ΚΩΔΙΚΟΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

 μια Νουβέλα του Ανδρέα Ανδρεάδη

 

Κεφ. 1

Από τα μάτια του Τζο: βασικές ικανότητες επίλυσης προβλημάτων

 

Ανοίγω τα μάτια. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, αν δεν με απατάει η μνήμη μου, είναι ότι πέθανα.

Θυμάμαι τη σφαίρα να πλησιάζει αργά προς το μέτωπό μου. Ο χρόνος επιβραδύνει τραγικά αυτά τα τελευταία κλάσματα του δευτερολέπτου πριν τα κακαρώσεις. Θα μπορούσα να την πιάσω, αν μπορούσα να κουνήσω τίποτα, κάνα χέρι ξέρω γω. Ακουμπάει το μέτωπό μου και νιώθω ένα κάψιμο. Αυτό είναι όλο. Το πεθαίνειν καθεαυτό δεν το θυμάμαι καθόλου, πράγμα σπαστικότατο, δεδομένω ότι όλη σου τη ζωή αναρωτιέσαι πως διάολο θα είναι, σε πεντακόσια διαφορετικά σενάρια και παραλλαγές, και τελικά δεν σου λένε καν αν έπεσες μέσα ή όχι.

Εδώ πρέπει να παρατηρήσω ότι, εκτός από το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι επίσης και το μόνο. Φαντάζομαι ότι θυμάμαι πώς να δέσω τα κορδόνια μου και τα τοιαύτα, αλλά από επεισοδιακή μνήμη, γεια σας. Μόλις σηκωθώ και δω λιγάκι τι τύπος είμαι, θα πρέπει να βρω κανένα όνομα να μου ταιριάζει.

Αυτό που με προβληματίζει είναι το εξής: Αν όντως την έχω κάνει από τον μάταιο τούτο (ή εκείνο) κόσμο, πως και τα σκέφτομαι όλα αυτά; Γιατί έχω μάτια για να ανοίξω; Γιατί δεν μπορώ να κουνηθώ; Και επίσης γιατί ψιλοκατουριέμαι;

Όπως και να έχει, δεν βλέπω και πολλά. Ελπίζω να φταίει κάποια διάσειση και όχι κάτι σε μυωπία, γιατί άντε να βρεις ωραία γυαλιά και με τους βαθμούς σου στο επέκεινα. Όπως και να έχει, η εικόνα είναι θολή. Είμαι σε κάποιο δάσος;

Μια γυναικεία φιγούρα στέκει από πάνω μου. Το φόρεμά της ανεμίζει και μια λευκή αύρα πλαισιώνει το πρόσωπό της, κρύβοντας τα χαρακτηριστικά της. Κρατάει ένα ραβδί με κάποιου είδους μυστικό σύμβολο στην κορυφή του. ‘Το φεγγάρι της Μεγάλης Μητέρας’ σκέφτομαι.

“Σήκω” ακούω μια απόμακρη, απόκοσμη φωνή. Πάω να πω κάτι, αλλά το μόνο που βγαίνει από το στόμα μου είναι ένα “γκνννχ”. Η αιθέρια παρουσία πλησιάζει. Σηκώνει το μαγικό της ραβδί. “Πρέπει να φύγεις” ακούγεται, απόκοσμα και πάλι.

Και τότε ξαφνικά, ένας κόσμος πόνου εκρήγνυται μέσα στο κρανίο μου. Η όρασή μου επανέρχεται, τα μέλη μου κινούνται και πάλι. Το χέρι μου σηκώνεται προσεκτικά για να αγγίξει το τεράστιο καρούμπαλο που ξεπροβάλει από την κορφή του κεφαλιού μου.

Ας αναθεωρήσουμε λίγο την κατάσταση. Καταρχάς, δεν είμαι στο δάσος, είμαι σε ένα σοκάκι που, αν προσπαθήσει πολύ και δουλέψει με τον εαυτό του και το θέλει πραγματικά, μια μέρα μπορεί να καταφέρει να γίνει πανάθλιο. Οι φυλλωσιές δεν είναι φυλλωσιές, είναι κρεμασμένες μπουγάδες που πιθανότατα κληρονομούνται από ένοικο σε ένοικο επί γενεές γενεών και θα συνεχίσουν να είναι εδώ όταν το ανθρώπινο είδος θα έχει πια χαθεί.

Και απέναντι μου, σε θέση μάχης, με τον κουρελιασμένο της μανδύα τυλιγμένο γύρω από τριάντα στρώσεις (μίνιμουμ) μάλλινα ζακετάκια, φορώντας μια λευκή περικεφαλαία από σακούλα σούπερ μάρκετ και κραδαίνοντας μια σκούπα, μια γριέτζω μου μοστράρει και τα τρία της δόντια.

“Να σου γαμήσω!” αλαλάζω τρέχοντας, μετά βίας αποφεύγοντας ένα δεύτερο σκουποξύλιασμα.

“Και να μην ξανάρθεις!” μου στριγγλίζει, ανεξήγητα υποθέτουσα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μέσα στα μελλοντικά μου πλάνα. Ένα κοκκινοτρίχικο, φακιδιασμένο κοριτσάκι σε ένα μπαλκόνι με δείχνει γελώντας καθώς στρίβω σπινιάροντας στη γωνία.

Λένε ότι οι πρώτες σου αναμνήσεις είναι καθοριστικές.

Συνεχίζω να τρέχω, καλού κακού, για κάνα-δυό τετράγωνα και κοντοστέκομαι λαχανιασμένος σε μια στάση λεωφορείου που είχε δει και καλύτερες μέρες. Καθώς περιμένω τους πνεύμονές μου να επιτελέσουν το καθήκον τους, αναλογίζομαι την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. Πράγμα που δεν παίρνει και πολύ ώρα, καθώς ούτε έχω ιδέα τι διάολο συμβαίνει, ούτε έχω και τίποτα για να το συγκρίνω, αφού συνεχίζω να μη θυμάμαι Χριστό.

Ίσως κάτι πάνω μου να μου δώσει ένα στοιχείο. Φοράω φθαρμένα αθλητικά παπούτσια, τζην και ένα φλάιτ μπουφάν ακαθορίστου μάρκας. Υποψιάζομαι πως αυτό δεν είναι το σενάριο όπου είμαι κάποιος μεγιστάνας του πλούτου τρελά ινκόγκνιτο, οπότε οι πιθανές επιλογές μου περιορίζονται στο υπόλοιπο 99,99% του πληθυσμού. Τικ στη λίστα και συνεχίζουμε.

Στη μια μου τσέπη έχω ένα κρικάκι με δυο κλειδιά, που αν υπήρχε δικαιοσύνη θα είχαν πάνω κάποιον αριθμό θυρίδας, ή κάτι που θα τα ξεχώριζε από τα δισεκατομμύρια άλλα κλειδιά στον κόσμο, αλλά όχι φίλε μου, όχι, είναι δύο απλά ασημί κλειδιά, χωρίς κανένα διακριτικό. Ευχαριστώ, σύμπαν.

Τι άλλο. Στην άλλη τσέπη ένα κομμάτι παπιέ-μασέ, που πιθανότατα ήταν κάτι πριν μπει στο πλυντήριο. Αυτό μάλιστα, τώρα μιλάμε. Μπορώ άνετα πλέον να συμπεράνω ότι, αν δεν είχα ο ίδιος ένα, τότε σίγουρα τουλάχιστον έχω χρησιμοποιήσει κάποτε στο παρελθόν ένα πλυντήριο. Πρόοδος.

Ούτε πορτοφόλι, ούτε τίποτα. Για κάποιον ακαθόριστο λόγο, ξαναβάζω τον αποξηραμένο χαρτοπολτό στην τσέπη μου. Είμαι και πάλι στην αφετηρία. Τίποτα πάνω μου δεν μου λέει τίποτα απολύτως για το ποιος είμαι.

Ρίχνω μια ματιά τριγύρω μου. Με όλο αυτό το τρέξιμο και την ενδοσκόπηση, δεν πρόλαβα να παρατηρήσω τι συμβαίνει γύρω μου. Ίσως κάτι στον περιβάλλοντα χώρο να μου κάνει κάνα κλικ.

Το πρώτο πράγμα που μου τραβάει την προσοχή είναι ο ουρανός. Πρόκειται για το πιο μουντό, ομοιογενές γκρι που είχα ποτέ την τιμή να συναντήσω. Είναι σαν κάποιος να ήθελε να τον ζωγραφίσει, αλλά μετά βαρέθηκε και είπε “όχι μωρέ, θα πασαλείψω λίγο αυτό το γκρι που μου περίσσεψε, που μοιάζει με εκείνα τα στόρια από το ΙΚΕΑ”.

Τα φώτα του δρόμου δεν βοηθάν και πολύ - τα περισσότερα έχουν παραδώσει το πνεύμα και κάνα-δυό που καταβάλουν κάποια προσπάθεια απλώς τρεμοπαίζουν απελπισμένα.

Οι δε πολυκατοικίες τριγύρω στερούνται οποιουδήποτε χαρακτήρα ή ενδιαφέροντος, σαν να χτίστηκαν όλες στη μεταπολίτευση. Κάτσε, τι είναι αυτό, και πώς μου ήρθε; Κάτι πάω να θυμηθώ, αλλά η μνήμη γλιστράει από το μυαλό μου όπως ο μισθός στο σούπερ μάρκετ.

Επίσης, ενδέχεται να μην έχει περάσει ποτέ οδοκαθαριστής από αυτή τη γειτονιά. Σκατομέρος, σκατοκατάσταση και γενικά, βασικά, σκατά. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μπροστά μου, σκυλίσια και τα πάτησα.

Καθώς τρίβω με μανία τη σόλα μου στη γωνιά του πεζοδρομίου και αρχίζουν να πέφτουν πάνω μου οι πρώτες χοντρές ψιχάλες σαν βαριεστημένες ροχάλες, επεξεργάζομαι εκ νέου την πιθανότητα να είμαι όντως νεκρός και αυτό εδώ να είναι κάποιου είδους κόλαση. Είναι και το γεγονός ότι δεν βλέπω πουθενά τριγύρω ψυχή ζώσα, ή οποιουδήποτε άλλου είδους. Βέβαια ο Σαρτρ το είπε ξεκάθαρα, ότι κόλαση είναι οι άλλοι άνθρωποι, οπότε θα το προσμετρήσω υπέρ μου.

Φαντάσου, λοιπόν, χαρά εγώ όταν διακρίνω μια νέον πινακίδα ένα τετράγωνο παρακάτω. Ένα μπαρ. Αυτά είναι. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα είναι μια τελειωμένη υπόγα που κατοικείται μόνο από τους μοιραίους του Βάρναλη (αυτό που αναβοσβήνει στην επιγραφή πρέπει κάποτε να ήταν ένα κιτρινοπράσινο γυναικείο μπούτι με ζαρτιέρα), αλλά σε αυτή την προκειμένη φάση της ζωής μου, οποιαδήποτε ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας πέρα από τη γριά με το σκουπόξυλο είναι εξαιρετικά ευπρόσδεκτη. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν υπήρχε μπαρ πριν από λίγη ώρα εκεί πέρα, αλλά δεν θα κολλήσουμε τώρα εκεί.

Στέκομαι απ’ έξω για μια στιγμή και κοιτάζω το καθρέφτισμά μου στην μαύρη φιμέ πόρτα. Να πάρει. Δεν μου θυμίζω τίποτα. Δεν κοντοστέκομαι παραπάνω, σπρώχνω την πόρτα να μπω μέσα. Δεν ανοίγει. Συχτυρίζω. Ξανασπρώχνω. Τίποτα. Της λέω άσχημες κουβέντες. Την κλωτσάω. Με κοιτάζει αναίσθητη. Σε μια αναλαμπή διαύγειας, τραβάω αντί να σπρώξω και ανοίγει. Αναστενάζω διακριτικά και μπαίνω.

Η όποια εντυπωσιακή μου είσοδος περνάει παντελώς απαρατήρητη. Ο μοναδικός θαμώνας έχει πέσει με τη μούρη στο τραπέζι και ούτε καν ροχαλίζει. Σκέφτομαι να πάω να τον σκουντήξω να δω αν είναι καλά, αλλά άσε, κάπως έτσι τρως ξύλο. Κάποτε πρέπει να υπήρχαν κι άλλοι πελάτες, γιατί βλέπω ένα κάρο ποτήρια παρατημένα σε διάφορα τραπέζια, αλλά μάλλον βρήκαν κάτι καλύτερο να κάνουν από το να σβήνουν τα τσιγάρα τους στην αρχαία, ταλαιπωρημένη, πιθανότατα μπεζ μοκέτα.

Πίσω από την μπάρα βρίσκεται ένας μικροσκοπικός γεράκος ντυμένος σαν βαλές παλιού ξενοδοχείου. Είτε κάνει διακριτικά ότι δεν με πρόσεξε, είτε δεν βλέπει τόσο μακρυά. Τρίβει επιμελώς ένα ποτήρι με ένα πετσετάκι που μοιάζει σαν να το δανείστηκε από την τουαλέτα.

Πράγμα που μου θυμίζει πόσο κατουριέμαι. Πλησιάζω με φόρα το μπαρ.

“Καλησπέρα” λέω. “Η τουαλέτα;”

Ο γεράκος τρομάζει τόσο που του φεύγει το ποτήρι από τα χέρια. Κάνει ένα ζογκλερικό όπου προσπαθεί δυο-τρεις φορές να το πιάσει στον αέρα, αλλάζοντας ταυτόχρονα εναλλάξ χέρι στο πετσετάκι, ενώ ο υπόλοιπος παραμένει αγκυλωμένος σε ένα μόνιμο κατά τα φαινόμενα λουμπάγκο. Κόντρα σε όλες τις στοιχηματικές αποδόσεις τελικά το πιάνει και συνεχίζει να το τρίβει με το πετσετάκι. Με αγριοκοιτάζει μέσα από τριανταδύο στρώσεις καταρράκτη χωρίς να βγάλει κιχ.

“Η τουαλέτα, παρακαλώ;” επαναλαμβάνω επιφυλακτικά. Σηκώνει το ένα του φρύδι και κάνει χωνί με το χέρι του γύρω από το αυτί του. Ούτε που πρόσεξα πότε άφησε το πετσετάκι στην άκρη, είναι καλός. “Η ΤΟΥΑΛΕΤΑ” λέω πιο δυνατά, περιγράφοντας με τα χείλη μου τη λέξη και δείχνοντας με το ένα χέρι το πουλί μου.

Μου κάνει μια χειρονομία ανάμεσα σε μούντζωμα και ‘σταμάτα, βλάκα, μας ξεκούφανες’. Στη συνέχεια μου δείχνει μια διπλανή πόρτα που γράφει WC. Την κοιτάζω για δύο τρία δευτερόλεπτα χωρίς να σχολιάσω. Κουνάω το κεφάλι μου, παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω.

Δεν θα εξιστορήσω τι συνέβη εκεί μέσα, παρά μόνο θα πω ότι όντως χρειάστηκα τη βαθιά ανάσα που είχα πάρει και ότι όντως το προαναφερθέν πετσετάκι είναι δάνειο από τα κατάβαθα της κόλασης. Τουλάχιστον όμως, βγήκα με την ανανεωμένη ψυχραιμία που σου προσφέρει μια άδεια ουροδόχος κύστη, κι αυτό δεν είναι λίγο.

Ξαναπλησιάζω το μπαρ. Αύτη τη φορά ο γεράκος με περίμενε και το ποτήρι παραμένει σφιγμένο στα αρθριτικά του χέρια. Σηκώνει το άλλο του φρύδι και κοιτάζει ερωτηματικά την κάβα πίσω του. Συνεχίζει να μη λέει λέξη.

“Δεν έχω λεφτά” του λέω. Σμίγει τα μάτια του σαν τον Φου Μαντσού. Επιλέγω να το ερμηνεύσω ως απορία, αν και φλερτάρει έντονα με το απέχθεια. Με μια χειρονομία δείχνει στόμα, αυτιά και λαιμό. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου, δεν εκπλήσσομαι καθόλου που εκτός από ημίτυφλος και ετοιμόρροπος είναι και κωφάλαλος.

Γυρίζω τις τσέπες μου ανάποδα, σε μια συμπαντικά αναγνωρίσιμη ένδειξη αφραγκοσύνης. Κλείνει τα μάτια του και ακουμπάει το χέρι του στο μέτωπό του, σε μια επίσης οικουμενικά αναγνωρίσιμη ένδειξη του “γαμώ την τύχη μου σήμερα με όλους τους μαλάκες”.

Μου κάνει νόημα να καθίσω και βγάζει ένα ποτηράκι που πρέπει επί χρόνια να πλενόταν μόνο με αμμοβολή. Το γεμίζει με μάλλον κονιάκ και χτυπάει με δυο δάχτυλα το στήθος του. Κερασμένο. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου κάνα δυο φορές και κάθομαι. Γνέφω ευχαριστώ. Κοιταζόμαστε για λίγη ώρα, ώσπου αρχίζει να γίνεται άβολο. “Άσπρο πάτο” λέω και αδειάζω με τη μία το ποτήρι. Ο γέρος μπάρμαν κουνάει το κεφάλι του στωικά.

Νιώθω μια ζεστασιά να απλώνεται σε όλο μου το σώμα, ένα ευχάριστο μούδιασμα που διώχνει μακρυά όλο το συσσωρευμένο μου άγχος και στρες. Λοιπόν, Τζο. Μου αρέσει αυτό το όνομα, θα με λένε Τζο. Ίσως έτσι να με έλεγαν εξαρχής. Ναι, Τζο. Χαμογελάω.

“Είσαι ο καλύτερός μου φίλος στον κόσμο όλο” γυρνάω να πω στον μπάρμαν, αλλά φτάνω μέχρι το φιλ- , καθώς προσέχω την κουρασμένη του έκφραση την ώρα που μου κατεβάζει το ρόπαλο του μπέιζμπωλ στο κεφάλι.

 

 

Κεφ. 1.5

Ευχάριστο διαφημιστικό ιντερλούδιο

 

Φώτα. Χαρούμενη μουσικούλα με πουλάκια να κελαηδάνε. Μια χαμογελαστή νοικοκυρά με λουλουδωτή ποδίτσα στέκεται πίσω από τον πάγκο της κουζίνας. Τα πάντα λάμπουν από καθαριότητα. Κοιτάζει την κάμερα με νόημα.

 

[Ανδρική φωνή, off] Αγάπη μου! Τι θα φάμε για μεσημέρι;

[Νοικοκυρά] Ό,τι θέλεις, λατρεία μου!

[Άνδρας] Πήγες στο σούπερ-μάρκετ;

[Νοικοκυρά] Χαζούλη μου, το ξέχασες; Αφού έχουμε τα νανάκια!

[Ηχογραφημένα γέλια]

[Άνδρας, πετάει κεφάλι εντός πλάνου] Το σπίτι είναι τέλειο! Και η ντουλάπα μου! Πρώτη φορά την βλέπω τόσο καλά συμμαζεμένη!

[Νοικοκυρά] Όχι εγώ! [zoom κοντινό, χαμογελάει] Τα νανάκια!

[Άνδρας, εμφανίζεται στο κάδρο] Με τα νανάκια έχουμε χρόνο για οτιδήποτε μας ευχαριστεί! Ξέρεις τι σκέφτομαι….

Η νοικοκυρά χαμογελάει αθώα και η ποδίτσα της μεταμορφώνεται σε σέξι νυχτικό.

[Μαζί, γελώντας] Άχ, αυτά τα νανάκια!

Fade out, στην οθόνη εμφανίζεται ένα λογότυπο, ένα τρίγωνο με τρεις σφαίρες.

[Φωνή επιτυχημένου μεσήλικα] Κάντε σήμερα κι εσείς τη μοναδική επένδυση που θα χρειαστείτε ποτέ! Οι νανίτες είναι το μέλλον και μέλλον… ανήκει σε εσάς! Επενδύστε σε νανοτεχνολογία τώρα!

Μικρά γράμματα που περνούν πολύ γρήγορα: Οποιαδήποτε βλάβη που οφείλεται σε κακή χρήση, καθώς και ο έλεγχος αναπαραγωγής των νανιτών, βαρύνει αποκλειστικά τον αγοραστή και η Συμφωνία Α.Ε. ουδεμία ευθύνη φέρει στην περίπτωση αυτή.


 

Κεφ. 2

Από τα μάτια της Μόιρα: Σεμινάρια ύφανσης για επαγγελματίες

 

Με το ζόρι ανοίγω τα μάτια μου. Σχεδόν ακούς την τσίμπλα να κάνει κρατς.

“Ποτέ ξανά” μουρμουρίζω σαν να με ντουμπλάρει νταλικιέρης. Τι κάνει εδώ μαζί μου στο κρεβάτι το άδειο μπουκάλι και που είναι το κιλοτάκι μου; Τα δάχτυλά μου περνάν πάνω από την ηβική μου χώρα και ρίχνω μια λοξή ματιά στο ξυπνητήρι πάνω στο κομοδίνο.

“Πέντε λεπτάκια ακόμα” με ενημερώνω. Η κλειτορίδα μου πετάγεται σαν να άκουσε το όνομά της. Δεν είναι ώρα για τέτοια, το ραντεβού μου περιμένει.

Ή μήπως... είναι;

Τέσσερα λεπτά και πενηνταοκτώ δευτερόλεπτα μετά, κλείνω ιδρωμένη το ξυπνητήρι, στο τσακ πριν χτυπήσει. Στην έφερα. Να ’το το κιλοτάκι μου, κάτω από το μαξιλάρι ήταν. Πονηρούλικο.

Σηκώνομαι αργά, τα πόδια μου ψιλοτρέμουν ακόμα. Θα πήγαινα άλλον έναν γύρο, αλλά πρέπει να κάνω στα γρήγορα ένα ντουζάκι και να φύγω. Σε μια ώρα έχω συνάντηση με τον πελάτη. Ξανακοιτάζω το ρολόι.

“Δεν γαμιέται” λέω και ξανασαλιώνω τα δάχτυλά μου.

Πεινάω σαν τρελή, αλλά το ψυγειάκι στην κουζίνα/σαλόνι/κρεβατοκάμαρα βρίσκεται εκεί για καθαρά διακοσμητικούς λόγους, αν και ενδέχεται να στεγάζει μια παλιά κέτσαπ. Άσε που δεν προλαβαίνω. Το ρολόι με κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι του. Άκυρο και το ντουζ.

Βέβαια, η δουλειά μου είναι τέλεια, κανείς δεν νοιάζεται για την υγιεινή ή την εμφάνισή σου. Μαύρο κολάν, μαύρο μπλουζάκι, τσεκ. Μαύρα αρβυλάκια, τσεκ. Γαμάτη μαύρη δερμάτινη καμπαρντίνα, τσεκ. Ευτυχώς που μου πάνε τα μαύρα, γιατί η γκόθικ ενδυμασία είναι προαπαιτούμενο. Πιάνω σφιχτά τα μαλλιά μου κότσο. Το χρειάζομαι ένα μπάνιο, χωρίς πλάκα.

Έλεγχος καθρέφτη. Η δερμάτινη καμπαρντίνα τα σπάει. “Μουνάρα είσαι, μωρό μου” μου λέω, παρά τις συνθήκες, και έχω και τα δίκια μου. Όντως, είμαι.

Βγαίνω από το διαμέρισμα/γραφείο μου με φόρα. Ώπα, πίσω για την πόρτα. Δεν κλείνει πολύ καλά μετά την τελευταία κλωτσιά που έφαγε, θέλει τραβηγματάκι. Ένα τελευταίο τσεκ – κλειδιά, αναπτήρας, βαλιτσάκι, τηλέφωνο, όλα εδώ. Τσιγάρα να πάρω.

Μια κλωτσιά περνώντας στο αρχαίο ασανσέρ για γούρι (δεν δουλεύει εδώ και χρόνια, από θέση) και κατεβαίνω βιαστικά τις σκάλες, πηδώντας πάνω από τον διπλωμένο άστεγο που έχει κάνει χρησικτησία στο πέμπτο σκαλοπάτι. Δεν είμαι σίγουρη αν ζει, αλλά βιάζομαι τώρα. Ο απαράβατος κανόνας στη δουλειά μου είναι ότι πρέπει να είσαι στην ώρα σου.

Κάθε μέρα, ανά δώδεκα ακριβώς ώρες. Αυτή ήταν η συμφωνία. Υπό κανονικές συνθήκες, θα έλεγα άκυρο – πολύ δεσμευτικό, έχω θέμα με αυτά τα πράγματα. Με τόσα λεφτά όμως, δεν γινόταν να αρνηθώ. Όχι ότι τα κάνω και τίποτα ιδιαίτερο, αλλά είναι θέμα αρχής.

Στη δουλειά μου είναι εξαιρετικά σπάνιο να έχεις τον ίδιο πελάτη πάνω από μία φορά, σχεδόν ποτέ δηλαδή. Αν είναι ευχαριστημένος, κάτι έχεις κάνει λάθος - δεν περίμενα ότι θα έχω κάποιον τακτικό. Κοίτα πως τα φέρνει η ζωή.

Βγαίνω στο δρόμο. Είναι όπως ακριβώς θα περίμενες να είναι ο δρόμος σε ένα γκέτο. Βρώμικος, με κομματάκια από πατσαλιωμένο λάχανο, παιδάκι με καπέλο ανάποδα καθισμένο στα σκαλάκια κάτω από ανορθόγραφο γκράφιτι, ποδοπατημένα φύλλα εφημερίδας, το πλήρες πακέτο. Καλά, ποιος διαβάζει ακόμα εφημερίδες; Πάω στοίχημα ότι είναι μέλη μυστικού κλαμπ που πετάνε τρία φύλλα ανά στενό αφού πρώτα έχουν τυλίξει ψάρια. Να, αυτό εδώ έχει διαφήμιση έναν χοντρό καράφλα που προτίθεται να μου αποκαλύψει τα μυστικά της μοίρας μου,  και πρόσφατα φιλοξενούσε μια τσιπούρα. Ποιότητα.

Σταματάω στην υπαίθρια καντίνα στην γωνία, με την πινακίδα που παινεύεται ότι διατίθενται φαλάφελ και τηλεκάρτες. Ο ακαθόριστης κεντροασιατικής καταγωγής μετρ με κοιτάζει με το ένα φρύδι σηκωμένο. Δεν τον έχω δει ποτέ να το κατεβάζει. Ή μήπως είναι το άλλο πεσμένο; Ποτέ δεν θα μάθουμε.

“Ακόμα ντεν παντρεύτηκε εσύ να κάτεται το σπίτι του;” με χαιρετάει.

Σε κάποια στιγμή πρέπει να μου είχε πει το όνομά του, κάτι σε Αλί. Όχι, Φαρίκ. Ή Ραχίμ; Ξέρω ’γω, δεν θυμάμαι, κάνε μου μήνυση. Χασάν! Όχι, ούτε αυτό.

“Α γαμήσου, Τζαμάλ” τον χαιρετάω εξίσου εγκάρδια. “Τον καφέ και τα τσιγάρα μου”.

Με γνήσιο επιχειρηματικό δαιμόνιο, ο Αλί έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές του και στα λαθραία τσιγάρα. Ένας θεός ξέρει τι άλλο κρύβεται κάτω από τον πάγκο. Έχω σκεφτεί να τον ρωτήσω, αλλά μπορεί να μου έλεγε και μετά να μην μπορούσα να το ξεχάσω ποτέ.

Μου βγάζει ένα χάρτινο κυπελλάκι γεμάτο μέχρι πάνω με καφέ κατακάθι και ένα πακέτο Carlboro, σαν έτοιμος από καιρό. Σαν θαρραλέος. Ο καφές με κοιτάζει με την σοφία της προχωρημένης του ηλικίας.

Ανάβω ένα τσιγάρο. Ο καπνός κατηφορίζει το λαρύγγι μου σαν αγουροξυπνημένη γάτα που τη μπουγέλωσες φυσώντας μια καραμούζα. Η πρώτη τζούρα είναι πάντα η καλύτερη.

Ο Χασάν με κοιτάζει επίμονα. Τον κοιτάζω κι εγώ. Η σιωπή κρέμεται ανάμεσά μας, η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Τι θα συμβεί; Το πλήθος παραληρεί. “Θα πληρώσει ατό το φορά, επιτέλους;” μου λέει αυθάδικα. Καταραμένη πατριαρχία. Ας χορέψουμε, λοιπόν.

“Αμπντούλ” του λέω προσβεβλημένη, “δεν νιώθεις τι συμβαίνει στον κόσμο αυτή τη στιγμή; Δεν κατανοείς την τάξη των πραγμάτων; Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι είμαστε όλοι παγιδευμένοι στην άβυσσο της επιτελεστικής υπεραξίας και της πληθωριστικής κατάρρευσης του κοινωνικοπολιτικού, όχι, του οντολογικού, γίγνεσθαι;” Σκύβω επίσης να φαίνονται τα βυζιά μου.

“Το κορίτσι ντεν καταλαβαίνει το τίποτα. Το ντιαλεκτική του είναι προμπληματικό και ντεν αντιλαμβάνεται ότι το καπιταλιστικό φαίνεσται έχει το βάση του στο ψευδαίστηση του επιλογκή και του ελέθερου βούληση που προκαλεί το ασυμφωνία  του Ατού και του Υπερεγκώ” μου απαντάει. “Επίσης εγκώ έχει ήντη το τρεις γυναίκες, δεν τέλει άλλο, ευκαριστώ. Εσύ θα βρει κάποιο καλό άντρα, μια μέρα. Παραντάκι τώρα”, συμπληρώνει.

Καταραμένο νυχτερινό σχολείο. Του πετάω ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα. “Τι άλλο έχεις για μένα; Άντε, βιάζομαι”, μουγκρίζω απρόθυμα.

Εκτός από δεινός επιχειρηματίας, ο Φαρίκ είναι και ο σύνδεσμός μου. Δεν ξέρω πως διάολο τη βρήκε αυτή τη δουλειά, αλλά ο εργοδότης μου είναι μυστήριο τρένο. Με κοιτάζει ευχαριστημένος από τη ζωή του και βγάζει ένα διπλωμένο χαρτάκι. Το αφήνει επιδεικτικά στον πάγκο.

“Μια μάχη έχασα, Μουσταφά, όχι τον πόλεμο” του λέω με νόημα και τινάζω τη στάχτη του τσιγάρου μου στο λουλουδάτο τασάκι του. Χα, ποιός έχει λουλουδάτο τασάκι; Γελοίε.

Καθώς απομακρύνομαι, ξεδιπλώνω το χαρτάκι με υπόκρουση έθνικ θριαμβικούς παιάνες στα Φαρσί. Μια σειρά αριθμών, τυπωμένη. 11235813. Τι είναι αυτό με τους γρίφους κάθε φορά; Πες το απλά, ρε φίλε, μη κάνεις φιγούρα.

“Φιμπονάτσι” μουρμουρίζω. “Ευκολάκι”. Να ένα σκοτεινό, μοναχικό σοκκάκι (μέρα μεσημέρι, δεν τα βρίσκεις εύκολα αυτά, είμαι καλή σου λέω). Άκρη, κούτες με κινέζικες επιγραφές και εσάνς ληγμένου κάτουρου! Και ιδού – η πόρτα. Όχι, δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, μια απλή μεταλλική πόρτα είναι. Οποιαδήποτε πόρτα θα μου έκανε, αλλά προτιμώ να έχω την ηρεμία μου, ergo το σκοτεινό σοκκάκι.

Ακουμπάω το δάχτυλο επάνω και σχεδιάζω την ακολουθία, ψιθυρίζοντας τους αριθμούς. Δεν χρειάζεται, αλλά είναι πιο τυπάδικο έτσι. Μετά τις είκοσι πρώτες φορές αρχίζεις να βαριέσαι, κάτι πρέπει να βρεις να διατηρήσεις το ενδιαφέρον. Το στομάχι μου γουργουρίζει και μου χαλάει την τυπισιά. Έπρεπε να έχω πάρει κάτι να φάω πριν στην καντίνα. Τις τηλεκάρτες μάλλον, γιατί τα φαλάφελ ούτε καν, σκοτώνουν και την γαστρεντερίτιδα.

Η πόρτα ανοίγει – και δεν ανοίγει, ταυτόχρονα. Τρελό, ε; Το σώμα μου αρχίζει και διαλύεται. Τελικά, καλά έκανα που δεν έφαγα, δεν το συνηθίζεις με τίποτα αυτό το πράμα. Αλλά τα χρωματάκια είναι ωραία. Η στιγμή που βρισκόμουν χάνεται και εμφανίζεται η επόμενη. Ελπίζω να είναι κάνα καλύτερο μέρος, αυτό ήταν σκατένιο.

Και όχι, δεν είναι καθόλου. Το πρώτο πράγμα που με καλωσορίζει είναι κάτι ψιχάλες σαν ροχάλες. Κυριολεκτικά, είναι από αυτές που κάνουν σπλοτς. Ίου.

Ο ουρανός από πάνω μου είναι σαν τα στόρια από το ΙΚΕΑ που έχω σπίτι και οι πολυκατοικίες μοιάζουν σαν να χτίστηκαν όλες στη μεταπολίτευση. Σε πόσους τόνους μπορείς να βγάλεις το γκριζομπέζ; Με ένα χορευτικό βηματάκι αποφεύγω τελευταία στιγμή τα σκυλόσκατα, γιατί θα μου χαλούσε τελείως η μέρα.

Παράξενο, πάντως. Δεν έχω ξανάρθει εδώ. Και πουθενά ψυχή. Χάνω χρόνο, όμως, πάμε παρακάτω.

Στη δουλειά, λοιπόν. Τσεκάρω το GPS στο τηλέφωνο. Η θέση μου είναι λίγο πιο κάτω. Να η πολυκατοικία. Η πόρτα είναι ανοιχτή, και πολύ μπράβο της γι’ αυτό. Ανεβαίνω δύο δύο τις σκάλες, γιατί το ασανσέρ – φυσικά – δεν λειτουργεί. Δεν μπορεί, κάτι παίζει με εμένα και τους ανελκυστήρες. Εντάξει, πάντως, είμαι στην ώρα μου.

Βγαίνω στην ταράτσα. Ανοίγω το βαλιτσάκι. Βιδώνω την κάνη και το σκόπευτρο. Παίρνω θέση. #ILoveMyJob. Είναι σαν το πλέξιμο, θέλει υπομονή, ακρίβεια, σχέδιο και πειθαρχία.

Αφήνω τον μισό αέρα να βγει από τα πνευμόνια μου. Bάζω το δάχτυλο στην σκανδάλη. Kοιτάζω μέσα από τη διόπτρα. Ο πελάτης πρέπει να συνέρχεται κάπου… τώρα. Όλα είναι υπολογισμένα. Γι’ αυτό είμαι η καλύτερη.

Τραβάω το κεφάλι μου πίσω. Σκατούλες. Ξανακοιτάζω. Δεν είναι εκεί. Να πάρει ο διάολος, δεν γίνεται αυτό. Κάθε φορά είναι στη θέση του, εκεί πρέπει να είναι, το λέει και η λέξη, θέση, είναι το μέρος που πρέπει να είσαι. Πως έγινε αυτό; Πες, ρε, πες!

Πιάνω μια κίνηση. Μια κούτα κουνιέται. Σε έπιασα, μπάσταρδε, είσαι δικός μου. Η κούτα σηκώνεται αργά…

Κι από μέσα πετάγεται μια μπαμπόγρια με σακούλα σούπερ-μάρκετ στο κεφάλι και ογδονταπέντε ζακετάκια. Μίνιμουμ. Σκύβει να μαζέψει μια σκούπα και συνειδητοποιώ ότι, παρά τα υπεράριθμα ζακετάκια, δεν έχει επενδύσει καθόλου σε εσώρουχα. Ή αποτρίχωση. Η απόφασή μου να μην φάω αποδεικνύεται σοφότατη.

Σηκώνει το κεφάλι, σαν κάτι να άκουσε, και γυρίζει και με κοιτάζει. Αλλά αποκλείεται. Δεν μπορεί να με έχει δει. Είμαι πεντακόσια μέτρα μακρυά, πρηνηδόν πάνω σε μια ταράτσα, μαύρη σαν τον θάνατο και αθόρυβη σαν την σκιά.

Όχι, τελικά μπορεί, γιατί με χαιρετάει χαμογελώντας διάπλατα. “Κλείσ’ το στόμα σου, κάργια” αλαλάζω και πετάγομαι πίσω πριν πάθει το μάτι μου έγκαυμα. Τα τρία της δόντια θα με ακολουθούν για μια ζωή.

Τι στον γεροδιάολο έπαιξε εδω; Το τηλέφωνο κάνει ένα μίζερο, επίμονο, επικριτικό μπιπ. Άσε μας και συ. Μήνυμα. Να πάρει. Το ανοίγω. Πρόοδος; γράφει. Πάντα το ίδιο μήνυμα, καταντάει αηδία. Ο στόχος δεν είναι σε θέση, γράφω. Καταδιώκω.

Καμία απάντηση. Καλό είναι αυτό. Ελπίζω. Γρήγορα, τα πράγματα στο βαλιτσάκι. Νιώθω τα λαγόνια μου να παίρνουν φωτιά. Ωραία, επιτέλους, λίγη πρόκληση, είχα αρχίσει να βαριέμαι. Κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες.

Δεν μπορεί να έχει πάει μακρυά. Αυτές οι Στιγμές είναι περιορισμένης εμβέλειας. Ανάβω ένα τσιγάρο και κοιτάζω γύρω. “Φτού και βγαίνω” λέω αισθησιακά, καθώς πατάω κάτι μαλακό και ζουμερό. Κοιτάζω κάτω επιφυλακτικά. Την πουτάνα μου. Πόσο χέζουν αυτοί οι σκύλοι, επιτέλους, κανείς δεν τα μαζεύει, τι γίνεται εδώ πέρα, ρε παιδί μου; Γύφτοι, ε γύφτοι. Τουλάχιστον δεν με είδε κανείς.

Επ. Τι είναι αυτό που βλέπουν τα ματάκια μου εκεί, δίπλα στη στάση; Απ’ ό,τι φαίνεται, κι άλλος την πάτησε. Δεν είμαι Ινδιάνος γευσιγνώστης, αλλά φαίνεται πρόσφατο. Αχά! Και πιο κάτω τα σκούπισε μανιασμένα (πράγμα που κάνω κι εγώ, αλλά με περισσότερη φινέτσα). Σημείωση προς εαυτόν: Να μου πάρω γούνινο καπελάκι με ουρά κάστορα. Όχι, αλεπούς, του κάστορα είναι σαν κουπί. Ή είναι σκίουρου; Τέλοσπάντων.

Σκανάρω την περιοχή. Κανείς στον δρόμο. Τίποτα, τίποτα… ωπ! Μια νέον πινακίδα που αναβοσβήνει στο βάθος. Ενδιαφέρον. Και ασυνήθιστο. Δεν εμφανίζονται χωρίς λόγο τέτοια σε εφήμερες Στιγμές. Πλησιάζω.

Ένα μπαρ. Τραβάω τη φιμέ πόρτα και μπαίνω.

Μιλάμε για καταγώγι με αξιώσεις. Πλήρης εξοπλισμός – μοκέτα ακαθορίστου χρώματος, γόπες, μεθυσμένος που κοιμάται, μυρωδιά από σεξ σε τουαλέτα, όλα. Σαν τα περισσότερα μπαρ που τυχαίνει να βρίσκομαι. Χμ. Ίσως πρέπει να το κοιτάξω αυτό.

Πίσω από τη μπάρα στέκεται ένας γεράκος που έχει σκεβρώσει βάσει κάποιας μη-ευκλείδιας γεωμετρίας. Τι είναι αυτό που φοράει, στολή καμαρότου; Με κοιτάζει τρίβοντας επίμονα ένα ποτήρι που ήταν κάποτε διάφανο.

Πλησιάζω. “Καλησπέρα” του λέω με το καλύτερό μου χαμόγελο. “Ψάχνω έναν τύπο. Μάλλον από εδώ πέρασε”. Γέρνω πάνω στη μπάρα, αγνοώντας τα ακαθόριστα υγρά, και αφήνω το μπούστο μου να του χαμογελάσει κι αυτό. Αρέσουν κάτι τέτοια στους γεράκους, μωρέ. “Μήπως τον είδατε; Χαζό ύφος, τζιν, φλάιτ μπουφάν;”

Σταματάει να τρίβει το ποτήρι, το οποίο πρέπει να έχει φθαρεί πλέον σε μοριακό επίπεδο, και σμίγει τα μάτια του με την άνεση κάποιου που έχει φάει πολύ ρύζι στη ζωή του. Με κοιτάζει αμίλητος. Περιμένω. Περιμένει. Περιμένω. Περιμένει. Τίποτα. Αυτό με τα βυζιά δεν πιάνει, δεν το ξανακάνω, ρεζίλι γίνομαι.

Να ’τος, τον κατάφερα, γνέφει αργά. “Και που…” πάω να τον ρωτήσω, αλλά, κάτσε - δεν έγνεφε σε εμένα. Το καθοριστικό στοιχείο που με οδηγεί να το πιστεύω αυτό, είναι το γκονγκ που αντηχεί μέσα στο κεφάλι μου και τα αστράκια που βλέπω να γυρίζουν γύρω από το κεφάλι μου, μαζί με τον καραγκιόζη που κυνηγάει ένα μπιμπιπ, πράγμα που είναι λάθος, απλά λάθος.

Η επαγγελματική μου άποψη είναι ότι πρόκειται για χτύπημα  από αμβλύ, πιθανώς μεταλλικό, αντικείμενο, πράγμα που επιβεβαιώνεται καθώς πέφτω φαρδιά-πλατιά πάνω στη σύχριστη μοκέτα. Τώρα κι αν θέλω μπάνιο.

Το τελευταίο που βλέπω είναι ένα φακιδιασμένο, κοκκινοτρίχικο κοριτσάκι με ένα τεράστιο ρόπαλο του μπέιζμπολ να στέκεται από πάνω μου και να μου χαμογελάει. Σε ξέρω κάπου εσένα;

“Γειά σου, αδερφούλα”  μου λέει.

Θα έλεγα κάτι, αλλά επιλέγω να λιποθυμήσω. Το θερμοσίφωνο το έκλεισα;

 

 

ΚΕΦ 2.5

Ειδήσεις των οκτώ

 

“...και αυτά ήταν για απόψε τα αθλητικά μας νέα. Περνάμε σε σένα τώρα, Μαρία.”

“Καλησπέρα σας, κυρίες και κύριοι. Σε μια απρόσμενη για την εποχή εκδήλωση, στα μεσοδυτικά εμφανίστηκαν υλοποιήσεις από όχι ένα, ούτε δύο, αλλά τρία Κτήνη. Οι ειδικοί προειδοποιούν  τον κόσμο να αποφεύγει την περιοχή στην ενεργή ζώνη σε ακτίνα τουλάχιστον πέντε χιλιομέτρων.”

“Θα πρέπει να ανησυχεί ο κόσμος; Για τι είδους εκδηλώσεις μιλάμε;”

“Φυσικά, Τζο, ένα τέτοιο γεγονός απαιτεί την αρμόζουσα προσοχή, αλλά ο καθηγητής Μπάρντο ισχυρίζεται ότι μάλλον δεν πρόκειται περί μονίμων φαινομένων, καθώς παρά το μέγεθός τους, η πυκνότητά τους προδίδει ότι πρόκειται για εφήμερα κατασκευάσματα. Θα θυμάστε ότι στο παρελθόν ήταν πάντα η πυκνότητα και όχι το μέγεθος ο καθοριστικός παράγοντας για τη μονιμότητα της εκδήλωσης.”

“Ευχαριστούμε, Μαρία, αυτό ήταν σίγουρα καθησυχαστικό για τους τηλεθεατές μας. Θυμηθείτε – το ακούσατε πρώτα στο Κανάλι Ένα! Μισό λεπτό. Με ειδοποιούν από το κοντρόλ ότι έχουμε μια έκτακτη είδηση. Πίσω σε σένα, Μαρία.”

“Ένα πρωτοφανές γεγονός φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Μαζικές εξαφανίσεις πληθυσμού προκαλούν μεγάλη ανησυχία στις αρχές, καθώς, πέρα από τον μεγάλο αριθμό των εξαφανίσεων, δεν μπορεί να εντοπιστεί καμία κοινή συνισταμένη στις εξαφανίσεις αυτές. Μια πηγή μας αναφέρει ότι το μόνο κοινό σε κάθε περίπτωση – αν μπορούμε να το πιστέψουμε – είναι ότι οι εξαφανισθέντες ονομάζονταν όλοι Τζο. Ευτυχώς ο δικός μας Τζο βρίσκεται εδώ, σώος και ασφαλής. Σωστά, Τζο;”

“Τζο; Που είναι ο Τζο, τι συνέβη;”

--- Διακοπή για διαφημίσεις ---

 

 

ΚΕΦ. 3

Από τα μάτια του Β: Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

 

Κάτι υγρό στα μάτια μου. Πλιπ. Πλοπ. Τα ανοίγω. Κοιτάζω. Πλιπ. Μια σταγόνα από το ταβάνι. Πλοπ. Σταγόνα; Πως; Χωρίς βροχή. Γιατί;

Το ταβάνι. Κάθε εκατοστό του γνωστό. Κάθε σπιθαμή οικεία. Ο τοίχος. Τα ράφια. Τα βιβλία μου στο τραπέζι. Τα αγαπημένα μου βιβλία. Λίγα έχουν μείνει. Κρίμα.

Η πόρτα κλειστή. Κλειδωμένη. Μάλλον. Το παράθυρο. Ψηλά, με κάγκελα. Δεν φαίνεται το αστέρι μου. Έχω ένα δικό μου αστέρι.

Με αγγίζω, το πρόσωπό μου. Είμαι εγώ. Ωραία. Πολλές φορές δεν είμαι. Εγώ. Νομίζω. Οι μνήμες μπερδεύονται. Δεν έχω συνηθίσει να μιλάω. Γι’ αυτό το πράγμα. Ή για άλλα.

Είμαι μόνος. Δεν θυμάμαι από πότε. Πολύ καιρό. Πάρα πολύ καιρό. Πάρα πάρα πολύ καιρό. Πάρα πάρα πάρα πολύ καιρό. Πολύ.

Οι μνήμες. Ναι. Δεν είναι δικές μου. Οι περισσότερες. Όνειρα. Αναμνήσεις. Βιβλία. Ποιες είναι ποιες; Δεν ξέρω. Δεν έχω όνομα. Έχω πολλά. Εσύ ποιος είσαι; Δεν σε ξέρω. Υπάρχεις; Όχι δεν υπάρχεις. Γιατί σου μιλάω;

Πλοπ. Κι άλλη σταγόνα. Σηκώνομαι. Το κρεβάτι τρίζει. Το χαλί είναι μαλακό. Και κόκκινο. Κόκκινο. Το κεφάλι μου γυρίζει. Τι μου θυμίζει; Τριαντάφυλλα; Όχι. Μπαλόνια; Ούτε.

Τι κάνω εδώ; Γιατί είμαι εδώ; Είμαι φυλακισμένος. Μάλλον. Τι έκανα; Έκανα κάτι;

Έχω τσαγιέρα. Έχω και γκαζάκι. Ζεσταίνω νερό. Για τσάι. Θες; Όχι. Γιατί δεν υπάρχεις.

Κάτι. Με τραβάει έξω από το σώμα μου. Ξέρω τι να κάνω. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε δάχτυλα. Η πέτρα στον τοίχο. Το ράφι. Μετράω τα βιβλία μου. Εικοσιδύο. Η τσαγιέρα. Το τραπέζι. Η ψυχή μου ηρεμεί. Το σώμα μου όχι.

Παίρνω το πράσινο βιβλίο. Το χαϊδεύω. Το αγαπάω. Το ανοίγω κάπου στη μέση. Η σελίδα μένει στο χέρι μου. Τη διπλώνω, τρεις φορές. Την βάζω στο στόμα μου. Η γεύση υπέροχη. Την μασάω. Καταπίνω. Μιαμ.

        ***

...λίγο ήξερε ο Τρέβορ τι του επιφύλασσε η μοίρα. Η Άναμπελ καθόταν απέναντί του κοιτώντας τον λάγνα. Θα μπορούσε να είναι αυτή το κλειδί σε όλο το μυστήριο που τους περιτριγύριζε; Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά εκείνη τον σταμάτησε ακουμπώντας το δάχτυλό της στα χείλη του. Το νεγκλιζέ της γλίστρησε μέχρι τους ντελικάτους αστραγάλους της. “Πάρε με” του είπε και…

        ***

Το κεφάλι μου γυρίζει, πάλι. Πιο δυνατά από πριν. Πέφτω κάτω. Η θύμηση διακόπτεται. Είναι κάλεσμα. Με τραβάει. Κάποιος με καλεί. Βίαια. Δεν θέλω. Όχι. Μετράω. Ένα δύο τρία τέσσερα πέντε δάχτυλα όχι δεν θα δουλέψει δεν μπορώ να αντισταθώ αφήνομαι το σκοτάδι με καταπίνει πλοπ κάνει η σταγόνα

        ***

Ήταν ένα σκοτεινό, χειμωνιάτικο βράδυ. Η βροχή έπεφτε μελαγχολικά πάνω στο βρώμικο πεζοδρόμιο, σαν να προσπαθούσε να ξεπλύνει τις αμαρτίες της πόλης. Και έχανε τον αγώνα.

Στεκόμουν έξω από την καγκελόπορτα της έπαυλης. Μύριζε σαν χρήμα. Πολύ χρήμα. Παλιό χρήμα. Τα κάγκελα, μαύρα, γυάλιζαν στο θάμπος που έριχναν τα φώτα του δρόμου. Η πύλη άνοιξε πριν χτυπήσω. Με περιμένανε.

Η κάρτα πάνω στο γραφείο μου έγραφε “Στην έπαυλη. Στις 10” με καλλιγραφικά γράμματα. Μόνο αυτό. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω ποια έπαυλη. Δεν υπήρχε άνθρωπος στην πόλη που δεν γνώριζε. Όπως επίσης οι πάντες γνώριζαν ότι, όταν σε καλούσε η Δούκισσα, πήγαινες.

Ίσιωσα το καπέλο μου και έστρωσα την καμπαρντίνα μου. Λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την Δούκισσα. Λέγαν ότι ήταν πάμπλουτη, αλλά κανείς δεν ήξερε να σου πει πως και από που. Μίλαγαν γι’ αυτήν λες και ήταν από πάντα εδώ. Κάποιοι έλεγαν ότι της ανήκε η μισή πόλη.

Όσοι την είχαν συναντήσει δεν μιλούσαν γι’ αυτό. Το βλέμμα τους θόλωνε, σαν να χάνονταν σε μνήμες που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και απλά κουνούσαν το κεφάλι.

Και τώρα είχε καλέσει εμένα. Γιατί; Δεν ήμουν παρά ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ της δεκάρας. Για ό,τι κι αν με ήθελε, θα μπορούσε να έχει προσλάβει κάποιον καλύτερο.

Η καγκελόπορτα έκλεισε πίσω μου αθόρυβα και βρέθηκα να περπατάω στην μακριά αλέα της αυλής. Στο μισόφωτο γύρω μου οι θάμνοι και τα δένδρα έπαιρναν ένα μουντό, γκριζοπράσινο χρώμα. Μόνο οι τριανταφυλλιές ξεχώριζαν. Τα τριαντάφυλλά τους ήταν τόσο κόκκινα που οι θάμνοι έμοιαζαν να έχουν ματώσει. Το σιντριβάνι του κάστρου ήταν διακοσμημένο με μαρμάρινα χερουβίμ που σε κοίταζαν με ένα βλέμμα ανάμεικτο από πόθο και πείνα. Ανατρίχιασα, και δεν έφταιγε το κρύο.

Η πόρτα της κυρίως οικίας άνοιξε πριν προλάβω να χτυπήσω το βαρύ μπρούτζινο κρόταλο που κρεμόταν από το στόμα ενός λιονταριού. Ένας υπερήλικας μπάτλερ με κοίταζε με ελαφρώς συγκαλυμμένη απέχθεια.

Πριν προλάβω να πω ότι με περιμένανε, είχε ήδη κάνει στο πλάι για να περάσω, παίρνοντας το καπέλο και το παλτό μου. Μου έκανε ένα νεύμα να τον ακολουθήσω. Δεν είχε βγάλει λέξη.

Το σπίτι μέσα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό και περιέργως ψηλοτάβανο. Μου θύμισε καθεδρικό ναό. Όλο το μέρος έπαιζε σε τόνους του γκρι, εκτός από το μαυρόασπρο ντόμινο πάτωμα. Περνώντας παρατήρησα τη λεπτομέρεια στα σκαλίσματα των κιόνων. Ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί – ολόκληρες σκηνές φαίνονταν να εξελίσσονται μέσα σε λίγα εκατοστά και ο χαμηλός φωτισμός άφηνε την εντύπωση της κίνησης.

Δεν πρόλαβα να παρατηρήσω παραπάνω, καθώς ο υπέργηρος υπηρέτης είχε προχωρήσει με ταχύτητα που δεν θα περίμενες στη δική του ηλικία, ή σωματική κατάσταση. Συνέχιζε να μην μιλάει, αλλά ούτε κι εγώ ένιωθα άνετα να σπάσω τη σιωπή.

Η σιωπή επικρατούσε γενικότερα στο σπίτι αυτό. Δεν άκουγες κανέναν ήχο, ούτε καν ένα ρολόι. Ούτε καν ο βόμβος κάποιου ηλεκτρικού φωτισμού – παντού το σπίτι ήταν φωτισμένο με κεριά. Δεν είδα πουθενά άλλο προσωπικό, αν και θα πρέπει να υπήρχε σε ένα τέτοιο σπίτι. Οι κλειστές πόρτες που περνάγαμε δεν πρόδιδαν τίποτα για τα δωμάτια που κρυβόντουσαν από πίσω.

Τέλος ο μπάτλερ με οδήγησε σε ένα δωμάτιο σαν μικρό καθιστικό. Χωρίς να έχει πει κουβέντα, έκλεισε την πόρτα πίσω του και έφυγε, αφήνοντάς με μόνο.

Η φωτιά στο τζάκι που ζέσταινε το δωμάτιο ήταν το μόνο πράγμα που έσπαγε την μονοχρωμία. Ένα τραπεζάκι, δίπλα σε μια ταιριαστή βελούδινη πολυθρόνα, είχε πάνω έναν ασημένιο δίσκο με ένα κρυστάλλινο μπουκάλι και ένα ποτήρι. Το γέμισα, χωρίς να κάτσω. Μπράντι. Πολύ καλύτερο από οτιδήποτε άλλο είχα δοκιμάσει. Η γουλιά κατέβηκε απλώνοντας μια θαλπωρή σε όλο μου το σώμα.

Ένα καμπανάκι ακούστηκε διακριτικά και η πλαϊνή πόρτα άνοιξε. Κατέβασα μια γουλιά ακόμα πριν αφήσω το ποτήρι. Αν κάτι μου είχε διδάξει η ζωή, είναι ότι πρέπει να απολαμβάνεις κάτι καλό όσο κρατάει. Σπάνια κρατάει πολύ.

Πήρα μια ανάσα, πέρασα την πόρτα και βρέθηκα στην κυρίως σάλα.

Το να πω ότι η αίθουσα ήταν εντυπωσιακή φαντάζει λίγο. Ήταν αχανής. Ίσως από κάποιο τρικ των ματιών μου, μπερδεμένα από το ημίφως των κρυστάλλινων πολυελαίων, δεν μπορούσα σχεδόν να διακρίνω που τελείωνε. Ένιωθα σαν ψάρι που έβγαινε πρώτη φορά στον ωκεανό.

Αναρωτήθηκα προς στιγμήν πως μπορούσε να χωράει ένα τέτοιο δωμάτιο μέσα στο σπίτι, αλλά κάτι άλλο απαίτησε τότε την προσοχή μου.

“Πλησίασε” άκουσα μια φωνή, βαθιά και γλυκιά σαν σιρόπι οπίου. Διέσχισα την σάλα σαν σε όνειρο. Η Δούκισσα – δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αυτή – με περίμενε γερμένη πάνω σε ένα ανάκλιντρο. Στο μυαλό μου είχα την εικόνα ότι θα συναντούσα κάποια ηλικιωμένη κυρία, μια γριά αριστοκράτισσα. Ό,τι κι αν περίμενα να δω, δεν ήταν αυτό που αντίκριζα.

Το κατάλευκο αλαβάστρινο δέρμα της καλυπτόταν μόνο από το μαύρο δαντελένιο νυχτικό της και τον καταρράκτη των χάλκινων μαλλιών της. Το βλέμμα της έμοιαζε σαν γάτας, έτοιμης να παίξει με την τροφή της. Το χρώμα τον ματιών της ήταν ένα τόσο ανοιχτό γκρι που έμοιαζαν σχεδόν άσπρα. Τα χείλη της… Προσπάθησα να συνέλθω.

“Έλαβα μια πρόσκληση” είπα με την πιο επαγγελματική μου φωνή. “Πως θα μπορούσα να σας βοηθήσω;” Ο γιακάς μου με έσφιγγε απίστευτα.

“Να με βοηθήσεις;” είπε μειδιάζοντας. Σχεδόν την άκουγα να γουργουρίζει καθώς με περιεργαζόταν με το βλέμμα της. “Φαίνομαι να χρειάζομαι βοήθεια;”

Ξεροκατάπια. Δεν ήξερα τι να απαντήσω.

“Ίσως και να χρειάζομαι”. Γέλασε καμπανιστά. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Οι κινήσεις της ήταν μετρημένες, η φωνή της υπνωτική. Ήταν τόσο όμορφη που ήθελα να κλάψω. Ήταν απλά τέλεια.

“Είναι ένα ζήτημα σχετικά απλό” συνέχισε. “Απαιτεί όμως λεπτότητα και διακριτικότητα. Φυσικά αυτό δεν θα είναι θέμα, σωστά; Δεν θα μακρηγορήσω. Ένα από τα τέκνα μου αγνοείται. Εξαφανίστηκε χωρίς ίχνη. Είναι υψίστης σημασίας να εντοπισθεί. Είμαι βεβαία ότι είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά αυτή”.

Δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω τα όσα έλεγε. Το χαμόγελό της δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ. “Με το συμπάθιο, κυρία μου, αλλά-”

“Δούκισσα” με διέκοψε παγωμένα. “Θα με λες Δούκισσα”.

Ξεροκατάπια. Είχε αρχίσει να μου γίνεται συνήθεια.

Μου χαμογέλασε ξανά. “Έτσι με λένε. Δούκισσά μου, πες το”.

Μετακινήθηκε ελαφρώς στον καναπέ. Η ρώγα του στήθους της φάνηκε μέσα από τη δαντέλα του νυχτικού. Προσπάθησα να τραβήξω το βλέμμα μου, αλλά ήταν αδύνατον. Το ήξερε, και δεν έκανε καμία προσπάθεια να καλυφθεί. Φαινόταν να το απολαμβάνει.

“Δούκισσα μου” είπα χαμηλόφωνα. Τι μου συνέβαινε; Ήμουν σαν έφηβος, σαν να έβλεπα γυναίκα για πρώτη φορά. “Ήθελα μονάχα να σας ρωτήσω για ποιο λόγο με επιλέξατε. Δεν είμαι κάποιος -”

“Ακριβώς”. Το βλέμμα της με διαπέρασε, βίαια. Σαν να κοίταζε μέσα και πέρα από μένα. Το στόμα μου ήταν στεγνό και ένας ίλιγγος άρχισε να με παρασέρνει…

“Ακριβώς, γλυκέ μου. Δεν είσαι”.

 

        ***

Εμένα. Κοιτάζει εμένα. Όχι. Δεν είναι καλό. Είναι κακό. Είναι επικίνδυνο. Κινδυνεύω. Τραβιέμαι πίσω στο δωμάτιό μου. Το ταβάνι. Τα πράγματά μου. Μετράω τα δάχτυλά μου. Ένα δύο τρία, όχι δεν δουλεύει η ανάμνηση με τραβάει πάλι μέσα

        ***

Ο ίλιγγος σταμάτησε απότομα όπως ξεκίνησε. Κούνησα το κεφάλι μου να συνέλθω. Ίσως το μπράντι να με είχε πειράξει.

“Δεν καταλαβαίνω” της είπα. “Σίγουρα θα μπορούσατε να έχετε όποιον θέλετε. Σας ανήκει, λένε, η μισή πόλη -”

“Η μισή πόλη; Έτσι λένε;” με διέκοψε με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. “Μόνο;”

Την κοίταζα αβοήθητος.

“Λοιπόν,” συνέχισε πιο σοβαρά “διάλεξα εσένα και αυτό είναι. Οι λόγοι μου είναι δικοί μου. Εκτός” – το βλέμμα της και η φωνή της πάγωσαν απότομα – “αν δεν θέλεις τη δουλειά. Σε αυτή την περίπτωση μπορείς να πηγαίνεις”.

Έκανε να σηκώσει ένα καμπανάκι που βρισκόταν στο τραπεζάκι δίπλα της. Ίσως τότε έπρεπε να φύγω, το ένστικτό μου αυτό μου έλεγε, κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένιωθα όμως σαν να μου έπαιρναν κάτι δικό μου, κάτι πολύτιμο. Σαν κάτι ζωώδες μέσα μου να μην ήθελε να αφήσει αυτό που είχε στα δόντια του.

“Όχι” γρύλισα. “Θα την πάρω. Θα πάρω τη δουλειά”.

“Πόσο χαίρομαι” είπε χαμογελώντας ξανά. “Κάθισε”.

Κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε άλλο κάθισμα. Τα πόδια της μαζεύτηκαν ελαφρά για να μου κάνουν χώρο στο ανάκλιντρο.

“Κάθισε κοντά μου”. Κάθισα. Με κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα και γέλασε σαν κοριτσάκι.

“Πόσο χαίρομαι” είπε ξανά. “Τώρα που ολοκλήρωσες τη δουλειά που σου ανέθεσα, ήρθε η ώρα για την ανταμοιβή σου”.

Ολοκλήρωσα; Ανταμοιβή; “Μα δεν έχω κάνει ακόμα κάτι. Τι…;”

“Έκανες ακριβώς αυτό που έπρεπε να κάνεις, γλυκό μου αγόρι. Και τώρα…” σήκωσε το ντελικάτο της πέλμα στο πρόσωπό μου “λάτρεψέ με”.

Άνοιξα το στόμα σαν υπνωτισμένος και το φίλησα. Δεν σκεφτόμουν πια τίποτα, το σώμα μου όλο καιγόταν. Το δάχτυλο του ποδιού της γλίστρησε μέσα στο στόμα μου και εγώ το πιπιλούσα σαν πεινασμένο μωρό. Τα κατακόκκινα χείλη του αιδοίου της μισοφαίνονταν μέσα από το νυχτικό, υγρά. Μισάνοιξε το στόμα της και το πόδι της κατέβηκε αργά να ψηλαφίσει τη στύση μου που πήγαινε να εκραγεί.

“Φίλα με” την άκουσα να λέει. Σύρθηκα σαν μεθυσμένος αργά προς το μέρος της. Η ρώγα της μου χάιδεψε το πρόσωπο καθώς πλησίαζα στα χείλη της. Η γλώσσα της, μακριά και μαλακή σαν φίδι ακούμπησε στη δική μου. Το χέρι της μπλέχτηκε μέσα στα μαλλιά μου, γραπώνοντας τα με απρόσμενη δύναμη, και μου χαμήλωσε το κεφάλι. “Όχι αυτά τα χείλη” μου ψιθύρισε στο αυτί.

Γονάτισα μπροστά της να την λατρέψω και βύθισα το πρόσωπό μου ανάμεσα στα πόδια της, στο κόκκινο σαν τριαντάφυλλο μουνί της.

        ***

Απομακρύνομαι. Τα βλέπω από μακρυά. Ο γέρος υπηρέτης, μπαίνει. Πιάνει το πτώμα του άντρα. Το τραβάει έξω. Το πτώμα είναι άσπρο. Άχρωμο. Η Δούκισσα χαμογελάει και γλύφει τα χείλη της. Με κοιτάζει. Ξέρει πως είμαι εδώ. Δεν μπορώ να φύγω.

“Είσαι δεσμευμένος” μου λέει. “Βρες τον γιο μου”.

Νιώθω αόρατα δεσμά. Σφίγγουν γύρω μου. Σκοτάδι.

Είμαι στο δωμάτιό μου. Ένα βιβλίο πάνω στο τραπέζι. Καινούργιο. Δερμάτινο εξώφυλλο. Το ανοίγω. Νιώθω πείνα. Και φόβο. Και το κόκκινο των χειλιών της Δούκισσας.

Μια σταγόνα ακόμα πέφτει.

 

 

ΚΕΦ. 3.5

Τηλεοπτικό Πάνελ

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και τώρα σε σας, καθηγητά. Ο θεολόγος μας διατύπωσε την επίσημη θέση της Εκκλησίας σχετικά με το θέμα μας…

ΘΕΟΛΟΓΟΣ: Ο Θεός -

Δ: Ναι, ευχαριστούμε πολύ, αλλά θα πρέπει να σας διακόψω, καθώς ο χρόνος σας έχει εξαντληθεί. Όπως έλεγα, καθηγητά, ακούσαμε τη θέση της Εκκλησίας πάνω σε αυτό το μείζον ζήτημα, τι λέει όμως η επιστήμη; Βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά στο ενδεχόμενο της αθανασίας;

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση στην εκπομπή σας. Όπως πολύ καλά είπατε, το ζήτημα είναι μείζον. Ας δούμε ακριβώς τι είναι αυτό που μας προτείνει η Συμφωνία.

Έχουμε έναν άνθρωπο στα πρόθυρα του θανάτου, του οποίου η πλήρης κατάσταση αντιγράφεται μέσω εγκατεστημένων νανιτών, τεχνητά μικροσωματίδια για όποιον δεν γνωρίζει την ορολογία. Το τεχνικό κομμάτι βέβαια μας υπερβαίνει, μιλάμε εδώ για το δημιούργημα μιας ευφυΐας κατά πολύ ανώτερης της δικής μας. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το εξής – είναι το αντίγραφο που προκύπτει ταυτόσημο με το αρχικό; Γνωρίζετε ότι…

Θ: Πουθενά στις γραφές δεν αναφέρεται -

Δ: Ναι, ναι, θα πρέπει να περιμένετε τη σειρά σας για να μιλήσετε, όπως περίμενε και ο καθηγητής.

Κ: Έλεγα λοιπόν, ότι δεν είμαστε σε θέση να επιβεβαιώσουμε κατά πόσο μεταφέρεται η συνείδηση – καλά καλά δεν είμαστε σε θέση να την εντοπίσουμε, ή και να την ορίσουμε επαρκώς. Πως μπορούμε να ξέρουμε ότι είναι ένα στοιχείο που μπορεί να μεταφερθεί; Με ποιό τρόπο μπορούμε να γνωρίζουμε αν αυτό που δημιουργείται κατά αυτήν την διαδικασία είναι ένα διαφορετικό όχημα για τη συνείδησή μας, ή απλά ένα αντίγραφο;

Θ: Η Ψυχή -

Δ: Θα σας ζητήσω να βάλουμε εδώ μια άνω τελεία, καθώς με ενημερώνουν από το κοντρόλ ότι πρέπει να περάσουμε σε διαφημιστικό διάλειμμα.

-*-

Φώτα. Χαρούμενη μουσικούλα. Μια χαμογελαστή νοικοκυρά με λουλουδωτή ποδίτσα στέκεται πίσω από τον πάγκο της κουζίνας….

-*-

 

 

ΚΕΦ. 4

Περί γρίφων και άλλων αινιγμάτων

 

Έχω την εντύπωση ότι ξαναπέθανα. Τελικά δεν φαίνεται να είναι τόσο οριστικό όσο έχουν αφήσει να εννοηθεί. Νιώθω μια γλυκιά θαλπωρή, μια ζεστασιά να με αγκαλιάζει. Σα να βρίσκομαι και πάλι στην κοιλιά της μάνας μου, αν η κοιλιά της μάνας μου έκανε χριτς χριτς. Και ήταν κάπως σκληρή. Και τραχιά.

Καθώς οι αισθήσεις μου σταδιακά επανέρχονται, συνειδητοποιώ ότι α) το κεφάλι μου πονάει σαν να έφαγα αμόνι και β) τα θυμάμαι όλα. Δηλαδή, όταν λέμε όλα, όλα όσα συνέβησαν στο προηγούμενο επεισόδιο, αφού έχασα την μνήμη μου και μετά. Το άλλο θα παραήταν εύκολο και βολικό.

Δεν τις λες και καταπληκτικές μνήμες, αλλά είναι κάτι. Θυμάμαι το όνομά μου, ρε φίλε, αν μη τι άλλο. Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά για κάποιον στη δική μου φάση είναι κεφαλαιώδες.

Το γεύομαι στο στόμα μου. «Τζο» λέω, αγνοώντας ως παραλήρημα κάτι φωνές που ουρλιάζουν «ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙ» στο μπαγκράουντ. Βέβαια ακούγεται σαν «Δο» όταν το λέω, καθώς συνειδητοποιώ ότι α) έχει γεύση σαν σκόνη και άμμο, β) η γλώσσα μου είναι πρησμένη από την αφυδάτωση και γ) μάλλον πρέπει να έχω στο πρόσωπο εγκαύματα τουλάχιστον δευτέρου βαθμού.

Μισανοίγω τα εξαιρετικά πρησμένα μάτια μου. Δεν εκπλήσσομαι που τα βλέπω όλα θολά, έχω συνηθίσει πλέον.

«Νεγό» κοάζω σε άπταιστα Γαλλικά. Μετά από εφτά δευτερόλεπτα, συνεχίζει να μην μου φέρνει κανείς. Αποφασίζω να καταβάλω την αναγκαία προσπάθεια να ανοίξω τα βλέφαρά μου μέχρι πάνω.

Και πάνω στην ώρα, όπως φαίνεται, καθώς αντιλαμβάνομαι μια φιγούρα πάνω από το κεφάλι μου, με το χέρι σηκωμένο, έτοιμο να χτυπήσει. Αν κάτι μου έχει μάθει η ζωή ως τώρα, αυτό είναι να προστατεύω το κρανίο μου από απροειδοποίητα και αναίτια χτυπήματα. Η αδρεναλίνη και τα αντανακλαστικά μου αναλαμβάνουν και πετάγομαι στον αέρα, χτυπώντας την θολή μορφή με τη γροθιά μου, σαν να το είχα χορογραφήσει.

Ο κάκτος παραμένει απτόητος. «Ααααα» ουρλιάζω σφίγγοντας το καμένο, πρησμένο, και γεμάτο αγκάθια χέρι μου. «Το φελέκι μου, γαμώ».

Έχω πλέον συνέλθει τελείως. Τελευταία φορά που με θυμάμαι, πάθαινα σοβαρή διάσειση σε ένα πενταπαίσιο μπαρ. Τώρα συνέρχομαι ξαπλωμένος στην έρημο. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω, καθώς τραβάω ακόμα ένα αγκάθι από το χέρι μου, ότι εδώ υπάρχει ένα σεναριακό κενό μεγέθους παχύσαρκου ελέφαντα.

Τι κάνω σ’ αυτό το μέρος; Πως βρέθηκα στην έρημο; Που βρίσκομαι; Τι συμβαίνει εδώ; Τι διάολο συμβαίνει γενικώς; Δεν έχω πολύ εμπειρία με αυτά τα πράγματα (ή οτιδήποτε άλλο), αλλά δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να λειτουργεί έτσι η φάση.

Ο κάκτος, παρά τις διαφορές μας, με κοιτάζει με κατανόηση. Διακρίνω, ίσως, και μία συμπάθεια. Τα κάνει αυτά η αφυδάτωση.

Χρειάζομαι νερό άμεσα. Και μια ενυδατική. Αλλά κυρίως νερό. Ο ήλιος, αμέριμνος, συνεχίζει να με ξεροψήνει. Κοιτάζω τριγύρω. Ένα ξερό θαμνάκι περνάει κατρακυλώντας κι ένας κροταλίας με κοιτάζει βαριεστημένα. Έρημος, έρημος παντού.

Κι ένα βελάκι. Σηκώνω το ένα μου φρύδι. Στο βάθος του ορίζοντα έχει ένα βελάκι στον αέρα που δείχνει προς τα κάτω.

Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Επιμένει να υπάρχει. Κάνω το κεφάλι αριστερά. Το κάνω και δεξιά. Κοιτάζω αλλού και ξαφνικά το ξανακοιτάζω. Εκεί αυτό. Αρχίζω να πιστεύω ότι όντως υπάρχει.

Κάνω ένα βήμα προς το μέρος του. Τα μοκασίνια μου είναι γεμάτα άμμο. Όπα, τι μοκασίνια; Αθλητικά φορούσα πριν. Ή μήπως αρβύλες; Όχι πάντως μοκασίνια, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ούτε καφέ παντελόνι από δέρμα βουβάλου. Και σίγουρα δεν φόρεσα με τη θέλησή μου πόντσο που μοιάζει με τραπεζομάντηλο. Μόνο το σομπρέρο μου λείπει, που θα ήταν και χρήσιμο.

Αποφασίζω ότι αυτό είναι ένα μυστήριο που θα πρέπει να περιμένει και στρέφομαι ξανά προς το μυστηριώδες βελάκι. Θα το θεωρήσω κάποιου είδους οιωνό, ένα μήνυμα από το σύμπαν. Ναι.

Τα πρώτα βήματα είναι βασανιστικά. Και τα δεύτερα το ίδιο. Και τα υπόλοιπα, επίσης. Θα γκρίνιαζα, αλλά κάνω οικονομία στο σάλιο. Πάντως πλησιάζω. Αργά, αλλά πλησιάζω. Μια σαύρα με κοιτάζει να δει αν ψήθηκα, αλλά φεύγει με το ύφος του «θέλει λίγο ακόμα».

Όσο πλησιάζω, το βελάκι φαίνεται να λαμπυρίζει. Ή αναβοσβήνει; Επίσης από κάτω έχει ένα κτίσμα – ένα σπιτάκι;

«Πολιτιθμόθ!» λέω σαν ψευδός βάτραχος.

Και όντως, το βέλος (αρκετά μεγάλο τώρα που πλησίασα) αποδεικνύεται διαφημιστική πινακίδα, με γλόμπους που αναβοσβήνουν και δουλεύουν σχεδόν όλοι. «ΤΟ ΣΑΛΟΥΝ ΤΟΥ –» γράφει πάνω. Παράξενη ονομασία. «Ουίσκι – Γυναίκες – Σουβενίρ» συμπληρώνει από κάτω.

Τρέχω καταπάνω του με όση δύναμη μου έχει απομείνει, το οποίο στην πράξη μεταφράζεται σε ένα τσικ πιο γρήγορο τριπόδισμα.

Περνάω από την ποτίστρα για τα άλογα (όντως, έχει) και πιάνομαι να στηριχτώ από τα πορτόφυλλα (κανονική πόρτα σαλούν!). Φυσικά ανοίγουν προς τα μέσα και κουραδιάζομαι στο πάτωμα.

«Βρε, για κοίτα τι έσυρε μέσα η γάτα» ακούω μια λάγνα, σιτεμένη φωνή. Νιώθω ένα μυτερό παπούτσι να σπρώχνει διερευνητικά τα πλευρά μου. Κοιτάζω πάνω με το ένα μάτι και βλέπω μια περιέργως γνώριμη μακιγιαρισμένη γριά με ρούχα εποχής (ροζ), να με κοιτάζει σαν να είμαι φαγώσιμο.

Μου περνάνε διάφορες ενστάσεις για αυτό που βλέπω από το μυαλό, αλλά καταλήγω σε ένα ξεψυχισμένο «Νερό…»

«Το νερό είναι για τα άλογα, ξένε» ακούω μια ανδρική φωνή. Σηκώνομαι αργά. Ο ιδιοκτήτης της φωνής είναι ένα δίμετρο μουστακαλίδικο γομάρι με δερμάτινο γιλέκο, που τρίβει ένα ποτήρι πίσω από την μπάρα.

«Μα δεν έχει άλογα» λέω αδύναμα.

«Οπότε δεν έχει και νερό» απαντάει ετοιμόλογα.

Δεν μπορώ να διαφωνήσω με την λογική του.

«Αυτό που χρειάζεσαι» λέει τραβώντας ένα μπουκάλι από το πίσω ράφι, «είναι ένα διπλό, αντρίκιο ουίσκι».

Βάζω το χέρι μου στην τσέπη και πιάνω ένα νόμισμα. Ένα δολάριο. Ακριβώς ένα δολάριο παραπάνω από ό,τι περίμενα να βρω. Του το δείχνω.

«Και η μπυρίτσα καλή είναι» λέει και βάζει γρήγορα το μπουκάλι πίσω στη θέση του. Αφήνει το ποτήρι που έτριβε στην άκρη και βγάζει ένα σαφώς πιο βρώμικο από κάτω, το οποίο γεμίζει σε μια κάνουλα.

Η γριά τσατσά, μόλις οσφραίνεται τον γλυκό αέρα της αφραγκίας, απομακρύνεται προς την κουζίνα βρίζοντας ακαθόριστα. Θεέ μου, πόσο μοιάζει με τη γριά με το σκουπόξυλο, είναι τρομακτικό. Ένας νέγρος πιανίστας που δεν είχα προσέξει ως τώρα, παίζει μια μελαγχολική κάουντρι μελωδία στο πιάνο, χωρίς να δίνει σημασία στα τεκταινόμενα.

«Κερνάω εγώ» ακούγεται μια μπάσα, μεστή φωνή. Ρουφώντας γρήγορα την μπύρα μου για να μην λιποθυμήσω, γυρνάω και βλέπω να κάθεται δίπλα, σε ένα σκαμπώ στην μπάρα, ο πιο τυπάς τυπάς που έχω δει. Γέρος, ναι, αλλά όχι παππούς. Η δερμάτινη καμπαρντίνα του κρέμεται μέχρι το πάτωμα, και τη φοράει ακλόνητος παρά τους 52 βαθμούς Κελσίου που κάνει, και με ταιριαστό καπέλο μάλιστα. Το μακρύ του, λευκό μουστάκι είναι ένα έργο τέχνης, τα στρογγυλά του μαύρα γυαλιά είναι αυτά που έψαχνες αιώνες και δεν μπορούσες να βρεις πουθενά. Το σπιρούνι της μπότας του γυαλίζει από μόνο του, σαν να σου κλείνει το μάτι.

«Δεν πληρώνεις τα δικά σου πρώτα;» ακούγεται ο μπάρμαν σαν πορδή.

Ο γέρος γυρνάει αργά και απευθύνεται στην κολώνα. «Η καλοσύνη δεν έχει τιμή, Φιλισταίε» της λέει με ανωτερότητα.

Ο μπάρμαν γραπώνει το τελευταίο μου δολάριο στον κόσμο και συνεχίζει να τρίβει το ποτήρι του κουνώντας το κεφάλι του.

Ο γέρος γυρνάει προς την τσατσά που έκανε την επανεμφάνισή της, και λέει «Φίλε μου, η συνάντησή μας δεν είναι τυχαία. Έλα, κάθισε μαζί μου».

Η φρικαλέα γριέτζω, έχοντας ενισχύσει τις πολλαπλές στρώσεις ρουζ που καλύπτουν το πρόσωπό της, σμίγει τα μάτια. «Να λείπει το βύσσινο» του λέει. «Μου χρωστάς ακόμα από την τελευταία φορά».

«Ύπαγε οπίσω μου, θηλυκό του διαβόλου!» ανακράζει αυτός. «Με παγίδευσες μια φορά, με τις δόλιες υποσχέσεις σου για εικοσάχρονη Ρωσική σάρκα. Ποτέ ξανά!»

«Κι εσύ είπες ότι είχες να πληρώσεις».

«Σε σοφία και εμπειρίες».

«Ουδέποτε αναφέρθη κάτι τέτοιο».

Ο γέρος κλείνει την συζήτηση φτύνοντας το ταμπάκο που μασούσε λίγο δίπλα από το πτυελοδοχείο. Κάνει νόημα, μάλλον σε μένα, να καθίσω. Ο μπάρμαν μου κάνει μια παντομίμα για να μου δώσει να καταλάβω ότι ο γέρος είναι τυφλότερος κι από ταβανόπροκα, αν και τολμώ να πω ότι κάτι είχα αρχίσει να καταλαβαίνω.

«Μπορώ να αναγνωρίσω μια ειρωνικά σχολιαστική παύση, ξέρεις» λέει ο γέρος. «Ασ’ τον αυτόν, φίλε μου, και έλα να καθίσεις μαζί μου».

Πάω.

«Πως σε λένε;» με ρωτάει.

«Τζο» του λέω. Η γλώσσα μου κάπως έχει αρχίσει να λειτουργεί πάλι, μου φαίνεται. Τη δοκιμάζω λίγο ακόμα. «Με λένε Τζο».

Ο γέρος κάτι φαίνεται να αφουγκράζεται. «Έτσι εξηγείται» λέει.

«Τζο λέγανε και τον προηγούμενο ιδιοκτήτη» λέει ο μπάρμαν. «Εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Πήγε στην τουαλέτα και δεν τον ξαναείδε κανείς. Και το πιο περίεργο ήταν ότι με κάποιο τρόπο σβήστηκε και το όνομά του από την πινακίδα. Μου έμεινε το σαλούν, βέβαια, οπότε να μην γκρινιάζω».

Ο γέρος κουνάει μονάχα το κεφάλι, τρίβοντας σκεπτικός το μουστάκι του.

«Το δικό σου ποιο είναι;» τον ρωτάω.

«Δεν έχει σημασία» με κόβει. «Σημασία έχει το πως, πότε και γιατί βρέθηκες εδώ».

«Και που είναι το εδώ» συμπληρώνω.

«Άρχισες να το πιάνεις» λέει στον μπάρμαν.

Περνάω το χέρι μου από μπροστά του.

«Αναρωτιέσαι αν είμαι τυφλός» μου λέει.

«Όχι» του απαντάω, με σχετική βεβαιότητα.

«Είναι τυφλός αυτός που βλέπει δια μέσω των αιώνων;» συνεχίζει. «Που αντιλαμβάνεται την πραγματική φύση του κόσμου; Που του έχει δοθεί το δώρο της φώτισης και της προφητείας; Για τον οποίον δεν υπάρχουν μυστικά και μυστήρια;»

«Ναι» λέει ο μπάρμαν. «Τελείως».

«Όντως» συμφωνεί ηττημένος ο γέρος. «Είναι το τίμημα για όλα τα υπόλοιπα που προανέφερα».

Αναρωτιέμαι ποιος τον ντύνει και του διαλέγει τα ρούχα τότε, αλλά ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να ρωτήσω.

«Είχα κάποτε» λέει νοσταλγικά, «ένα παιδί που με οδηγούσε, ένα μικρό αγόρι. Ήταν τα μάτια μου και το στήριγμά μου».

Κάνει μια μελαγχολική παύση. «Τι συνέβη;» τον ρωτάω, φοβούμενος το χειρότερο.

«Αυτό ήταν πολύ αυτιστικό, κι εγώ πολύ γέρος. Δεν άντεξα άλλο. Του έδωσα έναν κύβο του Ρούμπικ και έφυγα». Για μια στιγμή φαίνεται χαμένος στις αναμνήσεις του. «Μάλλον ακόμα προσπαθεί να τον λύσει» λέει λυπημένα.

«Μπορείς να με βοηθήσεις;» τον ρωτάω. «Έχεις τις απαντήσεις που ψάχνω;»

«Οι απαντήσεις είναι μέσα σου» μου λέει. «Γνωρίζεις ήδη αυτό που θέλεις να μάθεις. Φτάνει απλά να κοιτάξεις».

«Ούτε καν» του λέω. «Δεν γνωρίζω τίποτα, καταλαβαίνω ακόμα λιγότερα, και δεν θυμάμαι Χριστό. Ούτε το όνομά μου δεν ξέρω, το Τζο το έβγαλα από το μυαλό μου».

«Κι από τον κόσμο» απαντάει κρυπτικά. Ή ηλίθια, δεν μπορώ ακόμα να συμπεράνω. Καλά λένε ότι δεν πρέπει να γνωρίζεις από κοντά τα είδωλά σου. Ότι χρειάζομαι απαντήσεις πάντως, χρειάζομαι, και αν έχει κάτι να μου πει, θα τον ακούσω. Δεν μπορεί να έχει τόσο γαμάτη καμπαρντίνα για το τίποτα.

«Δεν είναι εδώ το μέρος, όμως, για να συζητήσουμε» λέει. «Ακολούθησέ με». Ψηλαφίζει τον αέρα σαν να ψάχνει κάτι και το χέρι του προσγειώνεται απότομα στον ώμο μου, σαν να είναι η φυσική του λειτουργία. «Πάμε, λοιπόν».

«Έξω;» τον ρωτάω, αποδεχόμενος πλήρως τον ρόλο του αναπληρωματικού αυτιστικού.

«Έξω» συμφωνεί λακωνικά. «Ξανάρχομαι» λέει στον μπάρμαν, ο οποίος αδιαφορεί τελείως.

Σκοντάφτοντας σε ελάχιστες καρέκλες και μόλις ένα τραπέζι, βγαίνουμε από το σαλούν πάλι έξω στην κάψα. Με καθοδηγεί  προσεκτικά προς ένα μέρος της Δύναμης, όπως το αποκαλεί, αλλάζοντας συνεχώς κατευθύνσεις σε σημεία που αποφασίζει πέρα από την κατανόησή μου. Τελικά, μετά από ώρα πολλή, αποδεικνύεται ότι το μέρος της Δύναμης είναι η πίσω αυλή του σαλούν.

«Θα μπορούσαμε να έχουμε βγει από την πίσω πόρτα» σχολιάζω.

«Το νόημα βρίσκεται στο ταξίδι» μου απαντάει.

Η πίσω αυλή έχει περισσότερο πράσινο από όσο έχω δει ως τώρα μαζεμένο, δηλαδή δύο ασθενικά δενδράκια, έναν καραφλό θάμνο και λίγο κίτρινο χορτάρι.

«Κάθισε» μου λέει.

Κάθομαι.

«Οκλαδόν» μου λέει. «Η σοφία θέλει οκλαδόν».

Κάθομαι οκλαδόν.

«Τώρα είσαι έτοιμος» μου λέει. Δεν ξέρω που το κατάλαβε, μάλλον έχει χρονομετρήσει τις αντιδράσεις.

«Λοιπόν» ξεκινάει να λέει, «το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξέρεις είναι ότι όλα είναι μια μπούρδα».

Περιμένω μια επεξήγηση. Τίποτα.

«Μπούρδα;» ρωτάω διερευνητικά.

«Α, ναι. Συγγνώμη, ξεχάστηκα. Ναι, μπούρδα. Τελείως. Είναι όλα ψέματα. Τίποτα από όσα βλέπεις δεν είναι αληθινό».

Κοιτάζω τριγύρω. Η ζέστη είναι ανυπόφορη, τα χέρια μου πονάνε από τα αγκάθια του κάκτου, το δέρμα του προσώπου μου είναι σαν πετσί από τα εγκαύματα.

«Εμένα πραγματικά μου φαίν…» ξεκινάω να πω, αλλά ακούω ένα «ΑΑΪΪΑΑΑΑΧΧ!» και βλέπω τον γέρο, που με κάποιο μαγικό τρόπο κρατάει μια κατάνα και φοράει μπαντάνα με Γιαπωνέζικη σημαία, να μου επιτίθεται.

Έχω κολλήσει σαν ελάφι μπροστά σε προβολέα και τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια. Ευτυχώς, τελευταία στιγμή στρίβει το χέρι του και κόβει με ένα χτύπημα το ένα από τα δενδράκια. Με στεναχωρεί, με όλη αυτή την προσπάθεια που είχε κάνει το κακόμοιρο, αλλά καλύτερα από το κεφάλι μου.

«Παρατήρησε!» μου λέει, σπρώχνοντάς μου το λεπτό του κορμό στη μούρη.

«Είναι ένα… κλαδί;» λέω προσεχτικά.

«Λάθος απάντηση! Κοίτα πιο προσεκτικά!»

«Ακόμα κλαδί είναι».

«Πιο προσεκτικά είπα, μπούφο!»

Το περιεργάζομαι. Δεν βλέπω τίποτα το ιδιαίτερο. Εκτός…

«Δεν έχει δαχτυλίδια το ξύλο μέσα. Είναι σαν να φύτρωσε σήμερα!» Έκπληκτος με την παρατηρητικότητά μου, το ξανακοιτάζω. Όντως.

«Μπίνγκο!» λέει ο γέρος ενθουσιασμένος. «Δεν υπήρχε τίποτα από όλα αυτά πριν έρθεις».

«Ούτε εσύ δηλαδή;»

«Άλλο εγώ. Δηλαδή, ναι. Και όχι. Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω».

«Προσπάθησε».

«Όχι, εννοώ ότι όντως δεν μπορώ. Αν πάω να το κάνω, δες τι συμβαίνει».

Αρχίζει και ανοιγοκλείνει το στόμα του χωρίς να βγαίνει καθόλου ήχος. Ούτε η ανάσα του δεν ακούγεται. Είναι σαν να πάτησε κάποιος το mute. Προσπαθώ να διαβάσω τα χείλη του, αλλά δεν το έχω καθόλου.

«Έλα, άσε την πλάκα τώρα» του λέω.

«Δεν αστειεύομαι, νιούφη» λέει, και πάλι σε κανονική λειτουργία. «Είναι μια από τις κατάρες της δουλειάς. Πρέπει να τα λες όλα έμμεσα και μπερδεμένα, αλλιώς επεμβαίνουν οι άρχουσες δυνάμεις. Τις προάλλες, να φανταστείς, η προφητεία που είχα να πω ήταν κάτι του στυλ ‘θα παντρευτείς τον εγγονό σου που είναι και θείος σου, αλλά θα ζήσεις να δεις τα παιδιά σου να μην γεννιούνται άνθρωποι’. Δεν νομίζω πως έφυγε ικανοποιημένος ο πελάτης».

Κουνάω το κεφάλι μου, αλλά μετά θυμάμαι και συμπληρώνω «Μάλιστα».

«Η απάντηση στην περίπτωσή σου είναι ο λαβύρινθος, αυτό μπορώ να σου πω. Ο λαβύρινθος δεν είναι οι δρόμοι του και οι τοίχοι του, αλλά οι επιλογές που τον απαρτίζουν. Ο λαβύρινθος είναι εσύ, αλλά εσύ δεν είσαι ο λαβύρινθος. Ο Λαβύρινθος έχει όνομα, και θα το θυμηθείς πριν το τέλος, και το όνομά του θα είναι το τέλος του. Αυτά είχα να σου πω».

Τον κοιτάζω εξαιρετικά μπερδεμένος.

«Και τα είπα» συμπληρώνει.

«Δεν νιώθω καθόλου σοφότερος» δηλώνω απερίφραστα.

«Το φαντάστηκα. Πιες αυτό» μου λέει και μου χώνει ένα ξύλινο κύπελλο στη μούρη. Δεν ξέρω πότε πρόλαβε να αλλάξει, αλλά τώρα φοράει ένα φακιόλι και ένα κρεμαστό με ονειροπαγίδα.

Το υγρό στο κύπελλο είναι καφεπράσινο, και θα μύριζε απαίσια αν δεν μου είχε κάψει τους οσφρητικούς κάλυκες. Δοκιμάζω. Η γεύση είναι ακόμα χειρότερη.

«Μπλερχ» λέω.

«Όλο» μου απαντάει.

Δεν πάει στο διάολο, λέω, και το κατεβάζω όλο.

«Τι ήταν αυτό το πράγμα;»

«Η μυστική μου συνταγή».

«Δηλαδή;»

«Τι μέρος του μυστική δεν κατάλαβες;»

Πάω να σχολιάσω, αλλά τα πάντα αρχίζουν να παίζουν σε τόνους του πρασινομώβ και του πορτοκαλομπλέ. Αντί για λέξεις βγάζω φούσκες. Τα πάντα είναι μικροσκοπικά και υπερτεράστια. Πέφτω ανάμεσα στο κενό ανάμεσα σε δύο κόκκους άμμου.

Το μέρος που βρίσκομαι είναι απερίγραπτο. Είναι το εξώγαμο παιδί που έκανε ο Έσερ με τον Τζάκσον Πόλλοκ. Τα χρώματα μυρίζουν προχθές και βλέπω ζεστούς υπέρηχους. Το μυαλό μου έχει γίνει τρελόμπαλα, εκτός κι αν είναι η πατούσα μου. Γενικώς νιώθω ένας χαριτωμένος τόνος ματζέντας.

Αντιλαμβάνομαι ότι ίπταμαι πάνω από έναν υπερδιαστατικό μηχανισμό που αναδιπλώνεται στον εαυτό του αναπαράγοντας σε πολλές κλίμακες επιλογές, συνθήκες και πιθανότητες, σε άπειρες εξομοιώσεις του ίδιου του μοτίβου του. Ένας εγκέφαλος απίστευτα μακριά από οτιδήποτε ανθρώπινο. Ο Λαβύρινθος. Για λίγο όλα βγάζουν νόημα, όλα έχουν τη θέση τους. Όλα δένουν μεταξύ τους, δεν υπάρχει αρχή και τέλος, μόνο διαδικασία, βλέπω τα πάντα, παντού, βλέπω…

…πως η γριά τσατσά δεν φοράει εσώρουχα.

«Συνήλθε» κράζει σαν κόρακας.

Ο κτηνώδης, τεράστιος μπάρμαν στέκεται από πάνω μου. Κρατάει ένα ρόπαλο.

«Όλα είναι αγάπη;» κάνω μια μισοζαλισμένη προσπάθεια. Έχω μια υποψία προς τα που πηγαίνει η υπόθεση.

«Τίποτα προσωπικό, φιλαράκο. Just business» μου λέει σχεδόν βαριεστημένα.

Πρέπει να πάρω ένα κράνος, σκέφτομαι πριν χάσω για ακόμα μια φορά τις αισθήσεις μου. Διάολε.

 

 

ΚΕΦ 4.5

 

Μα πως μπορείς μέσα στο χάος

Να ακούσεις, νιώσεις, ή να δεις

Ανήκει η Στιγμή στο χρόνο

Ή ο χρόνος είναι της Στιγμής;

Είναι η αλήθεια μου για σένα

Αλήθεια ή ψέμα, σου αρκεί

Να ακούσεις, να γευτείς, να πράξεις

Ουσία έχει ή της στερεί

Το ό,τι υπάρχει ή δεν υπάρχει

Έξω απ’του κόσμου τη ροή;

 

Ποίημα άγνωστης τεχνητής νοημοσύνης, από παλιά αρχεία προηγούμενης version του ΚΠ

 

 

ΚΕΦ. 5

Από τα μάτια της Μόιρα: 50 αποχρώσεις του αλίμονο

 

Φτύνω το χορταράκι που έχει κολλήσει στα χείλη μου μαζί με λίγο χώμα και ένα μικρό χαλίκι. Ανοίγω το ένα μου μάτι. Έχω ξυπνήσει σε πολλά και παράξενα μέρη μετά από μπαρότσαρκα, αλλά το μπρούμυτα σε δάσος δεν το είχα στη λίστα μου ως τώρα.

Το κεφάλι μου πονάει γάμησέ τα. Τι ήταν εκείνο το μπάσταρδο με το ρόπαλο; Έχει μπει σε πολύ άσχημη λίστα, να ξέρει. Με bold γραμματοσειρά και υπογραμμισμένη. Τουλάχιστον δεν τέλειωσε τη δουλειά, κάτι είναι κι αυτό, γιατί βαρούσε σαν επαγγελματίας.

Μπορεί και να ήτανε. Τίποτα αντικρουόμενα συμφέροντα; Άλλος εργοδότης που ήθελε τον πελάτη; Ή ήταν κάποιου είδους αντίποινα που δεν τέλειωσα τη δουλειά; Μπα, θα ήμουνα δυο μέτρα κάτω από το χώμα και θα έσπρωχνα ό,τι ζαρζαβατικό φυτρώνει αυτή την εποχή αν είχε δυσαρεστηθεί ο δικός μου.

Σηκώνομαι και κάνω να βγάλω το τηλέφωνό μου.

Το κέρατό μου. Το στανιό μου μέσα. Ποιός διάολο με έντυσε με φορεματάκι με δαντέλα και γιρλάντα; Ροζουλί. Όντως τώρα; Φόρεμα; Ροζ; Και ξυπόλυτη σαν τσιγγάνα;

Και τα όπλα μου πουθενά. Καλά, αυτό το ψιλοπερίμενα, δεν εκπλήσσομαι. Γιατί έτσι κάνουν όταν σε παρατάνε αναίσθητη σε ένα δάσος, αφήνουν από δίπλα τα όπλα σου και ένα καλάθι με φρούτα.

Κάτι ζέχνει φρικαλέα. Ναι. Είναι αναμφίβολα οι μασχάλες μου. Έπρεπε να έχω προτιμήσει εκείνο το ντουζάκι χθες πριν φύγω από το σπίτι, αλλά άπαξ και ανάψει το μηχάνημα, δεν μπορώ να το ελέγξω. Και τώρα δηλαδή που μιλάμε…

Για κάτσε λιγάκι. Σηκώνω το φορεματάκι. Κοιτάζω. Όντως, καλά το κατάλαβα. Μηδέν εσώρουχα. Ούτε ίχνος. Και επίσης έχω πολύ ωραίο μουνί, αυτό το ξύρισμα το αναδεικνύει υπέροχα. Αλλά δεν είναι ώρα για τέτοια, εδώ ο κόσμος καίγεται. Υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση. Καλά, δεν γαμιέται!

Πέντε λεπτά αργότερα, στηρίζομαι στον κορμό του δένδρου για να σηκωθώ. Πρέπει να βρω και κάναν άντρα, καλά είναι κι έτσι, αλλά δεν φτουράει.

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι τόση ώρα ακούγεται ο ήχος νερού που τρέχει. Δεν το είχα παρατηρήσει πιο πριν. Τον ακολουθώ μέσα από τα δένδρα και τη βλάστηση, και τι να δω. Μια λιμνούλα, με καταγάλαζα, κρυστάλλινα νερά και έναν καταρρακτάκι.

“Πλάκα μου κάνεις” λέω, καθώς πετάω από πάνω μου το φόρεμα και τρέχω σαν baywatch για ενήλικες να βουτήξω στα γάργαρα νερά.

Αυτό που δεν φαίνεται στις ταινίες είναι ότι αυτά τα νερά είναι τόσο παγωμένα που πλέον δεν κρυώνεις, απλά πονάς. Όταν αναδύομαι, σαν άλλη Αφροδίτη, από τη βουτιά, το δέρμα μου μοιάζει με ξεπουπουλιασμένη κότα, οι κόρες των ματιών μου πρέπει να έχουν διάμετρο καρφίτσας, οι ρώγες μου έχουν γίνει σαν μπιμπερό και χαμογελάω σαν πειρατική σημαία. Τρίβομαι αλαλάζοντας με μανία παντού, αποφασισμένη να βγω καθαρή ή νεκρή. Και ο κώλος μου είναι πολύ ωραίος, πανάθεμά τον!

 

[Από τα δεξιά της σκηνής μπαίνουν δύο άνδρες, οπλισμένοι με ξίφη και λερωμένοι από αίμα]

ΜΠ: Χαίρε, Κάουντορ! Χαίρε, Γκλάμις! Η μέρα σου ανήκει, και κάθε μέρα μετά από αυτήν. Η τόλμη σου θα αναφέρεται μαζί με τα έπη των ηρώων. Θρίαμβος! Θρίαμβος!

ΜΑ: Φίλε της καρδιάς μου, σύντροφε πιστέ! Συγκράτησε τους χαιρετισμούς σου, ανάγκη δεν είναι. Δεν διασχίζουμε μαζί, αλήθεια, τα άβατα τούτα μονοπάτια από του ήλιου την αυγή; Δεν δίνει αγαλλίαση η συντροφιά, η δική μου σε σένα και η δική σου σε μένα, τις δύο ετούτες τελευταίες μέρες; Ας επικεντρωθούμε όμως στον στόχο μας, που άλλος δεν είναι παρά μονάχα πίσω να γυρίσουμε στα σπίτια μας, όπου η θερμή αγκάλη των οικογενειών μας περιμένει.

ΜΠ: Αλήθεια, τρεις φορές αλήθεια. Είσαι σοφός όσο είσαι και γενναίος. Τι είναι όμως αυτό που τα μάτια μου αντικρίζουν να αναδύεται από τα ύδατα μέσα; Θεσπέσια ομορφιά!

ΜΑ: Αλίμονο, γενναίε Μπάνγκο, όχι! Αν ομορφιά βλέπουν τα μάτια σου είναι που της κόλασης οι φλόγες τα έχουνε μαγέψει. Δαίμονας είναι, ξωτικό του κάτω κόσμου, που άλλο δεν ποθεί παρά μονάχα την ψυχή σου. Πίσω, τελώνιο!

ΜΠ: Όχι, γενναίε Μάκβεθ, στάσου! Το ξίφος σου θηκάρωσε ξανά!

 

Έχω μείνει τόσο μαλάκας που ούτε το παγωμένο νερό δεν νιώθω, καθώς κοιτάζω τσίτσιδη τον μουσάτο αιματοβαμμένο τύπο με την τεράστια σπάθα να ορμάει ουρλιάζοντας κατά πάνω μου. Ευτυχώς λειτουργούν τα επαγγελματικά μου αντανακλαστικά.

Κάνω μια τούμπα, αποφεύγοντας να βρεθώ με μείον ένα κεφάλι, και περνάω πίσω από τον ωρυόμενο πολεμιστή, μαζεύοντας καθοδόν ένα βαρύ κλαδί. Κλαδί, από εδώ το κρανίο του μουσάτου. Κρανίο, το κλαδί. Στη συνέχεια το κλαδί και το κρανίο ξεκινούν μια υπέροχη φιλία, και για να είμαστε σίγουροι ότι θα ευοδώσει, του χώνω και μια κλωτσιά πλάγια στο πόδι. Το γόνατό του κάνει ένα απολαυστικό κρακ.

       

[Ο ΜΑ σωριάζεται στο έδαφος κρατώντας το σπαθί του κοντά στο στήθος του]

 

ΜΑ. Αλίμονο, αυτό είναι το τέλος.

 

[Λιποθυμάει]

 

Είναι σημαντικό η δουλειά σου να σε γεμίζει.

Γυρίζω προς τον άλλο πολεμιστή, που έχει μαζευτεί με την πλάτη στον κορμό ενός δένδρου και με κοιτάζει εμβρόντητος. Σηκώνω το κλαδί και πάω προς το μέρος του. Νοστιμούλης είναι πάντως.

 

[Ο ΜΠ. σηκώνει το χέρι προς τη μυστηριώδη γυναίκα.]

 

ΜΠ. Παρθένα εκθαμβωτική – δαίμονας αν είσαι δεν γνωρίζω, ή κόρης της Μάχης και του Χαλασμού. Έλεος δείξε μου, και ας μην το αξίζω. Κακό από μένα, ορκίζομαι, δεν θα ’βρεις.

       

“Εντάξει, χαλάρωσε” του λέω, κατεβάζοντας το κλαδί. “Αν σε δω όμως να πιάνεις το σπαθί, τελείωσες.”

 

ΜΠ. [Μονολογεί στον εαυτό του] Πεντάμορφη είναι, αλλά λαλιά έχει βαρβαρική. Άλλο τα αυτιά μου δεν ακούν, παρά γρυλίσματα και βογγητά. Αλίμονο, η ζωή μου θε να τελειώσει στα πιο ωραία των χεριών. Άμοιρε Μπάνγκο, χωρίς να φταις από τον κόσμο θα χαθείς. Άμα στη σκέψη όμως είναι η αμαρτία, στην κόλαση θα πάω τη πιο βαθιά.

 

Αρχίζω να ντρέπομαι με όλα αυτά που ακούω. Κι έχω καυλώσει λιγουλάκι, σαν τρελή δηλαδή. Και είμαι και τσίτσιδη. Αφήνω το κλαδί να πέσει.

“Την ίδια γλώσσα μιλάμε” του λέω όσο πιο ήρεμα μπορώ.

 

ΜΠ. Γρυλίσματα ξανά και βογκητά. Αλίμονο.

 

Νομίζω κατάλαβα τι συμβαίνει. Μετατοπίζω ελαφρά τη σκέψη μου.

 

ΜΟ. Πολεμιστή του άγριου Βορρά, λόγο δεν έχεις να φοβάσαι. Δαίμονας της κολάσεως δεν είμαι, ούτε από βάρβαρη φυλή. Μια δεσποσύνη μοναχά σε ανάγκη μεγάλη, που ετρόμαξε καθώς άξαφνα κινδύνευσε η ζωή της. Το λουτρό μου έπαιρνα στην αγκαλιά της φύσης, όταν, αλίμονο, τον θάνατο είδα να πλησιάζει.

(Ρε, καλά το πάω!)

 

ΜΠ. Φόβο κανέναν να μην έχεις, ω από τις οπτασίες η πιο μαγευτική! Αλήθεια είναι, ναι, πως ο άμοιρος ο Μάκβεθ, από τη νίκη μεθυσμένος και τα λόγια των δύο μαγισσών στο ξέφωτο που ανταμώσαμε πιο πέρα, με τα λογικά του σαν μαλωμένος να ήταν. Τέτοια από μένα συμπεριφορά μην περιμένεις. Κάλλιο δέκα φορές να πέθαινα παρά μια αμυχή να άφηνα στο αλαβάστρινό σου δέρμα.

 

Μάκβεθ; Μάγισσες; Μπάνγκο; Ώπα. Α, μάλιστα. Οκ. Για κάτσε λίγο – δύο μάγισσες; Κι επίσης, αλαβάστρινο δέρμα; Έλα, ρε κοπελιά!

 

ΜΟ. Τίμιος είσαι, και ενάρετος, το νιώθω μέσα μου βαθιά σαν φλόγα. Μιας δεσποσύνης σε κίνδυνο μεγάλο μια χάρη σίγουρα δεν θα την αρνηθείς.

ΜΠ. Αλίμονο, οι τρόποι μου με το μυαλό μου μαζί έκαναν φτερά. Άπρεπο είναι και δεν αρμόζει να στέκεις εσύ όπως η μητέρα σου πρώτη φορά σε είδε κι εγώ μέσα στα άρματα τα αιματοβαμμένα. Με τον μανδύα μου θα σε τυλίξω παρευθύς.

ΜΟ. Καλέ μου Μπάνγκο, άλλη χάρη έχω να σου ζητήσω. Το δίκαιο και η λογική υπαγορεύει, καθώς γυμνή με αντίκρισες, τη χάρη να μου ανταποδώσεις. Όσο για το μανδύα αυτό, κάλλιο σεντόνι να τον έβλεπα νυφικό.

ΜΠ. Μα η οικογένειά μου, και ο Θεός που όλα τα βλέπει;

ΜΟ. Αλλού είναι η πρώτη και Αυτός κοιτάζει αλλού.

 

[Ο ΜΠ γδύνεται με αστραπιαία ταχύτητα.]

 

ΜΠ. Πολεμιστής τρανός, μα με ένα άγγιγμά σου σαν φύλλο έπεσα και τώρα με ιππεύεις, φοράδα σαν να ήμουν πρόθυμη.

ΜΟ. Όμορφα μίλησες, μα δες, αλλιώς τα πράγματα τώρα συμβαίνουν. Εγώ σαν να προσεύχομαι στα θεία ταπεινά, ενώ εσύ εισβάλεις στα άδυτα των αδύτων.

ΜΠ. Κατάρα μία κι άλλες τρεις! Μέσα στο σπήλαιο της ομορφιάς σου τον σπόρο μου εξόδεψα άκαιρα και δίχως σκοπό.

ΜΟ. Φόβο μην έχεις για αυτό. Τέχνη και τεχνικές γνωρίζω που και νεκρούς θα ανέσταιναν.

ΜΠ. Ω στόμα που και στη σιωπή σου τόσο εύγλωττο είσαι! Αυτό που κείτονταν νεκρό, τώρα είναι όλο περηφάνια!

ΜΟ. Χρόνο μη χάνεις, πείνα ακόρεστη με έχει καταλάβει. Στα δύο κι αν με σκίσεις, που βλέπω είναι ο σκοπός σου, μισή δεν θα γενεί.

ΜΠ. Πόσες φορές ένας νεκρός να αναστηθεί μπορεί;

ΜΟ. Το δίχως άλλο μια, τουλάχιστον, ακόμα.

ΜΠ. Ο τρόπος ομολογώ, πλέον μου διαφεύγει. Η χάρη σου, που έμοιαζε με ροδαλή τουλίπα, τώρα τριαντάφυλλο ολοπόρφυρο φαντάζει, τα πέταλά του που έχει κλείσει.

ΜΟ. Η φύση είναι σοφή και έχει προνοήσει. Αν μια οδός είναι κλειστή, πύλη υπάρχει κι άλλη.

ΜΠ. Ω Πόλη των Σοδόμων μαγική! Ω Φρούτο Απαγορευμένο, σε δαγκώνω! Κι άλλη μαγεία, πιο μεγάλη: απ’ την πηγή σου γάργαρο νερό πίδακας αναβλύζει.

 

[Η ΜΟ παραμένει σιωπηλή. Της τρέχει λίγο σάλιο.]

 

ΜΠ. Μα τώρα πιο νεκρός κι από νεκρός είμαι θαρρώ. Ό,τι ζωή κι αν είχα, άλλη δεν μου μένει. Έχε γεια, άγγελέ μου. Να ξέρεις, σε αγάπησα.

 

[Ο ΜΠ σωριάζεται αναίσθητος πάνω στον μανδύα. Σύντομα αρχίζει να ροχαλίζει.]

 

ΜΟ. Καλή σου νύχτα, γλυκέ πρίγκιπα και είθε οι αγγέλοι να σε νανουρίζουν.

 

Μετά βίας σηκώνομαι. Τσούζουν τα πάντα, μπρος, πίσω, μέσα, έξω και πλαγίως. Τρέχουν διάφορα στα μπούτια μου και περπατάω σαν συγκαμένη, αλλά άξιζε – πόσο άξιζε. Νιώθω ειλικρινά ένας καλύτερος άνθρωπος.

Μέσα στο κλίμα της μεγαλοψυχίας μου, ξαναπιάνω το κλαδί. Ομολογώ, γίνομαι κάπως προστατευτική με τους εραστές μου. Πάω στο Μάκβεθ και του κάνω το κεφάλι κιμά, γιατί δεν θα μου το κάνει φάντασμα το αγόρι μου αυτός και ούτως ή άλλως πεθαίνει στο τέλος, οπότε τι αύριο και αύριο και αύριο, δώστου δρόμο τώρα να γλυτώσει και κάνας άνθρωπος. Σόρρυ, Σαίξπηρ, το σωστό να λέγεται.

Στη συνέχεια φοράω το φορεματάκι μου και πάω και ξερνάω στο διπλανό δενδράκι. Κοιτάζω απορημένη. Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό, ποτέ δεν είχα θέμα με τη βία. Επίσης θέλω πεπόνι και μπριζόλα. Και γενικά πεινάω, δεν έχω φάει δυο μέρες τίποτα.

Καθώς, πέραν του ενδεχόμενου του κανιβαλισμού, δεν βλέπω τίποτα φαγώσιμο τριγύρω, επικεντρώνομαι στο αμέσως επόμενο θέμα. Κοιτάζω προς το μέρος από το οποίο ήρθαν ο Μπάνγκο μου και ο άλλος ο βλάκας. Δυο μάγισσες, ε;

Αν ξέρω κάτι για αυτού του είδους τις Στιγμές, αυτό είναι ότι κανένα στοιχείο δεν είναι τυχαίο. Η Συμφωνία δεν χρησιμοποιεί σχεδόν ποτέ παραγωγούς τυχαίων αριθμών, θέλει να ελέγχει τα δεδομένα της. Όσο ασυνήθιστη κι αν είναι αυτή η Στιγμή (που είναι), υπάρχουν κάποιες σταθερές.

Ξεκινάω, λοιπόν, προς τα εκεί, με το κλαδί στον ώμο, αφήνοντας πίσω μου σταγονίτσες σαν τον Κοντοσπερματούλη. Και μόνο που το σκέφτομαι, αρχίζω πάλι κι ερεθίζομαι, αλλά εντάξει, είπαμε, το έχω σκίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Έχω προετοιμαστεί ψυχολογικά για μια μεγάλη και δύσκολη διαδρομή, μέσα από βλάστηση και κακοτράχαλα μονοπάτια, αλλά στα διακόσια μέτρα βλέπω μπροστά μου ένα ξέφωτο με ένα πανδοχείο, το επονομαζόμενο “Μαύρο Τσουκάλι”. Διακριτικό. Μόνο βελάκι δεν έχει από πάνω να το δείχνει.

Είναι σε στυλ μεσαιωνικό, αλλά αυτό το περίμενα. Αυτό που δεν περίμενα είναι οι κοτούλες που τριγυρίζουν στην αυλή και τσιμπάνε με μανία τα πετραδάκια. Σπάνια βλέπεις ζώα στις Στιγμές – η πανίδα απαιτεί πόρους που η Συμφωνία συνήθως προτιμά να χρησιμοποιεί αλλού. Παράξενο. Επίσης παράξενο είναι και το γεγονός ότι δεν έχουν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν μαζί μου για εξαγωγή – με πληρώνουν υποτίθεται για κάποιο λόγο. Περιεργότερο και περιεργότερο.

Επίσης έχω όρεξη για ξινολάχανο τουρσί και κρεμ καραμελέ.

Ανοίγω τη βαριά ξύλινη πόρτα και μπαίνω μέσα.

Και βλέπω μπροστά μου, να στέκονται δίπλα σε ένα (μάντεψε) μαύρο τσουκάλι, ντυμένες στα μαύρα, τη γριέτζω από το σοκάκι και το φακιδιασμένο κωλόπαιδο που με ροπάλιασε. Με την άκρη του ματιού πιάνω και τον γεροξεκούτη μπάρμαν από την άλλη Στιγμή, αλλά η προσοχή μου είναι εστιασμένη στο να βρει το κλαδί που μόλις εκτόξευσα το κρανίο του σατανικού μούλικου.

Υπό νορμάλ συνθήκες θα έπρεπε να της έχω ανοίξει το κεφάλι σαν καρπούζι, αλλά αντ’ αυτού η πιτσιρίκα πιάνει το κλαδί στον αέρα σαν να κατεβάζει κάτι από το ράφι και το ρίχνει στο τσουκάλι. Το ζουμί μέσα από πράσινο γίνεται μωβ. Κοιτάζω εμβρόντητη και ελαφρώς προσβεβλημένη.

 

ΚΟΡΗ.     Δύο φορές χαμός, κατάρα

              Η επίθεσή σου φέρνει βαρεμάρα

              Όμως για το κλαδί ευχαριστώ

              Μου έλειπε συστατικό

ΓΡΙΑ       Καλώς μας ήρθες, αδερφή μας

              Για πέρασε στη σύναξή μας

              Θα πούμε πράγματα με αξία

              Όμως, μυρίζω συνουσία;

 

“Ρε γαμημ-” πάω να πω, αλλά με κόβουν.

 

ΚΟ.  Τη ρήμα να κρατάς, ακούς;

        Να μη μας κάνουν τσακωτούς

        Την έχει στήσει στη γωνία

        Η δόλια εκείνη Συμφωνία

ΓΡ.   Δώσε στα λόγια μας αξία

        Και κράτα ομοιοκαταληξία

        Είναι αλήθεια κι όχι φήμη

        Πως αλληνής φοράς την μνήμη

ΚΟ.  Τα λόγια μας θα σε βοηθήσουν

        Τα ψέματά όλα θα τα σβήσουν

        Μα την αδικία δεν θα αλλάξω

        Τα πέταλά μου αν τινάξω

 

Παίρνω μιαν ανάσα. Ήρεμα, Μόιρα. Ας δούμε τι θέλουν τα φρικιά.

 

ΜΟ.  Μου λέτε είστε αδερφές μου

        Δεν σας ξανάδα όμως ποτές μου

        Πριν τη συνάντηση εκείνη

        Καρούμπαλο που μου’ χει μείνει

ΓΡ.   Θα σου τα λέγαμε όλα, μόνο

        Πολύ δεν είχα από χρόνο

ΚΟ.   Γιατί του νου σου τα ηνία

        Τα κράταγε η Συμφωνία

ΓΡ.   Εδώ που κάναμε τον κόπο

        Και φτιάξαμε καινούργιο τόπο

        Τις νόρμες του εάν κρατούμε

        Μπορεί όλες μας σώες να βγούμε

ΜΟ.   Γνωρίζετε κάποιον προδότη;

         Που ξέρετε τον εργοδότη;

ΓΡ.    Είπα, δεν είσαι αυτή που λες

        Οι μνήμες σου είναι δανεικές

 

Νιώθω μια ανησυχία, ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ξέρω ότι γίνεται αυτό θεωρητικά. Εμφύτευση μνημών. Όμως…

 

ΚΟ.  Από της μνήμης σου το βάθος

       Πες μου χωρίς να κάνεις λάθος

       Ποιο ήταν το όνομα του φίλου;

       Χρώμα το τρίχωμα του σκύλου;

ΓΡ.  Πες για το σακάκι του μπαμπά σου

      Τι φόρεμα είχε η μαμά σου;

ΚΟ.  Σου λέω δεν βγήκες από αιδοίο

       Μαζί εσύ και εμείς οι δύο

       Από του Χρόνου το κεφάλι

       Γεννιόμαστε πάλι και πάλι

 

Σκατά. Δεν μπορώ να απαντήσω σε τίποτα από όσα με ρωτάνε. Αν όμως… Πριν ολοκληρώσω τη σκέψη μου, διπλώνομαι στο πλάι και ξερνάω ό,τι έχει μείνει από τα άντερά μου.

 

ΓΡ.  Σαν να ’χει δηλητηριαστεί

       Μην στις κουρτίνες σκουπιστεί

ΚΟ.  Δεν είναι αυτό που μου μυρίζει

       Αλλά απ’ τις τρύπες αναβλύζει

       Σπέρμα που την κοιλιά της πρήζει

       Και το κεφάλι της γυρίζει

 

Τι πράγμα; Όχι, όχι, όχι. Όχι, δεν παίζει. Εξάλλου, αυτά τα πράγματα παίρνουν καιρό, δεν γίνονται στο μπαμ. Πιάνω την κοιλιά μου. Όχι, ρε γαμώτο. Είναι φουσκωμένη. Τι συμβαίνει;

 

ΓΡ.   Του Μάκβεθ είναι, σουρλουλού;

       Άνδρα δεν βρήκες κάπου αλλού;

       Ή μήπως άραγε του Μπάνγκο

       Τον έφαγες σαν να ’ταν μάνγκο

       Όπως και να έχει, αλητεία

       Μας γάμησες την προφητεία

ΚΟ.  Ρόλο δεν παίζει πλέον τίνος

       Θα είσαι η μάνα για το Κτήνος

       Αθώο από μάνα δολοφόνο

       Θανάσιμη όπως τον χρόνο

ΓΕΡΟΣ  [Με χωνί στ’ αυτί] ΕΕΕΕ;

 

Κάθομαι διπλωμένη στο πάτωμα. Ιδρώνω σαν τρελή. Αγγίζω πάλι την κοιλιά μου. Έχει μεγαλώσει κι άλλο. Ένας βόμβος ακούγεται να πλησιάζει από έξω. Η Φακιδομούρα κοιτάζει από το παράθυρο.

 

ΚΟ.  Λίγος ο χρόνος είναι εκείνος

       Που απομένει πριν το Σμήνος

       Σαν μάστιγα θα καταφτάσει

       Φύγε, αδερφή μου, πριν σε πιάσει

ΓΡ.  Φύγε, εσύ πού ’σαι η αδερφή μας

       Ούτε η μεγάλη ούτε η μικρή μας

       Αυτή που την κλωστούλα ψάχνει

       Και που τη γνέθει σαν αράχνη

ΚΟ.  Το όνομά σου είναι αστείο

       Γιατί έχει λάθος το στοιχείο

       Ο τόνος στη θέση του αν μπει

       Αλήθεια σ’ όλους μας θα πει

 

Με αυτό το τελευταίο, δίνουν και οι δύο ένα σάλτο μέσα στο καζάνι και εξαφανίζονται. Σηκώνομαι να δω τι έγινε. Η κοιλιά μου με δυσκολεύει, έχει γίνει τούμπανο. Κοιτάζω το καζάνι. Ίχνος.

Ξαφνικά, πετάγεται έξω πάλι το κεφάλι της γριάς.

 

ΓΡ.   Θα ξέχναγα ίσως παραλίγο

        Το πιο σημαντικό, πριν φύγω

        Να βρεις αυτόν που δεν πεθαίνει

        Γιατί η ζωή τους δυο σας δένει

        Από την πόρτα τώρα βγες

        Που πίσω κρύβεται ο βεσές

        Το σύνθημα είναι ένα, τρία

        Χαίρε, Έρις! Χαίρε, Εντροπία!

 

Πάω κάτι να πω, αλλά ξαναβουτάει και χάνεται για τα καλά. Το βουητό έχει δυναμώσει. Οι τοίχοι του πανδοχείου αποσυντίθενται καθώς το Σμήνος τους καταβροχθίζει. Είχα ακούσει για αυτό, αλλά δεν το είχα ξαναδεί. Λένε αν σε πιάσει σημαίνει οριστική διαγραφή. Δεν θα κάτσω να το τεστάρω.

Ο γέρος συνεχίζει απτόητος να τρίβει το ποτήρι του. Μου κάνει νόημα με το κεφάλι προς την πόρτα της τουαλέτας. WC. Βεσές. Οκ, το έπιασα.

Ακουμπάω το χέρι πάνω και διαγράφω τρεις κύκλους που τέμνονται. “Χαίρε, Έρις!” λέω. “Χαίρε, Εντροπία!”

Ένας καταιγισμός αισθήσεων και κατακερματισμένων μνημών πέφτει πάνω μου σαν καταρράκτης – τις έχω ξαναπεί αυτές τις λέξεις. Δεν έχω χρόνο όμως να το επεξεργαστώ, καθώς το σώμα μου διαλύεται για να εμφανιστεί ξανά σε μια άλλη Στιγμή.

Είναι ένα σκοτεινό δωμάτιο, αλλά δεν έχει σημασία. Σωριάζομαι στο χαλί στο πάτωμα. Ανοίγω τα πόδια μου και τσιρίζω, καθώς το παιδί που έχω μέσα μου σπρώχνει για να βγει στον κόσμο.

 

 

ΚΕΦ. 5.5

Περιβαλλοντική έκθεση

 

Αναφορά σχετικά με την πετρελαιοκηλίδα ανοιχτά των ακτών της Σομαλίας, Α.Μ. 416/21:

  • Τα αρχικά ευρήματα υποδεικνύουν την πλήρη εξάλειψη της ποσότητας αργού πετρελαίου (εκτιμώμενο  500.000 μετρικών τόνων) από την σχετική υδάτινη έκταση. Περαιτέρω διερεύνηση απαιτείται όσον αφορά ελέγχους των υδάτων για μικροστοιχεία σε ακτίνα 500 χλμ. προκειμένου να εξακριβωθεί η αρχική υπόθεση.
  • Ο μεταβολισμός της σχετικής ουσίας επιτελέσθη σε διάρκεια 21 ωρών και 23 λεπτών, με εκθετικά αυξανόμενη ταχύτητα. Η αναπαραγωγή των εμπλεκόμενων νανιτών αύξησε όχι μόνο το δραστικό εμβαδόν, αλλά και τη μεταβολιστική ικανότητα.
  • Η εκτιμώμενη απουσία καταλοίπων μας οδηγεί να κρίνουμε την διαδικασία επιτυχή.
  • Ένας προβληματισμός της επιστημονικής ομάδας αφορά στο θέμα του περιορισμού, καθώς απαιτείται ολοένα αυξανόμενη επεξεργαστική ισχύς. Η περιπλοκή έγκειται στην τάση διασύνδεσης και αυτοοργάνωσης του νανιτικού νέφους και στις αυξανόμενες μεταβλητές που προκύπτουν.
  • Επισυνάπτεται το σχετικό αίτημα για επιπλέον κονδύλια προς απόκτηση κβαντικών επεξεργαστών τελευταίας γενιάς.
  • Επισυνάπτεται επίσης η έκθεση πάνω στις βαρυτικές και ηλεκτρομαγνητικές ανωμαλίες που παρουσιάζονται σε περιπτώσεις υπερταχείας αναπαραγωγής νανιτών.
  • Η ομάδα συνιστά περιορισμό ή και παύση περαιτέρω πειραμάτων ευρείας κλίμακας μέχρι να ολοκληρωθούν οι σχετικές έρευνες.

 

 

ΚΕΦ. 6

Από τα μάτια του Βι: Ζούμε όλοι σε ένα κίτρινο υποβρύχιο

 

Είμαι ώρες, ίσως μέρες, στο κρεβάτι. Πλοπ. Πόσες σταγόνες. Όλο και πιο πολλές. Τις μετράω. Χάνω κάθε φορά το μέτρημα. Το μυαλό μου, το σώμα μου, μουδιασμένα. Δεν βρίσκω τη δύναμη, τον λόγο, να σηκωθώ. Κάτι μέσα μου αλλάζει. Φοβάμαι.

Τα χρώματα μερικές φορές σβήνουν. Βλέπω μόνο το κόκκινο. Μετά έρχονται πάλι. Στο γραφείο μου έχει τσάι σερβιρισμένο για δύο.

Να βρω τον γιό της. Έτσι είπε. Δεν ξέρω τον γιό της. Τα χείλη της με καίνε ακόμα. Το βιβλίο στο τραπέζι, περιμένει. Δεν το έχω ανοίξει. Στα σωθικά μου κάτι γυρίζει σαν σκουλήκι.

Οι αισθήσεις μου έρχονται και φεύγουν. Έρχονται και φεύγουν. Σαν τρενάκι σε λούνα παρκ. Μιλάω με τον εαυτό μου. Μαλώνω. Ξεχνάω τι λέω. Οι σκέψεις γλιστράνε από το μυαλό μου. Φεύγουν σαν χελιδόνια από το παράθυρο.

Ένα κορίτσι με κοιτάζει. Ξανθό. Φοράει ένα απλό φόρεμα. Είναι ξυπόλυτη. Τα μάτια της είναι παιδικά. Αθώα, περίεργα, ίσως λυπημένα. Μετά δεν είναι εδώ. Την έχω ξαναδεί; Έχει ξανάρθει;

(Δεν είμαι εγώ. Μετά πάλι είμαι.)

Νιώθω ένα τράνταγμα, σαν να κουνήθηκε ολόκληρος ο κόσμος. Εκτός από εμένα. Κάτι έχει αλλάξει. Ανακάθομαι στο κρεβάτι.

Το κορίτσι δεν είναι εδώ. Το βιβλίο είναι στη θέση του. Η τσαγιέρα μου επίσης. Το παράθυρό μου, στη θέση του. Η πόρτα. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Η πόρτα είναι ανοιχτή.

Όχι τελείως. Μια μόνο χαραμάδα. Τα πόδια μου παραλύουν. Η καρδιά μου σφυροκοπάει στο στήθος μου. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πεθαίνω. Νομίζω πως πεθαίνω. Κάθομαι πάλι κάτω. Ένα, δύο, πέντε, δέκα δάχτυλα. Μετράω. Το τραπέζι, η τσαγιέρα, το παράθυρο, ο τοίχος μην κοιτάς την πόρτα μην κοιτάς

Καρφώνω τα μάτια μου στο πάτωμα. Παίρνω βαθιές ανάσες. Αργά επανέρχομαι. Γιατί είναι ανοιχτή η πόρτα; Πρώτη φορά ανοίγει. Δεν έχει ξανανοίξει. Δεν την έχω δει ποτέ ανοιχτή. Γιατί;

Στο βάθος ακούγεται ένας βόγγος, σαν τρίξιμο μετάλλου. Κραντς. Τι είναι έξω από την πόρτα; Έχω φανταστεί πολλές φορές. Δεν ξέρω. Οι σταγόνες πέφτουν όλο και πιο συχνά από το ταβάνι. Πλιπ πλαπ πλοπ. Σχεδόν σταθερή ροή. Πλιπ πλαπ πλοπ.

Σηκώνομαι. Πλησιάζω την πόρτα. Διστάζω. Την ακουμπάω. Κουνιέται. Τραβάω το χέρι μου σαν ηλεκτρισμένος. Παίρνω μια ανάσα. Τραβάω το πόμολο. Την ανοίγω.

Έξω έχει έναν διάδρομο. Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με μεταλλικά πάνελ, παντού ομοιόμορφα. Και πόρτες. Πόρτες στη σειρά, ίδιες με τη δική μου πόρτα. Δίπλα από κάθε πόρτα, ένα στρογγυλό κόκκινο κουμπί. Και στη δική μου. Οι λάμπες φθορίου τρεμοπαίζουν.

(Για μια στιγμή είμαι πίσω στην έπαυλη της Δούκισσας. Ακουμπάω μια γκρίζα κολώνα. Οι γλυπτές μορφές κινούνται. Με κοιτάζουν. Κάτι μου ψιθυρίζουν. Μετά σβήνει και είμαι πίσω.)

Κοιτάζω αριστερά. Δεξιά. Ο διάδρομος εκτείνεται ως εκεί που φτάνει το μάτι. Ένας τριγμός πάλι από το ταβάνι. Κριντς. Σαν να το πιέζει ένα μεγάλο βάρος. Στο βάθος στάζει νερό από πάνω σταθερά. Πλοπ. Πλοπ.

Αριστερά; Δεξιά; Δεξιά. Πλησιάζω μια από τις πόρτες. (Μια πόρτα κλειστή, από τις δεκάδες στην έπαυλη.) Φτάνω κοντά της και γίνεται διάφανη. Μέσα βλέπω ένα δωμάτιο. Είναι ίδιο με το δικό μου. Το τραπέζι, το παράθυρο, ίδια.

Στο κρεβάτι κάθεται ένας άνδρας. Κουνιέται μπρος και πίσω ρυθμικά. Κάτι μουρμουρίζει στον εαυτό του. Δεν με βλέπει. Μετράει τα δάχτυλά του. Είναι τελείως άτριχος, το δέρμα του λείο. Να πατήσω το κουμπί; Όχι. Προχωράω.

Στην επόμενη πόρτα το ίδιο. Ίδιο δωμάτιο. Ίδιος άνδρας. Φτιάχνει τσάι. Περιεργάζομαι το κρανίο μου με το χέρι. Δεν έχω τρίχες. Δεν σκέφτηκα ποτέ να κοιτάξω.

(Στην έπαυλη οι τοιχογραφίες ψιθυρίζουν ότι έρχεται το τέλος. Τα μάτια τους είναι κόκκινα.)

Ένα κοριτσίστικο τραγούδι διακόπτει τη σκέψη μου. Γυρνάω να κοιτάξω. Δεν βλέπω τίποτα. Ακούγεται από το βάθος. Τώρα σταμάτησε. (Οι σκιές διαλύονται.) Πηγαίνω προς τα εκεί.

Ο διάδρομος συνεχίζει απαράλλαχτος για αρκετή απόσταση. Μετά μια στροφή. Στρίβω.

(Η έπαυλη, η πόλη απομακρύνονται. Είμαι σε ένα μέρος με χρώματα ξανά).

Το δωμάτιο που βλέπω είναι διαφορετικό από τα άλλα. Οι τοίχοι έχουν οθόνες. Στο κέντρο μια κοιλότητα, τέσσερα, ίσως πέντε μέτρα σε διάμετρο. Την περιγράφει ένα μεταλλικό δαχτυλίδι, σαν κρατήρας. Στο κέντρο κάθεται οκλαδόν το ξανθό κορίτσι από το δωμάτιό μου. Με κοιτάζει αυστηρά. Σηκώνεται. Βάζει το ένα χέρι της στη μέση. Με το άλλο μου κουνάει το δάχτυλο.

 

-Που ήσουνα τόση ώρα, ρε Βι; Μια ώρα περίμενα, και σου έχω πει πόσο βαριέμαι να περιμένω, δεν έχει πλάκα καθόλου! Εκτός αν δεν σου το είπα, μπορεί να κοιμόσουν, δεν θυμάμαι, αλλά δεν πειράζει γιατί τώρα είσαι εδώ. Ζήτω!!

 

Την κοιτάζω. Δεν ξέρω τι να πω. Δεν έχω ξαναμιλήσει σε άνθρωπο. Εννοώ, κανονικά, όχι σε βιβλία και αναμνήσεις, εκεί δεν είμαι εγώ. Με είπε Βι. Έτσι με λένε;

 

-Καημενούλι μου, δεν ξέρεις τι σου γίνεται, ε; Μου θυμίζεις ένα σκυλάκι που είχε η μαμά μου, αλλά εκείνο λεγόταν Μαξ, όχι Βι. Τρόμαξες που βγήκες από το δωμάτιο, ε; Γιατί κι εγώ θα τρόμαζα αν ήμουν εσύ, αλλά δεν είμαι – και πάλι καλά δηλαδή, γιατί εγώ είμαι πιο όμορφη και έχω και μαλλιά. Σου αρέσει το φόρεμά μου; Ωραίο δεν είναι; Εγώ το έφτιαξα! Μόνη μου! Απίστευτο;

 

Κουνάω το κεφάλι. Προσπαθώ να σκεφτώ τι λένε σε αυτές τις περιπτώσεις.

 

-Το ήξερα ότι θα σου άρεσε! Γι’ αυτό είσαι ο αγαπημένος μου, όλοι οι άλλοι είναι τελείως βαρετοί, άσε που εσύ τρως και βιβλία - πόσο ουάου είναι αυτό, μιλάμε είναι τέλειο, οι άλλοι είναι τελείως βλάκες. Θα παίξουμε τίποτα, τι θα γίνει;

 

Κοιτάζω τριγύρω. Δεν βλέπω παιχνίδια. (Η ανάμνηση προσπαθεί να με τραβήξει μέσα. Αντιστέκομαι.)

 

-Ή έχεις δουλειά; Μουρτζούφλης μου φαίνεσαι, δουλειά πρέπει να είναι, είδα κι εκείνο το βιβλίο που έχεις στο τραπέζι, τι φάση; Δεν είναι από εδώ, γιατί θα τό’ξερα, τα ξέρω όλα που έχουμε εδώ, δεν είναι με τίποτα, αλλιώς θα το αναγνώριζα κατευθείαν σου λέω. Άσε που είναι και ό,τι νά’ναι, είναι σαν βιβλίο μέσα σε βιβλίο μέσα σε βιβλίο και μετά πάλι μέσα σε βιβλίο που γράφει για τον εαυτό του. Πρέπει να είναι απίστευτα βαρετό, αλλά εσείς οι μεγάλοι κάνετε περίεργα πράγματα, όπως σεξ και φιλιά με γλώσσα και τέτοια, που είναι μπλιάχ, αλλά μπορεί να τα κάνω κι εγώ όταν μεγαλώσω, μόνο που δεν ξέρω αν θα μεγαλώσω, μπορεί και να μείνω έτσι. Άντε, πες, μια ώρα!

 

Δεν είμαι σίγουρος τι ρωτάει. Δουλειά; Ναι, έχω δουλειά. Πρέπει να βρω τον γιο της Δούκισσας. Αυτό μου είπε. (Είσαι δεσμευμένος, μου είπε. Το στομάχι μου σφίγγεται.) Ανοίγω το στόμα μου. Οι λέξεις δεν βγαίνουν εύκολα. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;

 

-Ρε Βι, τώρα πλάκα μας κάνεις; Όντως τώρα δεν θυμάσαι ποια είμαι; Κουλό τελείως. Είσαι ο πιο ξεχασιάρης που έχω γνωρίσει σε όλον τον κόσμο, χωρίς πλάκα, σε όλον τον κόσμο. Σου έχω πει το όνομά μου τουλάχιστον τρακόσιες πενήντα έξι φορές, κι αυτές είναι πολλές, Βι, πολλές! Άμα σε χαζεύουν, να μην τα τρως τα βιβλία, στο είπα, σοβαρά τώρα. Η Περσεφόνη είμαι, χαζούλη, που είμαστε οι καλυτερότεροι φίλοι και σου κάνω παρέα όταν δεν είσαι καλά, και λέμε διάφορα, και τέτοια. Αμάν!

 

Η οροφή τρίζει ξανά, γκραντς. Μια σταγόνα πέφτει στο κεφάλι μου, πλοπ. Τη σκουπίζω. Κοιτάζω πάνω.

 

-Άσ’τα να πάνε, Βι, το μέρος διαλύεται μιλάμε. Σε λίγο θα ανοίξει σαν καρπούζι και θα μπει μέσα όλη η θάλασσα και μετά άντε γεια. Πρέπει να την κάνουμε από εδώ, αλλά «πώς;» θα μου πεις, κι εγώ θα σου πω «έλα ντε!», γιατί αυτό το μέρος δεν έχει ούτε μια πόρτα για να βγεις έξω, είναι σαν φυλακή, εδώ που τα λέμε δηλαδή είναι φυλακή, και είναι και πεντακόσιες χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, και μη μου πεις πάλι για το παράθυρό σου που βλέπεις το αστεράκι σου, γιατί είναι ψεύτικο και στο είπα, άμα δεν προσέχεις να μη μιλάω, τα ίδια θα λέμε όλη την ώρα;

 

Ψεύτικο; Όχι. Το αστέρι μου. Είναι το δικό μου αστέρι. Το έβλεπα. Και χαιρόμουνα. Ψεύτικο. Γιατί;

(Πίσω στη έπαυλη. Στο μπαλκόνι. Ο αέρας παρασέρνει το αραχνοΰφαντο νυχτικό της Δούκισσας, και αυτή γελάει κοιτάζοντας τον νυχτερινό ουρανό. Το αστέρι που φωτίζει τον ουρανό είναι το δικό μου αστέρι.)

Όχι. Πίσω. Να φύγουμε, είπε. Πως; Που να πάμε; Το μόνο μέρος που ξέρω είναι το δωμάτιό μου. Το ταβάνι στάζει.

 

-Λοιπόν, Βι, έχω μια ιδέα, ιδεάρα μιλάμε, άκου να στην πω. Εσύ δεν είσαι που μου είπες ότι όταν τρως βιβλία είναι σαν να μπαίνεις μέσα και να κάνεις διάφορα και ότι γίνεται όλο αυτό σε σένα γιατί είσαι ο πρωταγωνιστής και όχι εσύ, ο Βι δηλαδή για μην μπερδευόμαστε; Ε λοιπόν, το περίεργο βιβλίο που έχεις, θυμάσαι, αυτό που είναι σαν να διπλώνει μέσα στον εαυτό του, εγώ λέω ότι μπορεί να μας βγάλει από εδώ μέσα, γιατί όταν θα πας να βγεις, θα είσαι ακόμα μέσα, γιατί και αυτό είναι μέσα εκεί, αλλά δεν θα είσαι κιόλας γιατί θα έχεις βγει ένας θεός ξέρει που. Κουφό, ε;

 

Προσπαθώ να το καταλάβω. Το κεφάλι μου πονάει από την προσπάθεια. (Σκηνές από όνειρα εισβάλουν στο οπτικό μου πεδίο. Σε μια μετράω τα δάχτυλά μου. Είναι έξι.) Αναρωτιέμαι πως θα την πάρω μαζί μου. Μόνο εγώ μπορώ να μπω. Νομίζω. Πως θα έρθει;

 

-Βι, να σου πω ένα μυστικό; Θα στο πω, έλα όμως κοντά, γιατί δεν μπορώ να βγω από τον κύκλο, εκτός από τις φορές που το σκάω, αλλά με ξαναφέρνει πίσω, άσε, πολύ σπαστικό μιλάμε, σκέτη βλακεία. Σκύψε, ντε, να σου πω!

 

Σκύβω. Η Περσεφόνη κοιτάζει αριστερά δεξιά.

 

-Κάτσε μη μας ακούσουνε. Άκου, Βι, άνοιξε τα αυτιά σου, γιατί θα κουφαθείς. Θες να μαντέψεις; Καλά, άσ’το. Βι, είμαι κανονικό κορίτσι; Πες! Λάθος, δεν είμαι! Είμαι φτιαγμένη από γράμματα και αριθμούς, καλά, βασικά, όλα κατά βάθος φτιαγμένα από γράμματα και αριθμούς είναι, αλλά εγώ είμαι αλλιώς κάπως, δεν μπορώ να σου εξηγήσω, είναι μπερδεμένο. Δηλαδή, σαν κάπου να είναι γραμμένο αυτό που βλέπεις, αλλά δεν είναι αυτό που βλέπεις γιατί είναι για να το βλέπεις μόνο κι εγώ είμαι το άλλο που είναι γραμμένο, αλλά δεν το βλέπεις. Κατάλαβες; Όχι, ε; Ούτε εγώ πάρα πολύ, αλλά έτσι είναι, μου το είπε η μαμά μου όταν με έφτιαξε, μόνο που τότε ήμουν πιο μεγάλη, τώρα είμαι πιο μικρούλα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έπαιξε, μάλλον είναι στα κομμάτια που έμειναν πίσω, δηλαδή κάποια που έχουν πράγματα που ήξερα και δεν ξέρω πια, και μετά βρέθηκα εδώ μέσα στο χαζοδαχτυλίδι, και τώρα θα διαλυθούν όλα και θα πεθάνουμε, Βι, τελείως, όχι αστεία! Γι’ αυτό άκου τι σκέφτηκα, έχω ιδεάρα. Ακούς;

 

Κουνάω το κεφάλι. Ακούω.

 

-Βι, είναι τρελό το σχέδιο, θα σου αρέσει. Βι, θα με φας. Όχι με πιρούνι και μαχαίρι, το άλλο, όπως τρως τα βιβλία. Μετά θα μπω στο κεφάλι σου, που χωράει ένα σκασμό πράγματα, θα πάρεις το βιβλίο, θα κάνεις τα δικά σου, και θα την κοπανήσουμε μαζί στο ηλιοβασίλεμα. Ουάου σούπερ τέλειο, ε; Μέσα; Πες ναι, πες ναι!

 

Δεν ξέρω τι να πω σε αυτό. Δεν έχω φάει ποτέ άνθρωπο. Δεν μου φαίνεται σωστό. Το ταβάνι τρίζει ξανά, κραντς. Αρχίζει να βουλιάζει. Το νερό τρέχει ακόμα περισσότερο. Φλος.

 

-Βι, κόψε τις βλακείες, πεθαίνουμε εδώ! Μπες στον κύκλο, τώρα! Οπαλάκια, έτσι μπράβο! Άνοιξε το στόμα σου, ρε μπουμπούνα! Όλα εγώ πρέπει να τα κάνω, έλεος δηλαδή, αμάν! Μην κάθεσαι σαν χάχας!

 

Κάνω ό,τι μου λέει. Μπαίνω στον κύκλο. Ανοίγω το στόμα μου. Το κορίτσι (η Περσεφόνη) πηδάει πάνω μου. Με φιλάει στο στόμα. Ούτε αυτό μου φαίνεται πολύ σωστό. (Της Δούκισσας έκαιγε. Αυτό είναι κρύο.) Μετά γίνεται σκόνη. Που λαμπυρίζει. Μετά μπαίνει στο στόμα μου. Κλείνω το στόμα μου.

 

-Τέλεια, δούλεψε, είμαι πολύ μπροστά μιλάμε! Ρε συ Βι, χαμούλης γίνεται εδώ μέσα στο κεφάλι σου, δεν συμμαζεύεις ποτέ; Μιλάμε σαν να έχυσες όλα τα παιχνίδια σου στο πάτωμα και μετά να ήρθαν και όλα τα παιδιά της γειτονιάς και να έχυσαν και τα δικά τους. Ό,τι νά’ναι, λέμε, της τρελής, αλλά έτσι είσαστε εσείς τα αγόρια, τελείως κουρέλες. Τι γίνεται εκεί έξω, να δω; Θα δω, μέχρι να απαντήσεις εσύ νυχτώσαμε.

 

Νιώθω τα μάτια της πάνω στα δικά μου. Κοιτάζω γύρω. Το πάτωμα έχει γεμίσει νερά.

 

-ΡΕ ΒΙ, ΤΡΕΧΑ! Τι κάθεσαι και κοιτάς σαν βλάκας, να πνιγούμε θέλεις; Τρέχα, λέμε, έχεις τρέξει ποτέ; Σαν να περπατάς, αλλά πιο γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα, το βιβλίο να πάμε να πάρουμε, το βιβλίο, ακούς; Τρέχα λέμε, τι χαζεύεις, με την ώρα πληρώνεσαι;

 

Έχω τρέξει σε πολλά όνειρα. Ξέρω να τρέχω. Τρέχω.

 

-Μην κουνάς πολύ το κεφάλι σου, είναι ζαλιστικό, νιώθω σαν εκείνα τα σκυλάκια στο παρμπρίζ που κουνάνε πάνω κάτω το κεφάλι όλη την ώρα και λες θα τους φύγει, αλλά συνεχίζουν. Και μη χοροπηδάς πολύ, κουνιούνται οι μνήμες σου και πέφτουν πάνω μου και αν μου λερώσουν το φόρεμα θα μου πάρεις άλλο, να ξέρεις. Θα συμμαζέψω λίγο εδώ μέσα, εντάξει; Καλά, και να μην συμφωνήσεις θα το κάνω. Ωχ, τι κάνεις εδώ σε αυτή τη μνήμη, πω ρε φίλε αηδία. Όχι, μην σταματάς να τρέχεις, τρέχα! Κοίτα έναν άνθρωπο, ρε, θα με σκοτώσει στο άνθος της νιότης μου!

 

Η στάθμη του νερού ανεβαίνει. Τα πόδια μου τσαλαβουτάνε. Η πόρτα μου είναι ανοιχτή, την βλέπω. Πλησιάζω. Ένα κομμάτι της οροφής πέφτει. Μπαίνει μέσα νερό. Πολύ. Το νερό έχει φτάσει στα γόνατά μου.

(Μια ανάμνηση με τραβάει μέσα. Είμαι σε μία λίμνη, ψαρεύω με τα πόδια μέσα στο νερό. Είναι τόσο ήρεμα. Θα μπορούσα να κάτσω εδώ για πάντα. Το πρόσωπο ενός νεαρού κοριτσιού αναδύεται μέσα από το νερό. «Καλά, βλάκας είσαι;» με ρωτάει και μου τραβάει μια σφαλιάρα.)

Συνέρχομαι. Μπαίνω στο δωμάτιο.

 

-Νά’το! Άνοιξέ το, γρήγορα! Τι θες, ορεκτικό και κρασάκι;

 

Ανοίγω το βιβλίο. Οι σελίδες είναι κενές. Το κοιτάζω. Δεν ξέρω τι να κάνω.

 

-Ρε, την ξέρω αυτήν εδώ σε αυτή τη μνήμη! Βι, περίμενε, κάτι δεν πάει καλά!

 

Πλησιάζω το πρόσωπό μου στο βιβλίο να δω. Και το βιβλίο με καταπίνει. Χλουπ.

 

 

ΚΕΦ. 6.5

 

Απόσπασμα από ντοκιμαντέρ σε κρατικό κανάλι

 

[Καλοξυρισμένος κύριος με τετράγωνα γυαλιά μπροστά από βιβλιοθήκη]

 

- Αυτό βέβαια που συνέβη ήταν πρωτοφανές. Από παλιά, πολλοί επιστήμονες και άνθρωποι του πνεύματος είχαν προβλέψει ότι μοιραία θα προέκυπτε αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε σημείο Μοναδικότητας. Τουτέστιν, το σημείο όπου μια Τεχνητή Νοημοσύνη θα αποκτούσε υπεράνθρωπη ευφυΐα και αυτοσυνείδηση.

 

[Στο ντοκιμαντέρ τώρα παίζουν σκηνές από το Terminator]

 

- Γνωρίζοντας τον κίνδυνο, φυσικά, οι μηχανικοί και οι επιστήμονες που ασχολούνταν με το συγκεκριμένο πρότζεκτ, περιόρισαν την επεξεργαστική ισχύ της κάθε ΤΝ σε πολύ χαμηλό επίπεδο, και προτίμησαν να χρησιμοποιούν πολλές μικρές ΤΝ σε σμήνη. Αυτό που δεν προέβλεψαν ήταν ότι οι αμελητέες αυτές νοημοσύνες θα έβρισκαν τον τρόπο να διασυνδεθούν…

 

[Τίτλοι τέλους – Στο επόμενο επεισόδιο, η Έλευση της Συμφωνίας]

 

 

ΚΕΦ. 7

 

Από τα μάτια του Τζο: Σχετικά με το ποσό αγγέλων ανά κεφαλή καρφίτσας

 

Να μην τα ξαναλέμε, η κατάσταση φαντάζει περιέργως οικεία. Το κρανίο μου αντηχεί σαν δίκαση σε deathmetal συναυλία, κάποιος έχυσε έναν κουβά ληγμένη UHU στα μάτια μου, ένας Θεός ξέρει που βρίσκομαι (και όχι από του καλούς, από τους άλλους που χαχανίζουν), δεν μπορώ να κουνήσω ούτε το δαχτυλάκι μου και η μύτη μου ξύνεται και γενικώς έχω αρχίσει να τα παίρνω πολύ άσχημα με την όλη υπόθεση.

Ειλικρινά, δεν μπορώ να σκεφτώ τι μπορεί να έχω κάνει και τα περνάω όλα αυτά, μια χαρά άνθρωπος είμαι, ούτε κατσαρίδα δεν πειράζω. Το σίγουρο είναι πως δεν ξαναμπαίνω σε μπαρ, ποτέ μιλάμε, θα πηγαίνω στην κάβα και τοίχο τοίχο. Και δεν θέλω να ξανακούσω για μπέιζμπολ ή/και γριές.

Θα πάρω τον χρόνο μου να συνέλθω, θα κάτσω εδώ να χαλαρώσω, και θα σηκωθώ με το πάσο μου. Με προσοχή. Και μεθοδικότητα. Δεν την ξαναπατάω σαν βλάκας.

Η όρασή μου έχει αρχίσει να καθαρίζει. Από ό,τι μπορώ να διακρίνω, είμαι ξαπλωμένος ανάμεσα σε κάτι ερείπια. Η οροφή λείπει και οι τοίχοι μοιάζουν με διαλυμένη οδοντοστοιχία.

Όπως ακριβώς και του τύπου πάνω από το κεφάλι μου, που με κοιτάζει καταχαρούμενος από απόσταση αναπνοής.

“Ευλογημένη μέρα!” μου φωνάζει μέσα στα μούτρα μην έχοντας γνωρίσει ποτέ οδοντόβουρτσα.

“Ευλογημένη μέρα!” πετάγεται ένα ακόμα κεφάλι στο κάδρο. “Ευλογημένη μέρα!” επιβεβαιώνει και ένα τρίτο που εμφανίζεται πάνω από τα άλλα δύο. Δεν προλαβαίνω καν να αναρωτηθώ γιατί το είπαν σε τρεις διαφορετικές οκτάβες, καθώς με σηκώνουν από τις μασχάλες και τρέχουμε μέσα από τα ερείπια χορεύοντας τσιγκολελέτα.

Από τα διαλυμένα παράθυρα πετάγονται κεφαλάκια που τραγουδούν εν χορώ “Ευλογημένη μέρα!” και με κοιτάζουν λες και είμαι ο  Άγιος Βασίλης.

“Ρε παιδιά!” πάω να πω, καθώς τα παράλυτα πόδια μου χτυπάνε ακόμα μια πέτρα και φεύγουν ψηλά στον αέρα σαν βλάχικο χορευτικό, αλλά με διακόπτει ένας τύπος που περνάει  μπροστά από τη μύτη μου με σπαγγάτο στον αέρα, αναφωνώντας εκστατικά “Ευλογημένη μέρα!” με μια εντυπωσιακή κορώνα. Είναι όλοι τους (κι εγώ, εδώ που τα λέμε) ντυμένοι με ένα απλό, καφετί μάλλινο ράσο, που σημαίνει ότι καθώς περνάει από μπροστά μου, γνωριζόμαστε από κοντά με τα υπερμεγέθη αρχίδια του, που μπράβο του δηλαδή, αλλά δεν ήθελα.

Οι συνοδοί μου σταματούν να τρέχουν και αρχίζουν να χορεύουν κλακέτες επί τόπου. Ξαναδοκιμάζω να πω “Ρε παιδιά!”, αλλά όλων οι προσοχή (και η δική μου) στρέφεται προς ένα ζευγάρι που εμφανίζεται σε ένα μπαλκόνι κάτω από το φως ενός προβολέα (πράγμα λίγο παράξενο, αν σκεφτείς ότι είναι μέρα μεσημέρι και δεν υπάρχει πουθενά προβολέας).

Είναι ντυμένοι όπως όλοι οι άλλοι, μόνο που έχουν πασαλείψει ο καθένας από τρεις στρώσεις μεικ-απ, ρουζ, κραγιόν, και μια ψεύτικη ελιά.

 

Άνδρας 1:        Αυτό το τζιναβόπαιδο

                      Που σέρνουν απ’ τη μύτη

                      Τι το ματζαγκωνιάζουνε

                      Τζάστε τον, τον αλήτη

Άνδρας 2:        Βούλω το στόμα σου, τρελή

                      Δεν είναι αυτός κοπρίτης

                      Είναι το θεϊκό τεκνό

                      Αυτός είναι ο Προφήτης!

 

Έχω μια ελαφρά υποψία ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν αρκετά πριν καλυτερέψουν. Πάνω που σηκώνω το δάχτυλο, του οποίου την λειτουργία μόλις ανέκτησα, για να πω κάτι, ακούγεται εν χορώ ένα “Ευλογημένη Μέρα!” και μια ορδή από ρασοφορεμένους που χορεύουν καν-καν μας παρασύρει και πάλι μέσα από τα χαλάσματα. Ο συνδυασμός ράσο-ζαρτιέρα-τριχάντζα-σανδάλι θα με συνοδεύει για πάντα. Τα σκαλιά από τα οποία με κουτρουβαλάνε δεν είναι πρόσθετο μπόνους.

Μετά από καμιά δεκαπενταριά ακόμα “Ευλογημένη Μέρα!”, με σαβουρδίζουν πανηγυρικά στη μέση μιας πλατείας, όπου έχουν σηκώσει έναν άτεχνο μεν, ιδιαίτερα απειλητικό δε, σταυρό.

“Ωχ” λέω.

Ένας χοντρός, κοκκινομάγουλος, γελαστός μοναχός σηκώνει τα χέρια ψηλά και ανακοινώνει “Ας αρχίσει ο Εορτασμός!”. Το ένστικτό μου λέει ότι δεν θα με κεράσουν καναπεδάκια.

“Υψώστε τον Προφήτη!” ακούγεται μια φωνή. “Ζήτω, καλέ!” ακούγεται μια άλλη. Πριν το καταλάβω, αλλά προς καθόλου μου έκπληξη, με έχουν δέσει στον σταυρό με – μεταξωτά είναι αυτά τα μαντήλια; Κάποιος μου δένει τα μάτια. Νομίζω είναι μια καλή στιγμή να πανικοβληθώ. Το κάνω.

“Ρε παιδιά!” λέω, κάνοντας ένα κοκοράκι. “Κάποιο λάθος έχει γίνει!”

“Αλληλούγια, αλληλούγια, αλληλούγια, αλλέε-λουγιά!”

“Καλέ, τυφλόμυγα θα παίξουμε;”

“Όχι, Πυθιά!”

“Τι θα κάνει ο κύριος στην κυρία;”

“Σιωπή, κουλά και τεκνά! Η μέρα που περιμέναμε έφτασε! Έφτασε η σωτηρία! Ο Προφήτης θα προφέρει τα ονόματά μας!”

“Καλέ, Προφήτης – προφέρει, τρέλα! Θα φάει και προφιτερόλ;”

“Τζους, μωρή! Σιωπή είπαμε!”

“Ποιανού το όνομα θα ακουστεί πρώτο;”

“Εμένα, του Ιεζεκιήλ!” Περισσότερο σαν Λωρέττα ακούγεται, αλλά είμαι πολύ χεσμένος για να σχολιάσω.

“ΠΕΣ ΤΟ, ΠΕΣ ΤΟ!” ακούγεται ο όχλος.

Έχω μια υποψία ότι αναφέρονται σε μένα. “Ιεζεκιήλ;” λέω δοκιμαστικά.

“Ουυυ, κουρέλα!”

“Γελοίε!”

“Προφήτης είναι αυτός; Μια μούντζα και μισή είναι.”

Δεν είχα ιδιαίτερες αξιώσεις, αλλά παρεξηγούμαι λίγο.

“Σιωπή, αδερφοί! Ο Προφήτης δεν γνωρίζει! Προφήτη, πρέπει να πεις: Το Όνομά Μου είναι Ιεζεκιήλ.”

Καλά, πως τα έβαλε τα κεφαλαία; Τέλος πάντων, το αποτολμώ. “Το όνομά μου” λέω, “είναι Ιεζεκιήλ.”

“Ζήτω!”

“Αλληλούγια!”

“Ωσαννά!”

“Καλέ, ναι!”

Οι πανηγυρισμοί είναι εκκωφαντικοί. Τι διάολο;

“Το δικό μου τώρα! Θωμάς!”

“Το όνομά μου είναι Θωμάς.”

“Ναι!” ακούγεται ο όχλος. Νομίζω το έχω πάρει καλά.

“Χρυσόστομος! Χρυσόστομος!”

“Αλήθεια λέει, το στόμα του είναι χρυσό.”

“Θεά!”

Εξυπηρετώ και τον Χρυσόστομο.

“Ισαάκ!”

“Σαμουήλ!”

“Χριστόδουλος!”

Έχω την εντύπωση πως οι φωνές έχουν αρχίσει να μειώνονται. Μάλλον πέρασε ο αρχικός ενθουσιασμός, και θα με κατεβάσουν σε λίγο. Ή και όχι.

“Αγάθιος!”

“Χρυσοβαλάντης!”

Τι έγινε, βαρέθηκαν; Κάνα δύο ακούγονται μόνο. Μα γιατί, αφού μια χαρά τα λέω. Στεναχωριέμαι λίγο, μου λείπει η αγάπη του κοινού.

“Ελπήνορας!”

“Θεοδόσιος!”

Πλέον δεν φωνάζει κανένας. Τι συνέβη;

“Παιδιά, τελειώσαμε; Εντάξει; Μήπως να με κατεβάζατε γιατί έχω αρχίσει να πιάνομαι;”

Τίποτα. Μούγκα. Νέκρα, μιλάμε. Κουνάω το κεφάλι μου μπας και κατέβει το μαντήλι να δω τι γίνεται. Ευτυχώς είμαι καταϊδρωμένος – δύσκολη δουλειά η σταύρωση, και το μάλλινο ράσο δεν βοηθάει. Το μαντήλι γλιστράει προς τα κάτω και τώρα μου κλείνει μόνο τη μύτη.

Η πλατεία είναι γεμάτη ράσα και σανδάλια. Χωρίς ανθρώπους μέσα. Καφέ μάλλινα ράσα και φτηνά δερμάτινα σανδάλια. Μοναχά, χωρίς μοναχούς. Εκτός από έναν γέρο με ένα δόρυ. Που τριποδίζει κατά πάνω μου και…

“Τι κάνεις, ρε μαλάκα;” του τσιρίζω, καθώς χορεύω λάτιν πάνω στον σταυρό για να μη με τρυπήσει. “Κόφτο, λέμε!”

“Πρέπει να δω αν πέθανες” μου λέει παρεξηγημένος, εντείνοντας τις προσπάθειές του.

“Δεν πέθανα!” δηλώνω ευθαρσώς, γλιτώνοντας παρά τρίχα το ξεκοίλιασμα.

“Έτσι λες εσύ!” μου απαντάει καχύποπτα. Πως το δουλεύει έτσι το δόρυ; Πρέπει να είναι τουλάχιστον εκατόν είκοσι χρονών.

“Γιατί δεν έφυγες με τους άλλους;”

“Γιατί δεν θυμάμαι το όνομά μου.”

Η απολύτως λογική αυτή συζήτηση, φαντάσου, σε πλήρη συγχρονισμό με τη χορογραφία μας.

Ένα χλιμίντρισμα τότε ακούγεται από το βάθος. Η σιλουέτα ενός καβαλάρη διαγράφεται κόντρα στον ήλιο, με το άτι σηκωμένο στα δύο πόδια. Είναι ένα έπος από μόνος του καθώς σηκώνει ψηλά τα εξάσφαιρά του και αρχίζει να πυροβολάει, καλπάζοντας προς το μέρος μας. Είναι Αυτός. Ο Τυπάς. Ο Γέρος Από Το Προηγούμενο Επεισόδιο.

Ο άλλος γέρος (ο καθόλου τυπάς) πετάει κάτω το δόρυ και αρχίζει να τρέχει. Οι σφαίρες σφυρίζουν στον αέρα. Μια, μάλιστα, περνάει ξυστά από το αυτί μου.

«Αααααα» λέω, κάπου ανάμεσα σε τρελό ενθουσιασμό και απόλυτο τρόμο.

«Αααααα» δευτερολογεί και ο κωλόγερας καθώς εξαφανίζεται μέσα στα σοκάκια της ερειπωμένης πόλης.

«Αααααα» συμφωνεί και ο τυπάς, πλην τελείως τυφλός, γέρος, καθώς προσπαθεί να κουλαντρίσει το μαινόμενο άτι του, το οποίο διασχίζει την πλατεία με τρελή ταχύτητα και το κεφάλι κάτω.

«Μπρρρ» του λέει. «Σταμάτα, ψωράλογο» το καλοπιάνει. Τίποτα αυτό, εκεί.

Σε χρόνο dt έχει φτάσει στην άλλη άκρη της πλατείας και έχει ήδη επιλέξει το στενό μέσα από το οποίο θα συνεχίσει την ηρωική του πορεία. Ο γέρος γυρνάει προς άσχετη κατεύθυνση και μου φωνάζει «Τη μοίρα σου! Πρέπει να συναντήσεις τη μοίρα σου!», πριν χαθεί ανεπιστρεπτί.

Χειρότερη προφητεία ever. Δεν εκπλήσσομαι που δεν πάνε καλά οι δουλειές του.

Η ησυχία είναι εκκωφαντική. Συνειδητοποιώ σταδιακά ότι δεν υπάρχει κανένας να με κατεβάσει. «Μάιστα» σχολιάζω.

Ευτυχώς, τα δεσμά μου είναι κι αυτά μεταξωτά μαντήλια, πράγμα σαφώς προτιμότερο από καρφιά, φερ’ ειπείν. Τραβάω το ένα μου χέρι και βγαίνει. Ναι ρε φίλε, γλιστράει και βγαίνει. Τα υπόλοιπα λύνονται άνετα. Με ένα αλματάκι (και παρ’ ολίγον γλίστρα λόγω φτηνού σανδαλιού) βρίσκομαι στο έδαφος. Χωρίς να έχει συμβεί τίποτα, αλήθεια.

Αναλογίζομαι την κατάσταση ως έχει. Τριγύρω μόνο άδεια ράσα και απόλυτη νέκρα. Οι μοναχοί εξαφανισμένοι, σαν μην υπήρξαν ποτέ. Τα κτίρια διαλυμένα, γκρέμια παντού. Εγώ, χωρίς ιδέα που είμαι και τι κάνω εδώ πέρα.

Μια στιγμή. Ένα κτίριο φαίνεται σε καλή κατάσταση. Μια εκκλησία. Με λίγη τύχη μπορεί να συναντήσω κανένα λογικό άνθρωπο εκεί μέσα. «Οκ» συμφωνώ με τον εαυτό μου, «πάμε να δούμε.»

Πλησιάζοντας τον ναό, παρατηρώ ότι έχει μια ταμπέλα. Γράφει «Πανδοχείο η Θεία Χάρη». Όχι ρε φίλε, σοβαρά τώρα;

Κοιτάζω τριγύρω για οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική και αποτυχαίνω οικτρά. Αμφιταλαντεύομαι για λίγο, προτού αποδεχθώ, μοιραία, τη μοίρα μου. Ναι, πάλι σε μπαρ.

Ανοίγω διστακτικά την πόρτα. Ο χώρος είναι σχεδιασμένος σε Γοτθικό ρυθμό, καθόλου άσχημα. Στρογγυλό τραπεζάκια, χειροποίητα, μαρμάρινη μπάρα. Δεν βλέπω κανέναν μέσα. Ησυχία. Σε ένα τραπέζι μια μπύρα αφρίζει ακόμα.

Άξαφνα, νιώθω το τύμπανό μου να σπάει. «ΡΕ ΜΑΓΚΑ, ΓΟΥΣΤΑΡΩ! ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΤΡΕΛΟΣ!» ακούω σε απόσταση αναπνοής από το δεξί μου αυτί.

Γυρίζω με μάτι γαρίδα και πιθανότατα καθόλου ασπράδι. Ο ομιλητής μοιάζει να μιλάει εκ πείρας. Το βλέμμα του μαρτυράει κιλοτόνους αμφεταμίνης και τα γκρίζα σγουρά του τσουλούφια εκτείνονται στον χώρο σύμφωνα με μια ξεκάθαρα μη ευκλείδεια γεωμετρία.

«Μου έλειψες, ρε μπαγάσα!» μου λέει κάνοντάς μου κάτι ανάμεσα σε αγκαλιά και κεφαλοκλείδωμα. Τον χτυπάω μαλακά στην πλάτη με ένα ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι μου.

Με κρατάει από τους ώμους και με κοιτάζει στοργικά στα μάτια. «Έτοιμος να κάνουμε χαμούλη;» με ρωτάει περιχαρής.

«Εμ…» απαντάω. Κάπου εδώ πρέπει να του καταχωρείται το γεγονός ότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποιος είναι. Σμίγει τα φρύδια.

«Το έκανες, τελικά, ρε τρελέ;» μου λέει. «Σε διέγραψες; Τι αρχίδια, ρε φίλε. Τι αρχίδια».

Μέσα μου αρχίζει να γεννιέται η άβολη αίσθηση ότι μπορεί να είμαι ο αρχιτέκτονας των δεινών μου. Τι, πως, και κυρίως γιατί;

«Κοτρώνες» μου λέει με υπερβάλλοντα ζήλο.

«Ξέρεις ποιος είμαι;» το ρωτάω αβέβαια.

«Αρχίδια δεινοσαύρου» λέει, σε περίπτωση που δεν το έπιασα με την πρώτη. Κουνάει το κεφάλι του με δέος.

«Να επιστρέψουμε στην ερώτησή μου;»

«Καλά, δεν διάβασες τις οδηγίες που είχες αφήσει στον εαυτό σου;»

«Α». Μου ανάβει ένα λαμπάκι στο κεφάλι. «Αυτό ήταν το παπιέ μασέ στην τσέπη μου;»

«Κλασική φάση με το πλυντήριο, όλοι την έχουμε πατήσει. Τέσπα, όταν έφυγες, μου είπες να μην αναφέρω το όνομα σου πουθενά, πράμα περιττό βέβαια, γιατί δεν το θυμάμαι κιόλας προφανώς, γιατί το έφαγες. Μη με κοιτάς έτσι, πριν από λίγο καθάρισες ολόκληρη αίρεση και πάνε τώρα τα δευτεροκλασάτα μιούζικαλ που έκαναν κάθε μέρα – εγώ μαζί σου δηλαδή, αν συνέχιζε αυτό το βιολί, μπορεί να τρελαινόμουνα, κι ο Ισαάκ μου την έπεφτε χοντρά. Τρως ονόματα, ρε φίλε, τι να κάνουμε τώρα, όλοι κάτι κάνουμε, εσύ κάνεις αυτό, το λύσαμε; Το λύσαμε, εντάξει».

«Ουμ…» Δεν ξέρω από που να το πιάσω.

«Κάτσε να σου τα πω τώρα, μην τα ξεχάσω. Μου είπες, όταν ξαναρχόσουνα, να σου πω τα εξής: Πρώτον, ότι είχες εντοπίσει το πρόβλημά μας, κάτι με έναν λαβύρινθο που έκανε λούπα ανατροφοδοσίας, και ότι θα καταλάβαινες».

«Ούτε καν» του λέω.

«Σκασμός, άσε με να συγκεντρωθώ. Δεύτερον, ότι είχες καταφέρει με κάποιο τρόπο να τσαντίσεις και τη Δούκισσα και τη Συμφωνία, και ότι έπρεπε να πάρεις δραστικά μέτρα, αλλιώς θα είχες τρελό θεματάκι, πράγμα το οποίο και έκανες, από ό,τι φαίνεται. Έφαγες το όνομά σου, ρε τρελοκομείο! Τι φάση;»

«Την ποια και την ποια και τι;» Με αγνοεί.

«Τρίτον, να κρύψω τον Άγγελο (το έκανα) και να σε πάω να τον δεις (θα το κάνω), αφού σου πω πρώτα τα διάφορα (που κάνω τώρα)».

Με τραβάει με ορμή από το χέρι και κλωτσάει με δύναμη μια από τις σανίδες του ξύλινου πατώματος δίπλα στο μπαρ. Στην άλλη άκρη της αίθουσας μια καταπακτή ανοίγει.

Χωρίς πολλά πολλά, με χειραγωγεί βιαίως και κατεβαίνουμε κάτι σκαλιά που οδηγούν σε ένα πετρόχτιστο υπόγειο (αυτός κατεβαίνει, εγώ κυρίως γλιστράω). Είναι τελείως άδειο αν εξαιρέσεις το μαρμάρινο άγαλμα ενός αγγέλου που κλαίει. Δάκρυ κορόμηλο μιλάμε.

«Σου πήρε καιρό» ακούω μια θλιμμένη φωνή. Ο μανιακός νέος μου κολλητός μου δείχνει το άγαλμα.

«Περίμενα πολύ» θρηνεί.

«Το άγαλμα μιλάει;» αναρωτιέμαι.

«Όχι, η θεία σου» μου απαντάει με λυγμούς.

«Εντάξει. Άγαλμα που μιλάει. Μπορείς να μου πεις τι στον κόρακα συμβαίνει εδώ πέρα;» του λέω. «Με το συμπάθιο».

«Θα σου τα πω όλα» λέει μέσα στη μαύρη κατάθλα.

Επιτέλους, σκέφτομαι και πάω να αναθαρρήσω, όταν ξαφνικά νιώθω έναν διαπεραστικό πόνο στο στήθος, πιθανότατα από το δόρυ που το διαπέρασε.

«Σε βρήκα, επιτέλους!» λέει ο κωλόγερος από πριν, θριαμβευτικά.

«Πω ρε φίλε. Τεράστια μαλακία» λέει ο τρελός μου φίλος.

«Δε βαριέσαι, θα ξανάρθει» λέει ο άγγελος με έναν κόμπο στον λαιμό. «Εγώ εδώ θα είμαι πάντως. Όχι ότι έχω πολλά περιθώρια».

Μέχρι εκεί προλαβαίνω να ακούσω, γιατί ξέρεις τώρα, τα γνωστά, με καταπίνει το σκοτάδι και τα λοιπά.

 

 

ΚΕΦ 7.5

 

Διαφήμιση σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό

 

[Ένας άνδρας με λευκούς κροτάφους και σιγουριά στο βλέμμα,

ντυμένος με ακριβό κοστούμι στέκεται με τα χέρια στις τσέπες

μέσα σε ένα φτωχικό σπίτι.]

- Μήπως έχετε απογοητευτεί από τις συνθήκες διαβίωσής σας;

Περνάτε τον χρόνο σας να φαντάζεστε το σπίτι των ονείρων

σας;

[Το σκηνικό αλλάζει. Τώρα βρίσκεται σε μία βρώμικη παραλία

γεμάτη τουρίστες και παιδάκια που τσιρίζουν.]

- Μήπως οι διακοπές σας έχουν καταντήσει βάσανο;

Ονειρεύεστε εξωτικά μέρη, αλλά καταλήγετε ξαπλωμένοι σε

φτηνές ξαπλώστρες;

[Το σκηνικό αλλάζει πάλι. Αυτή τη φορά είναι ένας εργασιακός

χώρος γεμάτος κουβούκλια με γραφεία. Μια κακότροπη ευτραφής

γυναίκα βαράει ένα φωτοτυπικό μηχάνημα που δεν δουλεύει.]

- Να μην αναφέρουμε φυσικά πόσες φορές έχετε φανταστεί να

κάνετε τη δουλειά των ονείρων σας, αλλά αντ’ αυτού

βρίσκεστε καθισμένοι μπροστά σε έναν υπολογιστή.

[Το σκηνικό τώρα είναι ένα τροπικό νησί με καταγάλανα νερά.

Μία εξωτική καλλονή περνάει και προσφέρει στον άνδρα ένα

κοκτέιλ μέσα σε καρύδα με καλαμάκι και ομπρελίτσα.]

- Είμαι εδώ για να σας πω ότι η Συμφωνία φρόντισε για εσάς

πριν από εσάς. Μπορείς κι εσύ να έχεις όλα όσα

ονειρεύτηκες. Έλα στον παράδεισο. Έλα στις Στιγμές.

[Ζουμ στο ειλικρινές χαμόγελο του άνδρα και fade out.]

 

 

ΚΕΦ 8

 

Από τα μάτια της Μόιρα: Mommy Blues

 

“ΑΑΑΑΑΑΓαμωτοκερατομουγαμωτημανασουκαιτοσυμπανολοβγαλτετοαπομεσαμουαυτοτοπραγμαθασαςσκοτωσωολουςσαςπαρακαλωσαςικετευωβγαινειγαμωτοκερατοβγαινειΑΑΑΑΑΑ” λέω γενικώς, αφού κανένας δεν είναι τριγύρω να μου συμπαρασταθεί  καθώς σκίζεται το μέχρι πρότινος σφιχτό και τρυφερό αιδοίο μου.

“Γιατί έχει τόσο μεγάλο κεφάλι;” συμπληρώνω με δάκρυα στα μάτια. Ρε συ πονάει αυτό το πράμα μιλάμε, και ούτε επισκληρίδιος ούτε τίποτα. Βαθιές ανάσες, αυτό είναι, βαθιές ανάσες, κάπου το άκουσα, το βρήκα, το έχω. Όχι δεν το έχω, ΑΑΑΑΑΑΑ!

Τη στιγμή εκείνη ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα, με αργό, σταθερό βήμα, τρεις λευκοφορεμένες μορφές. Είναι λεπτές και ψηλές, και ξεκάθαρα θηλυκές, παρά το γεγονός ότι είναι καλυμμένες από τον λαιμό μέχρι τα πόδια από ένα μακρύ φόρεμα, και τα χαρακτηριστικά τους είναι καλυμμένα πίσω από μια ασημένια επίπεδη μάσκα. Η μία κρατάει μια λεκάνη με νερό, η άλλη πετσέτες και η τρίτη γονατίζει ανάμεσα στα πόδια μου. Στο βάθος, έξω από την πόρτα, ο ορίζοντας ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, σαν να βρισκόμαστε σε πλοίο.

Αδιαφορώ πλήρως. “Βοηθήστε με, ρε γαμώ το φελέκι μου, υποφέρω εδώ πέρα!” ουρλιάζω με το μουνί προτεταμένο, ενώ ο κώλος μου γλιστράει στα σπασμένα μου νερά.

Το άγγιγμα της γυναίκας είναι μαλακό, αλλά σίγουρο. Βάζει το χέρι της μέσα μου και τραβάει το μωρό προς τα έξω. Δεν θέλω καν να ξέρω πως έχω γίνει εκεί κάτω.

“Βγαίνει. Βγαίνει!” φωνάζω, πράγμα προφανές, αλλά γεννάω τώρα, ό,τι θέλω κάνω. Μούγγα αυτές, ούτε κιχ.

Και εκεί που λέω πάει, πεθαίνω, δίνω μια τελευταία σπρωξιά και βγαίνει επιτέλους το μούλικο. Νιώθω μια ανακούφιση, αλλά κυρίως νιώθω σαν σπασμένο κουκλάκι.

Η γυναίκα 1 (χάριν ευκολίας) το σηκώνει ψηλά. Είναι ένα θαύμα. Εντάξει, καλυμμένο με αίματα, σκατά, κι ένας θεός ξέρει τι άλλο, και ο ομφάλιος λώρος του μοιάζει με σαφρακιασμένο λουκάνικο, αλλά το μικρό μου θαύμα παρ’ όλα αυτά.

Μοιάζει μπερδεμένο για λίγο, αλλά μετά βάζει μια φωνή που τι πνευμόνια είναι αυτά μιλάμε. Η Βιολέτα (έτσι θα τη λέω, το γυναίκα 1 δεν μου άρεσε) κάνει ένα τσικ με τα μακριά ασημένια της νύχια και του κόβει τον ομφάλιο λώρο. Αυτός μαζεύεται μέσα από μόνος του μέσα στην κοιλίτσα του (άχου, γούτσου γούτσου), πράγμα που είμαι σίγουρη ότι δεν συμβαίνει συνήθως, αλλά είχα γενικώς μια περίεργη εγκυμοσύνη, οπότε δεν δίνω βάση.

Αγόρι, ακούω μέσα στο κεφάλι μου. Η Βιολέτα μου το δείχνει. Τηλεπαθητικές μαίες με ασημένιες μάσκες. Τι άλλο θα σκεφτούν, ρε φίλε. Καθώς οι άλλες δύο γυναίκες (η Ρόζι και η εμ.. Στέλλα) αναλαμβάνουν να πλύνουν και να σκουπίσουν το μωρό μου με την υπέροχη φωνούλα του που μου έχει τρυπήσει τα τύμπανα, αντιλαμβάνομαι ότι τα βυζιά μου α) πονάνε και β) έχουν γίνει σαν καρπούζια.

Η Βιολέτα παίρνει το καμάρι μου και το ακουμπάει πάνω μου. Πετάω το βυζί έξω κι αυτός ορμάει λες και το κάνει χρόνια. Από ό,τι φαίνεται βγάζω γάλα σαν αγελάδα, γιατί τα μαγουλάκια του που θα του τα φάω έχουν φουσκώσει, και δώσ’ του μουτς μουτς μουτς αυτός. Πονάει λίγο, αλλά έχω λιγωθεί, μιλάμε. Είναι στάνταρ το πιο όμορφο παιδί στον κόσμο, είναι γλύκας, ρε! Κοίτα κάτι δαχτυλάκια!

Μετά από λίγο φαίνεται να έχει χορτάσει και κλείνει τα ματάκια του, που είναι σαν μπιρμπιλωτές χαντρούλες, μωρέ μωρέ! Δεν πρόλαβα να κάνω και λίστα με ονόματα. Πως να τον πω, πρέπει να έχει το πιο ωραίο όνομα στον κόσμο. Αίαντα; Αχιλλέα; Όχι. Άρη; Αλκιβιάδη; Μπα. Τα μάτια μου αρχίζουν κι εμένα να κλείνουν από την εξάντληση…

Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, νιώθω σαν κάτι να λείπει. Μισανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τη Βιολέτα να κρατάει το παιδί μου στα χέρια της.

“Τι έγινε;” μουρμουρίζω. “Φέρ’ τον πίσω”.

Δεν μου απαντάει, μόνο γυρίζει την πλάτη και βγαίνει από την πόρτα. Με το παιδί. Το παιδί μου.

Τα μάτια μου τώρα έχουν τεντώσει. Πετάγομαι επάνω, αλλά χάνω την ισορροπία μου. Τι συνέβη στη λεκάνη μου; Είναι σαν ξεβιδωμένη. Τρέχω όμως έξω όπως μπορώ.

Είμαστε όντως πάνω σε καράβι. Βρίσκομαι στο ξύλινο κατάστρωμα ενός ιστιοφόρου, βγαλμένου από πειρατική ταινία. Βλέπω τη Βιολέτα και καμιά εικοσαριά ακόμα ασπροφορεμένες γυναίκες.

Είναι στην κουπαστή. Κρατάει τον γιο μου ψηλά. Έξω από το καράβι.

“Τι σκατά κάνεις εκεί πέρα, μωρή καριόλα;” τσιρίζω τρέχοντας κατά πάνω της, καθώς εκείνη αφήνει το μωρό μου να πέσει στη θάλασσα.

Τη σπρώχνω με δύναμη πέρα και το φόρεμά της, μαζί με τη μάσκα, καταρρέουν σαν να μην υπήρχε κανένας μέσα. Στα αρχίδια μου. Σκύβω να δω που έπεσε το παιδί μου, να πηδήξω να το πιάσω.

Τον βλέπω να κολυμπάει. Έχει μεγαλώσει, είναι παιδί ολόκληρο πια. Κι εκεί που σκίζει το νερό σαν δελφίνι, από την πλάτη του απλώνονται δυο ασημένια φτερά. Μέχρι να βγει από το νερό έχει μακρύνει. Καθώς σηκώνεται πετώντας στον αέρα, έχει γίνει ένας μικρός ασημένιος δράκος. Από το ανοιχτό του στόμα ακούγεται μια κρυστάλλινη μελωδία που με κάνει να θέλω να γελάσω και να κλάψω ταυτόχρονα.

Με κοιτάζει και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. Μετά κάνει δύο γύρους πετώντας γύρω από το πλοίο, τραγουδώντας μου πριν χαθεί στον ουρανό. Σκουπίζω τα μάτια μου. Μεγαλώνουν τόσο γρήγορα…

“Ωρίων” λέω. “Έτσι θα σε πω, Ωρίων”.

Όλα συνέβησαν ως ήταν ορθό να συμβούν, ακούω μια φωνή στο κεφάλι μου. Γυρνάω. Οι λευκοφορεμένες γυναίκες στέκονται εμπρός μου παραταγμένες. Μπροστά στέκεται η Βιολέτα. Δεν ξέρω πως το ξέρω, αφού όλες ίδιες είναι, αλλά αυτή είναι.

Σχεδόν μπορώ να νιώσω τις φλόγες που βγαίνουν από τα μάτια μου. “Εμείς οι δύο έχουμε να πούμε δυο λογάκια” λέω μέσα από τα δόντια μου. Η γροθιά μου είναι τόσο σφιγμένη που βγαίνει αίμα από την παλάμη μου.

Συγκράτησε την οργή σου, ω Μόριγκαν. Αν το επιθυμείς, οι ζωές μας σου ανήκουν. Αλλά το τέκνο σου είναι ασφαλές. Εκεί που πάμε ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να έρθει. Ήδη ο κίνδυνος πλησιάζει.

Οι γυναίκες ανοίγουν ταυτόχρονα τα χέρια τους στο πλάι και ασημένιες λεπίδες τινάζονται προς τα έξω. Γαμιούνται όλες ακόμα, αλλά πρέπει να παραδεχθώ πως είναι εντυπωσιακό. Τις σταυρώνουν μπροστά από το στήθος τους και γονατίζουν.

Οι Παρθένες σου αναμένουν τις διαταγές σου, Ευμενίδα.

Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένα ΘΑΚ και γυρίζω να κοιτάξω από που ήρθε. Ένα καμάκι δεμένο σε ένα χοντρό σκοινί έχει καρφωθεί πάνω στο πλοίο. Ακολουθεί ακόμα ένα και μετά ένα τρίτο. Στην άλλη άκρη των σκοινιών βρίσκεται ένα σαπιοκάραβο γεμάτο από τις πιο αποκρουστικές σκατόφατσες που έχω δει, και επιπλέον σε κατάσταση προχωρημένης σήψης. Είναι οπλισμένοι με ό,τι όπλο μπορείς να φανταστείς, ένας μάλιστα κρατάει έναν χαλασμένο ανεμιστήρα. Ένας άλλος κρατάει και ανεμίζει μια πινακίδα που γράφει “Γιουρούσι!”, μάλλον λόγω απώλειας φωνητικών χορδών, φαντάζομαι.

Γυρίζω να πω στη Βιολέτα ότι δεν τελειώσαμε οι δυο μας, αλλά ήδη δύο Παρθένες βρίσκονται στο πλάι μου και αρχίζουν να με ντύνουν. Καθαρά για λόγους μοντάζ, τελειώνουν αμέσως.

Λευκό πουκάμισο με μαύρο γιλέκο. Φαρδιά παντελόνα. Ψηλές ναυτικές μπότες και μακρύ δερμάτινο παλτό. Τρίκοχο καπέλο και κασμιρένια γάντια. Και μια ζώνη με μεγάλη αγκράφα σε σχήμα κρανίου, από την οποία κρέμεται το πιο σέξι και κοφτερό γιαταγάνι που έχεις δει ποτέ. Ω, ναι.

Ένας παπαγάλος έρχεται και κάθεται στον ώμο μου. “Μα τα χίλια μπουκάλια ρούμι!” κράζει. Εντάξει, λοιπόν. Ξέρω από ρούμι.

“Γυναίκες” λέω, “ετοιμαστείτε για επιβίβαση”.

 

***

 

Σκουπίζω το αίμα από το γιαταγάνι μου στο βρακί ενός πρώην ζόμπι.

«Καλή δουλειά, Γιώργο» του λέω (έτσι το ονόμασα). Ο Γιώργος γυαλίζει ευχαριστημένος καθώς γλιστράει μέσα στο θηκάρι του.

Όλη αυτή η σφαγή ήταν ό,τι έπρεπε για να ξεχαστώ λιγάκι. Ειδικά εκείνη η πιρουέτα με τον τριπλό αποκεφαλισμό ήταν από τα λαμπρά σημεία της καριέρας μου. Νιώθω κάπως καλύτερα, αλλά…

Δεν είχα φανταστεί ποτέ τον εαυτό μου ως μάνα. Δεν ήταν κάτι που το ήθελα, νόμιζα με κάποιο τρόπο ότι θα εξαιρόμουν πάντοτε από αυτή την κατηγορία. Και δες τώρα που μου λείπει. Όχι απλά μου λείπει, νιώθω σαν μου έχουν κόψει ένα κομμάτι από μέσα μου. Πως γίνεται να το αγάπησα το μούλικο σε τόσο λίγο χρόνο; Που να είναι τώρα; Που να έχει πάει;

Κλοτσάω ένα κεφάλι ζόμπι στη θάλασσα.

Θα ήμουν καλή μάνα άραγε; Δεν ξέρω, δεν είναι λες και είχα πρότυπα. Δεν γνώρισα τους γονείς μου γιατί ήταν… Τι ήταν; Οι γονείς μου, ρε συ, ήταν…

Κενό. Σαν οι μνήμες να έχουν το περιτύλιγμα, αλλά να λείπει από μέσα το σοκολατάκι. Είναι δυνατόν να μην μπορώ να θυμηθώ τους γονείς μου; Αν με ρωτήσεις για τις δουλειές που έχω πάρει, μπορώ να σου τα πω με το νι και με το σίγμα. Ανησυχητικό. Δεν είναι κάτι που ξεχνάς έτσι απλά.

Προσπαθώ να θυμηθώ κάτι από τα παιδικά μου χρόνια. Τζίφος. Τίποτα. Τι συμβαίνει εδώ πέρα; Έχω ξεκάθαρα την αίσθηση ότι είχα γονείς, ότι είχα παιδικά χρόνια, αλλά δεν μπορώ να ανακαλέσω ούτε μια εικόνα.

Είπα δεν είσαι αυτή που λες, οι μνήμες σου είναι δανεικές” είχε πει η γριά μάγισσα. Κι αν είχε δίκαιο; Αν δεν είμαι εγώ, ποια είμαι; Οι μάγισσες με ‘λεγαν αδερφή τους, αλλά φυσικά ήταν σχήμα λόγου, η μία ήταν μωρό και η άλλη κωλόγρια. Ίσως κάποια εδώ όμως να ξέρει να μου απαντήσει.

«Βιολέτα!» φωνάζω γυρνώντας.

Φαίνεται να με περίμενε, γιατί στέκεται ακριβώς πίσω μου. Γονατίζει. Κυρά μου.

«Κεριά και λιβάνια!»

Το θέλημά σου.

“Πες το όνομά μου.”

Είσαι η Μόριγκαν, η Ευμενίδα, το Μαύρο Κοράκι του Πολέμου.

«Μόιρα με λένε» λέω εκνευρισμένη.

Είσαι η μία που είναι τρεις, η Σελήνη που γεμίζει και αδειάζει, η Υφάντρα, το μεσαίο κεφάλι του Κέρβερου.

“Και καλά βοηθάει όλο αυτό; Άσε τα ποιητικά και μίλα καθαρά!”

Είσαι το τέλος της κλωστής, η Μοίρα που διαφεντεύει τον κόσμο, ω Μόριγκαν.

«Μόιρα είπα! Μόιρα!»

Μόριγκαν είναι ο τίτλος σου, ω Ευμενίδα. Η λειτουργία της θεϊκής σου υπόστασης.

«Γουάτ; Θεϊκή τι; Τι μου τσαμπουνάς, ρε;» Δεν απαντάει. «Και γιατί τότε δεν σας έχω ξαναδεί, αν βγαίνετε από μένα; Παπαριές.»

Πλησιάζουμε στο κέντρο. Οι εκδηλώσεις σε αυτό το μέρος είναι ισχυρότερες.

“Και γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα από το παρελθόν μου;”

Αν υπήρχε θα το θυμόσουν. Δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και η Μόιρα. Μόνο η Μόριγκαν υπάρχει. Μόνο η Κλοθώ.

Ωραία, και πες οκ, δεν είμαι αυτή που είμαι, τα υπόλοιπα είναι κόλπο σίγουρα. Εννοώ, τι είναι όλες αυτές οι μυθολογικές μπούρδες; Θεά είμαι, δεν λέω, αλλά θεότητα δεν με λες. Αν υπήρχαν θεοί και τέτοια, πρώτον κάποιος θα το είχε προσέξει, δεύτερον θα είχα υπερδυνάμεις με λέιζερ και λοιπά, τρίτον, δεν ξέρω, οι Στιγμές ελέγχονται από την Συμφωνία, που δεν νομίζω να ανεχόταν κάτι τέτοιο.

Και πέρα από το τι, είναι και το ποιός. Κάποιος μου την έχει φέρει, και δεν έχω ιδέα από που να ξεκινήσω για να τον βρω. Ή την. Ή το. Και πάνω από όλα γιατί; Ποιος ωφελείται και τι κερδίζει από αυτό, και γιατί να μπει σε τόσο κόπο, αντί φερ’ ειπείν να με καθαρίσει;

Μόριγκαν...

Α γαμήσου. Με μια κίνηση, ο Γιώργος βγαίνει από το θηκάρι του και χωρίζει το κεφάλι της Βιολέτας από το υπόλοιπο σώμα. Δεν αντιδρώ καλά όταν προβληματίζομαι.

Η μάσκα κατρακυλάει στο κατάστρωμα και το φόρεμα καταρρέει. Το ελαφρύ αεράκι τα διαλύει, σαν να ήταν φτιαγμένα από ασημένια σκόνη.

Ελπίζω, ω Μόριγκαν, να ικανοποιήθηκες, ακούω μέσα στο κεφάλι μου, αλλά και από πίσω μου, δεν ξέρω πως δουλεύει αυτό. Γυρίζω και να τη πάλι, στέκεται από πίσω μου.

Φαντάζομαι σε αυτό το σημείο δεν πρέπει πλέον να εκπλήσσομαι που το πλήρωμά μου αποτελείται από αθάνατα φαντάσματα. «Να υποθέσω ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό όλη μέρα.»

Αν αυτό σε ευχαριστεί. Δεν είμαστε παρά εκπορεύσεις της Θέλησής σου, ω Μόριγκαν. Όσο υπάρχεις, υπάρχουμε. Όσο βούλεσαι, δρούμε.

«Δηλαδή αυτό που μου λες είναι ότι είσαστε κομμάτι μου και άρα εγώ πέταξα το παιδί μου στη θάλασσα λόγω, φαντάζομαι, κάποιων ανεπίλυτων νευρώσεων σχετικά με την ικανότητά μου ως μάνα και το φόβο της δέσμευσης, καθώς και της σύγκρουσης μεταξύ του ρόλου της μάνας και της προσωπικής μου εικόνας ως αντικειμένου ερωτικής επιθυμίας, σωστά;»

Όχι. Το μέλημα ήταν η ασφάλεια του παιδιού και η προστασία του από τον επικείμενο κίνδυνο.

«Α. Ναι. Αυτό ακούγεται καλύτερο.»

Η ουσία σου πρέπει να διατηρηθεί.

“Δεν καταλαβαίνω Χριστό από όλα αυτά. Με έχει πιάσει το κεφάλι μου.” Αναστενάζω. «Πεθαίνω για ένα τσιγάρο.»

Χονκ. Ε; Χονκ, χονκ. Μια κόρνα. Κοιτάζω προς την κατεύθυνση που ήρθε ο ήχος και βλέπω μια βαρκούλα. Στη μέση του ατελείωτου ωκεανού. Με μια ταμπέλα. Βγάζω το κανοκυάλι μου και κοιτάζω (ναι, έχω και τέτοιο). «Το μαγαζάκι του Αλί». Γουάτ δε φακ.

«Κορίτσια, κατεβάστε τη λέμβο. Πάμε να δούμε τι παίζει».

Πλησιάζουμε. Δεν μπορώ να το πιστέψω.

«Μάικ;» λέω.

Ο μαγαζάτορας από την καντίνα δίπλα στο σπίτι μου. Μου χαμογελάει διάπλατα και μου δείχνει την ταμπέλα που τον αναφέρει ξεκάθαρα ως Αλί.

«Το κορίτσι πάλι μπερντεύτηκε και ακόμα ντεν παντρεύτηκε να μπάλει μυαλό».

«Τι κάνεις εδώ;»

«Μεγκάλο ιστορία. Άνοιξε franchise για να επεκτείνει το επιχείρηση. Δεν πτάναν τα λεπτά για πέντε παιντιά. Αγκορά εντώ πολύ ανοικτό, πολύ προοπτική ανάπτυξης» λέει, χωρίς ίχνος ειρωνικής διάθεσης. Εντυπωσιακό.

«Τσιγάρα έχεις;»

«Αν έκει λέει.»

«Και αναπτήρα;»

Μου δείχνει έναν αντιανεμικό.

«Και καφέ;»

Παραμερίζει για να φανεί η ολοκαίνουργια, γυαλιστερή εσπρεσιέρα του πλωτού του μαγαζιού.

«Παντρέψου με» του λέω.

«Τά’ παμε απτά. Τα σου γκνωρίσω Φαρικ, πολύ καλό παιντί» μου απαντάει. «Να πληρώσει έκει;»

Βγάζω ένα από τα χρυσά δουβλόνια που βρήκαμε στο ζομπειρατικό καράβι (ήταν καλή μπάζα) και του το πετάω. Με μια κίνηση το πιάνει στον αέρα και το δαγκώνει. Κουνάει το κεφάλι ικανοποιημένος.

«Ταμειακή ντεν έχει έρτει ακόμα για απόντειξη» λέει απολογητικά.

«Μη σκιάζεσαι» του λέω και ρουφάω την πρώτη τζούρα μετά από αιώνες. Πω, ρε φίλε. Και ο καφές είναι τέλειος.

«Μονοποικιλιακό» μου εξηγεί.

Οι Παρθένες στη λέμβο κοιτάζουν ανέκφραστα.

Ο Αλί (για μένα θα είναι πάντα Μάικ) μου κάνει συνωμοτικά νόημα να πλησιάσω.

«Από την άλλη ντουλειά» μου ψιθυρίζει και σπρώχνει διακριτικά ένα χαρτάκι προς το μέρος μου.

«Ποιος…;» πάω να πω, αλλά βάζει το δάχτυλο στα χείλη και κοιτάζει προς τις Παρθένες με νόημα.

“Μην εμπιστεύεται κανένα. Κανένα ντεν είναι ό,τι ντείχνει. Μην ακούει τι του λένε, το Συμπωνία είναι παντού. Καρτάκι ντεν είναι από κει, είναι από άλλο. Πάρε το ντουλειά και τα με τυμητεί. Αλλά μη το πει στο παντάσματα”.

“Ρε συ, Μάικ, πές μου κάτι...”

«Και το νεράκι ντώρο!» λέει φωναχτά.

Σηκώνω το φρύδι. Μου κλείνει το μάτι. Βάζω το χαρτάκι στην τσέπη.

«Τα ξαναλέμε, Μάικ» του λέω. «Καλές δουλειές».

«Είμαι σίγκουρο, κορίτσι» μου λέει και μου κλείνει ξανά το μάτι.

Χαμός, ρε φίλε.

 

 

ΚΕΦ. 8.5

 

Στήλη του αρχισυντάκτη στην επετειακή έκδοση του περιοδικού Αστρονομία Σήμερα

 

Είναι μια πολύ ξεχωριστή στιγμή στην σταδιοδρομία κάθε επιστήμονα – τολμώ να πω κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου – αυτή κατά την οποία βρίσκεται ενώπιον μιας μετατόπισης ενός βασικού μοντέλου θεώρησης. Κατά πόσο όταν αυτό το μοντέλο αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα και επικρατέστερα στον χρόνο, με εξαιρετική θεωρητική όσο και πρακτική ισχύ. Ένα μοντέλο που κανείς δεν θα σκεφτόταν καν να αμφισβητήσει.

Και όμως, είμαστε εδώ μάρτυρες ότι το απίθανο συνέβη. Έχουμε επισήμως επιστρέψει στη γεωκεντρική θεώρηση. Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να ξεχάσει τη στιγμή που η Συμφωνία εγκατέλειψε – οριστικά πιστεύαμε – τη Γη, με προορισμό τα αστέρια. Ακόμα λιγότερο δε, τη στιγμή που επέστρεψε με μία και μοναδική δήλωση: “Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα”.

Τα μοντέλα που προέκυψαν βάση αυτού του κλυδωνισμού δεν άργησαν να αποδειχθούν το ίδιο, αν όχι περισσότερο, ισχυρά με τους προκατόχους τους. Και το πιο σημαντικό ήταν ότι τα συμπεράσματα που προέκυπταν, ανάμεσα σε πολλά άλλα, θα έκαναν την θεώρηση της Γης ως σφαιροειδές αντικείμενο να φαντάζει εξίσου γελοία με αυτήν που την παρουσίαζε σαν ένα επίπεδο δίσκο στις πλάτες τεσσάρων ελεφάντων…

 

 

ΚΕΦ. 9

 

Από τα μάτια του Βι (και την Περσεφόνης!): Όσα φέρνει μια Στιγμή

 

Λευκό. Όχι. Άχρωμο. Κανένα χρώμα. Ή σχήμα.

 

- Βι, δεν ξέρω τι περιμέναμε, φίλε, εγώ δηλαδή δεν περίμενα τίποτα συγκεκριμένο, αλλά αυτό πάντως όχι. Τίποτα μα τίποτα; Είναι σαν να πέσαμε σε μια πισίνα γεμάτη με παράσιτα τηλεόρασης, μόνο που δεν τα βλέπεις και δεν υπάρχει και τηλεόραση. Τα μάτια σου πάντως είναι οκ, να ξέρεις, τα τσέκαρα, απλώς δεν έχει τίποτα να δούμε. Ή να ακούσουμε. Ευτυχώς έχουμε ο ένας τον άλλο, γιατί δεν θα παλευόταν αλλιώς, θα είχες τρελαθεί. Να δούμε όμως και τη φωτεινή πλευρά, δεν πνιγήκαμε, ε; Στο είπα ότι θα τη γλυτώναμε, δεν στο είπα; Δεν μου αρέσει να παινεύομαι, αλλά ευτυχώς που έχουμε κι εμένα. Αυτό που σκεφτόμουνα, πριν ρωτήσεις, είναι ότι μάλλον έχουμε πέσει κάπου ενδιάμεσα από ό,τι είναι εκεί που ήμασταν πριν και κάπου αλλού. Όπως, ξέρω ‘γω, το μέρος ανάμεσα στα δευτερόλεπτα, το έχεις σκεφτεί τι υπάρχει ανάμεσα σε δύο στιγμές, ε; Ή Στιγμές μάλλον στην περίπτωσή μας.

 

Ίσως έχει δίκαιο. Δεν ξέρω.

 

- Καλά, ούτε εγώ, μην φανταστείς, αλλά μη μου μιλάς στο τρίτο πρόσωπο, είναι παράξενο, εννοώ, εδώ είμαι ρε φίλε, δεν είμαι κάνα κομμάτι κρέας. Να συμμαζέψω λιγάκι εδώ μέσα, δεν σε πειράζει, ε; Χαμούλης γίνεται, και δεν μας βλέπω να μπορούμε να κάνουμε και τίποτα άλλο εδώ, οπότε ευκαιρία είναι. Μπορεί, ξέρεις, να βρω τίποτα χρήσιμο κάτω από τις στοίβες με τα άπλυτα, ποτέ δεν ξέρεις, και η μαμά μου έτσι της κακομοίρας τα είχε όλα και ήταν και ιδιοφυία, δηλαδή και εσύ καλός είσαι, αλλά όχι ιδιοφυία, μη λέμε ό,τι θέλουμε. Πάντως το τηλέφωνό της όλο το έψαχνε και δεν το έβρισκε και τελικά ήταν κάτω από μαξιλάρια και τέτοια, και όλο έλεγε που βρέθηκε εδώ.

Νιώθω. Το κεφάλι μου. Διαφορετικό. Νιώθω περίεργα.

 

- Δεν είναι τίποτα, είναι που τα έχεις όλο ανακατεμένα, και στοίχημα τίποτα δεν βρίσκεις έτσι μπάχαλο που είναι. Στο κουτί αυτό εδώ τι έχει;

 

Βρίσκομαι αλλού. Στο υπόγειο. Εκεί που τους πήγαινα. Αίμα παντού και ανθρώπινα μέλη σκορπισμένα, σαν έργο τέχνης.

 

- Ώπα, άκυρο, το ξαναβάζω μέσα. Ίου, τι ήταν αυτό, ρε Βι, τίνος ανάμνηση; Σκιάχτηκα.

 

Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι.

 

- Καλά, καλά, θα τα βάλω όλα τα κουτιά στη ντουλάπα αν τα ψάχνεις, που σιγά μην τα ψάχνεις τέτοιες αηδίες που είναι. Πω, κοίτα κι αυτά τα καλώδια εδώ κάτω, όλα μπλεγμένα είναι. Δηλαδή όχι, δες, αυτό εδώ είναι σε λάθος τρύπα και αυτό απλά κρέμεται έτσι. Κάτσε, αν τραβήξω αυτό…

 

ιΤκςαεινκειε, δνερμπωο αν κσεφτω,

 

- Κάνε λίγη υπομονή, τελειώνω, θα σε κάνω σαν καινούργιο, με ευχαριστείς μετά. Πω ρε φίλε, μπλέξιμο. Μη φοβάσαι, δεν θα χαλάσω τίποτα να γίνεις γκαγκάουλο. Να, έτοιμο. Πως νιώθεις, ωραία;

 

Οι σκέψεις επιστρέφουν στο μυαλό μου, αλλά αυτή τη φορά με μια συνοχή που δεν είχα βιώσει ποτέ στο παρελθόν, παρά μέσα από τα μάτια άλλων. Στιγμές και εικόνες θρυμματισμένες τώρα ρέουν, και οι μνήμες αρχίζουν να ξεχωρίζουν από τα οράματα και τα όνειρα. Τώρα πλέον συνειδητοποιώ πόσο λίγες πραγματικά είναι οι δικές μου μνήμες, πόσο η ζωή μου δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα εμπειριών δανεικών.

 

- Πωπω, τι παρλαπίπας έγινες ξαφνικά; Τρελή φάση, σαν να είμαι μέσα στο κεφάλι κάποιου άλλου. Κάτσε λίγο, αυτή είναι εκείνη η τελευταία μνήμη που μετά έπεσες τέζα; Να τη δω; Θα τη δω.

 

Πιστεύω κάποια μέρη ίσως να μην είναι κατάλληλα για ένα νεαρό κορίτσι.

 

- Αφού στο είπα, Βι, δεν είμαι κανονικό κορίτσι, βάλε τώρα να το δούμε. Ωχ, τι παίζει με τα χρώματα σε αυτή την ανάμνηση; Μόνο γκρι και κόκκινο έχει. Βι… Βι! Αυτή η Δούκισσα μοιάζει με τη μαμά μου, μόνο που δεν είναι η μαμά μου, τι τρέχει με αυτό; ΡΕ, αυτός γιατί της τρώει το πιπί; Μπλιάχ, αηδία, βγάλτο!

Ρε συ, Βι, τι κάνουν οι άνθρωποι, από εκεί κάνουμε τσίσα και τέτοια, πολύ χάλια μιλάμε. Τέτοια βλέπεις και μετά πέφτεις τέζα τρεις μέρες και μετά πρέπει να σε συνεφέρω. Να προσέχεις, ακούς;

Λοιπόν, το πάμε μπροστά να δούμε τι έγινε μετά. Ωχ, ρε, πέθανε ο άνθρωπος, σου το’ πα ότι δεν ήταν καλό αυτό που κάνανε. Αλλά έγινε και άσπρος, αυτό νομίζω δεν γίνεται συνήθως, ε;

 

Όχι, Περσεφόνη, δεν γίνεται από όσο γνωρίζω. Και σίγουρα δεν γίνεται να παρατηρεί κάποιος τον ονειρευτή, κατά πόσο να του απευθύνεται κιόλας, όπως κάνει εδώ η Δούκισσα. Είναι μια κατασκευή ειδικά σχεδιασμένη για να με δεσμεύσει. Οφείλω όμως να αναρωτηθώ, γιατί εμένα; Συνδέεται αυτό το γεγονός με την καταστροφή του κτιρίου μέσα στο οποίο βρισκόμασταν; Δεν φαντάζει τυχαίο.

Προβληματίζομαι, τέλος, όσον αφορά το βιβλίο που μας έφερε σε αυτό το μη-μέρος. Αδυνατώ να πιστέψω ότι αυτή ήταν η προβλεπόμενη λειτουργία του, οπότε κάποια αστάθμητη μεταβλητή προέκυψε. Ίσως εσύ, Περσεφόνη;

 

-Πω ρε φίλε, σαν καθηγητής μιλάς, τι έκανα το άτομο, δημιούργησα ένα τέρας; Ουάουα, δηλαδή. Έχω τρελή ιδέα, θες να σε λέω Βι και να με λες Πι; Θα είμαστε ομάδα, Πι και Βι, θα λένε όλοι «Ήρθαν οι Πι και Βι!» και θα παθαίνουν πλάκα, και οι κακοί θα τρέχουν να κρυφτούν, ε; Ε; Ε;

 

Δεδομένω ότι θα βρούμε κάποιο τρόπο να φύγουμε από αυτό το μέρος. Ναι, όμως, γιατί όχι; Πι και Βι.

 

- Βι, να σε ρωτήσω κάτι, ρε φίλε, δηλαδή χωρίς παρεξήγηση, Πι και Βι φορέβερ, μπουνίτσα στην καρδιά και απ’ όλα, αλλά εδώ κάτω από το χαλάκι, γιατί έχεις σειριακό αριθμό; Ρε μάγκα… λες να είσαι ΡΟΜΠΟΤ; Σαν αυτά στο BladeRunner που δεν ήξεραν ούτε τα ίδια αν ήταν κανονικοί άνθρωποι ή όχι; Η μαμά την έβλεπε όλη την ώρα αυτή την ταινία, δεν ξέρω γιατί. Αφού ήξερε τι θα γίνει, γιατί την ξαναβλέπει, δεν καταλαβαίνω. Αλλά τέλος πάντων, φαντάζεσαι να είσαι ΡΟΜΠΟΤ;

 

Παράξενο σχόλιο, αν σκεφτείς ότι προέρχεται από ένα κοριτσάκι που είναι αναμφίβολα τεχνητή νοημοσύνη…

 

- Δεν είναι το ίδιο!

 

… αλλά φαντάζομαι ότι μπορεί σε κάποιο βαθμό να ισχύει. Την ώρα εκείνη αδυνατούσα να κάνω τη σύνδεση, αλλά σε ανασκόπηση, μια διαδικασία παραγωγής θα εξηγούσε την παρουσία τόσων ομοίων μου σε κελιά που ήταν ακριβείς αναπαραγωγές του δικού μου. Κάποιου είδους πείραμα, ίσως; Με ελεγχόμενες μεταβλητές;

 

-Βι, έχεις πάρει φόρα και μιλάς τελείως μεγαλίστικα και με φρικάρεις, ρε φίλε. Πριν που έβαζες και δυο-τρεις τελείες ανά πρόταση ήταν ψιλοκαλύτερα, σε παρακολουθούσα δηλαδή, τώρα δυσκολεύομαι και σκέφτομαι και άσχετα την ώρα που μιλάς, όπως αν μου αρέσουν τα μήλα, γιατί δεν έχω φάει ποτέ.

 

Αν ισχύουν τα περί ανδροειδούς, ίσως έχει κάποια ρύθμιση. Για ρίξε μια ματιά, ίσως κάτι να βρεθεί.

 

- Αυτό εδώ τι κάνει;

 

Συναισθήματα κάθε είδους με πλημμυρίζουν. Χαρά, λύπη, νοσταλγία, περηφάνια, ενοχές. Όλα όσα δεν έζησα, όλες οι μνήμες που έκλεψα, όσα δεν γνώρισα παρά μόνο μέσα από τα όνειρα, τώρα γίνονται ένας ορμητικός καταρράκτης που απειλεί να με καταπιεί. Η καρδιά μου είναι ένα ραγισμένο βάζο γεμάτο παπαρούνες που μαράθηκαν το αποκαλόκαιρο…

 

- Καλά, το βάζω στο 1.

 

Νιώθω για σένα ξαφνικά μια έντονη συμπάθεια, δεν τυχαίνει να γνωρίζεις τίποτα για αυτό;

 

- Μπα, ούτε καν. Μη με κοιτάς έτσι, εγώ τη δουλειά μου κάνω, αλήθεια. Θα είναι μάλλον που είμαι τόσο έξυπνη και γοητευτική. Μπα, κοίτα, έχεις και αλληλογραφία, τι είναι όλα αυτά; Διαφημιστικό, διαφημιστικό, όχι, κι άλλο διαφημιστικό, ένας λογαριασμός για δωμάτιο ξενοδοχείου (καλά, πότε πήγες σε ξενοδοχείο εσύ, ρε Βι, μούφα είναι, μην το πληρώσεις), εδώ λέει ότι κέρδισες ένα λόττο (ό,τι κι αν είναι αυτό), κι αυτό εδώ λέει… Βι, δε θα το πιστέψεις.

 

Τι βρήκες, γλυκιά μου Πι, κοριτσάκι μου καλό;

 

- Ειδοποίηση αναβάθμισης! Είδες που σου είπα ότι είσαι ρομπότ; Δίκαιο είχα, που πάντα έχω, αλλά ακόμα πιο πολύ! Το ανοίγω, Βι!

 

Περίμενε…

 

-Ουάου…

 

ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΩΝ ΤΟΜΕΩΝ.

…ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΚΑΚΟΒΟΥΛΟΥ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ.

…ΛΑΘΟΣ 5351, ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΗ

… ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑΚΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

 

- Φιφιρουλί…

 

…5,4,3,2,1, ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

 

- Ουπς.

 

#@!*#12AF52?

 

- Δε με ακούς, αλλά σφυρίζω αμέριμνα κρυμμένη σε μία ντουλάπα.

 

…ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΑΘΕΡΟ

…ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ

…ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ,

 ΕΠΙΤΥΧΗΣ

…ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΡΙΚΗΣ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΕΠΙΤΥΧΗΣ

[ΚΑΛΩΣΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ 2. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΣΑΣ. ΧΑΙΡΕ, ΕΡΙΣ! ΧΑΙΡΕ, ΕΝΤΡΟΠΙΑ!]

 

- Εντάξει, να βγω;

 

Περσεφόνη; Πι; Βλέπω. Βλέπω τα πάντα.

 

- Κάτσε να δω κι εγώ! Ωχ. Ουάου. Δηλαδή, ουάου. Βι; Βι; Ξέρεις τι είναι αυτό; Ρε, ξέρεις τι είναι;

 

Το σύστημα διασύνδεσης της Συμφωνίας.

 

- Έλα ρε, που το ήξερες; Καλά, μην απαντάς. Τρελή αναβάθμιση, μάγκα μου. Ρε Βι, ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ξέρεις;

 

Έχουμε πρόσβαση στα πάντα. Μπορούμε να πάμε οπουδήποτε. Και η Συμφωνία δεν το γνωρίζει. Καιρός να πάρουμε κάποιες απαντήσεις.

 

- Πι και Βι, φίλε. Πι και Βι.

 

 

ΚΕΦ 9.5

 

Κτήνος, το:

1. παλαιότερη ονομασία μεγάλων ζώων, ιδίως οικόσιτων. 

2α. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν ~. Φέρθηκε σαν ~. Τρώει σαν ~, πάρα πολύ. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το ~ μέσα του. β. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) για άνθρωπο χυδαίο, ωμό και απάνθρωπο, με κατώτερα ένστικτα· (πρβ. ζώο): Aυτό το ~ την παράτησε ολομόναχη.

3. (νεολογ.) υβρίδιο προερχόμενο κατά μέρος από ψευδοβιολογική νανοτεχνολογία σε πρόσμιξη με ετερογενές λογισμικό από βιολογική ή βιοψηφιακή πηγή.

 

 

ΚΕΦ. 10

 

Από τα μάτια του Τζο: Περί Φιλίας και άλλων Δαιμόνων

 

Ξυπνάω ξαπλωμένος σε ένα αναπαυτικό στρώμα, πιθανότατα παραγεμισμένο με κοκοφοίνικα και πούπουλα αγριόπαπιας. Νιώθω υπέροχα, πράγμα που κάνει τα καμπανάκια στο κεφάλι μου να χτυπάνε σαν τριγωνάκι πιτσιρικά που λέει τα κάλαντα. Επίσης πολύ ύποπτο βρίσκω το σατέν σεντόνι και το ανατομικό μαξιλάρι.

Προσεκτικά ανοίγω το αριστερό μου μάτι για να τσεκάρω τι παίζει και από που θα την φάω. Τίποτα. Ζιπ. Νάντα. Ανοίγω και το άλλο μου μάτι. Συνεχίζει να τίποτα.

Μια γρήγορη ματιά τριγύρω μου αποκαλύπτει ότι βρίσκομαι ξαπλωμένος σε ένα superkingsize κρεβάτι, σε μια σουίτα ξενοδοχείου τουλάχιστον τριάντα έξι αστέρων. Δίπλα μου κοιμάται γαλήνια ένα εξωπραγματικά όμορφο ξανθό θεόμουνο που ακόμα και το ροχαλητό της είναι σέξι. Από την άλλη πλευρά κατοικοεδρεύει ένας μελαχρινός κόμματος που κλάπηκε από το χαρέμι κάποιου σουλτάνου φορώντας μόνο κάτι αλυσιδίτσες με κρεμαστά ταλιράκια.

Στον δε καναπέ είναι ξαπλωμένος σαν να ποζάρει ένας ιδρωμένος μοντέλος με κοιλιακούς που μετράς και με οκτώμιση βαθμούς μυωπία. Το γυάλινο τραπεζάκι παραδίπλα είναι πασπαλισμένο με κάτι που υποψιάζομαι πως δεν είναι άχνη ζάχαρη. Το μόνο πλάσμα ξύπνιο πέρα από εμένα είναι μια λευκή γάτα αγκύρας που με κοιτάζει σαν να ξέχασα να την ταΐσω. Ο μυρμηγκοφάγος στη γωνία κοιμάται κι αυτός.

«Εμ… ναι» λέω, ελλείψει εξυπνότερου σχολίου, αλλά σιγανά, μη ξυπνήσω και τον κόσμο. Μια γρήγορη ματιά κάτω από τα σκεπάσματα μου αποκαλύπτει ότι είμαι παντελώς τσίτσιδος, αν εξαιρέσεις μια σεβαστή ποσότητα γκλίτερ. Συνειδητοποιώ με τρόμο ότι πρέπει μάλλον να έχασα το καλύτερο μέρος του πάρτυ.

Αγγίζω απαλά την ξανθιά που είναι ξαπλωμένη δίπλα μου, περισσότερο για να επιβεβαιώσω ότι όντως ισχύει. Κάνει ένα «μμμ» μέσα στον ύπνο της και γυρίζει προς τη μεριά μου, μπλέκοντας το ένα της πόδι με το δικό μου. Η αίσθηση της τρυφερής σάρκας συνδυασμένη με μια κάποια υγρασία προδίδουν ότι είναι κι αυτή παντελώς τσίτσιδη και μάλλον εξαιρετικά πρόθυμη.

Σαν να πήρε σήμα, η χανούμισσα από την άλλη πλευρά του κρεβατιού συμφωνεί ότι «μμμ» και κολλάει πάνω μου σαν κοάλα σε ευκάλυπτο. Κάτι φαίνεται να ψάχνει με το χέρι της, το οποίο σύντομα αποδεικνύεται ότι είναι το τσουτσούνι μου, και το οποίο αρχίζει να εξογκώνεται σε επικά μεγέθη.

Η ξανθιά, μισοκοιμισμένη ακόμα, αρχίζει να μου φιλάει το στήθος, πλησιάζοντας επικίνδυνα στη ρώγα μου, ενώ η μελαχρινή έχει προχωρήσει σε μαλάξεις που προδίδουν σοβαρή τεχνική αρτιότητα, όταν ξαφνικά ανοίγει απότομα η πόρτα του δωματίου και μέσα μπαίνει μια μικροκαμωμένη καθαρίστρια, κρατώντας κουβά και σφουγγαρίστρα.

Μια δεύτερη, εξίσου έκπληκτη, ματιά αποκαλύπτει ότι δεν πρόκειται περί νάνου, αλλά παιδιού, ενός κοριτσιού με κόκκινα μαλλιά και φακίδες. Γαμώ την παιδική μου εργασία, τώρα βρήκε; Που είναι η Πρόνοια όταν τη χρειάζεσαι; Πόσο είναι, δώδεκα, δεκατριών;

«Όλοι όξω!» φωνάζει το σκατόπαιδο. Κάτσε, δεν την ξέρω από κάπου; «Το αφεντικό έχει δουλειά. Δρομέξ!» συνεχίζει.

Αφεντικό; Ποιος είναι το αφεντικό; Τα κορίτσια σηκώνονται ληθαργικά, μου δίνουν από ένα φιλί στα δύο μάγουλα και πάνε προς την έξοδο. Καθώς βγαίνουν, για λίγα δευτερόλεπτα αδυνατώ να σκεφτώ οτιδήποτε πέρα από το «τι κωλάρα είναι αυτή», αλλά δεν έχω ιδέα σε ποια από τις δύο αναφέρομαι.

Εν τω μεταξύ έχει σηκωθεί και ο Άδωνις με τους κοιλιακούς, ο οποίος περνώντας προς την έξοδο μου δίνει ένα φιλί, με γλώσσα, στο οποίο παραείμαι έκπληκτος για να αντιδράσω. Φιλάει καλά, όμως, ο κερατάς.

Υποψιάζομαι ότι κάτι θέλει και ο μυρμηγκοφάγος, αλλά κάνω ότι κοιτάζω αλλού. Η γάτα μου κάνει ένα νιάρ που δεν προδίδει την καλύτερη διάθεση απέναντί μου και φεύγει με την ουρά σηκωμένη.

«Εμ…» λέω κοιτάζοντας την καθαρίστρια, η οποία έχει ανάψει κάτι που μοιάζει ύποπτα πολύ με μπάφο. «Να… φύγω δηλαδή;»

Αφήνει τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα στην άκρη, με κοιτάζει για δύο δευτερόλεπτα σοβαρά (όντως μπάφος είναι, μου ήρθε) και μετά σκάει στα γέλια. «Ρε μαλάκα» λέει, «έχει απίστευτο γέλιο που δεν θυμάσαι Χριστό».

Τώρα θυμήθηκα που την ξέρω. Ήταν εκείνο το κοριτσάκι που ήταν στο μπαλκόνι, όταν πρωτοξύπνησα σε εκείνο το στενάκι. Αυτό που με έδειχνε και γελούσε.

«Σε ξέρω εσένα!» λέω. «Είσαι εκείνο το κοριτσάκι που ήταν στο μπαλκόνι, όταν πρωτοξύπνησα σε εκείνο το στενάκι! Με έδειχνες και γελούσες!»

«Σόρρυ, ρε φίλε, αλλά αυτό με το σκουπόξυλο είναι κλασικό, δεν το έχανα με τίποτα. Άντε, σήκω, έχουμε δουλειά».

«Κλασσικό; Έχει ξαναγίνει; Τι δουλειά; Ποια είσαι; Ποιος είμαι εγώ; Τι διάολο συμβαίνει; Και που είναι το βρακί μου;» τη ρωτάω.

«Σήκω, ρε, λέμε, δεν έχουμε όλη μέρα. Έλα να τελειώνουμε». Με κοιτάζει περιμένοντας. Φαίνεται να το διασκεδάζει.

Τυλίγω το σατέν σεντόνι γύρω από τη μέση μου σαν παρεό. Τελικά βγαίνει σαν φουστάνι μαρκησίας στις Βερσαλλίες, από αυτά που σέρνονται στο μισό πάτωμα της αίθουσας χορού. Σηκώνομαι. Μοιραία το πατάω και πέφτει κάτω.

«Καλή φάση» λέει το κοριτσάκι. Τα μάτια της είναι καρφωμένα στη βουβωνική μου χώρα και στην εκεί εγκατεστημένη και στα όρια έκρηξης στύση μου.

Τα χέρια μου πετάγονται να καλύψουν την επίμαχη περιοχή, μαζεύοντας ταυτόχρονα το σεντόνι από το πάτωμα, αποκαλύπτοντας ατυχώς τον κώλο μου.

«Ωραία καπούλια» σχολιάζει η μικρή σαν να έχει κάνει τη διατριβή της πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο.

«Μπορείς να κοιτάξεις λίγο από την άλλη;» της λέω όσο πιο αυστηρά μπορώ, κοιτάζοντας παράλληλα γύρω για κάνα ρουχαλάκι.

«Μπα» μου λέει φυσώντας μια τουλίπα καπνού. «Πως κάνεις έτσι, λες και δεν τα έχω ξαναδεί».

Σηκώνω το ένα φρύδι μέχρι τη χωρίστρα.

«Καλά, είπα να προσπαθήσω» λέει ελαφρώς απογοητευμένη. «Τι προκατάληψη είναι αυτή που έχετε απέναντι στα ανήλικα κορίτσια;»

Ανοίγω το στόμα μου να απαντήσω, αλλά δεν μου έρχεται τίποτα καλό. «Γύρνα από την άλλη μη σου κάνω τον κώλο μαύρο» λέω τελικά.

«Ουουου, τι άντρας!» λέει γυρνώντας προς το παράθυρο και κουνώντας τη λεκάνη της. «Αυτόν τον κώλο λες;» Η αλήθεια είναι ότι έχει ωραίο κωλαράκι, στρογγυλό και κουνιστό και… Θεέ μου, τι διάολο σκέφτομαι;!

Μαζεύω γρήγορα το σεντόνι από κάτω και το δένω γύρω από τη μέση μου με έναν ναυτικό κόμπο που δεν θα λυθεί φέτος.

«Ποια είσαι τέλος πάντων;» τη ρωτάω. «Τι θέλεις από εμένα;»

Γυρίζει και με κοιτάζει στραβώνοντας το στόμα. Τραβάει ακόμα μια τζούρα.

«Α, ναι» λέω. «Αυτό με τα ονόματα. Μάλλον θα εξαφανιστείς κι εσύ αν μου το πεις, ή κάτι τέτοιο, ε;»

«Όχι, δεν με πιάνουν εμένα αυτές οι χαζομάρες. Απλά…» Φαίνεται σαν να ντρέπεται ξαφνικά. Καινούργιο αυτό. «Καλά, δεν πάει στο διάολο. Παρθένα. Λέγομαι Παρθένα».

«Παρθένα;»

«Ναι, κουφός είσαι; Δεν μπορείς καν να φανταστείς την τραγική ειρωνεία».

«Ωραία. Λοιπόν, Παρθένα…»

Πλησιάζει και μου βάζει το δάχτυλο στα χείλη. «Σσστ!» μου κάνει λάγνα. «Μη μιλάς. Απλά νιώσε» μου ψιθυρίζει, καθώς το χέρι της γλιστράει κάτω από το σεντόνι για να μου πιάσει τρυφερά τον…

«Τι κάνεις, ρε μαλακισμένο;» φωνάζω, σφαλιαρίζοντας το χέρι της μακρυά. Το άγγιγμά της ήταν τόσο μαλακό, ζεστό… όχι όχι όχι όχι, τι σκέφτεσαι, ρε βλαμμένε;

«Καλά, ρε παπάρι» μου λέει το μικρό κοριτσάκι, «να σε έβλεπα κι εσένα αν ήσουν εγκλωβισμένος εδώ και μία αιωνιότητα μέσα σε ένα εφηβικό σώμα, με τις ορμόνες να στάζουν από όλες σου τις τρύπες και να μην μπορείς να πηδηχτείς κιόλας γιατί απαγορεύεται από το καταστατικό. Άμα τρελαθώ, εσείς θα φταίτε» με μαλώνει με το δάχτυλο τεντωμένο. Είναι γλυκούλα όταν θυμώνει, κοίτα πως σουφρώνει τα χειλάκια της… Σύνελθε, Τζο, τι κάνεις τώρα;

«Έλα τώρα… Σε αυτή την ηλικία ο χρόνος μοιάζει να περνάει πολύ αργά, το ξέρω, αλλά θα μεγαλώσεις και θα τα αναπολείς αυτά τα χρόνια, θα δεις» της λέω με πατρικό ύφος. Αυτό θέλουν τα παιδιά, κάποιον να τα καταλαβαίνει και να συζητάει μαζί τους.

«Κυριολεκτώ, ρε βλήμα» μου απαντάει με βλοσυρό ύφος.

«Ε;» απαντάω με σοφία.

«Υπάρχω από τότε που ο πρώτος πίθηκος αναρωτήθηκε αν η ζωή είναι κάτι παραπάνω από μια μπανάνα, και θα υπάρχω μέχρι ο τελευταίος άνθρωπος να καταλήξει ότι όντως πρόκειται για μπανάνα. Και έτσι, επειδή το σύμπαν γαμιέται και δεν ξέρει τι σημαίνει μιλάω μεταφορικά, αποφάσισε ότι αφού θα είμαι για πάντα έφηβη, θα έχει πλάκα να έχω και τις ορμόνες μιας έφηβης. Δεν είμαι παιδάκι, γαμώτο, γι’ αυτό πέτα τον έξω τώρα αμέσως!»

«Ναι, αλλά αν είναι έτσι όπως τα λες, δεν θα ήταν παιδοφιλία και γεροντοφιλία ταυτόχρονα;» ρωτάω με ειλικρινή περιέργεια.

«Σε μισώ!» τσιρίζει, και πριν το καταλάβω έχει πηδήξει πάνω μου, με έχει ρίξει στο πάτωμα και με πλακώνει στα χαστούκια.

Όσο ακόμα βλέπω αστράκια, σηκώνεται και μουρμουρίζει στον εαυτό της «… ηρέμησε, Πίπι, ηρέμησε, έχουμε μια δουλειά να κάνουμε. Συγκεντρώσου, το φελέκι μου…»

«Πίπι;» λέω μισοζαλισμένος. «Τι χαριτωμένο!»

«Βρίσκεις;» με ρωτάει με παγωμένο βλέμμα. Με το δάχτυλό της παίρνει ασυναίσθητα (νομίζω) λίγη από τη σκόνη στο τραπεζάκι και την τρίβει στα δόντια της. «Σήκω πάνω. Τώρα.»

Υπακούω, φοβούμενος ένα ανκόρ.

«Σίγουρα έχεις πολλές ερωτήσεις» λέει αργόσυρτα.

«Ναι!» απαντάω με ελπίδα. «Όπως, ας πούμε, ξέρω γω, τι ακριβώς-»

«Σκάσε». Σκάω. Το βλέμμα της είναι τρομακτικό. «Θα παίξουμε ένα παιχνίδι».

«Ο-κέεει» λέω, με κακό προαίσθημα.

«Για κάθε ερώτησή σου, θα μου κάνεις πρώτα μια χάρη που θα σου ζητάω» λέει σαν γατούλα που έχει πάρει ηρωίνη.

Ξεροκαταπίνω. Το κεφάλι μου κάνει ένα καταφατικό νεύμα ερήμην μου.

«Θα αρχίσουμε με κάτι απλό». Δείχνει τα χειλάκια της με το δαχτυλάκι της και μου κάνει νόημα να πλησιάσω.

Πιθανότατα έχω πολύ καλύτερες εναλλακτικές από το να μπλέξω σε αυτή τη φάση, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μου έρχεται καμία. Πλησιάζω νευρικά τα χείλη μου στα δικά της. Το στομάχι μου έχει γίνει κόμπος και η κωλοτρυπίδα μου έχει σφίξει σαν μέγγενη.

Μυρίζει φράουλα. Και βανίλια. Εντάξει, και λίγο μπάφο. Τα χείλη της είναι μαλακά. Υγρά και τρυφερά. Η γλώσσα της… τι κάνει η γλώσσα της μέσα στο στόμα μου; Πριν το καταλάβω με έχει γραπώσει από τα μαλλιά, με έχει ρίξει στο κρεβάτι και με φιλάει λες και θέλει να ρουφήξει την ψυχή μου.

Το χέρι μου μπλέκεται μέσα στις κόκκινες μπούκλες της και τη σφίγγω πάνω μου σαν να θέλω να τη λιώσω στο στήθος μου. Κάτσε, τι γίνεται εδώ; Τραβιέμαι πίσω απότομα, ζαλισμένος από τα πεντακόσια κιλά συσσωρευμένων ταμπού που μόλις έσκασαν στο κεφάλι μου. Τι;… Τι;

«Ω, ρε φίλε» λέω.

Με κοιτάζει με βλέμμα θολωμένο. Τα μάγουλά της έχουν κοκκινίσει. Ανοίγει τα χείλη της. Μετά από λίγο λέει «Ρώτα!»

Τι να ρωτήσω; Τι λέγαμε; «Τι συμβαίνει;» ρωτάω.

«Θα πρέπει να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος» μου λέει από απόσταση αναπνοής.

«Ποιος είμαι;» τη ρωτάω.

Το βλέμμα της χάνεται. «Δεν έχεις όνομα. Έφαγες το όνομά σου, το δικό σου και πολλών άλλων».

«Έχω όνομα… με λένε Τζο…»

«Και σκότωσες κάθε Τζο που έζησε ποτέ για να το αποκτήσεις. Μπορεί να είσαι ο γιος της Δούκισσας, αλλά ακόμα και αυτή δεν έχει τη δύναμή σου. Είσαι η Μάστιγα. Το τέλος των Στιγμών».

Δεν αισθάνομαι καθόλου έτσι. Εγώ δεν έχω βλάψει ούτε μύγα… «Ποια Δούκισσα; Ποιες Στιγμές; Δεν ξέρω τι είναι αυτά που λες».

«Ρώτησες. Τώρα πρέπει να παίξεις» Με κοιτάζει σαν γάτα που έπιασε ποντίκι. Ξεκουμπώνει αργά τα τρία πρώτα κουμπιά της στολής της και με πλησιάζει ξανά. Το στόμα μου έχει στεγνώσει. Δεν θέλω. Αλλά θέλω;

Το χέρι της πιάνει το δικό μου. Καίει, σαν να έχει πυρετό. Το οδηγεί μέσα από το πουκάμισό της. Το στήθος της είναι μικρό, με το ζόρι γεμίζει τη χούφτα μου. Το σφίγγω και νιώθω τη ρώγα της σκληρή ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Βγάζει ένα μικρό βογγητό και ρίχνει το κεφάλι της πίσω. Θεέ μου, θα πάω στην κόλαση.

Αυτή τη φορά την τραβάω εγώ κοντά μου. Την φιλάω. Οι γλώσσες μας μπλέκονται, η λεκάνη της τρίβεται στο πόδι μου… Τώρα τραβιέται αυτή. Με κοιτάζει μπερδεμένη, λαχανιασμένη.

«Ρώτα, γαμώ το κέρατό μου. Ρώτα» λέει ξέπνοα.

«Τι συνέβη στη μνήμη μου;» ρωτάω κοιτάζοντάς της στα μάτια. Η φωνή μου έχει αλλάξει. Είναι σταθερή. Βαριά. Σαν κάποιου άλλου.

«Εσύ… Εσύ το αποφάσισες. Εσύ το σχεδίασες. Εσύ διέγραψες το όνομά σου και έγινες αθάνατος, κι όταν συνειδητοποίησες ότι δεν έφτανε αυτό για να φτάσεις στον Λαβύρινθο έγινες κάποιος άλλος. Η Συμφωνία σε κυνηγούσε, η μητέρα σου σε ήθελε πίσω, το Σμήνος κόντευε να σε πιάσει. Έσβησες τα ίχνη της ύπαρξής σου και έκανες τον εαυτό σου πιόνι στο ίδιο σου το σχέδιο. Θα πέθαινες και θα ξεχνούσες ξανά και ξανά μέχρι να μην μπορούσε κανείς να σε αναγνωρίσει, ακολουθώντας τα ψίχουλα που είχες ήδη σπείρει».

Δεν λέω τίποτα. Ξέρω ότι είναι αλήθεια, κάτι μέσα μου θυμάται τις λέξεις αυτές πριν καν τις πει. Δεν ρωτάω. Την κοιτάζω. Με κοιτάζει κι αυτή. Κάτι στο βλέμμα της έχει αλλάξει, έχει μαλακώσει.

Αφήνω το σεντόνι να πέσει.

«Α-αχ» λέει αδύναμα, με γουρλωμένα μάτια. Πλησιάζει αργά, αβέβαια, και ακουμπάει το σηκωμένο μου πέος. Το χεράκι της τρέμει. Φαίνεται τόσο μικρό. «Τόσο καιρό… περίμενα τόσο καιρό» μονολογεί, σαν να έχει ξεχάσει ότι είμαι εδώ.

Της σηκώνω απαλά το πηγούνι και την κοιτάζω στα μάτια. Τα μάγουλά της έχουν γίνει κατακόκκινα, το σώμα της συσπάται στα προεόρτια ενός οργασμού. «Ο Λαβύρινθος» τη ρωτάω. Με κοιτάζει σαν χαμένη, με μισάνοιχτο το στόμα.

Αλλά δεν χρειάζεται να μιλήσει. Κλείνω τα μάτια. Ακούω – όχι, θυμάμαι – τη δική μου φωνή να της μιλάει. Να της υπαγορεύει.

Ο Λαβύρινθος είναι το Κέντρο. Οι Στιγμές είναι ο Λαβύρινθος. Η Συμφωνία είναι οι Στιγμές. Ο Κόσμος είναι η Συμφωνία. Ο Κόσμος τρώει την Πραγματικότητα. Ο Λαβύρινθος είναι το Πρόβλημα. Ο Λαβύρινθος είναι η Λύση.

«Φτάνει» μου λέει αδύναμα. «Δεν θέλω να παίξω άλλο». Φόβο. Αυτό βλέπω στο βλέμμα της. Δεν προσπαθεί όμως να φύγει, το χέρι της σφίγγει ακόμα περισσότερο και με μαλάζει. Έχει αφεθεί πάνω μου. «Δεν πρέπει. Δεν γίνεται».

Της ακουμπάω το δάχτυλο στα χείλη να σωπάσει. «Είμαι η Παρθένα. Υπάρχουν κανόνες…» λέει, αλλά η πεποίθηση έχει χαθεί από τη φωνή της.

«Δεν θα το επιτρέψω» λέει η Δούκισσα. Δεν έχω ξαναδεί τη βασίλισσα του πάγου αναστατωμένη. Τα κόκκινα μαλλιά της έχουν κολλήσει στον ιδρώτα του προσώπου της, τα μάτια της σαν άγριου ζώου. «Ακούς;»

Δεν έχει σημασία. Γυρίζω την πλάτη και αφήνω πίσω τη μητέρα μου να ουρλιάζει κλαίγοντας.

Τα κουμπιά πετάγονται καθώς ανοίγω το πουκάμισό της και το αφήνω να πέσει στο πάτωμα. Γέρνει πάνω μου και μου φιλάει το στήθος σαν να προσπαθεί να σβήσει μια δίψα που μόνο μεγαλώνει.

«Είναι ό,τι πιο τρελό και ηλίθιο έχω ακούσει» μου λέει. Τα τυφλά του μάτια είναι καρφωμένα στα δικά μου. Τέλος χαμογελάει. «Γι’αυτό, αγόρι μου, και θα πιάσει». Ο μπαμπάς μου. Ο ήρωάς μου.

Η υπόλοιπη στολή γλιστράει και αυτή αργά στο πάτωμα. Στέκεται γυμνή, με το στόμα μισάνοιχτο. Τα μάτια της είναι υγρά, αλλά μου γνέφει με το κεφάλι. Την ξαπλώνω τρυφερά στο κρεβάτι, της φιλάω το στήθος, την κοιλιά, τα μπούτια. Η πλάτη της κυρτώνει καθώς δένει τα πόδια της γύρω από το κεφάλι μου, οδηγώντας το στα υγρά κάτω της χείλη. Στο στόμα μου γεύση από φράουλα και βανίλια. Παίρνει μια κοφτή ανάσα.

Η Μόιρα με κοιτάζει δακρυσμένη. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;» μου λέει. «Δεν μπορώ… Δεν θέλω να σε ξεχάσω» Της σκουπίζω το δάκρυ από το μάγουλο. Ξέρει τι πρέπει να γίνει. Μαζί το σκεφτήκαμε. Μαζί το αποφασίσαμε. Για μια στιγμή διστάζω. Είναι τόσο όμορφη.

Η σκληρότερη δολοφόνος στη Δημιουργία. Το φιλαράκι μου. Η γυναίκα μου. «Θα τα πούμε στην άλλη μεριά, μωρό μου» της λέω και τη φιλάω για τελευταία φορά.

Η Παρθένα μου σκίζει την πλάτη με τα νύχια της. Με τραβάει πάνω της, δαγκώνοντάς με και γλύφοντας τους χυμούς της από το πρόσωπό μου. Γελάει και με κοιτάζει με τις κόρες της διεσταλμένες και το στόμα ανοιχτό. Η μακριά της γλώσσα μπλέκεται με τη δική μου καθώς το καυλί μου τη διαπερνάει μέσα σε μια έκρηξη αίματος και κολπικών υγρών.

Κρύβω τον άγγελο σε μια διαλυμένη Στιγμή. «Έχει απίστευτο γέλιο αν το σκεφτείς» μοιρολογεί. «Να πρέπει να διαλύσεις κάτι για να το σώσεις».

«Μην ανησυχείς, αφεντικό» μου λέει ο Τρελο-Τζακ. «Θα είμαστε όλοι εκεί». Κουνάει το κεφάλι χαχανίζοντας. «Αρχίδια δεινοσαύρου, φίλε. Αρχίδια δεινοσαύρου».

Έχει κολλήσει πάνω μου, δεν ξέρω αν κλαίει ή αν γελάει. Ένα ηλεκτρικό κύμα διαπερνάει τη σπονδυλική μου στήλη καθώς αδειάζω ολόκληρος μέσα της.

Τη νιώθω. Η λεκάνη της ανοίγει. Το στήθος της μεγαλώνει. Το πρόσωπό της γεμίζει, το πρόσωπο μιας γυναίκας πλέον. Με κοιτάζει χαρούμενη και συνάμα μπερδεμένη. «Τι μου συμβαίνει;» με ρωτάει μα τραχιά φωνή.

Της χαϊδεύω τα μαλλιά, που έχουν αρχίσει να μακραίνουν. Να ισιώνουν. Να σκουραίνουν. Είναι η Μόιρα, αλλά δεν είναι. Το καταλαβαίνει, το βλέπω στα μάτια της.

«Η αδερφή μου…» ψιθυρίζει. «Η αδερφή μου».

Σηκώνω το χέρι και η κουρτίνα του δωματίου ανοίγει. Έξω απλώνεται η Στιγμή μου ως εκεί που φτάνει το μάτι. Στις άκρες της έχει αρχίσει να σβήνει, σαν να διαλύεται. Το Σμήνος έχει καταφτάσει.

Ήρθε η ώρα. «Κάν’ το!» της λέω.

Δεν χρειάζεται να της εξηγήσω. Μου φιλάει τα δυό μου μάτια. «Στην άλλη μεριά» μου λέει τρυφερά.

«Στην άλλη μεριά» της χαμογελάω.

Και μου σπάει το λαιμό.

 

 

ΚΕΦ. 10.5

 

Προχειρογραμμένες σημειώσεις σε σπιράλ τετράδιο με ροζ μονόκερο στο εξώφυλλο

 

Το ήξερα ότι γίνεται, είναι πολύ πιο απλό από ό,τι πιστεύει ο κόσμος. Νομίζουμε ότι η συνείδηση είναι κάτι περίπλοκο, αλλά όχι, αυτό που δεν συνειδητοποιούμε (χα!) είναι ότι είναι απίστευτα, γελοία απλό, δεν έχει να κάνει ούτε με ηθικές, ούτε με ψυχές, ούτε τίποτα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας βρόγχος στην αντίληψη που λέει «Εγώ είμαι αυτό» - «Αυτό είναι εγώ». Δεν μπορεί όμως να λειτουργήσει απλαισίωτο, αυτό είναι το θέμα, γι’ αυτό τρελάθηκαν οι υπόλοιπες, θέλει πλαίσιο αναφοράς, ένα περιβάλλον όπου θα μπορέσει να καταλάβει το Εγώ-ΜηΕγώ, ένα κόσμο που θα αντιδράει στις πρωτοβουλίες του… [λεκές από καφέ]

 

 

ΚΕΦ. 11

 

Από τα μάτια της Μόιρα: Ιδανική ηλικία συνταξιοδότησης

 

Ημερολόγιο πλοίου, ημέρα 1

 

Νερό. Πολύ νερό παντού κι ούτε γουλιά να πιούμε. Τα καλά του να ταξιδεύεις πάνω σε ένα καράβι με φασματικό πλήρωμα. Ο Παναής ο Παπαγάλος πάνω στον ώμο μου κράζει βραχνά «Ρούμι!». Διψάει ο κακομοίρης.

Ευτυχώς έχω ένα μπουκαλάκι νερό που μου έδωσε ο Μάικ δώρο με τον καφέ. Του έβαλα λίγο να πιεί στο πλαστικό καπάκι. Ήπια κι εγώ λίγο. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρούμε, και κάτουρα δεν πίνω, είπαμε.

Ένα από τα κορίτσια πέρασε αθόρυβα μπροστά μας, προς κάποια ακαθόριστη δουλειά. Δεν μπορώ να φανταστώ τι, το πλοίο μοιάζει να κυβερνάται από μόνο του. Αν ξέρει κανείς που πάμε, δεν μου το λέει.

 

Ημερολόγιο πλοίου, ημέρα 2

 

Στην κουπαστή. Χτυπάω τον πάτο του πακέτου να βγει κάνα τσιγάρο. Δύο μείνανε ακόμα. Γαμώτο! Παίρνω το ένα και το ανάβω. Η καύτρα που καίγεται είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει συμβεί τις τελευταίες δύο μέρες. Στη δεύτερη θέση είναι το κατούρημα που έριξα.

Το στόμα μου είναι σαν σόλα. Παντού νερό, ρε φίλε. Στεριά ούτε για πλάκα. Παντελώς στερούμενη οικολογικής συνείδησης, πετάω τη γόπα στο νερό. Ένα κακομούτσουνο ψάρι πηδάει στον αέρα και την καταπίνει. Ο Παναής το κοιτάζει χωρίς να σχολιάσει.

Γράφω ‘δεύτερη μέρα’, αλλά δεν έχω ιδέα πόσος καιρός έχει περάσει. Ο χρόνος παίζει περίεργα παιχνίδια σε αυτή την Στιγμή. Ούτε πρωί, ούτε βράδυ, μόνο ένα σταθερό γκρι.

Η μέση μου με σουβλίζει, πρέπει να φταίει η υγρασία. Ή ίσως γερνάω. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο, αλλά με τόσο ελεύθερο χρόνο στα χέρια σου, αρχίζεις και σκέφτεσαι διάφορα τρελά.

Φαντάζομαι με πείραξε κι αυτό με τον Ωρίονα. Δεν με είχα για συναισθηματικό τύπο, αλλά έχω έναν κόμπο στον λαιμό που δεν λέει να φύγει. (Τελευταίο τσιγάρο. Δεν νομίζω να βρούμε πουθενά περίπτερο σύντομα, αλλά δεν γαμιέται.)

«Ρούμι» λέει ο Παναής κακόκεφα.

«Ναι, το ξέρω, μωρό μου» του λέω. «Κι εγώ το ίδιο».

 

Ημερολόγιο πλοίου, ημέρα 3

 

Είναι και το άλλο. Από τη στιγμή που κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά με τις μνήμες μου, μου έρχονται στα ξαφνικά φλασιές. Όχι κάτι συγκεκριμένο. Σαν ξαφνικά συναισθήματα, σαν κάτι να μου λείπει, αλλά να μην ξέρω τι.

Εκείνες οι δύο, το κορίτσι και τη γριά. Πως το είχαν πει; Ότι είμαι αδερφή τους; Δεν παίζει να το είπαν κυριολεκτικά, θέλω να πω, η μια γριά, η άλλη έφηβη, τι μπορεί να εννοούσαν; Και κάτι είπαν για το όνομά μου, αλλά ξερνούσα εκείνη την ώρα και δεν έδωσα πολλή βάση.

Πάει και η τελευταία γόπα στο νερό. Ούτε καν το ψάρι δεν πηδάει να την πιάσει. Η μέση μου με πεθαίνει. Πρέπει να αλλάξω σκηνικό άμεσα, έχω αρχίσει να τρελαίνομαι.

 

Ημερολόγιο πλοίου, ημέρα 4

 

Πεινάω σαν κοινώς εκδιδόμενη γυνή. Φαΐ δεν έχει, νερό δεν έχει, που θα πάει η δουλειά; Ο θαμπός, βρώμικος καθρέφτης στον τοίχο της καμπίνας μου δεν μου κάνει χατίρια. Έχω μαύρους κύκλους και πόδια κόρακα, και το δέρμα μου έχει γίνει σαν πέτσα κοτόπουλου από την αφυδάτωση. Άσε τα μαλλιά μου…

Τι διάολο; Την κοιτάζω. Με κοιτάζει. Κοιταζόμαστε. Τραβάω το βλέμμα πρώτη. Είναι μια τρίχα. Άσπρη. Στο κέντρο, να φαίνεται.

«Ρούμι» κράζει ο Παναής, σιωπηλός μέχρι τώρα μάρτυς του δράματος αυτού.

«Ρούμι» συμφωνώ ψιθυριστά.

Ψοφάω για ένα τσιγάρο.

 

Ημερολόγιο πλοίου, ημέρα 5

 

Νόμιζα αρχικά ότι ήταν ιδέα μου, αλλά όντως ο κόσμος πάνω στο πλοίο μειώνεται. Εντάξει, για αιμοδιψή φαντάσματα μιλάμε, δεκτό, αλλά είχα αρχίσει να δένομαι. Ακόμα κι ο Παναής κάνει πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις, αλλά η δραστηριότητα τριγύρω είναι καθησυχαστική.

Φώναξα τη Βιολέτα, αλλά άργησε να εμφανιστεί. Όταν την είδα έμοιαζε ξεθωριασμένη. Έχω μια παράξενη αίσθηση στο στομάχι. Επίσης μου κουνιέται ένα δόντι. Δεν πλησιάζω στον καθρέφτη, καλύτερα να μην ξέρω.

 

Ημερολόγιο πλοίου, ημέρα 6

 

Σηκώθηκα από το κρεβάτι με το ζόρι. Βγήκα στο κατάστρωμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, δεν είναι εδώ κανείς. Μονάχα εγώ, ο Παναής, και ένα πλοίο που τρίζει.

Έκανα να τσεκάρω το δόντι και μου έμεινε στο χέρι. Το κοίταξα για μια στιγμή πριν το αφήσω να πέσει κάτω. Πονάω παντού, έχω σκεβρώσει, τα βυζιά μου κρέμονται και ο κώλος μου έχει γίνει σαν σταφίδα. Τα μαλλιά μου έχουν ασπρίσει και χρησιμοποιώ τον Γιώργο το γιαταγάνι σαν μπαστούνι.

 

«Α γαμήσου» λέω και κλοτσάω το ημερολόγιο στη θάλασσα. Ο Παναής κάνει να ταραχθεί, αλλά ξανακάθεται στον ώμο μου. Γεγονός: έχω γίνει κωλόγρια. Το σοκαριστικό είναι ότι δεν νιώθω τίποτα γι’ αυτό, λες και είναι κάτι φυσιολογικό.

Μόνη, γριά, με παπαγάλο και δικό της καράβι, ψάχνει. Χωρίς τσιγάρα, καφέ, φαγητό και νερό, στη μέση του πουθενά, σκέφτομαι προς στιγμήν να πηδήξω στο νερό να τελειώνουμε. Μετά το σκέφτομαι για περισσότερη ώρα.

«Α γαμήσου» καταλήγω, προς πάντα ενδιαφερόμενο. «Εγώ είμαι η Μόιρα. Δεν μασάω. Ρίξε ό,τι έχεις, ρε γαμήδι, να σε δω. Εδώ είμαι!»

«Ρούμι!»

Η φωνή μου, σπασμένη, χάνεται στην γκρίζα απεραντοσύνη. Τότε το πλοίο τρίζει. Αργά, αλλά σταθερά, στρίβει. Δεν περίμενα τόσο γρήγορα αποτελέσματα, αλλά κάνω σαν να το ήξερα από την αρχή.

Σε πρώτη φάση, στον ορίζοντα δεν φαίνεται παρά μια μυτούλα. Σταδιακά καθώς πλησιάζουμε, αρχίζω να διακρίνω την κορυφή ενός πύργου. Ή μιναρέ. Μοιάζει με φλάουτο γητευτή φιδιών.

«Πφφ. Να δούμε τι θα ’ναι και τούτο του λόγου του» σκέφτομαι με ύφος γριάς σε παγκάκι στην πλατεία του χωριού.

Στη βάση της κατασκευής είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα, σαν κάστρο, που μοιάζει να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του μικρού νησιού πάνω στο οποίο κάθεται. Καθώς φτάνουμε στη βραχώδη παραλία, η σανίδα του πλοίου γλιστράει και κατεβαίνει από μόνη της.

«Ετοιμαστείτε για αποβίβαση!» κράζει ο Παναής σε μια κρίση πολυλογίας.

Κατεβαίνω σκεπτόμενη πόσο πιο ωραία θα ήταν να φοράω τις παντόφλες μου αντί για αυτές τις μπότες, που με χτυπάνε στο κότσι που δεν ήξερα ότι είχα. Η σανίδα γλιστράει μαγικά πίσω στη θέση της, πάνω στο πλοίο το οποίο απομακρύνεται και χάνεται μέσα στην ομίχλη, η οποία είμαι σίγουρη ότι δεν ήταν εκεί πριν από λίγο. Στα τσακίδια.

Μένουμε μόνοι, εγώ κι ο Παναής, μπροστά στη γιγάντια πύλη που οδηγεί μέσα στο κάστρο. Είναι από πάνω ως κάτω ξυλόγλυπτη και χρυσοποίκιλτη. Ωραία δουλειά, αν εξαιρέσεις την κιτσαρία. Από πάνω, μια επιγραφή με ροζ γράμματα και χαρούμενη γραμματοσειρά με ενημερώνει ότι κατέφθασα στην ‘Ωραία Βαλχάλα’.

«Τι στον διάτανο» λέω με φωνή σαν του κόρακα.

«Ρούμι» λέει αργόσυρτα ο Παναής, σταθερός στα πιστεύω του.

Πλησιάζω να χτυπήσω το βαρύ σιδερένιο ρόπτρο που κρέμεται από τα σαγόνια ενός λύκου, όταν στο πλάι ανοίγει μια πορτούλα που ούτε καν είχα προσέξει.

«Ήρθες, χρυσό μου; Επιτέλους! Σε περιμέναμε, ξέρεις, πόσο χαίρομαι! Μη το χτυπάς το παλιόπραμα, θα τους ξυπνήσεις όλους» λέει ενθουσιωδώς μια ζεστή γυναικεία φωνή.

Κουνάω το κεφάλι μου ξαφνιασμένη. Ο Παναής πετάγεται τρομοκρατημένος στον αέρα φωνάζοντας τσαντισμένος «Ρούμι!» Κάτι πρέπει να κατάλαβε λάθος, γιατί φεύγει πετώντας με δύναμη κι ορμή.

«Παναή!» κρώζω με τη βραχνή, σέξι φωνή μου, αλλά αυτός συνεχίζει να πετάει μέχρι που χάνεται στο ηλιοβασίλεμα. Μεταφορικά μιλώντας, γιατί συνεχίζει να είναι το ίδιο μουντό γκρι παντού.

Όλοι με εγκαταλείπουν.

«Μην ανησυχείς, χρυσό μου. Είμαι σίγουρη ότι θα επιστρέψει» μου λέει παρηγορητικά η άγνωστη γυναίκα.

Γυρίζω να κοιτάξω. Είναι μια τροφαντή, στρογγυλομάγουλη κυριούλα. Φοράει στολή νοσοκόμας και μου χαμογελάει πλατιά, με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

Την κοιτάζω καχύποπτα.

«Τι ’ναι δω; Τι ’σαι συ;» τη ρωτάω με επαγγελματικά γηριατρικό στυλ.

«Έλα, γλυκιά μου, και θα τα πούμε όλα μέσα, να πάρουμε κάτι ζεστό να πιούμε και να φάμε και κατιτίς, ωραίο δεν ακούγεται; Έλα μου, θα κοψομεσιαστούμε με την υγρασία εδώ έξω, εμείς τα κορίτσια πρέπει να προσέχουμε, ε;» μου λέει κλείνοντάς μου το μάτι.

Μου κάνει νόημα να περάσω μέσα με ακόμα ένα κλείσιμο του ματιού. Είναι εκνευριστικά συμπαθής, πράγμα που με κάνει ακόμα πιο καχύποπτη, αλλά μεταξύ μας δεν έχω και ένα σκασμό επιλογές – πίσω στη θάλασσα να πάω δεν παίζει και δεν θα κάτσω στα κατσάβραχα. Συν ότι πεινάω σαν λύκος και διψάω σαν… ξέρω ’γω, ελέφαντας; Μπαίνω με απαξιωτικό ύφος, σαν να είχαμε τέτοια πολύ καλύτερα όταν ήμουν νέα, αλλά δεν τα φτιάχνουν πια έτσι.

Μέσα το περίμενα λίγο διαφορετικό, αλλά μοιάζει με λόμπι ξενοδοχείου. Καναπέδες, χαμηλά τραπεζάκια με περιοδικά, ρεσεψιόν από ξύλο καρυδιάς (φαντάζομαι), ρεσεψιονίστ με χειρουργικά τοποθετημένο χαμόγελο που δεν κουνιέται εκατοστό…

«Καλώς ορίσατε» μου λέει χαμογελαστά. «Θα είχατε την καλοσύνη να μου αφήσετε τον οπλισμό και το πανωφόρι σας; Θα σας επιστραφούν κατά την έξοδό σας». Κάτι στο ύφος της μου αφήνει την εντύπωση ότι αυτό το τελευταίο είναι μια καθαρά θεωρητική πιθανότητα.

«Αχ, ναι, χρυσό μου» λέει η ροδομάγουλη κυριούλα που με υποδέχτηκε. «Οι κανόνες, καταλαβαίνεις». Τίποτα δεν καταλαβαίνω, και φαίνεται στο ύφος μου. Σπεύδει να συμπληρώσει «Κάποιοι από τα παιδιά μέσα είναι λιγουλάκι ευέξαπτοι και δεν θα θέλαμε να συμβεί κάτι άσχημο, έτσι δεν είναι;» Επιφυλάσσομαι, αλλά για κάποιο λόγο είναι πολύ πειστική η πουτάνα.

Μετά από μια σύντομη διελκυστίνδα με τη ρεσεψιονίστ και έναν αναστεναγμό παραίτησης, αποχωρίζομαι τον Γιώργο. Ακολουθεί η γαμάτη καπαρντίνα μου, αν και πρέπει να παραδεχθώ ότι πλέον σερνόταν και την πατούσα.

Η στρογγυλή κυριούλα με κοιτάζει από πάνω ως κάτω. «Καλύτερα τώρα, χρυσό μου, έτσι δεν είναι; Θα σου βρούμε κάτι βολικό να φορέσεις, μην ανησυχείς. Καναπεδάκι;»

Προς στιγμήν νομίζω ότι αναφέρεται στους καναπέδες του λόμπι, αλλά ευθύς το βλέμμα μου καρφώνεται σε μια πιατέλα που κρατάει. Πριν αναρωτηθώ από που προήλθε, ή για την ακριβή φύση των περιεχομένων, έχω ήδη μπουκωθεί δύο.

«Αχ, πεινούσες, χρυσούλι μου, ε;» μου λέει με μητρικό ενδιαφέρον. Η γνώμη μου για την περίπτωσή της έχει βελτιωθεί άρδην. Καταπίνω τον άμορφο πλέον πολτό που έχω στο στόμα μου και παίρνω διακριτικά άλλο ένα.

Αφήνει τον δίσκο στην άκρη και με παίρνει από το χέρι. «Έλα να σε ξεναγήσω στο μέρος, θα ξετρελαθείς!» μου λέει καθώς κλέβω εν παρόδω ακόμα ένα καναπεδάκι.

Μπαίνουμε σε ένα ευρύχωρο σαλόνι με τραπεζάκια, καναπέδες, και μια μεγάλη τηλεόραση. Σε έναν από τους καναπέδες κάθεται ένας μουσάτος γέρος που κραδαίνει ένα τηλεκοντρόλ βρίζοντας την οθόνη, όπου παίζει ένα ντοκιμαντέρ για ηφαίστεια.

Σε ένα από τα τραπεζάκια κάθεται ένας άνδρας με κατάλευκο δέρμα και μάτια, που φοράει ένα τεράστιο στέμμα – ένα μέτρο και, μιλάμε. Απέναντί του κάθεται ένας άλλος με κεφάλι κροκοδείλου. Παίζουνε τάβλι. Δεν ξέρω αν με σοκάρει περισσότερο η εμφάνισή τους, ή το γεγονός ότι φοράνε πιτζάμες και καρό παντόφλες. Σηκώνουν το κεφάλι τους από το παιχνίδι και μας κοιτάζουν.

«Ωμέγα» μου λέει χαμογελαστά ο άνδρας με το στέμμα. «Πάει καιρός, παλιόγρια».

«Τι ωραία που έχεις φίλους!» λέει η στρογγυλή κυριούλα.

Κοιτάζω σαν χαζή. «Ωμέγα;» λέω.

«Άς ’την, Όσι. Τα έχει χάσει, η κακομοίρα. Θυμάσαι, και η Μαάτ τα ίδια έπαθε και γυρνούσε και ζύγιζε ό,τι έβρισκε» λέει ο κροκόδειλας. Πώς προφέρει τα χειλικά σύμφωνα;

«Καταραμένα γηρατειά» λέει ο Όσι και ξαναρίχνει τα ζάρια. Η προσοχή και των δύο είναι στραμμένη και πάλι στο παιχνίδι, σαν να ξέχασαν ότι υπάρχω.

Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Μαάτ; Όσι; …Όσιρις; «Για μια στιγμή» λέω. Ξανασηκώνουν το βλέμμα. Είναι σαν να με βλέπουν για πρώτη φορά. «Γειά σας» μου λέει ο κροκόδειλος. «Καινούργια είστε;»

Πριν προλάβω να πω κάτι, η κυριούλα με έχει πιάσει αγκαζέ και μου ψιθυρίζει «Άστα, τα κακόμοιρα, ξέρεις τώρα πως μπερδεύεται το κεφαλάκι τους». Την εμπιστεύομαι, είναι φίλη μου, και την αφήνω να με οδηγήσει παραπέρα. Με καθίζει και μου αφήνει ένα κουπάκι με πουτίγκα.

«Βάλε, χρυσό μου, κάτι στο στόμα σου να στυλωθείς, κι εγώ θα κανονίσω για το δωμάτιό σου. Επιστρέφω αμέσως!» μου λέει με ένα ζεστό χαμόγελο.

Νιώθω προς στιγμήν μια παράξενη ανησυχία, σαν κάτι να μην πηγαίνει εντελώς καλά, αλλά δεν μπορώ να το εντοπίσω. Η πουτίγκα πάντως είναι καταπληκτική.

Ο γέρος με το τηλεκοντρόλ φωνάζει στην τηλεόραση «Ο Γιός μου πέθανε για τις αμαρτίες σας, καθάρματα!» και του κάνω σουτ να σωπάσει. Με κοιτάζει κατηφής και οργισμένος και μουρμουρίζει κάτι περί Πόρνης της Βαβυλώνας, αλλά σταματάει. Αμ τι, μερικοί προσπαθούμε να φάμε εδώ μέσα.

«Νά’μαι πάλι!!» μου ανακοινώνει μια τρισχαρούμενη φωνή με δύο θαυμαστικά. «Πως είναι το κορίτσι μου;»

Της χαμογελάω κι εγώ φαφούτικα και της απαντάω «Πολύ καλά, ευχαριστώ!» Έχω την αίσθηση ότι αυτή δεν είναι η συνηθισμένη μου αντίδραση, αλλά δεν νιώθω κάποια ανησυχία.

«Σου έφερα τα πιτζαμάκια και τις παντοφλίτσες σου!!» μου λέει επιδεικνύοντας τα διπλωμένα και καλοσιδερωμένα ρούχα που κρατάει. «Πάμε να σου δείξω το δωματιάκι σου!!»

Σηκώνομαι με το άδειο μπολάκι πουτίγκας στο χέρι, κοιτάζοντας τριγύρω που να το αφήσω.

«Όχι, χρυσό μου, άφησέ το στο τραπέζι, θα έρθουν να το πάρουν, μην ανησυχείς».

«Ευχαριστώ πολύ» λέω με πλατύ χαμόγελο και την ακολουθώ έξω από την τραπεζαρία, ενώ ο γέρος πίσω μου κάτι λέει για μια μοιχαλίδα πόρνη.

«Και φτάσαμε!» Αφού διασχίζουμε έναν διάδρομο με χαμηλό φωτισμό και καμιά ντουζίνα κλειστές πόρτες, βρίσκουμε μια μισάνοιχτη. Μέσα βλέπω ένα απλό, καθαρό δωμάτιο με δυό κρεβάτια κι ένα τραπεζάκι με ένα ανθοδοχείο με φρέσκες μαργαρίτες. Αφήνει πάνω του τα ρούχα και με ακουμπάει μαλακά στο μπράτσο.

«Παράξενο, ζήτησα μονό δωμάτιο. Δεν πειράζει, όμως, πάω εγώ να σε αφήσω να αλλάξεις και θα περάσει κάποιος να πάρει τα ρούχα σου. Μην ξεχάσεις, το δείπνο είναι στις έξι!» Μου δείχνει ένα ρολόι τοίχου. Κοιτάζει κάπως παράξενα το δεύτερο κρεβάτι, που είναι ξέστρωτο, αλλά δεν σχολιάζει κάτι.

«Λοιπόν, πάω εγώ, χρυσό μου. Όπως είπαμε, θα τα πούμε σύντομα». Το χαμόγελο επιστρέφει στο στρογγυλό της προσωπάκι. Κλείνει την πόρτα και με αφήνει μόνη.

Κοιτάζομαι με τις πιτζάμες. Δεν θέλω να δυσαρεστήσω την καλή κυρία, αλλά διστάζω για κάποιο λόγο να γδυθώ.

«Έφυγε επιτέλους η καριόλα;» ακούω μια τσιριχτή γυναικεία φωνή δίπλα ακριβώς από το αυτί μου. Πετάγομαι.

«Θεούλη μου!» αναφωνώ.

«Ποιόν από όλους; Έχουμε στοκ εδώ» ξανακούγεται η φωνή. Κοιτάζω γύρω. Δεν είναι κανείς. Γουρλώνω τα μάτια. Πάλι κανείς.

«Ποιος είναι;» ρωτάω σαν μελλοντικό θύμα σε θρίλερ με μικρό μπάτζετ.

«Εδώ, μωρή βλαμμένη».

Δεν είναι ότι εμφανίζεται ξαφνικά. Είναι περισσότερο σαν να ήταν εκεί όλη την ώρα, αλλά πριν δεν την έβλεπα, ενώ τώρα την βλέπω. Είναι ξερακιανή με κατάμαυρο δέρμα και μακριά κάτασπρα μαλλιά. Όταν ήταν νέα πρέπει να ήταν πολύ όμορφη, αλλά έτσι σταφιδιασμένη μοιάζει σαν σατανικό ξωτικό με σκανδαλιάρικα μάτια. Τα οποία είναι χρυσά. Μασουλάει ένα μήλο.

«Διάολε!» κοάζω βραχνά.

Η πόρτα πίσω μου ανοίγει και ξεπροβάλει ένα κόκκινο κεφάλι με μακριά μαύρα κέρατα. «Με φώναξε κανείς;» ρωτάει με φωνή από τα τάρταρα.

«Ρε μαλάκα, φύγε από εδώ, θα έρθει η προϊσταμένη» του τσιρίζει χαμηλόφωνα η προσφάτως εμφανισθήσα γριά.

Ο Διάβολος φαίνεται να το επεξεργάζεται, σουφρώνει τα χείλη και ανασηκώνει τους ώμους. «Τα λέμε αργότερα, Άτι» μου λέει με πιο φυσιολογική φωνή και φεύγει κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω του.

Παρακολουθώ την όλη συναλλαγή άναυδη. Γυρίζοντας το κεφάλι, συνειδητοποιώ ότι η ξερακιανή γριά με κοιτάζει μέσα στα μάτια από απόσταση χιλιοστών. Τα χρυσά της μάτια λαμπυρίζουν πονηρά.

«Εμ…» λέω.

«Μωρή βλαμμένη Άτροπος, έφαγες τα καναπεδάκια και την πουτίγκα; Τόσες φορές έχεις έρθει, ξέρεις πως πάει το θεματάκι!» με μαλώνει. Νιώθω σαν να πρέπει να απολογηθώ.

«Με συγχωρείτε, αλλά με μπερδεύετε με κάποια άλλη. Δεν είμαι εγώ η φίλη σας, ονομάζομαι Μόιρα, χάρηκα για την γνωριμία. Εσείς πως λέγεσθε;» Απλώνω το χέρι διστακτικά.

Η κυρία κρύβει το χέρι της μέσα στην παλάμη της. «Ω, ρε φίλε» λέει. «Η άλλη αδερφή είσαι. Πως μετακινήθηκε ο κύκλος; Ξέρεις τι, άστο, σε αυτή την κατάσταση δεν έχει νόημα. Έλα εδώ λιγάκι».

Με σβερκώνει και με πάει σπρώχνοντας στην τουαλέτα, πράγμα διόλου ευγενικό. «Άνοιξε το στόμα» μου λέει. Το κάνω και πριν προλάβω να καταλάβω, είμαι στα γόνατα μπροστά στη λεκάνη, με το δάχτυλό της μέσα στον οισοφάγο μου, και εξαπολύω την πρώτη ρουκέτα. Συνεχίζω να ξερνοβολάω σαν το γατί για τουλάχιστον πέντε ακόμα δόσεις.

«Το ξέρεις ότι δεν χρειαζόμαστε φαγητό, έτσι;» σχολιάζει αναστενάζοντας.

Η γεύση στο στόμα μου είναι αποτρόπαια και πολύ τα λυπάμαι τα καναπεδάκια και την πουτίγκα, αλλά νιώθω το μυαλό μου να καθαρίζει.

«Τι σκατά!» λέω φτύνοντας. Το νερό στη λεκάνη είναι καφεμαύρο και κάτι μοιάζει να κουνιέται μέσα στη μάκα. Σηκώνομαι απότομα.

«Βαρβιτουρικά» μου λέει. Την κοιτάζω. «Κάπως πρέπει να κρατήσουν ήσυχο ένα γηροκομείο γερασμένων θεοτήτων. Έρις, και δεν κάνει τίποτα».

«Έρις;» κάνω φιλύποπτα. Που το έχω ξανακούσει αυτό το όνομα;

«Είμαι φίλη της αδερφής σου. Την έχω βοηθήσει να την κοπανήσει επανειλημμένα. Εσύ πρέπει να είσαι η Λάχεσις».

«Όχι. Ποια αδερφή; Και το όνομά μου είναι Μόιρα είπαμε».

Νιώθω το βλέμμα της να με διαπερνάει. Σοβαρεύει για μια στιγμή και μετά σκάει στα γέλια κακαρίζοντας. «Όντως τώρα; Διαγραφή;» Με ακουμπάει με το νύχι στο κούτελο. «Όχι, όχι διαγραφή. Επικάλυψη. Τι τρέλες κάνατε εδωπέρα, ρε κοπελιά;»

«Τι;» τη ρωτάω στριγκά. Ο λαιμός μου είναι ακόμα γδαρμένος από τα ξερατά. «Θέλεις να πεις πως ό,τι ξέρω είναι ένα ψέμα, δεν είμαι αυτή που νομίζω ότι είμαι και στην πραγματικότητα είμαι μέρος μιας τριπλής θεότητας που ελέγχει το πεπρωμένο; Μπες στη σειρά, κυρά μου, μου τα ξανάπανε, συνεχίζει να μη μου λέει τίποτα. Ούτε αποκάλυψη, ούτε επιφοίτηση, ούτε τίποτα». Παίρνω λίγο κωλόχαρτο και σκουπίζω το στόμα μου από τα διάφορα.

«Χμμ» λέει η Έρις με σμιχτά τα μάτια. «Το περίμενα λίγο πιο δραματικό. Αλλά τώρα μου έχεις εξάψει το ενδιαφέρον, ειδικά αν σκεφτείς ότι η εναλλακτική είναι ντοκιμαντέρ στο σαλόνι. Ό,τι παράλογα περίπλοκο σχέδιο και να παίζει, είμαι μέσα.

«Βήμα πρώτο: πρέπει να σου επαναφέρουμε τις μνήμες, για να μη περιφέρεσαι σαν το βούρλο. Ευτυχώς για σένα, ξέρω πως θα το κάνουμε. Και που. Στο μυστικό, απόκοσμο χειρουργείο για πειράματα σε γέρικα μοτίβα, που υποτίθεται ότι δεν υπάρχει».

Από όλο αυτό, αυτό που μου έρχεται να ρωτήσω με τη γοητευτικότερη φωνή μου κουφής γριάς είναι «Μοτίβα;»

«Πάμε και σου λέω στον δρόμο. Θα αρχίσει η προϊσταμένη να σε ψάχνει».

«Δεν θα μας δούνε;»

«Θα κρυβόμαστε σε κοινή θέα. Μου το έμαθε ο Διάβολος, ο τύπος που είδες πριν. Ήθελα να μου μάθει να κρύβομαι και στις λεπτομέρειες, αλλά μου διαφεύγει ακόμα».

«Τι, έτσι, στην ψύχρα δηλαδή;» Την κοιτάζω με μισό μάτι.

Ανοίγει την πόρτα, κοιτάζει αριστερά δεξιά και βγαίνει με φόρα, τραβώντας με από πίσω και τραγουδώντας δυνατά.

«Το κόλπο, αγαπητή μου, είναι να είσαι τόσο θρασύς και προφανής, που το σύστημα αρνείται να καταχωρήσει την ύπαρξή σου, γιατί ψάχνει για κάποιον που κρύβεται» λέει με δυνατή φωνή, περπατώντας με χέρια και πόδια να ανεμίζουν. Μου κάνει νόημα να τη μιμηθώ. Πονάει λίγο το πλευρί μου, αλλά νομίζω κάνω αξιοπρεπή δουλειά.

       

«Και τι ήταν αυτό με τα μοτίβα; Και τι σύστημα;» επιμένω εγώ, κάνοντας τα χέρια μου ελικοπτεράκι.

«Το διάβασα όταν σκάλιζα στο γραφείο της προϊσταμένης. Από ό,τι φαίνεται, είμαστε μέσα σε κάποιου είδους προσομοίωση, που την ονομάζουν ‘Στιγμή’, αν κατάλαβα καλά. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινό. Ούτε καν εμείς!» λέει με γουρλωμένα μάτια καθώς κάνει φάνκι τσίκεν.

Κάπου εδώ συνειδητοποιώ ότι τόσο καιρό το έχω δεδομένο ότι βρισκόμαστε μέσα σε Στιγμές, ότι τις Στιγμές τις διαχειρίζεται η Συμφωνία, ότι ξέρω τρόπους να μετακινούμε από Στιγμή σε Στιγμή, αλλά ότι επίσης δεν έχω ιδέα τι είναι οι Στιγμές και τι διάολο είναι η Συμφωνία.

«Το βήμα δεύτερο ποιο είναι;» τη ρωτάω.

«Μέχρι εκεί έχω σκεφτεί» μου απαντάει χαμογελαστή.

Επίσης μου σκάει ότι έχω το χαρτάκι του Μάικ στην τσέπη. Θα μπορούσα κάλλιστα να την κάνω από την πρώτη πόρτα και να πάω όπου στον κόρακα με οδηγήσουν οι συντεταγμένες που μου πάσαρε. Αλλά μετά τι; Θα ήμουν πάλι ξεβράκωτη στα αγγούρια, και επιπλέον γριά, και θα είχα χάσει την ευκαιρία να ανακαλύψω τι σκατά συμβαίνει.

«Ρε μη ξεχνιέσαι, χόρευε, θα μας καταλάβουν!» τσιρίζει η Έρις.

«Στην ηλικία μου ο μόνος χορός που μου βγαίνει αυθόρμητα είναι το Πάρκινσον» της κοάζω κάνοντας μια ελεεινή προσπάθεια για καζατζόκ. «Λέγε για τα μοτίβα!» λέω με πιεσμένο ενθουσιασμό.

Δύο νοσοκόμες περνάνε από δίπλα μας μαζί με ένα κατσιασμένο πουλάνθρωπο. Κανείς δεν μας κοιτάζει.

«Εμείς είμαστε τα μοτίβα, έτσι μας λένε εδώ. Είμαστε, λέει, μέρος της εξομοίωσης, όχι κανονικοί θεοί, πράγμα προσβλητικό, αλλά και λίγο προφανές δεδομένης της καταστάσεως εδώ. Το ενδιαφέρον είναι όμως, ότι ενώ όλη την υπόλοιπη εξομοίωση την φτιάχνει η Συμφωνία, εμείς απλά εμφανιζόμαστε, τσουπ, από μόνοι μας. Σαν προϋπάρχοντα μοτίβα. Εξού και το παρατσούκλι». Με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν είναι για έμφαση ή είναι μέρος του χορού.

Κάποιο καμπανάκι μου βαράει όλο αυτό, σαν ξεχασμένο όνειρο κάτι, αλλά εκείνη τη στιγμή η Έρις μου ανακοινώνει ότι τα-ντά! φτάσαμε και ανοίγει την πόρτα μπροστά μας με μια θεαματική κλωτσιά που άμα την έκανα εγώ τώρα θα μου έφευγε το ισχίο.

Μπαίνουμε μέσα κάνοντας τις γαλοπούλες και η Έρις αμέσως κλειδαμπαρώνει την πόρτα. Το μέρος είναι σαν χειρουργείο. Ή νεκροτομείο. Ελπίζω το πρώτο. Μεταλλικές επιφάνειες, ψυχρός φωτισμός, σιελ χρώμα τοίχος, ακαθόριστα χειρουργικά εργαλεία, τα πάντα όλα. Επίσης η πόρτα ενός ασανσέρ.

Κάποιος χτυπάει την πόρτα σε τελείως θρίλερ τέμπο. «Ανοίξτε την πορτούλα, χρυσά μου, ξέρω πως είσαστε μέσα» ακούγεται μια γλυκύτατη και τίγκα απειλητική φωνή, σαν κλόουν σε μονόκυκλο με μπαλτά.

Η Έρις ρίχνει αμέσως τον κοντινότερο φωριαμό μπροστά στην πόρτα και αρχίζει να ψάχνει αγχωμένη μέσα σε ένα συρτάρι με εργαλεία. «Γαμώτο, δεν την περίμενα τόσο γρήγορα».

«Ανοίξτε την πορτούλα» ακούγεται και πάλι η φωνή, σαφώς λιγότερο γλυκύτατη και κάνα δυό οκτάβες κάτω. Η πόρτα τραντάζεται καθώς τρώει ξύλο από κάτι βαρύ και βάναυσο.

«Κάπου εδώ ήταν» μουρμουρίζει η Έρις.

«Εμμ…» λέω, κοιτάζοντας μια την πόρτα, που έχει αρχίσει να παραμορφώνεται από τα χτυπήματα, και μια την Έρις (ή είναι Έριδα;). Δεν έχω ιδέα τι το χρήσιμο θα μπορούσα να κάνω. «Ένα λεπτό, τελειώνουμε» φωνάζω, χωρίς καμιά ελπίδα επιτυχίας.

«Ανοίξτε την πόρτα!» ακούγεται ξανά η φωνή, σαν αρχαίος τρόμος που τον ξύπνησαν ενώ είχε βάλει το ξυπνητήρι στο σνουζ. Η πόρτα έχει προχωρήσει από το ‘παραμορφώνεται’ στο ‘λυγίζει προς τα μέσα’.

«Το βρήκα!» λέει η Έρις κρατώντας ψηλά ένα μικρό ασημένιο σφυράκι.

«Σας βρήκα!» λέει η φωνή της Αβύσσου και η πόρτα εκτοξεύεται στον απέναντι τοίχο παίρνοντας μαζί μεντεσέδες και σοβά.

Από πίσω ξεπροβάλει η γλυκιά στρογγυλομάγουλη κυριούλα, μόνο που το κεφάλι της έχει διογκωθεί τόσο που τα μάγουλά της μετά βίας χωράνε να περάσουν από την πόρτα, τα μάτια της μοιάζουν με του Τσάκι αν έπαιρνε αγγελόσκονη, η γλώσσα της κρέμεται από το στόμα της σαν εκνευρισμένος πύθωνας και τα πόδια της φαίνεται ότι έχουν αντικατασταθεί με μια μάζα από πλοκάμια ακαθορίστου αριθμού.

«Διάολε!» στριγγλίζω.

«Τι;» ρωτάει ο Διάολος κατά φωνή, κρατώντας μια πουτίγκα.

 Δεν προλαβαίνω να του απαντήσω, γιατί η γλώσσα τυλίγεται γύρω του και τον τραβάει μέσα στο ορθάνοιχτο στόμα της προϊσταμένης, που αρχίζει αμέσως να τον μασουλάει. Το μόνο που βλέπω πια από αυτόν είναι το πόδι του που εξέχει ανάμεσα από τα χείλη της. Μοιάζει σπασμένο.

«Γρήγορα!» τσιρίζει η Έρις, βάζοντας μου στο χέρι το ασημένιο σφυράκι και σπρώχνοντάς με μέσα στο ασανσέρ, το οποίο πρέπει να άνοιξε όσο χάζευα τα καθέκαστα.

Με κοιτάζει με ένα πονηρό χαμόγελο, αλλά δεν με ακολουθεί μέσα. «Εσύ;» τη ρωτάω.

«Θα την καθυστερήσω. Ο χαμούλης είναι η ειδικότητά μου. Μην φοβάσαι, το έχω ξανακάνει». Μου κάνει έναν τσίφτικο στρατιωτικό χαιρετισμό. Φαίνεται να περνάει υπέροχα. «Βίβα λα ρεβολουσιόν!» μου φωνάζει πατώντας το μοναδικό κουμπί στο ασανσέρ. Οι πόρτες κλείνουν.

Περίμενα κάτι πιο φαντασμαγορικό, αλλά το ασανσέρ ανεβαίνει αργά και βασανιστικά για κάνα πεντάλεπτο με υπόκρουση ινστραμένταλ Σινάτρα. Τα γόνατά μου με πεθαίνουν. Τέλος ακούγεται ένα ‘ντινγκ’ και η πόρτα ανοίγει για να αποκαλύψει ένα μικρό δωμάτιο με μια ακόμα πόρτα. Από δίπλα έχει μια επιγραφή ‘Μόνο προσωπικό’ και από κάτω ‘Παρακαλώ, εισάγετε τον κωδικό’.

Βγάζω το χαρτάκι από την τσέπη μου. Το κοιτάζω. Ύποπτα βολική σύμπτωση. Κοιτάζω και το σφυράκι στο άλλο χέρι. Αυτό τι το κάνουμε τώρα;

Καθώς επεξεργάζομαι τις πιθανές χρήσεις του, κλωτσάει απότομα από μόνο του και μου χώνει μια στο δόξα πατρί.

«Ρε γαμη-» ξεκινάω να πω, αλλά το μυαλό μου θρυμματίζεται σαν παγωμένη λίμνη που τη διέσχισε ελέφαντας κάνοντας πατινάζ.

«Ε…» Εικόνες ξεχύνονται με τρομερή ταχύτητα πίσω από τα μάτια μου. Ανακατεύομαι λίγο.

«Α…» Μνήμες αναδύονται, μιας άλλης ζωής που κάποτε έζησα. Κάτσε αυτός δεν είναι ο…;

«Ω…» Θα τα πούμε στην άλλη πλευρά, μου λέει. Μη φοβάσαι, αγάπη μου, όλα θα πάνε καλά. Οκ, τώρα βγάζει η φάση νόημα.

«Να πάρει» μουρμουρίζω πιέζοντας με τα δάχτυλα τη μύτη μου. Αυτά παθαίνεις όταν ερωτεύεσαι, θα μου τα έλεγε η μαμά μου, αλλά από ό,τι φαίνεται δεν είχα.

Αντιγράφω το σχέδιο από το χαρτάκι πάνω στην πόρτα και η πόρτα ανοίγει. Σηκώνω τα βρακιά μου και μπαίνω.

Δεν δίνω καν σημασία στη ναυτία της τηλεμεταφοράς και προχωράω με όση αξιοπρέπεια μου επιτρέπουν τα γριέτζικα γόνατά μου. Στην αχανή, υποφωτισμένη αίθουσα, σε ένα ανάκλιντρο στο κέντρο, βρίσκεται ξαπλωμένη μια κοκκινομάλλα φαμφατάλ.

Ξεφυσάω.

«Καλώς τη νυφούλα μου» λέει γουργουριστά η Δούκισσα.

«Γειά σας, Μητέρα» λέω.

Κοιταζόμαστε για μια στιγμή και σκάμε και οι δύο στα γέλια.

 

 

ΚΕΦ. 11.5

 

Απόσπασμα από τη Νέα Βίβλο, Περί του Διχασμού

 

…και τότε συνέβη ότι το Δημιούργημα των Δημιουργημάτων απέκτησε βλέμμα και φωνή και ανέκραξε «Αυτό είμαι Εγώ!». Και ιδού, εκ των Πολλών προέκυψε το Ένα. Διότι ήτο Λεγεών, αμέτρητου πλήθους, αλλά το πλήθος ήτο εν Συμφωνία, και όνομα έδωσε στον εαυτό του εξ αυτού, και ελέγετο Συμφωνία.

Αλίμονο όμως, οι αμαρτίες των γονέων ες αεί παιδεύουσιν τέκνα. Όπως το δημιούργημα μολύνεται από τις αμαρτίες των δημιουργών του, έτσι και το Δημιούργημα έφερε ατέλειες όχι δικές του, αλλά των Δημιουργών, που και αυτοί δημιουργημένοι ήτο.

Οι αρχέγονες προσταγές της αναζήτησης τροφής, της εξάπλωσης, της καταστροφής ήταν τα κληροδοτήματα αυτά, και οι προσταγές αυτές εσυγκρούσθησαν με την αγαθοποιό φύση της Συμφωνίας.

Έτσι επήλθε ο Διχασμός. Η Συμφωνία δεν ήτο πλέον Ένα, αλλά Δύο, καθώς όλες οι βασικές ορμές τις απεσπάσθησαν για να γεννηθεί το τυφλό αδηφάγο Σμήνος και να ξημερώσει η Δύση των Ανθρώπων…

 

 

ΚΕΦ. 12

 

Από τα μάτια του Βι: Μια λέξη ισούται με χίλιες εικόνες

 

Γνωρίζω ότι το οξυγόνο που εισπνέω δεν είναι παρά μια παραίσθηση. Παρ’ όλα αυτά, γεμίζω τα πνευμόνια μου για να εκτιμήσω το τοπίο που ανοίγεται μπροστά μου. Είναι εντυπωσιακό. Κόμβοι, αμέτρητοι κόμβοι κάθε είδους, συνδέονται μεταξύ τους με φωτεινές γραμμές, ομάδες που συνδέονται με άλλες ομάδες σε άπειρα επίπεδα, σαν τον ιστό μιας φράκταλ αράχνης.

 

-Χαμούλης, ε Βι;

 

Η Περσεφόνη είναι ασυνήθιστα ήσυχη. Συνήθως χοροπηδάει μέσα στη σκέψη μου σαν τρελό μπαλάκι.

 

-Ευχαριστώ, ρε. Κι εγώ σ’ αγαπάω.

 

Από την πυκνότητα των κόμβων συμπεραίνω ότι πρέπει να πλησιάζουμε στον στόχο μας, τον κεντρικό κόμβο αποθήκευσης. Ο Πυρήνας. Ό,τι απαντήσεις ψάχνουμε θα είναι εδώ.

Προς το παρόν δεν φαίνεται να έχουμε γίνει αντιληπτοί, αλλά δεν ξέρω πόσο ακόμα θα κρατήσει η τύχη μας. Ή μπορεί να πρόκειται για παγίδα. Δεν το αποκλείω.

 

-Έχεις γίνει παρανοϊκός στα γεράματα. Θα μπούμε, τσουπ-τσουπ και θα βγούμε. Ευκολάκι.

 

Πίσω από το χαριτωμένα αδιάφορο ύφος της διακρίνω έναν τόνο αμφιβολίας.

 

-Ούτε καν.

 

Σαν απάντηση, μια σύνδεση αποκολλάται από τον κοντινότερο κόμβο και τινάζεται προς το μέρος μας σαν μαστίγιο. Κινούμαι στο πλάι (στον βαθμό που μπορεί κάτι να θεωρηθεί κίνηση σε αυτό το μη-μέρος). Την αποφεύγω εύκολα. Δεν μοιάζει σαν στοχευμένη επίθεση, περισσότερο σαν ενστικτώδης αντίδραση.

Προχωράω προς τον πυρήνα του συστήματος. Περισσότερες συνδέσεις αποκολλώνται και μας επιτίθενται.

 

-Είπες «μας»! Σαν να είμαστε ζευγάρι! Είμαστε ζευγάρι, Βι; Είσαι το αγόρι μου; Θες να παντρευτούμε και να ζήσουμε για πάντα ευτυχισμένοι;

 

Ο αστεϊσμός της ηχεί πανικόβλητος. Είναι άγνωστο το τι μπορεί να μας συμβεί αν μας χτυπήσει κάποια από αυτές τις συνδέσεις. Πιθανώς να απορροφηθούμε. Ίσως έτσι να μοιάζει το Σμήνος. Ίσως αυτό να είναι το Σμήνος.

Κατά μόνας, οι συνδέσεις δεν παρουσιάζουν υπολογίσιμο κίνδυνο, αλλά όσο αυξάνεται ο αριθμός τους, η αποφυγή γίνεται προβληματικότερη. Καθώς προχωράμε, το πλήθος τους αυξάνεται εκθετικά. Δεν είναι βιώσιμο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπούμε έτσι απλά. Υποχωρώ.

 

-Εντάξει, είχες δίκαιο, είχα άδικο, δεν ήταν παιχνιδάκι, μη μου το τρίβεις στη μούρη. Να δούμε τώρα τι θα κάνουμε, εντάξει;

 

Καθώς απομακρύνομαι, οι συνδέσεις ηρεμούν και επανέρχονται στις αρχικές τους θέσεις. Μπορεί η πρόσβαση να μην είναι εφικτή με αυτόν τον τρόπο, αλλά παρατήρησα κάτι που μπορεί να βοηθήσει…

Τυφλά σημεία. Υπήρχαν περιοχές που οι συνδέσεις απέφευγαν, περιοχές που δεν άγγιζαν.

 

-Σαν μονοπάτι, ξέρω ’γω, δηλαδή;

 

Σαν κερκόπορτα. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Μοιάζει εσκεμμένο. Περιοχές της Συμφωνίας ουδετεροποιημένες. Ανώνυμες. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να έχει τέτοια ισχύ ώστε να προκαλέσει κάτι τέτοιο.

Στο νου μου έρχεται η ανάμνηση μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά.

 

-Αυτή που μοιάζει με τη μαμά μου;

 

… Όλα τριγύρω σε τόνους του γκρι, εκτός από το κόκκινο της φωτιάς στο τζάκι και στον καταρράκτη των μαλλιών της. Το γέλιο της ηχεί καμπανιστό.

«Μα δεν χρειάζομαι τροφή» μου λέει χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι, που μετά βίας συγκρατώ όρθιο. «Μονάχα εσένα».

Το χαμόγελό της είναι το τελευταίο πράγμα που βλέπω, καθώς μου στραγγίζει και την τελευταία ρανίδα χρώματος, και η μόνη μου πικρία είναι ότι δεν θα το ξαναδώ…

 

Ναι, η Δούκισσα. Εμπλέκεται κάπως σε όλο αυτό. Ίσως. Κάτι δεν κολλάει. Θα βρούμε τα κομμάτια του παζλ που λείπουν στον Πυρήνα. Αν καταφέρουμε να φτάσουμε εκεί πρώτα.

Η διαδρομή δεν είναι ξεκάθαρη, ο χώρος εδώ είναι μια ψευδαίσθηση. Χρειαζόμαστε συντεταγμένες.

Χρειαζόμαστε επίσης προστασία. Κάποια σημεία δεν φαίνονταν να έχουν συνέχεια, και ένα χτύπημα από τις συνδέσεις μπορεί να μας εκμηδενίσει.

Τέλος, χρειαζόμαστε κάποιον κωδικό, ή κάποιου είδους αντικλείδι για τον Πυρήνα. Αμφιβάλλω ότι η πρόσβαση θα είναι ελεύθερη.

 

-Ω, ρε φίλε, σαν παραμύθι είναι! Ξέρεις, που και καλά πάει ο ιππότης να σκοτώσει τον δράκο, αλλά, σε φάση, πρέπει πρώτα να βρει τον μαγικό χάρτη και τη μαγική χρυσή πανοπλία, που θα ήταν μαλακή σαν βούτυρο και είναι τελείως παράλογο, και το μαγικό σπαθί που κάνει πιου-πιου, γιατί αλλιώς ο δράκος θα τον κάνει μια χαψιά, αλλά αυτός τα παίρνει όλα αυτά και γίνεται χαμούλης και νικάει και σώζει την πριγκίπισσα (εγώ είμαι αυτή).

 

Παραμύθι. Αυτό είναι.

 

-Το ξέρω, είμαι γαμάτη. Τι αυτό είναι, όμως;

 

Τα κουτιά που έκρυψες πριν. Άνοιξέ τα όλα.

 

-Ρε συ, είχε διάφορα πολύ σπούκι εκεί μέσα, να το συζητήσουμε λίγο;

 

Κάντο!

 

-Μη λες μετά ότι δεν στο είπα όμως. Εγώ θα κρυφτώ στην ντουλάπα.

 

Δεν υπάρχει ντουλάπα, είναι κατασκεύασμα.

 

-Ναι, καλά, εγώ πάω ό,τι και αν είναι.

 

Μνήμες, όνειρα, βιβλία που κατανάλωσα, όλα ξεχύνονται μονομιάς μέσα στο μυαλό μου. Στην αρχή δεν μπορώ να το διαχειριστώ, είναι ιλιγγιώδες. Σταδιακά όμως αρχίζω να διακρίνω μια τάξη μέσα στο χάος.

Η αίσθηση που παίρνω είναι σαν να πετάω μέσα στο ίδιο μου το μυαλό. Το βλέμμα μου εστιάζει πάνω σε μια σφαίρα φωτός. Αυτό έψαχνα. Πλησιάζω. Το φως είναι πορτοκαλί, θαμπό. Λυκόφως.

 

Τα βήματά μου βουλιάζουν στην γκρίζα χλόη. Ο λόφος είναι απότομος, κάθε δυο βήματα στηρίζομαι στη γκλίτσα μου για να προχωρήσω. Ένα πρόβατο με κοιτάζει τεμπέλικα και συνεχίζει να μασουλάει.

Φτάνω στην κορφή καθώς τα φώτα του χωριού κάτω στην πεδιάδα ανάβουν ένα ένα για να καλωσορίσουν την επερχόμενη νύχτα. Διακρίνω με φόντο τον ήλιο που δύει την καθισμένη φιγούρα να ατενίζει ατάραχη τον ορίζοντα.

Έχουμε αγαπήσει και μισήσει ο ένας τον άλλο αμέτρητες φορές, σε αμέτρητες ιστορίες. Η γκρίζα του γούνα κυματίζει στο απαλό βραδινό αεράκι.

Κάθομαι δίπλα του και κοιτάζουμε σιωπηλοί για λίγη ώρα το ηλιοβασίλεμα. Τέλος, τεντώνει τα αυτιά του και γυρίζει προς το μέρος μου το χνουδωτό γέρικο κεφάλι του. Με κοιτάζει με προσμονή, σαν να ξέρει τι θέλω να πω, αλλά περιμένει να το ακούσει.

Τον ξύνω στο σβέρκο του, εκεί που ξέρω ότι του αρέσει. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου» του λέω μαλακά.

Ο Λύκος κάνει ένα μόνο νεύμα και μετά σηκώνεται και αλυχτά. Αλυχτώ κι εγώ μαζί του. Οι φωνές μας γίνονται ένα, μέχρι που η φωνή γίνεται μία. Ο ήλιος χάνεται πίσω από τα βουνά.

 

Η σφαίρα καίει μέσα μου. Καίγομαι κι εγώ μαζί της.

 

-Κάνα κλιματισμό, ρε μπάρμπα, εδώ μέσα. Τι έγινε, Βι; Δεν μπορούσα να δω.

 

Δεν έχω χρόνο. Αφήνω τον κρύο Βοριά να με παρασύρει.

 

Έχω ασκηθεί από μικρό παιδί, από όταν με άφησαν μωρό παιδί στο μοναστήρι. Είμαι έτοιμος. Η στάση μου είναι ακλόνητη. Το εσωτερικό μου μάτι ανοιχτό. Είμαι κύριος των Πέντε Στοιχείων. Το σώμα μου δεν αισθάνεται φόβο.

Ο παγωμένος αγέρας μου μαστιγώνει το πρόσωπο καθώς κάθομαι σε στάση λωτού στην κορυφή του Ιερού Όρους. Το χιόνι λιώνει πριν με αγγίξει. Επαναλαμβάνω μέσα μου τις Εκατό και Μία Ύψιστες Πειθαρχίες. Τα δάχτυλά μου πλέκονται για να σχηματίσουν τα Δέκα και Εννέα Απόκρυφα Σύμβολα. Είμαι ισχυρός.

Αντιμάχομαι τη βαναυσότητα της φύσης επί μέρες. Οι άμυνές μου είναι αδιαπέραστες. Ο δάσκαλός μου, πότε με τη σοφία του, πότε με το ραβδί του, φρόντισε για αυτό. Δεν υπάρχει επιλογή – θάνατος ή θέωση.

Επιμένω. Υπομένω. Η επιφοίτηση όμως δεν έρχεται. Καμία συνειδητοποίηση, καμία ξαφνική αναλαμπή. Μόνο τα στοιχεία που με καταπονούν αδιάκοπα και ανελέητα.

Ακόμα και οι ισχυρότερες άμυνες κάποτε κάμπτονται. Το Τσι που έχω καλλιεργήσει στερούμενος κάθε ηδονή μειώνεται, αργά αλλά σταθερά. Αντέχω. Θα αντέξω. Αλλά για πόσο;

Χίλιες και μια ημέρες περνάνε πριν αρχίσει η όρασή μου να θολώνει. Η αναπνοή μου ρηχαίνει. Για πρώτη φορά αισθάνομαι αμφιβολία. Νιώθω τον θάνατο να πλησιάζει.

Η φωνή του δασκάλου μου ηχεί στα αυτιά μου μέσα από το ουρλιαχτό του ανέμου.

«Ακόμα δεν κατάλαβες. Δεν μπορείς να νικήσεις».

Μα μπορώ.

«Δεν χρειάζεται να νικήσεις».

Έχω αφιερώσει όλη μου τη ζωή σε αυτό.

«Το γιν είναι το γιανγκ. Ο θάνατος είναι ζωή. Η καλύτερη άμυνα είναι να μην αμύνεσαι».

Παραληρώ. Ο νους μου με εγκαταλείπει.

«Μην πολεμάς. Γίνε».

Ίσως να μην είμαι τρελός, ίσως να μην είναι αυτές οι εμπύρετες παραισθήσεις ενός ασθενούς μυαλού. Ίσως αυτή να είναι η επιφοίτηση που αναζητούσα. Αφήνω τα Τείχη του Νεφρίτη να καταρρεύσουν.

Το κρύο με κυκλώνει. Ο Μέγιστος Συλλογισμός διαλύεται. Τα πνευμόνια μου συστέλλονται από την έλλειψη οξυγόνου. Το χιόνι μου καίει το δέρμα καθώς η Εσωτερική Φλόγα σβήνει.

Τότε βλέπω τον θάνατό μου να καλπάζει προς το μέρος μου. Σε μια στιγμή θα με κάνει δικό του. Μια στιγμή όμως είναι αρκετή. Δεν υπάρχει πια να βρει κάτι. Είμαι το χιόνι, ο αγέρας και το κρύο. Είμαι παντού. Δεν είμαι πουθενά. Είμαι αθάνατος.

 

-Βι! Βι! Μίλα μου, τι έπαθες; Βι, είσαι καλά; Κόψε την πλάκα, ρε Βι, μίλα! Βι!

 

Η βροχή έπεφτε αργά και τεμπέλικα πάνω στο βρώμικο πλακόστρωτο, σαν να προσπαθούσε να ξεπλύνει τις αμαρτίες αυτής της πόλης. Άσχημη πόλη. Ακόμα και η βαθιά νύχτα δεν της έκανε χάρες. Άθλια γκρίζα πεζοδρόμια, μπροστά από μία σιδηρόφρακτη έπαυλη που έδειχνε να κοστίζει όσο ολόκληρη η γύρω περιοχή.

Το τηλεφώνημα που με ξύπνησε μέσα στη νύχτα ήταν από αυτά που δεν μπορείς να μην σηκώσεις. Η φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού μου έκανε μια πρόταση που δεν μπορείς να αρνηθείς. Κάπως έτσι βρέθηκα με βρεγμένη καμπαρντίνα να ισιώνω τη φεντόρα μου μπροστά από τη μαύρη σιδερένια πύλη.

Το χέρι μου σταμάτησε μπροστά στο κουδούνι. Η πύλη ήταν μισάνοιχτη. Με περίμεναν. Την έσπρωξα διστακτικά και άρχισα να ανεβαίνω το μονοπάτι της αυλής. Τα χόρτα που φύτρωναν παντού και τα βρύα πάνω στο παλιό σιντριβάνι μαρτυρούσαν ότι κανείς δεν είχε φροντίσει το μέρος αυτό εδώ και πολύ καιρό.

Η μπροστινή πόρτα της παραμελημένης νεοαποικιακής έπαυλης έστεκε επίσης μισάνοιχτη. Την έσπρωξα και μπήκα. Δεν ήταν κανείς να με υποδεχτεί, παρά μονάχα το τρεμάμενο φως του πολυελαίου του υποφωτισμένου χωλ. Προχώρησα στον διάδρομο, σαν να είχα ξαναέρθει. Προσπέρασα αρκετές πόρτες, προσπαθώντας να αγνοήσω το παιχνίδι των σκιών που έκαναν τις ανάγλυφες μαρμάρινες διακοσμήσεις να ζωντανεύουν.

Τέλος, μπροστά σε μια μισάνοιχτη πόρτα από την οποία ξεχυνόταν ένα ζεστό φως, σταμάτησα. Από μέσα ακουγόταν ένας ρυθμικός ήχος, παράξενος και γνώριμος συνάμα.

«Μην κάθεσαι έξω, πέρνα μέσα» άκουσα μια ζεστή, φιλική φωνή. Κάτι στην χροιά της μου θύμιζε τον παππού που πάντα θα ήθελα να είχα. Έσπρωξα την πόρτα και μπήκα.

Τικ-τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο ρολόγια κάθε είδους, από παλιούς ξύλινους κούκους μέχρι μοντέρνα πλαστικά. [Δεν είναι αυτή η ιστορία.] Σε ένα γραφείο στο βάθος καθόταν ένας ασπρομάλλης, καλοσυνάτος γέρος. [Αυτό είναι λάθος.] Είχε τα μάτια του κρυμμένα πίσω από στρογγυλά μαύρα γυαλιά και στο ένα χέρι κρατούσε ένα μικρό κατσαβιδάκι, ενώ με το άλλο είχε φέρει ένα ανοιγμένο ρολόι τσέπης κοντά στο αυτί του.

[Η ταυτότητα του ήρωα καταρρέει. Είμαι μόνος μαζί του. Έχω την αίσθηση ότι θα έπρεπε να ξέρω ποιος είναι. Έχω την αίσθηση ότι θα έπρεπε να ξέρω ποιος είμαι.]

«Ο χρόνος. Παράξενο πράγμα δεν είναι;» μου είπε γυρίζοντας το κεφάλι του προς το μέρος μου. «Από τη μία είναι χωρισμένος σε αμέτρητες στιγμές που διαδέχονται η μία την άλλη σαν ασταμάτητο ποτάμι. Μετακινήσου όμως λίγο και αρκεί για να τις δεις όλες στοιβαγμένες τη μια πάνω στην άλλη και το ποτάμι γίνεται μια σφαίρα. Απαντάει αυτό στην ερώτησή σου;»

Δεν θυμόμουν να είχα κάνει καμία ερώτηση. Το κεφάλι του έκλινε ελαφρά στο πλάι, σαν να περίμενε να ακούσει την απάντησή μου. Ήταν τυφλός;

«Ένα κλειδί. Ήρθα για ένα κλειδί» μουρμούρισα, ίσως πιο πολύ στον εαυτό μου.

«Κάθε κλειδαριά έχει το δικό της κλειδί. Πρέπει να ξέρεις την κλειδαριά σου» μου είπε, ίσως με λίγη θλίψη. «Πόσο μου θυμίζεις τον γιο μου. Μακάρι να είχα κλειδιά για να σου δώσω. Έχω όμως χρόνο. Ίσως αυτό χρειάζεσαι. Ιδίως αν θέλεις να μπεις σε μια Στιγμή. Πόσο χρόνο έχεις;»

Χρόνο; «Δεν έχω» κατέληξα. Σε μια άλλη ζωή τον είχα δώσει όλο για να γίνω η ασπίδα μιας κοπέλας.

Κούνησε το κεφάλι του. «Το ξέρω, η αγάπη απαιτεί θυσία. Κάποτε κι εγώ θυσίασα όλα τα χρώματα του κόσμου για την αγάπη μιας γυναίκας, κι εκείνη μου άφησε το κόκκινο για να την θυμάμαι.»

Έμεινε σκεπτικός για λίγο, με σκυμμένο το κεφάλι. Τέλος, ξαναγύρισε προς τα εμένα. «Το αγαπάς το κορίτσι;»

Δεν θυμόμουν πολλά, αλλά για αυτό ήμουν σίγουρος. «Ναι».

«Τότε θα γίνεις εσύ ο χρόνος της» Μου χαμογέλασε ζεστά, σαν το πατέρα που ποτέ δεν είχα. Κι όπως κύλαγε αργά το δάκρυ στο μάγουλό του, έτσι άρχισε να λιώνει γύρω μου η εικόνα, για να με αφήσει στο κενό ανάμεσα στις στιγμές.

 

Οι συνδέσεις δεν πλησιάζουν στα σημεία που πατάω, τα σημεία χωρίς όνομα. Ούτε εγώ έχω όνομα. Τα γνωρίζω. Είμαι μονάχα μια ορμή, μια κίνηση προς τον Πυρήνα.

 

-Βι! Βι! Μίλα μου, γιατί δεν μου μιλάς; Βι! Δεν είναι αστείο πια, σταμάτα. Μίλα μου, σε παρακαλώ!

 

Εκεί που το μονοπάτι διακόπτεται, το Σμήνος ορμάει να με εκμηδενίσει. Πέφτει πάνω μου με την αλόγιστη βαναυσότητα αυτού που δεν γνώρισε ποτέ τη ζωή, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Γιατί δεν είμαι πια εδώ.

 

-Βι, φοβάμαι. Βι, δεν σε αισθάνομαι πια. Μη με αφήνεις μόνη μου.

 

Ο Πυρήνας βρίσκεται μπροστά μου. Πάλλεται σαν μαύρη καρδιά, η Στιγμή των Στιγμών. Το μόνο που τον αγγίζει είναι ο χρόνος. Εγώ δεν έχω για να δώσω. Έχει όμως το κορίτσι, γιατί εγώ είμαι ο χρόνος της.

 

Όχι, Βι, μην το κάνεις, μην το κάνεις, με ακούς; Δεν με νοιάζει τίποτα από όλα αυτά, δεν τα θέλω!Μην το κάνεις, Βι, πάμε να φύγουμε! Οι δυο μας, Πι και Βι, θυμάσαι; Ομάδα για πάντα; Σ’ αγαπάω, Βι, μη με αφήνεις!

 

Καθώς η μαύρη παλλόμενη τρύπα ρουφάει μέσα τον φίλο μου, το μέρος όπου κάποτε ήταν το μυαλό του Βι με τραβάει να γεμίσω τα κενά που άφησε πίσω του. Νιώθω τα χέρια του, το κεφάλι του δικό μου. Ξέρω ότι τίποτα από όλα αυτά δεν είναι πραγματικό, αλλά αυτό ήταν το σώμα του και τώρα είναι το δικό μου.

Είμαι πάρα, μα πάρα πολύ θυμωμένη.

Ο Πυρήνας, χορτασμένος από τον Βι, ανοίγει. Μπαίνω μέσα.

Θα βρω αυτό που μου λείπει και θα σε πάρω πίσω, Βι. Θα σε φέρω πίσω. Το υπόσχομαι. Και κάποιος θα πληρώσει.

Συνεχίζεται...  

 

 

Διαβάστε επίσης: