα ετοιμάζουμε ομιλίες να πούμε στους άλλους. Προσχεδιασμένα κούφια λόγια πολλές φορές. Όμως σε εσένα στέλνω απευθείας τις σκέψεις μου. Κι όμως υπάρχουν πράγματα που δεν στα είπα ποτέ. Πίστευα πάντα ότι τα ήξερες, το θεωρούσα δεδομένο. Έχουμε αυτήν την ιδέα οι άνθρωποι βλέπεις, ότι οι άλλοι ξέρουνε τι σκεφτόμαστε, τι νιώθουμε, και καταλήγουμε να μη λέμε τίποτα στους άλλους κι έτσι γίνονται οι μεγαλύτερες παρεξηγήσεις. Οι μόνοι που επιμένουν να μιλάνε είναι οι ψεύτες, γεμίζοντας μυαλό και καρδιά με απάτες αλλά τα ψέματα αποκαλύπτονται αργά ή γρήγορα, αρκεί να έχεις ανοιχτά μάτια να τα δεις.

Πολλοί πιστεύουν ότι καλή τύχη είναι ένα κερδισμένο λαχείο ή το να γεννηθούν κρατώντας χρυσά κουτάλια. Όμως η αλήθεια για την καλοτυχία είναι άλλη. Είναι η οικογένεια σου, όχι τα εισοδηματικά τους κριτήρια, αλλά ο τρόπος που θα σε μεγαλώσουν, που θα σε αναθρέψουν. Οι άνθρωποι που θα σε φέρουν στον κόσμο και θα σου προσφέρουν κάθε μέρα ασφάλεια και αγάπη, που δε θα σε περιορίσουν στις δικές τους εμπειρίες. Που δε θα δουν σε εσένα τη δική τους συνέχεια αλλά θα σε μάθουν να ανοίγεις τα φτερά σου για να πετάς μόνος σου μακριά. Και που θα γεννήσουν τη διάθεση στο μικρό τους να επιστρέφει πίσω στη φωλιά έπειτα από κάθε μεγάλο ταξίδι για να ξεκουραστεί πριν ξεκινήσει για νέες μακρύτερες αποστάσεις. Που απλώνουν τα φτερά τους για να προστατέψουν τα μικρά τους και τα μαζεύουν πάλι για να τα αφήσουν να πετάξουν μόνα τους στον απέραντο ορίζοντα όταν εκείνα επιθυμούν. Αυτή είναι πραγματική τύχη, η αφετηρία σου θα σου δείξει τι επιλογές έχεις να κάνεις, ποιους δρόμους θα ακολουθήσεις!»

Κάθισε στο πεζούλι του τάφου.

«Δεν ξέρω αν υπήρξα καλή κόρη, δεν ξέρω καν ποιο μπορεί να θεωρηθεί καλό τέκνο, αυτό που ακούει τους γονείς του, αυτό που κάνει ό,τι του ζητήσουν, αυτό που στέκεται δίπλα τους τις δύσκολες στιγμές. Πιθανόν να είναι όλα τα παραπάνω, μπορεί και όχι. Με βεβαιότητα η αδερφή μου τήρησε τις παραπάνω προϋποθέσεις. Δεν έφυγε πολύ μακριά από το πατρικό σπίτι, σας επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά, σας βοηθούσε και έπειτα όταν εσύ έφυγες πήρε τη μητέρα να ζήσει με την ίδια και την οικογένεια της, για να μη στενοχωριέται σε ένα σπίτι άδειο από εσένα. Της είμαι ευγνώμον, όμως όσο κι αν θέλω δεν μπορώ να της το πω, μπορεί να θυμώσει να προσβληθεί, είναι σαν να την ακούω να μου λέει -Είναι και δική μου μητέρα-.

Ήδη θα γνωρίζεις ότι δεν ήρθα να μείνω για πολύ. Σε λίγο θα φύγω πάλι, θα επιστρέψω στη ζωή μου, σε ό,τι εγώ θεωρώ ζωή μου. Όμως μου λείπεις πατέρα. Μπορεί να σε κουβαλάω μέσα μου, να ξέρω τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις, τις αμφιβολίες, τις απορίες μου. Να επιστρέφω με τη μνήμη μου στη μορφή και τον ήχο της φωνής σου, να σε ακούω να επαναλαμβάνεις στη μητέρα «Το χρέος των παιδιών είναι να προχωράνε». Όμως μου λείπει που δε θα έχω την ευκαιρία να σε συναντήσω ξανά, να δω τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια σου, να νιώσω τα χέρια σου να με αγκαλιάζουν προστατευτικά όσο χρονών και να είμαι»!

Η ομολογία για το πόσο της έλειπε ο πατέρας της την έκανε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της μοναξιάς της. Έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να κλαίει με λυγμούς που έσκιζαν το στήθος της, γονατιστή πάνω στο νωπό από τη βροχή χώμα, σε ένα ξέφωτο που δημιουργούσαν τα κυπαρίσσια, που ήταν φυτεμένα περιμετρικά του τάφου. Ο ήλιος στεκόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι της, όταν τα πάντα γύρω της σκοτείνιασαν. Ανασήκωσε το κεφάλι απορημένη για να δει έναν αετό να κάνει κύκλους στον ουρανό με τα πελώρια φτερά του ανοιχτά να δίνουν την εντύπωση ότι αγκαλιάζει ολόκληρη την πλάση. Παρέμεινε να τον κοιτάζει σκουπίζοντας τα μάτια της, με το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω, έπειτα σηκώθηκε όρθια.                        

«Αυτή σου την εικόνα θα την κρατήσω! Σαν να χορεύεις σε έναν φωτεινό ουρανό με τα χέρια απλωμένα σαν φτερούγες. Εις το επανιδείν πατέρα». Είπε με τα μάτια υγρά όμως στα χείλη της άρχισε να σχηματίζεται ένα μικρό χαμόγελο!

 
 
 

Ένα Ζευγάρι Καρδερίνες


Όλη την εβδομάδα ήταν απασχολημένος με τις ασχολίες του στα χωράφια ή με κάποια μερεμέτια που χρειαζόταν να κάνει στο σπίτι. Τις Κυριακές φρόντιζε το νοικοκυριό. Να καθαρίσει, να συμμαζέψει την ακαταστασία, να πλύνει τις στοίβες τα πιάτα και τα κατσαρολικά που είχαν μαζευτεί κατά τη διάρκεια όλων των προηγούμενων ημερών στο νεροχύτη. Σαν άντρας, μεγαλωμένος στο χωριό δεν πολυασχολούταν με τα οικιακά. Θεωρούσε ότι αυτά ήταν καθαρά γυναικείες δουλειές, όμως δεν καταδεχόταν και την βρωμιά. Τι στην ευχή, εκείνος ήταν άνθρωπος, δε θα ζούσε σαν γουρούνι στο κουμάσι. Κάποιος φίλος στο καφενείο του είχε προτείνει να βρει μια γυναίκα να πηγαίνει δυο φορές την εβδομάδα από λίγες ώρες να αναλαμβάνει τις δουλειές, όμως εκείνος δεν είχε δεχτεί. Δεν ήθελε ξένους στο σπίτι του, προτιμούσε την ησυχία του, έτσι είχε πει. Όμως στην πραγματικότητα ήθελε να μιλάει με τη γυναίκα του, με την ιδέα της.

Η ιστορία τους είχε ξεκινήσεις δεκαετίες πριν, δεν ήταν κάποια πρωτότυπη ερωτική ιστορία. Γνωρίζονταν από παιδιά και αγαπήθηκαν σε αρκετά νεαρή ηλικία. Τα αισθήματα που έκρυβε ο ένας για τον άλλον μέσα στην καρδιά σπάνια τα συναντάς σε καρδιές ανθρώπινων πλασμάτων. Πλασμάτων που είναι πλασμένα με χώμα και εγωισμό. Όλοι όσοι τους γνώριζαν είχαν να λένε πόσο αγαπημένο ζευγάρι ήταν. Φυσικά στην κοινή τους ζωή δεν είχαν λείψει οι μικροκαυγάδες αλλά και αυτοί ήταν σπάνιοι, ήταν ένα είδος αλατοπίπερου για να νοστιμεύει τη σχέση τους. Κάπως έτσι λοιπόν κύλησε η ζωή τους, ήρεμα αλλά ικανοποιητικά για δυο ανθρώπους που δεν ήταν γεννημένοι για μεγάλα πάθη όπως οι μυθιστορηματικοί ήρωες. Αγαπούσαν την ησυχία που τους πρόσφερε η οικογενειακή ζωή και το να καταπιάνονται με τη γη και να την κάνουν να γεννάει καρπούς. Η ζωή κύλησε και κάποια στιγμή απρόσμενα έφτασε το τέλος για την αγαπημένη του σύζυγο. Εκείνος έμεινε έρημος νιώθοντας σαν δέντρο που το κάψανε οι κεραυνοί. Δε θέλησε να ακολουθήσει τα παιδιά του στην χώρα παρά έμεινε στο σπίτι τους ώστε να βρίσκετε κοντά στην αγαπημένη του.

Η βδομάδα του περνούσε με τις ασχολίες που ήδη έχουμε αναφέρει. Όταν είχε καλές μέρες πήγαινε στα χωράφια, τα απογεύματα πήγαινε στο καφενείο για να συναντήσει άλλους συγχωριανούς και να ανταλλάξουν τη γνώμη τους για τα πολιτικά. Τις Κυριακές να καταπιάνεται με τις οικιακές ασχολίες και να βλέπει με τη φαντασία του τη γυναίκα του να κάθεται στην πολυθρόνα και να του υποδεικνύει πώς να κάνει το ένα και το άλλο, πειράζοντας τον πάντα καλοπροαίρετα.

«Αχ εσείς οι άντρες, δεν είσαστε για τέτοιες ασχολίες, θέλουν λεπτότητα, τρία πιάτα πλένεις, τα δύο τα σπας. Πολύ φοβάμαι ότι δεν αργεί η μέρα που δε θα αφήσεις τίποτα όρθιο στο νοικοκυριό μας»! έκανε πως θύμωνε που δεν τα κατάφερνε αλλά κρυφοχαμογελούσε καθώς άκουγε το γέλιο της να φτάνει στα αυτιά του από το παρελθόν τους.

Τα Σάββατα μετά το φαγητό πήγαινε στο περιβόλι, πίσω από το σπίτι τους και μάζευε ένα μπουκέτο πολύχρωμα λουλούδια. Πορτοκαλί μαργαρίτες, μωβ σκυλάκια, αγριολούλουδα, κρίνα και γαρύφαλλα. Ύστερα έβαζε ένα καθαρό πουκάμισο, μισοσιδερωμένο μισοασιδέρωτο και πήγαινε στο κοιμητήριο. Έπαιρνε το βάζο και αντάλλασε τα μαραμένα λουλούδια της προηγούμενης εβδομάδας με την φρέσκια ανθοδέσμη. Δεν ξεχνούσε να προσθέσει λάδι και να ανάψει το καντήλι της γυναίκας του. Πάντα θυμόταν τα λόγια της βάβως του «Να μου ανάβεις το καντήλι να σε βλέπω». Έτσι τώρα άναβε το καντήλι της αγαπημένης του γυναίκας για να βλέπει μέσα στα σκοτάδια του Άδη, ποιος ξέρει ίσως να μπορούσε να δει και τον ίδιο, ότι ήταν κοντά της, ότι δεν την είχε ξεχάσει και ότι τη φρόντιζε όσο του επιτρεπόταν.

Αφού τελείωνε με τα διαδικαστικά, δεν του πήγαινε η καρδιά να φύγει. Έπαιρνε θέση στο πεζούλι, όπως στο στασίδι της εκκλησίας στις μεγάλες γιορτές και κοίταζε το όνομα της αγαπημένη του πάνω στον σταυρό.

«Πάντα περίμενα ότι θα ήμουν εγώ αυτός που θα έφευγε πρώτος. Οι γυναίκες τα καταφέρνετε πάντα καλύτερα όταν μένετε πίσω, μόνες σας. Έχετε να ασχοληθείτε με τέκνα και με εγγόνια, ενώ εμείς μένουμε πίσω σαν παιδιά ορφανά. Δεν είναι ότι δε νιώθω την αγάπη των παιδιών μας, ότι δεν τους αγαπώ κι εγώ και ότι δεν χαίρομαι όταν τους βλέπω. Όμως να, όταν ένας άντρας περνάει ολόκληρη τη ζωή του με μια γυναίκα που αγάπησε και εκείνη φεύγει πρώτη, είναι σαν να του έχουν αποκόψει ένα μέλος από το σώμα του, σαν να είμαστε ανάπηροι, σακάτηδες, άνθρωποι μισοί. Από συμπόνια ο Θεός αφήνει πίσω περισσότερες χήρες από χήρους, για να μη μένουμε μισεροί».

Και ήταν αυτά του τα λόγια, τα οποία επαναλάμβανε κάθε εβδομάδα που τον έκαναν να νοιώθει το μέγεθος της απώλειας του. Σαν ένα σακάτης που έκανε παράπονα στο Θεό για την αδικία που του έγινε όταν έχασε ένα μέλος από το σώμα του και που τον έκανε να φαίνεται στα ξένα μάτια, μα κυρίως στα δικά του, ελλιπής.

«Κούκλα μου, αγάπη μου, γιατί δεν περίμενες να φύγω εγώ πρώτος. Γιατί με αφήνεις να νιώθω άδεια την πλευρά σου στο κρεβάτι μας. Να μην έχω ποιον να ζεστάνω τις ψυχρές νύχτες. Αν υπάρχει Θεός γιατί δεν ανοίγει αυτό το μικρό λάκκο στα δύο, για μια στιγμή μόνο ώστε να ξαπλώσω δίπλα σου;»

Είναι γενικώς αποδεχτό από όσους έτυχε να βρίσκονται στο κοιμητήριο τα απογεύματα του Σαββάτου και άκουσαν τον σπαραξικάρδιο λόγο του ηλικιωμένου άντρα προς τη γυναίκα του, ότι ένοιωσαν το αίμα τους να παγώνει. Σιωπούσαν από σεβασμό στον πόνο του και αναρωτιόταν αν το δικό τους πένθος ήταν τόσο ειλικρινές  όσο εκείνου του φτωχού, χαροκαμένου ανθρώπου. Μια χήρα μάλιστα που πήγαινε σε καθημερινή βάση να ανάψει το καντήλι του συζύγου της, αναρωτιόταν αν μπορεί ποτέ μια καρδιά να αντέξει  μια αγάπη που  προκαλεί τόσο πόνο. Μάλιστα αποφάσισε να αποφεύγει τα Σάββατα να πηγαίνει να ανάβει το καντήλι του, ζητώντας κατανόηση από τον μακαρίτη τον ναυτικό, και εφόσον δεν τον είδε στον ύπνο της να της κάνει παράπονα κατάλαβε ότι είχε την συγκατάθεση του.

«Το περιβόλι σου, καρδιά μου, έχει γεμίσει με όμορφα λουλούδια λογιών λογιών. Όταν έφυγες πίστευα ότι δε θα φύτρωνε ποτέ ξανά τίποτε εκεί πίσω. Ότι θα μεταμορφωνόταν και το περιβόλι σε ένα νεκροταφείο λουλουδιών. Όμως η αγάπη σου έχει μείνει ζωντανή. Έκανε και φέτος τα λουλούδια να ανθίσουν, τα δέντρα να καρποφορήσουν. Ανοίγω τα παράθυρα κάθε πρωί και ορμάνε στο σπίτι μας ένα σωρό μυρωδιές, όμορφες δικές σου οσμές που μου θυμίζουν ότι ζω και ότι αφού ζω εγώ, δεν είναι δυνατόν, δεν είναι καθόλου κατανοητό να μην υπάρχεις κι εσύ κάπου κοντά μου, έστω με μια άυλη, αόρατη μορφή.

Δεν ξεχνώ κάθε εβδομάδα να σου φτιάξω ένα μπουκέτο με λουλούδια από το περιβόλι μας και να σου το φέρω. Ξέρω γλυκιά μου ότι εσύ τα προτιμάς να μεγαλώνουν στο περιβόλι. Το σπίτι μας ήταν άδειο από λουλούδια ενώ ο κήπος και τα παρτέρια μας γεμάτα. Και όταν κάποιος από τους επισκέπτες και τους γείτονες τολμούσε και σε ρωτούσε γιατί δεν έχεις γεμίσει βάζα με λουλούδια από τον κήπο μας με την τόση αφθονία, εσύ του απαντούσες ευγενικά και με μια αφοπλιστική απλότητα ότι ένα λουλούδι σε βάζο είναι ένα νεκρό λουλούδι, ενώ έξω στο περιβόλι ζούσαν τη δικιά τους ζωή. Χαίρονταν τον ήλιο απολάμβαναν την υγρασία το βράδυ, ερωτοτροπούσαν με τις μέλισσες και τις πεταλούδες, γίνονταν σπίτια για τις πασχαλίτσες. Σκορπούσαν και χάριζαν στον αέρα τα ζωντανά αρώματα τους. Τα υπόλοιπα δεν τα έλεγες γιατί δεν ήθελες να τους κακοκαρδίσεις, αλλά εγώ ήξερα πολύ καλά τι σκεφτόσουν, ότι η μυρωδιά από ένα κομμένο λουλούδι είναι όπως το αίμα που χύνεται από έναν άνθρωπο που πεθαίνει, ότι είναι η μυρωδιά της σήψης , το τελευταίο κάλεσμα από μια χαμένη ζωή. Όμως είναι αδύνατον να μη σου φέρνω λουλούδια από το περιβόλι μας, ώστε να δεις κι εσύ τα άνθη σου και να πάρεις την εικόνα του πόσο όμορφος έγινε και φέτος ο κήπος μας».

Σώπασε και πάλι και στάθηκε να αφουγκραστεί τους ήχους της φύσης. Δίπλα από τον τάφο έστεκε ένα κυπαρίσσι με τον ολόισιο κορμό του να φτάνει ψηλά και να χάνετε στα βάθη του γαλάζιου. Πουλιά κελαηδούσαν, απολαμβάνοντας την ησυχία. Οι άνθρωποι είτε επειδή φοβούνται, είτε επειδή προτιμούν να ξεχνάνε δεν επισκέπτονται συχνά τους νεκρούς τους στα κοιμητήρια. Αυτή η απουσία αφήνει ελευθερία στα πτηνά του Κυρίου να απολαμβάνουν τη γαλήνη και να κρατούν συντροφιά στους νεκρούς. Μια μικρή καρδερίνα ξεκάμπισε από τα κλαδιά ενός κοντύτερου δέντρου, που ένας Θεός ήξερε πως του επέτρεψαν τα κυπαρίσσια να φυτρώσει ανάμεσα τους. Ο σύζυγος έμεινε να παρατηρεί την μικρή καρδερίνα, θυμήθηκε πόσο του άρεσε το κυνήγι, πως έστηνε τις ξόβεργες και πόσο ενθουσιαζόταν αν έπιανε κάποιο πουλί. Και ύστερα τα πήγαινε πεσκέσι στην αγαπημένη του. Εκείνη τα έπαιρνε μέσα στις μικροσκοπικές της χούφτες και τα χάιδευε και ύστερα εκείνα έφευγαν μακριά της.

-Ωχ, μου ξέφυγε, του έλεγε κοιτώντας τον ένοχα.

-Δεν πειράζει αγάπη μου θα σου πιάσω άλλο. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι δεν της ξέφευγαν, απλά εκείνη τα άφηνε ελεύθερα να πετάξουν μακριά. Δε θύμωσε παρά έγινε το παιχνίδι τους. Αφού εκείνα έφευγαν εκείνη του ζητούσε συγνώμη για της απροσεξία της, χαμογελώντας πάντα και εκείνος την καθησύχαζε πάλι γελώντας, πιάνοντας της ξανά ένα άλλο για να έχει την χαρά να το αφήσει ελεύθερο.  

«Το κάθε ένα έχει τη θέση του στη φύση και σίγουρα τα λουλούδια δεν είχαν καμία θέση στα βάζα μας και τα μικρά πουλιά στα κλουβιά ή στο τηγάνι μας. Είχες δίκιο αγάπη μου»! Με αυτή τη σκέψη σηκώθηκε από το πεζούλι, καμπουριασμένος λες και όλα τα χρόνια που είχαν περάσει να βάραιναν πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του. Για μερόνυχτα ολόκληρα τον απασχολούσε ότι η σύζυγος του δε θα ήταν ικανοποιημένη με τα κομμένα λουλούδια που της πήγαινε από τον κήπο τους. Όμως έπρεπε και η αγαπημένη του να τον καταλάβει, δεν μπορούσε να πηγαίνει με άδεια τα χέρια να την επισκεφτεί. Ώσπου την Παρασκευή το πρωί, καθισμένος στην αυλή και κοιτώντας το ορθογώνιο παρτέρι γεμάτο με πορτοκαλί μαργαρίτες, του ήρθε μια ιδέα. Μπήκε στο σπίτι και άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια για ένα μαντήλι, τελικά βρήκε το λευκό το γαμπριάτικο του, που στόλιζε την τσέπη από το σακάκι του όταν εκείνη στάθηκε στο πλευρό του απέναντι από τον παπά. Επέστρεψε στην αυλή και ξεδίπλωσε το μαντήλι. Άρχισε να τινάζει τους ανθούς των λουλουδιών και να μαζεύει σπόρο. Πήγαινε από λουλούδι σε λουλούδι, έχοντας τον σκοπό του, και ήταν λες και ένιωθε μακριά τα χρόνια που του είχε φορτώσει η ζωή. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτός ήταν ο σωστός τρόπος, ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με τα άνθη και το περιβόλι της συζύγου του, τα λουλούδια φυτρώνουν συνήθως από μόνα τους και με τη γυναίκα του ποτέ δεν είχε κουβεντιάσει τον τρόπο που είχε κάνει τόσο πλούσιο και ζηλευτό τον κήπο τους. Υπέθεσε πάντως πως κάπως έτσι θα συνέβαινε. Όταν ολοκλήρωσε την εργασία του και θεώρησε ότι είχε μαζέψει αρκετό σπόρο, μάζεψε και έδεσε τις τέσσερις άκρες του μαντηλιού, δημιουργώντας ένα μικρό πουγκί. Την επόμενη μέρα, πήρε το μαντήλι κι ένα τσαπί και κατευθύνθηκε προς το κοιμητήριο και τον τάφο της γυναίκας του. Χαμογελαστός και ικανοποιημένος βιάστηκε να την καθησυχάσει. «Σήμερα δε σου έφερα λουλούδια, μαργαρίτα μου, θυμάμαι ότι δε σου άρεσε όταν κατέληγαν έτσι». Είπε και τράβηξε τα μαραμένα λουλούδια από το βάζο για να τα πετάξει πίσω από τον σταυρό, έπειτα τοποθέτησε το βάζο μέσα στο εικονοστάσι κι άναψε το καντήλι.

«Ώρα να πιάσω δουλειά», έβγαλε τα χαλίκια που σκέπαζαν τον τάφο, έπειτα έλυσε τις γωνίες και σκόρπισε το περιεχόμενο τους στο χώμα, με το τσαπί άρχισε να σκαλίζει. Ύστερα από λίγη ώρα, αποσταμένος περισσότερο από ικανοποίηση παρά από κούραση,  ακούμπησε το τσαπί δίπλα στο εικονοστάσι και κάθισε στο πεζούλι.  

«Πιστεύω ότι αυτή τη φορά είσαι πιο ικανοποιημένη από τις προηγούμενες». Έριξε μια ματιά προς την καγκελόπορτα του κοιμητηρίου όπου τον κοίταζαν τρεις συγχωριανοί του απορημένοι. Γέλασε μόνος του. «Θα με είδαν με την τσάπα οι κουτσομπόληδες και θα σκέφτηκαν ότι λάλησα εντελώς μόνος μου και ότι ήρθα ως εδώ για να σε βγάλω». Προτίμησε να μην τους δώσει άλλη σημασία, αντιθέτως στράφηκε προς το δεντράκι που το προηγούμενο Σάββατο είχε δει την καρδερίνα. Το μικρό όμορφο πετούμενο, στεκόταν σε ένα κλαράκι, ανάμεσα στην καταπράσινη φυλλωσιά της λεμονιάς και ήταν σαν να τον κοιτούσε. Της χαμογέλασε και σήκωσε δειλά το χέρι προ χαιρετισμό της, ξαφνικά ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, κατέβασε το χέρι και το ακούμπησε πάνω στο στήθος, σφίγγοντας τα δόντια. Ίσως να μην πρόλαβε να δει μια δεύτερη καρδερίνα να πηγαίνει να στέκεται δίπλα στη θηλυκή κελαηδώντας. Μια όμορφη εικόνα για τα μάτια του!

 

 
 

Σπουργίτι

 

Αποτελούσε ιεροτελεστία για εκείνη να επισκέπτεται το μνήμα του παιδιού της κάθε Κυριακή, έπειτα από τη λειτουργία. Πέταγε τα φύλλα από τα γύρω δέντρα που είχαν πέσει πάνω στην πλάκα που σκέπαζε τον τάφο και στην οποία αναγραφόταν το ονοματεπώνυμο του παιδιού της καθώς και οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου. Και φυσικά δε λησμονούσε ποτέ μα ποτέ να ποτίσει τις δυο γλαστρούλες με τα τριαντάφυλλα που κοσμούσαν τον τάφο. Δεν της άρεσε να του πηγαίνει ανθοδέσμες. Όταν τα λουλούδια αποκόβονται από το χώμα δεν είναι παρά νεκρά λουλούδια, κι εκείνη ήθελε να έχει μόνο ζωντανά πλάσματα κοντά του το αγόρι της, ακόμα κι αν πρόκειται για φυτά. Έπειτα έβαζε λάδι στο καντήλι κι αφού είχε αλλάξει και το φυτιλάκι στην καντηλήθρα το άναβε. Όταν είχε τελειώσει την παραπάνω διαδικασία, καθόταν στην άκρη στο πεζούλι του τάφου, όπως καθόταν παλαιότερα στην άκρη του κρεβατιού του. Χάιδευε τα χαραγμένα γράμματα στην πλάκα, όπως θα χάιδευε το πρόσωπο του, και έπειτα σταύρωνε τα χέρια και είτε του μιλούσε, είτε άφηνε το βλέμμα της να πλανηθεί στο άπειρο, επιτρέποντας στο μυαλό της να ταξιδέψει στο παρελθόν όταν εκείνος ζούσε. Σε όμορφες οικογενειακές στιγμές που όμως πάντα κατέληγαν στην πιο τραγική εικόνα που είχε για τον μικρό της. Με εκείνον μέσα στο φέρετρο όταν το άνοιγε ο παπάς για να του ρίξει το λάδι και να του διαβάσει την ευχή. Αν δεν τη συγκρατούσε ο άντρας της θα έπεφτε κι εκείνη στον λάκκο, όμως είχε ένα ακόμα παιδί να σκεφτεί. 

Τα χρόνια περνούσαν, και παρά τις αρχικές προσδοκίες ότι με τον καιρό θα το ξεπερνούσε και θα ένιωθε καλύτερα, ελαττώνοντας τις εβδομαδιαίες της επισκέψεις στο κοιμητήριο, εκείνη συνέχιζε με σταθερό ρυθμό να εξακολουθεί να πηγαίνει στον γιο της. Πως ζητάς από μια μάνα που άνοιξε το σώμα της για να φέρει ένα παιδί στη ζωή να το ξεχάσει. Κι αν είχε σταματήσει να πηγαίνει να το επισκέπτεται στις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα ήταν για να μη νιώσει το άλλο της παιδί παραμελημένο, αν και μέσα της ένιωθε ενοχές που δεν επισκεπτόταν έστω για λίγα λεπτά εκείνες τις μέρες το χαμένο της  παιδί.

-Ο πατέρας σου πρέπει να έχει φιλενάδα, μουρμούρισε και έπειτα δαγκώθηκε ντροπιασμένη. Δεν είναι αυτά μαντάτα να τα μαρτυράς σε ένα παιδί. Τι ιδέα θα σχημάτιζε για τον πατέρα του, τι ιδέα θα σχημάτιζε για εκείνη. Αλλά πάλι τι τα θες, εκεί που βρίσκεται ή τα γνωρίζει ήδη όλα ή δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτα. Όμως εκείνη έπρεπε σε κάποιον να τα πει.

-Δεν του κακιώνω ξέρεις. Συνέχισε τελικά. Ως ένα βαθμό το βρίσκω λογικό. Δεν είμαι πια εκείνη που ήμουν. Η ανέμελη, χαρούμενη κοπέλα, η διασκεδαστική. Σχεδόν έχω χάσει την ομορφιά μου. Το πρόσωπο και το σώμα μου έχουν αποκτήσει πολλές γωνίες. Τα γόνατα και οι αγγόνες μου έχω την ιδέα ότι θα τον τρυπήσουν αν κάνει να με αγγίξει. Δεν είναι πάντως αστείο πόσο πάσχιζα κάποτε να χάσω ένα κιλό και ξαφνικά τα έχασα όλα με μιας! Σαν να εξαϋλώθηκα, μόνο κόκκαλα και πετσί. Και όσο για τα ρούχα μου όλο μαύρα! Μόνο μαύρα. Όχι όμως εκείνα τα στενά, τα προκλητικά που αρέσουν σε εσάς τα αρσενικά αλλά εκείνα τα άχαρα που φοράμε οι χήρες. Εκείνες που αποδέχτηκαν στη ζωή τους ως μόνιμο σύντροφο το πένθος. Βλέπεις δεν είναι όλοι οι άνθρωποι γιε μου οι ίδιοι. Κάποιοι ανοίγουν την αγκαλιά τους στον θάνατο και τον αποδέχονται ενώ κάποιοι άλλοι αρπάζονται πεισματικά από τη ζωή. Κάποιοι καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει τίποτα εκτός από το σκοτάδι και κάποιοι άλλοι κάνουν τα πάντα για να το ξεχάσουν. Δεν του αρέσει να μιλάω έτσι, ειδικά όταν η αδερφή σου βρίσκεται μπροστά, γι’ αυτό κι εγώ έχω σχεδόν πάψει να μιλάω. Οι άντρες γιε μου είναι σαν τα παιδιά, κρίμα που δεν πρόλαβες να μεγαλώσεις κι εσύ για να το μάθεις από πρώτο χέρι. Αποζητούν παντού και πάντα την προσοχή, τον θαυμασμό κι αν δεν του τα δώσεις, θα τα γυρέψουν αλλού. Μπορεί να σου ακούγομαι πικραμένη, όμως ειλικρινά δεν είμαι. Όσο γι’ αυτό σου δίνω το λόγο μου. Τίποτα δεν μπορεί να με πικράνει περισσότερο από τη δική σου απουσία. Αν έχω ένα στήριγμα στη μισερή ζωή μου αυτό είναι η αδερφή σου. Αχ, η αδερφούλα σου, το χρυσό μου το κορίτσι. Μεγάλωσε ξέρεις. Αν και την περνούσες τώρα είναι πιο μεγάλη από εσένα. Και πιο ψηλή και όμορφη, όμως το καταλαβαίνω πως της λείπεις. Κουβαλάει μέσα της μια θλίψη, η οποία καθρεφτίζεται στα υγρά της μάτια, που με το παραμικρό θαρρείς, είναι έτοιμα να αρχίσουν να τρέχουν σαν βρύσες. Υποθέτω όμως ότι αυτό της προσθέτει μια γοητεία, νομίζω ότι έχει ξετρελάνει αρκετούς από τους συμμαθητές της. Νιώθουν την ανάγκη να την προστατέψουν, βλέπεις οι άντρες γιε μου, εκτός από θαυμασμό θέλουν να νιώθουν και χρήσιμοι, και στο μυαλό όλων των ανήλικων αλλά και των ενήλικων εφήβων η χρησιμότητα τους αντικατοπτρίζεται με την προστασία. Την παρακολουθώ όταν καθόμαστε μαζί, την χαζεύω προσπαθώντας να αποτυπώσω στην μνήμη μου τις εκφράσεις της. Νομίζω ότι έχω αρχίσει να τη διαβάζω. Ζω μέσα από εκείνη πλέον, χαίρομαι όταν χαίρεται, λυπάμαι όταν λυπάται, απογοητεύομαι όταν απογοητεύεται. Δε θέλω να την επισκιάσω γι αυτό και δεν τη ρωτάω τίποτα, αν θέλει να μου μιλήσει εκείνη μόνη της, φυσικά και θα καθίσω να την ακούσω. Αλλά πάντα τα παιδιά προτιμούν να έχουν μυστικά από τους γονείς τους και πρέπει και εμείς να το καταλαβαίνουμε. Όπως οι άλλοι παρακολουθούν έργα στην τηλεόραση και χαίρονται ή λυπούνται με αυτά που περνάνε οι ήρωες τους, κάπως έτσι κι εγώ έχω γίνει θεατής στη δική της ζωή αφού δεν έχω πια δική μου.

Έμεινε για λίγο σιωπηλή, μήπως αφουγκραζόταν κάποια απάντηση, όμως τίποτα. Έσφιξε τις παλάμες της μεταξύ τους προτού τις πιέσει πάνω στα γόνατα της.

-Ήρθαν όλα τόσο απότομα με την αρρώστια σου. Μέσα σε λίγους μήνες είχες μείνει ο μισός, σε έβλεπα να λιώνεις σαν κερί και δεν είχα δύναμη να κάνω τίποτα για να σε σώσω. Χίλιες φορές ζήτησα ανταλλαγή στο Θεό, όμως δε με άκουσε. «Η ζωή μου για τη δική του, είναι μικρός, δε θα σου χρησιμέψει σε τίποτα, πάρε εμένα». Όμως ήθελε έναν άγγελο και εγώ δεν ήμουν η κατάλληλα, αν και εδώ που τα λέμε παίρνοντας εσένα πήρε και τους δυο μας. Αφού κι εγώ λιώνω ζωντανή πάνω από τον δικό σου τάφο. Κάθε φορά που θα είμαι μόνη στο σπίτι και δεν θα έχω να ασχοληθώ με το νοικοκυριό και το μαγείρεμα, κάθομαι και κοιτάζω τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες σου. Εκείνη που σου βγάλαμε στο μαιευτήριο που αναγράφει το βάρος και το ύψος σου. Ήσουν ένα πολύ όμορφο μωρό, τα νεογέννητα συνήθως δεν είναι πολύ όμορφα, όμως εσύ ήσουν ένα κουκλί ή μπορεί εγώ να είμαι σαν την κουκουβάγια που βλέπει τα παιδιά της τα πιο όμορφα απ’ όλα κι ας μην είναι.  Όμως εσύ ήσουν ένα πολύ όμορφο μωρό κατά γενική ομολογία των γνωστών, των φίλων και των νοσοκόμων. Έπειτα κοιτάω φωτογραφίες από γενέθλια και γιορτές στο σπίτι, βόλτες, εκδρομές, διακοπές. Αυτές τις χαζές, ανόητες φωτογραφίες που έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου και κάθονται οι γονείς τους και τις χαζεύουν, όταν αυτά έχουν φύγει πια μακριά τους και θυμούνται ιστορίες και τις επαναλαμβάνουν ο ένας στον άλλον και γελάνε και εύχονται ο Θεός να έχει καλά τα βλαστάρια τους, όπου κι αν βρίσκονται, ό,τι κι αν κάνουν. Κι εγώ το ίδιο εύχομαι για εσένα αγόρι μου, δεν μπορεί να βρίσκεσαι απλά κάτω από αυτή την βαριά πλάκα, δεν μπορεί να ήρθες στον κόσμο για το τίποτα. Δεν μπορεί να ήταν τόσο μικρός ο κύκλος σου, μόλις δώδεκα ετών κύκλος! Δεν μπορεί να ήσουν απλά ένα λουλούδι που μαράθηκε. Τα μάτια σου είναι δυο πρόγκες που έχουν καρφωθεί στην καρδιά μου. Αυτά βλέπω κάθε στιγμή της ημέρας, κοιμισμένη ή ξύπνια. Τα καστανά σου μάτια που τα επισκίαζαν οι μαύροι κύκλοι που είχαν σχηματιστεί από την ταλαιπωρία και την αρρώστια, τα φάρμακα και την ανορεξία. Να με παρακολουθούν να πηγαινοέρχομαι δήθεν καλόκεφη στο δωμάτιο σου για να σου δώσω κουράγιο, να σε πείσω ότι όλα θα πήγαιναν καλά όταν εσύ ήδη γνώριζες την αλήθεια. Κι εγώ να πεθαίνω μέσα μου, να θέλω να βάλω τις φωνές για την κακοτυχία τη δικιά μου και όσων μανάδων βρίσκονταν στη θέση μου. Όμως τώρα πια τελείωσε, ελπίζω να βρήκες γαλήνη, κι αν είσαι κάπου, όπου κι αν είναι αυτό το κάπου να είσαι ευτυχισμένος και ήρεμος. Εμείς πάντα θα σε σκεφτόμαστε και θα σε αγαπάμε. Και μην ακούς αυτά που είπα για τον πατέρα σου. Κι εκείνος σε σκέφτεται όλες τις ώρες, και του λείπεις σε όποιες αγκαλιές κι αν βρίσκεται. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να πενθεί, όταν τις νύχτες που δεν κοιμάμαι κι εκείνος επιστρέφει αργά, δήθεν από τη δουλειά και ξαπλώνει δίπλα μου, τον ακούω πολλές φορές να κλαίει, αναγκάζεται να δαγκώνει το μαξιλάρι για να μην ακουστούν οι λυγμοί του, και είναι τότε που θέλω να γυρίσω προς την πλευρά του και να του χαϊδέψω τα μαλλιά. Να τον παρηγορήσω. Κι αν δεν το κάνω δεν είναι από εγωισμό, ποτέ μου δεν ήμουν εγωίστρια, ειδικά με τον πατέρα σου και κυρίως τώρα, απλά ξέρω καλά πως ο κάθε ένας πρέπει να βιώσει το πένθος και την απώλεια μόνος του για να μπορέσει να λυτρωθεί και να δεχτεί την απουσία. Δεν ξέρω, ίσως κάποια στιγμή και να τον παρηγορήσω. Εκείνος είναι διαφορετικός από εμένα, ίσως να χρειάζεται την παρουσία των άλλων στον θρήνο του και ας είναι άντρας!  

Σιώπησε και κοίταξε μακριά. Ένα δειλό τιτίβισμα της τράβηξε την προσοχή, στράφηκε να κοιτάξει στην πλάκα με το όνομα του γιού της. Ένα μικρό σπουργίτι έκανε μικρά πηδηχτά βήματα στο πεζούλι απέναντι της. Γύρισε και την κοίταξε με τα σκούρα σαν χάντρες μάτια του. Έπειτα με ένα πέταγμα, ανέβηκε πάνω στο άγαλμα του Χριστού που κοσμούσε τον τάφο του γιου της. Κάθισε για λίγο στον ώμο του μαρμάρινου αγάλματος και έστρεψε το μικρό, χνουδωτό κεφάλι του προς διάφορες κατευθύνσεις, λες και αναζητούσε κάτι, σαν να καραδοκούσε κάπου εκεί κοντά, κάποιος μεγάλος κίνδυνος. Με ένα σύντομο πέταγμα πήγε  και έκατσε στην παλάμη του Χριστού. Έτσι όπως κρατούσε τις χούφτες του ενωμένες, κρατώντας ένα μαρμάρινο περιστέρι, συγκρατούσε μέσα τους το βρόχινο νερό. Το σπουργίτι έσκυβε κάθε λίγο και έπινε σηκώνοντας έπειτα το κεφάλι του προς τον ουρανό.

-Γι’ αυτό γεννήθηκε ο Χριστός. Θεός ή όχι είναι η ελπίδα των αδύναμων. Σκέφτηκε η μητέρα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του πανωφοριού της και βρήκε το αντίδωρο που πήρε με τη λήξη της λειτουργίας μαζί με την ευλογία του παπά. Αμαρτία να σκορπάς το αντίδωρο, το αντίδωρο είναι για τους ανθρώπους. Το εκλεκτό είδος, το αγαπημένο Του Δημιουργού, που προκαλεί πολέμους, καταστροφές και δυστυχία. Οι άνθρωποι πιστεύουμε ότι όλα είναι φτιαγμένα από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους ή ακόμα πιο αλαζονικά από το Θεό για τους ανθρώπους. Όμως το σπουργίτι ποτίζει μέσα από τις χούφτες του, κανένας άνθρωπος δε θα καταδεχόταν να πιει βρόχινο νερό από τις χούφτες ενός αγάλματος. Ακόμα κι αν ήταν του Θεανθρώπου.

Μετά από τον δισταγμό της έτριψε το αντίδωρο σε τρίματα και το πέταξε πάνω στην πλάκα που αναγραφόταν το όνομα του γιου της. Το σπουργίτι κατέβηκε κι άρχισε να τσιμπάει τα πιο απομακρυσμένα από τη γυναίκα ψίχουλα. Όσο περνούσε η ώρα εκείνο την πλησίαζε, ενώ η γυναίκα παρέμενε ήρεμη να το παρακολουθεί. Κάποια τρίματα είχαν πάει και είχαν χωθεί στα χαραγμένα γράμματα, το μικρό πλάσμα πήγε κι εκεί.

«Μαζί το ταΐσαμε γιε μου»! είπε και χαμογέλασε γλυκά. Σηκώθηκε από το πεζούλι και το σπουργίτι πέταξε στα χέρια του Ιησού.

-Θα ξαναέρθω την άλλη Κυριακή γιέ μου. Τώρα πρέπει να πάω στην αδερφή και στον πατέρα σου, ίσως και να με χρειάζονται!   

 

 

Διαβάστε επίσης: