Κοκόρο/Καρδιά
(*καρδιά, στα ιαπωνικά)
Η παρούσα ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα.
Κεφάλαιο Ι (Στρατιωτικός Ιατρός στο Βρετανικό Σώμα των Επτανήσων)
Στα 1847 το ελληνικό κράτος αποτελούσε η Πελοπόννησος και ένα κομμάτι της Στερεάς, τα υπόλοιπα ελληνικά εδάφη ήταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό, ενώ τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό Αγγλική κυριαρχία. Οι επτανήσιοι με τη δημιουργία Ελληνικού κράτους, ένιωσαν έντονη την ανάγκη ένωσης τους με τη μητέρα Ελλάδα, έτσι δημιουργούνταν εντάσεις ανάμεσα στους έλληνες και στους Άγγλους αποικιοκράτες, αφού οι θερμόαιμοι επτανήσιοι δεν έβλεπαν στους Άγγλους παρά τους κατακτητές τους, όπως οι υπόλοιποι έλληνες ένιωθαν αντίστοιχα για τους Τούρκους. Βρίσκονταν στην ίδια μοίρα, μόνο που άλλαζε το πρόσωπο και η εθνικότητα του δυνάστη τους.
Εκείνο το καλοκαίρι η Ρόζα είχε κλείσει τα δεκαέξι. Στο σπίτι της άκουγε συχνά τον πατέρα της να μιλάει ένθερμα για την ένωση των Επτανήσων με το ελληνικό κράτος που μόλις είχε αρχίσει να ενώνει τα κομμάτια του. Τι κι αν τα Κύθηρα ήταν μια σταλιά νησί στα νότια της Πελοποννήσου, τους ανθρώπους του τους χαρακτήριζε το πάθος και ο δυναμισμός, και μεγαλύτερο πάθος για έναν επτανήσιο εκείνη την εποχή δεν ήταν άλλο από το να γίνει πολίτης του ελληνικού έθνους και αυτό θα πραγματοποιούταν με την ένωση.
Την πρώτη φορά που τον είδε, ήταν πηγαίνοντας στην εκκλησία, ακούσια σήκωσαν και οι δύο το κεφάλι τους και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Εκείνος ήταν ψηλός και αδύνατος, με γαλάζια μάτια και καστανόξανθα μαλλιά, το πρόσωπο του ήταν όλο γωνίες, μόλις της χαμογέλασε εκείνη χαμήλωσε τα μάτια στο έδαφος, η ηλικία της όμως και η περιέργεια την έσπρωξαν να σηκώσει πάλι το βλέμμα της επάνω του για να δει αν εξακολουθούσε να την κοιτάζει, και πράγματι εκείνος είχε στυλώσει δυο γαλάζιες λίμνες επάνω της παρατηρώντας τις κινήσεις της. Είδε που τον κοίταξε, όμως προτίμησε να μην της χαμογελάσει, έμεινε ανέκφραστος, και εκείνη τράβηξε τα μάτια της μακριά του. Ακολουθώντας τους γονείς της μπήκε μέσα στην εκκλησία του Όσιου Θεόδωρου για την Κυριακάτικη λειτουργία. Ο Κάρολος αν και ανήκε στο αυστηρό δόγμα των Καθολικών, ακολούθησε το μελαχρινό κορίτσι με την οικογένεια του και μπήκε στην Ορθόδοξη εκκλησία. Δεν ήθελε να τη χάσει από τα μάτια του, του είχε φανεί τόσο εξωτική, διαφορετική από την ψυχρή ομορφιά που επικρατούσε στο βορρά και στα κορίτσια του λαού του. Τη μνήμη του επισκέφτηκε η Αλίσια και ένιωσε την καρδιά του να πονάει, είχε μάθει ότι είχε παντρευτεί, είχε έρθει η ώρα να την ξεχάσει. Δεν τα είχε καταφέρει με τις διάφορες περιπέτειες, ίσως είχε έρθει η ώρα να δει κάποια πιο σοβαρά.
Καθισμένος στα στασίδια πίσω δεξιά, στην εκκλησία άκουγε την ψαλμωδία χωρίς να καταλαβαίνει λέξη από τα λόγια, του ρασοφόρου άντρα. Από τις σκέψεις του τον τράβηξαν διάφορα μουρμουρητά λίγο πιο δίπλα από εκείνον, γύρισε και κοίταξε τους άντρες που τον κοίταζαν παραξενεμένοι και συνάμα εκνευρισμένοι. Και ύστερα λένε ότι οι άντρες δεν κουτσομπολεύουν.
-Δε μας φτάνει που τους συναντάμε στον δρόμο μας, που έχουν γίνει νοικοκυραίοι στον τόπο μας, πρέπει να μας υπενθυμίζουν την παρουσία τους και μέσα στον οίκο που ερχόμαστε να λατρέψουμε το Θεό μας. Χωρίς να καταλαβαίνει τι μουρμουρίζανε οι δύο άντρες ο Κάρολος τους χαμογέλασε καλόκαρδα, δεδομένου ότι ο ένας που τον κοίταζε με απέχθεια ήταν προφανώς ο πατέρας της νεαρής που τον είχε παρασύρει να μπει μέσα στην εκκλησία. Ο Αντώνης Κασιμάτης, προσβεβλημένος σα γυναίκα που την κοιτάζει ξιπασμένα ένας αρσενικός, του γύρισε την πλάτη επιδεικτικά, δίνοντας την ευκαιρία στον Κάρολο να κοιτάξει προς την αριστερή πλευρά όπου κάθονταν οι γυναίκες. Μέσα στο πλήθος διέκρινε ένα κεφαλάκι με μαύρα μαλλιά να μην βρίσκει ησυχία, ώ σίγουρα εκείνη ήταν και τρωγόταν να γυρίσει να κοιτάξει να τον δει, δεν μπορεί θα το πρόσεξε ότι είχε μπει στην εκκλησία μαζί της. Τελικά αυτό το σκουρόχρωμο κορίτσι με τα καστανά μάτια που κοκκίνιζε με τόση ευκολία υπό το βλέμμα ενός άντρα, να δεις που θα τον οδηγούσε μπροστά στο ιερό να της ορκίζεται αιώνια πίστη. Όσο ορθολογιστής κι αν ήταν ως γιατρός, και μάλιστα στρατιωτικός, ο Κάρολος αφηνόταν να παρασέρνεται από το ένστικτο του και ποτέ δεν τον είχε βγάλει λάθος, εξαιρώντας τον έρωτα του για την Αλίσια, αλλά τότε ήταν παιδί, δεν έπρεπε να την πιστέψει που του είχε υποσχεθεί πίστη και παντοτινή αγάπη.
Η λειτουργία σχόλασε και το ποίμνιο βγήκε στον προαύλιο χώρο. Ο Αντώνης Κασιμάτης περίμενε την κόρη και τη σύζυγο του ώστε να επιστρέψουν σπίτι τους συνομιλώντας με κάποιους άλλους για την παρουσία του βρετανού στρατιώτη στον οίκο του Θεού.
-Μα αυτοί δεν είναι ορθόδοξοι.
-Είναι όμως Χριστιανοί. Δεν είναι ότι πιστεύουν σε ένα εντελώς διαφορετικό Θεό από αυτόν που πιστεύουμε εμείς! Το δόγμα αλλάζει.
-Δε συμφωνώ μαζί σου, μπορεί να πιστεύουμε στον ίδιο Θεό και σε διαφορετικά δόγματα, αλλά υπάρχουν ένα σωρό άλλα θέματα που έχουμε σημαντικές διαφορές υψίστης σημασίας.
-Άλλωστε, διέκοψε τον Κασιμάτη ένας άλλος, υπάρχει εκκλησία για τους καλούς καθολικούς στο δόγμα στο οποίο ανήκει κι αυτός, δεν χρειάζεται να μας τρίβει την παρουσία του στα μούτρα και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει.
Η Ρόζα με τη μητέρα της έβγαινε από την εκκλησία και από πίσω, με χαμηλωμένο το κεφάλι, σεμνός ακολουθούσε ο Κάρολος. Όλοι όσοι περίμεναν στο προαύλιο στράφηκαν και τον κοίταξαν, η Ρόζα πιστεύοντας ότι είχαν καταλάβει όλοι ότι ο βρεατνός αξιωματικός είχε μπει εξαιτίας της στην εκκλησία, και νιώθοντας χωρίς λόγο ενοχή για μια πράξη που είχε προκαλέσει άθελα της, έγινε κατακόκκινη, έτσι κόκκινη την είδε κι ο Κάρολος την στιγμή που την προσπερνούσε και της έριξε μια γρήγορη ματιά από το πλάι. Και ξαφνικά ένιωσε ότι δέθηκε για πάντα με εκείνο το κορίτσι, μακάρι να ήταν άλλα τα έθιμα του τόπου, να μην τον έβλεπαν με δυσπιστία, ώστε να μπορέσει να την πάρει επί τόπου στην αγκαλιά του και να την σφίξει επάνω του, ίσως να επέστρεφε μαζί της μέσα και να ζητούσε από τον ιερέα να τους παντρέψει, όμως ήδη πολλά προβλήματα αντιμετώπιζαν από τους ντόπιους, δεν ήθελε να γίνει αφορμή για περαιτέρω επεισόδια και ύστερα να υποχρεώνεται να δίνει εξηγήσεις στους ανωτέρους του.
Κι ενώ οι γονείς είχαν φρίξει από την παρουσία του κατακτητή στην εκκλησία, υπήρχε μια άλλη μερίδα που είχε γοητευτεί από την ομορφιά του βάρβαρου. Κορίτσια ηλικίας κυρίως δεκαπέντε έως δεκαεφτά ετών, είχαν να συζητάνε μεταξύ τους για το πόσο όμορφος ήταν μέσα στην στολή του, για τα υπέροχα μπλε μάτια, τα καστανόξανθα μαλλιά και τα λεπτά χαρακτηριστικά. Η μόνη που δεν εξέφραζε γνώμη ήταν η Ρόζα, όλα όσα πίστευε τα κρατούσε στην καρδιά της, όμως ήδη ο έρωτας σαν υδράργυρος είχε ποτίσει τα αισθήματα της, και πολύ θα της άρεσε να τον ξαναδεί, αν και γνώριζε ότι ποτέ δε θα μπορούσε να έχει κάτι περισσότερο με το βρετανό αξιωματικό παρά όνειρα. Ούτε εκείνος θα έριχνε σοβαρά τα μάτια του σε κάποια κοπέλα που ανήκε στις αποικίες μα ούτε κι ο πατέρας της θα συμφωνούσε να τη δώσει στον εχθρό του, κι αν στο πρώτο επενέβαινε ο έρωτας κι έκανε την καρδιά του συντρίμμια όπως είχε κάνει και τη δική της, ο πατέρας της θα έμενε αμετάπειστος.
Μία εβδομάδα αργότερα κι ενώ κρυφά ήλπιζε να τον ξαναδεί, αντιθέτως με τον πατέρα της που γκρίνιαζε όλες τις προηγούμενες ημέρες πως σε περίπτωση που ξαναπήγαινε ο ίδιος ή κάποιος όμοιος του μέσα στην εκκλησία θα έκανε παράπονα στις αγγλικές αρχές, ο Κάρολος δεν εμφανίστηκε στην εκκλησία γεμίζοντας με ανακούφιση την πλειοψηφία των εκκλησιαζόμενων. Το απόγευμα όμως συναντήθηκαν στην κεντρική πλατεία των Κυθήρων που είχε πάει με τους γονείς και κάποιους συγγενείς. Ο Κάρολος με τη συνοδεία ενός ακόμα φίλου του, στρατιωτικού ιατρού, με την ελπίδα να τη δει, έκαναν βόλτες πάνω κάτω την πλατεία. ‘‘Αντιμέτωποι’’ κάρφωσαν τα βλέμματα τους ο ένας πάνω στον άλλο, όμως καμία έκφραση, είχαν κρύψει καλά τον πόθο τους κάτω από την παντελή έλλειψη εκφραστικότητας, εκείνος περισσότερο για να μην τους αντιληφθούν και ύστερα βρει η κοπέλα τον διάολο της εξαιτίας του από τους δικούς της, όμως όσο δεν μπορούσε να την έχει τόσο περισσότερο την ήθελε, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να έρθει σε επαφή μαζί της. Να μιλήσουν. Ήταν έτοιμος να κάνει κάθε θυσία για εκείνη.
Μόνη της η Ρόζα, τα έβαλε με τον εαυτό της που τον είχε κοιτάξει κατάματα, τώρα θα πίστευε διάφορα, «κι όχι άδικα» μουρμούρισε στον εαυτό της, όμως ήταν να απορεί με τη συμπεριφορά της, πως τόλμησε και τον κάρφωσε με το βλέμμα της, κι ενώ ένιωθε να βουλιάζει μέσα σε δύο γαλάζιες δροσιστικές λίμνες, η γη να τρέμει κάτω από τα πόδια της, κατάφερε να φαίνεται ψύχραιμη και να συνεχίζει να τον κοιτάζει. Μάλλον εκείνος θα νομίζει ότι τον κοίταζε με αντιπάθεια λόγω της θέσης ισχύος που είχε απέναντι της μιας και ήταν στην πλευρά των κατακτητών του τόπου της, και εκείνη τους αντιπαθούσε τους κατακτητές μα όσο κι αν ήθελε εκείνον δεν μπορούσε να τον αντιπαθήσει, της φαινόταν καλός. «Καλός για τους δικούς του, όχι για τους δικούς σου»! άκουσε μια φωνή μέσα της να της υπενθυμίζει, τελικά ήταν σε διαφορετικά στρατόπεδα, ο έρωτας δε θα μπορούσε να τους κάνει σύμμαχους εκτός κι αν ένας από τους δύο άλλαζε στρατόπεδο. Εκείνος αποκλείεται, και η Ρόζα τι θα έκανε θα πρόδιδε τους δικούς της για δυο άγνωστες γαλάζιες λίμνες;
Όσο πιο απαγορευμένος καρπός ήταν για τον Κάρολο η Ρόζα τόσο περισσότερο εκείνος την επιθυμούσε. Όμως δεν έβρισκε τρόπο να την πλησιάσει, το μόνο που μπορούσαν να ανταλλάσουν κάθε φορά που συναντιόνταν ήταν πλάγιες, διακριτικές ματιές. Το σημείωμα με τις λέξεις που της είχε γράψει παρέμενε για εβδομάδες μέσα στην τσέπη του παντελονιού του. Ώσπου ένα απόγευμα του ήρθε η ιδέα την ώρα που καθόταν με κάποιους συναδέλφους του, εκείνοι συζητούσαν ενώ ο Κάρολος έστυβε το μυαλό του για μια λύση, βλέποντας ένα παιδάκι να πετάει κάτω ένα χαρτάκι στραπατσαρισμένο έχωσε το χέρι του μέσα στην τσέπη του και τσαλάκωσε το χαρτί έτσι ώστε να φαίνεται ασήμαντο, η Ρόζα με τη συντροφιά των γονιών της και κάποιων συγγενών έκανε την εμφάνιση της στην πλατεία με τα γραφικά καφενεδάκια. Αντάλλαξαν μια βιαστική ματιά και ύστερα ο Κάρολος ζητώντας συγνώμη από τη συντροφιά του σηκώθηκε να φύγει, φτάνοντας σε ένα σημείο, στάθηκε και έσκυψε δήθεν να δέσει τα κορδόνια του παπουτσιού του, και δίπλα του παράτησε το τσαλακωμένο σημείωμα, την κίνηση αυτή πρόσεξε η Ρόζα, φεύγοντας εκείνος, παρέσυρε τις ξαδέρφες της ως το ασήμαντο σκουπίδι, παρέμεινε για λίγη ώρα όρθια, πάνω από το χαρτί, το οποίο είχε κρυφτεί κάτω από το φουρό του φορέματος της, ύστερα κάνοντας ότι θέλει να ξεσκονίσει το φόρεμα της έσκυψε και με μια γρήγορη κίνηση έκλεισε το ραβασάκι στο χέρι της.
Από την στιγμή που το πήρε δεν τόλμησε να κάνει άλλη κίνηση, με τη χούφτα της σφιγμένη έμεινε να το κρατάει μέχρι να βρεθεί μονάχη της για να διαπιστώσει αν είχε αντιληφθεί σωστά το βλέμμα του όμορφου ξανθού παρείσακτου, όπως τον έλεγε ο πατέρας της, ή λόγω των αισθημάτων της φανταζόταν ανυπόστατα πράγματα. Με την παλάμη της να έχει πάρει φωτιά και την καρδιά της να χτυπάει τρελά επιστρέφοντας στο σπίτι και μένοντας μόνη της άνοιξε το χαρτάκι για να διαβάσει.
«Θέλω να σας δω. Ξέρω ότι σας ζητάω πολλά, μα είναι ανάγκη, μέχρι να δεχτείτε να με δείτε κάθε βράδυ θα έρχομαι έξω από το σπίτι σας και θα σας περιμένω. Δικός σας. Κ.Χ.»
Ανάγκη, τι ανάγκη; Και μήπως το σημείωμα ήταν όντως για εκείνη ή για κάποια άλλη που πρόλαβε να της το πάρει, όνομα δεν έγραφε πάνω ώστε να είναι σίγουρη ότι αναφερόταν στην ίδια. Μόνο ένας τρόπος έμενε να το μάθει, αλλά πάλι ήταν παρακινδυνευμένο να βγει έξω το βράδυ, αν ήταν πράγματι για εκείνη αλλά τους έβλεπε κανένα μάτι, θα έφτανε ως τους δικούς της, και τι ντροπή, πως θα τους αντίκριζε ξανά; Βασανίστηκε για κάποια ώρα, αλλά τους ερωτευμένους ένα πράγμα τους χαρακτηρίζει πάνω απ’ όλα, η τόλμη που δείχνουν προκειμένου να συναντήσουν το αντικείμενο του έρωτα τους. Έτσι κι ενώ είχε πέσει ησυχία στο σπίτι, εκείνη τόλμησε να βγει στο δρόμο, χίλιους θορύβους άκουσε που ήταν του μυαλού της, η καρδιά της έτρεμε στον παραμικρό ήχο, είτε ήταν κάποια ξεχαρβαλωμένη σανίδα είτε κάποιο νυχτοπούλι ή το ελαφρύ θρόισμα των φύλλων. Κι αν άδικα όλος αυτός ο κόπος, τι απογοήτευση αν άνοιγε την πόρτα και εκείνος δεν την περίμενε, αλλά και να την περίμενε τι θα του έλεγε. Κι αν απλά ήθελε να παίξει μαζί της.
Ο Κάρολος κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο περίμενε με το βλέμμα κολλημένο στην πόρτα, άραγε να είχε βρει το σημείωμα, κι αν το είχε βρει θα έβγαινε, πίστευε ότι είχαν συνεννοηθεί με τα μάτια όταν εκείνος έσκυψε και άφησε το χαρτί τσαλακωμένο στο πλάι του, της έριξε ένα σύντομο βλέμμα και του φάνηκε ότι κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι, αλλά μπορεί απλά να το φαντάστηκε, ήταν τόσο μικρή η κίνηση του κεφαλιού της που μπορεί να ήταν τυχαίο συμβάν.
Όταν άνοιξε η πόρτα ο Κάρολος ήταν τόσο αφηρημένος στις σκέψεις του που δεν το πρόσεξε, μόνο όταν έκανε την εμφάνιση του δειλά το όμορφο πρόσωπο της κοπέλας συνειδητοποίησε ότι όλα είχαν πάει καλά. Ήταν Θεού δώρο, που όλα είχαν πάει κατ’ ευχή, ήταν η στιγμή που ένιωσε υποχρεωμένος να την κάνει ευτυχισμένη με κάθε αντίτιμο. Μόλις τον είδε να φανερώνεται πίσω από το δέντρο, ένιωσε τόση ανακούφιση που παραλίγο να λιποθυμήσει, τελικά δεν ήταν όλα παιχνίδια του μυαλού της, μέσω των κρυφών σημαδιών και νοημάτων που μόνο δυο ερωτευμένοι μπορούν να ανταλλάξουν μεταξύ τους, είχαν συνεννοηθεί.
Οι κουβέντες τους ήταν λίγες και σύντομες. Χωρίς να χάνει χρόνο ο Κάρολος της μίλησε για τα αισθήματα του, άλλωστε δεν ήξερε πότε θα την ξανάβλεπε.
-Σας αγαπώ! Της είπε με τα σπαστά χαριτωμένα ελληνικά του.
-Με αγαπάτε, μα πως; Δε με ξέρετε καν.
-Έτσι λέτε, εγώ πάλι πιστεύω ότι σας ξέρω.
-Με ξέρετε;
-Όταν βλέπω τα μάγουλα σας να κοκκινίζουν, το βλέμμα σας πάνω μου, τις αμήχανες κινήσεις σας, ναι πιστεύω ότι σας ξέρω πολύ καλύτερα από όσους σας γνωρίζουν όλη σας τη ζωή.
-Εγώ όμως δε σας ξέρω.
-Με ξέρετε, απλά δεν τολμάτε να το παραδεχτείτε στον εαυτό σας.
-Είστε…
-Εχθρός; Πρόλαβε και της έκλεψε από τα χείλη την πικρή λέξη, από τα δικά του χείλη τα αντρικά θα ακουγόταν πιο ήπια η κατηγορία, οι άντρες έχουν συνηθίσει να μιλάνε για τέτοια πράγματα, όμως από δυο κοριτσίστικα κόκκινα χείλια πως θα το άντεχε.
-Μάλλον.
-Δεν υπάρχει στον έρωτα εχθρός γλυκιά μου, μπορώ να στο διδάξω αυτό. Είπε και προχώρησε ένα βήμα πιο κοντά της που την ανάγκασε να πισωπατήσει.
-Αρκετά. Αν είστε τίμιος να έρθετε στον πατέρα μου. Είπε και επέστρεψε στο σπίτι της.
-Τίμιος; Τι σημαίνει τίμιος; Αναρωτήθηκε γελώντας με τη μικρή πριν γυρίσει την πλάτη του να φύγει.
Σύντομα η Ρόζα είχε νέα του από τον πατέρα της μα όχι εκείνα που θα επιθυμούσε.
-Ο Θεομπαίχτης, που ήρθε στην εκκλησία να μας προσβάλει για γυναικοδουλειά πάτησε το πόδι του στον ιερό χώρο. Είπε εξαγριωμένος ο πατέρας, η Ρόζα κοκκίνισε ολόκληρη και περίμενε την οργή του πατέρα να πέσει επάνω της. Ξέρεις με ποια τα έχει μπλέξει, ρώτησε τη μητέρα της. Με τη γυναίκα του γιατρού. Ακούς ο άγριος τόλμησε να σηκώσει τα μάτια του σε δικιά μας και μάλιστα σε παντρεμένη. Αλλά την κούνησε και εκείνη την ουρά της. Κρέμασμα της χρειάζεται. Η Ρόζα ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει στο στήθος της, ψέματα της είχε πει, ήθελε να παίξει μαζί της. Με δυσκολία τελείωσε το φαΐ της και πήγε στο δωμάτιο της νιώθοντας άρρωστη. Τελικά ήταν ένας μισητός εχθρός που έπαιζε με τα κορίτσια από τα μέρη που κατακτούσε το σπουδαίο στράτευμα του.
Δεν είχαν περάσει δυο μέρες από τα δυσάρεστα νέα και ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι αμήχανος. Χωρίς να μιλήσει σε κανένα από τα παιδιά του, έριξε ένα διερευνητικό βλέμμα στη Ρόζα και ύστερα πήρε τη γυναίκα του και κλείστηκαν στο δωμάτιο τους. «Αλίμονο μου» ανησύχησε η θυγατέρα του Κασιμάτη, «Κάποιος θα με είδε να του μιλώ και θα το πρόλαβε στον πατέρα!» Ο Ιρλανδός συνάντησε τον πατέρα της Ρόζας στον δρόμο και τον πλησίασε ζητώντας του να του μιλήσει.
«Θα με συλλάβετε;» τον ρώτησε υποτιμητικά ο Αντώνης Κασιμάτης.
«Δεν είναι ο σκοπός μου, εκτός κι αν έχετε κάνει κάτι, αλλά και πάλι δεν ανήκει στις αρμοδιότητες μου, είμαι γιατρός ξέρετε!»
«Να χαίρεστε τη μόρφωση σας, αν και καλό θα ήταν να την υπηρετούσατε στην πατρίδα σας! Δε νομίζω να έχουμε κάτι να πούμε.» προσπάθησε να τον προσπεράσει μα ο Κάρολος του έφραξε τον δρόμο.
«Δεν είναι ωραίο να μας βλέπουν να μαλώνουμε στη μέση του δρόμου, ο κόσμος είναι περίεργος και μας κοιτάζει.»
«Είναι ακόμα πιο δυσάρεστο να με βλέπουν να πιάνω ψιλή κουβέντα με έναν Άγγλο.»
«Ιρλανδός είμαι!»
«Μικρής σημασίας η εθνικότητα αφού είστε…»
«Με τους εχθρούς;»
«Ακριβώς, τώρα που συνεννοηθήκαμε μπορώ να φύγω;»
«Όχι πριν σας πω αυτό που έχω να πω! Πρόκειται για τη Ρόζα.»
«Τι τρέχει με αυτή;» ρώτησε ο Κασιμάτης νιώθοντας στο κορμί του να τρέχει κρύος ιδρώτας.
«Θέλω να την κάνω γυναίκα μου!»
«Πως;»
Μετά το πρώτο σοκ και αφού τον ρώτησε αν γνωρίζεται με τη Ρόζα, κάτι που εκείνος αρνήθηκε, πράγμα που ο Κασιμάτης δεν πίστεψε, άλλα τα ήθη και τα έθιμα στον τόπο των αγρίων, του γύρισε την πλάτη και έφυγε για το σπίτι. Αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους οι γονείς της, μίλησαν με τη Ρόζα, πότε με το καλό πότε με το άγριο προσπάθησαν να μάθουν αν είχε κάτι με τον βρετανό αξιωματικό, και πως εκείνος είχε πάρει το θάρρος να τη ζητήσει για γυναίκα του. Δύσκολες στιγμές πέρασε από τους γονείς της η Ρόζα λόγω της δυσπιστίας τους, όμως το γεγονός ότι είχε κάνει πράξη την πρόταση του της έδινε κουράγιο και υπέμενε τη συνεχή ανάκριση.
Τελικά ίσως να μην ήταν εχθρός. Για εκείνη σίγουρα δεν ήταν.
-Τον αγαπάς; Τη ρώτησε στο τέλος παραιτημένη η μητέρα της.
-Μα ποιον να αγαπάω βρε μητέρα, αφού δεν τον ξέρω.
-Δεν μπορείς να με γελάσεις. Όταν τον αναφέρουμε το πρόσωπο σου φωτίζεται άθελα σου. Όμως κόρη μου δεν είναι αυτός για σένα. Είναι ξένος, τι ζωή θα κάνεις μαζί του. Τόσα καλά παιδιά έχει ο τόπος μας, γιατί να πέσουμε στην ανάγκη ενός ξένου. Τα ίδια της έλεγε και ο πατέρας της, λίγο πιο ένθερμα αφού πρόσθετε και το εθνικό ζήτημα μιας και ανήκε στην στρατιά των κατακτητών και δυναστών του τόπου τους.
Ο Οκτώβρης κόντευε στο τέλος του, η Ρόζα ήταν περιορισμένη στο σπίτι της, έβγαινε μόνο με τη συνοδεία των γονιών της και αυτό για να μην προκληθεί σκάνδαλο και μπει στα στόματα του κόσμου. Η συζήτηση του Κάρολου με τον πατέρα της είχε προκαλέσει την περιέργεια, αλλά μιας και εκείνος δε συζήτησε με κανέναν τι ήθελε να του πει ο βρετανός αξιωματικός και σε όποιον τον ρώτησε αρκέστηκε να του πει γενικότητες κανείς δεν ήξερε ότι η Ρόζα ήταν το θέμα ανάμεσα στους δύο άντρες.
Από τη μέρα όμως που η Ρόζα πληροφορήθηκε για την πρόταση του ψηλού όμορφου στρατιωτικού, δεν έβρισκε ησυχία. Ξαφνικά ένιωσε ότι η ζωή της ήταν άμεσα συνδεδεμένη με εκείνου του άντρα και ότι κανένας ομόθρησκος και ομοεθνής της δε θα μπορούσε να την κάνει να νιώσει ανάλογα. Τελικά ίσως ο έρωτας ήταν πάνω απ’ όλα, όμως δεν μπορούσε να τον δει, να τον συναντήσει, όσο κι αν αρνούταν στους γονείς της τα αισθήματα της, εκείνοι παρέμεναν επιφυλακτικοί και δεν την έχαναν από τα μάτια τους.
Ξύπνησε μέσα στη νύχτα από όνειρο κακό, ήταν λέει πάνω στη θάλασσα, τα πόδια της δε βούλιαζαν, όμως στεκόταν ακίνητη και κοίταζε το νησί της και τους γονείς της από το λιμάνι να της απλώνουν το χέρι, πίσω της άκουσε μια άλλη φωνή να την καλεί, στράφηκε προς τη φωνή, σε ακόμα μεγαλύτερη απόσταση ήταν ένα άλλο νησί φτιαγμένο από πάγο, πάνω του στεκόταν ο βρετανός αξιωματικός, κάπως ψυχρός και της άπλωνε το χέρι, εκείνη δείλιαζε μέχρι που εκείνος της χαμογέλασε, στράφηκε προς την πλευρά του μα στο πρώτο της βήμα για να μειώσει την απόσταση που τους χώριζε βούλιαξε μέσα στο νερό, εκείνος βούτηξε στα παγωμένα νερά, μα τα πόδια της που δεν άγγιζαν το βυθό της θάλασσας άρχισαν να κλωτσάνε, με το τίναγμα που έκανε για να σωθεί από τα παγωμένα νερά ξύπνησε. «Κάρολε» ήταν το πρώτο πράγμα που μουρμούρισε! Μια σκέψη μπήκε στο μυαλό της, κι αν εκείνος στεκόταν έξω από το σπίτι και παραφύλαγε, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι κατάφερε να φτάσει στην πόρτα, την άνοιξε και πρόβαλε δειλά το κεφάλι της έξω, τα φύλλα ενός δέντρου της φάνηκαν να θροΐζουν, πίσω από το δέντρο εμφανίστηκε ο Κάρολος, η Ρόζα ζαλισμένη ακόμα από το όνειρο δεν ήταν βέβαιη αν ήταν ξύπνια ή το όνειρο εξακολουθούσε, αποφάσισε να κάνει λίγα βήματα προς τα εκεί, ο Κάρολος έμεινε σταθερός στη θέση του, μόλις τον έφτασε άθελα της έπεσε στην αγκαλιά του και αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί, στην αρχή δειλό και αναγνωριστικό μα όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο παθιασμένο, ύστερα την έκλεισε στην αγκαλιά του.
-Αγάπη μου, ήξερα ότι θα καταλάβαινες ότι είμαι εδώ και ότι κάποια νύχτα θα έβγαινες να με βρεις. Η Ρόζα αβέβαιη ακόμα για την πραγματικότητα των όσων συνέβαιναν δε μίλησε. Έκανα αυτό που μου είπες. Ο πατέρας σου δεν έχει σκοπό να σε δώσει σε έναν ξένο.
-Το ξέρω.
-Και τι θα κάνεις; Δε μου αρέσει που σε φέρνω σε αυτή την κατάσταση όμως πρέπει να διαλέξεις.
-Πως μπορώ να διαλέξω;
-Κάποια στιγμή θα το πάρουν απόφαση καλή μου, δε μας αφήνουν επιλογές, αν με αγαπάς όσο σε αγαπάω πως θα καταφέρεις να ζήσεις μακριά από μένα. Αν πάλι έχεις αμφιβολίες θα κάνω την καρδιά μου πέτρα και θα σε αφήσω.
-Η γυναίκα του γιατρού μας είναι ερωμένη σου άκουσα. Είπε σπρωγμένη από τη ζήλεια που ποτέ δεν αφήνει ήσυχους τους ερωτευμένους.
-Λόγια του κόσμου. Ένα αθώο φλερτ είχαμε, δυο φιλοφρονήσεις ανταλλάξαμε κι αμέσως ο κόσμος να πει κουβέντες, άλλωστε απ’ όταν αντίκρισα εσένα δεν είχα μυαλό για κάποια άλλη.
-Τι θα κάνουμε Κάρολε;
-Θα ζητήσω μετάθεση για αλλού, και θα φύγουμε μαζί.
-Μα μου ζητάς να φύγω από το νησί μου;
-Για σένα το κάνω, θα είναι καλύτερα, αν φύγουμε μαζί θα σε ξεχάσουν αργά ή γρήγορα, αν όμως μείνεις θα έρθουν στα αυτιά σου λόγια που δε θες να ακούσεις, άδικες κατηγορίες που δε θα αντιπροσωπεύουν την αγάπη μας, ξεχνάνε οι άνθρωποι πως είναι να είσαι ερωτευμένος Ρόζα, και εγώ δε θέλω να σε πειράξει κανείς, και με κανέναν τρόπο. Θέλω να σε αγαπώ και να σε προστατεύω να σου είμαι αφοσιωμένος, να κάνουμε οικογένεια.
Ο Κάρολος ήταν πάντα καλός στα λόγια και η Ρόζα άπειρη και ερωτευμένη δέχτηκε την πρόταση του. Στα μέσα του επόμενου μήνα φεύγανε μαζί για την Αγία Μαύρα, το άλλο όνομα της Λευκάδας, και στις 25 Νοεμβρίου παντρεύονταν σε ορθόδοξη εκκλησία. Την πίκρα της που είχε αποχωριστεί τους γονείς της η Ρόζα την ξεχνούσε μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου της βρετανού. Τις ώρες όμως που εκείνος εργαζόταν, η Ρόζα ταξίδευε με το μυαλό της στο δικό της νησί και στους αγαπημένους της γονείς, ένιωθε την πίκρα τους που τους είχε εγκαταλείψει η κόρη τους και μάλιστα για έναν βρετανό αξιωματικό όμως εκείνη ήξερε ότι η πράξη της ήταν μονόδρομος. Τον αγαπούσε τον Κάρολο και εκείνος τη λάτρευε, κανείς δε θα μπορούσε να είναι πιο ιδανικός για τη Ρόζα, τι σημασία είχε που δεν ήταν έλληνας, στον έρωτα αυτά δεν υπολογίζονται. Πολλές ελληνοπούλες άλλωστε δεν είχαν αγαπήσει τούρκους, και εκείνοι και πιο βάρβαροι ήταν και αλλόθρησκοι, ενώ ο Κάρολος όπως και η ίδια πίστευαν στον Χριστό, ακόμα δεν είχε καταφέρει να αντιληφθεί τις διαφορές των δογμάτων τους. Λίγο καιρό αργότερα κατάλαβε ότι είχε μείνει έγκυος, έτσι όταν έμενε μόνη της μοίραζε τις έγνοιες της στην ανησυχία που πιθανόν να είχαν οι δικοί της αλλά και στο παιδάκι που θα γένναγε και αυτό την έκανε τόσο ευτυχισμένη, θα είχε σύντομα ένα παιδί δικό της και του Κάρολου, τι μεγαλύτερη ευλογία για μια γυναίκα ερωτευμένη. Κρίμα μόνο που δε θα ήταν κοντά οι δικοί της να χαρούν μαζί της. Άρχισε να φτιάχνει ρούχα για το μωρό της που γεννήθηκε ένα χρόνο περίπου μετά το γάμο της με τον Κάρολο.
Η ευτυχία της δε θα κρατούσε πολύ, δυο μήνες μόλις μετά τη γέννηση του ο πρωτότοκος πέθανε γεμίζοντας θλίψη τη Ρόζα. Ο Κάρολος από την πλευρά του πήρε πιο ψύχραιμα την απώλεια του πρώτου τους γιου, προσπαθώντας να παρηγορήσει τη Ρόζα της έλεγε ότι θα έκαναν άλλα παιδιά και δεν ήθελε να του αρρωστήσει και εκείνη, όμως για τη Ρόζα ο Γεώργιος, όπως είχε βαπτιστεί το πρώτο τους παιδί, όταν πέθανε δεν ήταν απλά ένα βρέφος δύο μηνών, τον γνώριζε ήδη εννέα μήνες καθώς μεγάλωνε μέσα στα σπλάχνα της. Τον είχε πάρει στην αγκαλιά της, τον είχε μυρίσει, τον είχε ταΐσει με γάλα από το κορμί της, ο δεσμός της ήταν πιο δυνατός απ’ ότι του παιδιού με τον άντρα της. Αν για ένα πράγμα είχε γεννηθεί η Ρόζα αυτό ήταν να γίνει μάνα, πάνω κι από το να γίνει σύζυγος, ο Κάρολος δε φαινόταν να αντιλαμβάνεται απόλυτα τον πόνο της, ίσως έφταιγε ο τρόπος που μεγάλωναν οι άντρες στη Βρετανία που θα υπηρετούσαν τα συμφέροντα της βασιλείας, ίσως ο τρόπος που μεγάλωναν όλοι οι άντρες στον κόσμο, όμως δεν συμμεριζόταν το πένθος της νεαρής συζύγου του, και εκείνη ήταν υποχρεωμένη να το περνάει μακριά από τους δικούς της που την είχαν μεγαλώσει και της είχαν δώσει τα πάντα μέχρι που τους άφησε για τον όμορφο, ψηλό αξιωματικό.
Μήνες αργότερα έμεινε πάλι έγκυος και στις 27 Ιουνίου του έτους 1850 γέννησε το δεύτερο γιο τους, που πήρε το όνομα Πατρίκιος. Ο Κάρολος στη γέννηση του δευτερότοκου γιου του δεν ήταν παρόν, λίγους μήνες νωρίτερα είχε φύγει από τη Λευκάδα με μετάθεση για τις Δυτικές Ινδίες, αφήνοντας έγκυο τη Ρόζα να φέρει στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους. Και ενώ έγκυος και μόνη η νεαρή επτανήσια ανησυχούσε και φοβόταν, μόλις γεννήθηκε ο γιος της ηρέμησε και όλα φαίνονταν να έχουν μπει σε μια σειρά. Στην αγκαλιά της κρατούσε το γιο της σχεδόν όλες τις ώρες και του έλεγε τραγούδια και παραμύθια και εκείνος την κοίταζε στα μάτια προσπαθώντας να την ξεχωρίσει. Ήταν μόνοι τους, όμως ήταν σαν να είχαν πλάι τους όλο τον κόσμο, ο πατέρας δεν είχε εμφανιστεί, ο Πατρίκιος είχε φτάσει σχεδόν δυο ετών χωρίς να έχει δει τον πατέρα του, μόνο γράμματα λάβαιναν από εκείνον που τους διαβεβαίωνε ότι ήταν καλά και ότι του έλειπαν.
Κεφάλαιο ΙΙ (Νησί από Πάγο)
Ο γιός της Ρόζας μεγάλωνε χωρίς τον πατέρα του, δύο χρονών του αρκούσε η αγκαλιά της μάνας του, δεν αναρωτιόταν γιατί εκείνος δεν είχε πατέρα, όπως είχαν τα άλλα παιδιά στη Λευκάδα, άλλωστε είχε ακούσει πολλές φορές αυτή τη λέξη όταν η μητέρα του διάβαζε τα γράμματα του Κάρολου, που πλέον είχαν πάψει να έχουν τη λατρεία που είχαν οι πρώτες επιστολές του. Ακόμα και η Ρόζα αντιλαμβανόταν ότι για τον Ιρλανδό εκείνα τα γράμματα είχαν γίνει μία υποχρέωση, λίγα λόγια που τους ενημέρωνε ότι ήταν καλά. Για τον Πατρίκιο ο πατέρας ήταν ένα μυθικό πρόσωπο που πολεμούσε τους κακούς, ο παππούς του φυσικά αν βρισκόταν κοντά τους θα τον διόρθωνε ενημερώνοντας τον ότι ο πατέρας του δυστυχώς ήταν από την πλευρά των κακών, ίσως από λάθος, και ότι είχε πάει σε μια ξένη χώρα και καταπίεζε τους ντόπιους αντί να καθίσει στην κρύα χώρα του να γιατροπορεύει τους εκεί ασθενείς του.
Το Σεπτέμβρη η Ρόζα έλαβε μια επιστολή από τον Κάρολο που την ενημέρωνε ότι έπρεπε να φύγει από τη Λευκάδα και να πάει να συναντήσει τον αδερφό του στη Μάλτα όπου θα οδηγούσε την ίδια και τον γιό τους με ασφάλεια στους δικούς του στο Δουβλίνο. «Ήταν λάθος μου που σας άφησα τόσο καιρό μόνους σας, θα είστε καλύτερα με την οικογένεια μου, θα σας προσφέρουν ό,τι χρειάζεστε και θα είστε άνετα». Αυτό που δεν της είχε γράψει ήταν ότι η οικογένεια του όπως και η δική της στα Κύθηρα ήταν ενάντια σε αυτή την ένωση, πλέον όμως δεν μπορούσαν παρά να το αποδεχτούν. Δεν ενθουσιάστηκε με την προοπτική να φύγει από το νησί και να ξενιτευτεί για δεύτερη φορά, όμως αφού ήταν θέληση του συζύγου της δεν της έμενε να κάνει κάτι άλλο. Της είχε στείλε χρήματα για το ταξίδι και οδηγίες, έτσι με δυσάρεστα συναισθήματα η Ρόζα άρχισε να μαζεύει τα πράγματα τους, θα έφευγε για πάντα από την ηλιόλουστη Ελλάδα, για να πάει σε μια ξένη χώρα που καλά καλά ούτε την γλώσσα δεν γνώριζε για να ζήσει με άγνωστους. Ύστερα προσπαθώντας να πάρει κουράγιο μάλωνε τον εαυτό της ότι οι συγγενείς του άντρα της δεν ήταν ξένοι.
Ταξίδεψαν μόνοι τους ως τη Μάλτα και από εκεί συνέχισαν για τη Γαλλία όπου τους περίμενε ο αδερφός του Καρόλου, ο Ριχάρδος για να τους μεταφέρει στο Δουβλίνο. Ο Ριχάρδος αν και έμοιαζε αρκετά με το σύζυγο της, της φάνηκε ψυχρός, αφού έφτασαν μαζί ως το Δουβλίνο τους άφησε στο σπίτι των γονιών του και ο ίδιος πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Παρίσι και τις υποθέσεις του το επόμενο κιόλας πρωί. Εντύπωση της έκανε της Ρόζας η βιαστική αναχώρηση του, που δεν είχε νιώσει την επιθυμία να μείνει σπίτι του λίγες μέρες να δει τους δικούς του μιας και είχε αναγκαστεί να κάνει τόσο ταξίδι.
Το πατρικό του Καρόλου ήταν ένα μεγάλο, σκοτεινό σπίτι που τρόμαξε μάνα και γιο, οι γονείς του άντρα της αν και προσπαθούσαν να φανούν ευγενικοί στην ίδια και στον εγγονό τους, τους έβλεπες που τους κοίταζαν από πάνω ως κάτω με περιέργεια. Ο Πατρίκιος είχε στριμωχτεί δίπλα στο πλευρό της μητέρας του και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκεί, όχι ότι έκανε κάποιος προσπάθεια από τους παππούδες του να τον πλησιάσει περισσότερο. Εκεί που άφησαν να τους ξεφύγουν μικρά ξεφωνητά ήταν όταν ενημερώθηκαν ότι η νεαρή σύζυγος του γιού της δεν ήταν Καθολική αλλά Ορθόδοξη.
Το βράδυ το ζευγάρι σχολίαζε στην κρεβατοκάμαρα του.
-Πολύ μελαμψή είναι, είχα την εντύπωση ότι οι αρχαίοι έλληνες ήταν σαν κι εμάς!
-Οι Αρχαίοι μπορεί, οι νέοι σίγουρα όχι, αν κρίνω από τη νύφη μας.
-Και το άλλο, είναι ορθόδοξη, πρέπει να αλλάξει δόγμα και να γίνει καθολική και σε αυτό δε δέχομαι αντίρρηση, θα το πω και στο γιο μας όταν έρθει με το καλό. Για το χρώμα της μπορεί να μη γίνεται κάτι, αλλά η πίστη της άγριας πρέπει να αλλάξει.
Στις επισκέψεις των συγγενών που είχαν μάθει ότι στο Δουβλίνο είχε καταφτάσει η γυναίκα και το παιδί του Κάρολου από τα μακρινά Κύθηρα, τα πεθερικά της με συγκαλυμμένη ντροπή παρουσίαζαν νύφη και εγγονό, και οι Ιρλανδοί επισκέπτες την κοίταζαν με έκπληξη που έκανε τη Ρόζα να ντρέπεται. Αν δεν είχε λατρεία στο γιο της αναμφίβολα θα μετάνιωνε για το ότι παραδόθηκε στον Κάρολο, άλλωστε είχε να τον δει χρόνια και τώρα αναγκαζόταν να ζει με τους δικούς του. Όσο ζούσε με το γιο της στη Λευκάδα ένιωθε ότι διατηρούταν η αγάπη της για εκείνον, όμως τώρα, με την απόσταση και τα χρόνια να τους χωρίζουν είχε την αίσθηση ότι ο Κάρολος περισσότερο ανήκε σε εκείνους που την κοίταζαν με δυσαρέσκεια παρά ήταν ο άντρας που την αγάπησε και εκείνη θυσίασε τους δικούς της. Όμως ένα βλέμμα του Πατρικίου, ένα ελαφρύ τράβηγμα της φούστας της από εκείνο το πιτσιρίκι, και τότε συνειδητοποιούσε πόσο άξιζε η θυσία της γιατί μπορεί αρχικά να την έκανε για τον εχθρό του πατέρα της, όμως είχε αποκομίσει ένα μεγάλο δώρο από εκείνον, που ήταν ο γιος της.
Η μόνη που δεν κοίταξε με δυσαρέσκεια τη Ρόζα και το μικρό ήταν η θεία του Καρόλου, μόλις μπήκε και τους είδε άνοιξε την αγκαλιά της προς τη νεαρή μητέρα, ενώ χάιδεψε το καστανό κεφαλάκι του Πατρικίου που ήταν κρυμμένος πίσω από τη φούστα της μητέρας του. Τα πράγματα στο σπίτι όμως δεν πήγαιναν τόσο καλά, μετά τις πρώτες αβρότητες των γονιών στα νέα μέλη της οικογενείας είχαν ξεκινήσει να δείχνουν τη δυσαρέσκεια τους για την επιλογή του γιού τους. Η θεία του Καρόλου, Σάρα Μπρενάν, αποφάσισε να καλέσει στο σπίτι της τη Ρόζα και τον αξιολάτρευτο γιο της να μείνουν για λίγο καιρό μαζί της, κάτι που δέχτηκαν όλοι με ανακούφιση.
Η Μπρενάν ήταν μια πλούσια γυναίκα που έμενε μόνη με τους υπηρέτες της σε ένα μεγάλο σπίτι, αν και εκείνη αποσκοπούσε να κάνει το γιο του Καρόλου και της ελληνίδας έναν καλό καθολικό, δεν έδειξε από την αρχή τους σκοπούς της και έτσι η φιλοξενία στο σπίτι της για τη Ρόζα και το παιδί ήταν μια παρηγοριά, και η για λίγες μέρες φιλοξενία είχε μετατραπεί σε μόνιμη. Ο Πατρίκιος τα απογεύματα καθόταν με τη μητέρα και τη θεία Σάρα και άκουγε τη μητέρα να διηγείται ιστορίες από τον τόπο που είχε γεννηθεί ο ίδιος. Με έναν ουρανό πιο γαλανό και πιο κοντά στη γη. Σε αντίθεση με το Δουβλίνο που ο καιρός ήταν καταθλιπτικός, κρύος και ανήλιαγος και γέμιζε κατάθλιψη τη Ρόζα που αναπολούσε τον τόπο της, το νησί με τη ζωντανή θάλασσα που σου μιλούσε.
Όταν επέστρεψε στο Δουβλίνο ο πατέρας, ο Πατρίκιος ήταν ήδη τεσσάρων ετών. Αφού επισκέφτηκε το πατρικό του και ενημερώθηκε από τους γονείς του, άφησε δυο μέρες να περάσουν πριν επισκεφτεί το σπίτι της θείας του ώστε να πάρει τη γυναίκα και το γιο του. Δεν υπήρχε καμία βιασύνη, τώρα είχε επιστρέψει και για καιρό δε θα έφευγε, είχαν περάσει πάνω από τέσσερα χρόνια που είχε να δει τη γυναίκα του, όσο για τα γιο του δεν τον είχε συναντήσει ποτέ, θεώρησε λοιπόν ότι δε θα ήταν σπουδαίο να περάσουν άλλες δυο μέρες μέχρι να ειδωθούν.
Το δεύτερο απόγευμα το σπίτι τους επισκέφτηκε η Αλίσια, τα μάτια του Καρόλου δε χόρταιναν την ξανθιά καλλονή, προσπάθησε να φαίνεται διακριτικός όμως με δυσκολία αποτραβούσε το βλέμμα του πάνω από τον πρώτο του έρωτα που τόσο σκληρά είχε σημαδέψει την καρδιά του. Οι γονείς που γνώριζαν για τα πρώτα χτυποκάρδια του γιου τους και θέλοντας να αποτινάξουν από πάνω τους τη μελαμψή σύζυγο του, τους άφησαν διακριτικά κάποια στιγμή μόνους.
-Έμαθα ότι παντρεύτηκες! Του είπε. Γνώρισα μάλιστα και το γιο σου, πολύ γλυκό παιδί μα είναι μονίμως κολλημένος στα φουστάνια της μητέρας του.
-Φταίει που ήταν για πολύ καιρό οι δυο τους. Εσύ; Πως τα πας με τον άντρα σου;
-Είμαι χήρα! Του απάντησε κάνοντας τον να χάσει τα λόγια του. Μόλις πρόσεξε ότι εκείνη φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, αν και δε θα το έλεγες ακριβώς κατάλληλο για μια χήρα, ίσως γι αυτό δεν το είχε προσέξει από την αρχή.
-Λυπάμαι. Δε με ενημέρωσε κανείς.
Ολόκληρο το βράδυ επαναλάμβανε τα λόγια της Αλίσιας στο μυαλό του. Είχε χηρέψει και εκείνος ήταν παντρεμένος, τι έμενε να κάνει, η καρδιά του βούλιαζε μέσα στο στήθος του από τον αναστημένο πόθο του για την Αλίσια. Την επόμενη μέρα επισκέφτηκε απρόθυμος τη θεία του και ζήτησε να δει τη Ρόζα, πόσο άχρωμη και αδιάφορη του φάνηκε μπροστά στην όμορφη Αλίσια, είχε κάνει λάθος να την πάρει από εκεί που ανήκε, και ο ίδιος είχε δεσμευτεί και εκείνη είχε χάσει την ομορφιά της, μακριά από το φυσικό της περιβάλλον. Όπως ένα λουλούδι που το κόβεις από τον αγρό και ύστερα από λίγες μέρες μαραίνεται μέσα σε ένα βάζο με νερό. Παράλληλα με τα βήματα της, πρόσεξε κολλημένο επάνω της ένα άλλο πλάσμα να περπατάει.
-Αν και είναι ήδη δύο χρόνια εδώ, δεν έχουμε καταφέρει να του εμπνεύσουμε την ασφάλεια που πρέπει να νιώθει απέναντι σε ξένους. Σχολίασε η θεία αδιάφορα.
-Πατρίκιε ο μπαμπάς σου. Είπε η Ρόζα, ο Κάρολος γονάτισε και άνοιξε τα χέρια του ώστε να πάρει αγκαλιά το παιδί που τον κοίταζε καχύποπτα.
Ανακουφισμένη που είχε επιστρέψει ο Κάρολος τον ακολούθησε στο πατρικό του. Η Αλίσια για δεύτερη μέρα είχε επισκεφτεί τη μητέρα του, μπαίνοντας με την οικογένεια του ο Κάρολος συνάντησε τη δυσαρέσκεια στο βλέμμα της, αναμφίβολα κάτι περίμενε από εκείνον η ξανθιά χήρα. Το βλέμμα που αντάλλαξε με τη Ρόζα έκανε τη νεαρή ελληνίδα να ανησυχήσει, ξαφνικά ένιωσε ότι η ξανθιά φίλη της πεθεράς της θεωρούσε ότι κάτι της είχε κλέψει, ακόμα κι αν καθρεφτίστηκε για λίγο μέσα στα μάτια της η δυσαρέσκεια πριν εκείνη χαμογελάσει και τους καλωσορίσει στο σπίτι τους, ένα έντονο κακό προαίσθημα έκανε τη νησιωτοπούλα να ριγήσει.
Το βράδυ που ο Κάρολος έσμιξε μετά από τεσσερισήμισι χρόνια με τη γυναίκα του, στο μυαλό του κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης είχε την Αλίσια, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξεμπερδέψει με αυτά και να κάνει τη γυναίκα που πόθησε περισσότερο στη ζωή, δικιά του. Η ξανθιά χήρα είχε γίνει ο λόγος που δεν επέτρεπε στις γυναίκες να τον αρνηθούν, με κάθε τίμημα έπρεπε να τις αποκτήσει. Θύμα της δικής της άρνησης είχε γίνει και η Ρόζα, αλλιώς ίσως να μην είχε επιμείνει τόσο πολύ ο Κάρολος να την κλέψει και να φύγει μαζί της για κάποιο άλλο νησί του Ιονίου.
Μόλις η σύζυγος του αποκοιμήθηκε δίπλα του, ο Κάρολος άρχισε να ψάχνει τρόπους. Ήταν απολύτως βέβαιος ότι εκείνη δε θα του παραδινόταν αν δε γινόταν όλα σύμφωνα με τον καθολικό νόμο. Επιπλέον η Αλίσια ήταν μια πανέμορφη γυναίκα με περιουσία και σύντομα θα βρισκόταν κάποιος να τη διεκδικήσει και να την κερδίσει, χάνοντας την ο ίδιος δεύτερη φορά. Και η Ρόζα; Τι θα γινόταν με τη Ρόζα; Εκείνη είχε απαρνηθεί τους δικούς της για χάρη του, ήταν και το παιδί στη μέση, δεν ήθελε να χάσει και το γιο του, τι θα σκεφτόταν η κοινωνία για το τι είδους πατέρας ήταν, γιατί μπορεί να τον δικαιολογούσαν στην περίπτωση της συζύγου, ειδικά αφού ήταν ξένη, αλλά στο θέμα του παιδιού δε θα ίσχυε το ίδιο. Πρώτα όμως έπρεπε να σιγουρευτεί για τα αισθήματα της Αλίσια προς το πρόσωπο του, και ύστερα θα αποφάσιζε.
Η ψυχρή συμπεριφορά του συζύγου της συνέβαλε στο να αρχίσει η Ρόζα να παθαίνει νευρικές κρίσεις. Η αρχική της αίσθηση ότι όλα θα πήγαιναν καλά μόλις ο Κάρολος επέστρεψε στο Δουβλίνο είχε πλέον χαθεί. Η διαίσθηση της την προειδοποιούσε ότι απειλούταν και οι καυγάδες ήταν συχνοί και έντονοι ανάμεσα στο ζευγάρι. Και ο αδιάφορος τρόπος που την αντιμετώπιζε ο Κάρολος την έκανε ακόμα χειρότερα. Συχνά μουρμούριζε «Και είναι και αυτός ο τόσο ψυχρός τόπος, ο αφιλόξενος!».
Όταν μαθεύτηκε ότι η Ρόζα ήταν ξανά έγκυος, ο Κάρολος αλλά και οι γονείς του δεν έμειναν καθόλου ευχαριστημένοι με τα νέα. Όμως ο στρατιωτικός ιατρός του Βρετανικού Σώματος, είχε μάθει να αντιδράει με ψυχραιμία και έψαχνε τρόπο να αντιστρέψει τα γεγονότα προς όφελος του.
-Νομίζω ότι θα σου έκανε καλό αν επέστρεφες στην πατρίδα σου. Της είπε σε κάποια ανύποπτη στιγμή κατά τη διάρκεια του πρωινού.
-Στα Κύθηρα; Τον ρώτησε έκπληκτη η Ρόζα;
-Ίσως σε κάποιο άλλο από τα νησιά του Ιονίου. Θα έκανε καλό και στην κατάσταση σου.
-Μόνη μου θα πάω;
-Θα σε συνοδέψει κάποιος από τους υπηρέτες, αργότερα θα έρθω κι εγώ με το γιο μας.
-Θα κρατήσεις εδώ τον Πατρίκιο;
-Είσαι έγκυος, δεν βλέπω που θα σε εξυπηρετήσει να έχεις να ανησυχείς και για το μεγάλο όταν υπάρχουν τόσοι εδώ που μπορούν να τον φροντίζουν. Θα έρθουμε μαζί αργότερα.
Κουρασμένη η Ρόζα από τα όσα ζούσε κοντά στο σύζυγό της και στην οικογένεια του, και νιώθοντας έντονη την ανάγκη να βρεθεί σε ένα από εκείνα τα καταπράσινα νησιά του Ιονίου, μακριά από όλη αυτή την πίεση, συναίνεσε τελικά με την πρόταση του άντρα της και έφυγε για την Κεφαλονιά όπου θα γεννούσε τον τρίτο γιο του Καρόλου. Ο Πατρίκιος έμεινε ξαφνικά μόνος του, χωρίς την παρουσία του μοναδικού ανθρώπου που τον αγαπούσε αμερόληπτα. Ο πατέρας του από την πλευρά του, ξεκίνησε να ψάχνει τρόπους να κλείσει τις εκκρεμότητες τις οποίες είχε ισχυριστεί στη Ρόζα ώστε να μείνει πίσω, και δεν ήταν άλλες από το να βρει τρόπο να μείνει ελεύθερος ώστε να παντρευτεί με την ξανθιά χήρα του, όπως της είχε υποσχεθεί και όπου πολύ είχε πικραθεί όταν έμαθε ότι η Ρόζα ήταν ξανά έγκυος.
-Δεν καταλαβαίνετε, αυτό το παιδί είναι δικό σας, εσάς σκεφτόμουν όταν πλάγιαζα μαζί της.
-Ω Κάρολε, θα έπρεπε να ντρέπεστε, πως τολμάτε να μου μιλάτε έτσι.
-Σας αγαπάω Αλίσια. Κι αν εσείς δεν είχατε βιαστεί να παντρευτείτε, καμία Ρόζα δε θα είχε μπει ποτέ ανάμεσα μας.
Όταν κάποιος βρίσκεται στην πλευρά των ισχυρών είναι εύκολο να αδικήσει, όλοι είναι πρόθυμοι να τον βοηθήσουν να το κάνει, και κυρίως όταν το θύμα του ανήκει στους ανίσχυρους. Η Ρόζα βρισκόταν στην Κεφαλονιά όπου είχε γεννήσει τον τρίτο γιό της. Με ανυπομονησία περίμενε να έρθει στο νησί ο σύζυγός της με τον Πατρίκιο, που τόσο πολύ νοσταλγούσε να κλείσει στην αγκαλιά της. Ο δεσμός με το μεγάλο της γιό ήταν πολύ έντονος, αφού για χρόνια δεν είχε κανέναν άλλον πραγματικά δικό της εκτός από τον Πατρίκιο, αλλά ακόμα κι όταν επέστρεψε ο Κάρολος από τις Δυτικές Ινδίες πάλι τον γιό της είχε, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Ο Κάρολος είχε ενημερωθεί ότι η σύζυγος του είχε γεννήσει, όμως δεν είχε σπεύσει να βρεθεί κοντά σε εκείνη και στο μωρό, μόνο ένα καθησυχαστικό γράμμα της είχε στείλει, όπου της έλεγε ότι όλα σύντομα θα έμπαιναν στη θέση τους και εκείνη δεν είχε να ανησυχεί για τίποτα, μόνο που γράφοντας αυτές τις λέξεις ο Ιρλανδός σύζυγός της εννοούσε ότι οι δικές του υποθέσεις θα έμπαιναν στη θέση τους αφού θα απαλλασσόταν από την παρουσία της ίδιας και θα ήταν ελεύθερος να ζήσει τον έρωτα του με την αγαπημένη του Αλίσια Γκόσλιν Κρόφορντ.
Είχαν περάσει οι πρώτες σαράντα μέρες από τη γέννηση του μικρότερου γιού τους και ο Κάρολος δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνιση του μαζί με το μεγάλο τους παιδί. Η Ρόζα ξαπλωμένη στο κρεβάτι αφουγκραζόταν το μωρό που ήταν ξαπλωμένο κοντά της χαϊδεύοντας το τρυφερά ανά διαστήματα και χαζεύοντας το όμορφο παιδικό του προσωπάκι, πόσο έμοιαζε με τον Πατρίκιο σκέφτηκε και νοστάλγησε το μεγάλο, ενώ αναρωτήθηκε πως θα περνούσε τώρα που εκείνη ήταν πίσω στα Επτάνησα όταν άρχισαν να χτυπάνε δυνατά την πόρτα της. Τρομαγμένη η Ρόζα σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να ανοίξει ενώ το μωρό που ξύπνησε από τον έντονο θόρυβο άρχισε να κλαίει. Ανοίγοντας την πόρτα η Ρόζα αντίκρισε βρετανούς στρατιώτες οι οποίοι ζήτησαν να δουν το παιδί.
-Έχουμε εντολή να στείλουμε το παιδί στον πατέρα του. Της είπε ο επικεφαλής ενώ έκανε νόημα σε έναν άλλον στρατιώτη να μπει μέσα και να φέρει το βρέφος.
-Μα τι είναι αυτά που λέτε. Είμαι η μητέρα του παιδιού και σύζυγος του Καρόλου Χερν.
-Μητέρα του παιδιού μπορεί να είστε αλλά σύζυγος του Καρόλου Χέρν σίγουρα δεν είσαστε. Οι αρχές κήρυξαν το γάμο σας ως ουδέποτε τελεσθέντα.
-Μα… δεν πρόλαβε να φέρει άλλη αντίσταση ο στρατιώτης που είχε εισχωρήσει προς το εσωτερικό του σπιτιού για να βρει το βρέφος, έβγαινε έξω με το μωρό τυλιγμένο σε ένα σεντόνι μέσα στην αγκαλιά του. Τα ήδη αδύναμα νεύρα της Ρόζας δεν τη βοήθησαν να αντιδράσει, αφού προσπάθησε να εμποδίσει τον στρατιώτη, με μια σπρωξιά βρέθηκε στο πάτωμα όπου και λιποθύμησε. Κανένας από τους βρετανούς στρατιώτες δεν ενδιαφέρθηκε να συνεφέρει τη λιπόθυμη μάνα, αντιθέτως πήραν το μωρό μαζί τους και έφυγαν, όπως απαιτούσαν άλλωστε και οι διαταγές, που τους είχαν δώσει.
Κάποιοι από τους έλληνες γείτονες της Ρόζας, μόλις εξαφανίστηκε το βρετανικό απόσπασμα των στρατιωτών έτρεξαν να βοηθήσουν και να συνεφέρουν την αδύναμη μητέρα. Μόλις συνήρθε ο θρήνος της για τους χαμένους της γιούς ήταν τόσο σπαραξικάρδιος που όλες οι γυναίκες που βρέθηκαν μπροστά έβαλαν μαζί της τα κλάματα, ενώ οι άντρες με κόπο δάγκωναν τα χείλη τους για να μην ξεκινήσουν να συμπεριφέρονται και οι ίδιοι σαν αδύναμα θηλυκά. Έξι μήνες παρέμεινε η Ρόζα στην Κεφαλονιά. Όμως κανένα νέο δεν έμαθε από τους γιους και τον άντρα της. Κι ενώ για το σύζυγο της δεν ενδιαφερόταν, στιγμή δεν την απασχόλησε που είχε θελήσει να την αφήσει για άλλη, ούτε στάθηκε στις υποσχέσεις που της είχε δώσει πριν την πάρει μακριά από τους δικούς της για αιώνια αφοσίωση. Το μόνο που την πονούσε ήταν που την άφησε μάνα δίχως παιδιά, που της στέρησε το δικαίωμα να ξανασυναντηθεί με τους γιους της, και που τόσο κακό έκανε και στα ίδια τους τα παιδιά που τους στερούσε μια μητέρα που τόσο τα αγαπούσε και θα τα ανάγκαζε να μεγαλώσουν με μια μητριά που ακόμα κι αν το ήθελε σα μάνα δε θα τους στεκόταν.
Ο νόμος με μεγάλη ευκολία κήρυξε τον γάμο της Ρόζας και του Κάρολου ως ουδέποτε τελεσθέντα, χαρίζοντας την ελευθερία στον Βρετανό στρατιωτικό να συνεχίσει τη ζωή του όπως ήθελε λόγω μιας γραφειοκρατικής ατέλειας των εγγράφων, όμως δεν μπορούσε να επιστρέψει και τα χαμένα χρόνια της Ρόζας που έκανε υπομονή μακριά του μεγαλώνοντας το γιο τους. Κι ακόμα χειρότερα δεν της αναγνώριζε κανένα δικαίωμα ώστε να μπορεί να συναντήσει τους γιους της κάτι που την συνέτριψε και δε θα το ξεπερνούσε όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
Μένοντας μόνη της στην Κεφαλονιά, μην έχοντας κανέναν δικό της άνθρωπο, αποφάσισε να επιστρέψει στα Κύθηρα. Γνώριζε ότι οι δικοί της θα μπορούσαν να της γυρίσουν την πλάτη και να της κλείσουν την πόρτα μα ήθελε να κάνει μια προσπάθεια, να τους δει έστω για μια τελευταία φορά, αφού μένοντας χωρίς τα παιδιά της δεν ήξερε που θα μπορούσε να την σπρώξει η ζωή. Βρισκόταν κυριολεκτικά σε απόγνωση και το μόνο που την κρατούσε όρθια ήταν η ελπίδα ότι κάποτε ίσως και να συναντούσε τους δυο πολυαγαπημένους της γιούς.
Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού και αντικρίζοντας την κόρη της δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Έλειπε πάνω από εφτά χρόνια από το πατρικό της κι ακόμα κι αν δε μιλούσαν για εκείνη με το σύζυγο της ήλπιζαν και εύχονταν και οι δύο να είναι καλά, ακόμα κι αν είχε παρακούσει τη θέληση τους. Η παρουσία της όμως εκεί και μάλιστα σε αυτή την κατάσταση έκανε τη μάνα της να συνειδητοποιήσει πόσο άσχημα είχαν πάει όλα στη ζωή της Ρόζας.
-Ποιος είναι; Φώναξε από μέσα ο πατέρας της.
-Η Ρόζα. Μουρμούρισε η μητέρα και περίμενε να πάρει απόφαση ο άντρας της αν θα έκλεινε ή θα άνοιγε την πόρτα στη θυγατέρας τους. Μην έχοντας ακούσει τι του είπε στάθηκε δίπλα της στην πόρτα αντικρίζοντας την κόρη τους.
Με το κεφάλι σκυμμένο η Ρόζα περίμενε να ακούσει την απόφαση του πατέρα της. Στο μυαλό της ηχούσαν οι λέξεις «ουδέποτε ήσουν δική μου κόρη» και περίμενε να τη διώξει και εκείνος, είχε άλλωστε το δικαίωμα αφού πάνω από εφτά χρόνια τον είχε παρακούσει και είχε κάνει το δικό της. Σαστισμένος ο Αντώνης Κασιμάτης και προσπαθώντας να αναγνωρίσει τη Ρόζα σε εκείνη την σκιά που στεκόταν απέναντι του έμεινε αμίλητος, μόνο μόλις εκείνη έκανε ένα βήμα προς τα πίσω για να φύγει εκείνος της είπε με την αυστηρή φωνή του.
-Που πας Ρόζα; Πάλι θα φύγεις; Πέρνα μέσα. Η Ρόζα σήκωσε το κεφάλι της να κοιτάξει τον πατέρα της ενώ είδε από τα μάτια της μητέρας της να τρέχουν τα δάκρυα. Μην αντέχοντας άλλο έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της ενώ ο πατέρας της προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση και την απογοήτευση του για την κατάντια της κόρης του, φωνάζοντας τους με αυστηρή φωνή.
-Τι θα γίνει γυναίκες, θα μπείτε μέσα ή θα μείνετε για πάντα στην πόρτα;
Ο πατέρας αν και είχε δεχτεί πίσω την κόρη του προσπαθούσε να φαίνεται αδιάφορος λείποντας για ώρες από το σπίτι του, αφήνοντας τη Ρόζα να εξιστορεί τα όσα συνέβησαν στη μητέρα της, η οποία προσπαθούσε να την παρηγορήσει και να της δώσει πάλι την ελπίδα. Το βράδυ μάθαινε και εκείνος τα καθέκαστα βλαστημώντας και μισώντας διπλά τους βρετανούς που είχαν έρθει και είχαν γίνει κύριοι του δικού του τόπου, με τις απειλές και τα όπλα.
-Μετρημένες είναι οι μέρες τους. Θα φύγουν θέλουν δε θέλουν από τα χώματα μας.
Αν και ήταν μια παρηγοριά η επιστροφή της στους δικούς της η Ρόζα είχε ήδη τσακισμένα νεύρα, τα παιδιά της έλειπαν και δεν μπορούσε να γίνει τίποτε γι αυτό. Ο Κάρολος ήταν αποφασισμένος να μην της επιτρέψει να τα ξανασυναντήσει, άλλωστε το 1855 η μετακίνηση από μόνη της ήταν κάτι πολύ δύσκολο από τα ηλιόλουστα Κύθηρα στην παγωμένη Ιρλανδία. Αλλά ακόμα και οι γονείς της Ρόζας ένιωθαν την απώλεια τους και εύχονταν τόσο για την κόρη τους όσο και για τους ίδιους να έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν κάποτε τα εγγόνια τους και να τα γνωρίσουν. Αν και ήδη αναγνώριζαν ότι αυτό μάλλον θα ήταν αδύνατο.
Ένα χρόνο αργότερα από την επιστροφή της στη πατρογονική γη, της έγινε προξενιό να παντρευτεί έναν άντρα. Μη νιώθοντας τίποτα για τον Κάρολο και με την ελπίδα να ξαναγίνει μητέρα και να ξαναφτιάξει τη ζωή της, όπως τη συμβούλεψαν και οι γονείς της αποδέχτηκε την πρόταση και ξαναπαντρεύτηκε. Το πρόσχαρο όμως εκείνο κορίτσι που ήταν πριν γνωρίσει τον Στρατιωτικό Ιατρό του βρετανικού σώματος δε θα επέστρεφε με το δεύτερο γάμο της.
Έγινε μητέρα τεσσάρων ακόμα παιδιών μα η απουσία του Πατρίκιου και του Ντάνιελ Τζέιμς δεν την άφηναν να χαρεί τη μητρότητα όπως θα της άξιζε. Τα δυο της παιδιά που ζούσαν με τον πατέρα τους και τη νέα του σύζυγο στο παγωμένο νησί ήταν ο μόνιμος λόγος να είναι θλιμμένη. Ήταν βράδια που έβλεπε στον ύπνο της ότι ζούσε εκεί μαζί τους, και ήταν ευτυχισμένοι όταν κομμάτια πάγου ξεκόλλαγαν και καρφώνονταν στην καρδιά της. Ο νέος της σύζυγος που ήξερε την ιστορία της Ρόζας και του Κάρολου καθώς και για τους δυο γιους της που της τους είχαν κλέψει με τόσο άνανδρο τρόπο, έδειχνε κατανόηση και λίγα χρόνια αργότερα τη βοήθησε να πάει να συναντήσει τους γιους της στο Δουβλίνο, μάταιος κόπος, ο Κάρολος δεν ήταν διατεθειμένος να την αφήσει να τους δει. Άλλο ένα πλήγμα στην ήδη ευαίσθητη κατάσταση του ψυχισμού της.
Ζώντας πλέον χωρίς ελπίδα ότι θα τους συναντήσει ξανά, άρχισε να τρελαίνεται, να παραμελεί τα παιδιά από το δεύτερο γάμο της, άθελα της αφού άρχισε να μην τα αναγνωρίζει, στο μυαλό της είχε μόνο δύο γιους τον Πατρίκιο που γεννήθηκε στη Λευκάδα τον Ιούνιο του 1850 και τον Ντανιέλ Τζέιμς που γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1855, ο σύζυγός της Κάρολος δεν επέστρεψε ποτέ, είχε πεθάνει στις Δυτικές Ινδίες όπου είχε πάει με μετάθεση πριν τη γέννηση του μικρού τους γιου. Έτσι είχε ανακατέψει τα γεγονότα και είχε εκδικηθεί ο χαλασμένος ψυχισμός της τον Κάρολο για την απουσία των γιων της, η Ρόζα κατέληξε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας όταν είδαν ότι τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο όπου και θα πέθαινε λίγα χρόνια αργότερα.
Κεφάλαιο ΙΙΙ (Το παιδί)
Η πρόταση της χήρας και άκληρης θείας του Καρόλου να αναλάβει εκείνη την κηδεμονία του Πατρικίου, καθιστώντας τον μάλιστα ως κληρονόμο της, έδωσε μεγάλη ανακούφιση τόσο στον πατέρα και στην αρραβωνιαστικιά του όσο και στους παππούδες του. Ο μεγάλος γιος της Ρόζας αποζητούσε συνέχεια τη μητέρα του και δε φαινόταν διατεθειμένος να δεχτεί τη νέα τάξη πραγμάτων και να ζήσει μακριά της, αντιθέτως με τον Ντάνιελ Τζέιμς που ήταν ακόμα βρέφος οπότε δε θα είχαν κανένα πρόβλημα ο Κάρολος με την Αλίσια να τον μεγαλώσουν όπως επιθυμούσαν.
Η Σάρα Μπρενάν ανέλαβε να μεγαλώσει το παιδί και αφού είχε βγει από τη μέση η μητέρα του, θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερο για εκείνον να λάβει αυστηρή καθολική διαπαιδαγώγηση, κάτι που επιθυμούσε από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τον δίχρονο ανιψιό της. Το χαώδης σπίτι της κυρίας Μπερνάν πλέον στα μάτια του πεντάχρονου Πατρίκιου δεν είχε την ίδια εικόνα όπως τότε που ζούσε εκεί με τη Ρόζα. Όλα ήταν καταθλιπτικά και σκοτεινά αποδεικνύοντας την ευσέβεια της θείας του. Κανείς δεν αποκαλούσε το γιο της Ρόζας πλέον με το όνομα του, όλοι αναφέρονταν σε εκείνον ως «Το Παιδί». Μεγαλώνοντας ουσιαστικά μόνος του, χωρίς μητρική αγάπη και φροντίδα και με μια πλούσια φαντασία ο Πατρίκιος άρχισε να φοβάται τα φαντάσματα που δημιουργούσε η εγκατάλειψη, οι σκιές και το σκοτεινό περιβάλλον του σπιτιού. Η θεία του πιστεύοντας ότι αν και πέντε ετών θα έπρεπε να συμπεριφέρεται όπως απαιτεί η ανδρική αξιοπρέπεια τον κλείδωνε τις νύχτες στο σκοτεινό δωμάτιο, αδιαφορώντας για τα κλάματα και τις φωνές του, αυξάνοντας του το ψυχολογικό μαρτύριο. Και όσο έμενε μόνος του τόσο μεγάλωνε η επίδραση του από το φόβο, ένιωθε ότι ολόκληρο το δωμάτιο είχε καταληφθεί από τα στοιχειά και τα πνεύματα και ότι έμενε λίγος χώρος μόνος για τον ίδιο.
Οι φωνές και τα κλάματα του συγκινούσαν μόνο μια υπηρέτρια που πήγαινε να δει τι συμβαίνει, σύντομα όμως όλο το προσωπικό πήρε την εντολή να μην πηγαίνει κανείς τους στο δωμάτιο του παιδιού, αυτά ήταν καπρίτσια ενός πεντάχρονου και θα έπρεπε να τον αφήσουν κλειδωμένο να ξεπεράσει μόνος του τις φοβίες του. Την ίδια αίσθηση που είχε όταν ήταν κλεισμένος στο σκοτεινό δωμάτιο ο Πατρίκιος την είχε όταν πήγαινε με τη θεία του να παρακολουθήσει τη λειτουργία στη μεγάλη γοτθική εκκλησία. Στις οξυκόρυφες μορφές των ανοιγμάτων έβλεπε τα φαντάσματα που τον βασάνιζαν, την πρώτη φορά έκανε να κρυφτεί πίσω από τη θεία του, μα εκείνη τον έπιασε σφιχτά από τον ώμο τον έφερε μπροστά της συγκρατώντας τον και ‘‘αφήνοντας τον εκτεθειμένο’’ στις παράδοξες μορφές.
Με τον πατέρα και την οικογένεια του συνήθιζαν να πηγαίνουν διακοπές σε μια ακτή της Νότιας Ιρλανδίας. Εκεί έμαθε να κολυμπάει και αγάπησε τη θάλασσα, άλλωστε ήταν γεννημένος σε νησί και δεν μπορούσε παρά να έχει συναισθηματική σχέση μαζί της. Όμως δεν ήταν μόνο η θάλασσα που τον μάγευε, αλλά και οι κέλτικες ιστορίες και οι θρύλοι που άκουγε από τους ντόπιους ψαράδες. Ήταν οι μόνες ανέμελες στιγμές που ο Πατρίκιος θα ζούσε στα παιδικά του χρόνια.
Φτάνοντας στα σχολικά χρόνια η κηδεμόνας του προσέλαβε κάποιον να τον διδάξει γραφή, ανάγνωση, αριθμητική και τα δόγματα της καθολικής πίστης, όμως παρά την αυστηρή του εκπαίδευση ο Πατρίκιος δε θα γινόταν ποτέ αυτό που θα επιθυμούσε η Σάρα Μπρενάν. Έχοντας μάθει να διαβάζει σύντομα βρήκε καταφύγιο στη μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού, εκεί περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας προσπαθώντας να αποδράσει από την σκληρή πραγματικότητα που τον περιέβαλε από τη μέρα της απουσίας της μητέρας του. Ήταν εννέα ετών όταν έπεσε στα χέρια του ένα βιβλίο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, έμεινε να κοιτάει τις εικόνες ενθουσιασμένος με τους ημίγυμνος θεούς και τους υπόλοιπους ήρωες, το βιβλίο έγινε το αγαπημένο του όμως σύντομα εξαφανίστηκε όταν κάποιος από τους υπηρέτες αντιλήφθηκε την προσκόλληση του παιδιού σε αυτό. Το βιβλίο εμπεριείχε ότι απαγόρευε η καθολική εκκλησία, κανονικά θα έπρεπε να ριχτεί στην πυρά, μαζί με τους αρχαίους έλληνες που το μυαλό τους είχε δημιουργήσει εκείνα τα ‘‘τέρατα’’ του Ολύμπου, και μάλιστα τους είχαν κάνει Θεούς τους. Όταν αργότερα ο Πατρίκιος βρήκε και πάλι το βιβλίο, όλα τα ‘‘ακατάλληλα’’ σημεία των γυμνών Θεών είχαν αφαιρεθεί με ψαλίδι, και αρκετά σαδιστική διάθεση, όμως πια ήταν αργά ο γιός της Ρόζας είχε βρει τον τρόπο να δραπετεύει από τον καταθλιπτικό κόσμο της κυρίας Μπρενάν, που για τον Πατρίκιο ‘‘αντιπροσώπευε’’ η θρησκεία της.
Απογοητευμένη η θεία του που ο κληρονόμος ο οποίος είχε επιλέξει ήταν ‘‘μολυσμένος’’ και δεν επρόκειτο ποτέ να μπει στον σωστό δρόμο έστρεψε την προτίμηση της σε έναν μακρινό συγγενή του μακαρίτη του άντρα της, είκοσι πέντε ετών, ευσεβής καθολικός και με σπουδές στο καθολικό εμπορικό κολλέγιο. Όταν εκείνη του ανέθεσε τη διαχείριση των οικονομικών της ο Χένρυ Μολυνέ την έπεισε να στείλει τον Πατρίκιο να σπουδάσει στο Γαλλικό Κολλέγιο του Υβενό, ήταν τότε δώδεκα ετών. Εκεί έμεινε για ένα χρόνο κι ενώ ένιωσε ακόμα περισσότερο απομονωμένος είχε την ευκαιρία να μάθει καλά τη γαλλική γλώσσα. Η γαλλική λογοτεχνία θα αποτελούσε την πύλη για να μπει ο ίδιος στη συγγραφή. Αφού έμεινε μόνο για ένα χρόνο στο γαλλικό κολλέγιο ο Μολυνέ πρότεινε στην κυρία Μπρενάν να σταλθεί εσωτερικός στο Κολλέγιο Σάιντ Κουθμπερτ στην Αγγλία, ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο τριακοσίων μαθητών. Ο Πατρίκιος στην εφηβεία, με οξύ πνεύμα και ιδιαίτερα έξυπνος προκαλούσε τον καθηγητή των θρησκευτικών με τις τολμηρές απορίες του. Τρία χρόνια έμεινε στο κολλέγιο και από κλειστός χαρακτήρας θα αρχίσει να γίνεται κοινωνικός και να αποκτάει αυτοπεποίθηση. Αυτό το άνοιγμα του όμως προς τους άλλους ανθρώπους καθώς και την εκπαίδευση του θα διέκοπτε ένα ατύχημα στη διάρκεια ενός παιχνιδιού, ο Πατρίκιος τραυματίζεται σοβαρά και χάνει το ένα μάτι του.
Η ανάρρωση του ‘‘παιδιού’’ κράτησε για έναν χρόνο, μέσα στον χρόνο αυτό ο Χένρυ Μολυνέ έχει καταφέρει με τις άστοχες οικονομικές του κινήσεις να χρεοκοπήσει την κυρία Μπρενάν η οποία έχει χάσει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία της, είναι ανίκανη πλέον να τον συντηρεί και να πληρώνει τα σχολεία του. Ο Πατρίκιος βρίσκεται στο Λονδίνο όπου τον φιλοξενεί στο σπίτι της η υπηρέτρια της κυρίας Μπρενάν, εκείνη που πρόθυμα πήγαινε να δει όταν ήταν πέντε χρονών, μακριά από την ασφάλεια που του πρόσφερε η παρουσία της μητέρας του, τι συνέβαινε και ο μικρός έκλαιγε. Σε κατάσταση ανέχειας ο Πατρίκιος έμενε προσωρινά στο σπίτι της υπηρέτριας. Τις ώρες της ημέρας μη θέλοντας να γίνει βάρος στην καλή γυναίκα, έκανε βόλτες στους δρόμους κρατώντας ένα βιβλίο με τα ποιήματα του Σούινμπερν, πολλές ώρες περνούσε στο βρετανικό μουσείο κυρίως στην αίθουσα με τα ιαπωνικά αγάλματα του Βούδα.
Εντελώς απρόσμενα έλαβε ένα γράμμα από τον Μολυνέ να παρουσιαστεί στο γραφείο του, μην έχοντας άλλη επιλογή ο Πατρίκιος παρουσιάστηκε στον μακρινό ξάδερφο του. Χωρίς μεγάλους προλόγους, άλλωστε ο Χένρυ δε θεωρούσε σε καμία περίπτωση ότι χρωστούσε το παραμικρό στον Πατρίκιο, του έδωσε ένα φάκελο, που με δυσπιστία τον πήρε εκείνος στα χέρια του και τον κοίταξε.
-Είναι ένα εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη. Χωρίς επιστροφή φυσικά, και λίγα χρήματα για να κάνεις το ταξίδι. Ο Πατρίκιος παρέμεινε σιωπηλός έτσι ο Χένρυ συνέχισε. Είναι τα τελευταία χρήματα που παίρνεις από τη θεία σου. Από εδώ και πέρα είσαι ο ίδιος υπόλογος για τη ζωή σου.
Χωρίς λέξη, πικραμένος που τον πέταγαν σε μια γωνιά στην άλλη άκρη του κόσμου για να πεθάνει ώστε να μην τους ενοχλήσει ούτε ο θάνατος του, έβαλε το εισιτήριο και τα λιγοστά χρήματα στην τσέπη του και έφυγε από το γραφείο όπως και από την Ιρλανδία και το παγωμένο Δουβλίνο, που στα χρόνια που έζησε καθόλου ευπρόσδεκτο δεν είχε σταθεί απέναντι του. Θα μπορούσε να πάει στον πατέρα του όμως ο Κάρολος και η Αλίσια για τον Πατρίκιο ήταν ξένοι, ήταν ο λόγος που είχε εξαφανιστεί η μητέρα του και ποιος ήξερε που μπορούσε να βρίσκεται πια. Με τον μόνο που είχε κάποιο δεσμό ήταν ο κατά πέντε χρόνια μικρότερος αδερφός του, κι αυτό επειδή είχαν την ίδια μητέρα, αυτό ήταν που έκανε τον Πατρίκιο να νιώθει τον Ντάνιελ Τζέιμς αδερφό του. Είχε άλλα τέσσερα αδέρφια στα Κύθηρα από τη μητέρα του όμως αυτό δε θα το μάθαινε ποτέ.
Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την άφιξη του στη Νέα Γη, ο Πατρίκιος στεκόταν πάνω στη ψηλή γέφυρα στη Νέα Ορλεάνη και κοίταζε τα νερά που έκαναν το ταξίδι τους προς το Νότο. Ήταν η τρίτη φορά που κατέφευγε στην γέφυρα αποφασισμένος να κάνει το μεγάλο άλμα που χώριζε την άχαρη ζωή του από τη γαλήνη του θανάτου, τις δύο προηγούμενες φορές είχε επιστρέψει στο σπίτι του άπραγος, αναρωτώμενος τι ήταν αυτό που τον κράταγε δεμένο με τη ζωή. Σε καμία περίπτωση δεν τον φόβιζε ο θάνατος, παρά την καθολική του διαγωγή. Εκείνος περισσότερο ένιωθε να πιστεύει στους χαρωπούς Θεούς που είχε συναντήσει στην ηλικία των εννέα ετών σε ένα βιβλίο, και που ο καθολικισμός της θείας του φρόντισε να τιμωρήσει για την χαρά τους, παρά στο σκληρό τιμωρό Θεό, όπως τον είχαν διδάξει οι καθηγητές του και η Σάρα Μπρενάν. Τότε τι; Τι ήταν αυτό που τον κράταγε δεμένο στην ανέχεια, κι αν ήταν η ελπίδα, η ελπίδα σε ποιο πράγμα;
Η μνήμη του τον επέστρεψε στη μέρα που κατέφτασε στη Νέα Υόρκη, τα λεφτά που του είχε δώσει ο ξάδερφος Μολυνέ, κόντευαν να τελειώσουν, ζήτημα να του έφταναν να φάει κάτι για μια δυο μέρες, και αυτό το κάτι θα ήταν απλώς ψωμί στην καλύτερη των περιπτώσεων. Αναμφίβολα δεν τον είχαν στείλει εκεί για να ξεκινήσει τη ζωή του, τον είχαν πετάξει για να μην τους ενοχλήσει ο θάνατος του. Τυφλός από το ένα μάτι και φιλάσθενος πόσο θα άντεχε, λίγους μήνες το πολύ, αν όχι εβδομάδες. Θυμήθηκε το αγαπημένο πρόσωπο της μητέρας του και αναρωτήθηκε για μια ακόμα φορά απ’ όταν είχε μεγαλώσει αρκετά γιατί δεν τον είχαν αφήσει να μεγαλώσει μαζί της. Τα είχαν καταφέρει μόνοι τους τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του πριν μεταφερθούν στο καταραμένο Δουβλίνο. Στην πραγματικότητα ο πατέρας του δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για εκείνον και τον παραπέταξε στην σκληρή φροντίδα της θείας του, γιατί δεν τον άφηνε στη Ρόζα; Και η απάντηση που έπαιρνε από τον εαυτό του ήταν πάντα η ίδια, από καπρίτσιο και μόνο, της τα είχαν πάρει όλα, και στο τέλος της πήραν και τους γιους της. Η Ρόζα περίμενε το σύζυγο της για πάνω από τέσσερα χρόνια να επιστρέψει κοντά της, και όταν εκείνος το έκανε τυφλώθηκε από τον έρωτα του για τη χήρα του Κρόφορντ, και ενώ ο ίδιος ήταν υπεύθυνος που δεν τήρησε τους όρκους του γάμου τους την τιμωρούσε και από πάνω στερώντας της τα παιδιά. Κι ενώ η μάνα του παρατημένη θα ήλπιζε ότι τα παιδιά της μπορεί να μην είχαν εκείνη κοντά τους αλλά θα ζούσαν καλά δίπλα στον πατέρα τους ο ίδιος είχε περάσει σκληρή παιδική ηλικία, είχε χάσει το μάτι του και στο τέλος, όταν δεν έγινε εκείνος που η σεβαστή κυρία Μπρενάν επιθυμούσε διώχτηκε για να πάει να πεθάνει σε ένα πεζοδρόμιο μιας ξένης ηπείρου. Γιατί τι άλλο μπορούσε να είναι αυτό από την τιμωρία μιας αυστηρής καθολικής.
Πόσες φορές δεν κοιμήθηκε στον δρόμο, και πόσες δουλειές δεν είχε αλλάξει κι εκεί που αδιαφόρησαν οι δικοί του άνθρωποι, που ο πατέρας του ποτέ δεν είχε αναρωτηθεί που ήταν ο γιός του όταν έφυγε από το Δουβλίνο, τον βοήθησαν οι ξένοι. Φτωχοί άνθρωποι του μεροκάματου, συμπατριώτες του πατέρα του που βρέθηκαν στην Αμερική κυνηγώντας ένα όνειρο για καλή ζωή που ποτέ δεν ήρθε, ήταν εκείνοι που τον φρόντισαν, όπως και όσο μπόρεσαν. Κι όταν κατάφερε να πάει σε κάποιους μακρινούς συγγενείς του που βρίσκονταν στην Αμερική, όπως το είχε παράδοση η οικογένεια του, του γύρισαν ακόμα και εκείνοι την πλάτη.
Δεν ήξερε πως έπρεπε να ονομάσει, τύχη ή από μηχανής Θεό, τη συνάντηση του με τον Γουώτκιν, ήξερε ότι αν δεν ήταν ο άγγλος τυπογράφος δε θα ήταν κανένας άλλος, και αυτό το σάλτο που τώρα στεκόταν έτοιμος να κάνει στο ποτάμι θα το είχε κάνει χρόνια νωρίτερα. Ποιος άλλος θα επέτρεπε να εργαστεί κοντά του ένας μονόφθαλμος άπειρος νέος, που λόγω του προβλήματος του δεν ήταν ικανός να εργαστεί σε τυπογραφείο, κι όμως ο Γουώτκιν του πρόσφερε δουλειά, μετάφραζε αποσπάσματα μεγάλων συγγραφέων για εκείνον. Η αντίληψη, η μόρφωση και ο χαρακτήρας του Πατρικίου έκαναν τον άγγλο τυπογράφο να εκτιμήσει το νεαρό, όταν δεν είχαν δουλειά επιδίδονταν σε λογοτεχνικές συζητήσεις όπου ο ξενιτεμένος Ιρλανδό - Έλληνας εντυπωσίαζε το συνομιλητή του. Από την γνωριμία τους άρχισαν τα πράγματα να πηγαίνουν καλύτερα για εκείνον, σύντομα βρήκε δουλειά σε εφημερίδα, ίσως όχι σαν δημοσιογράφος ή κειμενογράφος όμως η εμπειρία του τον βοήθησε να μεταπηδήσει στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Τσιντσινατη και να αναλάβει το αστυνομικό δελτίο. Για άλλη μια φορά ο Πατρίκιος είχε κερδίσει τις εντυπώσεις με τον τρόπο που έγραφε τα άρθρα, δεν ήταν μια στείρα απόδοση των γεγονότων και όμως θα εμφανιζόταν ο έρωτας στον δρόμο του και θα του τα κατάστρεφε όλα.
«Αλέτια», μουρμούρισε το όνομα της, στιγμή δε μετάνιωσε που την αγάπησε και που την παντρεύτηκε, όμως για άλλη μια φορά το στενόμυαλο περιβάλλον, τι κι αν επρόκειτο για δημοσιογράφους που θα έπρεπε να έχουν άλλη ματιά για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, δεν ήταν πρόθυμο να δεχτεί το μικτό γάμο ενός λευκού με μια μιγάδα, «Δεν έζησα στο σωστό αιώνα!» σκέφτηκε «Τι δουλειά έχω εδώ, εγώ έπρεπε να ζω σε έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη εποχή με διαφορετική ηθική, σε μια εποχή σαν αυτές που ζω στα όνειρα μου!». Η εφημερίδα του τον απέλυσε, όμως ο Πατρίκιος έπιασε αμέσως δουλειά στην ανταγωνιστική εφημερίδα, όμως κι εκεί οι συνάδελφοι του τον έβλεπαν σαν αυτόν που παντρεύτηκε την αραπίνα, άκουγε τα γέλια πίσω από την πλάτη του και φανταζόταν τα σχόλια. Ήταν πραγματικά αηδιασμένος από τους ανθρώπους που τον περιστοίχιζαν και τις προκαταλήψεις τους. Μπροστά στην Αλέτια προσπαθούσε να μην δείχνει την πίκρα του, ήταν ένα ευαίσθητο, εξωτικό λουλούδι και δεν ήθελε να του μαραθεί από την κακία του κόσμου, δεν ήθελε να βαραίνεται από αυτά που λέγονταν έξω από το σπίτι τους, δεν ήθελε να την αγγίζουν, φυσικά δεν τους σχολίαζαν μόνο οι συνάδελφοι του αλλά και οι γείτονες και όσοι τους έβλεπαν μαζί. «Προστυχιά κατατρώει τον κόσμο μας» έλεγε συνέχεια στον εαυτό του αηδιασμένος, «κρίνουν τους ανθρώπους από το χρώμα, όπως ακριβώς είχαν κρίνει εμένα και τη μητέρα μου όταν πατήσαμε το πόδι μας στο Δουβλίνο οι συγγενείς του πατέρα μου, επειδή δεν ήμασταν ξανθοί αλλά μελαχρινοί». Η Αλέτια αντιλαμβανόταν και η ίδια τα κακότροπα σχόλια, ενώ ένιωθε ένοχη που ο Πατρίκιος είχε χαλάσει για χάρη της μια λαμπρή σταδιοδρομία στην πρώτη εφημερίδα του τόπου, ήταν ένας άντρας με τιμή δε θα την άφηνε ποτέ ακόμα και αν έπαυε να την αγαπάει, όμως εκείνη το μόνο που ποθούσε ήταν να την αγαπάει και η πίκρα του θα γκρέμιζε τον έρωτα τους. Της χαμογελούσε γλυκά όμως όταν πίστευε ότι ήταν μόνος του σκυθρώπιαζε, βασανίστηκε πολύ να το αποφασίσει, θα ήταν ένα είδος αυτοκτονίας για εκείνη να μη ζει μαζί του, όμως δεν υπήρχε άλλη λύση. Θυμήθηκε τα λόγια μιας φιλενάδας της όταν τον είδε, είχε σχολιάσει ότι ήταν μονόφθαλμος, μα σπάνια διέκρινες τέτοια γλύκα και φροντίδα σε άντρα. Έπρεπε να φύγει μακριά του και να τον αφήσει να γίνει σπουδαίος, όπως του άξιζε, με εκείνη δε θα είχε καμία τύχη, οι προκαταλήψεις ήταν πιο δυνατές, όμως η αγάπη της ήταν ακόμα πιο δυνατή και θα γινόταν θυσία για να φτάσει ο άντρας που αγαπούσε εκεί που του άρμοζε.
Τη θυσία της ο Πατρίκιος ούτε την ήθελε, ούτε θα τη δεχόταν, όμως ήταν αργά όταν έμαθε τη φυγή της. Ο ίδιος είχε πάρει ήδη την απόφαση του να φύγει από εκεί και να ξεκινήσει για ακόμα μια φορά από την αρχή σε άλλο μέρος της Αμερικής, ρώτησε και έψαξε για εκείνη, στο τέλος αντιλήφθηκε ότι αν δεν ήθελε η ίδια ποτέ δε θα κατάφερνε να την βρει, έτσι έφυγε μόνος του για τη Νέα Ορλεάνη. Ήταν τότε είκοσι επτά ετών. Τα πράγματα για εκείνον δεν πήγαιναν όπως ήθελε, ένα χρόνο στη Νέα Ορλεάνη δεν είχε καταφέρει να βρει κάποια δουλειά και παρά την ασκητική ζωή που έκανε το απόθεμα των χρημάτων του έφτανε στο τέλος, με τα περασμένα στο μυαλό του και μην βλέποντας πουθενά διέξοδο έφτασε τρείς φορές στην γέφυρα ενός μεγάλου ποταμού, μα ούτε και την τρίτη τελικά δεν έκανε τη βουτιά προς τη λήθη, κάτι πάντα τον συγκρατούσε, η ελπίδα ότι κάποτε θα έγραφε τις δικές του ιστορίες ώστε κάποια μέρα να υπηρετήσει κι ο ίδιος τη λογοτεχνία και να προσφέρει έναν μικρό κόκκο ομορφιάς στο πελώριο οικοδόμημα της. Ούτε που θα μπορούσε τότε, μέσα στην απόγνωση να φανταστεί πόση θα ήταν η συνεισφορά του, και ότι απλά βρισκόταν στη λάθος πλευρά του πολιτισμού.
Κι αφού συγκρατήθηκε για μια ακόμα φορά, η λύση ήρθε, τον Ιούνιο έπιασε δουλειά σε μια εφημερίδα που ίδρυσαν έντεκα νέοι άνθρωποι. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ο Πατρίκιος, μια φρέσκια ματιά, απαλλαγμένη από τον πουριτανισμό και την συμβατικότητα. Κι ενώ τα πράγματα από πλευράς βιοπορισμού πήγαιναν καλά ο Πατρίκιος ένιωθε απογοητευμένος, δεν έχει προχωρήσει καθόλου στον σκοπό του που ήταν να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Όμως θα είχε και αυτή την ευκαιρία, όταν του την έδωσε η μεγαλύτερη εφημερίδα της Νέας Ορλεάνης όπου αρχίζει να λάμπει το συγγραφικό του αστέρι και να γίνεται ευρύτερα γνωστός στην Αμερική με μεταφράσεις μα και με κάποιες δικές του νουβέλες.
Η ζωή όμως θα σε πάει εκεί που εκείνη θα θελήσει, ο Πατρίκιος δοκιμάστηκε από πολύ νεαρή ηλικία και κόντρα στα προγνωστικά κατάφερε να επιβιώσει. Ζούσε τη μία απώλεια πίσω από την άλλη, κι όμως παρά τις πικρίες ακόμα κι όταν ήταν αποφασισμένος ο ίδιος να τα παρατήσει, συνέχισε. Είχαν περάσει δεκαοχτώ χρόνια από τη μέρα που είχε φτάσει στην Αμερική με δώρο ένα εισιτήριο ώστε να απαλλαγούν από εκείνον ο ξάδερφος Μολυνέ με τη θεία του. Είχε πέρασε πολλά για να σταθεί στα πόδια του αλλά πλέον ήταν αναγνωρισμένος συγγραφέας όπως είχε επιθυμήσει.
Έχοντας ζήσει την σκληρή πλευρά του αγγλοσαξονικού πολιτισμού, που τον χώρισε από τη μητέρα του και που τον πέταξε στην άλλη μεριά του ατλαντικού ωκεανού, ο Πατρίκιος δεν ένιωθε μεγάλους δεσμούς, αντιθέτως είχε έντονη την επιθυμία μέσα του να γνωρίσει άλλους ανθρώπους και άλλους πολιτισμούς. Αποφάσισε να φύγει για δεύτερη φορά από τη Νέα Υόρκη, παρά το θετικό κλίμα και τη συμπάθεια που του έδειξε εκεί ο πνευματικός κόσμος και να πάει να ζήσει στη Μαρτινίκα.
Για δυο χρόνια έζησε στην απλή νησιώτικη κοινωνία κι αν δεν αντιμετώπιζε προβλήματα με τη συγγραφή εξαιτίας του θερμού και υγρού κλίματος του νησιού ίσως να μην έκανε ποτέ το σπουδαιότερο βήμα ώστε να βρεθεί στον Ανατολικό πολιτισμό και να κηρυχτεί ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Το 1890 έφυγε για το Βανκούβερ για να ζήσει μια περιπέτεια δεκατεσσάρων ετών, να αγαπηθεί και να τιμηθεί από τους Ιάπωνες ως ένας από τους εθνικούς ποιητές της. Για τον Ιαπωνικό λαό δεν είχε σημασία που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε μακριά από την χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, που δε γεννήθηκε και δε μεγάλωσε σε εκείνα τα χώματα, αυτό που εκτίμησαν στον Πατρίκιο οι Ιάπωνες ήταν ότι και εκείνος σεβάστηκε τον πολιτισμό και την κουλτούρα τους.
Η ζωή στάθηκε σκληρή μαζί του, κι ίσως αν δεν είχε σταθεί τόσο σκληρή να μην είχε πραγματοποιήσει ποτέ τον σκοπό του ο Λευκάδιος Πατρίκιος Χερν, ζώντας μια απλή ζωή κοντά στον πατέρα του, ή στην πλούσια θεία του. Άθελα τους ακόμα και όσοι τον εχθρεύτηκαν όπως κι όσοι τον βοήθησαν του έστρωσαν το δρόμο για να καταλήξει εκεί που άνηκε η ιδιοσυγκρασία και η ψυχή του. Ξεκίνησε από ένα πράσινο και ηλιόλουστο νησί του Ιονίου, πέρασε από το παγωμένο Δουβλίνο καθώς κι από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κι αφού έφτασε στην Αμερική για να κάνει κι εκεί τον κύκλο του, κατέληξε στην Ιαπωνία όπου δίδαξε, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και έγραψε τα καλύτερα του βιβλία. Διένυσε πάνω από τα δύο τρίτα της υδρογείου σφαίρας για να φτάσει εκεί που έπρεπε.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν είναι εύκολο για κάποιον που γράφει, το εγχείρημα να καταπιάνεται με πραγματικούς αντί για φανταστικούς χαρακτήρες, προσπαθώντας να κάνεις τη ζωή τους αφήγημα, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα προδώσεις είτε την ιστορία σου, είτε τους χαρακτήρες. Νιώθεις να σε βαραίνει η πραγματική τους ζωή και το έργο τους και σε κάνει να δειλιάζεις, οπότε αν κάποιος με ρωτούσε αν κατάφερα τον σκοπό μου, θα του κουνούσα το χέρι μου υπονοώντας «μέτρια πράγματα». Ο σκελετός της νουβέλας είναι αληθινός, οι λεπτομέρειες αποτέλεσμα της φαντασίας μου υποκινούμενη από τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του Λευκάδιου Χερν και της μητέρας του Ρόζας Κασιμάτη. Δυστυχώς στην Ελλάδα ο Λευκάδιος Χερν δεν είναι τόσο γνωστός, όμως συμβαίνει στην πατρίδα μας να υπάρχουν άνθρωποι που δεν γνωρίζουν το Ν. Καζαντζάκη, φταίει το σχολείο, φταίει η αδιαφορία, φταίμε απλά από μόνοι μας που δεν ενδιαφερόμαστε να μάθουμε κάτι παραπάνω από τα ‘‘προγραμματισμένα’’, δεν είμαι αρμόδια να απαντήσω ούτε σε αυτό. Οπότε τι μου μένει να γράψω για να κλείσω τη μικρή αυτή νουβέλα, και να εξηγήσω τόσο στους αναγνώστες της όσο και σε εμένα την ίδια τους λόγους που με υποκίνησαν να την γράψω. Ίσως να είναι απλά η διάθεση μου να γίνω αρωγός ώστε ακόμα και ένας άνθρωπος να μάθει για την ύπαρξη του Λευκάδιου Πατρίκιου Χέρν και να ενδιαφερθεί για το έργο του, κι αν αυτό γίνει ακόμα και με το πέρασμα των χρόνων, θεωρώ ότι άξιζε τον κόπο. Όλο το υλικό μου το πήρα από το βιβλίο «ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ» ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝ (ΓΙΑΚΟΥΜΟ ΚΟΪΖΟΥΜΙ, Κοϊζούμι στα ιαπωνικά σημαίνει μικρή πηγή) εκδόσεις ΊΝΔΙΚΤΟΣ (1997), Την εισαγωγή με τις τόσες πληροφορίες καθώς και τη μετάφραση είχε κάνει ο Σωτήρης Χαλκιάς.
Μαίρη Β
Διαβάστε επίσης: