Κλειστοφοβία

Το μισώ το σχολείο. Το να είσαι κλεισμένος σε έναν χώρο με χαμένους –καθηγητές και μαθητές- είναι σκέτο μαρτύριο. Οι καθηγητές παραδίδουν το μάθημα με την αδιάφορη φωνή τους που μαρτυράει ότι δεν είναι ούτε η πρώτη φορά, μα ούτε και η τελευταία που μιλούν για το ίδιο πράγμα. Η φωνή τους προκαλεί υπνηλία και κανένα ενδιαφέρον για όσα έχουν να διδάξουν. Έπειτα η εξέταση. Πιστεύουν ότι έχουμε υποχρέωση να γνωρίζουμε για αυτά που μας διδάσκουν λες και μας αφορούν. Κι αν δεν γνωρίζουμε την απάντηση, μας απαξιώνουν λες και το ότι οι ίδιοι τη γνωρίζουν είναι η αιτία που τους κάνει σπουδαίους. Οι λόγοι όμως που οι καθηγητές είναι ‘‘σπουδαίοι’’ είναι λόγοι εξουσίας. Τις προάλλες ο φυσικός με απείλησε ότι θα με αφήσει στην ίδια τάξη, αν δε δείξω το παραμικρό ενδιαφέρον στο μάθημά του, τότε του απάντησα με πάσα ειλικρίνεια «Μα κι εσείς κύριε στην ίδια τάξη έχετε μείνει τα χρόνια που διδάσκετε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση». «Αυθαδιάζεις!» φώναξε κόκκινος από θυμό και με σήκωσε να με πάει στον διευθυντή. Το ίδιο αμετάπειστος έμεινα και μπροστά στον διευθυντή. «Πάλι εδώ εσύ; Τι έκανες σήμερα» Δε μίλησα και τον λόγο πήρε ο φυσικός. «Μα δεν είπα κάποιο ψέμα, ακόμη και την ίδια τάξη να υποχρεωθώ να επαναλάβω δεν υπάρχει περίπτωση να την παρακολουθήσω όσα χρόνια το κάνετε εσείς». «Εγώ δεν παρακολουθώ, εγώ διδάσκω». «Αν αυτό εσείς πιστεύετε!» Το βλέμμα του γέμισε μίσος όταν στράφηκε να με κοιτάξει και τότε μου θύμισε το βλέμμα κάποιου άλλου. Είτε διδάσκεις είτε παρακολουθείς στον ίδιο χώρο βρίσκεσαι με τους ίδιους άχρηστους, που επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο με διαφορετικά πρόσωπα και ονόματα. Δεν ξέρω γιατί παρεξηγήθηκε σε τέτοιο βαθμό. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι εκείνος πληρώνεται, ενώ εγώ δεν πληρώνομαι, πράγμα που τον κάνει διπλά ανόητο, μιας και εκείνος έχει επιλογή να το σκάσει από αυτό το μαρτύριο και όμως παραμένει. Ενώ εγώ δεν μπορώ να φύγω γιατί δεν έχω που να πάω. Είναι χειμώνας, κι έχει κρύο για να γυρνάω στους δρόμους και δεν έχω διάθεση για επιπλέον μπελάδες, αν αποφασίσουν ας ενημερώσουν το σπίτι μου. Ο διευθυντής έστειλε τον φυσικό στην τάξη να συνεχίσει το μάθημα και κράτησε εμένα στο γραφείο του, ώστε να αποφευχθεί νέος γύρος καυγάδων μέσα στην αίθουσα. Δε μου έδωσε σημασία, με έβαλε να κάτσω και συνέχισε τις δουλειές του. Και τι να μου πει άλλωστε που να μη μου το έχει ξαναπεί. Εγώ έστρεψα το κεφάλι και κοίταξα έξω από το παράθυρο, τουλάχιστον εδώ δε θα με μάλωνε που χάζευα το προαύλιο, μιας και δεν είχα και πολλά να κάνω, όχι ότι έχω να κάνω και πολλά στην τάξη, εδώ που τα λέμε. Μόλις χτύπησε το κουδούνι για το διάλλειμα, ο διευθυντής μου έριξε μια ματιά και μου είπε ότι ήμουν ελεύθερος. Φάνηκε σαν να ήθελε να πει και κάτι παραπάνω, αλλά τελικά το μετάνιωσε. Τι να ξοδεύει τα λόγια του μαζί μου.

Έφυγα κι εγώ και πέρασα από την τάξη να πάρω το μπουφάν μου για να βγω, να συναντήσω τους φίλου μου. Αράξαμε όλοι στην τσιμεντένια κερκίδα και κοιτάζαμε τους συμμαθητές μας που δημιουργούσαν τα δικά τους πηγαδάκια για συζητήσεις, αλλά και εκείνους που αποφάσισαν με μια μπάλα να εξασκηθούν λίγο στις μπασκέτες.

Τότε ήταν που πρόσεξα ότι ο απουσιολόγος της τάξης μας, το τσιράκι των καθηγητών και ο πιο ηλίθιος παπαγάλος όλων μέσα στην τάξη με κοίταζε και κάτι έλεγε στην παρέα του χαζογελώντας. Η αλήθεια είναι ότι προσωπικά δε σηκώνω τις κοροϊδίες, και ειδικά αν είναι από ηλίθιους σαν κι εκείνον. Έκανα να σηκωθώ, όμως με έπιασε από το χέρι ο διπλανός μου. «Άσε», μου είπε, «θα τον φτιάξουμε στην τάξη». Έτσι κι εγώ έκατσα. Άλλωστε ξέρω πως οι φίλοι μου κι εγώ να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον. Στο επόμενο διάλειμμα, ο Μάκης με έβαλε να φυλάω τσίλιες στην πόρτα και εκείνος άνοιξε την τσάντα του φυτού και έβγαλε από μέσα το τετράδιο των αρχαίων. Το έχωσε στο παντελόνι του, τράβηξε από πάνω την μπλούζα του ώστε να το κρύψει και κατευθυνθήκαμε στις τουαλέτες. Μπήκαμε μαζί σε μια και κάναμε μαλλιά κουβάρια το τετράδιο, του σκίσαμε τις σελίδες και τις πετάξαμε στη λεκάνη. «Το πολύ γέλιο βγαίνει ξινό κάποιες φορές», σχολίασε ο διπλανός μου θυμόσοφα. Μέχρι να ολοκληρώσουμε την καταστροφή των εργασιών του φυτού, το κουδούνι χτύπησε και εμείς χώσαμε το μπλε εξώφυλλο μέσα στο καλαθάκι των αχρήστων και επιστρέψαμε ικανοποιημένοι στην τάξη μας. Πήραμε θέση στο θρανίο μας και καρφώσαμε το βλέμμα μας στον απουσιολόγο που μπήκε στην τάξη με τους φίλους του. Εκείνος μας έριξε μια ματιά και αποφάσισε να μας αγνοήσει. Η φιλόλογος μπήκε στην τάξη και ζήτησε τα τετράδια με τις εργασίες μας. Καρέ καρέ παρακολουθήσαμε κάθε κίνηση του παπαγάλου. Γύρισε και άρχισε να ψάχνει μέσα στη σχολική του σάκα, αλλά το τετράδιο δεν ήταν μέσα. «Λες να κάνει τάμα στον Άγιο Φανούριο να του το φανερώσει;» αναρωτήθηκε ο Μάκης και μας έπιασε νευρικό γέλιο.

«Τι συμβαίνει εκεί πίσω και γελάτε;»

«Τίποτα κυρία».

«Ώστε γελάτε με το τίποτα;»             

«Καμία φορά, όταν δεν έχουμε να γελάσουμε με κάτι γελάμε και με το τίποτα».

«Όλο εξυπνάδες Μάκη».

«Αν είσαι έξυπνος, λες εξυπνάδες».

Στο μεταξύ ο παπαγάλος είχε πάρει την τσάντα στην αγκαλιά του και έψαχνε με αγωνία το τετράδιο του, κι όσο δεν το έβρισκε τόσο μας έπιαναν εμάς τα γέλια. Η φιλόλογος στράφηκε σε εκείνον και όπως είχε γίνει κατακόκκινος τον ρώτησε τι του συμβαίνει. «Δεν βρίσκω το τετράδιο μου κυρία». Ο Μάκης μιμήθηκε σιωπηλά τη φωνή του. «Μήπως ξέχασες να το βάλεις στην τσάντα;» τον ρώτησε εκείνη.

«Όχι, είμαι βέβαιος ότι το πήρα», η καθηγήτρια έστρεψε το βλέμμα της πάνω μας και εμείς προσπαθήσαμε να πνίξουμε τα γέλια μας.

«Μήπως ξέρετε εσείς οι δυο λεβέντες στο πίσω θρανίο κάτι για το τετράδιο του συμμαθητή σας;»

«Όχι κυρία», είπε ο Μάκης και εγώ επανέλαβα τη φράση του σαν ηχώ, συγκρατώντας τα γέλια που μας έπνιγαν.

«Ώστε όχι;»

«Εμείς δεν έχουμε σχέση ούτε με βιβλία ούτε με τετράδια κυρία», θέλησε να κάνει τον έξυπνο ο Μάκης.

«Είναι βέβαιο ότι κάποια αλλεργία έχετε, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι δεν έχετε σχέση με ξένα τετράδια και ξένα βιβλία».

«Η αλλεργία που έχουμε κυρία είναι συνολική και όχι μερική».

«Καλά καλά ηρεμίστε μη σας βγάλω από την τάξη τώρα και μην ακούσω κιχ, αν δε θέλετε να συμμετέχετε, τουλάχιστον μην ενοχλείτε. Κι όσο για εσένα μην ανησυχείς, ξέρω ότι είσαι επιμελής, δε θα σε εξετάσω σήμερα».

«Μα αυτό δεν είναι σωστό κυρία», διαμαρτυρήθηκα. 

«Ποιος ζήτησε τη γνώμη σου;»

«Μα είναι σαν να λέτε ότι μας εξετάζετε για να μας πιάσετε αδιάβαστους».

«Είναι κι αυτός ένας λόγος», παραδέχτηκε εκείνη και ο Μάκης που είδε την καταστροφή να έρχεται με άρπαξε από το χέρι και με κάθισε στη θέση μου.

«Θες να σε εξετάσει;» με ρώτησε. Αδιάφορο μου ήταν, τόσο εκείνη όσο κι εγώ, κι όπως κάθε άλλος μέσα στην τάξη γνωρίζαμε ότι δεν είχα ανοίξει βιβλίο. 

«Κυρία δε με πειράζει να με εξετάσετε, θυμάμαι τι έγραψα στην άσκηση», επενέβη ο απουσιολόγος.

«Δεν αμφιβάλλω», του απάντησε καθησυχαστικά η φιλόλογος. «Τι λέτε να γράψετε ένα τεστάκι ώστε να μην έχουν παράπονο ούτε οι διαβασμένοι, μα ούτε και οι αδιάβαστοι», είπε και με κοίταξε.

«Ωραία τα κατάφερες!» με ειρωνεύτηκε ο διπλανός μου καθώς έβγαζε, μάλλον ξεκολλούσε, δυο σελίδες από τη μέση του τετραδίου του.  

Στο διάλλειμα ήμουν θυμωμένος, όχι τόσο για το τεστ όσο για το ότι ο Μάκης φαινόταν να έχει ενοχληθεί από τη συμπεριφορά μου. Απ’ όταν βγήκαμε από την τάξη δεν έπαψε να μου τη λέει. «Τι σε έπιασε και εσένα τώρα, και μας φόρτωσες με ένα τεστ». Προτίμησα να μην του απαντήσω αν και οι δυο μας γνωρίζαμε ότι δεν έκανε και διαφορά. Είτε μας έβαζε σήμερα το τεστ είτε αύριο είτε την άλλη εβδομάδα, εμάς τους δύο αδιάβαστους θα μας έπιανε. Από την άλλη επειδή ο Μάκης μυριζόταν συνήθως τις διαθέσεις των καθηγητών φρόντιζε και έκανε τα κουμάντα του, με σκονάκια και όλο και κάτι απαντούσαμε, όμως αυτή τη φορά, δεν είχε προβλέψει τη χαζομάρα μου. «Τσάμπα και το πεταμένο τετράδιο, φάνηκε ότι το φυτό ήταν διαβασμένο, μια τρύπα στο νερό που του πετάξαμε το τετράδιο». Η επιμέλεια αμείβεται, σκέφτηκα την αγαπημένη φράση της μητέρας μου, που φρόντιζε όλα στο σπίτι να είναι στη θέση τους και να κρατάει ικανοποιημένο τον πατέρα. Βέβαια εγώ μέχρι στιγμής, στα δεκαέξι μου χρόνια, δεν είχα δει καμία ανταμοιβή, αντιθέτως είχα δει τιμωρία όταν κάτι δεν ήταν εκεί που έπρεπε και συχνά κάτι δεν ήταν στη θέση, που ήθελε ο πατέρας.

Μπροστά μου στεκόταν ένα χοντρό παιδί από άλλο τμήμα, έτοιμος να χώσει στο στόμα του μια τυρόπιτα. Εκνευρισμένος από τα όσα μου έψελνε ο Μάκης πλησίασα με ορμή το χοντρό παιδί και του πέταξα την τυρόπιτα από το χέρι. «Σταμάτα πια να τρως, δε βλέπεις που έχεις γίνει σαν φάλαινα;» του είπα, ενώ τον είδα να με κοιτάζει άφωνος, έχοντας παραμείνει με το στόμα ανοικτό τόσο από τη λαχτάρα να δαγκώσει την πεταμένη πλέον τυρόπιτα όσο και από την έκπληξη. Αυτό φάνηκε να διασκεδάζει τον Μάκη, που σταμάτησε να με ψέλνει και έβαλε τα γέλια. Ύστερα πλησίασε τον πιτσιρικά, τον χτύπησε τόσο δυνατά στον ώμο που το αγόρι σχεδόν γονάτισε και του είπε «Δίκιο έχει μεγάλε, τόσος που είσαι θα θες να αδυνατίσεις και δε θα μπορείς να μαζέψεις το δέρμα σου που θα έχει ξεχειλώσει, μη σε δω να ξανατρώς, από σήμερα δίαιτα!»    

Κάπως έφτιαξε η κατάσταση, αν και εδώ που τα λέμε ποτέ δεν κακιώνουμε σοβαρά μεταξύ μας. Άλλωστε στην τάξη μοιραζόμαστε τον ίδιο ρόλο, αυτόν του παρία, οπότε κατά κάποιο τρόπο ο Μάκης είναι ο καθρέφτης μου, κι εγώ ο δικός του. Πόσο σοβαρά μπορείς να θυμώσεις με τον εαυτό σου; Παρά της αποκατάστασης των σχέσεων μας, που παραλίγο να διαλύσει ένα ηλίθιο τεστ στα αρχαία, η διάθεσή μου ήταν πεσμένη. Τις υπόλοιπες ώρες δε μιλούσα, ενώ ο Μάκης άρχισε να σχεδιάζει στο τετράδιό του. Εγώ κοίταζα έξω από το παράθυρο ή παρατηρούσα τους συμμαθητές μου. Τι ήταν αυτό που τους προκαλούσε έστω και το ελάχιστο ενδιαφέρον στο να καθίσουν να μελετήσουν. Δεν ήταν δυνατόν να τους αρέσει το σχολείο. Το κάνανε μόνο από φόβο μην κοπούν ή επειδή είχαν μάθει να είναι επιμελείς. Ένα μάτσο χαμένοι ήταν όλοι τους. Όταν το βλέμμα μου έπεφτε για ώρα πάνω σε κάποιον και εκείνος στρεφόταν και με κοίταζε, διάβαζα στα μάτια του την αντιπάθειά του ή την περιφρόνησή του. Με όλους τους είχα γελάσει, κάπου τους είχα ενοχλήσει. Ήταν ανόητοι, ας τα βάζανε λοιπόν με την ανοησία τους, και όχι με εμένα που την είχα αντιληφθεί.

 

Φεύγοντας από το σχολείο, και λόγω του ότι είχε ζεστάνει ο καιρός, αποφασίσαμε να κάνουμε καμιά βόλτα πριν επιστρέψουμε στα σπίτιά μας με τον Μάκη. Οι πιο μεγάλοι της παρέας θα μένανε να παίξουν μπασκετάκι, αλλά εγώ είχα μπουχτίσει από τη θέα του σχολείου. Δεν ήθελα να μείνω εκεί ούτε καν στο προαύλιο, το κτήριο θα μου θύμιζε ότι την επόμενη μέρα θα έπρεπε να είμαι πάλι μέσα στους κλειστοφοβικούς τοίχους του. Αφού περπατήσαμε καταλήξαμε σε ένα πάρκο και καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Με τις σάκες μας ακουμπισμένες στα πόδια μας, που πατούσαν πάνω στο κάθισμα. Ένας παππούς πέρασε και μας μάλωσε «Καλά δε ντρέπεστε παλιόπαιδα να πατάτε εκεί που άλλοι κάθονται». Έκανα να τον ειρωνευτώ, αλλά με πρόλαβε ο Μάκης. «Καλά οι άλλοι δεν ντρέπονται να βάζουν τον κώλο τους εκεί που εμείς βάζουμε τα πόδια μας, αηδία», είπε και γέλασε. «Τέτοια διαγωγή πήρατε από τα σπίτια σας;» σχολίασε εκείνος θυμωμένος. «Άντε από εδώ που θα μιλήσεις εσύ για τα σπίτια μας, παλιόγερε!» είπα αρπαγμένος. «Χαλάρωσε!» μου είπε ο Μάκης ενώ ο παππούς έφυγε κουνώντας θιγμένος το κεφάλι του, αλλά με γρήγορο βήμα. «Δεν είναι να τους παίρνεις σοβαρά, απλά κορόιδευέ τους. Δεν είναι να χαλάς τη ζαχαρένια σου». Έπειτα πέρασε μια νέα μαμά με καροτσάκι. «Από πότε τα μωρά σπρώχνουν τα καροτσάκια;» σχολίασε ο Μάκης, αλλά η μητέρα ξεφύσησε και κοίταξε από την άλλη. «Άντε μωρή παλιομπεκάτσα είπαμε να σου κάνουμε ένα κομπλιμέντο και δυσαρεστήθηκες». Ούτε που γύρισε να απαντήσει, αλλά την είδαμε να βάζει το χέρι στην τσέπη και να βγάζει ένα κινητό. «Ποιον λες να παίρνει;» ρώτησα εγώ. «Τον άντρα της τον μαλάκα να έρθει να μας κάνει ντα!» είπε ο Μάκης αρκετά δυνατά ώστε να μας ακούσει, αλλά την ίδια ώρα με άρπαξε από το χέρι να σηκωθώ να φύγουμε. Προφανώς ανησύχησε μπας και εμφανιστεί όντως ο άντρας της ο μαλάκας και μιας και δεν ήξερε τι θα αντιμετωπίζαμε θεώρησε φρονιμότερο να φύγουμε. Αφού τριγυρίσαμε λίγο ακόμη συζητώντας για το σχολείο και γελώντας με το πάθημα του παπαγάλου, έπρεπε να χωριστούμε. «Αυτή τη στιγμή ποθώ εκείνη την τυρόπιτα που πέταξες από τον μπούλη, χάθηκε να του την πάρεις και να τη φάμε αντί να την πετάξεις;» με ρώτησε. «Αηδία, ο χαμένος την είχε ήδη δαγκώσει».                        

Συνόδεψα ως το σπίτι του τον Μάκη και έπειτα ξεκίνησα για το δικό μου. Μόλις έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας, μου φάνηκε η πόρτα σαν να ήταν στόμα που γύρευε να με καταπιεί. Θα πήγαινα να τοποθετήσω τη μέτρια ζωή μου, στο μέτριο διαμέρισμα των γονιών μου. Καλά να σε πιάνει κλειστοφοβία στο σχολείο, μα στο σπίτι σου, παράξενο δεν είναι; Έκανα ένα βήμα πίσω, αλλά ήξερα ότι δεν είχα κάπου αλλού να πάω και τελικά μπήκα. Έσυρα τα πόδια μου στις σκάλες και απέφυγα να μπω στο ασανσέρ. Αν μια σχολική αίθουσα σου φαίνεται κλειστοφοβική, αν το ίδιο σου το δωμάτιο επίσης, πώς να μη θωρείς το ασανσέρ σαν φέρετρο. Έφτασε μπροστά από την πόρτα του διαμερίσματος και ακούμπησα το κεφάλι μου σε αυτήν, πριν ανοίξω και μπω. Ο πατέρας μου ήταν καθισμένος στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση, η μητέρα μου ήταν στην κουζίνα, και μαγείρευε με ανοιχτό απορροφητήρα.

«Σαν να άργησες λίγο», σχολίασε ο πατέρας μου.

«Πήγα με τα παιδιά μια βόλτα». Μπήκα στην κουζίνα και βρήκα τη μητέρα μου πάνω από την κατσαρόλα.

«Γιατί κλαις;» τη ρώτησα, ενώ ένιωθα απέχθεια για την αδυναμία της.

«Οι ατμοί είναι».

«Καλά, ό,τι πεις» και ανάγοντας το ψυγείο πήρα ένα αναψυκτικό να πάω στο δωμάτιό μου.

«Που πας;» ένιωθα τόσο κουρασμένος, που δεν είχα δύναμη να απαντήσω, αν και ήξερα τι μου επιφύλασσε η ακαταδεκτικότητα απέναντι στον πατέρα μου. «Σε ρώτησα κάτι κωλόπαιδο!»

«Στο δωμάτιο», απάντησα το ίδιο απότομα.

«Σε ποιον μιλάς έτσι ρε χαμένε;» είπε και σηκώθηκε επιθετικά από τον καναπέ.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Μαίρη Βανδώρου

Το μυθιστόρημα της «Συνοδός Κορυφής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Υδροπλάνο». Το διήγημα της «Επιστροφή στην κανονικότητα» συμμετέχει στην ανθολογία των εκδόσεων «Ωκεανός» με τίτλο «Μένουμε Σπίτι – Μέρες και Νύχτες μιας καραντίνας» -2021- Στους διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς της Unesco έχει αποσπάσει έπαινο για το παραμύθι της «Πετρούλες στη φακή» 2020, Γ’ Βραβείο Διηγήματος «Νεκρή Φύση» το 2021 και έπαινο για το παραμύθι της «Το Παραμύθι του Δάσους» το 2022. Το παραμύθι της "Πετρούλες στη Φακή" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κομνηνός, σε εικονογράφηση της ίδιας. 

 

Διαβάστε επίσης: